Πάμπλο Γκουτιέρεθ «Τα ανατρεπτικά βιβλία»

Page 1

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 5

ΠΑΜΠΛΟ ΓΚΟΥΤΙΕΡΕΘ

Τα ανατρεπτικα βιβλια c Μυθιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ

ΚΛΑΙΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Pablo Gutiérrez, Los libros repentinos

Copyright by Editorial Planeta (Seix Barral), 2015 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016

© ©

Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6199-5


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 7

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

9

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Ο διεστραμμένος αισθησιασμός 1. Ρέμε . . . . . . . . . 2. Το κιβώτιο με τα βιβλία 3. 80/90 . . . . . . . . . 4. Η υπεραξία . . . . . 5. Πορνό και δράση . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

15 38 53 69 84

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

95 108 118 132 150

1. Έργα ελέους . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 2. Ορφανοί από το ίδιο άσυλο . . . . . . . . . . . . . .

175 186 199

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η εξέγερση των μαζών 1. Χρήματα . . . . . . . 2. Γειτόνισσες . . . . . . 3. Προπαγάνδα . . . . . 4. Καταπίεση . . . . . . 5. Η έφοδος των ουσάρων

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Η ιστορία μιας σκάλας

3. Κρακ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 8

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

8

Κόκκινη αυγή 1. Εντός των τειχών . . . . . . . . . . . . . . . . . . 2. Η Μαινάδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 3. Η συνέλευση . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

213 235 245

ΕΠΙΛΟΓΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

261


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 9

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ανατρεπτική λογοτεχνία, τα κείμενα που ξυπνάνε τον άνθρωπο από τον λήθαργο της κατανάλωσης και της αυταρέσκειας και τον προτρέπουν ν’ αναλογιστεί τον λόγο της ύπαρξής του, την υποδούλωσή του στην καθημερινότητα, τελικά, την ίδια την ελευθερία, είναι το θέμα του Πάμπλο Γκουτιέρεθ στο μυθιστόρημά του Τα ανατρεπτικά βιβλία. Η πικρή σάτιρα μιας περασμένης πια εποχής και η περιγραφή μιας καταπιεσμένης από τη δικτατορία αλλά και την εκκλησία κοινωνίας, όπου τα στερεότυπα αποκτούν πρόσωπο και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία αυτού του πρωτότυπου και πολυεπίπεδου μυθιστορήματος. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ένα βιβλίο-σταθμό λόγω της ιδιαίτερης διακειμενικότητας και της ευρηματικότητάς του: αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια με τίτλους από αντίστοιχα μυθιστορήματα άλλων συγγραφέων: Ο διεστραμμένος αισθησιασμός του Πίο Μπαρόχα, Η εξέγερση των μαζών του Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ, Η ιστορία μιας σκάλας του Αντόνιο Μπουέρο Βαγιέχο και η Κόκκινη αυγή του Πίο Μπαρόχα πάλι. Με αναφορές σ’ αυτά τα τέσσερα κείμενα, αλλά και με μια πληθώρα άλλων συγγραφέων, που παραθέματά τους υπάρχουν διάσπαρτα σε όλο το έργο, διευρύνεται ο λογοτεχνικός ορίζοντας πέρα από την προσωπική ιστορία της ηρωίδας, της οικογένειάς της, του οικισμού και της πόλης. Μ’ έναν εξαιρετικά ευρηματικό τρόπο, η γριά δόνια Ρεμέδιος –ένας θηλυκός Δον Κιχώτης– καταφεύγει σ’ αυτά τα α-

9

Ένας θηλυκός Δον Κιχώτης


10

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 10

πρόσμενα βιβλία (και σε όλα τα άλλα που δανείζεται από τη βιβλιοθήκη) για να σταματήσει την αγωνία του χαμένου χρόνου, την ανία της μοναχικής καθημερινότητας και γίνεται αφορμή να διαβάσουμε μαζί της κλασικούς της ισπανικής λογοτεχνίας και παράλληλα να παρακολουθήσουμε τη βαθιά, σταδιακή και πραγματική εσωτερική μεταμόρφωση της ηρωίδας που κατευθύνει και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα. Η δόνια Ρέμε με την ανάγνωση αφυπνίζεται, συνειδητοποιεί ότι είχαν σφετεριστεί τη ζωή της, βγαίνει από τον λήθαργο της αθλιότητας του εργατικού οικισμού κι επωμίζεται τον ρόλο του εκδικητή για όλες τις κοινωνικές αδικίες που παρατηρεί γύρω της. Η ιστορία της ζωής της δόνια Ρέμε είναι άρρηκτα δεμένη με την ιστορία της Ισπανίας. Παρακολουθούμε όσα συμβαίνουν στη Σεβίλλη, αλλά θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε άλλη πόλη, τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας, τόσο σημαντικά για τους καθολικούς εκεί, τους αργόσχολους νεαρούς κακοποιούς που ο συγγραφέας παρομοιάζει με τον Aναρριχώμενο βαρόνο του Ίταλο Καλβίνο, αλλά κάνοντας κι ένα λογοπαίγνιο που δεν μεταφράζεται με την ομοιότητα των λέξεων barones-βαρόνοι και varones-αρσενικοί. Ο παντογνώστης αφηγητής με μονόλογους-ποταμούς εναλλάσσεται με τη φωνή της δόνια Ρέμε, του Ρόμπε, αρχηγού των «αναρριχώμενων βαρόνων», του ακτιβιστή, καρικατούρα επαναστατημένου διανοούμενου, του δημοτικού συμβούλου, υπαίτιου για την εξέγερση και της Μαινάδας συζύγου του. Ο αναγνώστης αιωρείται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν σε μια κωμικοτραγική παρέλαση-λιτανεία, παρόμοια με τις λιτανείες της Μεγάλης Εβδομάδας που περιγράφονται στο βιβλίο, με αναπαραστάσεις του Θείου Δράματος, όπου η πραγματικότητα είναι δράμα, αλλά όπως θυμίζει ένας άλλος συγγραφέας «το δράμα στην Ισπανία λέγεται κωμωδία». Οι φωνές των διαφόρων προσώπων εναλλάσσονται συχνά στην ίδια παράγραφο, υπάρχουν κάποιες επαναλήψεις και παραλείψεις που δυναμώ-


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 11

Κλαίτη Σωτηριάδου

11

νουν τις έννοιες, ενώ ο συγγραφέας δημιουργεί νεολογισμούς, όπως η «πανταναμμένη» τηλεόραση και άλλους. Το τρυφερό και το όμορφο μπερδεύεται με το σκληρό πορνό και το γκροτέσκο έτσι ώστε συχνά να θυμίζει έργα του Φεντερίκο Φελίνι ή και του πιο πρόσφατου κινηματογραφιστή Αλεχάνδρο Χοντορόφσκι. Όπως είπε ο ίδιος ο συγγραφέας σε μία συνέντευξη «η δόνια Ρέμε μεταμορφώνεται τελικά σ’ έναν κοινωνικό ακτιβιστή χάρη στη λογοτεχνία. Πρόκειται, λοιπόν, για την ιστορία μιας αφύπνισης: ανακαλύπτει πως σε μια κοινή ζωή υπάρχουν εξαιρετικές καταστάσεις. Αυτή είναι μια γυναίκα ενός περιθωριακού οικισμού που ζει τη συνηθισμένη ρουτίνα μιας μεγάλης πλειοψηφίας γυναικών και που μέσα από τα βιβλία συνειδητοποιεί πολλά πράγματα. Μέχρι τότε είχε ζήσει με υπερβολικά πολλά ταμπού, αλλά τώρα της παρουσιάζεται η δυνατότητα ενός ανέλπιστου παιχνιδιού: η μαγική βούληση της λογοτεχνίας που θα την οδηγήσει στην εξέγερση και ακόμα και στην έκρηξη εκείνης της σεξουαλικότητας που συγκρατούσε για τόσα χρόνια». Η ιστορία της δόνια Ρέμε καταρρίπτει και άλλα κοινωνικά ταμπού, για τον γέρικο και στεγνό κόλπο, για τις εβδομηντάχρονες που ζουν άβουλες στο περιθώριο των πόλεων, για την ευπείθεια του αμόρφωτου πληθυσμού και τον κοινωνικό ντετερμινισμό. Στο βιβλίο βρίσκουμε αναφορές στον Μεγάλο Καβγά, τον ισπανικό εμφύλιο, στα άγρια χρόνια, δηλαδή τα χρόνια της πιο σκληρής καταπίεσης της δικτατορίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, και στη Μεταπολίτευση, την επιστροφή στη δημοκρατία. Και ίσως, τελικά, αυτό να είναι το μήνυμα του συγγραφέακαθηγητή λογοτεχνίας: διαβάζετε, διαβάζετε για να ξυπνήσετε και ν’ απολαύσετε τη ζωή τώρα!


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 12

Οι σημειώσεις είναι της μεταφράστριας.


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 13

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ο διεστραμμένος αισθησιασμός1 {

1

Τίτλος βιβλίου του Πίο Μπαρόχα.


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 14


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 15

[1]

Ρέμε

Από τις συζητήσεις που άκουσα έμαθα πως είχε κάποια αρρώστια στα γεννητικά όργανα. Αυτό δεν εμπόδιζε τον ενθουσιασμό μου γι’ αυτήν· όλα μου φαίνονταν ελκυστικά.2

Η

Ρέμε είναι

2

Ο διεστραμμένος αισθησιασμός του Πίο Μπαρόχα.

