Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ - Βιβλίο Ι - Ένας θάνατος στην οικογένεια

Page 1

ΚΑΡΛ ΟΥΒΕ ΚΝΑΟΥΣΓΚΟΡΝΤ

Ο Α ΓΩΝ ΑΣ ΜΟ Υ ~ 1

ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ c Μυθιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΝΟΡΒΗΓΙΚΑ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


Η μετάφραση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της NORA. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Karl Ove Knausgård, Min kamp. Første bok © ©

Copyright Fortaget Oktober as, Oslo 2009. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014

Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN SET 978-960-03-5905-3 ISBN T1 978-960-03-5906-0


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ



μπορεί. Μετά σταματάει. Αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή, αυτή η παλμική κίνηση παύει από μόνη της, και το αίμα αρχίζει να τρέχει προς το χαμηλότερο σημείο του σώματος, όπου μαζεύεται σε μια μικρή λιμνούλα, εξωτερικά ίδια με μια σκουρωπή μελανιά στο δέρμα που γίνεται όλο και πιο λευκό, ενώ η θερμοκρασία πέφτει, τα μέλη κοκκαλώνουν και τα έντερα αδειάζουν. Οι μεταβολές αυτών των πρώτων ωρών συμβαίνουν τόσο αργά και εκτελούνται με τόση σιγουριά, που αποκτούν, θαρρείς, έναν τελετουργικό χαρακτήρα, σαν να παραδίνεται η ζωή σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες, ένα είδος «συμφωνίας κυρίων», το οποίο αναγνωρίζουν και οι εκπρόσωποι του θανάτου, καθότι πάντα περιμένουν να αποχωρήσει η ζωή πριν αρχίσουν την εισβολή τους στην καινούργια περιοχή που πάνε να κατακτήσουν. Τότε, όμως, αυτή η εισβολή τους είναι αμετάκλητη. Τα τεράστια σμήνη μικροβίων, που αρχίζουν να απλώνονται μέχρι βαθιά στο σώμα, δεν μπορεί τίποτα να τα σταματήσει. Αν δοκίμαζαν όχι πολύ, λίγες ώρες νωρίτερα, θα έβρισκαν αμέσως αντίσταση, αλλά τώρα όλα γύρω τους είναι ακίνητα, κι αυτά μπαίνουν όλο και πιο βαθιά στο υγρό σκοτεινό τοπίο. Φτάνουν τα χαβερσιανά συστήματα, τις κρύπτες του Λίμπερκιν, τα νησίδια του Λάνγκερχανς. Φτάνουν στο έλυτρο του Μπόουμαν στα νεφρά, στη στήλη του Κλαρκ στο ραχιαίο, στη φαιά ουσία στο μεσεγκέφαλο. Και φτάνουν και στην καρδιά. Προς το παρόν, εκείνη είναι ακόμη άθικτη, αλλά

7

Γ

ΙΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ: ΧΤΥΠΑΕΙ ΟΣΟ


8

έχει χάσει τη δυνατότητα κίνησης, για την οποία ήταν προορισμένη όλη της η κατασκευή, έχει επάνω της κάτι αλλόκοτα ψόφιο, σαν εργοστάσιο, που το εγκατέλειψαν οι εργάτες κακήν κακώς, σαν τα ακίνητα οχήματα με το κίτρινο φως μέσα στο σκοτεινό δάσος, τα χέρσα αδειανά χωράφια, τα βαγόνια του τελεφερίκ που κρέμονται, φορτωμένα ως επάνω το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, πάνω από τη βουνοπλαγιά.

Τη στιγμή ακριβώς που η ζωή εγκαταλείπει το σώμα, εκείνο ανήκει στα νεκρά πράγματα. Όπως είναι οι λάμπες, οι βαλίτσες, τα χαλιά, τα πόμολα της πόρτας, τα παράθυρα. Τα χωράφια, οι βάλτοι, τα ρυάκια, τα βουνά, τα σύννεφα, ο ουρανός. Τίποτε από όλα αυτά δεν μας είναι ξένο. Είμαστε συνέχεια περιτριγυρισμένοι από τα αντικείμενα και τα φαινόμενα του νεκρού κόσμου. Παρ’ όλα αυτά τίποτα δεν μας προξενεί μεγαλύτερη δυσφορία όσο το να βλέπουμε να έχουν αιχμαλωτίσει έναν άνθρωπο, κρίνοντας τουλάχιστον από τις προσπάθειες που κάνουμε για να κρατήσουμε τα νεκρά σώματα μακριά από το προσκήνιο. Στα μεγάλα νοσοκομεία δεν φτάνει που τα κρύβουνε σε ειδικά δωμάτια, χωρίς πρόσβαση για το κοινό, αλλά ακόμα και οι διαδρομές που οδηγούν εκεί είναι κρυφές, με ειδικά ασανσέρ και ειδικούς διαδρόμους, και αν κατά λάθος βρεθείς σε έναν από αυτούς, τα νεκρά σώματα, που περνάνε από δίπλα σου σε φορεία με ρόδες, είναι σκεπασμένα από πάνω ως κάτω. Όταν πάλι τα βγάζουν από το νοσοκομείο, αυτό πραγματοποιείται από ειδική έξοδο σε αμάξια με τζάμια φιμέ. Στις εκκλησίες υπάρχει ένα ξεχωριστό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, γι’ αυτό ακριβώς το σκοπό. Στην κηδεία είναι κλεισμένα σε σφραγισμένα φέρετρα, μέχρι την ώρα που θα βυθιστούν στο χώμα ή θα αποτεφρωθούν. Από πρακτικής πλευράς η όλη διαδικασία δεν έχει σχεδόν κανένα νόημα. Τα νεκρά σώματα μπορούν, π.χ., να τα τσουλάνε ξεσκέπαστα μέσα στους διαδρόμους του


9

νοσοκομείου και να τα βάζουν σε ένα απλό ταξί χωρίς να κινδυνεύει κανείς. Ο ηλικιωμένος που πεθαίνει μέσα στο σινεμά μπορεί μια χαρά να μείνει στη θέση του μέχρι να τελειώσει το έργο και να δει και το επόμενο. Ο δάσκαλος που παθαίνει εγκεφαλικό, στην αυλή του σχολείου, δεν είναι απαραίτητο να μεταφερθεί εσπευσμένα από κει, δεν έγινε και τίποτε αν περιμένει να βρει χρόνο ο επιστάτης να τον φροντίσει, ακόμα και αν έχει φτάσει το απόγευμα ή το βράδυ. Αν έρθει ένα πουλί και αρχίσει να τον τσιμπολογάει, πού είναι το πρόβλημα; Αυτό δηλαδή που τον περιμένει στον τάφο καλύτερο είναι, επειδή απλά και μόνο δεν το βλέπουμε εμείς; Αν δεν μπλέκονται στα πόδια μας οι νεκροί, δεν υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε, δεν πρόκειται να πεθάνουν κι άλλο. Ειδικά όταν κάνει πολύ κρύο το χειμώνα, είναι μια χαρά να μένουν έξω. Οι άστεγοι που πεθαίνουν απ’ την παγωνιά στα παγκάκια και στις αυλόπορτες, οι αυτόχειρες που πέφτουν από πολυκατοικίες και γέφυρες, οι ηλικιωμένες που σωριάζονται σε σκάλες, τα θύματα τροχαίου που έχουν παγιδευτεί στο διαλυμένο τους σαράβαλο, το παλικάρι που πέφτει στη λίμνη μεθυσμένο, όταν γυρίζει το βράδυ, το κοριτσάκι που το πάτησαν οι ρόδες του λεωφορείου, γιατί τόση βιάση και σπουδή να τους κρύψουμε; Από σεβασμό; Και τι είναι πιο σεβαστό από το να δουν ο πατέρας και η μάνα του κοριτσιού το παιδί τους, μια δυο ώρες μετά, ξαπλωμένο στο χιόνι δίπλα στον τόπο του ατυχήματος, με το σπασμένο του κεφάλι να φαίνεται, καθώς και ολόκληρο το σώμα, τα ματωμένα μαλλιά και το πεντακάθαρο φουσκωτό μπουφάν; Ορατή απ’ όλο τον κόσμο, χωρίς μυστικά, έτσι θα ήθελε να πεθάνει εκείνη. Όμως, ακόμα κι αυτή η μία ώρα στο χιόνι είναι κάτι αδιανόητο. Μια πόλη που δεν κρατάει τους νεκρούς της κρυμμένους, που μπορείς να τους δεις πεσμένους στους δρόμους και στα στενά, στα πάρκα και στα πάρκινγκ, δεν είναι πόλη, αλλά κόλαση. Το ότι αυτή η κόλαση αντικατοπτρίζει τη ζωή μας πιο ρεαλιστικά και κατά βάθος πιο αληθινά, δεν έχει σημασία. Ξέ-


