DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 3
ΚΑΤΙΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΟΥΤΙΑ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 4
©
Copyright Κάτια Δημοπούλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6219-0
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 5
Στη Μελία και στα κορίτσια της ζωής μου
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 6
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 7
21 Ιουλίου
Στεκότανε στην άκρη της πόλης της, στην άκρη του
σπιτιού, εκεί στην αιχμή ενός κάγκελου από μαύρο σίδερο, στην άκρη της ζωής του σπουργιτιού που πήγαινε κι ερχότανε χωρίς ίχνος ιδρώτα να σταλάζει πάνω στα πλακάκια με τα ψίχουλα, στην άκρη μιας ανάμνησης που στριφογύριζε σαν φούστα σε αίθουσα χορού και μόνο το στρίφωμά της μπορούσε να δει, να το δει να παραληρεί και να περιδινείται ακολουθώντας τα ξέφτια μιας μακρινής μουσικής από ορχήστρα που μόνο ακορντεόν την αποτελούσαν. Στεκόταν στην άκρη μιας νοσταλγίας που, αχ, ούτε που θυμάται τι την πυροδοτεί, το κλάμα ενός μωρού η μήπως το αλύχτισμα ενός σκύλου; Στην άκρη τη δική της. Στην άκρη της. Στεκότανε ήσυχα στην άκρη της. Κάτω η θάλασσα και μια παραλία ηλιόχαρη, φτιαγμένη από θαμπό γαλάζιο πλεξιγκλάς. Κάθε πρωί γλιστρούσε πάνω της. Πηδούσε το μαύρο κάγκελο, ακουμπούσε τα δάχτυλα των
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 8
ΚΑΤΙΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
ποδιών στο πλεξιγκλάς και γλίστραγε προς το κύμα με το σώμα της σανίδα του σερφ. Μα όχι σήμερα. Σήμερα θα γυρίσει πίσω, μέσα, όσο πιο πολύ μπορεί στο εσωτερικό του σπιτιού, στο τραπέζι της κουζίνας. Θα φτιάξει ένα σάντουιτς, θα ξεφυλλίσει ένα βιβλίο, θα δοκιμάσει να φάει, θα στρώσει το κρεβάτι τεντώνοντας, σιδερώνοντας τα σεντόνια με τα δάχτυλα, θα αλλάξει θέση στη γαλάζια μπερζέρα ώστε να βλέπει προς το παράθυρο, θα σηκώσει την άκρη του χαλιού και θα χώσει από κάτω την καχυποψία της για τη μέρα που ήρθε, θα ισιώσει με το βλέμμα και μόνο τα κάδρα που γέρνουν απειροελάχιστα, γεμάτα κατανόηση για τη νευρικότητά της, θα καθίσει στον καναπέ, θα ανοίξει το ραδιόφωνο. Θα αρχίσει να περιστρέφεται μέσα της μέχρι που να γίνει μια μικρή κουκκίδα έντασης. Θα αναρωτηθεί αν υπάρχει περίπτωση να εκραγεί επειδή δεν ξέρει να πει τι βλέπει και τι σκέφτεται. Θα προσπαθήσει να περιγράψει τις διαδρομές μιας μύγας πάνω στο φόρεμά της. Θα φανταστεί ότι η μύγα