MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 5
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
Α ΠΑ ΝΤΑ ΤΑ Δ ΙΗ ΓΗ ΜΑ Τ Α – 1
το μαγικο βαρελι και αλλεσ ιστοριεσ c ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Bernard Malamud, The Complete Stories
Edited and introduced by Robert Giroux
Copyright by Ann Malamud Introduction 1997 by Robert Giroux. All rights reserved © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017 © ©
1η έκδοση: Σεπτέμβριος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6753-9
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
από τον Ρόμπερτ Ζιρού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
9
Η ανακωχή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ανοιξιάτικη βροχή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το μπακάλικο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τιμητική παράσταση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Είναι αλλιώτικο τώρα το μέρος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μόνιμος πελάτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . H λογοτεχνική ζωή του Λέιμπαν Γκόλντμαν . . . . . . . . . . . . . . . . Το κόστος της ζωής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η φυλακή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα πρώτα εφτά χρόνια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο θάνατος του Εγώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο λογαριασμός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το δάνειο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ομολογία φόνου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ένα παντελόνι ιππασίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η κοπέλα των ονείρων μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το μαγικό βαρέλι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι πενθούντες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο άγγελος Λεβίν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Διαβάζοντας το καλοκαίρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έλεος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . To ασανσέρ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
21 30 38 51 60 75 84 98 111 120 136 147 157 167 194 204 222 248 259 275 286 298
7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 8
8
Μια συγνώμη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο τελευταίος των Μοϊκανών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η αρχόντισσα της λίμνης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Να το κλειδί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα παπούτσια της υπηρέτριας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Προηγούνται οι ηλίθιοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Νεκρή φύση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Φανταστείτε έναν γάμο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
311 324 357 391 422 440 454 483
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ από τον Ρόμπερτ Ζιρού
* Η εισαγωγή αυτή συνοδεύει την έκδοση του 1997. (The Complete Stories, Farrar, Straus and Giroux).
9
«Να δουλεύουμε απλώς και μόνο για να δημιουργήσουμε ιστορίες δεν είναι άσχημος τρόπος για να βιώσουμε τη μοναξιά μας» έγραψε ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ λίγο πριν από τον θάνατό του σε έναν σεμνό απολογισμό ο οποίος διευκρινίζει ένα μείζον θέμα της γραφής του. Και ως αποτέλεσμα της μοναχικής δουλειάς του, οι αναγνώστες κέρδισαν ένα σύνολο διηγημάτων που όμοιά τους δεν βρίσκουμε σε άλλον συγγραφέα. Ο Ρόμπερτ Άλτερ αποκάλεσε τα διηγήματα αυτά «καρπούς μιας μοναδικής φαντασίας... Μόνο ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ θα μπορούσε να τα έχει γράψει». Στα απομνημονεύματά του με τίτλο Πολύχρονη δουλειά, σύντομη ζωή, ο Μάλαμουντ παραδεχόταν: «Η γραφή μου απέσπασε από μιαν απρόθυμη ψυχή ένα μέτρο έκπληξης απέναντι στη φύση της ζωής». Μεταξύ του 1940 (όταν ξεκίνησε) και του 1986 (όταν πέθανε) δημιούργησε μερικά από τα πιο πρωτότυπα και αξιομνημόνευτα διηγήματα της εποχής του. Το βιβλίο αυτό τα συγκεντρώνει όλα μαζί για πρώτη φορά.* Ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’40 δημοσιεύοντας διηγήματα σε μη εμπορικά περιοδικά –«εννοώ ότι δεν πληρωνόμουν γι’ αυτά, είχα όμως την ευτυχία να τα βλέπω δημοσιευμένα»– μέχρις ότου το 1949 το περιοδικό Harper’s Bazaar αγόρασε την ιστορία «Το κόστος της ζωής», και ξεκίνησε η επαγγελματική του καριέρα. Το 1952 στον
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 10
10
εκδοτικό οίκο Harcourt Brace ανέλαβα το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο The Natural, και υπογράψαμε ένα συμβόλαιο για δύο βιβλία, με την πρόθεση το δεύτερο βιβλίο του να είναι μία συλλογή διηγημάτων. Αυτό το έκανα επειδή, με τη βοήθεια της φίλης μου Κάθριν Κάρβερ η οποία ήταν τότε η πρώτη αναγνώστρια του Partisan Review, είχα διαβάσει το αδημοσίευτο διήγημά του «Το μαγικό βαρέλι», το οποίο αποκάλυπτε τη δεξιοτεχνία του στη συγκεκριμένη φόρμα. Ήμουν ευτυχής που θα γινόμουν ο επιμελητής και εκδότης ενός νέου σημαντικού συγγραφέα. Προτού ετοιμαστεί το δεύτερο βιβλίο του Μπερν, μετακόμισα από τον εκδοτικό οίκο Harcourt Brace για να γίνω αντιπρόεδρος και υπεύθυνος εκδόσεων στον οίκο Farrar, Straus and Company. Νόμισα ότι τον είχα χάσει λόγω του συμβολαίου που αφορούσε τα δύο βιβλία, αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν κατά τρόπο εκπληκτικό. Όταν ο Μπερν μου είπε ότι ο Harcourt απέρριψε το νέο του βιβλίο, μου ξέφυγε ένα: «Δεν πιστεύω ότι απέρριψαν τα διηγήματά σου!», κι εκείνος είπε: «Όχι, για ένα μυθιστόρημα πρόκειται, με τίτλο The Assistant (Ο βοηθός). Θα ήθελες να το διαβάσεις;». Ήταν εξαιρετικό, και ο οίκος Farrar, Straus and Company το δημοσίευσε το 1957. Την επόμενη χρονιά εκδώσαμε το διήγημα «Το μαγικό βαρέλι» (όπως ονομάστηκε η συλλογή των διηγημάτων του) και αυτό κέρδισε το National Book Award, το πρώτο τέτοιο βραβείο που απονεμόταν στον εκδοτικό οίκο. Έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή παρέλαση από οκτώ μυθιστορήματα και τέσσερις τόμους με διηγήματα τα οποία αποτελούν το oeuvre* του. Όταν ο οίκος Farrar, Straus and Giroux επανεξέδωσε το 1961 το μυθιστόρημα The Natural, όλα του τα βιβλία ήταν τυπωμένα στους καταλόγους μας. Ένας φίλος συγγραφέας αποκάλεσε κάποτε τον Μάλαμουντ «αυστηρό ηθικολόγο». Ηθικολόγος ναι, αυστηρός όμως όχι, δεν ήταν αυτό το στιλ του. Κατέληξα να θαυμάζω όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα αυτού του ευγενούς ανθρώπου. Καθώς το ταλέντο του Μπερν άνθιζε, η προσωπική μας σχέση βάθαινε και γινόταν μια στενή και ακλόνητη φιλία. Μοιραζόμασταν πολλά ενδιαφέροντα, ιδίως
* Oeuvre (γαλλ.): το έργο.
την αγάπη για τη μουσική και (με τη γυναίκα του την Ανν) την αγάπη για την όπερα. Ο Μπερν κι εγώ γεννηθήκαμε όχι μόνο την ίδια χρονιά, αλλά και τον ίδιο μήνα. Στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης καταφέραμε να εισαχθούμε σε πανεπιστήμιο στη Νέα Υόρκη, και τίποτα δεν είχε μεγαλύτερη σημασία για μας από το βιβλίο. Κάποτε, μου έκανε δώρο στα γενέθλιά μου ένα σπάνιο κομμάτι· ήταν η πραγματεία του καρθουσιανού μοναχού Γκουίγκο «Περί μοναχικής ζωής» μεταφρασμένη από τον Τόμας Μέρτον, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων από το τυπογραφείο του Κλοντ Φρέντερικς, συναδέλφου του στο κολέγιο Μπένινγκτον. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπερν στον Pen American Center (1979-1981), όταν ο εκδοτικός οίκος Farrar, Straus and Giroux τιμήθηκε με την πέμπτη ετήσια Publisher Citation, εκείνος κανόνισε η τελετή να γίνει την ημέρα των γενεθλίων μου. Εκείνη η εύφημος μνεία για εκδότες φέρει τον δικό του προσωπικό τόνο: «Για τη διακεκριμένη και συνεχή υπηρεσία προς τα διεθνή γράμματα, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία των συγγραφέων, και την ελεύθερη διάδοση του έντυπου λόγου πέρα από τους φραγμούς της φτώχειας, της άγνοιας, της λογοκρισίας και της καταπίεσης». Υπάρχει ένα πασίγνωστο ανέκδοτο για έναν παραγωγό ταινιών ο οποίος, όταν ρωτήθηκε αν είχε διαβάσει το The Wings of the Dove (Τα φτερά του περιστεριού), απάντησε: «Όχι προσωπικά». Ένα αλησμόνητο απόγευμα στο κολέγιο Μπένινγκτον, όταν ο κυβερνήτης Σνέλινγκ βράβευσε τον Μπερν με τo Vermont Arts Council Award, ήταν σαφές ότι αυτός είχε διαβάσει προσωπικά τον Μάλαμουντ. Οι απόψεις των μεταστάντων συναδέλφων του Μπερν, της Σίρλεϊ Τζάκσον και του Στάνλεϊ Έντγκαρ Χάιμαν, διαπότισαν τις συζητήσεις και η όλη τελετή έγινε μια οικογενειακή υπόθεση. Είχα επίσης μια απρόσμενη εμπειρία σχετική με τον Μάλαμουντ στην Ιαπωνία, όπου στο πλαίσιο ενός εκπαιδευτικού προγράμματος έδινα διαλέξεις σε πέντε πόλεις από τις οποίες οι τέσσερις έδειχναν να ενδιαφέρονται μόνο για τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Όταν, όμως, στο Πανεπιστήμιο της Χιροσίμα, ο καθηγητής Κατσουχίρο Τζινσάκι μου ζήτησε να συναντηθώ με τους σπουδαστές του της αμερικανικής λογοτεχνίας, χάρηκα που η τάξη με ρώτησε μόνο για τον Μπέρναρντ Μάλαμουντ, τα βιβλία του οποίου γνώριζαν εξονυχιστικά. Νόμισα ότι αυτό θα εξέπληττε τον Μπερν όταν θα επέστρεφα, αλλά τότε εκείνος γέλασε και
11
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 11
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 12
είπε: «Ο καθηγητής Τζινσάκι κι εγώ έχουμε μία ογκώδη αλληλογραφία. Είναι ο ειδικός στον Μάλαμουντ».