10

ρουμε ότι αυτό συμβαίνει, αλλά δεν θέλουμε να το δούμε. Εξού και η συλλογική τάση αποσιώπησης, που εκφράζεται με την εξαφάνιση των νεκρών. Βέβαια, το τι ακριβώς αποσιωπάται, είναι δύσκολο να το πει κανείς. Δεν μπορεί να είναι ο θάνατος αυτός καθαυτός, καθότι η παρουσία του στην κοινωνία είναι υπέρ το δέον έντονη. Το πόσοι θάνατοι αναφέρονται στις εφημερίδες ή παρουσιάζονται στις ειδήσεις κάθε μέρα ποικίλλει κάπως, ανάλογα με την περίσταση, αλλά από τη μια χρονιά στην άλλη ο αριθμός τους είναι λίγο πολύ ο ίδιος, και με τα τόσα κανάλια που υπάρχουν είναι αδύνατο να σου ξεφύγει κάποιος θάνατος. Αυτός ο θάνατος δεν δείχνει να τρομάζει κανέναν. Αντίθετα, είναι κάτι που το θέλουμε και πληρώνουμε για να το δούμε. Αν προσθέσουμε μάλιστα και το πλήθος των φανταστικών θανάτων που δημιουργεί ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία, γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβει κανείς το σύστημα που κρατάει τους νεκρούς μακριά μας. Αν δεν μας τρομάζει ο ίδιος ο θάνατος ως φαινόμενο, γιατί τότε όλη αυτή η δυσφορία απέναντι στα νεκρά σώματα; Αυτό σημαίνει ή ότι υπάρχει δύο ειδών θάνατος ή ότι υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα που έχουμε για το θάνατο και το θάνατο όπως εκδηλώνεται, κάτι που τελικά είναι ένα και το αυτό: το σημαντικό εδώ είναι ότι η εικόνα που έχουμε για το θάνατο είναι ριζωμένη τόσο βαθιά στη συνείδησή μας, που όχι μόνο παθαίνουμε σοκ όταν βλέπουμε την πραγματικότητα να αποκλίνει από αυτήν, αλλά προσπαθούμε να την κρύψουμε με κάθε τρόπο. Όχι ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής θεώρησης, όπως συνέβη με τις τελετές, π.χ. την κηδεία, που το περιεχόμενο και το νόημά της στην εποχή μας είναι διαπραγματεύσιμο, και έτσι έχει μεταφερθεί από τη σφαίρα του παράλογου στη σφαίρα της λογικής, από το συλλογικό στο ατομικό..., όχι, το πώς ξεφορτωνόμαστε τους νεκρούς δεν έγινε ποτέ θέμα συζήτησης, ήταν πάντα κάτι που το κάναμε και τέλος, λόγω μιας ανάγκης που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει, αλλά την ξέρουν όλοι: αν πεθά-


Ο θάνατος δείχνει λοιπόν να διακινείται μέσω δύο διαφορετικών συστημάτων. Το ένα συνδέεται με τη μυστικότητα και τη βαρύτητα, τη γη και το σκοτάδι, το άλλο με την ειλικρίνεια και την ελαφρότητα, τον αιθέρα και το φως. Ένας πατέρας με τον γιο του σκοτώνονται, όταν ο πατέρας προσπαθεί να τραβήξει

11

νει ο πατέρας σου έξω στο γρασίδι του κήπου μια Κυριακή του φθινοπώρου που ο άνεμος λυσσομανάει, εσύ τον κουβαλάς μέσα αν μπορείς, και αν δεν μπορείς τον σκεπάζεις τουλάχιστον με μια κουβέρτα. Όμως, η αντίδραση αυτή δεν είναι η μόνη που έχουμε σχετικά με τους νεκρούς. Το ίδιο αξιοπρόσεκτο με το ότι τα πτώματα πρέπει να τα κρύβουμε, είναι και το γεγονός ότι τα κατεβάζουν πάντα κάτω από την επιφάνεια της γης το συντομότερο δυνατό. Ένα νοσοκομείο που ανεβάζει τους νεκρούς του στα πάνω πατώματα, που έχει αίθουσες νεκροψίας και αποθήκες φορείων στο πάνω πάνω πάτωμα, είναι κάτι αδιανόητο. Τους νεκρούς τους φυλάμε όσο πιο κοντά γίνεται στα σκουλήκια. Και η ίδια αρχή ισχύει με τη σειρά της και για τα γραφεία που τους φροντίζουν: μια ασφαλιστική εταιρεία μπορεί κάλλιστα να έχει τα γραφεία της στον όγδοο, όχι όμως ένα γραφείο κηδειών. Όλα τα γραφεία κηδειών βρίσκονται όσο το δυνατόν πιο κοντά στο δρόμο. Από τι εξαρτάται αυτό δεν είναι εύκολο να το πει κανείς. Εύκολα μπαίνεις στον πειρασμό να πιστέψεις ότι προέρχεται από ένα παλιό τυπικό, που αρχικά είχε πρακτικό λόγο, όπως π.χ. ότι το υπόγειο ήταν κρύο, και γι’ αυτό ήταν και το πιο κατάλληλο μέρος να βάζεις τους νεκρούς. Πώς, όμως, αυτή η αρχή διατηρήθηκε μέχρι την εποχή μας που έχουμε ψυγεία και καταψύκτες, αν δεν έδειχνε αφύσικη η σκέψη της φύλαξης των νεκρών σε ψηλά κτίρια, λες και ύψος και θάνατος αποκλείουν το ένα το άλλο. Λες και όλοι έχουμε κάτι σαν γήινο ένστικτο, κάτι μέσα μας που θέλει να μεταφέρουμε τους νεκρούς στη γη απ’ όπου προερχόμαστε.


12

τον γιο από τη γραμμή πυρός σε μια πόλη κάπου στη Μέση Ανατολή, και η φωτογραφία τους, καθώς είναι σφιχταγκαλιασμένοι την ώρα που οι σφαίρες βυθίζονται στη σάρκα τους και κάνουν τα κορμιά τους να τρέμουν, αιχμαλωτίζεται από μια φωτογραφική μηχανή, μεταφέρεται σε έναν από τους χιλιάδες δορυφόρους που περιφέρονται γύρω από τη Γη και περνάει στις τηλεοράσεις όλου του κόσμου, από όπου γλιστράει στη συνείδησή μας σαν μια ακόμα εικόνα νεκρών ή ετοιμοθάνατων. Αυτές οι εικόνες δεν έχουν βάρος, έκταση, χρόνο ή χώρο ούτε σχέση με τα σώματα που απεικονίζουν. Είναι παντού και πουθενά. Οι περισσότερες απ’ αυτές απλώς μας προσπερνάνε και χάνονται, κάποιες, λίγες τον αριθμό, μένουν για άγνωστους λόγους λίγο παραπάνω και ζουν τη ζωή τους στο σκοτάδι του μυαλού μας. Μια σκιέρ πέφτει και σκίζεται η μηριαία αρτηρία της, το αίμα τρέχει ποτάμι, αφήνοντας πίσω της σαν μια κόκκινη ουρά στο λευκό έδαφος, εκείνη όμως έχει πεθάνει κιόλας πριν πάψει να λειτουργεί το σώμα της. Ένα αεροπλάνο απογειώνεται, οι φλόγες πετάγονται από τα φτερά του καθώς εκείνο σηκώνεται στον αέρα, ο ουρανός πάνω από τα προάστια της πόλης είναι γαλανός, το αεροπλάνο τινάζεται στον αέρα μέσα σε μια πύρινη σφαίρα. Ένα ψαροκάικο βυθίζεται, ένα βράδυ, έξω από τις ακτές της Βόρειας Νορβηγίας, το επταμελές πλήρωμά του πνίγεται, την άλλη μέρα το πρωί το γεγονός περιγράφεται σε όλες τις εφημερίδες, καθότι είναι μυστήριο, ο καιρός ήταν ήρεμος και το πλοίο δεν έστειλε ΣΟΣ, απλώς εξαφανίστηκε, κάτι που επισημαίνουν οι δημοσιογράφοι εκείνο το βράδυ, έχοντας πετάξει με ελικόπτερο πάνω από τον τόπο του ατυχήματος και δείχνοντας εικόνες από την αδειανή θάλασσα. Έχει συννεφιά, τα γκριζοπράσινα κύματα είναι ήρεμα και βαριά, σαν να έχουν διαφορετικό ταμπεραμέντο από τις κοφτές αφρισμένες κορυφές τους που ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί. Κάθομαι μόνος μου και το βλέπω, κάποια στιγμή την άνοιξη, ενώ ο πατέρας μου μάλλον δουλεύει έξω στον κήπο. Έχω καρφώσει το βλέμμα μου


13

στην επιφάνεια της θάλασσας, χωρίς να ακούω τι λέει ο ρεπόρτερ και ξαφνικά ξεπροβάλλει το περίγραμμα ενός προσώπου. Δεν ξέρω για πόση ώρα είναι εκεί, δευτερόλεπτα ίσως, όμως, αρκετή ώρα για να μου κάνει φοβερή εντύπωση. Την ίδια στιγμή που χάνεται το πρόσωπο, σηκώνομαι και πάω να βρω κάποιον να του το πω. Η μάνα μου έχει βραδινή βάρδια, ο αδερφός μου έχει ματς, και τ’ άλλα παιδιά απ’ τη γειτονιά, στο προάστιο με τις μονοκατοικίες που μέναμε, δεν θα με πίστευαν, οπότε μένει ο μπαμπάς, σκέφτομαι, και κατεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα, χώνω τα πόδια μου στα παπούτσια, τα χέρια στο μπουφάν, ανοίγω την πόρτα και τρέχω γύρω απ’ το σπίτι. Δεν μας αφήνει να τρέχουμε στο οικόπεδο, έτσι λίγο πριν μπω στο οπτικό του πεδίο, κόβω ταχύτητα και αρχίζω να περπατάω. Εκείνος στέκεται στην πίσω μεριά του σπιτιού, εκεί όπου θα γίνει ο κήπος με τα λαχανικά, και χτυπάει ένα αγκωνάρι με τη βαριοπούλα. Παρόλο που η γούβα δεν είναι παρά μόνο λίγα μέτρα βαθιά, το μαύρο, σκόρπιο χώμα που πατάει και οι αγριοσουρβιές που έχουν φουντώσει έξω απ’ το φράχτη, πίσω του, κάνουν το μούχρωμα να φαίνεται πιο πυκνό εκεί κάτω. Όταν εκείνος σηκώνεται και γυρίζει προς το μέρος μου, το πρόσωπό του είναι μισοσκότεινο. Ωστόσο έχω υπέρ το δέον στοιχεία για να ξέρω τι σκέφτεται. Δεν βρίσκονται στην έκφραση του προσώπου του, αλλά στη στάση του σώματός του, και δεν τα διαβάζω με τη σκέψη, αλλά με τη διαίσθηση. Εκείνος αφήνει τη βαριά, βγάζει τα γάντια. «Λοιπόν;» λέει. «Είδα ένα πρόσωπο στη θάλασσα, μόλις τώρα, στην τηλεόραση», λέω εγώ και στέκομαι στο γρασίδι απέναντί του. Ο γείτονας είχε κόψει ένα πεύκο πιο πριν το απόγευμα και ο αέρας μύριζε έντονα ρετσίνι από τους κορμούς που ήταν πεσμένοι στην άλλη μεριά του πέτρινου φράχτη. «Δύτης ήταν;» λέει ο μπαμπάς. Ξέρει ότι ενδιαφέρομαι για


