Η γυναίκα που γνώρισα

Page 1

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 5

ΑΜΟΣ ΟΖ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΕΒΡΑΪΚΑ

ΛΟΥIΖΑ ΜΙΖΑΝ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: ‫ לדעת אישה‬, ‫עמוס עוז‬ © ©

Copyright Amos Oz, 1989. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014

1η έκδοση: Νοέμβριος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6693-8


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 7

1

Ο

σήκωσε το αντικείμενο από το ράφι και το κοίταξε από κοντά. Τα μάτια του πονούσαν. Ο μεσίτης θεώρησε πως ο Γιοέλ δεν είχε ακούσει την ερώτησή του, κι έτσι την επανέλαβε: «Πάμε να ρίξουμε μια ματιά πίσω από το σπίτι;» Παρόλο που είχε ήδη πάρει την απόφασή του ο Γιοέλ δεν βιαζόταν να απαντήσει. Είχε τη συνήθεια να καθυστερεί να απαντήσει, ακόμα και σε απλές ερωτήσεις, όπως τι κάνετε; ή τι είπαν στις ειδήσεις. Λες και ήταν οι λέξεις προσωπικά αντικείμενα τα οποία δεν μπορούσε να αποχωριστεί. Ο μεσίτης περίμενε. Κι εντωμεταξύ επικρατούσε σιωπή στο δωμάτιο το οποίο ήταν πλούσια επιπλωμένο: χαλί σκούρο μπλε, φαρδύ και παχύ, πολυθρόνες, καναπές, μαονένιο εγγλέζικο τραπεζάκι, εισαγόμενη τηλεόραση, μια γλάστρα με ένα τεράστιο φιλόδεντρο στη σωστή θέση, τζάκι με κόκκινα τούβλα κι εντός του μισή ντουζίνα κούτσουρα, σταυρωτά το ένα πάνω στο άλλο, περισσότερο για τη μόστρα παρά για το άναμμα φωτιάς. Δίπλα στο πάσο σερβιρίσματος, μεταξύ του δωματίου και της κουζίνας, ήταν τοποθετημένο ένα μαύρο τραπέζι τραπεζαρίας και έξι μαύρες καρέκλες με ψηλές ράχες. Μόνο οι πίνακες είχαν αφαιρεθεί από τους τοίχους: πάνω στην μπογιά διαφαίνονταν ανοιχτόχρωμα παραλληλόγραμμα. Η κουζίνα, πέρα από την ανοιχτή πόρτα, ήταν σκανδιναβικού τύπου και γεμάτη σύγχρονες ηλεκτρικές συσκευές. Οι τέσσερις κρεΓιοέλ


8

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 8

βατοκάμαρες, τις οποίες είχε δει πρωτύτερα, ήταν επίσης του γούστου του. Ο Γιοέλ εξέταζε με τα μάτια του και με τα δάχτυλά του το αντικείμενο που είχε πάρει από το ράφι. Ήταν ένα διακοσμητικό, ένα αγαλματίδιο, δουλειά ερασιτέχνη: ένα αγρίμι της οικογένειας των αιλουροειδών, σκαλισμένο σε καφέ ξύλο ελιάς και καλυμμένο με στρώματα βερνικιού. Οι σιαγόνες του ήταν ορθάνοιχτες και τα δόντια του κοφτερά. Τα δυο μπροστινά πόδια ήταν τεντωμένα στον αέρα σε ένα θεαματικό ακαριαίο άλμα, το δεξί πίσω πόδι κι αυτό στον αέρα, λυγισμένο ακόμα με μυς φουσκωμένους από τη δύναμη του άλματος και μόνο το πίσω αριστερό πέλμα απέτρεπε την αποκοπή και γείωνε το ζώο στη μεταλλική ανοξείδωτη βάση του. Το σώμα ανυψωνόταν σε γωνία σαράντα πέντε μοιρών και ήταν ένα τέντωμα τόσο έντονο που ο Γιοέλ ένιωσε σχεδόν στην ίδια του τη σάρκα τον πόνο του πέλματος που ακουμπούσε στη βάση και την απελπισία του αναχαιτισμένου άλματος. Αφύσικο και ανέφικτο του φαινόταν το γλυπτό, αν και ο καλλιτέχνης είχε καταφέρει να ενσωματώσει στο υλικό μια γατίσια ευλυγισία καταπληκτική. Τελικά δεν ήταν έργο ερασιτέχνη. Οι λεπτομέρειες των κοπτήρων και των νυχιών, η κάμψη της ελικοειδούς ράχης, το τέντωμα των μυών, η κυρτότητα της κοιλιάς προς τα έσω, η πληρότητα του διαφράγματος μέσα στα δυνατά πλευρά, ακόμα και η γωνία των αυτιών του ζώου, τραβηγμένων, σχεδόν επίπεδων, πίσω από το κεφάλι – όλα μαρτυρούσαν την ακρίβεια της λεπτομέρειας και το μυστικό της τολμηρής υπέρβασης των περιορισμών του υλικού. Ήταν κατά τα φαινόμενα ένα τέλειο ξυλόγλυπτο που είχε απελευθερωθεί από τον ξύλινο χαρακτήρα του και είχε αποκτήσει μια ζωντάνια βίαιη, άγρια, σχεδόν σεξουαλική. Και παρ’ όλα αυτά κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι ήταν εσφαλμένο, εξεζητημένο, θα έλεγε κανείς πως ήταν υπερβολικά ολοκληρωμένο ή ανολοκλήρωτο. Ποιο ήταν το σφάλμα ο Γιοέλ δεν κατάφερε να ανακαλύψει. Τα μάτια του πονούσαν. Πάλι του δη-


μιουργήθηκε η υποψία πως ήταν έργο ερασιτέχνη. Πού ήταν όμως η ατέλεια; Ένας ελαφρύς εκνευρισμός, σωματικός, αφυπνίστηκε μέσα του, μαζί με μια στιγμιαία παρόρμηση να τεντωθεί στις άκρες των δαχτύλων του. Ίσως ακόμα κι επειδή το αγαλματίδιο με το κρυφό σφάλμα έμοιαζε να αψηφάει ολοφάνερα τους νόμους της βαρύτητας: το βάρος του αγριμιού του φαινόταν μεγαλύτερο από το βάρος της λεπτής ατσάλινης βάσης από την οποία το πλάσμα φιλοδοξούσε να ξεφύγει και στην οποία παρέμενε δέσμιο μέσω ενός υπερβολικά μικροσκοπικού σημείου επαφής μεταξύ του πέλματος του πίσω ποδιού του και της βάσης. Σε αυτό το σημείο ακριβώς επικέντρωσε ο Γιοέλ τώρα το βλέμμα του. Ανακάλυψε πως το πέλμα ήταν βυθισμένο σε μια εσοχή ενός χιλιοστού η οποία είχε χαραχτεί στην επιφάνεια του ατσαλιού. Πώς όμως; Ο αδιόρατος θυμός του οξύνθηκε όταν αναποδογύρισε το αντικείμενο και προς έκπληξή του δεν βρήκε κανένα σημάδι βιδώματος το οποίο θεωρούσε πως θα έπρεπε υποχρεωτικά να βρίσκεται εκεί, ενώνοντας το πέλμα με τη βάση. Γύρισε ξανά το αγαλματάκι: ούτε στο σώμα του ζώου, ανάμεσα στα νύχια του πίσω ποδιού, δεν υπήρχε ίχνος βίδας. Τι σταματούσε τελικά το πέταγμα και εμπόδιζε το αρπακτικό άλμα; Ασφαλώς όχι βενζινόκολλα. Το βάρος του αγάλματος δεν θα επέτρεπε σε κανένα υλικό, γνωστό στον Γιοέλ, να συγκρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα το πλάσμα πάνω στο έδαφος με ένα τόσο μικρό σημείο σύνδεσης και όταν μάλιστα το αιωρούμενο σώμα προεξείχε μπροστά από τη βάση σε οξεία γωνία. Και ίσως είχε έρθει η ώρα να υποχωρήσει και να αρχίσει να χρησιμοποιεί γυαλιά πρεσβυωπίας. Χήρος, ετών σαράντα επτά και ήδη με πρόωρη σύνταξη, ένας άνθρωπος ελεύθερος σχεδόν από όλες τις απόψεις, τι λόγο είχε να αρνείται μια απλή αλήθεια: είχε κουραστεί. Του άξιζε η ξεκούραση και την χρειαζόταν. Τα μάτια του έκαιγαν μερικές φορές και πού και πού

9

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 9


10

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 10

τα γράμματα θάμπωναν, ιδιαίτερα στο φως του πορτατίφ τη νύχτα. Και εντούτοις τα κύρια ερωτήματα δεν είχαν επιλυθεί: αν το αγρίμι ήταν βαρύτερο από τη βάση και προεξείχε ολόκληρο σχεδόν μπροστά, το πράγμα θα είχε ανατραπεί. Αν η ένωση ήταν με κόλλα, θα έπρεπε να έχει ξεκολλήσει εδώ και καιρό. Αν το ζώο ήταν τέλειο, ποιο ήταν το ακατανόητο ελάττωμά του. Από πού πήγαζε η αίσθηση πως υπήρχε ελάττωμα. Αν υπήρχε ένα κρυφό τέχνασμα, ποιο ήταν αυτό το τέχνασμα; Τελικά, ελαφρά εκνευρισμένος –ο Γιοέλ είχε εκνευριστεί ακόμα και με τον θυμό που είχε δημιουργηθεί μέσα του, επειδή θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο συγκρατημένο και ψύχραιμο–, έπιασε το αγρίμι από τον λαιμό και προσπάθησε, όχι με δύναμη, να λύσει τα μάγια και να απελευθερώσει το υπέροχο ζώο από το μαρτύριο των μυστηριωδών δεσμών του. Ίσως έτσι να εξαφανιζόταν και το ακατανόητο ελάττωμα. «Αφήστε το», είπε ο μεσίτης, «κρίμα είναι. Έτσι που πάτε θα το σπάσετε. Πάμε να δούμε την αποθήκη με τα εργαλεία στην αυλή; Ο κήπος δείχνει λίγο παρατημένος, μπορούμε όμως με το τίποτα να τον συνεφέρουμε μέσα σε ένα πρωινό». Προσεχτικά, με ένα αργό χάδι, πέρασε ο Γιοέλ το δάχτυλό του προσεχτικά γύρω από τη μυστική σύνδεση μεταξύ του ζωντανού και του άψυχου. Τελικά το άγαλμα ήταν δημιούργημα ενός καλλιτέχνη προικισμένου με πανουργία και δύναμη και όχι το έργο ενός ερασιτέχνη. Η ακαθόριστη ανάμνηση μιας βυζαντινής εικόνας της σταύρωσης αναβόσβησε προς στιγμή στο μυαλό του: μια εικόνα στην οποία επίσης υπήρχε κάτι περίεργο και παρ’ όλα αυτά επώδυνο. Κούνησε το κεφάλι του δυο φορές πάνω κάτω σαν να συμφωνούσε επιτέλους με τον ίδιο του τον εαυτό μετά από εσωτερική διαμάχη. Φύσηξε και απομάκρυνε από το αντικείμενο έναν κόκκο σκόνης, αθέατο ή ίσως το αποτύπωμα των δαχτύλων του, και το επέστρεψε με θλίψη στη θέση του πάνω στο ράφι με τα μπιμπελό ανάμεσα σε ένα μπλε γυάλινο βάζο κι ένα μπρούτζινο τασάκι.