12
} Ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1914 στο Μπρούκλιν και ήταν ο μεγαλύτερος από τους δύο γιους των Ρώσων εμιγκρέδων Μπέρτα Φίντελμαν και Μαξ Μάλαμουντ. Εκείνοι είχαν εργαστεί σκληρά για να στήσουν ένα μικρό μπακάλικο που θα δούλευε ως αργά τη νύχτα, ένα τοπόσημο που θα γινόταν οικείο στα έργα του γιου τους. Αφού άλλαξαν μέσα στα χρόνια κάμποσες περιοχές, στο τέλος εγκαταστάθηκαν στη λεωφόρο Μακντόναλντ, όπου η οικογένεια έμενε σε δωμάτια πάνω από το μαγαζί. Το 1929, όταν ο Μπερν ήταν δεκαπέντε ετών, η μητέρα του πέθανε και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. («Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, απέκτησα μια μητριά και βαρετή οικογενειακή ζωή» αποκάλυψε.) Ο Γιουτζίν, ο νεότερος αδελφός του, νοσηλεύτηκε δύο φορές για σχιζοφρένεια και πέθανε στα πενήντα πέντε του χρόνια. Ο Μπερν πήγε δημοτικό στο Μπρούκλιν, αποφοίτησε το 1932 από το γυμνάσιο Εράσμους Χολ, και εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1936. «Ήλπιζα ότι θα έγραφα διηγήματα μετά την αποφοίτησή μου από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης» εξήγησε «αλλά αυτό ήταν κάτι που θ’ αργούσε να γίνει. Είχα ιδέες, κι ένιωθα ότι με περίμενε ατέλειωτη δουλειά. Εκείνη την εποχή, όμως, δεν είχα μέσα βιοπορισμού, και ως γιος ενός φτωχού ανθρώπου, ενός φτωχού μπακάλη, δεν άντεχα τη σκέψη να εκμεταλλεύομαι αυτόν, ένα γενναιόδωρο και γεμάτο αυταπάρνηση άνθρωπο... Πήρα μέρος σ’ έναν διαγωνισμό δασκάλων και στη συνέχεια δούλεψα για έναν χρόνο με τεσσεράμισι δολάρια την ημέρα ως δάσκαλος προγυμναστής στο γυμνάσιο Λαφαγιέτ στο Μπρούκλιν». Αφηγείται πώς ένιωθε όταν συμμετείχε σε διαγωνισμούς για τη θέση ταχυδρομικού υπαλλήλου και ταχυδρόμου. «Ή αυτό είναι τρελό, σκέφτηκα, ή εγώ. Ωστόσο, είπα μέσα μου ότι το είδος της δουλειάς που μπορεί να έπιανα δεν είχε σημασία, εφόσον δούλευα για να έχω καιρό να γράφω». Την άνοιξη του 1940 δέχθηκε μια θέση σε δημόσια υπηρεσία, στο Γραφείο Απογραφών της Ουάσινγκτον. «Όλο το πρωί ήλεγχα ευσυ-
νείδητα εκτιμήσεις για τις στατιστικές των τάφρων αποστράγγισης, καθώς αυτές παρουσιάζονταν σε διάφορες κομητείες των ΗΠΑ. Αν και η δουλειά ελάχιστα κινούσε το ενδιαφέρον μου, δούλευα με επιμέλεια, και μέσα σε τρεις μήνες πήρα προαγωγή. [...] Μετά το μεσημεριανό, κρατούσα το κεφάλι μου σκυμμένο για όση ώρα έγραφα διηγήματα καθισμένος στο γραφείο μου». Ήταν μια μοναχική ζωή σε ένα σπίτι με ενοικιαζόμενα δωμάτια στην πρωτεύουσα. Εκείνο το καλοκαίρι έγραψε για την εφημερίδα The Washington Post ένα κομμάτι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, σχετικά με την πτώση της Γαλλίας, όταν ο γερμανικός στρατός επιδείκνυε «μια αισχρή ευθυμία στο κατακτημένο Παρίσι». Ο ίδιος αναφέρει: «Ένιωθα δυστυχισμένος, σαν να πενθούσα τον θάνατο ενός πολιτισμού που αγαπούσα, κι ωστόσο κατάφερα να γιορτάσω τη ζωή που συνεχιζόταν και τις σχετικές πράξεις. Αν και συχνά ήμουν μόνος μου, έμενα στο σπίτι με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια προσπαθώντας από νύχτα σε νύχτα να επινοήσω διηγήματα για τα οποία δεν χρειαζόταν να ντρέπομαι». Ένα τέτοιο διήγημα, «Η ανακωχή», το πρώτο αυτού του βιβλίου, αφορά την πτώση της Γαλλίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή επηρεάζει έναν Αμερικάνο μπακάλη και τον γιο του. Ο Μπερν πήρε το πτυχίο του στην αγγλική φιλολογία από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1942, με μια διατριβή πάνω στην ποίηση του Τόμας Χάρντι, και από το 1943 τα πρώτα του διηγήματα άρχισαν να εμφανίζονται σε μικρά περιοδικά όπως τα Assembly, Threshold, American Prefaces, New Threshold. Το 1946 παντρεύτηκε την Ανν ντε Κιάρα. Ο γιος τους Πoλ γεννήθηκε το 1947 και η κόρη τους Τζάνα, το 1952. Το 1949 δέχθηκε πρόταση να διδάξει στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Αυστηρός κριτής του ίδιου του έργου του, κατέστρεψε το χειρόγραφο του πρώτου ολοκληρωμένου μυθιστορήματός του με τίτλο The Light Sleeper «...μια νύχτα στο Όρεγκον επειδή πίστευα ότι θα το έφτιαχνα καλύτερο». Το πρώτο του βιβλίο, λοιπόν, ήταν το The Natural, ένα μυθιστόρημα για την πραγματικότητα και τη φαντασία στο μπέιζμπολ, που εκδόθηκε το 1952. Το αφιέρωσε στον πατέρα του, ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα. («Τι χρειάζεται περισσότερο ένας συγγραφέας; Όταν κάνω αυτή την ερώτηση, σκέφτομαι τον πατέρα μου»). Έγραψε το διήγημα «Το μαγικό βαρέλι» κλεισμένος σ’ ένα κουβούκλιο στο ισόγειο της βιβλιοθήκης του κολεγίου. Το
13
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 13
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 14
περιοδικό Partisan Review το δημοσίευσε το 1954. Στο διάστημα 19561957 πήρε μια υποτροφία του Ιδρύματος Ροκφέλερ και, χρηματοδοτούμενος από το Partisan Review, ταξίδεψε με σπουδαστική άδεια στην Ευρώπη και έμεινε στη Ρώμη. Από την περίοδο αυτή προέρχονται τα διηγήματά του με ιταλικά θέματα. Το μυθιστόρημα The Assistant (Ο βοηθός) εκδόθηκε το 1957, κέρδισε το βραβείο Ρόζενταλ της Αμερικανικής Ακαδημίας και του Ινστιτούτου Τεχνών και Γραμμάτων. Το διήγημα «Το μαγικό βαρέλι» δημοσιεύτηκε το 1958, ακολουθούμενο από έξι μυθιστορήματα: A New Life (1961), The Fixer (Ο μάστορας) (1966), The Tenants (1971), Dubin’s Lives (1979), God’s Grace (1982), και το ημιτελές The People (1989), το οποίο κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του. Οι υπόλοιπες συλλογές διηγημάτων ήταν οι εξής: Idiots first (1963), Pictures of Fidelman (1969), ένα βιβλίο με ιστορίες σχετικές με την Ιταλία, και η συλλογή Rembrandt’s Hat (1973). Τον Σεπτέμβριο του 1961 άρχισε να διδάσκει στο κολέγιο Μπένινγκτον, όπου και δίδαξε μέχρι το τέλος της ζωής του. Κέρδισε το βραβείο Pulitzer και το National Book Award για τον Μάστορα. Το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης τον τίμησε με το Elmer H. Bobst Award και η Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων τον βράβευσε με το έγκριτο Χρυσό Μετάλλιο Μυθοπλασίας το 1983. (Το τελευταίο απονέμεται ανά πενταετία και του το απένειμε ο φίλος του Ραλφ Έλισον.) Το 1985 έλαβε το σημαντικότατο ιταλικό βραβείο Mondello στο ετήσιο λογοτεχνικό φεστιβάλ της Σικελίας. Μια νύχτα του Μαρτίου 1986, όταν οι Μάλαμουντ δειπνούσαν με τον Ρότζερ και την Ντορόθια Στράους, ο Μπερν δήλωσε ότι ήθελε τέσσερα κεφάλαια ακόμα για να τελειώσει το πρώτο δοκίμιο του The People, και πίστευε πως θα το είχε ολοκληρώσει κατά το φθινόπωρο. Το μεσημέρι της επομένης, 18 Μαρτίου, πέθανε από συγκοπή αφότου είχε δουλέψει στο γραφείο του.
