LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
d
Η αναχώρηση
Η
καλλιόπη διέσχισε το πλήθος με αποφασιστικό βήμα, ανέγγιχτη από το θλιβερό θέαμα που διαδραματιζόταν γύρω της. Τα μεγάλα και κατάμαυρα σαν το κάρβουνο μάτια της φεγγοβολούσαν, καθώς υψώθηκαν προς την κατάμεστη από ταξιδιώτες γέφυρα του πλοίου. Γυρνώντας την πλάτη στην πατρίδα της, σκαρφάλωσε τη στενή σκάλα που κρεμόταν από τη γάστρα του καραβιού. Δεν ένιωθε θλίψη στην καρδιά της, παρά μια ανείπωτη χαρά που δεν άφηνε περιθώρια για τύψεις ή δισταγμούς. Εκεί, πέρα μακριά, ο Νικόλας την περίμενε και τίποτε άλλο δε μέτραγε πια για κείνη. Ούτε ο ξεριζωμός ούτε ο τόπος που άφηνε πίσω της. Φτάνοντας στη γέφυρα, στηρίχτηκε στην κουπαστή και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί πάνω απ’ τα Χανιά. Ένα γλυκό πορτοκαλί φως έλουζε τον κατακερματισμένο ουρανό κι έκανε τα σύννεφα να μοιάζουν με ξέφτια, καθώς κομματιάζονταν και ξαναενώνονταν για να σχηματίσουν αέρινα γλυπτά σε ρόδινες αποχρώσεις. 9
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 10
ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ
Στις προκυμαίες, όπου αγκαλιάζονταν οι μυρωδιές από τα γινωμένα φρούτα με τα δίχτυα τα ποτισμένα με το ιώδιο της θάλασσας και το φρέσκο ψάρι, γίνονταν οι τελευταίοι αποχαιρετισμοί. Οι μανάδες, γαντζωμένες στα πανωφόρια των γιων, τους βομβάρδιζαν μ’ ένα σωρό ανώφελες συμβουλές. Οι γυναίκες προσπαθούσαν να πνίξουν τους λυγμούς τους, ενώ οι άνδρες, πολύ περήφανοι για να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους, μ’ έναν κόμπο στο λαιμό τις αγκάλιαζαν για τελευταία φορά. Το σφύριγμα του πλοίου ακούστηκε σα βραχνός και μακρόσυρτος αναστεναγμός, προκαλώντας ταραχή στο πλήθος των ταξιδιωτών. Οι αργοπορημένοι βάλθηκαν να βιαστούν. Η Καλλιόπη έριξε στα κλεφτά μια τελευταία ματιά ολόγυρα ατενίζοντας το γραφικό λιμάνι, τις βάρκες που λικνίζονταν στη φουσκοθαλασσιά, τα γαϊδουράκια που μασουλούσαν ανέμελα τα χορτάρια, τις ελιές με τ’ απλωμένα τους κλαδιά όμοια με ικετευτικά χέρια, σα να ’θελε να τα αποτυπώσει όλα μέσα της μονομιάς. Το γεμάτο πυρετό βλέμμα της καταβρόχθιζε με λαιμαργία όσο πιο πολλές εικόνες μπορούσε· αποθέματα αναμνήσεων που θα έτρεφαν αργότερα την ψυχή της εκεί στη μακρινή ξενιτιά. Ένα δεύτερο σφύριγμα έσχισε τον αέρα. Οι ναύτες, φωνάζοντας δυνατά, λευτέρωσαν το πλοίο λύνοντας τους κό10
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 11
Η αγριλιά
μπους των τριμμένων καραβόσκοινων. Το κορμί της Καλλιόπης σφίχτηκε ολάκερο, το έγειρε προς το νησί, λες σε μια τελευταία προσπάθεια να μην ξεριζωθεί από τούτη τη γη που τόσο είχε αγαπήσει, χωρίς στ’ αλήθεια να καταλάβει το πόσο. Τα κατάλευκα σπιτάκια, με τα παραθύρια τους ορθάνοιχτα σα γουρλωμένα μάτια στραμμένα στον ορίζοντα, οι απέραντες γυμνές βουνοκορφές, οι ελιές που λύγιζαν σαν τους ανθρώπους απ’ τη ζωή απόκτησαν ξαφνικά στα μάτια της ανεκτίμητη αξία. Μια αγωνία την πλημμύρισε. Πώς να ’ταν άραγε εκεί πέρα στη Φραγκιά; Η απορία τούτη ξεπήδησε από μέσα της και τη διαπέρασε σαν κοφτερό μαχαίρι. «Ίντα πα’ να κάμω, Θεέ μου; Κουζουλάθηκα;» Έσφιξε στο τσιτωμένο της κορμί το μωρό, που χορτάτο και κουρνιασμένο στη ζεστασιά της αγκαλιάς της μάνας έμοιαζε ν’ αδιαφορεί για τα πάντα γύρω του. Το καράβι άφηνε πίσω του τώρα το λιμάνι. Τ’ αφρισμένα κύματα έφτιαχναν ένα χάσμα που όλο μεγάλωνε, ανάμεσα σ’ αυτό και στη στεριά. Οι προκυμαίες σιγά σιγά άδειαζαν. Ήταν αδύνατον πια να ξεχωρίσει κανείς τα πρόσωπα. Η Καλλιόπη τίναξε αποφασιστικά προς τα πίσω το κεφάλι, δένοντας το λαιμό της κόμπο, για να καταπνίξει το κύμα συγκίνησης που ανάβλυζε από τα σωθικά της. Γύρισε απότομα, σχεδόν βίαια, και είδε τον Μανώλη, έ11
