Κατερίνα Καριζώνη - Το τραγούδι του ευνούχου

Page 1

KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:03 ΜΜ Page 5

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΥΝΟΥΧΟΥ Ιστορικό μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 6

©

Copyright Κατερίνα Καριζώνη – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013

Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5586-4


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 7

Στη μνήμη των καστράτων τραγουδιστών


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 8


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 9

Μια ανωτέρα δύναμις φαίνεται να διέπει όλα αυτά Τα ορατά κι αόρατα στα κάστρα Ωσάν ρολόι παλιό από ψηλά σκιάζοντας τα σπίτια Δείχνοντας ακριβώς την ώρα των μεγάλων πόλεων Αλεξάνδρειας, Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκης. ΤΑΚΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ, 1980

«Τρίτη Ιστορία»


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 10


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 11

Κρούσια 1224 μ.Χ.

Ε Σ Α Γ Ε Ν Α Ρ Η , το χιόνι έπεφτε πυκνό, ένας άγριος αέ-

Μ ρας σάρωνε τον τόπο, το κρύο έτσουζε. Από τα κλαδιά των δέντρων κρέμονταν κρύσταλλα πάγου, ενώ οι κορυφές

των βουνών φορούσαν κάτασπρες κουκούλες. Κάτι πεινασμένα πουλιά τσιμπολογούσαν το χιόνι, μάταια ωστόσο. Οι νιφάδες του χιονιού σκάλωναν η μια δίπλα στην άλλη, σκέπαζαν σιγά σιγά τα τζάμια στα παράθυρα, σκέπαζαν τις στέγες και τις καπνοδόχους. Νύχτωνε και ο Ιωάννης Λεκαπηνός σκυμμένος πάνω στα λογιστικά βιβλία του πάλευε να ισοσκελίσει τους λογαριασμούς του, ίσως και κάποιους άλλους μέσα του, όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Πλησίασε και άνοιξε διστακτικά. Ο αέρας όρμησε στο δωμάτιο, φούντωσε τη φλόγα στο τζάκι, έσβησε δύο από τα έξι κεριά που έκαιγαν στα ασημένια καντηλέρια πάνω στο γραφείο του, ανακάτεψε τα χαρτώα χειρόγραφα, πέταξε κάτω περγαμηνές και μεμβράνες. Ο Λεκαπηνός σήκωσε το βλέμμα του και είδε έναν άγνωστο άντρα να στέκεται στην πόρτα κρατώντας ένα μωρό τυλιγμένο σε μια γκρίζα κουβέρτα. Το χιόνι είχε ασπρίσει τα μαλλιά και την μπέρτα του, το πρόσωπό του και τα χέρια του είχαν κοκκινίσει από την παγωνιά. 


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 12

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

«Τι θέλετε;» ρώτησε. «Η μάνα του σκοτώθηκε στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης», έδειξε το βρέφος ο άντρας, που απ’ τα ρούχα του φαινόταν Φράγκος ιππότης. «Ο πατέρας του αγνοείται. Το βρήκα στα χαλάσματα του σπιτιού του. Το κράτησα για λίγο καιρό κοντά μου, αλλά πρέπει να φύγω για την Κωνσταντινούπολη κι από κει για τα σύνορα. Δεν μπορώ να το πάρω μαζί μου». «Για να του ρίξω μια ματιά», έσκυψε πάνω του ο Λεκαπηνός. «Αγόρι είναι;» «Ναι, αγόρι». «Μμμ... καλό αυτό», κούνησε το κεφάλι του ο Λεκαπηνός. «Ξέρετε, δεν δεχόμαστε κορίτσια στο ορφανοτροφείο μας. Έχει κάποιο διακριτικό, κάποιο κόσμημα, ή χρήματα;» ρώτησε. «Πρέπει να μας τα παραδώσετε όλα σύμφωνα με τον κανονισμό». «Ναι, βέβαια», απάντησε ο ιππότης κι έβαλε το χέρι στην τσέπη του. «Μη στέκεστε στην πόρτα», έκανε πρόθυμα ο Λεκαπηνός. «Περάστε, παρακαλώ, μέσα». Ο ιππότης μπήκε στο ορφανοτροφείο κι έριξε μια ματιά γύρω του. Το κτήριο ήταν τεράστιο αλλά ανέδιδε μια έντονη μυρωδιά μούχλας. Φαινόταν έρημο, παρόλο που πρέπει να φιλοξενούσε μεγάλο αριθμό ορφανών. Ένα φανάρι με αδύναμο φως κρεμόταν δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στους πάνω ορόφους. «Τους έχετε μάθει στην πειθαρχία», σχολίασε. «Δεν ακούγεται άχνα». 


