Καταρίνα Χάγκενα - Γεύση από κουκούτσι μήλου

Page 1

HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 11

S ΠρΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ S

Η

θεία άννυ πέθανε στα δεκάξι της από μια πνευμονία που, λόγω της ραγισμένης της καρδιάς και της πενικιλίνης που δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα, δεν γινόταν να θεραπευτεί. Ο θάνατός της επήλθε αργά κάποιο απόγευμα του Ιούλη. Κι όταν η Μπέρτα, η μικρότερη αδελφή της Άννυ, βγήκε μετά κλαίγοντας στον κήπο, είδε ότι με την τελευταία λαχανιαστή ανάσα της Άννυ όλα τα κόκκινα φραγκοστάφυλα είχαν ασπρίσει. Ήταν ένας μεγάλος κήπος, οι πολλές παλιές φραγκοσταφυλιές λύγιζαν κάτω από τα βαριά φραγκοστάφυλα. Έπρεπε να είχαν κοπεί προ πολλού, όμως όταν η Άννυ αρρώστησε κανείς δεν νοιαζόταν πια για τα φραγκοστάφυλα. Η γιαγιά μου μου μιλούσε συχνά γι’ αυτό, γιατί εκείνη είχε βρει τότε τα φραγκοστάφυλα που πενθούσαν. Έκτοτε στον κήπο της γιαγιάς μου υπήρχαν μόνο μαύρα και άσπρα φραγκοστάφυλα και κάθε περαιτέρω προσπάθεια να φυτέψουν έναν κόκκινο θάμνο αποτύγχανε, τα κλαδιά του έβγαζαν μόνο άσπρα φραγκοστάφυλα. Ωστόσο αυτό 11


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 12

ΚΑΤΑρΙΝΑ ΧΑΓΚΕΝΑ

δεν ενοχλούσε κανέναν, τα άσπρα ήταν σχεδόν εξίσου γλυκά με τα κόκκινα, όταν τα ξεζούμιζες δεν σου χάλαγαν την ποδιά και το έτοιμο ζελέ λαμπύριζε με μια αινιγματικά άχρωμη διαφάνεια. «Συντηρημένα δάκρυα» τα έλεγε η γιαγιά μου. Και στα ράφια του κελαριού υπήρχαν ακόμα γυάλινα βάζα κάθε μεγέθους με ζελέ φραγκοστάφυλο από το 1981, ένα ιδιαιτέρως πολυδάκρυτο καλοκαίρι, το τελευταίο της ρόσμαρι. Μια φορά η μητέρα ψάχνοντας για αγγουράκι τουρσί βρήκε ένα βάζο του 1945 με τα πρώτα μεταπολεμικά δάκρυα. Το χάρισε στην Ένωση Μυλωνάδων, κι όταν τη ρώτησα γιατί στην ευχή έδωσε τα υπέροχα ζελέ της γιαγιάς σε ένα λαογραφικό μουσείο, μου είπε ότι τα δάκρυα αυτά ήταν πολύ πικρά.

} Η γιαγιά μου, η Μπέρτα Λίνσεν, το γένος Ντίλβατερ, πέθανε αρκετές δεκαετίες μετά τη θεία Άννυ, είχε όμως ξεχάσει προ πολλού ποια ήταν η αδελφή της, πώς λεγόταν η ίδια και αν ήταν καλοκαίρι ή χειμώνας. Είχε ξεχάσει τι κάνουμε με ένα παπούτσι, με ένα κομμάτι μαλλί ή με ένα κουτάλι. Για δέκα ολόκληρα χρόνια απόδιωχνε τις αναμνήσεις της με την ίδια αφηρημένη ευκολία με την οποία μάζευε τις κοντές άσπρες μπούκλες από το σβέρκο της ή αόρατα ψίχουλα από το τραπέζι. Τον ήχο που έκανε το σκληρό, ξηρό δέρμα του χεριού της πάνω στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας τον θυμόμουν καλύτερα απ’ ό,τι τα χαρακτηριστικά του προσώπου 12


