Χαν Γκανγκ «Η χορτοφάγος»

Page 1

ΧΑΝ ΓΚΑΝΓΚ

Η ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΡΕΑΤΙΚΑ

ΑΜΑΛΙΑ ΤΖΙΩΤΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


Το βιβλίο εκδίδεται με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Λογοτεχνικής Μετάφρασης της Κορέας (LTI Korea). ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: 한강 , 채식주의자 © ©

Copyright Han Kang 2007 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2020

1η έκδοση: Μάρτιος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6686-0


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Η χορτοφάγος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9 Η μογγολική κηλίδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 59 Δέντρα στις φλόγες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 127 ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 193



Η χορτοφάγος

Π

η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό. Για να είμαι ειλικρινής, όταν την πρωτοσυνάντησα, δεν μου τράβηξε καν την προσοχή. Μέτριο ανάστημα, τα μαλλιά της ούτε μακριά ούτε κοντά, το δέρμα της τραχύ, ωχρό, πεσμένα βλέφαρα, διογκωμένα ζυγωματικά, άχρωμα ρούχα, τίποτα που να φανερώνει κάτι από την προσωπικότητά της. Φορώντας ένα ζευγάρι απλές μαύρες γόβες, πλησίασε στο τραπέζι όπου περίμενα. Το βάδισμά της δεν ήταν ούτε γρήγορο, ούτε αργό, ούτε δυναμικό αλλά ούτε και νωθρό. Το γεγονός ότι την παντρεύτηκα οφείλεται ακριβώς στο ότι δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη γοητεία πάνω της, ούτε και κάποιο συγκεκριμένο μειονέκτημα. Ο βολικός χαρακτήρας της, στον οποίο δεν υπήρχε ίχνος λάμψης, εξυπνάδας ή έστω κάποια εκλεπτυσμένη πτυχή, με έκανε να αισθάνομαι άνετα. Πραγματικά, δεν χρειαζόταν ούτε να παριστάνω τον μορφωμένο για να τη γοητεύσω, ούτε να τρέχω σαν τον τρελό σε περίπτωση που αργούσα στο ραντεβού μας. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για να χάνω την αυτοπεποίθησή μου συγκρίνοντας τον εαυτό μου με τους άντρες που εμφανίζονται στους καταλόγους μόδας. Μπροστά της δεν με ένοιαζε ούτε η κοιλιά που έκανα μετά τα μέσα της δεκαετίας των είκοσί μου, ούτε τα αδύνατα άκρα μου, που δεν έλεγαν να γίνουν μυώδη όσο κι αν προσπαθούσα, ούτε το μικρό μου πέος – που ήταν η αιτία του κρυφού συμπλέγματος κατωτερότητας που είχα.

9

ριν


10

Ποτέ δεν μου άρεσαν τα μεγαλεία. Όταν ήμουν παιδί, συνήθιζα να κάνω παρέα και να προσέχω τα παιδιά της γειτονιάς που ήταν δυο με τρία χρόνια μικρότερα από μένα και έπαιζα τον ρόλο του αρχηγού. Όταν μεγάλωσα, έκανα αίτηση σε πανεπιστήμια όπου ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα να λάβω άνετα μια υποτροφία. Ήμουν ικανοποιημένος με το να παίρνω συστηματικά έναν αξιοπρεπή μισθό σε μια μικρή εταιρεία που θα εκτιμούσε τις περιορισμένες ικανότητές μου. Έτσι μου ήταν απολύτως φυσικό να παντρευτώ την πιο συνηθισμένη γυναίκα του κόσμου. Ανέκαθεν, μόνο δυσφορία μού προκαλούσαν οι γυναίκες που ήταν όμορφες, έξυπνες, αισθησιακές ή κόρες πλουσίων οικογενειών. Εκείνη ανέλαβε άνετα, σύμφωνα με τις προσδοκίες μου, τον ρόλο της τυπικής συζύγου. Κάθε πρωί στις έξι η ώρα σηκωνόταν και έφτιαχνε ρύζι και σούπα και μου ετοίμαζε και σέρβιρε ψάρι. Συνεισέφερε στα χρήματα που έβγαζα κάνοντας δουλειές μερικής απασχόλησης από τότε που ήταν ακόμα ελεύθερη, τα οποία μας βοηθούσαν οικονομικά, αν και το ποσό ήταν μικρό. Δούλευε βοηθός σε μια σχολή γραφικών τεχνών στην οποία είχε φοιτήσει για έναν χρόνο. Ως εξωτερική συνεργάτιδα, της είχε ανατεθεί από έναν εκδότη κόμικς η επεξεργασία των λέξεων που περιέχονται στα μπαλόνια, την οποία δουλειά μπορούσε να κάνει και από το σπίτι. Η γυναίκα μου ήταν λιγομίλητη. Σπάνια απαιτούσε κάτι από μένα και ποτέ της δεν έδειχνε ενοχλημένη όσο αργά κι αν γύριζα στο σπίτι. Τις αργίες που περνούσαμε μαζί δεν μου ζητούσε καν να βγούμε έξω και να πάμε κάπου. Όση ώρα εγώ έβλεπα τηλεόραση και χασομερούσα με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, εκείνη κλειδαμπαρωνόταν στο δωμάτιό της. Μάλλον θα έκανε κάποια δουλειά ή θα διάβαζε κανένα βιβλίο – το μόνο που στην καλύτερη περίπτωση κάποιος θα μπορούσε να αποκαλέσει χόμπι της ήταν το διάβασμα, μολονότι τα περισσότερα εξώφυλλα των βιβλίων της έδειχναν τόσο βαρετά, που δεν


