GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 5
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 6
©
Copyright Ρέα Γαλανάκη – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2020
1η έκδοση: Μάρτιος 2020 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
% 210-330.12.08 – 210-381.63.105 FAX: 210-382.25.30 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6737-9
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Μνήμη του έρωτα, λήθη του έρωτα [ 9-29 ] Οι Κούρδοι της Πάτρας [ 31-39 ] Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι [ 41-45 ] Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου [ 47-59 ] Δυο χιλιάδες κεριά για τα γενέθλια του μηδενός [ 61-66 ] Καινούργιο γεύμα σε παλιό σερβίτσιο [ 67-77 ] Ένας άντρας καμωμένος από λέξεις [ 79-87 ] Μαυρόασπρο [ 89-105 ] Τα αόρατα και τα ορατά [ 107-116 ] Η κεφαλή του Νίκου Καζαντζάκη [ 117-123 ] Η ιστορία της Όλγας [ 125-166 ]
7
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 8
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 9
Μνήμη του έρωτα, λήθη του έρωτα
ji
Τ την πηγή, τη λάμψη, την αστραπή, τη γυναίκα – ή κάτι άλλο, εξίσου παλαιό. Το είχε λάβει τότε που ο Ο ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ σήμαινε την ασημένια: τη σελήνη,
κόσμος πίστευε πιο πολύ στα μάγια του φεγγαριού παρά στην αξία των μετάλλων. Ζούσε σε μια σπηλιά, στο κοίλωμα μάλλον που σχημάτιζαν μερικοί λείοι και μεγάλοι βράχοι κοντά στη θάλασσα, απ’ όπου ανάβλυζε το γλυκό νερό μιας πηγής. Ο τόπος γύρω ήταν καταπράσινος. Μια κοντινή πολίχνη θα έπαιρνε αργότερα το όνομά της, ελπίζοντας να καθηλώσει τη λάμψη της σελήνης πάνω στα νερά. Τα πάντα όμως είναι εφήμερα, ιδιαίτερα τούτη η λάμψη. Τότε ο έρωτάς της θα είχε προ πολλού διαβεί. Κι η ίδια η πολίχνη δεν θα ζούσε ανά τους αιώνες. Τα σπίτια γίνονται γρήγορα ερείπια σ’ αυτό τον τόπο, το ήξερε καλά. Μπορούσε να τα δει νεκρά και μέσα στον καθρέφτη. Δεν εννοούσε τον καθρέφτη που, με τόση έγνοια, 9
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 10
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
κρατούσε καθώς στολιζόταν για να πάει να βρει τον εραστή της, αλλά τον άλλο, εκείνον που οι γυναίκες έδεναν με μια μάλλινη κλωστή για να τον βουτήξουν σε μια ιερή πηγή στην άκρη της πόλης, κοντά στη θάλασσα. Κατέβαιναν με προσοχή τα λαξεμένα πάνω στην υγρή πέτρα σκαλοπάτια, ανάβανε λυχνάρια, καίγανε αρωματικά λιβάνια και προσεύχονταν κρατώντας τον μικρό καθρέφτη μόλις βυθισμένο στο νερό. Στο μαντικό νερό. Μετά τον τραβούσαν και τον μελετούσαν. Το πρόσωπο του αγαπημένου τους αρρώστου ζωγραφιζόταν μια στιγμή πάνω στο κάτοπτρο. Νεκρό ή ζωντανό. Έτσι μαντεύανε τη μοίρα του, αν θα ζούσε ή αν θα τους πέθαινε. Για την ώρα, αυτή δεν είχε κρατήσει στα χέρια άλλο καθρέφτη, παρά μόνο εκείνον που της έδειχνε το πρόσωπό της καθώς στολιζόταν. Τα μαλλιά της είχαν το μακρύ και πράσινο παράπονο της ιτιάς. Τα έπλεξε στεφάνι γύρω από το κεφάλι. Στην κορφή τους στερέωσε έναν ιβίσκο κόκκινο σαν τον χιτώνα που φορούσε, τον βαμμένο με πορφύρα κοχυλιών. Μόνη της είχε βάψει το λινάρι κι είχε υφάνει το πανί. Μετά ένωσε με μια κοκκάλινη περόνη το ύφασμα πάνω στον αριστερό της ώμο, αφήνοντας τον δεξιό γυμνό για να κινείται πιο ελεύθερα το χέρι της, διότι έπρεπε να περπατήσει ώρα για να πάει να βρει τον εραστή της. Τέλος, έριξε σε κάθε μάτι από μια σταγόνα μπελαντόνα για να μεγαλώσει την κόρη. Ήθελε να είναι όμορφη, αν και μάντευε, κοιτάζοντας βαθιά 10
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 11
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
