Καμιάς γυναίκας γέννημα

Page 1

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 5

ΦΡΑΝΚ ΜΠΟΥΙΣ

καμιασ γυναικασ γεννημα c Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Franck Bouysse, Né d'aucune femme © Copyright by Franck Bouysse, La Manufacture de livres, 2019.

Published by arrangement with Marie-Pacifique Zeltner, Agence Bibemus and Catherine Fragou, Agence littéraire Iris. © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2019 1η έκδοση: Νοέμβριος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6740-9


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 7

Ο άντρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 Το παιδί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13 Γκαμπριέλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 38 Ονήσιμος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 49 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 53 Ονήσιμος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 59 Εντμόν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 63 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 65 Ονήσιμος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 72 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 76 Ονήσιμος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 90 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 93 Εντμόν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 103 Ονήσιμος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 105 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 110 Εντμόν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 122 Ονήσιμος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 126 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 133 Ονήσιμος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 143 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 150 Εντμόν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 155 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 159 Εντμόν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 175 Εκείνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 177

7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 8

8

Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 181 Εκείνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 196 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 201 Εκείνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 216 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 220 Εκείνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 229 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 233 Εκείνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 238 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 242 Γκαμπριέλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 250 Ροζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 251 Εντμόν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 255 Γκαμπριέλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 257 Το παιδί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 267 Γκαμπριέλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 272 Ο άντρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 281 Εντμόν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 284 Γκαμπριέλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 288


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 9

«Η φύση δεν κάνει τα παιδιά της να ομοιοκαταληκτούν». ΕΜΕΡΣΟΝ

«Αν ήταν λέξεις μόνο, αν μόνο αρκούσε να ρίξεις μια λέξη στο χαρτί και να της γυρίσεις την πλάτη, με τη γαλήνια βεβαιότητα ότι έχεις γεμίσει εντελώς τη λέξη αυτή με τον εαυτό της». ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ

«Δε γονάτισα μπροστά σου, αλλά μπροστά σε όλο τον ανθρώπινο πόνο». ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΙ


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 10


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 11

Ο άντρας

Β

μου. Δεν έχει συμβεί ακόμα. Δεν ξέρει τίποτα για τον χαμό. Είναι μυρωδιές άνοιξης που αιωρούνται στη δροσερή ατμόσφαιρα του πρωινού, μυρωδιές πρώτα απ’ όλα, πάντα, μυρωδιές σπιλωμένες με χρώματα, αποχρώσεις του πρασίνου, σε μια ανθισμένη αναρχία έτοιμη να εκραγεί. Μετά είναι οι ήχοι, οι θόρυβοι, οι φωνές, που εκφράζουν, διαλαλούν, ταράζουν, διαλύουν. Είναι το μπλε στον ουρανό και οι σκιές στο έδαφος, που τεντώνουν το δάσος και προεκτείνουν τον ορίζοντα. Και δεν είναι τίποτα σπουδαίο, γιατί υπάρχουν και όλα όσα δεν μπορούν να ονομαστούν, χωρίς να κινδυνέψουν ν’ αφήσουν στην πορεία την ουσία μιας συγκίνησης, τη χάρη ενός συναισθήματος. Οι λέξεις δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτά, είναι ρούχα καθημερινά, που καμιά φορά γίνονται κυριακάτικα, για να κρύψουν τη βαθιά και μύχια γεωγραφία των δερμάτων· λέξεις, μια επινόηση των ανθρώπων για να μετράνε τον κόσμο. Τότε, δεν περίμενα πια τίποτα απ’ τη ζωή μου. Να σωπαίνεις τις λέξεις. Ν’ αφήνεις να έρθουν. Τότε δε θα έμενε τίποτα εκτός απ’ το γυμνό δέρμα, τις μυρωδιές, τα χρώματα, τους θορύβους και τις σιωπές. Είχε περάσει καιρός που δεν έλεγα πια ιστορίες. Οι ιστορίες που λέμε, στους άλλους και στον εαυτό μας. Οι

11

ρισκόταν κάπου μακρύτερα απ’ τους δείκτες του ρολογιού


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 12

12

ιστορίες είναι σπίτια με χάρτινους τοίχους, κι ο λύκος κάνει κύκλους τριγύρω τους. Δε θα ’φευγα... Και πού να πήγαινα δηλαδή; Οι επιστροφές δεν είναι ποτέ γαλήνιες, πάντα κουβαλάνε τις αιτίες του φευγιού. Είτε πας είτε έρχεσαι, με τη θέλησή σου ή διά της βίας, σε βαραίνουν και τα δύο. Ο ήλιος έδιωχνε τη λευκή παγωνιά. Ο ήλιος-τέρας ιδρώνει, διπλασιάζει τις μορφές που χτυπάει προδοτικά, χαράζοντας τα περιγράμματα μεγάλων καθεδρικών από σκιά δίχως ύλη. Είναι η εποχή που το ζητά. Δεν τον έβλεπα. Πώς να το ’ξερα; Ξέρει το μέρος αυτό αλλιώς, όχι σαν ανάμνηση. Κάτι μιλά στη σάρκα του, μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνει ακόμα. Πώς μπορούσα να φανταστώ ποιος ήταν; Καιρός ν’ αρχίσουν να ομολογούν οι σκιές.


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 13

Το παιδί

Πκρα απ’ το σώμα, σκυφτό, με βήμα όλο δισταγμό· προχω-

ρά ίσια μπροστά, σαν σε διάδρομο τόσο στενό, που του ’ναι αδύνατον να παρεκκλίνει από μια φανταστική γραμμή. Δεν είναι ακόμα πέντε χρονών, έχει γενέθλια σε επτά μέρες, σε άλλες τόσες νύχτες. Η ημερομηνία είναι υπογραμμισμένη σ’ ένα ημερολόγιο στο μεγάλο σαλόνι. Σιλουέτα αδύνατη, ζεσταμένη απ’ τις ακτίνες ενός ήλιου που του τον είχαν απαγορεύσει, «για να μη σου χαλάσει το δέρμα» επαναλαμβάνει η γριά κυρία χωρίς άλλες εξηγήσεις· αλλά οι απαγορεύσεις δεν είναι άραγε φτιαγμένες για να παραβιάζονται, ακόμα και να κουρσεύονται, να ποδοπατιούνται, να καταστρέφονται, για να έρθουν μετά άλλες, ακόμα πιο απαραβίαστες και κυρίως πιο δελεαστικές; Δεν ξεφεύγει απ’ τον κανόνα περπατώντας στην αλέα. Στην αρχή, μορφάζει όταν τα χαλίκια μπήγονται στις τρυφερές πατούσες του, μετά από λίγο δε νιώθει τίποτα, το έχει συνεπάρει αυτή η ελευθερία που την ονειρεύεται κάθε μέρα, καθηλωμένο συνήθως πίσω από μεγάλα κλειστά παράθυρα με τζάμια εντελώς διάφανα για παρηγοριά, κρατώντας ένα βιβλίο με εικόνες ή κάποιο φυσικό αντικείμενο για να ξεγελά την πλήξη του. Ο ίσκιος απ’ τα δέντρα δεν το φτάνει. Είναι ευτυχισμένο έτσι που νιώθει το δέρμα του να ριγάει απ’ την επαφή του μ’ ένα φως χωρίς φίλτρο. Οι γυναίκες δεν το είδαν να βγαίνει απ’ το