15

μια άσεμνη γριά που ντύνεται με κουρέλια κι αφήνει τα μαλλιά της ελεύθερα πάνω στους ώμους της σαν άγρια χόρτα. Μέσα της διαιωνίζεται η δύναμη της γυναίκας που επιβιώνει, δέρμα θαλάσσιου ελέφαντα, τα μάγουλα δυο μήλα της Χιονάτης. Ο χρόνος τής ανήκει, δεν κοιμάται, δεν φοβάται κανέναν: τα ξημερώματα τριγυρίζει σαν φρουρός, οι στοές της πλατείας βρυχώνται από τα χασμουρητά της, το μεσημέρι κουλουριάζεται στον ήλιο για να διαβάσει οποιοδήποτε από τα βιβλία που κουβαλάει μαζί της. Είναι κουρασμένη, τρέμουν τα γόνατά της, όταν ανεβαίνει στο λεωφορείο που την πηγαίνει μέχρι τα βιβλιοπωλεία μες στα τείχη, θα έπρεπε να μένει στο σπίτι και να φυλάγεται από κανένα πέσιμο, αλλά κυνηγάει εκείνα τα βιβλία σαν απαραίτητη τροφή, ο άντρας της έχει πεθάνει, τα παιδιά της το έσκασαν, δεν ελπίζει σε καμιά εξωγήινη ανταμοιβή, νιώθει τρόμο όταν σκέφτεται πως η ζωή της θα τελειώσει χωρίς επιβράβευση, ήμουν είκοσι χρονών ένα λεπτό πριν κλείσω τα εβδομήντα και με γέρασαν τ’ αχάριστα παιδιά, οι α-


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 16

16

νύπαρκτοι εραστές, η υποταγή ενός αφελούς συζύγου, η καθημερινή γκρίνια σ’ έναν άφαντο αντίπαλο. Τα βιβλία ξορκίζουν τη μελαγχολία και την επανάληψη ολόιδιων ημερών, οι λέξεις γλιστρούν όπως οι σαΐτες του αργαλειού, όλες οι ιστορίες, όλα τα παραμύθια, η Ρέμε μετατρέπεται στον καθένα: είναι η Άνα Οθόρες στο προσκυνητάρι του καθεδρικού ναού, είναι η Φορτουνάτα απογοητευμένη από τον Σάντα Κρουθ, ένας γυμνός ώμος μπροστά στον καθρέφτη και το χάδι στη ραφή της κάλτσας που δεν είχε ποτέ, η γέρικη καρδιά της φουσκώνει σαν μπαλόνι, οι ορμόνες εκκρίνουν την ίδια ουσία που προκάλεσε το πρώτο ναυάγιο, όταν όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά εξαιτίας του έρωτα, του κινηματογράφου και των υπερβολικών κολπικών υγρών.

Την πρώτη φορά ήταν δεκαπέντε χρονών, γοφοί από σάρκα και στήθος ζυμάρι, κι έτρεχε με την τσάντα για τα θελήματα όταν είδε στη γωνία έναν νεαρό που έμοιαζε με τον γιο του ασκούμενου γιατρού, εκείνο το αναιμικό αγόρι που συνόδευε τον μπαμπά του στις επισκέψεις για να μάθει τη δουλειά και να τσιμπάει τον γλουτό των κοριτσιών, αλλά τι μεταμόρφωση έγινε, τα χέρια του σοβαρού άντρα που τσαλακώνει το χαρτί των τσιγάρων, ο λαιμός χωρίς πουκάμισο κάτω απ’ τη χλαίνη λες και ήταν γυμνός. Κάθε μέρα γίνεσαι και πιο όμορφη, της είπε περνώντας και τα θεία λόγια προκάλεσαν το θαύμα: η Ρέμε-δεκαπέντε ένιωσε μια καταρροή να πλημμυρίζει τα μπούτια της, τα ’κανα πάνω μου σαν μωρό, όλοι θα το καταλάβουν. Βρήκε καταφύγιο σε μια είσοδο για να σκουπιστεί μ’ ένα μαντίλι, το δοκίμασε, δεν είχε γεύση ούρων αλλά ιδρώτα και ζεστών έμμηνων, κάθισε στα σκαλοπάτια, έβγαλε τη ζεματισμένη κιλότα, έσφιξε τα πόδια, έκλεισε τα μάτια για να διώξει τον διάβολο και η φιγούρα του αρχάγγελου άνοιξε δρόμο ορεξάτη, το στόμα σχεδιασμένο σαν μια διπλή γραμμή στο τετράδιο, το δέρμα ψυ-


χρό κάτω από τη λινάτσα της χλαίνης, η μυρωδιά των τσιγάρων, τα χέρια ωραία, μικρή, πες στη μαμά σου να μη σ’ αφήνει μόνη και η μικρή έλιωσε σε μια ατέλειωτη τρεμούλα και δεν μπόρεσε να συνέλθει παρά μόνο όταν άκουσε το κακάρισμα ενός κλειδιού. Γρήγορη, μάζεψε την τσάντα, έφτιαξε τα ρούχα και το ’σκασε από την είσοδο αφήνοντας ένα γλυφό σημάδι στη σκάλα. Δυο καραμελωμένα μήλα βγήκαν στα μάγουλά της· παρέμειναν πάντα ίδια, ακόμα και στα γερατειά, σαν αφροδίσια στίγματα που σημαδεύουν την αμαρτία. Έτσι συνέβη και, παρόλο που είχε περάσει τόσος καιρός από τότε, η δόνια Ρεμέδιος, χήρα του τάδε, ακόμα θυμάται το επεισόδιο και ταράζεται όταν σκέφτεται τα μπράτσα που ποτέ δεν την ακούμπησαν, ανατριχίλα. Τι ποινή επέβαλλε ο μαθητευόμενος του ασκούμενου στα κορίτσια της γειτονιάς, υποδόρια βελόνα: είχε ψηλώσει δυο πιθαμές, ο πατέρας δεν μπορούσε πια να τον περιορίζει με χαστούκια και τον θεωρούσε χαμένη υπόθεση, τα κορίτσια τον ομόρφαιναν με τα υποταγμένα βλέμματά τους. Μεταβλήθηκε σε κυρίαρχο της γωνίας των αναστεναγμών, δεν είχε κανενός είδους ηθική, δεν τον ένοιαζε, μεγάλες ή μικρές, αρραβωνιασμένες ή όχι, ήταν έξι ή εφτά αυτές που χάλασε πάνω σ’ έναν σκοτεινό τοίχο, αυτές που ανέβασε στα χέρια σε μια ταράτσα; Η Ρέμε-δεκαπέντε δεν αφέθηκε να πιαστεί και ποτέ δεν δοκίμασε εκείνο το γλυκό και τώρα η Ρέμε-εβδομήντα θυμάται κάθε πράγμα με κινηματογραφική ακρίβεια, τη χλαίνη, τη χειρονομία, το ηλιοκαμένο δέρμα, τον λαιμό χωρίς πουκάμισο, τα μάτια δυο χάντρες, τη χοντρή φωνή εκείνου του διεφθαρμένου που θα είναι πια ένα στεγνό τομάρι ή θραύσματα σε μια οστεοθήκη ή το μαρτύριο μιας γριάς που θα τον φροντίζει σαν καθυστερημένο παιδί, όπως και να ’ναι θα βρίσκεται μακριά, πολύ μακριά απ’ τη γειτονιά της εξορίας όπου βρέθηκε πεταμένη η Ρέμε εξαιτίας της αφθονίας των υγρών της. Η ιστορία της Ρέμε-επαναστάτριας αρχίζει λίγο μετά την αναγγελία του αρχάγγελου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου. Πα-

2 – Τα ανατρεπτικά βιβλία

17

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 17


18

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 18

ρακινημένη από την εμφάνιση, φίλησε δύο νεαρούς εκείνο το καλοκαίρι, είσαι χειρότερη κι από αυτές που χρεώνουν, της είπαν εν χορώ, τουλάχιστον αυτές το κάνουν από ανάγκη. Έγινε γνωστό, όλοι το έμαθαν και στο σπίτι τα χαστούκια ακούστηκαν σαν χειροκροτήματα της πλατείας. Θέλησε να αποφύγει την ντροπή και την αγριότητα των γονιών της, έκλεισε τα δεκαοκτώ και προσπάθησε να πείσει έναν αφελή νεαρό να το σκάσουν και να πάνε σ’ ένα τροπικό νησί. Ο αφελής έγινε πραγματιστής, είναι ωραία, λέει πως μ’ αγαπάει, μου είναι αδιάφορο πως γι’ αυτήν λένε διάφορα. Έφτασαν μερικά απαγορευμένα χάδια γιατί κι αυτός ήθελε να φύγει απ’ το δικό του, ένα δωμάτιο που μοιραζόταν με υπερβολικά πολλά αδέλφια, είναι πια άντρας και μπορεί να τα βγάλει πέρα, εδώ δεν υπάρχει χώρος. Άκουσαν την είδηση για τον νέο οικισμό με την υποστήριξη της Καθολικής Δράσης κι εγκατέλειψαν το νησί τους με αντάλλαγμα ένα κομμάτι οικοπέδου και βρέθηκε ένας ιερέας που τους λυπήθηκε γιατί είχε δει υπερβολικά πράγματα στη διάρκεια των χρόνων της καταπίεσης, τους πάντρεψε κρυφά χωρίς βέρες ούτε πέπλο, ντυμένους με τα καθημερινά, τους έγραψε στον κατάλογο των αιτούντων κι έβαλε την κόλλα πάνω από τις υπόλοιπες προτού στείλει τον χαρτοσημασμένο φάκελο στην επιτροπή, δεν χρειάζεται να θυσιαστεί κανείς βαφτίζοντας μαύρους στη Γουινέα ή να πάθει ελονοσία σ’ ένα χωριό με γεννήτρια πετρελαίου, όταν υπάρχει τέτοια έλλειψη θρησκείας ανάμεσα στους δυστυχισμένους εδώ πέρα, εις τα χέρια Σου παραδίδω το πνεύμα αυτών των φουκαράδων. Κύριε, εγώ έκανα το καθήκον μου από την πλευρά μου, το μυστήριο να τους προστατεύει, θα δώσεις στέγη στον προσκυνητή και συμβουλή σε αυτόν που νιώθει χαμένος κι ένα αντίγραφο με καρμπόν της αίτησης κατοικίας μαζί με τη ληξιαρχική πράξη γάμου, τώρα να κάνετε παιδιά, αλλά με τον Θεό δίπλα σας, τους είπε προτού τους αποχαιρετήσει. Βγήκαν από την πίσω πόρτα της εκκλησίας, λαθραίοι τη νύχτα του γάμου και οι δυο κοιμήθηκαν