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 11

11

«Εντάξει», είπε, «θα το πάρω». «Συγγνώμη;» «Αποφάσισα να το πάρω». «Ποιο;» ρώτησε ο μεσίτης, σαστισμένος, κοιτώντας με ελαφριά καχυποψία τον πελάτη του. Ο άνθρωπος φαινόταν αφηρημένος, δύσκολος, ταμπουρωμένος βαθιά μέσα στα εσωτερικά του διαμερίσματα, πεισματάρης αλλά και ξεχασιάρης. Εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητος, με το πρόσωπο στο ράφι και την πλάτη στον μεσίτη. «Το σπίτι», είπε σιγά. «Αυτό ήταν; Δεν θα θέλατε να δείτε πρώτα τον κήπο; Και την αποθήκη;» «Είπα: θα το πάρω». «Και συμφωνείτε με εννιακόσια δολάρια τον μήνα και μισό χρόνο προκαταβολή; Με όλα τα έξοδα συντήρησης και τους φόρους δικά σας;» «Έγινε». «Αν ήταν όλοι οι πελάτες σαν εσάς», γέλασε ο μεσίτης, «θα ήμουν όλη μέρα στη θάλασσα. Το χόμπι μου, βλέπετε, είναι η ιστιοπλοΐα. Να ελέγχατε πρώτα το πλυντήριο ρούχων και την ηλεκτρική κουζίνα;» «Θα αρκεστώ στον λόγο σας. Αν υπάρξουν προβλήματα θα τα βρούμε. Πάμε μαζί στο γραφείο σας να τελειώνουμε με τα χαρτιά».


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 12

 2

Μ συνοικία του Ραμάτ Λοτάν προς το γραφείο στην οδό

12

έσα

στο αυτοκίνητο, στον δρόμο της επιστροφής από τη

Ιμπν Γκεβιρόλ, ο μεσίτης μίλαγε μόνος του. Έλεγε για την αγορά ακινήτων, για την πτώση των μετοχών στο χρηματιστήριο, για τη νέα οικονομική πολιτική, που του φαινόταν εντελώς άχρηστη, και γι’ αυτή την κυβέρνηση που της χρειαζόταν ξέρετε τι. Είπε στον Γιοέλ πως ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ένας γνωστός του, ο Γιόσι Κράμερ, διευθυντής στην ΕΛ ΑΛ, ο οποίος έλαβε ξαφνικά μετάθεση για τρία χρόνια στη Νέα Υόρκη με προειδοποίηση μόλις και μετά βίας δεκαπέντε μέρες πριν, πήρε τη γυναίκα του και τα παιδιά του κι έτρεξε να αρπάξει το διαμέρισμα ενός άλλου Ισραηλινού που μετακόμιζε από το Κουίνς στο Μαϊάμι. Ο άνθρωπος που καθόταν στα δεξιά του δεν του φαινόταν πως υπήρχε περίπτωση να αλλάξει γνώμη την τελευταία στιγμή: ένας πελάτης που βλέπει δυο σπίτια μέσα σε μιάμιση ώρα και το τρίτο το παίρνει είκοσι λεπτά μετά την είσοδό του σε αυτό, και χωρίς παζάρια για την τιμή, δεν θα την κοπάναγε τώρα. Εντούτοις ο μεσίτης ένιωθε την επαγγελματική υποχρέωση να συνεχίσει να πείθει τον σιωπηλό άντρα που βρισκόταν πλάι του πως είχε βρει μια καλή ευκαιρία. Είχε, επίσης, διάθεση να μάθει κάτι για τον ξένο με τις αργές κινήσεις και τις μικρές ρυτίδες που συγκεντρώνονταν στις γωνιές των ματιών του, ρυτίδες που υπονοούσαν ένα χαμόγελο ειρωνικό, ελαφρύ


και μόνιμο, αν και τα λεπτά χείλη δεν παρήγαν κανένα χαμόγελο. Ο μεσίτης λοιπόν έπλεκε το εγκώμιο του σπιτιού, απαριθμούσε τα πλεονεκτήματα μιας διπλοκατοικίας σε ένα ακριβό προάστιο που χτίστηκε μόνο πριν από οχτώ με εννέα χρόνια και που χτίστηκε όπως έπρεπε, state of the art, όπως λένε. Και οι γείτονες από την άλλη πλευρά του τοίχου είναι δυο Αμερικανοί, αδελφός και αδελφή, άνθρωποι συγκροτημένοι που, κατά τα φαινόμενα, έχουν έρθει εδώ ως αντιπρόσωποι μιας φιλανθρωπικής οργάνωσης από το Ντιτρόιτ. Έτσι η ησυχία είναι εξασφαλισμένη. Ο δρόμος είναι γεμάτος περιποιημένες βίλες, το αυτοκίνητο θα παρκάρει κάτω από στέγαστρο, το εμπορικό κέντρο και το σχολείο είναι διακόσια μέτρα από το σπίτι, η θάλασσα σε απόσταση είκοσι λεπτών και η πόλη στην παλάμη του χεριού σας. Το ίδιο το σπίτι, το είδατε, είναι τέλεια επιπλωμένο και εξοπλισμένο γιατί οι Κράμερ –οι ιδιοκτήτες– είναι άνθρωποι που γνωρίζουν τι θα πει ποιότητα γενικά, ένα ανώτερο στέλεχος της ΕΛ ΑΛ σίγουρα αγόραζε τα πάντα από το εξωτερικό και όλα είναι άλφα άλφα, ακόμα και τα αξεσουάρ και τα γκάτζετ. Εσείς, αμέσως φαίνεται και πως κόβει το μάτι σας και πως ξέρετε να παίρνετε γρήγορες αποφάσεις. Αν ήταν όλοι μου οι πελάτες σαν εσάς – αλλά αυτό ήδη το είπα. Και με τι ασχολείστε, αν μου επιτρέπετε να ρωτήσω; Ο Γιοέλ σκέφτηκε πολύ, λες και επέλεγε τις λέξεις με τσιμπίδα. Μετά απάντησε: «Κρατικός υπάλληλος». Και συνέχισε τα δικά του: να ακουμπάει ξανά και ξανά τα δάχτυλά του πάνω στο κάλυμμα μιας μικρής θήκης με έγγραφα που βρισκόταν μπροστά στο κάθισμά του, να αφήνει για λίγο τα δάχτυλά του πάνω στη σκούρα μπλε πλαστική επιφάνεια και να τα αποσπάει από την επαφή τους πότε απότομα, πότε απαλά, πότε κατεργάρικα. Και να αγγίζει ξανά. Τα ταρακουνήματα όμως του αυτοκινήτου τον εμπόδιζαν να καταλήξει σε συμπέρασμα. Και στην πραγματικότητα δεν ήξερε

13

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 13


14

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 14

ποιο ήταν το ζητούμενο. Ο Εσταυρωμένος στη βυζαντινή εικόνα, παρά τη γενειάδα, είχε κοριτσίστικο πρόσωπο. «Και η γυναίκα σας; Εργάζεται;» «Έχει πεθάνει». «Λυπάμαι που τ’ ακούω», είπε ο μεσίτης ευγενικά. Και μέσα στην αμηχανία του θεώρησε καλό να προσθέσει: «Και η δική μου γυναίκα έχει προβλήματα. Τρομερούς πονοκεφάλους και οι γιατροί δεν βρίσκουν τι είναι. Πόσα παιδιά έχετε;» Και πάλι έδειχνε ο Γιοέλ να εξετάζει νοητά με ακρίβεια τα δεδομένα και να επιλέγει μια προσεχτική διατύπωση: «Μια κόρη μόνο. Δεκαέξι μισό». Ο μεσίτης γέλασε ελαφρά και είπε με τόνο εμπιστευτικό, θέλοντας να δημιουργήσει μια βασική αντρική συμμαχία ανάμεσα στον ίδιο και στον ξένο: «Δεν είναι εύκολη ηλικία, ε; Φλερτάκια, κρίσεις, λεφτά για ρούχα και τα σχετικά;» Και πρόσθεσε ρωτώντας αν του επιτρέπεται να ρωτήσει αν είναι έτσι τι χρειάζονται οι τέσσερις κρεβατοκάμαρες. Ο Γιοέλ δεν απάντησε. Ο μεσίτης ζήτησε συγγνώμη, γνωρίζει ασφαλώς πως δεν είναι δική του δουλειά, απλώς ρώτησε, όπως λένε, από περιέργεια. Αυτός έχει δυο γιους δεκαεννιά και είκοσι, με ένα χρόνο και τρεις μήνες διαφορά όλη κι όλη μεταξύ τους. Ιστορία. Είναι και οι δυο στον στρατό, μάχιμοι, ευτυχώς που τελείωσε πια η γαμημένη επιχείρηση στον Λίβανο, αν τελείωσε, κρίμα μόνο που είχε τέτοιο τέλος και το λέει αυτό μολονότι ο ίδιος δεν είναι σε καμιά περίπτωση αριστερός ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Κι εσείς τι γνώμη έχετε γι’ αυτή την υπόθεση; «Έχουμε και δυο γριές γυναίκες», απάντησε ο Γιοέλ με τη χαμηλή, μονότονη φωνή του, στην προηγούμενη ερώτηση – «οι γιαγιάδες θα μείνουν μαζί μας». Και τερματίζοντας τη συζήτηση έκλεισε τα μάτια του. Στα οποία ήταν συγκεντρωμένη η κούρασή του. Επανέλαβε μόνο για κάποιο λόγο τις λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει ο μεσίτης: φλερτάκια. Κρίσεις. Η θάλασσα. Και η πόλη στην παλάμη του χεριού σας.


