Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρεϊς

Page 1

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 5

ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ

Η ΧΡΟΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΡΕΪΣ c Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ

ΑΘΗΝΑ ΨΥΛΛΙΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 6

Το παρόν έργο μεταφράστηκε με την αρωγή της Γενικής Διεύθυνσης Βιβλίου, Αρχείων και Βιβλιοθηκών της Πορτογαλικής Δημοκρατίας / Direção-Geral do Livro, dos Arquivos e das Bibliotecas – DGLAB / Portugal. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: José Saramago, O Ano da Morte de Ricardo Reis

Copyright José Saramago, 1984 All rights reserved © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017 ©

1η έκδοση: Νοέμβριος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6689-1


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 7

Σοφός είναι αυτός που αρκείται στο θέαμα του κόσμου. ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΡΕΪΣ

Η επιλογή τρόπων να μη δρω υπήρξε πάντα η μέριμνα και το μέλημα της ζωής μου. ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ ΣΟΑΡΕΣ

Αν μου πουν πως είναι παράλογο να μιλώ έτσι για κάποιον που ποτέ δεν υπήρξε, θ’ απαντήσω πως ούτε για τη Λισαβόνα έχω αποδείξεις ότι υπήρξε ποτέ, ούτε για μένα που γράφω, ή για οτιδήποτε, όπου κι αν είναι αυτό. ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 8


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 9

Ε

νω απ’ τη χλομή πόλη, τα νερά του ποταμού κυλούν θολά απ’ τη λάσπη, πλημμύρα στις όχθες. Ένα σκοτεινό πλοίο πάνω στην κατηφή πλημμυρίδα, είναι το Χάιλαντ Μπριγκέιντ που έρχεται να δέσει στην προκυμαία της Αλκάνταρα. Το υπερωκεάνιο είναι βρετανικό, των Βασιλικών Ταχυδρομείων, το χρησιμοποιούν για να διασχίσουν τον Ατλαντικό, μεταξύ Λονδίνου και Μπουένος Άιρες, σαν τη σαΐτα του αργαλειού, πέρα δώθε στους δρόμους της θάλασσας, πιάνοντας πάντα στα ίδια λιμάνια, Λα Πλάτα, Μοντεβιδέο, Σάντος, Ρίο ντε Ζανέιρο, Περναμπούκο, Λας Πάλμας, μ’ αυτή τη σειρά ή την αντίστροφη, και, αν δεν ναυαγήσει στο ταξίδι, θα πιάσει ακόμα Βίγο και Μπουλόν-σιρ-Μερ, και επιτέλους θα μπει στον Τάμεση όπως μπαίνει τώρα στον Τάγο, ποιος απ’ τους δύο ποταμούς ο μεγαλύτερος, ποιο απ’ τα δυο χωριά. Δεν είναι μεγάλο πλεούμενο, έχει εκτόπισμα δεκατέσσερις χιλιάδες τόνους, κρατάει καλά όμως στη θάλασσα, όπως αποδείχθηκε ξανά σε τούτον τον διάπλου, στον οποίο, παρά τη διαρκή κακοκαιρία, μονάχα οι μαθητευόμενοι ωκεάνιοι ταξιδιώτες έπαθαν ναυτία, ή εκείνοι που, αν και βετεράνοι, υποφέρουν από αθεράπευτη ευαισθησία στομάχου, κι επειδή έχει τόσο σπιτική και άνετη εσωτερική διαρρύθμιση, του έδωσαν τρυφερά, όπως και στο Χάιλαντ Μόναρκ, το δίδυμο αδέρφι του, το ιδιωτικό επώνυμο των βαποριών της οικογένειας. Είναι και τα δύο εξοπλισμένα με ευρύ-

9

ΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΝΑ Η ΣΤΕΡΙΑ. BΡΕΧΕΙ ΠΑ-


10

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 10

χωρα κάσαρα για σπορ και ηλιοθεραπεία, μπορεί κανείς να παίξει, λόγου χάρη, κρίκετ, το οποίο, ως παιχνίδι γηπέδου, μπορεί επίσης να παιχτεί πάνω στα κύματα της θάλασσας, επιδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι για τη βρετανική αυτοκρατορία τίποτα δεν είναι αδύνατο, αν αυτή είναι η βούληση εκείνου που την κυβερνά. Στις ήπιες μετεωρολογικά ημέρες, το Χάιλαντ Μπριγκέιντ είναι παιδική χαρά και παράδεισος των γέρων, όχι όμως σήμερα που βρέχει, κι άλλο απόγευμα δεν θα έχουμε. Πίσω από τα νοτισμένα απ’ το αλάτι τζάμια τα παιδιά κρυφοκοιτάζουν την γκρίζα πόλη, άστυ επίπεδο πάνω σε λόφους, σαν να ’ταν χτισμένη μόνο με ισόγεια σπίτια, πού και πού ένας ψηλός τρούλος, κάποια βεβιασμένη μετόπη, κάποιος όγκος που μοιάζει με χαλάσματα κάστρου, εκτός αν όλα αυτά είναι ψευδαίσθηση, χίμαιρα, αντικατοπτρισμός που δημιούργησε το κινητό παραπέτασμα νερών που πέφτουν από τον κλειστό ουρανό. Τα ξένα παιδιά, που η φύση τα προίκισε αδρότερα με το χάρισμα της περιέργειας, θέλουν να μάθουν το όνομα του τόπου, κι οι γονείς τους τα πληροφορούν, ή τα παραπέμπουν στις παραμάνες, στις nurses, στις bonnes, στις fräulein, ή σε κάποιον ναυτικό που περνούσε για να πάει στα ξάρτια, Λισαβόνα, Λίσμπον, Λισμπόν, Λίσαμπον, τέσσερις διαφορετικοί τρόποι άρθρωσης, πέρα από τους ενδιάμεσους και τους απροσδιόριστους, κι έτσι έμαθαν τα μικρά αυτό που πριν αγνοούσαν, και ήταν ίδιο μ’ αυτό που ήδη ήξεραν, τίποτα, ένα όνομα μόνο, προφερμένο κατά προσέγγιση, προς μεγαλύτερη ακόμα σύγχυση των νεαρών μυαλών, με τον ιδιαίτερο τονισμό των Αργεντίνων, όταν επρόκειτο για τέτοιους, ή των Ουρουγουανών, των Βραζιλιάνων και των Ισπανών, που, παρότι έγραφαν όλοι Lisboa, στα καστιλιάνικα ή στα πορτογαλικά του ο καθείς, έλεγαν όμως τα δικά τους, πέρα απ’ την εμβέλεια του κοινού αυτιού και των μιμήσεων της γραφής. Όταν νωρίς αύριο το Χάιλαντ Μπριγκέιντ πιάσει λιμάνι, ας έχει έστω μια στάλα ήλιο κι ανέφελο ουρανό, μη κι η γκρίζα τούτη ομίχλη του αλλοπρό-


σαλλου καιρού συσκοτίσει εντελώς, πάνω που φάνηκε στεριά, την ήδη φθίνουσα μνήμη των ταξιδιωτών που περνούν από δω για πρώτη φορά, τούτων των παιδιών που επαναλαμβάνουν Λισμπόα, μεταμορφώνοντας κι αυτά με τη σειρά τους το όνομα σε άλλο όνομα, κι εκείνων των ενηλίκων που συνοφρυώνονται κι ανατριχιάζουν απ’ τη γενική υγρασία που ποτίζει ξύλα και σίδερα, σαν να είχε στραγγίξει μόλις απ’ τον βυθό της θάλασσας το Χάιλαντ Μπριγκέιντ, πλοίο φάντασμα εις διπλούν. Από δική του αρέσκεια και βούληση, κανείς δεν θα ήθελε να μείνει σ’ αυτό το λιμάνι. Λίγοι είναι αυτοί που θα κατέβουν. Το υπερωκεάνιο άραξε, έπεσε ήδη η σκάλα επιβίβασης, χωρίς βιασύνη αχθοφόροι και εκφορτωτές άρχισαν να εμφανίζονται κάτω, τελωνειακοί υπηρεσίας βγαίνουν από τα καταφύγια των υπόστεγων και εκτελωνιστές ξεπροβάλλουν. Η βροχή μαλάκωσε, ένα τίποτα σχεδόν. Οι επιβάτες μαζεύονται στην κορυφή της σκάλας, διστάζοντας, σαν να αμφιβάλλουν ότι έχουν άδεια αποβίβασης, μη τυχόν υπάρχει καραντίνα, ή σαν να τρέμουν τα ολισθηρά σκαλοπάτια, είναι όμως η σιωπηλή πόλη που τους τρομάζει, μήπως πέθαναν οι άνθρωποι εδώ κι η βροχή πέφτει μόνο για να διαλύσει σε λάσπη όποιον ακόμα στέκεται όρθιος. Κατά μήκος της προκυμαίας, άλλα πλοία αραγμένα φέγγουν άτονα πίσω απ’ τα θαμπά φινιστρίνια, τα βίντσια είναι μαύρα, κλαδεμένα κλωνάρια, οι γερανοί ακίνητοι. Είναι Κυριακή. Πέρα απ’ τις αποθήκες της προκυμαίας ξεκινά η σκυθρωπή πόλη, αποτραβηγμένη πίσω από προσόψεις και τείχη, προφυλαγμένη προς το παρόν απ’ τη βροχή, τραβώντας λες μια κουρτίνα θλιβερή και κεντημένη, κοιτάζοντας έξω με μάτια κενά, ακούγοντας το γουργούρισμα του νερού στις στέγες, απ’ την υδρορροή μέχρι κάτω, ως τον βασάλτη των ρείθρων, τον καθαρό ασβεστόλιθο των πεζοδρομίων, τις πληθωρικές σχάρες των υπονόμων, σηκωμένες κάποιες, μπας κι είχε πλημμύρα. Κατεβαίνουν οι πρώτοι επιβάτες. Με κυρτωμένους ώμους

11

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 11


12

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 12

κάτω απ’ τη μονότονη βροχή, κουβαλούν τσάντες και βαλιτσάκια κι έχουν το χαμένο ύφος όσων έζησαν το ταξίδι σαν ένα όνειρο ρευστών εικόνων, ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό, ο μετρονόμος της πλώρης να ανεβοκατεβαίνει, η ζυγαριά του κυματισμού, ο υπνωτικός ορίζοντας. Κάποιος μεταφέρει ένα παιδί στην αγκαλιά, που από τη σιωπή του πρέπει να είναι Πορτογαλάκι, δεν σκέφτηκε να ρωτήσει πού βρίσκεται, ή το ενημέρωσαν από πριν, όταν, για ν’ αποκοιμηθεί γρήγορα στην πνιγηρή καμπίνα, του υποσχέθηκαν μια όμορφη πόλη και μια ευτυχισμένη ζήση, παραμύθι δηλαδή, γιατί φαίνεται δεν τους πήγε καλά η μετανάστευση. Και μια ηλικιωμένη γυναίκα, που προσπαθεί πεισματικά ν’ ανοίξει την ομπρέλα, αφήνει να της πέσει απ’ τη μασχάλη ένα μικρό κουτί από πράσινο στρατσόχαρτο σε σχήμα μπαούλου, έσπασε το κουτί πάνω στις πέτρες της προκυμαίας, πετάχτηκε το καπάκι, έσκασε ο πάτος, δεν περιείχε κάτι ακριβό, μονάχα πράγματα συναισθηματικής αξίας, κάτι χρωματιστά κουρέλια, μερικές επιστολές, φωτογραφίες που πέταξαν, κάτι χάντρες από κομποσκοίνι που ήταν γυάλινες κι έσπασαν, λευκά κουβάρια τώρα λεκιασμένα, ένα απ’ όλα εξαφανίστηκε ανάμεσα στην προκυμαία και στα πλαϊνά του πλοίου, είναι επιβάτισσα της τρίτης θέσης. Μόλις πατούν το πόδι τους στην ξηρά, τρέχουν να βρουν καταφύγιο, οι ξένοι μουρμουρίζουν για την καταιγίδα, σαν να φταίμε εμείς για την κακοκαιρία, ξεχνούν, φαίνεται, πως στις Αγγλίες και στις Γαλλίες τους είναι ακόμα χειρότερα συνήθως, τέλος πάντων, μη χάσουν ευκαιρία να περιφρονήσουν τις φτωχές χώρες, ακόμα και για μια φυσική βροχή, εμείς που έχουμε ισχυρότερους λόγους να παραπονεθούμε και πάλι σωπαίνουμε, αναθεματισμένος τούτος ο χειμώνας, πόσο χώμα ξεριζώνει απ’ τους γόνιμους κάμπους μας, και πόσο θα μας λείψει, τόσο μικρό που είναι το έθνος μας. Ξεκίνησε ήδη το ξεφόρτωμα των αποσκευών, κάτω απ’ τις αστραφτερές τους κάπες οι ναύτες μοιάζουν με κουκουλοφόρα ξόανα, κι από κάτω οι Πορτογά-


λοι αχθοφόροι κινούνται πιο ελαφρά ντυμένοι, κασκέτο με γείσο, κοντή νιτσεράδα, αλλά τόσο αδιάφοροι στο μεγάλο μουσκίδι που τρομάζει το σύμπαν, ίσως αυτή η περιφρόνηση προς τις ανέσεις να κάνει συμπονετικά τα πουγκιά των ταξιδιωτών, πορτοφόλια τα λένε τώρα, κι απ’ τη συμπόνια ν’ ανέβει και το φιλοδώρημα, τι καθυστερημένος λαός, με το χέρι απλωμένο, ο καθένας πουλά ό,τι του περισσεύει, παραίτηση, ταπεινότητα, υπομονή, κι ας ψάξουμε εμείς ποιος κάνει εμπόριο στον κόσμο με τα εμπορεύματα αυτά. Οι ταξιδιώτες πέρασαν το τελωνείο, λίγοι όπως υποθέσαμε, θα τους πάρει όμως κάμποσο να βγουν από κει, με τόσα χαρτιά που πρέπει να γράψουν οι τελωνειακοί της βάρδιας και τόσο επιμελή καλλιγραφία που έχουν, ίσως οι πιο σβέλτοι να ξεκουράζονται τις Κυριακές. Έξω σκοτεινιάζει κι είναι ακόμα τέσσερις το απόγευμα, λίγη σκιά ακόμα και θα ’ναι νύχτα, ωστόσο εδώ μέσα είναι όπως πάντα, οι αδύναμες λάμπες αναμμένες όλη μέρα, μερικές καμένες, εκείνη εκεί έχει καεί εδώ και μια βδομάδα κι ακόμα δεν την αντικατέστησαν. Τα παράθυρα βρόμικα, αφήνουν να τα διαπερνά ένα υδάτινο φως. Ο βαρύς αέρας μυρίζει βρεγμένα ρούχα, ξινές αποσκευές, λινάτσα απ’ τους μπόγους, κι η μελαγχολία εξαπλώνεται, βουβαίνει τους επιβάτες, σκιά χαράς δεν υπάρχει σε τούτη την επιστροφή. Το τελωνείο είναι ένας προθάλαμος, το μεταίχμιο ενός περάσματος, τι να γίνεται εκεί έξω. Ένας γκριζομάλλης άντρας, ξερακιανός, υπογράφει τα τελευταία χαρτιά, παραλαμβάνει τα αντίγραφά τους και τώρα μπορεί να φύγει, να κατέβει, να συνεχίσει τη ζωή του στη στέρεα γη. Τον συνοδεύει ένας αχθοφόρος το παρουσιαστικό του οποίου δεν πρέπει να περιγράψουμε λεπτομερώς, διαφορετικά θα συνεχιζόταν επ’ άπειρον η εξέτασή του, προκειμένου να μη σπείρουμε τη σύγχυση στον νου όσων κληθούν, αν ποτέ αυτό ζητηθεί, να διακρίνουν τον έναν από τον άλλον, αφού θα ’πρεπε και για τούτον εδώ να πούμε πως είναι ξερακιανός, γκριζομάλλης, μελαχρινός και ξυρισμένος, όπως ειπώθηκε και

13

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 13


14

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 14

για τον άλλον, κι ωστόσο είναι τόσο διαφορετικοί, επιβάτης ο ένας, αχθοφόρος ο άλλος. Φορτώνει ο δεύτερος τη μεγάλη βαλίτσα σ’ ένα μεταλλικό καροτσάκι, τις άλλες δύο, μικρές συγκριτικά, τις κρέμασε στον λαιμό του με μια αλυσίδα γύρω απ’ τον αυχένα, σαν ζυγό ή μετάλλιο τάγματος. Εδώ έξω, υπό την προστασία μιας φαρδιάς μαρκίζας, ακουμπά κάτω το φορτίο και πάει να ψάξει για ταξί, σπάνια έχει χρειαστεί, συνήθως υπάρχουν κάμποσα τριγύρω κατά την άφιξη των βαποριών. Ο ταξιδιώτης κοιτάζει τα χαμηλά σύννεφα, μετά τις λούτσες στο ανώμαλο έδαφος, τα νερά της προκυμαίας, βρόμικα από λάδια, φλούδια, απορρίμματα διάφορα, και τότε παρατηρεί μερικά πολεμικά πλοία, διακριτικά, δεν περίμενε να βρίσκονται εκεί, γιατί ο φυσικός χώρος τέτοιων πλεούμενων είναι η ανοιχτή θάλασσα, ή, όταν δεν πρόκειται για περίοδο πολέμου ή πολεμικών ασκήσεων, στον ποταμόκολπο, που είναι αρκετά φαρδύς για να αγκυροβολήσουν όλοι οι πολεμικοί στόλοι του κόσμου, όπως έλεγαν παλιά κι ίσως ακόμα σήμερα να επαναλαμβάνουν, χωρίς να νοιάζονται να δουν ποιοι στόλοι είναι αυτοί. Άλλοι επιβάτες βγήκαν από το τελωνείο, ακολουθούμενοι απ’ τους δικούς τους εκφορτωτές, και τότε εμφανίστηκε το ταξί πιτσιλώντας νερό με τις ρόδες του. Συναγερμός σήμανε στους υποψήφιους που χειρονομούσαν, όμως ο αχθοφόρος πήδηξε απ’ το πεζοδρόμιο, έκανε μια φαρδιά χειρονομία, Είναι για κείνον τον κύριο, αποδεικνύοντας έτσι πως ακόμα και σ’ έναν ταπεινό υποτακτικό του λιμανιού της Λισαβόνας, αν η βροχή και οι περιστάσεις βοηθήσουν, θα του χαριστεί να κρατήσει στα απλά του χέρια την ευτυχία, για να τη δώσει ή να την αφαιρέσει μέσα σε μια στιγμή, όπως ο Θεός τη ζωή, καθώς πιστεύεται. Την ώρα που ο οδηγός άνοιγε την μπαγκαζιέρα, τοποθετημένη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, ο ταξιδιώτης ρώτησε, κάνοντας για πρώτη φορά αισθητή τη βραζιλιάνικη προφορά του, Γιατί βρίσκονται στην προκυμαία εκείνα τα πλοία, κι ο αχθοφόρος απάντησε ασθμαίνοντας, βοηθούσε τον οδηγό ν’ α-