στους γονείς τους. Ο ιερέας δεν τους ξανάδε, ούτε καν όταν τα ονόματά τους εμφανίστηκαν στον πίνακα ανοικοινώσεων με αυτούς που έγιναν δεκτοί. Αχάριστοι. Οι ίδιοι πάντα άνθρωποι που βρομίζουν τον κόσμο, σκέφτηκε. Είχαν σωθεί, θ’ απομακρύνονταν απ’ το κακό όνομα, την ατιμία, την ανία, την ντροπή που αυτή θα έπρεπε να νιώθει γι’ αυτό που ελάχιστα έκανε και για την έλλειψη των πραγμάτων που αυτός ποτέ δεν θα έκανε. Η Ρέμε πολύ θα ήθελε ν’ αντιμετωπίσει τους γονείς της κραδαίνοντας τα χαρτιά της ενορίας, παντρεύτηκα, τώρα πια δεν μπορείτε να μου πείτε πού ήσουν ούτε με ποιον, αλλά χρειάστηκε να περιμένει μερικούς μήνες μέχρι να διεκπεραιωθεί ο φάκελος. Ο αφελής δεν είχε τόση βιασύνη, κανένας δεν τον περίμενε πουθενά, δεν υπήρχε κανείς ν’ ακούσει τον θρίαμβό του, κανείς να υποφέρει από την επιτίμηση του αποχαιρετισμού. Ήταν η εποχή που όλα τα σπίτια ασφυκτιούσαν από συγγενείς, οι οικογένειες μεγάλωναν σαν φυλές και στα κρεβάτια κοιμούνταν ανά τρεις· ένας λιγότερο ήταν μια γωνιά παραπάνω. Στο πάρκο και σε μια είσοδο η Ρέμε του παραχώρησε κάποια ανακούφιση για να μη μετανιώσει, το στόμα υγρό και το ψάρι μέσα του. Υπήρξαν καλά πειραματόζωα. Δεν κρατούσαν καμιά ταξική κακία ούτε πίστευαν σε κανέναν χαμένο παράδεισο, είχαν γεννηθεί μετά το ’39, τα πράγματα ήταν ήδη έτσι από την αρχή, ήθελαν μόνο να ξεφύγουν από τους γονείς τους και τον δρόμο όπου είχαν μεγαλώσει χωρίς να είναι ευτυχισμένοι, σε αυτό βασιζόταν η επανάστασή τους: στην ανία, στην ασχήμια του γνώριμου κόσμου. Μερικές ταινίες, πολύ λίγες, έγιναν αιτία για να ονειρεύονται ρομάντζα με καμπαρντίνα, της Ρέμε της άρεσε να φιλάει με κλειστά μάτια, λάτρευε τον Κάρι Γκραντ και τον Ροκ Χάντσον, μούσκευε όταν φανταζόταν τα φιλιά οποιουδήποτε Αμερικανού ηθοποιού, οι φαντασιώσεις της τρέφονταν με τις αφίσες έξω από την είσοδο του κινηματογράφου, σχεδόν ποτέ δεν μπορούσε να πληρώσει εισιτήριο, η Ρέμε έφτιαχνε με

19

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 19


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 20

20

το μυαλό της τα σενάρια παρατηρώντας τις φωτογραφίες σε πλαίσια, εκείνους τους άντρες με λευκό πουκάμισο και μυτερό σαγόνι που κρατούσαν πολύ σφιχτά από τη μέση κάποιες τόσο ωραίες και επιπόλαιες γυναίκες. Όπως τα παιδιά γίνονται Ρομπέν των Δασών όταν παίζουν τον Ρομπέν των Δασών, η Ρέμε φιλούσε τον Έρολ Φλιν όταν φιλούσε οποιονδήποτε άλλο, φιλιά ρουφηχτά, φιλιά ζουμερά σαν φρούτα. Ο αφελής δεν ήταν κανένας κινηματογραφικός αστέρας αλλά μόλις και μετά βίας ένας δευτεροκλασάτος ηθοποιός που πεθαίνει στην πρώτη σκηνή, υπηρετούσε όμως την τάση φυγής.

Γόνιμα ζευγάρια για να γεμίσουν εκείνα τα χαρισμένα σπιτάκια, μικρά σαν ποντικοφωλιές, χτισμένα σ’ έναν ξερότοπο, ένα κομμάτι ακαλλιέργητης γης παρμένο από τα σπαρτά και εποικισμένο με μετανάστες από μουχλιασμένα χωριά της επαρχίας, τόσο ευτυχισμένους που τ’ όνομά τους θα εμφανιζόταν στο μητρώο των κατοικιών-ελεημοσύνης, ευλογημένο το Ίδρυμα, ευλογημένοι οι επιφανείς που μας φροντίζουν. Πενήντα χρόνια παραχώρηση προτού γίνουν νόμιμοι ιδιοκτήτες ενός διαμερίσματος: πέρασαν σαν αέρας και τώρα η δόνια Ρεμέδιος είναι μια εκκεντρική και χαρισματική γερόντισσα, κανένας δεν αμφισβητεί τη θέση της ως αξιοσέβαστης αρχηγού της φυλής ούτε οι άξεστοι νεαροί που κατασκηνώνουν κάτω από το παράθυρό της και ανταλλάσσουν μαζί της προσβλητικά λόγια, τρελόγρια, γουρούνια, στρίγκλα, βάνδαλοι. Ήταν από τις πρώτες που έφτασε στο πλάτωμα, η πόλη μεγάλωσε τριγύρω της με τη σταθερότητα ενός παγετώνα, οι δρόμοι ξηλώνονται σαν πτώματα στο μάθημα ανατομίας, πάνω στο πεζοδρόμιο αναπαύονται κουλούρες με οπτικές ίνες περιμένοντας να τις τοποθετήσουν οι τεχνικοί κάτω απ’ το οδόστρωμα. Ο Ηράκλειτος: τίποτα δεν παραμένει στη μεταβαλλόμενη πόλη, μόνο η γρια-Ρέμε παραμένει σταθερή στη θέση της, κινητήρας ακίνητος, κοσμι-


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 21

Η πόλη μες στα τείχη δεν ήταν παρά μια απόμακρη φιγούρα όταν την έβλεπε κανείς από την άγονη γη έξω από τα τείχη, θλιβερά μποστάνια και ακαλλιέργητα χωράφια, μαργαριτάρια σε τ.μ., το απόν διαμάντι από τον Περιοδικό Πίνακα. Η Ρέμε ζούσε στην άκρη ενός τεράστιου σκάμματος, οι κολόνες της ηλεκτρικής εταιρείας προχωρούσαν, οι σκαφτιάδες άνοιγαν τούνελ για υπονόμους με θορυβώδεις μηχανές. Ήταν η εποχή των εγγυητών, των τοπογράφων και των κατασκευαστών που κα-

21

κός άξονας, λες και η γειτονιά και το σύμπαν να γεννιούνταν από την πρωτόγονη σούπα των υγρών της. Στην αρχή δεν ήταν παρά μόνο μια πεδιάδα με αγκάθια και σβολιασμένο χώμα, μποστάνια που ποτίζονταν με πηγαδίσιο νερό, καλύβες από λαμαρίνα, άγρια μουλάρια με παστουρωμένα ποδάρια, τίποτε άλλο. Η πόλη, με την εμφάνιση των πρώτων κοινοτικών συγκροτημάτων, πλησίασε σαν την αρπάγη εχθρικού στρατού, το βέλος που σύρεται πάνω στο διάγραμμα του πεδίου της μάχης. Γρήγορα πέρασε ο καιρός, τα συγκροτήματα των κατοικιών πλήθυναν, οι χωματόδρομοι έγιναν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι της αναπτυξιοκρατίας και η ευημερία της δημοκρατίας αγκάλιασε τον οικισμό. Αστικοποίηση, πυρήνες κατοικιών, συγκροτήματα με εσωτερικούς κήπους. Η Ρέμε-φύλακας θυμάται τα πρώτα χρόνια και διπλώνεται στα δύο απ’ τη μελαγχολία: ο γάμος, τα παιδιά, η αρρώστια και η εγκατάλειψη είναι μια παρεξήγηση, ριγάει όταν αντικρίζει στον καθρέφτη τη γριούλα δόνια Ρεμέδιος, χήρα του τάδε, αντί για εκείνη τη χαριτωμένη νεαρή, όμορφη και συναισθηματική που επιπόλαια αποφάσισε να παντρευτεί για να γλυτώσει απ’ την ντροπή. Ένα κιβώτιο απρόσμενα βιβλία έφτασε τυχαία για να της διηγηθεί όλα όσα δεν ήξερε: πως είχαν σφετεριστεί τη μισή ζωή της, πως ποτέ δεν έπρεπε να μετανιώσει, κάθε απόφαση είναι μια κάψουλα που περιέχει ένα σύμπαν.