τής στέλνει κωδικοποιημένα μηνύματα. Θα μάθει να τα αποκωδικοποιεί και να τα καταγράφει με ακρίβεια γιατί, άι στο καλό, αυτό τον καιρό και ίσως πάντα, «ζω» σημαίνει «ξέρω να υπάρχω μέσω της εικόνας που φτιάχνω στο νου μου». Θα αποτύχει κι αυτή τη φορά. Θα ανασύρει εικόνες παλιές που θα την κάνουν να βάλει τα κλάματα ενθυμούμενη αυτό που υπήρξε πριν όλα μέσα της μετατραπούν σε ένα ατέρμον δειλινό. Τα δάκρυα θα της είναι αρκετά γιατί θα τη διαβεβαιώσουν ότι, ακόμα και
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 9
ΒΟΥΤΙΑ
αιωρούμενη στον ουρανό της αδράνειάς της, συνεχίζει να αισθάνεται. Θα ξαπλώσει στον καναπέ. Θα μάθει να μην περιμένει τίποτε ατενίζοντας το ταβάνι. Θα σφαλίσει τις διεξόδους, τις πιθανότητες, τις προσδοκίες. Θα κλείσει τη μέρα. Τη μέρα. Καθώς η νύχτα μπαίνει στο σπίτι, τα μάτια της χάσκουν στο κενό. Ο εγκέφαλός της πλημμυρίζει γαλαζωπά τρεμάμενα πίξελ που τα βλέπει να μεγαλώνουν ένα ένα και να ορμάνε ακάθεκτα προς το εσωτερικό της ίριδας. Πίξελ-διαστημόπλοια που στο κουφάρι τους κουβαλάνε κι από μια τεράστια εικόνα ή, ακόμα χειρότερα, από μια τεράστια, μια γιγαντιαία σκέψη, τόσο αιφνίδια και αναιτιολόγητη, ώστε καταλήγει και πάλι να συμπυκνώνεται σε εικόνα. Και να μην ξέρει τι να κάνει με αυτήν. Ένα χέρι που μακραίνει κι ακουμπάει τα χείλη της, ο αριθμός 7 ανάγλυφος πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο, το κίτρινο μαντό της μαμάς της, που στριφογυρίζει γύρω της άδειο και ασυνάρτητο, ένας ανεμοστρόβιλος που έρχεται κατά το βράχο απ’ όπου ψαρεύει με τον παππού της, ο παππούς της που σηκώνεται ψηλά και απομακρύνεται χαμογελώντας προς τους αιθέρες, ένα κόκκινο πλοιάριο στη μέση του Σηκουάνα γεμάτο Κινέζες μαθήτριες, τρία αγόρια που χαμογελούν καθισμένα κάτω από τη σημαία στην Ακρόπολη, μια στρατιά υπερφυσικών μυρμηγκιών που παρελαύνουν έπειτα από μια μεραρχία πυροβολικού στην παραλία της Θεσσαλονίκης, οι άντρες της ζωής της, ντυμένοι μαργαρίτες, που ατενίζουν τον ορίζοντα πάνω
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 10
ΚΑΤΙΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
από το κάστρο της Μονεμβασιάς, η φράση «θα τα ξεχάσω όλα» γραμμένη σαν διαφημιστικό στο πλάι ενός τρένου που περνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Λοξές, εικονοποιημένες σκέψεις για τα μικρά, άναρθρα συναισθήματά της. Ο ύπνος ήρθε και τη συνάντησε καβάλα σε έναν ιππόκαμπο φτιαγμένο από θαλασσόξυλα κι αρμύρα.