νεβάσει τη μεγάλη βαλίτσα, τη βαριά, Ααα, είναι η προκυμαία του πολεμικού ναυτικού, εξαιτίας της κακοκαιρίας τα ρυμούλκησαν προς τα εδώ, διαφορετικά ήταν ικανά να παρασυρθούν και να πάνε να εξοκείλουν στο Αλζές. Ήρθαν άλλα ταξί, είχαν αργήσει, ή το υπερωκεάνιο είχε δέσει πριν την αναμενόμενη ώρα, τώρα στο πλάτωμα είχε στηθεί παζάρι, η ικανοποίηση της ζήτησης ήταν απλό πράγμα, Τι σας οφείλω, ρώτησε ο ταξιδιώτης, Δώστε ό,τι θέλετε πάνω στην ταρίφα, απάντησε ο αχθοφόρος, αλλά δεν είπε ούτε για ποια ταρίφα επρόκειτο ούτε την κανονική τιμή της υπηρεσίας του, εμπιστεύτηκε την τύχη που βοηθά τους τολμηρούς, κι ας είναι κι αχθοφόροι, Έχω μόνο αγγλικά χρήματα πάνω μου, Α δεν πειράζει, και στην απλωμένη δεξιά του παλάμη είδε να κάθονται δέκα σελίνια, νόμισμα που έλαμπε περισσότερο απ’ τον ήλιο, ο βασιλικός αστέρας αποφάσισε επιτέλους να νικήσει τα σύννεφα που βάραιναν πάνω απ’ τη Λισαβόνα. Λόγω των μεγάλων φορτίων και των έντονων συγκινήσεων, ο πρώτος όρος για μια μακρά και ευδόκιμη ζωή αχθοφόρου είναι να έχει ρωμαλέα καρδιά, χάλκινη, διαφορετικά ο ιδιοκτήτης της παρούσας θα είχε πέσει ξερός, κεραυνοβολημένος. Θέλει να ανταποδώσει την υπερβολική γενναιοδωρία, τουλάχιστον να μη χρωστά σε λόγια, γι’ αυτό προσθέτει πληροφορίες που δεν του ζήτησαν, μαζί με τις ευχαριστίες του που δεν ακούγονται, Είναι αντιτορπιλικά, κύριε, δικά μας, πορτογαλικά, είναι το Τάγος, το Ντάο, το Λίμα, το Βόγκα, το Τάμεγκα, το Ντάο είναι αυτό εδώ, το πιο κοντινό. Δεν έχουν καμία διαφορά, θα μπορούσαν να ανταλλάξουν ονόματα, είναι όλα ίδια, δίδυμα, βαμμένα σε θανατερό γκρίζο, πλημμυρισμένα απ’ τη βροχή, χωρίς ψυχή ζώσα στα καταστρώματα, οι σημαίες μουσκεμένες σαν κουρέλια, μακριά από μας το να θελήσουμε να δείξουμε ασέβεια, τέλος πάντων, μάθαμε τελικά πως το Ντάο είναι εκείνο, ίσως αργότερα να έχουμε ξανά νέα του. Ο αχθοφόρος σηκώνει το κασκέτο του και ευχαριστεί, το ταξί βάζει μπρος, ο οδηγός ζητά να του πουν, Για πού, κι η ε-

15

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 15


16

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 16

ρώτηση αυτή, τόσο απλή, τόσο φυσική, τόσο κατάλληλη για την περίσταση και τον τόπο, καταλαμβάνει εξαπίνης τον ταξιδιώτη, λες και το εισιτήριο που είχε αγοράσει στο Ρίο ντε Ζανέιρο υπήρξε και εξακολουθούσε να είναι η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα, ακόμα και τα περασμένα εκείνα που, στον καιρό τους, συνάντησαν μόνο σιωπή, και πριν προλάβει καλά καλά να ξεμπαρκάρει βλέπει πως δεν είναι έτσι, ίσως γιατί του έκαναν μία από τις δύο μοιραίες ερωτήσεις, Για πού, η άλλη, η χειρότερη, θα ήταν Για τι. Ο οδηγός κοίταξε απ’ τον καθρέφτη του, νόμισε πως ο επιβάτης δεν είχε ακούσει, άνοιγε το στόμα του τώρα για να επαναλάβει, Για πού, έφτασε όμως πρώτη η απάντηση, αναποφάσιστη ακόμα, και αναβλητική, Σ’ ένα ξενοδοχείο, Ποιο, Δεν ξέρω, και μόλις είπε, Δεν ξέρω, έμαθε ο ταξιδιώτης τι ήθελε, με τόσο ακλόνητη πεποίθηση σαν να είχε περάσει όλο του το ταξίδι μελετώντας την επιλογή του, Κάποιο, εδώ κάτω, κοντά στο ποτάμι, Κοντά στο ποτάμι είναι μόνο το Μπραγκάνσα, στην αρχή της οδού Αλεκρίν, δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, Το ξενοδοχείο δεν το θυμάμαι, ξέρω όμως πού είναι η οδός, έχω ζήσει στη Λισαβόνα, είμαι Πορτογάλος, Α, είστε Πορτογάλος, από την προφορά νόμισα πως είστε Βραζιλιάνος, Είναι τόσο αισθητή, Ε, είναι κάπως, Έχω δεκαέξι χρόνια να έρθω στην Πορτογαλία, Δεκαέξι χρόνια είναι πολλά, θα συναντήσετε πολλές αλλαγές εδώ, και με τα λόγια αυτά σώπασε απότομα ο οδηγός. Του ταξιδιώτη δεν του φάνηκαν πολλές οι αλλαγές. Η λεωφόρος που ακολουθούσαν συνέπιπτε, σε γενικές γραμμές, με αυτή της μνήμης του, μόνο τα δέντρα ήταν ψηλότερα, δεν παραξενεύεται, εξάλλου μεγάλωναν δεκαέξι χρόνια, κι αν στην αδιαφανή του θύμηση είχε κρατήσει πράσινες φυλλωσιές, η χειμερινή γύμνια των κλαδιών μίκραινε τώρα το μέγεθος της δεντροστοιχίας, οπότε ερχόταν το ίδιο. Η βροχή είχε αραιώσει, μόνο μερικές διάσπαρτες σταγόνες έπεφταν, αλλά ούτε μια χαραμάδα γαλάζιου δεν είχε ανοίξει στο διάστημα, τα σύννε-


φα δεν ξεχώριζαν το ένα απ’ το άλλο, σχημάτιζαν μία και μόνη εκτενέστατη στέγη σε χρώμα μολυβένιο. Έβρεξε πολύ, ρώτησε ο επιβάτης, Κατακλυσμός, είναι δυο μήνες τώρα που ο ουρανός διαλύεται στο νερό, απάντησε ο οδηγός κι έκλεισε τους υαλοκαθαριστήρες. Λίγα αυτοκίνητα περνούσαν, ελάχιστα τραμ, πότε πότε κάποιος πεζός που έκλεινε επιφυλακτικά την ομπρέλα του, κατά μήκος των μεγάλων πεζοδρομίων τα βουλωμένα λούκια σχημάτιζαν λούτσες, ταβερνεία στη σειρά ανοιχτά, θλιβερά, τα γλοιώδη φώτα κυκλωμένα από σκιά, η κατηφής εικόνα ενός βρόμικου κρασοπότηρου πάνω στον τσίγκινο πάγκο. Οι προσόψεις αυτές είναι ένα τείχος που κρύβει την πόλη, και το ταξί προχωρεί κατά μήκος του, χωρίς βιασύνη, σαν να αναζητά μια ρωγμή, ένα πορτάκι, μια θύρα προδοσίας, είσοδο στον λαβύρινθο. Περνά αργά το τρένο του Κασκάις, φρενάροντας τεμπέλικα, ερχόταν με ταχύτητα ικανή να προσπεράσει το ταξί, έμεινε όμως πίσω, μπαίνει στον σταθμό όταν το αυτοκίνητο κάνει πια τον γύρο της πλατείας, κι ο οδηγός ενημερώνει, Το ξενοδοχείο είναι εκείνο, στην αρχή του δρόμου. Σταμάτησε μπροστά σ’ ένα καφενείο, πρόσθεσε, Καλύτερα να πάτε πρώτα να δείτε αν έχει δωμάτια, δεν μπορώ να περιμένω ακριβώς απ’ έξω λόγω των τραμ. Ο ταξιδιώτης κατέβηκε, κοίταξε φευγαλέα το καφενείο, Royal το όνομά του, εμπορικό παράδειγμα μοναρχικής νοσταλγίας σε καιρό δημοκρατίας, ή απομεινάρι της τελευταίας βασιλείας, μεταμφιεσμένο εδώ σε εγγλέζικο ή γαλλικό, περίεργο πράγμα, το κοιτά κανείς και δεν ξέρει πώς να πει τη λέξη, ρόιαλ ή ρουαγιάλ, είχε τον χρόνο να πραγματευτεί το ζήτημα γιατί δεν έβρεχε πια και ο δρόμος είναι ανηφόρα, ύστερα φαντάστηκε πως επέστρεφε απ’ το ξενοδοχείο, με δωμάτιο ή ακόμα χωρίς, και το ταξί άφαντο, εξαφανισμένο μαζί με τις αποσκευές, τα ρούχα, τα χρηστικά αντικείμενα, τα χαρτιά του, κι αναρωτήθηκε πώς θα ζούσε αν του στερούσαν αυτά και όλα τα άλλα αγαθά. Είχε αφήσει ήδη πίσω του τα εξωτερικά σκαλιά του ξενοδοχείου ό-

17

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 17


18

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 18

ταν κατάλαβε, με τις σκέψεις αυτές, πως ήταν πολύ κουρασμένος, αυτό ένιωθε, μια πολύ μεγάλη κούραση, μια ψυχική νύστα, μια απελπισία, αν γνωρίζουμε επαρκώς περί τίνος πρόκειται ώστε να προφέρουμε τη λέξη και να την κατανοήσουμε. Μόλις έσπρωξε την πόρτα του ξενοδοχείου, ήχησε μια ηλεκτρική χρυσόμυγα, κάποτε πρέπει να ήταν κουδουνάκι, ντριν ντριν, δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε την πρόοδο και τις βελτιώσεις της, υπήρχε μια κατακόρυφη σκάλα, και πάνω στην άκρη της κουπαστής, χαμηλά, μια φιγούρα από χυτό σίδηρο σήκωνε με το δεξί χέρι μια γυάλινη υδρόγειο, παριστάνοντας, η φιγούρα, έναν βαλέ ντυμένο αυλικό, αν έχει κάτι να κερδίσει η έκφραση από την επανάληψη, γιατί είναι πλεοναστική, αφού κανείς δεν έχει δει ποτέ βαλέ που να μην είναι ντυμένος αυλικός, γι’ αυτό εξάλλου υπάρχουν οι βαλέδες, πιο επεξηγηματικό θα ήταν, Ένας αυλικός ντυμένος αυλικός, από την κοψιά των ρούχων, μοντέλο ιταλικό και αναγεννησιακό. Ο ταξιδιώτης σκαρφάλωσε τα ατέρμονα σκαλιά, απίστευτο πόσο χρειάστηκε ν’ ανέβει για να φτάσει στον πρώτο όροφο, είναι η ανάβαση του Έβερεστ, ένας άθλος, όνειρο και ουτοπία ακόμα για τους ορειβάτες, πάλι καλά που εμφανίστηκε στην κορυφή ένας άντρας με μουστάκι και μια λέξη ενθαρρυντική, άντε, δεν τη λέει, έτσι όμως μεταφράζεται ο τρόπος που κοίταξε κι έσκυψε απ’ το ψηλοκρεμαστό κεφαλόσκαλο, για να διερευνήσει ποιος καλός άνεμος και ποιος κακός καιρός φέρνουν εδώ αυτόν τον πελάτη, Καλησπέρα, κύριε, Καλησπέρα, μέχρι εκεί φτάνει η ανάσα του, ο άντρας με το μουστάκι χαμογελά με κατανόηση, Ένα δωμάτιο, και το χαμόγελο ανήκει σ’ αυτόν που λέει πως λυπάται, δεν υπάρχουν δωμάτια σ’ αυτόν τον όροφο, εδώ είναι η ρεσεψιόν, η τραπεζαρία, το σαλόνι, πιο μέσα η κουζίνα και το οφίς, τα δωμάτια είναι πιο πάνω, γι’ αυτό θα χρειαστεί ν’ ανεβούμε στον δεύτερο όροφο, αυτό εδώ δεν κάνει γιατί είναι μικρό και σκοτεινό, ούτε αυτό γιατί το παράθυρο βλέπει πίσω, αυτά εδώ είναι κατειλημμένα, Θα ήθελα ένα


δωμάτιο απ’ όπου να μπορώ να βλέπω το ποτάμι, Α, πολύ ωραία, τότε θα σας αρέσει το διακόσια ένα, ελευθερώθηκε σήμερα το πρωί, θα σας το δείξω αμέσως. Η πόρτα ήταν στο τέλος του διαδρόμου, είχε μια μικρή σμαλτωμένη επιγραφή, μαύρα νούμερα σε λευκό φόντο, αν δεν ήταν τούτο εδώ ένα ταπεινό δωμάτιο ξενοδοχείου, χωρίς πολυτέλειες, αν είχε το διακόσια δύο στην πόρτα, τότε ο πελάτης θα μπορούσε να λέγεται Ζασίντο και να είναι κτηματίας απ’ το Τόρμες και τα επεισόδια αυτά δεν θα συνέβαιναν στην οδό Αλεκρίν, αλλά στην Ηλυσίων Πεδίων,1 δεξιά όπως ανεβαίνει κανείς, όπως και το ξενοδοχείο Μπραγκάνσα, μόνο σ’ αυτό μοιάζουν τα δύο. Του άρεσε του ταξιδιώτη το δωμάτιο, ή τα δωμάτια, για να είμαστε πιο ακριβείς, γιατί ήταν δύο, που ενώνονταν σ’ ένα ευρύχωρο άνοιγμα, σε αψίδα, από εκεί ο χώρος του ύπνου, κοιτώνα θα τον έλεγαν σε άλλες εποχές, από εδώ το καθιστικό, όλο μαζί ένα διαμέρισμα σαν κανονική κατοικία, με τη σκούρα του επίπλωση από γυαλισμένο μαόνι, τα στόρια στα παράθυρα, το θολό φως. Ο ταξιδιώτης άκουσε το τραχύ τρίξιμο ενός τραμ που ανέβαινε τον δρόμο, είχε δίκιο ο ταξιτζής. Τότε του φάνηκε πως είχε περάσει πολλή ώρα από τότε που βγήκε απ’ το ταξί, αν ακόμα βρισκόταν εκεί, και χαμογέλασε από μέσα του στον φόβο του μήπως τον κλέψουν, Σας αρέσει το δωμάτιο, ρώτησε ο διευθυντής του ξενοδοχείου, με φωνή και εξουσία αντίστοιχη της θέσης, αλλά και μαλαγάνικη, όπως ταιριάζει στη δουλειά του ξενοδόχου, Μου αρέσει, θα το κρατήσω, Για πόσες μέρες, Δεν ξέρω ακόμα, εξαρτάται από κάποια ζητήματα που έχω να λύσω, κι απ’ τον χρόνο που θα μου πάρουν. Ο διάλογος είναι o συνήθης και η συνομιλία πάντα η ίδια σε τέτοιες περιπτώσεις, σε τούτον εδώ όμως υπάρχει ένα στοιχείο πλαστό, γιατί ο ταξιδιώτης δεν έχει ζητήματα να τακτοποιήσει στη Λισαβόνα, κανένα ζήτημα που ν’ αξίζει να ονομαστεί έτσι, είπε ψέματα, αυτός που κάποτε είχε δηλώσει πως απεχθάνεται την ανακρίβεια.2

19

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 19


20

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 20

Κατέβηκαν στον πρώτο όροφο, και ο ξενοδόχος φώναξε έναν υπάλληλο, τον μικρό για τα θελήματα ή τον άντρα για το κουβάλημα, να πάει να φέρει τις αποσκευές του κυρίου, Το ταξί περιμένει μπροστά στο καφενείο, κι ο ταξιδιώτης κατέβηκε μαζί του για να πληρώσει το αγώι, ακόμα χρησιμοποιείται σήμερα στα πορτογαλικά αυτό το λεξιλόγιο του αμαξά και αγωγιάτη, και για να βεβαιωθεί πως δεν λείπει τίποτα, καχυποψία που στρέφεται σε λάθος κατεύθυνση, άδικη κρίση, γιατί ο ταξιτζής είναι τίμιος άνθρωπος και θέλει μόνο να του πληρώσουν όσα δείχνει το ταξίμετρο, μαζί με το συνηθισμένο φιλοδώρημα. Δεν θα έχει την τύχη του αχθοφόρου, δεν θα υπάρξουν άλλες διανομές σβόλων χρυσού, γιατί στο μεταξύ ο ταξιδιώτης άλλαξε στη ρεσεψιόν μερικά από τα εγγλέζικα χρήματά του, δεν είναι πως μας κουράζει η γενναιοδωρία, αλλά δεν είναι για κάθε μέρα, και η επίδειξη αποτελεί προσβολή προς τους φτωχούς. Η βαλίτσα ζυγίζει πολύ παραπάνω απ’ τα λεφτά μου, κι όταν αυτή έφτασε στο κεφαλόσκαλο, ο ξενοδόχος, που βρισκόταν εκεί αναμένοντας και επαγρυπνώντας για τη μεταφορά, έκανε μια χειρονομία βοήθειας, το χέρι προς τα κάτω, συμβολική κίνηση, όπως η ρίψη της πρώτης πέτρας, γιατί το φορτίο ανέβαινε φορτωμένο όλο στην πλάτη του μικρού, μικρός στο επάγγελμα, όχι στην ηλικία, γιατί από δαύτη κουβαλά μπόλικη, φορτωμένος τη βαλίτσα σκέφτεται γι’ αυτήν τις πρώτες λέξεις της πρότασης, στηριζόμενος από τη μια κι από την άλλη πλευρά σε αχρείαστη βοήθεια, αφού μια δεύτερη, ολόιδια, έδινε τώρα και ο πελάτης, πονώντας που τον έβλεπε να πασχίζει τόσο. Βρίσκεται πια καθ’ οδόν για τον δεύτερο όροφο, Στο διακόσια ένα, Πιμέντα, τη φορά αυτήν ο Πιμέντα στάθηκε τυχερός, δεν θα χρειαστεί ν’ ανέβει στους ψηλούς ορόφους, και μέχρι εκείνος ν’ ανέβει, ο πελάτης επέστρεψε στη ρεσεψιόν, ασθμαίνοντας λίγο απ’ την προσπάθεια, πιάνει την πένα και γράφει στο βιβλίο εισόδου σχετικά με τον εαυτό του, το οποίο είναι απαραίτητο για να μάθουμε ποιος λέει ότι είναι,


στο τετραγωνάκι της ριγωτής και διαγραμμισμένης σελίδας, όνομα Ρικάρντο Ρέις, ηλικία σαράντα οκτώ ετών, γεννηθείς στο Πόρτο, οικογενειακή κατάσταση άγαμος, επάγγελμα ιατρός, τελευταία διεύθυνση Ρίο ντε Ζανέιρο, Βραζιλία, κι από εκεί συνεχίζει, ταξίδεψε με το Χάιλαντ Μπριγκέιντ, μοιάζει με την αρχή μιας εξομολόγησης, μιας πολύ προσωπικής αυτοβιογραφίας, όλα τα απόκρυφα περιέχονται σ’ αυτή τη χειρόγραφη σειρά, τώρα το μόνο που μένει είναι να ανακαλυφθούν και τα υπόλοιπα. Κι ο ξενοδόχος, που είχε τσακίσει τον λαιμό του για να παρακολουθήσει την αλληλουχία των γραμμάτων και να αποκωδικοποιήσει, αμέσως μετά, τη σημασία τους, σκέφτεται πως έμαθε αρκετά και λέει, Κύριε δόκτορα, δεν είναι ακριβώς υπόκλιση, είναι μια σφραγίδα, η αναγνώριση ενός δικαιώματος,3 ενός προσόντος, ενός χαρίσματος, που απαιτεί άμεση ανταπόδοση, κι ας μην είναι γραπτή, Το όνομά μου είναι Σαλβαδόρ, είμαι ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου, ο διευθυντής, για ό,τι χρειαστείτε, γιατρέ, απλώς πείτε μου, Τι ώρα σερβίρεται το δείπνο, Το δείπνο είναι στις οκτώ, κύριε δόκτορα, ελπίζω να μείνετε ικανοποιημένος με την κουζίνα μας, έχουμε και γαλλικά πιάτα. Ο δόκτωρ Ρικάρντο Ρέις παραδέχτηκε με ένα νεύμα της κεφαλής την προσδοκία του, πήρε την γκαμπαρντίνα και το καπέλο που είχε ακουμπήσει σε μια καρέκλα και αποσύρθηκε. Ο μικρός τον περίμενε από τη μέσα μεριά του δωματίου, με την πόρτα ανοιχτή. Ο Ρικάρντο Ρέις τον είδε από την είσοδο του διαδρόμου, ήξερε πως όταν θα έφτανε εκεί, ο άντρας θα άπλωνε το υπηρετικό, αλλά και επιτακτικό του χέρι, σε αναλογία με το βάρος του φορτίου, και καθώς βάδιζε παρατήρησε, δεν το είχε αντιληφθεί νωρίτερα, πως υπήρχαν πόρτες μόνο απ’ τη μια πλευρά, η άλλη ήταν ο τοίχος που σχημάτιζε το κλιμακοστάσιο, το σκεφτόταν σαν να επρόκειτο για σημαντικό ζήτημα που δεν έπρεπε να ξεχάσει, πραγματικά ήταν πολύ κουρασμένος. Ο άντρας πήρε το φιλοδώρημα, περισσότερο το ένιωσε παρά το κοίταξε, αυτά έχει η συνήθεια, κι έμεινε ικανο-

21

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 21


22

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 22

ποιημένος, τόσο μάλιστα που είπε, Κύριε δόκτορα, ευχαριστώ πολύ, δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε πώς το ήξερε, αφού δεν είχε κοιτάξει το βιβλίο των επισκεπτών, συμβαίνει όμως οι κατώτερες τάξεις να μην υπολείπονται καθόλου σε αντίληψη και οξυδέρκεια των ατόμων που έχουν κάνει σπουδές και έχουν μορφωθεί. Ο Πιμέντα πονούσε μόνο στο φτερό της μιας ωμοπλάτης λόγω κακής εφαρμογής, επάνω του, μιας σανίδας ενίσχυσης της βαλίτσας, δεν του φαίνεται η μεγάλη του εμπειρία στο κουβάλημα. Ο Ρικάρντο Ρέις κάθεται σε μια καρέκλα, το βλέμμα του τριγυρνά, εδώ θα ζήσει για ποιος ξέρει πόσες μέρες, ίσως τελικά να νοικιάσει σπίτι και ιατρείο, ίσως να επιστρέψει στη Βραζιλία, προς το παρόν το ξενοδοχείο αρκεί, ουδέτερος τόπος, χωρίς δέσμευση, μεταβατικός σε ζωή μετέωρη. Πίσω απ’ τις ατσαλάκωτες κουρτίνες τα παράθυρα φωτίστηκαν ξαφνικά, είναι τα φανάρια του δρόμου. Άργησαν. Τελείωσε αυτή η μέρα, ό,τι απομένει απ’ αυτήν αιωρείται μακριά πάνω απ’ τη θάλασσα και διαφεύγει, πριν από λίγες μόλις ώρες ο Ρικάρντο Ρέις έπλεε σ’ αυτά τα νερά, τώρα ο ορίζοντας βρίσκεται εκεί που φτάνει το χέρι του, τοίχοι, έπιπλα που αντανακλούν το φως σαν μαύρος καθρέφτης, κι αντί για τον βαθύ παλμό των ατμομηχανών, ακούει τον ψίθυρο, το μουρμούρισμα της πόλης, εξακόσιες χιλιάδες ανθρώπους ν’ αναστενάζουν, να φωνάζουν μακριά, τώρα μερικά προσεκτικά βήματα στον διάδρομο, μια γυναικεία φωνή που λέει, Έρχομαι, πρέπει να είναι η καμαριέρα, μ’ αυτά τα λόγια, αυτή τη φωνή. Άνοιξε ένα παράθυρο, κοίταξε έξω. Η βροχή είχε σταματήσει. Η υγρασία του ανέμου που πέρασε πάνω απ’ το ποτάμι μπαίνει στο δωμάτιο, συνεφέρνει την κλειστή ατμόσφαιρα, σαν το άπλυτο ρούχο σε ξεχασμένο συρτάρι, το ξενοδοχείο δεν είναι σπίτι, καλό είναι να το υπενθυμίσουμε ξανά, όλο και κάποια μυρωδιά τού ξεμένει, μια ιδρωμένη αϋπνία, μια ερωτική νύχτα, ένα βρεγμένο πανωφόρι, η σκόνη που σκουπίστηκε απ’ τα παπούτσια την ώρα της ανα-


χώρησης, κι ύστερα έρχονται οι καμαριέρες να στρώσουν τα κρεβάτια με καθαρά σεντόνια, να σκουπίσουν, μένει ακόμα η αύρα των γυναικών, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να αποφύγουμε, είναι τα σημάδια της ανθρώπινης ιδιότητάς μας. Άφησε το παράθυρο ανοιχτό, πήγε ν’ ανοίξει άλλο ένα, και, χωρίς το σακάκι, ανανεωμένος, με αιφνίδιο σφρίγος, άρχισε ν’ ανοίγει τις βαλίτσες, σε λιγότερο από μισή ώρα τις άδειασε, μετέφερε το περιεχόμενό τους στα έπιπλα, στα συρτάρια του κομό, τα παπούτσια στην παπουτσοθήκη, τα κοστούμια στις κρεμάστρες της ντουλάπας, τη μαύρη ιατρική του τσάντα στο σκοτεινό βάθος του ντουλαπιού, και τα βιβλία σ’ ένα ράφι, τα λίγα αυτά που είχε φέρει μαζί του, κλασική λατινική γραμματεία που δεν διάβαζε πια τακτικά, κάτι τσαλακωμένους Εγγλέζους ποιητές, τρεις-τέσσερις Βραζιλιάνους συγγραφείς, τα πορτογαλικά δεν ήταν ούτε μια δωδεκάδα, κι ανάμεσά τους υπήρχε ένα που ανήκε στη βιβλιοθήκη του Χάιλαντ Μπριγκέιντ, είχε ξεχάσει να το παραδώσει πριν την αποβίβαση. Αυτή την ώρα, αν ο Ιρλανδός βιβλιοθηκάριος έχει αντιληφθεί την απουσία του, θα έχει εξαπολύσει χοντρές και ατιμωτικές κατηγορίες ενάντια στη λουζιτανική πατρίδα, χώρα σκλάβων και κλεφτών, όπως είπε ο Μπάιρον και θα πει κι ο Ο’Μπράιεν, από τέτοιες μικρές, τοπικές αιτίες γεννιούνται συνήθως μεγάλα και παγκόσμια αποτελέσματα, είμαι όμως αθώος, το ορκίζομαι, ήταν αμέλεια, αυτό και τίποτ’ άλλο. Έβαλε το βιβλίο στο κομοδίνο για να το τελειώσει μια απ’ τις επόμενες μέρες, αν του κάνει κέφι, ο τίτλος του είναι The god of the labyrinth, συγγραφέας του ο Χέρμπερτ Κουέιν,4 Ιρλανδός κι αυτός, η σύμπτωση δεν έχει κάτι το μοναδικό, μοναδικό όμως είναι το όνομα, αφού χωρίς σοβαρό λάθος στην προφορά θα μπορούσε να διαβαστεί Κέιν, τι Κουέιν τι Κέιν,5 συγγραφέας που βγήκε απ’ την ανωνυμία μόνο και μόνο επειδή κάποιος τον βρήκε στο Χάιλαντ Μπριγκέιντ, αν τώρα υπήρχε εκεί μόνο ένα αντίτυπο δικό του, πάει κι αυτό, ένας λόγος παραπάνω για να ρωτήσουμε

23

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 23


24

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 24

Κέιν, Ποιος. Η πλήξη του ταξιδιού και ο υπαινιγμός του τίτλου τον είχαν προσελκύσει, ένας λαβύρινθος με έναν θεό, τι θεός ήταν άραγε αυτός, και τι λαβύρινθος, τι λαβυρινθώδης θεός, και τελικά του προέκυψε ένα απλό αστυνομικό μυθιστόρημα, μια κοινή ιστορία δολοφονίας και έρευνας, ο εγκληματίας, το θύμα, εκτός αν το θύμα προϋπάρχει του εγκληματία, και τέλος ο ντετέκτιβ, κι οι τρεις τους συνεργοί στον θάνατο, σας λέω ειλικρινά πως ο αναγνώστης των αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι ο μοναδικός και πραγματικός επιζών της ιστορίας που διαβάζει, όπως ίσως μοναδικός και πραγματικός επιζών είναι κάθε αναγνώστης που διαβάζει οποιαδήποτε ιστορία. Έχει και μερικά φύλλα χαρτί που θα τα φυλάξει, σελίδες με στίχους, η παλαιότερη με ημερομηνία τη δωδεκάτη Ιουνίου του χίλια εννιακόσια δεκατέσσερα, ερχόταν ο πόλεμος, ο Μεγάλος, όπως τον είπαν αργότερα μέχρι να κάνουν άλλον μεγαλύτερο, Ατάραχες είναι, Δάσκαλε, όλες οι ώρες που χάνουμε, αν στην απώλειά τους, σαν σε ανθοδοχείο, εμείς βάλουμε λουλούδια, και στη συνέχεια κατέληγε, Απ’ τη ζωή θα φύγουμε ήσυχοι, χωρίς καν μεταμέλεια γιατί ζήσαμε. Δεν είναι έτσι, στη σειρά, γραμμένα, η κάθε αράδα φέρνει μαζί τον δικό της υπάκουο στίχο, μ’ αυτόν τον τρόπο όμως, συνεχείς, αυτοί κι εμείς, με μόνη παύση αυτή της αναπνοής και της απαγγελίας, τους διαβάζουμε εμείς, κι η πιο πρόσφατη σελίδα απ’ όλες φέρει την ημερομηνία της δεκάτης τρίτης Νοεμβρίου του χίλια εννιακόσια τριάντα πέντε, πέρασε ενάμισης μήνας από τότε που την έγραψε, σελίδα με μικρό χρόνο ζωής, και λέει, Ζουν μέσα μας αναρίθμητοι, όταν σκεφτώ ή αισθανθώ, αγνοώ ποιος είναι αυτός που σκέφτεται και αισθάνεται, είμαι μονάχα ο τόπος όπου εκτυλίσσονται η σκέψη και η αίσθηση, και μολονότι δεν τελειώνει εκεί, είναι σαν να τελειώνει, αφού δεν υπάρχει άλλο τίποτε απ’ το να σκεφτόμαστε και να αισθανόμαστε. Αν είμαι μονάχα αυτό, σκέφτεται ο Ρικάρντο Ρέις αφού το διάβασε, ποιος άρα-


γε τώρα να σκέφτεται όσα εγώ σκέφτομαι, ή σκέφτομαι πως σκέφτομαι στον τόπο του σκέπτεσθαι που είμαι, ποιος να αισθάνεται όσα αισθάνομαι, ή αισθάνομαι πως αισθάνομαι στον τόπο του αισθάνεσθαι που είμαι, ποιος με χρησιμοποιεί για να σκέφτεται και να αισθάνεται, και απ’ όσους αναρίθμητους ζουν μέσα μου, ποιος απ’ όλους είμαι εγώ, ποιος, ποιες σκέψεις και αισθήσεις να είναι άραγε αυτές που δεν μοιράζομαι γιατί ανήκουν μόνο σ’ εμένα, ποιος είμαι εγώ που οι άλλοι δεν είναι ή δεν υπήρξαν ή δεν θα γίνουν. Συγκέντρωσε τα χαρτιά, είκοσι χρόνια μέρα με τη μέρα, σελίδα τη σελίδα, τα φύλαξε σ’ ένα συρτάρι του μικρού γραφείου, έκλεισε τα παράθυρα και άφησε να τρέξει ζεστό νερό για να πλυθεί. Ήταν λίγο μετά τις επτά. Συνεπής, ενώ αντηχούσε ακόμα ο τελευταίος χτύπος των οκτώ στο μεγάλο ρολόι που διακοσμούσε το κεφαλόσκαλο της ρεσεψιόν, ο Ρικάρντο Ρέις κατέβηκε στην τραπεζαρία. Ο ξενοδόχος Σαλβαδόρ χαμογέλασε, σηκώνοντας το μουστάκι πάνω από τα ακάθαρτα δόντια του, κι έτρεξε να του ανοίξει τη διπλή πόρτα με τα γυάλινα βιτρό, με τα μονογράμματα Η και Β6 πλεγμένα σε απανωτές καμπύλες, με απολήξεις και προεκτάσεις από τον φυτικό κόσμο, με υπομνήσεις ακάνθου, φύλλου φοινικιάς, τυλιγμένων φύλλων δέντρων, για να τιμήσουν οι εφαρμοσμένες τέχνες το κοινότοπο ξενοδοχειακό επάγγελμα. Ο μετρ τού έκανε χώρο να περάσει, δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες στην τραπεζαρία, μόνο δύο γκαρσόνια που μόλις είχαν στρώσει τα τραπέζια, ακούγονταν θόρυβοι από το οφίς πίσω από την πόρτα με τα μονογράμματα, από εκεί θα έμπαιναν σε λίγο οι τερίνες, τα σκεπαστά πιάτα, οι πιατέλες. Η επίπλωση είναι η συνήθης, όποιος έχει δει μία τραπεζαρία τις έχει δει όλες, εκτός αν το ξενοδοχείο είναι πολυτελείας, δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση εδώ, μερικά αδύναμα φώτα στην οροφή και στους τοίχους, μερικές κρεμάστρες, λευκές πετσέτες στα τραπέζια, πάλλευκες, το καμάρι της διεύθυνσης, λευκασμένες στα πλυντήρια, ή ίσως πλυμένες απ’ την πλύστρα του Κανέσας,7 που

25

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 25


26

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 26

χρησιμοποιεί μόνο σαπούνι και νερό, με τόση βροχή, εδώ και τόσες μέρες, θα ’χει μείνει πίσω στις παραγγελίες. Κάθισε ο Ρικάρντο Ρέις, ο μετρ τού λέει τι υπάρχει για φαγητό, σούπα, ψάρι, κρέας, εκτός αν προτιμάτε το γεύμα διαίτης, κύριε δόκτορα, δηλαδή άλλο κρέας, άλλο ψάρι, άλλη σούπα, εγώ θα σας το συνιστούσα, για ν’ αρχίσετε να συνηθίζετε στην καινούργια διατροφή, νεοαφιχθείς από τους τροπικούς μετά από απουσία δεκαέξι χρόνων, μέχρι κι αυτό το ξέρουν στην τραπεζαρία και στην κουζίνα. Κάποιος στο μεταξύ έσπρωξε την πόρτα που συνδέει την τραπεζαρία με τη ρεσεψιόν, μπήκε ένα ζευγάρι με δυο μικρά παιδιά, αγόρι και κορίτσι, με χρώμα κέρινο τα δυο τους, κατακόκκινοι οι γονείς, νόμιμα τέκνα λόγω ομοιότητας, ο αρχηγός της οικογένειας μπροστά, οδηγός της φυλής, η μητέρα αγγίζοντας τα βλαστάρια τους που προχωρούν στο μέσο. Μετά εμφανίστηκε ένας χοντρός, βαρύς άντρας, με μια χρυσή αλυσίδα σταυρωτά πάνω απ’ το στομάχι του, από το ένα τσεπάκι του γιλέκου ως το άλλο, κι αμέσως μετά ένας άλλος άντρας, πολύ αδύνατος αυτός, με μαύρη γραβάτα και μαύρο περιβραχιόνιο, κανείς άλλος δεν μπήκε μέσα το τελευταίο τέταρτο, ακούγονται τα μαχαιροπίρουνα να ακουμπούν στα πιάτα, ο πατέρας των παιδιών, ανυπόμονος, χτυπά το ποτήρι με μαχαίρι για να καλέσει το γκαρσόνι, ο αδύνατος άντρας, ενοχλημένος λόγω πένθους και αγωγής, τον κοιτάζει επίμονα και αυστηρά, ο χοντρός μασά, μειλίχιος. Ο Ρικάρντο Ρέις κοιτάζει συλλογισμένα τον πυκνό ζωμό της κοτόσουπας, τελικά επέλεξε τη δίαιτα, υπάκουσε στην υπόδειξη, από αδιαφορία, όχι γιατί θεώρησε πως αυτή έχει κάποιο πλεονέκτημα. Ένα κροτάλισμα στις τζαμαρίες τον ειδοποίησε πως ξανάρχισε να βρέχει. Αυτά τα παράθυρα δεν βλέπουν στην οδό Αλεκρίν, άραγε ποια είναι αυτή η οδός, αν κάποτε ήξερε, δεν το θυμάται, αλλά το γκαρσόνι που έρχεται να του αλλάξει πιάτο εξηγεί, Αυτή είναι η οδός Νόβα ντε Καρβάλιο, κύριε δόκτορα, και ρωτά, Λοιπόν, σας άρεσε η κοτόσουπα, από την προφορά το γκαρ-


σόνι φαίνεται πως είναι απ’ τη Γαλικία, Μου άρεσε, από την προφορά έχει ήδη φανεί πως ο πελάτης έζησε στη Βραζιλία, γερό φιλοδώρημα κονόμησε ο Πιμέντα. Η πόρτα άνοιξε ξανά, τώρα μπήκε ένας μεσήλικας άντρας, ψηλός, επίσημος, με μακρύ και ρυτιδιασμένο πρόσωπο, κι ένα κορίτσι κάπου είκοσι χρονών, κι ούτε, αδύνατη, αν και θα ήταν ακριβέστερο να πει κανείς λιγνή, κατευθύνονται προς το τραπέζι μπροστά στον Ρικάρντο Ρέις, έγινε ξάφνου προφανές πως το τραπέζι τούς περίμενε, όπως ένα αντικείμενο περιμένει το χέρι που συχνά το αναζητεί κι εκείνο υπηρετεί, θα είναι τακτικοί πελάτες, ίσως οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, έχει ενδιαφέρον πώς ξεχνάμε ότι και τα ξενοδοχεία έχουν ιδιοκτήτη, ετούτοι, είτε είναι είτε όχι, διέσχισαν την αίθουσα με βήμα ήρεμο σαν στο σπίτι τους, είναι πράγματα που τα σημειώνει κανείς όταν κοιτάζει προσεκτικά. Το κορίτσι είναι προφίλ, ο άντρας έχει γυρισμένη την πλάτη, συζητούν χαμηλόφωνα, αλλά ο δικός της τόνος ανέβηκε όταν είπε, Όχι, πατέρα, καλά νιώθω, επομένως είναι πατέρας και κόρη, ελάχιστα συνηθισμένος συνδυασμός για ξενοδοχείο, σ’ αυτές τις ηλικίες. Το γκαρσόνι ήρθε να τους σερβίρει, σκυθρωπός αλλά οικείος στους τρόπους του, ύστερα απομακρύνθηκε, τώρα η αίθουσα είναι σιωπηλή, ούτε τα παιδιά δεν υψώνουν τη φωνή, παράξενη περίπτωση, ο Ρικάρντο Ρέις δεν θυμάται να τα έχει ακούσει να μιλούν, ή είναι βουβά, ή έχουν τα χείλη τους κολλημένα, πιασμένα με αόρατους συνδετήρες, παράλογη έμπνευση, εφόσον τρώνε. Το αδύνατο κορίτσι τελείωσε τη σούπα, αφήνει το κουτάλι, το δεξί της χέρι πάει να χαϊδέψει, σαν οικόσιτο ζωάκι, το αριστερό χέρι που ξεκουράζεται στην ποδιά της. Τότε ο Ρικάρντο Ρέις, έκπληκτος από την ίδια του την ανακάλυψη, παρατηρεί πως εξαρχής το χέρι εκείνο ήταν ακίνητο, αναλογίζεται πως το δεξί χέρι μόνο του ξεδίπλωσε την πετσέτα, και τώρα αρπάζει το αριστερό και το ακουμπάει πάνω στο τραπέζι, με πολλή φροντίδα, εύθραυστο κρύσταλλο, και το αφήνει εκεί,

27

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 27


28

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 28

δίπλα στο πιάτο, να παρακολουθήσει το γεύμα, τα μακριά δάχτυλα απλωμένα, ωχρά, απόντα. Ο Ρικάρντο Ρέις αισθάνεται ανατριχίλα, την αισθάνεται ο ίδιος, κανείς δεν την αισθάνεται για λογαριασμό του, ανατριχιάζει μέσα κι έξω απ’ το δέρμα του, και κοιτάζει συνεπαρμένος το παράλυτο και τυφλό χέρι που δεν ξέρει πού να πάει αν δεν το πάρουν μαζί, εδώ για να μαζέψει ήλιο, εδώ για ν’ ακούσει μια συζήτηση, εδώ για να σε δει αυτός ο κύριος δόκτωρ που ήρθε από τη Βραζιλία, χεράκι δυο φορές αδέξιο, επειδή είναι απ’ αυτή την πλευρά κι είναι ζερβό, αριστερό, αδρανές, χέρι νεκρό, χέρι νεκρό που την πόρτα δεν θα χτυπήσεις.8 Ο Ρικάρντο Ρέις παρατηρεί πως τα πιάτα του κοριτσιού έρχονται προετοιμασμένα απ’ το οφίς, το ψάρι καθαρισμένο από κόκαλα, το κρέας τεμαχισμένο, τα φρούτα ξεφλουδισμένα και κομμένα, είναι προφανές πως κόρη και πατέρας είναι γνωστοί πελάτες, μαθημένο το ξενοδοχείο, ίσως μάλιστα να ζουν εδώ. Το γεύμα έφτασε στο τέλος του, εκείνος καθυστερεί ακόμα λίγο για να δώσει χρόνο, χρόνο για ποιο πράγμα, τελικά σηκώθηκε, κάνει πέρα την καρέκλα, κι ο θόρυβος απ’ το σύρσιμο, κατά τύχη υπερβολικός, κάνει το πρόσωπο του κοριτσιού να γυρίσει, από μπροστά είναι μεγαλύτερη απ’ την εικοσάχρονη που είχε φανεί πριν, αμέσως όμως το προφίλ της την αποκαθιστά στην εφηβεία, ο λαιμός ψηλός και εύθραυστος, το σαγόνι λεπτό, η γραμμή ολόκληρη του σώματος ασταθής, ανασφαλής, ατελής. Ο Ρικάρντο Ρέις βγαίνει από την τραπεζαρία, πλησιάζει την πόρτα με τα μονογράμματα, εκεί θ’ ανταλλάξει υποκλίσεις με τον χοντρό άντρα που επίσης βγαίνει, Η εξοχότητά σας πρώτος, Αλίμονο, επ’ ουδενί, βγήκε πρώτος ο χοντρός, Ευχαριστώ πολύ την εξοχότητά σας, ένας αξιοσημείωτος τρόπος να πει κανείς, Επ’ ουδενί, αν παίρναμε κάθε λέξη κατά λέξη, πρώτος θα περνούσε ο Ρικάρντο Ρέις, γιατί είναι αναρίθμητοι, σύμφωνα με τη δική του κατανόηση. Ο ξενοδόχος Σαλβαδόρ τείνει ήδη το κλειδί του διακόσια ένα, είχε την πρόθεση, περιποιητικός, να το παραδώσει, ωστό-


σο αποσύρει με λεπτότητα τη χειρονομία, ίσως ο πελάτης να θέλει να βγει για να ανακαλύψει τη νυχτερινή Λισαβόνα και τις μυστικές της απολαύσεις, μετά από τόσα χρόνια στη Βραζιλία και τόσες μέρες ωκεάνιου διάπλου, παρότι η χειμωνιάτικη νύχτα ορέγεται περισσότερο την ησυχία του σαλονιού, εδώ δίπλα, με τις βαθιές και ψηλές δερμάτινες πολυθρόνες του, τον κεντρικό πολυέλαιο, με τα ακριβά του κρύσταλλα, τον μεγάλο καθρέφτη όπου χωρά όλη η αίθουσα και μέσα του διπλασιάζεται, σε μια άλλη διάσταση που δεν είναι η απλή αντανάκλαση των κοινών και γνωστών διαστάσεων με τις οποίες αυτός έρχεται αντιμέτωπος, πλάτος, μήκος, ύψος, γιατί δεν βρίσκονται εκεί, μία προς μία, διακριτές, παρά συγκερασμένες σε μία και μόνη διάσταση, σαν ακατάληπτο φάντασμα ενός σχεδίου ταυτόχρονα μακρινού και οικείου, με την αντίφαση που περιέχει αυτή η εξήγηση και την οποία η συνείδηση περιφρονεί από τεμπελιά και μόνο, ιδού ο Ρικάρντο Ρέις ατενίζει τον εαυτό του στο βάθος του καθρέφτη, ένας απ’ τους αναρίθμητους που είναι, όλοι τους όμως κουρασμένοι, Θ’ ανέβω επάνω, είμαι κουρασμένος απ’ το ταξίδι, δυο βδομάδες με κακοκαιρία, αν έχετε πουθενά σημερινές εφημερίδες, για να ενημερωθώ για τις εξελίξεις στην πατρίδα μέχρι να κοιμηθώ, Ορίστε, κύριε δόκτορα, και τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκαν το κορίτσι με το παράλυτο χέρι και ο πατέρας της, πέρασαν προς το σαλόνι, εκείνος μπροστά, εκείνη πίσω, μ’ ένα βήμα ανάμεσα, το κλειδί βρισκόταν ήδη στο χέρι του Ρικάρντο Ρέις, οι γκρίζες, θαμπές εφημερίδες επίσης, μια ριπή ανέμου βάρεσε την εξώπορτα, πέρα απ’ το βάθος της σκάλας, η χρυσόμυγα βούιξε, δεν είναι κανείς, μονάχα η καταιγίδα που επιδεινώνεται, η νύχτα αυτή δεν θα φέρει τίποτε άλλο της προκοπής, βροχή, ανεμοθύελλα σε στεριά και θάλασσα, μοναξιά. Ο καναπές του δωματίου είναι άνετος, τα ελατήρια, απ’ τα τόσα σώματα που κάθισαν πάνω τους, εξανθρωπίστηκαν, σχηματίζουν μια απαλή γούβα, και το φως του λαμπατέρ που βρί-

29

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 29


30

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 30

σκεται πάνω στο γραφείο φωτίζει την εφημερίδα από καλή γωνία, δεν μοιάζει καν με ξενοδοχείο, είναι σαν το σπίτι μου, σαν την οικογενειακή αγκάλη της εστίας που τώρα δεν έχω, κι ίσως ούτε θ’ αποκτήσω, αυτές είναι οι ειδήσεις της γενέθλιας γης μου, και λένε, Ο αρχηγός του Κράτους εγκαινίασε αναμνηστική έκθεση για τον Μοζίνιο ντε Αλμπουκέρκ9 στο Γενικό Πρακτορείο των Αποικιών,10 και να μην παραλείψουμε τις αυτοκρατορικές επετείους, ούτε να ξεχάσουμε τις αυτοκρατορικές μορφές, Ανησυχίες εκφράζονται για την Γκολεγκά, δεν θυμάμαι πού βρίσκεται αυτή, α, στο Ριμπατέζο, αν οι πλημμύρες καταστρέψουν το φράγμα των Είκοσι, πολύ παράξενο όνομα, από πού να βγήκε, θα γίνουμε μάρτυρες μιας επανάληψης της καταστροφής του χίλια οχτακόσια ενενήντα πέντε, το ενενήντα πέντε ήμουν οχτώ χρονών, φυσικό είναι να μη θυμάμαι, η ψηλότερη γυναίκα στον κόσμο ονομάζεται Έλσα Ντρογιόν κι έχει ύψος δύο μέτρα και πενήντα εκατοστά, αυτήν δεν θα την κάλυπτε η πλημμύρα, και την κοπέλα πώς τη λένε άραγε, εκείνο το χέρι, παράλυτο, μαλθακό, ήταν από αρρώστια, από ατύχημα, Πέμπτα παιδικά καλλιστεία, μισή σελίδα με φωτογραφίες μικρών παιδιών, ολόγυμνων, οι δίπλες τους στη φόρα, θρεμμένα με την τοπική φαρίν λακτέ, κάποια απ’ αυτά τα μωρά θα γίνουν εγκληματίες, αλήτες και πόρνες, έτσι που τα εξέθεσαν, σε τρυφερή ηλικία, στο άξεστο βλέμμα του όχλου, που δεν σέβεται την αθωότητα, Προχωρούν οι επεμβάσεις στην Αιθιοπία, κι από τη Βραζιλία τι νέα έχουμε, καμία είδηση, τελείωσαν όλα, Γενική προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων, δεν υπάρχει ανθρώπινη δύναμη ικανή να ανακόψει την ηρωική ορμή των Ιταλών στρατιωτών, τι θα μπορούσε να κάνει, τι θα κάνει, αντιμέτωπη μ’ αυτήν, η αβυσσηνιακή λαζαρίνα, η φτωχή λόγχη, η ταλαίπωρη ματσέτα, Ο δικηγόρος της διάσημης αθλήτριας ανακοίνωσε ότι η εντολοδόχος του υπεβλήθη σε μια σημαντική εγχείρηση αλλαγής φύλου, σε λίγες μέρες θα είναι ένας κανονικός άντρας, σαν εκ γενετής, μην ξεχάσετε


μόνο να του αλλάξετε και το όνομα, ποιο όνομα, ο Μποκάζ11 ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης, πίνακας του ζωγράφου Φερνάντο Σάντος, έχει κι εδώ καλές τέχνες, Στο Κολιζέου παίζεται Το τελευταίο θαύμα με την τσαχπίνα και αγαλματένια Βανίζ Μεϊρέλες, Βραζιλιάνα σταρ, πλάκα έχει, στη Βραζιλία δεν την ήξερα, δικό μου σφάλμα, εδώ με τρία εσκούδα γενική είσοδο, πολυθρόνα από πέντε εσκούδα, σε δύο προβολές, πρωινή τις Κυριακές, Το Πολιτεάμα παίζει τις Σταυροφορίες, εκπληκτική ιστορική ταινία, Στο Πορτ-Σάιντ αποβιβάστηκαν πολυάριθμες αγγλικές δυνάμεις, κάθε εποχή έχει τις σταυροφορίες της, σήμερα είναι αυτή, ενώ φημολογείται ότι συνέχισαν προς τα σύνορα της Ιταλικής Λιβύης, Κατάλογος Πορτογάλων που απεβίωσαν στη Βραζιλία το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, δεν ξέρω κανένα απ’ τα ονόματα, δεν χρειάζεται να νιώσω δυσφορία, δεν είναι απαραίτητο να πενθήσω, στ’ αλήθεια όμως πέθαναν πολλοί Πορτογάλοι εκεί κάτω, Αρτοδοσία στους φτωχούς σε όλη τη χώρα εδώ, ενισχυμένο δείπνο στα άσυλα, τι καλή μεταχείριση έχουν στην Πορτογαλία οι υπέργηροι, τι καλή μεταχείριση και τα ανάπηρα παιδιά, λουλουδάκια του δρόμου, κι αυτή η είδηση, Ο δήμαρχος του Πόρτο τηλεγράφησε στον υπουργό Εσωτερικών, σε σημερινή συνεδρίαση το δημοτικό συμβούλιο παρουσία μου με εκτίμηση για το διάταγμα αρωγής προς τους φτωχούς τον χειμώνα αποφάσισε να χαιρετίσει την εξοχότητά σας γι’ αυτή τη μοναδικής ωραιότητας πρωτοβουλία, και άλλες, Δημόσιες βρύσες γεμάτες περιττώματα κοπαδιών, έξαρση ευλογιάς στο Λεμπουσάο και τη Φατέλα, γρίπη στο Πορταλέγκρε και τυφοειδής πυρετός στο Βαλμπόν, πέθανε από ανεμοβλογιά κορίτσι δεκαέξι ετών, βουκολικό λουλουδάκι του αγρού, άσπλαχνα κομμένο κρίνο τόσο νωρίς, Έχω σκύλα φοξ τεριέ, όχι καθαρόαιμη, που έχει κάνει ήδη δυο γέννες, δεν γλίτωσε κανένα, πείτε μου, κύριε συντάκτη, τι να κάνω, Ο κανιβαλισμός των σκύλων, αγαπητέ συμβουλευόμενε αναγνώστη, οφείλεται γενικώς στην κακή σίτιση κατά την κυοφορία,

31

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 31


32

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 32

στην ανεπάρκεια κρέατος, θα πρέπει να της δίνετε άφθονη τροφή, της οποίας η βάση θα είναι το κρέας, αλλά να μη λείψει ούτε το γάλα, το ψωμί και τα λαχανικά, εν ολίγοις, μια πλήρης διατροφή, αν και πάλι δεν της περάσει το κουσούρι, τότε δεν έχει γιατρειά, σκοτώστε την ή μην αφήσετε να τη βατέψουν όταν την πιάσει ο οίστρος, ή στείλτε τη για στείρωση. Ας φανταστούμε τώρα τις γυναίκες που δεν σιτίζονται καλά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, χωρίς κρέας, χωρίς γάλα, λίγο ψωμί και λάχανα, να έτρωγαν κι εκείνες τα παιδιά τους, κι αφού το φανταστήκαμε και επιβεβαιώσαμε ότι αυτό δεν συμβαίνει, είναι εύκολο εντέλει να διακρίνουμε τους ανθρώπους από τα ζώα, το σχόλιο αυτό δεν το πρόσθεσε ο συντάκτης, ούτε ο Ρικάρντο Ρέις, που σκέφτεται κάτι άλλο, ποιο όνομα θα ήταν κατάλληλο για τη σκύλα αυτή, δεν θα την πει Ντιάνα ή Σαΐνι, και τι μπορεί να προσδώσει ένα όνομα στο έγκλημα ή στα κίνητρά του, αν το αποτρόπαιο ζώο πεθάνει από δηλητηριασμένη πίτα ή πυροβολισμό κυνηγετικού απ’ το χέρι του αφέντη του, επιμένει ο Ρικάρντο Ρέις και επιτέλους βρίσκει το σωστό προσηγορικό, ένα που προέρχεται από τον Ουγκολίνο ντέλα Γκεραρντέσκα, τον αρχικανίβαλο κόμη που έφαγε γιους κι εγγόνια, κι υπάρχουν γι’ αυτό μαρτυρίες, και εγγυήσεις, στην Ιστορία των Γουέλφων και Γιβελλίνων, στο αντίστοιχο κεφάλαιο, καθώς επίσης και στη Θεία Κωμωδία, Κόλαση, στίχος τριακοστός τρίτος, ας ονομαστεί λοιπόν Ουγκολίνα η μάνα που τρώει τα παιδιά της, τόσο παρά φύση ώστε να μην κινούνται τα σωθικά της από έλεος όταν με τα ίδια της τα σαγόνια ξεσκίζει το θερμό και μαλακό δέρμα των ανυπεράσπιστων, τα κατακρεουργεί, τσακίζει τα τρυφερά τους κόκαλα, και τα καημένα τα σκυλάκια, βογκώντας, πεθαίνουν χωρίς να δουν ποιος τα κατασπαράζει, η μάνα που τα γέννησε, Ουγκολίνα, μη με σκοτώσεις, είμαι το παιδί σου. Η εφημερίδα που τόσο ήρεμα εξηγεί μια τέτοια φρίκη πέφτει στα γόνατα του Ρικάρντο Ρέις, που αποκοιμήθηκε. Μια


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 33

33

ξαφνική ριπή ανέμου κάνει τα τζάμια να τρίξουν, η βροχή πέφτει σαν κατακλυσμός. Στους έρημους δρόμους της Λισαβόνας βαδίζει η σκύλα Ουγκολίνα αφρίζοντας αίμα, γρυλίζοντας στις πόρτες, ουρλιάζοντας σε πλατείες και κήπους, δαγκώνοντας μανιασμένη την κοιλιά της όπου μεγαλώνει ήδη η επόμενη γέννα.

2 – Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 34

M

34

ΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΦΟΔΡΗΣ ΧΕΙΜΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΜΗΤΙ-

κής θύελλας, λέξεις αυτές που γεννήθηκαν ζευγαρωτές, οι πρώτες κάπως λιγότερο, όλες τους όμως τόσο ταιριαστές με την περίσταση ώστε απαλλάσσουν απ’ τον κόπο να σκεφτεί κανείς νέες δημιουργίες, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ανατείλει ένα πρωί αστράφτοντας στον ήλιο, με καταγάλανο ουρανό γεμάτο πρόσχαρα σμήνη περιστεριών. Δεν στράφηκαν όμως προς τα εκεί τα μετέωρα, οι γλάροι εξακολουθούν να πετούν πάνω απ’ την πόλη, το ποτάμι δεν είναι να το εμπιστεύεται κανείς, τα περιστέρια δεν ξεμυτούν. Βρέχει, ανεκτά για όποιον βγήκε στον δρόμο με γκαμπαρντίνα και ομπρέλα, και ο άνεμος, σε σύγκριση με τις υπερβολές της αυγής, είναι ένα χάδι στο μάγουλο. Ο Ρικάρντο Ρέις βγήκε νωρίς απ’ το ξενοδοχείο, πήγε στην τράπεζα Μπάνκο Κομερσιάλ να μετατρέψει μερικά εγγλέζικα χρήματα σε εσκούδα της πατρίδας, για κάθε λίρα τού πλήρωσαν εκατόν δέκα χιλιάδες βραζιλιάνικα ρεάλ, κρίμα που δεν είναι χρυσές γιατί θα τις άλλαζαν στο διπλάσιο, παρ’ όλα αυτά δεν έχει λόγο να παραπονεθεί ο επαναπατρισμένος αυτός που βγαίνει απ’ την τράπεζα με πέντε χιλιάρικα στην τσέπη, είναι μια περιουσία για την Πορτογαλία. Από την οδό Κομέρσιο, όπου βρίσκεται, ως το Τερέιρο ντου Πάσο απέχει λίγα μέτρα, Ένα βήμα, θα θέλαμε να γράψουμε, αν δεν υπήρχε η αμφισημία της ομοηχίας,12 αλλά ο Ρικάρντο Ρέις δεν θα αποτολμήσει τη διάσχιση της πλατείας, κά-


θεται και κοιτάζει από μακριά, κάτω από την προστασία των αψίδων, το φαιό και ρυτιδιασμένο ποτάμι, έχει πλημμυρίδα, όταν τα κύματα σηκώνονται στα ανοιχτά, μοιάζουν να θέλουν να πλημμυρίσουν το Τερέιρο, να το κατακλύσουν, πρόκειται όμως για οφθαλμαπάτη, διαλύονται πάνω στο τείχος, η δύναμή τους σπάει πάνω στις κεκλιμένες βαθμίδες της προκυμαίας. Θυμάται που είχε καθίσει εκεί σε άλλες εποχές, τόσο μακρινές που μπορεί να αμφιβάλλει αν τις έζησε ο ίδιος, Ή κάποιος άλλος αντί για μένα, ίσως με όμοιο πρόσωπο και όνομα, όμως άλλος. Νιώθει τα πόδια παγωμένα, υγρά, νιώθει επίσης μια σκιά δυστυχίας να περνά πάνω απ’ το σώμα του, όχι πάνω απ’ την ψυχή, επαναλαμβάνω, όχι πάνω απ’ την ψυχή του, είναι μια εξωτερική εντύπωση, θα μπορούσε να την αγγίξει με τα χέρια του αν δεν ήταν και τα δυο γραπωμένα στο χερούλι της ανώφελα ανοιχτής ομπρέλας. Έτσι αποξενώνεται απ’ τον κόσμο ένας άνθρωπος, έτσι γίνεται ο περίγελος ενός περαστικού που λέει, Ε, κύριε, δείτε, δεν βρέχει, το γέλιο αυτό όμως είναι ειλικρινές, χωρίς κακία, κι ο Ρικάρντο Ρέις χαμογελά που αφαιρέθηκε, χωρίς να ξέρει γιατί, μουρμουρίζει δυο στίχους του Ζοάο ντε Ντέους, πασίγνωστους απ’ την παιδική ηλικία στα σχολεία, Κάτω από εκείνη την αψίδα, καλά περνούσαμε τη νύχτα. Πλησίασε κοντά για να επιβεβαιώσει, καθ’ οδόν, αν η παλιά του ανάμνηση της πλατείας, καθάρια σαν χαρακτικό με σμίλη, ή επανασυγκροτημένη από τη φαντασία για να του φαίνεται σήμερα έτσι, είχε άμεση αντιστοίχηση στην υλική πραγματικότητα ενός τετράπλευρου περιστοιχισμένου από κτήρια στις τρεις πλευρές του, με άγαλμα έφιππο και βασιλικό στο μέσο, την αψίδα του θριάμβου, που από εκεί που βρίσκεται δεν καταφέρνει να τη δει, και τελικά όλα είναι συγκεχυμένα, ομιχλώδης η αρχιτεκτονική, οι γραμμές σβησμένες, θα είναι απ’ τον καιρό που πέρασε, θα είναι απ’ τον καιρό που κάνει, μήπως είναι τα μάτια που έχουν πια φθαρεί, μόνο τα μάτια της ενθύμησης μπορούν να είναι τόσο κοφτερά όσο του γερακιού.

35

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 35


36

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 36

Πλησιάζει η ώρα έντεκα, έχει πολλή κίνηση κάτω απ’ τις αψίδες, κίνηση όμως δεν θα πει γρηγοράδα, η αξιοπρέπεια τούτη δεν βιάζεται, οι άντρες, όλοι τους με μαλακό καπέλο, ομπρέλες που στάζουν, σπανίζουν οι γυναίκες, μπαίνουν στα γραφεία, είναι η ώρα που πιάνουν δουλειά οι δημόσιοι υπάλληλοι. Ο Ρικάρντο Ρέις απομακρύνεται με κατεύθυνση την οδό Κρουσιφίξο, ανέχεται την επιμονή ενός λαχειοπώλη που θέλει να του πουλήσει μια δεκάδα για την επόμενη κλήρωση του λαχείου, Είναι το χίλια τριακόσια σαράντα εννιά, αύριο κληρώνει, δεν ήταν αυτό το νούμερο, ούτε αύριο κληρώνει, έτσι όμως λέει το τραγούδι του οιωνοσκόπου, ενός προφήτη με άδεια και διακριτικό στο κασκέτο του, Αγοράστε, κύριε, γιατί αν δεν αγοράσετε μπορεί να το μετανιώσετε, έχω προαίσθημα, και υπάρχει μια μοιραία απειλή στην επιβολή του. Στρίβει στην οδό Γκαρέτ, ανεβαίνει στο Σιάδο, τέσσερις αχθοφόροι είναι γερμένοι στο βάθρο του αγάλματος, δεν δίνουν σημασία στη λιγοστή βροχή, είναι το νησί των Γαλικιανών,13 και παρακάτω σταμάτησε η βροχή εντελώς, μία που έβρεχε και μία που σταμάτησε, υπάρχει ένα λευκό φως πίσω από την πλατεία Λουίς ντε Καμόες,14 είναι μελανίας, και τι σου είναι οι λέξεις, αυτή εδώ στα πορτογαλικά θα πει βροχή, θα πει σύννεφο, αλλά και φωτεινός κύκλος, κι αφού ο μάντης15 δεν είναι Θεός ή άγιος, τώρα που η βροχή σταμάτησε, ήταν μόνο τα σύννεφα που αδυνάτισαν περνώντας, ας μη φανταστούμε θαύματα σαν του Ορίκε ή της Φάτιμα,16 ούτε καν το απλό ετούτο, να προβάλει γαλανός ο ουρανός. Ο Ρικάρντο Ρέις πηγαίνει στις εφημερίδες, χθες σημείωσε τις διευθύνσεις προτού ξαπλώσει, τελικά δεν ειπώθηκε πως κοιμήθηκε άσχημα, τον ξένισε το κρεβάτι ή τον ξένισε η στεριά, όταν περιμένει κανείς τον ύπνο στη σιωπή ενός δωματίου ξένου ακόμα, ακούγοντας τη βροχή στον δρόμο, τα πράγματα παίρνουν την πραγματική τους διάσταση, είναι όλα μεγάλα, σοβαρά, βαριά, το φως της μέρας είναι που παραπλανεί, κάνει


τη ζωή να μοιάζει με δαντελωτή σκιά, μονάχα η νύχτα είναι φωτεινή, ωστόσο ο ύπνος τη νικά, ίσως για τη δική μας ησυχία και ξεκούραση, ειρήνη στην ψυχή των ζωντανών. Ο Ρικάρντο Ρέις πηγαίνει στις εφημερίδες, πηγαίνει εκεί που πάντα πρέπει να πηγαίνει όποιος θέλει να μάθει πράγματα για τον παρελθόντα κόσμο, εδώ στο Μπάιρο Άλτο απ’ όπου ο κόσμος παρήλθε, εδώ όπου τα πόδια του άφησαν χνάρια, πατημασιές, σπασμένα κλαριά, πατημένα φύλλα, γράμματα, ειδήσεις, ό,τι απέμεινε απ’ τον κόσμο αυτό είναι, τα υπόλοιπα είναι μια αναγκαία επινόηση ώστε να μπορέσει να μείνει απ’ τον εν λόγω κόσμο ένα πρόσωπο, ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, μια αγωνία, Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε στους κύκλους των διανοουμένων ο αδόκητος θάνατος του Φερνάντο Πεσσόα, ποιητή του περιοδικού Ορφέου,17 πνεύματος αξιοθαύμαστου που καλλιέργησε με αυθεντικότητα όχι μόνο την ποίηση, αλλά επίσης την ευφυή κριτική, πέθανε προχθές σιωπηλά, όπως είχε ζήσει, δεδομένου όμως ότι τα γράμματα στην Πορτογαλία δεν μπορούν να συντηρήσουν κανέναν, ο Φερνάντο Πεσσόα απασχολούνταν σ’ ένα εμπορικό γραφείο, και, μερικές αράδες παρακάτω, δίπλα στο μνήμα άφησαν οι φίλοι του λουλούδια νοσταλγίας. Δεν λέει κάτι άλλο αυτή η εφημερίδα, μια άλλη λέει με άλλο τρόπο τα ίδια, ο Φερνάντο Πεσσόα, ο εξαίρετος ποιητής του Μηνύματος,18 ποιήματος εθνικιστικής ανάτασης, από τα ωραιότερα που έχουν γραφτεί, κηδεύτηκε χθες, ο θάνατος τον αιφνιδίασε σε χριστιανική κλίνη του Νοσοκομείου Σάο Λουίς το Σάββατο το βράδυ, στην ποίηση δεν ήταν μόνος του ο Φερνάντο Πεσσόα, υπήρξε επίσης Άλβαρο ντε Κάμπος, Αλμπέρτο Καέιρο και Ρικάρντο Ρέις, να το, κάπου θα γινόταν το λάθος, η απροσεξία, το έτσι άκουσε έτσι έγραψε, ενώ εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά πως ο Ρικάρντο Ρέις είναι τούτος ο άντρας που διαβάζει την εφημερίδα με τα ίδια του τα μάτια, ανοιχτά και ζωντανά, γιατρός, σαράντα οκτώ ετών, ένα παραπάνω από την ηλικία του Φερνάντο Πεσσόα όταν του έκλει-

37

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 37


38

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 38

σαν τα μάτια, νεκρά τα δικά του, δεν χρειάζονται άλλες απαραίτητες αποδείξεις ή πιστοποιητικά πως δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, κι αν ακόμα υπάρχει κάποιος που αμφιβάλλει, ας πάει στο ξενοδοχείο Μπραγκάνσα να μιλήσει με τον κύριο Σαλβαδόρ, που είναι ο διευθυντής, να τον ρωτήσει αν υπάρχει εκεί πελάτης με το όνομα Ρικάρντο Ρέις, γιατρός, που ήρθε από τη Βραζιλία, κι εκείνος θα πει ναι, Ο κύριος δόκτωρ δεν θα έρθει για το γεύμα, αλλά είπε πως θα δειπνήσει εδώ, αν θέλετε να του αφήσετε κάποιο μήνυμα, αναλαμβάνω προσωπικά να του το μεταφέρω, ποιος θα τολμήσει τώρα να αμφισβητήσει τον λόγο ενός διευθυντή ξενοδοχείου, εξαίρετου φυσιογνωμιστή και προσδιοριστή ταυτοτήτων. Αλλά, για να μη μείνουμε μόνο στον λόγο κάποιου που γνωρίζουμε τόσο λίγο, ιδού έτερη εφημερίδα που έβαλε την είδηση στη σωστή σελίδα, στις νεκρολογίες, και δίνει εκτενείς πληροφορίες για την ταυτότητα του θανόντος, Πραγματοποιήθηκε χθες η κηδεία του δόκτορος Φερνάντο Αντόνιο Νογκέιρα Πεσσόα, άγαμου, σαράντα επτά ετών, σαράντα επτά, σημειώστε το, γεννηθέντος στη Λισαβόνα, αποφοίτου Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Αγγλίας, συγγραφέα και ποιητή λίαν γνωστού στους λογοτεχνικούς κύκλους, επί του φερέτρου εναποτέθηκαν φυσικές ανθοδέσμες, τόσο το χειρότερο γι’ αυτές, γιατί, οι καημένες, γρήγορα μαραίνονται. Όσο περιμένει το τραμ που θα τον πάει ως το Πραζέρες,19 ο δόκτωρ Ρικάρντο Ρέις διαβάζει τον επικήδειο που εκφωνήθηκε δίπλα στο μνήμα, τον διαβάζει δίπλα στο μέρος όπου απαγχονίστηκε, εμείς το ξέρουμε, πάνε τώρα διακόσια είκοσι τρία χρόνια, την εποχή της βασιλείας του Δον Ζοάο Ε΄, που δεν βρήκε θέση στο Μήνυμα, λέγαμε λοιπόν ότι απαγχονίστηκε ένας Γενοβέζος γυρολόγος που για ένα κομμάτι φανέλα σκότωσε έναν δικό μας Πορτογάλο, μαχαιρώνοντάς τον στον λαιμό, κι ύστερα έκανε το ίδιο στην οικονόμο του, που έπεσε νεκρή επιτόπου απ’ το χτύπημα, έριξε δυο μαχαιριές που δεν στάθηκαν μοιραίες σ’ έναν υπηρέτη, ενός άλλου του άδεια-


σε το μάτι σαν να ’ταν κουνέλι, κι αν δεν ξαπόστειλε κι άλλους, είναι γιατί τον έπιασαν επιτέλους, και μεταφέρθηκε εδώ και εκτελέστηκε, δίπλα στο σπίτι του δολοφονημένου, με μεγάλη συμμετοχή του πλήθους, δεν μπορεί να συγκριθεί με τούτο το πρωινό του χίλια εννιακόσια τριάντα πέντε, μηνός Δεκεμβρίου, ημέρας τριακοστής, με τον ουρανό συννεφιασμένο, μόνο όποιος δεν μπορεί να το αποφύγει βγαίνει στον δρόμο, παρότι δεν βρέχει αυτήν ακριβώς τη στιγμή που ο Ρικάρντο Ρέις, γερμένος σ’ ένα φανοστάτη στην ανηφόρα της Καλσάδα ντου Κόμπρο, διαβάζει τον επικήδειο, όχι του Γενοβέζου, που δεν απέκτησε τέτοιον, εκτός αν θεωρήσουμε επικήδειο τους προπηλακισμούς του όχλου, αλλά του Φερνάντο Πεσσόα, ποιητή, αθώου για το έγκλημα του φόνου, Δυο λόγια για την επιθανάτια μετάβαση, εκείνου θα του έφταναν δυο λόγια, ή κανένα, προτιμότερη θα ήταν η σιωπή, η σιωπή που τον τυλίγει ήδη, εκείνον κι εμάς, και στέκεται στο ύψος του πνεύματός του, μαζί της είναι καλά όποιος βρίσκεται κοντά στον Θεό, δεν θα έπρεπε όμως, ούτε θα μπορούσαν όσοι τον συναναστράφηκαν στην Ομορφιά του να τον δουν να κατεβαίνει στο χώμα, ή μάλλον να ανεβαίνει στις οριστικές γραμμές της Αιωνιότητας,20 χωρίς να εκστομίσουν την ήρεμη, αλλά ανθρώπινη διαμαρτυρία της οργής που μας αφήνει η αναχώρησή του, δεν θα μπορούσαν οι σύντροφοί του στο Ορφέου, ή μάλλον τα αδέλφια του, από το ίδιο αίμα του ιδεώδους της ομορφιάς, δεν θα μπορούσαν, επαναλαμβάνω, να τον αφήσουν εδώ, στο στερνό χώμα, χωρίς τουλάχιστον να ξεφυλλίσουν πάνω στον ευγενικό του θάνατο το λευκό κρίνο της σιωπής και του πόνου τους, πενθούμε για τον άνθρωπο,21 που μας κλέβει ο θάνατος, και μαζί του την απώλεια του θαύματος της συναναστροφής και της χάρης της ανθρώπινης παρουσίας του, μόνο τον άνθρωπο, είναι σκληρό να το λέμε, αφού το πνεύμα και η δημιουργική του δύναμη έλαβαν το πεπρωμένο τους από ένα παράξενο κάλλος, που δεν πεθαίνει, τα υπόλοιπα εναπόκεινται στην ιδιοφυΐα του Φερνάντο

39

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 39


40

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 40

Πεσσόα. Ας είναι, ας είναι, ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα εξαιρέσεις στους κανόνες της ζωής, από την εποχή του Άμλετ λέγαμε, Τα υπόλοιπα είναι σιωπή, και τελικά τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η ιδιοφυΐα, αν αυτή, τότε κι οποιαδήποτε άλλη. Το τραμ ήρθε κι έφυγε ήδη, ο Ρικάρντο Ρέις βρίσκεται μέσα σ’ αυτό, μόνος στο διπλό κάθισμα, πλήρωσε το εισιτήριο των εβδομήντα πέντε σεντάβος, με τον καιρό θα μάθει να λέει, Ένα των επτάμισι, και ξαναδιαβάζει τον επικήδειο αποχωρισμό, δεν μπορεί να πιστέψει πως ο παραλήπτης του είναι ο Φερνάντο Πεσσόα, στ’ αλήθεια νεκρός, αν λάβουμε υπόψη την ομοφωνία των ειδήσεων, λόγω των γραμματικών και λεξιλογικών αμφιβολογιών που εκείνος θα απεχθανόταν, τόσο λίγο τον γνώριζαν για να του μιλούν έτσι ή για να μιλούν έτσι γι’ αυτόν, επωφελήθηκαν απ’ τον θάνατό του, τον βρήκαν χεροπόδαρα δεμένο, δώστε μόνο προσοχή σ’ εκείνο το λευκό και ξεφυλλισμένο κρίνο, σαν κορίτσι νεκρό από τυφοειδή πυρετό, στο επίθετο ευγενικός, Θεέ μου, τι παρτσακλή έμπνευση, συγγνώμη για τη χυδαία λέξη, από τη στιγμή που ο ομιλητής είχε μπροστά του τον θάνατο, ουσιαστικό που καθιστά περιττό οτιδήποτε, και κυρίως ό,τι ακολούθησε, λίγο σε κάθε περίπτωση, κι όπως ευγενικός σημαίνει ευγενής, ιπποτικός, αρχοντικός, κομψός, ευχάριστος, αβρόφρων, έτσι λέει το λεξικό, τόπος των λέξεων, τότε κι ο θάνατος θα ονομαστεί ευγενής, ή ιπποτικός, ή αρχοντικός, ή κομψός, ή ευχάριστος, ή αβρόφρων, άραγε ποιος απ’ όλους ήταν ο δικός του, αν στη χριστιανική κλίνη του Νοσοκομείου Σάο Λουίς τού επιτράπηκε να επιλέξει, ας ήταν θέλημα θεών να ήταν ευχάριστος, γιατί μ’ έναν τέτοιο θάνατο το μόνο που θα έχανε ήταν η ζωή. Όταν ο Ρικάρντο Ρέις έφτασε στο νεκροταφείο, το κουδούνι της πύλης χτυπούσε, ήχος ραγισμένου μπρούντζου σήμαινε στους αιθέρες, σαν κουδούνι αγροτόσπιτου στη χαύνα του μεσημεριανού ύπνου. Ένα κάρο, στα χέρια κουβαλημένο, με τις σανίδες να λασκάρουν, κόντευε πια να κρυφτεί, μια ομάδα


σκούρων ανθρώπων ακολουθούσε τη νεκρώσιμη άμαξα, μορφές καλυμμένες με μαύρες μαντίλες και γαμπριάτικα κοστούμια, μερικά ωχρά χρυσάνθεμα στα χέρια, και μερικά ματσάκια να στολίζουν την πάνω κουπαστή του φέρετρου, ούτε καν τα λουλούδια δεν έχουν κοινό πεπρωμένο. Το κάρο εξαφανίστηκε κάπου στο βάθος, κι ο Ρικάρντο Ρέις πήγε στα γραφεία, στο ληξιαρχείο των αποθανόντων, να ρωτήσει πού βρισκόταν θαμμένος ο Φερνάντο Αντόνιο Νογκέιρα Πεσσόα, θανών στις τριάντα του περασμένου μήνα, τάφηκε στις δύο του τρέχοντος, και αναπαύεται στο νεκροταφείο αυτό μέχρι τη συντέλεια, όταν ο Θεός θα προστάξει να ξυπνήσουν οι ποιητές από τον προσωρινό τους ύπνο. Ο υπάλληλος καταλαβαίνει πως βρίσκεται ενώπιον ανθρώπου ευρυμαθούς και διακεκριμένου, εξηγεί πρόθυμα, δίνει την οδό, τον αριθμό, γιατί εδώ είναι σαν πόλη, αγαπητέ κύριε, κι επειδή μπερδεύεται στις υποδείξεις, βγαίνει έξω απ’ το γκισέ, έρχεται και δείχνει, οριστικά πια, Ακολουθήστε το αλσάκι χωρίς να στρίψετε καθόλου, στην καμπή στρίψτε δεξιά, κάπου στα δύο τρίτα του μήκους του δρόμου, το μνήμα είναι μικρό, είναι εύκολο να το χάσετε. Ο Ρικάρντο Ρέις ευχαρίστησε για τις επεξηγήσεις, πήγε με τους ανέμους που έρχονταν απ’ το πλάτωμα προς τη θάλασσα και το ποτάμι, δεν τους άκουσε γοερούς όπως θα ταίριαζε σε νεκροταφείο, οι αιθέρες μόνο είναι γκρίζοι, υγρά τα μάρμαρα και οι ασβεστόλιθοι απ’ την πρόσφατη βροχή, και πιο πρασινόμαυρα τα κυπαρίσσια, κατεβαίνει την αλέα όπως του είπαν, αναζητώντας το τέσσερις χιλιάδες τριακόσια εβδομήντα ένα, δεν κληρώνει αύριο, κλήρωσε ήδη και δεν θα ξανακληρώσει, το πεπρωμένο βγήκε, αλλά δεν ήταν τυχερό. Ο δρόμος κατηφορίζει απαλά, σαν σε περίπατο, τουλάχιστον δεν ήταν βεβιασμένα τα τελευταία βήματα, η τελική πορεία, η έσχατη συνοδεία, γιατί κανείς δεν θα συνοδέψει ξανά τον Φερνάντο Πεσσόα, αν πράγματι το έπραξαν στη ζωή όσοι τον ακολούθησαν νεκρό. Να και η καμπή όπου πρέπει να στρίψουμε. Αναρωτιό-

41

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 41


42

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 42

μαστε τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ, ποιο δάκρυ φυλάξαμε για να το χύσουμε εδώ, και γιατί, αφού δεν κλάψαμε όταν ήταν η ώρα, ίσως επειδή τότε το σάστισμα ήταν μεγαλύτερο απ’ τον πόνο, αυτός ήρθε μετά, υπόκωφος, σαν να ’γινε ολόκληρο το σώμα ένας μοναδικός μυς πατημένος από μέσα, χωρίς έναν μαύρο λεκέ να δείχνει τη θέση του πένθους μας. Από τη μια κι από την άλλη μεριά, τα μνήματα έχουν τις πόρτες κλειστές, τις τζαμαρίες τους καλυμμένες με δαντελωτά κουρτινάκια, πάλλευκο λινό σαν τα σεντόνια, ψιλά ψιλά λουλούδια κεντημένα ανάμεσα σε δυο λυγμούς, ή βαρύ πλεκτό πλεγμένο με βελονάκια σαν γυμνά σπαθιά, ή κοφτό ρισελιέ, ή αζούρ, εκγαλλισμένος τρόπος του λέγειν, Κύριος οίδε με ποια προφορά, όπως ακριβώς τα παιδιά του Χάιλαντ Μπριγκέιντ, που τέτοια ώρα θα βρίσκεται μακριά, πλέοντας προς τον Βορρά, σε θάλασσες όπου το αλάτι των λουζιτανικών δακρύων ανήκει πλέον μόνο σε ψαράδες, ανάμεσα στα κύματα που τους σκοτώνουν, ή στους δικούς τους, που φωνάζουν στην παραλία, τις κλωστές τις έφτιαξε η εταιρεία κόουτς εντ κλαρκ, μάρκα άγκυρα, για να μην ξεφύγουμε από την τραγική θαλάσσια ιστορία.22 Ο Ρικάρντο Ρέις έχει διανύσει πια τη μισή διαδρομή, προχωρεί κοιτώντας στα δεξιά, αιωνία η μνήμη, ευσπλαχνική ανάμνησις, ενθάδε κείται, εις μνήμην, όμοια θα ήταν και στην αριστερή πλευρά, αν προς τα εκεί κοιτούσαμε, άγγελοι με γκρεμισμένα φτερά, δακρυσμένες φιγούρες, πλεγμένα δάχτυλα, τακτοποιημένες πτυχές, πανιά μαζεμένα, σπασμένες κολόνες, άραγε τις φτιάχνουν έτσι οι λιθοξόοι ή τις παραδίδουν άθικτες για να τις σπάσουν μετά οι συγγενείς του θανόντος σε ένδειξη λύπης, όπως με επισημότητα έσπαζαν τα οικόσημα κατά τον θάνατο του αρχηγού, και νεκροκεφαλές στους πρόποδες των σταυρών, το προφανές του θανάτου είναι το πέπλο πίσω απ’ το οποίο κρύβεται ο θάνατος. Ο Ρικάρντο Ρέις προσπέρασε το μνήμα που έψαχνε, καμία φωνή δεν του φώναξε, Ψιτ, εδώ είναι, και μετά κάποιοι επιμένουν πως οι νεκροί μιλούν, αλίμονό


τους αν δεν έχουν μια πινακίδα, ένα όνομα στην πέτρα, έναν αριθμό όπως στις πόρτες των ζωντανών, για να μπορέσουμε να τους βρούμε και μόνο, άξιζε τον κόπο που μας έμαθαν να διαβάζουμε, ας φανταστούμε έναν αναλφάβητο, απ’ τους πολλούς που έχουμε, θα τον φέρναμε εδώ, θα του λέγαμε με τη δική μας φωνή, Εδώ είναι, κι ίσως θα μας κοιτούσε καχύποπτα, μη τυχόν τον ξεγελάσουμε, κι από δικό μας λάθος, ή από κακία, βρεθεί να προσεύχεται για τον Μοντέγο όντας Καπουλέτος, και για τον Μέντες όντας Γκονσάλβες.23 Μνήμα της δόνα Ντιονίζια ντε Σιάμπρα Πεσσόα, τίτλος ιδιοκτησίας και κατοχής γραμμένος στην πρόσοψη, κάτω από τον προμαχώνα της σκοπιάς όπου η φρουρά, ρομαντική υποβολή, κοιμάται, κάτω, στο ύψος του χαμηλότερου μεντεσέ της πόρτας, άλλο όνομα, όχι άλλο, Φερνάντο Πεσσόα, με τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου, κι ο επίχρυσος όγκος μιας τεφροδόχου που λέει, Εδώ είμαι, και φωναχτά επαναλαμβάνει ο Ρικάρντο Ρέις, χωρίς να ξέρει ότι άκουσε, Εδώ είναι, και τότε ξαναρχίζει να βρέχει. Ήρθε από τόσο μακριά, απ’ το Ρίο ντε Ζανέιρο, ταξίδεψε νύχτες και μέρες πάνω στα κύματα της θάλασσας, πόσο οικείο και πόσο μακρινό τού φαίνεται σήμερα το ταξίδι, τι θα κάνει τώρα, μονάχος στον δρόμο, ανάμεσα σε νεκρικές κατοικίες, με την ομπρέλα ανοιχτή, ώρα μεσημεριανού γεύματος, από μακριά ακούγεται ο ξεθυμασμένος ήχος του κουδουνιού, περίμενε να νιώσει, όταν θα έφτανε εδώ, όταν θ’ άγγιζε αυτά τα σίδερα, ένα τράνταγμα βαθιά στην ψυχή, ένα σπαραγμό, έναν εσωτερικό σεισμό, όπως πέφτουν οι μεγάλες πόλεις σιωπηλά επειδή δεν είμαστε εκεί, στοές και λευκοί πύργοι που γκρεμίζονται, και τελικά το μόνο, κι αυτό ελαφρύ, ένα κάψιμο στα μάτια που ήρθε και πέρασε, δεν είχε καν τον χρόνο να το σκεφτεί και να συγκινηθεί που το σκέφτηκε. Δεν έχει κάτι άλλο να κάνει σ’ αυτό το μέρος, όχι ότι έκανε και τίποτα, μέσα στο μνήμα βρίσκεται μια τρελόγρια που δεν πρέπει να μένει αμολητή, κι υπάρχει επίσης, στη φύλαξή της,

43

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 43


44

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 44

το σαπισμένο σώμα ενός ποιητή στίχων που άφησε το δικό του μερτικό τρέλας στον κόσμο, κι αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ ποιητών και τρελών, το πεπρωμένο της τρέλας που τους κατέλαβε. Ένιωσε φόβο καθώς σκέφτηκε τη γιαγιά Ντιονίζια εκεί μέσα, τον βασανισμένο εγγονό Φερνάντο, εκείνη με γουρλωμένα μάτια να επαγρυπνεί, εκείνος να αποστρέφει τα δικά του, αναζητώντας μια χαραμάδα, ένα φύσημα του αέρα, ένα ελάχιστο φως, και η ενόχληση μετατράπηκε σε ναυτία, σαν να τον άρπαξε και να τον έπνιξε ένα μεγάλο θαλάσσιο κύμα, αυτός που σε δεκατεσσάρων ημερών ταξίδι ούτε που ανακατεύτηκε. Σκέφτηκε τότε, Θα ’ναι επειδή είναι άδειο το στομάχι μου, κι έτσι πρέπει να ήταν, γιατί δεν είχε φάει τίποτα όλο το πρωί. Έπεσε μια δυνατή νεροποντή, πάνω στην ώρα, τώρα πια ο Ρικάρντο Ρέις θα έχει ένα λόγο ν’ απαντήσει, αν τον ρωτήσουν, Όχι, δεν έμεινα πολύ, γιατί έβρεχε πολύ. Καθώς κατηφόριζε τον δρόμο, αργά, ένιωσε τη ναυτία να διαλύεται, του είχε μείνει μόνο ένας αόριστος πονοκέφαλος, ίσως ένα αόριστο κενό στο κεφάλι, σαν μια έλλειψη, ένα κομμάτι εγκεφάλου λιγότερο, Το κομμάτι που μου αντιστοιχεί. Στην πόρτα της διοίκησης του νεκροταφείου βρισκόταν ο πληροφοριοδότης του, ήταν προφανές, από τα γυαλιστερά του χείλια, πως είχε μόλις φάει, πού, επιτόπου, είχε απλώσει μια πετσέτα πάνω στο γραφείο, το φαΐ που είχε φέρει απ’ το σπίτι, χλιαρό ακόμα γιατί το είχε τυλιγμένο σε εφημερίδες, ή ξαναζεσταμένο στη φλόγα του γκαζιού, κάπου στα βάθη του ληξιαρχείου, διακόπτοντας τρεις φορές το μάσημα για να καταγράψει εισαγωγές, Τελικά πρέπει να έμεινα περισσότερη ώρα απ’ όση νόμισα, Λοιπόν βρήκατε το μνήμα που θέλατε, Το βρήκα, απάντησε ο Ρικάρντο Ρέις, και βγαίνοντας από την πύλη επανέλαβε, Το βρήκα, εκεί ήταν. Έκανε μια κίνηση προς την πιάτσα των ταξί, πεινούσε και βιαζόταν, θα έβρισκε άραγε τέτοια ώρα εστιατόριο ή μαγειρείο που να του σερβίρει μεσημεριανό, Στο Ροσίο, παρακαλώ. Ο τα-


ξιτζής μασουλούσε μεθοδικά μια οδοντογλυφίδα, την περνούσε από την μια άκρη των χειλιών στην άλλη με τη γλώσσα, πρέπει να ήταν με τη γλώσσα, αφού τα χέρια του ήταν απασχολημένα στη μανούβρα, πότε πότε ρουφούσε με θόρυβο το σάλιο ανάμεσα απ’ τα δόντια, παράγοντας έναν ήχο διακεκομμένο, μια τρίλια σαν κελάηδημα πουλιού, είναι το τιτίβισμα της χώνεψης, σκέφτηκε ο Ρικάρντο Ρέις και χαμογέλασε. Την ίδια στιγμή γέμισαν τα μάτια του δάκρυα, παράξενο αποτέλεσμα από μια τέτοια αιτία, ή μπορεί να ήταν η κηδεία ενός μικρού αγγέλου που πέρασε στο λευκό του φέρετρο, ενός Φερνάντο που δεν έζησε αρκετά για να γίνει ποιητής, ενός Ρικάρντο που δεν θα γίνει γιατρός, ούτε και ποιητής, ίσως όμως ο λόγος γι’ αυτό το κλάμα να είναι απλώς ότι είχε έρθει η ώρα του. Το αντικείμενο της φυσιολογίας είναι περίπλοκο, ας το αφήσουμε σ’ αυτούς που το γνωρίζουν, πόσο μάλλον αν πρόκειται να διατρέξουμε τις ατραπούς του συναισθήματος που υπάρχουν μέσα στους δακρυϊκούς σάκους, να διερευνήσουμε, λόγου χάρη, ποιες χημικές διαφορές υπάρχουν άραγε ανάμεσα σ’ ένα δάκρυ λύπης και σ’ ένα δάκρυ χαράς. Το ταξί κατέβηκε την Καλσάδα ντα Εστρέλα, έστριψε στο Κοινοβούλιο, με κατεύθυνση το ποτάμι, και μετά, από τον γνωστό δρόμο, έφτασε στην Μπάισα, ανέβηκε την οδό Αουγκούστα και, μπαίνοντας στο Ροσίο, είπε ο Ρικάρντο Ρέις, Σταματήστε στο Ιρμάος Ουνίδος, έτσι το έλεγαν το εστιατόριο, εδώ, αφήστε με εδώ δεξιά, να η μια του είσοδος, η άλλη βρίσκεται πίσω, στην οδό Κοριέιρος, εκεί στυλώνουν το στομάχι, είναι καλό μέρος, με παράδοση, γιατί βρισκόμαστε ακριβώς στο σημείο όπου υπήρξε το Νοσοκομείο Τόδος ος Σάντος, πόσος καιρός έχει περάσει, μας φαίνεται σαν να αφηγούμαστε την ιστορία άλλης χώρας, μπήκε στη μέση ένας σεισμός24 και ιδού τα αποτελέσματα, πώς ήμασταν και πώς γίναμε, καλύτερα ή χειρότερα, εξαρτάται αν είναι κανείς ζωντανός κι αν έχει ζωντανή την ελπίδα. Ο Ρικάρντο Ρέις γευμάτισε χωρίς να νοιαστεί για δίαιτες,

45

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 45


46

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 46

χθες βρέθηκε σε αδυναμία, ένας άντρας, όταν ξεμπαρκάρει από τον ωκεανό, είναι σαν παιδί, μερικές φορές αναζητεί τον ώμο μιας γυναίκας για να ξεκουράσει το κεφάλι του, άλλες φορές παραγγέλνει στην ταβέρνα κρασί μέχρι να βρει την ευτυχία, αν εκεί την είχε βρει και παλιότερα, κι άλλες είναι σαν να μην έχει δική του βούληση, κάθε Γαλικιανός σερβιτόρος τού λέει τι πρέπει να φάει, μια κοτοσουπίτσα είναι ό,τι πρέπει για το εξασθενημένο στομάχι της εξοχότητάς σας. Εδώ κανείς δεν νοιάστηκε αν ξεμπάρκαρε χθες, αν τα τροπικά φαγητά τού χάλασαν την πέψη, ποιο ιδιαίτερο πιάτο θα ήταν ικανό να γιάνει τη νοσταλγία του για την πατρίδα, αν όντως υπέφερε απ’ αυτήν, κι αν δεν υπέφερε τότε γιατί επέστρεψε. Απ’ το τραπέζι στο οποίο βρίσκεται, ανάμεσα απ’ τις κουρτίνες, βλέπει να περνούν έξω τα τραμ, ακούει το τρίξιμό τους στις στροφές, το ντριν απ’ τα κουδουνάκια τους που ηχούν υγρά στη σουρωμένη από την υγρασία ατμόσφαιρα, σαν τις καμπάνες βυθισμένου καθεδρικού ή τις χορδές ενός τσέμπαλου που αντηχεί αέναα ανάμεσα στους τοίχους ενός πηγαδιού. Τα γκαρσόνια περιμένουν υπομονετικά μέχρι ο τελευταίος αυτός πελάτης να τελειώσει το γεύμα του, ήρθε αργά, παρακάλεσε να τον σερβίρουν, και χάρη σ’ αυτή την ένδειξη σεβασμού προς όσους δουλεύουν ανταμείφθηκε, ενώ στην κουζίνα ήδη μάζευαν τις κατσαρόλες. Τώρα βγαίνει έξω, χαιρέτησε με την αστική του ευγένεια κι ευχαριστώντας βγήκε από την πόρτα της οδού Κοριέιρος, αυτή που βγάζει στη μεγάλη σιδερένια και γυάλινη βαβυλωνία της πλατείας Φιγκέιρα, ταραχώδους ακόμα, και πάλι όμως δεν συγκρίνεται με τις πολύβουες πρωινές ώρες, με τις φωνές και το τελάλημα έως παροξυσμού. Ο αέρας που αναπνέει είναι σύνθεση χιλιάδων έντονων οσμών, ζουλιγμένου και μαραμένου λάχανου, περιττωμάτων κουνελιών, πούπουλων ζεματισμένης κότας, αίματος, γδαρμένου τομαριού. Πλένουν τώρα τους πάγκους, τους εσωτερικούς δρόμους, με κουβάδες και μάνικα, και τραχιά σάρωθρα, πού και πού ακούγε-


ται ένα μεταλλικό σούρσιμο, μετά μια βροντή, ήταν ένα ρολό καταστήματος που κατέβηκε. Ο Ρικάρντο Ρέις έκανε τον γύρο της πλατείας προς τα νότια, έστριψε στην οδό Ντοραδόρες, η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει πια, κι έτσι μπόρεσε να κλείσει την ομπρέλα, να κοιτάξει πάνω, να δει τις ψηλές σταχτόγκριζες προσόψεις, τις σειρές των παραθύρων στο ίδιο ύψος, κι εκείνες των περβαζιών, και των γείσων, με τις μονότονες λαξευτές πέτρες να προεκτείνονται στην ευθεία του δρόμου, μέχρι να συγχωνευτούν σε λεπτές κάθετες λωρίδες, όλο και πιο στενές, όχι όμως τόσο ώστε να κρυφτούν σε ένα σημείο διαφυγής, γιατί πέρα στο βάθος, κόβοντας φαινομενικά τον δρόμο, υψώνεται ένα κτήριο της οδού Κονσεϊσάο, σε παρόμοιο χρώμα, με παράθυρα και κάγκελα, φτιαγμένο πάνω στο ίδιο σχέδιο, ή ελάχιστα διαφορετικό, τα πάντα στάζουν σκιά και υγρασία απ’ τους πόρους τους, ελευθερώνοντας απ’ τους φωταγωγούς τη μυρωδιά ραγισμένης αποχέτευσης, με διάσπαρτες ριπές γκαζιού, πώς να μην είναι χλομά τα πρόσωπα των εμποροϋπαλλήλων που βγαίνουν μέχρι τις πόρτες των καταστημάτων, με τις ποδιές τους, ή τις μπροστέλες από γκρι πανάκι, τον στυλογράφο σφηνωμένο στο αυτί, κι ένα μπαφιασμένο ύφος γιατί είναι σήμερα Δευτέρα κι η Κυριακή δεν τους φτούρησε. Ο δρόμος είναι στρωμένος με χοντρή ακανόνιστη πέτρα, είναι ένας μαύρος σχεδόν βασάλτης που πάνω του χοροπηδούν οι μεταλλικές ρόδες των αμαξών και όπου, με στεγνό καιρό, όχι σαν ετούτο, τα πέταλα των μουλαριών πετάνε φλόγες όταν το σύρσιμο του φορτίου ξεπερνά τα όρια και τις δυνάμεις. Σήμερα δεν έχει τέτοιες υπερβολές, λίγη η φιγούρα, δυο άντρες που ξεφορτώνουν σακιά με φασόλια που, από τον όγκο, ζυγίζουν τουλάχιστον εξήντα κιλά, ή μήπως είναι λίτρα, τι λέμε όταν πρόκειται για σπόρους, αυτούς ή άλλους, δεδομένου ότι τα κιλά είναι λιγότερα από τα λίτρα, μιας και το φασόλι, από την ιδιαίτερη φύση του, είναι πιο ελαφρύ, κάθε λίτρο του υπολογίζεται στα επτακόσια πενήντα γραμμάρια, κατά μέσο όρο, μα-

47

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 47


48

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 48

κάρι οι μετρητές να είχαν επιδείξει τέτοια προσοχή στο βάρος και στη μάζα όταν γέμιζαν τα σακιά. Ο Ρικάρντο Ρέις κατευθύνει τα βήματά του προς το ξενοδοχείο. Τώρα μόλις σκέφτηκε το δωμάτιο όπου κοιμήθηκε την πρώτη του νύχτα ως άσωτος υιός κάτω από την πατρική στέγη, το σκέφτηκε σαν να ’ταν σπίτι του, όχι όμως αυτό στο Ρίο ντε Ζανέιρο, ούτε και κανένα άλλο απ’ αυτά στα οποία έζησε, στο Πόρτο, όπου γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε, ή εδώ, στην πόλη της Λισαβόνας, όπου ζούσε προτού μπαρκάρει για τη βραζιλιάνικη εξορία, κανένα απ’ αυτά, κι ωστόσο υπήρξαν αληθινά σπίτια, παράξενη ένδειξη, άραγε τίνος πράγματος, ένας άντρας που σκέφτεται το δωμάτιό του στο ξενοδοχείο σαν να ήταν το σπίτι του, και νιώθει ανησυχία, ταραχή, πολλές ώρες έξω, από νωρίς το πρωί, έρχομαι, έρχομαι αμέσως. Δάμασε τον πειρασμό να καλέσει ταξί, άφησε να περάσει και το τραμ που θα τον άφηνε απ’ έξω σχεδόν, κατάφερε επιτέλους να καταπνίξει την παράλογη αγωνία και υποχρεώθηκε να γίνει ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που επιστρέφει στο σπίτι, έστω κι αν είναι ξενοδοχείο, χωρίς βιασύνη, κι επίσης χωρίς αχρείαστη καθυστέρηση, παρότι δεν έχει κάποιον να τον περιμένει. Ενδεχομένως θα δει την κοπέλα με το παράλυτο χέρι, αργότερα το βράδυ, στην τραπεζαρία, είναι μια πιθανότητα, όπως και τον χοντρό άντρα, τον αδύνατο με το πένθος, τα χλομά παιδιά και τους πληθωρικούς γονείς τους, ή ποιος ξέρει ποιους άλλους πελάτες, μυστήριοι άνθρωποι που ήρθαν από το άγνωστο και την αντάρα, κι όπως τους σκέφτηκε ένιωσε μια ωραία ζεστασιά στην καρδιά, μια μύχια παρηγοριά, αγαπάτε αλλήλους, ειπώθηκε κάποτε, ώρα ήταν πια ν’ αρχίσουν. Ο άνεμος φυσούσε με δύναμη, διοχετευμένος, στην οδό Αρσενάλ, αλλά δεν έβρεχε, μόνο πάνω στα πεζοδρόμια έπεφταν μερικές χοντρές σταγόνες τιναγμένες απ’ τα γείσα. Ίσως ο καιρός να φτιάξει από σήμερα, αυτή η χειμωνιά δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα, Είναι τώρα δυο μήνες που ο ουρανός διαλύεται στο νερό,


έτσι του είπε χθες ο ταξιτζής, και το είπε σαν μην πίστευε σε καλύτερες μέρες. Βούιξε κοφτά η χρυσόμυγα της πόρτας, κι ήταν σαν να τον καλωσόριζε ο Ιταλός βαλές, η απόκρημνη σκάλα, ο Πιμέντα από ψηλά που παραφυλούσε, σεβαστικός και σχολαστικός τώρα, με ραχοκοκαλιά σκυφτή κάπως, αλλά μπορεί να είναι απ’ το συνεχές κουβάλημα, Καλησπέρα, κύριε δόκτορα, βγήκε στο κεφαλόσκαλο κι ο ξενοδόχος Σαλβαδόρ, λέγοντας το ίδιο με πιο προσεγμένη άρθρωση, απάντησε και στους δύο ο Ρικάρντο Ρέις, δεν υπήρχε γι’ αυτόν ξενοδόχος, αχθοφόρος και γιατρός, μονάχα τρεις άνθρωποι που χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον, ευχαριστημένοι που συναντιούνταν ξανά μετά από τόσο καιρό, από το πρωί, για φαντάσου, και πόσο έλειψαν ο ένας στον άλλον, Θεέ μου. Όταν ο Ρικάρντο Ρέις μπήκε στο δωμάτιό του κι είδε πως ήταν τέλεια τακτοποιημένο, το κάλυμμα του κρεβατιού καλοστρωμένο, το λαβομάνο αστραφτερό, ο καθρέφτης χωρίς μια σκιά, εκτός απ’ τον στιγματισμό της παλαιότητας, αναστέναξε ικανοποιημένος. Ξυπολήθηκε, άλλαξε ρούχα, φόρεσε ελαφριά ποδήματα, για το σπίτι, μισάνοιξε τα παράθυρα, κινήσεις κάποιου που επιστρέφει στο σπίτι και του αρέσει που βρίσκεται εδώ, ύστερα κάθισε στην πολυθρόνα να ξεκουραστεί. Ήταν σαν να αφαιρέθηκε, σαν να έπεσε βαθιά μέσα του, μια πτώση γρήγορη, βίαιη, Και τώρα, ρώτησε, Και τώρα, Ρικάρντο, ή όποιος είσαι, τέλος πάντων, θα έλεγαν κάποιοι. Μεμιάς είχε καταλάβει πως ο αληθινός σκοπός του ταξιδιού του ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που ζούσε, πως ο χρόνος που είχε κυλήσει από τότε που πάτησε το πόδι του στην προκυμαία της Αλκάνταρα είχε ξοδευτεί, θα λέγαμε, σε μανούβρες πλεύρισης και αγκυροβόλησης, στο ζύγιασμα της παλίρροιας και στο πρυματσάρισμα, δηλαδή στην αναζήτηση ξενοδοχείου, στην ανάγνωση των πρώτων εφημερίδων, και των άλλων, στην επίσκεψη στο νεκροταφείο, στο γεύμα στην Μπάισα, στην κάθοδο ως την οδό Ντοραδόρες, σ’ εκείνη

49

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 49


50

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 50

την ξαφνική νοσταλγία για το δωμάτιο, στην παρόρμηση τρυφερότητας αδιάκριτα, γενικά και οικουμενικά, στην καλησπέρα του Σαλβαδόρ και του Πιμέντα, στο άψογο κάλυμμα, τέλος, στο διάπλατα ανοιχτό παράθυρο, το έσπρωξε ο άνεμος και τώρα είναι έτσι, κυματίζουν σαν φτερούγες οι ελαφριές κουρτίνες, Και τώρα. Η βροχή ξανάρχισε να πέφτει, κάνει ένα θόρυβο σαν το κοσκίνισμα της άμμου πάνω στις στέγες, αποχαυνωτικό, υπνωτικό, ίσως κι ο ελεήμων Θεός, στον μεγάλο του κατακλυσμό, μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αποκοιμίσει τους ανθρώπους για να τους έρθει απαλός ο θάνατος, το νερό θα μπαίνει μαλακά στα ρουθούνια και στο στόμα, πλημμυρίζοντας αλλά χωρίς να πνίγει τα πνευμόνια, ρυάκια που γεμίζουν διαρκώς τις κυψελίδες, τη μια μετά την άλλη, κάθε κούφωμα του σώματος, σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες ύπνου και βροχής, τα σώματα θα κατεβαίνουν στον βυθό, αργά, ολόγεμα νερό, βαρύτερα επιτέλους απ’ αυτό, έχει συμβεί αυτό έτσι ακριβώς, η Οφηλία αφήνεται στο ρεύμα, τραγουδώντας, αυτή όμως θα πεθάνει πριν τελειώσει η τέταρτη πράξη της τραγωδίας, έχει ο καθένας τον προσωπικό του τρόπο να κοιμηθεί και να πεθάνει, θαρρούμε εμείς, αλλά είναι ο κατακλυσμός που συνεχίζεται, βρέχει πάνω μας ο χρόνος, ο καιρός μάς πνίγει. Στο στιλβωμένο πάτωμα μαζεύτηκαν κι εξαπλώνονται οι σταγόνες που μπήκαν απ’ το ανοιχτό παράθυρο, αυτές που έσταζαν από το γείσο, είναι κάτι απρόσεχτοι πελάτες που περιφρονούν την ταπεινή εργασία, νομίζουν άραγε πως, όταν οι μέλισσες φτιάξουν το μέλι, θα έρθουν να το σκορπίσουν πάνω στις σανίδες και μετά να τις γυαλίσουν, ε λοιπόν αυτή δεν είναι δουλειά εντόμων, αν δεν υπήρχαν οι καμαριέρες, εργάτριες κι αυτές, τα αστραφτερά τούτα παρκέ θα ήταν θαμπά, θα κολλούσαν, και μετά από λίγο θα ερχόταν ο ξενοδόχος οπλισμένος με την επίπληξη και την τιμωρία, γιατί, ως διευθυντής, αυτή είναι η δουλειά του, και στο ξενοδοχείο αυτό τοποθέτησαν εμάς για να τιμάμε και να δοξάζουμε τον κύριό του, ή τον α-


πεσταλμένο του, τον Σαλβαδόρ, όπως εμείς γνωρίζουμε κι ο ίδιος έχει επισημάνει. Ο Ρικάρντο Ρέις έτρεξε να κλείσει το παράθυρο, με τις εφημερίδες σφουγγάρισε και έστυψε το νερό απ’ το πάτωμα, το περισσότερο, και καθώς του έλειπαν άλλα μέσα για να διορθώσει εξ ολοκλήρου τη μικρή προσβολή, χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η πρώτη φορά, σκέφτηκε, σαν να ζητούσε συγγνώμη από τον εαυτό του. Άκουσε βήματα στον διάδρομο, κόμποι δαχτύλων αντήχησαν διακριτικά στην πόρτα, Περάστε, λέξη που έγινε παράκληση, κι όχι εντολή, κι όταν η υπηρέτρια άνοιξε, κοιτάζοντάς τη μετά βίας, είπε, Ανοιχτό το τζάμι του, τη βροχή δεν άκουσα, μούσκεμα το πάτωμα, και σώπασε ξαφνικά παρατηρώντας πως είχε σχηματίσει, στη σειρά, τρεις στίχους των επτά συλλαβών, ο Ρικάρντο Ρέις επτασύλλαβο, αυτός, ο δημιουργός σαπφικών και αλκαϊκών ωδών, όπως λέγονται, τελικά μας προέκυψε λαϊκός ποιητής, παραλίγο να αποτελειώσει το τετράστιχο, σπάζοντας τον μετρικό πόδα για λόγους ομοιοκαταληξίας, Ό,τι μπορούσα μάζεψα, ωστόσο η καμαριέρα τον κατάλαβε χωρίς περαιτέρω ποίηση, έφυγε και ξαναγύρισε με σφουγγάρι και κουβά, και πεσμένη στα γόνατα, κουνώντας σαν φίδι το κορμί της στην κίνηση των μπράτσων της, απέδωσε ξανά, κατά το δυνατό, στις κερωμένες σανίδες την αρμόζουσα στεγνότητα, αύριο θα περάσει κερί, Επιθυμείτε κάτι άλλο, κύριε δόκτορα, Όχι, ευχαριστώ πολύ, και κοίταξαν κι οι δυο μπροστά, η βροχή χτυπούσε σφοδρά τα τζάμια, ο ρυθμός είχε επιταχυνθεί, τώρα τυμπάνιζε σαν ταμπούρλο, αιφνιδιαστικά, οι κοιμισμένοι ξύπνησαν, Πώς σας λένε, κι εκείνη απάντησε, Λίντια, κύριε δόκτορα, και πρόσθεσε, Στις προσταγές σας, κύριε δόκτορα, θα μπορούσε να το είχε πει αλλιώς και δυνατότερα, λόγου χάρη, Ορίστε, να με, τόσο μεγάλη εξουσιοδότηση και σύσταση είχε πάρει απ’ τον ξενοδόχο, Άκου, Λίντια, να προσέχεις τον πελάτη του διακόσια ένα, τον δόκτορα Ρέις, κι εκείνη τον πρόσεχε, εκείνος όμως δεν απάντησε, φάνηκε μόνο να ε-

51

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 51


52

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 52

παναλαμβάνει το όνομα, Λίντια, σαν ψίθυρο, ποιος ξέρει, ίσως για να μην το ξεχάσει όταν θα χρειαζόταν να την ξανακαλέσει, υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι, που επαναλαμβάνουν τις λέξεις που ακούν, στην πραγματικότητα οι άνθρωποι παπαγαλίζουν ο ένας τον άλλον, δεν υπάρχει κι άλλος τρόπος μάθησης, άκαιρη ίσως είναι αυτή η σκέψη, γιατί δεν την έκανε η Λίντια, που είναι η άλλη συνομιλήτρια, ας την αφήσουμε λοιπόν να φύγει, τώρα που έχει πια όνομα, να πάρει μαζί της σφουγγάρι και κουβά, κι ας δούμε τον Ρικάρντο Ρέις που απόμεινε να κοιτάζει ειρωνικά, η έκφραση των χειλιών δεν λέει ψέματα, όταν αυτός που επινόησε την ειρωνεία επινόησε την ειρωνεία, θα πρέπει να επινόησε και το χαμόγελο που δηλώνει την πρόθεσή της, κατόρθωμα πολύ πιο μπελαλίδικο, Λίντια, λέει, και χαμογελά. Χαμογελώντας πάει και ψάχνει στο συρτάρι με τα ποιήματά του, τις σαπφικές ωδές του, διαβάζει μερικούς στίχους ξεφυλλίζοντας τις σελίδες, Κι έτσι, Λυδία, στο τζάκι, σαν να ’μαστε, Ας είναι αυτό, Λυδία, το κάδρο, Ας μην επιθυμούμε, Λυδία, την ώρα ετούτη, Όταν θα έρθει, Λυδία, το φθινόπωρό μας, Έλα και κάθισε μαζί μου, Λυδία, στην όχθη του ποταμού, Λυδία, πιο μοχθηρή η ζωή από τον θάνατο,25 τώρα δεν απομένει πια ίχνος ειρωνείας στο χαμόγελο, αν θεωρούνται ακόμα χαμόγελο δυο χείλη ανοιχτά πάνω στα δόντια, ενώ κάτω απ’ το δέρμα το παιχνίδι των μυών έχει αλλάξει, μορφασμός πια ή βεβιασμένη γκριμάτσα πόνου, θα έλεγε κανείς. Αλλά ούτε κι αυτό θα κρατήσει. Σαν την εικόνα του εαυτού που αντανακλάται στον τρεμάμενο καθρέφτη του νερού, το πρόσωπο του Ρικάρντο Ρέις, μετέωρο πάνω απ’ τη σελίδα, ανασυνθέτει τις γνωστές αράδες, σε λίγο θα μπορέσει ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό του, Είμαι εγώ, χωρίς καμία ειρωνεία, χωρίς καμία απαρέσκεια, ευχαριστημένος που δεν αισθάνεται καν ευχαρίστηση, απλός παριστάμενος μάλλον, παρά όντας αυτός που είναι, έτσι κάνει όποιος πια δεν επιθυμεί ή όποιος ξέρει πως δεν μπορεί πια να έχει, γι’ αυτό θέλει μόνο ό,τι ήταν δικό του, εντέλει,


τα πάντα. Το μισοσκόταδο του δωματίου πύκνωσε, κάποιο μαύρο σύννεφο θα περνά απ’ τον ουρανό, ένας κατασκότεινος μελανίας σαν αυτούς που κλήθηκαν στον κατακλυσμό, τα έπιπλα πέφτουν ξαφνικά για ύπνο. Ο Ρικάρντο Ρέις κάνει μια χειρονομία, ψηλαφεί τον γκρίζο αέρα, ύστερα, μετά βίας διακρίνοντας τις λέξεις που θα χαράξει στο χαρτί, γράφει, Απ’ τους θεούς μόνο ζητώ την παραχώρηση τίποτα να μην τους ζητώ, κι αφού το έγραψε δεν ήξερε τι άλλο να πει, υπάρχουν φορές που πιστεύουμε στη σημαντικότητα αυτού που είπαμε ή γράψαμε μόνο ως ένα σημείο, ως εκεί που δεν μπόρεσαν να σωπάσουν οι ήχοι ή να σβήσουν οι γραμμές, μπαίνει όμως στο σώμα μας ο πειρασμός της βουβαμάρας, η σαγήνη της ακινησίας, να γίνουμε σαν τους θεούς, σιωπηλοί και ακίνητοι, να παρακολουθούμε μόνο. Πηγαίνει και κάθεται στον καναπέ, ξαποσταίνει, κλείνει τα μάτια, νιώθει πως θα καταφέρει να κοιμηθεί, δεν θέλει τίποτε άλλο, κι έτσι κοιμισμένα σηκώνεται, ανοίγει την ντουλάπα, βγάζει μια κουβέρτα με την οποία τυλίγεται, τώρα μάλιστα, κοιμάται, ονειρεύεται πως βρίσκεται σ’ ένα ηλιόλουστο πρωί και κάνει βόλτα στην οδό Οβιδόρ, στο Ρίο ντε Ζανέιρο, ανάλαφρα ντυμένος γιατί κάνει πολλή ζέστη, μετά από λίγο ακούει πυροβολισμούς από μακριά, βόμβες που σκάνε, εκρήξεις, αλλά δεν ξυπνά, δεν είναι η πρώτη φορά που ονειρεύεται το όνειρο αυτό, δεν ακούει καν πως κάποιος του χτυπά την πόρτα και πως μια φωνή πειστικής γυναίκας ρωτά, Κύριε δόκτορα, με καλέσατε. Ας πούμε πως ο Ρικάρντο Ρέις αποκοιμήθηκε τόσο βαθιά επειδή είχε κοιμηθεί λίγο τη νύχτα, ας πούμε πως σαγήνη και πειρασμός είναι τεχνάσματα ψεύτικου πνευματικού βάθους, ανταλλάξιμα με την ακινησία και τη βουβαμάρα αντίστοιχα, ας πούμε πως αυτή δεν είναι μια ιστορία των θεών και πως θα μπορούσαμε με οικειότητα να είχαμε πει στον Ρικάρντο Ρέις, προτού αποκοιμηθεί σαν κοινός θνητός, Σου λείπει ύπνος. Ωστόσο πάνω στο τραπέζι βρίσκεται μια κόλλα χαρτί και πάνω

53

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 53


54

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 54

της είναι γραμμένο, Απ’ τους θεούς μόνο ζητώ την παραχώρηση τίποτα να μην τους ζητώ, υπάρχει λοιπόν αυτό το χαρτί, οι λέξεις υπάρχουν δυο φορές, κάθε μία για δικό της λογαριασμό, κι αφού συναντήθηκαν στη συνέχεια, μπορούν να διαβαστούν και να εκφράσουν ένα νόημα, στην περίπτωση αυτήν, το ίδιο κάνει αν υπάρχουν ή αν δεν υπάρχουν θεοί, αν έχει ή αν δεν έχει αποκοιμηθεί αυτός που τις έγραψε, άραγε μήπως δεν είναι τα πράγματα τόσο απλά όσο είχαμε αρχικά τη διάθεση να δείξουμε. Όταν ο Ρικάρντο Ρέις ξυπνά, είναι νύχτα στο δωμάτιο. Η τελευταία λάμψη που φτάνει ακόμη απ’ έξω σπάει πάνω στις θαμπωμένες τζαμαρίες, στο κόσκινο της κουρτίνας, το ένα παράθυρο έχει το παντζούρι κατεβασμένο, εκεί κλείστηκε το σκοτάδι. Στο ξενοδοχείο έχει πέσει μια μεγάλη σιωπή, είναι το παλάτι της Ωραίας Κοιμωμένης, απ’ όπου η Ωραία Κοιμωμένη ήδη αποσύρθηκε ή δεν υπήρξε ποτέ εκεί, κι όλοι κοιμούνται, ο Σαλβαδόρ, ο Πιμέντα, τα γκαρσόνια απ’ τη Γαλικία, ο μετρ, οι πελάτες, ο αναγεννησιακός βαλές, σταματημένο το ρολόι στο κεφαλόσκαλο, ξαφνικά ήχησε η μακρινή χρυσόμυγα της εισόδου, θα είναι ο πρίγκιπας που έρχεται να φιλήσει την Ωραία Κοιμωμένη, έφτασε αργά, ο καημένος, τι χαρά είχα όταν ήρθα και με τι λύπη φεύγω, άλλα μου ’ταξε η υποκόμισσα, μα μ’ έχει γελασμένο. Είναι ένα παιδικό τραγουδάκι, φερμένο από την υπόγεια μνήμη, ομιχλώδη παιδιά κινούνται στο βάθος ενός χειμερινού κήπου και τραγουδούν με τις διαπεραστικές κι ωστόσο θλιμμένες φωνές τους, βηματίζουν επίσημα μπρος και πίσω, προβάροντας τον χορό των πεθαμένων ινφαντών που δεν θ’ αργήσουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν. Ο Ρικάρντο Ρέις πετά το σκέπασμα, επιπλήττει τον εαυτό του που αποκοιμήθηκε ντυμένος, δεν συνηθίζει να ενδίδει σε τέτοια ατημελησία, ακολουθούσε πάντα τους κανόνες συμπεριφοράς, την πειθαρχία του, ούτε ο τροπικός του Αιγόκερω, τόσο απαλυντικός, μέσα σε δεκαέξι χρόνια, δεν άμβλυνε την αυστηρή κόψη των τρόπων και των ωδών του, σε σημείο


ώστε να δηλώνει πως επιδιώκει να είναι σαν να τον παρατηρούσαν συνεχώς οι θεοί. Σηκώνεται από την πολυθρόνα, πηγαίνει ν’ ανάψει το φως και, σαν να ήταν πρωί και να είχε ξυπνήσει από τον βραδινό του ύπνο, κοιτάζεται στον καθρέφτη, ψηλαφεί το πρόσωπο, ίσως θα ’πρεπε να ξυριστεί πριν το δείπνο, τουλάχιστον ν’ αλλάξει ρούχα, δεν θα εμφανιστεί δα στην τραπεζαρία έτσι, τσαλακωμένος. Άκαιρος ο ζήλος του, απ’ ό,τι φαίνεται δεν παρατήρησε ακόμα πώς ντύνονται οι συνήθεις πελάτες, παλτά σαν σακιά, παντελόνια που χάσκουν ξεχειλωμένα στα γόνατα, γραβάτες με μόνιμο κόμπο που μπαίνουν και βγαίνουν απ’ το κεφάλι, πουκάμισα κακοβαλμένα, ζάρες, δίπλες, τα αποτελέσματα του χρόνου. Και τα παπούτσια τα φτιάχνουν με φαρδιά μάπα για να μπορούν ελεύθερα να παίζουν τα δάχτυλα, παρότι το αποτέλεσμα της προνοητικότητας αυτής εντέλει ακυρώνει την πρόθεση, γιατί πρέπει να είναι η πόλη του κόσμου όπου πλουσιοπάροχα ανθούν κάλοι και τυλώματα, κότσια και ρόζοι, για να μη μιλήσουμε για τα νύχια που μπαίνουν στο κρέας, ένα σύμπλοκο ποδολογικό αίνιγμα που απαιτεί ιδιαίτερη έρευνα και κατατίθεται εδώ στην περιέργεια τινός. Αποφασίζει να μην ξυριστεί, φορά όμως ένα καθαρό πουκάμισο, διαλέγει γραβάτα σύμφωνα με το χρώμα του κοστουμιού, στρώνει τα μαλλιά του στον καθρέφτη, διορθώνοντας τη χωρίστρα. Παρόλο που η ώρα του δείπνου αργεί ακόμα, θα κατεβεί. Προτού όμως βγει απ’ το δωμάτιο, ξαναδιαβάζει αυτό που έχει γράψει, χωρίς ν’ αγγίξει το χαρτί, ανυπόμονος, θα λέγαμε, σαν να πληροφορείται ένα μήνυμα που του άφησε κάποιος που δεν συμπαθεί, ή που τον εκνευρίζει περισσότερο απ’ όσο είναι φυσιολογικό και συγχωρητέο. Ο Ρικάρντο Ρέις αυτός δεν είναι ο ποιητής, είναι μονάχα ένας πελάτης ξενοδοχείου που, βγαίνοντας απ’ το δωμάτιό του, βρίσκει ένα φύλλο χαρτί με μισή στροφή ποιήματος, ποιος μου το άφησε άραγε, δεν ήταν, ασφαλώς, η καμαριέρα, δεν ήταν η Λίντια, ούτε η Λυδία, τι μπελάς, Τώρα που έχει αρχίσει θα πρέ-

55

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 55


56

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 56

πει να το τελειώσω, είναι μοιραίο. Αλλά οι άνθρωποι ούτε καν υποψιάζονται πως αυτός που τελειώνει κάτι δεν είναι αυτός που το άρχισε, ακόμα κι αν οι δύο έχουν το ίδιο όνομα, το μόνο που παραμένει σταθερό, τίποτε άλλο. Ο ξενοδόχος Σαλβαδόρ βρισκόταν στο πόστο του, καρφωμένος, ανεμίζοντας, αέναο, το χαμόγελό του. Ο Ρικάρντο Ρέις τον χαιρέτησε και προχώρησε. Ο Σαλβαδόρ πήγε ξοπίσω του, τον ρώτησε αν ο κύριος δόκτωρ θα ήθελε να πιει κάτι πριν το δείπνο, ένα απεριτίφ, Όχι, ευχαριστώ, ούτε αυτή η συνήθεια έχει κερδίσει τον Ρικάρντο Ρέις, ίσως με το πέρασμα του χρόνου να γίνει κι αυτό, στην αρχή η γεύση, μετά η ανάγκη, αλλά όχι τώρα. Ο Σαλβαδόρ κοντοστάθηκε ένα λεπτό στην πόρτα, μήπως τυχόν ο πελάτης αλλάξει γνώμη ή εκφράσει κάποια άλλη επιθυμία, αλλά ο Ρικάρντο Ρέις είχε ανοίξει μια εφημερίδα, πέρασε όλη τη μέρα μέσα στην άγνοια για όσα είχαν συμβεί στον κόσμο, όχι πως ήταν τακτικός αναγνώστης από έφεση, το αντίθετο, τον κούραζαν οι μεγάλες σελίδες και η σκόρπια πρόζα, εδώ όμως, που δεν έχει τι άλλο να κάνει, και για ν’ αποφύγει την προθυμία του Σαλβαδόρ, η εφημερίδα, επειδή μιλά για τον κόσμο γενικά, λειτουργούσε ως φράγμα ενάντια σε τούτον τον κόσμο τον κοντινό και πολιορκητικό, οι ειδήσεις από τον πέρα κόσμο μπορούσαν να διαβαστούν ως απόμακρα και ασήμαντα μηνύματα, στην αποτελεσματικότητα των οποίων δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να πιστέψουμε, αφού δεν έχουμε καν τη βεβαιότητα πως θα φτάσουν στον προορισμό τους, Παραίτηση της ισπανικής κυβέρνησης, εγκρίθηκε η διάλυση των Κόρτες,26 η μία, ο Νεγκούς27 σε τηλεγράφημά του στην Κοινωνία των Εθνών λέει ότι οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν ασφυξιογόνα αέρια, η άλλη, έτσι είναι ο περιοδικός τύπος, ξέρει μόνο να μιλά για ό,τι συνέβη, σχεδόν πάντα όταν είναι πια πολύ αργά για να διορθώσει κανείς τα λάθη, τους κινδύνους και τις παραλείψεις, καλή εφημερίδα θα ήταν εκείνη που από την πρώτη Ιανουαρίου του χίλια εννιακόσια δεκατέσσερα θα είχε αναγγείλει το ξέσπα-


σμα του πολέμου στις είκοσι τέσσερις Ιουλίου, θα διαθέταμε έτσι σχεδόν επτά μήνες για να ξορκίσουμε την απειλή, ποιος ξέρει, ίσως και να προλαβαίναμε, κι ακόμα καλύτερα θα ήταν αν δημοσιευόταν η λίστα όσων θα σκοτώνονταν, εκατομμύρια άντρες και γυναίκες να διαβάζουν στην πρωινή τους εφημερίδα, μαζί με τον καφέ με γάλα, την είδηση του ίδιου του θανάτου τους, το ορισμένο πεπρωμένο που θα εκπληρωθεί, μέρα, ώρα και τόπος, το πλήρες όνομα, τι θα έκαναν αν ήξεραν πως θα τους σκότωναν, τι θα έκανε ο Φερνάντο Πεσσόα αν μπορούσε να είχε διαβάσει, δυο μήνες νωρίτερα, Ο συγγραφέας του Μηνύματος θα πεθάνει στις τριάντα του προσεχούς Νοεμβρίου, από κωλικό του ήπατος, ίσως να πήγαινε στον γιατρό και να έκοβε το ποτό, ίσως να ακύρωνε το ραντεβού και να έπινε διπλά, για να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα. Ο Ρικάρντο Ρέις αφήνει την εφημερίδα, κοιτάζεται στον καθρέφτη, επιφάνεια διπλά παραπλανητική γιατί αναπαράγει ένα διάστημα με βάθος και το αρνείται δείχνοντάς το ως απλή προβολή, όπου στην πραγματικότητα τίποτα δεν συμβαίνει, μόνο το εξωτερικό και βουβό φάντασμα των ανθρώπων και των πραγμάτων, δέντρο που γέρνει προς τη λίμνη, πρόσωπο που μέσα της ψάχνεται, χωρίς οι εικόνες δέντρου και προσώπου να την ενοχλούν, να την αλλοιώνουν, ή έστω να την αγγίζουν. Ο καθρέφτης, αυτός και όλοι τους, επειδή επιστρέφει απλώς την όψη, προστατεύεται έναντι του ανθρώπου, μπροστά του δεν είμαστε παρά αυτό που εμφανίζουμε, ή έχουμε εμφανίσει, όπως κάποιος που, προτού κινήσει για τον πόλεμο του χίλια εννιακόσια δεκατέσσερα, περισσότερο καμάρωσε τη στολή που φόρεσε παρά κοίταξε τον εαυτό του, χωρίς να ξέρει πως σ’ αυτόν τον καθρέφτη δεν θα ξανακοιταχτεί, γιατί κι αυτό είναι ματαιοδοξία, ό,τι δεν έχει διάρκεια. Έτσι είναι ο καθρέφτης, ανέχεται, αλλά, όταν μπορεί, απορρίπτει. Ο Ρικάρντο Ρέις απέστρεψε τα μάτια, αλλάζει θέση, πάει, απορρίπτων ή απορριμμένος, και του γυρνά την πλάτη. Ενδεχομένως απορρίπτων, γιατί είναι επίσης καθρέφτης.

57

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 57


58

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 58

Το ρολόι στο κεφαλόσκαλο σήμανε οκτώ, δεν είχε καλά καλά σιγήσει ο τελευταίος αντίλαλος, αντήχησε άτονα ένα αόρατο γκονγκ, μόνο εδώ κοντά ακούστηκε, ασφαλώς οι πελάτες των υψηλών ορόφων δεν το πήραν είδηση, ωστόσο το βάρος της παράδοσης είναι υπολογίσιμο, η απομίμηση πλεκτής λυγαριάς γύρω απ’ τις νταμιτζάνες θα παραμείνει κι όταν δεν θα χρησιμοποιείται πια η λυγαριά. Ο Ρικάρντο Ρέις διπλώνει την εφημερίδα, ανεβαίνει στο δωμάτιο για να πλύνει τα χέρια του, να σουλουπωθεί κι επιστρέφει αμέσως, κάθεται στο τραπέζι όπου έφαγε την πρώτη φορά, και περιμένει. Όποιος τον έβλεπε, όποιος ακολουθούσε το βήμα του, έτσι ταχύ, θα νόμιζε πώς ή έχει μεγάλη όρεξη ή είναι πολύ βιαστικός, πως γευμάτισε νωρίς και λίγο, ή έχει αγοράσει εισιτήρια για το θέατρο. Ε λοιπόν, εμείς ξέρουμε πως γευμάτισε αργά, πως έφαγε λίγο δεν τον ακούσαμε να παραπονιέται, και πως δεν θα πάει ούτε στο θέατρο, ούτε στο σινεμά, και με τέτοιον καιρό, να επιδεινώνεται μάλιστα, μόνος ένας χαζός, ή ένας εκκεντρικός, θα σκεφτόταν να βγει βόλτα στους δρόμους της πόλης. Ο Ρικάρντο Ρέις είναι μόνο ένας συνθέτης ωδών, κι όχι ένας εκκεντρικός, ακόμα λιγότερο ο χαζός ετούτου ή του άλλου χωριού, Τότε τι βιασύνη είναι αυτή που μ’ έπιασε, αφού τώρα αρχίζει να έρχεται κόσμος για το δείπνο, ο αδύνατος άντρας με το πένθος, ο ειρηνικός χοντρός με την καλή χώνεψη, αυτοί εδώ που δεν ήταν χθες βράδυ, λείπουν τα βουβά παιδιά και οι γονείς τους, θα ήταν περαστικοί, από αύριο δεν θα έρχομαι να καθίσω πριν τις οκτώμισι, και πάλι στην ώρα μου θα είμαι, ορίστε τώρα, εγώ, ο γελοίος, σαν χωριάτης που κατέβηκε στην πόλη και μένει πρώτη φορά σε ξενοδοχείο. Έφαγε αργά τη σούπα, ανακατεύοντας συνέχεια με το κουτάλι, κατόπιν σκόρπισε το ψάρι στο πιάτο και τσιμπολόγησε, στην πραγματικότητα δεν πεινούσε, κι όταν το γκαρσόνι τού σέρβιρε το δεύτερο πιάτο, είδε να μπαίνουν τρεις άντρες που ο μετρ τούς οδήγησε στο τραπέζι όπου την προηγουμένη είχαν δειπνήσει η κοπέλα με το παρά-


λυτο χέρι και ο πατέρας της, Άρα δεν είναι εδώ, έφυγαν, σκέφτηκε, Ή θα δειπνήσουν έξω, αντιπαρέθεσε, και τότε μόνο παραδέχτηκε αυτό που ήδη ήξερε, προσποιούνταν όμως πως δεν ξέρει, τόσο που ασχολήθηκε να καταγράφει την είσοδο όλων των πελατών, τάχα μου αποξενωμένος, κρυψίνους και προς τον εαυτό του, δηλαδή ότι είχε κατέβει νωρίς για να δει την κοπέλα, Γιατί, ακόμα κι αυτή η ερώτηση ήταν μια προσποίηση, πρώτα απ’ όλα γιατί κάποιες ερωτήσεις γίνονται μονάχα για να κάνουν πιο ρητή την απουσία απάντησης, κατά δεύτερον γιατί είναι ταυτοχρόνως σωστή και εσφαλμένη η πιθανή και πλάγια απάντηση ότι είχε ικανό κίνητρο ενδιαφέροντος, χωρίς βαθύτερες ή πλευρικές αιτίες, για μια κοπέλα που έχει παράλυτο το αριστερό της χέρι και το χαϊδεύει σαν να ’ταν οικόσιτο ζωάκι, παρόλο που δεν της χρησιμεύει σε τίποτα, ή γι’ αυτό ακριβώς. Επέσπευσε το δείπνο, ζήτησε να του φέρουν καφέ, Κι ένα κονιάκ, στο σαλόνι, ένας τρόπος να διασκεδάσει τον χρόνο μέχρι να μπορέσει, τώρα μάλιστα, με συνειδητή απόφαση, να ρωτήσει τον ξενοδόχο Σαλβαδόρ ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, πατέρας και κόρη, ξέρετε, μου φαίνεται ότι τους έχω δει και κάπου αλλού, ίσως στο Ρίο ντε Ζανέιρο, όχι στην Πορτογαλία, βέβαια, γιατί τότε η κοπέλα θα ήταν κοριτσάκι λίγων χρόνων, πλέκει και υφαίνει ο Ρικάρντο Ρέις αυτή την πλέξη συσχετίσεων, τόση έρευνα για να διαλευκάνει τόσο λίγα. Προς το παρόν ο Σαλβαδόρ εξυπηρετεί άλλους πελάτες, έναν που φεύγει αύριο πολύ νωρίς και θέλει τον λογαριασμό, άλλον που παραπονιέται πως δεν μπόρεσε να κοιμηθεί από ένα στόρι που κοπανιόταν απ’ τον άνεμο που φυσούσε, όλους τους εξυπηρετεί ο Σαλβαδόρ με τους ευγενικούς του τρόπους, το βρόμικο δόντι, το αφράτο μουστάκι του. Ο αδύνατος και πένθιμος άντρας ήρθε στο σαλόνι για ν’ ανοίξει μια εφημερίδα αλλά έφυγε μετά από λίγο, ο χοντρός εμφανίστηκε στην πόρτα, δαγκώνοντας μια οδοντογλυφίδα, δίστασε μπροστά στο παγωμένο βλέμμα του Ρικάρντο Ρέις κι έκανε πίσω, με τους ώμους

59

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 59


60

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 60

σκυφτούς, γιατί δεν είχε το κουράγιο να μπει μέσα, υπάρχουν και τέτοιου είδους απαρνήσεις, στιγμές ακραίας ηθικής αδυναμίας που ένας άντρας δεν μπορεί να εξηγήσει, προπαντός στον εαυτό του. Μισή ώρα μετά ο προσηνής Σαλβαδόρ μπορεί πια να τον ενημερώσει, Όχι, θα τους μπερδέψατε με άλλους, απ’ όσο ξέρω, δεν έχουν πάει ποτέ στη Βραζιλία, έρχονται εδώ τα τελευταία τρία χρόνια, έχουμε κουβεντιάσει, βέβαια, φυσικά θα μου είχαν μιλήσει για ένα τέτοιο ταξίδι, Τότε μάλλον μπερδεύτηκα εγώ, λέτε όμως, κύριε Σαλβαδόρ, πως έρχονται εδώ τα τελευταία τρία χρόνια, Μάλιστα, είναι από την Κουίμπρα, εκεί ζουν, ο πατέρας είναι ο δόκτωρ Σαμπάιο, συμβολαιογράφος, Κι εκείνη, Εκείνη έχει ένα παράξενο όνομα, τη λένε Μαρσέντα, παράξενο, είναι όμως από πολύ καλή οικογένεια, η μητέρα έχει πεθάνει, Τι έχει το χέρι της, Νομίζω πως είναι παράλυτο από το μπράτσο, και γι’ αυτό έρχονται κάθε μήνα για τρεις μέρες, ο δόκτωρ Σαμπάιο ενημερώνει πάντα εκ των προτέρων για να έχω δυο δωμάτια ελεύθερα, πάντα τα ίδια, Και μέσα σ’ αυτά τα χρόνια είχε βελτίωση, Για να είμαι ειλικρινής, κύριε δόκτορα, νομίζω όχι, Τι κρίμα, τόσο νέα κοπέλα, Πραγματικά, μήπως θα μπορούσατε, κύριε δόκτορα, να τους δώσετε μια γνώμη την επόμενη φορά, αν είστε ακόμα εδώ, Πιθανόν να είμαι, οι περιπτώσεις αυτές όμως δεν είναι της ειδικότητάς μου, εγώ είμαι γιατρός γενικής ιατρικής, μετά ασχολήθηκα με τροπικές ασθένειες, τίποτα που να μπορεί να φανεί χρήσιμο σε τέτοιες περιστάσεις, Τι να κάνουμε, είναι αλήθεια που λένε ότι το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία, παρ’ όλα όσα έχει ο πατέρας η κόρη να είναι έτσι, δεν την έχει δει κανείς να γελά, Μαρσέντα είπαμε, Μάλιστα, κύριε δόκτορα, Παράξενη λέξη, δεν την έχω ξανακούσει, Ούτε εγώ, Ες αύριον, κύριε Σαλβαδόρ, Κύριε δόκτορα, ες αύριον. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, ο Ρικάρντο Ρέις βλέπει το κάλυμμα και το σεντόνι τραβηγμένα και διπλωμένα σε ξεκάθαρη


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 61

61

γωνία, ωστόσο διακριτικά, χωρίς εκείνη την απρέπεια ξέστρωτου κρεβατιού, υπάρχει μόνο μια υπόδειξη, αν θέλετε να ξαπλώσετε, εδώ είναι το μέρος. Αλλά όχι από τόσο νωρίς. Πρώτα θα διαβάσει τη μισή στροφή που έγραψε στο χαρτί, την κοιτάζει με αυστηρότητα, θα ψάξει για την πόρτα που το κλειδί αυτό, αν είναι τέτοιο, μπορεί ν’ ανοίξει, θα φανταστεί ότι τον βγάζει σε άλλες πόρτες πίσω από εκείνη, κλειστές και χωρίς κλειδί, τέλος πάντων, επέμεινε τόσο που κάτι βρήκε, ή από κούραση, δική του ή άλλου, άραγε ποιου, κάτι ξάφνου του εγκαταλείφθηκε, και ολοκλήρωσε το ποίημα ως εξής, Δεν ησυχάζω ούτε ανησυχώ την ήρεμη ύπαρξή μου θέλω ν’ ανυψώσω πάνω από εκεί που οι άνθρωποι γνωρίζουν χαρά κι οδύνη, ό,τι απέμενε ακολουθούσε την ίδια ομοιομορφία, θα μπορούσε και να το είχε παραλείψει, Η καλοτυχία είναι ζυγός κι ο βίος ο ευτυχής τυραννία αφού είναι μια κατάσταση ορισμένη. Ύστερα ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε αμέσως.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.