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 22

22

τέφθασαν με τ’ αμερικάνικα αυτοκίνητά τους και υπέγραψαν τα συμβόλαια απλόχεροι σαν ευγενείς, εργολάβοι για φωλιές, φιλάνθρωποι που θα κατασκεύαζαν σπίτια της προκοπής για τους τρωγλοδύτες των χαμόσπιτων, τα μωρά γεννιούνται στη λάσπη και οι χώρες αναγεννιούνται με κομμάτια γης απαλλαγμένα από φόρους. Είχε έρθει η ώρα της διαρκούς ειρήνης και δεν θα ήταν συνταγματάρχες ούτε δικαστές οι ιδρυτές της νέας πατρίδας αλλά εργολάβοι με την υποχρέωση να προστατεύσουν τη φυλή από την αγανάκτηση και την κακοκαιρία, χιλιάδες οικογένειες στον δρόμο μετά τον Μεγάλο Καβγά,3 αυτοί θα έκαναν το καθήκον τους με την ίδια έφεση με την οποία πήγαιναν στη λειτουργία της Κυριακής, τα παπούτσια πεντακάθαρα και τα παιδιά κρεμασμένα από το παντελόνι τους. Θα δώσεις να φάει ο πεινασμένος και τα λοιπά. Η φωλιά της Ρέμε ήταν το αποτέλεσμα τέτοιας φιλανθρωπίας, σαράντα τετραγωνικά μέτρα πάνω στο πλάτωμα με τις τσουκνίδες, μ’ έναν στενό αυτοκινητόδρομο σαν ομφάλιο λώρο που ενωνόταν συγκεχυμένα με τα περίχωρα. Ο ήλιος ανέτειλε στην κρεβατοκάμαρα και κρυβόταν πίσω από τα παράθυρα της σάλας, οι τοίχοι κιτρίνιζαν τα μακριά απογεύματα του Ιουνίου, ο αφελής υπέγραψε τις παραχωρήσεις με τα μπερδεμένα γράμματα του παιδιού που το σκάει από το σχολείο αποφεύγοντας τις ασκήσεις καλλιγραφίας, το μητρώο της οικογένειας έχει λευκές σελίδες, αλλά η θεώρηση της ενορίας εγγυόταν τη χριστιανικότητα και τις προθέσεις τους. Μετακόμισαν με δυο πουκάμισα και δυο φουστάνια. Το κρεβάτι, τα έπιπλα, ακόμα και τα πιάτα και τα ποτήρια: όλα προήλθαν από μια ενοριακή δημοπρασία, ο οικισμός αντιστεκόταν στην κοινή φτώχια όπως ένα κιμπούτς, δεν είχαν καβγάδες ούτε κλοπές, απαιτούσαν αξιοπρέπεια και καλούς τρόπους. Πολιτισμένοι τρόποι, κανονισμοί του τάδε. Είχε προβλεφθεί, πολύ σύντομα ο οικισμός θα είχε μια 3

Αναφορά στον ισπανικό εμφύλιο.


πλατεία με παρτέρια, μια αγορά, μια εκκλησία κι ένα σχολείο, ο γιατρός έμενε ακόμα μακριά, ναι, αλλά υπήρχαν αυτοκίνητα και αργότερα θα υπήρχαν και λεωφορεία. Στην πρόσοψη του πρώτου συγκροτήματος μια πέτρινη πλάκα έγραφε: Βασιλικό Ίδρυμα Εργατικών Κατοικιών, Εξοχότατος κύριος κόμης ντε Αλκοτάν, ζυγός και βέλος. Έγιναν εγκαίνια, λειτουργίες, φωτογραφίες με φλας. Οι γείτονες ήταν τόσο νέοι και τόσο πεινασμένοι όσο κι αυτοί, στην αποικία κατέφθασαν εκατοντάδες φυλακισμένοι που είχαν εξαγοράσει την καταδίκη τους με την κατασκευή ενός περιφερειακού καναλιού άρδευσης, αγριάνθρωποι και τρελοί που τη νύχτα ούρλιαζαν σαν λύκοι και χτυπούσαν τις γυναίκες τους· το νερό του καναλιού σφύριζε καθώς έτρεχε προς τα καινούργια ρυζοχώραφα. Θα ελευθερώσεις τον αιχμάλωτο, θα συνετίσεις αυτόν που σφάλλει, θα θρέψεις τους καλούς πατριώτες. Στα καλοκαιρινά τους κτήματα, στην εξοχή, οι επιφανείς συνέπασχαν μ’ εκείνους που δεν είχαν τίποτα, ακόμα και με τους ενόχους, ο Θεός γνωρίζει τους λόγους τους. Πρέπει ν’ ανοίξουμε τις φυλακές, έλεγαν, και να παντρέψουμε όλους εκείνους τους φυλακισμένους με όλες εκείνες τις πονεμένες γυναίκες, να τους δώσουμε μια δουλειά, μια εστία όπου θα μπορούν ν’ αγαπούν τα παιδιά τους και να ξεχάσουν το μίσος. Η πατρίδα είναι ένα απέραντο οικόπεδο, χρειαζόμαστε χέρια για να το δουλέψουν, τι σημασία έχει αν είναι μπράτσα καταδικασμένων ή προσηλυτισμένων, θα τους δώσουμε σπίτια, θα χτίσουν τα ίδια τους τα σπίτια όπως τα παλιά χρόνια, μια ρωμαϊκή αποικία στο έθνος των βαρβάρων. Χτίστες και εργάτες και ύστερα ξυλουργοί κι άλλοι εργάτες και τορναδόροι και οδηγοί, ένα σχολείο γεμάτο παιδιά, μια ολοκαίνουργια χώρα. Θα τους δώσουμε αυτό που ζητούσαν επειγόντως: γη, μια δουλειά, ένα σκοπό. Γαίες και οικίες. Οι επιφανείς φαντάζονταν μια δίριχτη στέγη, παράθυρα με κουρτινάκια, ένα φράχτη, ίσως καμιά πορτοκαλιά, σκοινιά για να κρεμούν τα ρούχα, ένα δωματιάκι για τα

23

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 23


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 24

24

εργαλεία. Αυτή θα μαγείρευε πατατούλες με σάλτσα σε μια τενεκεδένια κατσαρόλα, αυτός θα κατασκεύαζε παιχνίδια από ξύλο. Θα δούλευαν σκληρά, θα ξεχνούσαν τις λανθασμένες ιδέες, θα ξανάβρισκαν την τιμή και την αγιότητα της φτώχιας. Θρησκευόμενοι σε μια αδελφότητα του οικισμού, θα προσεύχονταν στους ιερούς δικαιούχους για να ευχαριστήσουν για το φαΐ και τη στέγη. Ευγνωμοσύνη. Μια πατρίδα που τιμούν με τη γενναιοδωρία και την προσπάθεια: αυτό φαντάζονταν, μια χώρα σαν ένα καινούργιο τετράδιο. Αλλά η αριθμητική της απογραφής ήρθε να καταστρέψει τη φαντασίωση της αναγέννησης, έγιναν λάθος οι λογαριασμοί, εδώ δεν χωράνε όλοι, ξεχάστε το σπιτάκι της παιδικής ζωγραφιάς, ξεχάστε τα ξύλινα σκαλιστά παράθυρα, δεν έχει νταμάρια ούτε φούρνο για τόσα τούβλα. Καλύτερα συγκροτήματα διαμερισμάτων, φτηνά και κοινά διαμερίσματα, τρεχούμενο νερό, ηλεκτρικό, σαράντα τετραγωνικά περισσεύουν για μια οικογένεια που τα πάει καλά. Πρέπει να διοχετεύσουμε με αγωγούς εκείνα τα βρόμικα νερά, οι Άραβες είχαν υδραγωγεία και αρδευτικά αυλάκια για να ποτίζουν τα χωράφια κι εμείς έναν ξερότοπο όπου φυτρώνουν μόνο γαϊδουράγκαθα και τύψεις, οι ακαθαρσίες πετιούνται σ’ έναν στεγανό βόθρο, τα παιδιά κατουράνε στη γαβάθα που πίνουν νερό οι γάτες. Ανοίξτε τις φυλακές. Οι φυλακισμένοι στο κανάλι άρδευσης. Μια μέρα δουλειά εξαγοράζει δυο μέρες καταδίκη και δίνει απασχόληση. Στον πόλεμο, στρατιώτες· στην ειρήνη, χτίστες.