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 11
22 Ιουλίου
Ξύπνησε μουσκεμένη στον ιδρώτα. Τη νύχτα που πέ-
ρασε, η βεράντα έγινε κρεβάτι. Στρώματα και πουπουλένια μαξιλάρια και σεντόνια κι εκείνη απάνω τους γυμνή, με δεκάδες φωσφορίζοντα ίχνη από δάχτυλα και χείλια πάνω στο δέρμα της, που δείχνανε το δρόμο των παλιών αγγιγμάτων. Καθώς ήξερε ότι κοιμάται, με διάθεση για σκανταλιές κι ενώ τα αστέρια χασκογελούσαν πάνω από τον ώμο της, σήκωσε η Ειρήνη το δεξί χέρι και τέντωσε το δείκτη της που μάκρυνε κι έγινε σαν μεγάλο καλάμι ψαρέματος με μια πετονιά από δάκρυ κουκουβάγιας να στάζει από την άκρη του μέχρι κάτω στο δρόμο. Στάθηκε ήσυχη. Ένιωσε το τσίμπημα, τραντάχτηκε από προσμονή κι ανέβασε στο μπαλκόνι σκόρπιες κουβέντες των περαστικών. «Δέκα χρόνια και είμαι ακόμα στο ίδιο σημείο. Κουράστηκα» και «θα με κεράσεις ένα ποτό;», έπειτα «στον Γιώργο δεν αρέσουν τα όσπρια, τσάμπα τα φτιάχνεις», το σκοπό ενός φάλτσου σφυρίγματος και το ερωτικό κάλεσμα ενός γάτου. Είπε:
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 12
ΚΑΤΙΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
«Αύριο θα ρίξω παραγάδι, με το καλάμι δεν γίνεται δουλειά». Κατέβασε το χέρι, έκλεισε το δάχτυλο στριφογυρίζοντάς το στην ούγια του σεντονιού και ανάσαινε αργά ώσπου μέσα στο όνειρό της την πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκε ένας αέρας, σαν εκείνους στις ταινίες όπου μια φυσική καταστροφή απειλεί να ξεριζώσει μια μητρόπολη. Όλα άρχισαν να ανεμίζουν γύρω της. Σεντόνια και κουρτίνες και μαλλιά μάταια προσπαθούσαν να κρατηθούν πάνω της, η βεράντα άρχισε να τρίζει και να αποκολλάται από το σπίτι, μια, δυο, τρεις, ξεκόλλησε κι έφυγε σαν ιπτάμενο χαλί σε παραμύθι και, καθώς έφευγε, ήρθε ο φόβος κι έκατσε κι έγινε μια μπάλα από σίδερο πάνω στο μαξιλάρι στη θέση που κανονικά θα ’πρεπε να ακουμπάει το κεφάλι, και θέλησε να κρατηθεί από αυτόν. Δεν είναι και μικρή ασφάλεια ο φόβος, σκέφτηκε, στα εύκολα ο φόβος είναι πολύ φοβιστικός για να κρατιέσαι πάνω του, στα πολύ δύσκολα όμως είναι παρήγορος σαν την πιπίλα του μωρού. Βάλθηκε να προσπαθεί να σταθεί όρθια πάνω στην ιπτάμενη βεράντα που συνέχισε να πετάει κι έκανε το γύρο μιας μεγάλης θάλασσας κι ενός μικρού νησιού. Ξεθάρρεψε κι έσκυβε, κοιτούσε τα κύματα που πηδούσαν προς τα πάνω. Στο ακρωτήρι τα χρειάστηκε. Ήταν ένα ακρωτήρι μυτερό σαν βελόνα κι απόκρημνο σαν νεανικό πάθος. Η ιπτάμενη βεράντα δεν έκοψε ταχύτητα, παρά
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 13
ΒΟΥΤΙΑ