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 12
ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ
να ψηλόλιγνο παλικάρι, να προσπαθεί να έρθει κοντά της σπρώχνοντας με τους αγκώνες του το πλήθος που συνωστιζόταν ακόμα στη γέφυρα. «Ξαδέρφη», της είπε, καθώς την πλησίασε και διέκρινε την ταραχή της, «μην αφήσεις τον πόνο να σου παγώσει τη καρδιά. Σκληρό πράμα ν’ αφήνεις πίσω τη γη σου, τη χώρα σου, τη ζωή σου την ίδια, δε λέω... Αλλά συλλογίσου το αύριο. Έλα, πάμε», συνέχισε τραβώντας την αποφασιστικά απ’ το χέρι. «Πάμε να ξετρυπώσουμε κι εμείς καμιά γωνιά, γιατί σε λίγο δε θα ’χουμε πού να βολευτούμε». Γύρισαν κι οι δυο για ύστατη φορά κι αγνάντεψαν τον ορίζοντα. Μπροστά τους ξεδιπλώνονταν στη σειρά τα χέρσα βουνά της Κρήτης, άγονα κι ανίκανα να θρέψουν όλο αυτό το δύστυχο πλήθος που τα ’βλεπε τώρα να ξεμακραίνουν απ’ τη γέφυρα του πλοίου, στενάζοντας από αγάπη για κάθε τους πέτρα, για κάθε τους ξερό χαμόκλαδο. Η Καλλιόπη με το ζόρι ξεκόλλησε τα μάτια της απ’ αυτό το θέαμα για ν’ ακολουθήσει τον Μανώλη. Μόλις μπήκε στο αμπάρι, αντίκρισε ένα φασαριόζικο πλήθος να πηγαινοέρχεται ανάμεσα σ’ ένα σωρό τρύπιες, κακομπαλωμένες βαλίτσες και σ’ αμέτρητα από λυγαριά καλάθια, που μέσα τους φύλαγαν κάποιους πενιχρούς θησαυρούς: μια εικόνα της Παναγιάς ή του Εσταυρωμένου, κάποιο γαμήλιο στέφανο, μερικές υφαντές κουβέρτες με χρώματα λαμπερά, σαν τα όνειρα που ύφαιναν οι κοπέλες στα σκιρτήματα της νιότης κρυφά μες στην καρδιά τους. 12
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 13
Η αγριλιά
Θησαυροί φτιαγμένοι από ελπίδα. Ελπίδα κι απελπισία μαζί. Ολόγυρα δεν έβλεπες παρά παιδιά να σκούζουν, γυναίκες να κλαίνε ταραγμένες, άντρες σιωπηλούς με τον πόνο και την αγωνία της ξενιτιάς ζωγραφισμένα στα μάτια. Τι να τους περίμενε άραγε στ’ άγνωστα αυτά μέρη, μακριά απ’ τον τόπο τους; Μια καλύτερη μέρα ή μήπως η έχθρα, η μιζέρια και τα βάσανα; Παίζανε τη ζωή τους στα ζάρια! Το αμπάρι βρομούσε σα στάβλος γεμάτος ακαθαρσίες. Η μυρωδιά των ούρων ήταν τόσο έντονη, ώστε η Καλλιόπη ένιωσε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται. Θέλησε να το βάλει στα πόδια, αλλά ο Μανώλης την κράτησε πιάνοντάς τη με δύναμη απ’ το μπράτσο. «Τρελάθηκες, Καλλιόπη; Θα ψοφήσει το παιδί σου άμα το βγάλεις όξω στο κρύο. Σφίξε την καρδιά και κοίτα να συνηθίσεις σε τούτο τ’ αχούρι, γιατί σε δυο τρεις μέρες θα μεγαλώσει το κακό. Κάμε κουράγιο, κοπέλα μου, κι ακολούθα με...» Ο Μανώλης ξεγλίστρησε ανάμεσα στους μπόγους που κείτονταν κατάχαμα μαζί με τα ξαπλωμένα κορμιά. Είχε ήδη φροντίσει να βάλει τα πράγματά τους κόντρα στη γάστρα, για να τους κρύβει έτσι όσο γινόταν απ’ τα ξένα βλέμματα. «Κάτσε ’δωνά και μην κουνιέσαι, ειδεμή θα τη χάσουμε και τούτη τη θέση», της έδωσε να καταλάβει κάπως αυστηρά. «Να ’σαι καλά, Μανωλιό μου. Ωραία είμαστ’ εδώ», κα13