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 13

Γεύση από κουκούτσι μήλου

της. Θυμόμουν ακόμα ότι τα δάχτυλα με τα δαχτυλίδια έκλειναν πάντα σφιχτά μέσα τους τα αόρατα ψίχουλα, σαν να προσπαθούσαν να πιάσουν τα σκιαγραφήματα του μυαλού της που περνούσαν από μπροστά της, ίσως όμως να ήθελε απλώς να μη γεμίσει ψίχουλα το πάτωμα ή να ταΐσει τα σπουργίτια, που στις αρχές του καλοκαιριού τούς άρεσε τόσο πολύ να κάνουν αμμόλουτρα στον κήπο – και σκαλίζοντας ξέθαβαν πάντα τα ραπανάκια. Το τραπέζι στον οίκο ευγηρίας ήταν από πλαστικό, και το χέρι της σιώπησε. Προτού χάσει τελείως τη μνήμη της, μας σκέφτηκε στη διαθήκη της. Η μητέρα μου, η Κρίστα, κληρονόμησε τη γη, η θεία Ίνγκα τα χρεόγραφα, η θεία Χάριετ τα χρήματα. Εγώ, η τελευταία απόγονος, κληρονόμησα το σπίτι. Τα κοσμήματα και τα έπιπλα, τα λινά και τα ασημικά θα τα μοιράζονταν η μητέρα μου και οι θείες μου. Καθαρή σαν βρόχινο νερό ήταν η διαθήκη της Μπέρτα – και εξίσου απογοητευτική. Τα χρεόγραφα δεν είχαν ιδιαίτερη αξία, στα βοσκοτόπια εκείνης της πεδιάδας στη βόρεια Γερμανία, εκτός από τις αγελάδες, κανείς δεν ήθελε να ζει, τα χρήματα δεν ήταν πολλά και το σπίτι ήταν παλιό.

} Η Μπέρτα πρέπει να θυμόταν πόσο πολύ αγαπούσα παλιότερα το σπίτι. Την τελευταία της επιθυμία τη μάθαμε βέβαια μετά την κηδεία. Πήγα μόνη μου, ήταν ένα μακρύ, κουραστικό ταξίδι με διάφορα τρένα: Ξεκίνησα από το Φράι13


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 14

ΚΑΤΑρΙΝΑ ΧΑΓΚΕΝΑ

μπουργκ και έπρεπε να διασχίσω κάθετα ολόκληρη τη χώρα ώσπου να φτάσω επάνω, στο χωριό Μπότσχαβεν, και να κατέβω τελικά στη στάση απέναντι στο σπίτι της γιαγιάς μου, από ένα σχεδόν άδειο λεωφορείο της γραμμής που από τον απόκοσμο σιδηροδρομικό σταθμό μιας κωμόπολης με είχε φέρει τραμπαλίζοντάς με μέχρι εδώ. Ήμουν εξαντλημένη από το ταξίδι, το πένθος και τα αισθήματα ενοχής που έχουμε πάντα όταν πεθαίνει κάποιος που αγαπάμε, αλλά που δεν τον ξέρουμε καλά.

} Είχε έρθει και η θεία Χάριετ. Μόνο που στο μεταξύ δεν την έλεγαν πια Χάριετ αλλά Μοχάνι. Δεν κυκλοφορούσε όμως ούτε με πορτοκαλί μανδύα ούτε με φαλάκρα. Μόνο το κολιέ με τις ξύλινες χάντρες και τη μορφή του γκουρού μαρτυρούσε την καινούργια, πεφωτισμένη της κατάσταση. Με τα κοντά της μαλλιά στο κόκκινο της χένας και τα αθλητικά της Reebok έδειχνε ωστόσο διαφορετική από τις υπόλοιπες μαύρες φιγούρες που μαζεύονταν σε μικρές παρέες έξω από το παρεκκλήσι. Χάρηκα που είδα τη θεία Χάριετ, μολονότι σκεφτόμουν στενοχωρημένη και ταραγμένη ότι η τελευταία φορά που την είχα δει ήταν πριν από δεκατρία χρόνια. Ήταν στην κηδεία της ρόσμαρι, της κόρης της Χάριετ. Η ταραχή μού ήταν πολύ οικεία, σε τελική ανάλυση κάθε φορά που κοιτούσα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη σκεφτόμουν τη ρόσμαρι. Η κηδεία της ήταν αβάσταχτη, προφανώς είναι 14


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 15

Γεύση από κουκούτσι μήλου

πάντα αβάσταχτο όταν κηδεύεται ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι. Τότε λοιπόν, όπως μου είπαν μετά, έπεσα αναίσθητη. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι οι άσπροι κρίνοι στο φέρετρο ανέδιδαν μια ζεστή, υγρή και γλυκιά ευωδιά, που μου έφραξε τη μύτη και γέμισε την τραχεία μου με φουσκάλες. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Μετά βρέθηκα να κάνω κύκλους μέσα σε μια άσπρη τρύπα. Αργότερα ξύπνησα στο νοσοκομείο. Πέφτοντας είχα χτυπήσει το μέτωπό μου σε μια μυτερή πέτρα και έπρεπε να μου κάνουν ράμματα. Πάνω από τη ρίζα της μύτης έμεινε μια ουλή, ένα ωχρό σημάδι. Ήταν η πρώτη φορά που έπεσα αναίσθητη, έκτοτε το πάθαινα συχνά. Είναι οικογενειακό μας το πέσιμο.