13

ερπατά στο πάρκο, ξυπόλυτο, με τα μπράτσα λίγο ξέμα-


14

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 14

αχανές κτίριο που μοιάζει με παλάτι. Είναι η πρώτη φορά που ξεφεύγει απ’ το άγρυπνο βλέμμα τους· το προετοίμαζε καιρό, για να μην αποτύχει. Δεν κοιτάζει πίσω, φοβάται μήπως δει κανέναν να τρέχει στο κατόπι του, με το πρόσωπο αλλοιωμένο απ’ τον πανικό, κάποιον που θα το κατσάδιαζε και θα το ξαναγύριζε χωρίς καθυστέρηση σ’ αυτή την κοιλιά από πέτρες που το πνίγει. Εκείνη, η γριά κυρία. Έτσι δεν κοιτάζει πίσω, παρακαλεί κάποιο θεό των παιδιών να την κρατήσει μακριά, όσο χρειάζεται για να πετύχει αυτό που λαχταρά. Βέβαια, παραείναι μικρό για να έχει αίσθηση του χώρου και του χρόνου· το μόνο που νιώθει είναι η ελευθερία και ό,τι ανοίγεται μπροστά του: μια τεράστια πόρτα, χωρίς γλωσσίδια ή κλειδωνιές, χωρίς μεντεσέδες ή μάνταλα, χωρίς καν τον ίσκιο πόρτας. Σχεδόν έφτασε, δεν έχει πια παρά ν’ απλώσει το χέρι και να την ανοίξει· αληθινή αυτή, φτιαγμένη από χοντρό ξύλο. «Θεέ μου, αν μ’ αφήσεις να τη φτάσω, θα σου ανήκω για πάντα» προσεύχεται μεγαλόφωνα. Και καθώς ετοιμάζεται να σπρώξει την πόρτα, η καρδιά του σταματά να χτυπά. Ένας θόρυβος ψηλά, που ο φόβος τον δεκαπλασιάζει. Γουργούρισμα. Είναι μόνο ένα περιστέρι που πηγαινοέρχεται σ’ ένα πλακάκι ψάχνοντας κατάλοιπα απ’ όσα έφερε η βροχή τη νύχτα. Η καρδιά του αντλεί ξανά το αίμα και το βγάζει καθαρισμένο. Ο χρόνος και ό,τι συμβαίνει μέσα του αποκτά νόημα, ακόμα και η αταξία έχει νόημα. Σηκώνει την μπάρα και τραβά την πόρτα προς το μέρος του με όλη του τη δύναμη, με τα δυο του χεράκια με τα περιποιημένα νύχια, πασχίζοντας να μισανοίξει ένα χώρισμα ίσα για να γλιστρήσει ανάμεσα. Μπαίνει σ’ αυτόν τον φαρδύ διάδρομο που ’χει ολόγυρα φατνώματα με σανίδες κάτω και χοντρά σιδερένια κάγκελα πάνω· μετράει οκτώ τέτοια σύνολο. Ξεπροβάλλοντας απ’ το μισοσκόταδο που το διαλύει το έξω φως, άλογα ρουθουνίζουν κοιτάζοντας το παιδί αλαζονικά, ζητιανεύοντας για τους τύπους λίγο σανό με κινήσεις του κεφαλιού


τους, αλλά στην πραγματικότητα πιο περίεργα για τον επισκέπτη παρά για ό,τι θα μπορούσαν ν’ αποκτήσουν από αυτόν – δεν πιστεύουν στ’ αλήθεια ότι ένα τόσο μικρό πλάσμα μπορεί να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους. Το παιδί παρατηρεί τα ζώα, ψάχνει εκείνο που αναστατώνει περισσότερο απ’ όλα την παιδική του καρδιά κάθε φορά που το βλέπει να περνά πίσω απ’ τα τζάμια κάτω απ’ το ασκημένο βάρος του άντρα που επίσης του απαγορεύουν να το πλησιάσει: δυο σιλουέτες ενωμένες, να πετούν μαζί στις αλέες του πάρκου, η μία αγαπημένη και η άλλη φθονημένη. Να το. Λατρεμένο ζώο. Το αγόρι αφήνει να περάσει χρόνος, θέλει το άλογο να το αναγνωρίσει όπως το αναγνώρισε κι εκείνο με την πρώτη ματιά που έκανε την καρδιά του να χοροπηδά μέχρι να εξαντληθεί, μέχρι τη στιγμή της συνάντησης. Ιανός, το ξέρει το όνομά του, είχε ακούσει να το λέει η γριά κυρία, το αγαπημένο του γιου της είπε μια μέρα αφήνοντας να κυλήσει ένα φαρμακωμένο δάκρυ. Το αγόρι περιμένει μερικά δευτερόλεπτα ακόμα. Ένας γλυκός φόβος το κάνει ν’ ανατριχιάζει, ένας απ’ τους εύθραυστους εκείνους φόβους που οδηγούν στο άγνωστο. Ανοίγει την πόρτα του φατνώματος, μπαίνει, την ξανακλείνει και στέκεται εκεί. Το άλογο ξεφυσά, κάνει πίσω, ηρεμεί λίγο και μένει ακίνητο, ακουμπισμένο στον πίσω τοίχο· μοιάζει σαν πολύτιμη πέτρα σφηνωμένη σ’ έναν συνηθισμένο βράχο, σαν λέβητας δαιμονικός όπου καίνε πυρές της κολάσεως. Το παιδί δεν είναι τίποτα μπροστά στο ζώο· το ξέρει, κι ωστόσο προχωρά προς το μέρος του, τα γυμνά του πόδια σεργιανίζουν στο άχυρο που ’χει πατήσει χίλιες φορές το μαγικό ζώο, αυτό που ορθώνει περήφανα το κεφάλι του χωρίς ποτέ να το χαμηλώνει τελείως. Όρθιο πια κάτω απ’ τον λαιμό του, το παιδί σηκώνει το χέρι, το τεντώνει όσο περισσότερο μπορεί, και με τις άκρες των δαχτύλων του κατορθώνει μόνο ν’ αγγίξει ελαφρά το στέρνο του. Ο Ιανός, που φημίζεται για την ορμητικότητα και τον αδάμαστο χαρακτήρα του, κληρονομιά των άγριων προγόνων του,

15

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 15


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 16

16

σηκώνει μια οπλή, την απιθώνει και τη σηκώνει ξανά, ολοένα πιο ψηλά, ολοένα πιο δυνατά, με το βλέμμα καρφωμένο στο παιδί – και τα σφυροκοπήματα καταβροχθίζουν τον χώρο που μετά βίας το χωρίζει. Όχι για να εκφράσει πραγματικό θυμό, περισσότερο για να επιδείξει μια ζωική δύναμη. Το παιδί θα ’πρεπε να είναι τρομοκρατημένο εκείνη τη στιγμή. Αλλά δεν είναι. Τα μάτια του λάμπουν από περηφάνια, από σιωπηρή ευτυχία· μετά κατεβάζει το κεφάλι, κλείνει τα μάτια. Περιμένει. Περιμένει να γεννηθεί επιτέλους ο αδιανόητος δεσμός, όσο χρειάζεται για να δώσει στο ζώο την ευκαιρία να του χαρίσει τη ζωή ή να το αφανίσει. Μικρή σημασία έχει τι θα συμβεί μετά. Θα ’ναι γραφτό ό,τι κι αν γίνει.


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 17

Γκαμπριέλ

Μ κτικός ταξιδιώτης· και να με ακόμα στα χέρια του Κυ-

ρίου, χωρίς ταραχή. Ποτέ στ’ αλήθεια δεν τα εγκατέλειψα, έστω κι αν νιώθω ότι πολλές φορές δεν ήξερε τι να με κάνει. Με τις πράξεις μου, αν μη τι άλλο, δεν τον πρόδωσα ποτέ. Θυμάμαι τη μέρα που αξιώθηκα να υπηρετήσω την Εκκλησία, με μάρτυρα τον μοναχό Ντ. στον καθεδρικό της Τ. και με το Veni Creator Spiritus ν’ ακούγεται νανουριστά σαν υπόκρουση της ομολογίας μου· οι σκέψεις μου και τα λόγια μου, με το ένα χέρι στο Ευαγγέλιο σαν μονόγραμμα: βοηθός μου ο Θεός και τα άγια Ευαγγέλιά του. Μετά φίλησα την κρύα πέτρα της Αγίας Τράπεζας, προσφέροντας την καρδιά μου στο Θείο Πάθος. Έχω ακόμα τη γεύση αυτού του φιλιού όταν μου έρχεται η επιθυμία να θυμηθώ, κι εμένα όπως και κάθε άνθρωπου που υποφέρει απ’ το παρόν. Οι γονείς μου θα ήθελαν να είχα ανέβει πιο ψηλά στην εκκλησιαστική ιεραρχία, εν πάση περιπτώσει πιο ψηλά από απλός ιερέας. Δεν είναι πια εδώ για να μου παραπονιούνται, ούτε για να με ωθούν σε βλέψεις μεγαλύτερες απ’ όσες έχω· έφυγαν πρόωρα, όπως λέμε σε τέτοιες περιπτώσεις. Φαντάζομαι πως με ονόμασαν Γκαμπριέλ επειδή σχεδίαζαν από πριν να με βάλουν στον δρόμο της ιεροσύνης. Ακόμα τους σκέφτομαι συχνά, διαφορετικά βέβαια από τότε που ζούσαν. Οι συζητήσεις μας είναι πλέον

