KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 15
Στον δρόμο Μη γυρεύεις ομορφιές, δεν υπάρχουνε χαρές Σ ’έναν κόσμο χαλασμένο, σ ’έναν κόσμο από βροχές Κάτι άρρωστες ψυχές να σε λένε ξοφλημένο.
Σταύρος Κουγιουμτζής
ΤΑ ΜΑΤ παραταγμένα στα πεζοδρόμια. Χωρίς κεφάλια,
χωρίς σκέψη. Στη θέση του κεφαλιού καπνογόνα και δακρυγόνα. Οι διαδηλωτές σκεπάζουν τα πρόσωπά τους με μαντίλια. Όμως τα μάτια πρέπει να είναι ανοιχτά. Να βλέπουν και να δακρύζουν. Ένα τσούρμο τρέχει προς τις τράπεζες, ένα άλλο προς τη Βουλή. Τα αυτοκίνητα της εξουσίας πασσαλειμμένα με αβγά και γιαούρτια. Τα πρόσωπα των υπουργών χαρτιά γεμάτα μαύρες γραμμές. Μια γλώσσα που μόλις γραφτεί γίνεται μουντζούρα. Είναι μια γλώσσα που μιλάει χωρίς να λέει. Η μουντζούρα μαυρίζει τα σπίτια, τους δρόμους, τα κεφάλια των διαδηλωτών και των ΜΑΤ. Η μαυρίλα μαυρίζει τα μάτια των παιδιών. Στον κήπο της Εθνικής Βιβλιοθήκης οι φοιτητές κάνουν καθιστική διαμαρτυρία. Κάθε δύο λεπτά σηκώνουν τα χέ
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 16
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
ρια πάνω απ’ τα κεφάλια και χτυπούν τις παλάμες. Τα πουλιά ταράζονται και φεύγουν απ’ τα δέντρα. Μερικά φύλλα πέφτουν πάνω στα μαλλιά των φοιτητών. Σαν να γίνεται γάμος. Σαν να θέλει να παντρευτεί το παράλογο με το λογικό. Απ’ τα μεγάφωνα δεν ακούς πια τη φωνή του δικτάτορα. Νομίζεις πως ακούς τη φωνή της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία είναι κρεμασμένη απ’ τα καλώδια των μεγαφώνων. Οι φωνές της πόδια που κλοτσούν. Το στόμα του διευθυντή της τράπεζας, κατακόκκινο, ανοιγοκλείνει ανάμεσα στις τρίχες απ’ το μουστάκι και τα γένια, σαν αιδοίο. Το αμάξι του περνά κάτω απ’ την αψίδα της Ανοησίας. Σκαρφαλωμένοι πάνω της οι διαδηλωτές πετούν αντικείμενα στο παρμπρίζ. Ο διευθυντής έχει συρρικνωθεί στο πίσω κάθισμα. Ξάφνου ένας κάδος σκουπιδιών εκρήγνυται. Ο διευθυντής είναι ασφαλής. Μια γριά κοιτάζει από μακριά, ένα καπάκι από κόκα-κόλα τη χτυπά στο μάτι. Η γριά έχει δυο εγγόνια, το ένα στα ΜΑΤ, το άλλο στους διαδηλωτές. Δεν έχει κανένα εγγόνι βουλευτή. Ένας βουλευτής είναι μισός αστυνομικός και μισός διαδηλωτής. Μέσα από τη λιμουζίνα ο διευθυντής βλέπει τα κλομπ να χτυπάνε. Κυρίως κεφάλια. Ένα πολύ θυμωμένο κλομπ βαράει απ’ την ανάποδη μεριά, απ’ το σίδερο. Ένα κεφάλι δέχεται τον θυμό και το κρανίο ανοίγει. Ο εγκέφαλος ουρλιάζει απ’ τη σειρήνα του ασθενοφόρου, κεφάλια και κλομπ ουρλιάζουν. Τα σκυλιά δεν ξέρουν προς τα πού να τρέξουν, οι κυνηγημένοι τα ποδοπατούν. Οι μολότοφ πληθαίνουν κι αυτοί που τρέχουν χώνονται στα στενά. Εκεί άλλα κλομπ τους περιμένουν. Οι
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 17
ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ;