βάλθηκε να στρίβει με τριγμούς των κιγκλιδωμάτων και ουρλιαχτά δικά της όλες τις τριακόσιες εξήντα μοίρες της επιστροφής. Επανήλθε κάποια στιγμή στην πραγματικότητα και σηκώθηκε από το κρεβάτι κουτσαίνοντας ελαφρά. Η νύχτα είχε αποχωρήσει στα ενδότερα κι έμεινε να αναρωτιέται πού χτύπησε και πονάει. Όλη της η αδράνεια που κάνει τις μέρες να περνάνε ίδιες κι απαράλλαχτες παράγει τα πιο αληθοφανή και περιπετειώδη όνειρα την ώρα που κοιμάται. Ένα θέατρο του υποσυνείδητου, όπου η ίδια είναι οι ηθοποιοί και οι θεατές, και που της είναι αρκετό για να την κρατήσει σε ενάργεια μέχρι την επόμενη νύχτα. Μια αδράνεια που διαρκεί και απλώνεται μέσα και γύρω της αφήνοντάς τη να κάνει μόνο τα απολύτως απαραίτητα, έτσι για να κυλάνε οι μέρες της ζωής της σε έναν βαθύ, σκονισμένο ίσκιο. Μάζεψε την εφημερίδα από τον κήπο και βάλθηκε να διαβάζει τα νέα του χρηματιστηρίου και τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των μετοχών. Αποφάσισε ότι και η ίδια βρίσκεται σε ύφεση οπωσδήποτε, οι οικονομικές εξελίξεις συνδέονται άμεσα με τα εσωτερικά της σκαμπανεβάσματα και ως εκ τούτου είναι τα μόνα νέα που την αφορούν. Δεν αναζητά καμιά μεταφυσική ούτε καν ψυχαναλυτική εξήγηση για την περίπτωσή της. Ξέρει. Ό,τι συμβαίνει συμβαίνει κι ό,τι είναι είναι. Είναι αυτή που δεν είναι, και η ζωή κυλάει. Πέρασε το υπόλοιπο πρωινό μην
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 14
ΚΑΤΙΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
περιμένοντας τίποτε άλλο παρά μόνο την παλιά συνήθεια: να χτυπήσει το κουδούνι. Επισκέπτης κανείς. Κι έπειτα βάλθηκε να ανηφορίζει με το αυτοκίνητο τη Μεσογείων στην καθημερινή διαδρομή προς το αναπόφευκτο. Γύρισε στο σπίτι αργά, με τη λύπη να έχει απλώσει ρίζες πάνω στις πατούσες, στα δάχτυλα και τα νύχια της. Τις έπιανε, τις χάιδευε, τις χτένιζε σαν να ’τανε μαλλιά που είχαν φυτρώσει στο κάτω, το πιο δραστήριο και ταλαιπωρημένο μέρος του σώματός της. Αδηφάγες ρίζες θλίψης που όλο μάκραιναν και σκαρφάλωναν σε έπιπλα και τοίχους φτιάχνοντας το κάτω μέρος, το ανάποδο, εκείνο που μεγαλώνει μέσα στο χώμα ενός κήπου αθέατου και πένθιμου.
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 15
23 Ιουλίου
Χτύπησε το τηλέφωνο στις οχτώ το πρωί. Η τρεμάμε-
νη φωνή της Έλλης τής ξέπλυνε τον ύπνο από τα μάτια, και τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν πριν καν ακούσει τα νέα. Μα πώς γνωρίζουν τα δάκρυα ακριβώς πότε πρέπει να ξεκινήσουν ένα ακόμα δρομολόγιο; Άκουγε την Έλλη να της λέει ότι η προηγούμενη μέρα της θα έμενε στην προσωπική της ιστορία σαν η μέρα με τις είκοσι μία ώρες γιατί κάπου χάθηκαν τρεις ώρες από τη ζωή της· συγκεκριμένα, το πέντε με οχτώ το απόγευμα αποχώρησε, κρύφτηκε, εξαφανίστηκε. «Πες το όπως θέλεις, όμως δεν θυμάμαι καθόλου αυτές τις τρεις ώρες. Έφυγα από το γραφείο στις πέντε και γύρισα σπίτι στις οχτώ, και η Μαρία, που με περίμενε για να πάμε σινεμά, μου είπε ότι για ώρα την κοιτούσα χωρίς να τη βλέπω· δεν μιλούσα παρά ελάχιστα. Είπε ότι κάθισα ήσυχα ήσυχα σε μια καρέκλα της κουζίνας μέχρι που το βλέμμα μου συγκεντρώθηκε επιτέλους πάνω της και τη ρώτησα: “τι γίνεται;” κι εκείνη με κοιτού