2 – Καμιάς γυναίκας γέννημα

17

εγάλωσα, διέσχισα τον χρόνο σαν υπάκουος και προσε-


18

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 18

ήρεμες, και πρέπει ν’ αναγνωρίσω πως δεν είχαν άδικο σε όλα, ούτε δίκιο βέβαια. Δε νομίζω πως αμφισβήτησα ποτέ τον θείο λόγο. Δε μιλώ για τον Θεό, αλλά για τους άντρες και τις γυναίκες που συναναστράφηκα σε όλη μου τη ζωή. Ίσως έπρεπε να γίνω μοναχός, έτσι θα είχα να υποστώ λιγότερο την επαφή τους, τα βάσανα της ψυχής τους. Θα είχα βυθιστεί στη σιωπή μου, άλλο δε θα ’κανα παρά να προσεύχομαι, να διαλογίζομαι, να διαβάζω τα ιερά κείμενα, να κρίνω τη συνείδησή μου με γνώμονα το μέγα μυστήριο. Κατά τη γνώμη μου, μια μορφή ελευθερίας πολύ ανώτερη από αυτή που μου φαίνεται σήμερα πως υπηρετεί η πίστη μου· κι αυτός ο θείος φόρος που ανέκαθεν πλήρωνα, μέρα με τη μέρα, δε μου φάνηκε ποτέ τόσο επαχθής όσο τώρα, αυτή τη στιγμή που το ανθρώπινο και το ιερό έρχονται να ενωθούν. Πρέπει να γεράσεις για να δεις να μεγαλώνει η αμφιβολία πως δε στάθηκες στο ύψος της αποστολής σου; Είναι τα γηρατειά ο μόνος τρόπος να βιώσεις δυνατά την πίστη; Δεν είμαι άγγελος· κι ο πιο ενάρετος απ’ τους ανθρώπους μόνο άνθρωπος είναι, και δεν μπορεί ν’ αξιώσει τίποτα παραπάνω. Δε μου λένε τίποτα οι ζωγραφιές των πρησμένων χερουβείμ που κοσμούν τον θόλο του ναού. Δεν έχω τέτοια ιδέα εγώ για τα παιδιά. Αυτά τα αγγελάκια που χάνουν τα φτερά τους μεγαλώνοντας, με την πλούσια κώμη, με το υπερβολικά ενήλικο σώμα, με την άσεμνη γύμνια τους, δε μοιάζουν μ’ εμένα. Περιμένω κάθε μέρα η ζωγραφιά να ξεφτίσει κι άλλο λίγο, να πέσει και να γίνει κομμάτια. Δε θα το εμποδίσω καθόλου. Ποτέ δε θέλησα να σκαλίσω αυτόν τον χαμό. Μια ώθηση μόνο παίρνω, τίποτα παραπάνω. Έχω ανάγκη ν’ ακούω τις λέξεις να βγαίνουν απ’ το στόμα μου· λες και μέσ’ απ’ τα λόγια μου θέλω να διακρίνω ένα σημάδι ή κάποιο θαμμένο σύμβολο που θα με οδηγήσει στον Θεό. Εγώ που σωπαί-


νω τόσο συχνά, που κάνω μέχρι και το βδέλυγμα να σωπαίνει, επειδή ορκίστηκα, ναι, ορκίστηκα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό το γήινο σώμα, για να εξαγνίσω την ψυχή μου απ’ όλο το κακό που μου εμπιστεύονται, χωρίς ποτέ εγώ να γλιτώνω απ’ τον πόνο των άλλων, όπως αυτή η φρικτή ιστορία που κρατάω μέσα μου και που με τρώει τόσα χρόνια τώρα, που ποτέ δεν μπόρεσα να τη μοιραστώ με κανέναν, γιατί θα χρειαζόμουν γι’ αυτό έναν καλό φίλο, και θα ’πρεπε και να μην είμαι παπάς. Η αφοσίωσή μου στον Κύριο πνίγει τα συναισθήματα που κυριεύουν τους κοινούς ανθρώπους. Όταν σε υποχρεώνει η πίστη, δεν μπορείς να προσφέρεις στους άλλους ό,τι δεν μπορείς και να λάβεις. Έχω δει πολλούς ανθρώπους να μην επιβιώνουν απ’ αυτό. Μου έδωσες για ζωή μια σπιθαμή. Ο χρόνος μου είναι τίποτα μπροστά σου... Κάθε άνθρωπος είναι μια πνοή, μια εικόνα προορισμένη να σβήσει, μια σκιά που κινείται. Έμαθα πως μόνο οι ερωτήσεις έχουν σημασία, πως οι απαντήσεις δεν είναι παρά βεβαιότητες που τις συντρίβει ο χρόνος που περνάει, πως οι ερωτήσεις αρμόζουν στην ψυχή και οι απαντήσεις στη φθαρτή σάρκα. Έμαθα πως κάθε ιστορία τη μεγαλύνει το δικό της μυστήριο, ιδίως όταν τείνει στον πόνο, και πως ενώπιον του Θεού θα πονάμε λιγότερο, γιατί είναι Εκείνος ο εγγυητής. Θέλησα ν’ απωθήσω τον δικό μου πόνο για να υπομείνω καλύτερα τον πόνο των άλλων. Άρκεσε τελικά η οδύνη μιας γυναίκας. Δεν επιδόθηκα παρά τη θέλησή μου στην αποχή. Δεν ήταν ποτέ μια προσπάθεια να αγιάσω υιοθετώντας μια ζωή προσευχής, διαλογισμού, πνευματικών αναγνώσεων, επισκέψεων και αναχωρητισμού. Ήμουν προετοιμασμένος. Ήθελα να μεταδώσω τον θείο λόγο, να τον μεταλαμπαδεύσω, να τον κάνω κατανοητό, να γίνω κατά κάποιον τρόπο ο ερμηνευτής του. Η αληθινή προσπάθεια, η τεράστια δυσκολία, ήταν ανέκαθεν να ακούω τους ενορίτες μου, απλώς να τους ακούω. Πριν ακούσω τις εξομολογήσεις τους δε φανταζόμουν πως θα ήταν τόσο δύσκολο να φέρω εις πέρας την αποστολή. Ανέκαθεν αντιμετώ-

19

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 19


20

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 20

πιζα τα αμαρτήματα, τα ομολογημένα ψέματα, τις προδοσίες, τις μύχιες οδύνες: τα φορτωνόμουν όλα χωρίς να προδίδω ποτέ τον όρκο μου, δεν έκανα τίποτα για να επηρεάσω το πεπρωμένο κανενός. Σχεδόν τίποτα δηλαδή. «Συγχωρήστε με, πάτερ μου, γιατί αμάρτησα...» Λόγια που τα είχα ακούσει χίλιες φορές, λόγια που λέγονταν πάντα με προσήνεια. Σκέφτηκα μερικές φορές να τα κρίνω πιο αυστηρά, το παραδέχομαι, αλλά αμέσως θυμόμουν πως δεν ήταν δουλειά μου να δίνω άφεση εξ ονόματός μου, πως μόνο ο Κύριος έχει τη δύναμη να συγχωρεί όλες τις αμαρτίες. Εγώ απλώς ακούω μικρά μυστικά που μεταφράζονται σε συγκεκριμένα αμαρτήματα και στοιβάζονται μέρα με τη μέρα στον κοινό λάκκο, μαζί με τις άλλες αμαρτίες του κόσμου. Μετά επαναλαμβάνω το τροπάριό μου. «Συγχωρήστε με, πάτερ μου, γιατί αμάρτησα...», μια παράκληση που εμπεριέχει ήδη τη συγχώρεση. Καμία απ’ τις φωνές τους δε μου είναι πια άγνωστη, τόσο πολύ που, όταν περπατώντας στο χωριό συναντώ κανέναν ή καμία τους, κατεβάζουν το βλέμμα απ’ την ντροπή τους που διαβάζουν ή που νομίζουν πως διαβάζουν στο πρόσωπό μου όσα ξέρω γι’ αυτούς και πασχίζω να κρύψω· τους βλέπω να σκύβουν το κεφάλι σαν να μου ζητούσαν ξανά συγχώρεση, αμφιβάλλοντας αν μία μόνο εξομολόγηση ήταν αρκετή για να τους δώσει άφεση για τις τόσο μεγάλες αμαρτίες τους. Καμία φωνή, είπα; Όχι, δεν είναι αλήθεια, υπήρξε μία εξαίρεση, μία φρικτή εξαίρεση. Θυμάμαι αυτό το «πάτερ μου», αλλά για πρώτη φορά δεν υπήρχε το «συγχωρήστε με»· μετά δεν υπήρχε τίποτα για λίγο, παρά μόνο το χαοτικό ξεφύσημα μιας αναπνοής. «Σας ακούω» είπα. «Πάτερ μου», ξανά, και αυτό ήταν όλο. Όσο κι αν έψαχνα στη μνήμη μου, η λεπτή αυτή φωνή μού ήταν άγνωστη. Γυναίκα, σίγουρα. Επανέλαβε πιο έντονα το «πάτερ μου», σαν να έριχνε νερό ορμητικό. Με την ικανότητα να τρώει την ύλη και να βγάζει απ’ αυτή μια μορφή· αυτό το «πάτερ μου» ήρθε έτσι και χαράχτηκε σ’ ένα απρόσιτο μέρος του εγκεφάλου μου.


