KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 5
ΝΤΑΝΙΕΛ ΚΕΛΜΑΝ
Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΣΜΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Daniel Kehlmann, F
Copyright by Rowohlt Verlag GmbH, Reinbek bei Hamburg, Germany 2013 © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5656-4
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 7
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
d Ο μέγας Λίντεμαν [9]
Η ζωή των αγίων [ 45 ]
Οικογένεια [ 111 ]
Μπίζνες [ 129 ]
Περί ομορφιάς [ 193 ]
Οι εποχές του χρόνου [ 249 ]
ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
[ 292 ]
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 8
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 9
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 10
Ο μέγας Λίντεμαν
11
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 11
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 12
ΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ΟΤΑΝ ΠΙΑ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΕΙχΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ και ο καθένας είχε βουλιάξει στην προσωπική του δυστυχία, κανείς από τους γιους του Άρτουρ Φρίντλαντ δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος είχε την ιδέα να πάνε στον υπνωτιστή εκείνο το απόγευμα. Ήταν το 1984 και ο Άρτουρ δεν είχε δουλειά. Έγραφε μυθιστορήματα που δεν τα ήθελε κανένας εκδότης και ιστορίες που κυκλοφορούσαν πότε πότε σε κανένα περιοδικό. Δεν έκανε τίποτε άλλο, η γυναίκα του ήταν οφθαλμίατρος και κέρδιζε αρκετά. Στη διαδρομή μιλούσε με τους δεκατριάχρονους γιους του για τον Νίτσε και για μάρκες από τσίχλες, μάλωναν για την ταινία κινουμένων σχεδίων που παιζόταν εκείνες τις μέρες στον κινηματογράφο, με ένα ρομπότ που ταυτόχρονα ήταν και ο σωτήρας του κόσμου, και προσπαθούσαν να μαντέψουν γιατί ο Γιόντα μιλούσε τόσο παράξενα και αν ο Σούπερμαν ήταν πιο δυνατός από τον Μπάτμαν. Τέλος, σταμάτησαν μπροστά από τις μονοκατοικίες, πανομοιότυπες και η μία κολλητά δίπλα στην άλλη, κάπου στα προάστια. Ο Άρτουρ κορνάρισε δύο φορές, και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα μια από τις εξώπορτες άνοιξε με ορμή. Ο Μάρτιν, ο μεγαλύτερος γιος του, είχε περάσει τις δύο τελευταίες ώρες στο παράθυρο περιμένοντάς τους να έρθουν, ζαλισμένος από την ανυπομονησία και την ανία. Πάνω στο
12
Χ
τζάμι, που είχε θαμπώσει από τα χνότα του, ζωγράφιζε με το δάχτυλό του διάφορα πρόσωπα, άλλα σοβαρά, άλλα γελαστά και άλλα με ορθάνοιχτα στόματα. Κάθε τόσο καθάριζε το τζάμι με το μανίκι του, κοιτάζοντας μετά το χνότο του να το σκεπάζει και πάλι με μια λεπτή ομίχλη. Το ρολόι του τοίχου χτυπούσε και χτυπούσε· μα γιατί αργούσαν τόσο; Άλλο ένα αυτοκίνητο, και άλλο ένα, κι ακόμα ένα, και πάλι δεν ήταν αυτοί. Και ξάφνου, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε και κόρναρε δύο φορές. Ο Μάρτιν βγήκε τρέχοντας στο διάδρομο, περνώντας δίπλα από το δωμάτιο όπου είχε κλειστεί η μητέρα του για να μην αναγκαστεί να αντικρίσει τον Άρτουρ. Είχαν περάσει δεκατέσσερα χρόνια από τότε που δίχως λόγο και αιτία είχε εξαφανιστεί από τη ζωή της, κι όμως εξακολουθούσε ακόμα να την βασανίζει το γεγονός ότι ο Άρτουρ μπορούσε να υπάρχει χωρίς να την έχει ανάγκη. Ο Μάρτιν κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, διέσχισε και τον κάτω διάδρομο και πετάχτηκε στο δρόμο – τόσο γρήγορα, που δεν είδε το αυτοκίνητο που ερχόταν με ταχύτητα καταπάνω του. Ακριβώς δίπλα του ακούστηκαν φρένα να στριγκλίζουν, αλλά εκείνος βρισκόταν κιόλας καθισμένος στη θέση του συνοδηγού με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από το κεφάλι· τώρα μόλις άρχισε να χτυπάει δυνατά η καρδιά του. «Θεέ μου», ψιθύρισε ο Άρτουρ. Το αυτοκίνητο που είχε κοντέψει να σκοτώσει τον Μάρτιν ήταν ένα κόκκινο Φόλκσβαγκεν Γκολφ. Ο οδηγός κόρναρε έτσι χωρίς λόγο πια, ίσως επειδή ένιωθε ότι δεν γινόταν να μείνει άπρακτος ύστερα από ένα τέτοιο περιστατικό. Ύστερα πάτησε γκάζι και συνέχισε το δρόμο του. «Θεέ μου», ξαναείπε ο Άρτουρ. Ο Μάρτιν έτριψε το μέτωπό του. «Μα πώς μπορεί να είναι κανείς τόσο βλάκας;» ρώτησε ο ένας από τους δύο δίδυμους στο πίσω κάθισμα.
13
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 13
14
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 14
Του Μάρτιν του φαινόταν σαν να είχε διχαστεί η ίδια του η ύπαρξη. Βρισκόταν καθισμένος στο αυτοκίνητο και την ίδια στιγμή ξαπλωμένος στην άσφαλτο, ακίνητος σε μια αφύσικη πόζα. Του φαινόταν ότι η μοίρα ακόμα δεν είχε αποφασίσει τι θα γινόταν τελικά, και τα δύο σενάρια έμοιαζαν ακόμη ανοιχτά, και για μία στιγμή είχε κι εκείνος ένα δίδυμο αδερφό που βρισκόταν έξω από το αυτοκίνητο, ένα δίδυμο αδελφό που σιγά σιγά ξεθώριαζε. «Παραλίγο να μείνει στον τόπο», είπε ψυχρά ο άλλος δίδυμος. Ο Άρτουρ κούνησε το κεφάλι του. «Ξέρεις τι λένε;» ρώτησε ο άλλος. «Αν ο Θεός το έχει ήδη σχεδιάσει, δεν έχει σημασία τι και πώς, τότε δεν μπορεί να σου συμβεί τίποτα». «Μα δεν χρειάζεται να το έχει σχεδιάσει ο Θεός. Φτάνει να το ξέρει. Αν ο Θεός ξέρει ότι θα τον πατήσει αυτοκίνητο, τότε θα τον πατήσει. Αν ο Θεός ξέρει ότι δεν θα πάθει τίποτα, τότε δεν θα πάθει τίποτα». «Μα πώς γίνεται; Τότε δεν θα είχε καμία σημασία τι κάνουμε εμείς. Μπαμπά, μας λες πού είναι το λάθος;» «Ότι δεν υπάρχει Θεός», είπε ο Άρτουρ. «Εδώ είναι το λάθος». Δεν μίλησε κανείς τους. Ο Άρτουρ έβαλε μπρος και ξεκίνησαν. Ο Μάρτιν αισθάνθηκε το σφυγμό του να ηρεμεί. Σε λίγα λεπτά θα του φαινόταν και πάλι αυτονόητο το ότι ζούσε. «Και στο σχολείο;», ρώτησε ο Άρτουρ. «Πώς τα πας;» Ο Μάρτιν κοίταξε τον πατέρα του λοξά. Ο Άρτουρ είχε παχύνει λιγάκι, τα μαλλιά του, τότε ακόμη δεν είχαν γκριζάρει, ήταν όπως πάντοτε τόσο ανακατεμένα σαν να μην τα χτένιζε ποτέ του. «Στα μαθηματικά ζορίζομαι, μπορεί και να μείνω. Με τα γαλλικά τα βρίσκω ακόμα σκούρα. Αλλά στα αγγλικά τα πάω καλά τώρα, ευτυχώς». Μιλούσε γρήγορα για να προλάβει να πει όσα περισσότερα μπορούσε, πριν ο Άρτουρ χάσει το εν-
διαφέρον του. «Στα γερμανικά είμαι καλός, στη φυσική έχουμε καινούργιο καθηγητή, στη χημεία μία από τα ίδια, αλλά στην πειραματική...» «Ιβάν», ρώτησε ο Άρτουρ, «τα έχουμε τα εισιτήρια;» «Στην τσέπη σου είναι», απάντησε ο ένας από τους δίδυμους, και τώρα ο Μάρτιν ήξερε τουλάχιστον ποιος από τους δύο ήταν ο Ιβάν και ποιος ο Έρικ. Τους κοίταξε από το καθρεφτάκι. Όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα η ομοιότητά τους του φάνηκε κίβδηλη, υπερβολική, αντίθετη με τους νόμους της φύσης. Και να σκεφτείς ότι ακόμα δεν είχαν αρχίσει να φοράνε τα ίδια ρούχα, όπως αργότερα. Εκείνη η φάση, όπου το έβρισκαν διασκεδαστικό να κάνουν τους άλλους να μην μπορούν να τους ξεχωρίσουν με τίποτα, θα τελείωνε στα δεκαοχτώ τους: όταν πια για ένα διάστημα δεν ήταν ούτε οι ίδιοι βέβαιοι για το ποιος ήταν ποιος. Από τότε και στο εξής είχαν μονίμως την αίσθηση ότι είχαν μπερδέψει τους εαυτούς τους και ότι ο ένας ζούσε τη ζωή του άλλου· όπως και ο Μάρτιν είχε από τότε μονίμως την αίσθηση ότι είχε σκοτωθεί στο δρόμο εκείνο το απόγευμα. «Τι κοιτάς σαν χάχας», είπε ο Έρικ. Ο Μάρτιν γύρισε προς τα πίσω και έκανε να πιάσει τον Έρικ από το αυτί. Παραλίγο να τα καταφέρει, αλλά ο αδερφός του τον απέφυγε, τον άρπαξε από τον καρπό και με μία λαβή του γύρισε το χέρι προς τα πάνω. Εκείνος άφησε μια κραυγή πόνου. Ο Έρικ τον άφησε, λέγοντας με ικανοποίηση: «Σε λίγο θα βάλει και τα κλάματα». «Γουρούνι», είπε ο Μάρτιν με τη φωνή του να τρέμει. «Παλιογούρουνο». «Καλά λες», είπε ο Ιβάν. «Σε λίγο θα βάλει τα κλάματα». «Γουρούνι». «Είσαι και φαίνεσαι». «Εσύ είσαι και φαίνεσαι».
