KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 5
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ
RIEN NE VA PLUS 8 Μυθιστόρημα ΝΕΑ ΕΠΙΜΕΛΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 6
©
Copyright Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2012
Έτος 1ης έκδοσης: 2012 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5440-9
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 7
Στον ξάδελφό μου, τον Κωνσταντίνο
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 8
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 9
«Οι άνθρωποι ερμηνεύουν μία πράξη και κάθε ερμηνεία είναι διαφορετική. Γιατί, με το να την αναλύουν ξανά και ξανά, οι άνθρωποι δεν αποκαλύπτουν την πράξη, αλλά τον εαυτό τους». AKIRA KUROSAWA, «Rashomon»
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 10
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 11
«Οι δαίμονες έχουν πίστη, αλλά τρέμουνε από το φόβο τους». FYODOR DOSTOEVSKY
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 12
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 13
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ SSS
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 14
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 15
[1]
ΤΑ Μ Α Τ Ι Α του ήταν μοβ, παγωμένα, μάτια ψαριού. Ήταν
όμως τόσο εκθαμβωτικά ωραίος, που η ομορφιά αυτή κάλυψε αμέσως τη φρίκη που διαισθάνθηκα να ξετυλίγεται στο μέλλον. Όλο το βράδυ, παρόλο ότι μου άρεσε πολύ, είχα την εντύπωση πως μαζί με όλους τους καλεσμένους στο δωμάτιο υπήρχε κι ένα ερπετό, με μοβ μάτια, τέλεια μύτη, ωραίο στόμα, μία έξοχη και επιθετική επιτήδευση. Εκείνο το βράδυ ο Αλκιβιάδης μιλούσε συνέχεια για θερμοσίφωνες, ότι πρέπει να τους έχεις συνέχεια κλειστούς για να μην ξοδεύεις λεφτά, και πότε να τους ανάβεις – ούτε καν μία ώρα πριν κάνεις μπάνιο. «Εγώ, εξάλλου, κάνω πάντα κρύο ντους», είπε και γέλασε.
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 16
[2]
Γ
« Ι Α Τ Ι νομίζεις ότι μου αρέσει η ομοφυλοφιλία;» με ρώτησε ο Αλκιβιάδης. «Γιατί, εκεί που πας με τ’ αγόρια, αυτοί που σ’ αγαπούν δεν μπορούν να σ’ ακολουθήσουν». «Η ομοφυλοφιλία είναι ένας κόσμος ερμητικά κλειστός, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι λίγο σαν να ’χεις πεθάνει». Αυτή η φράση, μετά από χρόνια, όταν έγινε το ακατονόμαστο, απόκτησε την απόλυτη σημασία της.
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 17
[3]
ΤΟ β Ρ Α Δ Υ του γάμου μας ο Αλκιβιάδης μου πρότεινε να