Διέκρινα τη συγκίνηση στη φωνή της, τη σωματική κόπωση ή κάποιο συνειδησιακό βάρος για το οποίο ακόμα δεν ήξερα τίποτα. Με τα μάτια καρφωμένα στο διάτρητο χώρισμα, περίμενα να ελευθερωθεί σε μια σιωπή ατέλειωτη ενόσω εγώ προσπαθούσα να διακρίνω ένα προφίλ μέσα από τα ρομβοειδή ανοίγματα, μαντεύοντας ένα βλέφαρο ν’ ανοιγοκλείνει ακανόνιστα, τη ράχη μιας μύτης σφηνωμένη σε μια σκιά, ένα πιγούνι να ιριδίζει από το φως που παιχνίδιζε άτακτα, χείλια τρεμάμενα που τα φανταζόμουν φουσκωμένα από λέξεις τόσο πολλές, που πώς να τις διαλέξεις για να πεις το ουσιώδες, πώς να πετάξεις τις περιττές για να σώσεις τις άλλες. «Πάτερ μου», ξανά, με μια φωνή πιο γαληνεμένη, όχι σαν να έμπηγε η άγνωστη κι άλλα καρφιά στο χώρισμα ανάμεσά μας, αλλά περισσότερο σαν να προσπαθούσε ν’ αφαιρέσει μερικά. Γύρισα το βλέμμα, για να συγκεντρωθώ στη φωνή, αυτή τη φωνή που μετά βίας τη σκέπαζε η επιθυμία να μη γίνει ακουστή παρά μόνο από εμένα, ή ίσως και από εκείνον που θα μιλούσε σύντομα με το στόμα μου. Έκανα λάθος. «Πάτερ μου, θα σας ζητήσουν σύντομα να ευλογήσετε το σώμα μιας γυναίκας στο άσυλο». Μετά σώπασε. Την άκουσα να παίρνει ανάσα. Φοβήθηκα μήπως φύγει και πλησίασα στο χώρισμα. — Και λοιπόν, τι το περίεργο σ’ αυτό; ρώτησα, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί μια τέτοια ομολογία έμοιαζε να τη δυσκολεύει τόσο. — Δεν είναι... Κοντοστάθηκε. Μισόκλεισα τα μάτια για να διακρίνω λίγο καλύτερα στο ημίφως. Το δέρμα της έμοιαζε σβησμένο, λες και το χλωμό φως απ’ τον ναό είχε γλιστρήσει απ’ τις απαλές καμπύλες του προσώπου της σαν ποτάμι που ξεράθηκε απότομα. — Κάτω απ’ το φόρεμά της, εκεί τα έκρυψα, κατάφερε να ψελλίσει. — Τι εννοείτε; — Τα τετράδια...

21

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 21


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 22

22

— Ποια τετράδια; — Της Ροζ, πρόσθεσε σαν να ήταν αυτονόητο. — Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Δε με άκουγε. — Δε θέλω να είμαι η μόνη που ξέρει. — Γιατί δε μου τα φέρατε εδώ αυτά τα τετράδια, αφού είναι τόσο σημαντικά για σας; — Μας ψάχνουν κάθε φορά που βγαίνουμε. Εσάς δε θα τολμήσουν ποτέ... Θόρυβος από βήματα ακούστηκε στα πλακάκια. Η άγνωστη πάγωσε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέσα σε μια ένταση χειροπιαστή. — Θα κάνετε αυτό που σας ζητάω; με ρώτησε με πνιγμένη φωνή. — Περιμένετε! — Θα το κάνετε; — Μη φεύγετε ακόμα. — Πέστε μου πως θα το κάνετε. — Θα το κάνω. Η κουρτίνα μισάνοιξε, η γυναίκα έριξε μια ματιά στον ναό, ύστερα βγήκε τρέχοντας. Με το πρόσωπο κολλημένο στο χώρισμα, ίσα που πρόλαβα να διακρίνω στο ανέμισμα του υφάσματος μια κουκουλωμένη σιλουέτα ν’ απομακρύνεται βιαστικά χωρίς να κοιτάζει πίσω. Βγήκα απ’ το εξομολογητήριο όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κανένα ίχνος της γυναίκας. Ο Άγγελος ήταν γονατιστός σ’ ένα σκαμνάκι, με το πρόσωπο χωμένο στα χέρια του που έμοιαζαν με όστρακο προορισμένο να τον προστατεύει από κάθε περισπασμό. Ένιωθα σαν να έβγαινα από όνειρο. Γύρισα να καθίσω ξανά στο εξομολογητήριο, ψάχνοντας μάταια μια απόδειξη για την παρουσία αυτής της γυναίκας, αναρωτιόμουν αν είχε γίνει όντως η συζήτηση. Τα μελλοντικά γεγονότα θα μου έδιναν πολύ γρήγορα οριστική απάντηση.


Ήμουν είκοσι οκτώ χρονών τότε. Ετοιμαζόμουν να ευλογήσω ζώα, καρποφόρα δέντρα, σοδειές, αλλά ανθρώπους όχι, κανέναν. Ήταν την επομένη της επίσκεψης της γυναίκας, τρεις μέρες πριν από της Αναλήψεως, ανήμερα της πρώτης Παράκλησης. Ο Σαρλ, ο νεωκόρος μου, μερικά παιδιά απ’ το κατηχητικό κι εγώ ξεκινήσαμε με τα πόδια το ξημέρωμα. Οργώσαμε την εξοχή, από αγρόκτημα σ’ αγρόκτημα, λιτανεύοντας την προστασία του Μεγαλοδύναμου για τις επερχόμενες σοδειές και παίρνοντας γι’ απάντηση μόνο κανένα προσευχήθητι υπέρ ημών. Οι λεβέντες οι χωρικοί, πάντα είχαν κάτι να μας προσφέρουν, ποτό ή φαγητό, μερικοί απ’ το υστέρημά τους. Αυτή την περίοδο των προσευχών στους αγρούς δεν μπορείς να είσαι τόσο ξιπασμένος που να φαντάζεσαι πως γλιτώνεις τον κόσμο απ’ το κακό – απλώς κοινωνείς, έτσι ώστε, αν τυχόν συμβεί καμιά καταστροφή στο μέλλον, να είναι εκ των υστέρων πάντα εφικτό να φανταστείς χειρότερες. Τα δεινά που μπαίνουν στον δρόμο μας είναι φτιαγμένα για ν’ αντέχονται, ένας τρόπος για να δοκιμάζονται οι χαρακωμένες ψυχές. Πάντα το ήξερα αυτό. Οι ψυχές. Οι Πατέρες μ’ έμαθαν πως δε στιλβώνονται, πως θεραπεύονται βαθιά, πως είναι πιο σπλαχνικό να συγχωρείς τον άνθρωπο που τον κλονίζει η δυστυχία παρά να κολακεύεις εκείνον που, λόγω καταγωγής ή περιουσίας, δεν την έχει γνωρίσει. Η αρετή χωρίς αξία δεν είναι παρά μεταμφίεση καρναβαλιού. Πρόφερα έτσι τον λόγο τον καλό χωρίς ποτέ να ατονώ. Όταν τελειώσαμε, επιστρέψαμε στο χωριό. Τα παιδιά γύρισαν στο σχολείο τιτιβίζοντας, σαν κοτοπουλάκια που είχαν μόλις βγει απ’ το κοτέτσι. Ήταν καιρός να ετοιμάσω τη μικρή λειτουργία μαζί με τον νεωκόρο. Ο Σαρλ κι εγώ γνωριζόμασταν έναν χρόνο, από τότε που είχε έρθει στην υπηρεσία μου. Ήταν ένας έξυπνος νεαρός, αινιγματικός από πολλές απόψεις, ανεπίληπτα πιστός, ορφανός κι επιπλέον κωφάλαλος. Είχε μάθει να διαβάζει τα χείλη και επικοινωνούσε με μια πλάκα χωμένη σ’ ένα τα-