15
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 15
16
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 16
«Όχι, εσύ». Και μετά δεν του ήρθε κάτι άλλο. Ο Μάρτιν κάρφωσε το βλέμμα του έξω από το παράθυρο, μέχρι να σιγουρευτεί ότι δεν θα δάκρυζε. Πάνω στις βιτρίνες, στην άκρη του δρόμου, το είδωλο του αυτοκινήτου γλιστρούσε αλλοιωμένο, τη μία μακρόστενο, την άλλη καμπυλωμένο. «Η μαμά σου τι κάνει;», ρώτησε ο Άρτουρ. Ο Μάρτιν δίστασε. Τι να του απαντούσε; Το ίδιο τον είχε ρωτήσει και την πρώτη φορά, πριν από εφτά χρόνια, όταν είχαν πρωτοσυναντηθεί. Τότε ο πατέρας του του είχε φανεί πολύ ψηλός, αλλά και κουρασμένος και αφηρημένος, σαν να τον περιέβαλε ένα λεπτό πέπλο ομίχλης. Αισθανόταν συστολή όταν βρισκόταν μαζί του, αλλά ταυτόχρονα, χωρίς να ξέρει γιατί, και συμπόνια. «Η μαμά σου τι κάνει;» του είχε πει τότε ο ξένος, και ο Μάρτιν αναρωτήθηκε αν αυτός ήταν όντως ο άντρας που είχε συναντήσει στον ύπνο του τόσες και τόσες φορές, ντυμένος μονίμως με το ίδιο μαύρο αδιάβροχο και πάντοτε χωρίς χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του. Αλλά μονάχα εκείνη τη μέρα, μέσα στο παγωτατζίδικο, τρυπώντας με το πλαστικό κουταλάκι εδώ κι εκεί το παγωτό με τα φρούτα και το σιρόπι σοκολάτα, ο Μάρτιν συνειδητοποιούσε τελικά την πολυτέλεια να μην έχεις πατέρα. Να μην έχεις πρότυπα, να μην έχεις κάποιον που πρέπει να διαδεχτείς, ούτε και εκείνο το βάρος, μονάχα την αόριστη εικόνα κάποιου που ίσως κάποτε να εμφανιζόταν μπροστά του. Και τώρα τον είχε μπροστά του, και σκεφτόταν αν αυτό ήταν τελικά όλο κι όλο. Τα δόντια του ήταν στραβά, τα μαλλιά του ανακατεμένα, στο γιακά του είχε ένα λεκέ και τα χέρια του φαίνονταν ταλαιπωρημένα. Ήταν ένας άντρας που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και κάποιος άλλος· ένας άντρας που έμοιαζε με τόσους και τόσους στο δρόμο, στο τρένο, παντού. «Πόσων χρονών είπαμε ότι είσαι;» Ο Μάρτιν ξεροκατάπιε και το είπε: ήταν εφτά.
«Και αυτή εδώ είναι η κούκλα σου;» Ο Μάρτιν χρειάστηκε μια στιγμή για να καταλάβει ότι ο πατέρας του εννοούσε την κυρία Μίλερ. Την είχε μαζί του όπως πάντα, πιασμένη στη μασχάλη του, σχεδόν ασυναίσθητα. «Και πώς τη λένε;» Ο Μάρτιν του είπε. «Παράξενο όνομα». Ο Μάρτιν δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Η κυρία Μίλερ ήταν η κυρία Μίλερ, έτσι την έλεγαν πάντα. Κατάλαβε ότι έτρεχε η μύτη του. Κοίταξε γύρω του, όμως η μητέρα του δεν φαινόταν πουθενά. Είχε φύγει από το μαγαζί αθόρυβα, αμέσως μόλις είδε τον Άρτουρ να μπαίνει. Αργότερα, όσο και να προσπαθούσε να θυμηθεί εκείνη τη μέρα και να ανασύρει την κουβέντα τους από τα σκοτάδια της μνήμης του, δεν τα κατάφερνε. Ίσως έφταιγε το ότι εκείνη τη συζήτηση την είχε φτιάξει τόσες και τόσες φορές με το νου του και το ότι όσα είπαν μεταξύ τους μπερδεύτηκαν αμέσως με εκείνα που είχε φανταστεί τόσα και τόσα χρόνια ο ίδιος: του είχε πει στ’ αλήθεια ο Άρτουρ ότι δεν είχε δουλειά και ότι περνούσε τη ζωή του με το να σκέφτεται για τη ζωή, ή μήπως το είχε επινοήσει ο Μάρτιν ως τη μόνη κουβέντα που του ταίριαζε, όταν πια είχε γνωρίσει καλύτερα τον πατέρα του; Και ήταν δυνατόν, όταν τον ρώτησε γιατί τους είχε παρατήσει αυτόν και τη μητέρα του, να του είχε απαντήσει πως όποιος παραδίδεται άνευ όρων στη φυλακή, στη χαμοζωή, στη μετριότητα και στην απελπισία, δεν μπορεί να βοηθήσει κανέναν, επειδή δεν μπορεί να βοηθήσει ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό, ότι βγάζει τον καρκίνο, η καρδιά του πιάνει ξύγκι, ότι δεν ζει πολλά χρόνια και ότι λιώνει σαν το κερί; Ο Άρτουρ ήταν σίγουρα ικανός να δώσει μια τέτοια απάντηση σε έναν επτάχρονο, αλλά του Μάρτιν του φαινόταν παράλογο να είχε ρωτήσει εκείνος τέτοιο πράγμα. Πέρασαν τρεις μήνες μέχρι να ξαναδεί τον πατέρα του. Αυ-
2–F
17
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 17
18
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 18
τή τη φορά πήγε και τον πήρε από το σπίτι με το αυτοκίνητό του, στο πίσω κάθισμα ήταν δύο αγόρια ανατριχιαστικά όμοια, για μια στιγμή ο Μάρτιν νόμισε ότι ήταν οφθαλμαπάτη. Εκείνοι πάλι άριχσαν να τον παρατηρούν, πρώτα με μεγάλη και μετά με μέτρια περιέργεια, επικεντρωμένοι αποκλειστικά στον εαυτό τους, δέσμιοι του γρίφου του διπλασιασμού τους. «Σκεφτόμαστε πάντοτε τα ίδια». «Ακόμα και όταν είναι περίπλοκα πράγματα. Τα ίδια ακριβώς!» «Όταν μας ρωτάνε κάτι, έχουμε και οι δύο την ίδια απάντηση». «Ακόμα και αν είναι λάθος». Και αμέσως γέλασαν και οι δύο, με τον ίδιο ήχο στη φωνή, και ο Μάρτιν ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του. Από τότε πήγαιναν και τον έπαιρναν από το σπίτι τακτικά. Πήγαιναν για τρενάκι στο λούνα παρκ, σε ενυδρεία με κοιμισμένα ψάρια, για περπάτημα στα δάση έξω από την πόλη, για κολύμπι σε πισίνες που μύριζαν χλώριο και ήταν γεμάτες παιδικές τσιρίδες και λιακάδα. Ο Άρτουρ έδινε διαρκώς την εντύπωση ότι βαριόταν, ποτέ δεν τον έβλεπες να συμμετέχει με την καρδιά του, αλλά και τα δίδυμα δεν μπορούσαν να κρύψουν ότι πήγαιναν μόνο από υποχρέωση. Αν και ο Μάρτιν τα καταλάβαινε όλα αυτά, εκείνα τα απογεύματα τα θυμάται σαν τις ομορφότερες στιγμές της ζωής του. Την τελευταία φορά που είχαν ιδωθεί, ο Άρτουρ του είχε κάνει δώρο έναν πολύχρωμο κύβο που μπορούσες να γυρίζεις τις πλευρές του, ένα καινούργιο παιχνίδι που μόλις είχε κυκλοφορήσει στην αγορά. Σε λίγο καιρό ο Μάρτιν περνούσε ώρες παίζοντας με τον κύβο, θα μπορούσε να περνάει και μέρες ολόκληρες, τον είχε συνεπάρει ολοκληρωτικά. «Μάρτιν!» Η φωνή τον τρόμαξε και τον έκανε να πεταχτεί.
«Σε πήρε ο ύπνος;» Σκέφτηκε μήπως να του ξανάριχνε άλλη μία, αλλά το μετάνιωσε. Δεν είχε νόημα, ο Έρικ ήταν δυνατότερός του. Κρίμα, σκέφτηκε ο Έρικ. Πολύ θα του άρεσε να του έχωνε μια σφαλιάρα κι ας μην είχε τίποτα μαζί του. Τον τσάντιζε μόνο που ο αδερφός του ήταν τόσο αδύναμος, τόσο ήσυχος και φοβητσιάρης. Και επίσης του κρατούσε ακόμη κακία για τότε, πριν από εφτά χρόνια, όταν οι γονείς τους τους φώναξαν στο σαλόνι για να τους ανακοινώσουν κάτι σημαντικό. «Τι έγινε, χωρίζετε;», τους ρώτησε ο Ιβάν. Οι γονείς τους κούνησαν τρομαγμένοι το κεφάλι λέγοντάς τους: Όχι, όχι, πώς σας ήρθε αυτό, όχι! Και τότε ο Άρτουρ τούς είπε για τον Μάρτιν. Ο Έρικ ξαφνιάστηκε τόσο, που αποφάσισε να κάνει σαν να ήταν κάτι πολύ αστείο, αλλά ακριβώς τη στιγμή που έπαιρνε βαθιά ανάσα για να βάλει τα γέλια, είχε αρχίσει να χαχανίζει δίπλα του ο Ιβάν. Έτσι ήταν όταν είσαι ένας και ταυτόχρονα δύο και όταν δεν σου ανήκει ποτέ μια σκέψη εξ ολοκλήρου. «Δεν είναι πλάκα», τους είπε ο Άρτουρ. Και γιατί μας το λέτε τώρα, σκέφτηκε να ρωτήσει ο Έρικ. Μόνο που τον πρόλαβε και πάλι ο Ιβάν: «Και γιατί μας το λέτε τώρα;» Μερικές καταστάσεις είναι κάπως περίπλοκες, τους απάντησε ο Άρτουρ. Κοίταξε τότε σαστισμένος τη μητέρα του, αλλά εκείνη έσκυψε το κεφάλι και σταύρωσε τα χέρια λέγοντας ότι μερικές φορές και οι μεγάλοι κάνουν λάθη. Η μητέρα του άλλου αγοριού, τους είπε ο Άρτουρ, δεν τα πήγαινε και πολύ καλά μαζί του, δεν τον άφηνε να βλέπει τον γιο του, κι εκείνος, για να είναι ειλικρινής, βολεύτηκε με την κατάσταση αυτή και έτσι το δέχτηκε, για να διευκολύνει και τα πράγματα, και μόλις πριν από λίγο καιρό άλλαξε γνώμη. Και τώρα θα πάει να συναντήσει τον Μάρτιν.