γεμάτες κλούβες μυρίζουν κλούβια αβγά. Μια άδεια κλούβα έχει πάρει φωτιά και καίει τον εαυτό της. Ένας αστυνομικός σπρώχνει στην κόγχη του το μισοβγαλμένο του μάτι. Ένας αστυνομικός είναι ένα παιδί που το σπούδασε η μαμά του για να έχει ένα επάγγελμα. Το κράτος εκπαιδεύει το παιδί. Του λέει: πάρε ένα κλομπ και βάρα τον αδερφό σου. Κι αυτόν που ξέρεις κι αυτόν που δεν ξέρεις. Κι αυτόν που αγαπάς κι αυτόν που μισείς. Η μητέρα δεν ξέρει τι να συμβουλέψει αυτό το παιδί. Η συμβουλή υποχωρεί, προχωράει μόνο ο φόβος. Γιατί ένας αστυνομικός, όσο λιγότερες κι αν έχει πιθανότητες από έναν διαδηλωτή, μπορεί ανά πάσα στιγμή να χάσει ένα μάτι, να χάσει το χαλασμένο του αφτί. Στις πέρα γειτονιές ο κόσμος πηγαινοέρχεται στη Λαϊκή και ψωνίζει. Οι πωλητές δεν αφήνουν απ’ τα χέρια τη σακούλα καθώς τη ζυγίζουν. Κλέβουν ασύστολα. Έχουν τις ζυγαριές πίσω απ’ τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά. Δεν βλέπεις το ζύγι. Οι αστυνομικοί δεν είναι εκεί να ελέγχουν, είναι όλοι τους στην πορεία. Με τα κλομπ έτοιμα. Ένα κλομπ έχει τη θεωρία του. Δεν χτυπά ποτέ έναν κλέφτη. Χτυπά τον διαδηλωτή. Το αίμα του διαδηλωτή πάνω στο κλομπ είναι ένα κόκκινο ζεστό φιλί. Τα κλομπ είναι ερωτευμένα με το αίμα του διαδηλωτή. Όταν η πορεία τελειώνει οι δρόμοι καπνίζουν μισοπεθαμένοι. Οι δρόμοι της πόλης πάνε και πέφτουν μες στη θάλασσα. Η θάλασσα τους πλένει τα πόδια, το πρόσωπο. Καθίστε τώρα να στεγνώσετε, λέει και ανασηκώνει το στήθος της να 2o
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 18
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
διώξει τη δυσοσμία. Όμως εκείνη δεν φεύγει. Όλα τα σκουπίδια επιπλέουν. Αυτές είναι οι αμαρτίες του δρόμου, λέει η θάλασσα, πρέπει να καλέσω το ποτάμι να με πλύνει, μουρμουρίζει καθώς χασμουριέται. Την ώρα που την παίρνει ο ύπνος, μπαίνει μέσα της ο βόθρος. Ταράζεται, τα κύματά της παίρνουν το χρώμα της σκουριάς, το χνότο της μυρίζει αμμωνία. Τα ψάρια ανοίγουν το στόμα και τρώνε. Τελικά θα με καθαρίσουν αυτά, λέει κι αποκοιμιέται. Οι ψαράδες μαζεύουν τα ψάρια του βόθρου και οι διαδηλωτές τα τρώνε. Ξέρουν πως αυτό που τρώνε, τους τρώει. Τους τρώει η παχιά γελάδα, η υπερτροφική φράουλα, το ξανθό καλαμπόκι, η σγουρή ήβη της σαλάτας, το κόκκινο στόμα της ντομάτας. Τη νύχτα ο δρόμος είναι ένα βρόμικο στρώμα. Κοιμάται εκεί η απόγνωση. Η πόλη ξενύχτησε και τώρα κοιμάται. Κοιμάται ο δήμαρχος, κοιμάται ο πρωθυπουργός, κοιμάται ο τραπεζίτης. Ο εργάτης ξυπνάει να πάει στη δουλειά. Ξυπνάει κοιμισμένος. Ονειρεύεται πως είναι δήμαρχος, πρωθυπουργός, τραπεζίτης. Είναι ένας φτωχός που θέλει να γίνει πλούσιος. Ένας φτωχός που θέλει να γίνει πλούσιος, δεν μπορεί να γίνει ποτέ ευτυχισμένος. Το στόμα της τηλεόρασης μυρίζει. Χάμπουργκερ, πίτσες παρελαύνουν, ακούς το ρέψιμο της κόκα-κόλα. Τα δόντια της οθόνης, μικρά κοφτερά, σε δαγκώνουν. Τα χέρια της χτυπούν το κεφάλι σου στον τοίχο, όπως τα νεογέννητα γα
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 19
ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ;
τάκια που δεν τα θέλει κανείς. Κάποιος λέει: αυτός ο πολιτισμός είναι απολίτιστος. Πέντε ώρες χωρίς τσιγάρο. Έλα, πες, του λένε, πες, το τσιγάρο δικό σου. Έλα, πες. Και αυτός λέει. Προδίνει τον φίλο του για ένα τσιγάρο. Καυτό, πικρό στο στόμα. Όταν το τσιγάρο τελειώνει, μένει το καυτό βλήμα – η τύψη στον εγκέφαλο. Οκτώ ώρες με το τρένο, τρία τέταρτα όρθιος στο λεωφορείο, και τώρα τρεις ώρες στην καρέκλα. Γέρνει, του έρχεται λιποθυμιά. Τρεις ώρες περιμένει τη σειρά