14
} Στην έκδοση Άπαντα τα διηγήματα του Μπέρναρντ Μάλαμουντ περιλαμβάνονται πενήντα πέντε διηγήματα που ξεκινούν από το 1940 με την «Ανακωχή» και κλείνουν με τα τελευταία δύο διηγήματα που έγραψε τη δεκαετία του 1980, ενώ πειραματιζόταν με νέες φόρμες. (Σε σημειώσεις του χρονολογούμενες από το 1983 τα αποκαλεί «φα-
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 15
νταστικές βιογραφίες» και «βιογραφημένα διηγήματα». Το διήγημα «Στους κήπους του Κιου», που αφορά τη Βιρτζίνια Γουλφ, και το «Η λυτρωμένη Άλμα» που αναφέρεται στην Άλμα Μάλερ, δημοσιεύτηκαν και τα δυο το 1984. Οι παράξενες λεπτομέρειες από τις βιογραφίες αυτών των διάσημων γυναικών μοιάζουν φανταστικές, είναι όμως μέχρι κεραίας αληθινές.) Οι πενήντα πέντε ιστορίες ταξινομήθηκαν όσο πιο προσεκτικά γινόταν μάλλον κατά σειρά συγγραφής παρά κατά σειρά δημοσίευσης. Αποκαλύπτουν μία εκπληκτική εξέλιξη σε διάστημα άνω των σαράντα ετών, από τον ρεαλισμό ενός μπακάλικου και ιστορίες με φόντο το Μπρούκλιν στη φαντασία και την ελευθερία διηγημάτων όπως το «Εβραιοπούλι», «Το άλογο που μιλά», «Ο άγγελος Λεβίν» και «Το μαγικό βαρέλι». Ένα μόνο διήγημα, το «Φανταστείτε έναν γάμο», σχετικά με την οικογένεια μιας ανύπαντρης κοπέλας, έχει δραματουργική μορφή. Από ό,τι γνωρίζουμε, ο Μπερν δεν έκανε άλλη απόπειρα να γράψει ένα θεατρικό έργο, μολονότι πάντα τον ενδιέφερε το θέατρο. Μου είπε ότι ο θείος του ο Τσαρλς Φίντελμαν υπήρξε υποβολέας του θεάτρου Γίντις στη Δεύτερη Λεωφόρο και περιόδευσε με έναν θίασο ρεπερτορίου στο Μπουένος Άιρες. Το «Φανταστείτε έναν γάμο» δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1963 στο Λονδίνο στο περιοδικό New Statesman. Το 1966 ο δρ. Λέοναρντ Λέρμαν το μελοποίησε κάνοντάς το όπερα. Ένα άλλο από τα πρώιμα διηγήματά του, το «Ομολογία φόνου», γράφτηκε στην ουσία ως το πρώτο κεφάλαιο ενός μυθιστορήματος με τίτλο Ο άνθρωπος που δεν μπορούσε να σηκώσει κανείς, που ο συγγραφέας το παράτησε. Καθώς ήταν μια ανεξάρτητη αφήγηση με ένα εκπληκτικό τέλος το οποίο εκείνος το διατήρησε, οι εκτελεστές της διαθήκης του αποφάσισαν να το συμπεριλάβουν στην έκδοση των διηγημάτων του ως ένα κείμενο ανένταχτο. Ο «Μόνιμος πελάτης», ένα διήγημα γραμμένο το 1943, ανακαλύφθηκε πρόσφατα στο περιοδικό New Threshold. (Σε εκείνο το τεύχος του περιοδικού δημοσιεύτηκε και ένα από τα πρώτα διηγήματα της Μαντλίν Λανγκλ, γραμμένο την εποχή που δεν είχε ακόμα πάρει πτυχίο από το κολέγιο Σμιθ, και ένα κομμάτι της Έλινορ Ρούζβελτ κατά των φυλετικών διακρίσεων.) 15
}
16
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 16
Η Φλάνερι Ο’Κόνορ, κορυφαία διηγηματογράφος και η ίδια (το έργο της οποίας ο Μπερν θαύμαζε), αποκάλυψε εντελώς αθόρυβα τι σκεφτόταν για τη μεγαλοφυΐα του σε επιστολή που απευθυνόταν στη φίλη της «Α» στις 14 Ιουνίου 1958. «Ανακάλυψα έναν διηγηματογράφο που είναι καλύτερος απ’ όλους αυτούς, και του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου. Πήγαινε στη βιβλιοθήκη και πάρε ένα βιβλίο με τίτλο Το μαγικό βαρέλι του Μπέρναρντ Μάλαμουντ». Ο Ρίτσαρντ Γκίλμαν στο εξαιρετικό κομμάτι που δημοσίευσε στη μνήμη του στο περιοδικό New Republic με τίτλο «Η χάρη του Μάλαμουντ», τον αποκαλεί «έναν παραμυθά σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι από τους καλύτερους συγγραφείς μας υπήρξαν ύποπτοι για εύπεπτη αφήγηση. Εκείνος ήταν και ρεαλιστής και φαντεζίστας μαζί». Δεν θέλω να πω ότι μεταπηδούσε από την πραγματικότητα στη φαντασία, αλλά στις καλύτερες στιγμές του η γραμμή μεταξύ των δύο εξαλειφόταν. Η παρατήρηση υποχωρούσε ενώπιον της φαντασίας». Ο Γκίλμαν πρόσθεσε ότι ένα διήγημα σαν το «Εβραιοπούλι» (μάλλον το καλύτερό του κατά την άποψή μου), το κομμάτι που μοιάζει να είναι ολόκληρο ένα καλαμπούρι και μια αλληγορική απόπειρα, αγκυροβολεί σε μια χαλικόστρωτη πραγματικότητα». Στον συγκινητικό της λόγο στο μνημόσυνο που έγινε προς τιμήν του στο πολιτιστικό κέντρο 92Υ της Νέας Υόρκης, η Σίνθια Όζικ τον θυμήθηκε να διαβάζει το διήγημά του «Το ασημένιο στέμμα», το οποίο «ήταν τόσο ηλεκτρισμένο, ώστε ευχήθηκα ολόψυχα να ήταν δικό μου». Τόσο ο Γκίλμαν όσο και η Όζικ ορθά επαίνεσαν τα εξόχως ιδιαίτερα υφολογικά δώρα του. Η Όζικ ανέφερε «τη θέρμη μιας πρότασης του Μάλαμουντ». Ο Γκίλμαν παρέθεσε «τις απολαύσεις του κειμένου, τα μικρά πεπρωμένα της γλώσσας, δίνοντας αυτά τα παραδείγματα: «Τράβηξε πάνω του το κρύο ρούχο της πίκρας και χαράμισε μερικά λεπτά καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού» («Προηγούνται οι ηλίθιοι»)· «Η ζωή, παρά τις μανιασμένες τους εκκλήσεις, τις είχε προσπεράσει» («Το μαγικό βαρέλι»)· «Λυπόταν αυτήν, την κόρη της, τον κόσμο. Ποιος δεν θα τη λυπόταν;» («Η κοπέλα των ονείρων μου»)· «Η καρδιά του, σαν εύθραυστη στάμνα, γκρεμίστηκε από το ράφι και κύλησε αναπηδώντας στα σκαλιά, για να κομματιαστεί στον πάτο της σκάλας» («Ο θάνατος του Εγώ»)· «Η έξαψη πήγε εκεί που πηγαίνει η έξαψη» («Ο τελευταίος των Μοϊκανών»)· «Βρήκε το παράθυρο ανοιχτό, οπότε
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 17
μπήκε το κοκαλιάρικο πουλί, πλαταγίζοντας τα ξεφτισμένα μαύρα φτερά του. Έτσι πάει: είναι ανοιχτά, μπαίνεις μέσα. Είναι κλειστά, μένεις εκτός, κι αυτή είναι η μοίρα σου» («Το Εβραιοπούλι»). Η Όζικ ρωτά: «Είναι ένας Αμερικανός δεξιοτέχνης; Φυσικά. Όχι μόνο έγραψε στην αμερικάνικη γλώσσα, την εμπλούτισε με δροσερή πλαστικότητα, σμίλεψε τα αγγλικά μας σε νέες καταπληκτικές μορφές... Έγραψε για Εβραίους που υποφέρουν, για φτωχούς Εβραίους, για μπακάληδες και μαστόρους, και πουλιά και άλογα και αγγέλους στο Χάρλεμ και προξενητές και πωλητές και ραβί και σπιτονοικοκύρηδες και νοικάρηδες και δοκιμαστές αυγών και συγγραφείς και χιμπαντζήδες. Έγραψε για την πληρότητα και την ενότητα του κόσμου». Στο μνημόσυνο ο Ντάνιελ Στερν ανέφερε ότι «ο Μάλαμουντ πλησίασε όσο κοντύτερα μπορούσε στο να δημιουργήσει μία θρησκεία της τέχνης. Μια θρησκεία οδύνης και κωμωδίας, παίρνοντας τον Εβραίο ως το δικό του σημείο εκκίνησης για ό,τι ήταν πιο ανθρώπινο στην ανθρωπότητα. “Όλοι οι άνθρωποι είναι Εβραίοι” – είναι ίσως η πιο διάσημη και πιο αινιγματική αράδα του». Στα χρόνια που πέρασαν θεώρησα τον εαυτό μου τυχερό επειδή υπήρξα ο εκδότης του Μπέρναρντ Μάλαμουντ, και ακόμα πιο τυχερό επειδή υπήρξα φίλος του. Το 1983, όταν συγκέντρωσε το υλικό για το βιβλίο Τα διηγήματα του Μπέρναρντ Μάλαμουντ, το τελευταίο βιβλίο που δημοσιεύτηκε ενόσω ζούσε, με τίμησε το γεγονός ότι μου το αφιέρωσε. Ακόμα περισσότερο, όμως, θυμάμαι αυτή την επιγραφή: «Στον Μπομπ, τον πρώτο και μοναδικό μου επιμελητή». Ο πρόλογός του λέει: «Η τέχνη γιορτάζει τη ζωή και μας προσφέρει το μέτρο μας». Η καρδιά του μας έδωσε το δικό της μέτρο κι αυτό είναι σπουδαίο.