μες στον καθρέφτη, ότι γρήγορα θα τον παρατούσε. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στη μορφή της. Ας μην ήταν μαντικός ο καθρέφτης που κρατούσε, ήξερε πως η ίδια σίγουρα θα ζούσε. Θα ζούσε ένα παραπάνω, γιατί είχε μεγαλώσει με τις άλλες νύμφες στις πηγές και στα δέντρα. Όλες τους έλεγαν πατέρα τη βροχή, που χανότανε μέσα στο χώμα για να ξαναζήσει στο θρόισμα των καινούργιων φύλλων, στο μουρμουρητό μιας νερομάνας. Τους χάριζε ένα μικρό μερίδιο αθανασίας η ουράνια καταγωγή τους, ενώ η σχέση τους με τα νερά τούς χάριζε την αδιάκοπη κίνηση, αλλά και τη ρευστότητα των αισθημάτων. Μπορεί και γι’ αυτό να μην κρατούσανε πολύ οι έρωτές τους με άντρες θνητούς. Άλλωστε οι θνητοί μετρούσανε την ηδονή με άλλο μέτρο. Περηφανεύονταν, λόγου χάριν, ότι ο θάνατος κάνει τον έρωτα πιο δυνατό. Ποτέ της δεν τους πίστεψε. Μάλλον φθονούσαν την αθανασία, ιδίως αν τους τύχαινε να σμίξουν με πλάσμα διαφορετικό· αν αγκαλιάζανε μια νύμφη, αν έστω είχαν παραμονέψει μια θεά να γδύνεται. Άντρες μικροί· η σκέψη τους γύριζε αδιάκοπα στον θάνατο, σαν να ήταν αυτός η μόνη αθανασία. Άφησε τον καθρέφτη της σ’ ένα βαθούλωμα του βράχου, έτοιμη να ξεκινήσει. Και πάλι απόψε ας φώτιζε τα βήματά της η σελήνη, με το συνένοχο ασημένιο πρόσωπό της. Και πάλι απόψε θα ανασήκωνε τον πορφυρό ποδόγυρό της για να μη βραχεί στα ρυάκια, προπάντων για να μη σκιστεί στα αγκαθωτά χαμό11
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 12
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
κλαδα. Στην ανάγκη μπορούσε να πετάξει μιαν οργυιά πάνω από το έδαφος, διαγράφοντας την τροχιά του βότσαλου που ρίχνει ένα παιδί σε θάλασσα ήσυχη και αναπηδά δυο τρεις φορές προτού βουλιάξει. Μα κουραζόταν έτσι. Η τάξη της δεν ήταν η πρώτη στο ουράνιο καθεστώς, για να μπορεί να ξεκολλήσει με την άνεσή της από το χώμα. Κουραζόταν. Τότε γινόταν πιο σκληρή με τους εραστές της. Τον αντίκρισε στο συνηθισμένο μέρος. Από μακριά τής φάνηκε μικρός, σχεδόν παιδί. Σταμάτησε στον λόφο με τα κυπαρίσσια, απέναντί του, για να ανασυντάξει τα αισθήματά της. Ωραίος – τι άλλο να πει; Ένας βοσκός του όρους Παναχαϊκού, αγένειος και νέος. Τι την τράβηξε κοντά του απ’ όλα; Ο τρόπος που την κοίταξε; Ο ήχος της φλογέρας στις πλαγιές; Η δική της ώρα; Τώρα που σκόπευε να τον αφήσει, τον έβλεπε πιο καθαρά. Το βλέμμα του ήταν ταπεινό, θάνατος τρυφερός, χωρίς επάρσεις. Η μουσική του άνοιξη ανέμελη που σκοτεινιάζει ξαφνικά με κάποια μπόρα. Όσο για την ίδια, ήθελε τότε να πλαγιάσει μ’ έναν άντρα. Πριν ξεκινήσει πάλι για να πάει κοντά του, απόρησε που δεν τον λυπότανε καθόλου. Ούτε καν όσο της επέβαλλε η ανθρώπινη μορφή της, μορφή που κατά καιρούς δανείζονται οι αθάνατοι για να παίζουνε με τους ανθρώπους. } 12
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 13
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Όσο ζούσε, ήταν βοσκός. Όσο ζούσε, ερωτεύτηκε τη νύμφη Αργυρά, αυτό μοναχά θυμόταν. Για καιρό πλάγιαζε μαζί της κάθε νύχτα. Η νύμφη άφηνε τα θαλασσινά λημέρια της κι ανηφόριζε για να τον βρει με πόδι γρήγορο, καμιά φορά βαριοπετώντας πάνω στα χαμόκλαδα. Πριν πάει κοντά του, στεκότανε συχνά στον λόφο με τα κυπαρίσσια, απέναντί του, για να πάρει μιαν ανάσα. Η Αργυρά νόμιζε ότι δεν την έβλεπε, εκείνος όμως τη διέκρινε ξεκάθαρα, αφού ήταν βοσκός κι είχε μάθει να βλέπει μέσα στο σκοτάδι. Άλλωστε έβγαζε ένα φως δικό της, ασήμι σκόρπιο πάνω στα νερά της στέρνας που είχε για τα αρνιά του, κάτι τέτοιο. Καθότανε στην πόρτα της καλαμένιας του καλύβας περιμένοντάς την, καθηλωμένος απ’ αυτό το ασημένιο φως. Σε λίγο θα την είχε στα στρωσίδια. Παλιότερα κοιμόταν μόνος του, αυτό το θυμόταν, πάνω στο πατημένο χώμα της καλύβας. Στο χώμα πάνω πρωτοπλάγιασε μαζί της. Μα την άλλη μέρα μάζεψε μαλλί και κάτι άχερα, τα τύλιξε σ’ ένα σεντόνι. Το στρώμα άσπριζε στο βάθος της καλύβας πίσω του, ενώ μπροστά του, στον λόφο με τα κυπαρίσσια, έφεγγε η νύμφη Αργυρά. Κόντευε να περάσει πια το καλοκαίρι. Τελευταία η νύμφη Αργυρά καθυστερούσε όλο και πιο πολύ, εκεί απέναντί του. Όταν ερχόταν, τέλος, και την είχε, ένιωθε με την άκρη των δαχτύλων του ότι η νύμφη είχε αρχίσει να του φεύγει. Κι ας έμενε κοντά του μέχρι την αυγή. Ας την κοιτούσε όπως την κοιτούσε – 13