Η βάφτιση του πρώτου μωρού που γεννήθηκε στον οικισμό γιορτάστηκε σαν σπουδαίο γεγονός στις εφημερίδες. Κανένας δεν έλειψε από την εκκλησία, άρτι πλακοστρωμένη με το ίδιο μωσαϊκό των νανόσπιτων, βιομηχανική αρχιτεκτονική, τα δοκάρια ακάλυπτα. Ο επίσκοπος έστειλε μια επιστολή όλο ρητορεία και συγχαρητήρια ενθαρρύνοντάς τους να παραδειγματιστούν από εκείνο το πρώτο ζευγάρι, παράθεμα από τη Γένε-


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 25

4 Entre naranjos (Ανάμεσα στις πορτοκαλιές) του Βιθέντε Μπλάσκο Ιμπάνιεθ.

25

ση: να γεμίσουν οι δρόμοι παιδιά χωρίς ενοχή ούτε παρελθόν, αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, γεμίσατε όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής, ibidem, γαμάτε, αδελφοί, αυτός είναι ο ποιμενικός μου, να είστε καλοί αρσενικοί, να φουσκώσετε τις γυναίκες σας, να τις γεμίσετε με σπέρμα· κι εσείς, οι γυναίκες, που είστε ήδη καθαγιασμένες, να τους φέρεστε με τρυφερότητα, ώστε να συναντούν μετά τη δουλειά μια φρεσκοπλυμένη γυναίκα που να τους λέει πάμε, αγαπούλα, να κάνουμε μια σιέστα. Θα δώσεις να πιει ο διψασμένος, θα διδάξεις αυτόν που αγνοεί. Τα έργα του ελέους, η κατήχηση το λέει, η κολυμβήθρα είναι μια σκαλισμένη πέτρα σαν το κτένι του Αγίου Ιακώβου, η μήτρα της Αφροδίτης. Γρήγορα θα ανάγγελναν την ίδρυση μιας αδελφότητας μετανοούντων στην ενορία, μιμούμενοι τις παλιές συντεχνίες μες στα τείχη. Το σύνθημα της τεκνοποιίας εξαπλώθηκε και οι δούλοι, υπάκουοι, πολλαπλασιάστηκαν σαν επιδημία, εγκατέλειψαν τα χωράφια και μετανάστευσαν στις συνοικίες αναζητώντας την προστασία του φεουδάρχη αφέντη, που υποσχόταν προστασία και τροφή σε όσους έδειχναν αθώοι. Αχρείοι καθώς ήταν, οι δούλοι κατασκεύασαν παραπήγματα σε αλάνες που πλημμύριζαν περιμένοντας την επόμενη σειρά παροχών, σχεδιάζοντας μια καινούργια και εφήμερη πόλη στα όρια της Πολύ Αριστοκρατικής και Πολύ Αρχαίας. Τέσσερις χιλιάδες καταυλισμούς σημείωσε ένας υπάλληλος του Ιδρύματος που, επειγόντως, διαβίβασε μια αναφορά στον Εξοχότατο λέγοντας χολέρα, πείνα, μολύνσεις, εγκληματικότητα. Νοέμβριος 1961: οι ουρανοί μαύρισαν και μια βιβλική πλημμύρα παρέσυρε τους καταυλισμούς των υποτακτικών, τα νερά ανέβαιναν με αργό ρυθμό, απειλώντας την πόλη που τολμηρά είχε βγάλει ρίζες στη μέση της διαδρομής τους.4 Από το προπύργιό τους, η Ρέμε και ο αφελής είδαν να σπεύδουν οι στρατιώτες με


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 26

26

ναυαγοσωστικά, έγιναν ηρωισμοί, ένας φούρναρης κατασκεύασε ένα φούρνο με λεπτά τούβλα για να θρέψει τους γείτονες, τα καρβέλια μοιράζονταν με τροχαλίες. Ήταν η αλληλεγγύη του καταπιεσμένου. Το ποτάμι φούσκωνε. Τα νερά, κόκκινα και ζελατινώδη, σαν υγρός πηλός, χτυπούσαν πάνω στις παραστάδες των γεφυριών, βράζοντας σαν ανακατωμένοι σωροί ξερών φύλλων,5 οι παράγκες, η μια πάνω στην άλλη, σχημάτιζαν έναν ίδιο όγκο από συντρίμμια. Όταν σταμάτησαν οι βροχές, ο σχολαστικός δημόσιος υπάλληλος φόρεσε κάτι μπότες βοθρατζή και σημάδεψε με κιμωλία κάθε οροφή που βρήκε μες στη λάσπη σαν να άθροιζε κεφάλια βοοειδών. Εξοχότατε κύριε, είναι αδύνατο να πραγματοποιήσουμε μια αποτελεσματική απογραφή αυτού του νομαδικού αντιφρονούντα πληθυσμού με την ακρίβεια δημόσιας υπηρεσίας, θα έπρεπε να πολλαπλασιάσουμε κάθε παράγκα επί πέντε ή έξι δείγματα για να βρούμε ένα νούμερο κατά προσέγγιση με τον αριθμό των ψυχών που κατοικούσαν στο δέλτα πριν από την καταστροφή. Είναι άθλιοι, αναλφάβητοι και παιδιά αναλφάβητων κι εγγόνια και δισέγγονα το ίδιο, αγρότες νεοφερμένοι στην πόλη, αλλά όχι μεροκαματιάρηδες συνηθισμένοι ν’ αγωνίζονται, αλλά κλέφτες, ζήτουλες και περιπλανώμενοι τσιγγάνοι, Εξοχότατε κύριε, υπάρχει ένας αριθμός αβάφτιστων παιδιών με τους γονείς τους σε οίκους ανοχής, για να τους φέρετε στον ίσιο δρόμο θα έπρεπε να τους προσφέρετε ένα δελεαστικό δόλωμα, καινούργιες κατοικίες που δεν πλημμυρίζουν με αντάλλαγμα μια εξαγορά της συνείδησης και μια καθολική δέσμευση. Θα είναι οι πρώτοι της φυλής τους που θα ζήσουν σε τούβλινο σπίτι με πόσιμο νερό και στέγη που δεν καταρρέει, μας απωθεί η επαφή τους γιατί έχουν απομακρυνθεί από την ανθρώπινη φύση αλλά είναι καθήκον μας να τους φέρουμε πίσω στο ανθρώπινο είδος, λυπηθείτε τους, χτίστε. Και ο Εξοχότατος κύριος κόμης ντε Αλκοτάν, ισόβιος πρόεδρος του 5

Όπ. π., σ. 25.


Ιδρύματος των Εργατικών Κατοικιών, τρεις φορές δήμαρχος, ογδοηκοντούτης, ανθρωπιστής, τους λυπήθηκε. Ο αλτρουισμός και η ανοικοδόμηση πάνε χέρι χέρι, ελεημοσύνη γι’ αυτόν που δεν έχει τίποτα και ιδανικές ευκαιρίες για επιχειρήσεις. Ο Εξοχότατος κύριος ζούσε πολύ μακριά, σε μια απέραντη αγροικία σαν επαρχία καρπερή από τα ποτίσματα που τα κανάλια των φυλακισμένων ευνόησαν. Από εκεί έστελνε οδηγίες για τις υποθέσεις του γραμμένες με το χέρι του όπως τον 17ο αιώνα κι επέστρεφε στην πόλη μόνο τη Μεγάλη Τρίτη για να δει την έξοδο της αδελφότητας της Βέρα Κρουθ, οι πόρτες του ναού άνοιγαν με μεντεσέδες του μεσαίωνα και το αριστοκρατικό γεροντάκι λύγιζε στα δύο το σώμα του βλέποντας να περνάει το λείψανο του Γολγοθά, Lignum Crucis, ω Κύριε, όλοι είμαστε ροκανίδια στα χέρια Σου, παραχώρησέ μου λίγα χρόνια ακόμα ζωή για να σώσω από τη μιζέρια της πλημμύρας εκείνους τους άτυχους, προσευχόταν ο κόμης στο γραφείο του, είναι αλήθεια πως είναι κτηνώδεις υπάρξεις, καβγατζήδες κι αιμομίκτες, αλλά το τούβλο μορφώνει, θα πρέπει να παραχώσουμε εκείνο το ξεσηκωμένο ποτάμι, ν’ αποξηράνουμε τις γαίες και να χτίσουμε καινούργιες κατοικίες για να φιλοξενήσουν τους ναυαγούς, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εκείνα τα παλιά σχέδια, τα ίδια πλακάκια βρόμικου πατώματος πεταμένα σε μια χωματερή. Το Βασιλικό Ίδρυμα των Εργατικών Κατοικιών είχε ιδρυθεί τα προηγούμενα χρόνια της δημοκρατίας με ανάθεση του βασιλιά Αλφόνσο, όταν το κύρος του ως υπερασπιστή της πίστης είχε αρχίσει να εδραιώνεται ανάμεσα στην αριστοκρατία που περιστοίχιζε τον μονάρχη. Ένας σύμβουλος πρόφερε το όνομά του χαμηλόφωνα και ο βασιλιάς, που ήδη ένιωθε να απειλείται από την κοινωνική αναταραχή, του έστειλε μια αίτηση ζητώντας του να αναλάβει μια νέα φιλανθρωπική εταιρεία για να προστατεύσει τους τόσο πολλούς φτωχούς της πατρίδας, τους κακότυχους υπηκόους μου. Στα νιάτα του, ο Εξοχότατος κύριος ήταν ιεροεξεταστής.