} Έτσι, η θεία Χάριετ μετά το θάνατο της κόρης της έχασε την πίστη της. Πήγε στον Μπαγκβάν, η δύσμοιρη, έλεγε ο κύκλος των γνωστών της. Σε κείνη την αίρεση. Έλεγαν τη λέξη αίρεση με χαμηλωμένη φωνή, σαν να φοβόντουσαν ότι η αίρεση παραμόνευε και θα τους άρπαζε, θα τους ξύριζε το κεφάλι, θα τους έκανε να τρικλίζουν στους πεζόδρομους αυτού του κόσμου σαν τους εγκαταλελειμμένους τρελούς στη «Φωλιά του κούκου» και να παίζουν τα κύμβαλα με τη χαρά ενός παιδιού. Η θεία Χάριετ όμως δεν φαινόταν να ήθελε στην κηδεία της Μπέρτα να βγάλει τα κύμβαλα από τη βαλίτσα της. Όταν με είδε, με έσφιξε πάνω της και με φίλησε στο μέτωπο. 15


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 16

ΚΑΤΑρΙΝΑ ΧΑΓΚΕΝΑ

Φιλούσε μάλλον την ουλή που είχα στο μέτωπο, δεν είπε τίποτα όμως και με έσπρωξε προς τη μητέρα μου, που στεκόταν πλάι της. Η μητέρα μου φαινόταν λες και τις τρεις τελευταίες μέρες έκλαιγε συνέχεια. Βλέποντάς την, η καρδιά μου σφίχτηκε κι έγινε ένας ζαρωμένος σβόλος. Πόσο τρομερό είναι να κηδεύεις τη μητέρα σου, σκέφτηκα όταν την άφησα από την αγκαλιά μου. Ο πατέρας μου έστεκε δίπλα της και τη στήριζε, ήταν πολύ πιο κοντός από την τελευταία φορά και είχε στο πρόσωπό του χαρακιές που μέχρι τώρα δεν τις ήξερα. Η θεία Ίνγκα έστεκε λίγο παράμερα, ήταν συναρπαστική παρά τα κόκκινα μάτια της. Το ωραίο της στόμα ήταν τραβηγμένο προς τα κάτω, πράγμα που δεν την έκανε να φαίνεται κλαμένη αλλά περήφανη. Και, παρόλο που το φόρεμά της ήταν απλό και κλειστό μέχρι πάνω, δεν θύμιζε ρούχο πένθους αλλά το κλασικό μικρό μαύρο φόρεμα. Είχε έρθει μόνη της και μου έπιασε και τα δυο μου χέρια. Τινάχτηκα για λίγο, από το αριστερό της χέρι ένιωσα ένα ελαφρύ χτύπημα από ηλεκτρικό ρεύμα. Στο δεξί της μπράτσο φορούσε το κεχριμπαρένιο της βραχιόλι. Τα χέρια της θείας Ίνγκα ήταν σκληρά, ζεστά και ξηρά. Ήταν ένα ηλιόλουστο απόγευμα του Ιούνη. Κοιτούσα τον υπόλοιπο κόσμο, πολλές γυναίκες με άσπρες μπούκλες, χοντρά γυαλιά και μαύρες τσάντες. Ήταν οι γυναίκες από τη συντροφιά κυριών στην οποία ήταν μέλος η Μπέρτα. Ο πρώην δήμαρχος, έπειτα βεβαίως ο Κάρστεν Λέξοφ, ο παλιός δάσκαλος της μητέρας μου, κάποιες συμμαθήτριες και μακρινές ξαδέλφες των θείων και της μη16