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 14
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
ώσπου χαμήλωνε το βλέμμα κι έβγαινε έξω από την καλύβα για να εμπιστευτεί τη λύπη του στον έναστρο ουρανό. Αν έπιανε τέτοιες ώρες τη φλογέρα, το τσοπανόσκυλο ερχότανε κοντά και, πράγμα ασυνήθιστο, του έγλειφε το χέρι. Την επομένη έδινε στον σκύλο του όλο το φαγητό που είχε ετοιμάσει για τη νύμφη Αργυρά και τον εαυτό του. Έτσι κι αλλιώς εκείνη δεν το άγγιζε ποτέ. Κι αυτός σταμάτησε σιγά σιγά να τρώει. Από το μαράζι. Γιατί πέρασε μια νύχτα ολόκληρη, έπειτα κι άλλη, κι άλλη, και η νύμφη Αργυρά δεν φάνηκε. Και μάλλον δεν θα ξαναρχόταν. Δεν τον παρηγορούσε η σκέψη ότι οι έρωτες όσων γυναικών δεν έχουν θάνατο είναι πάντοτε εφήμεροι. Όσων γυναικών δεν θέλουν καν να ξέρουν για το έλεος εκείνων των λίγων ωρών πριν απ’ το τέλος της ζωής. Πώς να έχουν αισθήματα για τους θνητούς; Λόγια σοφά, που τα είχε μάθει από παιδί, όπως έμαθε ν’ αρμέγει, να κουρεύει, να τυροκομεί, αλλά δεν τον εμπόδισαν να την πλαγιάσει. Και να την ερωτευθεί. Γελούσε τότε, θύοντας στη δαιμονική λαγνεία, με τις σαχλαμάρες των φρονίμων, των παλιών. Δεν το μετάνιωσε. Μα τώρα του έλειπε η νύμφη Αργυρά πιο βαθιά απ’ όσο μπορεί ν’ απουσιάσει ένα ανθρώπινο κορμί από ένα άλλο. Σαν να μην ήταν δώρο ο έρωτάς της, αλλά μαχαιριά. Την περίμενε βέβαια. Φθινοπώριασε, αλλά η Αργυρά δεν ξαναφάνηκε. Άρχισαν οι βροχές. Κατέβασε 14
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 15
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
το κοπάδι του χαμηλά, κοντά στη θάλασσα. Μια μέρα που έσκυψε να πιει νερό σ’ ένα ρυάκι, νόμισε πως είχε πάνω στα υγρά του χείλια το φιλί της. Μιαν άλλη είδε ένα ρόδινο λινό κουρέλι, πιασμένο στα γυμνά κλαδάκια ενός θάμνου, ν’ ανεμίζει. Νόμισε πως ήταν ένα ξεβαμμένο κομμάτι από το πορφυρό της ρούχο, που θα είχε σκιστεί καθώς ερχόταν να τον συναντήσει. Το πήρε και το φύλαξε κατάσαρκα, μέσα από τις προβιές που είχε φορέσει για τα πρώτα κρύα. Στο δέρμα του άνθισε αμέσως ένα ρόδινο εξάνθημα, αλλά δεν πέταξε το κουρέλι. Το εξάνθημα φούντωσε. Καταλάβαινε πως η πάθησή του δεν προερχόταν από κάτι που μπορούσε να το πιάσει και να το πετάξει πέρα, όπως το κουρέλι, αλλά από κάτι μυστικό και άπιαστο, όπως είναι του έρωτα η πληγή. Τότε σκέφτηκε να πάει στο ιερό της Λιμενίας Αφροδίτης για να γιατρευτεί. Γιατί του είχαν πει ότι ένα τέτοιο, θαυματουργό για την περίπτωσή του ιερό, βρισκόταν λίγο πιο έξω από τη γειτονική μεγάλη πόλη, στο κέντρο ενός παραθαλάσσιου άλσους. Ακριβώς δίπλα στο ιερό της Δήμητρας και στην πασίγνωστη σε όλη την περιοχή πηγή, που στο νερό της μάντευαν οι γυναίκες αν θα ζήσουν ή αν θα πεθάνουν οι αγαπημένοι τους, βουτώντας μέσα της έναν μικρό καθρέφτη. Άφησε το κοπάδι του στην επίβλεψη ενός άλλου βοσκού, λέγοντας πως θα πήγαινε στην πόλη για δουλειές, μπορεί και να έλειπε λίγες μέρες. Δεν τον ένοιαζε αν θα τον πίστευαν, έτσι κι αλλιώς τον έβλεπαν 15
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 16
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
που υπέφερε και του έλεγαν να φύγει και να διασκεδάσει λίγο. Ξεκίνησε νωρίς κι έφθασε γρήγορα στην πόλη, γιατί ήταν μαθημένος, ως βοσκός, να πατά ανάλαφρα στη γη το πόδι και να μην κουράζεται. Εκείνη την ημέρα είχε σύννεφα. Η θάλασσα ανοιγότανε τεφρή δεξιά του, από την πόλη μέχρι το άλσος με το ιερό της Λιμενίας Αφροδίτης. Τον είχαν συμβουλέψει τι να κάνει μόλις φθάσει. Έδεσε το ρόδινο κουρέλι στο κλαδί ενός μεγάλου δέντρου που βρισκόταν έξω από το ιερό. Κρεμόντουσαν τόσα χρωματιστά κουρέλια από τα γυμνά κλαδιά του που, μόλις φυσούσε και κυματίζανε όλα μαζί, το δέντρο δεν έμοιαζε πια με δέντρο. Ούτε όμως και με κάτι άλλο αναγνωρίσιμο. Τα κουρέλια ανεμίζανε