Ο μεσίτης είπε: «Τι θα λέγατε να φέρναμε κάποτε σε επαφή την κόρη σας με τους δυο γιους μου; Μπορεί να της αρέσει ο ένας απ’ αυτούς. Επίτηδες μπαίνω πάντα στην πόλη από δω και όχι από κει που πάνε όλοι. Μια μικρή βόλτα – κερδίσαμε όμως τέσσερα με πέντε απαίσια φανάρια. Κι εγώ μένω, παρεμπιπτόντως, στο Ραμάτ Λοτάν. Όχι μακριά από σας. Δηλαδή, από το σπίτι που σας άρεσε. Θα σας δώσω και το τηλέφωνό μου στο σπίτι, για να μπορέσετε να μου τηλεφωνήσετε αν υπάρξει κανένα πρόβλημα. Απλώς τηλεφωνήστε μου όποτε σας έρθει. Θα χαρώ να σας κάνω ένα γύρο στη γειτονιά και να σας δείξω πού είναι το καθετί. Να θυμάστε κυρίως πάντα, όταν κατεβαίνετε στις ώρες αιχμής στην πόλη, ότι αξίζει να μπαίνετε μόνο από δω. Είχα έναν διοικητή στον στρατό, στο πυροβολικό, τον Τζίμι Γκαλ, αυτός που δεν έχει αυτί, σίγουρα θα τον έχετε ακουστά, αυτός έλεγε πάντα πως ανάμεσα σε δυο σημεία υπάρχει μόνο μια ευθεία γραμμή που τα ενώνει κι αυτή η γραμμή είναι γεμάτη ηλίθιους. Το ξέρετε αυτό;» Ο Γιοέλ είπε: «Ευχαριστώ». Ο μεσίτης μουρμούρισε κάτι ακόμα για τον στρατό κάποτε και τον στρατό σήμερα και σταμάτησε και άναψε το ραδιόφωνο στη μέση μιας ηλίθιας διαφήμισης-μουγκανίσματος στον σταθμό Γ. Και ξαφνικά, λες και τον διαπέρασε επιτέλους ένα αεράκι θλίψης που προερχόταν από τον άνθρωπο που καθόταν πλάι του, σήκωσε το χέρι και μετακίνησε τη βελόνα σε έναν σταθμό με κλασική μουσική. Προχωρούσαν δίχως να μιλούν. Το Τελ Αβίβ στις τεσσεράμισι το απόγευμα μιας υγρής καλοκαιρινής μέρας φαινόταν στον Γιοέλ εκνευρισμένο και κάθιδρο. Η Ιερουσαλήμ αντίθετα εμφανιζόταν στον νου του με χειμωνιάτικο φως, τυλιγμένη σε σύννεφα βροχής, να εκπνέει μέσα στο γκριζωπό σούρουπο. Στον ραδιοφωνικό σταθμό μετέδιδαν μουσική μπαρόκ. Ο

15

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 15


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 16

16

Γιοέλ σταμάτησε, επίσης, ό,τι έκανε, μάζεψε τα δάχτυλά του και ακούμπησε το χέρι του ανάμεσα στους μηρούς του σαν να αποζητούσε ζεστασιά. Ένιωσε ξαλαφρωμένος, αφού επιτέλους, έτσι φαινόταν, είχε βρει αυτό που έψαχνε: το αγρίμι δεν είχε μάτια. Ο καλλιτέχνης –ερασιτέχνης, τελικά– είχε ξεχάσει να του φτιάξει μάτια. Ή μπορεί να υπήρχαν μάτια αλλά όχι στη σωστή θέση. Ή να μην είχαν το ίδιο μέγεθος. Θα έπρεπε να κάνει έναν επανέλεγχο. Σε κάθε περίπτωση ήταν πρόωρο να απελπίζεται.


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 17

 3

Ηβρεχε καταρρακτωδώς στην Ιερουσαλήμ. Στις οκτώ και πέθανε στις δεκαέξι Φεβρουαρίου, μια μέρα που έ-

μισή το πρωί, όταν κάθισε να πιει τον καφέ της στο γραφειάκι μπροστά στο παράθυρο, στο μικρό της υπνοδωμάτιο, κόπηκε ξαφνικά το ρεύμα. Δυο χρόνια πριν ο Γιοέλ είχε αγοράσει αυτό το δωμάτιο για εκείνη από τον γείτονά τους από την άλλη μεριά του τοίχου και το είχε ενσωματώσει με το διαμέρισμά τους στην Ταλμπίγια. Έκαναν ένα μεγάλο άνοιγμα στον τοίχο της κουζίνας και τοποθέτησαν σ’ αυτό μια καφέ βαριά πόρτα. Η Ίβρια συνήθιζε να κλειδώνει την πόρτα όταν εργαζόταν και όταν κοιμόταν επίσης. Η προηγούμενη πόρτα που συνέδεε το δωματιάκι με το σαλόνι του γείτονα φράχθηκε με τούβλα, σοβαντίστηκε και βάφτηκε δυο φορές, και παρ’ όλα αυτά ακόμα μπορούσε να διακρίνει κανείς το περίγραμμά της πάνω στον τοίχο πίσω από το κρεβάτι της Ίβρια. Το καινούργιο της δωμάτιο η Ίβρια επέλεξε να το επιπλώσει με μοναστηριακή λιτότητα. Το ονόμαζε «το στούντιο». Εκτός από το στενό σιδερένιο κρεβάτι υπήρχε σε αυτό μια ντουλάπα για τα ρούχα της και η βαθιά δυσκίνητη πολυθρόνα του αείμνηστου πατέρα της που είχε γεννηθεί, ζήσει και πεθάνει στον βόρειο οικισμό της Μετούλα. Ανάμεσα στην πολυθρόνα και στο κρεβάτι είχε τοποθετήσει ένα επιδαπέδιο φωτιστικό σκαλισμένο σε μπρούτζο. Στον τοίχο μεταξύ του δωματίου της και της κουζίνας είχε κρεμάσει έναν χάρτη της περιοχής του Γιορκσάιρ. Το πάτωμα ήταν γυ-

17

Ίβρια


18

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 18

μνό. Και υπήρχαν ακόμα εκεί ένα μεταλλικό γραφείο, δυο μεταλλικές καρέκλες και μεταλλικά ράφια για βιβλία. Πάνω από το γραφείο είχε κρεμάσει τρεις μικρές φωτογραφίες, ασπρόμαυρες, που απεικόνιζαν τα ερείπια ρομανικών μοναστηριών από τον δέκατο ή ενδέκατο αιώνα. Στο γραφείο σε κορνίζα ήταν τοποθετημένη η φωτογραφία του πατέρα της, του Σαλτιέλ Λούμπλιν. Ήταν ένας άνθρωπος παχύς με μουστάκι φώκιας και στολή Βρετανού αξιωματικού της αστυνομίας. Εκεί είχε αποφασίσει να ταμπουρωθεί μακριά από τη ρουτίνα του σπιτιού και να τελειώσει επιτέλους την τελική μεταπτυχιακή εργασία της πάνω στην αγγλική λογοτεχνία. Το θέμα που είχε διαλέξει ήταν «Η Αιδώς στη Σοφίτα: Σεξ, Έρωτας και Χρήμα στα Έργα των Αδελφών Μπροντέ». Κάθε πρωί, όταν η Νέτα έφευγε για το σχολείο, η Ίβρια έβαζε στο πικάπ ένα δίσκο με απαλή τζαζ ή μουσική ραγκτάιμ, φορούσε τα τετράγωνα άνευ σκελετού γυαλιά της, γυαλιά αυστηρού οικογενειακού γιατρού της προηγούμενης γενιάς, άναβε τη λάμπα του γραφείου και, με ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά της, τρύπωνε στα βιβλία και στις σημειώσεις. Είχε τη συνήθεια από παιδί να γράφει με πένα την οποία βουτούσε περίπου κάθε δέκα λέξεις στο μελανοδοχείο για να ανανεώνει το μελάνι. Ήταν μια αδύνατη και εύθραυστη γυναίκα, με δέρμα σκούρο και λεπτό σαν χαρτί και ανοιχτόχρωμα μάτια με μακριές βλεφαρίδες και μαλλιά ξανθά, κυματιστά πάνω στους ώμους της, τα μισά από τα οποία ήταν ήδη γκρίζα. Σχεδόν πάντα φορούσε μια απλή άσπρη μπλούζα και λευκό παντελόνι. Δεν μακιγιαριζόταν και δεν συνήθιζε να φοράει κανένα κόσμημα εκτός από τη βέρα της την οποία έβαζε για κάποιο λόγο στο μικρό δάχτυλο του δεξιού της χεριού. Τα παιδικά της δάχτυλα ήταν πάντα κρύα, χειμώνα καλοκαίρι, και στον Γιοέλ άρεσε το ψυχρό άγγιγμά τους στη γυμνή του πλάτη, όπως του άρεσε επίσης να τα μαζεύει μέσα στις φαρδιές άσχημες παλάμες του λες και ζέσταινε παγωμένους νεοσσούς. Τρία δωμάτια μακριά και πίσω από τρεις κλειστές πόρ-