23

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 23


24

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 24

γάρι που δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Λίγο μετά την άφιξή του, μου είχε εμπιστευτεί πως οι γονείς του είχαν πεθάνει από φυματίωση όταν ήταν παιδί και πως τον είχαν δώσει ύστερα στους ιησουΐτες. Είχα προσπαθήσει αργότερα να του κάνω κι άλλες ερωτήσεις για την καταγωγή του, αλλά πολύ γρήγορα άλλαξα γνώμη βλέποντάς τον να κλείνεται στον εαυτό του. Τον ξάφνιαζα μερικές φορές, χαμένο στις σκέψεις του, απόντα απ’ τον γύρω κόσμο, να διαλογίζεται ίσως, και να μου δείχνει μόνο ένα θλιμμένο κέλυφος. Ακόμα δεν είχαμε τελειώσει τα προκαταρκτικά, όταν ένας άντρας εμφανίστηκε στον ναό, ντυμένος με την γκρίζα στολή των υπαλλήλων του ασύλου που βρισκόταν στην άκρη της ενορίας μου. Με ρώτησε αν μπορούσα να πάω να ευλογήσω μια σορό. Η νύχτα και το πρωί που είχαν περάσει με είχαν κάνει σχεδόν να ξεχάσω την επίσκεψη της άγνωστης την προηγουμένη, ο άντρας όμως ξύπνησε απότομα τη μνήμη μου. Ύστερα από μια στιγμή δισταγμού, του είπα πως θα πήγαινα στο άσυλο το συντομότερο δυνατόν το απόγευμα. Με το που τέλειωσε η λειτουργία, έφαγα μερικά καρύδια κι ένα κομμάτι φρέσκο ψωμί με τυρί. Λίγο αργότερα, ο Σαρλ ήρθε να μου πει πως η άμαξα ήταν έτοιμη, μπορούσαμε να ξεκινήσουμε όποτε ήθελα. Φύγαμε απ’ το πρεσβυτέριο καταμεσήμερο. Συνήθως εκμεταλλευόμουν τη διαδρομή για να θαυμάσω το τοπίο, αυτή τη φορά όμως το μυαλό μου ήταν αλλού, σκεφτόμουν ξανά τα λόγια της άγνωστης. Σύντομα, το πλακόστρωτο του μεγάλου παρεκκλησιού φάνηκε σε μια στροφή, σαν να ξεφύτρωνε από την πλούσια βλάστηση, καταμεσής σ’ έναν καθάριο ουρανό. Το άσυλο ήταν ένα παλιό μοναστήρι που είχε περιέλθει στο κράτος και είχε μετατραπεί εδώ και καμιά τριανταριά χρόνια σε ίδρυμα για ψυχικά ασθενείς, χαμένο μέσα σ’ ένα αχανές δάσος, περικυκλωμένο από ψηλούς τοίχους που το έκαναν να μοιάζει με φρούριο. Όλα είχαν αρχίσει τον δέκατο τρίτο αιώ-


να, επί βασιλέως Λουδοβίκου-Αυγούστου και πάπα Γρηγορίου Θ΄. Ένας αδίστακτος φεουδάρχης της περιοχής, ο οποίος ζούσε σ’ ένα υποστατικό πάνω από τις χαράδρες του ποταμού Βεζέρ, σκότωσε εν ψυχρώ έναν κληρικό από ένα γειτονικό αβαείο. Ο κληρικός είχε την απερισκεψία να αντιταχθεί στην εκλογή ενός ανιψιού του άρχοντα ως αβά. Λίγο μετά, ο πάπας, που είχε μάθει για το περιστατικό, διέταξε τον ευγενή να εξιλεωθεί «παραδειγματικά» για το έγκλημά του. Αυτός υπάκουσε, κι έβαλε να χτίσουν ένα μοναστήρι καταμεσής στο δάσος σαν απόδειξη της μετάνοιας όσο και της παντοδυναμίας του. Πρώτα έβαλε να χτίσουν έναν ναό στο κέντρο του συγκροτήματος, ο οποίος προεκτεινόταν σε μια μεγάλη καρθουσιανή μονή με δώδεκα ίδια κελιά που προορίζονταν για τους μοναχούς. Ο πάπας ικανοποιήθηκε και του έδωσε άφεση. Η υπόθεση έληξε. Το μοναστήρι άκμασε και αναπτύχθηκε για κάτι παραπάνω από έναν αιώνα, υποδεχόμενο ολοένα περισσότερους μοναχούς, οι οποίοι έβρισκαν στο μέρος αυτό ένα τέλειο καταφύγιο για διαλογισμό. Η φονική μανία των ανθρώπων δε θ’ αργούσε όμως να φτάσει κι εκεί. Οι πόλεμοι άρχισαν να διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Το μοναστήρι καταστράφηκε και ξαναφτιάχτηκε πολλές φορές. Οι χωρικοί της περιοχής έσπευδαν κάθε φορά να προειδοποιήσουν τους μοναχούς, κι αυτοί έτρεχαν να κρυφτούν σε λαγούμια που είχαν σκαφτεί μέσα στα χρόνια και οδηγούσαν στην καρδιά του δάσους, μερικά μάλιστα μέχρι και στις παρυφές των γειτονικών χωριών. Στο φευγιό τους, οι μοναχοί έπαιρναν μαζί τους τα πιο πολύτιμα αντικείμενά τους. Ύστερα, όταν τέλειωναν οι λεηλασίες και οι πολεμιστές αποχωρούσαν επιτέλους, οι μοναχοί επέστρεφαν στο ερειπωμένο μοναστήρι και το ξανάχτιζαν συνεχώς. Έτσι κύλησαν πεντακόσια χρόνια. Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, το τάγμα δεν μπορούσε πλέον να χρηματοδοτήσει τη συντήρηση του μοναστηριού, και οι τελευταίοι καρθουσιανοί εγκατέλειψαν το μέρος με πόνο ψυχής. Ένας πλούσιος ευεργέτης, με ευαισθη-

25

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 25


26

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 26

σίες για τα αποκλίνοντα άτομα εξαιτίας της σοβαρής ψυχικής πάθησης ενός από τα παιδιά του, έσπευσε να το αγοράσει για να το κάνει ερευνητικό ίδρυμα προορισμένο να αναπτύξει αυτόν τον καινούργιο ακόμα κλάδο της ιατρικής. Ανέκαθεν με συνάρπαζε η ιστορία, και με το που έφτασα παθιάστηκα με την περιοχή και με το πεπρωμένο του μοναστηριού. Μπόρεσα έτσι να συγκεντρώσω πλήθος έγγραφα κατά τις επανειλημμένες επισκέψεις μου στα αρχεία της επισκοπής και στις γύρω κοινότητες. Την προηγούμενη χρονιά, μάλιστα, μαζί με τον νεωκόρο μου, είχαμε καταφέρει να χαρτογραφήσουμε όλο το περίπλοκο δίκτυο των απαγορευμένων πια λαγουμιών και τελικά να αναπλάσουμε το μοναστήρι και τα περίχωρά του έτσι όπως ήταν τον καιρό της δόξας του. Ο φύλακας ήταν ενήμερος για τον ερχομό μας. Μας άνοιξε τη βαριά πόρτα με τα δύο μάνταλα και μπήκαμε στο ίδρυμα. Σε κάθε μου επίσκεψη, ένιωθα μικροσκοπικός, απλό σωματίδιο ενός όλου που δεν υπήρχε πια, συντριμμένο λες από κάποιο μεγάλο μυστήριο του παρελθόντος. Ο Σαρλ έσπρωξε την άμαξα στην κεντρική αλέα που περνούσε μπροστά απ’ το παρεκκλήσι και τα παλιά κελιά των μοναχών, μέχρι που σταμάτησε μπροστά σε ένα επιβλητικό κτίριο. Με τον καιρό, είχα μάθει στην εντέλεια το πρωτόκολλο. Κατέβηκα μόνος μου και ανέβηκα τα στενά, βαθουλωτά στη μέση σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο αναρρωτήριο, εκεί όπου βρισκόταν το γραφείο του ψυχιάτρου που διηύθυνε το άσυλο. Διέσχισα έπειτα έναν διάδρομο που μύριζε κερωμένο ξύλο και χτύπησα την πόρτα του διευθυντή. Άκουσα τον ήχο μιας φωνής σχεδόν ανεπαίσθητης. Μπήκα. Ο άντρας σηκώθηκε ζωηρά από την πολυθρόνα του. — Καλημέρα, πάτερ. — Καλημέρα, γιατρέ, είπα πλησιάζοντας το γραφείο που το κατέκλυζαν στοίβες από φακέλους. — Γρήγορα ήρθατε. — Όπως πάντα.


