BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 5
ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΜΠΑΡΥ
ΕΙΣ ΓΗΝ ΧΑΝΑΑΝ c Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ireland Literature Exchange (Επιδότηση Μετάφρασης), Δουβλίνο, Ιρλανδία. www.irelandliterature.com | info@irelandliterature.com ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Sebastian Barry, On Canaan’s Side © ©
Copyright by Sebastian Barry, 2011 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2010
Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5370-9
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 7
¶ ∂ ƒ π ∂ Ã √ ª ∂ ¡ ∞
ª∂ƒ√™ ¶ƒø∆√
[15 - 96] ª∂ƒ√™ ¢∂À∆∂ƒ√
[99 - 170] ª∂ƒ√™ ∆ƒπ∆√
[173 - 246]
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 8
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 9
Για τον Ντέρμοτ και τον Μπέρνι
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 10
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 11
Ζώντας εις γην Χαναάν, η Αίγυπτος εξόριστη στη λήθη, Πέρα απ’ τον Ιορδάνη τον τρανό, με τη χαρά στα στήθη. ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 12
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 13
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
6
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 14
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 15
Πρώτη μέρα χωρίς τον Μπιλ
ΑΕΙ Ο ΜΠΙΛ ΜΟΥ.
Τι ήχο να κάνει άραγε μια ογδονταεννιάχρονη καρδιά που ραγίζει; Μπορεί να μη διαταράσσει καν τη σιωπή, και το δίχως άλλο ως ήχος θα ’ναι αχνός πολύ. Όταν ήμουν τεσσάρων, είχα μια κούκλα πορσελάνινη, χαρισμένη από αλλόκοτη βούληση. Η αδελφή της μητέρας μου, που έμενε νότια, στο Γουίκλοου, την είχε φυλάξει απ’ τα παιδικά της χρόνια, τα δικά της και της αδελφής της, και μου την έδωσε σαν ενθύμιο της μητέρας μου. Στα τέσσερα, μια κούκλα σαν κι αυτή μπορεί να ’ναι πολύτιμη γι’ άλλους λόγους, με κύριο την ομορφιά της. Σαν να το βλέπω ακόμα το βαμμένο μουτράκι, γαλήνιο κι ανατολίτικο, και το γαλάζιο μεταξένιο φουστάνι που φορούσε. Ο πατέρας μου, προς μεγάλη μου απορία, έβρισκε ένα δώρο σαν κι αυτό ανησυχητικό. Τον προβλημάτιζε μ’ έναν τρόπο που αδυνατούσα να κατανοήσω. Έλεγε πως ήταν υπερβολικό για ένα κοριτσάκι μια σταλιά, μολονότι το ίδιο κοριτσάκι το λάτρευε με απόλυτη κατάνυξη. Μια Κυριακή, κάνα χρόνο αφότου μου πρωτοχαρίστηκε, επέμεινα να την πάρω μαζί μου στη Λειτουργία, παρά τις εκτενείς και λεπτομερείς διαμαρτυρίες του πατέρα μου, ο οποίος ήταν θρησκευόμενος υπό την έννοια πως ήλπιζε ότι υπήρχε μετά θάνατον ζωή. Στοιχημάτιζε την ψυχή του την ίδια γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Και οπωσδήποτε μια κούκλα δεν άρμοζε στο εκκλησίασμα, κατά την εκτίμησή του. Καθώς την κουβαλούσα πεισματικά στον πρόναο του καθεδρικού της οδού Μάρλμπορο, απροσδόκητα σχεδόν, ενδεχομένως απ’ το βαρύ κλίμα σοβαρότητος που επικρατούσε εκεί μέ-