τες είχε μερικές φορές την αίσθηση πως τ’ αυτιά του έπιαναν το θρόισμα των χαρτιών της. Πού και πού σηκωνόταν και στεκόταν για λίγο μπροστά στο παράθυρό της από το οποίο έβλεπε έναν πίσω αφρόντιστο κήπο και έναν φράχτη ψηλό από ιεροσολομυτική πέτρα. Ακόμα και τα βράδια καθόταν στο γραφείο της, με την πόρτα της κλειδωμένη, έσβηνε και ξανάγραφε όσα είχε γράψει το πρωί, ψάχνοντας σε διάφορα λεξικά να αποσαφηνίσει τις ερμηνείες μιας αγγλικής λέξης πριν από εκατό και πλέον χρόνια. Ο Γιοέλ απουσίαζε τον περισσότερο καιρό από το σπίτι. Τις νύχτες που δεν έλειπε συναντιόντουσαν συνήθως οι δυο τους στην κουζίνα κι έπιναν μαζί ένα τσάι με ένα παγάκι το καλοκαίρι ή ένα φλιτζάνι κακάο τον χειμώνα πριν πάνε για ύπνο ο καθένας στο δωμάτιό του. Ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εκείνη και στη Νέτα υπήρχε μια σιωπηλή συμφωνία: δεν επιτρεπόταν η είσοδος στο δωμάτιό της, αν δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Εκεί, πέρα από την κουζίνα, στο ανατολικό άκρο του διαμερίσματός τους, βρισκόταν η δική της περιοχή. Προστατευμένη πάντα με μια καφέ βαριά πόρτα. Την κρεβατοκάμαρα με το φαρδύ διπλό κρεβάτι, με το κομό και τους δυο όμοιους καθρέφτες, την κληρονόμησε η Νέτα. Η οποία κρέμασε στους τοίχους φωτογραφίες των αγαπημένων της Εβραίων ποιητών, του Άλτερμαν,1 της Λέα Γκόλντμπερκ,2 του Στάινμπεργκ,3 του Αμίρ Γκιλμπόα.4 Πάνω στα κομοδίνα, στις δυο πλευρές του κρεβατιού στο οποίο κοιμόντουσαν πριν οι γονείς της, τοποθέτησε η Νέτα βάζα με αποξηραμένα αγκάθια τα οποία είχε μαζέψει στα τέλη του καλοκαιριού από ένα άδειο οικόπεδο κατηφορίζοντας το βουνό κοντά στο λεπροκομείο. Στο ράφι είχε μια συλλογή από νότες και παρτιτούρες που της άρεσε να διαβάζει. Αν και δεν έπαιζε μουσική. Όσο για τον Γιοέλ, εγκαταστάθηκε στο παιδικό δωμάτιο της κόρης του με το μικρό παράθυρο που έβλεπε στη Γερμανική Συνοικία και στον Λόφο του Μοχθηρού Συμβουλίου. Δεν μπήκε στη διαδικασία να αλλάξει σχεδόν τίποτα στο δωμάτιο.

19

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 19


20

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 20

Έτσι κι αλλιώς τον περισσότερο καιρό ταξίδευε. Περίπου δέκα κούκλες σε διάφορα μεγέθη τον φυλούσαν τις νύχτες που κοιμόταν στο σπίτι. Και μια μεγάλη χρωματιστή αφίσα με ένα γατάκι που κοιμόταν στην αγκαλιά ενός λυκόσκυλου με μούρη περίσκεπτου μεσήλικα τραπεζίτη. Η μοναδική αλλαγή που έκανε ο Γιοέλ ήταν που ξήλωσε οχτώ πλακάκια στη γωνιά του κοριτσίστικου δωματίου, έριξε τσιμέντο και τοποθέτησε το χρηματοκιβώτιό του. Μέσα σε αυτό το χρηματοκιβώτιο φύλαγε δύο διαφορετικά πιστόλια, μια συλλογή από λεπτομερείς χάρτες πρωτευουσών και κωμοπόλεων, έξι διαβατήρια και πέντε άδειες οδήγησης, ένα κιτρινισμένο βιβλιαράκι με τίτλο Η Μπανγκόκ τη νύχτα, ένα πορτοφολάκι και μέσα σε αυτό μερικά απλά φάρμακα, δυο περούκες, κάμποσα ταξιδιωτικά σετ με είδη μπάνιου και ξυρίσματος, μερικά καπέλα, μια πτυσσόμενη ομπρέλα και ένα αδιάβροχο, δυο μουστάκια, χαρτί αλληλογραφίας και φακέλους με λογότυπα ξενοδοχείων και διαφόρων οργανισμών, μια φορητή αριθμομηχανή, ένα ξυπνητηράκι, πίνακες δρομολογίων αεροπλάνων και τρένων, σημειωματάρια με αριθμούς τηλεφώνων των οποίων τα τρία τελευταία νούμερα είχαν σημειωθεί με αντίστροφη σειρά. Μετά τις αλλαγές στο σπίτι η κουζίνα χρησίμευε ως τόπος συνάντησης για τους τρεις τους. Εκεί πραγματοποιούσαν τις συνόδους κορυφής τους. Κυρίως τα Σάββατα. Το σαλόνι, το οποίο είχε διακοσμήσει η Ίβρια με απαλά χρώματα, με το ιεροσολομυτικό γούστο των αρχών της δεκαετίας του εξήντα, το χρησιμοποιούσαν κυρίως ως χώρο για την τηλεόραση. Όταν παρέμενε ο Γιοέλ στο σπίτι, υπήρχαν περιπτώσεις που πήγαιναν και οι τρεις, ο καθένας από το δωμάτιό του, στο σαλόνι στις εννιά το βράδυ για να δουν τις ειδήσεις και μερικές φορές και κανένα επεισόδιο του «Θεάτρου της Πολυθρόνας».5 Μόνο όταν ερχόντουσαν οι γιαγιάδες για επίσκεψη, πάντοτε και οι δυο μαζί, το σαλόνι εκπλήρωνε τον πραγματικό του ρόλο. Πρόσφεραν τσάι σε ποτήρια και φρούτα εποχής και έ-


τρωγαν από το γλυκό που είχαν φέρει οι γιαγιάδες μαζί τους. Καμιά φορά η Ίβρια και ο Γιοέλ ετοίμαζαν δείπνο προς τιμήν των δύο συμπεθέρων. Η συνεισφορά του Γιοέλ ήταν η πλούσια και καρυκευμένη σαλάτα, λεπτοκομμένη με ακρίβεια, στην προετοιμασία της οποίας είχε ειδικευτεί από τα νεανικά του χρόνια στο κιμπούτς. Συζητούσαν για τις ειδήσεις και για άλλα ζητήματα. Το αγαπημένο θέμα των γιαγιάδων ήταν η λογοτεχνία και η τέχνη. Για θέματα οικογενειακά δεν συνήθιζαν να μιλούν. Η Αβιγκέλ, η μητέρα της Ίβρια, και η Λίζα, η μητέρα του Γιοέλ, ήταν και οι δυο γυναίκες ευθυτενείς, κομψές, με παρόμοια κόμμωση που θύμιζε γιαπωνέζικη σύνθεση ανθέων. Με τα χρόνια έμοιαζαν όλο και περισσότερο μεταξύ τους, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Η Λίζα φορούσε διακριτικά σκουλαρίκια και ένα λεπτό ασημένιο κολιέ, και βαφόταν με φειδώ. Η Αβιγκέλ συνήθιζε να δένει στον λαιμό της νεανικά μεταξωτά φουλάρια που ζωντάνευαν τα γκρίζα ταγιέρ της σαν τα ανθισμένα παρτέρια στις άκρες ενός τσιμεντένιου πεζοδρομίου. Στο στήθος φορούσε μια μικρή καρφίτσα από ελεφαντόδοντο σε σχήμα αναποδογυρισμένου ανθοδοχείου. Με μια δεύτερη ματιά μπορούσες να διακρίνεις τα πρώτα σημάδια της τάσης της Αβιγκέλ προς το πάχος και μιας σλαβικής ερυθρότητας στο πρόσωπό της και πως η Λίζα μάλλον θα ζάρωνε σιγά σιγά. Εδώ και έξι χρόνια ζούσαν οι δυο τους μαζί στο διαμέρισμα των δυο δωματίων της Λίζας στην οδό Ραντάκ στην κατηφόρα της συνοικίας Ρεχαβιά. Η Λίζα ήταν ενεργό μέλος στην Οργάνωση για τον Στρατιώτη και η Αβιγκέλ στην Επιτροπή Βοηθείας Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες. Άλλοι επισκέπτες σπανίως έρχονταν στο σπίτι. Η Νέτα, εξαιτίας της κατάστασής της, δεν είχε κοντινές φίλες. Όταν δεν ήταν στο σχολείο πήγαινε στη δημοτική βιβλιοθήκη. Ή έμενε ξαπλωμένη στο δωμάτιό της και διάβαζε. Έως και τη μισή νύχτα διάβαζε ξαπλωμένη. Μερικές φορές πήγαινε με τη μαμά