πάμε σ’ ένα γκέι μπαρ. Κι εγώ το δέχτηκα. Είχα ακόμα ρύζια και λουλούδια στα μαλλιά μου. «Θα σου δείξω κάτι, θα σου δείξω κάτι», μου έλεγε κι ήταν ερεθισμένος, ξαναμμένος σαν παιδί. Στο γκέι μπαρ ήμουνα η μόνη γυναίκα. Μόλις μπήκα, με κοίταξαν επιθετικά, ύστερα με περιέργεια. Αλλά μόλις είδαν τον Άλκη, ησύχασαν. «Κοίτα», μου είπε, «κοίτα τι θα κάνω». Απέναντί μας ακριβώς, ένα ξανθό αγόρι κοιτούσε έντονα τον Αλκιβιάδη. Ήταν μικρός στην ηλικία, καχεκτικός, ντροπαλός, ούτε καν ωραίος. Ο Αλκιβιάδης έβγαλε μία κάρτα του από την τσέπη του σμόκιν που φορούσε στην εκκλησία –είχε κι αυτός ρύζια και λουλούδια ακόμα στα μαλλιά– και πλησίασε το αγόρι. Τον άκουσα από μακριά, την ψυχρή, μεταλλική φωνή του, την αναίδεια που κρυβότανε πίσω από την ευγένεια στους τρόπους του: 2o
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 18
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ
«Η γυναίκα μου κι εγώ –μόλις παντρευτήκαμε– θα επιθυμούσαμε πολύ να μας επισκεφθείτε αύριο το βράδυ σ’ αυτή τη διεύθυνση, να, είναι εδώ γραμμένη, στην κάρτα, μένουμε στη Γλυφάδα. Θα μας δώσετε μεγάλη χαρά». Του έδωσε την κάρτα του. Η επισημότητα της σκηνής είχε κάτι το αλλοπρόσαλλο. Δάκρυσα. Ο Αλκιβιάδης με το σμόκιν του γάμου, το αγόρι με το τζιν. «Και τώρα χαίρετε», είπε ο Άλκης. Γύρισε κοντά μου. «Είδες; Με κοίταξε». Το αγόρι ήταν δεκαπέντε ετών. Μετά από πολύ καιρό, κατάλαβα πως απ’ την πρώτη κιόλας μέρα του γάμου μας ο Αλκιβιάδης ήθελε αμέσως να μου αποδείξει κάτι. «Ούτε και μ’ αρέσει το αγόρι». Άναψε ένα τσιγάρο. Αυτή η συναλλαγή είχε μια τέτοια ασχήμια και μια τέτοια γοητεία, που ήταν σαν να κατάπινα ένα φαγητό που δεν μπορούσα να χωνέψω ή να αφομοιώσω αμέσως. Αυτή η συναλλαγή ήταν έξω από τα όρια της αντοχής μου, τόσο πολύ, που την ξέχασα τη στιγμή ακριβώς που γινότανε. Κι έτσι, την πρώτη νύχτα του γάμου μας, αγάπησα τον Αλκιβιάδη απόλυτα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Άρχισε να χιονίζει. Η Γλυφάδα έγινε κάτασπρη. Δεν υπήρχανε ταξί, ούτε λεωφορεία. Ο Άλκης όμως ούτε θέρμανση δεν είχε. Και το
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 19
RIEN NE VA PLUS
θερμοσίφωνο δεν ήταν ανοιχτό, για να κάνω ένα ζεστό μπάνιο. «Να το ανάψω;» τον ρώτησα. «Όχι. Πήγαινε κάτσε κοντά στο αερόθερμο». Την άλλη μέρα είχε χιονοθύελλα. Όλη την ημέρα κάναμε έρωτα. Γύρω στις έξι, ο Αλκιβιάδης αποφάσισε να διαβάσει Proust. Κι ενώ διάβαζε το Le temps retrouvé, χτύπησε το κουδούνι. «Ποιος να ’ναι;» είπα. «Κανένας γείτονας. Δεν θα κυκλοφορεί ψυχή σήμερα με τέτοιο κρύο». Πήγα ν’ ανοίξω. Το ξανθό αγόρι στεκότανε μπροστά μου, μούσκεμα, τουρτουρίζοντας. «Περπάτησα ώρες για να ’ρθω. Είναι εδώ ο άντρας σας;» Σκέφτηκα τότε πως εγώ για κανέναν δεν θα έβγαινα με τέτοιο καιρό. Το αγόρι, φαίνεται, ήθελε πολύ τον Άλκη. Άρχισα να τουρτουρίζω κι εγώ. «Έρχομαι!» φώναξε ο Αλκιβιάδης απ’ το δωμάτιό του. «Κάτσε λίγο μαζί του να του κάνεις παρέα κι έρχομαι αμέσως». Καθίσαμε με το ξανθό αγόρι στον καναπέ. Ήταν ντροπαλός. Εγώ φορούσα το νυχτικό μου κι από πάνω ένα πουλόβερ του Άλκη. Τουρτουρίζαμε κι οι δυο. «Ασχολείστε με τίποτα;» τον ρώτησα.