19
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 19
20
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 20
Ποτέ δεν είχε ξαναδεί τον πατέρα του τόσο νευρικό ο Έρικ. Ποιος τον είχε ανάγκη αυτόν τον Μάρτιν, σκέφτηκε, και πώς τα κατάφερε ο πατέρας τους να τους κάνει τόσο ρεζίλι; Ο Έρικ γνώριζε από νωρίς ότι δεν ήθελε να μοιάσει στον πατέρα του. Ήθελε να βγάλει λεφτά, ήθελε να τον παίρνουν στα σοβαρά, δεν ήθελε να είναι κάποιος που τον λυπούνται χωρίς να του το λένε. Γι’ αυτό, την πρώτη κιόλας μέρα στο σχολείο, είχε ορμήσει στον ψηλότερο της τάξης, φυσικά χωρίς να τον προειδοποιήσει, το ξάφνιασμα του έδωσε το πλεονέκτημα που χρειαζόταν: ο Έρικ τον έριξε κάτω, μετά γονάτισε πάνω του, τον άρπαξε από τα αυτιά και άρχισε να του χτυπάει το κεφάλι στο πάτωμα, τρεις φορές τη μία μετά την άλλη, μέχρι να σταματήσει να νιώθει αντίσταση. Και τότε, για εφέ, του έριξε και μια καλοζυγισμένη γροθιά, μια ματωμένη μύτη κάνει πάντα εξαιρετική εντύπωση. Και όντως, το ψηλό αγόρι, που ο Έρικ είχε αρχίσει πια να το λυπάται, είχε βάλει τα κλάματα. Ο Έρικ τον άφησε κι εκείνος σηκώθηκε και έφυγε από κοντά του τρεκλίζοντας, με ένα χαρτομάντιλο στη μύτη του να κοκκινίζει όλο και περισσότερο. Από τότε ολόκληρη η τάξη φοβόταν τον Έρικ, και έτσι δεν κατάλαβε κανείς πόσο φοβόταν ο ίδιος. Γιατί εκείνο που μετρούσε ήταν η αποφασιστικότητα, αυτό το είχε μάθει καλά. Δάσκαλοι, συμμαθητές ή γονείς, όλοι έφασκαν και αντέφασκαν, ήταν διχασμένοι και αναποφάσιστοι, ό,τι κι αν έκαναν. Αυτόν που ξέρει τι θέλει και το διεκδικεί δεν τον σταματάει κανείς. Και αυτό είναι τόσο βέβαιο, όσο και το ότι δύο επί πέντε κάνει δέκα ή ότι όλοι μας είμαστε περιτριγυρισμένοι από φαντάσματα, τα αχνά περιγράμματα των οποίων φαίνονται σπάνια και μόνο στο λυκόφως. «Έχασα το δρόμο», είπε ο Άρθουρ. «Όχι πάλι», είπε ο Έρικ. «Κόλπο είναι», είπε ο Ιβάν. «Επίτηδες το έκανες, επειδή βαριέσαι». «Φυσικά και βαριέμαι. Αλλά δεν το έκανα επίτηδες».
Ο Άρτουρ έκανε στην άκρη και βγήκε από το αυτοκίνητο. Φυσούσε ένας ζεστός καλοκαιριάτικος αέρας, τα αυτοκίνητα περνούσαν δίπλα τους σαν βολίδες, μύριζε βενζίνη. Άρχισε να ρωτάει για το δρόμο: μια γριά του έκανε νόημα να την αφήσει ήσυχη, ένας νεαρός με πατίνια ούτε που σταμάτησε, ένας άντρας με μεγάλο καπέλο έκανε κάτι χειρονομίες δείχνοντας προς τα δεξιά, προς τα αριστερά, προς τα πάνω και προς τα κάτω. Ο Άρτουρ μίλησε για λίγη ώρα και με μια νεαρή κοπέλα. Κι ενώ του μιλούσε, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, ο Άρτουρ τής χαμογέλασε, αυτή του έδειξε προς μια κατεύθυνση, ο Άρθουρ έκανε ένα νόημα με το κεφάλι και κάτι της είπε, εκείνη γέλασε, ύστερα άρχισε πάλι να του μιλάει, ενώ τώρα γελούσε ο Άρτουρ, έπειτα αποχαιρετίστηκαν και φεύγοντας τον άγγιξε στον ώμο. Όταν ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, ακόμα χαμογελούσε. «Εντάξει; Σου είπε πώς θα πάμε;», ρώτησε ο Ιβάν. «Δεν ήταν από δω. Αλλά μου είπε ο άντρας που ρώτησα πιο πριν». Έστριψε δύο φορές, ύστερα έφτασαν σε ένα πάρκινγκ, η πόρτα άνοιξε από μέσα. Ο Έρικ κοίταξε ανήσυχος το σκοτάδι. Δεν θα έλεγε ποτέ του και σε κανέναν πόσο απαίσια ένιωθε σε κάθε τούνελ, σε κάθε σπηλιά και σε κάθε κλειστό χώρο. Ο Ιβάν όμως μάλλον το ήξερε, όπως και του Έρικ του τύχαινε τόσες και τόσες φορές να κάνει τις σκέψεις του δίδυμου αδερφού του αντί για τις δικές του και στο μυαλό του να ξεφυτρώνουν ξαφνικά λέξεις που δεν ήξερε. Συχνά επίσης συνέβαινε να ξυπνάει και να θυμάται κάτι όνειρα με πολύ παράξενο χρώμα – τα όνειρα του Ιβάν ήταν πιο πολύχρωμα από τα δικά του, κατά κάποιον παράξενο τρόπο ήταν πιο ευρύχωρα, ο αέρας μέσα τους έμοιαζε να είναι πιο καθαρός. Και όμως ήταν σε θέση να κρατάνε μυστικά ο ένας από τον άλλον. Ο Έρικ δεν μπόρεσε ποτέ του να καταλάβει γιατί ο Ιβάν φοβόταν τα σκυλιά, αφού τα σκυλιά ήταν από τα λίγα ζώα που ήταν από τη φύση τους άκακα, δεν καταλάβαινε γιατί ο Ιβάν προτιμούσε να κάνει πα-
21
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 21
22
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 22
ρέα με ξανθά κορίτσια αντί με μελαχρινά, και του ήταν ανεξήγητο γιατί όλοι εκείνοι οι παλιοί πίνακες, που τον ίδιον τον έκαναν να βαριέται στο μουσείο, προξενούσαν τόσο περίπλοκα συναισθήματα στον αδερφό του. Βγήκαν από το αυτοκίνητο. Λάμπες φθορισμού άπλωναν ένα χλωμό φως. Ο Έρικ σταύρωσε τα χέρια του και κοίταξε το πάτωμα. «Δεν πιστεύεις στην ύπνωση;» ρώτησε ο Ιβάν. «Πιστεύω ότι μπορείς να πείσεις τους ανθρώπους για το οτιδήποτε», είπε ο Άρτουρ. Μπήκαν στην καμπίνα του ασανσέρ, οι πόρτες έκλεισαν, ο Έρικ άρχισε να παλεύει με τον πανικό του. Τι θα γινόταν αν έσπαγε το συρματόσχοινο; Έχει συμβεί, και θα ξανασυμβεί κάπου κάποτε, γιατί λοιπόν όχι τώρα και εδώ; Επιτέλους το ασανσέρ σταμάτησε, οι πόρτες άνοιξαν και εκείνοι προχώρησαν προς το θέατρο. Ο μέγας Λίντεμαν, έγραφε σε ένα πανό, δάσκαλος του υπνωτισμού. Απογευματινή παράσταση. Σε μια αφίσα ήταν ένας συνηθισμένος κύριος με γυαλιά, που προσπαθούσε να κάνει το βλέμμα του να φαίνεται ζοφερό και διαπεραστικό. Στο πρόσωπό του έπεφταν κάτι σκιές, θεατρικός φωτισμός, η φωτογραφία ήταν κακή. Ο Λίντεμαν, έγραφε πιο δίπλα, θα σας μάθει να φοβάστε τα όνειρά σας. Ένας νεαρός έκοψε τα εισιτήριά τους με ένα χασμουρητό. Είχαν καλές θέσεις, μπροστά μπροστά, στην τρίτη σειρά. Η πλατεία ήταν σχεδόν γεμάτη, στους εξώστες δεν καθόταν κανείς. Ο Ιβάν κοίταξε την οροφή με τη βαριά διακόσμηση και αναρωτήθηκε πώς μπορεί κανείς να ζωγραφίζει με αυτόν τον τρόπο. Ο ζωγράφος είχε καταφέρει να ξεγελάσει το μάτι, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός ανύπαρκτου θόλου. Πώς μπορεί κανείς να σχεδιάζει κάτι τέτοιο, αν θέλει να δείξει ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιος επιπλέον χώρος, παρά μόνο μια ψευδής εικόνα; Τα βιβλία δεν το εξηγούσαν. Δεν μπορούσες να περιμένεις βοήθεια από πουθενά. Ούτε
από τα βιβλία ούτε από τους δασκάλους. Ό,τι ήταν σημαντικό στη ζωή έπρεπε να το μάθεις μόνος σου και, αν τελικά δεν τα κατάφερνες, τότε πια είχες αποτύχει στη ζωή σου. Ο Ιβάν αναρωτιόταν συχνά πώς οι μέτριοι άνθρωποι, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, μπορούσαν να ανέχονται την ύπαρξή τους. Έβλεπε τη μητέρα του να λαχταρά μια άλλη ζωή και το μυαλό του πατέρα του να βρίσκεται μονίμως κάπου αλλού. Έβλεπε ότι οι καθηγητές του στο σχολείο ήταν δυστυχισμένα πλάσματα, και φυσικά ήξερε για τις ονειροφαντασίες που βασάνιζαν τον Έρικ. Όποτε τύχαινε να ξεστρατίσει σε κάποιο από τα όνειρα του αδερφού του, βρισκόταν σε κάποιον σκοτεινό και αποπνικτικό χώρο στον οποίο κανείς δεν μπορούσε να μείνει ούτε λεπτό. Έβλεπε και τον Μάρτιν, που ήταν τόσο αδύναμος και τόσο μόνος, προσκολλημένος στη μητέρα του. Ο Ιβάν αναστέναξε βαθιά. Ο υπνωτισμός δεν τον ενδιέφερε καθόλου, θα προτιμούσε να είναι στο σπίτι και να ζωγραφίζει. Μόνο να μπορούσε να ζωγραφίζει καλύτερα, αυτό μόνο ήθελε, όλα τα άλλα δεν τον ένοιαζαν. Τα φώτα χαμήλωσαν, οι ψίθυροι έσβησαν. Η αυλαία άνοιξε. Και ο Λίντεμαν εμφανίστηκε στη σκηνή. Ήταν παχουλός και με φαλάκρα, και η γύμνια του κρανίου του γινόταν ακόμα πιο έντονη από τις λίγες τρίχες που ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί. Φορούσε γυαλιά με μαύρο κοκάλινο σκελετό, το κοστούμι του ήταν γκρίζο, στο τσεπάκι του σακακιού είχε ένα πράσινο μαντίλι. χωρίς υπόκλιση και καλωσόρισμα άρχισε να μιλάει με χαμηλή φωνή. Η ύπνωση, είπε, δεν είναι ύπνος, αλλά ένα είδος αγρύπνιας στραμμένης προς τα μέσα· όχι αβουλία, αλλά πρωτοβουλία. Σήμερα θα δουν παράξενα πράγματα, συνέχισε να λέει, μα δεν χρειάζεται να ανησυχούν, γιατί ως γνωστόν κανείς δεν υπνωτίζεται παρά τη θέλησή του και κανείς δεν οδηγείται από την ύπνωση σε πράξεις τις οποίες κατά βάθος δεν επιθυμεί ο ίδιος. Σώπασε για λίγο και χαμογέλασε, σαν να είχε κάνει κάποιο δυσνόητο αστείο.