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 14
ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ
τόρθωσε εκείνη να ψελλίσει, χαμογελώντας παρά την απέραντη αηδία που τη συντάραζε. «Ίντα θα να ’καμα δίχως του λόγου σου;» Με μια νευρική κίνηση ξεδίπλωσε μια κουβέρτα και ένα διακριτικό άρωμα λουΐζας πλανήθηκε στον αέρα, προτού να σβήσει μες στην αποφορά του άχυρου, όπου λίγες μέρες νωρίτερα είχαν κυλιστεί τα ζώα. Η Καλλιόπη σκέφτηκε με πίκρα ότι στοιβάχτηκαν εκεί που χθες είχαν βάλει τα ζώα, μες στα σκουλήκια και στη βρομιά, αφού φρόντισαν να τους πάρουν και τα λίγα χρυσά φλουριά που τους απέμειναν. Αυτό ήταν και το πρώτο χτύπημα στην αξιοπρέπειά τους. Κακό σημάδι! Έστησε στα γρήγορα μια φωλιά για να προστατευθεί απ’ την ίδια της τη θλίψη και κούρνιασε εκεί σφίγγοντας στην αγκαλιά της το μονάκριβό της θησαυρό, το γιο της. Αποκοιμήθηκε γρήγορα, βουλιάζοντας σ’ ένα βαθύ και δίχως όνειρα ύπνο. Στον Πειραιά ανέβηκαν λαθραία στο πλοίο κι άλλοι επιβάτες, της πείνας και της συμφοράς κι αυτοί. Χρειάστηκε να στριμωχτούν ακόμα πιο πολύ, να ξαναζήσουν κι άλλα κλάματα, κι άλλους οδυρμούς. Ένας μουσικός, για να τους δώσει κουράγιο, πήρε τη λύρα του και ξεκίνησε ένα μακρόσυρτο θλιβερό σκοπό, το τραγούδι του θάρρους και της απελπισίας, που όλοι το ήξεραν τόσο καλά, ώστε ένωσαν τις φωνές τους με τη δική του και τον συνόδεψαν με βαριά καρδιά. 14
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
d
Η συνάντηση
Κ
ι ενώ το πλοίο όργωνε το ανοιχτό πέλαγος αφήνοντας πίσω του αφρισμένα αυλάκια, η Καλλιόπη ταξίδευε στα νερά της θύμησης, θέλοντας να ξεφύγει από τούτη την κόλαση που ζούσε. Έφερνε στο νου της αναμνήσεις γεμάτες αναθυμιάσεις πάθους κι ευτυχίας, έντονης κι άγριας σαν τα βράχια των βουνών που μόλις είχε εγκαταλείψει. Πού να ’χε φανταστεί πως εκείνο τ’ ανοιξιάτικο δειλινό, ίδιο κι απαράλλαχτο με όλα τ’ άλλα της ταπεινής της ύπαρξης, θα ξεκίναγε γι’ αυτήν η μεγάλη περιπέτεια του έρωτα και της ζωής... Γυρνούσε απ’ τα χωράφια, την ώρα που οι στερνές αχτίδες του ήλιου ξεχύνονταν απαλά χαϊδεύοντας τις βουνοκορφές πριν σβήσουν και στέλνοντας στη μέρα τον τελευταίο τους χαιρετισμό. Το γαϊδουράκι της προχωρούσε αργά και με δυσκολία στις πέτρες, σηκώνοντας πίσω του ένα συννεφάκι από άσπρη σκόνη που έμοιαζε με σκανταλιάρικο ξωτικό. Εκείνη είχε αφεθεί νωχελικά στην αγκαλιά της 15
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 16
ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ
άνοιξης που είχε μπει για τα καλά, όταν διέκρινε από μακριά δυο θολές φιγούρες να πλησιάζουν. «Τα παλικάρια θα να ’ναι. Θα πήγαν τα μιαρά για πότισμα στην πηγή», σκέφτηκε. Αγνάντεψε περήφανα τα κάτασπρα και βραχώδη βουνά ολόγυρά της, αυτά τα βουνά που κανένας Τούρκος δεν κατάφερε ποτέ να διαβεί. Ο κλοιός των άγονων και φαλακρών κορυφών τους τους είχε βέβαια προστατέψει απ’ τον εχθρό καθ’ όλη τη διάρκεια του ατέλειωτου οθωμανικού ζυγού, αλλά, απ’ την άλλη, τους είχε καταδικάσει να ζουν πενιχρά κι αποκλεισμένοι απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Κάθε μέρα που περνούσε οι συγχωριανοί της έδιναν αδυσώπητη μάχη με τη φύση. Έπρεπε να πολεμήσουν ενάντια στην τσουχτερή παγωνιά του χειμώνα, στις καταρρακτώδεις βροχές της άνοιξης, στην