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 17

Γεύση από κουκούτσι μήλου

τέρας μου και τρεις ψηλοί άντρες που στέκονταν σοβαροί και αδέξιοι ο ένας δίπλα στον άλλον και που φαινόταν αμέσως ότι ήταν παλιοί θαυμαστές της θείας Ίνγκα, μιας και δεν τολμούσαν καν να την κοιτάξουν φανερά κι ωστόσο δεν την άφηναν από τα μάτια τους. Είχαν έρθει οι Κουπ, οι γείτονες, και μερικοί ακόμα που δεν μπορούσα να τους κατατάξω πουθενά, ίσως από τον οίκο ευγηρίας, ίσως από το γραφείο τελετών, ίσως από το παλιό δικηγορικό γραφείο του παππού. Αργότερα πήγαμε όλοι στο καφενείο που είναι δίπλα στο νεκροταφείο για να φάμε κέικ βουτύρου και να πιούμε καφέ. Έτσι όπως συνήθως γίνεται μετά τις κηδείες, όλοι οι πενθούντες άρχισαν να μιλάνε, στην αρχή μουρμουρίζοντας σιγανά, έπειτα όλο και πιο δυνατά. Ακόμα και η μητέρα μου και η θεία Χάριετ συζητούσαν πυρετωδώς. Οι τρεις θαυμαστές στέκονταν τώρα γύρω από τη θεία Ίνγκα, άνοιξαν τα πόδια και τέντωσαν το κορμί τους. Η θεία Ίνγκα έδειχνε να περιμένει ότι θα της υπέβαλλαν τα σέβη τους, ταυτόχρονα όμως το δεχόταν με μια ελαφρά ειρωνεία. Η συντροφιά κυριών καθόταν μαζί και είχαν στήσει ψιλή κουβέντα. Στα χείλη τους είχαν κολλήσει κόκκοι ζάχαρης και φλούδες από αμύγδαλο. Έτρωγαν ακριβώς όπως μιλούσαν: αργά, δυνατά, αδιάλειπτα. Μαζί με τις δύο σερβιτόρες ο πατέρας μου και ο κύριος Λέξοφ έφερναν από την κουζίνα ασημένιους δίσκους με βουνά από τετράγωνα κομμάτια κέικ βουτύρου και άφηναν πάνω στα τραπέζια τη μία κανάτα καφέ μετά την άλλη. Η συντροφιά κυριών α17 2o


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 18

ΚΑΤΑρΙΝΑ ΧΑΓΚΕΝΑ

στειεύτηκε λιγάκι με αυτούς τους δύο προσεχτικούς νέους άντρες και προσπάθησαν να τους τραβήξουν στη συντροφιά τους. Κι ενώ ο πατέρας μου τις φλέρταρε με πολύ σεβασμό, ο κύριος Λέξοφ χαμογέλασε φοβισμένος και κατέφυγε στα διπλανά τραπέζια. Σε τελική ανάλυση εκείνος ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει να μένει εδώ.

} Εξακολουθούσε να κάνει ζέστη όταν φύγαμε από το καφενείο. Ο κύριος Λέξοφ μάγκωσε τις μεταλλικές πιάστρες στα μπατζάκια του παντελονιού του και ανέβηκε στο μαύρο του ποδήλατο, που ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο, ξεκλείδωτο. Σήκωσε για λίγο το χέρι του και έφυγε με κατεύθυνση το νεκροταφείο. Οι γονείς μου και οι θείες μου έμειναν να στέκουν μπροστά στην πόρτα του καφενείου κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια τον απογευματινό ήλιο. Ο πατέρας μου καθάρισε το λαιμό του: — Οι άντρες από το δικηγορικό γραφείο, θα τους είδατε, βέβαια, η Μπέρτα έκανε διαθήκη. Ήταν όντως οι δικηγόροι, λοιπόν. Ο πατέρας δεν είχε τελειώσει ακόμα, άνοιξε το στόμα του και το ξανάκλεισε, οι τρεις γυναίκες συνέχισαν να κοιτάζουν τον κόκκινο ήλιο χωρίς να πουν τίποτα. — Περιμένουν στο σπίτι.

} 18


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 19

Γεύση από κουκούτσι μήλου

Όταν πέθανε η ρόσμαρι ήταν πάλι καλοκαίρι, τις νύχτες όμως είχε ήδη αρχίσει να αναδίδεται από τα λιβάδια μια μυρωδιά φθινοπώρου. Οι άνθρωποι πάγωναν γρήγορα αν ήταν ξαπλωμένοι κάτω. Σκέφτηκα τη γιαγιά μου, που κείτονταν κάτω από τη γη, τον υγρό μαύρο λάκκο όπου βρισκόταν τώρα. Τυρφώδες χώμα, μαύρο και παχύ, από κάτω ωστόσο η άμμος. Ο χωμάτινος σωρός δίπλα στο μνήμα της στέγνωνε στον ήλιο και κάθε τόσο η άμμος έπεφτε από πάνω, κυλούσε σε μικρά ρυάκια όπως στην κλεψύδρα της κουζίνας. — Αυτή είμαι εγώ, είχε πει κάποτε αναστενάζοντας η Μπέρτα, αυτό είναι το κεφάλι μου. Έγνεψε στην κλεψύδρα που ήταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και σηκώθηκε γρήγορα από την καρέκλα της. Με τους γοφούς της πέταξε την κλεψύδρα από το τραπέζι. Ο λεπτός ξύλινος σκελετός έσπασε, το γυαλί θρυμματίστηκε, πετάχτηκε παντού. Ήμουν παιδί, και η αρρώστια της δεν είχε φτάσει ακόμα σε σημείο που να καταλαβαίνεις και πολλά. Γονάτισα και με το δείκτη μου άρχισα να απλώνω την άσπρη άμμο στο ασπρόμαυρο πέτρινο πάτωμα. Η άμμος ήταν πολύ λεπτή και γυάλιζε στο φως της λάμπας. Η γιαγιά στεκόταν παραδίπλα, αναστέναζε και με ρώτησε πώς μου έσπασε αυτή η ωραία κλεψύδρα. Όταν της είπα ότι εκείνη το έκανε, κούνησε το κεφάλι της πως όχι, το κούνησε ξανά και συνέχισε να το κουνάει. Ύστερα μάζεψε τα γυαλιά με τη σκούπα και τα πέταξε στον κουβά που πετούσαμε τη στάχτη.