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 16
ΚΑΤΙΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
σε τρομαγμένη σαν να έβλεπε φάντασμα και μου είπε ότι για μισή ώρα χάζευα και μουρμούριζα κάτι ακατάληπτα κι έτσι άρχισα να θυμάμαι ότι τίποτα δεν θυμόμουν για το χρονικό διάστημα από τότε που έφυγα από το γραφείο μέχρι που έφτασα στο σπίτι και για ό,τι πιθανόν συνέβη στον ενδιάμεσο χρόνο. Όλα έμοιαζαν ειρηνικά πάνω μου. Ήμουν καθαρή και μοσχομυριστή, στην τσάντα μου είχα ό,τι και το πρωί, τίποτα δεν έλειπε, όμως γύρω από το λαιμό μου βρισκόταν ένα καινούργιο κόσμημα: ένα κολιέ από κόκκινα κοράλλια – πού τα βρήκα εγώ τα κοράλλια, μου λες; Τηλεφώνησα και στον Γιώργο και είπε πως πρέπει να πάω στον γιατρό οπωσδήποτε και πως καθόλου δεν θα ήθελε να με τρομάξει, αλλά πως ίσως έπαθα κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο, το φαντάζεσαι, στα τριάντα έξι μου, ανοησίες λέω εγώ, αλλά από την άλλη έχω τρομάξει πολύ, δεν γίνεται να έπαθα αμνησία για τρεις ώρες, γίνεται;» Θα πάει μαζί της στον γιατρό, της είπε, θα της κλείσει αυτή το ραντεβού, κι έφτιαξε καφέ κι άρχισε τα τηλεφωνήματα. Μόλις κατάφερε να κλείσει το ραντεβού με τον ειδικό, ησύχασε και προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις της σε κάποια τάξη. Δύσκολη δουλειά για αυτήν που καιρό τώρα είχε αποφασίσει ότι καμιά προσπάθεια δεν θα έκανε με τις σκέψεις. Ότι θα άφηνε το νου της να λειτουργεί αυθαίρετα και τεμπέλικα, χωρίς προσπάθεια για ειρμό κάποιου είδους, ελπίζοντας πως μια μέρα θα ξυπνούσε ξεκούραστη, φρέσκια και ροδαλή σαν νεογέννη
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 17
ΒΟΥΤΙΑ
το, έτοιμη για μια ζωή καινούργια, χωρίς τα βάρη του παρελθόντος. Κρατούσε την κούπα ψηλά κοντά στο στόμα, και ο αχνός τής θόλωνε το βλέμμα. Έβλεπε τις κουρτίνες από λευκό λινό, με τη φαρδιά, μαύρη γκρο κορδέλα στο τελείωμα του παραλληλόγραμμου κι από τις τέσσερις πλευρές. Τεράστια μαντήλια πένθους που ανεμίζουν μέσα στο σπίτι τόσα χρόνια και κανείς δεν έπιασε το υπονοούμενο. Όλοι μπέρδεψαν τη θλίψη με το στιλ και στο αναμεταξύ η λύπη θροΐζει σε κάθε φύσημα του ανέμου, πάει κι έρχεται στο σαλόνι και στην τραπεζαρία, στο υπνοδωμάτιο και το γραφείο, αόρατος κάτοικος, το ολοδικό της φάντασμα που κανείς άλλος δεν μπορεί να δει. Αφέθηκε σ’ αυτή την αίσθηση ενός μεγάλου κενού, με τα δάχτυλα να βρίσκουν παρηγοριά στα μαλλιά της, να τα τραβάνε, να τα χαϊδεύουν, να στριφογυρίζουν τις τούφες ώρες ολόκληρες. Μια συνεχής, υπόκωφη αγωνία που μεταμφιέζεται και συρρικνώνεται σε μικροσκοπικά ρίγη στα ακροδάχτυλα. Πότε νύχτωσε κιόλας; Νυχτώνει πάντα από μέσα προς τα έξω τελευταία.