αφόρητη ζέστη και ξεραΐλα του καλοκαιριού, να παλέψουν με την ίδια τους τη στέρφα και καχεκτική γη... Η ζωή ήταν άθλια, σκληρή, σκέτο μαρτύριο, αλλά χάρη σ’ αυτά τα βουνά είχαν τουλάχιστον καταφέρει να περισώσουν την κρητική τους υπερηφάνεια. Οι δυο άντρες εμφανίστηκαν, κοντά της πλέον, αφού διέσχισαν την καμπύλη της πλαγιάς μέσα από το ραχιτικό δάσος. Η Καλλιόπη αναγνώρισε τότε το γαμπρό της, τον «Πράσινο», απ’ το πράσινο γιλέκο που φορούσε με καμάρι χειμώνα-καλοκαίρι, στο οποίο χρωστούσε και το παρατσούκλι του. Το παλικάρι δίπλα του δεν το ’χε ξαναδεί. «Ποιος να ’ναι τούτοσες;» αναρωτήθηκε όταν την πλη16
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 17
Η αγριλιά
σίασαν και τους κοίταξε από κοντά. «Κρητικός μια φορά δεν είναι», σκέφτηκε θωρώντας τη φορεσιά του. «Ίντα γυρεύει επαέ;» «Καλώς όρισες, Καλλιόπη!» της φώναξε ο Πράσινος χαρούμενος. «Καλώς σας βρήκα!» απάντησε εκείνη. «Πότε ’ρθες;» «Οψαργάς». «Ίντα κάνουν στο Κάστελλο;» «Καλά ’ναι, μα σας πεθυμήσαμε τούτονε το χειμώνα. Στην πηγή ’σουνα;» «Ίντα να ’καμα; Η ξεραΐλα μας έφαγε επαέ και τα μιαρά πεινάγανε». Με λίγα λόγια, ο Πράσινος της εξιστόρησε όλα τα νέα του χωριού. Μαύρο χειμώνα πέρασαν, με την πείνα να θερίζει και τα κοπάδια ν’ αποδεκατίζονται. «Ίντα να κάνομε;» απάντησε η Καλλιόπη με θάρρος. «Θα τις παλέψουμε και τούτες τις συμφορές που μας έστειλε ο Θεός. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια. Σε τούτονε τον τόπο, για να ζεις πρέπει να ’σαι πιο σκληρός κι απ’ τα χαράκια». Ο ξένος ένιωσε δίπλα του το κορμί της να τσιτώνεται σαν αίλουρος, πανέτοιμο ν’ αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής. «Τι κοπέλα είναι τούτη!» σκέφτηκε εντυπωσιασμένος. «Δεν είναι σαν τις άλλες... Και κοίτα ομορφιά που την έχει κιόλας!» 17
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 18
ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ
«Λιγοστοί ’ναι οι άντρες που ’πομείνανε στο χωριό για τα χωράφια και τα μιαρά», συνέχισε αναστενάζοντας ο Πράσινος. «Και τα θηλυκά; Θες να πεις πως τεμπελιάζουν και πως φοβούνται τη δουλειά;» αναπήδησε η Καλλιόπη, έτοιμη ν’ ανάψει. «Δεν είπα γω τέτοιο πράμα. Μα τσ’ έχει φαωμένες ο καημός για τσ’ άντρες και τα κοπέλια που χαθήκανε». Κι ενώ η Καλλιόπη κουβέντιαζε με τον Πράσινο, ο ξένος βρήκε την ευκαιρία να την καλοεξετάσει. Πρόσεξε το πεισματάρικο, τυπικά κρητικό πρόσωπό της, στεφανωμένο από μαλλιά κατάμαυρα σαν τον έβενο, πρόχειρα μαζεμένα στην κορφή του κεφαλιού σ’ έναν κότσο, απ’ όπου ξέφευγαν ανέμελα ατίθασα τσουλούφια, και, εξερευνώντας τα μεγάλα και φλογερά, μαύρα της μάτια, διέκρινε την απτόητη δύναμη κι αποφασιστικότητα που έκρυβε μέσα της. Η Καλλιόπη έπιασε ξαφνικά το λάγνο βλέμμα του να την περιεργάζεται ξεδιάντροπα. Ταράχτηκε και όλο της το κορμί άρχισε να πάλλεται παράξενα. Μόνον ο Πράσινος δεν κατάλαβε τίποτα, τσακισμένος καθώς ήταν απ’ την κούραση. Τα χρυσοκάστανα μάτια του ξένου σπινθηροβολούσαν όλο ζωντάνια και πονηράδα. Τα σαρκώδη χείλη του της χαμογελούσαν αλαζονικά, σα να την περιφρονούσαν. Ήθελε να την προκαλέσει άραγε ή να τη σαγηνέψει; Δεν είχε λοιπόν τσίπα πάνω του; Ή μήπως δε γνώριζε τι σημαίνει 18
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 19
Η αγριλιά