Συλλέγοντας υλικό για αυτό το βιβλίο, είχα τη γενναιόδωρη βοήθεια της Άλις Μπίρνι, της εφόρου των εγγράφων του Μπέρναρντ Μάλαμουντ στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, του Πολ Έλι, επιμελητή των εκδόσεων Farrar, Straus and Giroux, των Ντάνιελ Στερν και Τιμ Σέλντες, με τον οποίο είμαστε συνεκτελεστές του λογοτεχνικού κληροδοτήματος του Μάλαμουντ, και της Ανν Μάλαμουντ, η υποστήριξη της οποίας ήταν, ως συνήθως, ανεκτίμητη. Τους είμαι ευγνώμων για την υποστήριξή τους.
17
}
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 18
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 19
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ .
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 20
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 21
Η ανακωχή
Ο
ήταν παιδί, ο Μόρις Λίμπερμαν είδε έναν γεροδεμένο Ρώσο χωριάτη να αρπάζει ένα καροτσάκι που ήταν ακουμπισμένο στο πλάι ενός σιδεράδικου, να το στριφογυρίζει και να το εκσφενδονίζει κατευθείαν πάνω σ’ έναν Εβραίο καντηλανάφτη που έφευγε τρεχάτος. Η ρόδα του καροτσιού βρήκε τον Εβραίο στην πλάτη και του τσάκισε τη ραχοκοκαλιά. Κυριευμένος από έναν βουβό τρόμο, αυτός κειτόταν καταγής, μπροστά στο σπίτι του που καιγόταν περιμένοντας να πεθάνει. Ύστερα από τριάντα χρόνια, ο Μόρις, ο χήρος ιδιοκτήτης ενός μικρού μπακάλικου που ήταν και ντελικατέσεν σε μια σκανδιναβική γειτονιά του Μπρούκλιν, αναπολούσε τη σκηνή του πογκρόμ1 με τον καταλυτικό τρόμο που ένιωσε στα δεκαπέντε του. Τον ίδιο τρόμο ένιωθε συχνά από τότε που οι ναζί κατέλαβαν την εξουσία. Οι αναφορές για τους διωγμούς των Εβραίων που άκουγε από το ραδιόφωνο τον γέμιζαν με δέος, ποτέ όμως δεν έπαψε να τις ακούει. Ο δεκατετράχρονος γιος του Λέοναρντ, ένα λεπτό και μελετηρό αγόρι, έβλεπε πόσο εκνευριζόταν ο πατέρας του και προσπαθούσε πάντα να κλείνει το ραδιόφωνο, αλλά ο μπακάλης δεν του το επέτρεπε. Άκουγε και τις νύχτες δεν κοιμόταν, επειδή ακούγοντας συνέπασχε για τα βάσανα που χτύπησαν τη φυλή του. Όταν άρχισε ο πόλεμος, ο Μόρις εναπόθεσε τις ελπίδες του για τη σωτηρία των Εβραίων στην εμπιστοσύνη που έτρεφε
21
ταν
22
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 22
προς τον γαλλικό στρατό. Ζούσε πλάι στο ραδιόφωνό του ακούγοντας τα δελτία ειδήσεων και προσευχόταν για μια νίκη των Γάλλων σε μια σύγκρουση που αποκαλούσε «αυτός ο δίκαιος πόλεμος». Μια μέρα του Μαΐου του 1940, όταν οι Γερμανοί διέσπασαν τις γραμμές των Γάλλων στο Σεντάν, η από καιρό αυξανόμενη αγωνία του έγινε αφόρητη. Ενώ περίμενε να έρθουν πελάτες ή καθώς ετοίμαζε σαλάτες στην κουζίνα του πισωμάγαζου, άνοιγε το ραδιόφωνο και άκουγε, με όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια, τον κατακλυσμό των ρεπορτάζ που ποτέ δεν έδειχναν να περιέχουν κάποια καλά νέα. Οι Βέλγοι παραδόθηκαν, οι Βρετανοί υποχώρησαν στη Δουνκέρκη, και στα μέσα Ιουνίου, ενώ οι Γερμανοί, σκαρφαλωμένοι στα στρατιωτικά φορτηγά τους, κατευθύνονταν με γοργούς ρυθμούς προς το Παρίσι, προσπερνούσαν μεγάλες ομάδες καθυποταγμένων Γάλλων που αναπαύονταν στα χωράφια. Μέρα με τη μέρα, καθώς οι μάχες προχωρούσαν, ο Μόρις καθόταν στην άκρη ενός ράντζου στην κουζίνα και, σαν να μην του έφταναν οι δικοί του καημοί, άκουγε ραδιόφωνο κουνώντας το κεφάλι του όπως το κουνούν οι Εβραίοι όταν έχουν πένθος, κι έπειτα απέθετε τις ελπίδες του στο θαύμα που θα ’σωζε τους Γάλλους, όπως ακριβώς έσωσε τους Εβραίους στην έρημο. Στις τρεις το μεσημέρι έκλεινε το ραδιόφωνο, επειδή εκείνη περίπου την ώρα γυρνούσε από το σχολείο ο Λέοναρντ. Βλέποντας την ολέθρια επίδραση του πολέμου στην υγεία του πατέρα του, το αγόρι άρχισε να τον παρακαλάει να μην ακούει τόσο πολλά δελτία ειδήσεων, και ο Μόρις καθησύχαζε το παιδί παριστάνοντας ότι δεν σκεφτόταν πια τον πόλεμο. Κάθε απόγευμα ο Λέοναρντ κρατούσε το ταμείο, ενώ ο πατέρας του κοιμόταν στο ράντζο. Από τον γεμάτο όνειρα, ταραγμένο ύπνο εκείνων των απογευμάτων, ο μπακάλης κατάφερνε να αντλεί αρκετές δυνάμεις για να αντέξει την ατέλειωτη μέρα και τις δικές του πικρές σκέψεις. Οι πωλητές από τα μεγάλα παντοπωλεία λιανικής πώλησης
και οι οδηγοί που εξυπηρετούσαν τον Μόρις εντυπωσιάζονταν από το πόσο εκείνος υπέφερε. Του έλεγαν ότι ο πόλεμος ήταν άσχετος με την Αμερική κι ότι εκείνος τον έπαιρνε πολύ στα σοβαρά. Για κάποιους απ’ αυτούς ο Μόρις γινόταν αντικείμενο κοροϊδίας μόλις εκείνοι έφευγαν από το μαγαζί. Κάποιος ανάμεσά τους, ο Γκας Γουόγκνερ, που έφερνε λιχουδιές από κρέας και άλλες προμήθειες, δεν φοβόταν να κοροϊδεύει τον Μόρις κατάμουτρα. Ο Γκας ήταν ένας χοντρός άντρας, με δυνατό, τεράστιο κεφάλι και παχύ μούτρο. Αν και γεννήθηκε στην Αμερική και το 1918 υπήρξε μέλος των αμερικανικών εκστρατευτικών σωμάτων,2 η φαντασία του έπαιρνε φωτιά από τις κατακτήσεις των ναζί και πίστευε ότι αυτοί είχαν τη δύναμη και την ισχύ να κατακτήσουν ολόκληρο τον κόσμο. Είχε ένα λεύκωμα γεμάτο με αποκόμματα και φωτογραφίες του γερμανικού στρατού. Εντυπωσιάστηκε βαθύτατα από τις μεραρχίες των τεθωρακισμένων Πάντσερ, και όποτε διάβαζε περιγραφές μαχών όπου αυτά διασπούσαν τις γραμμές του εχθρού, φούντωνε από ενθουσιασμό. Δεν αποκάλυπτε ευθέως τα αισθήματά του επειδή πρώτα απ’ όλα έβαζε τη δουλειά του. Ωστόσο, κορόιδευε τον μπακάλη που λαχταρούσε να νικήσουν οι Γάλλοι. Κάθε απόγευμα, με ένα καλάθι του γεμάτο με λίβερβουρστ3 και μορταδέλες περασμένο στο μπράτσο του, ο Γκας έμπαινε στο μαγαζί και κουνούσε το καλάθι πάνω από το τραπέζι της κουζίνας. Ο μπακάλης καθόταν ως συνήθως στο ράντζο ακούγοντας ραδιόφωνο. «Γεια σου, Μόρις» έλεγε ο Γκας παριστάνοντας τον έκπληκτο. «Τι λέει το ραδιόφωνο;» Καθόταν βαριά πλάι του και πατούσε τα γέλια. Όταν τα πράγματα πήγαιναν ιδιαίτερα καλά για τους Γερμανούς, ο Γκας σταματούσε να υποκρίνεται και έλεγε στα ίσια: «Καλύτερα να το συνηθίσεις, Μόρις. Οι Γερμανοί θα σαρώσουν τους Γάλλους».
23
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 23
24
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 24
Ο Μόρις σιχαινόταν αυτές τις παρατηρήσεις, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Άφηνε τον Γκας να του μιλά όπως του μιλούσε, επειδή γνώριζε τον χασάπη εννιά χρόνια τώρα. Κάποτε μάλιστα κόντεψαν να γίνουν και φίλοι. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του Μόρις –πάνε τέσσερα χρόνια τώρα– ο Γκας έμενε παραπάνω απ’ όσο συνήθιζε και έκανε παρέα στον Μόρις για να πιουν μαζί ένα φλιτζάνι καφέ. Κι αν τύχαινε, επισκεύαζε μια τρύπα στη σίτα της πόρτας ή την πρίζα της ηλεκτρικής κρεατομηχανής. Ο Λέοναρντ τους χώρισε. Το αγόρι αντιπαθούσε τον πωλητή και προσπαθούσε πάντα να τον αποφεύγει. Το γέλιο του Γκας, που το αποκαλούσε κακάρισμα, του έφερνε αναγούλα και δεν άφηνε τον πατέρα του με τον Γκας να κάνουν τη δουλειά τους στην κουζίνα όση ώρα αυτός έπινε το γάλα του και έτρωγε κρακεράκια γυρνώντας από το σχολείο. Ο Γκας ήξερε τα αισθήματα που έτρεφε γι’ αυτόν το παιδί και ήταν βαθιά ενοχλημένος. Θύμωνε επίσης όταν το παιδί πρόσθετε τα νούμερα στους λογαριασμούς για το κρέας και έβρισκε λάθη. Ο Γκας δεν έδινε σημασία στην αριθμητική κι αυτό συχνά προκαλούσε προβλήματα. Κάποτε ο Μόρις ανέφερε ένα βραβείο πέντε δολαρίων που κέρδισε στα μαθηματικά ο Λέοναρντ, κι ο Γκας του είπε: «Καλύτερα να το προσέξεις αυτό, Μόρις. Το παιδί είναι πετσί και κόκαλο. Αν το ρίξει στην πολλή μελέτη, θα το βρει κάνα χτικιό». Ο Μόρις τρομοκρατήθηκε. Ένιωθε ότι ο Γκας ευχόταν το κακό του Λέοναρντ. Οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν, και μετά απ’ αυτό ο Γκας μιλούσε πιο ελεύθερα για την πολιτική και τον πόλεμο, αμφισβητώντας συχνά τους Γάλλους. Οι Γερμανοί κατέλαβαν το Παρίσι και προωθήθηκαν προς τα δυτικά και τα νότια. Ο Μόρις, με την ενεργητικότητά του στερεμένη, προσευχόταν να έρθει γρήγορα το τέλος της δοκιμασίας. Τότε έπεσε η κυβέρνηση Ρεϊνό. Ο στρατάρχης Πετέν απηύθυνε στους Γερμανούς μια έκκληση για «έντιμη ειρήνη».
Μέσα στο ζοφερό δάσος της Κομπιένης, ο Χίτλερ καθόταν στο βαγόνι του στρατάρχη Φος, ακούγοντας τους όρους του, όπως αυτοί διαβάζονταν στην αντιπροσωπεία των Γάλλων. Εκείνη τη νύχτα, αφού έκλεισε το μαγαζί του, ο Μόρις έκλεισε το ραδιόφωνο και το πήρε μαζί του στο πάνω πάτωμα. Στο δωμάτιό του, έκλεισε καλά την πόρτα για να μην ξυπνήσει ο Λέοναρντ, έβαλε σιγανά τις βραδινές ειδήσεις και έμαθε ότι οι Γάλλοι δέχτηκαν τους όρους του Χίτλερ και την επομένη θα υπέγραφαν την ανακωχή. Ο Μόρις έσβησε το ραδιόφωνο. Τον πλημμύρισε γεροντική αδυναμία. Ήθελε να κοιμηθεί, ήξερε όμως πως δεν γινόταν να τον πάρει ο ύπνος. Ο Μόρις έσβησε τα φώτα, έβγαλε στα σκοτεινά το πουκάμισο και τα παπούτσια του και κάθισε να καπνίσει μέσα στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, αυτή που κάποτε ήταν δική του και της γυναίκας του. Η πόρτα άνοιξε μαλακά και ο Λέοναρντ έριξε μια ματιά στο δωμάτιο. Στο φως της λάμπας του δρόμου που έμπαινε από το παράθυρο το αγόρι μπορούσε να δει τον πατέρα του καθισμένο σε μια καρέκλα. Αυτό τον έκανε να σκεφτεί την εποχή που η μητέρα του βρισκόταν στο νοσοκομείο και ο πατέρας του έβγαζε τη νύχτα καθισμένος σε μια καρέκλα. Ο Λέοναρντ μπήκε στην κρεβατοκάμαρα ξυπόλυτος. «Μπαμπά» είπε, περνώντας το μπράτσο του στους ώμους του πατέρα του. «Πήγαινε να κοιμηθείς». «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, Λέοναρντ». «Πρέπει, μπαμπά. Δουλεύεις δεκάξι ώρες». «Ω, γιε μου» φώναξε ο Μόρις κυριευμένος από μια ξαφνική συγκίνηση και αγκαλιάζοντας τον Λέοναρντ. «Τι θα γίνει μ’ εμάς;» Το αγόρι φοβήθηκε. «Μπαμπά, πήγαινε να κοιμηθείς» είπε. «Σε παρακαλώ, πρέπει να κοιμηθείς». «Εντάξει, θα πάω» είπε ο Μόρις. Έσβησε το τσιγάρο του
25
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 25
26
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 26
στο τασάκι και πήγε στο κρεβάτι του. Το αγόρι τον παρακολουθούσε ώσπου γύρισε από το αριστερό πλευρό, το πλευρό στο οποίο κοιμόταν πάντα. Έπειτα γύρισε στο δωμάτιό του. Αργότερα, ο Μόρις σηκώθηκε και κάθισε κοντά στο παράθυρο κοιτάζοντας τον δρόμο. Η νύχτα ήταν δροσερή. Το αεράκι λίκνιζε τη λάμπα του δρόμου που τριζοβολούσε και μετακινούσε τον φωτεινό κύκλο που έπεφτε στην άσφαλτο. «Τι θα γίνει μ’ εμάς;» μονολόγησε. Το μυαλό του γύρισε πίσω, στις μέρες που ήταν παιδί και μελετούσε την ιστορία των Εβραίων. Πάντοτε οι Εβραίοι ζούσαν μια ατελεύτητη Έξοδο. Ουρές ατελείωτες προχωρούσαν αιώνια με κόπο, κουβαλώντας στους ώμους τους μπόγους τους. Λαγοκοιμήθηκε και ονειρεύτηκε πως το έσκασε από τη Γερμανία και πέρασε στη Γαλλία. Οι ναζί ανακάλυψαν πού ζούσε στο Παρίσι. Καθόταν σε μια καρέκλα μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και τους περίμενε να έρθουν. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει κι άλλο. Το φεγγαρόφωτο έπεσε πάνω στους γυρτούς του ώμους κι έπειτα αποτραβήχτηκε στο σκοτάδι. Αυτός σηκώθηκε και σκαρφάλωσε στο περβάζι ενός παραθύρου που έβλεπε τη φωτισμένη πόλη του Παρισιού. Έπεσε. Κάτι βρόντησε στο πεζοδρόμιο. Ο Μόρις αναστέναξε και ξύπνησε. Άκουσε το γουργουρητό από το μοτέρ ενός φορτηγού και κατάλαβε ότι ο οδηγός πετούσε το δέμα με τις πρωινές εφημερίδες μπροστά στο χαρτοπωλείο της γωνίας. Μια γκρίζα απόχρωση έκανε πιο απαλό το σκοτάδι. Ο Μόρις χώθηκε στο κρεβάτι του και άρχισε πάλι να ονειρεύεται. Ήταν Κυριακή, η ώρα του δείπνου. Το μαγαζί ήταν γεμάτο με πελάτες. Ξάφνου ο Γκας βρέθηκε εκεί. Κουνούσε πέρα δώθε ένα αντίτυπο του Σόσιαλ Τζάστις4 και ούρλιαζε: «Τα Πρωτόκολλα της Σιών! Τα Πρωτόκολλα της Σιών!». Οι πελάτες άρχισαν να φεύγουν. «Γκας» τον παρακαλούσε ο Μόρις «οι πελάτες, οι πελάτες...». Ξύπνησε ριγώντας, και έμεινε ξάγρυπνος ώσπου χτύπησε το ξυπνητήρι.