21

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 21


22

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 22

της στο σινεμά ή σε κάποια θεατρική παράσταση. Σε κονσέρτα στο Μέγαρο Μουσικής ή στη ΧΑΝ πήγαινε με τις δυο γιαγιάδες. Υπήρχαν περιπτώσεις που έβγαινε μόνη της να μαζέψει αγκάθια στο οικόπεδο δίπλα στο λεπροκομείο. Άλλοτε πήγαινε να παρακολουθήσει βραδιές τραγουδιού ή φιλολογικές συζητήσεις. Η Ίβρια έβγαινε ελάχιστα από το σπίτι. Η καθυστερημένη τελική εργασία γέμιζε τον περισσότερο χρόνο της. Ο Γιοέλ είχε κανονίσει να έρχεται μια φορά την εβδομάδα μια οικιακή βοηθός κι αυτό ήταν αρκετό, ώστε να παραμένει το σπίτι πάντα καθαρό και τακτοποιημένο. Δυο φορές την εβδομάδα η Ίβρια πήγαινε με το αυτοκίνητο για μαζικά ψώνια. Ρούχα δεν πολυαγόραζαν. Ο Γιοέλ δεν συνήθιζε να φέρνει αναμνηστικά από τα ταξίδια του. Τα γενέθλια όμως δεν τα ξεχνούσε ποτέ ούτε την επέτειο του γάμου του που ήταν την πρώτη Μαρτίου. Είχε καλό μάτι, και με τη συνδρομή του κατάφερνε να διαλέγει στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη ή στη Στοκχόλμη πουλόβερ εξαιρετικής ποιότητας και σε τιμή λογική, μια μπλούζα με διακριτικό γούστο για την κόρη του, άσπρα παντελόνια για τη γυναίκα του, ένα φουλάρι ή μια ζώνη ή ένα κεφαλομάντιλο για την πεθερά του και τη μητέρα του. Πού και πού τα απογεύματα ερχόταν μια γνωστή της Ίβρια να πιει μαζί της έναν καφέ και να κουβεντιάσουν χαμηλόφωνα. Άλλοτε ερχόταν ο γείτονάς τους ο Ιταμάρ Βίτκιν «ψάχνοντας σημεία ζωής» ή «να δει τι κάνει το πρώην χαώδες δωμάτιό του». Και καθόταν να συζητήσει με την Ίβρια πώς ήταν η ζωή την εποχή της Βρετανικής Εντολής. Ύψωμα της φωνής δεν υπήρχε σ’ αυτό το σπίτι εδώ και χρόνια. Πατέρας, μητέρα και κόρη επαγρυπνούσαν και πρόσεχαν πάντα να μη γίνονται ενοχλητικοί. Όταν μιλούσαν, μιλούσαν με ευγένεια. Ο καθένας ήξερε τον τομέα του. Στις σαββατιάτικες συναντήσεις στην κουζίνα μιλούσαν για δυσπρόσιτα ζητήματα τα οποία έβρισκαν και οι τρεις ενδιαφέροντα, όπως οι θεωρίες περί ύπαρξης νοημοσύνης πέρα από την υδρόγειο σφαίρα ή αν υπάρχει τρό-


πος να διασωθεί η οικολογική ισορροπία χωρίς να απαξιωθούν τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας. Πάνω σε τέτοια ζητήματα συζητούσαν σχεδόν ζωηρά, χωρίς όμως να διακόπτουν ποτέ ο ένας τα λεγόμενα του άλλου. Καμιά φορά διεξαγόταν μια σύντομη κουβέντα γύρω από πρακτικά θέματα, η αγορά καινούργιων χειμερινών παπουτσιών, η επισκευή του πλυντηρίου πιάτων, το κόστος διαφόρων μεθόδων θέρμανσης ή η αντικατάσταση του φαρμακείου στο μπάνιο με ένα ντουλαπάκι πιο σύγχρονο. Για τη μουσική μίλαγαν λίγο εξαιτίας των διαφορετικών τους γούστων. Η πολιτική, η κατάσταση της Νέτα, η τελική εργασία της Ίβρια και το επάγγελμα του Γιοέλ δεν αναφερόντουσαν. Ο Γιοέλ έλειπε πολύ, φρόντιζε όμως να ενημερώνει κατά το δυνατόν πότε θα επέστρεφε. Πέρα από τη λέξη εξωτερικό δεν έδινε ποτέ περισσότερες λεπτομέρειες. Εκτός από τα Σάββατα έτρωγαν τα γεύματά τους χωριστά, ο καθένας στην ώρα του. Οι γείτονες στο κτίριο στην Ταλμπίγια πίστευαν, σύμφωνα με κάποια φήμη, πως ο Γιοέλ καταγινόταν με ξένες επιχειρήσεις και γι’ αυτό οι βαλίτσες και το χειμωνιάτικο πανωφόρι που κρεμόταν στο μπράτσο του ακόμα και το καλοκαίρι, και γι’ αυτό τα πηγαινέλα με ταξί από το αεροδρόμιο τα ξημερώματα. Η πεθερά του και η μητέρα του πίστευαν, ή είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους, πως ο Γιοέλ ταξίδευε για την κυβέρνηση για να αγοράσει πολεμικό υλικό. Και οι δυο έκαναν πολύ λίγες ερωτήσεις, όπως πού συναχώθηκες έτσι ή από πού γύρισες μαυρισμένος, επειδή ήξεραν πως θα ερχόταν μόνο μια απλή απάντηση, όπως «στην Ευρώπη» ή «στον ήλιο». Η Ίβρια ήξερε. Οι λεπτομέρειες δεν την απασχολούσαν. Τι καταλάβαινε ή μάντευε η Νέτα δεν μπορούσε να ξέρει κανείς. Τρία στερεοφωνικά συγκροτήματα υπήρχαν στο σπίτι, στο στούντιο της Ίβρια, στο δωμάτιο με τις κούκλες του Γιοέλ και στο κεφαλάρι του διπλού κρεβατιού της Νέτα. Έτσι οι πόρτες

23

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 23


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 24

24

του σπιτιού ήταν σχεδόν πάντοτε κλειστές και οι διάφορες μουσικές, από επιμελή αλληλοσεβασμό, ήταν σε χαμηλή ένταση. Για να μην ενοχλούν. Μόνο στο σαλόνι προέκυπτε μερικές φορές μια παράξενη ανάμειξη ήχων. Κανείς όμως δεν ήταν στο σαλόνι. Παρέμενε εδώ και κάμποσα χρόνια τακτοποιημένο και καθαρό και άδειο. Μόνο όταν ερχόντουσαν οι γιαγιάδες, οπότε μαζευόντουσαν όλοι σε αυτό, ο καθένας από το δωμάτιό του.


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 25

4 

Εμετά έφθασε ο χειμώνας. Ένα μισοπαγωμένο πουλί βρισκό-

συνέβη το κακό. Το φθινόπωρο ήλθε και απήλθε και

ταν στο μπαλκόνι της κουζίνας. Η Νέτα περιμάζεψε το πουλί στο δωμάτιό της και προσπάθησε να το ζεστάνει. Έσταξε μέσα στο ράμφος του με ένα σταγονόμετρο νερό από βρασμένο καλαμπόκι. Το βράδυ συνήλθε το πουλί και άρχισε να φτερουγίζει στο δωμάτιο και να τιτιβίζει απελπισμένα. Η Νέτα άνοιξε το παράθυρο και το πουλί πέταξε. Το πρωί υπήρχαν άλλα πουλιά στα κλαδιά των δένδρων που στέκονταν γυμνά από φύλλα. Και μπορεί ανάμεσά τους να βρισκόταν το ίδιο πουλί. Πού να ξέρει κανείς; Όταν κόπηκε το ρεύμα στις οκτώμισι το πρωί της ημέρας με την τρομερή βροχή η Νέτα ήταν στο σχολείο και ο Γιοέλ σε μια άλλη χώρα. Φαίνεται πως η Ίβρια θεώρησε ότι δεν είχε αρκετό φως. Χαμηλά νέφη και ομίχλη σκοτείνιαζαν την Ιερουσαλήμ. Βγήκε και πήγε στο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο ανάμεσα στις κολόνες του κτιρίου. Φαίνεται πως είχε σκοπό να πάρει από το πορτμπαγκάζ τον δυνατό φακό που είχε φέρει ο Γιοέλ από τη Ρώμη. Στον δρόμο διέκρινε, πάνω στον φράχτη, τη νυχτικιά της την οποία είχε αρπάξει ο αέρας από το σχοινί του απλώματος στο μπαλκόνι. Πήγε να τη μαζέψει. Έτσι βρέθηκε μπροστά στο καλώδιο του ρεύματος που είχε πέσει. Σίγουρα το πήρε κατά λάθος για το σχοινί του απλώματος. Ή μπορεί να κατάλαβε πως ήταν ηλεκτρικό καλώδιο αλλά να υπέθεσε λογικά πως λόγω της διακοπής δεν θα το διαπερνούσε

25

τσι


26

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 26

ηλεκτρικό ρεύμα. Το σήκωσε με το χέρι της για να περάσει από κάτω του. Ή ίσως έχασε την ισορροπία της και σκόνταψε πάνω του. Πού να ξέρει κανείς. Η διακοπή του ρεύματος όμως δεν ήταν διακοπή αλλά ένα βραχυκύκλωμα στο ίδιο το κτίριο. Το καλώδιο ήταν ενεργό. Λόγω της υγρασίας είναι μάλλον βέβαιο πως κάηκε αμέσως χωρίς να υποφέρει. Εκτός από εκείνη υπήρξε ακόμα ένα θύμα: ο Ιταμάρ Βίτκιν, ο ένοικος από την άλλη μεριά του τοίχου, ο ίδιος γείτονας από τον οποίο ο Γιοέλ είχε αγοράσει πριν από δύο περίπου χρόνια το δωμάτιο. Ήταν ένας άνθρωπος εξήντα χρονών, ιδιοκτήτης ενός φορτηγού-ψυγείου, που ζούσε εδώ και μερικά χρόνια μόνος του. Τα παιδιά του είχαν μεγαλώσει και είχαν φύγει και η γυναίκα του είχε αφήσει αυτόν και την Ιερουσαλήμ (γι’ αυτό απαλλάχτηκε από το δωμάτιο και το πούλησε στον Γιοέλ). Είναι πιθανό να είδε ο Ιταμάρ Βίτκιν το κακό από το παράθυρό του και να έτρεξε κάτω να βοηθήσει. Τους βρήκαν πεσμένους στη λάσπη αγκαλιασμένους σχεδόν. Ο άντρας δεν είχε πεθάνει ακόμα. Στην αρχή προσπάθησαν να του κάνουν τεχνητή αναπνοή και ακόμα του έδωσαν δυνατά χαστούκια στα δυο του μάγουλα. Στο ασθενοφόρο, στον δρόμο προς το νοσοκομείο Αντάσα, ξεψύχησε. Μεταξύ των ενοίκων του κτιρίου κυκλοφόρησε μια άλλη εκδοχή για την οποία ο Γιοέλ δεν ενδιαφέρθηκε. Οι γείτονες θεωρούσαν τον Βίτκιν παράξενο άνθρωπο: υπήρχαν φορές που έμπαινε στην αρχή του δειλινού στην καμπίνα του φορτηγού του, έβγαζε το κεφάλι του και το μισό άχαρο κορμί του έξω από το παράθυρο κι έπαιζε κιθάρα για ένα τέταρτο περίπου της ώρας στους περαστικούς. Δεν ήταν πολλοί οι περαστικοί, γιατί ο δρόμος δεν ήταν κεντρικός. Οι άνθρωποι σταματούσαν για να τον ακούσουν και μετά από τρία τέσσερα λεπτά ανασήκωναν τους ώμους και συνέχιζαν την πορεία τους. Δούλευε πάντα τις νύχτες, πήγαινε γαλακτοκομικά προϊόντα στα μαγαζιά, κι επέστρεφε στο σπίτι του στις επτά το πρωί. Χειμώνα καλοκαίρι. Πίσω από τη μεσοτοιχία τον άκουγαν μερικές


