XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 5
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 6
©
Copyright Σταύρος Χριστοδούλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2020
1η έκδοση: Νοέμβριος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
% 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6815-4
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 7
Στον Πιερή και σ ’όσους γεννήθηκαν στην Κύπρο μετά από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 8
Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι φανταστικά. Η Ιστορία όμως είναι αληθινή. Με πληγές που δεν έκλεισαν, κι ας πέρασε σχεδόν μισός αιώνας από την κυπριακή τραγωδία του 1974.
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 9
«...πόλεις ακμαίες και φουντωμένα δάση και κάμπους μεστωμένους να καίγονται σαν τα δαδιά και να μη μένει τίποτα όρθιο από τους μόχθους γενεών και γενεών, και κορίτσια να βιάζονται μέσα σε γκρεμισμένα σπίτια...» Δ ΗΜΗΤΡΗΣ Δ ΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Πεθαίνω σαν χώρα
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 10
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 11
[ 1 ]
Τράνζιτ Ι
Η τούσες κι έπειτα έναν οξύ πόνο να της σφυροκοπά τα γόνατα. Αρπάχτηκε από το μπράτσο του διπλανού της ώΧΛΟΗ αισθάνθηκε κάτι θερμό να της γαργαλάει τις πα-
σπου γάμπες, στέρνο και αυχένας, ολόκληρο το κορμί της από τα νύχια των ποδιών ως τις ρίζες των μαλλιών, φούντωσε σαν μια φωτιά να την κατάκαιγε. Της κόπηκε η ανάσα. Πυρακτωμένο μέταλλο ένιωσε να της γδέρνει τον λαιμό, προκαλώντας της ένα πνιγηρό αίσθημα. Είχε γίνει κατακόκκινη, καταλάβαινε όμως πως δεν έφταιγε η έξαψη γι’ αυτό που την κατέκλυζε. Φλέγονταν τα σπλάχνα της, τσουρουφλιζόταν το δέρμα της, οι μύες της σκλήραιναν κι ένιωθε το αίμα, πηχτό, να κυλάει με δυσκολία στις φλέβες της. Το κορμί της βάρυνε απότομα. Ένα σακί γιομάτο φρυγμένο χώμα, πέτρες και περιττώματα ζώων από ξεχερσωμένο χωράφι. Πόδια, στομάχι, χέρια, πνευμόνια, όλα πέτρωσαν. Για να φοβάμαι, πάει να πει πως δεν πέθανα, σκέφτηκε. Κι αυτή ήταν η μοναδική παρήγορη σκέψη που κατάφερε να κάνει. Μετεωριζόταν έξω από το σώμα της, παρατηρώντας τον εαυτό της, ασάλευτο, να περιλούζεται από πορφυ11
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 12
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ρή λάβα... Τόσος κασσίτερος, τόσος χαλκός, τόσος σίδηρος... μέτρησε με τον νου της, καθώς καυτά, ρευστά μέταλλα ανάβλυζαν από τους πόρους του δέρματός της. «Η θάλασσα, η θάλασσα...» ψέλλισε ξέπνοα. Καθώς χανόταν, γαντζώθηκε από τη λέξη με τα τρία άλφα για να πάρει ανάσα. Από τότε, άλλωστε, που θυμόταν τον εαυτό της, πλάι στα βράχια ξέπλενε τις λύπες της. Έκλεισε τα μάτια και τα δυτικά παράλια της Κερύνειας φανερώθηκαν μέσα από την αχλή που θόλωνε το μυαλό της. Το θαλασσινό νερό τη δρόσισε. Το κύμα άγγιξε τα ακροδάχτυλά της. Ρίγησε. Κι ανακουφίστηκε. Στιγμιαία έστω, όσο για ν’ αναρωτηθεί σαστισμένη τι έκανε σ’ εκείνο το μέρος. Μια γυναίκα χαμένη, στην αίθουσα αφίξεων του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Στριμωγμένη στο κενό που δημιουργεί η ραγισματιά του χρόνου. «Τράνζιτ», ψιθύρισε – και ξαφνιάστηκε από το πόσο παράταιρα δυνατή ακούστηκε η φωνή της μέσα σ’ εκείνο το πολύβουο περιβάλλον. Κούνησε διστακτικά τα δάχτυλα των χεριών της. Τα ανοιγόκλεισε πρώτα κι ύστερα τα πίεσε με δύναμη. Άκουσε το πρώτο κρακ. Ύστερα άλλο ένα. Ήταν ένας πνιχτός ήχος, ικανός όμως να τη συνεφέρει. Οι μύες της χαλάρωσαν και το σώμα της επανέκτησε τη φυσιολογική του θερμοκρασία. Κάθε κρακ πλάταινε λίγο ακόμα τη χαραμάδα στο τείχος που ορθωνόταν γύρω της. Αίφνης, εικόνες από εκείνο το φριχτό καλοκαίρι, που πίστευε πως τις είχε θάψει για πάντα, πέρασαν ξυστά από μπροστά της. Το πηγάδι στην άκρη της αυλής, η κληματα12
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 13
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
ριά έξω από την κουζίνα τους, ο λεμονόκηπος... Ο ιδρώτας, η απλυσιά και ο θρήνος των γυναικών στο Κεφαλόβρυσο. Η ανυπόφορη μυρωδιά των πτωμάτων στα γύρω περβόλια. Ο Χριστόφορος και οι όρκοι αγάπης κάτω απ’ τον ίσκιο του Πενταδάκτυλου. Κι έπειτα... έπειτα αφουγκράστηκε, τόσο καθαρά που ανατρίχιασε ολόκληρη, την υγρή ανάσα του άντρα. Ο πόθος του αντήχησε σαν μουγκανητό ζώου μέσα στην απρόσωπη αίθουσα αφίξεων. Το άγγιγμά του, το σκληρό του όργανο, το αίμα στα σκέλια της, τ’ αγκομαχητά του... «Μπεμπεΐμ», της ψιθύρισε. Οι μώλωπες στα μπούτια της, οι πληγωμένες θηλές της, μια δαγκωματιά στη βάση του λαιμού της... «Μπεμπεΐμ θα πει μωρό μου», της εξήγησε. Κι ύστερα έκανε να γελάσει, μα το γέλιο του πνίγηκε στον τσιγαρόβηχα. Σαν να ’τανε αυτή μια φυσιολογική στιγμή ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αγαπιούνταν αληθινά. «Μπεμπεΐμ» αντιλαλούσε η βραχνή φωνή του στο κεφάλι της. Ήθελε να κάνει εμετό, ν’ αδειάσει από μέσα της όλες εκείνες τις αναμνήσεις που, σαράντα τρία χρόνια μετά, ακόμα την στοίχειωναν. Ήταν σαν να τον έβλεπε, σαν να τον ένιωθε, σαν να τον μύριζε, σαν να ήταν τώρα μόλις που έχυνε μέσα της μουγκρίζοντας λέξεις ακατάληπτες. Είχε μια μύτη γαμψή και δασιά φρύδια. Οργή ή λαγνεία ήταν άραγε αυτό που κάθε φορά αντίκριζε στα μάτια του; Επέμενε για ένα δικό της «μπεμπεΐμ», σχεδόν εκλιπαρούσε για μια ελάχιστη ανταπόκριση, ένα σινιάλο συγκατάνευσης. Αλλά εκείνη είχε αδειάσει από τους ήχους που πρόδιδαν ζωή. Κρατούσε χαμηλωμένα τα μάτια της και δεν μι13
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 14
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
λούσε. Μονάχα το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς, καταγράφοντας την κάθε στιγμή, απομνημονεύοντας και την τελευταία λεπτομέρεια εκείνου του παρατεταμένου εφιάλτη. Οστεώδη χαρακτηριστικά, μεγάλες παλάμες, δυο σανίδες καρφωμένες χιαστί στο μοναδικό παράθυρο της αποθήκης... Το φτυάρι, ένας πλαστικός κουβάς χρώματος μπλε, μερικά λεμόνια στο πάτωμα, τόσο ώριμα που άρχιζαν κιόλας να σαπίζουν. Ένα μαυρισμένο νύχι, από αιμάτωμα, στον δείκτη του αριστερού του χεριού. Και η γλώσσα. Η γλώσσα του. Η υγρή του γλώσσα! Η Χλόη προσπαθούσε ν’ αναπνεύσει, αλλά δεν είχε απομείνει άλλο οξυγόνο μέσα στα πνευμόνια της. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε γοργά. Στα μάτια της διαγραφόταν ο πανικός... «Λίγο νερό... Φέρτε στη γυναίκα λίγο νερό!» φώναξε ο άντρας που δευτερόλεπτα πριν είχε γαντζωθεί πάνω του. Τον κοίταξε ξαφνιασμένη, σαν να ’χε μόλις αντιληφθεί την παρουσία του. Είδε τα γκρίζα του μαλλιά, τον μεταλλικό σκελετό των γυαλιών του, τον κολλαριστό γιακά του γαλάζιου πουκαμίσου του και πήρε μια βαθιά, ανακουφιστική ανάσα. Ο βόμβος του βραχνού «Μπεμπεΐμ» άρχισε να ξεθυμαίνει. Ένιωσε πως με λίγη προσπάθεια ακόμα θα κατάφερνε ν’ ανακτήσει τον αυτοέλεγχό της. Ν’ ανασάνει επιτέλους. Και να σκεφτεί. Να θυμηθεί με νηφαλιότητα... Τη βιασύνη του, όταν την έσερνε από το χέρι για να την οδηγήσει κάτω στο περβόλι, ίσως για να μην τους βλέπει η μάνα της. Ή να μην τη βλέπει αυτός. Τα βίαια φιλιά του και την οργή του, καθώς δεν έβρισκε ανταπόκριση από κείνην. Ένας σπασμός ανασάλεψε το στήθος της. Τράβηξε το 14
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 15
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