Αφού έσυρε μέσα στο μαγαζί το ψωμί και τα κουτιά με το γάλα και περίμενε τον κουφό άντρα που ερχόταν πάντα νωρίς, ο Μόρις πήγε στη γωνία για μια εφημερίδα. Η ανακωχή είχε υπογραφεί. Ο Μόρις κοιτούσε ολόγυρα για να δει αν ο δρόμος είχε αλλάξει· όλα όμως ήταν τα ίδια, έστω κι αν αυτός δυσκολευόταν να καταλάβει το γιατί. Ο Λέοναρντ κατέβηκε για τον καφέ και το φραντζολάκι του. Πήρε πενήντα σεντς από το συρτάρι του ταμείου και έφυγε για το σχολείο. Η μέρα ήταν ζεστή κι ο Μόρις ήταν κουρασμένος. Όταν σκεφτόταν τον Γκας, τον έπιανε μια δυσφορία. Ήξερε ότι σήμερα δύσκολα θα μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του αν ο Γκας έκανε κάποιες παρατηρήσεις. Στις τρεις, ενώ ο Μόρις έκοβε πατατούλες σε φέτες για μια πατατοσαλάτα, ο Γκας μπήκε στο μαγαζί και κούνησε το δέμα του πάνω από το τραπέζι. «Λοιπόν, Μόρις» γέλασε. «Γιατί δεν βάζεις το ραδιόφωνο; Ας ακούσουμε τα νέα». Ο Μόρις προσπάθησε να ελέγξει τον εαυτό του, αλλά δεν κατάφερε να συγκρατήσει την πικρία του. «Βλέπω πως σήμερα είσαι ευτυχισμένος, Γκας. Ποια μεγάλη υπόθεση χάθηκε;» Ο πωλητής γέλασε αλλά δεν του άρεσε αυτή η παρατήρηση. «Έλα, Μόρις» είπε. «Ας κάνουμε τη δουλειά μας προτού γυρίσει σπίτι το κοκαλιάρικο παιδί σου και γυρεύει να υπογραφεί ο λογαριασμός από ορκωτό λογιστή». «Φροντίζει τα συμφέροντά μου» απάντησε ο Μόρις. «Είναι άσος στα μαθηματικά» πρόσθεσε. «Αυτή είναι η έκτη φορά που το ακούω» είπε ο Γκας. «Ποτέ δεν θα τ’ ακούσεις για τα δικά σου τα παιδιά». Ο Γκας έχασε το κέφι του. «Τι στο διάολο συμβαίνει μ’ εσάς τους Εβραίους;» ρώτησε. «Θαρρείτε πως όλα τα μυαλά στον κόσμο είναι δικά σας;» «Γκας» φώναξε ο Μόρις «μιλάς σαν ναζί».
27
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 27
28
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 28
«Εγώ είμαι εκατό τα εκατό Αμερικανός. Πολέμησα στον πόλεμο» απάντησε ο Γκας. Ο Λέοναρντ μπήκε στο μαγαζί κι άκουσε τα ξεφωνητά. Έτρεξε στην κουζίνα κι είδε τους δυο άντρες να λογομαχούν. Τον κυρίευσε μια αίσθηση ντροπής και ναυτίας. «Μπαμπά, μην τσακώνεστε» παρακάλεσε. Ο Μόρις ήταν ακόμα θυμωμένος. «Αν δεν είσαι ναζί» είπε στον Γκας «γιατί χαίρεσαι τόσο πολύ που έχασαν οι Γάλλοι;». «Ποιος χαίρεται;» ρώτησε ο Γκας. Ξάφνου ένιωσε περήφανος και είπε: «Τους άξιζε να χάσουν, έτσι όπως έκαναν τους Γερμανούς να πεθαίνουν απ’ την πείνα. Εσύ γιατί στο διάολο θες να κερδίσουν;». «Θέλω να κερδίσουν επειδή αγωνίζονται για τη δημοκρατία». «Αντιθέτως» είπε ο Γκας. «Εσύ θες να νικήσουν επειδή προστατεύουν τους Εβραίους, όπως εκείνος ο ψωριάρης ο Λεόν Μπλουμ». «Ναζί εσύ, ναζί!» φώναξε θυμωμένος ο Μόρις κάνοντας τον γύρο του τραπεζιού. «Ναζί εσύ! Δεν σου αξίζει να ζεις στην Αμερική!» «Μπαμπά» φώναξε ο Λέοναρντ συγκρατώντας τον. «Μην τσακώνεστε, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ». «Εσύ, μπαστάρδικο, να κοιτάς τη δουλειά σου» είπε ο Γκας σπρώχνοντας πέρα τον Λέοναρντ. Ένας λυγμός βγήκε από τον λαιμό του Λέοναρντ. Άρχισε να κλαίει. Η όψη του Μόρις Λίμπερμαν ήταν κάτασπρη. Αγκάλιασε το αγόρι και το φίλησε ξανά και ξανά. «Μη, μη. Όχι άλλο, Λέοναρντ. Μην κλαις. Λυπάμαι. Σου δίνω τον λόγο μου. Όχι άλλο». Ο Γκας κοιτούσε αμίλητος. Το πρόσωπό του ήταν ακόμα κόκκινο από θυμό. Φοβόταν όμως και μη χάσει το μαγαζί του
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 29
Μόρις. Έβγαλε δύο λίβερβουρστ και μορταδέλα από το καλάθι του. «Το κρέας είναι στο τραπέζι» του είπε. «Πλήρωσέ με αύριο». Ο Γκας κοίταξε περιφρονητικά τον μπακάλη που παρηγορούσε τον γιο του και βγήκε από το μαγαζί. Πέταξε το καλάθι μέσα στο φορτηγό, μπήκε μέσα και ξεκίνησε. Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στα αυτοκίνητα της λεωφόρου, σκέφτηκε το αγόρι που έκλαιγε και τον πατέρα του που το αγκάλιαζε. Πάντα έτσι γινόταν με τους Εβραίους. Δάκρυα κι άνθρωποι που αγκαλιάζονται. Γιατί να νιώθεις οίκτο γι’ αυτούς; Ο Γκας καρφώθηκε στο τιμόνι, με το πρόσωπό του να μορφάζει. Σκέφτηκε την ανακωχή και φαντάστηκε πως βρισκόταν στο Παρίσι. Το φορτηγό του ήταν ένα ογκώδες τανκ που κυλούσε μαζί με τ’ άλλα μέσα στις φαρδιές λεωφόρους. Στα πεζοδρόμια, οι Γάλλοι ήταν συντετριμμένοι από τρόμο. Οδηγούσε με ένταση, με μάτια αγέλαστα. Ήξερε πως, αν χαλάρωνε, η εικόνα θα ξεθώριαζε.