23
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 23
24
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 24
Μια στενή σκάλα οδηγούσε από τη σκηνή στην πλατεία. Ο Λίντεμαν την κατέβηκε, ίσιωσε τα γυαλιά του, κοίταξε γύρω του και προχώρησε στο διάδρομο. Ήταν φανερό ότι προσπαθούσε να διαλέξει τους θεατές που θα ανέβαζε στη σκηνή. Ο Ιβάν, ο Έρικ και ο Μάρτιν χαμήλωσαν τα κεφάλια τους. «Μην ανησυχείτε», είπε ο Άρτουρ. «Διαλέγει μόνο ενήλικες». «Τότε μπορεί να διαλέξει εσένα». «Σ’ εμένα δεν πιάνει». Βρίσκονται ενώπιον σημαντικών στιγμών, είπε ο Λίντεμαν. Όποιος νομίζει ότι δεν θέλει να συμμετάσχει δεν έχει λόγο να φοβάται, δεν πρόκειται να ανακατευτεί στα προσωπικά του. Έφτασε μέχρι την τελευταία σειρά, έπειτα γύρισε πάλι προς τα πίσω με μια αναπάντεχη σβελτάδα και με ένα σάλτο βρέθηκε στη σκηνή. Για αρχή, είπε, θα κάνουν κάτι εύκολο, ένα αστειάκι, μικροπράγματα. Ολόκληρη η πρώτη σειρά να σηκωθεί και να έρθει στη σκηνή, παρακαλεί! Ένας ψίθυρος έκανε το γύρο της αίθουσας. Καλά κατάλαβαν, είπε ο Λίντεμαν, η πρώτη σειρά. Όλοι. Γρήγορα, παρακαλεί! «Τι θα κάνει αν κάποιος δεν θέλει;» ψιθύρισε ο Μάρτιν. «Αν κάποιος μείνει έτσι καθισμένος, τι θα κάνει τότε;» Ολόκληρη η πρώτη σειρά σηκώθηκε όρθια. Ψιθύριζαν ο ένας στον άλλον και έριχναν απρόθυμα βλέμματα γύρω τους, υπάκουσαν όμως και ανέβηκαν στη σκηνή. «Μπείτε στη σειρά!» πρόσταξε ο Λίντεμαν. «Πιαστείτε χέρι χέρι». Υπάκουσαν διστακτικά. Και τώρα δεν θα αφήσουν ο ένας το χέρι του άλλου, είπε ο Λίντεμαν προχωρώντας κατά μήκος της σειράς, δεν θέλουν, γι’ αυτό και δεν θα το κάνουν, κι επειδή δεν το θέλουν, γι’ αυτό και δεν μπορούν να το κάνουν, κι επειδή δεν μπορούν, δεν είναι λάθος να πούνε ότι είναι δεμένοι μεταξύ τους. Μιλώντας, άγγιζε εδώ κι εκεί μερικά χέρια. Σφιχτά, είπε, σφιχτά τα χέρια,
πολύ σφιχτά, κανείς δεν θα βγει από τη σειρά, κανείς δεν μπορεί να αφήσει το χέρι του άλλου, πολύ σφιχτά, να μην μπορεί κανείς να τα χωρίσει. Όποιος θέλει ας το δοκιμάσει τώρα. Δεν το δοκίμασε κανείς. Ο Λίντεμαν στράφηκε προς το κοινό που τον χειροκρότησε συγκρατημένα. Ο Ιβάν έγειρε προς τα εμπρός, για να δει καλύτερα τα πρόσωπα των ανθρώπων στη σκηνή. Έδειχναν αναποφάσιστοι, αφηρημένοι, σαν να είχε παραλύσει η βούλησή τους. Ένας μικροκαμωμένος άντρας έσφιγγε τα δόντια του με δύναμη, τα χέρια μιας γυναίκας με κότσο έτρεμαν σαν να ήθελε να τα ελευθερώσει, αλλά δεν μπορούσε επειδή η λαβή του διπλανού της, αλλά και της ίδιας, ήταν πολύ σφιχτή. Θα μετρήσει μέχρι το τρία, είπε ο Λίντεμαν, και μετά θα αφήσουν όλοι τα χέρια τους ελεύθερα. «Με το ένα. Με το δύο. Με το...» Σήκωσε αργά το χέρι του, είπε: «τρία!» και κροτάλισε τα δάχτυλά του. Αναποφάσιστοι, σχεδόν ακούσια, άφησαν ο ένας το χέρι του άλλου. Κοίταξαν με αμηχανία τα χέρια τους. «Τώρα όμως θα επιστρέψετε γρήγορα στις θέσεις σας», είπε ο Λίντεμαν. «Γρήγορα, κατεβείτε, γρήγορα!» είπε χτυπώντας τα χέρια του. Η γυναίκα με τον κότσο ήταν χλωμή και προχωρούσε παραπατώντας. Ο Λίντεμαν την έπιασε απαλά από τον αγκώνα και την οδήγησε μέχρι τη σκάλα, ψιθυρίζοντάς της κάτι στο αυτί. Μόλις την άφησε, εκείνη άρχισε να περπατά πιο σταθερά, κατέβηκε τα σκαλοπάτια και κάθισε στη θέση της. Αυτό ήταν ένα μικρό πείραμα, είπε ο Λίντεμαν, ένα αστείο για ζέσταμα. Και τώρα κάτι πιο σοβαρό. Προχώρησε μέχρι τη ράμπα, έβγαλε τα γυαλιά του και άρχισε πάλι να ψάχνει στο κοινό, μισοκλείνοντας τα μάτια του. «Ο κύριος εκεί μπροστά, με το πουλόβερ, και ο κύριος ακριβώς από πίσω του, κι εσείς, δεσποινίς, παρακαλώ, σηκωθείτε!» Σηκώθηκαν και οι τρεις και με ένα βεβιασμένο χαμόγελο α-
25
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 25
26
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 26
νέβηκαν στη σκηνή. Η κοπέλα έκανε ένα νεύμα σε κάποιον, ο Λίντεμαν κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά κι εκείνη σταμάτησε. Πήγε και στάθηκε δίπλα στον πρώτο από τους τρεις, έναν ψηλό με γένια, και έφερε την παλάμη του μπροστά στα μάτια του. Άρχισε να του λέει κάτι στο αυτί και ύστερα από λίγο φώναξε αναπάντεχα: «Κοιμήσου!» Ο άντρας έχασε αμέσως τις αισθήσεις του, ο Λίντεμαν τον έπιασε και τον απόθεσε απαλά στο πάτωμα. Ύστερα πήγε στην κοπέλα πιο δίπλα και έκανε το ίδιο. Και στη συνέχεια στον δεύτερο άντρα. Όλοι τους κείτονταν ακίνητοι. «Και τώρα μείνετε εκεί ευτυχισμένοι!» Αυτό οφείλει να το εξηγήσει. Ο Λίντεμαν στράφηκε προς την αίθουσα, έβγαλε τα κοκάλινα γυαλιά από το πρόσωπό του και το πράσινο μαντίλι από το τσεπάκι του και βάλθηκε να τα καθαρίζει. Γνωρίζουν πολύ καλά, είπε, όλες εκείνες τις παιδαριώδεις υποβολές, στις οποίες υποβάλλουν το κοινό τους ορισμένες μετριότητες – τσαρλατάνοι και ατάλαντοι απατεώνες μάλλον παρά υπνωτιστές, που τους συναντάει κανείς σε κάθε επάγγελμα: παγωνιά, για παράδειγμα, ή ζέστη, ακαμψία, εντυπώσεις πτήσης ή πτώσης, για να μην μιλήσει για το δημοφιλέστατο κόλπο της επιλεκτικής αμνησίας που σε κάνει να ξεχάσεις το όνομά σου. Κόμπιασε για λίγο και κοίταξε σκεπτικός προς τα πάνω. Ζέστη δεν κάνει εδώ μέσα; Φρικτή ζέστη. Μα τι έγινε; Σφούγγισε το μέτωπό του. Τέτοια παιδιάστικα πράγματα, όπως είπε, τα βλέπει κανείς συχνά, γι’ αυτό κι ο ίδιος θα τα προσπεράσει στα γρήγορα. Θεέ μου, τι ζέστη είναι αυτή! Ο Ιβάν έσπρωξε τα μουσκεμένα μαλλιά του από το μέτωπο. Η ζέστη έμοιαζε να έρχεται κατά κύματα από το έδαφος, ο αέρας ήταν υγρός. Αλλά και το πρόσωπο του Έρικ γυάλιζε. Παντού έβλεπες διπλωμένα προγράμματα να κάνουν αέρα, σαν βεντάλιες. Αλλά σίγουρα μπορεί να γίνει κάτι, είπε ο Λίντεμαν. Να μην ανησυχούν, θα το φροντίσουν αμέσως, το θέατρο διαθέτει
άριστους τεχνικούς, σε λίγο θα ανάψουν τον κλιματισμό. Ορίστε, τον άναψαν κιόλας. Από εδώ ακούγεται το βουητό, από τα μηχανήματα. Νιώθεις να κάνει ρεύμα, είπε. Σήκωσε το γιακά του. Αλλά τώρα παρακάνει ρεύμα. Τα κλιματιστικά έχουν καταπληκτική απόδοση. Ζέστανε με το χνότο του τις παλάμες του και άρχισε να χοροπηδάει από το ένα πόδι στο άλλο. Κρύο κάνει εδώ μέσα, πολύ κρύο, μα πάρα πολύ κρύο. «Τι μας τσαμπουνάει τώρα;» ρώτησε ο Άρτουρ. «Καλά, εσύ δεν το νιώθεις;» του ψιθύρισε ο Ιβάν. Η ανάσα του έβγαζε ατμούς, τα πόδια του είχαν μουδιάσει και δυσκολευόταν να πάρει ανάσα. Τα δόντια του Μάρτιν κροτάλιζαν. Ο Έρικ φταρνίστηκε. «Όχι», είπε ο Άρτουρ. «Τίποτα απολύτως;» «Αφού σας το είπα, σε μένα δεν πιάνει». Αρκετά όμως μέχρι εδώ, είπε ο Λίντεμαν. Φτάνει. Τέρμα. Με τέτοια αστειάκια, όπως τους είπε και πριν, δεν συνηθίζει να κλέβει το χρόνο κανενός. Τώρα αμέσως και χωρίς καθυστέρηση θα περάσει σε κάτι πιο ενδιαφέρον, στην απευθείας χειραγώγηση των ψυχών τους. Οι τρεις άνθρωποι που βρίσκονται ξαπλωμένοι μπροστά του ακολουθούν εδώ και αρκετή ώρα τις οδηγίες του. Είναι ευτυχισμένοι. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή, ενώπιον όλων, ζουν τις ομορφότερες στιγμές της ζωής τους. «Όρθιοι!» Σηκώθηκαν με δυσκολία και τελικά στάθηκαν και οι τρεις στα πόδια τους. «Και τώρα δες», είπε ο Λίντεμαν στη γυναίκα που βρισκόταν στο κέντρο. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε. Ο τρόπος με τον οποίο ανάσαινε και κουνούσε τα μάτια της είχε κάτι παράξενο. Ο Ιβάν δεν κατάλαβε ακριβώς τι, αλλά υποψιαζόταν κάτι μακρινό και περίπλοκο. Πρόσεξε ότι μια
27
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 27
28
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 28
γυναίκα που καθόταν στην μπροστινή τους σειρά τράβηξε το βλέμμα της από τη σκηνή. Ο άντρας που καθόταν δίπλα της κουνούσε το κεφάλι του αγανακτισμένος. «Κλείσε τα μάτια», είπε ο Λίντεμαν. Τα μάτια της γυναίκας στη σκηνή έκλεισαν αμέσως. Το στόμα της ήταν ανοιχτό, από το πλάι έσταζε μια λεπτή γραμμή σάλιου, τα μάγουλά της γυάλιζαν στο φως των προβολέων. Δυστυχώς όμως, είπε ο Λίντεμαν, τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, και κυρίως τα όμορφα πράγματα. Τώρα μόλις η ζωή φάνταζε μεγάλη και υπέροχη, μα η αλήθεια είναι ότι τίποτα δεν μένει για πάντα, όλα μαραίνονται, όλα παρέρχονται και πεθαίνουν, όλα ανεξαιρέτως. Αυτό το πράγμα φροντίζει να το ξεχνάει κανείς σχεδόν πάντα. Τώρα όμως όχι, όχι αυτήν εδώ τη στιγμή. «Τώρα το γνωρίζετε». Ο άντρας με τα γένια αναστέναξε. Η γυναίκα άρχισε να γέρνει αργά προς τα πίσω, ακουμπώντας την παλάμη της στα μάτια. Ο άλλος άντρας άφησε ένα ελαφρύ αναφιλητό. Μπορούν όμως, είπε ο Λίντεμαν, να συνεχίσουν να είναι χαρούμενοι παρ’ όλα αυτά. Μια σύντομη μέρα ανάμεσα σε δύο ατελείωτες νύχτες είναι η ζωή, άρα λοιπόν πρέπει να χαρούμε τις φωτεινές στιγμές που μας αναλογούν και να χορεύουμε όσο ακόμη ο ήλιος λάμπει. χτύπησε τα χέρια του. Οι τρεις άνθρωποι που βρίσκονταν στη σκηνή τον υπάκουσαν και σηκώθηκαν όρθιοι. Ο Λίντεμαν χτυπούσε το ρυθμό με παλαμάκια, στην αργή αργά, έπειτα πιο γρήγορα. Εκείνοι χοροπηδούσαν σαν μαριονέτες, κουνώντας αλλοπρόσαλλα τα χέρια και τα πόδια τους και γυρίζοντας τα κεφάλια δεξιά και αριστερά. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία, δεν ακουγόταν από πουθενά ούτε βήχας, ούτε ψίθυρος, μια φρίκη έμοιαζε να πλανιέται πάνω από τους θεατές. Το μόνο που ακουγόταν ήταν βήματα και βαριές ανάσες από τη σκηνή, και οι σανίδες που έτριζαν. «Τώρα ξαπλώστε και πάλι», είπε ο Λίντεμαν. «Και ονειρευτείτε!»