15
Π
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 16
16
σα, άρχισε να γλιστρά και να μου πέφτει. Μέχρι σήμερα δεν είμαι βέβαιη, απόλυτα βέβαιη, πως δεν την άφησα εγώ να πέσει από κάποια περίεργη παρόρμηση. Μα αν όντως την άφησα να πέσει, μονομιάς το μετάνιωσα. Το δάπεδο του καθεδρικού ήταν λιθόστρωτο και σκληρό. Το πανέμορφο φορεματάκι της δε στάθηκε ικανό να τη σώσει, και το άψογο μουτράκι της βρήκε στην πέτρα και τσάκισε χειρότερα κι απ’ αβγό. Η καρδιά μου ράγισε για την κούκλα την ίδια στιγμή, τόσο που ο ήχος του χαμού της έγινε στην παιδική μου μνήμη ο ήχος της ραγισμένης μου καρδιάς. Και μολονότι επρόκειτο για ψευδαίσθηση νηπίου, αναρωτιέμαι τώρα κατά πόσον εκείνος ο ήχος θα μπορούσε να μοιάζει με το ράγισμα μιας ογδονταεννιάχρονης καρδιάς που γίνεται κομμάτια απ’ την οδύνη – ένας ήχος αχνός και υπόκωφος. Μα το αίσθημα που τον συνοδεύει μοιάζει με τοπίο που το καταπίνει φουσκονεριά πλημμύρας μες στα μαύρα σκοτάδια, κι όλα, παραστιά και στάβλος, ζώα κι άνθρωποι, τρέμουν απ’ την απειλή. Είναι θαρρείς και κάποιος, κάποια πανίσχυρη βούληση, μια σαν CIA των ουρανών, ήξερε καλά τον τόσο δα μηχανισμό που μ’ ορίζει, και πώς μαζεύεται κι επιδιορθώνεται, κι έχει το φυλλάδιο ή το εγχειρίδιο για το πώς να με ξεκάνει, και, γρανάζι το γρανάζι, σύρμα το σύρμα, με διαλύει, δίχως πρόθεση καμιά να με ξανακάνει όπως ήμουν, κι αδιαφορώντας για το γεγονός πως όλα μου τα κομμάτια τινάζονται και πέφτουν χάμω και χάνονται. Είμαι τόσο έντρομη απ’ τον πόνο, που δεν υπάρχει παρηγοριά πουθενά και σε τίποτα. Κουβαλώ μες στο κρανίο μου μια σαν λιωμένη σφαίρα αντί για εγκέφαλο, και καίγομαι εκεί μέσα, γεμάτη φρίκη και δυστυχία.
Συγχώρα με, Θεέ μου. Βοήθησέ με. Πρέπει να συνέλθω. Πρέπει εξάπαντος. Σε ικετεύω, Θεέ μου, βοήθησέ με. Με βλέπεις; Κάθομαι εδώ στο τραπέζι της κουζίνας μου με την κόκκινη φορμάικα. Η κουζίνα αστράφτει. Έχω βράσει τσάι. Το ’φτιαξα καυτό-καυτό, παρά το χάσιμο του νου που με κατέχει. Μια κουταλιά για μένα και μια για την τσαγιέρα. Τ’ άφησα να βράσει, όπως πάντα, περιμένοντας, όπως πάντα, το κίτρινο φως στο παράθυρο που βλέπει στη θάλασσα, στερεό σαν παλιά μπρούντζινη ασπίδα. Με
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 17
το γκρι μου φόρεμα από χοντρή φανέλα, που μετάνιωσα την αγορά του τη στιγμή που το πλήρωνα στη Μέιν Στριτ πριν χρόνια και χρόνια, και που ακόμα το μετανιώνω, παρότι είναι ζεστό σ’ αυτό τον δύσκολο καιρό. Θα πιω το τσάι μου. Θα πιω το τσάι μου. Πάει ο Μπιλ μου.