χέρι της από το μπράτσο του ξένου και, όταν πλέον αισθάνθηκε αρκετά δυνατή για να σταθεί στα πόδια της, άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν. Σιγανοί λυγμοί, σχεδόν ανεπαίσθητοι, την τράνταξαν κι ένα καθαρτήριο κλάμα μούσκεψε το πρόσωπό της. Όλα αυτά τα χρόνια είχε πείσει τον εαυτό της πως τα κρυμμένα τραύματα δεν πονάνε. Κι ούτε οι αθέατες πληγές κακοφορμίζουν. Πίστεψε πως ο χρόνος είναι στ’ αλήθεια γιατρικό. Αλλά είχε κάνει προφανώς λάθος. Η μνήμη με σκοτώνει, παραδέχτηκε αποκαμωμένη. «Είστε καλά;» άκουσε τον άντρα με το γαλάζιο πουκάμισο να τη ρωτά ανήσυχος. «Καλά είμαι. Σας ευχαριστώ...» αρκέστηκε ν’ απαντήσει. Και του χαμογέλασε κουρασμένα. Στην πραγματικότητα ήθελε να πει πολύ περισσότερα, όμως οι λέξεις σκάλωναν κάτω από τη γλώσσα της. Κοίταξε γύρω της τους ταξιδιώτες που κινούνταν βιαστικά. Αν προχωρούσε δεξιά, θ’ ανέβαινε τη σκάλα που οδηγούσε στις πύλες αναχωρήσεων. Αν πήγαινε ευθεία, θα έβρισκε την έξοδο. Ήταν Δεκαπενταύγουστος του 2017 και η Χλόη Αρτεμίου ένα εικοσιτετράωρο πριν είχε κλείσει τα εξήντα ένα της χρόνια. Μια διαλυμένη γυναίκα που στεκόταν αναποφάσιστη στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου της Αθήνας, γνωρίζοντας πως ένα βήμα της θα σηματοδοτούσε την προσωπική της ενηλικίωση. Τη λύτρωσή της. Γιατί επιτέλους θα δραπέτευε από κείνο το δεκαοχτάχρονο κορίτσι που τρεφόταν ακόμα από το μαράζι. Έσκυψε και ανασήκωσε τη μικρή βαλίτσα από το πάτωμα... 15
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 16
[ 2 ]
Επινίκια
Η θεσε μέσα σ’ ένα μεταλλικό σουρωτήρι, για να στραγγίσουν τα υγρά. Έπειτα έβγαλε ελιές και βούτυρο, έκοψε ΘΕΟΔΟΣΙΑ ξέπλυνε το χαλούμι από την άλμη και το από-
μια μεγάλη ντομάτα στα τέσσερα και τράβηξε τη μεταλλική σχάρα με το φρυγανισμένο ψωμί από τη φωτιά. Ούτε που θυμόταν πότε ξύπνησε τελευταία φορά τόσο αργά. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε εννέα και μισή κι εκείνη προσπαθούσε ακόμα να βρει τη δύναμη να σηκωθεί από το κρεβάτι. Η σκέψη ότι γνώριζε τι ακριβώς την περίμενε –καθάρισμα, πλύσιμο, μαγείρεμα– βάραινε τα βλέφαρά της και τη βύθιζε σε λήθαργο. Πάλι τα ίδια και τα ίδια... όμοια και απαράλλαχτα κάθε μέρα. Ξανά και ξανά... Τόσο, που δεν της απόμενε ίχνος όρεξης γι’ αυτή τη ζωή πλέον. Τράβηξε το μπρίκι από τη φωτιά για να μη χυθεί ο καφές και το άρωμά του της γαργάλησε τη μύτη. Τον έριξε σ’ ένα μεγάλο φλιτζάνι, πρόσθεσε λίγο γάλα και κάθισε στο τραπέζι με τη γαλάζια φορμάικα. Δάγκωσε το ξεροψημένο ψωμί, αλλά δεν της κατέβαινε μπουκιά. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να τα πετάξει όλα στα σκουπίδια και να βρο16
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 17
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
ντήξει την πόρτα πίσω της. Όλα, όμως! Ό,τι κρυβόταν στο κουβάρι της ζωής της. Και πάνω απ’ όλα τις έγνοιες για τον άντρα που έχανε μέρα με τη μέρα. Με τον Σώτο είχανε πάνω από βδομάδα να ειδωθούν... «Στρατός είναι, τόσα χρόνια έπρεπε να το έχεις καταλάβει», τον άκουγε να της λέει επιτιμητικά, κάθε φορά που του παραπονιόταν. Εκείνη όμως δεν ήξερε πια τι να πιστέψει. Γιατί, με διάφορες προφάσεις, ο άντρας της έλειπε όλο και πιο συχνά. Από τότε μάλιστα που μεταφέρθηκαν με τη Χλόη στο εξοχικό, κοντά έναν μήνα δηλαδή, άντε να τον είχανε δει τρεις ή τέσσερις φορές. Και πάντα βιαστικά. Ερχόταν, κανάκευε την κόρη του, της έχωνε μερικές λίρες στην τσέπη κι έφευγε. Όποτε αυτή πήγαινε να του γκρινιάξει ότι την κακομαθαίνει, εκείνος την απόπαιρνε: «Έγινε ολόκληρη γυναίκα πια. Τον Αύγουστο κλείνει τα δεκαοχτώ. Άσ’ την να χαρεί λίγο τα νιάτα της, ρε γαμώτο...» Κι όλα αυτά, χωρίς καν να καταδεχτεί να την κοιτάξει. Ξαφνικά σηκώθηκε, πήρε μια σακούλα κι έριξε μέσα τις καπύρες, την κομμένη ντομάτα και όσα μακαρόνια του φούρνου είχαν ξεμείνει στο ταψί από το χθεσινό κυριακάτικο τραπέζι. Έπειτα κατέβηκε τα σκαλάκια της κουζίνας που οδηγούσαν στην πίσω αυλή. Καθώς έριχνε τα σκουπίδια στον κάδο, είδε με την άκρη του ματιού της τη Μυρούλα, τη γειτόνισσα, να κάθεται στον ίσκιο της κληματαριάς. Μια χαμηλή μεσοτοιχία μόνο χώριζε τα σπίτια τους σ’ εκείνο το σημείο. Τα δυο κτίσματα είχανε σχεδόν πανομοιότυπες προσόψεις και πάνω κάτω τα ίδια τετραγωνικά. Με 17
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 18
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
τη βασική διαφορά όμως ότι το δικό τους το σπίτι, κληρονομιά του άντρα της, ήταν χτισμένο μέσα σ’ ένα μεγάλο κτήμα. Τρεις σκάλες1 γη, φυτεμένες απ’ άκρη σ’ άκρη με λεμονιές κυρίως, αλλά και πουρνελιές και μεσπιλιές και πορτοκαλόδεντρα. Τα πρώτα φυτέματα τα είχε κάνει ο παππούς του Σώτου Αρτεμίου, πάνω ακριβώς στο γύρισμα του αιώνα. Κοπάδια είχε ο Σωτήρης του Αρτεμή, αλλά, αναγιωμένος καθώς ήτανε σε κείνα τα μέρη, έπιανε στα χέρια του το χώμα κι ευθύς καταλάβαινε αν μπορούσε να καρπίσει. Από παιδί φύλαγε και την τελευταία του μπακκίρα, ώσπου κατάφερε επιτέλους ν’ αγοράσει τα δικά του χωράφια. Και μοναχός του, μήνες ολάκερους κάτω από το αλύπητο λιοπύρι, τα έσκαψε και τα φύτεψε, ποτίζοντας με τον ιδρώτα του τα νεαρά φυτά. Κι ύστερα έχτισε το δίχωρο. Εκεί, στη μέση του πουθενά, «στο ωραιότερο σημείο του νησιού» όπως έλεγε, ζύμωσε τον πηλό στο φρύδι του βουνού, αντίκρυ στη θάλασσα. Το σπίτι, μια κάμαρα όλη κι όλη που χωριζόταν με αψίδα, ήταν πλινθόκτιστο. Ο απόπατος βρισκόταν έξω, στην αυλή. Χρόνια μετά, όταν η οικογενειακή περιουσία πέρασε στον μοναχογιό του, εκείνος έχτισε πλάι στον δρόμο μια μικρή μονοκατοικία. Για το χατίρι της Χρυσταλλένης, της γυναίκας του. Ανέκαθεν ήταν ασθενικό σκαρί η Χρυσταλλένη. Γι’ αυτό 1 Σκάλα: Μονάδα μέτρησης εμβαδού τεμαχίων γης που χρησιμοποιεί-
ται στην Κύπρο. Ισούται με 14.400 τετραγωνικά πόδια (1.337,80 τετρ. μέτρα). 18
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 19
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
οι γιατροί τής σύστησαν ξεκούραση και καθαρό αέρα. Πάντα χλομή και αδύναμη θυμόταν ο Σώτος τη μάνα του, ως τη μέρα που σώθηκε το λαδάκι της. Αφού, λοιπόν, ο καθαρός αέρας τής έκανε καλό και ο παππούς Σωτήρης είχε πια κλείσει τα μάτια του, ο πατέρας του άφησε το «χαλαμάντουρο», όπως αποκαλούσε τρυφερά το πατρικό του, κι έχτισε το καινούριο σπίτι. Αν έπρεπε η Χρυσταλλένη να ξεκαλοκαιριάζει στη Λάπηθο με το παιδί, όσο αυτός κρατούσε το μαγαζί στη Χώρα, χρειάζονταν κάποιες βασικές ανέσεις. Ένα τετράγωνο πετρόχτιστο κουτί ήτανε το σπίτι, με τσιμεντένια πλάκα από πάνω. Είχε έναν ευρύχωρο ηλιακό, κουζίνα, μπάνιο και δύο υπνοδωμάτια. Μοναδικό ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο ήταν η εξωτερική χτιστή σκάλα. Ο πατέρας του Σώτου την είχε καλύψει με μεγάλα βότσαλα· κι έτσι γυμνή όπως ήτανε, χωρίς κουπαστή, έβγαζε κατευθείαν στην ταράτσα. Απ’ εκεί η θέα αλάφραινε την καρδιά. Η οργιώδης βλάστηση απλωνόταν όσο έφτανε το μάτι. Κι από πίσω, μιαν ανάσα πάνω από τα κεφάλια τους, υψωνόταν θηριώδης ο Πενταδάκτυλος. Ο Σώτος έλεγε πως, άμα ήτανε καθαρός ο ορίζοντας, από την ταράτσα τους μπορούσες να δεις μέχρι και τα τουρκικά παράλια. Αλλά η γυναίκα του δεν ανέβηκε ποτέ εκείνη τη σκάλα. Γιατί δεν την έκοφτε. Έκλεισε η Θεοδοσία τον κάδο και χαιρέτισε μ’ ένα νεύμα τη γειτόνισσα. Εκείνη είχε απλωμένη μια πετσέτα στα πόδια της και καθάριζε σκυφτή φασολάκια. Το πρόσωπό της ήταν σκυθρωπό. Η καλημέρα της ακούστηκε απρόθυμη. Σκασίλα μας... σκέφτηκε η Θεοδοσία. Έτσι κι αλλιώς ποτέ 19
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 20
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
δεν είχε επιδιώξει πολλές οικειότητες με τους γείτονες. Κι ας την έψεγε γι’ αυτό ο Σώτος... «Με τον Γιαννή μια πόρτα μάς χώριζε από παιδιά. Δεν μπορείς τουλάχιστον να τηρείς τα προσχήματα;» της έλεγε κάθε τόσο. «Περσινά ξινά σταφύλια...» πείσμωνε εκείνη. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε να υποκρίνεται. Ενώ επέστρεφε στην κουζίνα της, έριξε ξανά μια κλεφτή ματιά στη Μυρούλα. Τι κατεβασμένα μούτρα πρωινιάτικα είναι αυτά, Παναγία μου; σκέφτηκε βλέποντάς την να σηκώνει την πλαστική λεκάνη μ’ έναν αναστεναγμό. Η άλλη, σαν να ένιωσε εκείνο το βλέμμα να τη διαπερνά, ανασήκωσε το κεφάλι. Στην αρχή φάνηκε να διστάζει, όμως εντέλει στράφηκε προς τη Θεοδοσία, κοιτώντας την μέσα στα μάτια. Δεν είπε κάτι, μόνο ανέβασε τον ήχο του μικρού ραδιοφώνου που ήταν ακουμπισμένο στο περβάζι του παραθύρου. «Ελληνικέ κυπριακέ λαέ...» Η φωνή του εκφωνητή ακούστηκε σαν ράπισμα στο αέρα. «Η δημιουργηθείσα κατά τους τελευταίους μήνας τραγική κατάστασις εν τη νήσω, ήτις ωδήγει ευθέως εις εμφύλιον σπαραγμόν, η προκληθείσα αναστάτωσις εις τους κόλπους της Εκκλησίας και ο διαγραφόμενος κίνδυνος να περιέλθουν αι Ένοπλοι Δυνάμεις εις χείρας αναρχικών και εγκληματικών στοιχείων με απροσδιορίστους συνεπείας διά το μέλλον της Κύπρου, ήγαγον τας Ενόπλους Δυνάμεις εις την απόφασιν να απομακρύνουν τους υπευθύνους της ανωμαλίας, ήτοι τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας και την κυβέρνησίν του, οίτινες...» Η Μυρούλα άφησε το μαχαίρι να της πέσει, ενώ κράταγε 20