δίνοντάς του την ελευθερία και τη διαδοχή σχημάτων που πλάθει ο άνεμος στο σύννεφο. Ήταν καλό σημάδι ο αέρας, του είπε μια γυναίκα τυλιγμένη με τσεμπέρια, που πέρασε δίπλα του κουβαλώντας ένα πανέρι σκεπασμένο. Τον είδε που κοίταζε το πανέρι της και παίζαν τα ρουθούνια του από τη μυρωδιά του ζεστού ψωμιού. Έριξε μια ματιά γύρω της, του έδωσε ένα μικρό καρβέλι και προχώρησε. Δεν είδε το πρόσωπό της. Από τη φωνή τού φάνηκε γριά, από την καλοσύνη δούλα. Έφαγε λίγο ζεστό ψωμί, μολονότι δεν έπρεπε να έχει φάει ούτε πιει τίποτε μπαίνοντας στο ιερό. Τα υπόλοιπα όμως έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν. Ο νεαρός βοσκός ξόδεψε τη μέρα του περνώντας από τους αναγκαίους καθαρμούς και συνομιλώντας με τους ιε16
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 17
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
ρείς. Του συνέστησαν να κοιμηθεί ένα βράδυ μέσα στον ναό της Αφροδίτης. Θα του έδιναν να πιει με τελετουργικό τρόπο μια κούπα ζεστό κρασί ανακατεμένο με τα βότανα, που εκείνοι έκριναν σαν τα κατάλληλα γιατρικά γι’ αυτόν. Τον προειδοποίησαν, ωστόσο, πως καμιά φορά η βούληση της θεάς ήταν να μην ξαναξυπνήσει κάποιος. Δέχτηκε. Ήπιε το κρασί με τα βότανα από την ασημένια κούπα, είπε τα λόγια που έπρεπε να πει, έκανε ό,τι του είχαν πει να κάνει και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Προτού καλά καλά χαράξει, τον ξύπνησαν για να διηγηθεί το όνειρό του στον ιερέα ονειροκρίτη. Διηγήθηκε ότι τον επισκέφθηκε στο ενύπνιο η νύμφη Αργυρά, του έδωσε μάλιστα ένα μικρό καρβέλι ζεστό ψωμί ζυμωμένο, όπως επέμενε, από τα δικά της χέρια. Δεν την πίστεψε, αλλά δεν της έφερε αντιρρήσεις. Το έφαγε μπροστά της, ενώ η νύμφη, όντας ουράνιο πλάσμα, δεν το άγγιξε. Έπειτα άρχισαν να χαϊδολογιούνται και να γδύνονται. Όσο κράτησε το σύντομο όνειρο, ξανάζησαν όλες τις φορές, αμέτρητες φορές, που είχαν σμίξει από την αρχή μέχρι το τέλος του δεσμού τους. Με την ίδια λαγνεία. Με την ίδια τρυφερότητα. Κυρίως με τη συντομία και το φως μιας αστραπής. Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι η νύμφη Αργυρά τον έβρισκε συνηθισμένο κι άσχημο, άγνωστο όμως το πότε ακριβώς, αφού ο χρόνος είχε συμπυκνωθεί στο ερωτικό ενύπνιο. Δεν του το έκρυψε. Τον ρώτησε μάλιστα γιατί χάνεται τόσο γρήγορα η ανθρώπινη ομορφιά. Δεν 17 2 – Διηγήματα
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 18
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
ήξερε τι να της απαντήσει. Έπειτα του είπε ότι ο εραστής που είχε στην αγκαλιά της, δηλαδή αυτός, μεταμορφωνότανε αργά –«όσο μπορεί να γίνει κάτι αργά στην αστραπή του ονείρου», γύρισε και είπε στον ιερέα ονειροκρίτη– σε ταύρο. Σε ταύρο που είχε, ωστόσο, το κεφάλι κερασφόρου και γενειοφόρου άντρα. Τα γένια του άσπριζαν ασταμάτητα. Ένα ποτάμι άρχισε ξάφνου να κυλάει ήσυχα μέσα απ’ το στόμα του. Ο εραστής της, του είπε εννοώντας πάντα αυτόν, γερνούσε τόσο γρήγορα μέσα στην αγκαλιά της, που μέχρι να ξημερώσει θα μπορούσε και να είχε ξεψυχήσει. Όχι, δεν θα ήθελε να είναι μπροστά, κανένας θάνατος θνητού δεν θα τη μίαινε. Κανένας θάνατος θνητού δεν την αφορούσε, του είπε κι ετοιμάστηκε να φύγει. Τότε τον ξύπνησαν, δεν ήξερε αν έμεινε κι άλλο κοντά του ή αν, το πιθανότερο, είχε πετάξει μακριά του η νύμφη Αργυρά. Ο νεαρός βοσκός ρώτησε τον αρμόδιο ιερέα πώς εξηγούσε το όνειρο. Δεν περίμενε μια ξεκάθαρη ερμηνεία, εξαιτίας της βαθιάς δυσπιστίας ενός βουνήσιου για όσα συμβαίνουνε πέρα από τον μακρύ μανδύα του βουνού του, ή απλά και μόνο από τον φόβο ενός ανθρώπου για τη μοίρα του. Έλαβε πάντως την απάντηση ότι τα σημάδια ήταν ολοφάνερα. Η Λιμενία Αφροδίτη τον είχε λυπηθεί: και είχε ξυπνήσει, και είχε δει ένα όνειρο φιλάνθρωπο. Αν της ζητούσε κάποια χάρη, θα τον ελεούσε. Της ζήτησε να πεθάνει για να μη θυμάται τον έρωτά του με τη νύμφη Αργυρά. 18
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 19