27

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 27


28

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 28

Ντυνόταν στα μαύρα, φορούσε ωμοφόριο, μαστιγωνόταν σαν μοναχός, ένιωθε την ηδονή του δέρματος στα δάχτυλα όταν τραβούσε τα γκέμια του αλόγου του και κάθε βράδυ, αφού γαμούσε τη γυναίκα του, πάντα από πίσω, όπως κάνουν τα ζώα, για να μη βυθιστούν μες στην ψυχή του τα αμαρτωλά μάτια, την υποχρέωνε να προσεύχεται με το ροζάριο. Δεν έπινε άλλο κρασί παρά μόνο της Θείας Κοινωνίας, δεν γιόρταζε επετείους ούτε παραβρισκόταν σε δεξιώσεις, δεν πήγαινε σε πανηγύρια ούτε σε γλέντια ούτε σε κυνήγια, τα χρόνια της καταπίεσης φιλοξένησε στο αγρόκτημά του μια διμοιρία στρατιώτες που προωθούνταν προς το μέτωπο της Εξτρεμαδούρα, τους έθρεψε και τους συνόδευσε μέχρι την άκρη των συνόρων αλλά δεν επέτρεψε να πλησιάσουν τη φυλακή όπου φρουρούσαν τις αναξιοπρεπείς γυναίκες. Γέρος πια, έγινε φιλεύσπλαχνος με το ξένο αμάρτημα, χάιδευε τα μάγουλα των εγγονών του, θρηνούσε για τον πόνο και τη φτώχια, σκεφτόταν, όπως οι νεοκαθολικοί, πως ο Ιησούς είναι ο φίλος που ποτέ δεν απογοητεύει και όχι ο φορέας του μαχαιριού ούτε του σπαθιού και γι’ αυτό έδωσε διαταγή να χτίσουν καινούργια συγκροτήματα στο πλάτωμα κι έτσι έγινε και μεγάλωσε ο οικισμός του Ιδρύματος μέχρι να μεταβληθεί σε μια προαστιακή ζώνη στο ίδιο μέγεθος με την παλιά πόλη, όχι πια ένας δορυφόρος στο τέλος ενός κατάξερου αυτοκινητόδρομου παρά ένα τείχος από ομοιόμορφες οικοδομές σαν μια μασέλα. Οι οικογένειες μέσα από τα τείχη ήταν πολιορκημένες, οι φτωχοί στον περιφερειακό ετοίμαζαν την επίθεση· ο Εξοχότατος κόμης ντε Αλκοτάν, παλιά καραβάνα, μες στα πράγματα, που κανείς δεν τολμούσε να του εναντιωθεί, είχε γείρει τη ζυγαριά της πάλης των τάξεων προς την πιο αδύναμη πλευρά. Πρόοδος και μηχανική. Είναι η δεκαετία του ’60 και οι καινούργιες ποντικοφωλιές δεν στηρίζονται πια σε ψημένο πηλό και λάσπη αλλά σε πασσάλους με σκυρόδεμα και ατσάλινα πλέγματα, θα γκρεμιστεί ο κόσμος και θα παραμείνουν ανέπα-


φα τα τσιμέντα του Ιδρύματος. Για τον αφελή η πλημμύρα ήταν μια γόνιμη βροχή: τον προσέλαβαν στο σιδηρουργείο που εγκαταστάθηκε στη νέα περιοχή, μια σκληρή εργασία για γερά μπράτσα και πένσες όπου θα μάθαινε το κόλπο της οξυγονοκόλλησης και τη συναρμολόγηση σκαλωσιάς, οι συνάδελφοι τον χτυπούσαν στην πλάτη φιλικά λέγοντάς του, θα γίνεις άντρας, νεαρέ. Εκατό, διακόσια, τριακόσια κοινοτικά συγκροτήματα επεκτάθηκαν στους οικισμούς με σιδερένιους σκελετούς μεγαλούπολης, τόση δουλειά και τόσα κέρδη: υλοποιώντας το κέρδος της υπεραξίας, ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου αντικατέστησε την επεξεργασία του μετάλλου, τόσο βρώμικου, με την απαλότητα της αμιαντοσανίδας, τόσο εύκαμπτης που μπορούσες να την φορμάρεις μ’ ένα πριόνι χωρίς μάσκα ούτε κασσίτερο, αφήνει μόνο μια ελάχιστη αβλαβή σκόνη. Η ομάδα των εργατών ενσωματώθηκε στην καινούργια επιχείρηση, ο αφελής χειριζόταν τα διαφράγματα με γυμνά χέρια, ο ιδιοκτήτης ήταν ένας γενναιόδωρος πατέρας που μοίραζε μποναμάδες και χριστουγεννιάτικα καλάθια στους πιο εργατικούς, ο αφελής δεν παραπονέθηκε ποτέ, παρόλο που όταν έβηχε ένιωθε γυαλάκια στο στήθος. Ήταν τα χρόνια της δουλειάς, του αμίαντου και της παραίτησης. Να σηκώνεσαι ξημερώματα, ν’ αγωνίζεσαι, να επιστρέφεις εξαντλημένος και άρρωστος. Η Ρέμε αντέγραφε τα υπόλοιπα κορίτσια της συνοικίας, αργόσχολες και συμπαθητικές: τεμπέλιαζε, λιαζόταν στο κρεβάτι, έτρωγε το πρωινό αργά, ξαναμετρούσε τα λεφτούλια που της απόμεναν για το καλάθι της νοικοκυράς. Δεν είχαν γεννηθεί ακόμα τα παιδιά, το σπίτι ήταν τόσο μικρό που το μάζευε στο πι και φι, τα πρωινά της φαίνονταν αργά και βαρετά όπως οι καλοκαιρινές διακοπές, σύζυγος όλο αυτοθυσία, θ’ απαρνιόταν το οικιακό καταφύγιο για καμιά ταινία αληθινού έρωτα, κανένα μυθιστόρημα από το περίπτερο, εκείνα τα μυθιστορήματα των Μπρουγέρα και Χαθμίν που πάντα μιλούσαν για χαμένες αγάπες, μορφονιούς και καταστροφές. Οι γειτόνισσες στο συγκρότημα αγαπούσαν ειλι-

29

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 29


30

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 30

κρινά τους μογγολοειδείς συζύγους τους, μάζευαν γρήγορα τα πιάτα του δείπνου για να κοιμήσουν τα παιδιά και να τριφτούν μαζί τους σαν γρύλοι προτού τις πάρει ό ύπνος, εισπνέοντας το άρωμα του καπνού και γλείφοντάς τους με τρόπο που ποτέ δεν θα εξομολογούνταν στον παπά, τόσο μακριά απ’ τα λευκά πουκάμισα του Κάρι Γκραντ και τα ξυρισμένα μάγουλα του Ροκ Χάντσον. Η Ρέμε δεν ήταν όπως αυτές. Έκλεινε πάντα τα μάτια όταν φιλούσε τον αφελή. Από τα κλειστά μάτια του κινηματογράφου κατέφθασαν τα παιδιά, δύο, μετά από μια άτυχη εγκυμοσύνη που επιβεβαίωσε το ποσοστό της νεογνικής θνησιμότητας. Ο αφελής ανακουφίστηκε όταν βεβαιώθηκε πως του έμοιαζαν πολύ, η Ρέμε δεν τον απατούσε ή τουλάχιστον το έκανε με προσοχή. Ήταν γέννες κτηνιάτρου, η Ρέμε, στενή στους γοφούς, υποσχέθηκε πως ούτε ένα ακόμα, ο γιατρός της είπε, γυναίκα, όσα θα έρθουν, ούτε ένα ακόμα, επανέλαβε. Λόγω του εγωισμού της έχασαν το επίδομα που έπαιρναν οι πολύτεκνοι, μα τι φοβάσαι, διαμαρτυρόταν αυτός, δεν χωράμε, απαντούσε αυτή, είναι πολύ μικρό, κι άλλοι ζούνε έτσι, έλεγε αυτός, δύο είναι λίγα, δύο είναι τίποτα, υπάρχουν άλλοι με πέντε κι έξι. Η Ρέμε τσαλάκωνε με λύσσα τα εξώφυλλα των μυθιστορημάτων από το περίπτερο, που απόμειναν ξεχασμένα σ’ ένα ράφι γιατί δεν υπήρχαν πια τεμπέλικα πρωινά για να διαβάζει κακογουστιές αλλά μωρά που έκλαιγαν, πιτσιρίκια που λέρωναν τα ρούχα και χτυπιούνταν σαν μαϊμούδες. Μόνη της η Ρέμε κοίταζε τα παιδιά της σαν να ήταν ξένα. Δεν τ’ αγαπούσε, το κατάλαβε τη φορά που ο αφελής της πρότεινε να τα πάει σ’ έναν φωτογράφο μες στα τείχη για να τους βγάλει φωτογραφία κι αυτή σκέφτηκε πως θα ήταν πεταμένα λεφτά και πόσο μακρύ το ταξίδι ώς την πόλη, η ζέστη, η λίγδα, τα παιδιά σαν ψάρια πίσω από τα τζάμια του λεωφορείου. Κουράζεται κανείς με αυτό που έχει συνέχεια κοντά του και από το να σηκώνεται ξημερώματα και να είναι πάντα κου-