τιμή για μια Κρητικιά; Αν ήθελε, θα μπορούσε να τον κάνει να πληρώσει γι’ αυτό του το θράσος και με τη ζωή του ακόμη! Η Καλλιόπη ένιωσε να γίνεται κατακόκκινη μπροστά στο εξονυχιστικό βλέμμα του ξένου που την ανίχνευε αδιάκριτα. Μες στην ταραχή της, είχε πάψει ν’ ακούει τα λόγια του Πράσινου, ο οποίος έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα όταν την είδε να καλπάζει ξαφνικά σαν κυνηγημένη, χωρίς καλά καλά να τον αποχαιρετήσει. «Έλα, Θε μου! Ίντα την έπιασε στα καλά καθούμενα;» είπε τρίζοντας τα δόντια του. Ο ξένος έβαλε τα γέλια και του είπε: «Εμένα σκιάχτηκε θαρρώ! Αγρίμι σκέτο η κοπελιά!» «Ετσά ’ναι οι δικές μας οι κοπελιές! Με τέτοια ζωή που περνούνε γίνονται αγρίμια σαν τα κρι-κρι πάνω στον Ψηλορείτη». Σκυμμένος πάνω απ’ το λαιμό του αλόγου του και χαϊδεύοντάς το απ’ αφηρημάδα, ο ξένος ρώτησε ξάφνου: «Πώς το λεν λοιπόν τ’ αγρίμι τούτο; Έχει ομορφάδα, μα το Θεό...» «Πρόσεχε τα λόγια σου, Νικολή! Ξεχνάς, φαίνεται, πως εδώ ’ναι τα Σφακιά...» «Συχώρα με, δεν ήθελα να πω κακό. Να την πάρω γυναίκα μου θέλω μόνο», φώναξε και, σπιρουνιάζοντας τ’ άλογό του, άρχισε να καλπάζει για να κρύψει την ταραχή του. Ο Πράσινος βάλθηκε να τον προφτάσει, φωνάζοντας απειλητικά: 19
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 20
ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ
«Ε! Δε χωρατεύομε ετσά με τσι κοπελιές μας επαέ! Αν δεν ήσουνα ξένος, θα σ’ είχα κιόλας σφαμένο με τα χέρια μου!» «Μην αγριεύεις, αδερφέ!» απάντησε ο Νικόλας. «Έχω καλό σκοπό. Αλήθεια, θέλω να την πάρω γυναίκα μου. Πες μου από ποιον να τη ζητήσω, κι απόψε κιόλας θα πάω να τον βρω. Μετά απ’ όσα περάσαμε αντάμα τούτον τον καιρό, δεν μπορείς να μη μου κάνεις το χατίρι», προσπάθησε να τον καλοπιάσει. «Πες του κι εσύ καμιά κουβέντα να μου τη δώσει, κι εγώ θα σε κάνω κουμπάρο!» Ο Πράσινος έβαλε τα γέλια. «Από μένα πρέπει να τηνε ζητήσεις, αφού ’ναι κουνιάδα μου! Απόμεινε ορφανή από μικρή κι από τότεσε μια μένει με μένα και τη γυναίκα μου και μια με τα μεγάλα της τ’ αδέρφια, στο Κάστελλο, πίσω απ’ τα βουνά. Γι’ αυτό τη θωρείς πρώτη φορά επαέ». Ο Πράσινος συνέχισε να γελάει. «Για δες λοιπόν ίντα σε φυλά το ριζικό! Πού να πάει ο νους μου! Χα, χα, χα! Καλό και τούτο! Του κατέβασε η κούτρα του να πάρει για γυναίκα την κουνιάδα μου!» «Μπας κι είναι ταγμένη σ’ άλλονε; Πε μου λοιπόν, αντί να γελάς σαν παλαβός!» του φώναξε ο Νικόλας θυμωμένος με τ’ ασταμάτητα γέλια του Πράσινου. «Μα την Παναγιά!» είπε ο Πράσινος σκουπίζοντας το πρόσωπό του με την άκρη του γιλέκου του. «Αν δε σ’ ήξερα, θα σε πέρναγα για κουζουλό ή γι’ αλλοπαρμένο! Άκου 20
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 21
Η αγριλιά
να δεις! Μια ολιά την είδες μονάχα και θες να την πάρεις γυναίκα σου; Και φοβάσαι κιόλα μην και την έχουμε τάξει σ’ άλλονε και τη χάσεις! Ίντ’ άλλο θα ακούσω από σένα, αδερφέ μου!» Χτύπησε με την παλάμη το μπούτι του και κοίταξε τον Νικόλα πολλή ώρα κατάματα, όλος απορία. «Δεν καταλαβαίνεις, ε;» άναψε τότε ο Νικόλας. «Αλλά... εδώ δεν καταλαβαίνω ούτ’ εγώ τι μου συμβαίνει», συνέχισε μετά σαστισμένος. «Πε μου εσύ, φίλε κι αδερφέ μου, πιστεύεις στον έρωτα τον ξαφνικό; Στον έρωτα που σε γραπώνει εκεί που δεν το περιμένεις και σου μπήγει το μαχαίρι στην καρδιά;» «Δε κατέω γω από