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Η θεά τού έκανε τη χάρη, πλην όμως με τον τρόπο που αποφασίζουν οι θεοί. Δεν πέθανε από τα βότανά της, δεν θα τον σκότωνε λοιπόν ούτε με άλλο τρόπο. Για να μην υποφέρει όμως, τον μεταμόρφωσε σε ποτάμι, εξηγώντας ότι η ενύπνια μεταμόρφωσή του σε ταύρο με κεφάλι κερασφόρου και γενειοφόρου άντρα θα συμβόλιζε στο μέλλον τα ποτάμια. Έ τσι θα απεικόνιζαν οι πιστοί στις μετόπες των ναών τούς ποταμούς. Έδωσε στο ποτάμι το όνομα Σέλεμνος, που ήταν και το όνομα του νεαρού βοσκού, για να το διαιωνίσει, κρίνοντας ότι δεν πρέπει να χαθεί από τη μνήμη των ανθρώπων το πέρασμα ενός τόσο μεγάλου έρωτα. Τα νερά του θα κυλούσαν εφεξής στα ίδια μέρη όπου είχε αγαπήσει τη νύμφη Αργυρά κι όπου αργότερα, αφού τον άφησε, μαρτύρησε αναζητώντας την. Έτσι, από τους ίδιους πράσινους λόφους, στις ρίζες του Παναχαϊκού, το ποτάμι Σέλεμνος άρχισε να κυλά προς τα ίδια ακρογιάλια. Αυτή η επιείκεια έναντι του θανάτου, το ίδιο δηλαδή όνομα και τα ίδια μέρη, έγιναν γρήγορα βασανιστήριο. Μέσα από τα νερά του ποταμού Σέλεμνου, ο ερωτευμένος βοσκός δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί από τη μνήμη του έρωτά του για τη νύμφη Αργυρά. Άρχισε να παρακαλεί πάλι την Αφροδίτη. Μα όχι πια για θάνατο ανθρώπινο, αφού δεν ήταν πλέον άνθρωπος, ούτε για μια δεύτερη μεταμόρφωση, αλλά για την εύνοια της λήθης. Δεν είχε άλλο τρόπο για να πει τον θάνατό του οριστικό, ούτε τον έρωτά του τελειωμένο. 19
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 20
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
Άγνωστο πότε τον λυπήθηκε η Αφροδίτη και καταδέχτηκε επιτέλους ν’ απαλλαγεί ο Σέλεμνος από τις αναμνήσεις του έρωτά του. Άλλωστε ως θεά θα μπορούσε να εφεύρει χίλιους άλλους τρόπους για να κάνει τον κόσμο να θυμάται τη θεία νόσο του έρωτα και να τιμά αντιστοίχως τη θεά τόσο του πάθους όσο και της θεραπείας του. Έτσι διέταξε να μείνει για πάντα το ποτάμι Σέλεμνος γνωστό ως το ποτάμι της ερωτικής λησμονιάς. Όποιος δηλαδή, άντρας ή γυναίκα, πίνει στο μέλλον από τα νερά του, αμέσως να ξεχνά τα βάσανα κάποιου δικού του έρωτα· και απαλλαγμένος από τις σκληρές του αναμνήσεις, ν’ ανακαλεί τα πάθη του ποιμένα Σέλεμνου και να τιμά τη μεταμόρφωσή του σε ποτάμι της λήθης του έρωτα. Να τιμά και την ίδια τη θεά του έρωτα, που ανέκαθεν είχε ορίσει ότι κανείς θνητός δεν έρχεται σε επαφή με μιαν αθάνατη ατιμώρητα, και πρέπει να βασανιστεί πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο, ώσπου στο τέλος να καθαριστεί από την ύβρη. Αν υπάρχει «τέλος», λέξη επινοημένη για να χρησιμέψει μόνο στους θνητούς, ας ξέρουν, κοινωνώντας από το νερό του Σέλεμνου οι ανίδεοι, ότι ο έρωτας είναι μια στιγμιαία εύνοια των θεών προς τους ανθρώπους. Μια μαύρη λάμψη. Τίποτε άλλο. } Τον Αύγουστο του 1795, ο Σικελός περιηγητής Ξαβιέ Σκροφάνι είχε καθίσει κάτω από τα δέντρα μιας πη20
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 21
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
γής, στα πλησιόχωρα των Πατρών, μιας πόλης του βορειοδυτικού Μοριά. Μολονότι ήταν πάρα πολύ νωρίς, κρατούσε κιόλας σημειώσεις. Σκεφτόταν να πρωτοτυπήσει, γράφοντας το περιηγητικό του έργο με μορφή επιστολών προς πραγματικούς, ή και επινοημένους, φίλους του. Για να φαίνονται όμως και τα δύο εξίσου αληθινά στον αναγνώστη, θα έγραφε μόνο το πρώτο γράμμα από το όνομα του αποδέκτη. Έτσι γράφονταν αρκετά μυθιστορήματα, θα δανειζότανε λοιπόν μια φόρμα από τη λογοτεχνία προκειμένου να πρωτοτυπήσει. Με ευχαρίστηση άλλωστε συλλογιζόταν ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα συνδύαζε τη λογοτεχνία της εποχής του με το σύγχρονο επιστημονικό πνεύμα, το οποίο –τολμούσε να ισχυριστεί– εξέφραζαν με τον καλύτερο τρόπο οι μακρόχρονες σπουδές του στην Ιστορία και την Οικονομία. Τον περασμένο μόλις χρόνο είχε τυπώσει στη Βενετία μια εμβριθή μελέτη για το εμπόριο και τη γεωργία. Επομένως, το περιηγητικό του έργο έπρεπε κι αυτό να διαφέρει απ’ όσα είχαν γραφτεί μέχρι τότε, όχι μόνο ως προς τη μορφή, αλλά και ως προς την οπτική του. Ασφαλώς και δεν θα αποσιωπούσε τη συγκίνησή του για τη χαμένη, τη σεπτή αρχαιότητα του τόπου. Αλλά, μέσα απ’ το κρύσταλλο της επιστήμης πλέον, φιλοδοξούσε να φωτίσει την άγνωστη στους Ευρωπαίους σημερινή πραγματικότητα, τη σημερινή εικόνα του Μοριά, αν ίσως ενδιέφερε κάποιον από τους αναγνώστες του. 21