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 13

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΥΝΟΥΧΟΥ

«Το άλφα και το ωμέγα του ορφανοτροφείου μας είναι η πειθαρχία, αγαπητέ κύριε... Το άλφα και το ωμέγα», επανέλαβε ο ορφανοτρόφος. «Το όνομά σας;» «Βαλτερκίνος ντε Πασκεντάλε», απάντησε ο άντρας κι άφησε το μωρό προσεκτικά στον καναπέ δίπλα στο τζάκι. Εκείνο άνοιξε τα μάτια του για μια στιγμή κι έβγαλε μια γλυκιά φωνούλα. Ο ιππότης τράβηξε έναν ξύλινο σταυρό απ’ την τσέπη του και τον ακούμπησε πάνω στο γραφείο, όπου ανάμεσα στα στοιβαγμένα βιβλία και στα έγγραφα, στις πένες και στα μελανοδοχεία, διέκρινε μια λεπτή ζυγαριά ακριβείας και δυο στήλες με άσπρα τραχέα τρικέφαλα μανουηλάτα.1 Είναι αρτζεντάριος,2 σκέφτηκε αμέσως. «Δεν υπάρχουν άλλα τιμαλφή;» έκανε συνοφρυωμένος ο Λεκαπηνός. «Ξέρετε, έχουμε πληρότητα αυτή την εποχή. Είναι λίγο δύσκολο να δεχτούμε καινούργια παιδιά...» Δεν μπόρεσε να κρύψει τη δυσαρέσκειά του για την ένδεια του ορφανού. Ο ιππότης τον κοίταξε ενοχλημένος. Ξανάριξε μια ματιά στην έρημη και παγωμένη σάλα με την τεράστια σκάλα. Δεν του πολυάρεσε η συμπεριφορά του ορφανοτρόφου. Ούτε και η εικόνα του ορφανοτροφείου. Πολύ σιωπηλή, σκέφτηκε, περίεργα σιωπηλή. Κι όλα αυτά περί πειθαρχίας κατά βάθος τον προβλημάτισαν. «Λοιπόν», ξανάπε ο Λεκαπηνός και ξερόβηξε. Ο Βαλτερκίνος κοντοστάθηκε σκεφτικός. Δυστυχώς δεν γινόταν να κρατήσει το μωρό. Αν και το είχε αγαπήσει. Θα το άφηνε για την ώρα εκεί, αλλά θα ξαναγύριζε σύντομα να 


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 14

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

το πάρει. Κοίταξε διερευνητικά τον Λεκαπηνό, που στεκόταν απέναντί του περιμένοντας απάντηση. Ήταν κοντός και οστεώδης, με γαμψή μύτη, δίχως μαλλιά, κάλυπτε τη φαλάκρα του μ’ έναν βελούδινο σκούφο που κατέληγε σε μια άσπρη φούντα. Τα μικρά ξεθωριασμένα μάτια του είχαν απροσδιόριστο χρώμα και στο πιγούνι του κρέμονταν λίγα αραιά γένια. Απέπνεε κάτι δυσάρεστο και απωθητικό. Δήλωνε όμως μέγας ευεργέτης και προστάτης των ορφανών αυτού του κόσμου. Είχε χτίσει το ορφανοτροφείο με χρήματα που κέρδισε απ’ το εμπόριο χαλκού στην Τραπεζούντα και είχε πείσει τους πάντες για το φιλανθρωπικό έργο του. Ωστόσο το έργο αυτό είχε εξελιχθεί με τα χρόνια σε κερδοσκοπική επιχείρηση με πολλούς φανερούς και κρυφούς συνεταίρους. Ο Βαλτερκίνος έχωσε το χέρι του στην τσέπη και τράβηξε ένα πουγκί με νομίσματα. «Τα είχα για το ταξίδι», μουρμούρισε, «αλλά θα σας τα δώσω για να το προσέχετε», έδειξε το βρέφος. Ο Λεκαπηνός άλλαξε ύφος. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα ανύπαρκτα χείλη του. «Θα το φροντίσω σαν τα μάτια μου», είπε. «Ελάτε να βάλετε μια υπογραφή στο βιβλίο εισαγωγών. Αλήθεια, πώς λέγεται το παιδί;» «Είναι αβάπτιστο», απάντησε ο ιππότης. «Όμως υπάρχει κάτι πάνω στον σταυρό που φορούσε». Πήρε τον σταυρό απ’ το γραφείο, όπου τον είχε ακουμπήσει πριν από λίγα λεπτά. «Ένα γράμμα ρω κι ένα σίγμα τελικό, νομίζω», κοίταξε προσεκτικά στο φως των κεριών. Ο ορφανοτρόφος πλησίασε κι έριξε μια ματιά στον σταυρό. 