Όταν μυήθηκα στην καθολική κατήχηση στα τέσσερά μου χρόνια, στο νηπιαγωγείο που ’ταν κολλητά με το κάστρο, και η πρώτη ερώτηση διατυπώθηκε, Ποιος έφτιαξε τον Κόσμο;, ήξερα μ’ όλη μου την καρδιά πως η δασκάλα, η κα Ο’Τουλ, έσφαλε όταν απάντησε ο Θεός. Έστεκε μπρος μας και διάβαζε τις ερωταποκρίσεις με μια φωνή μικρή σαν του τρυποφράκτη. Και θα ’μουν ίσως διατεθειμένη να την πιστέψω, διότι στα τετράχρονα μάτια μου φάνταζε εντυπωσιακή με τη φούστα της, που ήταν γκρι σαν 2 – Εις γην Χαναάν
17
Ο θρύλος που περιέβαλλε τη μητέρα μου ήταν ότι πέθανε γεννώντας με. Ξετρύπωσα, έλεγε ο πατέρας μου, σαν φασιανός που κρύβεται, όλο σαματά. Ο δικός του πατέρας είχε διατελέσει οικονόμος της έπαυλης Χιούμγουντ στο Γουίκλοου, κι έτσι ήξερε πώς έκανε ο φασιανός όταν το ’σκαγε απ’ την κρυψώνα του. Η μητέρα μου πέθανε πάνω που η χρεία κεριών περίττευε, με την πρώτη αχτίδα της αυγής. Όλα αυτά σ’ ένα χωριό, το Ντάλκι, όχι μακριά απ’ τη θάλασσα. Για χρόνια πολλά μού φαινόταν σαν μια ιστορία μες στις τόσες. Μα όταν ήμουν έγκυος στο δικό μου παιδί, αίφνης έγινε ολοζώντανη, λες και συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Την ένιωθα σ’ εκείνο το καμαράκι στο Κλίβελαντ καθώς πάσχιζα να τον βγάλω από μέσα μου. Ποτέ δεν είχα σκέψεις αυθεντικές για τη μητέρα μου ως εκείνη την ώρα, κι ωστόσο στα λεπτά που κράτησε δε νομίζω ποτέ ανθρώπινο ον να βρέθηκε πιο κοντά μ’ όμοιό του. Όταν με τα πολλά αποθέσανε το μωρό στο στήθος μου –εγώ να ξεφυσώ σαν το ζώο– και με πλημμύρισε εκείνη η απαράμιλλη ευτυχία, έκλαψα για τη μάνα μου, και η αξία και το βάρος των δακρύων εκείνων για μένα ξεπερνούσαν βασίλειο ολάκερο.
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 18
φώκια στον ζωολογικό κήπο του Δουβλίνου, και ήταν τρομερά καλή μαζί μου όταν πρωτομπήκα στην τάξη – μου ’χε δώσει μέχρι κι ένα μήλο. Μα τον κόσμο, όπως νόμιζα πως θα όφειλε να ξέρει, τον είχε φτιάξει ο πατέρας μου, ο Τζέιμς Πάτρικ Νταν, ο οποίος δεν ήταν ακόμα, μα έμελλε να γίνει, διευθυντής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Δουβλίνου.
Ο θρύλος που περιέβαλλε τον πατέρα μου ήταν πως είχε ηγηθεί της επίθεσης εναντίον των πρωτοπαλίκαρων του Λάρκιν στα επεισόδια της οδού Σάκβιλ. Όταν ο Λάρκιν διέσχισε τη γέφυρα Ο’Κόνελ με ψεύτικη γενειάδα και μουστάκι, κι ανέβηκε τους μαρμάρινους διαδρόμους του ξενοδοχείου Ιμπίριαλ, και βγήκε στο μπαλκόνι, κι άρχισε να εκφωνεί λόγο στους εκατοντάδες εργάτες που ’χαν συγκεντρωθεί από κάτω, ενέργεια απαγορευμένη βάσει διατάγματος, ο πατέρας μου κι οι υπόλοιποι αξιωματικοί έδωσαν πρόσταγμα στους χωροφύλακες, που περιμένανε κραδαίνοντας τα κλομπ, να εφορμήσουν. Όταν ήμουν μικρή και πρωτάκουσα την ιστορία, και δη το ίδιο βράδυ που συνέβη, την παρανόησα, και πίστεψα πως ο πατέρας μου είχε κάνει κάτι το ηρωικό. Με τη φαντασία μου πρόσθετα ένα άσπρο άτι, που το ίππευε κραδαίνοντας το τελετουργικό σπαθί του. Τον έβλεπα να εφορμά σαν κανονικός αξιωματικός του Ιππικού. Η ιπποσύνη και το θάρρος του μου κόβανε την ανάσα. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια πολλά για να καταλάβω πως είχε εφορμήσει πεζή και πως τρεις εργάτες είχαν σκοτωθεί.