του για τη χημειοθεραπεία. Μετά, μαζί με τις αναγούλες, άλλες τόσες ώρες για την επιστροφή. Έχει και μεγάλη ανηφόρα το χωριό του. Καλύτερα πεθαμένος, λέει. Τι Τρίτη τι Τετάρτη. H νύχτα βγάζει τα νύχια της κι αρπάζει τους ανθρώπους μέσα απ’ τα σπίτια. Αρπάζει το υστέρημά τους, το λίγο τους. Τη σύνταξη της γερόντισσας, τη δόση του δανείου του υπαλλήλου. Και το αίμα. Χωρίς αντίσταση το αίμα ρέει. Το μάτι και το μάγουλο του γέρου μελανιασμένο. Χέρια πόδια σπασμένα. Το χέρι του κλέφτη με τον λοστό και το πιστόλι, αδιάφορο. Ο προϊστάμενος των τροφών λέει: Δεν με νοιάζει από τι θα είναι οι τροφές. Ας είναι και σκυλοτροφές. Αρκεί να νομίζουν πως τρώνε. Ένα πιάτο στο τραπέζι είναι μια θέση στον Παράδεισο. Ένα στόμα γεμάτο τροφή δεν έχει γλώσσα να
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 20
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
διαμαρτυρηθεί. Δες αυτό το ζουμερό λουκάνικο πώς κάνει έναν ωραίο φιόγκο τη γλώσσα. Το πτώμα της κότας μέσα στο λουκάνικο δεν έχει φωνή. Όσο κακή διάθεση κι αν έχεις, συνέρχεσαι μπροστά στο αχνιστό λουκάνικο. Βρίσκει κανείς τον εαυτό του μέσα σ’ αυτό. Κάνει βουτιές μέσα στο λίπος. Έτσι μπορεί και γλιστράει ο εαυτός. Η πορεία των χιλιομέτρων που κάνει το αίμα μέσα στο σώμα το έχει κουράσει. Είναι μια ανώφελη πορεία. Δεν έχει τίποτα να θρέψει. Ούτε εγκέφαλο ούτε νεύρα ούτε νεφρούς. Η καρδιά μονάχα ανοίγει το στόμα και πίνει λίγο, όσο να μεθύσει και να είναι ζεστή. Το αίμα αγκομαχάει σαν ν’ ανεβαίνει βουνό. Μέσα στο σώμα κανένα όργανο δεν θέλει να του μιλήσει. Το αίμα θέλει να δραπετεύσει και κάποτε το καταφέρνει. Τότε στο πεζοδρόμιο ο νεκρός κάνει την εμφάνισή του. Όλο το αίμα είναι στις πλάκες του πεζοδρομίου. Οι νεκροί πέφτουν απ’ τα μπαλκόνια. Η εξουσία σκύβει και κοιτάζει κάτω. Δεν υπάρχουν νεκροί, λέει, τα πεζοδρόμια είναι καθαρά. Τα μαλλιά της εξουσίας έχουν τόσο πολλές κορδέλες, που μπορεί άνετα να κρεμαστεί απ’ αυτές. Όμως το πάχος της έχει διογκωθεί τόσο πολύ, σαν της Μπρουνέλντας,* που δεν της το επιτρέπει. Τα μπαλκόνια δεν είναι μόνο για ωραία θέα – να κάθεσαι και να δροσίζεσαι, ν’ ακούς τα πουλιά, την κίνηση του δρό* Πρόσωπο από το μυθιστόρημα του Κάφκα, Η Αμερική. 2
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 21
ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ;
μου. Να βλέπεις τα γαλάζια βουνά και το αχνισμένο φεγγάρι. Τα μπαλκόνια είναι και για να πέφτεις. Να ρίχνεις την απελπισία σου κάτω. Αυτός ο άντρας που κρύβεται στη σκιά του δρόμου κοιτάζει ψηλά. Βλέπει τα σώματα να πέφτουν, ακούει τις φωνές τους. Η σύγκρουσή τους με την άσφαλτο δεν μπορεί να σταματήσει αυτές τις φωνές. Ο άνθρωπος βλέπει τις φωνές σαν μαύρες φωτιές να καίνε την πόλη. Τα παιδιά δεν ξέρουν πώς να μεγαλώσουν. Μ’ ένα σωρό διπλώματα στο χέρι προσπαθούν να μάθουν πώς να βρίσκουν τροφή. Ξέρουν τα πάντα για τις τροφές, τις υγιεινές και τις ανθυγιεινές. Τώρα μένει να διαπιστώσουν πως είναι και τα ίδια τροφή. Φρέσκια πρώτη ύλη. Μπροστά στο γκισέ ένας άνδρας έχει χαμηλωμένα τα μάτια. Ο υπάλληλος χαριεντίζεται στο τηλέφωνο. Ο άνδρας αν και είναι σωματώδης έχει χαμηλωμένα τα μάτια. Ο υπάλληλος εξακολουθεί να μιλάει στο τηλέφωνο. Τα χαμηλωμένα μάτια σηκώνονται και τον κοιτάζουν. Δυο μαχαίρια βγαίνουν απ’ αυτά τα μάτια. Ο υπάλληλος κλείνει αμέσως το τηλέφωνο. Η εξουσία λέει: Ένας κόσμος που μπορεί να έχει αυτοκίνητα, να τρέχει μ’ αυτά και να ρυπαίνει, ένας κόσμος που μπορεί ν’ αγοράζει, να τρώει, να ντύνεται ό,τι θέλει, να βλέπει όποιο θέαμα θέλει, να ταξιδεύει σε ξένες χώρες, αυτός ο κό2