Χαμογέλασε και σταύρωσε τα χέρια του στην πλάτη του. Δε μου είπε να καθίσω, έμεινε κι ο ίδιος όρθιος. Ήταν κοντόχοντρος, σαραντάρης, καλοβαλμένος στο τέλεια εφαρμοστό κοστούμι του. Φορούσε επίσης μια εκτυφλωτικά άσπρη ποδιά κουμπωμένη μέχρι τον λαιμό, και αποπάνω ένα μαντίλι που άφηνε να φανεί η άκρη μιας μεγάλης πληγής στα δεξιά, σαν νυχιά από αρπακτικό πουλί. Από το πρόσωπό του που το έσκαβαν έντονα χαρακτηριστικά ξεπρόβαλλαν δύο ζωηρά ματάκια πολύ αχνογάλανα, σχεδόν διάφανα, που έμοιαζαν να μην ξεκολλάνε ποτέ αποπάνω σου όταν σε κοιτούσαν. Παρά το μικρό του μέγεθος, η αυτοπεποίθησή του τον έκανε να φαντάζει επιβλητικός. — Μπορώ να δω τη νεκρή; ρώτησα. — Φυσικά, περιμένετέ με εδώ, επιστρέφω. Ο γιατρός κατευθύνθηκε προς την πόρτα, την άνοιξε κι εξαφανίστηκε χωρίς να την κλείσει. Γύρισε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, συνοδευόμενος από μια νοσοκόμα. Αυτή με χαιρέτισε με σεβασμό και με οδήγησε σ’ ένα μικρό δωμάτιο, προέκταση του αναρρωτηρίου, το οποίο χρησίμευε περιστασιακά ως νεκροτομείο. Ένα φέρετρο κειτόταν σ’ ένα τραπέζι. Πλησίασα κάνοντας τον σταυρό μου, και είδα μέσα το σώμα μιας ψηλής γυναίκας με άσπρα μαλλιά, ντυμένης με μαύρο φόρεμα. Δεν έμοιαζε στ’ αλήθεια ηλικιωμένη. Θα ’λεγες πως τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει πρόωρα, θαρρείς από έντονη συγκίνηση ή από μεγάλο τρόμο. Το φόρεμα έφτανε μέχρι τους αστραγάλους της και τα αποστεωμένα πόδια της ξεπρόβαλλαν σαν δυο μικρά αταίριαστα εξογκώματα. Έμοιαζε σαν να κοιμόταν γαλήνια. Όσο την παρατηρούσα, η νοσοκόμα στεκόταν απέναντί μου, από την άλλη πλευρά του φέρετρου. — Μπορείτε να με αφήσετε μια στιγμή μόνο μαζί της; ρώτησα. Η νοσοκόμα πήρε βαθιά ανάσα πριν μου απαντήσει. — Φυσικά, πάτερ μου. Η φωνή της με διαπέρασε: ήταν εκείνη που είχα ακούσει

27

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 27


28

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 28

την προηγουμένη στο εξομολογητήριο, ήμουν σίγουρος. Προσπάθησα να κρύψω την ταραχή μου όσο καλύτερα μπορούσα κρατώντας τα μάτια μου καρφωμένα στη νεκρή. — Όλα καλά; Γύρισα απότομα και είδα τον διευθυντή να στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας. Είχα ξεχάσει την παρουσία του. — Ναι, ναι, όλα καλά. Έριξε ένα αυστηρό βλέμμα στη νοσοκόμα. — Μπορείτε να φύγετε, της είπε ξερά. Εκείνη πέρασε δίπλα απ’ το φέρετρο, με το κεφάλι χαμηλωμένο. Ο διευθυντής μπήκε στο δωμάτιο για να την αφήσει να βγει. — Θα ήθελα να μείνω μόνος μαζί της, είπα. Δίστασε για μια στιγμή, αγγίζοντας ξανά την ουλή του. — Βεβαίως, είπε αμέσως μετά. Βγήκε με μισή καρδιά, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Περίμενα να απομακρυνθεί. Δε χωρούσαν πια δισταγμοί. Έκανα τον γύρο του φέρετρου. Σε επιφυλακή πλέον, κοιτώντας την πόρτα, δε θα αιφνιδιαζόμουν δεύτερη φορά σε περίπτωση που εμφανιζόταν ξανά ο γιατρός. Έπιασα απαλά το κάτω μέρος του φορέματος, προσέχοντας να μην αγγίξω τη νεκρή. Σήκωσα αργά το ύφασμα, γυμνώνοντας τις γάμπες. Ένιωθα σαν να διέπραττα ιεροσυλία, αλλά η επιθυμία μου να μάθω ήταν δυνατότερη. Και τότε φάνηκαν τα τετράδια, σαν να γεννιόνταν, διπλωμένα στα δύο και σφηνωμένα ανάμεσα στα γόνατα. Χωρίς καν να τα ανοίξω, τα πήρα και βιάστηκα να τα κρύψω κάτω απ’ το ράσο μου, δένοντάς τα με τη βοήθεια της ζώνης μου. Αμέσως έσιαξα το ρούχο της νεκρής και ύστερα σκούπισα το μέτωπό μου με το μανίκι μου. Προσπάθησα έπειτα να συγκεντρωθώ στην προσευχή μου παρά τις μύριες σκέψεις που περνούσαν απ’ το φτωχό μου κεφάλι, συνέπεια των αναπάντεχων γεγονότων που είχαν συμβεί μέσα σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες. Αφότου τέλειωσα


την προσευχή, που μου επέτρεψε και να συνέλθω λίγο, βγήκα απ’ το δωμάτιο ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη μυστηριώδη γυναίκα. Μια αχτίδα φωτός αγλάισε το γαλήνιο πρόσωπό της, λες και με ευχαριστούσε μ’ ένα χαμόγελο. Ο γιατρός με περίμενε στο διπλανό δωμάτιο. Βλέποντάς με να πλησιάζω, χάιδεψε πολλές φορές την ουλή με τον δείκτη του και στηρίχτηκε πρώτα στα τακούνια του κι έπειτα στις μύτες των ποδιών του, κάνοντας μια κίνηση εκκρεμούς πριν ξαναβρεί την ισορροπία του. — Πότε θέλετε να κανονίσουμε τη μεταφορά του σώματος για την ταφή; ρώτησα. Άνοιξε ελαφρά το σακάκι του κι έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του γιλέκου του, κοιτάζοντάς με πλέον με μια εντελώς ψεύτικη έκφραση οδύνης. — Δε νομίζω πως θα γίνει θρησκευτική κηδεία, πρόσθεσε. Κούνησε το κεφάλι του μορφάζοντας, και συνέχισε με περίλυπο ύφος: — Σκότωσε το παιδί της. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινα έκπληκτος μπροστά στην αποκάλυψη. Ήξερα πως η ανθρώπινη φύση μπορούσε μερικές φορές να γίνει αμείλικτη, αλλά ποτέ πριν δεν είχα βρεθεί αντιμέτωπος με παιδοκτονία. — Γιατί δε μου το είπατε από την αρχή; — Από σεβασμό στην τελευταία επιθυμία της, ενώπιον μαρτύρων. — Πώς συνέβη; ρώτησα. — Το μόνο που ξέρω είναι ότι το σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια και πως έκτοτε βυθίστηκε ανεπιστρεπτί στην τρέλα. Η στάση του γιατρού με εκνεύριζε. Δεν ήθελα να τον αφήσω να ξεφύγει τόσο εύκολα, έτσι που με χειριζόταν. — Έχουμε προβλέψει χώρο ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις, είπα.

29

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 29


30

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 30

Ο γιατρός σταύρωσε ξανά τα χέρια του στην πλάτη του κοιτάζοντάς με διερευνητικά. — Είστε σίγουρος; — Πότε μπορείτε να μεταφέρετε τη σορό; Το σκέφτηκε για μια στιγμή, σαν να περίμενε μήπως αλλάξω γνώμη. — Όπως θέλετε, αύριο το πρωί. — Θα χρειαστώ ένα όνομα για την ταφόπλακα. Αναστέναξε, έσκυψε το κεφάλι. — Δε θα ήταν ίσως χρήσιμο να τη βαφτίσουμε. — Τι θέλετε να πείτε; — Ποιοι είμαστε εμείς, εσείς κι εγώ, για να στερήσουμε από μια ψυχή την ανωνυμία της; Ένας άνθρωπος που χάνει τα λογικά του, ή τη συνείδηση του εαυτού του, έχει μπει ήδη στον δρόμο των ψυχών, κι εγώ δεν έχω τη δύναμη να τον κάνω να γυρίσει πίσω με κανένα τρόπο. Η επιστήμη δεν μπορεί να κάνει τα πάντα, σε αντίθεση με τον Θεό σας. Δεν έκανε τον κόπο να κρύψει την ικανοποίησή του, με τα μικρά λαμπερά του μάτια προσπαθούσε να διακρίνει τις αντιδράσεις μου. — Ως προς αυτό φαίνεται πως συμφωνούμε, είπα. — Δεν είμαι τόσο σίγουρος. Δεν τα βάζουμε με τον Θεό για τα σφάλματά του, μόνο οι αστοχίες των ανθρώπων παραμένουν ορατές. — Σίγουρα, μόνο που νομίζω πως απομακρυνόμαστε από το αίτημά μου. Το πρόσωπό του μαλάκωσε σαν τεντωμένο σχοινί που χαλαρώνει. — Δεν έχει πια οικογένεια, επομένως δε θα ήταν προτιμότερο, και πιο σπλαχνικό μάλιστα, να κάνουμε να χαθεί ό,τι τη συνδέει με το αμάρτημά της... το όνομά της; Ο άντρας ήταν πανούργος, πάντα έτοιμος να ξεγλιστρήσει για να βγει απ’ τη δύσκολη θέση.