Οι δύο από τους τρεις έπεσαν αμέσως στο πάτωμα, ο άντρας που ήταν στα αριστερά έμεινε για λίγο όρθιος, κάνοντας χειρονομίες σαν να ψαχούλευε – αλλά ύστερα λύγισαν και τα δικά του γόνατα και σταμάτησε κι εκείνος να κινείται. Ο Λίντεμαν έσκυψε και τον παρατήρησε με προσοχή. Έπειτα στράφηκε στο κοινό. Τώρα θέλει, συνέχισε να λέει, να εκτελέσει ένα δύσκολο πείραμα. Λίγοι μόνο υπνωτιστές είναι σε θέση να το καταφέρουν, μόνο η αφρόκρεμα. «Ονειρευτείτε βαθιά. Ακόμα πιο βαθιά, βαθύτερα από ποτέ. Ονειρευτείτε μια νέα ζωή. Γίνετε παιδιά, μάθετε μια τέχνη ή σπουδάστε, μεγαλώστε, παλέψτε, υποφέρετε και ελπίστε, νικήστε και χάστε, αγαπήστε και ξαναχάστε, γεράστε, χάστε τη δύναμή σας, καταρρεύστε και ύστερα πεθάνετε, τόσο γρήγορα συμβαίνουν όλα αυτά, και όταν εγώ θα σας πω, τότε θα ανοίξετε τα μάτια σας και όλα αυτά θα είναι σαν να μην έγιναν ποτέ». Σταύρωσε τα χέρια του, στράφηκε προς το κοινό και στάθηκε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν να κυλούν πολύ αργά. Αυτό το πείραμα, είπε ύστερα, δεν πετυχαίνει πάντοτε. Μερικοί ξυπνούν χωρίς να έχουν ζήσει απολύτως τίποτα. Άλλοι πάλι τον παρακαλούν να εξαφανίσει την ανάμνηση του ονείρου, γιατί αυτό που είχαν βιώσει τους προκαλούσε τέτοια σύγχυση, που δεν ήταν πια σε θέση να εμπιστευτούν το χρόνο και την πραγματικότητα. Κοίταξε το ρολόι του. Στο μεταξύ όμως, πρόσθεσε, για να γεμίσει η ώρα που χρειάζεται, μερικά απλά πραγματάκια. Υπάρχουν μήπως παιδιά στην αίθουσα; Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του. Εκείνος από την πέμπτη σειρά, το κοριτσάκι εκεί στην άκρη και εκείνος ο νεαρός στην τρίτη σειρά, που είναι ολόιδιος με τον διπλανό του. Όρθιοι! Ο Ιβάν κοίταξε δεξιά, αριστερά, πίσω του. Ύστερα ρώτησε δείχνοντας με το δάχτυλο το στήθος του. «Ναι», είπε ο Λίντεμαν. «Εσύ».
29
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 29
30
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 30
«Μα εσύ μας είπες ότι ανεβάζει μόνο μεγάλους στη σκηνή», ψιθύρισε ο Ιβάν. «Ε, φαίνεται ότι έκανα λάθος». Ο Ιβάν ένιωσε το αίμα να πλημμυρίζει στο πρόσωπό του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Τα άλλα δύο παιδιά είχαν σηκωθεί κιόλας όρθια και πήγαιναν στη σκηνή. Ο Λίντεμαν κάρφωσε το βλέμμα του πάνω του. «Μπορείς να μείνεις εδώ που είσαι», είπε ο Άρτουρ. «Δεν έχει κανένα δικαίωμα να σε διατάζει». Ο Ιβάν σηκώθηκε αργά κοιτάζοντας γύρω του. Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα πάνω του, όλων ανεξαιρέτως, δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην τον κοιτούσε. Όχι, ο Άρτουρ δεν είχε δίκιο, δεν είχες δικαίωμα να πεις όχι, στο κάτω κάτω σε παράσταση υπνωτισμού είχες πάει, όποιος πήγαινε ήταν υποχρεωμένος να συμμετέχει. Άκουσε τον Άρτουρ να του λέει και κάτι άλλο, αλλά δεν τον κατάλαβε, η καρδιά του χτυπούσε πάρα πολύ δυνατά, και άλλωστε είχε ήδη σηκωθεί. Στριμώχτηκε ανάμεσα στα πόδια των θεατών, έφτασε στο διάδρομο, προχώρησε και ανέβηκε στη σκηνή. Πόσο φως είχε εδώ πάνω. Οι προβολείς ήταν πολύ πιο δυνατοί από όσο φανταζόταν, τους ανθρώπους τούς ξεχώριζε μόνο ως σκιές. Οι τρεις μεγάλοι βρίσκονταν ακίνητοι στο δάπεδο, κανείς τους δεν κουνιόταν, κανείς τους δεν φαινόταν να ανασαίνει. Ο Ιβάν κοίταξε στην πλατεία, αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει τον Άρτουρ και τα αδέρφια του. Ο Λίντεμαν είχε βρεθεί στο μεταξύ μπροστά του, γονάτισε, τον έσπρωξε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, πολύ προσεκτικά, σαν να ήταν κανένα εύθραυστο έπιπλο, και τον κοίταξε καταπρόσωπο. «Μην ανησυχείς, θα τα καταφέρουμε», είπε σιγανά. Από κοντά ο Λίντεμαν έμοιαζε ακόμα μεγαλύτερος. Είχε ρυτίδες γύρω από το στόμα και τα μάτια, δεν ήταν πολύ καλά μακιγιαρισμένος. Αν ήθελε κανείς να ζωγραφίσει το πορτρέτο του, θα έπρεπε να συγκεντρωθεί στα μάτια του που βρίσκο-
νταν βαθιά μέσα στις κώχες τους, πίσω από τον κοκάλινο σκελετό: ανήσυχα μάτια, δυσδιάκριτα, φαίνεται ότι αυτό που έλεγαν δεν ίσχυε, ότι δηλαδή οι υπνωτιστές σε κοιτάνε ίσια στα μάτια και βυθίζεσαι στο βλέμμα τους. Και επίσης μύριζε μέντα. «Πώς σε λένε;» τον ρώτησε κάπως πιο δυνατά. Ο Ιβάν ξεροκατάπιε και του είπε το όνομά του. «χαλάρωσε, Ιβάν», είπε ο Λίντεμαν τώρα τόσο δυνατά, ώστε το κοινό στις πρώτες σειρές να μπορεί να τον ακούει καθαρά. «Σταύρωσε τα χέρια σου. Και πλέξε τα δάχτυλά σου». Ο Ιβάν τον υπάκουσε, και αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να μπορεί κανείς να χαλαρώσει ανεβασμένος σε μια σκηνή, μπροστά σε τόσο κόσμο. Δεν μπορούσε να το εννοεί στα σοβαρά ο Λίντεμαν· το έλεγε μόνο και μόνο για να τον μπερδέψει. «Έτσι μπράβο». Ο Λίντεμαν μιλούσε τώρα και στα τρία παιδιά τόσο μεγαλόφωνα, που ακουγόταν σε ολόκληρη την πλατεία. «Ηρεμήστε και χαλαρώστε, τα χέρια σας όμως δεν μπορείτε να τα ελευθερώσετε, έχουν κολλήσει μεταξύ τους, δεν μπορείτε πια». Μα τι λέει! Ο Ιβάν θα μπορούσε πανεύκολα να λύσει τα χέρια του, δεν ένιωθε καμιά αντίσταση. Δεν είχε όμως κανένα λόγο να γελοιοποιήσει τον Λίντεμαν. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξεμπερδεύει μία ώρα αρχύτερα. Ο Λίντεμαν μιλούσε διαρκώς. Επαναλάμβανε συνεχώς τη λέξη χαλάρωση, επαναλάμβανε συνεχώς κάτι για προσοχή και υπακοή. Στους άλλους δύο μπορεί να έπιανε, αλλά στον Ιβάν όχι. Δεν αισθανόταν διαφορετικά από πριν, και για έκσταση ούτε λόγος. Μόνο η μύτη του τον έτρωγε. Και ήθελε να πάει και στην τουαλέτα. «Προσπάθησε», είπε ο Λίντεμαν στον διπλανό του Ιβάν. «Δεν μπορείς να τα λύσεις, δεν μπορείς, προσπάθησε, δεν μπορείς». Ο Ιβάν άκουσε ένα βαθύ, υπόκωφο θόρυβο· χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι ήταν γέλια.