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 21
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
σφιχτά την πλαστική λεκάνη πάνω της. Σαν να ’τανε τούτα τα φασολάκια ό,τι πιο πολύτιμο είχε εκείνη τη στιγμή να προστατέψει. «Εκαταφέρετέ τα», είπε στεγνά. Η φωνή της ακούστηκε τραχιά, σαν να στράγγισε από μέσα της ο θυμός κι απόμεινε μόνο η πίκρα. Η Θεοδοσία παρέμεινε ατάραχη. Όταν συνειδητοποίησε αυτό που είχε μόλις ακούσει, έβγαλε την ποδιά της, τη δίπλωσε προσεχτικά κι ανέβηκε με μια δρασκελιά τα τρία σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην κουζίνα. «Τα ’θελε και τα ’παθε ο Μούσκος!» φώναξε ενώ έκλεινε με θόρυβο την πόρτα πίσω της. Έδεσε μ’ έναν σπάγκο τα γιασεμιά που έγερναν πάνω στο κάγκελο της αυλής, ενώ είχε καρφωμένα τα μάτια της στο γειτονικό σπίτι. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν και τα παντζούρια ήταν κλειστά. Ο Γιαννής τέτοια ώρα έλειπε στη δουλειά. Αλλά η γυναίκα του, μέχρι να μεσημεριάσει, άφηνε τα παράθυρα ανοιχτά, για να αερίζονται τα δωμάτια. Κανονικά από το πρωί έπρεπε να είχε ραντίσει την αυλή για να δροσίσει. Οι γειτόνισσες μαζεύονταν γύρω στις εννέα για καφέ, προτού πιάσουν τα μαγειρέματα. Κατά κανόνα στης Μυρούλας ή στης Βασιλικής βρίσκονταν και σπανίως στης Μελανθώς, επειδή ο άντρας της, ο Θεορής ο κουτσός, όλο και κάτι μαστόρευε στην αυλή και ανακατευόταν στις κουβέντες τους. Κάποτε προσκαλούσαν και την Εγγλέζα που νοίκιαζε το σπίτι του δασκάλου στη γωνία απέναντι, αλλά 21
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 22
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
και πάλι πόσα να πεις με την ξένη; Η Βασιλική βέβαια τα κουτσοκατάφερνε με τα εγγλέζικα, όμως όσο να ’ναι βαριόταν τη διερμηνεία. Τίποτε πάντως απ’ όλα τούτα τα συνηθισμένα και κανονικά δεν συνέβαινε εκείνο το πρωί. Η Θεοδοσία αποφάσισε να βγει στον δρόμο μήπως διακρίνει κάποια κίνηση, στη γειτονιά όμως επικρατούσε ασυνήθιστη ησυχία. Διαφορετικά την είχε φανταστεί τούτη τη μέρα... «Άμα πέσει ο Μούσκος, θα γίνει χαλασμός...» έλεγε συχνά ο άντρας της. Απ’ αυτόν είχε κολλήσει το συνήθειο ν’ αποκαλεί τον Αρχιεπίσκοπο με το κοσμικό του όνομα. Δεν θυμάται να τον είπανε ποτέ Μακάριο. Τραγόπαπα τον ανέβαζαν, προδότη τον κατέβαζαν... «Εμείς για την Ένωση αγωνιστήκαμε, όχι για να γίνει ο παπάς Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου, το στανιό μου μέσα...» ξεσπούσε ο Σώτος κάθε φορά που έβλεπε τη φωτογραφία του στην εφημερίδα. Και συμπλήρωνε μέσα απ’ τα δόντια του: «Μια μέρα όμως θα γυρίσει ο τροχός...» Αλλά να που ήρθε η πολυπόθητη μέρα και η ατμόσφαιρα κάθε άλλο παρά εορταστική ήταν. Όχι ακόμα, τουλάχιστον... Η Θεοδοσία ένιωσε την ανάγκη να κάνει κάτι, οτιδήποτε, αρκεί να έσπαγε η αμήχανη σιωπή που απλωνόταν τριγύρω. Μπήκε στο σπίτι, έβγαλε τη ρόμπα και φόρεσε ένα από τα καλά της φουστάνια. Διάλεξε ένα μπλε αμάνικο, με ανοιχτή λαιμόκοψη και λευκό ζωνάκι στη μέση. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη κι αυτό που αντίκρισε, ως συνήθως, την απογοήτευσε. Δεν ήταν άσχημη. Ούτε όμορφη όμως ήτανε. Δεν ήταν ψηλή, ούτε κοντή. Παχουλή δεν ήτανε, αλλά ούτε 22
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 23
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
κι αδύνατη. Κοντολογίς, τίποτε το αξιοπρόσεχτο δεν είχε η όψη της. Και πάντα αναρωτιόταν τι διέκρινε σ’ εκείνην ο Σώτος όταν πρωτοσμίξανε. Τότε είχε βέβαια τη δροσιά των νιάτων της, αλλά ήταν αυτό αρκετό; Γιατί και στα δεκαοχτώ της το ίδιο αθέατη έδειχνε η Θεοδοσία. Σε αντίθεση μ’ εκείνον, που άστραφτε μέσα στη στολή της Σχολής Ευελπίδων. Ψηλός και μυώδης, με λεπτή ίσια μύτη και αρμονικά χαρακτηριστικά, ήταν φυσικό να ξεχωρίζει ανάμεσα στο πλήθος των διαδηλωτών. Όχι μόνο γιατί ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός από τους υπόλοιπους, αλλά κυρίως για τη ρώμη του, που την τράβηξε κοντά του σαν μαγνήτης. Τυχαία βρέθηκε η Θεοδοσία σ’ εκείνο το συλλαλητήριο, αφού ιδέα δεν είχε από πολιτικά. Μόνο τα βασικά γνώριζε: ότι οι κομμουνιστές υπονομεύουν την πατρίδα και ότι ο στρατηγός Παπάγος ήταν η ασπίδα των φιλήσυχων πολιτών. Εκείνη την Παρασκευή κατέβηκε στο κέντρο της Αθήνας από τα Ιλίσια, όπου έμεναν, για ν’ αγοράσει είδη κοπτοραπτικής που της είχε παραγγείλει η μάνα της. Έτσι συναπαντήθηκε με το μέγα πλήθος. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, αφέθηκε να την παρασύρει το ανθρώπινο ποτάμι που φώναζε ρυθμικά συνθήματα. Κι έτσι, εντελώς τυχαία, έπεσε πάνω του. «Ένωσις» βροντοφώναζε εκείνος, με φωνή που παλλόταν από το πάθος. Οι φλέβες στον λαιμό του είχαν φουσκώσει και τα μάτια του έκαιγαν. Δεν κατάλαβε πώς έγινε ακριβώς, όμως ξαφνικά ένιωσε δυο χέρια να την αρπάζουν και να τη σηκώνουν ψηλά. Αισθάνθηκε κάτι σαν μέθη που, αν και κράτησε λίγα μόνο δευτερόλεπτα, σ’ εκείνην φάνηκαν 23
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 24
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
μια αιωνιότητα. Τα πρόσωπά τους βρέθηκαν αντικριστά. Την κοίταξε κατάματα κι εκείνη ένιωσε να τον ερωτεύεται ακαριαία. Δεν γνώριζε το όνομά του, την καταγωγή του, τίποτα. Κι ούτε που την ένοιαζε. Γιατί είχε την απόλυτη βεβαιότητα, κι ας ήταν άμαθη στους έρωτες, πως αυτόν τον άντρα ήθελε στη ζωή της. Ήταν 20 Αυγούστου του 1954, στη γωνία των οδών Σταδίου και Πεσμαζόγλου, όταν η Θεοδοσία Πυργιώτη, από άγουρο κορίτσι, μέστωσε μεμιάς κι έγινε γυναίκα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να συνέλθει από την ονειροπόληση και κοίταξε ξανά τα είδωλό της στον καθρέφτη. Πέρασε στον λαιμό της έναν χρυσό σταυρό και ξετρύπωσε από το συρτάρι του κομοδίνου ένα ξεχασμένο κραγιόν. Έβαψε τα χείλη της κόκκινα. Ξαφνικά, λες κι έβλεπε για πρώτη φορά το πρόσωπό της τόσο καθαρά, συνειδητοποίησε πόσο λεπτά ήταν τα χείλη της. Σαν μια ευθεία γραμμή... σκέφτηκε. Αλλά αμέσως απόδιωξε την ενοχλητική σκέψη από το μυαλό της και βγήκε από το δωμάτιο. Άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα και ανέβασε τον ήχο του ραδιοφώνου σχεδόν τέρμα. Έπειτα κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ του ηλιακού και χάζευε τις λευκές κουρτίνες να θροΐζουν από το ελαφρύ αεράκι που έφερνε ο ανεμιστήρας. Τα εμβατήρια εύφραιναν την ψυχή της. «Δεν γίνεται να κοιμηθούμε μια μέρα ήσυχα σ’ αυτό το σπίτι;» γκρίνιαξε η Χλόη, βγαίνοντας αγουροξυπνημένη από το υπνοδωμάτιο. Φόραγε ένα πολύ κοντό νυχτικό με ροζ ανθάκια, που έδενε στους ώμους με δυο λεπτές μπρετέλες. Όμορφη... σκέ24
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 25
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