φορές ανάμεσα στους ήχους να μιλάει στην κιθάρα του. Η φωνή του ήταν τρυφερή, λες και ξελόγιαζε μια ντροπαλή γυναίκα. Ήταν ένας άνθρωπος παχουλός και πλαδαρός, τον περισσότερο καιρό κυκλοφορούσε με μια φανέλα κι ένα στρατιωτικό παντελόνι, υπερβολικά φαρδιά, και συμπεριφερόταν πάντα λες και φοβόταν πως μόλις είχε πει ή κάνει κατά λάθος κάτι τρομερό και φοβερό. Μετά το φαγητό έβγαινε συνήθως στο μπαλκόνι για να ρίξει ψίχουλα στα πουλιά. Και στα πουλιά επίσης γλυκομίλαγε με λόγια τρυφερά. Μερικές φορές, τα καλοκαιρινά βράδια, καθόταν με την γκρι φανέλα του σε μια ψάθινη καρέκλα στο μπαλκόνι κι έπαιζε σπαραξικάρδιες ρωσικές μελωδίες που προορίζονταν μάλλον για μπαλαλάικα παρά για κιθάρα. Παρ’ όλες αυτές τις παραξενιές τον θεωρούσαν καλό γείτονα. Αν και δεν είχε συμφωνήσει να μετέχει στην επιτροπή διαχείρισης του κτιρίου προσφέρθηκε εθελοντικά να επιβλέπει μόνιμα το κλιμακοστάσιο. Και μάλιστα έβαλε με δικά του έξοδα δυο γλάστρες με γεράνια στις δυο πλευρές της εισόδου στον κοινόχρηστο χώρο. Όταν του μιλούσαν, όταν τον ρώταγαν τι ώρα είναι, απλωνόταν αυτομάτως στο πρόσωπό του μια γλυκιά έκφραση, σαν παιδί που το εξέπληξαν χαρίζοντάς του ένα υπέροχο δώρο. Όλα αυτά δεν αφύπνιζαν στον Γιοέλ τίποτα πέρα από έναν ελαφρύ εκνευρισμό. Μετά τον θάνατό του ήρθαν οι τρεις ενήλικες γιοι του με τις γυναίκες τους και με τους δικηγόρους τους. Όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαν μπει στον κόπο να τον επισκεφτούν. Τώρα είχαν έρθει, όπως φαίνεται, για να μοιράσουν μεταξύ τους τα πράγματα του σπιτιού και να κανονίσουν την πώλησή του. Με το που γύρισαν από την κηδεία ξέσπασε μεταξύ τους καβγάς. Δυο από τις γυναίκες ύψωσαν τόσο τη φωνή τους που οι γείτονες μπορούσαν να τις ακούσουν. Ύστερα εμφανίστηκαν δυο τρεις φορές οι δικηγόροι μόνοι τους ή με κάποιον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο. Τέσσερις μήνες μετά το κακό, κι ενώ ο Γιοέλ είχε ήδη αρχίσει να ετοιμάζεται να φύγει από την Ιερου-

27

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 27


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 28

28

σαλήμ, το διαμέρισμα ακόμα παρέμενε κλειστό, κλειδωμένο και άδειο. Κάποιο βράδυ της φάνηκε της Νέτα πως άκουσε μια απαλή μελωδία από την άλλη μεριά του τοίχου, όχι από κιθάρα αλλά, έτσι είπε, μάλλον από τσέλο. Το πρωί το είπε στον Γιοέλ. Που προτίμησε να το προσπεράσει σιωπηλά. Συνήθως προσπερνούσε σιωπηλά όσα του έλεγε η κόρη του. Στο κλιμακοστάσιο, πάνω από τα γραμματοκιβώτια, είχε κιτρινίσει η συλλυπητήρια ανακοίνωση της επιτροπής διαχείρισης του κτιρίου. Αρκετές φορές είχε σκοπό ο Γιοέλ να βγάλει αυτή την ανακοίνωση και δεν την έβγαζε. Υπήρχε ένα τυπογραφικό λάθος: ήταν γραμμένο, οι ένοικοι είμαστε συγκλονισμένοι και συμμετέχουμε στη θλίψη των οικογενειών για την απρόσμενη τραγική απώλεια των αγαπητών γειτόνων μας, της κυρίας Ίβρια Ραβίβ και του κυρίου Εμπιατάρ Βίτκιν. Ραβίβ ήταν το επώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Γιοέλ στην καθημερινότητα. Για την ενοικίαση του καινούργιου σπιτιού στο Ραμάτ Λοτάν επέλεξε να ονομάζεται Ραβίντ, αν και δεν είχε κανέναν λόγο να το κάνει. Η Νέτα ήταν πάντα Νέτα Ραβίβ εκτός από μια χρονιά στο νηπιαγωγείο που έμεναν και οι τρεις τους στο Λονδίνο, στο πλαίσιο της εργασίας του, με εντελώς διαφορετικό όνομα. Το όνομα της μητέρας του ήταν Λίζα Ραμπίνοβιτς. Η Ίβρια, τα δεκαπέντε χρόνια που σπούδαζε, διακεκομμένα, στο πανεπιστήμιο, χρησιμοποιούσε πάντα το πατρικό της όνομα: Λούμπλιν. Μια μέρα πριν από την τραγωδία ο Γιοέλ είχε κλείσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο Europa στο Ελσίνκι με το όνομα Λάιονελ Χαρτ. Από την άλλη, ο ηλικιωμένος ερασιτέχνης κιθαρίστας, γείτονας, του οποίου ο θάνατος, στην αυλή με τη βροχή, μέσα στην αγκαλιά της κυρίας Ραβίβ είχε προκαλέσει διάφορους ψιθύρους, ονομαζόταν Ιταμάρ Βίτκιν. Ιταμάρ και όχι Εμπιατάρ, όπως είχε τυπωθεί στην ανακοίνωση. Η Νέτα όμως είπε πως της άρεσε παρ’ όλα αυτά το όνομα Εμπιατάρ και έτσι κι αλλιώς τι σημασία είχε;


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 29

 5

Α καέξι Φεβρουαρίου στις δέκα και μισή το βράδυ με ταξί και κουρασμένος επέστρεψε στις δε-

στο ξενοδοχείο Europa. Σκόπευε να κάτσει λίγα λεπτά στο μπαρ, να πιει ένα ποτήρι τζιν με τόνικ και να αναλύσει με τον νου του τη συνάντηση προτού ανεβεί στο δωμάτιό του. Ο Τυνήσιος μηχανικός, που για χάρη του είχε έρθει στο Ελσίνκι και με τον οποίο είχε συναντηθεί το απόγευμα σε ένα κιόσκι στον σταθμό του τρένου, του φάνηκε φτωχή ψαριά: ζητούσε υπερβολικά ανταλλάγματα και πρόσφερε ευτελές εμπόρευμα. Αυτά που του έδωσε, ως δείγματα, στο τέλος της συνάντησής τους, αποτελούσαν ένα υλικό σχεδόν απαράδεκτο. Αν και κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο άνθρωπος είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει την εντύπωση πως στην επόμενη συνάντηση, αν γινόταν, θα έφερνε τις χίλιες και μία νύχτες. Και μάλιστα ακριβώς ό,τι αναζητούσε ο Γιοέλ από καιρό. Μόνο που τα ανταλλάγματα που απαιτούσε ο άνθρωπος δεν ήταν ανταλλάγματα χρηματικά. Μάταια ψαχούλεψε ο Γιοέλ, με τη βοήθεια της λέξης μπόνους, τα σημάδια της απληστίας. Σ’ αυτό το ζήτημα, και μόνο σε αυτό το ζήτημα, ο Τυνήσιος δεν μάσαγε τα λόγια του: δεν είχε ανάγκη από χρήματα. Μιλούσε για συγκεκριμένα μη υλικά ανταλλάγματα. Τα οποία ο Γιοέλ, μέσα του, δεν ήταν σίγουρος πως ήταν δυνατόν να τα παραχωρήσει. Και ασφαλώς όχι χωρίς καθοδήγηση και άδεια άνωθεν. Ούτε καν στην περίπτωση που εξακρίβωνε πως

29

πογοητευμένος


30

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 30

ο άνθρωπος διέθετε εμπόρευμα πρώτης ποιότητας, κάτι το οποίο ο Γιοέλ αμφισβητούσε. Πριν από μια ώρα είχε αφήσει λοιπόν τον Τυνήσιο μηχανικό με την υπόσχεση πως θα του τηλεφωνούσε την επομένη για να ορίσουν την περαιτέρω επικοινωνία τους. Και το βράδυ είχε σκοπό να ξαπλώσει νωρίς για ύπνο. Τα μάτια του ήταν κουρασμένα και σχεδόν τον πονούσαν. Ένας ανάπηρος, τον οποίο είχε δει στον δρόμο πάνω στο καροτσάκι του, παρενέβη μερικές φορές στις σκέψεις του επειδή του είχε φανεί γνωστός. Όχι γνωστός, απλά όχι εντελώς άγνωστος. Συνδεόταν με κάποιον τρόπο με κάτι που άξιζε πολύ να το θυμηθεί. Αλλά δεν κατάφερε να θυμηθεί. Ο υπάλληλος της ρεσεψιόν τον σταμάτησε στην είσοδο του μπαρ. Συγγνώμη, κύριε, τις τελευταίες ώρες τηλεφώνησε τέσσερις πέντε φορές κάποια κυρία Σίλερ. Ζήτησε να αφήσει ένα επείγον μήνυμα για τον κύριο Χαρτ μόλις γυρίσει στο ξενοδοχείο, να τηλεφωνήσει στον αδελφό του. Ο Γιοέλ είπε ευχαριστώ. Δεν πήγε στο μπαρ. Κυκλοφορούσε ακόμα με το χειμωνιάτικο πανωφόρι του και βγήκε στον χιονισμένο δρόμο όπου δεν υπήρχαν πεζοί και δεν περνούσαν σχεδόν ούτε αυτοκίνητα αυτή τη βραδινή ώρα. Έστριψε και κατέβηκε την κατηφόρα, έριξε μια ματιά πίσω από τον ώμο του και είδε μόνο λακκούβες κίτρινου φωτός πάνω στο χιόνι. Αποφάσισε να στρίψει δεξιά και μετάνιωσε κι έστριψε αριστερά βαδίζοντας δυο τετράγωνα με δυσκολία στο μαλακό χιόνι έως ότου βρήκε επιτέλους αυτό που έψαχνε: έναν δημόσιο τηλεφωνικό θάλαμο. Πάλι κοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχε ψυχή. Το χιόνι χρωματιζόταν μπλε και ροζ σαν δερματική ασθένεια σε κάθε σημείο που το άγγιζαν οι αχτίνες των φαναριών. Τηλεφώνησε στο γραφείο στο Ισραήλ με χρέωση στον αποδέκτη της κλήσης. Ο αδελφός του, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ήταν το Αφεντικό. Στο Ισραήλ η ώρα ήταν περίπου μεσάνυ-