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 22
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
Ευελπιστούσε ότι θα ενδιέφερε τον έμπορο, τον επιστήμονα, τον γεωργό. Κοντά σ’ αυτούς και κάθε φωτισμένο ον, κάθε λογικό νου. Όσο για την τόσο προσφιλή στους αναγνώστες περιηγητικών βιβλίων αρχαιότητα, ήλπιζε ότι η αντιπαραβολή της με τη σύγχρονη εικόνα του τόπου, επί αιώνες τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα απέβαινε πολύ χρήσιμη, εφόσον ο αναγνώστης του θα συμφωνούσε ότι δεν υπάρχει ένα «τώρα» δίχως ένα «πριν». Άμποτε και η δική του συγγραφή να φαινόταν χρήσιμη, στο μέλλον, για τον αναγνώστη που θα επιθυμούσε να μελετήσει από περισσότερες πλευρές το πέρασμα του χρόνου πάνω σε τούτο το κομμάτι γης, το γεμάτο σύμβολα, μύθους αλλά και αναντίρρητες αλήθειες. Το ίδιο έκανε κι αυτός προσφεύγοντας στα περιηγητικά βιβλία του Παυσανία, του ασύγκριτου Παυσανία, προκειμένου να διανύσει την αντίστροφη πορεία: από το παρόν προς το παρελθόν, από τη σημερινή κατάσταση του τόπου προς την πληρότητα ενός θρυμματισμένου και εξιδανικευμένου αρχαίου κόσμου – όσο του ήταν δυνατόν να τον ονειρευτεί, όσο του επιτρεπότανε να τον ανασυντάξει. Να, τούτη λόγου χάριν η πηγή όπου είχε καθίσει. Αν έκρινε από τα γραφόμενα του Παυσανία, όταν πέρασε απ’ αυτό το σημείο κατά τον δεύτερο μετά Χριστόν αιώνα, η πηγή βρισκόταν πιο κοντά στη θάλασσα. Έπρεπε λοιπόν να σημειώσει τη μεγαλύτερη σημερινή απόσταση και το ότι γύρω της δεν φαινόντου22
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 23
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
σαν πλέον τα ερείπια της πολίχνης Αργυράς, που μάλλον είχε πάρει το όνομά της από τη συνώνυμη νύμφη. Να σημειώσει αυτό κυρίως, ότι οι σημερινοί χωρικοί στα πέριξ δεν είχαν ποτέ τους ακούσει για τον έρωτα της νύμφης Αργυράς με τον νεαρό ποιμένα Σέλεμνο, ούτε βέβαια για τη μεταμόρφωση του βασανισμένου σε ποτάμι της ερωτικής λήθης, μύθο που είχε ωστόσο καταγράψει διά μακρών ο Παυσανίας. Είχε ρωτήσει δυο ανθρώπους, τον αγωγιάτη του κι έναν περαστικό που ήρθε και πότισε τα ζωντανά του, ένα γαϊδουράκι και δυο τρία γίδια στην πηγή. Αγνοούσαν τα πάντα. Ναι, υπήρχε, του απάντησαν, εκεί κοντά ένας ξεροπόταμος, τον έλεγε ο κόσμος καστριτσάνικο ποτάμι, δεν είχαν ακούσει όμως ποτέ τους ούτε άλλο όνομα ούτε και κάτι άλλο για τον ποταμό. Υπήρχε ένας μεγάλος κατακόρυφος βράχος, ένα φυσικό οχυρό πιο ψηλά, στις πηγές του ποταμού, κι ένα κεφαλοχώρι μισοκρυμμένο στο βουνό, το λεγόμενο Καστρίτσι, που είχε δώσει το όνομά του στο ποτάμι. Περισσότερα δεν ήξεραν να πουν. Ο Ξαβιέ Σκροφάνι άνοιξε τη στερεότυπη έκδοση του Παυσανία, που την είχε πιο πρόχειρη στο χέρι ακόμη κι από το φλασκί με το πολύτιμο νερό. Ξαναδιάβασε το εδάφιο που τον ενδιέφερε. Αναμφίβολα τούτη η πηγή ήταν η περιγραφόμενη από τον Παυσανία ως η πηγή της νύμφης Αργυράς. Διαπίστωσε πόσο διαφορετικά είχαν μιλήσει οι επιχώριοι τότε στον Παυσανία, που κατέληγε με τις λέξεις: ... τὸ 23
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 24
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
ὕδωρ τοῦ Σελέμνου σύμφορον καὶ ἀνδράσι εἶναι καὶ γυναιξὶ ἐς ἔρωτος ἴαμα, λουομένοις ἐν τῷ ποταμῷ λήθην ἔρωτος γίνεσθαι. Εἰ δὲ μέτεστιν ἀληθείας τῷ λόγῳ τιμιώτερον χρημάτων πολλῶν ἐστὶν ἀνθρώποις τὸ ὕδωρ τοῦ Σελέμνου.