11

ήθελα ούτε καν να τα ανοίξω. Μόνο την ώρα του φαγητού άνοιγε την πόρτα, έβγαινε από το δωμάτιό της και ετοίμαζε τα πάντα χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μία κουβέντα. Για να πω την αλήθεια, η ζωή με μια τέτοια γυναίκα δεν ήταν και τόσο συναρπαστική. Από την άλλη, ήμουν ευγνώμων γιατί με κούραζε και μόνο η ιδέα των γυναικών που αρκετές φορές την ημέρα παίρνουν τηλέφωνο τους συνεργάτες μου στη δουλειά ή τους φίλους μου, και που κατά καιρούς γκρινιάζουν και φωνάζουν και προκαλούν συζυγικούς καβγάδες. Το μόνο ασυνήθιστο πράγμα που θα άξιζε να αναφέρω σχετικά με τη γυναίκα μου είναι το ότι δεν της άρεσαν τα σουτιέν. Κατά τη διάρκεια της σύντομης σχέσης μας πριν από τον γάμο, όταν μια φορά, τυχαία, ακούμπησα την πλάτη της και συνειδητοποίησα ότι κάτω από το πουλόβερ της δεν μπορούσα να ψηλαφίσω τη λωρίδα του σουτιέν της, ερεθίστηκα λίγο. Άρχισα να παρατηρώ τη συμπεριφορά της με πιο καθαρή ματιά για να δω αν μου έστελνε κάποιο κρυφό σήμα. Το αποτέλεσμα της έρευνάς μου ήταν ότι δεν μου έστελνε κανένα σήμα. Αν δεν ήταν σήμα, τότε μήπως ήταν τεμπελιά ή αδιαφορία; Δεν μπορούσα να την καταλάβω καθόλου. Δεν ταίριαζε σε μια άχαρη γυναίκα σαν κι αυτήν να μη φοράει σουτιέν. Θα ήταν καλύτερα να κυκλοφορούσε φορώντας ένα σουτιέν ενισχυμένο για να μη με κάνει να ντρέπομαι μπροστά στους φίλους μου. Όταν παντρευτήκαμε, η γυναίκα μου δεν φορούσε ποτέ σουτιέν μέσα στο σπίτι. Το καλοκαίρι, αν τύχαινε να βγει, επειδή δεν ήθελε να φαίνονται οι στρογγυλές, μεγάλες θηλές της, αναγκαστικά φόραγε στηθόδεσμο, αλλά σε ένα λεπτό τον είχε ξεκουμπώσει. Στην περίπτωση που φορούσε ανοιχτόχρωμη λεπτή μπλούζα ή ελαφρώς στενά ρούχα, ακόμα κι όταν ήταν φανερό ότι το σουτιέν ήταν ξεκούμπωτο, δεν την ένοιαζε καθόλου. Όταν τη μάλωσα, εκείνη, μες στο κατακαλόκαιρο που έβραζε, αντικατέστησε το σουτιέν με ένα γιλέκο. Μου δικαιολογήθηκε ότι επειδή το σουτιέν έσφιγγε το στήθος της, ασφυκτι-


12

ούσε και δεν το άντεχε. Δεν υπήρχε τρόπος για μένα που δεν είχα φορέσει ποτέ στη ζωή μου σουτιέν να καταλάβω την αίσθηση του να φοράει κανείς κάτι που του κόβει την αναπνοή. Ήταν ξεκάθαρο όμως ότι καμιά άλλη γυναίκα δεν μισούσε το σουτιέν όσο εκείνη, κι αυτή η υπερευαισθησία της μου φαινόταν εντελώς ανεξήγητη. Εκτός από αυτό, όλα τα άλλα κυλούσαν ομαλά. Φέτος θα κλείναμε πέντε χρόνια γάμου. Κι αφού δεν ήμασταν τρελά ερωτευμένοι απ’ την αρχή, δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη εξέλιξη στον γάμο μας. Επειδή είχαμε αναβάλει να κάνουμε παιδιά μέχρι να αγοράσουμε αυτό το σπίτι πέρυσι το φθινόπωρο, αναρωτιόμουν σιγά σιγά μήπως είχε έρθει η ώρα να γίνω μπαμπάς. Μέχρι τη στιγμή που είδα τη γυναίκα μου εκείνο το ξημέρωμα τον περασμένο Φεβρουάριο να στέκεται στην κουζίνα με το νυχτικό, δεν είχα φανταστεί ποτέ μου ότι η ζωή μας θα άλλαζε στο παραμικρό.

«Τι κάνεις εκεί;» σταμάτησα και τη ρώτησα καθώς ετοιμαζόμουν να ανάψω το φως του μπάνιου. Θα ήταν γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα. Μόλις είχα ξυπνήσει επειδή το ενάμισι μπουκάλι σότζου που είχα πιει στο δείπνο της εταιρείας μου μου είχε προκαλέσει δίψα και επιπλέον έπρεπε να πάω στο μπάνιο. «Εεε! Σε ρώτησα τι κάνεις!» Ένιωσα μια ανατριχιαστική ψύχρα και κοίταξα προς το μέρος όπου στεκόταν η γυναίκα μου. Μου πέρασαν μονομιάς και η νύστα και το μεθύσι. Στεκόταν ακίνητη μπροστά στο ψυγείο. Παρόλο που δεν μπορούσα να διακρίνω την έκφραση του βυθισμένου στο σκοτάδι προσώπου της, υπήρχε κάτι τρομακτικό στην εικόνα της. Τα πλούσια άβαφα μαύρα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και ξεχτένιστα. Το λευκό νυχτικό της, που της έφτανε μέχρι τον αστράγαλο, ήταν ως συνήθως ελαφρώς τσαλακωμένο.