14

δύτες και μάλλον δεν φαντάζεται ότι θα μπορούσα να βρω κάτι άλλο, το ίδιο ενδιαφέρον, για να έρθω να του το πω. Εγώ κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά. «Δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν κάτι σαν εικόνα μέσα στο νερό». «Εικόνα, είπες, ε;» λέει εκείνος και βγάζει το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη του πουκαμίσου του. Εγώ γνέφω καταφατικά και κάνω στροφή για να γυρίσω πίσω. «Για περίμενε», λέει εκείνος. Ανάβει ένα σπίρτο και σκύβει το κεφάλι όσο χρειάζεται για να ανάψει το τσιγάρο. Η φλόγα ανοίγει μια μικρή σπηλιά από φως στο γκρίζο σκοτάδι. «Μάλιστα», λέει. Μετά από μια γερή ρουφηξιά βάζει το ένα πόδι στην κοτρόνα και καρφώνει τα μάτια του απέναντι προς το δάσος, στην άλλη πλευρά του δρόμου. Ή ίσως προς τον ουρανό, πάνω από τα δέντρα. «Του Χριστού ήταν η εικόνα που είδες;» λέει και σηκώνει τα μάτια του προς το μέρος μου. Αν δεν ήταν η ήρεμη φωνή του και η μεγάλη παύση πριν από την ερώτηση, θα πίστευα ότι με δούλευε. Τον κάνει να κομπλάρει κάπως το ότι εγώ πιστεύω στο Θεό. Αυτό που θέλει από μένα είναι να μην ξεχωρίζω από τα άλλα παιδιά, και από όλα τα παιδιά της γειτονιάς μόνο ο μικρότερος γιος του λέει ότι πιστεύει στο Θεό. Όμως, αυτό είναι που αναρωτιέται. Εγώ νιώθω ένα τσίμπημα χαράς γιατί όντως νοιάζεται, αλλά ταυτόχρονα με πειράζει που με υποτιμά τόσο. Εγώ κουνάω το κεφάλι αρνητικά. «Δεν ήταν ο Χριστός», του λέω. «Πάλι καλά», λέει ο μπαμπάς και χαμογελάει. Μακριά στο δρόμο ακούγεται το αχνό σφύριγμα από ρόδες ποδηλάτου στην άσφαλτο. Η δύναμη του ήχου αυξάνεται και είναι τόσο ήσυχα στη γειτονιά που το ανεπαίσθητο τραγούδι των τροχών ακού-


γεται ξεκάθαρα, όταν το ποδήλατο λίγο πιο ύστερα περνάει στο δρόμο απέναντί μας. Ο μπαμπάς τραβά μια καινούργια τζούρα από το τσιγάρο και το πετάει μισοτελειωμένο πάνω απ’ το φράχτη, βήχει μια δυο φορές, φοράει τα γάντια του και ξαναπιάνει τη βαριά. «Μην το σκέφτεσαι άλλο», λέει σηκώνοντας τα μάτια προς το μέρος μου.

* Νορβηγικά «Venstre», δηλ. Αριστερά. Πρόκειται για ιστορικό νορβηγικό κόμμα με ιδεολογία κοινωνικού φιλελευθερισμού, δηλ. υποστηρίζει την οικονομία της αγοράς, αλλά με κάποια κρατική παρέμβαση υπέρ των αδύνατων στρωμάτων της κοινωνίας, εν αντιθέσει με τον κλασικό φιλελευθερισμό, που θεωρεί ότι μόνο η οικονομία της αγοράς ευνοεί την κοινωνία (Σ.τ.Μ.).

15

Ήμουν οχτώ χρόνων εκείνο το βράδυ, ο πατέρας μου τριάντα δύο. Παρόλο που ακόμα δεν μπορώ να πω ότι τον καταλαβαίνω ή ξέρω τι σόι άνθρωπος ήταν, το γεγονός ότι τώρα είμαι εφτά χρόνια μεγαλύτερος από όσο ήταν εκείνος τότε, κάνει κάποια πράγματα πιο εύκολα κατανοητά. Ενώ οι δικές μου μέρες ήταν παραφορτωμένες με νόημα, όπου κάθε βήμα άνοιγε μια καινούργια δυνατότητα, και κάθε δυνατότητα με γέμιζε ως τα μπούνια, με έναν τρόπο που τώρα μου φαίνεται ακατανόητος, το νόημα των δικών του ημερών δεν συγκεντρωνόταν σε μεμονωμένα περιστατικά, αλλά απλωνόταν σε επιφάνειες τόσο μεγάλες, που δεν μπορούσες να τις συλλάβεις κάπως αλλιώς, παρά μόνο με αφηρημένες έννοιες. Η «οικογένεια» ήταν μία από αυτές, η «καριέρα» ήταν μια άλλη. Ελάχιστες ή καμία απρόβλεπτη δυνατότητα δεν μπορούσαν να εμφανιστούν στη διάρκεια των δικών του ημερών, πρέπει να ήξερε πάντα πάνω κάτω τι θα έφερναν και πώς έπρεπε εκείνος να το αντιμετωπίσει. Ήταν δώδεκα χρόνια παντρεμένος, είχε δουλέψει δάσκαλος σε σχολείο τα οχτώ από αυτά, είχε δυο παιδιά, σπίτι και αμάξι. Είχε εκλεγεί στο συμβούλιο της κοινότητας και στην προεδρία ως αντιπρόσωπος του κόμματος της «Αριστεράς».* Τον μισό χρό-


16

νο, που ήταν χειμώνας, τον περνούσε με φιλοτελισμό, και δεν τα πήγαινε κι άσχημα, σε λίγο καιρό είχε γίνει ένας από τους πιο γνωστούς γραμματοσυλλέκτες του νομού, ενώ τον άλλο μισό χρόνο, το καλοκαίρι, περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του με την κηπουρική. Για το τι σκεφτόταν εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ δεν έχω ιδέα ούτε τι εικόνα είχε για τον εαυτό του όταν σηκώθηκε στο μισοσκόταδο με τη βαριά στα χέρια, αλλά για το ότι υπήρχε μέσα του μια αίσθηση, ότι καταλάβαινε μια χαρά τον κόσμο γύρω του, γι’ αυτό είμαι σχεδόν σίγουρος. Ήξερε ποιοι ήταν οι άλλοι γείτονές μας και πού ανήκαν κοινωνικά σε σχέση με εκείνον, και μάλλον ήξερε και αρκετά για αυτά που οι ίδιοι θα προτιμούσαν να μείνουν κρυφά, και επειδή έκανε μάθημα στα παιδιά τους, και επειδή έβρισκε αμέσως το αδύνατο σημείο των άλλων. Ως μέλος της καινούργιας, μορφωμένης μεσαίας τάξης ήξερε συν τοις άλλοις ένα σωρό πράγματα και για τον υπόλοιπο κόσμο, που τα μάθαινε από τις εφημερίδες, το ράδιο και την τηλεόραση. Γνώριζε πολλά για βοτανική και ζωολογία, καθότι είχε ενδιαφερθεί γι’ αυτά από τα παιδικά του χρόνια, και παρόλο που δεν ήταν και ο καλύτερος στις θετικές επιστήμες, ήξερε, ωστόσο, τις βασικές τους αρχές από το λύκειο. Καλύτερα ήξερε Ιστορία, που την είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο μαζί με Νορβηγική και Αγγλική φιλολογία. Μ’ άλλα λόγια δεν ήταν εξπέρ σε κάτι, εκτός ίσως από παιδαγωγικά, αλλά ήξερε λίγα απ’ όλα, όπως ένας κλασικός καθηγητής γυμνασίουλυκείου, σημειωτέον μάλιστα από την εποχή που το να διδάσκεις σε γυμνάσιο ή λύκειο είχε ακόμη αρκετό κύρος. Ο γείτονας που έμενε από την άλλη μεριά του φράχτη, ο Πρέστμπακμο, ήταν καθηγητής στο ίδιο γυμνάσιο, όπως και ο γείτονας που έμενε πάνω από τη δασωμένη πλαγιά, πίσω από το σπίτι, ο Όλσεν, ενώ ένας από τους γείτονες που έμενε στην άλλη άκρη του περιφερειακού, ο Κνούντσεν, ήταν υποδιευθυντής σε άλλο γυμνάσιο. Όταν ο πατέρας μου λοιπόν σήκωσε τη βαριά πάνω απ’ το κεφάλι του και την άφησε να πέσει προς την κοτρόνα