} 19


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 20

ΚΑΤΑρΙΝΑ ΧΑΓΚΕΝΑ

Η θεία Χάριετ με έπιασε από το μπράτσο, τινάχτηκα ολόκληρη. — Να πηγαίνουμε; με ρώτησε. — Ναι, φυσικά. Προσπάθησα να τραβηχτώ από την απαλή της λαβή κι εκείνη με άφησε αμέσως, ένιωθα το βλέμμα της από το πλάι.

} Πήγαμε στο σπίτι με τα πόδια, το Μπότσχαβεν είναι ένα πολύ μικρό χωριό. Ο κόσμος μάς έγνεφε σοβαρός όταν περνούσαμε. Κάποιες φορές στέκονταν στο δρόμο μας ηλικιωμένες γυναίκες και μας έδιναν το χέρι τους, στον πατέρα όμως όχι. Δεν ήξερα καμιά τους, εκείνες όμως φαίνονταν να με ξέρουν όλες κι έλεγαν σιγανά, από σεβασμό στο πένθος μας, με έναν καλυμμένο θρίαμβο ωστόσο –επειδή οι ίδιες την είχαν γλιτώσει– ότι έμοιαζα με την Κρίστελ όταν ήταν μπεμπέκα. Χρειάστηκε αρκετή ώρα μέχρι να καταλάβω ότι η μπεμπέκα ήταν η μητέρα μου.

} Το σπίτι φάνηκε από μακριά κιόλας. Ο παρθενοκισσός θέριευε στην πρόσοψη και τα παράθυρα του επάνω ορόφου δεν ήταν παρά τετράγωνες εσοχές στη σκουροπράσινη ζούγκλα. Οι δύο γέρικες φιλύρες στην άκρη του ιδιωτικού δρόμου έφταναν μέχρι τη στέγη. Όταν άγγιξα τον πλαϊνό τοίχο του σπιτιού ένιωσα τις άγριες κόκκινες πέτρες ζεστές κάτω 20


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 21

Γεύση από κουκούτσι μήλου

από την παλάμη μου. Μια ριπή αέρα πέρασε μέσα από τον κισσό, οι φιλύρες έγειραν το κεφάλι, το σπίτι έπαιρνε κοφτές ανάσες.

} Στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στην εξώπορτα στέκονταν οι δικηγόροι. Ο ένας, όταν μας είδε να ερχόμαστε, πέταξε το τσιγάρο του. Ύστερα έσκυψε βιαστικά και μάζεψε τη γόπα. Όταν ανεβήκαμε τα φαρδιά σκαλοπάτια, εκείνος κατέβασε το κεφάλι, είχε δει ότι τον είχαμε δει, ο λαιμός του κοκκίνισε κι άρχισε να ψάχνει απόλυτα συγκεντρωμένος στο χαρτοφύλακά του. Οι δύο άλλοι άντρες κοιτούσαν τη θεία Ίνγκα, ήταν και οι δύο νεότεροί της, άρχισαν όμως αμέσως να τη φλερτάρουν. Ο ένας απ’ αυτούς έβγαλε από το χαρτοφύλακά του ένα κλειδί και μας κοίταξε με απορία. Η μητέρα πήρε το κλειδί και το έβαλε στην κλειδαριά. Όταν ακούστηκε ο ήχος από το μπρούντζινο κουδουνάκι στον επάνω μεντεσέ της πόρτας, στα πρόσωπα και των τριών αδελφών απλώθηκε το ίδιο χαμόγελο. — Ας περάσουμε στο γραφείο, είπε η θεία Ίνγκα και προχώρησε μπροστά.