13

Σε σύγκριση με το υπνοδωμάτιο, στην κουζίνα έκανε πολύ κρύο. Αν ήταν μια συνηθισμένη μέρα, η γυναίκα μου, που ήταν κρυουλιάρα, θα έτρεχε να φορέσει μια πλεχτή ζακέτα και γούνινες παντόφλες. Από πότε όμως στεκόταν έτσι, ξυπόλυτη, ντυμένη με το λεπτό νυχτικό που συνήθιζε να φοράει από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο; Στεκόταν εκεί σαν στήλη άλατος και έδειχνε να μην ακούει τίποτα – σαν ένας αόρατος άνθρωπος ή μάλλον ένα φάντασμα. Τι γινόταν εδώ πέρα; Ή μήπως ήταν υπνοβάτης, για τους οποίους είχα μόνο ακουστά; Πλησίασα από το πλάι τη γυναίκα μου, που πραγματικά είχε πετρώσει σαν τη Μέδουσα. «Τι έπαθες; Άλλο πάλι και τούτο...» Όταν το χέρι μου ακούμπησε τον ώμο της, ούτε που ξαφνιάστηκε. Δεν τα είχε χαμένα, είχε πλήρη συναίσθηση ότι βγήκα από το υπνοδωμάτιο, ότι τη ρώτησα και την πλησίασα. Απλώς με αγνοούσε. Όπως όταν καμιά φορά ήταν απορροφημένη από κάποια βραδινή σειρά στην τηλεόραση, και παρόλο που με άκουγε να γυρίζω στο σπίτι, δεν μου έδινε σημασία. Τι ήταν όμως αυτό που την είχε απορροφήσει μες στην κουζίνα στις τέσσερις τα ξημερώματα μπροστά στο τεράστιο λευκό 400 λίτρων ψυγείο, που λαμπύριζε μες στο σκοτάδι; «Γλυκιά μου!» Παρατήρησα το προφίλ της μέσα στο σκοτάδι· τα μάτια είχαν μια ψυχρή λάμψη που δεν είχα ξαναδεί, τα χείλη μισάνοιχτα. «Είδα ένα όνειρο». Η φωνή της ήταν ατάραχη. «Όνειρο; Τι λες; Ξέρεις τι ώρα είναι τώρα; Τι πράγματα είναι αυτά;» Μου γύρισε την πλάτη και πήγε σιγά σιγά προς το μέρος της ανοιχτής πόρτας του υπνοδωματίου. Αφού πέρασε το κατώφλι, άπλωσε το χέρι της και έκλεισε την πόρτα. Παρέμεινα μόνος στη σκοτεινή κουζίνα και κοιτούσα προς το υπνοδωμάτιο, που είχε καταπιεί τη λευκή μορφή της.


14

Άναψα το φως του μπάνιου και μπήκα μέσα. Ήταν η πολλοστή μέρα που η θερμοκρασία δεν ξεπερνούσε τους μείον δέκα βαθμούς και έκανε συνέχεια κρύο. Επειδή είχα κάνει ντους μόλις πριν από λίγες ώρες, οι πλαστικές παντόφλες του μπάνιου, που είχαν πιτσιλιστεί, ήταν ακόμα κρύες και βρεγμένες. Ένιωθες το καταχείμωνο μέσα από τη μαύρη τρύπα του εξαεριστήρα πάνω από την μπανιέρα και από τα λευκά πλακάκια στο πάτωμα και στον τοίχο. Όταν γύρισα στο υπνοδωμάτιο, βρήκα τη γυναίκα μου κουλουριασμένη στο κρεβάτι. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Ήταν σαν να ήμουν μόνος στο δωμάτιο. Ασφαλώς αυτή ήταν μόνο η εντύπωσή μου. Γιατί όταν αφουγκραζόμουν άκουγα μια ελαφριά αναπνοή. Δεν έμοιαζε με την αναπνοή κάποιου που έχει αποκοιμηθεί. Αν άπλωνα το χέρι μου, θα μπορούσα να αγγίξω το ζεστό της δέρμα. Για κάποιον λόγο όμως δεν μπορούσα να την ακουμπήσω. Δεν ήθελα καν να της μιλήσω.

Έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος ανάμεσα στα παπλώματα, έχασα για λίγο την αίσθηση της πραγματικότητας και παρατηρούσα με άδειο βλέμμα το φως του ήλιου του χειμωνιάτικου πρωινού που διαπερνούσε τη λευκή κουρτίνα, διαχεόταν και απλωνόταν σε όλο το δωμάτιο. Ανασήκωσα ελαφρά το κεφάλι μου, και με το που κοίταξα το ρολόι στον τοίχο πετάχτηκα και όρμησα έξω από την κρεβατοκάμαρα. Η γυναίκα μου ήταν μπροστά από το ψυγείο της κουζίνας. «Τρελάθηκες; Γιατί δεν με ξύπνησες; Ξέρεις τι ώρα...» Σταμάτησα στη μέση την πρότασή μου όταν τα πόδια μου πάτησαν πάνω σε κάτι μαλακό. Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Η γυναίκα μου, ακόμα με το νυχτικό όπως χθες το βράδυ, με τα μαλλιά της ανάστατα και μπερδεμένα, καθόταν στις φτέρνες της. Τριγύρω της άσπρες και μαύρες πλαστικές σακούλες και