31
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 31
32
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 32
Το κοινό γελούσε μαζί τους. Αλλά μαζί μου όχι, σκέφτηκε ο Ιβάν, θα πρόσεξε φαίνεται ότι σε μένα δεν πιάνει και γι’ αυτό δεν με ρωτάει. «Σηκώστε το δεξί πόδι», είπε ο Λίντεμαν. «Και οι τρεις. Τώρα». Ο Ιβάν είδε τους άλλους δύο να σηκώνουν το πόδι. Ένιωσε τα βλέμματα να στρέφονται πάνω του. Ίδρωσε. Τι άλλο να έκανε λοιπόν; Σήκωσε το πόδι του. Και τώρα όλοι θα νομίζουν ότι τον υπνώτισε. «Ξέχνα το όνομά σου», του είπε ο Λίντεμαν. Ένιωσε να τον κυριεύει οργή. Το παιχνίδι άρχισε να γίνεται γελοίο. Αν ο τύπος τολμούσε να τον ξαναρωτήσει, θα τον ξεμπρόστιαζε μπροστά σε όλους. «Πες μας πώς σε λένε!» Ο Ιβάν ξερόβηξε. «Δεν μπορείς, το έξεις ξεχάσει, δεν μπορείς. Πώς σε λένε;» Έφταιγε μάλλον η κατάσταση, το εκτυφλωτικό φως και το ότι δεν ήταν απλό πράγμα να στέκεσαι στο ένα πόδι μπροστά σε τόσους ανθρώπους, έπρεπε να συγκεντρωθείς πολύ καλά για να κρατήσεις την ισορροπία σου. Δεν ήταν η μνήμη, όχι, η φωνή του ήταν που δεν τον υπάκουε. Έμενε κολλημένη στο λαιμό του και δεν έλεγε να βγει. Ό,τι και να τον ρωτούσε τώρα, εκείνος θα παρέμενε βουβός. «Πόσων χρόνων είσαι;» «Δεκατριών», άκουσε τον εαυτό του να λέει. Ορίστε, με λίγη θέληση μπορούσε να τα καταφέρει. «Τη μητέρα σου πώς τη λένε;» «Καταρίνα». «Τον πατέρα σου;» «Άρτουρ». «Εκείνος εκεί ο κύριος είναι;» «Ναι». «Και εσένα πώς σε λένε;»
Δεν είπε τίποτε. «Δεν το ξέρεις;» Φυσικά και το ήξερε. Ένιωθε το περίγραμμα του ονόματός του· ήξερε σε ποιο μέρος της μνήμης του βρισκόταν αυτό το όνομα· το ένιωθε, αλλά ήταν λες κι αυτός που τον έλεγαν έτσι να ήταν κάποιος άλλος και όχι εκείνος που ρωτούσε ο Λίντεμαν, και όλα αυτά δεν ταίριαζαν μεταξύ τους και στο κάτω κάτω δεν ήταν και τόσο σημαντικό σε σύγκριση με το να στέκεσαι πάνω στη σκηνή στο ένα πόδι, με τη μύτη σου να σε τρώει, τα χέρια σταυρωμένα και να θέλεις να πας και στην τουαλέτα. Και τότε το ξαναθυμήθηκε το όνομά του, Ιβάν φυσικά, Ιβάν, πήρε ανάσα και άνοιξε το στόμα του... «Κι εσύ;» ρώτησε ο Λίντεμαν το διπλανό του αγόρι. «Εσύ ξέρεις πώς σε λένε;» Μα το θυμήθηκα τώρα, έκανε να φωνάξει ο Ιβάν, τώρα μπορώ να το πω! Αλλά έμεινε σιωπηλός, ένιωθε ξαλαφρωμένος που δεν ασχολιόταν πια μαζί του. Άκουγε τον Λίντεμαν να ρωτάει κάτι τα δύο παιδιά δίπλα του, τους άκουσε να του απαντούν κάτι, άκουσε τους θεατές να γελούν και να χειροκροτούν. Ένιωθε τον ιδρώτα να τρέχει στο μέτωπό του, αλλά δεν μπορούσε να τον σκουπίσει, θα γινόταν ρεζίλι αν κουνούσε τα χέρια του, τώρα που ο κόσμος νόμιζε ότι βρισκόταν σε έκσταση. «Τελειώσαμε κιόλας», είπε ο Λίντεμαν. «Δεν ήταν τίποτα τελικά, έτσι δεν είναι; Λύστε τώρα τα χέρια σας, σταθείτε και στα δύο σας πόδια, τώρα θυμόσαστε και τα ονόματά σας. Τελειώσαμε. Ξυπνήστε. Τελειώσαμε». Ο Ιβάν κατέβασε το πόδι του. Φυσικά ήταν πανεύκολο, θα μπορούσε να το είχε κάνει τόση ώρα. «Πολύ ωραία», είπε ο Λίντεμαν σιγανά ακουμπώντας το χέρι στον ώμο του. «Τελειώσαμε». Ο Ιβάν κατέβηκε τη σκάλα ακολουθώντας τους άλλους δύο. Πολύ θα ήθελε να τους ρωτήσει πώς είχαν νιώσει κι εκείνοι, τι είχαν δει και τι είχαν σκεφτεί, πώς είναι να είσαι στ’ αλήθεια υ-
3–F
33
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 33
34
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 34
πνωτισμένος. Αλλά είχε φτάσει κιόλας στην τρίτη σειρά, ο κόσμος τού έκανε χώρο να περάσει, εκείνος στριμώχτηκε ανάμεσα στα καθίσματα και στα γόνατά τους κι έπειτα σωριάστηκε στο κάθισμά του. Και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πώς ήταν;» ψιθύρισε ο Μάρτιν. Ο Ιβάν σήκωσε τους ώμους του. «Δεν θυμάσαι ή τα έχεις ξεχάσει όλα;» Ο Ιβάν θέλησε να του απαντήσει ότι φυσικά δεν είχε ξεχάσει τίποτα και ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα χαζό κόλπο, αλλά είδε ότι οι μπροστινές σειρές είχαν γυρίσει και κοιτούσαν αυτόν αντί να κοιτούν τη σκηνή. Έριξε μια ματιά γύρω του. Ολόκληρο το θέατρο τον κοιτούσε. Ο Λίντεμαν είχε πει ψέματα. Δεν είχαν τελειώσει. «Αυτός είναι;» ρώτησε ο Λίντεμαν. Ο Ιβάν κοίταξε κάτω στη σκηνή. «Ο πατέρας σου. Αυτός είναι;» Ο Ιβάν κοίταξε τον Άρτουρ, κοίταξε τον Λίντεμαν, ξανακοίταξε τον Άρτουρ. Και μετά έγνεψε πως ναι. «Θέλετε να έρθετε κι εσείς, Άρτουρ;» Ο Άρτουρ έγνεψε πως όχι. «Νομίζετε ότι δεν θέλετε. Αλλά θέλετε. Πιστέψτε με». Ο Άρτουρ γέλασε. «Δεν πονάει, δεν είναι επικίνδυνο, μπορεί και να σας αρέσει κιόλας. Κάντε μας τη χάρη». Ο Άρτουρ έγνεψε πως όχι. «Δεν είστε καθόλου περίεργος;» «Σε μένα δεν πιάνει!» φώναξε ο Άρτουρ. «Ίσως. Μπορεί, συμβαίνει καμιά φορά. Ένας λόγος παραπάνω να έρθετε». «Φωνάξτε κάποιον άλλον». «Ναι, αλλά εγώ εσάς θέλω». «Γιατί;» «Γιατί έτσι θέλω. Επειδή νομίζετε ότι δεν θέλετε».
Ο Άρτουρ έγνεψε πως όχι. «Ελάτε!» «Άντε λοιπόν, πήγαινε», ψιθύρισε ο Έρικ. «Μα έχει ενδιαφέρον», ψιθύρισε ο Μάρτιν. «Έχουν γυρίσει όλοι και μας κοιτάνε», ψιθύρισε ο Ιβάν. «Ε και;», είπε ο Άρτουρ. «Ας κοιτάνε. Γιατί τα παιδιά ντρέπονται μονίμως;» «Ας το πούμε όλοι μαζί!» φώναξε ο Λίντεμαν. «Στείλτε τον στη σκηνή, δείξτε του ότι το θέλετε κι εσείς, χειροκροτήστε αν θέλετε να ανέβει. χειροκροτήστε δυνατά!» Ξέσπασε και πάλι ένα δυνατό χειροκρότημα, ακούγονταν πόδια να χτυπάνε στο πάτωμα και φωνές, λες και ξαφνικά δεν υπήρχε τίποτα σημαντικότερο από το να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του Λίντεμαν, λες και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι ομορφότερο από το να δει τον Άρτουρ στη σκηνή. Η φασαρία δυνάμωνε όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερες φωνές έρχονταν να προστεθούν στις υπόλοιπες. Ο κόσμος χειροκροτούσε και ούρλιαζε. Ο Άρτουρ δεν κουνιόταν από τη θέση του. «Σε παρακαλώ!» φώναξε ο Έρικ. «Σε παρακαλώ, πήγαινε», είπε ο Μάρτιν. «Σε παρακαλώ!» «Μόνο για χάρη σας», είπε ο Άρτουρ και σηκώθηκε. Έφτασε με δυσκολία στο διάδρομο περνώντας μέσα από το κοινό που αλάλαζε, προχώρησε στη σκάλα και ανέβηκε. Ο Λίντεμαν έκανε μια γοργή χειρονομία και η φασαρία σταμάτησε. «Με μένα δεν θα σταθείτε τυχερός», είπε ο Άρτουρ. «Μπορεί». «Ειλικρινά δεν πιάνει». «Αυτό το καλό παιδί, γιος σας είναι;» «Λυπάμαι, δεν διαλέξατε τον κατάλληλο άνθρωπο. Εσείς ψάχνετε κάποιον που στην αρχή τα χάνει και μετά του πιάνετε την κουβέντα για να πει κάτι για τον εαυτό του, για να το πά-
35
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 35
36
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 36
ρετε μετά εσείς και να κάνετε πλάκα για να γελάσουν όλοι. Μήπως να το αφήσουμε καλύτερα; Δεν μπορείτε να με υπνωτίσετε. Ξέρω πώς δουλεύει. Λίγη πίεση, λίγη περιέργεια, η επιθυμία να πάρεις κι εσύ μέρος, ο φόβος μην κάνεις κάτι λάθος. Και φυσικά ότι όλοι μας θέλουμε να δούμε κάποιο αποτέλεσμα. Αλλά αυτά δεν πιάνουν σε μένα». Ο Λίντεμαν δεν μίλησε. Οι φακοί των γυαλιών του γυάλιζαν στο φως των προβολέων. «Μας ακούνε τώρα;» Ο Άρτουρ έδειξε τα τρία ακίνητα κορμιά. «Έχουν άλλα πράγματα να κάνουν». «Το ίδιο θέλετε να κάνετε και με μένα; Μια άλλη ζωή;» Ο Ιβάν αναρωτήθηκε πώς τα κατάφερνε ο πατέρας του και ακουγόταν και το παραμικρό που έλεγε. Δεν είχε μικρόφωνο και μιλούσε χαμηλόφωνα· και όμως ακουγόταν πεντακάθαρα. Στεκόταν άνετος, σαν να ήταν μόνοι τους, αυτός και ο υπνωτιστής, και μπορούσε να τον ρωτήσει ό,τι του κατέβαινε. Και επίσης, όχι μόνο δεν ήταν πια αφηρημένος, αλλά φαινόταν ότι το διασκέδαζε κιόλας. Αντίθετα, ο Λίντεμαν έμοιαζε για πρώτη φορά ανασφαλής. Μπορεί να γελούσε, στο πρόσωπό του όμως φαίνονταν χαραγμένες ρυτίδες. Έβγαλε τα γυαλιά του πιάνοντάς τα με τεντωμένα τα δάχτυλα, ύστερα τα ξαναφόρεσε, τα ξανάβγαλε, τα έκλεισε και τα έβαλε στο τσεπάκι του, πίσω από το πράσινο μαντίλι. Ύψωσε τη δεξιά του παλάμη και την έφερε μπροστά από το μέτωπο του Άρτουρ. «Κοιτάξτε το χέρι μου». Ο Άρτουρ χαμογέλασε Ο Λίντεμαν ακούμπησε το αριστερό του χέρι στον ώμο του Άρτουρ. «Κοιτάξτε το χέρι μου, κοιτάξτε εκεί ψηλά, κοιτάξτε, κοιτάξτε το χέρι μου». «Ε το κοιτάζω».