— Δε φεύγω χωρίς να το μάθω. — Ροζ, Ροζ την έλεγαν, μόνο αυτό ξέρω, ομολόγησε τελικά αγανακτισμένος. — Και άξιζε τόσο μυστήριο ένα σκέτο μικρό όνομα; — Φοβάμαι πως μπερδεύετε το μυστήριο με την αιδώ, πάτερ μου. Με μια βιαστική κίνηση, έβγαλε ένα ρολόι απ’ την τσέπη του γιλέκου του και κοίταξε την ώρα. — Επαγγελματικές υποχρεώσεις, θα χρειαστεί να με συγχωρήσετε, είπε συνοδεύοντάς με στην πόρτα. Μια πνοή καθαρού αέρα με υποδέχτηκε έξω. Ο Σαρλ με περίμενε χαϊδεύοντας το άλογο. Του έκανα νόημα ότι έπρεπε να φύγουμε αμέσως. Με άφησε να ανέβω πρώτος, παρατηρώντας με επίμονα με το σκοτεινό του βλέμμα, ύστερα πήρε θέση δίπλα μου. Κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο. Διασχίζοντας το μοναστήρι, είχα τη δυσάρεστη αίσθηση πως ήμουν κλέφτης που κουβαλούσε τη λεία του κάτω απ’ τη μύτη όλων. Μια λεία για την αξία της οποίας δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Με το που διανύσαμε μια λεύγα περίπου, μπόρεσα επιτέλους να χαλαρώσω λίγο. Ο Σαρλ είχε καταλάβει την ταραχή μου και συχνά μου έριχνε ερωτηματικές ματιές που βιαζόμουν να τις αποφύγω. Φτάνοντας στην είσοδο του χωριού, ζήτησα από τον Σαρλ να με αφήσει εκεί, προσθέτοντας ότι θα επέστρεφα με τα πόδια. Πήγα στον νεκροθάφτη και του ζήτησα να σκάψει τον τάφο το συντομότερο. Γυρίζοντας στο πρεσβυτέριο, κλείστηκα στο δωμάτιό μου, κάθισα στο κρεβάτι κι έβγαλα τα τετράδια απ’ την κρυψώνα τους. Ήταν αριθμημένα, 1 και 2. Περίμενα ώρα μέχρις ότου ανοίξω το πρώτο, λες και χρειαζόμουν κι άλλο χρόνο για να πειστώ πως ήταν πραγματικά, αναβάλλοντας έτσι τη μεγάλη ανατροπή που έμελλε να σαρώσει ζωές. Έπειτα διάβασα επιτέλους τις πρώτες λέξεις που ήταν γραμμένες στο κιτρινισμένο χαρτί, τις θυμάμαι απέξω: «Όλα είναι ήσυχα.

31

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 31


32

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 32

Δεν υπάρχει πια καιρός για χάσιμο. Τώρα. Είναι ώρα να πηδήσω στο κρύο νερό. Το όνομά μου είναι Ροζ. Έτσι με λένε...». Συνέχισα να διαβάζω ωσότου η ναυτία και η κούραση με βύθισαν σ’ έναν ύπνο γεμάτο δαίμονες δίχως πρόσωπο. Εγώ που μέχρι τότε θεωρούσα το καλό και το κακό καθησυχαστικές έννοιες για τις οποίες είχα σφυρηλατήσει μερικά όπλα, σύντομα θα ’πρεπε να βάλω κι άλλα σίδερα στη θράκα. Μόλις ξύπνησα, τα τετράδια ήταν ακόμα δίπλα μου. Κάτι ζωντανό μέσα μου με καλούσε, μ’ εξόρκιζε μάλιστα να συνεχίσω αμέσως, αλλά ένας ανεξέλεγκτος φόβος μ’ έκανε να διστάσω. Άκουσα το τρίξιμο τροχών. Άφησα έτσι στην άκρη την ιστορία της Ροζ, διχασμένος ανάμεσα στην αδημονία να μάθω τη συνέχεια και στην ανακούφιση που θα εγκατέλειπα για μερικές ώρες την ακατονόμαστη αλήθεια που έπαιρνε μορφή μπροστά στα μάτια μου. Μια σκευοφόρος με δύο άντρες στην καρότσα είχε σταθεί μπροστά στο πρεσβυτέριο. Ο Σαρλ ήταν ήδη εκεί. Συνοδεύσαμε την πομπή μέχρι την πόρτα του νεκροταφείου, στον ρυθμό του θορύβου από τις οπλές και τους μεταλλικούς τροχούς. Βοηθήσαμε ύστερα τους άντρες να κατεβάσουν την κάσα και να την κουβαλήσουν στο νεκροταφείο. Βλέποντάς μας, ο νεκροθάφτης έτρεξε να με ξεφορτώσει από το βάρος, λέγοντας πως δεν ήταν δική μου δουλειά αυτό. Ακολούθησα λοιπόν τους κουβαλητές μέχρι τον φρεσκοσκαμμένο λάκκο. Απίθωσαν το φέρετρο σε δύο σανίδες τοποθετημένες πάνω από την τρύπα, καταμεσής σε μια σειρά από ολόιδιους τάφους – ένας απλός σωρός χώμα και μια πέτρα σε σχήμα οδοδείκτη. Χωρίς να πει λέξη, ο νεκροθάφτης πέρασε δύο ιμάντες κάτω από το φέρετρο, έπειτα με κοίταξε κι ένωσε τα χέρια καλώντας με να πω τη δέησή μου. Ακόμα δεν ήξερα παρά μόνο ένα κομμάτι της ζωής αυτής της γυναίκας, το φρικτό κινούμενο πεπρωμένο της. Τα λόγια μου χάθηκαν στον γαλακτώδη πρωινό ουρανό, λόγια που εί-


χαν να κάνουν με τον αφανισμό του σώματος και την αορατότητα της ψυχής. Μόλις τέλειωσα, έκανα ένα βήμα πίσω. Ο νεκροθάφτης έπιασε έναν από τους ιμάντες με τα δυο του χέρια κι έδωσε οδηγίες στους άντρες να πιάσουν τις ελεύθερες άκρες. Ύστερα κατέβασαν το φέρετρο στην τρύπα, κρατώντας κόντρα με το ένα πόδι και με όλο τους το σώμα να γέρνει πίσω. Είδα να χάνεται αργά το ανοιχτόχρωμο ξύλο, σαν να το κατάπινε ένα σκοτεινό και σιωπηλό σώμα. Εκτός από εμάς, δεν υπήρχε κανείς για να συνοδεύσει τη νεκρή. Κανείς δε θα την έκλαιγε, όπως με είχε διαβεβαιώσει ο γιατρός. Ένα συναίσθημα καταρράκωσης με κατέκλυσε. Ό,τι κι αν είχε κάνει στο παρελθόν, όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι που την είχαν ωθήσει στη φρικτή πράξη που τη βάραινε, δεν μπορεί, όλο και κάποιος θα την αγάπησε σε μια στιγμή της ζωής της. Όλο και κάποιος θα ’χε έστω ένα ειλικρινές δάκρυ να χύσει, σκεφτόμουν, διαφορετικά δεν είχε κανένα νόημα. Κι όμως, σ’ αυτό το νεκροταφείο όπου οι ακίνητες πέτρες έκαναν αντίστιξη με τις αεικίνητες ψυχές, κανείς δεν την είχε γνωρίσει, πόσο μάλλον να την αγαπήσει για να νιώσει μια δικαιολογημένη θλίψη. Μερικές ακατάδεχτες παρουσίες δεν αρκούσαν. Με το που άγγιξε το φέρετρο τον πάτο μ’ έναν πένθιμο γδούπο, ο νεκροθάφτης μάζεψε τους ιμάντες, τους τύλιξε ανάμεσα στον ώμο και στον αγκώνα του και τους άφησε στο έδαφος. Μετά έφτυσε στις παλάμες του κοιτάζοντας μακριά, σαν να ήθελε να μας δώσει να καταλάβουμε πως ήταν καιρός να φύγουμε και να τον αφήσουμε μόνο του στη δουλειά του. Έπιασε ένα φτυάρι και άρχισε να ρίχνει χώμα, που έπεσε πάνω στο ξύλο βγάζοντας έναν ήχο σαν καλπασμό. Οι υπάλληλοι του ασύλου έφυγαν. Όσο κουνιόταν η καρότσα, εγώ έριξα άλλη μια ματιά στο χείλος του τάφου. Ο Σαρλ στεκόταν απ’ την άλλη μεριά, απέναντί μου· είχε τα χέρια σταυρωμένα, προσευχόταν. Η πομπή είχε πλέον απομακρυνθεί, ακούστηκε ένα τρίξιμο από σκουριασμένα σίδερα. Σηκώσαμε