Ρώτησε τον αγωγιάτη κατά πού κυλούσε το ποτάμι για το οποίο του είχε μιλήσει. Του παρήγγειλε να τον περιμένει με το άλογο και το μουλάρι τους στην πηγή, γιατί ήθελε να ρίξει μια ματιά τριγύρω στην περιοχή και να κρατήσει σημειώσεις. Προχώρησε μόνος του. Σε λίγο βρήκε την κοίτη του ποταμού. Ήταν πράγματι μικρός, με λίγο νερό μέσα στο κατακαλόκαιρο. Άρχισε να περπατά στη μια του όχθη, παρατηρώντας το νερό που ο Παυσανίας είχε αποκαλέσει «γιατρικό του έρωτα» και «πιο ακριβό για τους ανθρώπους απ’ το χρήμα» – αν βέβαια αλήθευε και τότε ακόμη η θαυματουργή του φήμη. Γύρω από το ποτάμι η βλάστηση ήταν θαμνώδης και πυκνή, γεμάτα φως τα χρώματα, και το πρωινό του Αύγουστου ζεστό. Άκουγε το μουρμούρισμα των λίγων νερών. Σε κάποια στροφή, ο Ξαβιέ Σκροφάνι αντίκρισε μια μικρή κόγχη με στρογγυλά λευκά χαλίκια και ψιλή ποταμήσια άμμο, πλαισιωμένη από ανθισμένες λυγαριές και πικροδάφνες. Έτσι περίπου φανταζόταν την ομορφιά στην αρχαιότητα. Παγιδευμένος από την εικόνα κάθισε στην ακροποταμιά. Ήταν λιγάκι κουρασμένος και διψούσε. Άπλωσε το χέρι του να πιει. Το χέρι του δεν τον υπάκουσε. Ο Ξαβιέ Σκροφάνι 24
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 25
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
ξαφνιάστηκε. Έσμιξε τα φρύδια και παρατήρησε το χέρι του σαν να το έβλεπε πρώτη φορά. Ήταν το δεξί του, το χέρι που χρόνια και χρόνια τον είχε υπηρετήσει με αφοσίωση, άλλοτε γράφοντας με περίσσιο θάρρος, άλλοτε πολεμώντας συνετά – και αγαπώντας βέβαια, αγαπώντας πάνω απ’ όλα. Τολμούσε τώρα να του αρνηθεί αυτή τη στοιχειώδη εξυπηρέτηση; Μια πεταλούδα ήρθε και κάθισε πάνω στο απλωμένο του χέρι. Έπαιξε τα χρωματιστά φτερά της δυο φορές και ξαναπέταξε. Το βλέμμα του Ξαβιέ Σκροφάνι ακολούθησε το πέταγμά της και τότε, σαν να λύθηκε από κάποιο δίχτυ, συνειδητοποίησε τη σχεδόν γελοία στάση του. Αναρωτήθηκε αν τον είχε δει κανείς έτσι γερμένο πάνω στο νερό, να χαζεύει τόση ώρα το μετέωρο χέρι του. Πόση ώρα; Περιέφερε το βλέμμα. Πουθενά ψυχή, μολονότι είχε την αίσθηση, ίσως επειδή ήταν αναστατωμένος, ότι μερικά ζευγάρια μάτια τον παραμόνευαν κρυμμένα πίσω από τις πυκνές λυγαριές και τις πικροδάφνες. Παρατήρησε ότι η σκιά ενός κλαδιού που ακουμπούσε στα πόδια του δεν είχε μετακινηθεί, άρα δεν έμεινε για πολύ σ’ αυτή τη στάση. Ένα τίποτε, που του φάνηκε αιώνας και τον έκανε να μελαγχολήσει, συνειδητοποιώντας ότι ήταν κιόλας τριάντα εννιά ετών. Σ’ έναν χρόνο θα άρχιζε την αντίστροφη, την εξίσου αργή και πλούσια –ήθελε να ελπίζει– πορεία προς τον θάνατό του. Πρόσωπα δροσερά και γυμνά σώματα, οι ώρες, οι τόποι, οι απολαύσεις κι οι οδύνες της αγάπης, όλα πέρασαν 25
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 26
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
από το μυαλό του γοργά σαν λάμψη μαχαιριού κοντά στο αίμα. Ένιωσε έναν οξύ πόνο προς το μέρος της καρδιάς. Τι του συνέβαινε επιτέλους; Σηκώθηκε προσεκτικά. Ώσπου να γυρίσει στην πηγή, τον βασάνιζε η σκέψη ότι κανείς περιηγητής δεν υπήρξε δειλός. Πολύ περισσότερο δεν θα μπορούσε αυτός, ο θιασώτης του ορθού λόγου, ο Σικελός Ξαβιέ Σκροφάνι, να θεωρηθεί δειλός. Γιατί λοιπόν το χέρι του δεν τον υπάκουσε; Γιατί, μάλλον, φοβήθηκε να πιει από το νερό του Σέλεμνου; Τώρα του φαινόταν ντροπή και το ότι δεν τόλμησε να ξεδιψάσει, και το ότι τον μάγεψε η εκτός χρόνου, η αιώνια –αν του επιτρεπότανε να πει– ομορφιά του τόπου, όλα αυτά τα κατ’ επίφασιν γαλήνια κι απλά, όπως το μουρμούρισμα του ποταμού, τα άσπρα βότσαλα, η άμμος, η πικροδάφνη, η λυγαριά – το καθαρό τους φως. Αν και θυμωμένος με τον εαυτό του, δεν ξέσπασε μαλώνοντας τον αγωγιάτη, που τον βρήκε να λαγοκοιμάται, ευτυχώς χωρίς συνέπειες για τα υπάρχοντά τους. Του είπε μόνο ότι ξεκινούν αμέσως για τη Βόστιτζα. «Για το αρχαίο Αίγιο», συμπλήρωσε μέσα του. Προηγήθηκε ιππεύοντας με ελαφρό τροχασμό, για ν’ αποφύγει τις μεγάλες συζητήσεις που συνήθως άρχιζε με τον αγωγιάτη στις πολύωρες διαδρομές, προσπαθώντας να καταλάβει και να μάθει τον τόπο. Σήμερα είχε άλλα προβλήματα. Πέρασε ώρα, είχε προχωρήσει πολύ και δεν έβλεπε πίσω του τον αγωγιάτη με τα πράγματα. Σταμά26
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 27
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