o
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 18
24 Ιουλίου
Η γλώσσα της σκίρτησε κι αναθάρρησε στην πρώτη γου-
λιά του καφέ κι ύστερα για ώρα πολλή πάσχιζε να θυμηθεί πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που κάποια ενδιαφέρουσα σκέψη διέσχισε το νου της. Κενό. Αναρωτήθηκε πότε κάποιος θα αφαιρούσε τις διάφανες γάζες που τύλιγαν το πληγωμένο της μυαλό, πότε το μούδιασμα θα αποχωρούσε για να αναδυθεί ο παλιός εύστροφος και πνευματώδης άνθρωπος που υπήρξε στην προηγούμενη ζωή της. Οι μετεωρολόγοι προέβλεπαν σαράντα βαθμούς Κελσίου να αγκαλιάζουν την πόλη κι είχε ήδη αρχίσει να στάζει κάτι σαν υγρή απελπισία από το μέτωπο, ανάμεσα στα στήθη και κάτω χαμηλά στην κοιλιά. Σκέφτηκε πως ίσως θα ήταν καλύτερα αν προσπαθούσε να βγει έξω. Να βγει. Προχθές η Μαρία είπε, της είπε: «Μα τι συμβαίνει φέτος; Δεν έχει βουτιές, είναι δυνατόν; Ξεκόλλα λίγο και πήγαινε σε κανένα νησί. Θες να έρθεις μαζί μου στη Σέριφο; Να μας μαζέψεις στρείδια
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 19
ΒΟΥΤΙΑ
και φούσκες; Να πας τότε με τον Γρηγόρη. Δεν θες να πας για ψαροντούφεκο; Γιατί όχι; Γιατί;» Καθώς την άκουγε, η Ειρήνη ένιωσε παγιδευμένη από τα μαλλιά σε έναν βράχο μέσα στη θάλασσα, πνιγόταν και ήθελε να της βάλει τις φωνές. Δεν το έκανε. Σκεφτόταν: Γιατί έτσι. Γιατί κάθε βουτιά προϋποθέτει μια ανάδυση, γλυκιά μου, και φοβάμαι ότι έχω ξεχάσει τον τρόπο. Όταν είσαι στα δεκαπέντε μέτρα κάτω από το νερό και κοιτάξεις πάνω, στην περιοχή των φωτεινών στραφταλισμάτων, θα πρέπει να είσαι σίγουρος ότι σου έχει μείνει αρκετή ανάσα ώστε να ανέβεις. Ε, τι λες κι εσύ; Φέτος δεν έχω αυτή τη σιγουριά. Ανασαίνω λίγο και κοφτά και γρήγορα, ίσα ίσα για να συντηρούμαι, κι αυτό δεν φτάνει. Λαχανιάζω ακόμα και καθισμένη στον καναπέ, ετοιμόγεννη χωρίς έμβρυο, με την αγωνία για μαμή να δίνει το ρυθμό της αναπνοής μου: εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή, εκπνοή. Ατέρμων αναμονή μιας απροσδιόριστης γέννας. Πουθενά δεν θα πάω. Δεν πήγα πουθενά αφού... Εξάλλου, δεν την αφήνω μόνη. Δεν αφήνω τη γιαγιά ολομόναχη. Χθες του έγραψε, έγραψε ύστερα από καιρό άλλο ένα από εκείνα τα σημειώματα χωρίς παραλήπτη, ακόμα ένα χαρτάκι που έπειτα βγαίνει και το πετάει στον αέρα παρατηρώντας το να φτάνει πέρα, κάτω, προς τη θάλασσα. Άλλο ένα φορτισμένο με ιστορία σκουπίδι στο κενό της ανθρώπινης χωματερής των αισθημάτων.