χτα. Ένας από τους βοηθούς του Αφεντικού του έδωσε εντολή να επιστρέψει άμεσα. Δεν πρόσθεσε κουβέντα και ο Γιοέλ δεν ρώτησε. Στη μία μετά τα μεσάνυχτα πέταξε από το Ελσίνκι στη Βιέννη και περίμενε εκεί επτά ώρες την πτήση για το Ισραήλ. Το πρωί ήρθε ένας άνθρωπος από το γραφείο στη Βιέννη να πιει μαζί του έναν καφέ στην αίθουσα αναχωρήσεων. Δεν ήξερε να πει στον Γιοέλ τι είχε συμβεί ή ήξερε και είχε εντολή να σιωπήσει. Μίλησαν λίγο για τις δουλειές τους. Ύστερα συζήτησαν για την οικονομία. Το βράδυ, στο αεροδρόμιο του Λουντ, τον περίμενε το Αφεντικό αυτοπροσώπως. Ο οποίος του είπε χωρίς προλόγους πως η Ίβρια είχε σκοτωθεί την προηγουμένη από ηλεκτροπληξία. Στις δύο ερωτήσεις του Γιοέλ ο άνθρωπος απάντησε με ακρίβεια και χωρίς πολλά πολλά. Και του πήρε από το χέρι τη μικρή βαλίτσα του και τον οδήγησε από την πλαϊνή έξοδο στο αυτοκίνητο και δήλωσε πως θα τον πήγαινε ο ίδιος στην Ιερουσαλήμ. Εκτός από μερικές φράσεις γύρω από το ζήτημα του Τυνήσιου μηχανικού έκαναν όλη τη διαδρομή σιωπηλοί. Από την προηγουμένη η βροχή δεν είχε σταματήσει, είχε γίνει μόνο ψιλή και ελαφριά, εκνευριστική. Στα φώτα των αυτοκινήτων στο αντίθετο ρεύμα φαινόταν λες και η βροχή δεν έπεφτε αλλά ανυψωνόταν από το έδαφος. Ένα φορτηγό που είχε ανατραπεί στην άκρη του δρόμου στις στροφές που οδηγούν στην Ιερουσαλήμ, με τις ρόδες του να γυρίζουν ακόμα με δύναμη στον αέρα, του έφερε πάλι στον νου τον ανάπηρο στο Ελσίνκι και του δημιουργήθηκε ξανά η αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά ή δεν ήταν αποδεκτό ή δεν ήταν δικαιολογημένο. Τι ήταν αυτό δεν ήξερε. Ανηφορίζοντας στο Καστέλ έβγαλε από την τσάντα του μια μικρή ξυριστική μηχανή που δούλευε με μπαταρία και ξυρίστηκε στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι. Κατά το συνήθειό του. Δεν ήθελε να εμφανιστεί στο σπίτι του με γένια. Το επόμενο πρωί στις δέκα έγιναν οι δυο κηδείες. Την Ίβρια την έθαψαν με βροχή στο νεκροταφείο στη Σανχεντρία ε-

31

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 31


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 32

32

νώ τον γείτονα τον πήγαν σε άλλο κοιμητήριο. Ο μεγαλύτερος αδελφός της Ίβρια, ένας βαρύς αγρότης από τη Μετούλα με το όνομα Νακντιμόν Λούμπλιν, τραύλισε το καντίς.6 Παραποίησε λέξεις κι εκφράσεις. Ύστερα ο Νακντιμόν και οι τέσσερις γιοι του στήριξαν ο ένας μετά τον άλλον την Αβιγκέλ που είχε καταρρεύσει. Βγαίνοντας από το νεκροταφείο ο Γιοέλ πήγε δίπλα στη μητέρα του. Βάδιζαν πολύ κοντά αλλά δεν αγγίζονταν μεταξύ τους εκτός από μια φορά καθώς περνούσαν την πύλη και στριμώχτηκαν από την πολυκοσμία και οι δυο μαύρες ομπρέλες τους μπλέχτηκαν μεταξύ τους στον αέρα. Ξαφνικά θυμήθηκε πως είχε αφήσει την Κυρία Νταλογουέι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο Ελσίνκι και το μάλλινο κασκόλ που του είχε αγοράσει η γυναίκα του στην αίθουσα αναχωρήσεων στη Βιέννη. Και ξεπέρασε την απώλειά τους. Πώς δεν είχε όμως προσέξει ποτέ πόσο έτειναν να μοιάζουν η μια στην άλλη η μητέρα του και η πεθερά του από τότε που συγκατοικούσαν. Θα εμφανιζόταν άραγε από δω και μπρος και ομοιότητα ανάμεσα σε αυτόν και την κόρη του; Τα μάτια του έκαιγαν. Αναθυμήθηκε πως είχε υποσχεθεί στον Τυνήσιο μηχανικό πως θα του τηλεφωνούσε μέσα στην ημέρα, κάτι δεν που έγινε και ούτε μπορούσε πλέον να γίνει. Δεν καταλάβαινε ακόμα πώς συνδεόταν αυτή η υπόσχεση με τον ανάπηρο, ένιωθε όμως πως υπήρχε σύνδεση. Αυτό το πράγμα τον ενοχλούσε λίγο.


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 33

 6

Ηεπειδή είχε κάποια άλλη δουλειά αλλά, όπως έκανε πά-

δεν πήγε στην κηδεία. Ούτε το Αφεντικό. Και όχι

ντα, ακριβώς την τελευταία στιγμή, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να τους περιμένει μαζί με τη Νέτα στο σπίτι να γυρίσουν από το νεκροταφείο. Όταν επέστρεψαν τα μέλη της οικογένειας καθώς και μερικοί γνωστοί και γείτονες που ήταν μαζί τους, τον βρήκαν μαζί με τη Νέτα καθισμένους αντικριστά στο σαλόνι να παίζουν ντάμα. Ήταν κάτι που δεν θεώρησαν πρέπον ο Νακντιμόν Λούμπλιν και οι άλλοι, έλαβαν όμως υπόψη τους την κατάσταση της Νέτα και προτίμησαν να το συγχωρήσουν. Ή να το αφήσουν να περάσει σιωπηλά. Τον Γιοέλ δεν τον ένοιαζε. Εντωμεταξύ κατά την απουσία τους ο άνθρωπος είχε μάθει στη Νέτα πώς να φτιάχνει καφέ πολύ δυνατό κι ανακατεμένο με κονιάκ και εκείνη πρόσφερε τέτοιο καφέ σε όλους. Εκείνος έμεινε στο σπίτι τους μέχρι το βράδυ. Το βράδυ σηκώθηκε κι έφυγε. Οι γνωστοί και οι συγγενείς μοιράστηκαν σε διάφορα μέρη. Ο Νακντιμόν Λούμπλιν και οι γιοι του πήγαν να κοιμηθούν κάπου αλλού στην Ιερουσαλήμ και υποσχέθηκαν πως θα επέστρεφαν το πρωί. Ο Γιοέλ έμεινε με τις γυναίκες. Όταν σκοτείνιασε έξω άρχισε η Αβιγκέλ να θρηνεί στην κουζίνα με λυγμούς ισχυρούς και κοφτούς που ακουγόντουσαν σαν δυνατός λόξιγκας. Η Λίζα την ηρέμησε με σταγόνες βαλεριάνας, ένα παλιομοδίτικο φάρμακο το οποίο πράγματι την ανακούφισε μετά από λίγο. Οι δυο γριές καθό-