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 15

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΥΝΟΥΧΟΥ

«Ναι, Ρς λέει. Αυτό θα γράψουμε». Πήρε μια πένα, την βούτηξε στο μελανοδοχείο και σκύβοντας στο βιβλίο άρχισε να γράφει: Σήμερα την 25η προς 26η Ιανουαρίου του σωτηρίου έτους 1224 μ.Χ. εμφανίστηκε στο ορφανοτροφείο μου ο Γάλλος ιππότης κύριος Βαλτερκίνος ντε Πασκεντάλε και μου παρέδωσε ένα ορφανό αγόρι αγνώστων στοιχείων μαζί μ ’έναν ξύλινο σταυρό που έφερε χαραγμένα πάνω του τα γράμματα Ρς. Το παιδί θα παραμείνει στο ορφανοτροφείο μου, ακολουθώντας αυστηρά το πρόγραμμα και την αγωγή που λαμβάνουν τα άλλα παιδιά του ιδρύματος, μέχρι την ενηλικίωσή του. «Μπορεί να επιστρέψω μια μέρα και να το πάρω», επανέλαβε ο ιππότης. «Να το ξέρετε». «Όλοι έτσι λένε», κούνησε το κεφάλι του ο ορφανοτρόφος, «αλλά δεν ξαναγυρίζουν. Παίρνουν το καπελάκι τους και φεύγουν. Καλά που είναι ο Λεκαπηνός και μαζεύει τα κακόμοιρα τα ορφανά... Ξέρετε πόσα παιδιά έχει αυτό το ορφανοτροφείο; Εξήντα πέντε. Μάλιστα, εξήντα πέντε στόματα που τα τρέφει ο Λεκαπηνός. Και θα μου πείτε πώς τα καταφέρνω... Με τις οικονομίες μου και με τις χορηγίες του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα, του καλού μας αυθέντη και ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης, και φυσικά με τους εράνους της Εκκλησίας και των ανωνύμων και επωνύμων ευεργετών μας. Θα ξέρετε βέβαια ότι τα παιδιά μας διαπρέπουν στις χορωδίες της περιοχής». «Όχι, δεν το γνωρίζω», απάντησε ο Βαλτερκίνος. «Δεν είμαι απ’ τα μέρη σας». 


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 16

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

«Βέβαια», συνέχισε ο άντρας. «Τα ορφανά μας λαμβάνουν μουσική και θρησκευτική παιδεία. Κάνουμε τα πάντα για τη μόρφωση αλλά και για την επαγγελματική τους τακτοποίηση. Ίσως κάποτε να καταφέρουμε να τα στείλουμε στο Πατριαρχείο, ακόμα και στο παλάτι στη Βασιλεύουσα». «Πολύ ευχάριστα όλα αυτά», ψιθύρισε ανυποψίαστος ο ιππότης κι έριξε μια ματιά σε μια βιβλιοθήκη πίσω απ’ το γραφείο του Λεκαπηνού, που ήταν γεμάτη βιβλία με δερματόδετα και μεταξωτά εξώφυλλα. «Έχετε πολλά και ακριβά βιβλία», παρατήρησε. «Ναι», κούνησε το κεφάλι του ο Λεκαπηνός. «Τα περισσότερα είναι από ενέχυρα. Δυστυχώς οι μορφωμένοι άνθρωποι στην εποχή μας χαλεπαίνονται», απάντησε με μια αδιόρατη ειρωνεία. «Είναι η μόνη βοήθεια που μπορώ να τους προσφέρω». Την ίδια στιγμή εμφανίστηκε μπροστά τους ο φύλακας του ορφανοτροφείου, ο Τρελός Βοριάς, έτσι τον αποκάλεσε ο Λεκαπηνός. Μπήκε κρατώντας ένα αναμμένο λαδοφάναρο. Ήταν ένας Τάταρος, χοντρός σαν θηρίο, με μια μαύρη πλεξούδα που ξεκινούσε απ’ την κορυφή του ξυρισμένου του κεφαλιού κι έφτανε ως τη μέση του. «Έξω το ’στρωσε», είπε. «Θα πάρω μέσα τα ξύλα γιατί θα βραχούν. Βρομόκαιρος... Τι έχουμε εδώ;» Έριξε ένα διερευνητικό βλέμμα στον ιππότη και στο μωρό. «Καινούργιο πράμα;» Και χωρίς να περιμένει απάντηση, γύρισε την πλάτη του και κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς το εσωτερικό του κτηρίου. Του Βαλτερκίνου δεν του άρεσε ο φύλακας, 


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 17

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΥΝΟΥΧΟΥ

αλλά ούτε ο Λεκαπηνός του γέμισε το μάτι. Ειδικά αυτοί που λένε τα μεγάλα λόγια αποδεικνύονται οι χειρότεροι. Όμως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν υπήρχε άλλη λύση για το παιδί. «Σας ευχαριστώ πολύ», είπε κι έριξε μια τελευταία ματιά στο νεογέννητο που κοιμόταν αμέριμνο στον καναπέ, αποχαιρετώντας το σιωπηλά. «Να μου το προσέχετε». «Μην ανησυχείτε. Είναι σε καλά χέρια», χαμογέλασε ο ορφανοτρόφος. «Να ’ρθω μαζί σας να σας φέξω... Ή καλύτερα να σας συνοδέψει ο Τρελός Βοριάς. «Όχι, δεν χρειάζεται», απάντησε ο ιππότης και ρίχνοντας τη μάλλινη κάπα επάνω του βγήκε στην αυλή και καβάλησε το άλογό του, που τον περίμενε δεμένο σ’ ένα δέντρο. Ο αέρας είχε δυναμώσει και στροβίλιζε το χιόνι. Χουχούλιασε τις παλάμες του κι έπιασε τα γκέμια του αλόγου του. Ο ορφανοτρόφος τον κοίταξε απ’ το παράθυρο καθώς ξεμάκραινε μέσα στην παγωμένη νύχτα. Έριξε ακόμα ένα ξύλο στο τζάκι και ξανακάθισε στο γραφείο τρίβοντας ικανοποιημένος τα χέρια του. «Αύριο το πρωί να πας να φέρεις τη Λησμονημένη», είπε στον Τρελό Βοριά που εμφανίστηκε μπροστά του. «Να θηλάσει το μωρό. Μπορεί να τρώει εδώ μέχρι το τέλος του θηλασμού. Θα παίρνει και μισή φόλλη3 τη μέρα». Ύστερα άδειασε το πουγκί με τα νομίσματα που του είχε αφήσει ο Βαλτερκίνος. «Μμμ, άσπρα τραχέα σταυροαγιοδημητράτα»,4 μουρμούρισε, «τετριμμένης κοπής, κράμα αργύρου και χαλκού, όχι και πολύ σπουδαία. Για να τα ζυγίσω...»  o


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 18

Κρούσια 1242 μ.Χ.

ασήμαντος κηπουρός από κάποιον φτωχό οικισμό της Χαράδρας, βρέθηκα σε τούτο το αρχοντικό με τις αμέτρητες κάμαρες, τις στολισμένες με βελούδα και βαρύτιμα χαλιά, κρυστάλλινους πολυέλαιους κι ασημένια καντηλέρια, με τους απέραντους ανθισμένους κήπους, τα πλούσια λιβάδια που εκτείνονται ως το βάθος του ορίζοντα, και την ήρεμη λίμνη, όπου γλιστρούν ευλύγιστοι κύκνοι και πλατύφυλλα νούφαρα, εγώ, ένας ταπεινός ακτήμονας, ένας πληβείος, στέκομαι τώρα και παρατηρώ τους αντικατοπτρισμούς των δέντρων στα ήσυχα νερά της λίμνης, καθώς ένα κοκκινωπό φύλλο διαγράφει πέφτοντας έναν μεγάλο κύκλο πάνω στην υγρή επιφάνεια... «Παραπινάκη», ακούστηκε η βραχνή φωνή του επιστάτη βγάζοντας τον νεαρό κηπουρό από τις σκέψεις του. «Τι κάνεις εκεί;» «Ποτίζω τα γογγύλια», απάντησε εκείνος. Και πράγματι αυτό σκόπευε να κάνει λίγο πριν χαθεί μέσα στις μπερδεμένες σκέψεις του. Η άνοιξη πάντα του αναστάτωνε τον νου, του έμπλεκε τα αισθήματα. Τον πλημμύριζε με μια ανεξήγητη μελαγχολία.

Ε

ΓΩ, ΕΝΑΣ




KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 19

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΥΝΟΥΧΟΥ

«Να ετοιμάσεις είκοσι μία ανθοδέσμες με τους καλύτερους δυνατούς συνδυασμούς», συνέχισε ο επιστάτης. «Τα τριαντάφυλλα να είναι απ’ όλα τα χρώματα. Να βάλεις και νάρκισσους και τουλίπες. Έτσι μου είπε η κυρία Τας». Η κυρία Τας ήταν η οικονόμος του σπιτιού, μια Γαλλίδα γεροντοκόρη λεπτή σαν βέργα, βροντόφωνη ωστόσο και στρυφνή. Την είχε φέρει απ’ το Παρίσι ο μαρκήσιος Ουγκώ ντε Κολλυνύ, Φράγκος ιππότης της τέταρτης Σταυροφορίας, που είχε φτάσει πολεμώντας σ’ αυτά τα χώματα. Ο Παραπινάκης –που το αληθινό του όνομα ήταν Νικήτας, αλλά κανείς δεν το χρησιμοποιούσε, ούτε και το γνώριζε– κοντοστάθηκε και κούνησε πρόθυμα το κεφάλι του. Ύστερα ξανακοίταξε τα παρτέρια με τα τριαντάφυλλα, τις βιολέτες, τις φρέζιες, τις ίριδες, τις ορτανσίες, τα καμπανάκια και τα άλλα λουλούδια του κήπου. Λίγο πιο κάτω άρχιζαν σε συστοιχίες οι βυσσινιές, οι τζιτζιφιές, οι ακακίες, τα οπωροφόρα που πνίγονταν μέσα σε μια οργιαστική ανθοφορία, οι λεύκες, οι βαλανιδιές, οι καστανιές και τα έλατα, ένα μικρό δάσος που ανήκε στο απέραντο λιβάδι του οίκου. Ο ήλιος κατέβαινε σιγά σιγά και ο κήπος τυλιγόταν σ’ έναν πορφυρό μανδύα που έπαιρνε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου. Μπογιάτιζε τα νερά, ακόμα και τα φτερά των κύκνων, κι ύστερα έσβηνε βυθίζοντας τον σιωπηλό κόσμο στο σκοτάδι. Βαθιά σ’ ένα ξέφωτο αυτού του μικρού δάσους υπήρχε μια καλύβα όπου έμενε ο Πάκος, ο γηραιός ξυλοκόπος που είχε εγκατασταθεί από χρόνια στο αλσύλλιο του κτήματος και προμήθευε ξύλα στο αρχοντικό. Καμιά φορά τους έφερνε κυνήγι αγριοπερίστερα, κουνέλια, ελάφια και πιο σπάνια 


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 20

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

αγριόχοιρους, καθώς το αλσύλλιο διασταυρωνόταν μ’ ένα μεγάλο δάσος από κωνοφόρα που σκαρφάλωναν ως τις κορυφές των βουνών. Απ’ την πίσω μεριά τους βρίσκονταν οι φτωχοί οικισμοί της Χαράδρας. Ο Παραπινάκης χώθηκε στο καλύβι του, πήρε το κλαδευτήρι του και ξαναβγήκε. Ήταν μέσα του Μάρτη. Στα γύρω βουνά έβλεπες πού και πού μπαλώματα από χιόνι, τα τελευταία ίχνη που άφηνε πίσω του ο γερο-χειμώνας. Ο νεαρός κηπουρός κατευθύνθηκε προς τις τριανταφυλλιές. Όταν κόβεις τα άνθη της τριανταφυλλιάς, στην πραγματικότητα κόβεις τα γεννητικά τους όργανα, σκέφτηκε με θυμό. Κι αυτό για χάρη μιας ανθοδέσμης που δεν θα ζήσει πέρα από λίγες μέρες. Ούτε μετά από εκατό ζωές ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει να παραγάγει μια σταγόνα αρώματος απ’ το δικό του σώμα, όπως εκείνο που αναδίδουν τα τριαντάφυλλα. Έριξε πάλι μια ματιά στα νερά της λίμνης κι αντίκρισε το είδωλο ενός άντρα με λεπτά χαρακτηριστικά και χιονάτα μαλλιά. Είχε γεννηθεί με κάτασπρα μαλλιά που τον έκαναν να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος από την πραγματική του ηλικία – ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών, κι όμως καμιά φορά τον έπαιρναν για γέροντα. Ώρες ώρες πάλι του φαινόταν πως έμοιαζε με ξωτικό, μ’ ένα πλάσμα αλλόκοτο. Ίσως να έφταιγαν τα πεταχτά του αφτιά, το δέρμα του που ήταν υπερβολικά ανοιχτόχρωμο, ξανθός θα ήταν αν η φύση τού είχε χαρίσει χρώμα στην πλούσια κόμη του, με μάτια λαδοπράσινα σαν τα φύλλα της ελιάς και δυνατό κορμί που άντεχε στις κακουχίες. Το μεγαλύτερο όμως χάρισμά του ήταν η γνώση του φυτικού κόσμου, που του είχε δοθεί θαρρείς α


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 21

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΥΝΟΥΧΟΥ

πό μια περίεργη εύνοια της φύσης, από μια ανεξήγητη ιδιοτροπία της. Και είναι αλήθεια ότι ο Παραπινάκης, που δούλευε νυχθημερόν για ένα πινάκιο ταπεινής τροφής, από παιδί προτιμούσε τη συντροφιά των δέντρων και των λουλουδιών από κείνη των ανθρώπων. Η μεγάλη του αδυναμία ωστόσο ήταν οι τριανταφυλλιές του. Είχε φτιάξει ο ίδιος τους ροδώνες του κτήματος, τα μικρά εύοσμα βασίλειά του, όπως τα ονόμαζε, με διάφορες ποικιλίες που τις εμπλούτιζε κάθε τόσο με νέες διασταυρώσεις. Και είχε φυτέψει απ’ όλα τα είδη: rosa rugosa, rosa canina, rosa phoenicia, rosa moschata, rosa galica, rosa indica, rosa Esmeralda Kormalda, rosa Maria Mathilda, rosa Candella, rosa Alba, rosa Domilla... Η αγαπημένη του τριανταφυλλιά όμως ήταν η Carte d’or, μια σπάνια ποικιλία που έκανε χρυσαφί τριαντάφυλλα κι άνθιζε μόνο στον δικό του κήπο. Την είχε εφεύρει ο ίδιος και φύλαγε το μυστικό της επτασφράγιστο μέσα του. Αυτό το τριαντάφυλλο θα χάριζε στη γυναίκα που θα ερωτευόταν, όταν και αν αυτή εμφανιζόταν ποτέ στη ζωή του, στη γυναίκα που έπλαθε με τη φαντασία του, που την συναντούσε στα όνειρά του, που την άγγιζε με τη σκέψη του, που την βάφτιζε στα δάκρυά του... Θα ’ταν σίγουρα εύθραυστη και τρυφερή σαν τα λουλούδια του κήπου. Καμιά φορά νόμιζε πως την διέκρινε μέσα στις σκιές, να τον πλησιάζει πατώντας ανάλαφρα στη γη, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν σαν ίνες από ακριβό μετάξι... «Παραπινάκη», ήρθε αυτή τη φορά νευριασμένη η φωνή της οικονόμου. «Ακόμα δεν έφτιαξες τις ανθοδέσμες. Μα τι κάνεις εκεί; Καθρεφτίζεσαι στα νερά; Κοίτα ένας νάρκισσος». 