17

εκείνη την ανοιξιάτικη βραδιά στα μέσα της δεκαετίας του ’70, το έκανε σε έναν κόσμο που τον ήξερε πολύ καλά. Μόνο όταν εγώ έφτασα σ’ αυτή την ηλικία, κατάλαβα ότι γι’ αυτό υπήρχε και ένα αντίτιμο. Όταν η αντίληψή σου για τον κόσμο μεγαλώνει, δεν μικραίνει μονάχα ο πόνος που προκαλεί, αλλά και η άποψή σου. Το να καταλάβεις τον κόσμο σημαίνει να τον δεις από κάποια απόσταση. Αυτό που παραείναι μικρό για να το δεις με το γυμνό μάτι, όπως τα μόρια και τα άτομα, το μεγαλώνουμε, και αυτό που παραείναι μεγάλο, όπως οι ουράνιες συντεταγμένες, το δέλτα των ποταμών, οι αστερισμοί, τα μικραίνουμε. Όταν μετά τα έχουμε φέρει στην εμβέλεια των αισθήσεών μας, τους δίνουμε έναν ορισμό. Αυτό τον ορισμό τον λέμε γνώση. Σε όλα τα παιδικά και τα νεανικά μας χρόνια αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε τη σωστή απόσταση από πράγματα και φαινόμενα. Διαβάζουμε, μαθαίνουμε, βιώνουμε, διορθώνουμε. Και φτάνουμε μια μέρα στο σημείο που έχουν οριστεί όλες οι απαραίτητες αποστάσεις, που έχουν καθοριστεί όλα τα απαραίτητα συστήματα. Τότε είναι που αρχίζει ο χρόνος να τρέχει πιο γρήγορα. Δεν συναντά πια εμπόδια, όλα είναι καθορισμένα, ο χρόνος τρέχει σαν καταρράκτης μέσα από τη ζωή μας, οι μέρες εξαφανίζονται με ταχύτητα αστραπής, πριν προλάβουμε να βρούμε λέξη γι’ αυτό, είμαστε κιόλας σαράντα, πενήντα, εξήντα... Η άποψη θέλει πληρότητα, η πληρότητα θέλει χρόνο, ο χρόνος θέλει αντίσταση. Η γνώση είναι απόσταση, η γνώση είναι ακινησία και εχθρός της άποψης. Η εικόνα που έχω για τον πατέρα μου εκείνο το βράδυ του 1976 είναι, με άλλα λόγια, διπλή: από τη μια τον βλέπω όπως τον είδα εκείνη τη φορά, με τα μάτια ενός οχτάχρονου, απρόβλεπτο και τρομαχτικό, από την άλλη τον βλέπω σαν συνομήλικο, που ο χρόνος φυσάει μέσα από τη ζωή του και παρασύρει όλο και μεγαλύτερα κομμάτια άποψης.


18

Τα χτυπήματα της βαριάς πάνω στην πέτρα αντηχούσαν σε όλη τη γειτονιά. Ένα αμάξι ανέβηκε την ανηφόρα από τον διεθνή, πέρασε με αναμμένα φώτα. Η πόρτα στο σπίτι του γείτονα άνοιξε, ο Πρέστμπακμο στάθηκε στο κατώφλι και φόρεσε τα γάντια της δουλειάς, ενώ δείχνει σαν να μυρίζεται τον καθαρό βραδινό αέρα πριν πιάσει το καροτσάκι και περάσει το γρασίδι τσουλώντας το μπροστά του. Μύριζε μπαρούτι από την κοτρόνα που χτυπούσε ο μπαμπάς με τη βαριά, πεύκο από τους κορμούς πίσω από το φράχτη, φρεσκοσκαμμένο χώμα και δάσος και το αδύναμο βοριαδάκι έφερνε μια ιδέα αλμύρας. Σκέφτηκα το πρόσωπο που είχα δει στη θάλασσα. Παρόλο που δεν είχαν περάσει παρά μόλις δυο λεπτά από την ώρα που το σκέφτηκα, όλα είχαν αλλάξει. Τώρα έβλεπα το πρόσωπο του μπαμπά. Κάτω στη γούβα εκείνος σταμάτησε να χτυπάει. «Ακόμα εκεί είσαι, μικρέ;» Εγώ έγνεψα καταφατικά. «Άντε, πήγαινε μέσα». Εγώ ξεκίνησα. «Και κοίτα;» είπε. Εγώ στάθηκα, γύρισα το κεφάλι ερωτηματικά. «Όχι τρεχάλα αυτή τη φορά». Εγώ έμεινα να τον κοιτάω. Πώς ήξερε ότι είχα τρέξει; «Και μη χάσκεις έτσι», συνέχισε. «Σα χάχας δείχνεις». Έκανα όπως μου είπε, έκλεισα το στόμα και συνέχισα αργά αργά γύρω από το σπίτι. Όταν έφτασα στην μπροστινή μεριά, ο δρόμος απέξω ήταν γεμάτος με παιδιά. Τα μεγαλύτερα στέκονταν όλα μαζί ένα μπουλούκι με τα ποδήλατά τους, που στο λυκόφως έμοιαζαν σαν να ήταν κομμάτι του κορμιού τους. Τα μικρότερα έπαιζαν κρυφτό. Όσα πιάνονταν, στέκονταν μέσα σε έναν κύκλο με κιμωλία στο πεζοδρόμιο, τα άλλα ήταν κρυμμένα γύρω στο δάσος κάτω από το δρόμο, χωρίς να τα βλέπει αυτός που φυλούσε τη φωλιά, εγώ, βέβαια, τα έβλεπα. Τα φώτα από τους πυλώνες της γέφυρας έλαμπαν κόκκινα


19

πάνω από τις μαύρες κορυφές των δέντρων. Από την ανηφόρα ανέβηκε ένα άλλο αμάξι. Στο φως των φαναριών φάνηκαν πρώτα τα παιδιά με τα ποδήλατα, μια σύντομη λάμψη γεμάτη ρεφλέξ, μέταλλο, φουσκωτά μπουφάν, μαύρα μάτια και λευκά πρόσωπα, μετά φάνηκαν τα παιδιά που έπαιζαν, που είχαν κάνει στην άκρη όσο χρειαζόταν για να περάσει το αμάξι, και τώρα στέκονταν σαν φαντάσματα και είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω του. Ήταν οι Τρόλνες, οι γονείς του Σβέρε, ενός συμμαθητή μου. Δεν φαινόταν να είναι κι εκείνος μαζί τους. Γύρισα και ακολούθησα με το βλέμμα τα πίσω κόκκινα φώτα μέχρι που χάθηκαν πέρα από την κορυφή του λόφου. Μετά μπήκα μέσα. Για λίγο είπα να ξαπλώσω στο κρεβάτι και να διαβάσω, αλλά δεν μπόρεσα να ηρεμήσω όσο έπρεπε, έτσι μπήκα στο δωμάτιο του Ίνγκβε, απ’ όπου μπορούσα να δω τον μπαμπά. Όταν τον έβλεπα, αισθανόμουν πιο ασφαλής, και κατά κάποιον τρόπο αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Ήξερα τις αλλαγές στη διάθεσή του, και είχα μάθει εδώ και πολύ καιρό να τις προβλέπω, με τη βοήθεια ενός υποσυνείδητου συστήματος ταξινόμησης, που το είχα φτιάξει μόνος μου, στο οποίο η σχέση ανάμεσα σε ελάχιστες σταθερές αξίες έφτανε για να κρίνει τι μέλλει γενέσθαι, έτσι που να προετοιμαστώ κατάλληλα. Κάτι σαν δελτίο καιρού του μυαλού... Η ταχύτητα του αμαξιού στην ανηφόρα στο δρόμο για το σπίτι, το πόση ώρα τον έπαιρνε να σβήσει τη μηχανή, να πάρει τα πράγματά του και να βγει, ο τρόπος που κοίταζε γύρω του όταν κλείδωνε το αμάξι, οι αποχρώσεις στους διάφορους ήχους που έρχονταν από το διάδρομο όταν έβγαζε τα ρούχα του – όλα αυτά ήταν σημάδια, όλα ερμηνεύονταν. Συν το πού είχε πάει πριν, πόση ώρα είχε λείψει και με ποιον είχε βρεθεί, αυτό το πρόσθετα πριν από το τέλος, λες και ήταν το μόνο μέρος της όλης διαδικασίας που ήξερα. Έτσι, αυτό που φοβόμουν περισσότερο ήταν όταν εκείνος ερχόταν έτσι απλά... Όταν εγώ, για τον άλφα ή βήτα λόγο, δεν το είχα προσέξει.