φτηκε η Θεοδοσία, αλλά δεν είπε κάτι. Απέφευγε τα κομπλιμέντα, για να μην πάρουν τα μυαλά της κόρης της αέρα. Τη Χλόη δεν την ένοιαζε. Περισσότερο ανάγκη είχε για ένα χάδι από τη μάνα της παρά για καλά λόγια. Ήξερε ότι ήταν ξεχωριστή. Το καταλάβαινε από τον τρόπο που την ακολουθούσαν τα βλέμματα των αγοριών όταν περπάταγε με τις φιλενάδες της στο Κάστρο. Το ένιωθε όταν πήγαινε για μπάνιο στην Αϊρκώτισσα και γύρω της μαζεύονταν οι αρσενικοί σαν μελίσσι. Έκανε χάζι μ’ όλα αυτά, αλλά ποτέ δεν την ενδιέφεραν πραγματικά. Γι’ αυτό και δεν βαφόταν. Ούτε φόραγε ψηλοτάκουνα παπούτσια ή προκλητικά ρούχα. Ντυνόταν απλά κι έπιανε τα μαλλιά της αλογοουρά. Το δέρμα της ήταν ροδαλό και τα μάτια της σκιάζονταν από πυκνά τσίνορα. Έμοιαζε πολύ στον πατέρα της, χωρίς όμως να διαθέτει τη δική του εξωστρέφεια. Αν ήτανε στο χέρι της, θα προτιμούσε να περνά απαρατήρητη. Να ξοδεύει τις ώρες της στην παραλία και να έχει μάτια μόνο για τον Χριστόφορο. «Γιατί τόση φασαρία; Έχουμε καμιά επέτειο σήμερα;» απευθύνθηκε στη μάνα της απορημένη. «Γιορτή έχουμε!» απάντησε η Θεοδοσία. Και η κόρη της, έκπληκτη, την είδε για πρώτη φορά να λάμπει ολόκληρη. Ο Γιαννής ήταν έτοιμος επιτέλους ν’ αρχίσει δουλειά. Η εργολαβία ήταν για μια μονοκατοικία πάνω από την κοίτη του Πεδιαίου, πολύ κοντά στο Γενικό Νοσοκομείο της Λευκωσίας. Γι’ αυτό έφυγε αξημέρωτα εκείνη τη Δευτέρα από τη 25
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 26
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Λάπηθο. Έπρεπε να γκρεμίσει ένα παράπηγμα και ν’ αδειάσει το οικόπεδο από τα μπάζα προτού ανέβει ο ήλιος ψηλά. Εκ πείρας γνώριζε πως η ζέστη στη Χώρα, Ιούλιο μήνα, ήταν ανυπόφορη. Μόνο τα βράδια φυσούσε ευχάριστα, αλλά αυτό δεν βοηθούσε το μεροκάματο στις οικοδομές. Έβγαλε τη φανέλα του που είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα, ήπιε λίγο νερό από το παγούρι και κάθισε στον ίσκιο για να καπνίσει ένα Craven A. Μοναχός του ήταν – δεν χρειάζονταν περισσότεροι για κείνη τη δουλειά. Τα δυο του χέρια έφταναν και περίσσευαν. Έλυσε τον κόμπο της πετσέτας κι έκοψε την κόρα από το ψωμί. Είχε φτιάξει ένα μικρό δέμα με χαλούμι, ντομάτα και αγγούρι, γιατί δεν ήθελε να ξυπνήσει τη Μυρούλα από τόσο νωρίς, αν κι εκείνη επέμενε να του ετοιμάζει πρόγευμα. Έτσι γαλήνια όπως την είδε να κοιμάται στο κρεβάτι τους, δεν την ενόχλησε. Έξω ήταν ακόμα σκοτάδι όταν ξεκίνησε. Τέτοια ώρα επικρατούσε τόση σιγαλιά, που, αν έστηνε κάποιος αυτί, μπορούσε ν’ ακούσει τον παφλασμό των κυμάτων κάτω στην ακτή. Στη γειτονιά όλα τα φώτα ήταν σβηστά. Μόνο στο σπίτι της Εγγλέζας πρόσεξε ότι άναβε η λάμπα της εισόδου. Καθώς ετοιμαζόταν να μπει στο αμάξι του, είδε στο φως εκείνης της λάμπας τον Αλί να κλείνει πίσω του μαλακά την καγκελόπορτα και ν’ απομακρύνεται βιαστικά. Τον αναγνώρισε από το σουλούπι του. Δυο μέτρα άντρας, με πολύ σγουρά, ατίθασα μαλλιά. Ανέκαθεν ξεχώριζε, καθώς σήκωσε μπόι κι αδρώπεψε πρόωρα. Είχαν να λένε στο χωριό πως από δεκατριών χρόνων ρόκολος πρόλαβε κι έβγαλε τη φήμη του «αγαπητικού». Στον κολοφώνα της δόξας 26
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 27
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
του, πάνω που θα έκλεινε τα δεκαπέντε, έγιναν οι φασαρίες2 του ’63 κι ερήμωσε ο τουρκομαχαλάς. Για λίγο καιρό τον έχασαν, όμως γρήγορα ο Αλί επέστρεψε. Κι από τότε δούλευε με την τσάπα του στο οικογενειακό περβόλι, γέννημαν με βούττημαν ήλιου, που λένε. Τα κουτσομπολιά φούντωσαν ξανά για τις ερωτικές του περιπέτειες, ιδίως με ξένες που κατέλυαν στα μέρη τους. Η Κέιτ μπορούσε πάντως να αισθάνεται ασφαλής με το μυστικό της, σκέφτηκε ο Γιαννής. Όχι μόνο γιατί εκείνος δεν ανακατευότανε στα ξένα κρεβάτια, αλλά και γιατί οι παραπανίσιες κουβέντες ποτέ δεν ήτανε του γούστου του. Η θύμηση του αγαπητικού να γλιστράει σαν κλέφτης από τον κήπο έφερε γέλιο στον Γιαννή, κι ας ήτανε μπουκωμένος με το ψωμοτύρι. Το χαμόγελό του όμως έσβησε απότομα όταν ακούστηκε η πρώτη έκρηξη. Διόλου περίεργο ήταν αυτό στη ζοφερή εποχή που ζούσαν, κι αυτός το γνώριζε καλά. Η σχέση εξάλλου του Μακάριου με τη Χούντα, τις τελευταίες δυο βδομάδες ειδικά, έμοιαζε με τεντωμένο σκοινί. Αφορμή έδωσε η επιστολή που απέστειλε ο Αρχιεπίσκοπος στον Στρατηγό Γκιζίκη, με την οποία κατήγγελλε τη στήριξη του καθεστώτος στην ΕΟΚΑ Β3 και ζη2 Αιματηρές διακοινοτικές ταραχές που είχαν ως αποτέλεσμα τη χά-
ραξη της Πράσινης Γραμμής που διαιρούσε τη Λευκωσία και τη δημιουργία «θυλάκων», όπου μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε μέρος των Τουρκοκυπρίων. 3 Παραστρατιωτική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1971 από τον Στρατηγό Γεώργιο Γρίβα, γνωστό ως Διγενή. 27
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 28
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
τούσε την ανάκληση των εξ Ελλάδος αξιωματικών από την Εθνική Φρουρά. Μέσα σ’ εκείνο το μπαρουτιασμένο πολιτικό κλίμα, μια σπίθα θα ήταν αρκετή για να προκαλέσει έκρηξη. Ξαφνικά εμφανίστηκε από το βάθος του δρόμου ένας ηλικιωμένος άντρας με ένα πανάρχαιο ποδήλατο να έρχεται κατά το μέρος του. Το πρόσωπό του έδειχνε αλαφιασμένο... Ο Γιαννής του φώναξε να σταματήσει, εκείνος όμως τον προσπέρασε, ποδηλατώντας με δυσκολία. «Φύε!» του είπε. «Φύε τωρά που μπορείς...» επανέλαβε ασθμαίνοντας, ενώ απομακρυνόταν. «Γίνουνται φασαρίες;» ρώτησε ο Γιαννής ανήσυχος. «Έν πραξικόπημα...» απάντησε ο γέρος φοβισμένα, καθώς έπιανε τη στροφή του δρόμου. Οι επόμενες ώρες κύλησαν βασανιστικά αργά. Το ένστικτο του Γιαννή έλεγε πως δεν ήτανε φρόνιμο να κυκλοφορήσει στην πόλη. Όχι ακόμα, τουλάχιστον... Για έναν γνωστό συνδικαλιστή κάτι τέτοιο θα ήταν καθαρή αυτοκτονία. Σαν να πήγαινε να πέσει με τη θέλησή του στο στόμα του λύκου. Κάθισε μέσα στο αυτοκίνητο κι άνοιξε το τρανζιστοράκι που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του. Μια γυναικεία φωνή ανακοίνωσε ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Ένιωσε ένα μούδιασμα, καθώς τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Απόμεινε στην ίδια θέση για αρκετή ώρα, κοιτώντας αποσβολωμένος τους τσίγκους και τα μαδέρια που σχημάτιζαν ένα βουνό καταμεσής του οικοπέδου. Ανήμπορος να κουνηθεί, αισθανόταν παγιδευμένος σ’ εκείνο το χωράφι με τα ξερά χόρτα, στην όχθη ενός στέρφου ποταμού. Έτσι όπως εκαταντήσα28
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 29
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
μεν... συλλογιόταν, ενώ ζύγιαζε με το μάτι τα συντρίμμια, προσπαθώντας να χωνέψει τον εφιάλτη που ζούσε. Δεν κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα. Παρέμεινε ακίνητος στη θέση του οδηγού, γυμνός από τη μέση και πάνω, με την πλάτη του να έχει κολλήσει από τον ιδρώτα στο δερμάτινο κάθισμα. Η σκέψη του γυρόφερνε διαρκώς στη Μυρούλα. Τη φανταζόταν να μπαινοβγαίνει στα δωμάτια και να ξεφυσάει προσμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει. Δεν είχε άλλον από εκείνον στον κόσμο. Όπως κι ο ίδιος, άλλωστε. Προτού τη γνωρίσει, η ζωή του φάνταζε λειψή. Στη σκέψη της, η ανησυχία φούντωσε μέσα του. Έπρεπε πάση θυσία να της μιλήσει! Να την καθησυχάσει τουλάχιστον πως ήταν καλά και να βεβαιωθεί ότι κι εκείνη ήταν ασφαλής. Όσο περνούσε η ώρα κι αυτός παρέμενε άπραγος, η έγνοια της τον έπνιγε. Κάποια στιγμή, ολοκληρωτικά ηττημένος πια από την αγωνία, αποφάσισε να πάει με τα πόδια στο Γενικό Νοσοκομείο, αγνοώντας τους κινδύνους που παραμόνευαν. Βάδιζε προσεχτικά, ξυστά στις μάντρες των γύρω σπιτιών. Στο νοσοκομείο μπήκε από την πίσω αυλή, ελπίζοντας ότι δεν θα δυσκολευόταν να εντοπίσει τον καλαδερφό του τον Λεόντιο, τον νοσοκόμο. Είχαν συναντηθεί μόλις το προηγούμενο βράδυ, σε έναν συγγενικό τους γάμο που γινόταν στον Καραβά, κι έτσι ήξερε πως δούλευε στην πρωινή βάρδια. Για να μην κινήσει υποψίες, άρπαξε μια λευκή μπλούζα που είδε κρεμασμένη πίσω από μια πόρτα και τη φόρεσε βιαστικά. Στο ισόγειο του νοσοκομείου επικρατούσε παν29
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 30