29
1940
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 30
Ανοιξιάτικη βροχή
Ο
Φίσερ αγρυπνούσε ακόμα, με τη σκέψη του στο ατύχημα που είδε στην 121η Οδό. Ένας νεαρός χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο και τον μετέφεραν σε ένα φαρμακείο στο Μπρόντγουεϊ. Ο φαρμακοποιός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτόν, έτσι περίμεναν να έρθει το ασθενοφόρο. Ο άνθρωπος ήταν ξαπλωμένος στο τραπέζι του φαρμακοποιού στο πισωμάγαζο και κοιτούσε το ταβάνι. Το ’ξερε πως θα πεθάνει. Ο Τζορτζ ένιωθε μια βαθιά λύπη για τον νεαρό, που έδειχνε να μην είναι ούτε τριάντα χρονών. Ο στωικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το δυστύχημα τον έπεισε ότι ήταν ένας άνθρωπος με θαυμάσιο χαρακτήρα. Ήξερε ότι ο άνδρας δεν φοβόταν τον θάνατο, και ήθελε να του μιλήσει και να του πει ότι κι αυτός επίσης δεν φοβόταν να πεθάνει. Τα λόγια όμως δεν σχηματίστηκαν ποτέ στα χείλη του. Ο Τζορτζ γύρισε στο σπίτι του πνιγμένος με τα λόγια που δεν ξεστόμισε. Ξαπλωμένος στο σκοτεινό δωμάτιό του, ο Τζορτζ άκουσε την κόρη του τη Φλόρενς να βάζει το κλειδί στην κλειδαριά. Την άκουσε να ψιθυρίζει στον Πολ: «Θες να έρθεις μέσα για ένα λεπτό;» «Όχι» είπε ύστερα από λίγο ο Πολ. «Έχω μάθημα αύριο το πρωί στις εννιά». «Τότε καληνύχτα» είπε η Φλόρενς κι έκλεισε δυνατά την πόρτα. Αυτός είναι ο πρώτος καθωσπρέπει νεαρός με τον οποίο βγή-
30
Τζορτζ
κε η Φλόρενς και δεν μπορεί να πάει πουθενά μαζί του. Μοιάζει στη μάνα της. Δεν ξέρει πώς να χειριστεί τους καθωσπρέπει ανθρώπους, σκέφτηκε ο Τζορτζ. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την Μπίτι, ελπίζοντας σχεδόν ότι θα την αφύπνιζε επειδή οι σκέψεις του ηχούσαν τόσο βαριά μέσα του, εκείνη όμως δεν κουνήθηκε. Αυτή ήταν μια από τις άγρυπνες νύχτες του Τζορτζ. Έρχονταν αμέσως μόλις τελείωνε την ανάγνωση ενός ενδιαφέροντος μυθιστορήματος και έμενε ξαπλωμένος και φανταζόταν πως όλα αυτά τα πράγματα συνέβαιναν στον ίδιο. Στις άγρυπνες νύχτες του ο Τζορτζ σκεφτόταν τα πράγματα που του συνέβησαν μέσα στη μέρα, και έλεγε τα λόγια εκείνα που ο κόσμος τα έβλεπε στα χείλη του, ποτέ όμως δεν τον άκουσε να τα προφέρει. Είπε στον νεαρό: «Ούτε εγώ φοβάμαι να πεθάνω». Είπε στην ηρωίδα του μυθιστορήματος: «Εσείς καταλαβαίνετε τη μοναξιά μου. Μπορώ να σας μιλήσω γι’ αυτά τα πράγματα». Είπε στη γυναίκα και στην κόρη του τι σκεφτόταν γι’ αυτές. «Μπίτι» είπε. «Μ’ έκανες κάποτε να μιλήσω, μα δεν ήσουν εσύ. Ήταν η θάλασσα κι η σκοτεινιά, κι ο ήχος του νερού που έγλειφε τα χαλίκια του μόλου. Εκείνα τα ποιητικά πράγματα που είπα για το πόσο μόνοι είναι οι άνθρωποι τα είπα γιατί εσύ ήσουν όμορφη, με σκουροκόκκινα μαλλιά, κι εγώ φοβόμουν, γιατί ήμουν ένας ανθρωπάκος με λεπτά χείλη, και φοβόμουν πως δεν θα μπορούσα να σ’ έχω. Δεν μ’ αγάπησες, είπες όμως το “ναι” εξαιτίας της Ρίβερσαϊντ Ντράιβ,5 για το διαμέρισμά σου και τα δυο γούνινα παλτά σου, και για τον κόσμο που ερχόταν να παίξει μπριτζ και μαγιόνγκ».6 Είπε στη Φλόρενς: «Τι απογοήτευση είσαι συ! Σ’ αγαπούσα όταν ήσουν παιδί, μα τώρα είσαι εγωίστρια και μικρόψυχη. Έχασα και το τελευταίο ίχνος των αισθημάτων μου απέναντί σου όταν δεν θέλησες να πας στο κολέγιο. Το καλύτερο πράγμα που έκανες ποτέ ήταν να φέρεις στο σπίτι μας ένα μορφωμένο παιδί σαν τον Πολ, αλλά δεν θα τον κρατήσεις ποτέ».
31
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 31
32
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 32
Ο Τζορτζ έλεγε αυτά τα πράγματα μέσα του μέχρις ότου η πρώτη γκρίζα πινελιά του απριλιάτικου πρωινού γλίστρησε μέσα στο δωμάτιο και η σιλουέτα της Μπίτι στο άλλο κρεβάτι διαγράφηκε καθαρότερα. Έπειτα ο Τζορτζ γύρισε στο πλάι και κοιμήθηκε για λίγο. Το πρωί, την ώρα του πρωινού, είπε στη Φλόρενς: «Περάσατε καλά;» «Ω, παράτα με ήσυχη» απάντησε η Φλόρενς. «Άσ’ την ήσυχη» είπε η Μπίτι. «Ξέρεις ότι το πρωί έχει τις κακές της». «Τι κάνατε χθες το βράδυ;» ρώτησε η Μπίτι. «Ό,τι κάνουμε πάντα» απάντησε η Φλόρενς. «Πήγαμε μια βόλτα. Ούτε σ’ έναν κινηματογράφο δεν μπορώ να τον πάω». «Έχει λεφτά;» ρώτησε η Μπίτι. «Ίσως δουλεύει για να βγάλει λεφτά για το κολέγιο». «Όχι, έχει λεφτά» είπε η Φλόρενς. «Ο πατέρας του είναι στέλεχος στο τμήμα προμηθειών μιας εταιρείας. Ω, τι νόημα έχει; Ποτέ δεν θα τον καταφέρω να με βγάλει έξω». «Κάνε υπομονή» είπε η Μπίτι. Την επόμενη φορά, είτε εγώ είτε ο πατέρας σου θα του το προτείνουμε». «Εγώ δεν θα το κάνω» είπε ο Τζορτζ. «Όχι, εσύ δεν θα το κάνεις» απάντησε η Μπίτι. «Θα το κάνω όμως εγώ». Ο Τζορτζ ήπιε τον καφέ του κι έφυγε. Όταν γύρισε στο σπίτι για το δείπνο, υπήρχε ένα σημείωμα γι’ αυτόν το οποίο έλεγε πως η Μπίτι και η Φλόρενς έφαγαν νωρίς επειδή η Μπίτι έπρεπε να πάει στο Φόρεστ Χιλ για να παίξει μπριτζ και η Φλόρενς είχε ένα ραντεβού με μια φίλη της για να πάνε στον κινηματογράφο. Η υπηρέτρια σερβίρισε τον Τζορτζ και, αργότερα, εκείνος πήγε στο λίβινγκ ρουμ για να διαβάσει τις εφημερίδες και να ακούσει τις ειδήσεις για τον πόλεμο. Χτύπησε το κουδούνι. Ο Τζορτζ σηκώθηκε, φωνάζοντας στην υπηρέτρια που ερχόταν από το δωμάτιό της ότι θα άνοι-
γε εκείνος την πόρτα. Ήταν ο Πολ, ντυμένος με ένα παλιό καπέλο κι ένα αδιάβροχο βρεγμένο στους ώμους. Ο Τζορτζ χάρηκε επειδή η Φλόρενς και η Μπίτι έλειπαν. «Πέρνα μέσα, Πολ. Βρέχει;» «Ψιχαλίζει». Ο Πολ πέρασε μέσα δίχως να βγάλει το αδιάβροχό του. «Πού είναι η Φλόρενς;» ρώτησε. «Πήγε με μια φίλη της στον κινηματογράφο. Η μητέρα κάπου παίζει μπριτζ ή μαγιόνγκ. Ήξερε η Φλόρενς ότι θα έρθεις;» «Όχι, δεν το ήξερε». Ο Πολ φαινόταν απογοητευμένος. Πήγε προς την πόρτα. «Λυπάμαι» είπε ο Τζορτζ, ελπίζοντας ότι ο νεαρός θα έμενε. Ο Πολ γύρισε προς την πόρτα. «Κύριε Φίσερ». «Ναι;» έκανε ο Τζορτζ. «Έχετε κάποια δουλειά τώρα;» «Όχι, δεν έχω». «Τι θα λέγατε να κάνετε έναν περίπατο μαζί μου;» «Εσύ δεν είπες ότι βρέχει;» «Είναι απλώς μια ανοιξιάτικη βροχή. Φορέστε το αδιάβροχό σας κι ένα παλιό καπέλο». «Ναι» είπε ο Τζορτζ. «Θα μου κάνει καλό ένας περίπατος». Πήγε στο δωμάτιό του να πάρει ένα ζευγάρι γαλότσες. Καθώς τις φορούσε ένιωθε μια έξαψη, αλλά δεν το σκέφτηκε. Φόρεσε το μαύρο του αδιάβροχο και το περυσινό καπέλο του. Αμέσως μόλις βρέθηκαν στον δρόμο και η παγερή καταχνιά έπεσε στο πρόσωπό του, ο Τζορτζ ένιωσε την έξαψη να φεύγει απ’ το κορμί του. Διέσχισαν τον δρόμο, πέρασαν από τον Τάφο του Γκραντ, και κατευθύνθηκαν προς τη γέφυρα Τζορτζ Ουάσιγκτον. Ο ουρανός ήταν γεμάτος με μια ρευστή λευκή καταχνιά που κατακάθιζε στους φανοστάτες του δρόμου. Από τη μεριά του Νιου Τζέρσι ένας υγρός άνεμος φυσούσε πάνω από τον ποτα-