} Η μυρωδιά του διαδρόμου με ζάλισε, μύριζε ακόμα μήλο και παλιά πέτρα, στον τοίχο έστεκε το σκαλιστό μπαούλο με την προίκα της προγιαγιάς μου, της Κέτε. Αριστερά και δεξιά οι 21


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 22

ΚΑΤΑρΙΝΑ ΧΑΓΚΕΝΑ

δρύινες καρέκλες με το οικόσημο της οικογένειάς μας: μια καρδιά που κόβεται στα δύο με ένα πριόνι. Τα τακούνια της μητέρας και της θείας Ίνγκα χτυπούσαν στο πάτωμα, άμμος έτριζε κάτω από δερμάτινες σόλες, μόνο η θεία Χάριετ ακολουθούσε αργά και αθόρυβα με τα Reebok της. Το γραφείο του παππού ήταν τακτοποιημένο. Οι γονείς μου και ο ένας από τους δικηγόρους, ο νεαρός με το τσιγάρο, έφεραν κοντά τέσσερις καρέκλες, τρεις από τη μία πλευρά και μία απέναντι. Το γραφείο του Χίνερκ έστεκε στον τοίχο, βαρύ και ανέγγιχτο από τις όποιες εξελίξεις, ανάμεσα στα δύο παράθυρα που έβλεπαν στον ιδιωτικό δρόμο με τις φιλύρες. Το φως αντανακλούσε στα φύλλα της φιλύρας και γέμιζε το δωμάτιο με χρωματιστές κηλίδες. Η σκόνη χόρευε. Έκανε ψύχρα εδώ μέσα, οι θείες μου και η μητέρα κάθισαν στις τρεις σκούρες καρέκλες, ο ένας από τους δικηγόρους κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του Χίνερκ, που όμως την είχε γυρίσει έτσι ώστε να έχει το γραφείο στην πλάτη του. Ο πατέρας κι εγώ στεκόμασταν πίσω από τις τρεις αδελφές, οι άλλοι δύο δικηγόροι στέκονταν δεξιά στον τοίχο. Η πλάτη και τα πόδια κάθε καρέκλας ήταν τόσο ψηλά και ίσια, που όταν καθόσουν πάνω της το σώμα σου σχημάτιζε αμέσως ορθή γωνία: τα πέλματα με τις γάμπες, οι μηροί με τη μέση, ο πήχης με το βραχίονα, το πιγούνι με το λαιμό. Οι τρεις αδελφές έμοιαζαν με αιγυπτιακά αγάλματα σε αρχαίο τάφο. Και, μολονότι το ανήσυχο φως μάς τύφλωνε, δεν ζέσταινε το δωμάτιο. Ο άντρας που καθόταν στην καρέκλα του γραφείου του 22


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 23

Γεύση από κουκούτσι μήλου

Χίνερκ, όχι εκείνος με το τσιγάρο, έκανε θόρυβο με τις κλειδαριές του χαρτοφύλακά του, που φάνηκε πως ήταν ένα σήμα προς τους άλλους δύο, που ξερόβηξαν και κοίταξαν σοβαρά τον πρώτο άντρα, προφανώς τον προϊστάμενό τους. Εκείνος συστήθηκε ως συνεταίρος του πρώην συνεταίρου του Χάινριχ Λίνσεν, του παππού μου. Έγινε ανάγνωση και ερμηνεία της διαθήκης της Μπέρτα, ο πατέρας είχε οριστεί εκτελεστής. Τα σώματα των τριών αδελφών διέτρεξε μία και μοναδική συνεχόμενη κίνηση όταν άκουσαν ότι το σπίτι θα πήγαινε σε μένα. Κοίταξα τον συνέταιρο του συνεταίρου. Με κοίταξε κι ο τύπος με το τσιγάρο, εγώ κατέβασα τα μάτια και κάρφωσα το βλέμμα στο χαρτάκι με τους ύμνους από την κηδεία, που το κρατούσα ακόμα κλεισμένο μέσα στην παλάμη μου. Στον αντίχειρά μου είχαν αποτυπωθεί οι νότες από το «Ω, θεία κεφαλή, γεμάτη αίμα και πληγές». Εκτυπωτής ψεκασμού μελάνης. Κεφαλές γεμάτες αίμα και πληγές, μαλλιά σαν κόκκινη μελάνη έβλεπα μπροστά μου, τρύπες στο μυαλό, τα κενά στη μνήμη της Μπέρτα, την άμμο στην κλεψύδρα της κουζίνας. Από την άμμο, όταν ήταν αρκετά καυτή, έφτιαχναν γυαλί. Άγγιξα με τα δάχτυλα την ουλή μου, όχι, δεν χύθηκε άμμος από μέσα, μονάχα σκόνη ξεπήδησε από τη βελούδινη φούστα μου όταν έκλεισα πάλι το χέρι μου και σταύρωσα τα πόδια. Παρατηρούσα έναν λεπτό πόντο που ξεκινούσε από το γόνατό μου και χανόταν στο μαύρο βελούδο του φορέματός μου. Ένιωσα το βλέμμα της Χάριετ και την κοίταξα. Τα μάτια της 23