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ζουρλισμός. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Για την ακρίβεια, ούτε που γύρισαν να τον κοιτάξουν. Ένας Ελλαδίτης αξιωματικός ακουγόταν από τις σκάλες να γαβγίζει παραγγέλματα, ενώ το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό έτρεχε να παραλάβει τους τραυματίες. Τελικά, εντόπισε τον Λεόντιο στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών. Η μπλούζα του ήταν γεμάτη αίματα... «Είντα που γυρεύκεις δαμαί;» τον αποπήρε εκείνος κοιτώντας ανήσυχος προς την είσοδο. Ευτυχώς, δεν υπήρχε κανένας στρατιωτικός τριγύρω. «Ένα τηλεφώνημα θέλω να κάμω, ρε συγγενή...» του απάντησε με κομμένη την ανάσα. «Μα επέλλανες; Μες στο ματσιελλειόν;» του ψιθύρισε τρομαγμένος. Παρ’ όλα αυτά, του έγνεψε να περάσει πίσω από το παραβάν. «Ένα λεπτό!» είπε αυστηρά και του ’δωσε το ακουστικό. Δεν χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για να ηρεμήσει τη Μυρούλα και να φύγει σχεδόν τρέχοντας. Όσα είχε δει ήταν αρκετά για να καταλάβει πως όλοι τους πλέον ισορροπούσαν στο χείλος του γκρεμού. Από το πρωί, όταν βγήκαν τα τανκς στους δρόμους της Λευκωσίας, μέχρι τώρα, που οι πραξικοπηματίες έδειχναν να έχουν τον έλεγχο της κατάστασης, η ζωή τους είχε πάρει μια επικίνδυνη στροφή. Ο Γιαννής ήξερε πως τίποτε πια δεν θα ήταν το ίδιο, κι ας είχε ακούσει από τον ελεύθερο ραδιοσταθμό της Πάφου να λένε ότι ο Μακάριος είχε διαφύγει και ήταν ζωντανός. Με εξαίρεση την Πάφο, οι λιγοστοί πυρήνες αντίστασης είχαν πνιγεί στο αίμα. Μόνο η απελπισία πια πλανιόταν πάνω από 30
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 31
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
τα ερείπια. Η φωνή της γυναίκας του δεν σταμάτησε να ηχεί στ’ αυτιά του: «Λαμπρόν να τους κάψει!» Το είπε μια. Το είπε δυο. Το είπε τρεις. Κι έπειτα η οργή πνίγηκε στα αναφιλητά της. Την αρχική ευφορία διαδέχθηκε η αγωνία. Για τον άντρα της κυρίως, που δεν είχε δώσει σημεία ζωής τα τελευταία δύο εικοσιτετράωρα. Αλλά και για την ίδια, που βίωνε μια ιδιότυπη απομόνωση. Η Θεοδοσία δεν είχε ψευδαισθήσεις για τα αισθήματα που έτρεφε γι’ αυτούς η γειτονιά, όμως τώρα, περισσότερο από ποτέ, αισθανόταν τα χνότα τους εχθρικά πίσω από την πλάτη της. Προσπάθησε επίμονα να εντοπίσει τον Σώτο, αλλά όσες φορές κι αν τηλεφώνησε στο σπίτι τους στη Λευκωσία δεν απαντούσε κανείς. Στην απόγνωσή της πάνω σκέφτηκε τον μοναδικό άνθρωπο που μπορούσε να γνωρίζει τι ακριβώς συνέβαινε. Όταν τους πρωτοεπισκέφθηκε, τον Οκτώβριο του 1971, συστήθηκε ως Δάσκαλος. Έξι μήνες είχαν μόλις κλείσει από τη μετακόμισή τους στην Κύπρο, οι γνωριμίες τους ήταν ελάχιστες και οι κοινωνικές επαφές σπανιότατες. Ο Σώτος εξάλλου έφυγε από το νησί νέο παλικάρι, το 1952, και επαναπατρίστηκε οικογενειάρχης, με μια κόρη δεκαπέντε ετών. Η επιστροφή ήταν στ’ αλήθεια ένα νέο ξεκίνημα, όχι μόνο για την οικογένειά του αλλά και για τον ίδιο, καθώς εντάχθηκε στο δυναμικό της Εθνικής Φρουράς. Ο Δάσκαλος μπήκε στο σπίτι τους με την άνεση που του 31
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 32
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
πρόσφεραν οι θερμές συστάσεις εξ Αθηνών. «Οι κοινοί μας φίλοι αποτελούν εχέγγυο εμπιστοσύνης...» είπε, σπεύδοντας ν’ αναφέρει τα ονόματα ενός αξιωματικού στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και ενός άλλου στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Ήσαν οι δύο φύλακες-άγγελοι του Σωτήρη Αρτεμίου, αυτοί που του είχαν δώσει τη δυνατότητα να αποδείξει έμπρακτα την αφοσίωσή του στον Γεώργιο Παπαδόπουλο, όταν, τον Δεκέμβριο του 1967, σχημάτισε την κυβέρνησή του. «Οι φίλοι μας στην Αθήνα μιλούν για εσάς με τα καλύτερα λόγια», είπε ο Δάσκαλος καθώς έβγαζε από το σακάκι του ένα φυλλάδιο. Το έσπρωξε προς το μέρος τους κι έτσι διέκριναν την υπογραφή του Στρατηγού Γρίβα. Η Θεοδοσία εκτίμησε το γεγονός ότι την αντιμετώπιζε ισότιμα, αν και ήταν φανερό πως στον Σώτο απευθυνόταν. Ένιωσε όμως να την περιβάλλει με εμπιστοσύνη, κάτι διόλου αυτονόητο στους πονηρούς καιρούς που ζούσαν. «Ο στρατηγός μάς καλεί σε συστράτευση για τον ιερό σκοπό της Ενώσεως με τη Μητέρα Πατρίδα», τους είπε χαμηλώνοντας αισθητά τον τόνο της φωνής του. Τα λόγια του, απλά και χωρίς περικοκλάδες, αποδείχτηκαν ευθύβολα. Η εμπλοκή του Σώτου Αρτεμίου στην ΕΟΚΑ Β θα ήταν η φυσική συνέχεια μιας προσωπικής πορείας που τη χαρακτήριζε «η πατριωτική ευθύνη και το υψηλόν εθνικό φρόνημα», συνέχισε ο επισκέπτης τους. Η Θεοδοσία δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει περισσότερο. Πίσω, στην πατρίδα, η «εθνοσωτήριος» επανάσταση είχε αποκαταστήσει την τάξη και την ασφάλεια. Καιρός ήταν να συμβεί το ανά32
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 33
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
λογο και στην Κύπρο, που είχε καταντήσει ξέφραγο αμπέλι, σκέφτηκε τότε. Και στα χρόνια που ακολούθησαν, παρά τις δυσκολίες, δεν μετάνιωσε στιγμή για εκείνη την κοινή τους απόφαση. Έπρεπε λοιπόν να μιλήσει με τον Δάσκαλο, αν και μόλις συνειδητοποιούσε ότι ποτέ δεν είχε μάθει το αληθινό του όνομα. Έτυχε βέβαια να συναντηθούν κοινωνικά κάποιες φορές, εκείνος όμως απέφευγε τις πολλές συναναστροφές. Ήταν άνθρωπος μονόχνοτος, δοσμένος στον σκοπό. Ένα πιστό σκυλί του Γρίβα, που μισούσε θανάσιμα όποιον κι ό,τι σχετιζόταν με τον Μακάριο. Η Θεοδοσία αναζήτησε το μπλοκάκι που ήξερε ότι έκρυβε ο Σώτος σ’ ένα κουτί παπουτσιών, στο πίσω μέρος της ντουλάπας. Εκεί φύλαγε τα γαλόνια και τα αστέρια του. Όλους τους βαθμούς που υπηρέτησε, από ανθυπολοχαγός του Πεζικού, όταν αποφοίτησε από την Ευελπίδων, μέχρι το τελευταίο παράσημο, που ήρθε να επισφραγίσει μια ευδόκιμη θητεία είκοσι ετών. Μαζί μ’ αυτά, φύλαγε ένα κομπολόι από όνυχα, δώρο του πατέρα του, έναν ασημένιο αναπτήρα, μερικές μαθητικές φωτογραφίες κι ένα μικρό μαύρο μπλοκ. Στην πρώτη σελίδα, πάνω πάνω, ανέγραφε «Δάσκαλος» και δίπλα είχε σημειωμένο έναν αριθμό τηλεφώνου. Οι υπόλοιπες σημειώσεις δεν έβγαζαν κανένα απολύτως νόημα... Μάλλον κωδικοποιημένες έμοιαζαν, εκτός από την τελευταία σελίδα, όπου ο Σώτος Αρτεμίου είχε γράψει με κεφαλαία γράμματα: «ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΘΕΛΟΜΕΝ ΚΙ ΑΣ ΤΡΩΓΩΜΕΝ ΠΕΤΡΕΣ». Σχημάτισε στο καντράν τον αριθμό του τηλεφώνου που 33 2o
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 34
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
βρήκε και στο τρίτο κουδούνισμα άκουσε τη χαρακτηριστική μπάσα φωνή του... «Ο αγαπητός Σώτος είναι καλά και βρίσκεται στο Γενικό Επιτελείο», τη διαβεβαίωσε ο Δάσκαλος. «Ουδείς λόγος ανησυχίας!» συμπλήρωσε γελώντας. «Ουδείς!» ξέσπασε η Θεοδοσία, μόλις κατέβασε το ακουστικό. Τώρα που είχε μάθει επιτέλους ότι ο άντρας της έχαιρε άκρας υγείας, άφησε τον θυμό να ξεχειλίσει από μέσα της. Μετά από δεκαεννέα χρόνια έγγαμου βίου δεν περίμενε βεβαίως έρωτες και σαλιαρίσματα, αλλά τον ελάχιστο σεβασμό τον απαιτούσε. Έπρεπε οπωσδήποτε να τον συναντήσει... «Αν δεν τον νοιάζει για μένα, ας ενδιαφερθεί τουλάχιστον να μαζέψει την κόρη του», μουρμούρισε. «Αγαπώ σε...» της ψιθύρισε στ’ αυτί και άγγιξε με τα χείλη του το λακκάκι στο μάγουλό της. Το άγγιγμά του έκανε τη Χλόη να χαμογελάσει. Θυμήθηκε πόσο καιρό περίμενε αυτές τις λέξεις στην αρχή της γνωριμίας τους, όταν ο Χριστόφορος, κάθε που την έβλεπε, δείλιαζε να την πλησιάσει. Του πήρε δυο ολόκληρους μήνες για να τολμήσει να της μιλήσει και άλλον έναν για να της ζητήσει να πάνε οι δυο τους μια βόλτα... «Σιγά που εννά σε κοιτάξει η Καλαμαρού...» τον πείραζαν οι φίλοι του, όταν κατάλαβαν πόσο πολύ του άρεσε η κόρη του καραβανά. Όχι γιατί δεν ήταν ωραίος άντρας ή δεν είχε τις επιτυχίες του με τις γυναίκες. Αλλά επειδή ο Χριστόφορος Φυλακτού ήταν παιδί του χωριού. Κι ο τρόπος που φλέρταρε, λιγάκι ατσούμπαλος, δεν θα τον βοηθούσε και πολύ, αν ήθελε να ρίξει την Αθηναία. 34
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 35