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 20
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ
«Σπουδάζω αεροσυνοδός». «Σκοπεύετε να πετάξετε;» «Ναι», είπε. Χαμογέλασε. Κοίταξε προς το δωμάτιο του Άλκη. «Θέλετε ένα ποτό; Ξέρετε, εδώ είμαι η οικοδέσποινα». «Ναι. Λίγο μπράντι, μέσα σ’ ένα ποτήρι με ψηλό λαιμό». Τα χέρια του ήταν μπλε από το κρύο. «Εγώ είμαι συγγραφέας, ξέρετε», του είπα. «Κι εγώ δεν γουστάρω τις γυναίκες», μου απάντησε. Κατάπιε μια γουλιά μπράντι, άναψε ένα τσιγάρο. Το χαμόγελό του αυτή τη φορά ήταν διάπλατο. «Δεν το πιστεύω πως παντρευτήκατε εχτές», μου είπε. «Ούτε κι εγώ», του απάντησα. Ο Άλκης μπήκε στο δωμάτιο φορώντας ένα τζιν κι ένα tee shirt. Ξυπόλυτος. Κάθισε δίπλα στο αγόρι, το φίλησε στο στόμα. Το αγόρι τον αγκάλιασε με τέτοιο πάθος, που κατάλαβα γιατί περπάτησε ώρες μες στα χιόνια. Φοβήθηκα. Σηκώθηκα κι άρχισα να τρέχω προς την κρεβατοκάμαρα, με το γάτο τον Καίσαρα να πηδάει στο σβέρκο μου για να με πνίξει. Ο Αλκιβιάδης έσπρωξε το αγόρι μακριά και με κυνήγησε. «Μείνε εδώ. Τον βαριέμαι μόνος μου». Ξαναγύρισα. Κάθισα στην πολυθρόνα. Άρχισαν πάλι να φιλιούνται. «Δεν μπορώ μπροστά στη γυναίκα σου». «Μα εγώ αυτό γουστάρω», απάντησε ο Αλκιβιάδης. «Κι αν δεν μπορείς, να φύγεις». 2
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 21
RIEN NE VA PLUS
Γδυθήκανε. Τα σώματά τους, απίστευτα ωραία, μπλεχτήκανε. Κοιτούσα και κάπνιζα, μου άρεσε. Κι όμως έκλαιγα. «Ένα κακό όνειρο είναι, θα ξυπνήσω», είπα στον εαυτό μου. Μετά αφαιρέθηκα, σαν να κοιμόμουν, σαν να είχα δυνατό πυρετό. Άρχισα να σκέφτομαι τη σκύλα μου, τη Lyn. Πώς κοιμάται στη δικιά της πολυθρόνα, πώς με κοιτάζει όταν πεινάει ή όταν θέλει ένα χάδι, πώς φέρνει το κεφάλι της και το ακουμπάει ακριβώς κάτω απ’ το σβέρκο μου, σαν να προσεύχεται. Ποτέ δεν αγάπησα τη σκύλα μου τόσο πολύ όσο εκείνη τη νύχτα με το χιόνι και τα βογγητά, και το κρύο, και τα δυο πεταμένα τζιν χάμω στο χαλί. Όταν τελειώσανε, το αγόρι αισθανόταν πια σαν στο σπίτι του. «Γιατί παντρεύτηκες, ρε; Είσαι τρελός;» Το αγόρι άναψε ένα τσιγάρο, ακόμα λαχανιασμένος, και χάιδεψε τη γυμνή του κοιλιά. Το αγόρι δεν είχε μιλήσει ποτέ στον Αλκιβιάδη στον ενικό. «Γιατί, ρε, παντρεύτηκες; Είσαι μουρλός;» «Ντύσου και ξεκουμπίσου», του είπε ο Αλκιβιάδης. «Ό,τι είχαμε να κάνουμε, το κάναμε. Τώρα θέλω να μείνω με τη γυναίκα μου, που λατρεύω, και να διαβάσω μαζί της Proust». «Τι είναι Proust;» «Μια μάρκα παγωτού. Σήκω, ντύσου, φύγε, και κλείσε και την πόρτα πίσω σου, γιατί βαριέμαι να σηκωθώ». «Πήγε και παντρεύτηκε ο μαλάκας», συνέχισε το αγόρι. «Τυχερή η γυναίκα σου. Έχει και τζάμπα θέαμα...» 2
KARAPANOU sel - final_Layout 1 16/03/2012 1:18 ΜΜ Page 22
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ
«Δίνε του. Αλλιώς θα σε κάνω λειώμα». Τα μάτια του Αλκιβιάδη είχανε γίνει μοβ σκούρα, το χρώμα που παίρνανε όταν θύμωνε πολύ. Το αγόρι ντύθηκε κι έφυγε σφυρίζοντας. Με τον Αλκιβιάδη ξαπλώσαμε στο κρεβάτι κι αρχίσαμε να διαβάζουμε Proust. Ο αυτόματος τηλεφωνητής ήταν αναμμένος. Η φωνή ακουγόταν δυνατά: «Σας μιλάει ο Αλκιβιάδης... Θα είμαι πάλι στο ιατρείο μου τη Δευτέρα 21 Ιανουαρίου, γιατί αυτές τις μέρες απουσιάζω σε γαμήλιο ταξίδι». Όλη τη νύχτα και όλο το βράδυ πριν, που ήταν το ξανθό αγόρι στο σπίτι, ακουγόταν συνέχεια, δυνατά, το μήνυμα.
22