18
Αρχαία ιστορία. Κι άσχετη με το παρόν μου πένθος, εξόν ότι με συνεφέρνει κάπως. Τώρα θα πάρω μιαν ανάσα και θ’ αρχίσω να τα ιστορώ όπως πρέπει.
Όταν γύρισα απ’ την κηδεία, ο φίλος μου ο κος Ντίλιντζερ είχε μπει στο χολ ενόσω έλειπα και μου ’χε αφήσει ένα μπουκέτο λουλούδια, μα δε με περίμενε. Ήταν ακριβό το μπουκέτο, και είχε βά-
λει και μια καρτούλα που έγραφε: «Στην ακριβή μου φίλη κα Μπιρ, μετά λύπης για τη μεγάλη της απώλεια». Με συγκίνησε ειλικρινά. Είμαι βέβαιη πως αν ζούσε ο κος Νόλαν θα ’χε σκάσει μύτη κι αυτός. Μα η χειρονομία του δε θα ’ταν ευπρόσδεκτη. Αν δεν ήξερα τα όσα ξέρω πλέον, αν ο θάνατος του κου Νόλαν δεν είχε συμβεί τη στιγμή που συνέβη, μπορεί και να πίστευα ακόμα πως ήταν ο πιο στενός φίλος που είχα ποτέ. Είναι τρομερά παράξενο πώς ο θάνατός του κι ο θάνατος του εγγονού μου του Μπιλ συνέβησαν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Το κακό τριτώνει πάντα, δε χωράει αμφιβολία. Ο τρίτος θάνατος θα ’ναι ο δικός μου. Είμαι ογδόντα εννέα ετών και θα βάλω τέρμα στη ζωή μου σύντομα. Πώς να ζήσω χωρίς τον Μπιλ; Δεν μπορώ να κάνω τέτοια πράξη φριχτή χωρίς εξήγηση. Μα σε ποιον να δώσω εξηγήσεις; Στον κο Ντίλιντζερ; Στην κα Γουόλοχαν; Στον εαυτό μου τον ίδιο; Δε γίνεται ν’ αποχωρήσω χωρίς καμιά προσπάθεια να λογοδοτήσω για όλη αυτή την απόγνωση. Γενικώς δεν είμαι επιρρεπής στην απόγνωση, κι ελπίζω πως επέδειξα ελάχιστη στα χρόνια που πέρασα ως ζωντανή γυναίκα. Ποτέ δε μου ταίριαζε. Έτσι, δε σκοπεύω να τη φιλοξενήσω για πολύ ακόμα. Την αισθάνομαι, τόσο βαθιά, μάλιστα, που φοβάμαι ότι αναστατώνει το ίδιο μου το πάγκρεας, το αλλόκοτο αυτό γαλαζωπό όργανο που σκότωσε τον κο Νόλαν, μα δεν προτίθεμαι να παρατείνω αυτό το αίσθημα. Όσο κρατάει το να μιλήσεις στις σκιές του παρελθόντος, στον κυανό αιθέρα του μέλλοντος, τόσο θα διαρκέσει, ελπίζω και προσεύχομαι. Έπειτα θα βρω κάποιον αθόρυβο τρόπο να με ξεκάνω. Δεν απέκτησα ποτέ ανοσία σ’ όλα τα εξαίσια θεάματα αυτού του κόσμου που μου ’χουν χαριστεί, είτε πρόκειται για κάποια γωνίτσα του Δουβλίνου που γνώρισα παιδάκι, κάποια τόση δα περιφρονημένη αυλίτσα του κάστρου, που στα μάτια μου φάνταζε σκονισμένος παράδεισος, είτε στα κατοπινά τούτα χρόνια εκείνες οι ομίχλες, σαν πλάσματα με μακρόστενα μέλη που ’ρχονται καταπάνω στα Χάμπτονς σαν στρατιές. Σε επίθεση, σε ήττα; Σε φευγιό, σε γυρισμό; Κανείς δεν ξέρει. Ελπίζω και παρακαλώ ο κος Νόλαν να αργοκυλάει στον μεγάλο κατήφορο της κόλασης, με τους αγρούς να καίγονται τρι-
19
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 19
