LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 5
ΜΑΡΙΟ ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙΟΣΑ
οι αρχηγοι ﱝﱜﱛ τα αντρακια h Έξι διηγήματα και μια νουβέλα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ
ΤΑΤΙΑΝΑ ΡΑΠΑΚΟΥΛΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 6
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Mario Vargas Lliosa, Los jefes / Los cachorros
Copyright Los jefes, Mario Vargas Lliosa, 1959 Copyright Los cachorros, Mario Vargas Lliosa, 1967 © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2010 © ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2012 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5442-3
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος του συγγραφέα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
9
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
Οι αρχηγοί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η αναμέτρηση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο μικρός αδελφός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια Κυριακή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ένας επισκέπτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο παππούς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
17 41 57 73 97 109
Τ Α Α Ν Τ Ρ Α Κ Ι Α . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 119
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 8
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 9
Τα έξι διηγήματα της συλλογής Οι αρχηγοί είναι μια χούφτα κείμενα που επιβίωσαν από τα πολλά που έγραψα και έσκισα όταν ήμουν φοιτητής, στη Λίμα, μεταξύ 1953 και 1957. Δεν είναι πολύ σπουδαία, αλλά τα αγαπώ, επειδή μου θυμίζουν εκείνα τα δύσκολα χρόνια όπου, παρά το γεγονός ότι η λογοτεχνία ήταν αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο στον κόσμο, δεν μου περνούσε από το μυαλό πως κάποια μέρα θα γινόμουν, στ’ αλήθεια, συγγραφέας. Είχα παντρευτεί πολύ νέος και η ζωή μου ασφυκτιούσε ανάμεσα σε βιοποριστικές εργασίες και στα μαθήματα του πανεπιστημίου. Ωστόσο, περισσότερο από τα διηγήματα που έγραψα στο πόδι, αυτό που κράτησα στη μνήμη μου από τα χρόνια εκείνα είναι οι συγγραφείς που ανακάλυψα, τα αγαπημένα βιβλία που διάβασα με τη χαρακτηριστική αδηφαγία ενός δεκαοκτάχρονου εθισμένου στη λογοτεχνία. Πώς τα κατάφερνα να διαβάζω με τόση δουλειά που είχα; Με μισές δουλειές και προχειρότητες. Διάβαζα στα λεωφορεία και στις αίθουσες διδασκαλίας, στα γραφεία και στους δρόμους, μέσα στο θόρυβο και στην πολυκοσμία, όρθιος και περπατώντας, αρκεί να υπήρχε έστω και ελάχιστο φως. Η ικανότητά μου να συγκεντρώνομαι ήταν τέτοια που τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να με αποσπάσει από ένα βιβλίο (έχω χάσει αυτή τη δεξιότητα). Θυμάμαι κάποια κατορθώματα: Οι Αδελφοί Καραμάζοφ μέσα σε μια Κυριακή, η λευκή νύχτα με τη γαλλική έκδοση των Τροπικών του Χένρυ Μίλλερ που
9
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 10
10
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
μου δάνεισε κάποιος φίλος για λίγες ώρες, η εκθαμβωτική αποκάλυψη των πρώτων μυθιστορημάτων του Φώκνερ που έπεσαν στα χέρια μου –Άγρια φοινικόδεντρα, Καθώς ψυχορραγώ, Φως τον Αύγουστο–, τα οποία διάβασα και ξαναδιάβασα με χαρτί και μολύβι, σαν διδακτικά βιβλία. Αυτά τα αναγνώσματα διαποτίζουν το πρώτο μου βιβλίο. Τώρα μου είναι εύκολο να το αναγνωρίσω, αλλά όταν έγραφα τα διηγήματα δεν ήταν. Το παλιότερο, Οι αρχηγοί, φαινομενικά αναπλάθει μια αποχή που επιχειρήσαμε, οι τελειόφοιτοι μαθητές, στο Σχολείο Σαν Μιγέλ, στην Πιούρα, και στην οποία δικαίως αποτύχαμε. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ένας παράτονος απόηχος της Ελπίδας του Μαλρώ, την οποία διάβαζα ενόσω το έγραφα. Η αναμέτρηση είναι ένα αξιομνημόνευτο διήγημα, αλλά για λόγους που οι αναγνώστες δεν μπορούν να συμμεριστούν. Ένα παρισινό περιοδικό ταξιδιών και τέχνης –La Revue Française– αφιέρωσε ένα τεύχος του στη χώρα των Ίνκας και με αυτήν την αφορμή οργάνωσε ένα διαγωνισμό περουβιανού διηγήματος, το βραβείο του οποίου ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένα δεκαπενθήμερο ταξίδι στο Παρίσι με διαμονή σε ένα ξενοδοχείο, το Ναπολέων, από τα παράθυρα του οποίου φαινόταν η Αψίδα του Θριάμβου. Φυσικά, έπεσε επιδημία λογοτεχνικής κλίσης στο εθνικό μας έδαφος και στο διαγωνισμό κατατέθηκαν εκατοντάδες διηγήματα. Με πιάνει ξανά χτυποκάρδι όταν βλέπω να μπαίνει ο καλύτερος φίλος μου στη σοφίτα όπου εγώ έγραφα το δελτίο ειδήσεων ενός ραδιοφωνικού σταθμού, για να μου πει ότι Η αναμέτρηση είχε κερδίσει το βραβείο και ότι το Παρίσι με περίμενε εν χορδαίς και οργάνοις. Το ταξίδι υπήρξε πράγματι αλησμόνητο και γεμάτο επεισόδια πιο διασκεδαστικά από το διήγημα που μου το χάρισε. Δεν μπόρεσα να δω τον Σαρτρ, το είδωλό μου της εποχής εκείνης, αλλά είδα τον Καμύ, τον οποίο πλησίασα με τόλμη και με θράσος στην έξοδο του θεάτρου όπου γίνονταν οι πρόβες της παράστασης του
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 11
έργου Οι δίκαιοι και τον εξανάγκασα να πάρει ένα οκτασέλιδο περιοδικάκι που βγάζαμε στη Λίμα τρεις φίλοι (με ξάφνιασαν τα καλά ισπανικά του). Στο Ναπολέων διαπίστωσα ότι η γειτόνισσά μου, στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου, ήταν επίσης βραβευμένη, και απολάμβανε επίσης δεκαπέντε ημέρες δωρεάν διαμονής στο ξενοδοχείο –η Μις Γαλλία 1957– και καταντράπηκα όταν, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, το Chez Pescadou, όπου έμπαινα στις μύτες από φόβο μήπως στραπατσάρω το χαλί, μου έφεραν ένα δίχτυ και μου είπαν ότι έπρεπε να ψαρέψω στη δεξαμενή της τραπεζαρίας την πέστροφα την οποία, από καθαρή άγνοια, είχα παραγγείλει από το μενού. Μου άρεσε ο Φώκνερ, αλλά μιμούμουν τον Χέμινγουεϊ. Αυτά τα διηγήματα οφείλουν επίσης πολλά στο θρυλικό αυτό πρόσωπο το οποίο, εκείνα ακριβώς τα χρόνια, ήλθε στο Περού να ψαρέψει δελφίνια και να κυνηγήσει φάλαινες. Το πέρασμά του μας άφησε μια αύρα περιπετειωδών αφηγήσεων, λιτών διαλόγων, κλινικών περιγραφών και στοιχείων κρυμμένων από τον αναγνώστη. Ο Χέμινγουεϊ ήταν καλό ανάγνωσμα για έναν Περουβιανό που άρχιζε να γράφει πριν από είκοσι πέντε χρόνια: ένα μάθημα στυλιστικής νηφαλιότητας και αντικειμενικότητας. Παρόλο που σε άλλα μέρη ήταν ντεμοντέ, σε εμάς ανθούσε ακόμα μια λογοτεχνία, με χωριατοπούλες ατιμασμένες από αναίσχυντους γαιοκτήμονες, με άφθονα καλολογικά στοιχεία, την οποία οι κριτικοί ονόμαζαν «γαιώδη». Εγώ την απεχθανόμουν γιατί τη θεωρούσα απατηλή, αφού οι συγγραφείς της έμοιαζαν να πιστεύουν ότι η καταγγελία της αδικίας τούς απάλλασσε από κάθε υποχρέωση, καλλιτεχνική αλλά και γραμματική ακόμη, και παρ’ όλα αυτά διαπιστώνω ότι το γεγονός αυτό δεν με εμπόδισε να καταθέσω κι εγώ προσφορά στο βωμό της, εφόσον Ο μικρός αδελφός εκπίπτει σε κοινοτοπίες για τους ιθαγενείς, καρυκευμένες, ίσως, με μοτίβα ορμώμενα από ένα άλλο πάθος μου της εποχής εκείνης: τα κινηματογραφικά γουέστερν.
11
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 12
12
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
Ο παππούς είναι μια παραφωνία μέσα σε αυτό το σύνολο εφηβικών και φαλλοκρατικών ιστοριών. Και αυτός επίσης είναι κατάλοιπο κάποιων αναγνωσμάτων –δύο όμορφων και διεστραμμένων βιβλίων του Πωλ Μπόουλς: The delicate prey (Το ευάλωτο θήραμα) και Τσάι στη Σαχάρα– και ενός καλοκαιριού στη Λίμα με παρακμιακές ενασχολήσεις: πηγαίναμε στο νεκροταφείο του Σούρκο τα μεσάνυχτα, λατρεύαμε τον Πόε και, ελπίζοντας να καταπιαστούμε κάποτε με το σατανισμό, παρηγοριόμασταν με τον πνευματισμό. Τα πνεύματα υπαγόρευαν στο μέντιουμ, μια συγγενή μου, μηνύματα που είχαν όλα τους πανομοιότυπα ορθογραφικά λάθη. Ήταν νύχτες έντασης και αγρύπνιας, γιατί οι συνεδρίες, αν και μας γεννούσαν σκεπτικισμό για το επέκεινα, μας τσάκιζαν τα νεύρα. Κρίνοντας από τον Παππού έκανα καλά που δεν επέμεινα στην ενασχόληση με το σκοτεινό αυτό είδος λογοτεχνίας. Το μόνο διήγημα από τους Αρχηγούς στο οποίο θα χάριζα τη ζωή είναι το Μια Κυριακή. Ο θεσμός της «γειτονιάς» –μια αδελφότητα αγοριών και κοριτσιών με τη δική τους περιοχή, ένας μαγικός χώρος για το ανθρώπινο παιχνίδι που περιέγραψε ο Χόιζινγκα στο Homo ludens (Ο άνθρωπος και το παιχνίδι)– έχει εκλείψει πλέον από το Μιραφλόρες. Ο λόγος είναι απλός: οι νέοι της μεσαίας τάξης της Λίμα τώρα έχουν, από την ώρα που μπουσουλάνε, ποδήλατα, μοτοσικλέτες ή αυτοκίνητα που τους πηγαινοφέρνουν σε μεγάλες αποστάσεις από τα σπίτια τους. Έτσι, καθένας δημιουργεί μια γεωγραφία φίλων με καμπύλες που διακλαδώνονται σε όλη την πόλη. Αλλά πριν από τριάντα χρόνια είχαμε μονάχα πατίνια που μας επέτρεπαν ίσα ίσα να κάνουμε το γύρο του τετραγώνου, ενώ ακόμα και όσοι αποκτούσαν ποδήλατο δεν πήγαιναν πολύ πιο πέρα, γιατί οι οικογένειές τους τούς το απαγόρευαν (και την εποχή εκείνη τα παιδιά υπάκουγαν). Έτσι όλοι μας, αγόρια και κορίτσια, ήμασταν καταδικασμένοι στη «γειτονιά» μας, προέκταση του σπιτικού, βασίλειο της φι-
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 13
λίας. Δεν πρέπει να συγχέουμε τη «γειτονιά» με το βορειοαμερικανικό gang – αρσενικό, τσαμπουκαλίδικο και γκανγκστερικό. Η «γειτονιά» του Μιραφλόρες ήταν ακίνδυνη, μια παράλληλη οικογένεια, μια πολύχρωμη φυλή όπου μαθαίναμε να καπνίζουμε, να χορεύουμε, να κάνουμε σπορ και να την πέφτουμε στα κορίτσια. Οι ανησυχίες μας δεν ήταν και πολύ προχωρημένες: περιορίζονταν στην επίτευξη της μέγιστης διασκέδασης κάθε αργία και κάθε καλοκαίρι. Οι μεγάλες απολαύσεις ήταν το σέρφιν και το μίνι φούτμπολ, το να χορεύεις μάμπο με χάρη και να αλλάζεις κορίτσι κάθε τρεις και λίγο. Παραδέχομαι ότι ήμασταν αρκετά ανόητοι, πιο ακαλλιέργητοι από τους μεγαλύτερούς μας –που δεν είναι και λίγο– και τυφλοί σε όσα συνέβαιναν σε μια απέραντη χώρα πεινασμένων, τη δική μας. Αυτό το ανακαλύψαμε αργότερα, όπως και την τύχη που είχαμε ζώντας στο Μιραφλόρες και έχοντας μια «γειτονιά». Αναδρομικά καταλήξαμε κάποια στιγμή να αισθανθούμε ντροπή. Και αυτό επίσης ήταν ανόητο: δεν επιλέγει κανείς την παιδική του ηλικία. Σε αυτήν που μου έλαχε, οι πιο θερμές αναμνήσεις συνδέονται όλες με εκείνα τα τελετουργικά της «γειτονιάς» μου με βάση τα οποία –ανάμεικτα με νοσταλγία– έγραψα το Μια Κυριακή. Η γειτονιά είναι επίσης το θέμα στη νουβέλα Τα αντράκια. Όμως αυτό το αφήγημα δεν είναι νεανικό αμάρτημα, είναι κάτι που έγραψα ενήλικας, το 1965, στο Παρίσι. Λέω έγραψα, ενώ θα έπρεπε να πω ξαναέγραψα, γιατί κατασκεύασα τουλάχιστον μια ντουζίνα εκδοχές της ιστορίας, και δεν μου έβγαινε με τίποτε. Την είχα στο μυαλό μου από τότε που διάβασα, σε μια εφημερίδα, ότι ένας σκύλος είχε ευνουχίσει ένα νεογέννητο, σε κάποιο χωριουδάκι των Άνδεων. Από τότε, ονειρευόμουν ένα διήγημα σχετικά με το παράδοξο αυτό τραύμα το οποίο, αντίθετα με τα άλλα, ο χρόνος θα άνοιγε αντί να κλείνει. Ταυτόχρονα, παίδευα μια νουβέλα σχετικά με τη «γειτονιά»: την προσωπικότητά της, τους μύθους της, το τελετουργικό της. Όταν αποφάσισα να συγχω-
13
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 14
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
νεύσω τα δύο σχέδια, άρχισαν τα προβλήματα. Ποιος θα διηγείται την ιστορία του ακρωτηριασμένου αγοριού; Η «γειτονιά». Πώς θα πετύχαινα ο πολυπρόσωπος αφηγητής να μην επισκιάσει τα διάφορα στόματα που θα μιλούσαν μέσα από το δικό του; Αφού έσκισα ένα σωρό χαρτιά, σιγά σιγά άρχισε να διαγράφεται το προφίλ αυτής της συλλογικής φωνής που διαλύεται σε ατομικές φωνές και ενώνεται ξανά σε μία, η οποία εκφράζει όλη την ομάδα. Ήθελα Τα αντράκια να είναι μια ιστορία περισσότερο τραγουδιστή παρά πεζή, και έτσι κάθε συλλαβή επιλέχθηκε τόσο για μουσικούς όσο και για αφηγηματικούς λόγους· δεν ξέρω γιατί, αισθανόμουν ότι, στην περίπτωση αυτή, η αληθοφάνεια εξαρτιόταν από τη δημιουργία στον αναγνώστη της εντύπωσης ότι ακούει, δεν διαβάζει: η ιστορία έπρεπε να περάσει από τα αυτιά του. Αυτά τα προβλήματα, ας τα πούμε τεχνικά, ήταν αυτά που με απορρόφησαν. Έκπληξη μου προκάλεσε η ποικιλία ερμηνειών που δέχτηκαν οι κακοτυχίες του κεντρικού ήρωα: παραβολή πάνω στην ανικανότητα μιας κοινωνικής τάξης, ευνουχισμός του καλλιτέχνη στον υπανάπτυκτο κόσμο, παράφραση της αφασίας που προκαλεί στους νέους η κουλτούρα των κόμικς, μεταφορά της προσωπικής μου αδεξιότητας ως αφηγητή. Γιατί όχι; Καθεμιά μπορεί να είναι σωστή. Ένα πράγμα που έμαθα, γράφοντας, είναι ότι στην ασχολία αυτή τίποτα, ποτέ, δεν είναι απόλυτα σαφές: η αλήθεια είναι ψέμα και το ψέμα αλήθεια και κανείς δεν ξέρει για ποιον εργάζεται. Το σίγουρο είναι πως η λογοτεχνία δεν λύνει προβλήματα –μάλλον τα δημιουργεί– και ότι αντί να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους μάλλον τους κάνει να κλίνουν προς τη δυστυχία. Όπως και να έχει, είναι ο τρόπος ζωής μου και δεν θα τον άλλαζα με τίποτα. ΜAΡΙΟ ΒAΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ 14
Λίμα, Φεβρουάριος 1979
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 15
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 16
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 17
Οι αρχηγοί
I
«Κουδούνι!» φώναξε, κιόλας όρθιος. Η ένταση θρυμματίστηκε, απότομα, σαν έκρηξη. Όλοι ήμασταν όρθιοι: ο καθηγητής Αβάσαλο είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Κατακόκκινος, έσφιγγε τις γροθιές του. Πάνω που συνερχόταν, σήκωνε το χέρι κι έμοιαζε έτοιμος να ξεφουρνίσει κήρυγμα, το κουδούνι χτύπησε στ’ αλήθεια. Βγήκαμε τρεχάτοι χαλώντας τον κόσμο, ξετρελαμένοι, κεντρισμένοι από το κρώξιμο κόρακα του Αμάγια, που προχωρούσε αναποδογυρίζοντας θρανία. Το προαύλιο τρανταζόταν από τις φωνές. Οι μαθητές της τετάρτης και της τρίτης είχαν κιόλας βγει, σχημάτιζαν ένα μεγάλο κύκλο που λικνιζόταν κάτω από τη σκόνη. Σχεδόν ταυτόχρονα με μας έφτασαν οι μαθητές της πρώτης και της δευτέρας· κουβάλησαν καινούργιες επιθετικές φράσεις, περισσότερο μίσος. Ο κύκλος μεγάλωσε. Η αγανάκτηση ήταν ομόφωνη στο γυμνάσιο. (Το δημοτικό είχε ένα μικρό προαύλιο, με γαλάζιο μωσαϊκό, στην απέναντι πτέρυγα του σχολείου.) «Θέλει να μας τη φέρει, ο χωριάτης». «Ναι. Πανάθεμά τον». Κανείς δεν μιλούσε για τις τελικές εξετάσεις. Η φλόγα των ματιών, οι κραυγές, η φασαρία, όλα έδειχναν πως είχε έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσουμε τον διευθυντή. Ξαφνικά, σταμάτησα να προσπαθώ να συγκρατηθώ και άρχισα 2 – Οι αρχηγοί / Τα αντράκια
17
Ο Χαβιέρ πετάχτηκε ένα δευτερόλεπτο νωρίτερα:
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 18
18
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
να τρέχω πυρετωδώς ανάμεσα στις παρέες: «Μας τη φέρνει και το βουλώνουμε;» «Πρέπει να κάνουμε κάτι». «Πρέπει να του κάνουμε κάτι». Ένα σιδερένιο χέρι με τράβηξε από το κέντρο του κύκλου. «Όχι εσύ», είπε ο Χαβιέρ. «Μην ανακατεύεσαι. Θα φας αποβολή. Το ξέρεις». «Δεν με νοιάζει πια. Θα μου τα πληρώσει όλα. Είναι η ευκαιρία μου, κατάλαβες; Να τους βάλουμε να στοιχηθούνε». Λέγαμε και ξαναλέγαμε χαμηλόφωνα στο προαύλιο, από το ένα αυτί στο άλλο: «στοιχηθείτε», «στη γραμμή, γρήγορα». «Ας κάνουμε γραμμές!» η αγριοφωνάρα του Ραϊγάδα αντήχησε στον πνιγηρό αέρα του πρωινού. Πολλοί μαζί απάντησαν ταυτόχρονα: «Γραμμές! Γραμμές!» Οι επόπτες Γκαγιάρδο και Ρομέρο διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι ο σαματάς ξαφνικά καταλάγιαζε και σχηματίζονταν γραμμές πριν τελειώσει το διάλειμμα. Ήταν ακουμπισμένοι στον τοίχο, δίπλα στην αίθουσα καθηγητών, απέναντί μας, και μας κοιτούσαν νευρικά. Ύστερα αλληλοκοιτάχθηκαν. Στην πόρτα ξεπρόβαλαν μερικοί καθηγητές· ήταν κι εκείνοι παραξενεμένοι. Ο επόπτης Γκαγιάρδο πλησίασε: «Ακούστε!» φώναξε, ταραγμένος. «Ακόμη δεν...» «Σκάσε», απάντησε κάποιος, από πίσω. «Σκάσε, Γκαγιάρδο, μαλάκα!» Ο Γκαγιάρδο χλώμιασε. Με μεγάλες δρασκελιές, με απειλητικό ύφος, χώθηκε ανάμεσα στις γραμμές. Πίσω από την πλάτη του, μερικοί φώναζαν: «Γκαγιάρδο, μαλάκα!» «Ας προχωρήσουμε», είπα. «Ας κάνουμε γύρους στο προαύλιο. Πρώτα οι μαθητές της πέμπτης». Αρχίσαμε να βηματίζουμε. Ποδοκροτούσαμε με δύναμη, ώσπου μας πόνεσαν τα πόδια. Στον δεύτερο γύρο –σχη-
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 19
ματίζαμε ένα τέλειο ορθογώνιο, ταιριασμένο στις διαστάσεις του προαύλιου– ο Χαβιέρ, ο Ραϊγάδα, ο Λεόν κι εγώ κάναμε την αρχή: «Προ-γρα-μα· προ-γρα-μα· προ-γρα-μα...» Μας μιμήθηκαν όλοι εν χορώ. «Πιο δυνατά!» ξεχώρισε μια φωνή που απεχθανόμουν: του Λου. «Φωνάχτε!» Μονομιάς, η οχλοβοή δυνάμωσε ώσπου έγινε εκκωφαντική. «Προ-γρα-μα· προ-γρα-μα· προ-γρα-μα...» Οι καθηγητές, προνοητικοί, είχαν εξαφανιστεί κλείνοντας πίσω τους την πόρτα του σπουδαστηρίου. Καθώς οι μαθητές της πέμπτης περνούσαν μπροστά από τη γωνία όπου ο Τεοβάλντο είχε έναν πάγκο και πουλούσε φρούτα, μίλησε ξανά, είπε κάτι που δεν ακούσαμε. Κουνούσε τα χέρια, σαν να μας εμψύχωνε. «Γουρούνι», σκέφτηκα. Οι φωνές μάνιαζαν. Μα ούτε ο ρυθμός του ποδοβολητού, ούτε το ξεσήκωμα των κραυγών, δεν έφταναν για να κρύψουν το φόβο μας. Εκείνη η αναμονή ήταν γεμάτη αγωνία. Γιατί αργούσε να βγει; Παριστάνοντας ακόμα τους θαρραλέους, επαναλαμβάναμε τη φράση, μα οι μαθητές είχαν αρχίσει να κοιτάνε ο ένας τον άλλον και ακούγονταν, κάθε τόσο, ψιλά ψεύτικα γέλια. «Δεν πρέπει να σκέφτομαι τίποτα», έλεγα μέσα μου. «Όχι τώρα». Μου έκανε κόπο να φωνάζω πια: είχα βραχνιάσει και το λαρύγγι μου έκαιγε. Ξάφνου, σχεδόν ασυναίσθητα, βρέθηκα να κοιτάζω τον ουρανό: παρακολουθούσα ένα γεράκι που γυρόφερνε απαλά πάνω από το σχολείο, κάτω από ένα γαλανό, λαγαρό και βαθύ θόλο, φωτισμένο από έναν κίτρινο δίσκο στη μια του άκρη, σαν κηλίδα. Έσκυψα το κεφάλι, στα γρήγορα. Μικρόσωμος, μπλάβος, ο Φερουφίνο ξεπρόβαλε στο βάθος του διαδρόμου που οδηγούσε στο προαύλιο. Μικρά και στραβά βηματάκια, σαν της πάπιας, τον έφερναν κοντά μας, σπάζοντας αυθάδικα τη σιωπή που είχε βασιλέψει α-
19
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 20
20
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
πρόσμενα, ξαφνιάζοντάς με. (Η πόρτα της αίθουσας καθηγητών ανοίγει· προβάλλει ένα πρόσωπο μικροσκοπικό, κωμικό. Ο Εστράδα θέλει να μας κατασκοπεύσει· βλέπει τον διευθυντή δυο βήματα πιο πέρα· αποτραβιέται αμέσως· το παιδικό του χέρι κλείνει την πόρτα.) Ο Φερουφίνο βρισκόταν απέναντί μας· περνούσε έξω φρενών από τις ομάδες των βουβών μαθητών. Οι γραμμές είχαν διαλυθεί· μερικοί έτρεξαν στις τουαλέτες, άλλοι τριγύριζαν απελπισμένοι την καντίνα του Τεοβάλντο. Ο Χαβιέρ, ο Ραϊγάδα, ο Λεόν κι εγώ μείναμε ακίνητοι. «Μη φοβάστε», είπα, μα κανείς δεν με άκουσε γιατί ταυτόχρονα είχε μιλήσει ο διευθυντής: «Χτυπήστε το κουδούνι, Γκαγιάρδο». Σχηματίστηκαν και πάλι οι γραμμές, αυτή τη φορά με αργό ρυθμό. Η ζέστη δεν ήταν ακόμη ανυπόφορη, ωστόσο νιώθαμε κιόλας μια χαύνωση, κάτι σαν πλήξη. «Κουράστηκαν», μουρμούρισε ο Χαβιέρ. «Κακό αυτό». Και τους προειδοποίησε, οργισμένος: «Κρατάτε τη γλώσσα σας!» Η προειδοποίηση διαδόθηκε. «Μπα», είπα. «Περίμενε. Θα γίνουν θηρία με το που θα μιλήσει ο Φερουφίνο». Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπής, καχύποπτης σοβαρότητας, προτού αρχίσουμε να σηκώνουμε το βλέμμα, ένας ένας, προς τον ανθρωπάκο με τα γκρίζα. Στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στην κοιλιά του, τα πόδια κλειστά, ήρεμος. «Δεν θέλω να μάθω ποιος ξεκίνησε αυτή την αναταραχή», απήγγειλε. Σωστός ηθοποιός: ο αργός, ήπιος τόνος της φωνής του, τα σχεδόν φιλικά λόγια του, η αγαλμάτινη στάση του, όλα ήταν επιμελώς προσποιητά. Άραγε να έκανε πρόβες μόνος του, στο γραφείο του; «Τέτοιες πράξεις είναι ντροπή για εσάς, για το σχολείο και για εμένα. Έδειξα πολλή υπομονή, υπερβολική, ακούστε με καλά, με τον υποκινητή αυτών των ταραχών, αλλά έχω φτάσει πλέον στα όρια...»
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 21
Εμένα ή τον Λου; Μια ατέρμονη γλώσσα φωτιάς έγλειφε την πλάτη μου, το λαιμό μου, τα μάγουλά μου, καθώς τα μάτια όλου του γυμνασίου στρέφονταν ώσπου να με βρουν. Με κοιτούσε ο Λου; Ζήλευε; Με κοιτούσαν τα Τσακάλια; Από πίσω, κάποιος μου χτύπησε δυο φορές το μπράτσο, δίνοντάς μου κουράγιο. Ο διευθυντής μίλησε πολλή ώρα για τον Θεό, την πειθαρχία και τις υπέρτατες αξίες του πνεύματος. Είπε πως οι πόρτες του γραφείου του ήταν πάντοτε ανοιχτές, πως οι αληθινά θαρραλέοι έπρεπε να αναλάβουν τις ευθύνες τους. «Να αναλάβουν τις ευθύνες τους», επανέλαβε· τώρα μιλούσε αυστηρά, «δηλαδή να μιλήσουν ανοιχτά, να μιλήσουν σε μένα». «Μην είσαι βλάκας!» είπα γρήγορα. «Μην είσαι βλάκας!» Αλλά ο Ραϊγάδα είχε κιόλας σηκώσει το χέρι του ενώ ταυτόχρονα έκανε ένα βήμα αριστερά, βγαίνοντας από τη γραμμή. Ένα αυτάρεσκο χαμόγελο πλανήθηκε στο στόμα του Φερουφίνο κι έσβησε αμέσως. «Ακούω, Ραϊγάδα...» είπε. Όσο μιλούσε, τα ίδια του τα λόγια τον γέμιζαν θάρρος. Έφτασε μάλιστα, κάποια στιγμή, να χειρονομήσει δραματικά. Διαβεβαίωσε ότι δεν ήμασταν κακοί και ότι αγαπούσαμε το σχολείο και τους δασκάλους μας· υπενθύμισε ότι τα νιάτα ήταν παρορμητικά. Στο όνομα όλων, ζήτησε συγγνώμη. Ύστερα τραύλισε, αλλά συνέχισε: «Σας ζητάμε, κύριε διευθυντά, να βγάλετε πρόγραμμα για τις εξετάσεις όπως τις προηγούμενες χρονιές...» σώπασε, τρομαγμένος. «Σημειώστε, Γκαγιάρδο», είπε ο Φερουφίνο. «Ο μαθητής Ραϊγάδα θα μένει για μελέτη την επόμενη εβδομάδα, κάθε μέρα, ως τις εννέα το βράδυ», έκανε μια παύση. «Η αιτία θα καταγραφεί στην καρτέλα του μαθητή: απείθεια προς τον σχολικό κανονισμό».
21
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 22
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
«Κύριε διευθυντά...» ο Ραϊγάδα ήταν έξαλλος. «Δίκαιο το βρίσκω», ψιθύρισε ο Χαβιέρ. «Λόγω βλακείας».
II
22
Μ
ια ηλιαχτίδα διαπερνούσε τον λερό φεγγίτη και χάιδευε το μέτωπο και τα μάτια μου, με πλημμύριζε γαλήνη. Ωστόσο η καρδιά μου ήταν ανάστατη και κάθε τόσο ένιωθα να πνίγομαι. Μισή ώρα ακόμα ως το σχόλασμα· η ανυπομονησία των παιδιών είχε καταλαγιάσει κάπως. Θα ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα, τελικά; «Κάθισε, Μόντες», είπε ο καθηγητής Σαμπράνο. «Είσαι κόπανος». «Κανείς δεν αμφιβάλλει», διαβεβαίωσε ο Χαβιέρ, δίπλα μου. «Είναι κόπανος». Να είχε φτάσει το σύνθημα σε όλες τις τάξεις; Δεν ήθελα να ταλανίσω πάλι το μυαλό μου με απαισιόδοξες εικασίες, αλλά κάθε στιγμή έβλεπα τον Λου, λίγα μέτρα πιο πέρα από το θρανίο μου, και αισθανόμουν ανησυχία και αμφιβολία, γιατί ήξερα πως κατά βάθος αυτό που παιζόταν δεν ήταν το πρόγραμμα των εξετάσεων, ούτε καν ένα ζήτημα τιμής, αλλά μια προσωπική εκδίκηση. Πώς να αγνοήσει αυτήν την ευτυχή συγκυρία για επίθεση στον εχθρό που είχε χαλαρώσει την επιφυλακή; «Πάρε», είπε κάποιος δίπλα μου. «Είναι απ’ τον Λου». «Δέχομαι να αναλάβω την αρχηγία, μαζί με σένα και τον Ραϊγάδα». Ο Λου είχε υπογράψει δυο φορές. Ανάμεσα στα ονόματά του, σαν μικρή μουντζούρα, φαινόταν με μελάνι ακόμα υγρό, ένα σημάδι που όλοι σεβόμασταν: το γράμμα Τ, κεφαλαίο, κλεισμένο σε μαύρο κύκλο. Τον κοίταξα: το μέτωπο και το στόμα του ήταν στενά· είχε μάτια σκιστά, σκαμμένα μάγουλα, σαγόνι προτεταμένο και πεισματικό. Με κοί-
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 23
ταζε με σοβαρότητα· ίσως σκεφτόταν ότι η περίσταση απαιτούσε να φερθεί φιλικά. Στο ίδιο χαρτί απάντησα: «Με τον Χαβιέρ». Διάβασε χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του και κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Χαβιέρ», είπα. «Ξέρω», απάντησε. «Εντάξει. Θα του αλλάξουμε τα φώτα». Του διευθυντή ή του Λου; πήγα να τον ρωτήσω, αλλά μου απόσπασε την προσοχή το κουδούνισμα που σήμανε το σχόλασμα. Ταυτόχρονα υψώθηκε η οχλοβοή πάνω από τα κεφάλια μας, ανάκατη με το θόρυβο από σπρωγμένα θρανία. Κάποιος –μήπως ο Κόρδοβα;– σφύριζε με δύναμη, σαν να ήθελε να ξεχωρίσει. «Τα μάθατε;» είπε ο Ραϊγάδα στη γραμμή. «Στην προκυμαία». «Εξυπνάδες!» φώναξε κάποιος. «Ως κι ο Φερουφίνο το ξέρει». Βγήκαμε από την πίσω πύλη, ένα τέταρτο της ώρας μετά το δημοτικό. Άλλοι είχαν ήδη βγει, και οι περισσότεροι μαθητές είχαν κοντοσταθεί στο δρόμο, σχηματίζοντας μικρές ομάδες. Διαπληκτίζονταν, αστειεύονταν, σπρώχνονταν. «Κανείς να μη μείνει εδώ», είπα. «Τα Τσακάλια μαζί μου!» φώναξε ο Λου, καμαρωτός. Είκοσι αγόρια μαζεύτηκαν γύρω του. «Στην προκυμαία», διέταξε, «όλοι στην προκυμαία». Πιασμένοι αγκαζέ, σε μια σειρά που ένωνε τα δυο πεζοδρόμια, εμείς της πέμπτης κλείναμε την πομπή, αναγκάζοντας με αγκωνιές τους λιγότερο ενθουσιώδεις να βιαστούν. Μια χλιαρή αύρα, που δεν κατάφερνε να ταράξει τις ξερές χαρουπιές ούτε τα μαλλιά μας, παράσερνε πέρα δώθε την άμμο που σκέπαζε εδώ κι εκεί την πυρωμένη επιφάνεια της προκυμαίας. Είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμα. Μπροστά μας –στον Λου, στον Χαβιέρ, στον Ραϊγάδα και σε μέ-
23
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 24
24
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
να–, καθώς στεκόμασταν με την πλάτη γυρισμένη στο κιγκλίδωμα και στους ατέλειωτους αμμόλοφους που άρχιζαν στην απέναντι όχθη της κοίτης, ένα πυκνό πλήθος, απλωμένο κατά μήκος όλου του οικοδομικού τετραγώνου, στεκόταν ήρεμο, αν και κάθε τόσο, μεμονωμένα, ακούγονταν στριγκές κραυγές. «Ποιος θα μιλήσει;» ρώτησε ο Χαβιέρ. «Εγώ», πρότεινε ο Λου, έτοιμος να πηδήξει πάνω στο κιγκλίδωμα. «Όχι», είπα. «Μίλα εσύ, Χαβιέρ». Ο Λου συγκρατήθηκε και με κοίταξε, αλλά δεν ήταν θυμωμένος. «Καλά», είπε· και πρόσθεσε, σηκώνοντας τους ώμους: «Ας είναι!» Ο Χαβιέρ σκαρφάλωσε. Με το ένα χέρι στηριζόταν σε ένα ξερό και στρεβλό δέντρο και με το άλλο κρατιόταν από το γιακά μου. Ανάμεσα στα πόδια του, που το ελαφρό τους τρέμουλο εξαφανιζόταν καθώς ο τόνος της φωνής του γινόταν όλο και πιο πειστικός και δυναμικός, έβλεπα την ξερή και καυτή κοίτη του ποταμού και σκεφτόμουν τον Λου και τα Τσακάλια. Έφτασε μόλις μια στιγμή για να περάσει στην πρώτη θέση· τώρα είχε την αρχηγία και τον θαύμαζαν, εκείνον, το κιτρινιάρικο ποντίκι που πριν από έξι μήνες εκλιπαρούσε την άδειά μου για να μπει στη συμμορία. Μια απειροελάχιστη απροσεξία, κι ύστερα το αίμα κυλούσε άφθονο στο πρόσωπο και στο λαιμό μου, και τα χέρια και τα πόδια μου κείτονταν ασάλευτα κάτω από το φεγγαρόφωτο, ανίκανα να απαντήσουν πια στις γροθιές του. «Σε νίκησα», είπε, αγκομαχώντας. «Τώρα πια είμαι αρχηγός. Έτσι συμφωνήσαμε». Καμία από τις σκιές που απλώνονταν σε κύκλο στη μαλακή άμμο δεν είχε κινηθεί. Μόνο τα βατράχια και τα τριζόνια απαντούσαν στον Λου, που με έβριζε. Πεσμένος ακόμα πάνω στο ζεστό έδαφος, κατόρθωσα να φωνάξω:
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 25
«Φεύγω απ’ τη συμμορία. Θα φτιάξω άλλη, πολύ καλύτερη». Όμως κι εγώ κι ο Λου και τα Τσακάλια, που κάθονταν ακόμη ανακούρκουδα στη σκιά, ξέραμε πως δεν ήταν αλήθεια. «Κι εγώ φεύγω», είπε ο Χαβιέρ. Με βοήθησε να σηκωθώ. Γυρίσαμε στην πόλη, και καθώς περπατούσαμε στους άδειους δρόμους, σκούπιζα με το μαντίλι του Χαβιέρ το αίμα και τα δάκρυα. «Μίλα εσύ τώρα», είπε ο Χαβιέρ. Είχε κατέβει και μερικοί τον χειροκροτούσαν. «Καλά», απάντησα κι ανέβηκα στο κιγκλίδωμα. Ούτε οι τοίχοι στο βάθος, ούτε τα κορμιά των συμμαθητών μου έριχναν σκιά. Τα χέρια μου ήταν ιδρωμένα και πίστεψα πως έφταιγαν τα νεύρα μου, αλλά έφταιγε η ζέστη. Ο ήλιος μεσουρανούσε· ήταν αποπνικτικά. Τα μάτια των συμμαθητών μου δεν έφταναν ως τα δικά μου· κοιτούσαν το έδαφος και τα γόνατά μου. Όλοι σιωπούσαν. Ο ήλιος με προστάτευε. «Θα ζητήσουμε από τον διευθυντή να βγάλει πρόγραμμα για τις εξετάσεις, σαν τις άλλες χρονιές. Ο Ραϊγάδα, ο Χαβιέρ, ο Λου κι εγώ θα είμαστε η επιτροπή. Το γυμνάσιο συμφωνεί, έτσι;» Οι περισσότεροι κατένευσαν, κουνώντας το κεφάλι. Μερικοί φώναξαν: «Ναι, ναι». «Θα το κάνουμε τώρα κιόλας», είπα. «Εσείς θα μας περιμένετε στην πλατεία Μερίνο». Αρχίσαμε να περπατάμε. Η κεντρική πύλη του σχολείου ήταν κλειστή. Χτυπήσαμε δυνατά· ακούσαμε πίσω μας ένα μουρμουρητό να υψώνεται. Άνοιξε ο επόπτης Γκαγιάρδο. «Τρελαθήκατε;» είπε. «Μην το κάνετε αυτό». «Μην ανακατεύεστε», τον διέκοψε ο Λου. «Νομίζετε ότι τον φοβόμαστε τον χωριάτη;» «Περάστε», είπε ο Γκαγιάρδο. «Θα δείτε».
25
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 26
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
III
26
Τ
α μικρά του μάτια μάς παρατηρούσαν εξονυχιστικά. Ήθελε να δείχνει σαρκαστικός και αμέριμνος, αλλά γνωρίζαμε ότι το χαμόγελό του ήταν βεβιασμένο και ότι κατά βάθος το κοντόχοντρο σώμα του έκρυβε φόβο και μίσος. Σούφρωνε και ξαστέρωνε το μέτωπο, ο ιδρώτας ανάβλυζε κυλώντας από τα μικρά μελανά χέρια του. Έτρεμε σύγκορμος: «Ξέρετε πώς λέγεται αυτό; Λέγεται ανταρσία, εξέγερση. Νομίζετε ότι θα υποκύψω στις ιδιοτροπίες μερικών αργόσχολων; Εγώ την αυθάδεια την πατάσσω...» Χαμήλωνε και ύψωνε τη φωνή. Τον έβλεπα να προσπαθεί να μη φωνάξει. «Γιατί δεν ξεσπάς επιτέλους;» σκέφτηκα. «Δειλέ!» Είχε σηκωθεί όρθιος. Ένας γκρίζος λεκές κύκλωνε τα χέρια του, ακουμπισμένα πάνω στο τζάμι του γραφείου. Ξαφνικά η φωνή του υψώθηκε, έγινε τραχιά: «Έξω! Όποιος αναφέρει ξανά τις εξετάσεις θα τιμωρηθεί». Πριν ο Χαβιέρ ή εγώ προφτάσουμε να του κάνουμε νόημα, εμφανίστηκε τότε ο αληθινός Λου, με τις νυχτερινές επιδρομές στα χαμόσπιτα της Ταβλάδα, με τις μάχες κόντρα στις Αλεπούδες στους αμμόλοφους... «Κύριε διευθυντά...» Δεν στράφηκα να τον κοιτάξω. Τα λοξά του μάτια θα ξερνούσαν φωτιά και βία, όπως όταν παλεύαμε στην ξερή κοίτη του ποταμού. Τώρα θα είχε και το στόμα ορθάνοιχτο, γεμάτο σάλια, θα έδειχνε τα κιτρινισμένα δόντια του. «Ούτε κι εμείς μπορούμε να δεχτούμε να πατώσουμε όλοι επειδή θέλετε να μη βγει πρόγραμμα. Γιατί θέλετε να πάρουμε όλοι κακούς βαθμούς; Γιατί...;» Ο Φερουφίνο είχε πλησιάσει. Σχεδόν τον άγγιζε με το σώμα του. Ο Λου, κάτωχρος, έντρομος, συνέχιζε να μιλάει:
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 27
«... έχουμε κουραστεί πια...» «Σκασμός!» Ο διευθυντής είχε σηκώσει τα χέρια και οι γροθιές του τσαλάκωναν κάτι. «Σκασμός!» επανέλαβε οργισμένα. «Σκάσε, ζώον! Πώς τολμάς!» Ο Λου είχε ήδη σωπάσει, αλλά κοίταζε τον Φερουφίνο στα μάτια λες και ετοιμαζόταν να τον αρπάξει ξαφνικά από το λαιμό: «Είναι ίδιοι», σκέφτηκα. «Δυο σκυλιά». «Ώστε πήρες μαθήματα από τούτον εδώ». Το δάχτυλό του έδειχνε το μέτωπό μου. Δάγκωσα τα χείλη μου· αμέσως ένιωσα να σταλάζει στη γλώσσα μου κάτι ζεστό και αυτό με ηρέμησε. «Έξω!» φώναξε και πάλι. «Έξω από δω! Θα το μετανιώσετε». Βγήκαμε. Ίσαμε την άκρη των σκαλοπατιών που ένωναν το σχολείο Σαν Μιγέλ με την πλατεία Μερίνο απλωνόταν ένα ακίνητο πλήθος όλο προσμονή. Οι συμμαθητές μας είχαν κατακλύσει τα μικρά κηπάκια και το σιντριβάνι· ήταν σιωπηλοί και αγχωμένοι. Παραδόξως, μέσα στην ανοιχτόχρωμη και στατική κηλίδα που σχημάτιζαν, υπήρχαν λευκά, μικροσκοπικά ορθογώνια όπου δεν πατούσε κανείς. Τα κεφάλια έμοιαζαν ίδια, ομοιόμορφα, όπως στους στοίχους της παρέλασης. Διασχίσαμε την πλατεία. Κανείς δεν μας έκανε ερωτήσεις· παραμέριζαν, ανοίγοντάς μας δρόμο και έσφιγγαν τα χείλη. Ώσπου να φτάσουμε στη λεωφόρο, έμειναν στη θέση τους. Ύστερα, ακολουθώντας ένα σύνθημα που κανείς δεν είχε δώσει, βάδισαν πίσω μας, με άρρυθμο βήμα, σαν να πήγαιναν για μάθημα. Το οδόστρωμα έβραζε, θύμιζε καθρέφτη που έλιωνε στον ήλιο. «Άραγε είναι αλήθεια;» σκέφτηκα. Μια ζεστή κι έρημη νύχτα μου το είχαν πει, στην ίδια εκείνη λεωφόρο, και δεν το πίστεψα. Μα οι εφημερίδες έλεγαν πως ο ήλιος, σε
27
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 28
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
κάποιες απομακρυσμένες περιοχές, τρέλαινε τους ανθρώπους και μερικές φορές τους σκότωνε. «Χαβιέρ», ρώτησα. «Είδες εσύ το αυγό να ψήνεται μόνο του, στην άσφαλτο;» Ξαφνιασμένος, κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Μου το είπαν». «Άραγε είναι αλήθεια;» «Ίσως. Τώρα θα μπορούσαμε να κάνουμε μια δοκιμή. Η άσφαλτος ζεματάει, μοιάζει με φούρνο». Στην πόρτα του μπαρ Λα Ρέινα εμφανίστηκε ο Αλβέρτο. Τα ξανθά μαλλιά του έλαμπαν όμορφα· έμοιαζαν χρυσά. Κούνησε το δεξί του χέρι, φιλικά. Είχε ορθάνοιχτα τα πελώρια πράσινα μάτια του και χαμογελούσε. Ήταν περίεργος να μάθει για πού τραβούσε αυτό το ένστολο και σιωπηλό πλήθος μέσα στην αφόρητη ζέστη. «Θα ’ρθεις μετά;» μου φώναξε. «Δεν μπορώ. Θα τα πούμε το βράδυ». «Είναι ηλίθιος», είπε ο Χαβιέρ. «Είναι μπεκρής». «Όχι», δήλωσα. «Είναι φίλος μου. Είναι καλό παιδί».
IV
28
A
« σε με να μιλήσω, Λου», του ζήτησα, προσπαθώντας να είμαι ήπιος. Μα κανείς πια δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Στεκόταν όρθιος στο κιγκλίδωμα, κάτω από τα κλαδιά της ξερής χαρουπιάς· κρατούσε αξιοθαύμαστα την ισορροπία του και το δέρμα και η φάτσα του θύμιζαν σαύρα. «Όχι!» είπε επιθετικά. «Θα μιλήσω εγώ». Έκανα νόημα στον Χαβιέρ. Πλησιάσαμε τον Λου και αρπάξαμε τα πόδια του. Αλλά κατάφερε να πιαστεί εγκαίρως από το δέντρο και να τραβήξει το δεξί του πόδι από τα χέρια μου· σπρωγμένος τρία βήματα πίσω από μια δυνατή
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 29
κλοτσιά στον ώμο, είδα τον Χαβιέρ να τυλίγει γρήγορα τον Λου από τα γόνατα, και να σηκώνει το πρόσωπό του και να τον αψηφά με τα μάτια του που ο ήλιος πλήγωνε άγρια. «Μην τον χτυπήσεις!» φώναξα. Συγκρατήθηκε, τρέμοντας, ενώ ο Λου άρχιζε να ουρλιάζει: «Ξέρετε τι μας είπε ο διευθυντής; Μας έβρισε, μας φέρθηκε σαν ζώα. Δεν του κάνει κέφι να βγάλει πρόγραμμα γιατί θέλει να μας τη φέρει. Θα πατώσει όλο το σχολείο και δεν τον νοιάζει. Είναι ένας...» Βρισκόμασταν στο ίδιο μέρος όπως πριν και οι στραβές γραμμές των αγοριών άρχιζαν να κυματίζουν. Σχεδόν όλο το γυμνάσιο ήταν ακόμα παρόν. Με τη ζέστη και με κάθε λέξη του Λου μεγάλωνε η αγανάκτηση των μαθητών. Φούντωναν. «Ξέρουμε πως μας μισεί. Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μαζί του. Από τότε που ήρθε, το σχολείο δεν είναι σχολείο. Βρίζει, δέρνει. Κι από πάνω θέλει να πατώσουμε στις εξετάσεις». Μια ψιλή και ανώνυμη φωνή τον διέκοψε: «Ποιον έδειρε;» Ο Λου δίστασε μια στιγμή. Ξέσπασε πάλι: «Ποιον;» είπε προκλητικά. «Αρέβαλο, για να δουν όλοι την πλάτη σου!» Μέσα σε μουρμουρητά, ο Αρέβαλο ξεπρόβαλε από το κέντρο της μάζας. Ήταν κάτωχρος. Ήταν ένα Τσακάλι. Έφτασε ως τον Λου και ξεσκέπασε το στήθος και την πλάτη του. Πάνω στα πλευρά του φαινόταν μια πλατιά κόκκινη λουρίδα. «Τέτοιος είναι ο Φερουφίνο!» Το χέρι του Λου έδειχνε το σημάδι, ενώ τα μάτια του περιεργάζονταν τα κατάπληκτα πρόσωπα των πιο κοντινών. Έγινε σάλος, η ανθρωποθάλασσα στένεψε γύρω μας· όλοι πάλευαν να πλησιάσουν τον Αρέβαλο και κανείς δεν άκουγε τον Λου, ούτε τον Χαβιέρ και τον Ραϊγάδα που τους ζητούσαν να ηρεμήσουν,
29
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 30
30
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
ούτε εμένα που φώναζα: «Είναι ψέμα!, μην τον ακούτε!, είναι ψέμα!» Η φουσκοθαλασσιά με απομάκρυνε από το κιγκλίδωμα και από τον Λου. Πνιγόμουν. Κατάφερα να ανοίξω δρόμο ώσπου βγήκα από την αναμπουμπούλα. Έλυσα τη γραβάτα μου και πήρα ανάσα με το στόμα ανοιχτό και τα χέρια ψηλά, αργά, ώσπου ένιωσα πως η καρδιά μου ξανάβρισκε το ρυθμό της. Ο Ραϊγάδα ήταν δίπλα μου. Αγανακτισμένος, με ρώτησε: «Πότε έγινε αυτό με τον Αρέβαλο;» «Ποτέ». «Τι;» Ως κι αυτός, πάντοτε ήρεμος, είχε υποκύψει. Τα ρουθούνια του πάλλονταν ζωηρά και έσφιγγε τις γροθιές του. «Τίποτα», είπα, «δεν ξέρω πότε έγινε». Ο Λου περίμενε να καταλαγιάσει λίγο η αναστάτωση. Ύστερα, υψώνοντας τη φωνή του πάνω από τις σκόρπιες διαμαρτυρίες: «Ο Φερουφίνο θα μας νικήσει;» ρώτησε φωνάζοντας· η οργισμένη γροθιά του απειλούσε τους μαθητές. «Θα μας νικήσει; Απαντήστε μου!» «Όχι!» ξέσπασαν πεντακόσιοι ή και περισσότεροι. «Όχι! Όχι!» Τρέμοντας από την προσπάθεια που του επέβαλαν τα ουρλιαχτά του, ο Λου ταλαντευόταν νικητής πάνω στο κιγκλίδωμα. «Κανείς να μην μπει στο σχολείο μέχρι να βγει το πρόγραμμα των εξετάσεων. Είναι δίκαιο. Έχουμε δικαίωμα. Και δεν θ’ αφήσουμε να μπει ούτε το δημοτικό». Η επιθετική φωνή του χάθηκε μέσα στις κραυγές. Απέναντί μου, στην ανάστατη μάζα χεριών που κράδαιναν γιορταστικά εκατοντάδες κασκέτα ψηλά, δεν διέκρινα ούτε έναν που να έμενε αδιάφορος ή αντίθετος. «Τι κάνουμε;»
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 31
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
Ο Χαβιέρ ήθελε να φαίνεται ήρεμος, αλλά τα μάτια του γυάλιζαν. «Εντάξει», είπα. «Ο Λου έχει δίκιο. Να τον βοηθήσουμε». Έτρεξα ως το κιγκλίδωμα και σκαρφάλωσα. «Ειδοποιήστε τους μαθητές του δημοτικού ότι δεν έχει μάθημα το απόγευμα», είπα. «Μπορούν να φύγουν από τώρα. Να μείνουν οι μαθητές της πέμπτης και της τετάρτης για να περικυκλώσουν το σχολείο». «Και τα Τσακάλια», συμπλήρωσε ο Λου, χαρούμενος.
V
Πεινάω», είπε ο Χαβιέρ.
Η ζέστη είχε σπάσει. Στο μοναδικό γερό παγκάκι της πλατείας Μερίνο μας έλουζαν οι ηλιαχτίδες, διαπερνώντας με ευκολία την αραιή καταχνιά που είχε εμφανιστεί στον ουρανό, αλλά σχεδόν κανείς δεν ίδρωνε. Ο Λεόν έτριβε τα χέρια του και χαμογελούσε: ήταν ανήσυχος. «Μην τρέμεις», είπε ο Αμάγια. «Είσαι κοτζάμ άντρας, δεν μπορεί να φοβάσαι τον Φερουφίνο». «Για πρόσεχε!» η μαϊμουδίσια φάτσα του Λεόν κοκκίνισε και το σαγόνι του τεντώθηκε μπροστά. «Για πρόσεχε, Αμάγια!» ήταν όρθιος. «Μην τσακώνεστε», είπε ήρεμα ο Ραϊγάδα. «Κανείς δεν φοβάται. Θα ήταν βλακεία». «Πάμε μια βόλτα κατά πίσω», πρότεινα στον Χαβιέρ. Φέραμε βόλτα το σχολείο, περπατώντας στη μέση του δρόμου. Τα ψηλά παράθυρα ήταν μισάνοιχτα και δεν φαινόταν κανείς από μέσα, ούτε ακουγόταν κανένας θόρυβος. «Τρώνε για μεσημέρι», είπε ο Χαβιέρ. «Ναι, βέβαια».
31
«
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 32
32
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
Στο απέναντι πεζοδρόμιο ορθωνόταν η κύρια πύλη της Σαλεσιανής Σχολής. Οι οικότροφοι ήταν εγκατεστημένοι στη στέγη και μας κοίταζαν. Σίγουρα είχαν μάθει τα νέα. «Τι γενναία παιδιά!» κορόιδεψε κάποιος. Ο Χαβιέρ τους έβρισε. Απάντησε μια βροχή απειλών. Μερικοί έφτυσαν, αλλά αστόχησαν. Ακούστηκαν γέλια. «Σκάνε απ’ τη ζήλια τους», μουρμούρισε ο Χαβιέρ. Στη γωνία είδαμε τον Λου. Καθόταν στο πεζοδρόμιο, μόνος του, και κοίταζε αφηρημένος το δρόμο. Μας είδε και ήρθε προς το μέρος μας. Φαινόταν ευχαριστημένος. «Ήρθαν δυο σπόροι της πρώτης τάξης», είπε. «Τους στείλαμε να παίξουν στο ποτάμι». «Α ναι;» είπε ο Χαβιέρ. «Για περίμενε μισή ώρα και θα δεις. Θα γίνει χαμός». Ο Λου και τα Τσακάλια φρουρούσαν την πίσω πύλη του σχολείου. Είχαν παραταχθεί ανάμεσα στις γωνίες των οδών Λίμα και Αρεκίπα. Όταν φτάσαμε στην είσοδο του στενού, κουβέντιαζαν παρέα και γελούσαν. Όλοι τους κρατούσαν ξύλα και πέτρες. «Όχι έτσι», είπα. «Αν τους χτυπήσετε, οι σπόροι θα θελήσουν να μπουν παρ’ όλα αυτά». Ο Λου γέλασε. «Θα δείτε. Απ’ αυτή την πύλη δεν μπαίνει κανείς». Είχε κι εκείνος ένα ρόπαλο που το έκρυβε ως εκείνη τη στιγμή με το σώμα του. Μας το έδειξε, κραδαίνοντάς το. «Κι από κει;» ρώτησε. «Ακόμα τίποτα». Πίσω μας κάποιος έλεγε δυνατά τα ονόματά μας. Ήταν ο Ραϊγάδα: ερχόταν τρέχοντας και μας φώναζε κουνώντας ξέφρενα το χέρι. «Έφτασαν, έφτασαν», είπε με αγωνία. «Ελάτε». Σταμάτησε απότομα δέκα μέτρα πριν μας φτάσει. Έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω ολοταχώς. Ήταν τρομερά αναστατωμένος. Ο Χαβιέρ κι εγώ τρέξαμε. Ο Λου μας φώναξε κάτι για το ποτάμι. «Ποιο ποτάμι;» σκέφτηκα. «Δεν υ-
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 33
πάρχει καν. Γιατί όλος ο κόσμος μιλάει για το ποτάμι αφού έχει νερό μόνο ένα μήνα το χρόνο;» Ο Χαβιέρ έτρεχε δίπλα μου, ξεφυσώντας. «Θα μπορέσουμε να τους συγκρατήσουμε;» «Τι;» δυσκολευόταν να ανοίξει το στόμα του, κουραζόταν περισσότερο. «Θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε το δημοτικό;» «Νομίζω ναι. Εξαρτάται». «Κοίτα». Στο κέντρο της πλατείας, δίπλα στο σιντριβάνι, ο Λεόν, ο Αμάγια και ο Ραϊγάδα μιλούσαν με μια παρέα μικρών, πέντε έξι. Η κατάσταση έμοιαζε ήρεμη. «Ξαναλέω», έλεγε ο Ραϊγάδα, με τη γλώσσα έξω. «Πηγαίνετε στο ποτάμι. Δεν έχει μάθημα, δεν έχει μάθημα. Καταλάβατε; Ή να σας δείξω και ταινία;» «Έτσι», είπε ένας, με πεταχτή μύτη. «Έγχρωμη». «Κοιτάξτε», τους είπα. «Σήμερα δεν μπαίνει κανείς στο σχολείο. Πάμε στο ποτάμι. Θα παίξουμε ποδόσφαιρο: δημοτικό εναντίον γυμνασίου. Σύμφωνοι;» «Χα, χα», γέλασε αυτός με τη μύτη, αυτάρεσκα. «Σας νικάμε. Είμαστε πιο πολλοί». «Θα δούμε. Πάτε κατά κει». «Δεν θέλω», απάντησε μια τολμηρή φωνή. «Εγώ πάω στο σχολείο». Ήταν ένα αγόρι της τετάρτης, λιγνό και χλωμό. Ο μακρύς λαιμός του εξείχε σαν σκουπόξυλο από το πουκάμισο παραλλαγής, που του ερχόταν πολύ φαρδύ. Ήταν επιμελητής της τάξης του. Ανήσυχος από την ίδια του την τόλμη, έκανε λίγα βήματα πίσω. Ο Λεόν έτρεξε και τον έπιασε απ’ το μπράτσο. «Δεν καταλαβαίνεις;» είχε πλησιάσει το πρόσωπό του στο πρόσωπο του πιτσιρικά και του φώναζε. Τι διάβολο φοβόταν ο Λεόν; «Δεν κατάλαβες, σπόρε; Δεν μπαίνει κανείς. Άντε πάμε, προχώρα». 3 – Οι αρχηγοί / Τα αντράκια
33
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 34
34
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
«Μην τον σπρώχνεις», είπα. «Θα πάει μόνος του». «Δεν πάω!» φώναξε. Είχε σηκώσει το πρόσωπό του προς τον Λεόν, τον κοίταζε με οργή. «Δεν πάω! Δεν θέλω αποχή». «Σκάσε, βλάκα! Ποιος θέλει αποχή;» ο Λεόν φαινόταν πολύ νευρικός. Έσφιγγε με όλη του τη δύναμη το μπράτσο του επιμελητή. Οι συμμαθητές του παρακολουθούσαν τη σκηνή, διασκεδάζοντας. «Μπορεί να μας ρίξουν αποβολή!» ο επιμελητής απευθυνόταν στους μικρούς, φαινόταν τρομαγμένος και οργισμένος. «Αυτοί θέλουν αποχή γιατί δεν τους βγάζουν πρόγραμμα, θα τους περάσουν εξετάσεις ξαφνικά, χωρίς να ξέρουν πότε. Λέτε πως δεν τα ξέρω; Μπορεί να μας ρίξουν αποβολή! Πάμε στο σχολείο, παιδιά». Έγινε μια κίνηση έκπληξης ανάμεσα στους μικρούς. Κοιτάζονταν χωρίς να χαμογελούν πια, ενώ ο άλλος συνέχιζε να τσιρίζει ότι θα μας έριχναν αποβολή. Έκλαιγε. «Μην τον χτυπάς!» φώναξα, πολύ αργά. Ο Λεόν τον είχε χτυπήσει στο πρόσωπο, όχι πολύ δυνατά, αλλά το αγόρι βάλθηκε να χτυπά τα πόδια του και να ουρλιάζει. «Κάνεις σαν κατσίκι», παρατήρησε κάποιος. Κοίταξα τον Χαβιέρ. Είχε τρέξει κιόλας. Τον σήκωσε και τον έριξε στους ώμους του σαν σακί. Απομακρύνθηκε μαζί του. Τον ακολούθησαν κάμποσοι, ξεκαρδισμένοι στα γέλια. «Στο ποτάμι!» φώναξε ο Ραϊγάδα. Ο Χαβιέρ άκουσε, γιατί τον είδαμε να στρίβει με το φορτίο του στη λεωφόρο Σάντσες Σέρο, κατά την προκυμαία. Η παρέα γύρω μας μεγάλωνε ολοένα. Κάθονταν στα κράσπεδα και στα σπασμένα παγκάκια και οι υπόλοιποι τριγύριζαν βαριεστημένα στα μικρά ασφαλτοστρωμένα μονοπάτια του πάρκου, κανείς τους, ευτυχώς, δεν σκόπευε να γυρίσει στο σχολείο. Χωρισμένοι σε ζευγάρια, εμείς οι δέκα που είχαμε αναλάβει να φρουρούμε την κύρια πύλη, προσπαθούσαμε να τους ξεσηκώσουμε: «Πρέπει να βγάλουν το
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 35
πρόγραμμα, γιατί αλλιώς την έχουμε βαμμένη. Και σε σας τα ίδια θα κάνουν, όταν έρθει η σειρά σας». «Έρχονται κι άλλοι», μου είπε ο Ραϊγάδα. «Είμαστε λίγοι. Μπορούν να μας κάνουν λιώμα, άμα θέλουν». «Αν τους απασχολήσουμε για δέκα λεπτά, τέρμα», είπε ο Λεόν. «Θα έρθει το γυμνάσιο και τότε θα τους ξαποστείλουμε στο ποτάμι με τις κλοτσιές». Ξαφνικά, ένα αγόρι φώναξε ανάστατο: «Έχουν δίκιο! Έχουν δίκιο αυτοί!» και, απευθυνόμενος σε μας, με δραματικό ύφος: «Είμαι μαζί σας». «Ωραία! Πολύ καλά!» τον επικροτήσαμε. «Είσαι άντρας». Τον χτυπήσαμε στην πλάτη, τον αγκαλιάσαμε. Το παράδειγμα έπιασε. Κάποιος έβαλε μια φωνή: «Κι εγώ. Έχετε δίκιο». Άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Εμείς ενθαρρύναμε τους πιο ενθουσιώδεις, επαινώντας τους: «Μπράβο, σπόρε. Δεν είσαι χέστης». Ο Ραϊγάδα σκαρφάλωσε στο σιντριβάνι. Είχε το κασκέτο στο δεξί του χέρι και το ανέμιζε, απαλά. «Ας κάνουμε μια συμφωνία», αναφώνησε. «Όλοι ενωμένοι;» Μαζεύτηκαν γύρω του. Συνέχιζαν να καταφτάνουν παρέες μαθητών, μερικοί της πέμπτης γυμνασίου· μαζί τους σχηματίσαμε ένα τείχος, ανάμεσα στο σιντριβάνι και στην πύλη του σχολείου, ενώ ο Ραϊγάδα μιλούσε. «Αυτό το λένε αλληλεγγύη», έλεγε. «Αλληλεγγύη», σώπασε σαν να είχε τελειώσει, αλλά μια στιγμή μετά άνοιξε τα χέρια και βροντοφώναξε: «Μην αφήσουμε να γίνει αδικία!» Τον επευφήμησαν. «Πάμε στο ποτάμι», είπα. «Όλοι μας». «Καλά. Κι εσείς μαζί». «Εμείς θα έρθουμε μετά». «Ή όλοι μαζί ή κανένας», ξαναείπε η ίδια φωνή. Κανείς δεν κουνήθηκε. Ο Χαβιέρ γύρισε. Ερχόταν μόνος.
35
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 36
36
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
«Εκείνοι είναι ήσυχοι», είπε. «Πήρανε το γάιδαρο μιας γυναίκας. Παίζουνε του καλού καιρού». «Ώρα», ζήτησε ο Λεόν. «Κάποιος να μου πει τι ώρα είναι». Ήταν δύο. «Στις δυόμισι φεύγουμε», είπα. «Φτάνει να μείνει ένας για να ειδοποιεί τους καθυστερημένους». Όσοι έφταναν βυθίζονταν στη μάζα των μικρών. Αφήνονταν να τους πείσουν εύκολα. «Είναι επικίνδυνο», είπε ο Χαβιέρ. Μιλούσε με παράξενο τρόπο: μήπως φοβόταν; «Είναι επικίνδυνο. Ξέρουμε τι θα γίνει έτσι και του κατέβει του διευθυντή να βγει. Πριν μιλήσει καν, θα είμαστε στις τάξεις». «Ναι», είπα. «Ας αρχίσουν να φεύγουν. Πρέπει να τους ξεσηκώσουμε». Όμως κανείς δεν ήθελε να το κουνήσει. Υπήρχε ένταση, περίμενες από τη μια στιγμή στην άλλη να συμβεί κάτι. Ο Λεόν βρισκόταν δίπλα μου. «Αυτοί του γυμνασίου κράτησαν το λόγο τους», είπε. «Για δες. Ήρθανε μόνο όσοι έχουν αναλάβει τις πύλες». Μόλις μια στιγμή αργότερα, είδαμε να καταφτάνουν οι μαθητές του γυμνασίου, σε μεγάλες παρέες που ενώνονταν με τα κύματα των πιτσιρικάδων. Έκαναν πλάκες. Ο Χαβιέρ εξοργίστηκε: «Κι εσείς;» είπε. «Τι κάνετε εδώ; Τι ήρθατε να κάνετε;» Απευθυνόταν σε όσους βρίσκονταν πιο κοντά μας, επικεφαλής τους ήταν ο Αντένορ, επιμελητής της δευτέρας γυμνασίου. «Όπα!» ο Αντένορ φαινόταν κατάπληκτος. «Σάμπως πάμε να μπούμε; Ήρθαμε να σας βοηθήσουμε». Ο Χαβιέρ πήδηξε καταπάνω του, τον άρπαξε από το γιακά. «Να μας βοηθήσετε! Και οι στολές; Και τα βιβλία;»
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 37
«Σκάσε», είπα. «Άσ’ τον. Όχι καβγάδες. Δέκα λεπτά και πάμε στο ποτάμι. Έχει έρθει σχεδόν όλο το σχολείο». Η πλατεία ήταν όλη γεμάτη. Οι μαθητές στέκονταν ήσυχοι, χωρίς διαπληκτισμούς. Μερικοί κάπνιζαν. Στη λεωφόρο Σάντσες Σέρο περνούσαν πολλά αυτοκίνητα, που έκοβαν ταχύτητα καθώς περνούσαν την πλατεία Μερίνο. Από ένα φορτηγό, ένας άντρας μας χαιρέτησε φωνάζοντας: «Μπράβο, παιδιά. Μην τα παρατάτε». «Βλέπεις;» είπε ο Χαβιέρ. «Όλη η πόλη το ξέρει. Φαντάζεσαι τα μούτρα του Φερουφίνο;» «Δυόμισι!» φώναξε ο Λεόν. «Πάμε. Γρήγορα, γρήγορα». Κοίταξα το ρολόι: ήταν πέντε λεπτά νωρίτερα. «Πάμε», φώναξα. «Πάμε στο ποτάμι». Μερικοί έκαναν πως προχωρούσαν. Ο Χαβιέρ, ο Λεόν, ο Ραϊγάδα και κάμποσοι ακόμα φώναξαν κι αυτοί, άρχισαν να σπρώχνουν δώθε κείθε. Μια λέξη επαναλαμβανόταν αδιάκοπα: «Ποτάμι, ποτάμι, ποτάμι». Σιγά σιγά το πλήθος των αγοριών άρχισε να κινείται. Πάψαμε να τους τσιγκλάμε και, μόλις σωπάσαμε εμείς, με ξάφνιασε, για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα, η απόλυτη σιωπή. Μου έφερνε νευρικότητα. Την έσπασα: «Αυτοί του γυμνασίου, πίσω», είπα. «Στην ουρά, κάντε γραμμές...» Δίπλα μου, κάποιος πέταξε κατάχαμα ένα παγωτό χωνάκι, που πιτσίλισε τα παπούτσια μου. Πιαστήκαμε αγκαζέ, σχηματίσαμε μια ανθρώπινη ζώνη. Προχωρούσαμε με δυσκολία. Κανείς δεν έφερνε αντίρρηση, αλλά η πορεία μας ήταν τρομερά αργή. Ένα κεφάλι είχε σχεδόν χωθεί στο στήθος μου. Στράφηκε: πώς τον έλεγαν; Τα μικρά του μάτια ήταν φιλικά. «Θα σε σκοτώσει ο πατέρας σου», είπε. «Α», σκέφτηκα. «Ο γείτονάς μου». «Όχι», του είπα. «Τέλος πάντων, θα δούμε. Σπρώξε». Είχαμε φύγει απ’ την πλατεία. Η φαρδιά στήλη έπιανε ο-
37
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 38
38
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
λόκληρο το πλάτος της λεωφόρου. Πάνω από τα ασκεπή κεφάλια, δυο τετράγωνα πιο πέρα, φαίνονταν το κιτρινισμένο πράσινο κιγκλίδωμα και οι μεγάλες χαρουπιές της προκυμαίας. Ανάμεσά τους, σαν άσπρα στίγματα, οι αμμόλοφοι. Ο πρώτος που το άκουσε ήταν ο Χαβιέρ, που περπατούσε δίπλα μου. Τα στενά σκούρα μάτια του φανέρωναν ταραχή. «Τι τρέχει;» είπα. «Πες μου». Κούνησε το κεφάλι. «Τι τρέχει;» φώναξα. «Τι ακούς;» Κατάφερα να δω εκείνη τη στιγμή ένα αγόρι με στολή που διέσχιζε τρέχοντας την πλατεία Μερίνο προς το μέρος μας. Οι φωνές του νεοφερμένου μπερδεύτηκαν στα αυτιά μου με την απότομη οχλοβοή που ξέσπασε στις στριμωγμένες σειρές των πιτσιρικάδων, μαζί με μια κίνηση σύγχυσης. Όσοι βαδίζαμε στην τελευταία σειρά δεν καταλαβαίναμε καλά. Υπήρξε μια στιγμή ανησυχίας: χαλαρώσαμε τα χέρια, μερικοί ξέκοψαν. Αισθανθήκαμε να μας τραβούν προς τα πίσω, να μας χωρίζουν. Μας προσπερνούσαν εκατοντάδες κορμιά, τρέχοντας και ουρλιάζοντας υστερικά. «Τι τρέχει;» φώναξα στον Λεόν. Έδειξε κάτι με το χέρι, δίχως να πάψει να τρέχει. «Είναι ο Λου», μου είπαν στο αυτί. «Κάτι συνέβη εκεί. Λένε πως γίνεται το σώσε». Άρχισα να τρέχω. Στο άνοιγμα του στενού που ξεκινούσε λίγα μέτρα πριν από την πίσω πύλη του σχολείου, κοκάλωσα. Εκείνη τη στιγμή ήταν αδύνατον να δεις: κύματα στολών συνέρρεαν από όλες τις μεριές και γέμιζαν το δρόμο με φωνές και ασκεπή κεφάλια. Ξαφνικά, δεκαπέντε βήματα πιο πέρα, σκαρφαλωμένο πάνω σε κάτι, διέκρινα τον Λου. Το λεπτό κορμί του ξεχώριζε καθαρά πάνω στη σκιά του τοίχου που το στήριζε. Τον είχαν στριμώξει και χτυπούσε με το ρόπαλό του δώθε κείθε. Τότε, μέσα στο σαματά, πιο δυνατή από τις φωνές όσων τον έβριζαν και οπισθοχωρούσαν για να γλιτώσουν από τα χτυπήματά του, άκουσα τη φωνή του:
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 39
«Ποιος κοτάει;» φώναζε. «Ποιος κοτάει να πλησιάσει;» Τέσσερα μέτρα παρακάτω, δυο Τσακάλια, περικυκλωμένοι κι αυτοί, αμύνονταν με ξύλα και έκαναν απεγνωσμένες προσπάθειες να σπάσουν τον κλοιό και να ενωθούν με τον Λου. Ανάμεσα σε κείνους που τους επιτίθονταν είδα φάτσες του γυμνασίου. Μερικοί είχαν βρει πέτρες και τους τις πετούσαν, αν και χωρίς να πλησιάζουν. Από μακριά είδα άλλους δυο της συμμορίας να τρέχουν τρομοκρατημένοι: τους καταδίωκε μια ομάδα αγοριών με ξύλα. «Ήρεμα! Ήρεμα! Πάμε στο ποτάμι». Μια φωνή ξεπήδησε δίπλα μου, όλο αγωνία. Ήταν ο Ραϊγάδα. Φαινόταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Μην είσαι βλάκας», είπε ο Χαβιέρ, σκασμένος στα γέλια. «Σκάσε, δεν βλέπεις;» Η πύλη ήταν ανοιχτή και από εκεί έμπαιναν οι μαθητές μπουλούκι, όλο προθυμία. Συνέχιζαν να φτάνουν στο στενό νέοι συμμαθητές, μερικοί έμπαιναν στην ομάδα που περικύκλωνε τον Λου και τους δικούς του. Είχαν καταφέρει να ενωθούν. Ο Λου είχε το πουκάμισο ανοιχτό, φαινόταν το λιγνό άτριχο στήθος του, ιδρωμένο και γυαλιστερό, μια στάλα αίμα κυλούσε από τη μύτη και τα χείλια του. Έφτυνε κάπου κάπου, και κοίταζε με μίσος όσους βρίσκονταν πιο κοντά του. Μόνον εκείνος είχε το ξύλο υψωμένο, έτοιμος να χτυπήσει. Οι άλλοι το είχαν κατεβάσει, εξαντλημένοι. «Ποιος κοτάει; Θέλω να δω τα μούτρα του, αν είναι παλικάρι». Καθώς έμπαιναν στο σχολείο, φορούσαν όπως όπως τα κασκέτα και τα διακριτικά της τάξης τους. Σιγά σιγά άρχισε να διαλύεται, μέσα σε βλαστήμιες, η ομάδα που κύκλωνε τον Λου. Ο Ραϊγάδα με σκούντησε με τον αγκώνα: «Είπε πως με τη συμμορία του μπορούσε να κατατροπώσει όλο το σχολείο», μιλούσε με θλίψη. «Γιατί αφήσαμε μόνο του αυτό το ζώο;» Ο Ραϊγάδα απομακρύνθηκε. Από την πύλη μάς έκανε έ-
39
ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
LIOSA_ANTRAKIA sel_Final_Layout 1 16/03/2012 1:46 ΜΜ Page 40
40
ΜΑΡΙO ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙOΣΑ
να νόημα, σαν να δίσταζε. Ύστερα μπήκε. Ο Χαβιέρ κι εγώ πλησιάσαμε τον Λου. Έτρεμε από οργή. «Γιατί δεν ήρθατε;» είπε, μανιασμένος, υψώνοντας τη φωνή. «Γιατί δεν ήρθατε να μας βοηθήσετε; Ήμασταν οκτώ όλοι κι όλοι, γιατί οι άλλοι...» Είχε εξαιρετική όραση και ήταν ευλύγιστος σαν γάτα. Ρίχτηκε απότομα προς τα πίσω, καθώς η γροθιά μου περνούσε ξυστά από το αυτί του και ύστερα, στηριγμένος σε ολόκληρο το σώμα του, έκανε το ρόπαλό του να στριφογυρίσει στον αέρα. Έφαγα το χτύπημα στο στήθος και τρέκλισα. Ο Χαβιέρ μπήκε στη μέση. «Όχι εδώ», είπε. «Πάμε στην προκυμαία». «Πάμε», είπε ο Λου. «Θα σου δείξω, για άλλη μια φορά». «Θα δούμε», είπα. «Πάμε». Περπατήσαμε μισό τετράγωνο, αργά, γιατί τα πόδια μου λύγιζαν. Στη γωνία μάς συγκράτησε ο Λεόν. «Μην παλέψετε», είπε. «Δεν αξίζει τον κόπο. Πάμε στο σχολείο. Πρέπει να είμαστε ενωμένοι». Ο Λου με κοίταζε με τα μάτια μισόκλειστα. Φαινόταν αμήχανος. «Γιατί χτύπησες τους πιτσιρικάδες;» του είπα. «Ξέρεις τι έχουμε να πάθουμε τώρα εγώ κι εσύ;» Δεν απάντησε ούτε έκανε καμιά κίνηση. Είχε ηρεμήσει εντελώς και είχε σκύψει το κεφάλι. «Απάντησε, Λου», επέμεινα. «Ξέρεις;» «Εντάξει», είπε ο Λεόν. «Θα προσπαθήσουμε να σας βοηθήσουμε. Δώστε τα χέρια». Ο Λου σήκωσε το πρόσωπο και με κοίταξε, λυπημένος. Καθώς ένιωσα το χέρι του στο δικό μου, απαλό και λεπτό, θυμήθηκα πως ήταν η πρώτη φορά που χαιρετιόμασταν με αυτόν τον τρόπο. Κάναμε μεταβολή, περπατήσαμε στη γραμμή ως το σχολείο. Ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Ήταν ο Χαβιέρ.