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 31

ρασμένος: ο αφελής σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τα υγρά φιλιά και τη μεσημεριανή σιέστα χωρίς ύπνο, η Ρέμε σταμάτησε να υπολογίζει τις μέρες, αυτός κατέληξε να συμβιβαστεί. Δύο, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, όμορφα κουκλάκια όταν γεννήθηκαν· άσχημα κι επιθετικά όταν μεγάλωσαν. Χρόνια αργότερα, όταν ο αφελής δεν υπήρχε πια και ακολούθησε ο ερχομός των απρόσμενων βιβλίων, η Ρέμε θα μάθαινε πως ο άντρας δεκαπέντε μέρες μετά τον γάμο αφήνει το κρεβάτι για το τραπέζι και μετά το τραπέζι για το καφενείο κι αυτές που δεν συμβιβάζονται σαπίζουν κλαίγοντας σε μια γωνιά,6 τι τρομερή αλήθεια, σκέφτηκε τότε, εγώ ήμουν η ανόητη που σάπισα μοναχούλα με τ’ όνειρο του Κάρι Γκραντ για μισό αιώνα. Από τη νοσταλγία, τη μονότονη ρουτίνα ή τον αμίαντο, ο αφελής γέρασε πρόωρα. Γνώρισαν τον γολγοθά των ιατρικών επισκέψεων και των γκισέ, τις ακτινογραφίες, τους πνεύμονες με ίνωση, τα παιδιά να παίζουν στις σκάλες των εξωτερικών ιατρείων ενώ περιμένουν τον μπαμπά να βγει από τον γιατρό που δεν τελειώνει ποτέ. Η Ρέμε ξέχασε τα υπόλοιπα: έπρεπε να φροντίζει τα παιδιά, να τα πηγαίνει στο σχολείο, να καθαρίζει την ποντικοφωλιά, να επαγρυπνεί για τις υποτροπές, να σημειώνει τα ραντεβού με τους ειδικούς. Ο κινηματογράφος βρισκόταν μακριά, στην πόλη. Τα πράγματα είχαν ήδη αλλάξει, ένα λεωφορείο με συγκεκριμένο ωράριο έκανε τη διαδρομή μέσα από τα τείχη, τις αίθριες μέρες διακρίνονταν οι πυργίσκοι του καθεδρικού ναού σαν καρφίτσες σε μια επιφάνεια. Οι γειτόνισσες, λίγο πιο ευτυχισμένες από αυτήν, έλεγαν, καημένη Ρέμε, θα της πεθάνει ο άντρας τόσο νέος. Αλλά άργησε.

6

Το σπίτι της Μπερνάρδα Άλμπα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα.

31

Κυκλικές πλατείες. Περιφερειακοί δρόμοι. Σχέδια απασχόλησης. Είναι η δεκαετία του ’80, ο κόμης ντε Αλκοτάν κείται στον


32

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 32

οικογενειακό τάφο, η εφημερίδα ABC δημοσιεύει σελίδες με αναδρομικά αφιερώματα σε κάθε επέτειο του θανάτου του, μια καταχώρηση πληρωμένη από το Βασιλικό Ίδρυμα θυμίζει την αγάπη του για τους φτωχούς ανάμεσα στους φτωχούς, πάντα η βοήθεια, πάντα η περίθαλψη για όσους δεν έχουν, εις μνήμην. Μεγάλωσαν τα παιδιά σε χολερικά δωμάτια, τελείωσαν το σχολείο χωρίς όφελος κι αποδείχτηκε πως και στη μικρή άρεσαν οι ωραίοι και οι ωραίοι του οικισμού ήταν η χειρότερη συντροφιά· και αποδείχθηκε πως το παιδί δεν στεκόταν ήσυχο, τα πόδια του κουνιούνταν σαν σαυράκια όταν το υποχρέωναν να κάθεται. Σάπιο φρούτο, πολύς δρόμος και τεμπελιά, το σπίτι είναι μικρό, τα παιδιά μαλώνουν σαν μαντρωμένα ζώα, ο πατέρας κάθεται στον ήλιο, βήχει και δεν λέει τίποτα, η μητέρα μπαίνει στο δωμάτιο για να τα ηρεμήσει και βγαίνει σέρνοντας τα παπούτσια, ετοιμάζει το βραδινό, δεν έρχονται πάντα. Η Ρέμε προτιμά να μην ξέρει πού βρίσκονται, ανήκουν σε άλλο κόσμο, ποτέ δεν ήταν τίποτα δικό μου, γεννήθηκαν δαγκώνοντας, σκίζοντάς με από μέσα, εγώ τα κοίταζα και δεν τα έβλεπα, τα πρόσωπά τους σβήνονταν, γλιστρούσαν μέσα απ’ τα δάχτυλα, το υγρό δέρμα των μωρών, το αίμα στα σεντόνια του μαιευτηρίου, το πρώτο γεννήθηκε πεθαμένο γιατί ήταν ένας άγγελος που δεν θέλησε να κάνει κακό στη μαμά του, αλλά τα επόμενα αποδείχθηκαν δυο διάβολοι, θηρία, μαϊμούδες με σκληρά σκυλόδοντα και νύχια ακονισμένα σαν πριόνια. Ογδόντα: ο οικισμός έχει αλλάξει τόσο. Καινούργιες καλύβες με λαμαρίνες υψώθηκαν στις αλάνες, είναι η πανδημία της άσπρης και των ζόμπι, μη βγαίνεις στον δρόμο, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. Ο κινηματογράφος τους αφιερώνει ένα είδος, οι κοινωνιολόγοι εκπονούν στατιστικές μ’ ενθουσιασμό. Λαός. Πεθαίνουν με το τσουβάλι. Μερικές ευσεβείς αδελφότητες τους μαζεύουν από τους νερόλακκους και τους απασχολούν σ’ εργαστήρια με χειρωνακτικές εργασίες και συλλογικές καλλιέργειες. Εξιδανίκευση. Είναι τα αγαπημένα θύμα-


τα, αδυνατούλικα, άρρωστα, χωρίς θέληση και με τάση για την καταστροφή σαν αυτοματισμό. Το προϊόν του κοινωνικού μπλαμπλαμπλά. Σταβλίζονται στις φυλακές όπως έκαναν οι ωρυόμενοι φυλακισμένοι, αιώνια επιστροφή, αλλά τα κελιά δεν είναι πια γαβάθα και ξεροκόμματο αλλά το βασίλειο της άνεσης και της καλοπέρασης. Ψυχολόγοι, συνεταιριστικό πρατήριο, μονάδες ένταξης, υποκατάστατα της ηρωίνης που παρέχονται από γιατρό. Μέσα καλύτερα απ’ ό,τι έξω, αυτό είναι γνωστό. Εγκληματίστε για να επιστρέψετε στον ξενώνα, εκεί όλοι γνωρίζονται και μοιράζονται τη δόση σαν καλοί φίλοι. Μέσα ή έξω, το ίδιο πεθαίνουν με το τσουβάλι, αλλά τι διοικητική επιμέλεια, τι νοσοκομειακό προσωπικό. Σώμα που δεν αναζητείται, αγνοείται η κατοικία της οικογένειας. Δωρεά στο ινστιτούτο ανατομίας; Όχι, βιοεπικίνδυνο κατάλοιπο. Υπάρχει ένας ελεύθερος χώρος στο νεκροταφείο. Τ’ αρχικά σε μια πλάκα. Ο κύκλος συμπληρώνεται με νέα θύματα: τα παιδιά των πρώτων κατοίκων του οικισμού ήταν τα νήπια εκείνου του δημοτικού σχολείου που άργησε τόσο ν’ ανοίξει· παραδείγματος χάρη, τα παιδιά της Ρέμε που μπήκαν έξι χρονών και βγήκαν δεκατρία, ανορθόγραφα και αναλφάβητα σαν τρωγλοδύτες και που πρόσφεραν την τρυφερή τους σάρκα θυσία στο θεό τζάνκι. Αναστατώθηκε το πνεύμα του κιμπούτς, κανένας δεν εμπιστευόταν κανένα, μόνο τη γειτόνισσα απέναντι γιατί ξέρεις πόσο υποφέρει, ο οικισμός καταρρέει ενώ η αδελφότητα ευημερεί από τη συγκομιδή των απελπισμένων. Η Ρέμε και ο αφελής γερνούν, τα παιδιά επιστρέφουν στο σπίτι μόνο για να ζητήσουν χρήματα, μια μέρα δεν ξανάρχονται. Είναι η ιδιαιτερότητα της τενεκεδούπολης, αλήθειες επαναλαμβανόμενες σε όλες τις πόλεις. Στην αρχή οι κουτσομπόλες εξακολουθούσαν να συγκινούνται, καημένα παιδιά, αλλά το τόσο επαναλαμβανόμενο δράμα είναι ανιαρό, κανένας δεν συμπονά τον ξένο πόνο όταν ο δικός του είναι μεγάλος. Τι λένε οι κληρονόμοι του κόμη ντε Αλκοτάν; Τι οι επιφανείς, τι οι μη-

3 – Τα ανατρεπτικά βιβλία

33

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 33


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 34

χανικοί και οι κατασκευαστές; Το πεπρωμένο είναι ένα αλέτρι που οργώνει τη σάρκα, το αυλάκι που διαλύει τα σώματα. Παράδειγμα: σε μια από τις ταβέρνες του οικισμού κρέμεται μια φωτογραφία της πρώτης ομάδας βαστάζων της αδελφότητας και από τα τριάντα έξι σβέρκα που φορτώθηκαν το πρωτόγονο άρμα μόνο εννιά επιβίωσαν από την επιδημία του τζάνκι, οι υπόλοιποι αφανίστηκαν από τη μόλυνση, τη φυλακή ή τις κακές συναναστροφές. Στατιστική. Μερικές φορές η αγρανάπαυση παραχωρεί μια ανάπαυλα, τα σώματα ξεκουράζονται και αναζωογονούνται φέρνοντας στον κόσμο άλλα σώματα. Baby boom, δεκαετία του ’60. Αλλά το αλέτρι απαιτεί το όργωμα. Αντιδραστικό μοντέλο. Παραδειγματικές ζωές. Πρακτική περίπτωση: η Ρέμε και οι δικοί της. Τα στερεότυπα διευκολύνουν την εργασία του παρατηρητή. Την μειώνουν. Δεν ψεύδονται. Τα στερεότυπα υπάρχουν, οι απλοί άνθρωποι τα επωμίζονται και το μοντέλο επαναλαμβάνεται. Η λαογραφία (οι ταινίες της καταγγελίας, οι κασέτες του αυτοκινητόδρομου, οι προφορικές διηγήσεις) επιβεβαιώνει την ταυτότητα. Όχι μυθιστορία. Το ίδιο συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπως και στις βιομηχανικές ζώνες του πολιτισμένου κόσμου. Οι Chavs7 στο Μπρίστολ. Οι Cailleras8 στη Μασσαλία. Δεν είναι καν τραγικό. Είναι κοινό.