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 20
20
γύρω του και το φως του ήλιου να παίρνει μιαν ανησυχητική, φθαρμένη χροιά, με τη θέα ν’ αλλάζει και να τον σαστίζει – όχι τα πλατιά καπνοχώραφα και οι αφρόντιστοι, δασωμένοι πάτριοι λόφοι εντέλει, διότι υπήρξε γέννημα θρέμμα του Τενεσί, παρά το ιρλανδικό του επώνυμο, και, όπως κάθε ετοιμοθάνατο σπλάχνο ενός τόπου, μπορεί να φανταζόταν τον εαυτό του να επιστρέφει αργά κι αβίαστα στην πατρίδα του πεθαίνοντας. Και μολονότι κατ’ ουσίαν τον αγαπούσα όσο ζούσε, και για πολλά-πολλά χρόνια ήμασταν φίλοι, είναι το μόνο ορθό και δίκαιο τώρα ο διάβολος να τον πάρει απ’ το χέρι και να τον οδηγήσει μέσα απ’ τους καπνισμένους κάμπους. Ο διάβολος, έχω αρχίσει να υποπτεύομαι, κι αυτό μου προκαλεί τεράστια θλίψη, έχει μεγαλύτερη περί δικαίου αίσθηση απ’ τον άλλο.
«Μόνον οι άπιστοι μπορούν να πιστέψουν στ’ αλήθεια, μόνον οι χαμένοι μπορούν να κερδίσουν αληθινά» – αυτό μου ’πε μια μέρα ο εγγονός μου ο Μπιλ, με τη συνήθη λάμψη του, προτού φύγει να πολεμήσει στην έρημο. Ήταν ήδη διαζευγμένος, δεκαεννέα ετών, και ήδη πίστευε πως είχε βγει χαμένος στη ζωή. Ή μάλλον στη Ζωή, με ζ κεφαλαίο, όπως την αποκαλούσε. Ο πόλεμος του ’κλεψε ό,τι λάμψη του ’χε απομείνει. Γύρισε απ’ την πυρωμένη έρημο σαν άνθρωπος που ’χε αντικρίσει ένα απ’ τα θαύματα του διαβόλου. Λίγες μόλις βδομάδες μετά, είχε βγει με τους φίλους του, ίσως για να το ρίξει λίγο στο πιοτό, που τ’ άρεσε. Την επομένη τον βρήκε μια καθαρίστρια στις τουαλέτες του παλιού του σχολείου, αν έχεις τον Θεό σου. Είχε σκαρφαλώσει εκεί μέσα από μια παρόρμηση γνωστή μόνο στον ίδιο. Είχε αυτοκτονήσει βράδυ Σαββάτου, και είμαι βέβαιη πως ο λόγος ήταν ότι ο επιστάτης θα μπορούσε να τον βρει την Κυριακή μονάχος του, αντί για το χείμαρρο των παιδιών τη Δευτέρα. Είχε κρεμαστεί με τη γραβάτα του απ’ το γάντζο της πόρτας. Γιατί να ζω κι αυτός να ’ναι νεκρός; Γιατί να πάρει αυτόν ο Θάνατος;
Τίποτ’ άλλο στον κόσμο δε θα μ’ έκανε να πιάσω το γράψιμο. Το μισώ το γράψιμο, μισώ τα στυλό και τα μολύβια κι όλη τη φασαρία. Μια χαρά τα ’χω καταφέρει και χωρίς αυτό, νομίζω. Αχ, κι όμως λέω ψέματα στον εαυτό μου τον ίδιο. Το φοβόμουν το γράψιμο, καθόσον μέχρι τα οχτώ μου μετά βίας ήξερα να γράφω τ’ όνομά μου. Οι καλόγριες στο σχολείο της οδού Γκρέιτ Τζωρτζ δεν ήταν επιεικείς με τέτοιες περιπτώσεις. Μα τα βιβλία μ’ έχουν σώσει μερικές φορές, η αλήθεια να λέγεται – οι καλοί μου Σαμαρείτες. Βιβλία μαγειρικής όταν μάθαινα την τέχνη μου, ου, χρόνια τώρα, μολονότι