2 – Το μαγικό βαρέλι και άλλες ιστορίες
33
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 33
34
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 34
μό Χάντσον κι έφερνε μαζί του τη μυρωδιά της άνοιξης. Κάπου κάπου ο άνεμος έφερνε την παγερή καταχνιά στα μάτια του Τζορτζ κι αυτό τον συντάραζε σαν να ήταν ηλεκτρικό ρεύμα. Έκανε μεγάλες δρασκελιές για να συμπορεύεται με τον Πολ και κρυφά μέσα του χαιρόταν αυτό που έκαναν. Είχε την αμυδρή επιθυμία να βάλει τα κλάματα, αλλά δεν επέτρεψε στον Πολ να το μαντέψει. Ο Πολ μιλούσε. Διηγιόταν ιστορίες για τους καθηγητές του στο Κολούμπια οι οποίες έκαναν τον Τζορτζ να γελά. Έπειτα ο Πολ εξέπληξε τον Τζορτζ λέγοντάς του ότι σπούδαζε αρχιτεκτονική. Τόνιζε διάφορες λεπτομέρειες των σπιτιών που προσπερνούσαν και του έλεγε από πού προέκυψαν αυτές. Ο Τζορτζ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για όλα αυτά. Πάντα του άρεσε να μαθαίνει την προέλευση των πραγμάτων. Άρχισαν να πηγαίνουν σιγότερα, περίμεναν να σταματήσει η κυκλοφορία, διέσχισαν ξανά τη Ρίβερσαϊντ και τράβηξαν για μια ταβέρνα στο Μπρόντγουεϊ. Ο Πολ παρήγγειλε ένα σάντουιτς κι ένα μπουκάλι μπίρα· το ίδιο έκανε κι ο Τζορτζ. Κουβέντιασαν για τον πόλεμο. Έπειτα ο Τζορτζ παρήγγειλε άλλα δυο μπουκάλια μπίρα για τον ίδιο και τον Πολ, και άρχισαν να κουβεντιάζουν για τον κόσμο. Ο Τζορτζ είπε στον νεαρό την ιστορία για τον νεαρό άντρα που πέθανε στο φαρμακείο. Ένιωσε μια παράξενη ευτυχία βλέποντας πόσο συγκινήθηκε με την ιστορία ο Πολ. Κάποιος έριξε ένα νόμισμα στον ηλεκτρικό φωνόγραφο κι αυτός έπαιξε ένα τανγκό. Το τανγκό ευχαρίστησε ακόμα περισσότερο τον Τζορτζ, και καθόταν εκεί σκεπτόμενος με πόση άνεση μιλούσε. Ο Πολ είχε ηρεμήσει. Είχε πιει κάμποση μπίρα, κι έπειτα άρχισε να μιλά για τη Φλόρενς. Ο Τζορτζ ένιωσε άβολα και τρόμαξε λιγάκι. Φοβήθηκε ότι ο νεαρός θα του έλεγε κάτι που δεν ήθελε να μάθει και ότι οι ευχάριστες στιγμές του είχαν πάρει τέλος.
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 35
Όταν μπήκε στο σπίτι, ο Τζορτζ είδε ότι η Φλόρενς και η Μπίτι είχαν πάει για ύπνο. Έβγαλε τις γαλότσες του και κρέμασε το βρεγμένο καπέλο του και το αδιάβροχό του στο μπάνιο. Φόρεσε τις παντόφλες του, αποφάσισε όμως να μη γδυθεί επειδή δεν του ερχόταν ύπνος. Μέσα του ένιωθε να τον πλημμυρίζει η συγκίνηση. Ο Τζορτζ πλησίασε το ραδιόφωνο κι έβαλε σιγανά ένα κομμάτι τζαζ. Άναψε ένα τσιγάρο κι έσβησε τα φώτα. Για λίγα λεπτά στεκόταν μες στο σκοτάδι ακούγοντας την απαλή μου-
35
«Η Φλόρενς είναι όμορφη με τα κόκκινα μαλλιά της» είπε ο Πολ σαν να μονολογούσε. Ο Τζορτζ δεν είπε τίποτα. «Κύριε Φίσερ» είπε ο Πολ, κατεβάζοντας το ποτήρι του και κοιτώντας ψηλά. «Υπάρχει κάτι που θέλω να μάθετε». «Εγώ;» «Κύριε Φίσερ» του είπε σοβαρά ο Πολ. «Η Φλόρενς είναι ερωτευμένη μαζί μου. Μου το είπε. Θέλω να την αγαπήσω γιατί είμαι μόνος, αλλά δεν ξέρω, δεν μπορώ να την αγαπήσω. Δεν μπορώ να την πλησιάσω. Δεν σας μοιάζει. Πάμε μια βόλτα στην Ντράιβ κι εγώ δεν μπορώ να την πλησιάσω. Τότε εκείνη λέει ότι είμαι κακόκεφος και θέλει να πάει στον κινηματογράφο». Ο Τζορτζ ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Ένιωσε ότι άκουγε μυστικά, έστω κι αν αυτά δεν ήταν μυστικά, επειδή ο ίδιος τα ήξερε μια ζωή. Ήθελε να μιλήσει, να πει στον Πολ ότι του έμοιαζε. Ήθελε να του πει πόσο μόνος στάθηκε σ’ όλη του τη ζωή και πως κειτόταν ξάγρυπνος τις νύχτες, κάνοντας όνειρα και σκέψεις, ώσπου το γκρίζο πρωινό να τρυπώσει στο δωμάτιο. Δεν το έκανε όμως. «Ξέρω τι εννοείς, Πολ» είπε. Γύρισε στο σπίτι μέσα στη βροχή που τώρα είχε δυναμώσει.
36
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 36
σική. Έπειτα πήγε προς το παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα. Η ανοιξιάτικη βροχή έπεφτε παντού. Πάνω στη σκούρα μάζα της ακτής του Τζέρσι. Πάνω στο ποτάμι που κυλούσε. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου η βροχή χτυπούσε μονότονα τα φύλλα απ’ τις ψηλές φτελιές που φαίνονταν υγρές στο φως της λάμπας και λικνίζονταν στον άνεμο. Ο άνεμος έριχνε τη βροχή σκληρή κι αιχμηρή πάνω στο παράθυρο, και ο Τζορτζ ένιωσε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του. Μέσα του φούντωσε μια μεγάλη πείνα για τις λέξεις. Ήθελε να μιλήσει. Ήθελε να πει πράγματα που ποτέ δεν είχε ξαναπεί. Ήθελε να τους πει ότι βρήκε τον εαυτό του και ποτέ ξανά δεν θα είναι αμήχανος και σιωπηλός. Κατέκτησε για μια ακόμα φορά τον κόσμο και τον αγάπησε. Αγαπούσε τον Πολ, αγαπούσε και τη Φλόρενς, όπως αγαπούσε και τον νεαρό που πέθανε. Πρέπει να της το πω, συλλογίστηκε. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της Φλόρενς. Αυτή κοιμόταν. Μπορούσε ν’ ακούσει την ήσυχη ανάσα της. «Φλόρενς» τη φώναξε σιγανά. «Φλόρενς». Αυτή ξύπνησε στη στιγμή. «Τι τρέχει;» ρώτησε. Τα λόγια ήρθαν βιαστικά στα χείλη του. «Ο Πολ, ο Πολ ήταν εδώ». Αυτή ανασηκώθηκε στον αγκώνα της, με τα μακριά μαλλιά της να πέφτουν στον ώμο της. «Ο Πολ; Τι είπε;» Ο Τζορτζ προσπάθησε να μιλήσει, μα ξαφνικά τα λόγια δεν μπορούσαν πια να κινηθούν. Ποτέ δεν θα μπορούσε να της πει τι του είπε ο Πωλ. Ένα αίσθημα λύπης για τη Φλόρενς τον κατάκλυσε. «Δεν είπε τίποτα» τραύλισε. «Βόλτα πήγαμε, πήγαμε έναν περίπατο».
MALAMOUNT_BARELI DDDD.qxp_Layout 1 10/9/20 4:32 PM Page 37
Η Φλόρενς αναστέναξε και ξάπλωσε πάλι. Ο άνεμος πετούσε τη βροχή πάνω στα παράθυρα κι εκείνοι άκουγαν τον θόρυβο που έκανε πέφτοντας στον δρόμο.
37
1942