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 20
ΚΑΤΙΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
Αγαπητέ μου, Θα μπορούσατε, θα θέλατε, θα επιθυμούσατε να βρίσκεστε στο αεροδρόμιο στις 17 του μήνα Αυγούστου για ένα ταξίδι μαζί μου; Στο στήθος μου κρέμεται μια Ακρόπολη σκαλισμένη πάνω σε χρυσή πλακέτα. Τι λέτε; Σας είναι αρκετό για να με βρείτε; Για την αναγνώριση;
Τον συνάντησε πρώτη φορά πάνω στην αγαπημένη της προβλήτα, στο αγαπημένο της νησί, εκεί που λατρεύει να κατεβαίνει για την πρώτη βουτιά της μέρας, ανάμεσα σε θηριώδη πιτσιρίκια που ορμάνε στο νερό αλαλάζοντας και σε γριές κυρίες που έρχονται εδώ κάθε καλοκαίρι για περισσότερα από εξήντα χρόνια, ήσυχες, ήρεμες, με το τιτίβισμά τους να ανεβαίνει σαν προσευχή από την επιφάνεια του νερού και να τη συναντάει πάνω, ψηλά, πριν ακόμα κατέβει τα σκαλιά του Αϊ-Νικόλα. Η σταθερότητα, η επανάληψη, το σφιχτό κράτημα του χρόνου από το μανίκι. Οι ανακουφιστικές γριές κυρίες. Εκείνος καθόταν στο ξύλινο παγκάκι, πάνω στην προβλήτα, σαν μόλις να είχε βγει από το νερό, και διάβαζε τη Λιμπερασιόν. Τι παλιομοδίτικο! σκέφτηκε. Ακούμπησε δίπλα του τα βατραχοπέδιλα και τη μάσκα και βάλθηκε να απλώνει αντιηλιακό στο πρόσωπό της κρυφοκοιτώντας τον. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και μια τούφα βρεγμένη ήταν κολλημένη
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 21
ΒΟΥΤΙΑ
στο μέτωπο και τον έκανε να μοιάζει σαν μικρό, πολύ σοβαρό αγόρι. Πρέπει να ήταν εκείνη η τούφα που τράβηξε τα δάχτυλά της από το σώμα της σαν μαγνήτης και, χωρίς να προλάβει να τα σταματήσει, πέντε δάχτυλα σε αποστολή πήγαν αυθάδικα και την ανασήκωσαν από το μέτωπο του ξένου. Της έριξε ένα βλέμμα που δεν μαρτυρούσε καμία έκπληξη –ούτε καν ενόχληση– μέσα από τα μαύρα γυαλιά και της παραχώρησε κι άλλο χώρο μαζί με ένα νεύμα γενναιοδωρίας. Σηκώθηκε τρεμάμενη κι απορημένη με τον εαυτό της κι έκανε τρία βήματα μέχρι την άκρη της προβλήτας. Βουτιά.
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 22
25 Ιουλίου
Αν υποθέσουμε ότι οι νόμοι της Φυσικής ισχύουν παντού, κι αφού το μεγάλο σταθερό αστέρι, ακίνητο πάντα, καταφέρνει να έλκει τόσους μικρούς πλανήτες, τότε και η δική μου τεράστια ακινησία θα πρέπει να είναι ικανή να δημιουργήσει μια αντίστοιχη δράση, σκέφτηκε η μικρή Ειρήνη καθώς έπαιζε με τους βαμβακερούς κόμπους του καναπέ. Με κάτι τέτοια παρηγοριόταν. Με αυθαίρετες εφαρμογές αυθαίρετων ερμηνειών της Φυσικής στη δική της θαμπή ύπαρξη. Είχαν περάσει πέντε μήνες από τότε που σταμάτησε κάθε δραστηριότητα. Από τότε που η εξάντληση της χτύπησε την πόρτα. Για την ακρίβεια, πέντε μήνες και δέκα μέρες από τότε που αποφάσισε πως δεν μπορούσε πια να ξυπνάει κάθε πρωί και να πηγαίνει στο γραφείο όπου πέρασε τα τελευταία οχτώ χρόνια της ζωής της. Είχε τα διαόλια της. Άρχιζε να το παίρνει απόφαση ότι οι προσπάθειες ανεύρεσης μιας ζωής ανεξάρτητης από επαγγελματικό προσδιορισμό δεν θα οδηγούσαν στην