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 24

ΚΑΤΑρΙΝΑ ΧΑΓΚΕΝΑ

ήταν γεμάτα συμπόνια, μισούσε το σπίτι. ροσμαρίνος για τη μνήμη. Να δεις, ποιος το είχε πει αυτό; Ξέχασα. Όσο μεγαλύτεροι γίνονταν οι πόντοι που έφευγαν από τη μνήμη της Μπέρτα, τόσο μεγαλύτερα και τα κομμάτια της μνήμης που έπεφταν από μέσα. Όσο πιο πολύ μπερδευόταν, τόσο πιο παρανοϊκά ήταν τα πλεχτά που έφτιαχνε και που από τους πόντους που έφευγαν συνεχώς, από τις ενώσεις ή από το μάζεμα των καινούργιων πόντων, μεγάλωναν και μάζευαν στις άκρες προς κάθε κατεύθυνση, έχασκαν, γίνονταν σαν τσόχα και ξηλώνονταν από παντού. Η μητέρα είχε μαζέψει τα πλεχτά που είχε βρει στο Μπότσχαβεν και τα είχε φέρει στο σπίτι. Τα φύλαγε μέσα σε ένα κουτί στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς της. Έπεσα συμπτωματικά κάποια φορά πάνω του και με ένα μείγμα φρίκης και διασκέδασης άπλωνα το ένα μάλλινο γλυπτό μετά το άλλο πάνω στο κρεβάτι των γονιών μου. Ήρθε και η μητέρα, εγώ δεν έμενα πια στο σπίτι και η Μπέρτα ήταν ήδη στον οίκο ευγηρίας. Μείναμε για ώρα να κοιτάζουμε τα μάλλινα τέρατα. — Κάπου πρέπει τελικά να διατηρεί κανείς τα δάκρυά του, είπε η μητέρα σαν να αμυνόταν, ύστερα τα ξανάβαλε όλα στην ντουλάπα. Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ για τα πλεχτά της Μπέρτα.

} Βγήκαμε πάλι όλοι από το γραφείο, ο ένας πίσω από τον άλλο, διασχίσαμε το διάδρομο προς την εξώπορτα, η κλειδα24


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 25

Γεύση από κουκούτσι μήλου

ριά έκανε έναν μεταλλικό κρότο. Οι άντρες μάς χαιρέτησαν διά χειραψίας, έφυγαν κι εμείς καθίσαμε έξω, στη σκάλα. Σχεδόν όλες οι λείες ασπροκίτρινες πέτρινες πλάκες είχαν κι από μία ρωγμή, όχι όμως κάθετα αλλά κατά μήκος: είχαν ξεπηδήσει επίπεδα κομμάτια, που τώρα ακουμπούσαν ξεκολλημένα στα σκαλοπάτια και μπορούσες να τα σηκώσεις σαν καπάκι. Παλιότερα δεν ήταν τόσα πολλά, έξι εφτά μόνο, τα χρησιμοποιούσαμε σαν μυστικές κρύπτες και μέσα κρύβαμε φτερά, λουλούδια και γράμματα. Τότε έγραφα ακόμα γράμματα, πίστευα ακόμα στα γραμμένα, στα τυπωμένα, στα διαβασμένα. Στο μεταξύ είχα πάψει πια να το κάνω. Ήμουν βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ, η δουλειά μου είχε να κάνει με βιβλία, αγόραζα βιβλία, μάλιστα μερικές φορές δανειζόμουν και κάποια. Αλλά να διαβάσω, όχι. Παλιότερα ναι, τότε το έκανα, διάβαζα αδιάκοπα, στο κρεβάτι, στο φαγητό, στο ποδήλατο. Αυτό όμως είχε τελειώσει πια. Το να διαβάζεις ήταν το ίδιο με το να κάνεις συλλογές, και το να κάνεις συλλογές ήταν το ίδιο με το να φυλάς, και το να φυλάς ήταν το ίδιο με το να θυμάσαι, και το να θυμάσαι ήταν το ίδιο με το να μην είσαι σίγουρος, και το να μην είσαι σίγουρος ήταν το ίδιο με το να έχεις ξεχάσει, και το να ξεχνάς ήταν το ίδιο με το να πέφτεις και η πτώση έπρεπε να πάρει τέλος. Ήταν μια εξήγηση αυτή. Μου άρεσε που ήμουν βιβλιοθηκάριος. Για τους ίδιους λόγους για τους οποίους είχα πάψει να διαβάζω. 25