Δεν ήταν όλα μοιραία σαν σε φτηνό μυθιστόρημα: η Ρέμε θυμάται ξεκάθαρα τις γαλήνιες μέρες στην αρχή, λίγο μετά την ίδρυση του οικισμού, τις πρώτες οικογένειες να λιάζονται δίπλα στα παρτέρια, τα πολυμετρημένα λεφτά που ο αφελής κέρδιζε

34

7

Τσαβς: υποτιμητικό επίθετο που χρησιμοποιήθηκε από τον βρετανικό Τύπο για μια αντικοινωνική νεανική υποκουλτούρα. 8 Καγιερά: ιδιωματική έκφραση που περιγράφει νεαρούς κακοποιούς στη Μασσαλία.


με τον κόπο του, τα μωρά να μπουσουλάνε πάνω στα κρύα πλακάκια, τα χεράκια πιασμένα από το κάλυμμα για να σταθούν όρθια σαν μια κατάκτηση, θα πέσεις, περίμενε, άφησέ το να δοκιμάσει, το κάλυμμα γλιστράει, το μωρό παραπονιέται, δεν ήταν τίποτα, μην κλαις, όπα. Τα Σάββατα, μια μπίρα στο μπαρ με τα σανιδένια τραπέζια στο δεύτερο συγκρότημα ενώ τα παιδιά παίζουν στην πλατεία, κυνηγιούνται, είναι πέντε, εφτά χρονών, είναι αθώα, εννιά κιόλας ο μεγάλος; Η Ρέμε και ο αφελής πιάνονται από το χέρι σαν αρραβωνιασμένοι, το δικό της ακόμα απαλό, το δικό του γεμάτο πληγές από την οξυγονοκόλληση, μοιάζουν ευτυχισμένοι. Στο διπλανό τραπέζι κάθονται δυο νεαροί από το καινούργιο συγκρότημα, τόσο νέοι. Το κορίτσι μόλις γέννησε ένα μωρό-σκουλήκι που το τυλίγει σε διακόσιες κουβέρτες και μαντίλες, δεν έχει καν σαραντίσει, είναι η ευφορία και η υπνηλία των πρώτων ημερών. Είναι σαν και μας, σκέφτεται η Ρέμε, ακριβώς σαν και μας όταν φτάσαμε, το ίδιο κατάπληκτο βλέμμα, πέρασαν δώδεκα χρόνια, ήδη δώδεκα; Η Ρέμε κοιτάζει την ημερομηνία στην πλάκα της εισόδου. Θα το πνίξεις, λέει, άσε να το δει ο ήλιος, μου επιτρέπεις, το παίρνει αγκαλιά, τι ελαφρύ που είναι, ένα φτερό, ούτε θυμάμαι πια, λέει και χαμογελάει μ’ έναν τρόπο που ποτέ δεν έκανε όταν έπαιρνε στην αγκαλιά τα δικά της, πώς λέγεται αυτό το σκουληκάκι, ρωτάει, λέγεται Άνα, γεια σου, Ανίτα, καλωσόρισες. Για ένα διάστημα βλέπονταν συχνά στο μπαρ με τα σανιδένια τραπέζια, η Ρέμε και ο αφελής ένιωθαν σαν αμφιτρύωνες δίπλα, αυτή άρχισε ν’ αγαπάει το μωρό, την Ανίτα, περισσότερο από τα δικά της παιδιά, ίσως γιατί δεν έπρεπε να την κυνηγάει με το κουτάλι ούτε να μαζεύει τα συμπράγκαλά της, της έδινε δώρα, την έβγαζε βόλτα στον ήλιο κοροϊδεύοντας τις αντιρρήσεις της μητέρας της. Ο αφελής, που τώρα ήταν λιγότερο, κατάφερε να βάλει τον νεαρό μαθητευόμενο στην επιχείρηση, συναντιόνταν στην εξώπορτα τα πρωινά για να πάνε μαζί στη δουλειά σαν να ήταν μαθητές. Αδελφότητα, μοιρασμένη

35

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 35


36

GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 36

επιβίωση, καλοί γείτονες που βοηθιούνται, αυτό ήταν. Η Ρέμε δεν ένιωθε πια τόσο μόνη, η μαμά της Ανίτα ήταν φίλη της για πάντα, θα έκαναν βόλτες αλά μπρατσέτα σαν αδελφές, θα έκοβαν φωτογραφίες για τα οικογενειακό άλμπουμ, θα πήγαιναν στους γάμους των παιδιών τους και στα βαφτίσια των εγγονών τους, θα γερνούσαν μαζί όταν θα πέθαιναν οι άντρες τους. Αλλά συνέβη ένα πρωί, ο πατέρας της Ανίτα βγήκε από το σπίτι δέκα λεπτά πριν από τη συνηθισμένη ώρα, η μπλε φόρμα και το τάπερ, το φιλί για τη γυναίκα και για το μωρό, έκλεισε την πόρτα, κατέβηκε τα σκαλοπάτια, διέσχισε την εξώπορτα, δεν περίμενε να έρθει ο αφελής, έφυγε και δεν επέστρεψε ποτέ· ποτέ, χωρίς εξηγήσεις ούτε αποχαιρετιστήρια γράμματα ούτε νυχτερινές τηλεφωνικές κλήσεις, καμιά συγκρατημένη ανάσα στο ακουστικό, κανένα πνιχτό κλάμα. Η αστυνομία είπε πως συμβαίνει συχνά: ένας νεαρός άντρας με αναπάντεχα υπερβολικά βάρη ν’ αποφασίζει να βγει απ’ τη μέση, ίσως γνώρισε ένα άλλο κορίτσι που δεν μιλούσε για χυλούς, πάνες ούτε πού είναι τα λεφτά για το νοίκι. Η ημερομηνία και η καταγγελία μένουν καταχωρημένες στο αστυνομικό τμήμα, κυρία, υπάρχουν κάποιοι που επιστρέφουν μετά από ένα διάστημα όταν βαριούνται πια να τριγυρίζουν ή όταν η φιλεναδούλα βαραίνει με τον ίδιο τρόπο, μη βιάζεστε. Ήταν ευτυχισμένος μαζί σας, μην είναι ένα καβγαδάκι ερωτευμένων; Αυτό το μωρό που κρατάτε αγκαλιά, είναι παιδί του, είστε σίγουρη, ήταν κι αυτός σίγουρος; Πόσες μέρες πάνε που έφυγε; Κοιτάξτε, η αστυνομία δεν κυνηγάει τους συζύγους που το σκάνε, θα σας ειδοποιήσουμε. Είστε νέα και όμορφη, ανοίξτε τα μάτια σας, αφήστε να σας κοιτάξουν, το κοριτσάκι θα χρειαστεί άλλο μπαμπά. Δεν εμφανίστηκε άλλος μπαμπάς και τέσσερις ζωές απόμειναν καταστραμμένες από τη φυγή: του μωρού, της μαμάς του και των δύο πρόσφατων φίλων, που δεν είχαν πια με ποιον να πιουν μπίρα στα σανιδένια τραπέζια. Η Ρέμε δεν μπόρεσε ού-


GUTIERES DDD Final_Layout 1 24/5/17 9:51 π.μ. Page 37

37

τε τόλμησε να προστατεύσει εκείνες τις δύο προσφυγοπούλες, ήταν πολύ νωρίς, γνωρίζονταν μόνο λίγο διάστημα, δεν είχαν την απαραίτητη οικειότητα για να πει έλα εδώ, μην κλαις. Εάν εκείνο το αποφασιστικό γεγονός είχε συμβεί μετά από μερικά χρόνια φιλίας, όλα θα ήταν διαφορετικά, αλλά οι φιλενάδες χρειάζονται κοινές αναμνήσεις, να διηγούνται κάτι διαφορετικό από το έφυγε ο άντρας σου κι εγώ έρχομαι στο σπίτι σου γιατί σε λυπάμαι, γιατί συμπονώ εκείνο το μωρό που δεν ξέρει τίποτα. Η Ανίτα έγινε ωραία και ατίθαση, ο αφελής πέθανε στο νοσοκομείο με τα πνευμόνια του γεμάτα κρυστάλλους, αφήνοντας μια πενιχρή σύνταξη, και η Ρέμε απόμεινε μόνη για πάντα στην ποντικοφωλιά. Ήταν τότε που κατέφθασαν τα απρόσμενα βιβλία. Επρόκειτο να κλείσει τα εβδομήντα κι ανοίγοντας εκείνο το κιβώτιο, σταλμένο κατά λάθος, θυμήθηκε πόσο της άρεσε να διαβάζει όταν ήταν μικρή, καταβρόχθιζε τα ευσεβή βιβλία στο σχολείο, ρουφούσε τα ερωτικά μυθιστορήματα του περιπτέρου, ξερογλειφόταν με τα εξώφυλλα των εικονογραφημένων περιοδικών, πολύ πριν από τους γκόμενους, τα χαστούκια, τον αφελή, τον Ροκ Χάντσον, τον Κάρι Γκραντ, το παραχωρημένο νανόσπιτο, τ’ αχάριστα παιδιά, την επιδημία τζάνκι· πολύ πριν τα βιβλία.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.