15

τάπερ διάσπαρτα στο πάτωμα της κουζίνας – και δεν είχες πουθενά χώρο να πατήσεις. Βοδινό κρέας για σάμπου-σάμπου, και χοιρινό για σάμπγιοπσαλ, ένα τεράστιο μπούτι μοσχαρίσιο, καλαμάρια σε αεροστεγή συσκευασία, χέλια που η μητέρα της είχε φτιάξει και μας είχε στείλει προσφατα απ’ το χωριό, αποξηραμένα μυλοκόπια παραδοσιακά πλεγμένα σε κίτρινο σχοινί, κατεψυγμένα ντάμπλινγκ που δεν είχαν ακόμα ανοιχτεί, καθώς και άλλα αμέτρητα πακέτα που κανείς δεν γνώριζε το περιεχόμενό τους. Η γυναίκα μου έβαζε όλα αυτά τα πράγματα ένα ένα μέσα σε τεράστιες σακούλες σκουπιδιών. «Τι διάβολο κάνεις τώρα;» Έχασα την ψυχραιμία μου και έβαλα τις φωνές. Όπως και χθες το βράδυ αγνόησε την παρουσία μου και συνέχισε να βάζει τα τρόφιμα στις σκουπιδοσακούλες. Βοδινό, χοιρινό, κοτόπουλο κομμένο σε κομμάτια, θαλάσσιο χέλι αξίας τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων γουόν. «Είσαι με τα καλά σου; Γιατί τα πετάς όλα αυτά;» Χώθηκα ανάμεσα στις πλαστικές σακούλες και της άρπαξα το χέρι απ’ τον καρπό. Έκπληκτος που αντιστεκόταν σθεναρά, άναψα απ’ τον θυμό μου και κατάφερα να βρω τη δύναμη να της πάρω τις σακούλες από τα χέρια. Ενώ με το αριστερό της χέρι έκανε μασάζ στο κοκκινισμένο δεξιό, είπε με τον συνηθισμένο ήρεμο τόνο της: «Είδα ένα όνειρο». Ξανά τα ίδια. Χωρίς να αλλάξει έκφραση, ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό μου. «Να πάρει η ευχή!» Άρχισα να ψάχνω το πανωφόρι μου, που είχα πετάξει πάνω στον καναπέ του σαλονιού το προηγούμενο βράδυ. Στο τέλος, ψαχουλεύοντας στην εσωτερική τσέπη το χέρι μου άγγιξε το κινητό, που χτυπούσε δυνατά. «Με συγχωρείτε. Κάτι επείγον έτυχε στην οικογένεια... Πραγματικά λυπάμαι. Θα φτάσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Όχι, μπορώ να πάω.. Λίγο... Όχι, μην κάνετε έτσι. Σας παρακαλώ,


16

περιμένετε λίγο. Πραγματικά, σας ζητώ συγγνώμη. Ναι, γνωρίζω ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία...» Έκλεισα το κινητό κι έτρεξα στο μπάνιο. Επειδή ξυρίστηκα βιαστικά, κόπηκα σε δυο σημεία. «Δεν υπάρχει σιδερωμένο πουκάμισο;» Καμιά απάντηση. Βλαστημώντας άρχισα να ψάχνω στο καλάθι των απλύτων που βρισκόταν μπροστά στο μπάνιο και βρήκα το πουκάμισο που είχα πετάξει εκεί την προηγούμενη μέρα. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ τσαλακωμένο. Όσο εγώ πέρναγα τη γραβάτα γύρω από τον λαιμό μου σαν κασκόλ, έβαζα τις κάλτσες μου, ετοίμαζα την ατζέντα μου και το πορτοφόλι μου, εκείνη ούτε που βγήκε από την κουζίνα για να δει τι γινόταν. Πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια γάμου έπρεπε να πάω στη δουλειά χωρίς εκείνη να με βοηθάει και να με ξεπροβοδίζει μέχρι την πόρτα. «Τρελάθηκες! Το έχεις χάσει τελείως». Στρίμωξα τα πόδια μου μέσα στα στενά παπούτσια που είχα αγοράσει πρόσφατα. Άνοιξα την εξώπορτα και όρμησα έξω. Κοίταξα αν το ασανσέρ ήταν στον τελευταίο όροφο και μετά κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες από τον τρίτο μέχρι το ισόγειο. Μόνο όταν μπήκα στον συρμό του μετρό, που ετοιμαζόταν μόλις να ξεκινήσει, κατάφερα να δω την αντανάκλαση του προσώπου μου στο σκοτεινό παράθυρο του βαγονιού. Έστρωσα τα μαλλιά μου, ίσιωσα τη γραβάτα μου και προσπάθησα να στρώσω και το τσαλακωμένο πουκάμισο με την παλάμη μου. Το αφύσικα γαλήνιο πρόσωπό της και η σκληράδα στη φωνή της μου ήρθαν πάλι στο μυαλό. Η γυναίκα μου μου είπε ότι είχε δει ένα όνειρο. Δύο φορές. Πέρα από το παράθυρο του κινούμενου βαγονιού, πάνω από το σκοτάδι του τούνελ, έβλεπα το πρόσωπό της να περνάει ξυστά. Το πρόσωπο αυτό μου ήταν ξένο, σαν κάποιου που έβλεπα για πρώτη φορά. Εφόσον όμως είχα μόνο τριάντα λεπτά στη διάθεσή μου για να βρω μια δικαιολογία να πω στον πελά-


Ένα σκοτεινό δάσος. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Για να ανοίξω δρόμο ανάμεσα στα δέντρα με τα μυτερά φύλλα, το πρόσωπό μου και τα χέρια μου γέμισαν πληγές. Είμαι σίγουρη ότι ήμουν με παρέα, αλλά πρέπει κάπου να έχασα τον δρόμο μου. Φοβόμουν. Κρύωνα. Μετά το παγωμένο φαράγγι είδα μια φωτεινή κατασκευή που έμοιαζε με στάβλο. Είδα τον εαυτό μου τη στιγμή που έσπρωξα την ψάθινη κουρτίνα και μπήκα μέσα. Εκατοντάδες τεράστια κατακόκκινα κομμάτια κρέας κρεμασμένα πάνω σε μακριά κοντάρια από μπαμπού. Από κάποια κομμάτια έσταζε ακόμα αίμα που δεν είχε ξεραθεί. Προσπάθησα να κάνω χώρο για να προχωρήσω ανάμεσα από τα ατελείωτα κομμάτια κρέας, αλλά δεν έβλεπα μπροστά μου καμιά έξοδο. Τα λευκά μου ρούχα ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Δεν ξέρω πώς κατάφερα να βγω από εκεί μέσα. Έτρεχα κι έτρεχα μέσα στο φαράγγι. Ξαφνικά το δάσος γέμισε λάμψεις. Τα δέντρα της άνοιξης πύκνωσαν και έγιναν καταπράσινα. Πολλά παιδιά τριγύρω, το φαγητό μύριζε ωραία. Οικογένειες έκαναν πικνίκ. Η εικόνα ήταν τόσο απίστευτα θαυμάσια. Το νερό κυλούσε κάνοντας θόρυβο στο ρυάκι, άνθρωποι κάθονταν πάνω σε κουβέρτες, άλλοι έτρωγαν κίμ-μπαπ, αλλού έψηναν κρέας, τραγουδούσαν και χαρούμενα γέλια ακούγονταν από παντού. Εγώ όμως φοβόμουν. Τα ρούχα μου ήταν λεκιασμένα ακόμα με αίμα. Κρυβόμουν πίσω από τα δέντρα, ώστε να μην μπορούν

2 – Η χορτοφάγος

17

τη που θα μπορούσε να εξηγήσει την αργοπορία μου, καθώς και να ετοιμάσω το σχέδιο πρότασης για τη σημερινή συνάντηση, δεν είχα καθόλου χρόνο να συλλογιστώ την περίεργη συμπεριφορά της. Παρ’ όλα αυτά, θεώρησα ότι σήμερα έπρεπε να γυρίσω σπίτι νωρίς, μολονότι εδώ και μερικούς μήνες, που είχα αλλάξει θέση στην εταιρεία, ούτε μία μέρα δεν είχα φύγει από τη δουλειά πριν από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα. Αυτό ήταν το μόνο που κατάφερα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή.


18

να με δουν οι άνθρωποι. Τα χέρια μου ήταν βαμμένα με αίμα, το στόμα μου ματωμένο. Όταν ήμουν μέσα στον στάβλο πήρα μερικά πεσμένα κομμάτια κρέατος και τα έφαγα. Τα ούλα μου και ο ουρανίσκος μου καλύφθηκαν με το κατακόκκινο αίμα του ζουμερού ωμού κρέατος. Είδα τα μάτια μου να αστράφτουν καθώς καθρεφτίζονταν στη λίμνη αίματος στο πάτωμα του στάβλου. Ήταν τόσο ζωντανή η υφή του ωμού κρέατος που μασούσα. Το πρόσωπό μου, τα μάτια μου – ήταν σαν να τα έβλεπα όλα για πρώτη φορά αλλά ήμουν σίγουρη πως αυτό ήταν το πρόσωπό μου. Όχι, όχι... το αντίθετο, έμοιαζε με το πρόσωπο που έχω δει αμέτρητες φορές, αλλά δεν ήταν το πρόσωπό μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, παρόλο που μου είναι γνώριμο, είναι ξένο... εκείνη η ζωντανή και παράξενη, τρομερά παράξενη αίσθηση.

Στο τραπέζι του βραδινού που είχε ετοιμάσει η γυναίκα μου υπήρχαν μόνο φύλλα μαρουλιού με πάστα σόγιας, σούπα φυκιών χωρίς βοδινό κρέας και χωρίς θαλασσινά, και κίμτσι. «Τι συμβαίνει; Για να καταλάβω, πέταξες όλα τα κρέατα εξαιτίας εκείνου του γελοίου ονείρου; Ξέρεις πόσο έκαναν όλα αυτά;» Σηκώθηκα από την καρέκλα του τραπεζιού και άνοιξα την πόρτα του καταψύκτη. Ήταν παντελώς άδειος. Τριμμένα δημητριακά σε σκόνη, τριμμένη κόκκινη πιπεριά σε σκόνη, κατεψυγμένες πιπεριές και μια σακούλα λιωμένο σκόρδο. Αυτά ήταν όλα κι όλα. «Φτιάξε μου τουλάχιστον ένα αυγό μάτι. Σήμερα είμαι πραγματικά κουρασμένος. Δεν κατάφερα να φάω ούτε ένα μεσημεριανό της προκοπής». «Πέταξα και τα αυγά». «Τι;» «Σταμάτησα και το γάλα».


19

«Είσαι απίστευτη! Δηλαδή μου λες ότι ούτε κι εγώ μπορώ να τρώω κρέας;» «Δεν μπορώ να βάλω αυτά τα πράγματα στο ψυγείο. Δεν το αντέχω!» Πώς στο καλό μπορούσε να είναι τόσο εγωκεντρική! Κοίταξα το πρόσωπό της. Το χαμηλωμένο βλέμμα της έδειχνε πιο ήρεμο από ποτέ. Ήταν απρόσμενο που υπήρχε μια τέτοια πτυχή του εαυτού της: τόσο πεισματάρα, που έκανε ό,τι της κατέβαινε. Ήταν τελικά τόσο παράλογη;... «Δηλαδή μου λες ότι από εδώ και μπρος δεν μπορούμε να τρώμε κρέας σε αυτό το σπίτι;» «Όπως και να ’χει, εσύ συνήθως τρως μόνο πρωινό στο σπίτι. Υποθέτω ότι τρως συχνά κρέας για μεσημεριανό και βραδινό... δεν θα πεθάνεις κιόλας αν δεν φας λίγο κρέας με το πρωινό σου!» Έδωσε μια τόσο μεθοδική απάντηση· η προσωπική της επιλογή ήταν η μόνη λογική και αρμόζουσα στην περίσταση. «Εντάξει, τακτοποιήθηκα εγώ. Εσύ; Αποφάσισες ότι από εδώ και πέρα δεν θα τρως κρέας;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Α, ώστε έτσι; Μέχρι πότε;» «Για πάντα». Έμεινα άφωνος. Κι εγώ γνώριζα, από ό,τι είχα δει και ακούσει, ότι η χορτοφαγία είναι μόδα αυτές τις μέρες. Οι άνθρωποι γίνονται χορτοφάγοι για λόγους υγείας και μακροβιότητας, για να αλλάξουν την προδιάθεση του οργανισμού τους σε αλλεργίες ή για να προστατέψουν το περιβάλλον. Παρόλο που οι βουδιστές μοναχοί υποχρεούνται να πάρουν όρκο ότι δεν θα βλάψουν άλλα όντα, η γυναίκα μου δεν ήταν καμιά κοπελίτσα για να κάνει τέτοια πράγματα. Δεν το έκανε για να χάσει βάρος, ούτε γιατί ήθελε να ξεπεράσει κάποια ασθένεια, ούτε προσπαθούσε να ξεφύγει από κάποιο φάντασμα. Ακούς εκεί, να θέλει να αλλάξει τις διατροφικές της συνήθειες εξαι-