τησε στη σκιά ενός μεγάλου πεύκου να τον περιμένει. Το σφιγμένο του πρόσωπο άρχισε να χαλαρώνει, ενδίδοντας στο όλο και πιο δυνατό φως του Αυγούστου και στο χαλάρωμα της ζέστης. Ενδίδοντας επίσης στη σκέψη ότι με τον έρωτα συμβαίνει ό,τι ακριβώς και με την παρατήρηση του κόσμου: δεν υπάρχει ένα «τώρα» δίχως ένα «πριν». Μόνο που αυτό το «πριν» είναι διπλό σε όλες τις περιπτώσεις, πραγματικό και μυθικό μαζί – άλλωστε ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει πέρα ως πέρα την αφορμή των αισθημάτων του, τη λογική της εποχής του; Το «τώρα» μοιάζει να στέκεται και να παρατηρεί τον εαυτό του μέσα σ’ έναν βαθύ παλιό, διπλό, ίσως και πολλαπλό, καθρέφτη. Το «τώρα» κάθε έρωτα, κάθε παρατήρησης του κόσμου, κάθε εποχής. Είδε τον αγωγιάτη του να πλησιάζει, ξεκίνησε πάλι, επιμένοντας να προηγείται για να είναι μόνος. Το άλογό του βάδιζε ήσυχα. Πεύκα, συκιές και κυπαρίσσια χάριζαν κατά διαστήματα στον καβαλάρη τον μυρωμένο από τη ζέστη ίσκιο τους. Αόρατα τζιτζίκια φλυαρούσαν. Συνέχισε τις σκέψεις του πιο ήρεμος. Στον βαθμό που μπορούσε να ελέγχει το μυαλό του, φυσικά δεν πίστευε σε θρύλους, αμφισβητούμενους ήδη από τον καιρό του Παυσανία, ούτε βέβαια σε μάγια ή σε γητειές – αυτό δα του έλειπε. Δεν ήταν δειλός, ούτε ήθελε να είναι. Απλώς έπρεπε να κατανοήσει τη γοητεία που άσκησε πάνω του ο ποταμός της λήθης του έρωτα, που τον πλησίασε –ας το έλεγε, α27
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 28
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
φού έτσι το αισθανόταν– επικίνδυνα, για να μην πει και απερίσκεπτα. Όχι, δεν ήθελε να ξεχάσει το παραμικρό από τους έρωτές του. Αυτό ήταν ίσως από μόνο του μια πολύ θαρραλέα απόφαση. Όμως η σκοτεινή πλευρά του έρωτα, αυτό το ανεξήγητο, φαρμακερό κουκούτσι που περισσεύει από κάθε αγάπη, που επιζεί για να καλλιεργεί την άγνοιά μας με χίλιες καινούργιες σκέψεις –αυτό το «μαύρο σπέρμα» θα μπορούσε να πει αν ήταν ένας ποιητής και όχι ένας άνθρωπος των Φώτων–, αυτό είναι που μας κάνει να φοβόμαστε τον μύθο. Υπάρχει, φαίνεται, ένα έδαφος κοινό ανάμεσα στη σκοτεινή πλευρά του έρωτα και τη σκοτεινή προέλευση παρόμοιων μύθων. Αν λοιπόν υπήρχε κίνδυνος να ξεχάσει τους έρωτές του πίνοντας μια γουλιά νερό από το θρυλούμενο ως μαγικό ποτάμι για να ξεδιψάσει, το χέρι του αντέδρασε υπακούοντας στην άρνησή του να ξεχάσει το παραμικρό. Έρωτες νόμιμοι, έρωτες απομακρυσμένοι πια από την ενήλικη ζωή του άντρα, μέχρι κι έρωτες μη επιτρεπτοί που βιάστηκε να τους απομακρύνει από τον νου του, όλα είχαν ξαναγυρίσει ενόσω το χέρι του έμενε ακίνητο πάνω από το νερό του Σέλεμνου. Σαν να ανέσυρε από κλειστό παλιό σεντούκι ακόμη και τα πιο ασήμαντα, τα πιο ξεβαμμένα ρόδινα κουρέλια, κι αυτά να ξανάγιναν αμέσως ρούχα πορφυρά και συναντήσεις άκρας μυστικότητας και θέρμης. Αναστέναξε, ψιθύρισε κάποια ιταλικά ονόματα. «Μη μου φεύγετε», τους είπε, «μείνετε συντροφιά στα γηρατειά μου, 28
GALANAKI DIHGIMATA SKLHRO DDDDD Final.qxp_Layout 1 17/2/20 3:26 PM Page 29
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
που, όπως καταλαβαίνω, αρχίζουν από σήμερα». Είχε αρνηθεί τη λήθη κερδίζοντας τη μνήμη του έρωτα. «Έ χουν αλλάξει και οι εποχές, οι άνθρωποι, ίσως τα πάντα εκτός από τον έρωτα», σκέφτηκε σφυρίζοντας ένα ναπολιτάνικο εύθυμο τραγούδι. Λίγους μήνες αργότερα, ο περιηγητής Ξαβιέ Σκροφάνι κατέγραψε τη συγκεκριμένη μέρα στο έργο του Ταξίδι στην Ελλάδα, απευθυνόμενος σε κάποιο πρόσωπο που το όνομά του άρχιζε από το γράμμα Λ, συνοψίζοντάς την ως εξής: Δεν χρειάζεται παρά μόνο μια μέρα για τη μετάβαση από την Πάτρα στη Βόστιτζα, το αρχαίο Αίγιο. Αφού περπάτησα μιαν ώρα, βρήκα τον ποταμό Σέλεμνο, τον οποίο οι Έλληνες είχαν ονομάσει Λήθη του Έρωτα. Ω, Λ., μη φοβάσαι! Παρόλο που τα λόγια του Παυσανία είναι παραμύθια, παρόλο που η φιλία μας δεν υποκύπτει στις ιδιοτροπίες ενός πάθους και παρόλο, τέλος, που ήταν Αύγουστος, οκτώ η ώρα το πρωί, κι η ζέστη μ ’ έκανε να φλέγομαι από τη δίψα, δεν τόλμησα ούτε καν γι ’αστείο να σιμώσω τα χείλια μου στο επικίνδυνο τούτο ρέμα.*
* Το απόσπασμα από το περιηγητικό έργο του Ξαβιέ Σκροφάνι Ταξίδι στην Ελλάδα (β΄ έκδοση, Λυών 1834) μετέφρασε η
συγγραφέας. Ο ποταμός με το αρχαίο όνομα Σέλεμνος και το σημερινό καστριτσάνικο ποτάμι περνά κοντά από το σπίτι της συγγραφέως στο Κάτω Καστρίτσι Πατρών. 29