20

Όχι, δηλαδή πώς διάολο ήξερε ότι είχα τρέξει; Δεν ήταν η πρώτη φορά που με είχε πιάσει στα πράσα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω πώς. Μια βραδιά το φθινόπωρο, για παράδειγμα, είχα κρύψει ένα σακουλάκι με λιχουδιές κάτω από την κουβέρτα, ακριβώς γιατί ήξερα ότι θα έμπαινε στο δωμάτιο και ότι με τίποτα δεν θα πίστευε αυτό που θα του έλεγα για το πώς βρήκα τα λεφτά να το αγοράσω. Όταν λοιπόν μπήκε μέσα, όπως το περίμενα, στάθηκε και με κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα. «Τι έκρυψες στο κρεβάτι;» είπε. Πώς το ήξερε; Έξω ο Πρέστμπακμο δυνάμωσε το φως της λάμπας που ήταν στερεωμένη στο πλακόστρωτο, εκεί όπου στεκόταν και δούλευε. Το καινούργιο φωτεινό μάτι που ξεπρόβαλλε στο σκοτάδι, ήταν γεμάτο με πράγματα, κι εκείνος είχε μείνει έκπληκτος και τα κοίταζε. Σωροί από κουτιά με μπογιές, γυάλινα δοχεία με πινέλα, κούτσουρα, πρεμνοσανίδες, διπλωμένοι μουσαμάδες, λάστιχα αυτοκινήτων, ένας σκελετός ποδηλάτου, κάτι εργαλειοθήκες, κουτιά με βίδες και καρφιά κάθε τύπου και μεγέθους, σανίδια, χαρτόκουτα από γάλα, γεμάτα λουλούδια που μόλις είχαν ανθίσει, σάκοι με ασβέστη, ένα λάστιχο νερού τυλιγμένο και ακουμπισμένο στον τοίχο, ένα πλαστικό με θέσεις για κάθε λογής εργαλεία, μάλλον για το δωμάτιο που μαστόρευε πού και πού μέσα στο υπόγειο. Όταν ξανακοίταξα τον μπαμπά, εκείνος ερχόταν μέσα από το γκαζόν με τη βαριά στο ένα χέρι κι ένα φτυάρι στο άλλο. Έκανα δυο γρήγορα βήματα πίσω. Αμέσως άνοιξε η εξωτερική πόρτα. Ήταν ο Ίνγκβε. Κοίταξα το ρολόι. Οχτώ και είκοσι οχτώ. Όταν αμέσως μετά ανέβηκε τη σκάλα με το χαρακτηριστικό, σχεδόν κοφτό βάδισμα, με κάτι σαν δέος, που χρησιμοποιούσαμε κάθε φορά που θέλαμε να μπούμε μέσα χωρίς να βγάλουμε κιχ, ήταν λαχανιασμένος και κόκκινος σαν παντζάρι. «Πού είναι ο μπαμπάς;» είπε όταν μπήκε στο δωμάτιο.


21

«Έξω στον κήπο», είπα εγώ. «Όμως, δεν άργησες. Δες, τώρα είναι οχτώμισι». Του έδειξα το χέρι με το ρολόι. Εκείνος πέρασε από δίπλα μου και τράβηξε την καρέκλα από το γραφείο. Μύριζε ακόμη απέξω. Κρύο, δάσος, χώμα, άσφαλτο. «Άκουσες τις κασέτες μου;» είπε. «Όχι». «Τι θες τότε στο δωμάτιό μου;» «Τίποτα», είπα εγώ. «Δικό σου δωμάτιο δεν έχεις;» Από κάτω μας η πόρτα ξανάνοιξε. Αυτή τη φορά ήταν τα βαριά βήματα του μπαμπά που αντήχησαν στο πάτωμα. Είχε βγάλει τις μπότες του έξω, όπως συνήθιζε, και πήγαινε στον καμπινέ για να αλλάξει. «Είδα ένα πρόσωπο στη θάλασσα στις ειδήσεις», είπα εγώ. «Άκουσες μήπως τίποτα εσύ; Ξέρεις αν το είδαν κι άλλοι;» Ο Ίνγκβε με κοίταξε με απορία ανάμεικτη με άρνηση. «Τι μαλακίες λες πάλι;» «Ξέρεις για το ψαράδικο που βούλιαξε;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Όταν έδειχναν το μέρος που βούλιαξε στις ειδήσεις, είδα ένα πρόσωπο στη θάλασσα». «Πτώμα είδες;» «Όχι. Δεν ήταν κανονικό πρόσωπο. Ήταν η θάλασσα που πήρε σχήμα προσώπου». Για μια στιγμή με κοίταξε χωρίς να πει λέξη. Μετά ακούμπησε το μεγάλο του δάχτυλο στο κεφάλι του και έκανε σαν να το ξεβιδώνει. «Δεν με πιστεύεις;» είπα εγώ. «Αλήθεια είναι». «Η μόνη αλήθεια είναι ότι είσαι τούβλο». Όταν την ίδια στιγμή ο μπαμπάς άνοιξε τη βρύση κάτω, σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να γυρίσω στο δωμάτιό μου,


22

για να μην τον συναντήσω στο διάδρομο. Από την άλλη πάλι δεν ήθελα να έχει ο Ίνγκβε την τελευταία λέξη. «Εσύ είσαι τούβλο», είπα. Εκείνος ούτε καν νοιάστηκε να απαντήσει, παρά γύρισε το κεφάλι προς το μέρος μου, ξεγύμνωσε τα δόντια του και ρούφηξε τον αέρα σαν κουνέλι. Ο αέρας φανέρωσε τα δικά μου δόντια, σαν αυτά να προεξείχαν. Γύρισα αλλού το κεφάλι και βγήκα απ’ το δωμάτιο πριν με δει να κλαίω. Όσο ήμουν μόνος μου, δεν με πείραζε να κλαίω. Και τώρα πάλι τα κατάφερα, ε; Αφού δεν με είχε δει. Στάθηκα μπροστά στην πόρτα του δωματίου μου, αφού την έκλεισα και σκέφτηκα για μια στιγμή να πάω στο μπάνιο, να πλύνω το πρόσωπό μου με κρύο νερό και να σβήσω τα σημάδια. Όμως, στη σκάλα ανέβαινε ο μπαμπάς, έτσι αρκέστηκα να σκουπίσω τα μάτια μου στο μανίκι του πουλόβερ. Το λεπτό στρώμα υγρασίας που το στεγνό ύφασμα άπλωσε στην επιφάνεια του ματιού μου, έκανε τους χώρους και τα χρώματα του δωματίου να τρέμουν, λες και ξαφνικά είχε βουλιάξει και βρισκόταν τώρα κάτω απ’ το νερό, κι αυτή η εικόνα με είχε τόσο συνεπάρει, που άπλωσα τα χέρια και έκανα μια δυο απλωτές, τρικλίζοντας ως το γραφείο. Στο μυαλό μου είχα μια μεταλλική κάσκα δύτη από την πρώτη εποχή των καταδύσεων, όταν κατέβαιναν στο βυθό με παπούτσια από μολύβι και χοντρά σκάφανδρα σαν από δέρμα ελέφαντα, με ένα λάστιχο με οξυγόνο στερεωμένο στο κεφάλι σαν προβοσκίδα. Ανάπνεα απ’ το στόμα με μικρές ανάσες, και για λίγη ώρα προχώρησα ένα δυο αργά και βαριά βήματα ολόγυρα στο δωμάτιο, σαν δύτης του παλιού καιρού, μέχρι που ο τρόμος από την εικόνα που είχα στο μυαλό μου, άρχισε σιγά σιγά να περνάει πιο μέσα, σαν κρύο νερό. Κάτι μήνες πιο μετά έβλεπα στην τηλεόραση τη σειρά Η μυστηριώδης νήσος από το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν, εκείνη η ιστορία για κάτι τύπους με αερόστατο, που ξεμένουν σε ένα έρημο νησί του Ατλαντικού, μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση α-


23

πό την πρώτη στιγμή. Όλα ήταν φοβερά φορτισμένα. Το αερόστατο, η καταιγίδα, οι τύποι με τα ρούχα του 19ου αι., το ανεμοδαρμένο ξερονήσι που ναυάγησαν, που τελικά αποδείχτηκε όχι τόσο έρημο όσο πίστευαν, τα παράξενα και ανεξήγητα πράγματα που συνέχεια συνέβαιναν γύρω τους... Βέβαια, ποιοι ήταν οι άλλοι που βρίσκονταν εκεί; Η απάντηση είχε έρθει ξαφνικά στο τέλος ενός επεισοδίου. Ήταν κάποιοι μέσα στις υπόγειες σπηλιές... κάτι ανθρωπόμορφα πλάσματα... στο φως των φακών που κρατούσαν φαίνονταν κάπου κάπου τα στιλπνά, μασκοφορεμένα κεφάλια τους... τα πτερύγια... έμοιαζαν σαν δεινόσαυροι ή κροκόδειλοι, αλλά, περπατούσαν όρθιοι... στην πλάτη είχαν κουτιά... ένας τους γύρισε το κεφάλι, δεν είχε μάτια... Δεν ούρλιαξα όταν το είδα, αλλά ο τρόμος που με γέμισαν οι εικόνες δεν με άφησε ποτέ. Ακόμα και μες στο καταμεσήμερο με έπιανε τρόμος όταν σκεφτόμουν τους βατραχάνθρωπους στο σπήλαιο. Και τώρα οι σκέψεις μου ετοιμάζονταν να με μεταμορφώσουν κι εμένα σε έναν απ’ αυτούς. Η σφυριχτή μου ανάσα έγινε η δική τους ανάσα, τα βήματά μου έγιναν τα δικά τους, τα χέρια μου έγιναν χέρια τους, και όταν έκλεισα τα μάτια, έβλεπα μπροστά μου τα αόμματα πρόσωπά τους. Το σπήλαιο... το μαύρο νερό... οι βατραχάνθρωποι με τους φακούς στα χέρα... ήταν τόσο έντονα, που το να ξανανοίξω τα μάτια μου δεν με βοηθούσε. Παρόλο που έβλεπα ότι βρισκόμουν στο δωμάτιό μου, με τα πράγματα που ήξερα ολόγυρά μου, ο τρόμος δεν με άφηνε να ησυχάσω. Μήτε να μισανοίξω τα μάτια μου τολμούσα, φοβόμουν μη γίνει τίποτα. Κάθισα στο κρεβάτι σαν αποξυλωμένος, πήρα την τσάντα μου χωρίς να την κοιτάζω, έριξα μια ματιά στο πρόγραμμα, βρήκα την Τετάρτη, διάβασα ό,τι έγραφε, μαθηματικά, πατριδογνωσία, μουσική, πήρα την τσάντα στην αγκαλιά μου και ξεφύλλισα μηχανικά τα βιβλία που είχε μέσα. Όταν τελείωσα, έβγαλα το ανοιχτό βιβλίο από το μαξιλάρι, ακούμπησα στον τοίχο, και άρχισα να διαβάζω. Τα δευτερόλεπτα που μεσολαβούσαν, ανάμεσα στις στιγ-


24

μές που κοίταζα πάνω, έγιναν σιγά σιγά λεπτά, και όταν ο μπαμπάς φώναξε ότι το βραδινό ήταν έτοιμο, ακριβώς στις εννιά, δεν με κυριαρχούσε πλέον ο τρόμος.

Δεν μας άφηναν να κόβουμε μόνοι μας το ψωμί ούτε να χρησιμοποιούμε το φούρνο, έτσι το βραδινό μας το έκαναν πάντα η μαμά ή ο μπαμπάς. Αν η μαμά είχε βραδινή βάρδια, τα έκανε όλα ο μπαμπάς: όταν μπαίναμε στην κουζίνα, μας περίμεναν δυο ποτήρια γάλα και δυο πιάτα με τέσσερις αλειμμένες φέτες ψωμί. Τις φέτες ο μπαμπάς τις είχε φτιάξει ως συνήθως πιο πριν, και τις είχε βάλει στο ψυγείο, και ήταν τόσο κρύες, που δυσκολευόσουν να τις κατεβάσεις, ακόμα και όταν ήταν αλειμμένες με κάτι που μου άρεσε. Αν η μαμά ήταν σπίτι, αυτό που θα αλείβαμε έμπαινε στο τραπέζι, είτε από εκείνη είτε από εμάς, κι αυτή η ελάχιστη διαφορά, δηλαδή το ότι εμείς αποφασίζαμε τι θα βάλουμε στο τραπέζι και με τι θα αλείψουμε τα ψωμιά, συν το ότι τα ίδια τα ψωμιά είχαν θερμοκρασία δωματίου, έφταναν για να μας καταλάβει μια αίσθηση ελευθερίας: αν μπορούσαμε να ανοίξουμε το ντουλάπι, να βγάλουμε τα πιάτα, που πάντα χτυπούσαν ελαφρά μεταξύ τους, και να τα βάλουμε στο τραπέζι, αν μπορούσαμε να βγάλουμε τα μαχαιροπίρουνα, που πάντα κουδούνιζαν ελαφρά και να τοποθετήσουμε τα μαχαίρια δίπλα στα πιάτα, αν μπορούσαμε να βγάλουμε τα ποτήρια, να ανοίξουμε το ψυγείο, να βγάλουμε το γάλα και να τα γεμίσουμε, τότε μπορούσαμε μια χαρά να ανοίξουμε το στόμα και να μιλήσουμε. Το ένα λες κι έφερνε το άλλο, όταν τρώγαμε βραδινό με τη μαμά. Μιλούσαμε συνέχεια για ό,τι μας κατέβαινε, την ενδιέφεραν όσα λέγαμε, και αν χύναμε λίγο γάλα ή ξεχνιόμασταν και ακουμπούσαμε το χρησιμοποιημένο φακελάκι του τσαγιού στο τραπεζομάντιλο (γιατί στο μεταξύ μάς έκανε και τσάι) δεν χάλασε ο κόσμος. Βέβαια, αν η συμμετοχή μας στο γεύμα άνοιγε αυτή τη στρόφιγγα ελευ-


* Στα νορβηγικά «brunost», δηλαδή καφέ τυρί. Τυπικό νορβηγικό τυρί με ημίγλυκη γεύση. Εκτός Νορβηγίας δεν το γνωρίζει κανείς (Σ.τ.Μ.).

25

θερίας, ο βαθμός της παρουσίας του μπαμπά ρύθμιζε το μέγεθός της. Αν εκείνος ήταν έξω από το σπίτι ή κάτω στο γραφείο, μιλούσαμε όσο δυνατά, ελεύθερα και με όσες χειρονομίες θέλαμε. Αν πάλι ανέβαινε τη σκάλα, εμείς χαμηλώναμε αυτόματα τη φωνή μας και αλλάζαμε θέμα, αν μιλούσαμε για κάτι που πιστεύαμε ότι δεν θα του άρεσε. Αν ερχόταν στην κουζίνα, το βουλώναμε κατευθείαν και καθόμασταν εκεί σαν στήλες ανάλατος. Αν εκείνος πάλι καθόταν στο σαλόνι, συνεχίζαμε να μιλάμε, αλλά πιο χαμηλά και πιο προσεκτικά. Εκείνο το βράδυ μας περίμεναν τα πιάτα με τις τέσσερις αλειμμένες φέτες, όταν μπήκαμε στην κουζίνα. Ένα με γλυκό τυρί,* ένα με κασέρι, ένα με σαρδέλες με σάλτσα ντομάτα, ένα με κεφαλοτύρι. Εμένα δεν μου άρεσαν οι σαρδέλες, έτσι έτρωγα πρώτα αυτή τη φέτα. Το ψάρι μού την έδινε, με αηδίαζε ο βραστός μπακαλιάρος που τρώγαμε τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Και ο αχνός από την κατσαρόλα, και η γεύση και το όλο πακέτο. Το ίδιο φυσικά συνέβαινε και με τον βραστό γάδο, τον βραστό μαύρο μπακαλιάρο, τη βραστή ρέγγα, το βραστό τορίκι, το βραστό χελιδονόψαρο, τον βραστό κολιό και το βραστό κοκκινόψαρο. Στις σαρδέλες δεν ήταν η γεύση το μεγάλο πρόβλημα, τη σάλτσα ντομάτας την έτρωγα με τη σκέψη ότι ήταν κάτι σαν κέτσαπ, αλλά η όλη σύσταση, και πρώτα απ’ όλα η μικρή στιλπνή ουρά. Ήταν αηδιαστική. Για να ελαχιστοποιήσω την επαφή μαζί τους συνήθιζα να τις κόβω με τα δόντια, να τις βάζω στην άκρη του πιάτου, να απλώνω λίγη σάλτσα προς την κόρα, στην άλλη άκρη της φέτας, και να βάζω τις ουρές στη μέση του όλου σκηνικού, διπλώνοντας συγχρόνως το ψωμί. Με αυτό τον τρόπο μπορούσα κάποιες φορές να μασήσω χωρίς να έρθω καν σε επαφή με τις ουρές, και μετά βοηθούσα με το γάλα. Αν ο μπαμπάς δεν ήταν εκεί, όπως εκεί-


26

νο το βράδυ, μπορούσα φυσικά να βάλω τις ουρίτσες στην τσέπη μου, χωρίς πολλά πολλά. Ο Ίνγκβε μάζευε τα φρύδια του και κουνούσε το κεφάλι του, όταν το έκανα. Μετά χαμογελούσε. Κι εγώ του ανταπέδιδα το χαμόγελο. Στο σαλόνι ο μπαμπάς κουνιόταν πέρα δώθε στην καρέκλα. Ακούστηκε κάτι σαν σπιρτόκουτο. Αμέσως μετά πήρε το αυτί μου το σύντομο τσαφ που κάνει το κεφάλι του σπίρτου όταν τρίβεται εκεί που ανάβει, και τον ήχο σαν σκίσιμο, που κάνει όταν ανάβει, σαν να έπεσε μέσα στη σιωπή της φλόγας που το ακολούθησε. Όταν η μυρωδιά του τσιγάρου, λίγες στιγμές αργότερα, απλώθηκε σιγά σιγά στην κουζίνα, ο Ίνγκβε έσκυψε μπροστά και άνοιξε το παράθυρο όσο πιο ήσυχα μπορούσε. Οι θόρυβοι που γλίστρησαν μέσα από το σκοτάδι άλλαξαν τελείως την ατμόσφαιρα στην κουζίνα. Ξαφνικά είχε γίνει κι αυτή ένα κομμάτι του έξω κόσμου. Καθόμαστε σαν σε ράφι, σκέφτηκα. Η σκέψη αυτή μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω. Ο αέρας σηκώθηκε ορμητικός από το δάσος, ξεχύθηκε από τους θάμνους και τα δέντρα ως το γρασίδι μπροστά μας. Μακριά στη διασταύρωση ακούγονταν οι φωνές των παιδιών που όρθια πάνω στα ποδήλατά τους μιλούσαν. Στο ύψωμα που ανέβαινε προς τη γέφυρα μια μοτοσικλέτα άλλαζε ταχύτητα. Και μακριά, θαρρείς ξέχωρα από οτιδήποτε άλλο, ακουγόταν το σφύριγμα ενός βαποριού που ερχόταν από τον πορθμό. Εκείνος φυσικά με είχε ακούσει! Τα βήματα όταν εγώ έτρεχα πάνω στο χαλίκι! «Ν’ αλλάξουμε;» είπε ο Ίνγκβε χαμηλόφωνα, δείχνοντας τη φέτα με το κεφαλοτύρι. «Γιατί όχι;» είπα εγώ. Ανεβασμένος όπως ήμουνα που είχα λύσει το αίνιγμα, συνόδεψα με μια γουλίτσα γάλα την τελευταία μπουκιά σαρδέλας και βάλθηκα να τρώω τη φέτα που έβαλε στο πιάτο μου ο Ίνγκβε. Έπρεπε να μοιράσουμε σωστά το γάλα, γιατί αν έφτανες στην τελευταία φέτα, και δεν είχες άλλο, τότε εκεί-