Ένα πνιχτό γέλιο πλημμύρισε την αίθουσα. Για μια στιγμή το πρόσωπο του Λίντεμαν παραμορφώθηκε από μια γκριμάτσα. «Κοιτάξτε το χέρι μου, κοιτάξτε, κοιτάξτε το χέρι μου. Μόνο το χέρι μου, τίποτε άλλο, μόνο το χέρι μου». «Δεν γίνεται τίποτα». «Δεν είναι ανάγκη να γίνει κάτι». Η φωνή του Λίντεμαν ακουγόταν εκνευρισμένη. «Μόνο να κοιτάξετε σας λέω! Να κοιτάξετε το χέρι μου, το χέρι μου, τίποτε άλλο». «Στρέφετε τη συνείδηση του άλλου πάνω σας, έτσι; Αυτό είναι το κόλπο. Η προσοχή στρέφεται στην προσοχή, στον ίδιο της τον εαυτό. Ένας αέναος κύκλος, και ξαφνικά δεν μπορείς πια να...» «Αυτοί εκεί κάτω είναι οι γιοι σας;» «Ναι». «Πώς τους λένε;» «Έχει σημασία;» «Πώς τους λένε». «Ιβάν, Έρικ και Μάρτιν». «Ιβάν και Έρικ;» «Οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης». «Μιλήστε μας για τον εαυτό σας». Ο Άρτουρ δεν είπε τίποτα. «Μιλήστε μας για τον εαυτό σας», ξαναείπε ο Λίντεμαν. «Βρισκόμαστε ανάμεσα σε φίλους». «Δεν υπάρχει τίποτα να πω». «Τι κρίμα. Τι θλιβερό, αν είναι αλήθεια». Ο Λίντεμαν χαμήλωσε το χέρι του, έγειρε προς τα εμπρός και κοίταξε τον Άρτουρ καταπρόσωπο. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή, το μόνο που ακουγόταν ήταν ένας ελαφρύς βόμβος, ίσως από το κλιματιστικό, ίσως από τους προβολείς. Ο Λίντεμαν έκανε ένα βήμα πίσω, ένα σανίδι έτριξε, κάποιος που είχε αποκοιμηθεί αναστέναξε. «Τι δουλειά κάνετε;»
37
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 37
38
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 38
Ο Άρθουρ δεν μίλησε. «Ή μήπως δεν δουλεύετε;» «Γράφω». «Βιβλία;» «Αν αυτά που γράφω τυπώνονταν, θα ήταν βιβλία». «Αρνητικές απαντήσεις;» «Μερικές». «Κακό αυτό». «Όχι, δεν πειράζει». «Δεν σας πειράζει;» «Δεν είμαι και πολύ φιλόδοξος». «Αλήθεια;» Ο Άρτουρ δεν μίλησε. «Δεν μοιάζετε με άνθρωπο που ζητάει λίγα. Θα θέλατε να το πιστέψετε, αλλά δεν το πιστεύετε. Ούτε κι εγώ σας πιστεύω. Κανείς δεν το πιστεύει. Τι είναι αυτό που πραγματικά θέλετε; Μιλήστε, βρισκόμαστε ανάμεσα σε φίλους Τι είναι αυτό που θέλετε;» «Να φύγω». «Από εδώ;» «Από παντού». «Από το σπίτι σας;» «Από παντού». «Να φύγετε από το σπιτικό σας;» «Στο σπιτικό σου είσαι νεκρός». «Δεν ακούγεστε και τόσο ευτυχισμένος». «Και ποιος είναι ευτυχισμένος». «Απαντήστε μου, σας παρακαλώ». «Δεν είμαι». «Ξαναπείτε το άλλη μία φορά». «Δεν είμαι ευτυχισμένος». «Και τι κάνετε;» «Ε τι να κάνω!»
«Να φύγετε ίσως;» «Δεν μπορείς να φεύγεις κάθε φορά». «Και γιατί δεν μπορείς;» Ο Άρτουρ δεν μίλησε. «Και τα παιδιά σας; Τα αγαπάτε;» «Πρέπει». «Σωστά. Πρέπει. Τα αγαπάτε όλα;» «Τον Ιβάν περισσότερο». «Γιατί;» «Γιατί μου μοιάζει πιο πολύ». «Και τη γυναίκα σας; Βρισκόμαστε ανάμεσα σε φίλους». «Η γυναίκα μου είναι καλά μαζί μου». «Δεν σας ρώτησα αυτό». «Αυτή βγάζει τα λεφτά, αυτή μας φροντίζει όλους, τι θα ήμουν χωρίς αυτήν;» «Ελεύθερος, ίσως;» Ο Άρτουρ δεν μίλησε. «Για μένα τι σκέφτεστε; Δεν θέλατε να ανεβείτε στη σκηνή και τώρα στέκεστε εδώ μπροστά μου. Νομίζατε ότι σε εσάς δεν πιάνει. Τώρα τι λέτε; Για μένα, ας πούμε». «Ένα ανθρωπάκι. Ανασφαλής από κάθε άποψη, γι’ αυτό γίνατε ό,τι γίνατε. Γιατί χωρίς όλα αυτά εδώ δεν θα ήσασταν τίποτα. Επειδή τραυλίζετε όταν δεν βρίσκεστε στη σκηνή». Ο Λίντεμαν σώπασε για λίγο, σαν να ήθελε να δώσει στο κοινό την ευκαιρία να γελάσει, αλλά δεν ακούστηκε το παραμικρό. Το πρόσωπό του φάνταζε χλωμό, σαν κέρινο, ο Άρτουρ στεκόταν μπροστά του ευθυτενής, τα χέρια του κρέμονταν κάθετα, δεν κουνιόταν καθόλου. «Και η δουλειά σας; Το γράψιμο, η λογοτεχνία; Άρτουρ; Όλα αυτά;» «Ασήμαντα πράγματα». «Και γιατί ασήμαντα;»
39
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 39
40
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 40
«Έτσι, για να περνάει η ώρα. Δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κανείς». «Και δεν σας ενοχλεί που τα έργα σας δεν εκδίδονται;» «Όχι». «Και το ότι δεν είναι καλά; Δεν σας ενοχλεί;» Ο Άρτουρ έκανε ένα μικρό βήμα πίσω. «Δεν είστε φιλόδοξος άνθρωπος, έτσι λέτε ε; Μπορεί όμως να ήταν καλύτερα αν ήσασταν φιλόδοξος, Άρτουρ. Μπορεί η φιλοδοξία να είναι προτιμότερη, ίσως να έπρεπε να ήσασταν καλός, ίσως να έπρεπε να παραδεχτείτε ότι θέλετε να είστε καλός, μπορεί να έπρεπε να προσπαθήσετε περισσότερο, να αλλάξετε τη ζωή σας. Τα πάντα. Να αλλάξεις τα πάντα, Άρτουρ. Τι λες;» Ο Άρτουρ δεν μίλησε. Ο Λίντεμαν τον πλησίασε ακόμα περισσότερο, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και πλησίασε το πρόσωπό του στο πρόσωπο του Άρτουρ. «Αυτή η αλαζονεία. Γιατί να κοπιάζεις, αυτό σκεφτόσουν πάντα, έτσι δεν είναι; Τώρα όμως; Τώρα που τα νιάτα φύγανε, τώρα που η κάθε πράξη σου μετράει, που η ξεγνοιασιά χάνεται, τώρα τι γίνεται; Η ζωή πέρασε πολύ γρήγορα, Άρτουρ. Και θα συνεχίσει να φεύγει ακόμα πιο γρήγορα. Τι θα κάνεις τώρα; Πού θέλεις να πας;» «Να φύγω». «Από δω;» «Από παντού». «Τότε άκουσέ με καλά». Ο Λίντεμαν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Άρτουρ. «Αυτή είναι μια διαταγή που θα την ακολουθήσεις, γιατί θέλεις να την ακολουθήσεις, και το θέλεις επειδή το λέω εγώ, και το λέω επειδή θέλεις να το πω. Από εδώ κι εμπρός, θα προσπαθείς. Όποιο και να είναι το τίμημα. Όποιο και να είναι το τίμημα. Πες το κι εσύ!» «Όποιο και να είναι το τίμημα». «Από εδώ κι εμπρός».