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τον Ιούνιο του 1971, όταν η Χλόη με τη μητέρα της εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της Λαπήθου, εκείνος υπηρετούσε το πρώτο έτος της στρατιωτικής του θητείας. Ένα απόγευμα, που είχε βγει με ημερήσια άδεια, την είδε να σουλατσάρει στο λιμανάκι της Κερύνειας, παρέα με δυο Λαπηθιώτισσες από τις κάτω γειτονιές. Χαιρέτισε τις συγχωριανές του, αλλά δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την ξενομερίτισσα. Το πρόσωπό της, μ’ εκείνη τη λευκή επιδερμίδα που ρόδιζε στα μάγουλα, θαρρείς και ήταν διάφανο. «Φαντάρος;» τον ρώτησε. Αλλά εκείνος έμεινε να την κοιτάζει σαν χάνος, ανίκανος να απαντήσει με ένα απλό ναι. Το κορίτσι γέλασε και συνέχισε να μιλάει λες και γνωρίζονταν καιρό. Η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι... «Ο μπαμπάς είναι αξιωματικός. Κύπριος. Η μαμά Ελλαδίτισσα, από τον Πύργο Ηλείας. Από ένα χωριό, το Κορακοχώρι – αδύνατον να το έχεις ακουστά. Εγώ όμως μεγάλωσα...» Έλεγε, έλεγε... και σταματημό δεν είχε. Σαν να έφαεν γλιστιρίδα! σκέφτηκε ο Χριστόφορος, αλλά δεν χόρταινε να την ακούει. Αισθανόταν μαγεμένος. Όταν ξεπέρασε τις ντροπές και κατάφερε επιτέλους να της ζητήσει το πρώτο τους ραντεβού, είχε μπει πια ο Σεπτέμβρης. Μόλις μια εβδομάδα προτού κλείσει η μάνα της το εξοχικό, για να επιστρέψουν μαζί στη Λευκωσία, καθώς η Χλόη είχε γραφτεί στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Το επόμενο καλοκαίρι όμως την περίμενε, προετοιμασμένος και αποφασισμένος. Την κυνήγησε με όλους τους τρόπους που μπορούσε να γεννήσει το απλοϊκό μυαλό του... Όταν πήγαινε αξημέρωτα για ψάρεμα στη γειτονική Βασίλεια, της έφερνε 35
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 36
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
αχινούς που ήξερε πως της άρεσαν. Κάθε που έβγαινε στα χωράφια για να τοποθετήσει βερκά, έχωνε στη σάκα του μικρά ματσάκια με αγριολούλουδα και τ’ άφηνε στην εξώπορτά της. Κι όταν κατάφερνε επιτέλους να την ξεμοναχιάσει, την τάιζε ζουμερές μαραπέλλες, που τις άνοιγε, πέταγε τις κοκκόνες κι ύστερα σφράγιζε τη γλύκα τους με τα χείλη του επάνω στα δικά της. Από τότε είχαν συμπληρωθεί αισίως δύο χρόνια φλογερού έρωτα. Οπότε συμφώνησαν πως είχε έρθει επιτέλους ο καιρός, τον Αύγουστο του 1974, που το κορίτσι θα έκλεινε τα δεκαοχτώ, έχοντας πια ξεμπερδέψει και με το Γυμνάσιο, να τη ζητήσει από τον πατέρα της και επίσημα. «Σε έναν μήνα εννά είσαι η χαρτωμένη μου...» ψιθύρισε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Η Χλόη γέλασε, ενώ κούρνιαζε στην αγκαλιά του. Έβρισκε πολύ διασκεδαστικό τον τρόπο που μίλαγε, ειδικά όταν σκεφτόταν την αποστροφή της μάνας της για τα κυπριακά. «Μίλα, παιδί μου, κανονικά!» ήταν η μόνιμη επωδός της, με ύφος αγέλαστο, σαν να της έφταιγαν οι λέξεις για τη μετοίκηση που της είχε επιβληθεί. Είχαν ξαπλώσει στα βραχάκια του Mare Monte, στον Καραβά, με τη θάλασσα ν’ απλώνεται τριγύρω τους. Άκουγε τον Χριστόφορο να της μουρμουρίζει γλυκόλογα, κι όλα εκείνα τα παχιά σύμφωνα ακουμπούσαν επάνω της σαν μυρωμένα μπαμπάκια. Όταν ήταν μαζί του, ένιωθε ότι όλα τ’ άσχημα έσβηναν. Η γκρίνια της μάνας της, η απουσία του μπαμπά και οι βαρετοί μήνες της φοίτησης στο Παγκύπριο, ώσπου να έρθει επιτέλους το καλοκαίρι για να μεταφερθούν στην αγαπημένη της Λάπηθο. Μαζί του δεν υπήρχε ούτε 36
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 37
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
φόβος, ούτε ανασφάλεια, ούτε αβεβαιότητα. Ακόμα κι αυτές τις δύσκολες ώρες, που έβλεπε τους γύρω της να σπαράσσονται από τα πολιτικά πάθη, αισθανόταν πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν την άγγιζε. Στο παρελθόν μία φορά μόνο αναμείχθηκε σε πολιτικό καβγά και δεν θα ήθελε να το ξαναζήσει. Έναν χρόνο πριν ήταν, σε μια εκδρομή στο βουνό, κατά τα τέλη Ιουλίου. Μαζί τους ήταν και ο Σταύρος, παιδικός φίλος του Χριστόφορου, με την κοπέλα του. Ο Σταύρος ετοιμαζόταν να φύγει για σπουδές Ιατρικής, με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Η κατάσταση στο νησί ήταν πολύ τεταμένη, λόγω της απαγωγής ενός υπουργού από μέλη της ΕΟΚΑ Β, ενώ τον περασμένο Απρίλιο είχαν γίνει και δύο επιθέσεις σε αστυνομικούς σταθμούς. Επηρεασμένος από τον αναβρασμό που επικρατούσε, ο Σταύρος όλο και γυρόφερνε την κουβέντα στη Χούντα και στα εδώ τσιράκια της. «Έπρεπεν να τους συνάξει ούλλους ο Μακάριος!» είπε και κοίταξε τη Χλόη επίμονα, σαν να ήθελε να την προκαλέσει. Εκείνη, αμήχανη, ξεφούρνισε κάτι που έλεγε συχνά ο πατέρας της: «Εάν είχαμε αληθινή δημοκρατία, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα συνέβαινε». «Ο Εοκαβητατζής ο παπάς σου λαλεί σου τα τούτα;» Δεν πρόλαβε να τελειώσει ο Σταύρος τη φράση του και η γροθιά του φίλου του τον βρήκε ξυστά στο πιγούνι. Πιάστηκαν στα χέρια και πάλεψαν σώμα με σώμα, ώσπου εκτονώθηκε ο θυμός. Ύστερα ο Χριστόφορος της άπλωσε το χέρι, ανέβηκαν στη Lambretta και έφυγαν χωρίς να ανταλλά37
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 38
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ξουν άλλη κουβέντα. Στο Κεφαλόβρυσο έκαναν μια στάση και την πήρε στην αγκαλιά του. «Αγαπώ σε...» επαναλάμβανε λαχανιασμένα κι όλο τη γέμιζε φιλιά. Οι αναμνήσεις παρέσυραν τη Χλόη τόσο, που έχασε τελείως την αίσθηση του χρόνου. Ξαφνικά, όμως, τινάχτηκε πάνω και κοίταξε ανήσυχη το ρολόι της. «Θα με σκοτώσει η μάνα μου!» είπε και τράβηξε το αγόρι της από το χέρι. Όπως ακριβώς το είχε προβλέψει, η Θεοδοσία την περίμενε περπατώντας νευρικά πάνω κάτω στην αυλή. Δεν χρειάστηκε να μιλήσει. Η οργή στα μάτια της αρκούσε για να μπει η κόρη της με κατεβασμένο το κεφάλι στο σπίτι. «Πρέπει να πάω στη Λευκωσία. Για να δω τον πατέρα σου...» την άκουσε να λέει, με μια φωνή όμως τόσο άχρωμη, που την ανάγκασε να στραφεί πίσω. «Είσαι καλά, μαμά;» Η Θεοδοσία την κοίταξε λυπημένα. Η τρυφερότητα ανέκαθεν την αφόπλιζε. Τόσο αθώα... σκέφτηκε. Αλλά δεν είπε τίποτε, φυσικά. Ξημέρωσε και η Πέμπτη, ο Σώτος όμως συνέχιζε να είναι άφαντος. Το ότι η Θεοδοσία γνώριζε από τον Δάσκαλο πως ήταν καλά δεν μετρίαζε το σαράκι που την κατέτρωγε. Παλιές συζυγικές αμαρτίες που είχε καταχωνιάσει μέσα της ξεμύτιζαν πλέον σαν αγκάθια. «Μια ζωή αγαθή, αυτό ήμουνα...» κάκιζε τον εαυτό της. Η κομμώτρια κατά την πρώτη του μετάθεση στην Ορεστιάδα, η παντρεμένη στην επόμενη μετάθεση στην Τρίπολη, μια εξώλης και προώλης 38
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 39
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
τραγουδίστρια όταν επέστρεψαν στην Αθήνα... «Δεν είναι αυτό που νομίζεις...» της έλεγε κάθε φορά ο άντρας της κι έπειτα κατέφευγε στις γνωστές γαλιφιές του. «Εγώ μόνο εσάς αγαπώ. Εσένα και την κόρη μας, τίποτ’ άλλο δεν με κόφτει». Κι εκείνη τον πίστευε. Ή μάλλον έδινε τόπο στην οργή, γιατί δεν είχε άλλον τρόπο ν’ ανασάνει, παγιδευμένη στον ιστό του γάμου της. Κόντευε πια μεσημέρι κι εκείνην δεν την χώραγε ο τόπος. «Θα βρω έναν τρόπο να πάω στη Λευκωσία», ανακοίνωσε στη Χλόη. «Κάνε μου όμως τη χάρη να μαζευτείς, γιατί αρκετές έγνοιες έχω με τον πατέρα σου», συμπλήρωσε στεγνά. Ιδέα της μικρής ήταν να την πάρει ο Γιαννής με το αυτοκίνητό του. Τον είχε ακούσει να λέει πως έπρεπε, την επομένη κιόλας, να επιστρέψει στη Χώρα. Είχανε στήσει γι’ αυτό καβγά με τη Μυρούλα, καθώς εκείνη, από τη Δευτέρα που κηρύχθηκε η απαγόρευση της κυκλοφορίας, μέχρι που τον είδε μπροστά της, είχε τρελαθεί από την αγωνία. Έπρεπε, της έλεγε, να συναντηθεί οπωσδήποτε με τον αρχιτέκτονα της εργολαβίας, αλλά και να μάθει για την τύχη όσων κρύβονταν για ν’ αποφύγουν τη σύλληψη. Οι πραξικοπηματίες είχαν ξαμοληθεί στο κυνηγητό και πάνω πάνω στις λίστες τους ήταν σύντροφοί του, έμμισθα στελέχη του κόμματος κυρίως, που δεν ήταν βέβαιο για πόσον καιρό ακόμα θα παρέμεναν ασφαλείς στα κτήρια των φιλικών πρεσβειών. Η Μυρούλα τ’ άκουγε όλα αυτά βερεσέ. «Να κάτσεις στ’ αβκά σου!» του φώναξε. «Εγώ εν επαντρεύτηκα το κόμμα, εσένα επαντρεύτηκα», γρύλισε μέσα απ’ τα δό39
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 40