27

νη σχεδόν δεν κατέβαινε. Το καλύτερο ήταν φυσικά να κρατήσεις λίγο μέχρι να τελειώσουν όλες οι φέτες, γιατί ποτέ δεν είχε καλύτερη γεύση το γάλα, όπως όταν δεν εκπληρούσε κάποια λειτουργία ως δευτερεύον υλικό, αλλά κυλούσε στο λαιμό με τη θέλησή του, καθαρό και ατόφιο, κάτι που δυστυχώς δεν μου τύχαινε σχεδόν ποτέ: η στιγμιαία ανάγκη υπερνικούσε πάντα τις υποσχέσεις για το μέλλον, άσχετα πόσο δελαστικές ήταν εκείνες. Όμως, ο Ίνγκβε τα κατάφερνε. Ήταν μανούλα στο να κάνει οικονομία. Πάνω στο σπίτι του Πρέστμπακμο κάποιος χτυπούσε τα τακούνια του στο κεφαλόσκαλο. Μετά, τρεις σύντομες κραυγές έσκισαν το βράδυ: «Γκάιρ! Γκάιρ! Γκάιρ!» Η απάντηση ήρθε από την αυλή, μπροστά στο σπίτι που έμενε ο Τζον Μπεκ, τόσο διστακτική, που όλοι όσοι την άκουγαν θα νόμιζαν ότι μετάνιωσε. «Ναι;» φώναξε. Αμέσως μετά ακούστηκε το ποδοβολητό του έξω. Μέχρι να φτάσουν στον τοίχο του Γκούσταβσεν, ο μπαμπάς είχε σηκωθεί στο σαλόνι. Κάτι στον τρόπο που προχώρησε στο πάτωμα με έκανε να σκύψω. Το ίδιο έκανε και ο Ίνγκβε. Ο μπαμπάς μπήκε στην κουζίνα, προχώρησε προς το τραπέζι, έσκυψε χωρίς να πει λέξη, και ξανάκλεισε δυνατά το παράθυρο. «Το παράθυρο τα βράδια κλείνει», είπε. Ο Ίνγκβε έγνεψε καταφατικά. Ο μπαμπάς μάς κοίταξε. «Άντε, τελειώνετε», είπε. Μόνο όταν ξανακάθισε στη θέση του στο σαλόνι, αντίκρισα το βλέμμα του Ίνγκβε. «Χα χα», ψιθύρισα. «Τι χα χα;» ψιθύρισε εκείνος απαντώντας μου... «Και σένα εννοούσε, όχι μόνο εμένα».


28

Είχε φάει σχεδόν δύο φέτες παραπάνω και μπορούσε αμέσως μετά να σηκωθεί και να την κάνει για το δωμάτιό του, ενώ εγώ έμεινα εκεί ακόμα λίγα λεπτά και μασουλούσα. Είχα κατά νου να πάω στον μπαμπά μετά το δείπνο και να του πω ότι μάλλον θα ξανάδειχναν το πρόσωπο στη θάλασσα στο βραδινό δελτίο, αλλά όπως είχαν έρθει τα πράγματα, θα ήταν καλύτερα να μην το κάνω. Ή μήπως...; Αποφάσισα να δω πώς θα πήγαινε. Όταν έβγαινα απ’ την κουζίνα, συνήθιζα να γυρίζω το κεφάλι στο σαλόνι και να του λέω καληνύχτα. Αν η φωνή του ήταν ουδέτερη ή, στην καλύτερη, φιλική, θα του το έλεγα. Διαφορετικά με τίποτα. Δυστυχώς είχε καθίσει στον καναπέ, που ήταν στο βάθος του σαλονιού, και όχι σε μια από τις δερμάτινες πολυθρόνες μπροστά στην τηλεόραση, όπως συνήθιζε. Για να με προσέξει, δεν έφτανε μόνο να γυρίσω προς το μέρος του και να του πω φευγαλέα καληνύχτα, κάτι που μπορούσα να κάνω όταν καθόταν σε μια από τις δερμάτινες πολυθρόνες, αλλά έπρεπε να προχωρήσω αρκετά μέσα στο σαλόνι. Φυσικά, αυτό θα τον έκανε να ψυλλιαστεί ότι ήθελα κάτι παραπάνω. Και τότε όλο το σχέδιο να τον φέρω στα νερά μου θα πήγαινε στράφι, και θα έπρεπε να μιλήσω όπως κι αν μου απαντούσε. Αυτό δεν το κατάλαβα παρά μόνο όταν βγήκα από την κουζίνα και καθότι η αβεβαιότητα με έκανε να κοντοσταθώ, ξαφνικά ένιωσα ότι δεν είχα άλλη επιλογή, γιατί φυσικά εκείνος το άκουσε ότι στάθηκα και σίγουρα θα κατάλαβε αμέσως ότι κάτι τον ήθελα. Έτσι έκανα τα τέσσερα βήματα που χρειάζονταν και μπήκα στο οπτικό του πεδίο. Καθόταν σταυροπόδι, ο αγκώνας στηριζόταν στη ράχη της καρέκλας, το κεφάλι αναπαυόταν στο χέρι, λίγο γερμένο προς τα πίσω. Το βλέμμα του, που φαινόταν να κοιτάει λοξά το ταβάνι, στράφηκε σε μένα. «Καληνύχτα, μπαμπά», είπα εγώ.


29

«Καληνύχτα», είπε εκείνος. «Θα δείξουν στο βραδινό δελτίο εκείνο που σου είπα», είπα εγώ. «Είπα να σου το πω. Για να το δεις εσύ και η μαμά». «Ποιο λες;» είπε εκείνος. «Εκείνο με το πρόσωπο», απάντησα εγώ. «Το πρόσωπο;» Μάλλον στεκόμουν με ανοιχτό στόμα, γιατί ξαφνικά εκείνος κατέβασε το πιγούνι και άνοιξε το στόμα σαν να μιμόταν εμένα. «Αυτό που σου είπα», είπα εγώ. Εκείνος ξανάκλεισε το στόμα και όρθωσε το κορμί του χωρίς να αφήσει τα μάτια του από πάνω μου. «Ωχ, σαν πολύ δεν τρώγεσαι μ’ εκείνο το πρόσωπο, λέω γω; Νισάφι», είπε. «Καλά», είπα εγώ. Όταν έκανα στροφή και βάλθηκα να κατεβαίνω το διάδρομο, ένιωσα ότι η προσοχή του σιγά σιγά με άφηνε στην ησυχία μου. Έπλυνα τα δόντια μου, γδύθηκα, φόρεσα πιτζάμες, άναψα το φως πάνω απ’ το κρεβάτι πριν σβήσω το φως του δωματίου, ξάπλωσα και άρχισα να διαβάζω. Βασικά, με άφηναν να διαβάζω μισή ώρα, μέχρι τις δέκα, όμως, το έκανα μέχρι να γυρίσει η μαμά, γύρω στις δέκα και μισή. Όταν άκουγα το Φολκσβάγκεν να ανεβαίνει την ανηφόρα από τον διεθνή, άφηνα το βιβλίο στο πάτωμα και έκλεινα το φως, για να ξαπλώνω στο σκοτάδι και να αφουγκράζομαι τη μαμά που ερχόταν: την πόρτα του αμαξιού που έκλεινε, τα βήματα πάνω στο χαλίκι, την πόρτα της εισόδου που άνοιγε, τα ρούχα που έβγαιναν, τα βήματα στη σκάλα... Το σπίτι έμοιαζε αλλιώτικο όταν ήταν εκείνη, και το παράξενο ήταν ότι το ένιωθα. Αν π.χ. μ’ έπαιρνε ο ύπνος πριν έρθει σπίτι, και ξυπνούσα τη νύχτα, ένιωθα ότι εκείνη ήταν εκεί, κάτι είχε αλλάξει στην ατμόσφαιρα, χωρίς να μπορώ να πω ακριβώς τι, παρεκτός ότι με καθησύχαζε. Το ίδιο συνέβαινε όταν ερχόταν πιο νωρίς ενώ


30

ήμουν έξω: την ίδια στιγμή που έμπαινα στο διάδρομο, ένιωθα ότι η μαμά ήταν σπίτι. Φυσικά, ήθελα πάρα πολύ να της μιλήσω, εκείνη σίγουρα θα καταλάβαινε αυτό με το πρόσωπο, όμως, δεν ένιωθα ότι θα χαλούσε ο κόσμος αν δεν το έκανα. Το σημαντικότερο ήταν που η μαμά ήταν εδώ. Την άκουγα που άφηνε τα κλειδιά της στην εταζέρα με το τηλέφωνο, όταν ανέβαινε τη σκάλα, μετά άνοιγε τη συρόμενη πόρτα, έλεγε κάτι στον μπαμπά και μετά την ξανάκλεινε πίσω της. Καμιά φορά, ειδικά μετά τις βραδινές βάρδιες, τα Σαββατοκύριακα, εκείνος είχε ετοιμάσει φαγητό όταν εκείνη ερχόταν. Τότε άκουγαν και δίσκους. Καμιά φορά, σπάνια, τους περίμενε στο τραπέζι κι ένα μπουκάλι κρασί, πάντα η ίδια μάρκα, το κοκκινέλι του κρατικού μονοπωλίου, αλκοόλ,* το πιο φτηνό, και κάπου κάπου μπίρα, κι εκεί πάντα η ίδια μάρκα, δύο τρία μπουκάλια Άρενταλ, εκείνα τα καφετιά μπουκάλια των 0,7 λίτρων με το κίτρινο καραβάκι. Βασικά, όχι εκείνο το βράδυ. Κι αυτό μου άρεσε. Γιατί όταν τρώγανε μαζί, δεν έβλεπαν τηλεόραση, κι αυτό έπρεπε να κάνουν για να πετύχει το σχέδιό μου, που ήταν τόσο απλό, όσο και τολμηρό. Μερικά δευτερόλεπτα πριν από τις έντεκα, θα γλιστρούσα από το κρεβάτι, θα έβγαινα σαν τον κλέφτη στο διάδρομο, θα μισάνοιγα τη συρόμενη πόρτα και θα έβλεπα το βραδινό δελτίο στην τηλεόραση από κει. Αυτό ποτέ δεν το είχα ξανακάνει. Ποτέ. Ούτε μία φορά δεν είχα κάνει κάτι που να μου το έχει απαγορέψει ο μπαμπάς. Τουλάχιστον όχι επίτηδες. Ωστόσο, αυτό ήταν κάτι άλλο, καθότι δεν είχε να κάνει με μένα, αλλά μ’ αυτούς. Εγώ το είχα δει το πρόσωπο στη θάλασσα, και δεν ήταν ανάγκη να το ξαναδώ. Απλά ήθελα να δω αν εκείνοι έβλεπαν ό,τι έβλεπα κι εγώ. Αυτά ξάπλωνα και σκεφτόμουν στο σκοτάδι ενώ παρακο* Στη Νορβηγία μόνο το κράτος έχει το δικαίωμα να πουλά αλκοόλ σε υπέρογκες τιμές λόγω υψηλού φόρου (Σ.τ.Μ.).


31

λουθούσα τους πρασινωπούς δείκτες του ξυπνητηριού με τα μάτια. Όταν όλα ήταν τόσο σιωπηλά όπως τώρα, άκουγα τα αυτοκίνητα που περνούσαν από κάτω, από τον διεθνή. Μια ακουστική πορεία που άρχιζε όταν ανέβαιναν την ανηφόρα στο Β-Μαξ, το καινούργιο σουπερμάρκετ, συνέχιζε κάτω στο όρυγμα, στο Χόλτετ, περνούσε την είσοδο τροχοφόρων στο Γκάμλε Τιμπάκεν και την ανηφόρα προς τη γέφυρα, απ’ όπου χανόταν χωρίς ίχνη, όπως είχε αρχίσει μισό λεπτό νωρίτερα. Έντεκα παρά εννιά λεπτά άνοιξε η πόρτα του σπιτιού από την άλλη πλευρά του δρόμου. Γονάτισα στο κρεβάτι και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Ήταν η κυρία Γκούσταβσεν, κατέβαινε το δρόμο του γκαράζ με μια σακούλα σκουπίδια στο χέρι. Το ότι ήταν σπάνιο θέαμα το συνειδητοποίησα όταν το είδα. Η κυρία Γκούσταβσεν δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ έξω. Είτε την έβλεπες μέσα ή στη θέση του συνοδηγού στο μπλε Φορντ Τάουνους που είχαν, αλλά παρόλο που το ήξερα, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ πριν. Όμως, τώρα που στάθηκε μπροστά στον κάδο με τα σκουπίδια και άνοιξε το καπάκι, έριξε μέσα τη σακούλα και τον ξανάκλεισε, πάντα με την ψιλοτεμπέλικη χάρη που χαρακτηρίζει τόσες και τόσες χοντρές, τώρα μόνο το διαπίστωσα. Δεν έβγαινε ποτέ. Ο ηλεκτρικός στύλος που στεκόταν έξω από το φράχτη μας έριχνε πάνω της το σκληρό του φως, όμως, αντίθετα με τα πράγματα που την περιέβαλλαν –τον κάδο, τους άσπρους τοίχους του τροχόσπιτου, το πλακόστρωτο, την άσφαλτο–, που όλα τους αντανακλούσαν ένα σκληρό και ψυχρό φως, ήταν σαν η σιλουέτα της να το μετρίαζε και να το απορροφούσε. Τα γυμνά της χέρια έβγαζαν μια αδύναμη λάμψη, το ύφασμα του άσπρου πουλόβερ της έλαμπε, τα γκριζοκάστανα μαλλιά της έδειχναν χρυσά. Για μια στιγμή στάθηκε και κοίταξε γύρω της, πρώτα προς τον Πρέστμπακμο, μετά πάνω προς τον Χάνσεν, ύστερα κάτω προς το δάσος, στην άλλη μεριά του δρόμου.


32

Μια γάτα, που σουλάτσαρε προς τα κάτω, στάθηκε μια στιγμή και την κοίταξε. Εκείνη έχωσε το ένα της χέρι μια δυο φορές κάτω απ’ τη μασχάλη της. Μετά έκανε στροφή και μπήκε μέσα. Ξανακοίταξα το ρολόι. Έντεκα παρά τέσσερα λεπτά. Ψιλοκρύωνα, και για μια στιγμή σκέφτηκα να βάλω ένα πουλόβερ, αν και θα φαινόταν ότι το έκανα επίτηδες, αν με έβρισκαν. Και δεν θα το φορούσα παρά μόνο λίγα λεπτά. Προχώρησα προσεκτικά προς την πόρτα και έστησα αυτί. Ο μόνος κίνδυνος ήταν ότι η τουαλέτα ήταν στην άλλη μεριά της συρόμενης πόρτας. Όταν στεκόμουν εκεί, θα μπορούσα να τους ελέγχω και ταυτόχρονα να τραβηχτώ αν τυχόν σηκώνονταν, τώρα, βέβαια, που η συρόμενη ήταν κλειστή, αν εκείνοι ήθελαν να βγουν, εγώ δεν θα το καταλάβαινα παρά μόνο όταν ήταν πια αργά. Τουλάχιστον θα μπορούσα να κάνω ότι ήθελα να πάω τουαλέτα! Ικανοποιημένος που βρήκα λύση, άνοιξα προσεκτικά την πόρτα και μπήκα στο διάδρομο. Όλα ήταν σιωπηλά. Προχώρησα στις μύτες, οι ιδρωμένες μου πατούσες ακουμπούσαν την ταπετσαρία, στάθηκα μπροστά στη συρόμενη, δεν άκουγα τίποτα, την τράβηξα μια χαραμάδα στο πλάι και κοίταξα μέσα. Η τηλεόραση ήταν στη γωνία. Ο δυο δερμάτινες πολυθρόνες ήταν άδειες. Άρα και οι δυο τους κάθονταν στον καναπέ. Τέλεια. Τότε γύρισε η υδρόγειος με το Ν πάνω στο γυαλί. Προσευχήθηκα να ξαναδείξουν το ίδιο ρεπορτάζ, για να το δουν η μαμά και ο μπαμπάς. Ο εκφωνητής άρχισε την εκπομπή μιλώντας για το ψαροκάικο που είχε χαθεί και η καρδιά μου βαρούσε σφυριές. Όμως, το ρεπορτάζ που έδειξαν ήταν άλλο: αντί για τις εικόνες της απέραντης θάλασσας, έδειχναν έναν νωματάρχη που του έπαιρναν συνέντευξη σε μια προβλήτα, και μια γυναίκα με ένα


2 – Ένας θάνατος στην οικογένεια

33

παιδάκι αγκαλιά, με πίσω της τον ρεπόρτερ, που στεκόταν με φόντο την τρικυμισμένη θάλασσα και μιλούσε. Όταν τελείωσε το στιγμιότυπο, ακούστηκε μέσα η φωνή του πατέρα μου και μετά γέλια. Ένιωθα τόσο μεγάλη ντροπή, που δεν μπορούσα καν να σκεφτώ. Ήταν σαν να έχασα το χρώμα μου. Η δύναμη της ξαφνικής αναπάντεχης ντροπής ήταν το μόνο αίσθημα των παιδικών μου χρόνων που μπορούσε να ανταγωνιστεί σε ένταση τον τρόμο, μαζί με τον ξαφνικό θυμό, και τα τρία είχαν κοινά το ότι το θύμα και στις τρεις περιπτώσεις ήμουν εγώ. Αυτό γινόταν είτε έτσι είτε αλλιώς. Ώστε, όταν γύρισα πίσω στο δωμάτιό μου, δεν καταλάβαινα τίποτα. Ξέρω ότι το παράθυρο στη σκάλα, που η εικόνα του διαδρόμου αντανακλούσε πάνω του, θα ήταν τόσο σκοτεινό, ξέρω ότι η πόρτα του δωματίου του Ίνγκβε ήταν μάλλον κλειστή, όπως και η πόρτα στην κρεβατοκάμαρα της μαμάς και του μπαμπά, αλλά κι εκείνη του μπάνιου. Ξέρω ότι τα κλειδιά της μαμάς θα ήταν σκόρπια πάνω στο τραπεζάκι του τηλεφώνου, σαν ένα μικρό ζωάκι των παραμυθιών που ξεκουράζεται, με δερμάτινο κεφάλι και ένα σωρό μεταλλικά πόδια, ξέρω ότι η γλάστρα με τα ξεραμένα λουλούδια και τα άχυρα θα στεκόταν δίπλα στο πάτωμα, το ίδιο αταίριαστο με το συνθετικό ύφασμα του χαλιού από τον ένα τοίχο στον άλλον. Όμως, δεν είδα τίποτα, δεν άκουσα τίποτα, δεν σκέφτηκα τίποτα. Μπήκα στο δωμάτιο, ξάπλωσα στο κρεβάτι και έσβησα το φως, και όταν με τύλιξε το σκοτάδι, πήρα βαθιά ανάσα, έτσι που άρχισα να τρέμω, και ταυτόχρονα οι μύες στο στομάχι μου σφίχτηκαν και θαρρείς έσπρωχναν το παράπονό μου, που ήταν τόσο έντονο, που έπρεπε να το θάψω στο απαλό μαξιλάρι, που σε λίγο είχε γίνει μούσκεμα. Αυτό με βοήθησε, περίπου όπως όταν κάνεις εμετό άμα έχεις αναγούλα. Αρκετή ώρα αφότου είχα πάψει να κλαίω, με έπιασε λόξιγκας. Υπήρχε κάτι καλό σ’ αυτό. Όταν κι αυτό το καλό σταμάτησε, γύρισα μπρούμυτα, ακούμπησα το κεφάλι στα χέρια και έκλεισα τα μάτια για να κοιμηθώ.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.