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 22
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
σμος που θέλει, πρέπει να μικρύνει, να εξαφανιστεί. Γιατί ένας κόσμος που θέλει είναι μια μελλοντική εξουσία. Κάποιες σκιές μέσα στη νύχτα ποτέ δεν φτάνουν στο σπίτι τους. Οι ρίζες της εξουσίας βγάζουν συνεχώς παρακλάδια που σιγά-σιγά φουντώνουν, απλώνονται και πνίγουν την πόλη. Το φως ιδρωμένο γλιτσιάζει πάνω στα σκουπίδια. Το σύννεφο απ’ τα μυγάκια το σκοτεινιάζει. Ένας αρουραίος με τη γούνα του λεκιασμένη ψάχνει. Μια γάτα, όσο αθόρυβα κι αν έχει πλησιάσει, απομακρύνεται σαλτάροντας με δαγκωμένο το πόδι. Ο αρουραίος μασάει το δαγκωμένο κομμάτι. Της είχανε χαρίσει ένα άρρωστο κοτόπουλο. Είχε όγκο στο κεφάλι πιο μεγάλο απ’ το κεφάλι. Περπατούσε γέρνοντας από κείνη την πλευρά, σκουντουφλώντας. Όταν παραμεγάλωσε η κύστη, έκαψε μια βελόνα και την τρύπησε. Ξεπήδησε μια βλέννη με υγρά και αίμα, το κοτόπουλο χειροτέρεψε, αναγκάστηκε να το σφάξει. Κανείς δεν ήθελε να φάει από κείνο το κοτόπουλο. Είστε χαζοί, δεν έχει τίποτα, είναι το ίδιο νόστιμο όπως και κάθε άλλο, έλεγε γλείφοντας τα κόκκαλα. Σώματα και σκουπίδια αραγμένα στον δρόμο πλάι-πλάι. Δυσκολεύεσαι να τα ξεχωρίσεις. Χρωματιστές σακούλες τα σκουπίδια, χρωματιστές κουβέρτες οι άνθρωποι. 22
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 23
ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ;
Ένα σκυλί σκαλίζει τη σακούλα άστεγου, του μυρίζει το μισοτελειωμένο σάντουιτς, τα σάλια του τρέχουν, ο άστεγος το κλοτσά, εκείνο απομακρύνεται για λίγο κι επανέρχεται, τους βλέπει κανείς να τραβούν και οι δυο τη σακούλα. Ο άνθρωπος θυμώνει, σηκώνει ένα σπασμένο μάρμαρο και χτυπά το σκυλί στο κεφάλι. Το ζώο ξαπλώνει στις πλάκες του πεζοδρομίου, από το στόμα του βγαίνει αίμα. Ο άστεγος γονατίζει, σηκώνει το κεφάλι του σκύλου, μετανιωμένος του χαϊδεύει τη ματωμένη μουσούδα. Παίρνει ένα κομμάτι από το σάντουιτς και προσπαθεί να το ταΐσει. Το σκυλί δεν τρώει, καθώς ξεψυχά του γλείφει τα χέρια. Η μικρή τίναξε το κεφάλι με τα πλούσια μαλλιά και είπε με την ίδια ορμή. Δικό μου; Δεν υπάρχει τίποτα δικό μου που να μην μπορεί να μου το πάρει κάποιος. Μπορεί να μου βγάλει τα μάτια να μου κόψει το κεφάλι να μου ξεριζώσει την καρδιά να μου ρουφήξει το μυαλό. Όλα μπορεί να μου τα πάρει, φτάνει να ξέρει πώς να το κάνει και πάντα υπάρχει κάποιος που ξέρει. Αυτός που δεν την αγαπάει, που δεν ξέρει ν’ αγαπάει, έτσι: Τη σπρώχνει μπρούμυτα στο κρεβάτι. Το κεφάλι της χτυπάει ρυθμικά στο ξύλινο κεφαλάρι. Τα εσώρουχά της σκισμένα. Ό άντρας πάνω της δεν βλέπει το άσπρο αίμα των ματιών της. Μέσα στη χούφτα του το χρυσό της σκουλαρίκι έχει κρεμασμένο το μισό της αφτί.
2
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 24
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
Η γυναίκα του εργοστασιάρχη φτιάχνει τη βαλίτσα της. Χωρίς τις τουαλέτες και τα κοσμήματά της. Δεν θα ζήσω με τα πλούτη σου, λέει, θα ζήσω με την αξιοπρέπειά μου. Καθώς απομακρύνεται τα τακούνια της χτυπούν ανώφελα. Ο ήχος της απομάκρυνσης δεν φτάνει στ’ αφτιά του. Εκείνος χαμογελάει: επιτέλους ξεκουμπίστηκε, λέει. Μια πρωινή βροχή χτυπάει τα τζάμια. Η γυναίκα σηκώνει το πρόσωπό της. Την απολαμβάνει. Είναι δωρεάν. Η φιλενάδα του εργοστασιάρχη κοιτάζει το δάχτυλό της με το διαμάντι. Νομίζει πως είναι δωρεάν. Ξεχνάει πως ξεφλούδισε τα γόνατά της μπροστά στο ξεκούμπωτο παντελόνι του. Η λάμψη του διαμαντιού σκεπάζει απ’ το όμορφο στόμα της το χλιαρό του σπέρμα. Σκεπάζει ψηλά στον ουρανίσκο της τον ουρανό. Πιο κάτω, στο βάθος, κάτι πνίγεται χωρίς φωνή. Ολόκληρη βολεύεται στη χρυσή θηλιά του δαχτυλιδιού. Η όρασή της περιορισμένη, βλέπει τη θηλιά στο δάχτυλο, όχι στον λαιμό. Άλλωστε αν της το ’λεγε κανείς, ίσως απαντούσε πως ένας πνιγμός μέσα στις σαμπάνιες είναι όχι μόνο ανώδυνος αλλά και απολαυστικός. Αυτό το παιδί είναι πολύ μαύρο, λέει ο άντρας με το ξυρισμένο κεφάλι, δεν είναι απ’ τα μέρη μας. Τι ήρθες να κάνεις εδώ, μαύρο παιδί; Το ξέρεις ότι το στόμα σου τρώει το ψωμί του παιδιού μου; Όταν έχει κατεβάσει τη σιδερογροθιά του, πάνω της κρέμεται κουρελιασμένο το σαγόνι του μαύρου παιδιού. Δες, τα δόντια του είναι κάτασπρα σαν του δικού μου παιδιού, λέει, και το αίμα πάνω τους είναι κόκκινο. 2
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 25
ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ;
Τα μάτια αυτού του ανακριτή λεηλατούν. Το βλέμμα του σχίζει τα ρούχα σου, χώνει το χέρι του στ’ απόκρυφά σου. Αυτά τα μάτια είναι δυο ουλές στο πρόσωπό του. Έχουν σκοτώσει για πάντα το έλεος, αφήνοντας στη θέση του τον φόνο. Αυτά τα μάτια είναι εκπαιδευμένα σκυλιά δολοφόνοι. Ο άντρας ξαπλωμένος μπρούμυτα στον δρόμο δεν ακούει τα πόδια που τον πατούν, που τρέχουν αλαφιασμένα, δεν ξέρει πως την ώρα που ο διαδηλωτής μιλάει τα λόγια σταματούν στη μέση του λαιμού του. Ένας υποκόπανος του θρυμματίζει το κεφάλι. Ο άνθρωπος κάτω στις πλάκες του δρόμου δεν ξέρει πως αυτά τα πόδια που τρέχουν αλαφιασμένα, αλλάζουν εύκολα θέση με το ίδιο σθένος της διαμαρτυρίας τους. Δεν ξέρει πως τα όνειρα της εξουσίας είναι καλά κρυμμένα στα κεφάλια των διαδηλωτών. Όταν κάποτε οι διαδηλωτές νικήσουν, τα οφίκια θα είναι κάποιες καρέκλες στην εξουσία. Θα καθίσουν εκεί με όλη τους την αθωότητα. Ο διαδηλωτής με τα μακριά μαλλιά λέει: Το χρήμα είναι το άγριο ζώο που έχει εξημερώσει η εξουσία. Tη γνωρίζει, τρώει απ’ το χέρι της. Μόλις πλησιάσει κάποιος φτωχός, βγάζει τα δόντια και ορμά. Έτσι μεγαλώνει η κοιλιά της εξουσίας. Τα σκουλήκια που θα βγουν απ’ αυτή την κοιλιά είναι γεμάτα δηλητήριο. Κάποιος επιτρέπει να υπάρχει στον κόσμο το δηλητήριο. Τι είναι αυτό που ξέρει αυτός ο κάποιος και που εμείς δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε; 2
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 26
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
Πίσω από τα τζάμια οι σκιές που έπεσαν απ’ τα μπαλκόνια σηκώνονται όρθιες. Δεν θέλουν ν’ αφήσουν τα παιδιά να γίνουν σκιές. Τα μάτια των παιδιών πρέπει να είναι φωτεινά. Ο ήλιος πρέπει να είναι ολοστρόγγυλος και αθώος πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Κανείς δεν πρέπει ν ’αδειάσει από τα μάτια των παιδιών την ελπίδα. Οι σκιές που έπεσαν απ ’τα μπαλκόνια ήταν κάποτε παιδιά. Ένα γαλανό τσουλούφι ξεφεύγει απ ’τις σκιές. Οι άνθρωποι κάθε μέρα περιμένουν να ξημερώσει. Κι αν δεν ξημερώσει; αναρωτιούνται.
2
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 27
Η Ακαδημία Έρχεται, έρχεται πάλι το τρομερό Μη διπλώνεις τα χέρια, μην κατεβάζεις τα μάτια Εσύ ξέρεις τι λένε τ ’αηδόνια στους μπαξέδες.
ΟΤΑν ΗΡθΕ το χαρτί της εκλογής του η μητέρα του χλόμιασε. Aν και του το έδωσε σφραγισμένο, ήξερε. Όλοι ήξεραν αυτά τα χαρτιά. Είχε μείνει μόνο μία βδομάδα για να τελειώσει το Πανεπιστήμιο, είχε όλες τις προϋποθέσεις για εξαιρετικές επιδόσεις στη φιλολογία, με κρυφές συγγραφικές τάσεις, και τώρα κοίταζε άφωνος το χαρτί. Ήταν ένας «εκλεγμένος». Του εδόθη το κωδικό όνομα Σιωπηλός. Κανένα άλλο όνομα δεν θα είχε από δω και πέρα. Για τους οικείους του θα ήταν πλέον αόρατος. Η διεύθυνση της αλληλογραφίας του θα διεκπεραιωνόταν από τη Στρατιωτική Ακαδημία και υπό τον έλεγχό της. Είχε δικαίωμα να λαμβάνει και να αποστέλλει ένα γράμμα το εξάμηνο. Η Ακαδημία Πολέμου και Εκδημοκρατισμού της Κημέριας ήταν κάτι παραπάνω από ιερή, ήταν ανέγγιχτη. Το να εκλεγεί κανείς δεν σήμαινε μόνο τιμή, ήταν αυτομάτως έ2
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 28
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
νας βαθμός τόσο υψηλός, τόσο ουσιαστικός, ώστε αμέσως έπαιρνες τον τίτλο του «βουέντε», που σημαίνει ιερός. Κανείς δεν μπορούσε να τον επιδιώξει, να τον κερδίσει, παρά του δινόταν πέρα απ ’τη θέλησή του και την επιθυμία του, πέρα απ ’ τον εαυτό του. Κάτι που δεν μπορούσε να το κρίνει, κάτι έξω από αυτόν αποφάσιζε και δεν ήταν κανείς σε θέση να το αναιρέσει, όπως δεν μπορείς να αλλάξεις το χρώμα των ματιών σου, το ύψος σου. Κάποιοι αποφάσιζαν για σένα και παρόλο που σου επιτρεπόταν να αρνηθείς, κανείς δεν το αποτολμούσε, για όλους τους παραπάνω λόγους, οπότε δεν ήξερες αν είχε επιπτώσεις και ποιες ήταν αυτές. Ο κόσμος ήταν διχασμένος, άλλοι πίστευαν πως ήταν πράγματι ανέγγιχτοι όσοι εκλέγονταν κι άλλοι τους κοίταζαν με καχυποψία, μερικοί μάλιστα τους ονόμαζαν χλευαστικά, μεταλλαγμένους. Εκεί που θα πήγαινε ήταν στην ουσία ένας τόπος σκιών. Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι ’αυτόν, κανείς δεν τον είχε δει, πέρα απ ’τους εκλεγμένους, οι οποίοι γύριζαν πίσω για να πεθάνουν ή να εκτελεστούν. Εκτός αν επρόκειτο για κάποια ειδική επιχείρηση, πράγμα σπάνιο, ή αρρώσταιναν. Ως επί το πλείστον γύριζες ή για να σε θάψουν με τιμές, ή για να σε διαπομπεύσουν και να σε σκοτώσουν αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Τότε έπαυες να είσαι ιερός, γινόσουν αυτομάτως μολυσμένος, βδελυρός. Εκεί μέσα, παρόλο που είσαι ιερός, είσαι ασήμαντος. Όσα αξιώματα κι αν έχεις, η ζωή σου είναι στα χέρια άγνωστων δυνάμεων. Αυτές οι δυνάμεις δεν έχουν πρόσωπο ή αν έχουν δεν το έχει δει κανείς. Γι ’αυτό η ισχύς τους είναι απεριόριστη. Το αόρατο έχει τη δύναμη του φόβου σου, δεν εξοικειώνεσαι ποτέ. Παρ ’ όλα αυτά με κάποιον άγνωστο τρόπο διέρρεαν 2
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 29
ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ;
πληροφορίες που δεν ήξερε κανείς αν ήταν επινοημένες ή πραγματικές. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η καριέρα του στην Ακαδημία της Κημέριας υπήρξε στατική. νιώθοντας μια αόριστη δυσαρέσκεια που ούτε στον εαυτό του ομολογούσε, έκρυψε τις ικανότητές του αποφεύγοντας την άνοδο στην ιεραρχία, για να έχει όσο το δυνατόν λιγότερες ευθύνες στις αποφάσεις που ευθύνονταν για τον εκδημοκρατισμό γειτόνων χωρών, ρίχνοντας βόμβες κι εξολοθρεύοντας ως επί το πλείστον αμάχους. Η ιδέα πως, όταν εξολοθρεύονται τα κατώτερα έθνη, ανοίγει ο δρόμος για τα προηγμένα, για μια καλύτερη ζωή – παρόλο που η ιστορία το επιβεβαίωνε, ο υπεύθυνος της προπαγάνδας έφερνε παράδειγμα την Αμερική και τους Ινδιάνους–, του μύριζε γερμανικό φασισμό του προηγούμενου αιώνα. Έτσι παρέμενε στάσιμος στο βαθμό του υπαξιωματικού και ήταν ήσυχος διεκπεραιώνοντας κυρίως εργασίες γραφείου. Σαραντάρης πλέον κι εξαιτίας ενός σοβαρού ατυχήματος, που έπαθε όχι σε κάποια επιχείρηση, ούτε ο ίδιος είχε καταλάβει τι ακριβώς έγινε, πώς έπεσε κι έσπασε το πόδι του, σαν να του φάνηκε πως κάποιος τον έσπρωξε, όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ποιος και γιατί, του εδόθη άδεια ανάρρωσης και το ελεύθερο να μεταβεί στον τόπο του και να δει τους δικούς του. Μέσα του σάλευε η υποψία πως μάλλον επρόκειτο για εκτέλεση καθήκοντος, το οποίο θα του αποκαλυπτόταν αργότερα. Φυσικά ήταν αυτονόητο πως δεν επρόκειτο να μιλήσει σε κανέναν για το «άβατο» της Ακαδημίας, 2
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 30
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
ούτε βέβαια να τον ρωτήσει κανείς. Δυο βδομάδες πριν απ ’ αυτόν είχε σταλεί πίσω ο στρατηγός Βέλλας (του οποίου η καριέρα υπήρξε θεαματική, υπολοχαγός, λοχαγός, υπασπιστής του Γενικού Επιτελείου, διοικητής λόχου, ταγματάρχης, υπεύθυνος αξιωματικός επιχειρήσεων στο Γενικό Επιτελείο Γενικής Διοίκησης) με την κατηγορία της απείθειας, πράγμα που σήμαινε πως από ώρα σε ώρα θα γινόταν η εκτέλεσή του. Επέστρεφε στην πατρίδα του για να υποστεί τον εξευτελισμό του, την προβολή της ατιμίας του και την τιμωρία του, όχι απλώς προς παραδειγματισμόν, αλλά ως ανόσιος, μιαρός. Όσο διάστημα θα έμενε εκεί δεν επιτρεπόταν να του μιλήσει κανείς, ούτε να τον πλησιάσει. Οι φήμες –μάλλον επρόκειτο για σενάρια όχι εντελώς εξωπραγματικά– έλεγαν πως ο στρατηγός είχε απελαθεί διότι καταχράστηκε κονδύλια εξοπλισμού, κάτι εξίσου βέβηλο με το να είχε συνδράμει αριστερές δυνάμεις, ή ότι παραχώρησε πολεμικό υλικό σε αντιφρονούντες, ενώ οι πιο τολμηροί του απέδιδαν βαναυσότητα σε αιχμαλώτους, κυκλοφορούσαν μάλιστα και φιλμάκια, που έδειχναν κάποιον που δεν έμοιαζε με κανέναν να σέρνει μελαμψούς γυμνούς άνδρες δεμένους, με κουκούλες στο κεφάλι και το σώμα τους γεμάτο εκχυμώσεις από πληγές και καψίματα. Κάποιοι ισχυρίζονταν πως ο Βέλλας είχε αρνηθεί να εκτελέσει ένα καθήκον οδυνηρό και απαράδεκτο γι ’αυτόν. Συγκεκριμένα επρόκειτο για δύο αδέρφια, αξιωματικούς, όπου ο ένας ήταν ύποπτος για σχέσεις με μία γυναίκα έξω από την Κημέρια, κατηγορούμενη για αντικαθεστωτικές δράσεις, την οποία είχε λάβει
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 31
ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ;
διαταγή να αποκαλύψει. Ο νέος φυλακίστηκε, έμεινε στην απομόνωση για μεγάλο διάστημα και τελικά εκτελέστηκε. Πριν από την εκτέλεση εδόθη στον Βέλλα η εντολή να αποσπάσει την υπογραφή του άλλου αδελφού για την εκτέλεση του αδελφού του. Όταν λοιπόν ο Βέλλας τον κάλεσε, υπέστη την κατάρρευση του αξιωματικού, καθώς με λυγμούς σχεδόν του αποκάλυψε πως αναγκάσθηκε να εκτελέσει ο ίδιος τη γυναίκα, την ερωμένη του αδερφού του, με απάνθρωπο τρόπο. Δηλαδή δεν τη σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια, αλλά ήταν ο αρχηγός της αποστολής και του σχεδίου εξολόθρευσής της, πράγμα για το οποίο όχι μόνο μετάνιωσε, γιατί η πράξη του αυτή καθόλου δεν βοήθησε τον αδερφό του, αλλά δεν έχει πια καμιά διάθεση για ζωή, αφού έπρεπε να υπογράψει την εκτέλεσή του, και μπροστά στον στρατηγό έβγαλε το όπλο του και πυροβολήθηκε στο κεφάλι. Για το γνήσιο της αφήγησης αναφερόταν το κωδικό του όνομα, Φάλον. Ο στρατηγός εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον άδικο χαμό του αξιωματικού και αμφισβήτησε τον τρόπο λειτουργίας του Δικαστηρίου της Ακαδημίας. Το να αμφισβητεί κανείς και ένα γράμμα από τις εντολές της σήμαινε αυτομάτως ιεροσυλία. Ο στρατηγός ήταν καταδικασμένος, η συμπεριφορά του υπονοούσε συμπάθεια προς κάποιον που η Ακαδημία είχε θεωρήσει ακάθαρτο, γεγονός που αυτομάτως στιγμάτιζε και τον ίδιο ως μολυσμένο. Ο Σιωπηλός τόλμησε να σκεφτεί πως όλη αυτή η ιστορία είχε κάποια δόση αλήθειας, γιατί θυμόταν πως κάποτε είχε περάσει απ ’τα χέρια του ένα έγγραφο που αφορούσε κάποιον λοχαγό Φάλον.