«Από εδώ κι εμπρός», είπε ο Άρτουρ. «Όποιο και να είναι το τίμημα». «Με όλες σου τις δυνάμεις». « Όποιο και να είναι το τίμημα». «Και ό,τι έζησες εδώ αυτή τη στιγμή μη σε απασχολεί. Θα το σκέφτεσαι με χαρά. Ξαναπές το». «Με χαρά. Θα το σκέφτομαι». «Και δεν είναι σημαντικό. Ένα παιχνίδι είναι, για να σπάμε πλάκα, Άρτουρ, για να περάσουμε την ώρα μας το απόγευμα. Όπως και το γράψιμο. Όπως και ό,τι άλλο κάνουμε. Τρεις φορές θα χειροκροτήσω και μετά θα επιστρέψεις στη θέση σου». Ο Λίντεμαν χειροκρότησε: μία φορά, μια δεύτερη και μια τρίτη. Στον Άρτουρ δεν φάνηκε να αλλάζει κάτι, στεκόταν όπως και πριν, ευθυτενής, με το σβέρκο γερμένο ελαφρά προς τα πίσω. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Σιγά σιγά άρχισαν να ακούγονται εδώ κι εκεί κάποια σκόρπια παλαμάκια, που γρήγορα μετατράπηκαν σε θυελλώδες χειροκρότημα μόλις ο Άρτουρ έφτασε στη θέση του. Ο Λίντεμαν υποκλίθηκε, δείχνοντας τον Άρτουρ. Εκείνος τον μιμήθηκε με ένα κενό χαμόγελο και υποκλίθηκε επίσης. Αυτό είναι το ωραίο στην τέχνη του, είπε ο Λίντεμαν, μόλις απλώθηκε και πάλι ησυχία. Δεν μπορείς να ξέρεις τι θα σου ξημερώσει η επόμενη μέρα, δεν μπορείς να φανταστείς τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσεις. Τώρα όμως έφτασε η ώρα για το αποκορύφωμα, για το καλύτερο, για το μεγάλο κατόρθωμα. Με ένα ελαφρύ άγγιγμα στον κρόταφο ξύπνησε τη γυναίκα που κοιμόταν και τη ρώτησε τι είχε ζήσει. Εκείνη σηκώθηκε όρθια, αλλά μετά από μερικές προτάσεις που κατάφερε να πει μια ταραχή άρχισε να της κόβει την ανάσα και την έκανε να λαχανιάζει, να προσπαθεί να πάρει αέρα και να κλαίει με λυγμούς. Με δάκρυα στα μάτια είπε κάτι για μια ζωή αγρότισσας στον Καύκασο, για μια δύσκολη παιδική ηλικία μέσα στην παγωνιά, για τους αδερφούς της και τις α-
41
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 41
42
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 42
δερφές της, τον πατέρα της και τη μητέρα της, τον άντρα της, τα ζώα, το χιόνι. «Μπορούμε να φύγουμε;» ψιθύρισε ο Ιβάν. «Ναι, σε παρακαλώ», είπε ο Έρικ. «Γιατί;» «Σε παρακαλώ», είπε ο Μάρτιν. «Σε παρακαλώ, πάμε να φύγουμε! Σε παρακαλώ». Όταν σηκώθηκαν, ένα χαιρέκακο χάχανο έκανε το γύρο της πλατείας. Ο Έρικ έσφιξε τις γροθιές του και φαντάστηκε ότι όλα αυτά τα έβγαζε απ’ το μυαλό του, ενώ ο Μάρτιν συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά ότι οι άνθρωποι μπορούν να γίνονται μοχθηροί, χυδαίοι και κακόβουλοι χωρίς λόγο και αιτία. χωρίς λόγο και αιτία μπορούν να γίνονται επίσης καλοσυνάτοι, φιλικοί και καλοπροαίρετοι, και τα δύο ταυτόχρονα. Κυρίως, όμως, οι άνθρωποι μπορούν να γίνονται επικίνδυνοι. Αυτό θα χαραζόταν στη μνήμη του εφεξής, πάντοτε συνδεδεμένο με την έκφραση στο πρόσωπο του Λίντεμαν στη σκηνή που τους κοιτούσε έτσι από ψηλά να αποχωρούν, σκουπίζοντας με το πράσινο μαντίλι τα γυαλιά του. Ακριβώς τη στιγμή που ο Μάρτιν έβγαινε τελευταίος από την αίθουσα τον πέτυχε εκείνο το βλέμμα: τα φρύδια ανασηκωμένα, χαμογελώντας, με τη γλώσσα να υγραίνει την άκρη των χειλιών του. Και η πόρτα έκλεισε πίσω του με ένα σιγανό κλικ. Σε όλο το δρόμο της επιστροφής ο Άρτουρ σφύριζε, χτυπώντας ρυθμικά με τα δάχτυλα το τιμόνι. Ο Μάρτιν καθόταν δίπλα του ευθυτενής, ο Ιβάν κοιτούσε έξω από το ένα παράθυρο, ο Έρικ από το άλλο. Δύο φορές τους ρώτησε ο Άρτουρ τι ήταν αυτό που τους είχε χαλάσει τη διάθεση, γιατί ήθελαν οπωσδήποτε να φύγουν και γιατί τα παιδιά ντρέπονται με το παραμικρό, δεν πήρε όμως απάντηση και τις δύο φορές, οπότε αρκέστηκε στο να πει ότι μερικά πράγματα δεν πρόκειται να τα καταλάβει ποτέ. Κι εκείνη η γυναίκα, είπε, μ’ εκείνη τη χαζή ιστοριούλα με τους αγρότες στη Ρωσία, παραήταν χοντρο-
κομμένη, έκανε μπαμ ότι ήταν βαλτή του υπνωτιστή, και παιδί να είσαι το καταλάβαινες, περίμενε να τον πιστέψουν! Άνοιξε το ραδιόφωνο, το έκλεισε, μετά το ξανάνοιξε, και ύστερα από λίγο το έκλεισε πάλι. «Το ξέρατε», τους ρώτησε, «ότι οι κόνδορες πετάνε ψηλότερα από όλα τα πουλιά;» «Όχι», είπε ο Έρικ. «Δεν το ήξερα». «Τόσο ψηλά, που μερικές φορές δεν φαίνονται από το έδαφος. Τόσο ψηλά όσο και τα αεροπλάνα. Μερικές φορές τόσο ψηλά, που είναι πιο κοντά να ανέβεις παρά να ξανακατέβεις». «Τι ήταν αυτό τώρα πάλι;» ρώτησε ο Ιβάν. «Να ανέβεις πού;» «Ε να ανέβεις ψηλά!» Ο Άρτουρ έτριψε το μέτωπό του. Για μερικά δευτερόλεπτα συνέχισε να οδηγεί με τα μάτια κλειστά. «Δεν το κατάλαβα», είπε ο Μάρτιν. «Τι δεν κατάλαβες! Πες μου καλύτερα πώς τα πας στο σχολείο, δεν μου λες ποτέ σου τίποτα». «Όλα μια χαρά», είπε σιγανά ο Μάρτιν. «Δεν έχεις δηλαδή κανένα πρόβλημα, δεν ζορίζεσαι πουθενά;» «Όχι». Ο Άρτουρ άνοιξε το ραδιόφωνο και το ξανάκλεισε. «Ορίστε!» φώναξε. «Κατεβείτε». Ο Μάρτιν, ο Έρικ και ο Ιβάν κοιτάχτηκαν έκπληκτοι. Μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσαν ότι βρίσκονταν μπροστά από το σπίτι του Μάρτιν. Ο Μάρτιν κατέβηκε. «Κι εμείς;» ρώτησε ο Ιβάν. «Φυσικά». Οι δίδυμοι κατέβηκαν διστακτικά, μόνο ο Άρτουρ έμεινε καθισμένος. Ο Έρικ κοιτούσε τις μύτες των παπουτσιών του. Ένα μυρμήγκι προχωρούσε σε μια ρωγμή της ασφάλτου, ένα γκρίζο σκαθάρι κατευθυνόταν καταπάνω του. Πάτα το να το
43
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 43
44
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 44
λιώσεις, άκουσε να του λέει μια φωνή, πάτα το σκαθάρι, πάτα το αμέσως, μπορεί να προλάβεις το κακό. Σήκωσε το πόδι του, αλλά μετά το ξανακατέβασε και άφησε το σκαθάρι να ζήσει. Ο Άρτουρ κατέβασε το παράθυρο. «Και οι τρεις μου γιοι παρέα». Άφησε ένα γέλιο, ανέβασε το παράθυρο και πάτησε το γκάζι. Παρακολούθησαν και οι τρεις τους το αυτοκίνητο να απομακρύνεται, να μικραίνει και να εξαφανίζεται στη γωνία. Για λίγη ώρα δεν μίλησε κανείς τους. «Και τώρα πώς φεύγει κανείς από δω;» ρώτησε στο τέλος ο Ιβάν. «Πέντε στενά πιο πέρα περνάει το λεωφορείο», είπε ο Μάρτιν. «Κατεβαίνεις στην έβδομη στάση, παίρνεις το άλλο λεωφορείο και στην τρίτη στάση είσαι στο μετρό». «Μπορούμε να έρθουμε μέσα μαζί σου;» ρώτησε ο Έρικ. Ο Μάρτιν κούνησε το κεφάλι. «Γιατί όχι;» «Η μαμά είναι κάπως περίεργη». «Μα είμαστε τα αδέρφια σου!» «Ακριβώς γι’ αυτό». Όταν όμως τελικά χτύπησαν το κουδούνι, η μητέρα του Μάρτιν συμβιβάστηκε αναπάντεχα γρήγορα με την κατάσταση. Είναι απίστευτο, έλεγε και ξανάλεγε, τέτοια ομοιότητα! Έδωσε στα δίδυμα να πιουν κόκα κόλα και ένα πιάτο γεμάτο ζελεδάκια, που τα έφαγαν από ευγένεια, και φυσικά επέτρεψε στον Ιβάν να τηλεφωνήσει στο σπίτι του. Ύστερα πήγαν στο δωμάτιο του Μάρτιν κι εκείνος ξετρύπωσε το μικρό αεροβόλο που του είχε χαρίσει ο Άρτουρ μερικούς μήνες πιο πριν και που το κρατούσε καλά κρυμμένο από τη μητέρα του. Στάθηκαν και οι τρεις τους στο παράθυρο, σημαδεύοντας εναλλάξ το δέντρο στο απέναντι πεζοδρόμιο, που σιγά σιγά έσβηνε μέσα στο απόβραδο. Ο Έρικ πέτυχε δύο φορές τον κορμό και δύο φορές τα φύλλα, ο Ιβάν πέτυχε δύο φο-
KELMAN_F_sel_DD final_Layout 1 22/11/2013 1:46 ΜΜ Page 45
ρές τον κορμό, αλλά καμία φορά τα φύλλα. Ο Μάρτιν πέτυχε ένα φύλλο, αλλά όχι τον κορμό, και όσο περνούσε η ώρα αισθάνονταν συγγενείς και καταλάβαιναν τι σήμαινε το ότι ήταν αδέρφια. Και ύστερα από λίγο έφτασε ένα αυτοκίνητο και σταμάτησε μπροστά στο σπίτι, και ένα νευρικό κορνάρισμα κάλεσε τον Έρικ και τον Ιβάν να κατεβούν και να βγουν στο δρόμο. Όταν η μητέρα τους τους ρώτησε τι είχε συμβεί και πού ήταν ο πατέρας τους, εκείνοι δεν ήξεραν τι να της απαντήσουν. Όμως αργότερα, σχεδόν μεσάνυχτα, έφτασε ένα τηλεγράφημα από τον Άρτουρ κι εκείνη τους σήκωσε και τους δύο από το κρεβάτι και τους έβαλε να της πουν τα πάντα. Ο Άρτουρ είχε πάρει το διαβατήριό του και είχε σηκώσει όλα τα λεφτά από τον κοινό τους λογαριασμό. Στο τηλεγράφημα ήταν δυο φράσεις όλες κι όλες: Πρώτον: είναι καλά και να μην ανησυχούν. Δεύτερον: Να μην τον περιμένουν, θα κάνει πάρα πολύ καιρό να ξανάρθει. Και όντως, κανένας από τους γιους του δεν θα τον ξανάβλεπε πριν να ενηλικιωθεί. Στα χρόνια που ακολούθησαν όμως κυκλοφόρησαν τα βιβλία που έκαναν το όνομα του Άρτουρ Φρίντλαντ γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο.