Το φαράγγι
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ❊
Η κυρία Κατάκη, διηγήματα, 1995 Μικρά Αγγλία, μυθιστόρημα, 1997 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 1998)
Κουστούμι στο χώμα, μυθιστόρημα, 2000 (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 2001 και Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω, 2001)
Ο άγιος της μοναξιάς, μυθιστόρημα, 2003 Νύφες, από την ομότιτλη ταινία του Παντελή Βούλγαρη, 2004 Σουέλ, μυθιστόρημα, 2006 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 2007) Τα σακιά, μυθιστόρημα, 2010 (Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω, 2011) Καιρός σκεπτικός, διηγήματα, 2011 Το φαράγγι, μυθιστόρημα, 2015
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Στο εξώφυλλο είχα πάντα έργα της ζωγράφου Άννας Παλιεράκη που έφυγε στις 5 Απριλίου 2014. Άννα και στο Φαράγγι. ©
Copyright Ιωάννα Καρυστιάνη – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5938-1
ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΟυ ΣΑΒΒΑΤΟυ ΣΤΟΝ Αϊ-ΝΙΚΟΛΑ ΤΗΣ
Σ Σπλάντζιας, ο Αργύρης Λιόδης έσκυψε στην εικόνα του αγίου και του μοστράρισε κατάφατσα τη φωτογραφία με
χέρι τρεμάμενο και βλέμμα αυστηρό. — Εσύ δεν έχεις τύψεις; μούγκρισε υπόκωφα χτυπώντας μία-μία τις λέξεις σαν χαστούκια. Δεν έμεινε πάνω από τρία λεπτά, βολίδα μπήκε, βολίδα βγήκε, φιλώντας ευλαβικά και φυλάγοντας τη φωτογραφία στο μέσα τσεπάκι του σακακιού. Συνήθως χρειαζόταν τέσσερις πέντε ημέρες να διώξει από πάνω του την Αλεξανδρούπολη και να ρίξει στους ώμους τα Χανιά, να ξαναβρεί με το μαλακό το βήμα του για τη γύρα στις γνωστές διευθύνσεις. Αυτή τη φορά είχε έρθει για δύο μόλις εικοσιτετράωρα, παραμονή του υποχρεωτικού συναγερμού που είχε σημάνει ο μεγάλος προσκαλώντας τους επειγόντως να εκπληρώσουν επιτέλους εν σώματι οι εφτά τον παλιό όρκο, που μακάρι να ήταν αυτός ο μοναδικός που ο Αργύρης είχε δώσει στη ζωή του.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
Θα ήθελε να είχε αποφύγει το ταξίδι, αναβολή στην αναβολή για τα εισιτήρια, τελικά δεν τόλμησε να λείψει. Ήταν μαρτύριο να κρατά σε επιφυλακή βλέμμα και σώμα παρόντων των δικών του, που κατά καιρούς ζύγιζαν τη θλίψη του και τον ενθάρρυναν με παρατεταμένα χτυπήματα στην πλάτη και αναστεναγμούς συμπαράστασης. Παλιότερα, κάθε φορά περίμεναν να τον υποδεχτούν διπλό, με μια Αλεξανδρουπολίτισσα, μια γυναίκα από οπουδήποτε, δεν τους έφερε καμιά. Ο Βαρδής δεν έκατσε με σταυρωμένα χέρια, πίεζε τότε και η μάνα τους, τρεις φορές επιχείρησε να του στήσει προξενιά, η τελευταία προ εφταετίας, όταν ο Αργύρης συμπλήρωνε τα σαράντα πέντε. Οι υποψήφιες νύφες ελεγμένες, εργαζόμενες, οι δύο με δικό τους διαμέρισμα στην πόλη, η τρίτη με σπιταρόνα και περιουσία στα πολύ κοντινά Κουνουπιδιανά. Ο πρωτότοκος αδερφός του ήταν πρόθυμος να επωμιστεί και τα έξοδα του γάμου. Θα τσοντάριζαν μετά χαράς ο Γεράσιμος τους αστακούς, ο συχωρεμένος ο Μάρκος τον ανθοστολισμό, άλλος τα όργανα, άλλος τη βιντεοσκόπηση, μια φορά τα ανίψια του τού έταξαν πως, αν πάψει να είναι τσουτσουνοπαίχτης και ντυθεί γαμπρός, θα του κάνουν μπάτσελορ πάρτι και θα φέρουν στο κέντρο φωτορυθμικά και λέιζερ. Αφού είδαν κι απόειδαν ότι ο Αργύρης ήταν ορκισμένος εργένης και δεν σήκωνε την πλάκα, σίγησαν επί του θέματος, αλλά έτσι βγήκε από τη μέση και το κύριο ζήτημα που τους απασχολούσε μόλις τον έβλεπαν μπροστά τους, ο βραχνάς της μοναξιάς του, με ορατές συνέπειες το ζαβλακωμέ
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
νο βλέμμα, τα ασιδέρωτα πουκάμισα, τις ξεχειλωμένες κάλτσες και τα αγυάλιστα παπούτσια. — Η Αλεξάνδρα σού αγόρασε αθλητικά μποτάκια νούμερο σαράντα πέντε, αυτή τα θυμάται όλα, δυο ζεύγη αθλητικές κάλτσες κι ένα αμάνικο τζάκετ. Τζόκεϊ για τον ήλιο έχω πάντα μια ντουζίνα στο πορτ-μπαγκάζ για τους μη προνοητικούς, του είχε τηλεφωνήσει τις προάλλες ο Βαρδής, χαρούμενος σαν πρόσκοπος, στα πανιά για την κυριακάτικη αποστολή. Ας συναντούσε τους έξι αύριο πρωί, απόψε θα περπατούσε πέρα-δώθε, βέβαιος πως θα είχε δυνάμεις και για τον ανώμαλο δρόμο της επομένης, αυτός βάδιζε και στον ύπνο του διανύοντας αποστάσεις χιλιάδων χιλιομέτρων, μηχανή τα πόδια του, σαν της μάνας τους που ως τα ενενήντα της ήταν Φολκσβάγκεν. Νεάρχου μπρος-πίσω, Σφακιανάκη μπρος-πίσω, Σολωμού, Αποκορώνου μπρος-πίσω, Κορνάρου, Κήπος, Γήπεδο, Κοραή με τα σχολεία, Βενιζέλου, Ρέμβη, Ωδείο, Μίνωος, Νεώρια. Εκείνος που έκανε τα ίδια πηγαινέλα σε απόσταση δεν ήταν αληθινός γιατί δεν ήταν πια ζωντανός, κανείς δεν ακολουθούσε ή παρακολουθούσε τον Αργύρη Λιόδη, παραίσθηση. Όταν συνάντησε τους δυο Ιταλούς, Ιταλό οι έξι λέγανε πια και τον αδερφό τους, να παρκάρουν κάπου στο Τελωνείο, δεν μπορούσε να τους αρνηθεί ένα ποτό, πήγε για το χατίρι του Ελισαίου που έκανε μεγάλες χαρές, αδερφέ, μεγαλώνουμε και πιάνουμε λιμάνι, από κοντά και ο κομψός κτηνίατρος, ciao Αργύρη, ciao, τραγουδιστός ο χαιρετι
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
σμός, όλο εύθυμο τον θυμόταν αυτόν, συγκρατημένα εύθυμο, μονίμως υπομονετικό και με τα ελληνικά του πια φαρσί. Αύριο θα οδηγούσε εκείνος, είχαν φέρει και το αμάξι, η σχάρα στην οροφή γεμάτη χαρτόκουτες, δέκα μέρες τώρα κουβαλούσαν, του είπαν. Δυο ουίσκι με σόδα ο καθένας, κάτι για τις εκλογές, μετά τι λέει η Αλεξανδρούπολη, τι λέει η Φεράρα, πάντα υπέροχος ο Φάρος, πώς θα πάει φέτος ο τουρισμός, πόση ζέστη θα έχει αύριο και σε τρία τέταρτα καληνύχτα και buona notte. Ο Μάουρο τους είχε παραχωρήσει το χρόνο του, ο Αργύρης είχε μιλήσει πέντε λεπτά, ο Ελισαίος δεκαπέντε, νικήτρια με είκοσι πέντε η σιωπή. Καταδικά του τα Χανιά μετά τα μεσάνυχτα, στις τρεις και στις τέσσερις το πρωί, όταν αραίωσαν οι σαματατζήδες ξενύχτηδες και τα κίτρινα φώτα βρήκαν την άπλα τους να καθρεφτίζονται εν χορώ στη θάλασσα. Αυτή η πόλη ήταν το αίμα του, η Αλεξανδρούπολη ήταν η εξορία και η τιμωρία του. Ξεβράστηκε εκεί επειδή δεν είχε κανένα γνωστό και επί είκοσι εννιά χρόνια κατάφερε να παραμείνει άγνωστος, ένας κλειστός άνθρωπος που δεν άνοιγε τα χαρτιά του, μια φευγαλέα φιγούρα στα βραδινά τετράγωνα της πόλης. Ο φάρος της και η θάλασσά της δεν τον ξεγελούσαν, τιμωροί να του θυμίζουν τη φυγή από τα Χανιά και τα πάντα, τα πάντα. Η αυγή τον βρήκε σε μια ξεχαρβαλωμένη για πέταμα
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
ξαπλωτούρα στην αμμουδιά της Νέας Χώρας, με την πλάτη γυρισμένη στο πέλαγος να κοιτάει ένα παλιό αλλά νοικοκυρεμένο γαλαζωπό τριώροφο, ο τρίτος όροφος μεταγενέστερο καπάκι. Οι γρίλιες στα παράθυρα κατεβασμένες, ένα κίτρινο φωτάκι στο στενό μεσαίο μπαλκόνι, μια διπλωμένη πτυσσόμενη καρέκλα πίσω από τις βέργες του κάγκελου και δίπλα της, κάτω, κάμποσα άδεια μπουκάλια στη σειρά. Ακόμη να ξυπνήσει η γειτονιά, οι περαστικοί λιγοστοί, μια τετράδα τουρίστες, μια τριάδα τσιγγάνες, ένας ηλικιωμένος ποδηλάτης, μια μεγαλόσωμη τιγρέ γάτα που πετάχτηκε από απέναντι προς το μέρος του, σταμάτησε στα δυο μέτρα και τον κοιτούσε επίμονα ανοιγοκλείνοντας το στόμα της δίχως ήχο, αναποφάσιστη, εάν έπρεπε να τον διώξει από την ξαπλώστρα της και να του γυρέψει τα ρέστα. ― Μην πεις νιάου, μην αρχίσεις τα νιαουρητά, μη μιλάς, την ικέτεψε. Σηκώθηκε αμέσως, της παραχώρησε τη θέση του και κάνοντας αριστερά την ανηφορίτσα, πήρε στο κινητό τον Ελισαίο και είπε να τον μαζέψουν μπροστά από την ΑΒΕΑ, θα περπατούσε στα αρμυρίκια. *
ΛΙΓΕΣ οι πολύτεκνες οικογένειες σήμερα, όποιος αράδιασε
από τρία παιδιά και πάνω είναι υποχρεωμένος, αλίμονό του, να βγει στην εκπομπή του Αυτιά, αυτό σκεφτόταν ο Βαρδής, ο εβδομηνταδυάχρονος πρωτότοκος σε εφτά τέκνα του
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
Λεωνίδα και της Χρυσής Λιόδη, γεννηθέντα σε μια καρπερή εικοσαετία, κατά σειρά Βαρδής, Γεράσιμος, Ευδοκία, Ινώ, Ελισαίος, Θεώνη, Αργύρης. Στα θυμαράκια πλέον οι γονιοί, στα θυμάρια οι τέσσερις γιοι και οι τρεις θυγατέρες τους, αυτός ο προορισμός τους Κυριακή 11 Μαΐου 2014, επιτέλους. Το μεγάλο σόι δίχως ηρωικούς προγόνους, ούτε προτομές ούτε δάφνινα στεφάνια, δίχως χρυσούς και χρυσοφόρους κλώνους με παράσημα στις επιστήμες και στις μπίζνες κι ακόμη ούτε ένας βουλευτής, πολιτευτής, συνδικαλιστής, ούτε καν δημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος, ποιος και για ποιο λόγο να έμπαινε στον κόπο να συγγράψει απομνημονεύματα ή έστω να διασώσει ορισμένα περασμένα σε ένα πενηντάφυλλο τετράδιο, το οικογενειακό δέντρο ουδεμία σχέση με βασιλική δρυ, μια απλή καρυδιά, η καρυδιά στην αυλή του πατρικού σπιτιού. ― Θα μαζέψουμε τον Σεπτέμβρη τα καρύδια και μετά, ηλεκτρικό πριόνι, λέω να την ξαπλώσω. ― Αφού πεθάνω. ― Μα, εμποδίζει τη θέα στα βουνά. ― Κι αυτή τα βουνά θέλει να βλέπει. Εσύ, γιε μου, που δεν έχεις ρίζες, τράβα την καρέκλα σου πιο κει. Η συζήτηση πρόσφατη, στη σύναξη της Καθαρής Δευτέρας. Όταν ο Βαρδής μετακόμισε σε διαμέρισμα στα Λενταριανά και έδωσε το σπίτι στις Κορακιές στον μεγάλο του, να έχουν αυλές και κήπο τα εγγόνια, πάνε έντεκα χρόνια, μακάρι να μπορούσε να πάρει μαζί του και το δέντρο, μόνο το δέντρο, ένιωθε σαν κλαδί που κόπηκε από τον κορ
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
μό που τον βαστούσε. Αμοιβαία τα αισθήματα, η καρυδιά πρέπει κι αυτή να του είχε αδυναμία, γιατί όσες ζεστές νύχτες κοιμόταν έξω, στο ράντζο κάτω από τα κλαδιά της, του έκανε το χατίρι να χαίρεται τα καλύτερα όνειρα. Αυτό το ωραίο επίδομα της νύχτας τα τελευταία χρόνια κόπηκε μαχαίρι για όλους. Αν οι άνθρωποι δεν ονειρεύονται κάτι ξυπνητοί, δεν ονειρεύονται τίποτα και κοιμισμένοι. Μέχρι και προ πενταετίας είχανε τουλάχιστον να διηγηθούν τα παραμύθια του ύπνου, στόλο από πεντακόσιες πολυθρόνες να πλέει στον ωκεανό, άφθονες χρυσές λίρες αντί για κορόμηλα στα κλαδιά, πανελλαδική λοταρία με δώρο τα άπαντα του Ξυλούρη, αγαλματένιες γυμνές, άγνωστες ή γνωστές, να ψωνίζουν ψάρια στη Δημοτική Αγορά και αναστημένους νεκρούς σε αλλόκοτα περιβόλια να δίνουν χρησμούς Πυθίας, σπαζοκεφαλιές που το επόμενο πρωί, ιδίως οι γυναίκες, προσπαθούσαν να ξεπαραλύσουν. Ο Βαρδής Λιόδης ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας κοίταξε δίπλα του τη γυναίκα του, που έβαζε μπρος το αμάξι, και αναρωτήθηκε από πότε είχε να δει ένα όνειρο άξιο να το συζητήσει μαζί της, αυτός που κάθε πρωί τα έλεγε στην Αλεξάνδρα κι αργότερα με τους άλλους, ποια τα συνθηματικά τηλεγραφήματα, ποια τα έργα της περασμένης νύχτας, ένα συνήθειο που συνόδευε τον πρώτο καφέ στο σπίτι προτού χαράξει και το δεύτερο στο φούρνο προτού ξημερώσει. Αναρωτήθηκε και για τους νέους, που κάποτε ακόμη και τη μέρα ονειρεύονταν με μανία μα τώρα, μαντρωμένοι στη στενόχωρη εποχή, έμοιαζε πως έχασαν το μέχρι πρότινος
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
σίγουρο μπόνους στα δεκαοχτώ, στα είκοσι, στα είκοσι πέντε τους να μονοπωλούν το σφρίγος που απαιτείται για να φαντάζεται κάποιος μεγάλους ορίζοντες και να ορμά καταπάνω τους έτοιμος να τραντάξει την πλάση. Οι τρεις γιοι του ξινίσανε με τα ζυμωτήρια, κανένας δεν καταδέχτηκε τα ψωμιά, δεν λυπήθηκε τον κόπο του πατέρα τους να στήσει δυο καλές επιχειρήσεις. Με Πολυτεχνεία, Νομικές και Αγγλική Φιλολογία λουφάξανε ως υπάλληλοι σε ξένα αφεντικά, με τρεις κι εξήντα. Και η μοναχοκόρη του στο Μανχάιμ. Οι δυο μεγάλοι του, Λεωνίδας και Στεφανής, εάν ξυπνούσαν νωρίς θα έκαναν σήμερα την εμφάνισή τους, τους το ζητούσαν τα τέκνα τους, πέντε εγγόνια θηριά και θηριάκια. Ο τρίτος, ο Αρτέμης, είχε τα τρεχάματα του γάμου του, τον άλλο μήνα και με άλλο δήμαρχο μάλλον, ο γάμος πολιτικός, ούτε παράτες ούτε δεξιώσεις, μεγάλη κόντρα ο γιος του με λούσα και επίδειξη, κάτι λιτό να μη χτυπήσει άσχημα και στο πένθος της θειας του. Πάντως επίπλωση, ηλεκτρικές συσκευές, πλήρη σερβίτσια και παιδικό δωμάτιο, όλα λογαριασμός του Βαρδή, υποχρέωση του γονιού και χαλάλι, η μέλλουσα νύφη έξι μηνών έγκυος. Αυτός στα εβδομήντα δύο του και η Αλεξάνδρα στα εξήντα οχτώ της δούλευαν ακόμη για να βαστούν όρθιους τους δύο φούρνους, απόδειξη πως ο μόχθος του ζεύγους έπιασε τόπο και ο βίος τους μες στα άλευρα, τις βανιλίνες και τα μπέικιν πάουντερ δεν πήγε χαράμι, τα κουλούρια τσοντάριζαν γενναία στα έξοδα των τέκνων.
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
Ο Βαρδής Λιόδης είχε κερδίσει τα εύσημα του πατέρα του, ο γέρος είχε προλάβει να χαρεί τον δίχως καν ταμπέλα μικρό φούρνο του, το 1978 να μεγαλώνει και μια δεκαετία αργότερα να αποκτά δίδυμο κατάστημα, όχι πια μόνο για φραντζόλες και παξιμάδια. Στα ράφια, στις βιτρίνες, στα ψυγεία και στα πανέρια φιγουράριζαν τριάντα εφτά ειδών αρτοσκευάσματα και έξω, ψηλά στις τζαμαρίες κάθε εισόδου, οι κόκκινες γιορτινές επιγραφές προς τιμήν του, Αρτοποιείον - Λεωνίδας Λιόδης και Υιός - από το 1954. Για τον εργατικό Βαρδή η πιο αφράτη και γλυκιά μπουκιά ήταν η κυριακάτικη απόδρασή του στα βουνά, να φουρνίζουν οι υπάλληλοι τα ταψιά της γειτονιάς κι αυτός, αδειούχος της σχόλης, να γεύεται την καλοφάγωτη και χορταστική φύση. Την είχε αγαπήσει κυνηγώντας μπεκάτσες και τρυγόνια, από τα δεκαπέντε ως τα δεκαοχτώ του, βενιαμίν μιας βαρβάτης παρέας κυνηγών. Ούτε πετύχαινε ούτε ήθελε να πετύχει, ούτε να φάει τα πουλιά, ξέκοψε. Τη σημερινή μέρα από χρόνια τη φανταζόταν σερβιρισμένη στα παλάτια των Λευκών Ορέων και τη ζύμωνε σαν ένα πλήρες αχνιστό μενού, να έχει τη μαγεριά της αδερφοσύνης, τη νοστιμιά του ξεφαντώματος, τη σαλτσούλα των αναμνήσεων. Για κείνον ήταν συνάμα η εκπλήρωση του όρκου των εφτά και η πραγματοποίηση ενός ονείρου, και ακριβώς επειδή λαχταρούσε τα όνειρα, ως μια ονειρεμένη εμπειρία όφειλε να την κεράσει στους έξι. Να περάσομε μαζί ένα φαράγγι, αυτό είχαν συμφωνήσει Βαρδής, Γεράσιμος, Ευδοκία, Ινώ, Ελισαίος, Θεώνη και Αργύρης το 1997, στο τραπέζι μετά την κηδεία του πατέρα
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
τους, παρουσία της μάνας τους, ολόγυρα στο λευκό λινό τραπεζομάντηλο της Αλεξάνδρας, που κάθε φορά μετά από Άγιο Λουκά και κόλλυβα τους άνοιγε την όρεξη για μεγάλα λόγια. Η επιλογή του τόπου και όλα τα σχετικά ευθύνη του Βαρδή, εν καιρώ, δεν βιάζονταν, θα ήταν ωραίο να ανταλλάσσουν γνώμες, να το περιμένουν, θα μεγάλωνε η σημασία της περιπέτειας. Τα Δώματα Κλάδου, δώδεκα ώρες πορεία ως την έξοδο του φαραγγιού κι άλλες τρεις ως την Αγιά Ρουμέλη ήταν άσκηση για λοκατζήδες ή ορειβάτες με πατέντα και αποκλείστηκαν ως όνειρο απατηλό και άπιαστο. Ομοίως η Ελιγιά, που απαιτούσε πέντε ώρες βάδην και κατά τόπους κάθοδο με σχοινιά. Η βασίλισσα Σαμαριά, ο Φάραγγας, ήταν η πρώτη βατή και λογική φιλοδοξία, μα καθώς τα χρόνια περνούσαν τα δεκαέξι χιλιόμετρα έμοιαζαν πολλά κι εξάλλου τα στίφη των τουριστών στον διάσημο δρυμό δεν θα τους άφηναν στην ησυχία τους, θα τους στερούσαν την αίσθηση ότι ξεμοναχιάζονται και ξαναβαφτίζονται στην κολυμβήθρα της οικογένειας. Μετά τη Σαμαριά, τι; Ο ακαταπόνητος Βαρδής πήγαινε μόνος για κατόπτευση, τσεκάριζε τις δυσκολίες, σημείωνε τις ομορφιές, χρονομετρούσε, το πέρασμα της Αράδαινας τρεις ώρες, του Καβή δύο μέσα συν τέσσερις ως την παραλία του Ήλιγγα, το κατάφυτο του Βαρθολομά τέσσερις ώρες, το αριστουργηματάκι της Ίμβρου με τις ωραίες πόρτες στην είσοδο και στην έξοδο δυόμισι ώρες, το Σφακοφάραγγο του Καλλικράτη, που βγαίνει στη Σκαλωτή, δυο ώρες.
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
Ενθουσιασμένος με όλα τηλεφωνούσε σε όλους να τους τα περιγράψει, να τους παρακινήσει, να ορίσουν επιτέλους το πού και πότε και να νιώσει πως μάλλον τον είχαν σκυλοβαρεθεί κι αυτόν και τις προτάσεις του για ψηφοφορία, αποφασίστε οι έξι, εγώ είμαι μέσα σε όλα. Τέσσερις φορές κοντέψανε να τα βρουν, μα η συνάντηση τελικά ματαιώθηκε, μια αποβολή της νύφης της Ινώς, μια γαστρορραγία του Αργύρη, μια διάρρηξη στο σπίτι του Ελισαίου, μια απεργία της Ολυμπιακής. Με τον καιρό πίστευε πως τα αδέρφια του δεν θα αντιστέκονταν μόνον εάν τους πρότεινε, ας περάσουμε έστω με τα αυτοκίνητα ή με το παρδαλό τουριστικό τρενάκι το φαράγγι του Θερίσσου, δίπλα στα Χανιά, δεκατέσσερα χιλιόμετρα άσφαλτος που τερματίζει σε ταβέρνες για μάσες και αραλίκι ανάμεσα σε προτομές. Είχαν όλοι τους πάει και ξαναπάει. Όμως αυτό δεν θα ήταν τιμή στη μνήμη του πατέρα τους, που ακόμη και πεθαμένο ο Βαρδής ήθελε να τον καλοπιάνει. Και ποιος θα έκανε ζάφτι τα εγγόνια, που δεν έχαναν ευκαιρία για καζούρα; Άνοιξη του 2007, στα εγκαίνια του ανακαινισμένου καταφύγιου στο Βόλικα, πήρε μαζί του τα άνω των δέκα χρονώ και ο δωδεκάχρονος τότε Βαρδής του Λεωνίδα, κόπια του και σε όνομα και σε πατρώνυμο και στα πεταχτά αφτιά, του είπε, παππού, τραβολογάς εμάς γιατί δεν πιάνουν οι διαταγές σου στους μεγάλους. Ο Βαρδής Λιόδης ευγνωμονούσε τα βουνά, τα βάραθρα, τις σπηλιές, τους γκρεμούς και τους χαλασέδες τους, γιατί
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
τον είχαν υποδεχτεί και αποδεχτεί ως περιπλανώμενο πιστό στους αχανείς βραχόκηπους της αυτοκρατορίας τους, τον είχαν φιλέψει με τον δροσερό αγέρα τους, τον είχαν δασκαλέψει για πολλών λογιών κακοτοπιές της ζωής και κυρίως του είχαν κόψει τον τουπέ του παλληκαρά και την περικεφαλαία του καπετάνιου που πολύ γουστάριζε στα πρώτα νιάτα του, στα δεκαπέντε του είχε δείρει τη μισή τάξη. Κοντά τους είχε βγάλει το πανεπιστήμιο, έστω Τ.Ε.Ι., της σύνεσης, της ταπεινοφροσύνης και του έρωτα για τον τόπο του. Ευγνωμονούσε φυσικά και τη σύζυγο. Από εικοσάρης, στρατιώτης στο χακί, παραδόθηκε στην Αλεξάνδρα και έκτοτε υπό τη χρηστή διοίκησή της, οι προστριβές τους ασήμαντες, δεν άξιζαν να τις μνημονεύει, της όφειλε τόσα και τόσα και οπωσδήποτε και τις συχνές κυριακάτικες άδειες να βγαίνει ραντεβού με τις ανταγωνίστριές της βουνοκορφές, κουμαριές, ακονιζιές και αστοιβίδες. Έπιασε το κινητό για μερικά σύντομα τηλεφωνήματα. Γεράσιμος, Ελισαίος και Αργύρης, οι τρεις στο αμάξι του Ιταλού. Ινώ, στο αμάξι του γιου της. Οι υπόλοιποι τρεις της εφτάδας, Ευδοκία, Θεώνη και αυτός, παρόντες στο αμάξι της Αλεξάνδρας. Στα τρία αμάξια της αποστολής προστέθηκαν άλλα δύο, των γιων του, είχαν μόλις ξυπνήσει, θα τους έφταναν στο δρόμο, σωστή αυτοκινητοπομπή για το σημείο εκκίνησης της πεζοπορίας. Ποιο σημείο; Τελικά ήρθε ο χρόνος και έλυσε μοναχός του τη σπαζοκεφαλιά, απλοποιώντας τα πράγματα και υποδεικνύοντας μία τριπλά σοφή λύση. Ασφεντιανό, πρώτον ό,τι πιο κα
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
τάλληλο για την παλιοσειρά τους, δεύτερον μια τιμή στα χώματα καταγωγής της μάνας τους και τρίτον, κατάληξη με επίσκεψη στον Κούτελο, να δουν αναστημένο το γκρεμίδι, έπρεπε να γίνει και αυτό, να λήξει με το καλό και οριστικά το θέμα. Όλα στο μυαλό του σήμερα, μαζί και η ευχή να λάβουν τα αδέρφια του τη μεταλαβιά των Λευκών Ορέων, εν μέσω του πολεμικού σκηνικού των απόκρημνων βράχων να νιώσουν ένα ειρήνη ημίν. Γι’ αυτό και έκανε το σταυρό του καθώς το αμάξι προσπερνούσε τη Μονή Χρυσοπηγής. *
ΓΙΑΤΙ λένε πως ο μπαμπάς έχασε το χέρι του; Δηλαδή, πώς
το έχασε; Όπως μια φορά που έχασε το πορτοφόλι του; Του έπεσε στο δρόμο δίχως να το καταλάβει; Το έχασε κάπου και δεν θυμάται πού; Όποιος το βρήκε γιατί δεν το πήγε στην αστυνομία; Το πήρε σπίτι του; Μήπως χρειάζεται τρία χέρια; Μήπως του έλειπε ένα κι εκείνου; Αν του το κλέψανε στην Ανάσταση που έχει πολύ κόσμο, γιατί δεν το πήρε αμέσως ο Χριστός να του το δώσει πίσω; Τα δικά μου τα χέρια μπορεί κι αυτά να εξαφανιστούνε; Ο πεντάχρονος Τάκης πυροβολούσε τη Θεώνη με τις ερωτήσεις που δεν έκανε στον μονόχειρα πατέρα του. Δεν ήταν αυτή η μαμά του, εκείνη είχε μείνει στον τόπο στη μετωπική που ο Φώντας έχασε το αριστερό χέρι του από τον ώμο, πριν από τέσσερα χρόνια.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
Το δεξί του για κείνη ήταν υπεραρκετό, την αναστάτωναν στην αφή οι μεταξωτές καστανόξανθες τριχούλες, τη γέμιζαν θαυμασμό τα φιλντισένια νύχια στις άκρες των λεπτών δαχτύλων του, την ανέβαζε ψυχολογικά η διαπίστωση πως η αγκαλιά γίνεται και με ένα χέρι. Ώρες-ώρες σκεφτόταν την αριστερή τσέπη του πανταλονιού του πάντοτε άδεια από χαρτονομίσματα, κέρματα, τσίχλες και κυρίως από μια ζεστή χούφτα. Σκεφτόταν και το άδειο αριστερό μανίκι στο σακάκι του, αξεπέραστο ρούχο το αντρικό σακάκι, μπόλικο, όσο πρέπει βαρύ, δροσερή η φόδρα, ζεστή η κασμιροφανέλα, σε άψογη στιβαρή γραμμή. Το ανθρώπινο σώμα ήταν το θέμα της, δούλευε διαρκώς με πλάτες, στέρνα, σβέρκους, πατούσες, μηρούς, μπράτσα, παλάμες. Μέχρι πρότινος σύντροφος του Φώντα, η Θεώνη αγαπούσε πολύ πατέρα και γιο. Τους είχε γνωρίσει στη λίμνη, απόγευμα Πέμπτης της 28ης Οκτωβρίου του 2010. Όποτε πνιγόταν στο άγχος, πήγαινε εκεί, στεκόταν ανάμεσα σε δυο δέντρα με το κορμί ίσιο, ένα δέντρο κι εκείνη, πότε φάτσα πότε πλάτη στα πράσινα νερά. Την ανακούφιζε να φυτεύεται ακίνητη για πολλή ώρα στις δεντροσειρές της όχθης, στις συστάδες με τα γιγαντιαία πλατάνια και τις οξιές. Αρχικά πρόσεξε τα καννιά και τα χέρια του μικρού, που χοροπηδούσε με το τόπι του σαν κουρντιστό ελαφάκι. Μετά στράφηκε στον σαρανταπεντάρη μπαμπά με την κοτλέ βερμούδα και το ριγέ πουκάμισο, που έτρεχε πενη
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
ντάρια μπρος-πίσω, συζητώντας δυνατά με τον μικρό, τα λογάκια του αγοριού σαν χρωματιστά κουφετάκια, η φωνή του άντρα παρέλαση λέξεων σχετικών με το μπάσκετ και τον τοπικό σούπερ-σταρ, τον Δημήτρη Διαμαντίδη. Τη χαλάρωσε το θέαμα των δύο, μα σε λίγο την απορρόφησε η εικόνα του ενός, το τροχάδην του αγνώστου στο στρώμα των φθινοπωρινών φύλλων. Ερωτεύτηκε τον Φώντα επί τόπου και αποφασιστικά όταν το βλέμμα της ακολούθησε το αριστερό του μανίκι που πάφλαζε άδειο, ένα λάβαρο της επετείου. Επί τρία χρόνια μαζί οι τρεις τα Σαββατοκύριακα, πότε εκείνοι έρχονταν στην Καστοριά για να παίζει ο μικρός στη φύση, πότε η Θεώνη πήγαινε στη Θεσσαλονίκη, το σπίτι τους στις Συκεές. Όταν ο Φώντας της ζήτησε να μετακομίσει μαζί τους, εκείνος δεν ήθελε να αφήσει το Λύκειο όπου δίδασκε μαθηματικά και κυρίως δεν γινόταν να ξεβολέψει το παιδί του σε άλλη πόλη, άλλο σχολειό, άλλα γειτονόπουλα, η Θεώνη κώλωσε, άλλωστε είχε πιστέψει πως ήταν μοιραίο κάθε σχέση της να αντέχει ως τρία χρόνια, τέσσερις προηγούμενοι δεσμοί της είχαν σκαλώσει στον ίδιο αριθμό. Αυτή, τι έκανε την Καστοριά; Τίποτε ιδιαίτερο, τίποτε καστοριανό. Πώς είχε βρεθεί εκεί; Κατά τύχη, κάποιο Δεκέμβρη με έναν αρχοντικό χιονιά να πασπαλίζει επί τρεις ημέρες τις νιφάδες του και μετά να καμαρώνει τα λευκά του εργόχειρα πάνω στις στέγες, στα δέντρα, στους δρόμους. Γιατί έμεινε; Γιατί ήταν μακριά. Το μεγαλύτερο προσόν της πόλης η απόσταση από το πολυπλόκαμο σόι με την πίεση, να απαντάει επί οχτώ φο
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
ρές σε γονείς και αδέρφια και επί είκοσι οχτώ σε ξαδέρφια, θείους και κουμπάρους τι σκοπεύει να κάνει με τη ζωή της. Τους αποχαιρέτησε δηλώνοντας κοφτά πως αρκείται στα λίγα που βγάζει πουλώντας πίνακες και πως είναι γοητευτική και η πάνω Ελλάδα. Το νοικιάρικο τριάρι της στο Μαύροβο, σπίτι και ατελιέ μαζί. Στο μεγάλο δωμάτιο αναποδογυρισμένα στους τοίχους τα πολλά τελάρα με σώματα, και σε κοινή θέα, διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή για τις πελάτισσες, τα πιασάρικα τοπία με παπιά στα βούρλα, διαβολομανίταρα στα ελατοδάση και οι πάγιες παραγγελίες όσων είχαν πάει διακοπές στα Χανιά, είτε η φάσα των παλιών χρωματιστών σπιτιών στο λιμάνι, είτε ο Ενετικός Φάρος. Τον είχε πουλήσει στο φως της αυγής, του δειλινού, με κύμα, με άπνοια, με βροχή, άλλοτε να μοιάζει ναΐφ, άλλοτε εμπρεσιονιστικός, να συμφωνεί με το γούστο του πελάτη που έχει πάντα δίκιο. Οι δύο παραγγελίες που βιάστηκε να παραδώσει τις προάλλες, προτού ταξιδέψει για την Κρήτη, γαμήλια δώρα για το παλατάκι ερωτευμένου μεγαλοτσέλιγκα, ένας ποιμενικός των Πυρηναίων και μια σκηνή κυνηγιού της βρετανικής αυλής. Οι δύο ντόπιοι προ του Φώντα, ένας σχεδιαστής γουναρικών κι ένας γεωπόνος, της το είχαν χτυπήσει κάμποσες φορές, εκείνος ποτέ. Είχε όμως φωτογραφίσει με το κινητό του, κρυφά από την ίδια, τρεις από τους πρόσφατους πίνακές της, τους έδειξε σε δυο γνωστούς του στη Θεσσαλονίκη, έναν γκαλερίστα και έναν συλλέκτη που αγόραζε άσημους σύγχρονους, ο
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
δεύτερος την πήρε, τη ρώτησε διάφορα, ενδιαφερόταν, η Θεώνη όχι. Δυο-τρεις από τη φοιτητική της παρέα είχαν ξεχωρίσει, λαμπρή η καριέρα τους, ο ένας ζωγράφιζε συγκλονιστικά την καταιγίδα της μοναξιάς, η άλλη σκεφτικά πορτρέτα Αφρικανίδων μεταναστριών, μια τρίτη μοσχοπουλούσε ποιητικούς φτωχικούς δρόμους, οι κατάλογοι πολλών εκθέσεων στοίβα στα ράφια και στο πάτωμα της Θεώνης. Από χρόνια είχε σταματήσει να κατεβαίνει σε εγκαίνια και επί τη ευκαιρία να επισκέπτεται πάλι πινακοθήκες και μουσεία, να πίνει και τον διπλό καπουτσίνο με μία από τα πάλαι ποτέ ταλέντα της Σχολής, σαν διορισμένη πια η συναδέλφισσα στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων, μάγισσες και νεράιδες. Μη μου κάνεις το μάνατζερ, δεν χρειάζομαι φόρα, με έβλαψε η πρωτοβουλία σου, τα έβαλε με τον Φώντα. Μετανιωμένη που του είχε αρνηθεί να κατέβουν μια φορά μαζί στην Κρήτη, να την πιάσουν από το ανατολικό άκρο και να καταλήξουν στο δυτικό και δικό της, κοιτούσε έξω από το παράθυρο τα τοπία του Αποκόρωνα και θυμόταν τις πολλές διαδρομές και ξεναγήσεις που είχε σχεδιάσει, είχε συναρμολογήσει στο μυαλό της ως και τις φράσεις που θα έλεγε στον μικρό για τα μνημεία, το Μινώταυρο, τα κρικρι και την μπουγάτσα. Μακάρι τώρα στο αμάξι να κελαηδούσε χίλιες ερωτήσεις ο Τάκης στο πίσω κάθισμα, να οδηγούσε εκείνη και πού και πού να χάιδευε το άδειο αριστερό μανίκι δίπλα της σαν να ήταν γεμάτο, ο Φώντας τα είχε όλα.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
Οδηγούσε η Αλεξάνδρα, εξασκημένη σε εθνικούς και επαρχιακούς δρόμους, αφού χρόνια τώρα δούλευε και το φορτηγάκι του Βαρδή μεταφέροντας αλεύρια και ψωμιά. Εκείνος συνοδηγός έδειχνε έξω διάφορα, σαν καλός δάσκαλος παρέδιδε τη βουνήσια ύλη, ώστε το τάμα στα κατσάβραχα, αποτέλεσμα της δικής του επιμονής, να μην είναι ένα ξερό προσκύνημα για να ξεμπερδεύουν οι εφτά με την εκκρεμότητα. Ήταν καλοξυρισμένος, αρωματισμένος, επίσημος. Δίπλα της η σιωπηλή Ευδοκία. Είχε νιώσει άσχημα η Θεώνη που δεν έμεινε περισσότερο με την αδερφή της όταν ήρθε για τα τρίμηνα του Μάρκου, έφυγε σε δυο μέρες για την έκθεση στην αίθουσα πρωινού ενός ξενώνα στο Σιδεροχώρι, οι Ρωσίδες τουρίστριες, εκτός από γουναρικά, ίσως ψώνιζαν και πινακάκια, λίγα πράματα, λιγότεροι πια οι Ρώσοι και η γούνα μισοπεθαμένη. Η βόλτα στο φαράγγι ήταν ευκαιρία να περπατήσουν δίπλα η μία στην άλλη για κάμποσο, να της δείξει πως τη σκεφτόταν και τη νοιαζόταν πραγματικά, να της επαναλάβει την πρόταση για ένα ταξίδι στη Μακεδονία, δέλεαρ τα αγριολούλουδα, θα την πήγαινε στα λιβάδια όπου φυτρώνουν τα σπάνια και λεπτεπίλεπτα μιγκέ, αυτά που γίνονται πανάκριβα νυφιάτικα μπουκέτα. Δεν το κουνάω από τον τάφο του Μάρκου, η απάντηση της Ευδοκίας, όπως δεν το είχε κουνήσει από τα ανθούριά του και πιο παλιά από τις ελιές του, στα κοντά σαράντα χρόνια του γάμου τους οι δυο τους δεν είχαν κοιμηθεί χώρια ούτε ένα βράδυ.
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
Μετά το θάνατο του Μάρκου τής τηλεφωνούσε πιο συχνά και τον τελευταίο καιρό η Ευδοκία έχανε τον ειρμό της, ξεκινούσε να πει κάτι και άλλαζε θέμα, Θεώνη, υπάρχει ένα πολύ στενάχωρο μυστικό, άρχιζε, έκανε μια παύση και συνέχιζε πως δεν ξανάβαψε τα μαλλιά της και πως πέρασε στο αλυσιδάκι του σταυρού της και τη βέρα του μακαρίτη. Ο σταυρός και οι δύο βέρες χρύσιζαν τώρα στο στήθος της πάνω στη μαύρη μπλούζα. Η μέρα μπροστά της την αναστάτωνε και για άλλους λόγους. Στα δεκαεννιά της είχε περπατήσει το Φαράγγι της Σαμαριάς με συμφοιτητές και συμφοιτήτριες της Καλών Τεχνών και στα τριάντα πέντε της το Φαράγγι της Αράδαινας με τον Μακεδόνα γουναρά και σκιέρ, που της έβγαλε την πίστη στην τρεχάλα. Σήμερα θα πάλευε με τις ζημιές της οστεοπόρωσης και αυτή την αναθεματισμένη Κυριακή θα είχε μπροστά της τις μαζικές συνέπειες του χρόνου και στα αδερφικά κορμιά, που πια δεν σκιρτούν από έρωτα, ριγούν μόνον από γρίπη. Θα πάλευε και με τον απολογισμό ζωής, αναπόφευκτος στην επανασυγκόλληση των εφτά, αφού τέσσερις τουλάχιστον, Βαρδής, Γεράσιμος, Ινώ και Ευδοκία, με πολλά ή λίγα λόγια θα προσκόμιζαν στην πορεία τα απτά πεπραγμένα τους, παιδιά κι εγγόνια, μια περιουσία που Ελισαίος, Αργύρης και Θεώνη δεν είχαν κερδίσει στη ζωή τους. Η ίδια είχε εκουσίως αρνηθεί και την περιουσία στη γιαλιά, το πατρικό σπιτάκι της μάνας τους. Η τελευταία της επίσκεψη στο μισοβουλιαγμένο δίχωρο πριν από πέντε χρόνια. Πιο παλιά κάθε Αύγουστο έστηνε ε
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