3 – Καμιάς γυναίκας γέννημα

33

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 33


34

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 34

όλοι μαζί το κεφάλι και είδαμε τον πελώριο άντρα που είχε μόλις σπρώξει την πόρτα και προχωρούσε προς το μέρος μας κρατώντας ένα ξεφλουδισμένο ραβδί σαν πολυκαιρισμένο κόκαλο. Περπατούσε αργά στο χορταριασμένο δρομάκι, χωρίς να διστάζει, χωρίς να νοιάζεται καν για την παρουσία μας. Έστριψε σ’ ένα κάθετο μονοπάτι. Ύστερα από λίγα βήματα επιβράδυνε αλλά δε σταμάτησε, ξαναβγήκε στο κεντρικό δρομάκι. Περίμενα να τον δω να βγαίνει απ’ το νεκροταφείο, αλλά αυτός μας πλησίασε και στάθηκε μπροστά στον μισογεμισμένο λάκκο, πάντα χωρίς να κοιτάζει κανέναν. Έβγαλε το καπέλο του. Κάθε λογής σημάδια διασταυρώνονταν στο μαυρισμένο του πρόσωπο, και μερικά ίχνη από γένια ξεχασμένα στο ξύρισμα έμοιαζαν με στάχυα μετά τον θερισμό. Το φαρδύ κοτλέ παντελόνι έτρεμε λίγο στα πόδια του. Έφερε το ελεύθερο χέρι του σ’ εκείνο που κρατούσε το καπέλο, ανάσαινε με δυσκολία, λες και τα πνευμόνια του λειτουργούσαν μόνο προς μία κατεύθυνση, εμφανώς προς τα μέσα, και ύστερα ο αέρας γινόταν πολύ βαρύς για να μπορεί να τον σπρώξει προς τα έξω. Αντιστάθηκα στον πειρασμό να τον ενοχλήσω στην προσευχή του. Εκείνη τη στιγμή το βλέμμα του έμοιαζε καταβεβλημένο από μια ατονία που δεν είχε καμία σχέση με τη θλίψη της περίστασης, ούτε με τα στίγματα που τη συνοδεύουν συνήθως. Ήταν κάτι σαν επώδυνη απάρνηση. Όταν βγήκε απ’ την περισυλλογή του, έστριψε χωρίς να μας δώσει καμία σημασία και έφυγε. Τον άφησα να προχωρήσει μερικά μέτρα κι έπειτα τον πήρα στο κατόπι, αφήνοντας τον νεκροθάφτη στη δουλειά του και τον Σαρλ στη σαστιμάρα του. Πρόλαβα τον άντρα μετά την πόρτα. — Την ξέρατε; είπα με όλη μου τη δύναμη. Σταμάτησε, γύρισε, με τα μάτια καρφωμένα στο ραβδί του που το κρατούσε μπροστά του. — Όχι, δε νομίζω πως την ήξερα, είπε ύστερα από μια στιγμή. — Τότε γιατί είστε εδώ;


Σήκωσε ζωηρά το πιγούνι. Έδειξε την είσοδο του νεκροταφείου με το ραβδί του. — Κι εσείς εδώ είστε! — Εμένα είναι ο ρόλος μου. — Και τι ξέρετε για τον δικό μου; — Δε χρειάζεται να είστε καχύποπτος απέναντί μου. Κατέβασε το ραβδί του, κοντοστάθηκε για λίγο, και ύστερα είπε βαριά: — Όλη μου τη ζωή ήμουν καχύποπτος με τους άλλους. — Ποιος είστε; Μου έριξε ένα βλέμμα στο οποίο δε διέκρινα καμία περιφρόνηση, αλλά μάλλον ένα είδος άγριας αποφασιστικότητας. — Κάποιος που δεν είστε έτοιμος να πιάσετε στα δίχτυα σας, είπε. Χωρίς να περιμένει ανταπάντησή μου, ξαναπήρε τον δρόμο του. Δεν τον ακολούθησα αυτή τη φορά, τον κοίταζα να απομακρύνεται με μια εντυπωσιακή ελαφράδα, χωρίς να καμπουριάζει, χωρίς να γέρνει, να προχωράει αποφασιστικά, πατώντας γερά στα πόδια του, και το ραβδί να μην του χρησιμεύει σε τίποτα. Φτάνοντας στην άκρη της ράμπας που έβγαζε στον δρόμο, ξανασήκωσε το ραβδί του στον αέρα, στάθηκε σ’ αυτή τη θέση, δείχνοντας μάλλον κάποιο μέρος πέρα στον ουρανό και χωρίς να γυρίσει πρόσθεσε: — Πολύ τρυφερός μου φαίνεστε, πάτερ, να προσέχετε τα κόλπα Του, έχει πολλούς άσους στο μανίκι του. Δεν είχα καμιά αμφιβολία σε ποιον αναφερόταν. Άνοιξε το βήμα του, με το ραβδί του τώρα στραμμένο ίσια μπροστά, λες και για να του ανοίγει δρόμο μέσ’ απ’ τους θάμνους. — Την ξέρατε αυτή τη γυναίκα, έτσι; Επιβράδυνε, σαν να πάλευε κόντρα στον άνεμο. — Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σας πω. Τον είδα να απομακρύνεται αργά, ύστερα να χάνεται. Μό-

35

BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 35


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 36

36

νο ένα πράγμα ήθελα πλέον, να συνεχίσω να διαβάζω τα τετράδια.

Πάνε σαράντα τέσσερα χρόνια από τότε, και θυμάμαι τα πάντα. Η φλόγα τρεμοπαίζει στην άκρη του συστραμμένου κεριού. Μοιάζει με μικρή χορεύτρια πιασμένη στο υλικό του. Τα μαλλιά της από καπνό σκουπίζουν ρινίσματα από γράμματα κολλημένα σε λέξεις γύρω απ’ τον άξονα της ιστορίας, αυτής της εξομολόγησης που έγινα τώρα ο παραλήπτης της. Όποτε η ανάσα μου επιταχύνεται και μετά επιβραδύνεται ξανά, καταφέρνω ν’ αλλάξω τη ρότα των πένθιμων ίσκιων πάνω στο θολωμένο χαρτί, και μου εμφανίζεται τότε ένα άγνωστο πρόσωπο, σαν έλικας κολόνας σε τύμβο. Αυτή η γυναίκα που δεν τη γνώρισα ποτέ στη ζωή μου αλλά που είναι σαν να ξέρω τα πάντα γι’ αυτή, αυτή η γυναίκα που μαζί της πορεύομαι ακόμα, που μαζί της θα πορεύομαι για πάντα. Αποφάσισα λοιπόν να αφήσω το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στο πρώτο φύλλο για να χαθούν οι απατηλές σκιές, για να γεννηθούν νέες, που ετοιμάζομαι να τις ανακαλύψω με κίνδυνο να τις κάνω ακόμα πιο σκοτεινές. Αυτά τα κομμάτια σκοταδιού που τίποτα και κανείς δεν τα γλιτώνει, παρά μόνο στην πιο απόλυτη νύχτα, του θανάτου, πριν από την έσχατη κρίση. Αντέγραψα υπομονετικά την ιστορία της Ροζ, διορθώνοντας μόνο μερικά λάθη, τίποτα παραπάνω. Τα τετράδια δεν είναι πλέον στην κατοχή μου, τα παρέδωσα στους κληρονόμους εδώ και χρόνια. Όσο κι αν ξέρω τι περιέχουν, χρειάζεται να επιστρέψω μια τελευταία φορά στην αισχρή αλήθεια που το δηλητήριό της το νιώθω ήδη να χύνεται μέσα μου· σαν να ζούσα μια άλλη ύπαρξη, όχι τη δική μου, σαν να έπρεπε να τη ζω ξανά και ξανά, κυριευμένος απ’ την τρελή αυταπάτη μήπως δώσω τον χρόνο σε καινούργιες λέξεις να ποτίσουν το χαρτί. Αφήνω να με κατακλύσουν οι θόρυβοι που σκεπάζουν τη


BOUIS_GYNAIKAS GENNHMA DD F.qxp_Layout 1 21/10/20 4:49 PM Page 37

37

σιωπή, μια μουσική φτιαγμένη από την ξέφρενη κούρσα των τρωκτικών στο φθαρμένο πάτωμα, από τα τριξίματα του ξύλου, από τις μακρινές φωνές νυχτόβιων ζώων. Να με, υπάκουος σαν σκύλος που τον φωνάζει ο αφέντης του. Είναι καιρός να μου μιλήσει η Ροζ μια τελευταία φορά· έχει τόσα να μου πει, πράγματα που δεν μπορώ να τ’ αποφύγω. Τόσα ακόμα να μου μάθει, τώρα που είμαι στο κατώφλι της αιώνιας κατοικίας μου.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.