2 – Η γυναίκα που γνώρισα

33

Νέτα


34

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 34

ντουσαν στην κουζίνα, το χέρι της Λίζας ήταν πάνω στον ώμο της Αβιγκέλ και ήταν τυλιγμένες και οι δυο με μια μάλλινη γκρι εσάρπα την οποία φαίνεται πως είχε βρει η Λίζα σε κάποια ντουλάπα. Πού και πού έπεφτε η εσάρπα και η Λίζα έσκυβε και την μάζευε και σκέπαζε και τις δυο τους σαν να ξεδίπλωνε φτερούγα νυχτερίδας. Μετά τις σταγόνες της βαλεριάνας το κλάμα της Αβιγκέλ έγινε ήσυχο και μονότονο. Σαν κλάμα παιδιού μέσα στον ύπνο του. Απέξω όμως ανυψώθηκε ξαφνικά ένα ουρλιαχτό ερεθισμένων γατιών, παράξενο, μοχθηρό, διαπεραστικό, που έμοιαζε καμιά φορά με γάβγισμα. Εκείνος και η κόρη του κάθονταν στο σαλόνι στις δυο πλευρές του χαμηλού τραπεζιού που είχε αγοράσει η Ίβρια πριν από δέκα χρόνια στη Γιάφο. Πάνω στο τραπέζι ήταν η σκακιέρα της ντάμας, περιτριγυρισμένη από πιόνια, όρθια και πεσμένα, και μερικά άδεια φλιτζάνια του καφέ. Η Νέτα τον ρώτησε αν ήθελε να του φτιάξει μια ομελέτα και μια σαλάτα και ο Γιοέλ είπε δεν πεινάω κι εκείνη απάντησε ούτε εγώ. Στις οκτώμισι χτύπησε το τηλέφωνο κι όταν εκείνος σήκωσε το ακουστικό δεν άκουσε τίποτα. Από επαγγελματική συνήθεια αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ενδιαφερόταν απλώς να μάθει αν ήταν στο σπίτι. Και δεν κατάφερε να μαντέψει τίποτα. Ύστερα σηκώθηκε η Νέτα κι έκλεισε τα παντζούρια, τα παράθυρα και τις κουρτίνες. Στις εννέα είπε: από τη μεριά μου μπορούμε να ανάψουμε την τηλεόραση για να δούμε τις ειδήσεις. Ο Γιοέλ είπε καλά. Αλλά παρέμειναν καθιστοί, κανένας τους δεν πλησίασε την τηλεόραση. Και πάλι με τη δύναμη της επαγγελματικής συνήθειας θυμήθηκε απέξω τον αριθμό τηλεφώνου στο Ελσίνκι και προς στιγμή σκέφτηκε να τηλεφωνήσει εκείνη την ώρα από κει στον Τυνήσιο μηχανικό. Αποφάσισε να μην το κάνει γιατί δεν ήξερε τι να του πει. Μετά τις δέκα σηκώθηκε από τη θέση του κι ετοίμασε για όλους μια φέτα ψωμί με κίτρινο τυρί και ζαμπόν, που βρήκε στο ψυγείο, το πικάντικο, αρτυμένο με μαύρο πιπέρι, που ήταν το αγαπημένο της Ίβρια. Μετά έβρασε νε-


ρό στον βραστήρα και σέρβιρε τέσσερα ποτήρια τσάι με λεμόνι. Η μητέρα του είπε: άσ’ τα σε μένα αυτά. Εκείνος είπε: δεν πειράζει. Είναι εντάξει. Ήπιαν τσάι, κανείς όμως δεν άγγιξε τις φέτες του ψωμιού. Γύρω στη μία τη νύχτα κατάφερε η Λίζα να πείσει την Αβιγκέλ να καταπιεί δυο χάπια βάλιουμ και την έβαλε να ξαπλώσει με τα ρούχα στο διπλό κρεβάτι στο δωμάτιο της Νέτα. Η ίδια ξάπλωσε δίπλα της χωρίς να σβήσει το πορτατίφ στο προσκεφάλι τους. Στις δύο και τέταρτο έριξε μια ματιά ο Γιοέλ και τις είδε και τις δυο να κοιμούνται. Τρεις φορές ξύπνησε η Αβιγκέλ κλαίγοντας και σταμάτησε και επήλθε πάλι ησυχία. Στις τρεις η Νέτα πρότεινε στον Γιοέλ να παίξουν ντάμα για να περάσει η ώρα. Εκείνος συμφώνησε, ξαφνικά όμως τον λύγισε η κούραση, τα μάτια του έκαιγαν, και πήγε να λαγοκοιμηθεί λιγάκι στο κρεβάτι του στο δωμάτιο με τις κούκλες. Η Νέτα στον συνόδευσε ως την πόρτα κι εκεί, όρθιος, ξεκουμπώνοντας τα κουμπιά του πουκαμίσου του, της είπε πως είχε αποφασίσει να εκμεταλλευτεί το δικαίωμά του να βγει σε πρόωρη σύνταξη. Την ίδια κιόλας εβδομάδα θα έγραφε μια επιστολή παραίτησης, δεν θα περίμενε μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης. Και στο τέλος της σχολικής χρονιάς θα φύγουμε από την Ιερουσαλήμ. Η Νέτα είπε: Από τη μεριά μου… Και δεν πρόσθεσε λέξη. Δίχως να κλείσει την πόρτα ξάπλωσε στο κρεβάτι, με τα χέρια κάτω από το κεφάλι του και τα φλεγόμενα μάτια του στο ταβάνι. Η Ίβρια Λούμπλιν ήταν η μοναδική του αγάπη εδώ και πολύ καιρό όμως. Πεντακάθαρα, με λεπτομέρειες θυμήθηκε μια φορά που είχαν κάνει έρωτα πριν από πολλά χρόνια. Έρωτα μετά από τρομερό καβγά. Από το πρώτο χάδι και μέχρι τον τελευταίο σπασμό ήταν αγκαλιασμένοι όχι σαν άντρας και γυναίκα αλλά σαν δυο άνθρωποι που είχαν παγώσει έξω μια χιονισμένη νύχτα. Και είχε αφήσει το όργανό του μέσα στο κορμί της όταν δεν είχε απομείνει καθόλου πόθος και σχεδόν μέχρι το τέλος εκείνης της νύχτας. Τώρα με τις αναμνήσεις είχε ξυπνή-

35

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 35


36

OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 36

σει μέσα του επιθυμία για το κορμί της. Ακούμπησε το φαρδύ άσχημο χέρι του πάνω στο όργανό του, σαν να ήθελε να το κατευνάσει, προσέχοντας να μην κουνήσει το χέρι του ή το όργανό του. Επειδή η πόρτα του δωματίου ήταν ανοιχτή σήκωσε το άλλο του χέρι κι έσβησε το φως. Όταν έσβησε το φως συνειδητοποίησε πως το σώμα που ποθούσε ήταν τώρα σκεπασμένο με χώμα και θα παρέμενε πάντα σκεπασμένο με χώμα. Μαζί και τα παιδικά γόνατα, μαζί και το αριστερό στήθος που ήταν πιο στρογγυλό και λίγο πιο όμορφο από το δεξί, μαζί και ο καφέ εκ γενετής λεκές που μερικές φορές ξεπρόβαλλε και μερικές φορές κρυβόταν ανάμεσα στο ηβικό τρίχωμα. Και μετά είδε τον εαυτό του εγκλωβισμένο στο δωματιάκι της μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και είδε εκείνη ξαπλωμένη γυμνή κάτω από το τετράγωνο τσιμεντένιο κάλυμμα, κάτω από τον σωρό του χώματος στη βροχή που έπεφτε μέσα στο σκοτάδι και θυμήθηκε την κλειστοφοβία της και υπενθύμισε στον εαυτό του πως οι νεκροί δεν θάβονται γυμνοί και σήκωσε ξανά το χέρι του και άναψε πανικοβλημένος το φως. Ο πόθος του είχε παρέλθει. Έκλεισε τα μάτια του κι έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα, ακίνητος, ελπίζοντας στο κλάμα. Το κλάμα δεν ερχόταν και ο ύπνος δεν ερχόταν και το χέρι του έψαξε ψηλαφιστά πάνω στο κομοδίνο το βιβλίο. Που είχε μείνει στο ξενοδοχείο στο Ελσίνκι. Πέρα από την ανοικτή πόρτα και υπό τον ήχο του αέρα και της βροχής είδε από μακριά την κόρη του, όχι όμορφη, ισχνή, σκυφτή, που μάζευε και ακουμπούσε πάνω σε ένα δίσκο τα άδεια φλιτζάνια του καφέ και τα ποτήρια του τσαγιού. Τα πήγε όλα στην κουζίνα και τα έπλυνε χωρίς βιασύνη. Το πιάτο με τις φέτες του ψωμιού, με το κίτρινο τυρί και το ζαμπόν, το τύλιξε με νάιλον και το έβαλε προσεχτικά στο ψυγείο. Έσβησε τα περισσότερα φώτα και έλεγξε αν το σπίτι ήταν κλειδωμένο. Ύστερα χτύπησε δυο φορές την πόρτα του στούντιο της μητέρας της πριν ανοίξει και μπει. Πάνω στο γραφείο βρισκόταν η πένα της Ίβρια και το μελανοδοχείο που είχε μείνει ανοιχτό. Η Νέτα


OZ_H GYNAIKA_sel_Final.qxp_Layout 1 21/10/20 2:47 PM Page 37

37

έκλεισε το μελανοδοχείο και έβαλε το καπάκι στην πένα. Σήκωσε από το γραφείο τα χωρίς σκελετό τετράγωνα γυαλιά, γυαλιά αυστηρού οικογενειακού γιατρού της προηγούμενης γενιάς. Η Νέτα τα σήκωσε από το γραφείο λες και σκόπευε να τα δοκιμάσει. Αλλά μετάνιωσε, τα καθάρισε λίγο με την άκρη της μπλούζας της, τα δίπλωσε και τα έβαλε στην καφέ θήκη που βρήκε κάτω από τα χαρτιά. Πήρε το φλιτζάνι του καφέ, που είχε αφήσει η Ίβρια όταν κατέβηκε να βρει τον φακό, έσβησε το φως και βγήκε κι έκλεισε την πόρτα του στούντιο. Αφού έπλυνε κι αυτό το φλιτζάνι επέστρεψε στο σαλόνι και κάθισε μόνη της μπροστά στη σκακιέρα της ντάμας. Πίσω από τον τοίχο η Αβιγκέλ πάλι έκλαιγε και η Λίζα την παρηγορούσε ψιθυριστά. Τόσο βαθιά ήταν η ησυχία που επικρατούσε, ώστε πέρα από τα παντζούρια και τα παράθυρα έφθανε το λάλημα από μακρινούς κόκορες και το γάβγισμα σκύλων και αμέσως μετά, ασθενής και διαρκής, η φωνή του μουεζίνη που καλούσε στην προσευχή της αυγής. Και τι θα γίνει τώρα, αναρωτήθηκε ο Γιοέλ. Γελοίο, εκνευριστικό και περιττό του φάνηκε το ξύρισμα στο αυτοκίνητο του Αφεντικού στον δρόμο από το αεροδρόμιο στο σπίτι. Ο ανάπηρος στο αναπηρικό καροτσάκι ήταν νέος, πολύ άσπρος, και ο Γιοέλ πίστευε πως το πρόσωπό του είχε γυναικεία και λεπτά χαρακτηριστικά. Του έλειπαν τα χέρια και τα πόδια. Εκ γενετής; Από ατύχημα; Όλη τη νύχτα έβρεχε στην Ιερουσαλήμ. Το ρεύμα όμως αποκαταστάθηκε σε λιγότερο από μια ώρα μετά τη συμφορά.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.