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 32
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
Λεπτομέρειες για τον τρόπο που «έσπαζαν» σε ορισμένες περιπτώσεις τους κατηγορούμενους είχε απλώς ακούσει στο ψιθυριστό, αλλά δεν είχε ιδίαν γνώση. Έλεγαν πως χρησιμοποιούσαν μεθόδους βασισμένες στην ψυχολογία, καθόλου ασυνήθιστο, στοχεύοντας σε ανώτερα επίπεδα ήθους, έτσι που να εξευτελίζεται ο κατηγορούμενος με ηρωισμό. Επί παραδείγματι, στην προκειμένη περίπτωση ο αδερφός έπρεπε να υπογράψει την καταδίκη του αδερφού του δηλώνοντας την άνευ όρων υποταγή και αφοσίωσή του στην Ακαδημία, όπως περίπου απαιτούσε ο θεός από τον Αβραάμ να θυσιάσει το παιδί του. Είχε ακούσει πως στρατιωτικοί που δεν είχαν υπογράψει ξέπεσαν τόσο, που έχασαν όχι μόνο τα αξιώματά τους, αλλά φυλακίστηκαν κιόλας, έτσι που πολλοί απ ’αυτούς υπέγραψαν εκ των υστέρων απολογία μετανοίας. Ήξερε πως ο άνθρωπος δεν μπορούσε να κρατήσει μυστικό κι αυτό ήταν η αιτία που διέρρεαν απόρρητα στον έξω κόσμο. θυμήθηκε την ιστορία που άκουσε μικρός για κάποιον δολοφόνο, που ενώ κανείς δεν είχε καταλάβει το έγκλημά του, αυτός ένιωθε την ανάγκη να το πει σε κάποιον. Ξέροντας ότι αυτό θα σήμαινε την καταδίκη του, άνοιξε μια τρύπα σ ’έναν κορμό δέντρου, έχωσε το στόμα του μέσα και ψιθύρισε το έγκλημά του. Το δέντρο μετά από μερικές μέρες μαράθηκε. Αυτές οι σκέψεις τον έκαναν να τρέμει στην υποψία πως μπορεί ο ερχομός του στην πατρίδα να σήμαινε πως αυτός θα ήταν ο εκτελεστής του Βέλλα. Τον ήξερε καλά, ήξερε τις ικανότητές του, την αξία του, τον σοβαρό τρόπο αλλά και την προσήνεια ταυτόχρονα με την οποία αντιμετώπιζε τους κατώτερούς του, αν και τώρα τελευταία ακουγόταν πως είχε 2
KOUGIOYMTZH sel_Final_Layout 1 09/04/2013 4:17 ΜΜ Page 33
ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ;
γεράσει και υπέκυπτε σε συναισθηματισμούς και λαϊκισμούς απαράδεκτους για το αξίωμά του, μια γεροντική μαλθακότητα και αφέλεια φαίνεται πως του είχαν αφαιρέσει τη στρατιωτική ορμή. Τον έλουζε κρύος ιδρώτας στη σκέψη πως μπορούσε να τον συναντήσει, ήταν απ ’την ίδια πόλη, και να πρέπει να τον αγνοήσει, να του γυρίσει δηλαδή την πλάτη. Μ ’αυτές τις σκέψεις, που δεν μπορούσε να τις διώξει ούτε η χαρά πως θα αντάμωνε τη μάνα του, τη θεία και την ξαδέρφη του, πήρε τον δρόμο για την πατρίδα. Η μεγάλη του ξαδέρφη, η Πέλα, είχε πεθάνει –σε τροχαίο του έγραψε η μικρή ξαδέρφη, πριν από έξι μήνες– και ήθελε να επισκεφτεί τον τάφο της.
o