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ντια της και βγήκε έξω για να πάρει μιαν ανάσα. Και δεν θέλω να γίνω μια ακόμα κόκκινη χήρα... σκεφτόταν καθώς πήγαινε πέρα δώθε στην αυλή εκνευρισμένη. «Εννά πάω αύριο που το πωρνόν τζι ως το μεσομέριν θα στραφώ», της είπε από την πόρτα της κουζίνας, καθησυχαστικά, αυτός. Εκεί στεκόταν ακόμα, όταν είδε τη Χλόη να κρυφοκοιτάζει από το απέναντι παράθυρο. Της έγνεψε με το κεφάλι και της χαμογέλασε. Δεν έφταιγε η μικρή για τα φαγώματά τους με τον πατέρα της... Σαν να αναθάρρησε η Χλόη από κείνο το χαμόγελο, έτρεξε αμέσως στη μάνα της για να της προφτάσει όσα άκουσε. Η Θεοδοσία το τελευταίο που ήθελε τέτοιες ώρες ήταν να υποχρεώνεται στους γείτονες. Αλλά πάλι, μέσα σ’ εκείνη την αναμπουμπούλα, καλύτερα να ταξίδευε με άνθρωπο εμπιστοσύνης παρά με τον κάθε τυχαίο ταξιτζή, που δεν γνώριζε από πού κράταγε η σκούφια του. Ο Γιαννής ήταν ήπιος και καλότροπος από φυσικού του. «Θα φύουμεν ενωρίς. Να μεν μας πιάσει η πυρά, κυρία Θεοδοσία». Έτσι κι έγινε. Την Παρασκευή το πρωί, η Θεοδοσία είπε μισή καλημέρα στη Μυρούλα και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Ώσπου να βγουν από την Κερύνεια, αντάλλαξαν δυο τρεις τυπικές κουβέντες με τον Γιαννή, για τον καιρό και το κτήμα κυρίως, αλλά λέξη για τα συμβάντα της περασμένης Δευτέρας. Τελικά αποφάσισαν και οι δυο πως καλύτερα θα ήταν να παρέμεναν σιωπηλοί. Έτσι ο καθένας βούλιαξε στις σκέψεις του... 40
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 41
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Γιαννής είχε πολλά να σκεφτεί κι άλλα τόσα να ζυγιάσει. Όχι μόνο για κείνον, αλλά κυρίως για τη γυναίκα του και τη ζωή τους. Οι πραξικοπηματίες δεν θα τους άφηναν σε χλωρό κλαρί, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Φόβος, ανάμεικτος με οργή, δηλητηρίαζε τον αέρα που ανέπνεαν. Το αισθάνθηκε από τις πρώτες κιόλας ώρες που ξέσπασε το κακό. Το μύρισε στους διαδρόμους του νοσοκομείου, πάνω στις ματωμένες γάζες και στα πληγωμένα κορμιά όσων βρέθηκαν σ’ εκείνη την περιδίνηση. Κι ύστερα, ενώ προσπαθούσε να βρει καταφύγιο για να κρυφτεί, αντίκρισε κατάματα το εμφύλιο μίσος. «Ωστόσο εγώ θα επιμένω να λέω την ελευθερία ελευθερία, τον φόνο φόνο, την ενοχή ενοχή...» επαναλάμβανε τις λέξεις με το όνομά τους. Σιωπηλά. Επίμονα. Κυριολεκτώντας. Αγκιστρωμένος από την αλήθεια τους, όπως ο ναυαγός αρπάζεται από τη σανίδα σωτηρίας. «Μ’ ένα πείσμα τρελού που σκαλίζει στον τοίχο τ’ όνομά του με τα νύχια». Βαθιά μέσα του ήξερε πως, όσα χρόνια κι αν περνούσαν, όσα αναχώματα κι αν ύψωνε στο διάβα του η ζωή, ουδέποτε θα ξεχνούσε τον δρόμο προς την κόλαση που διήνυσε την περασμένη Δευτέρα. Τις αδέσποτες σφαίρες καθώς διέσχιζε τον Άγιο Αντώνιο και τις ατέλειωτες ουρές των αυτοκινήτων ως κάτω, στον κυκλικό κόμβο που οδηγούσε στον δρόμο για την Κερύνεια. Πώς άνοιξαν οι δίοδοι, πώς γλίστρησε σε ξένα σπίτια, πώς έσφιξε χέρια συντρόφων, πώς κρύφτηκε και πώς τα κατάφερε, αλήθεια; Κι ύστερα, όταν έληξε ο κατ’ οίκον περιορισμός, στον δρόμο πλέον της επιστροφής, δεν τον σταμάτησαν ούτε οι στρατιώτες, ούτε τα σημεία ελέγχου, ούτε η ξινή μυρωδιά της αδημονίας 41
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 42
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
που μούσκευε τον γιακά του πουκαμίσου του. Οδηγούσε ανυπόμονα, άλλαζε νευρικά ταχύτητες και το μυαλό του κατάπινε λαίμαργα τα λεπτά που απόμεναν για να τη συναντήσει... Έρκουμαι, λαλώ σου. Λλίον ακόμα τζιαι φτάνω, Μυρούλα μου. Πήρε μια βαθιά ανάσα ο Γιαννής και συνέχισε να οδηγεί σιωπηλός, γιατί καταλάβαινε πως τίποτε από τα όσα φοβερά βίωσε τις τελευταίες μέρες δεν μπορούσε να το μοιραστεί με τη γυναίκα που καθόταν πλάι του. Στο μεταξύ, όσο το παλιό αμάξι ανέβαινε μουγκρίζοντας την ανηφόρα του Πενταδακτύλου, η Θεοδοσία άκουγε έναν περίεργο θόρυβο από το πίσω κάθισμα. Έστρεψε το κεφάλι της και είδε την «αμπούστα», όπως είχε ακούσει πρόσφατα τη Μυρούλα να την αποκαλεί. Σε έναν από τους πρωινούς καφέδες της περασμένης βδομάδας, είχε δει τις γυναίκες να περιεργάζονται το περιεχόμενό της και να σχολιάζουν... «Τούτη έν πολλά σπάνια!» έλεγε η Μυρούλα δείχνοντάς τους μια καρφίτσα από το Παγκόσμιο Συνέδριο Ειρήνης στην Πράγα, το 1949. Ο Γιαννής έκανε συλλογή με αυτά τα αναμνηστικά και το κουτί ήταν γεμάτο με κεφάλια του Λένιν, του Μαρξ και του Ένγκελς, κόκκινες σημαίες, σφυροδρέπανα και εμβλήματα των Λαϊκών Δημοκρατιών. Όποιο κομματικό στέλεχος πήγαινε σε κάποιο συνέδριο ή αποστολή σε σοσιαλιστική χώρα, ήταν ορμηνεμένο να φέρει μία τουλάχιστον καρφίτσα για τη συλλογή του συντρόφου από τη Λάπηθο. Σε κάθε στροφή του δρόμου, λοιπόν, καθώς ανέβαιναν τον Πενταδάκτυλο, το κουτί πηγαινοερχόταν με θόρυβο στο 42
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 43
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
πίσω κάθισμα. Η Θεοδοσία είδε με την άκρη του ματιού της την ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπο του Γιαννή, αλλά προτίμησε να μη φανερώσει τις σκέψεις της. Είχαν πιάσει πλέον την κατηφόρα, με τη Λευκωσία να διακρίνεται στο βάθος, κάτω στον κάμπο. Στην άκρη του δρόμου είδαν σταματημένη μια γκρι Mercedes. Ο οδηγός τούς έκανε νεύμα με το χέρι να σταματήσουν. Ήταν ένας άντρας γύρω στα τριάντα, με στολή παραλλαγής, μούσι, μακριά μαλλιά και μαύρο μπερέ. Η Θεοδοσία τον αναγνώρισε αμέσως. Τρεις φορές που έκαναν στο σπίτι τους συγκέντρωση για την Οργάνωση, ήταν κι αυτός εκεί. «Μεγάλη τύχη που πέτυχα εσάς, κυρία Θεοδοσία!» είπε εκείνος χτυπώντας την στον ώμο, περισσότερο διαχυτικά απ’ όσο επέτρεπε η γνωριμία τους, και στρογγυλοκάθισε στο πίσω κάθισμα. Τα φρένα του αυτοκινήτου του, τους εξήγησε, παρουσίασαν κάποιο πρόβλημα κι έψαχνε τρόπο για να φτάσει το γρηγορότερο στην πόλη. Ξεκίνησαν και πάλι. Ο Γιαννής αμίλητος στο τιμόνι, η Θεοδοσία ως συνοδηγός και ο ξένος πίσω, με την αμπούστα δίπλα του ν’ αναπηδάει κάθε φορά που έπεφταν σε λακκούβα. Ο άντρας στην αρχή δεν έδινε σημασία, όμως ο μεταλλικός ήχος τού κίνησε εντέλει την περιέργεια. Χωρίς να ρωτήσει, πήρε το κουτί στα χέρια του. Ο Γιαννής ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Αλλά η Θεοδοσία, ψύχραιμα, πήρε στροφές. «Αν σας ενοχλούν τα κοσμήματά μου, να τα πάρω...» πρότεινε στον άντρα. «Α, κοσμήματα είναι;» είπε εκείνος κι απόθεσε το κουτί 43
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 44
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ξανά στο κάθισμα. «Δεν με ενοχλούν καθόλου», συμπλήρωσε αμήχανος, σαν να ντράπηκε για την αδιακρισία του. «Ψευτοκοσμήματα, αλλά με συναισθηματική αξία», του απάντησε ανάλαφρα, ενώ ο γείτονάς της σκούπιζε ανακουφισμένος τον ιδρώτα από τον σβέρκο του. Ούτε κι αυτή ήξερε καλά καλά πώς αποφάσισε έτσι, στο φτερό, να τον γλιτώσει από σίγουρα μπλεξίματα. Όχι από καλοσύνη πάντως ούτε γιατί αισθανόταν ότι του το χρώσταγε. Αλλά θυμόταν αυτό που είχε μουρμουρίσει ο άντρας της, μια φορά που τα έτσουξε λίγο παραπάνω. Της μιλούσε για τότε που ήτανε παιδιά και σκαρφάλωναν στο βουνό με τον Γιαννή, τάχα για να εντοπίσουν πειρατικά καράβια στο ανοιχτό πέλαγος. «Αδέρφι, έτσι αποκαλούσαμε ο ένας τον άλλο. Και τώρα... Ποιος τα γαμεί, μωρέ, τα πολιτικά...» έκανε συνοφρυωμένος κι έσκυψε το κεφάλι. Κι ήταν εκείνη μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που τον ένιωσε να νοιάζεται αληθινά για κάποιον. «Να προσέχεις!» του ψιθύρισε στο αυτί προτού βγει από το αμάξι. Είχανε σταματήσει στην Πλατεία Μεταξά. Εκείνο το σημείο βόλευε και τους δύο επιβάτες. Τον άντρα γιατί τον περίμεναν σε ένα γραφείο απέναντι από το Δημαρχείο και τη Θεοδοσία γιατί προφασίστηκε μια δουλειά στο κέντρο. «Θα έρτω να σε πάρω που το σπίτι. Να μεσομερκάσουμε στην Λάπηθο», της φώναξε ο Γιαννής, ενώ εκείνη κατευθυνόταν προς την οδό Λήδρας.