έρωτες...» έκανε αόριστα ο Πράσινος. «Πώς να σ’ το πω! Απ’ την ώρα που την είδα, κατάλαβα πως τούτην έψαχνα να βρω στη ζωή μου. Η ψυχή μου σα να τη γνώριζε κι άρχισε να φτερουγίζει μέσα μου σαν τρελή. Να, βάλ’ εδώ το χέρι σου, αν δε με πιστεύεις, να δεις πώς χτυπά ακόμα η καρδιά μου! Ποτέ σου δεν ένιωσες εσύ τέτοιαν αντάρα λοιπόν, τέτοιον αγέρα να σου παίρνει τα μυαλά;» Ο Πράσινος τον κοίταζε σα χαμένος, ξύνοντας το κεφάλι του. «Δε λέω πως πας να με γελάσεις, Νικολή, αλλά...» «Μπας και δε με θες για γαμπρό σου;» τον ρώτησε ο Νικόλας, κλείνοντάς του πονηρά το μάτι. 21
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 22
ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ
«Γιάντα να μη σε θέλω; Τιμή μου θα ’ναι να μπάσω ένα τέτοιο παλικάρι στη φαμίλια. Είσαι θεόμουρλος, μα τον Χριστό, αλλά δεν ξέρω άλλον που να ’ναι αντρίκειος και δουλευταράς σαν και σένα. Κοπέλια σαν και του λόγου σου τα θέλουμε, και στη φαμίλια και στο χωριό...» «Λοιπόν, κόλλα το!» είπε δυνατά ο Νικόλας δίνοντας το χέρι του στον Πράσινο, που το πήρε και το έσφιξε με όλη του τη δύναμη, κοιτάζοντάς τον μες στα μάτια. «Έλα απόψε να σου κάμω το τραπέζι. Θα πιούμε και ρακή, να το γιορτάσουμε! Αλλά, να το πω πρώτα στη γυναίκα μου. Να δω πώς θα της το φέρω. Βλέπεις, δεν είσαι ντόπιος και...» μάσησε τα λόγια του ο Πράσινος. «Ορκίσου πως θα κάνεις ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου», τον πίεσε ο Νικόλας όλος αγωνία. «Έχεις το λόγο μου, αδερφέ».
d Με την κουβέντα, είχαν κιόλας κατέβει τον πέτρινο λόφο που τους έκρυβε ως τώρα τη θέα του χωριού. Άξαφνα το βλέμμα τους αγκάλιασε τη μικρή, χλοερή κοιλάδα, πραγματική όαση μετά από τα ατέλειωτα και κουραστικά μονοπάτια των άγονων και γυμνών σα φαλακρά κρανία βουνών. Η Ασκίφου, μικρό χωριουδάκι χτισμένο μέσα στις ελιές, πρόβαλε τέλος μπροστά τους κατάλευκη. Οι δυο άντρες συνέχιζαν το δρόμο τους σιωπηλοί· ο Νικόλας απολαμβάνοντας ξανά την ολοζώντανη ακόμα θύμηση της ατίθασης 22
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 23
Η αγριλιά
Κρητικιάς με το φλογερό και διαπεραστικό βλέμμα, ενώ ο Πράσινος σκεφτόταν πώς θ’ αντιμετώπιζε τις φωνές της γυναίκας του, όταν αυτή θα μάθαινε πως η αδερφή της θα ’παιρνε έναν ξένο, με τη συγκατάθεση μάλιστα του άντρα της. Φτάνοντας στο χωριό, οι δυο άντρες χωρίστηκαν δίχως να πουν λέξη. Ο Πράσινος τράβηξε κατευθείαν για το σπίτι του και από μακριά είδε τη γυναίκα του να καταγίνεται ακόμα με τον κήπο. Ξερόβηξε και είπε μέσα απ’ τα δόντια του: «Θα τη διαολοστείλω, άμα κάνει τη δύσκολη! Γυναίκα που βρήκα κι εγώ να πάρω! Τόσες και τόσες μου προξένεψαν, έμορφες, με τις στρογγυλάδες τους, κι εγώ πήγα και φορτώθηκα τούτη την ξερακιανή στρίγγλα, που ούτε γιο δεν κατάφερε να μου κάνει τόσα χρόνια! Ανάθεμά την! Κουβέντα μονάχα να μην πει για τούτον το γάμο... Ας ανοίξει το στόμα τση και θα τση δείξω εγώ!» έβρισε μεσά του με άγρια διάθεση. «Α! Καλώς τονε!» τον υποδέχτηκε η Άννα, ανασηκώνοντας με δυσκολία το κορμί της. Σκούπισε στην ποδιά της τα λερωμένα από το χώμα χέρια της και σύρθηκε στο φτωχικό τους, λίγα μέτρα παρακάτω. «Να σου βάλω να φας, θα ψοφάς απ’ την πείνα». Μπήκε στο στενό εσωτερικό του σπιτιού τους κι ετοιμαζόταν ταπεινά να σερβίρει το φαγητό, όταν ο Πράσινος της έκανε νόημα να σταματήσει. 23