20

τίας ενός εφιάλτη! Κι αυτό το πείσμα της, να μη λαμβάνει υπόψη της τις παρακλήσεις του άντρα της. Τουλάχιστον, αν από την αρχή την αηδίαζε το κρέας, θα το καταλάβαινα. Αλλά και πριν παντρευτούμε έτρωγε τα πάντα με όρεξη, κι αυτό ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ. Γύριζε τα παϊδάκια που ψήνονταν στη σχάρα με τόση επιδεξιότητα κρατώντας στο ένα χέρι την τσιμπίδα και στο άλλο το μεγάλο μαγειρικό ψαλίδι και έκοβε το κρέας με τόση σιγουριά. Μετά τον γάμο μας συνέχισε να μαγειρεύει τέτοια φαγητά, όπως το εξαιρετικά αρωματικό και γλυκό τηγανητό χοιρινό που το είχε μαρινάρει από πριν με λιωμένη πιπερόριζα και σιρόπι ρυζιού, η συνταγή της με το βοδινό κρέας για σάμπου σάμπου μαριναρισμένο με αλατοπίπερο και σησαμέλαιο και καλυμμένο με σκόνη ρυζιού που ψηνόταν και έμοιαζε με τηγανίτα. Άλλη σπεσιαλιτέ της ήταν το ρύζι με λαχανικά και φρέσκα φασολάκια με μοσχαρίσιο κρέας κομμένο σε μικρά κομμάτια και μουλιασμένο ρύζι τσιγαρισμένο με σησαμέλαιο ρίχνοντας τα φασολάκια από πάνω. Πόσο ωραία ήταν η σούπα με το μαριναρισμένο κοτόπουλο και τις μεγάλες φέτες πατάτας! Άδειαζα τρία πιάτα ζουμερού κοτόπουλου που είχε απορροφήσει την καυτερή σάλτσα. Τι σόι φαγητό ήταν αυτό που μου ετοίμαζε η γυναίκα μου τώρα; Καθόταν λοξά στην καρέκλα και έβαζε στο στόμα της μια σούπα από φύκια, που και με μια ματιά μόνο φαινόταν ότι ήταν άνοστη. Έβαζε ρύζι και πάστα σόγιας σε ένα φύλλο μαρουλιού, το δίπλωνε κάνοντάς το μια μπουκιά και το μασούσε. Ξαφνικά σκέφτηκα ότι δεν καταλάβαινα τίποτα. Δεν γνώριζα απολύτως τίποτα γι’ αυτή τη γυναίκα. «Εσύ δεν τρως;» με ρώτησε με μια φωνή αφηρημένη, σαν εκείνη μιας μεσήλικης γυναίκας που μεγάλωνε ταυτόχρονα τέσσερα παιδιά. Εγώ καθόμουν με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό μη δίνο-


Η γυναίκα μου συνέχισε έτσι μέχρι την επόμενη άνοιξη. Εγώ είχα σταματήσει να παραπονιέμαι, μολονότι τρώγαμε χόρτα κάθε πρωί. Όταν ένας άνθρωπος αλλάζει ολοκληρωτικά, ο άλλος δεν μπορεί παρά να πάει με τα νερά του. Κάθε μέρα αδυνάτιζε όλο και πιο πολύ. Τα πράγματα γίνονταν όλο και χειρότερα, τα διογκωμένα της ζυγωματικά έδειχναν όλο και πιο έντονα. Χωρίς μακιγιάζ το δέρμα της φαινόταν χλωμό σαν του αρρώστου. Αν όλοι μετά την απόφασή τους να κόψουν το κρέας έχαναν βάρος όπως η γυναίκα μου, κανείς δεν θα έκανε προσπάθεια για να αδυνατίσει. Το ήξερα. Η αποστέωσή της δεν ήταν λόγω της χορτοφαγίας. Ήταν εξαιτίας του ονείρου. Στην πραγματικότητα δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου. Η γυναίκα μου δεν ήταν ποτέ περιποιητική σύζυγος. Όταν γύριζα αργά στο σπίτι, πολλές φορές την έβρισκα να έχει ήδη πέσει για ύπνο. Τώρα όμως, ακόμα κι αν επέστρεφα μετά τα μεσάνυχτα, πλενόμουν και ετοίμαζα το κρεβάτι, εκείνη δεν ερχόταν ποτέ στο υπνοδωμάτιο για να κοιμηθεί. Δεν ήταν γιατί διάβαζε κάποιο βιβλίο ή γιατί μιλούσε με φίλους στο διαδίκτυο. Δεν ξενυχτούσε καν βλέποντας καλωδιακή τηλεόραση. Και η δουλειά της με τα λόγια στα μπαλόνια των κόμικς δεν της έπαιρνε πολλή ώρα. Ερχόταν να πέσει για ύπνο μόνο γύρω στις πέντε το πρωί. Είτε κατάφερνε να κοιμηθεί είτε όχι, μετά από καμιά ώρα αναστέναζε αδύναμα και μετά σηκωνόταν. Με αυτό το καταβεβλημένο πρόσωπο, με τα ανάστατα μαλλιά και τα κατακόκκινα θολά μάτια της, καθόταν μαζί μου κάθε πρωί στο τραπέζι και με πρόσεχε. Εκείνη δεν έβαζε ούτε μια κουταλιά στο στόμα της. Αυτό που με προβλημάτιζε περισσότερο από όλα ήταν