44
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 45
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Όταν ο Σώτος τής ανακοίνωσε τη μετάθεσή του στην Κύπρο, το ποτήρι του γάμου τους ήταν ήδη ξέχειλο από απιστίες και προδοσίες. Η Θεοδοσία γνώριζε δυστυχώς πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε για τις εξωσυζυγικές του σχέσεις, τα χέρια της όμως ήταν δεμένα. Με μια έφηβη κόρη και χωρίς οικονομική ανεξαρτησία, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν υπομονή. Δεν δυσκολεύτηκε να μάθει για το ποιόν της γυναίκας που είχε ξεμυαλίσει αυτή τη φορά τον άντρα της. Από πρώτο όνομα στον Πειραιά, την εποχή που τα καμπαρέ βρίσκονταν στις δόξες τους, κατέληξε ν’ ανοίγει το πρόγραμμα σε νυχτερινό μαγαζί της παραλιακής, όταν τους έκλεισαν, το 1967. Εκείνος φυσικά στην αρχή τ’ αρνήθηκε όλα. Αλλά όταν κατάλαβε πως η γυναίκα του δεν θα δίσταζε να πληροφορήσει τη θυγατέρα τους για τα κατορθώματά του, άφησε στην άκρη τους εγωισμούς και την εκλιπάρησε για μια τελευταία ευκαιρία. Πόσον καιρό άντεξε; Τρεις μήνες; Έξι; Χρόνος πάντως δεν ήταν... σκέφτηκε με πίκρα η Θεοδοσία. Όπως πάντα, κάποιος καλοθελητής την πληροφόρησε για τις νέες παρασπονδίες του άντρα της, επί κυπριακού εδάφους πλέον. «Είστε πολύ αξιοπρεπής και δεν σας αξίζει αυτό!» κατέληξε με στόμφο ο κύριος Αριστόδημος, συνταξιούχος καθηγητής Θεολογίας, με τον οποίο είχαν γνωριστεί στις κυριακάτικες λειτουργίες του Αγίου Σάββα, στην παλιά Λευκωσία. Το αυτό άκουγε στο όνομα Ευτυχία Αχνιώτη, ετών τριάντα δύο, ιδιοκτήτρια καταστήματος γυναικείων ενδυμάτων στην οδό Ρηγαίνης. Μια φορά μπήκε στον πειρασμό και κο45
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 46
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ντοστάθηκε μπροστά στη βιτρίνα της, υποτίθεται για να περιεργαστεί τα ρούχα. Την παρατήρησε καθώς εξυπηρετούσε μια πελάτισσα και για άλλη μια φορά ένιωσε το ύπουλο αίσθημα της μειονεξίας να την καταβάλλει. Η γυναίκα αυτή ήταν όλα όσα δεν υπήρξε ποτέ η ίδια... Χυμώδης και επιθυμητή, με κοντά κατακόκκινα αγορίστικα μαλλιά, που αναδείκνυαν ακόμα περισσότερο το πλούσιο μπούστο και τις καμπύλες της. Στον Σώτο δεν είπε λέξη, απλώς το ίδιο εκείνο βράδυ «μετακόμισε» στο τρίτο υπνοδωμάτιο του σπιτιού. Έτσι κι αλλιώς ούτε που θυμόταν πια πότε την είχε αγγίξει ερωτικά για τελευταία φορά ο άντρας της. Χωρίς να τη νοιάζει πόσο πιστευτή ακουγόταν, απέδωσε την απόφασή της στους συχνούς πονοκεφάλους που τη βασάνιζαν και την κρατούσαν άγρυπνη ως το πρωί. Κι αυτό, για χάρη της μικρής... Κατεβαίνοντας στην Πλατεία Μεταξά, τη χώριζαν μόλις εκατό μέτρα από την οδό Ρηγαίνης. Προτίμησε όμως να συνεχίσει ευθεία. Στη Λήδρας τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά. Χάζεψε τις βιτρίνες των καταστημάτων και, όταν πια έφτασε στη συμβολή με τη Νικοκλέους, έστριψε δεξιά. Το ζαχαροπλαστείο ήταν ανοιχτό, οπότε αποφάσισε να καθίσει λίγο, όσο για να ανασυντάξει τις σκέψεις της. Κι αν ο Σώτος είναι μαζί της; Αυτή η σκέψη στριφογύριζε διαρκώς στο κεφάλι της. Έφαγε ένα κουλουράκι, ήπιε βιαστικά τον καφέ της και βγήκε ξανά στον δρόμο. Προτού ανηφορίσει την οδό Ονασαγόρου, μπήκε στην εκκλησία της Φανερωμένης και άναψε ένα κερί. Εκεί ακουμπούσε πλέον όλες της τις ελπίδες. «Να τον φωτίσει η Παναγιά να σεβαστεί το 46
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 47
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
στεφάνι του...» παρακάλεσε, αν και μέσα της γνώριζε πως ο γάμος τους είχε πλέον ημερομηνία λήξης. Δυο λεπτά δρόμος είναι από την Ονασαγόρου μέχρι τη Ρηγαίνης. Έφτασε μπροστά στο κατάστημα, αλλά το «Happy» ήταν κλειστό. Έμεινε για λίγο σκεφτική, αναποφάσιστη για το τι ήθελε να κάνει. «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε...» Το τραγούδι που ερχόταν από το διπλανό δρομάκι οδήγησε τα πόδια της χωρίς να το καλοσκεφτεί. Όσο πλησίαζε, τόσο ξεκαθάριζαν οι λέξεις: «Ένα και δύο μετράω τα κύματα...» Ο Σώτος, εμφανώς ευδιάθετος, κρατούσε στο ένα χέρι το φλιτζανάκι του καφέ, ενώ αγκάλιαζε την ερωμένη του με το άλλο. Το καφενείο τέτοια ώρα ήταν άδειο. Μόνο στο τραπέζι του άντρα της κάθονταν άλλα δυο πρόσωπα της Οργάνωσης, που έχασαν το χρώμα τους όταν την είδαν ξαφνικά μπροστά τους. Ο Σώτος, πάντως, διατήρησε όχι μόνο την ψυχραιμία του αλλά και την καλή του διάθεση. Τράβηξε το χέρι του από τον ώμο της Ευτυχίας και φώναξε στη γυναίκα του: «Μας πέτυχες στα επινίκια! Κόπιασε...» Και ρούφηξε με θόρυβο μια γουλιά καφέ, σαν να απολάμβανε κάθε δευτερόλεπτο εκείνου του αμήχανου συναπαντήματος. Η Θεοδοσία δεν αντέδρασε. Δεν επέτρεψε ούτε μια τόση δα σύσπαση στο πρόσωπό της να προδώσει το τσαλάκωμα μέσα της. Έκανε στροφή κι απομακρύνθηκε δίχως να πει ούτε λέξη. Δεν ένιωθε θυμό. Ούτε απογοήτευση. Ή έστω πίκρα. Το μόνο που αισθανόταν ήταν ένα κενό που φούσκωνε στα σωθικά της σαν μπαλόνι. Χώθηκε βιαστικά σ’ ένα ταξί. Ήθελε να φύγει όσο γινό47
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 48
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ταν πιο γρήγορα από την Πλατεία Μεταξά. Αλλά εκείνο το μπαλόνι μέσα της συνέχισε να φουσκώνει. Μέχρι που ένιωσε να την τυλίγει ολόκληρη. Μέσα κι έξω κενό. Ένα θαμπό κενό, που άφηνε μόνο να αχνοφαίνονται όλα γύρω της... Το Δημαρχείο, το ενετικό τείχος κατά μήκος της Λεωφόρου Στασίνου, τον δρόμο τους, το σπίτι τους, τον κήπο με τις λεμονιές... «Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να ξυπνάς και να μοσχοβολούν οι λεμονανθοί...» της έλεγε ο Σώτος καθώς φύτευε στην αυλή τους τα νεαρά φυτά από τη Λάπηθο. Η Θεοδοσία δεν έφερε φυσικά αντίρρηση. Το μόνο που του ζήτησε ήταν να φυτέψουν τριανταφυλλιές στα μπροστινά παρτέρια και μιαν αναρριχώμενη στην πρόσοψη της μονοκατοικίας της οδού Κλήμεντος. Εκείνο το καλοκαίρι του 1971, για λίγο έστω, έμοιαζε σαν να μπορούσαν ν’ αφήσουν πίσω τους όσα τους πλήγωσαν και να κάνουν μια καινούρια αρχή. Πόσον καιρό άντεξε; Τρεις μήνες; Έξι; Χρόνος πάντως δεν ήταν... Η ίδια σκέψη τριβέλιζε εμμονικά το μυαλό της, σαν να μπορούσε ν’ αλλάξει κάτι η ακριβής ημερομηνία στο επιβεβαιωμένο γεγονός της απιστίας του. Μπαίνοντας στο σπίτι μύρισε την υγρασία. Παρ’ όλα αυτά δεν άνοιξε κανένα παράθυρο. Έριξε μια ματιά στο υπνοδωμάτιο· το κρεβάτι έμοιαζε ανέγγιχτο. Άναψε ένα μικρό πορτατίφ στο καθιστικό και κάθισε στη διπλανή πολυθρόνα. Ο Σώτος δεν άργησε να έρθει. Πρώτα άκουσε το χαρακτηριστικό τρίξιμο του κλειδιού στη σιδερένια εξώπορτα. Κι ύστερα τα βήματά του. Βαριά και αποφασιστικά. Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Πόρτα, καζανάκι, ξανά πόρτα. 48
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 49
ΤΡΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Έπειτα στην κουζίνα. Ντουλάπι, πόρτα ψυγείου, παγάκια, βρύση. Η Θεοδοσία μετρούσε τα βήματά του, λες και καθένα από αυτά σηματοδοτούσε την αντίστροφη μέτρηση για τον γάμο τους. Μπήκε και κάθισε στην αντικρινή πολυθρόνα. «Δεν πάει άλλο...» της είπε κοιτώντας την κατάματα. Δεν του απάντησε. Τον κοίταζε σιωπηλή, επαναλαμβάνοντας μέσα της εκείνες τις τρεις λέξεις, σαν μια απόφαση που τελεσιδίκησε μετά από σχεδόν δυο δεκαετίες έγγαμου βίου. «Είμαι πια σαράντα τεσσάρων χρόνων. Δεν θα χαραμίσω τη ζωή μου σε έναν πεθαμένο γάμο», συνέχισε αποφασιστικά. «Την αγαπάς;» ακούστηκε αχνά η φωνή της γυναίκας του. «Σε έναν μήνα, να κλείσει πρώτα η μικρή τα δεκαοχτώ, κι ύστερα θα της το πούμε...» Ο Σώτος ήταν σαν να μην την άκουγε. «Την αγαπάς;» επανέλαβε εκείνη, πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Την αγαπώ», της απάντησε μαλακά. «Μείνε με μας κι ας την αγαπάς». Το είπε ξέπνοα, με μιαν αμυδρή ελπίδα να τρεμοσβήνει ανάμεσα στις λέξεις. «Δεν γίνεται, Θεοδοσία. Ως εδώ ήτανε. Θα κρατήσεις το σπίτι της Λευκωσίας. Από Σεπτέμβρη, όταν φύγετε, θα μεταφερθώ εγώ στη Λάπηθο». Δεν του απάντησε αμέσως. Μεσολάβησε μια σιγή κι ύστερα ανασήκωσε το κεφάλι της. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. 49
XRISTODOULOU_3 SKALES DDD F.qxp_Layout 1 16/10/20 3:50 PM Page 50
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
«Δεν φεύγουμε!» είπε. Και το επανέλαβε άλλες δυο φορές, σαν να έπρεπε να το επιβεβαιώσει πρώτα στον εαυτό της. Η φωνή της ήταν σταθερή, με μια ψυχρότητα που έκανε τον Σώτο ν’ ανατριχιάσει. Ήταν βέβαιος πως, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, το εννοούσε.
50