και τώρα που ’χει περάσει καιρός καμιά φορά πιάνω και σκαλίζω το φθαρμένο μου αντίτυπο της Μαγειρικής του Λευκού Οίκου, όπως τ’ ακούτε, για να θυμίσω στον εαυτό μου καμιά φευγαλέα λεπτομέρεια. Δεν υπάρχει καλός μάγειρας που να μην έχει βρει λάθη ακόμα και στο αγαπημένο του βιβλίο μαγειρικής, που να μην έχει κρατήσει σημειώσεις στο περιθώριο, σαν να ’ναι βιβλίο παμπάλαιο – μπορεί κι απ’ τη χαμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Τις Κυριακές καμιά φορά διαβάζω εφημερίδα, όταν η διάθεση το επιτρέπει, απ’ την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Τη ρουφάω όπως η φλόγα τον αέρα. Και η Βίβλος μ’ αρέσει – σε ακόμα σπανιότερα κέφια και στιγμές. Η Βίβλος είναι σαν μια περίεργη μουσική· δεν πιάνεις πάντα τη μελωδία της. Και στον εγγονό μου τον Μπιλ άρεσε η Βίβλος, ήταν ειδικός στο να κάνει φύλλο και φτερό την Αποκάλυψη. Έλεγε πως έτσι ακριβώς ήταν στην έρημο του Κουβέιτ, κάψα στην κάψα, σαν λίμνη από φωτιά. Καὶ εἴ τις οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς γεγραμμένος, ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός. Μ’ αρέσουν οι ιστορίες που λέει ο κόσμος, από στόμα σε στόμα – ή απ’ την πάνω τρύπα, όπως το λέγαμε στην Ιρλανδία. Απλές ιστορίες, αυθόρμητες, αστείες. Όχι ψυχοπλανταγμένα παραμύθια της Ιστορίας. Κι έχω χορτάσει Ιστορία όλη μου τη ζωή απ’ τη ζωή μου την ίδια, χωρίς καν να αναφέρω τη ζωή της αφεντικίνας μου, της κας Γουόλοχαν. Πρόκειται βεβαίως για επώνυμο ιρλανδικό, και υποθέτω πως αυτό το γ στην αρχή προστέθηκε στην Αμερική, πριν από χρόνια πολλά, σ’ άλλη γενιά. Διότι ένα πράγμα έχω παρατηρήσει ως
21
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 21
BARRY sel_Final_Layout 1 15/09/2011 1:40 ΜΜ Page 22
22
προς τις λέξεις στην Αμερική, ότι δεν κάθονται στ’ αβγά τους. Όπως και οι άνθρωποι. Μόνο τα πουλιά της Αμερικής δείχνουν μια κάποια σταθερότητα, πουλιά που η φύση και οι χρωματισμοί τους μου κινούσαν την περιέργεια και με μπέρδευαν όταν πρωτόρθα. Εδώ γύρω, στις μέρες μας, μπορεί κανείς να δει παραθαλάσσια σπουργίτια, νεροκοτσέλες, κουρούνες και βροχοπούλια, καθώς και δεκατρία είδη συλβίας που κοσμούν τούτες τις ακτές. Κι εγώ έχω γυρίσει κάμποσο στη ζωή μου. Η πρώτη πόλη όπου βρέθηκα ήταν το Νιου Χέιβεν, πριν από ένα εκατομμύριο φεγγάρια, τρόπος του λέγειν. Με τον άντρα μου τον Τατζ. Αχ, πολύ θυελλώδης ήταν η ιστορία μας. Όμως θα προσπαθήσω να τη γράψω αύριο. Κρυώνω, παρότι η ζεστασιά του πρωτοκαλόκαιρου είναι επαρκής. Κρυώνω γιατί δεν μπορώ να βρω την καρδιά μου.