κεί τη σκηνή της για δέκα μέρες, πασπάτευε τα κούρκουτα, ξεχόρτιζε και το λογάριαζε σαν το ιδανικό ησυχαστήριο για μετά τα τσαμπουκαλεμένα νιάτα και την ανώφελη υπερκόπωση της ωριμότητας. Τα τελευταία χρόνια, για να μη δίνει λαβή στον Ελισαίο να στενοχωριέται πως η μάνα τους διέπραξε αδικία, για τις κρητικές διακοπές της, πέντε μέρες το πολύ πια, λημέριαζε στα Φαλάσαρνα, βούλιαζε και μούλιαζε στην άμμο και τάιζε τη μοναξιά της δίχως Φώντα και Τάκη, εκείνοι για ολόκληρο μήνα σε κάμπινγκ στον Πλαταμώνα. Αγαπούσε πολύ τον πέτρινο σκελετό, το γέρικο κορμάκι του σπιτιού που κάποτε υπολόγιζε να σουλουπώσει. Δεν την ενδιέφεραν οι πολυτέλειες, αυτές υπήρχαν απλόχερα παραταγμένες από την ίδια τη φύση, οι δυο ροδιές και το πουρνάρι στο αυλιδάκι, οι παπουτσοσυκιές και τα μαγλινά βράχια ολόγυρα και πάνω απ’ όλα η θάλασσα στην ποδιά του βουνού, ο τόπος κατώφλι όλου του Λιβυκού πελάγους. Ακόμη και τώρα φανταζόταν πού και πού εγκαίνια με τον Φώντα και το αγόρι με τις τιράντες, ο Τακούλης λες και ήταν το μοντέλο του Παπαλουκά στο χαρτόνι του 1925. * ― ΚΑΙ ΚΑΘΩΣ ανοίγει αργά η βελούδινη αυλαία, Dio mio, Θεέ μου, ψηλά, στα σαράντα μέτρα, στις δοκούς όπου βιδώνουν τους προβολείς, αιωρούνται στο κενό δυο ζωντανοί άνθρωποι, όχι νεαροί ακροβάτες του σόου, δυο πενηντάρηδες με εργατικές φόρμες, το ένα τους χέρι στις σιδεριές, το
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
άλλο να ανεμίζει διάφορα χαρτιά. Ο παρουσιαστής του Φεστιβάλ στο κέντρο της σκηνής κόκκαλο. Η καλή κοινωνία με τα σμόκιν, τα ακριβά κουστούμια και τις τουαλέτες στις πρώτες σειρές, οι καλλιτέχνες, οι εκατοντάδες θεατές που γεμίζουν ασφυκτικά το Παλαί του Σαν Ρέμο παγώνουν, κρατούν την ανάσα τους και ακούν τους δύο εργάτες που φωνάζουν πως εκπροσωπούν οκτακόσιους απελπισμένους και απλήρωτους επί οχτώ μήνες συντρόφους τους, αφότου το εργοστάσιό τους κήρυξε πτώχευση. Καθώς το Ι.Χ. με τις ιταλικές πινακίδες και τον Ιταλό οδηγό άφηνε πίσω του το λιμάνι της Σούδας και λίγο μετά το Φρούριο του Ιτζεδίν, ο Ελισαίος, ένας από τους τέσσερις άντρες στο αμάξι, καθισμένος πίσω, με σοβαρή φωνή διηγιόταν τα πρωτοφανή επεισόδια στο καθιερωμένο μεγάλο ετήσιο γεγονός του ιταλικού τραγουδιού, προ τριών μηνών, μέσα Φεβρουαρίου. Είχε επιλέξει να ξεκινήσει με αυτή την ιστορία, για να πιάσει αμέσως επαφή με τον Γεράσιμο, καθισμένο μπροστά στη θέση του συνοδηγού, αυτός ο αδερφός όχι μόνον παρακολουθούσε επίμονα τα σχετικά θέματα εντός και εκτός Ελλάδος, ήταν σε περιπέτειες και ο ίδιος. Ο άλλος δίπλα του, ο μυστήριος, θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου, γνωστό αυτό εδώ και τρεις δεκαετίες. Χτυπημένος βέβαια στα νιάτα του, αλλά αυτός παλιά φαινόταν ικανός να ξεπερνάει τα πάντα, η ομορφιά του τον έκανε εγωιστή, σε κάποιες περιπτώσεις γαϊδούρι. Τι έτρεχε στη Θράκη; Χθες το βράδυ στο Παλλάς για ένα ποτό, ενώ ο Μάουρο διάβαζε μια Repubblica παρατημένη στο τραπεζάκι, Ελι
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
σαίος και Αργύρης είπανε όσα λιγότερα και ασήμαντα γινόταν και ο πρώτος είχε πάλι την εντύπωση ότι στο στόμα του δεύτερου κρύβονταν λόγια που ξεμύτιζαν για δευτερόλεφτα στην άκρη των χειλιών, παρατηρούσαν έξω την κατάσταση και ξανατρύπωναν στο κελλί τους. Η Αλεξανδρούπολη δεν σου βγήκε σε καλό, τόλμησε να του πει. Παλιά Δεδέαγατς, το δέντρο του καλόγερου, μου κάνει η μετάφραση, η ξερή απάντησή του. Ο πάλαι ποτέ Τζέιμς Ντην της οικογένειας, κούκλος, ερωτιάρης, κεφλής και περιζήτητος καβαλιέρος σε όλους τους μοντέρνους χορούς, αγνώριστος πια, ούτε τόσο δα ίχνος του δοξασμένου παρουσιαστικού της νιότης, ένας μονόχνοτος, στυφός χαρακτήρας, αποφασισμένος για ερμητική μοναξιά. Το Σαν Ρέμο στόχευε τον άλλον, μπροστά. Σιωπηλός και μισογυρισμένος προς τα πίσω, ο Γεράσιμος άκουσε με προσοχή τις διαπραγματεύσεις του κονφερασιέ με τους δύο ανέργους, που δεν κατέβαιναν με τίποτε για να μη συλληφθούν από την Αστυνομία, που είχε στο μεταξύ μπουκάρει στην αίθουσα. ― Ώσπου του έριξαν τα χαρτιά και διάβασε ο ίδιος την ανακοίνωση του σωματείου των απολυμένων, ενώ σύσσωμο το κοινό χειροκροτούσαμε όρθιοι και όλη η Ιταλία παρακολουθούσε από την τηλεόραση λεπτό προς λεπτό. Ελισαίος και Μάουρο, πιστοί του μπελκάντο και ερασιτέχνες ειδήμονες των ρευμάτων της ιταλικής μουσικής, φιλόμουσοι γενικά, ταξίδευαν κάθε χρόνο από τη Φεράρα στο Σαν
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
Ρέμο, είχαν παρακολουθήσει όλες τις διοργανώσεις από το 1984, έτος νίκης του Αλμπάνο και της Ρομίνας Πάουερ με το Ci Sara. Πρώτο βραβείο του 2014 το Controvento της Αρίσα, το ανέφερε για να κλείσει την αφήγηση δίχως κενά και κατόπιν να περιοριστεί κι αυτός στη γενική σιωπή, κανένας δεν ήταν πρόθυμος πρωί-πρωί για πολλά λόγια, πόσω μάλλον μετά την περιγραφή μιας πράξης ατόφυας απόγνωσης. Κάθε του επιστροφή ήταν μια δοκιμασία, με τα χρόνια βέβαια διαφορετική, σίγουρα όχι πια βίαιη ή προσβλητική, ωστόσο υπήρχε ακόμη ένα κράτημα σε μερικούς γνωστούς από τα παλιά, το ένιωθε σε διστακτικές χειραψίες και αμήχανα βλέμματα, σε κάποια μάτια διάβαζε κοτζάμ συγχώρεση, λες και είχε κάνει φόνο. Με τα αδέρφια του οι παλιές πρώτες κρυάδες μετά από κάθε άφιξη ή η τεχνητή εγκαρδιότητα των πρώτων ημερών είχε επιτέλους σπάσει, όλα εντάξει ή σχεδόν, αραιά και πού, κυρίως μπροστά σε γιους και εγγονούς, τους ξέφευγε μια χοντροκομμένη συμβουλή, μια άστοχη χειρονομία. Από τους έξι εξαρχής πιο άνετη η Θεώνη, είχε μάλιστα σκοτωθεί, υπερβάλλοντας, για να εξισορροπήσει τα φερσίματα των άλλων με μια θερμή και ανέφελη φιλοξενία στο μακεδονίτικο αμπρί της προ τριετίας. Η Θεώνη, η μόνη που θα μπορούσε να έχει παράπονο για την εξέλιξη με το σπιτάκι στη γιαλιά, έκανε ό,τι μπορούσε για να τον απαλλάξει από ενοχές και στενοχώριες.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
Βρε, μη σκας που είσαι χοντρούλης, τον στήριζε από τα χρόνια του Γυμνασίου ακόμη, όταν οι συμμαθητές του με πρωτοπαλλήκαρο τον μεγάλο του αδερφό, τον Βαρδή, τον απόπαιρναν που δεν μπορούσε να τρέξει όπως εκείνοι, σαν διάολος, στα αθλήματα ή στα συνοικιακά ποδόσφαιρα. Και δεν ήταν μόνο το άχαρο κοντόχοντρο σουλούπι του, ήτανε και οι οχτώ βαθμοί μυωπίας, ήταν και ο αλλοπαρμένος με τα ηρωικά άσματα φιλόλογος, που καμάρωνε τους γεροδεμένους με παράστημα μελλοντικών αξιωματικών μαθητές, Βαρδής, Γεράσιμος και Αργύρης μέσα, ήταν και τα κορίτσια, όμορφα και ασχημούτσικα, αυτά που αγκιστρώνονταν πέντε-πέντε στο παραγάδι των άλλων αγοριών, Βαρδής, Γεράσιμος και Αργύρης πάλι μέσα, αλλά εκείνον τον προσπερνούσαν με μια αγκωνιά κι ένα γεια σου μπουλούκο ή μπούλη ή μπουμπούκο ή μπούμπη. Το όνομά του πιο πολύ το άκουγε όταν ο ίδιος μιλούσε στον εαυτό του, φωναχτά ή από μέσα του, Ελισαίε, φύγαμε, κάτι απογεύματα που πήγαινε μόνος ως τον δροσερό θαλασσινό Χριστό της Χαλέπας για ένα τσιγαράκι στα κρυφά ατενίζοντας το κύμα, ή ρε Ελισαίε, μη γυρίζεις από τώρα στο σπίτι, όταν αλώνιζε τα σοκάκια του λιμανιού από την Οβριακή ως τη Σπλάντζια, ώσπου να πέσει το φως της μέρας κι αυτός να λαχανιάσει. Τούτον εδώ το γιο σου ποια θα βρεθεί να τον πάρει; Κατά το πιρούνι κι ο μεζές, κάτι τέτοια κοροϊδευτικά άκουγε ο πατέρας του και όλο πάσχιζε πότε με το καλό πότε με το άγριο να τον στρώσει, κόψε τα σουβλάκια και πιάσε τα βάρη, άντε γράψου στον Ορειβατικό με τον Βαρδή, να σε χρίσουνε
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
τα βουνά σωστό αντράκι, άμε να αλητέψεις λιγάκι με τον Αργύρη, να ξυπνήσεις. Επειδή οι πολύ νταβραντισμένοι γουστάρουν να επιδεικνύουν και πολύ νταβραντισμένη γλώσσα, βρέθηκε και ο θλιβερός καλοθελητής, εκατό φορές εξακριβωμένος ψεύτης, που σφύριξε του γέρου, ο γιόκας σου πιάνει δέκα πόμολα τη μέρα κι εκείνος πήρε αμέσως την απόφαση, δεν χρειάζεται να δώσεις Πανελλαδικές. Τον ξαπόστειλε για σπουδές στην Ιταλία, μακριά κι αλάργο από φαρμακερά στόματα, μακριά κι αλάργο κι από το δικό του σκοτωμένο βλέμμα. Βρύσες Αποκορώνου, πλατάνια, νερά, ανδριάντας, ταβέρνες, καφενεία, κάποιοι μαχμουρλήδες με σκούπες σάρωναν τα σκουπίδια της πελατείας του Σαββατόβραδου. Το Φίατ, αφοσιωμένο στη διαδρομή για τον τελικό προορισμό, διέσχιζε το χωριό και ο Ελισαίος, αφού οι άλλοι τρεις δεν μιλούσαν, συλλογιόταν, και δεν ήταν η πρώτη φορά, πως ενώ αντιπαθούσε τους δυναμικούς, απολογιόταν που δεν τους έμοιασε, ενώ υποπτευόταν τους άσπιλους, ντρεπόταν που δεν ανήκε στον ασφαλή τους όμιλο, ενώ έψεγε τους αναχωρητές, τελικά αποδείχτηκε μέγας κοπανατζής, δεν ζω ευθαρσώς, παραδέχτηκε μέσα του. Και για τη σημερινή συνάντηση χρειαζόταν πολύ θάρρος, ονειρευόταν να καταφέρει να είναι ο εαυτός του. Όταν δεν προβλέπονται ξεσκίσματα και ξεκαθαρίσματα, δεν υπήρχε λόγος, ή ξέφρενα χορικά και ξεσαλώματα, δεν υπήρ
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
χαν τα νιάτα, οι ώρες θα κυλούσαν χωρίς θεαματικά εφέ και κρητικές λεβεντιές, ήσυχα και σεμνά. Και οι εφτά είχαν βγει από την ίδια κοιλιά, είχαν βυζάξει το ίδιο γάλα, είχαν μοιραστεί εξίσου τη σούπα και τις ευχές της μάνας τους, κι όμως φεύγοντας από την πατρική εστία είχαν αλλάξει πόδι στο βηματισμό του βίου, οι δρόμοι τους ανόμοιοι και απομακρυσμένοι. Πάντα έτσι γίνεται μεγαλώνοντας, όμως παραμεγαλώνοντας, νά που γεννιέται η επιθυμία επικύρωσης της ζωής που έφυγε και η ανάγκη εγκαρτέρησης για τη ζωή που απομένει. Σημερινό ζητούμενο η αδελφική επανασύνδεση που αποκτά άλλο βάθος στις ώριμες ηλικίες, η ομοψυχία που πάντοτε προκαλεί έναν ενθουσιασμό. Εάν η Κυριακή τους πετύχαινε, θα ήταν σερμαγιά ολκής για τα περαιτέρω. *
ΟΛΑ ΤΑ ΕΞΗΓΩ με τα κατεψυγμένα. Πουλούσε ο αγρότης το λάδι, ερχόταν στο μαγαζί και γέμιζε ένα καλάθι χταπόδια. Τώρα δίνει δύο τόνους λάδι προς 2,20 το κιλό. Τι να πρωτοκάνει τα τέσσερα χιλιάρικα; Βενζίνα; Ρεύμα; Ρύθμιση; Τσεκ στα άνεργα τέκνα; Ψωνίζει ένα κιλό καλαμάρια, δυο κιλά αρακά και φεύγει. Έφυγε ο αγρότης, έφυγα κι εγώ. Αυτά έπιασε να λέει ξαφνικά στους άλλους ο Γεράσιμος, η πάσα από το Σαν Ρέμο καθυστερημένη, γιατί το Φίατ προσπερνούσε κιόλας Ξυλόδεμα, Καρές και συνέχιζε για Αμμουδάρι και παραπέρα, μέρη που εκείνος είχε στερηθεί,
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
αμήν και πότε να ξανάβλεπε τις πολλές βατσινιές, τις σκόρπιες συκιές και τα βράχια καρφιά. Ούτε γι’ αστείο δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι θα ξεριζωνόταν από την Κρήτη και θα βρισκόταν πρόσφυγας στην Αθήνα, στα εξήντα έξι του. Εδώ του είχε φανεί μακρινή η μετανάστευση από τα Χανιά στο Ρέθυμνο, όταν στα νιάτα του αγάπησε τη μοναχοκόρη Ρεθεμνιοτοπούλα και έστρωσε τη ζωή του εκεί για να παραστέκεται το γυναικάκι του στους άρρωστους γονείς της. Άνοιξε το ΚΥΜΑ, το 6x8 μαγαζί με τα κατεψυγμένα, στους πάγους και στα λέπια από τις πέντε τα χαράματα έως βαθείας νυκτός, με τις φέτες μπακαλιάρου Ισλανδίας, τα κοκκινόψαρα Βορείου Ατλαντικού, τις σουπιές Μαρόκου, σκυλί μονάχο στο μικρεμπόριο για την επιβίωση και την πρόοδο της οικογένειας, η θυγατέρα μπαλέτο, εγγλέζικα, προικώο διαμέρισμα και πλαστική στη μύτη, γιατί παλιά βρίσκανε δουλειά και οι ασχημούλες, τώρα πας να ψωνίσεις σφουγγαρίστρα και τουμποφλό και σου τα τυλίγει μια τηλεπαρουσιάστρια. Τα είχε πονέσει όλα στο μαγαζί του, ψάρια, μαλάκια, ψυγεία, πάγκους, τζαμαρία, ρολά, μωσαϊκά, ταμείο και αποχωρητήριο, είχε δεθεί όμορφα και με τους πελάτες, ήξερε τα ονοματεπώνυμα, πού οι ταβέρνες και τα ξενοδοχειάκια τους, πού τα σπίτια τους στην πόλη ή σε ποια χωριά, ποιες οι προτιμήσεις, οι πεποιθήσεις, οι παθήσεις, οι παρεξηγήσεις, όλα τα σινιάλα κάθε ξεχωριστής ζωής. Αυθεντία στα κατεψυγμένα, στις μεν κυρίες έδινε οδηγίες για σωστή απόψυξη και αντάλλασσε συνταγές, πες μου
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
πώς κάνεις τις σουπιές με σέλινο, να σου πω πώς κάνω το χταπόδι με αβρωνιές και τσακιστές ελιές, στους δε κυρίους τόνιζε κλείνοντας το μάτι πως οι κατεψυγμένοι πολιτικοί γαλέοι είναι για τις γάτες. Το ΚΥΜΑ για τη μαγειρική φροντιστήριο και για την πολιτική βουλευτήριο. Όταν έκοψε η δουλειά, κάτι τα φέσια, κάτι η ψυχοπονιά του να δίνει τζάμπα σε γερόντια μαλακές βιετναμέζικες παγκάσιους και βραστόψαρα, συν το μισό μηνιάτικο της Μαροκινής που κοίταζε μια ανήμπορη θεία της Πόπης, συν η στήριξη της κόρης, χωρισμένης στο μεταξύ και με δυο παιδιά, τα ολίγα που είχε στην άκρη σώθηκαν σε αλληλεγγύες, γραμμάτια και δόσεις. Το λουκέτο ήταν η μοιραία κατάληξη. Ντρεπόταν να κυκλοφορεί στο Ρέθυμνο, ούτε λόγος να γυρίσει στα Χανιά με κατεβασμένα αφτιά, έφερε βαρέως την αποτυχία, σκεφτόταν πως δεν είναι ωραίο πράγμα να ασχολούνται οι άλλοι με τα προβλήματά σου, να νοιάζονται πολύ, να ρωτούν συνεχώς ή επίτηδες να μη ρωτούν καθόλου, να λένε τάχα μου διάφορα αδιάφορα, αλλά γνωρίζοντας την ήττα σου να σε λυπούνται. Να λυπούνται αυτόν, που έστελνε πεσκέσι στις γιορτές τους τελάρα με γαρίδες νούμερο έξι, που δώριζε πέντε κιλά κοτομπουκιές και πέντε κιλά καλαμαράκια Ινδίας στα πάρτι των συμμαθητριών της κόρης, που έβγαζε τις παρέες για κοψίδια, και οχτώ και δέκα και δεκαπέντε άτομα και δεν άφηνε να βάλει άλλος το χέρι στην τσέπη, εκείνες τις ευλογημένες καλές εποχές που οι άντρες σκοτώνονταν ποιος θα πρωτοπληρώσει το λογαριασμό, ποιος θα έχει την τιμή να κεράσει
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
το τραπέζι, αυτό το ωραίο της φυλής, το αδιανόητο για Γερμανούς και Ολλανδούς. Είχε ταξιδέψει δύο φορές στο εξωτερικό για έρευνα αγοράς, έναν καιρό που σκεφτόταν επέκταση και επιχειρηματική άνοδο, και πάλι πλήρωνε αυτός τα γεύματα εργασίας, καβούρια στην τσέπη οι Ευρωπαίοι. Με σύνταξη οκτακόσια ευρώ ταξιτζής στην Αθήνα λοιπόν, νυχτερινή βάρδια στο αμάξι ενός κουμπάρου, από τον Μάρτιο του ’13. Είχαν πεθάνει πια τα πεθερικά και η γυναίκα του σύρθηκε αναγκαστικά στα Σεπόλια και χώθηκε σε ένα δυομισάρι του δευτέρου ορόφου. Τους τελευταίους τρεις μήνες στο Ρέθυμνο, που ξεδιάλεγαν, ξεπουλούσαν ή χάριζαν τα υπάρχοντά τους, η Πόπη σαν να αποχαιρετούσε κάθε μέρα κι από ένα δωμάτιο ή έπιπλο του σπιτιού, σαν να τα ’λεγε για τελευταία φορά με τον μπουφέ, τις ντουλάπες, τη σαλοτραπεζαρία, το άνετο λουτρό, την ευήλια κουζίνα, τις λεμονιές και την κλαίουσα ιτιά στην αυλή τους. Την είχε δει να εξετάζει ένα-ένα τα λουλούδια στο παρτέρι, ένα-ένα τα πλακάκια της βεράντας, να μπαίνει μέσα και να χαϊδεύει τα κρόσσια της κουρτίνας, τα κρόσσια στον ποδόγυρο του καναπέ και του τραπεζομάντηλου με βουρκωμένα τα ωραιότερα κρόσσια του σπιτιού, τα ματόκλαδά της, αυτά τα ματόκλαδα που τον είχαν σκλαβώσει όταν υπηρετούσε τη θητεία του στο Ρέθυμνο. Στα Σεπόλια η κουζίνα τρύπα, αλλά η Πόπη με δική της απόφαση ζεύτηκε στα εξήντα τρία της την ποδιά της, ολημερίς να ψήνει αβγοκαλάμαρα και ξεροτήγανα για γάμους και συνεστιάσεις σωματείων, ένα έσοδο στη ζούλα, συμπλήρωμα στα πετσοκομμένα οικονομικά τους.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
Δεν θα κάτσουμε να μοιρολατρούμε, του έλεγε και μες στον ιδρώτα, την κάπνα και την τηγανίλα, τα έβαζε με την Παναγία που απεργεί, απέχει από το δικό της χρέος και σκασίλα της για τον ανήμπορο κόσμο που ρίχνει το εικοσάλεπτο στην τρύπα του κουτιού και πια σαστισμένος να μην ξέρει τι να πρωτοπροσευχηθεί, δεν κάνει κέφι ούτε το ρημάδι το κερί. Ο Γεράσιμος δεν τη σεγοντάριζε, αν και ποτέ του δεν είχε ακουμπήσει ελπίδες στα θεία, αριστερός, έστω του κεφαλιού του, δικό του καλούπι, είχε φάει τη ζωή του να γυρεύει άλλου είδους άπιαστα θαύματα, τα αξέχαστα που ονειρευόταν από εικοσάρης, παρέα με τον αξέχαστο Χρόνη, λίγα τα χρόνια του. Και στις πιάτσες των ταξί, σαράντα πέντε λεπτά και μιάμιση ώρα και τρεις ώρες δίχως κούρσα, νύχτα που κανείς δεν πήγαινε πουθενά, έλεγε στους άλλους ρέστους συνάδελφους, θα πεθάνομε και δεν θα ’χομε πάρει μια ιδέα από ξεσηκωμό, να χοροπηδάνε τα μυαλά και τα αίματα, να κάνουνε ακροβατικά τα χεροπόδαρα κυνηγώντας τους ρουφιάνους. Αυτή η κούρσα για τ’ αστέρια που αργούσε, αυτή η φωτιά που δεν έλεγε να ανάψει, είχε καταφέρει δίχως προσάναμμα και φλόγα να του κάψει τα μέσα του, όλα κάψαλα. Αλλά η κλοτσοπατινάδα της ζωής τι δουλειά είχε να του σαρώνει το μυαλό μια τέτοια μέρα; Έπρεπε να ελευθερωθεί, ώστε να λάβει δυνάμεις από τη στρατιά των βουνών και τη συνάντηση με το Λιοδέικο λόχο.
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
Είχε επιθυμήσει τ’ αδέρφια του, δίχως συζύγους, τέκνα κι εγγόνια, όπως σε γάμους βαφτίσια, κηδείες, αίτημα της καρδιάς του, σκέτα τ’ αδέρφια του, έτσι γι’ αλλαγή. Χτες βράδυ στην τετράκλινη καμπίνα του ΕΛΥΡΟΣ, προτού τον νανουρίσουν τα ροχαλητά των τριών συνταξιδιωτών και το καταχτύπι της μηχανής του βαποριού, σκεφτόταν πως οι μεγαλόσχημοι κερατάδες μιλάνε πάντα για το αύριο και στο μεταξύ φάγανε του κόσμου κάμποσες χιλιάδες χθες, φεύγουνε τα αύριο ένα-ένα, παλιώνουνε στα μουλωχτά και οι άνθρωποι ξεροσταλιάζουν άπραγοι με μιαν υπομονή που καταντά περιφρονητική. Θα τα κουβέντιαζε, αν όχι με τους έξι, με τους μισούς, τόσες ώρες μαζί σε τέτοιες εποχές, παραμονές διπλών εκλογών μάλιστα, δεν ξοδιάζονται μόνο με αστειάκια και τεμενάδες στα χρόνια της νιότης. Στο φως της αυγής, μόλις είχε κατέβει από το φεριμπότ στη Σούδα, βλέποντας τον Ελισαίο να τον καλωσορίζει με ένα κύπελλο ζεστό καφέ και μια κασερόπιτα, πρωινό στα όρθια προτού μπουν στο αμάξι για τα Σφακιά, συλλογίστηκε πως τ’ αδέρφια είναι θεσμός που στέκει πιο πάνω κι απ’ το Σύνταγμα. Καθώς λοιπόν το αυτοκίνητο έστριβε αριστερά και έπιανε την τελευταία ανηφόρα, ανακάθισε στη θέση του και ξέντωσε τα χέρια του, για να δώσει σήμα στους συνεπιβάτες ότι παραμένει μάχιμος. — Καινούργια μέρα σημαίνει ν’ ανοίγεις καινούργιο πακέτο τσιγάρα κάθε πρωί, να μη συνεχίζεις το χθεσινό με τις στενοχώριες του, είπε.