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 23
ΒΟΥΤΙΑ
ανακάλυψη της προσωπικής της Νέας Γης. Από τότε που αποφάσισε ότι θα καθίσει ακίνητη ώστε να βρει το κέντρο της, το περίφημο κέντρο της ύπαρξής της, χωρίς τίποτα να την αποσπά από αυτή τη συγκέντρωση προς τα μέσα, από τότε λοιπόν, το μόνο για το οποίο μπορεί να υπερηφανεύεται είναι ότι κατάφερε να παραμείνει αληθινά ακίνητη και αδρανής. Καθόλου κέφια για Αργοναυτικές Εκστρατείες. Να πάει στο διάολο η κίβδηλη επιθυμία για δράση αναίτια με στόχους χωρίς αληθινό νόημα παρά το ξεγέλασμα του χρόνου. Που εξοντώνουν και σωρεύουν πληγές και κούραση. Επιθυμεί να μείνει αδρανής για να γλείψει τις πληγές της, για να ξεκουραστεί και για να δει πού θα τη βγάλει η έλλειψη ενός πλαισίου που να ορίζει και να καθορίζει τις μέρες της. Αυτό. Και φυσικά, καμία κατεύθυνση για τους ακινητοποιημένους. Και καμία βοήθεια από έξω. Ούτε καν κάτι σαν πινακίδες που να γράφουν «προς Λαμία» σαν εκείνες τις τρελές πινακίδες που βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, που τις συναντάς στο τέρμα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, για παράδειγμα, και που ξαφνικά εμφανίζονται μπροστά σου και σε γεμίζουν με την ελπίδα ενός ταξιδιού. Οι πινακίδες που συνήθως κανείς δεν τις βλέπει γιατί δεν υπάρχει λόγος να τις δει, γιατί τι γυρεύει τώρα μια πινακίδα που λέει «προς Λαμία» δίπλα σε εκείνη που γράφει «προς Κυψέλη»; Άλλο η Κυψέλη, άλλο η Λαμία και η Θεσσαλονίκη. Άλλο η κίνηση μέσα στην πόλη, άλλο η δυνατότητα φυγής προς τις Εθνικές Οδούς. Ποιος διάολος τα μπερδεύει έτσι αυ
DHMOPOULOU_BOUTIA D Final_Layout 1 24/5/17 9:45 π.μ. Page 24
ΚΑΤΙΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
τά τα πράγματα και με ποιο στόχο; Την κοροϊδεύουν; Κοροϊδεύουν την ανικανότητά της να κινηθεί προς τα έξω; Και μ’ αυτές τις μπερδεμένες σκέψεις κατέβηκε στο γκαράζ, μπήκε στο αυτοκίνητο, άνοιξε το ντουλάπι και βάλθηκε να ψάχνει έναν χάρτη, έναν οποιονδήποτε χάρτη της Ελλάδας. Βρήκε έναν ωραίο, γυαλιστερό χάρτη της Αθήνας. Ωραίος προορισμός! σκέφτηκε χαμογελώντας. Ίσως θα π’ ρεπε αυτό τον Αύγουστο να κάνω τουρισμό στην Αθήνα. Της φάνηκε τόσο μακρινή, σαν εξωτικό νησί στη μέση του Ινδικού Ωκεανού. Το κάνουν αυτό οι χάρτες: Να μεταμορφώνουν γνώριμους τόπους σε άγνωστες κι απάτητες περιοχές. Έκλεισε το ντουλάπι. Άναψε τη μηχανή. Μικρή κίνηση προς τα μπρος. Μικρή κίνηση προς τα πίσω. Φτάσαμε. Μικρή ζωή, μικρή μέρα.