21

ντας καμία προσοχή, μασουλώντας με θόρυβο ένα φύλλο κίμτσι για αρκετή ώρα.


22

το ότι η γυναίκα μου είχε σταματήσει να προσπαθεί να κάνει σεξ μαζί μου. Στο παρελθόν χωρίς παράπονα ανταποκρινόταν πάντα στις ανάγκες μου. Κάποιες φορές μάλιστα εκείνη ήταν που έκανε την πρώτη κίνηση εξερευνώντας το σώμα μου. Τώρα όμως, ακόμη κι αν έβαζα το χέρι μου στον ώμο της, εκείνη διακριτικά με απέφευγε. Μια φορά τη ρώτησα. «Ποιο είναι το πρόβλημα;» «Είμαι κουρασμένη». «Γι’ αυτό σου λέω να τρως κρέας. Αισθάνεσαι αδύναμη γιατί δεν τρως κρέας. Δεν ήσουν έτσι παλιά». «Στην πραγματικότητα...» «Τι;» «... είναι η μυρωδιά». «Μυρωδιά;» «Η μυρωδιά του κρέατος. Το σώμα σου μυρίζει κρέας». Έσκασα στα γέλια. «Δεν με είδες μόλις τώρα; Έκανα ντους. Από πού βγαίνει η μυρωδιά;» Η απάντησή της ήταν σοβαρή. «Από έναν έναν τους πόρους του ιδρώτα σου». Μερικές φορές μού έρχονταν δυσοίωνες σκέψεις. Κι αν τα προκαταρκτικά συμπτώματα δεν περνούσαν; Αν ήταν μόνο η αρχή και όλο αυτό οδηγούσε σε παράνοια ή ψευδαισθήσεις ή νευρικό κλονισμό, τον οποίο είχα μόνο ακουστά; Μου φαινόταν δύσκολο πάντως ότι θα την κυρίευε καμιά τρέλα. Όπως πάντα, ήταν λιγομίλητη και φρόντιζε το σπίτι. Τα Σαββατοκύριακα έφτιαχνε συνοδευτικά πιάτα με μελιτζάνες, κι αντί για κρέας χρησιμοποιούσε μανιτάρια στο τζάπτσε. Δεν ήταν τόσο περίεργο αν λάμβανε υπόψη του κανείς το γεγονός ότι η χορτοφαγία ήταν της μόδας. Ήταν μόνο όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί, με τις κοιλότητες του προσώπου της να είναι πιο εμφανείς από ό,τι συνήθως, σαν κάτι να τη βάραινε,


23

και το πρωί όταν τη ρωτούσα τι συνέβαινε εκείνη απαντούσε μόνο με ένα «είδα ένα όνειρο». Ποτέ δεν ρώτησα τι είδους όνειρο ήταν. Δεν ήθελα να ξανακούσω την τρελή ιστορία για τον στάβλο στο σκοτεινό δάσος, το πρόσωπο που καθρεφτιζόταν στη λίμνη αίματος και όλα τα υπόλοιπα. Εξαιτίας αυτού του αγωνιώδους ονείρου, στο οποίο δεν μπορούσα να διεισδύσω, που δεν είχα κανέναν τρόπο να γνωρίζω και που στην πραγματικότητα δεν ήθελα να γνωρίζω, εκείνη συνέχισε να χάνει τις δυνάμεις της. Στην αρχή αδυνάτισε έχοντας αποκτήσει το σώμα χορεύτριας, αλλά τώρα το σκελετωμένο κορμί της έμοιαζε με αρρώστου. Όποτε προβληματιζόμουν με αυτές τις σκέψεις, σκεφτόμουν την οικογένειά της. Ο πατέρας της δούλευε σε ένα εργοστάσιο ξυλείας σε μια μικρή πόλη, όπου η μητέρα της κρατούσε ένα μικρομάγαζο, και η μεγαλύτερη αδελφή της και ο άντρας της φαίνονταν κι οι δυο τους καλοί άνθρωποι. Έτσι δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή υποψία ότι υπήρχε κάποια ψυχασθένεια στην οικογένεια. Δεν μπορούσα να σκεφτώ την οικογένειά της χωρίς να μου ’ρχεται στο μυαλό ο πυκνός καπνός και η μυρωδιά του κρέατος που τσιτσίριζε στη σχάρα και του ψημένου σκόρδου, ο ήχος των ποτηριών που τσουγκρίζαμε και η θορυβώδης κουβέντα των γυναικών που ερχόταν από την κουζίνα όση ώρα ψηνόταν το κρέας. Σε όλα τα μέλη της οικογένειας, ειδικά στον πατέρα της γυναίκας μου, άρεσε το μοσχάρι ταρτάρ, η πεθερά μου ήξερε να κόβει με τα ίδια της τα χέρια φέτες ωμού ψαριού, η κουνιάδα μου και η γυναίκα μου ήξεραν πώς να τεμαχίζουν επιδέξια το κοτόπουλο με χασαπομάχαιρο. Χαιρόμουν τη ζωντάνια της γυναίκας μου, που μπορούσε να σκοτώσει κατσαρίδες με την παλάμη της χωρίς κανένα δισταγμό. Αυτή η γυναίκα που διάλεξα δεν ήταν η πιο συνηθισμένη γυναίκα του κόσμου; Παρόλο που η κατάστασή της ήταν πραγματικά ύποπτη, δεν ήθελα να πιστέψω ότι έχρηζε ιατρικής γνωμοδότησης και