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 26

ΚΑΤΑρΙΝΑ ΧΑΓΚΕΝΑ

Αρχικά σπούδασα γερμανική φιλολογία, στις εργασίες που κάναμε όμως κατάλαβα ότι όλα όσα ακολουθούσαν τη βιβλιογραφία μού φαίνονταν ασήμαντα. Οι κατάλογοι, τα ευρετήρια, τα εγχειρίδια, οι πίνακες περιεχομένων είχαν τη δική τους λεπτή ομορφιά, που όταν τα διάβαζε κανείς επιπόλαια αποκάλυπταν τόσο λίγα όσα και η ερμητική ποίηση. Όταν από ένα γενικό εγχειρίδιο, με τις φθαρμένες από τους πολλούς αναγνώστες σελίδες του, περνώντας από πολλά άλλα βιβλία έφτανα σιγά σιγά σε μια άκρως εξειδικευμένη μονογραφία, της οποίας το εξώφυλλο δεν είχε πιάσει ποτέ στα χέρια του κανένας άλλος πριν από μένα εκτός από κάποιον βιβλιοθηκάριο, αυτό μου προκαλούσε ένα αίσθημα ικανοποίησης, το οποίο δεν μπορούσε να συγκριθεί σε τίποτα με αυτό που ένιωθα για το δικό μου κείμενο. Επιπλέον, τα όσα σημείωνε κανείς ήταν κι εκείνα που δεν χρειαζόταν να θυμάται, εκείνα δηλαδή που μπορούσε άνετα να ξεχάσει, αφού ήξερε πού ήταν γραμμένα, κι έτσι έμπαινε πάλι σε ισχύ ό,τι ίσχυε για το διάβασμα.

} Αυτό που ιδιαιτέρως μου άρεσε στο επάγγελμά μου ήταν να εντοπίζω ξεχασμένα βιβλία, βιβλία που έστεκαν για εκατοντάδες χρόνια στη θέση τους, που μάλλον δεν είχαν διαβαστεί ποτέ, με ένα παχύ στρώμα σκόνης πάνω τους, και που είχαν ζήσει περισσότερο από τα εκατομμύρια εκείνων που δεν τα διάβασαν. Στο μεταξύ είχα ανακαλύψει εφτά ή οχτώ 26


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 27

Γεύση από κουκούτσι μήλου

τέτοια βιβλία και τα επισκεπτόμουν σε άτακτα διαστήματα, δεν τα άγγιζα ποτέ όμως. Κάποιες φορές τα μύριζα λίγο. Όπως τα περισσότερα βιβλία στις βιβλιοθήκες, μύριζαν άσχημα, το αντίθετο του καινούργιου. Χειρότερα απ’ όλα μύριζε το βιβλίο για τις αιγυπτιακές ζωφόρους, ήταν πια τελείως μαύρο και φθαρμένο. Τη γιαγιά μου είχα πάει μόνο μία φορά να τη δω στον οίκο ευγηρίας. Καθόταν στο δωμάτιό της, με φοβήθηκε και τα έκανε πάνω της. Μια γηροκόμος ήρθε και της άλλαξε πάνα. Φεύγοντας φίλησα την Μπέρτα στο μάγουλο, ήταν δροσερή, κι ένιωσα στα χείλια μου το δίχτυ των ρυτίδων που απλωνόταν μαλακό πάνω στο δέρμα της.

} Ενώ εγώ περίμενα στη σκάλα κι ακολουθούσα με το δάχτυλο τις ρωγμές στις πέτρες, η μητέρα μου καθόταν δύο σκαλοπάτια πιο πάνω και άρχισε να μου μιλάει. Μιλούσε σιγανά και δεν τελείωνε τις φράσεις της, έτσι που η χροιά της φωνής της έμοιαζε να αιωρείται για λίγο ακόμα στον αέρα. Αναρωτήθηκα εκνευρισμένη γιατί το έκανε συνέχεια τώρα τελευταία αυτό. Μόνο όταν ακούμπησε στην αγκαλιά μου ένα μεγάλο κλειδί στο χρώμα του μπρούντζου, που με το απλό σχήμα που είχε το δόντι του έμοιαζε κομμάτι από το σκηνικό κάποιου χριστουγεννιάτικου παραμυθιού, κατάλαβα τελικά τι συνέβαινε. Είχα να κάνω με το σπίτι, είχα να κάνω με τις κόρες της Μπέρτα εδώ στη ρημαγμένη σκάλα, με τη νεκρή αδελφή της που γεννήθηκε σ’ αυτό το σπίτι, με μένα και 27


HAGENA_MHLO sel_Final_Layout 1 02/10/2012 2:16 ΜΜ Page 28

ΚΑΤΑρΙΝΑ ΧΑΓΚΕΝΑ

τη ρόσμαρι που πέθανε μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Είχα να κάνω και με τον νεαρό δικηγόρο με το τσιγάρο. Παραλίγο να μην τον αναγνώριζα, δεν υπήρχε αμφιβολία όμως, ήταν ο μικρός αδελφός της Μίρα Όμστεντ, της καλύτερής μας φίλης. Της καλύτερης φίλης που είχαμε η ρόσμαρι κι εγώ.

28


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.