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 22

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

«Τώρα αμέσως, κυρία Τας, τις ετοιμάζω». «Βλαμμένε», ψιθύρισε εκείνη και παίρνοντας μια στροφή επιτόπου ξαναμπήκε στην κουζίνα. «Και πού να δεις τι άλλο κάνει», πετάχτηκε ο Ορειβάσιος ο μάγειρας. «Παίζει φλάουτο στα λάχανα για να γίνουν, όπως λέει, νοστιμότερα, κάνει χειραψία στη μιμόζα, μιλάει στα τριαντάφυλλα, παραχώνει τα μαλλιά του στις ρίζες τους και τραγουδάει στις μηλιές για να δώσουν καλύτερο καρπό». «Κοίτα όμως το αποτέλεσμα», κούνησε το κεφάλι της η Λευκή, η γριά γκουβερνάντα του μαρκήσιου, που εκείνη την ώρα σκούπιζε το πάτωμα με μια μακριά αχυρένια σκούπα. «Ο κήπος μεγαλουργεί. Τα κλήματα έδωσαν πέρσι μεγαλύτερη παραγωγή, το ίδιο τα στάρια και τα λαχανικά, η ανθοφορία απλώθηκε σ’ όλο το λιβάδι. Έχει παράξενες δυνάμεις το αγόρι. Ποιος του τις έδωσε... Ο Θεός. Σα να σπούδασε στο πιο μεγάλο πανεπιστήμιο του κόσμου. Μα αυτός δεν ξέρει ούτε να γράφει το όνομά του». «Κι όταν μιλάει, χάνει τα λόγια του», γέλασε ο Ορειβάσιος. «Τον έχω πετύχει να τραυλίζει», είπε κι άνοιξε ένα κοτόπουλο στα δυο κατεβάζοντας με ορμή τον μπαλτά του πάνω στον πάγκο. «Είναι συνεσταλμένος», παρατήρησε η Κασσία, η υπηρέτρια του αρχοντικού, κοπανώντας καρύδια μέσα σ’ έναν ξύλινο όλμο.5 «Αλλόκοτος άνθρωπος. Άλλοτε μου φαίνεται καθυστερημένος κι άλλοτε ιδιοφυής. Πώς γίνεται αυτό;» αναρωτήθηκε η Τας. «Ο άμοιρος... δεν έχει κανέναν στον κόσμο έξω απ’ τον 


KARIZONI - DD final_Layout 1 21/06/2013 12:04 ΜΜ Page 23

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΥΝΟΥΧΟΥ

θειο του τον Γεράσιμο», αναστέναξε με συμπόνια η υπηρέτρια και πλησίασε στο παράθυρο. «Εγώ άκουσα ότι είναι πραγματικός πατέρας του... Πρέπει να τον έκανε με την αδελφή του... » είπε χαμηλόφωνα ο Ορειβάσιος. «Έτσι λένε οι δίδυμες». Τα χείλη της Τας σφίχτηκαν σε μια λεπτή γραμμή και το πρόσωπο της Κασσίας έγινε παντζάρι. Οι δίδυμες, η Θέκλα και η Αλεξία, ήταν οι δυο μεγαλύτερες κουτσομπόλες της Ποντοκερασιάς. Γριές σαν κούτσουρα αλλά η γλώσσα τους πήγαινε ροδάνι. Όλους τούς περνούσαν από ψιλό κόσκινο. Μια μέρα θα κατέληγαν στην Κόλαση, σκέφτηκε η Κασσία και κοίταξε απ’ το παράθυρο τον λόφο απ’ όπου περνούσε μια κουστωδία σταυροφόρων με άσπρες στολές και πορφυρό σταυρό κεντημένο στο στήθος τους. Κρατούσαν σημαίες με πολύχρωμα οικόσημα και βαριά σιδερένια όπλα. Κατευθύνονταν προς το Διδυμότειχο οδηγημένοι από τον γηραιό ιππότη Γουλιέλμο ντε Ονουά. Τρεις άντρες ξέκοψαν απ’ την πομπή των στρατιωτών μαζί με μια μικρή φρουρά και τράβηξαν για το αρχοντικό των Κολλυνύ. Σκόπευαν να διανυκτερεύσουν στην έπαυλη του μαρκήσιου, που τους είχε προσκαλέσει να γιορτάσουν τα εικοστά πρώτα γενέθλιά του. Ο ένας ήταν ξανθός και είχε ξεκινήσει απ’ τη Βαρωνία των Σαλώνων, ο άλλος με τη μακριά κόκκινη γενειάδα ερχόταν από τη Μαρκιωνία της Βοδονίτσης και ο τρίτος με την πλούσια κορακήσια κώμη είχε φτάσει απ’ το δουκάτο των Αθηνών.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.