24

θεραπείας. Όταν τέτοια περιστατικά τύχαιναν σε άλλους, συνήθιζα να τους λέω ότι είναι αρρώστια και όχι κουσούρι. Αυτά τα έλεγα όμως γιατί οι καταστάσεις αυτές δεν με άγγιζαν προσωπικά. Πραγματικά, δεν είχα καμμιά άμυνα ενάντια σε τέτοιες περίεργες καταστάσεις.

Το πρωί πριν δω το όνειρο έκοβα σε κομμάτια το κατεψυγμένο κρέας, θυμάσαι; Εσύ θύμωσες: «Τι στο καλό κάνεις τόση ώρα;» Το ξέρεις ότι όταν βιάζεσαι τα χάνω. Γίνομαι άλλος άνθρωπος, χάνω την ηρεμία μου, όλα μπερδεύονται. Κάνε γρήγορα, πιο γρήγορα. Το χέρι μου κρατούσε το μαχαίρι και δούλευε τόσο γρήγορα, που αισθάνθηκα τη ζέστη να τσιμπάει το πίσω μέρος του λαιμού μου. Η σανίδα κοπής ξαφνικά γλίστρησε μπροστά. Εκείνη τη στιγμή έκοψα το δάχτυλό μου και ένα κομμάτι από τη λεπίδα έσπασε. Από τον δείκτη μου μια σταγόνα κόκκινο αίμα ανάβλυζε από το κόψιμο, όλο και πιο μεγάλη. Έβαλα το δάχτυλο στο στόμα μου και με ηρέμησε. Περιέργως με καθησύχασε το πορφυρό χρώμα και μετά η γλυκιά γεύση. Καθώς μασούσες τη δεύτερη μπουκιά του μπούλγκογκι, έφτυσες ό,τι είχες στο στόμα σου και ανασήκωσες κάτι γυαλιστερό και φώναξες: «Τι στο καλό είναι αυτό; Δεν είναι αυτό κομμάτι από τη λεπίδα;» Σε κοιτούσα με άδειο βλέμμα όση ώρα εσύ έβριζες θυμωμένος. «Σκέψου μόνο τι θα είχε γίνει αν το είχα καταπιεί! Κόντεψα να πεθάνω». Γιατί αυτό δεν με εξέπληξε; Αντιθέτως γινόμουν όλο και πιο ήρεμη. Σαν ένα δροσερό χέρι να με ακουμπούσε στο μέτωπο. Ξαφνικά όλα άρχισαν να γλιστρούν από μπροστά μου, σαν να τα ’παιρνε η θάλασσα, το τραπέζι στο οποίο τρώγαμε, εσύ, τα έπιπλα της κουζίνας. Τα μόνα πράγματα που παρέμεναν ήμουν εγώ και η καρέκλα στην οποία καθόμουν, στο άπειρο.


«Πώς είναι έτσι τα χείλη σου; Δεν βάφτηκες;» Έβγαλα τα παπούτσια μου. Πήρα από το χέρι τη σαστισμένη γυναίκα μου, που στεκόταν ντυμένη με μια μαύρη καπαρντίνα, και την οδήγησα στην κρεβατοκάμαρα. «Ήσουν έτοιμη να φύγεις από το σπίτι έτσι;» Η γυναίκα μου κι εγώ κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη της τουαλέτας. «Ξαναφτιάξε το μακιγιάζ σου». Η γυναίκα μου αποτραβήχτηκε ήρεμα από κοντά μου. Άνοιξε το κουτάκι με την πούδρα και με το σφουγγαράκι την άπλωσε στο πρόσωπό της. Η πούδρα δεν απορροφήθηκε από το πρόσωπό της και έμοιαζε με πάνινη κούκλα που είχε κολλήσει σκόνη πάνω της. Απλώνοντας στα γκρίζα χείλη της το σκούρο κοραλλί κραγιόν που φορούσε πάντα, κατάφερε να κρύψει τη χλωμάδα του ασθενικού της προσώπου. Αισθάνθηκα καλύτερα. «Αργήσαμε. Κάνε γρήγορα!» Άνοιξα την εξώπορτα του διαμερίσματος. Με το ένα χέρι πάτησα το κουμπί του ασανσέρ, ενώ παρακολουθούσα ανυπόμονα τη γυναίκα μου, που φόραγε αργά αργά τα σκούρα μπλε αθλητικά της παπούτσια. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, καπαρντίνα με αθλητικά παπούτσια! Δεν ταίριαζαν φυσικά, αλλά δεν γινόταν κι αλλιώς. Δεν είχε καλά παπούτσια να φορέσει, αφού είχε πετάξει ό,τι δερμάτινο είχαμε στο σπίτι. Με το που μπήκα στο αυτοκίνητο και άναψα τη μηχανή, έβαλα το ράδιο για να ακούσω τα νέα σχετικά με την κυκλοφορία στους δρόμους. Έδωσα ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των δρόμων γύρω από την κεντρική περιοχή της πόλης

25

Ήταν ξημέρωμα της επόμενης μέρας. Η λίμνη αίματος στον στάβλο... Είδα πρώτη φορά το πρόσωπό μου να καθρεφτίζεται εκεί.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.