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 24
ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ
«Έλα κάτσε επαέ μου, γυναίκα. Έχω να σου πω». «Θε μου! Ίντα ’γινε, Πράσινε;» ρώτησε εκείνη με μέτωπο χαραγμένο από ρυτίδες αγωνίας. «Πράμα, δόξα τω Θεώ!» απάντησε ο Πράσινος και σταυροκοπήθηκε. «Ίσα ίσα, τα μαντάτα που σου φέρνω είναι καλά...» «Άλλα μου δείχνουν τα μάτια σου!» Μπήκε κι η Καλλιόπη εκείνη τη στιγμή στο σπίτι, κουβαλώντας προσεκτικά ένα μεγάλο κάδο με κατσικίσιο γάλα, ακόμη αχνιστό. «Καλλιόπη, σίμωσε», της φώναξε ο Πράσινος. «Αφουγκράσου και του λόγου σου για τα μαντάτα που ’χω». Η Καλλιόπη τον κοίταξε έκπληκτη στα μάτια και μετά γύρισε με απορία στην αδερφή της. Η Αννα ανασήκωσε τα φρύδια, θέλοντας να της δείξει πως ούτε κι εκείνη ήξερε τίποτα ακόμα. Ακουμπώντας τον κάδο με το γάλα χωρίς μιλιά, η Καλλιόπη ήρθε και κάθισε στο σκαμνί κοντά στη θράκα, παραχωρώντας από σεβασμό τις καρέκλες στην αδερφή της και στο γαμπρό της. Ο Πράσινος δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει. Για να κερδίσει λίγο χρόνο, άρχισε να γεμίζει αργά την πίπα του, πήρε ένα κάρβουνο απ’ τη φωτιά, την άναψε και τέλος βάλθηκε να ρουφάει με μανία τον καπνό, λες κι έτσι θα του έβγαιναν πιο εύκολα οι κουβέντες. Εκείνες περίμεναν υπομονετικά και σιωπηλά, με κατεβασμένο το κεφάλι, βράζοντας μεσά τους από φόβο κι αγωνία. 24
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 25
Η αγριλιά
Τι καλό νέο μπορούσε να ’χει να τους πει, έτσι που τον έβλεπαν να ξεφυσάει; Άλλωστε, σε τούτη τη γωνιά της Κρήτης, τίποτα καλό δε συνέβαινε ποτέ... «Λοιπόν», άρχισε ο Πράσινος, «η Καλλιόπη τα ’κλεισε τα δεκαπέντε. Ήρθε η ώρα τση να παντρευτεί θαρρώ. Μου τηνε ζητήσανε κιόλας», είπε γυρνώντας προς τη γυναίκα του, που ζάρωσε αμέσως τα φρύδια της. «Είναι καλό παλικάρι», βιάστηκε να συνεχίσει, «γενναίο κι εργατικό, όλο ζωντάνια. Δυνατό σα βράχος. Λίγα τέτοια κοπέλια έχουνε ’πομείνει πια στο χωριό μας. Θα βοηθήσει να οργώσουμε τα χωράφια μας, να δούμε κι εμείς άσπρη μέρα. Δεν τα βγάζω πέρα μοναχός μου. Δεν είναι ζωή τούτηνα που κάνομε, μες στη φτώχεια και την πείνα κάθε χειμώνα. Κατάρα είναι». Η Καλλιόπη, ταραγμένη, δεν έβγαζε μιλιά. Ο λαιμός της είχε δεθεί κόμπο. Ήρθε λοιπόν η ώρα της να πάρει άντρα! Όπως και να το κάνεις, για τον Πράσινο ήταν ένα στόμα παραπάνω να θρέψει, γι’ αυτό κι εκείνη σκοτωνόταν στη δουλειά μέρα νύχτα, για να το βγάζει άξια το μερτικό της στο φαΐ... «Και ποιος τηνε ζήτησε λοιπόν; Μυστικό τονε κρατάς;» ρώτησε η Άννα καχύποπτη. «Είναι ο αδερφικός μου φίλος, ο Νικολής ο Κουλιού...» «Ίντα κουβέντες είν’ αυτέσες που ξεστομίζεις, καταραμένε;» άρχισε να ωρύεται έξαλλη η Άννα. «Θες να δώσεις σε ξένο την αδερφή μου; Σε βάρεσε η άνοιξη στην κεφαλή θαρρώ! Το αίμα μιας Κανιαδάκη, που οι παππούδες της 25
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 26
ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ
πολέμησαν όλη τους τη ζωή για να μείνει η Κρήτη μας λεύτερη και καθαρή, θες εδά ν’ ανακατώσεις με το αίμα αυτωνών των μπασταρδεμένων; Αυτοί ζούσανε και κοιμούντανε με τους Τούρκους! Τα ’χασες τα λογικά σου, κακομοίρη μου!» Ο Πράσινος περίμενε υπομονετικά να κοπάσει η θύελλα. Ακούγοντας το μαντάτο, η Καλλιόπη ένιωσε ένα γλυκό τρέμουλο να διαπερνά τα σωθικά της, ίδιο μ’ εκείνο που την είχε συγκλονίσει μια ώρα νωρίτερα, σαν κατάλαβε το επίμονο ενδιαφέρον του ξένου για χάρη της. Η συγκίνηση τη γέμιζε χαρά αλλά και φόβο μαζί. Φοβόταν, γιατί δε γνώριζε το λόγο που αισθανόταν έτσι. Τον μάντευε όμως κι ένιωθε πως ήταν μεγάλη αμαρτία να σκέφτεται έναν άντρα με τέτοια λαχτάρα. Αλλά ξεσυνερίστηκε τον άκρατο θυμό της αδερφής της, κι άρχισε κι αυτή σιγά σιγά ν’ ανάβει. Σα Σφακιανή, ξεσηκώθηκε γιατί προσβλήθηκε η τιμή της. Μα σα γυναίκα που ήταν, έπιασε τον εαυτό της στο βάθος να καμαρώνει. «Εγώ ’μαι Κρητικιά απ’ τα Σφακιά», δήλωσε. «Αν δεν πάρω άντρα Σφακιανό, καλύτερα να ποθάνω!» «Πες τα, αδερφούλα μου! Αχ και να σ’ άκουγαν οι παππούδες μας, περήφανοι που θα ’σαν για σε». «Πάψτε πια, κοκορόμυαλες!» φώναξε αυστηρά ο Πράσινος, κάνοντάς τες να σταματήσουν κάθε κουβέντα. «Τον ξέρω καλά τον Νικολή, είναι φίλος μου. Τον άκουσα εγώ στο νυχτέρι να λέει, με την καρδιά σφιγμένη και με δάκρυα 26
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 27
Η αγριλιά
στα μάτια, πώς πολέμαγε τους Τούρκους εκεί κάτω στη Μικρασία. Μην τονε κατηγοράτε χωρίς να ξέρετε λοιπόν. Τονε διώξανε απ’ τον τόπο του, έχασε το βιος του, βιάσανε και σφάξανε τις αδερφάδες του. Τα ’χασε όλα, πατρίδα, σπίτι, γης και πλούτη...» Κατάλαβε πως η φλόγα του θυμού τους άρχισε να σβήνει. Κι οι χειρότεροι ακόμα εχθροί γίνονταν ένα μονομιάς κι ένωναν τις ψυχές τους, όταν άναβε το μίσος τους για τους Τούρκους. «Λαχταρά να γενεί δικός μας», συνέχισε. «Ψάχνει γι’ άλλη πατρίδα. Ταιριάζει στη φάρα μας, είναι και του λόγου του άφοβος και δεν κάνει πίσω σε πράμα. Όσο για την καρδιά του, χρυσάφι. Όλο τον κόσμο βοηθά. Κι είναι και γραμματιζούμενος. Ξέρει να γράφει και να διαβάζει». «Δεν κάνεις την πέτρα να βγάλει χορτάρι με τα γράμματα!» του απάντησε η Άννα. «Οι αγράμματοι δεν προκόβουν στη ζωή, στενόμυαλη. Πρώτα ο Θεός, τα παιδιά τους με τέτοιο πατέρα δε βλέπω να ξοδέψουνε το βιος τους στα ξεροχώραφα, σαν του λόγου μας». Κατάλαβε πως σιγά σιγά η Άννα υποχωρούσε. «Για πε μου, πούθε την είδε την αδερφή μου;» «Στο δρόμο την είδε, τώρα που γυρνάγαμε απ’ την πηγή και κουζουλάθηκε. Πώς να σ’ το πω; Του πήρε την καρδιά, την ψυχή, το λογικό. Την αγαπάει λέει», είπε ο Πράσινος μισοχαμογελώντας μαλακωμένος. 27
LOPINO_AGRILIA sel_Final_Layout 1 27/05/2013 2:06 ΜΜ Page 28
ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ
«Φούμαρα!» τον αποπήρε η γυναίκα του. «Δε στήνεις σπιτικό και φαμίλια με τον έρωτα!» «Μ’ αγαπά», σκεφτόταν περήφανα η Καλλιόπη. «Εμέ διάλεξε μέσα απ’ όλες». Πώς έγινε στ’ αλήθεια κι ένας τόσο ωραίος άντρας πρόσεξε εκείνη, μια μικρή κι ασήμαντη χωριατοπούλα; Ένας πολυταξιδεμένος που ’χε δει του κόσμου τις κοπέλες, ντυμένες με τα καλύτερα φορέματα. Ένας γραμματιζούμενος, τέλος πάντων! Αλλά και πάλι, τι μ’ αυτό; Έπρεπε ν’ αφήσει να τη θαμπώσει ένας προδότης, ένας Τουρκομπάσταρδος; Τις σκέψεις της σταμάτησε ο Πράσινος σαν τους είπε πως κάλεσε τον Νικολή. «Σηκωθείτε να κάνετε και κανένα σκαλτσούνι να τον τρατάρουμε», τους φώναξε. Η Άννα σηκώθηκε μουρμουρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια της, ενώ η Καλλιόπη έμεινε να ονειροπολεί εκεί μπροστά στη θράκα. «Μ’ αγαπά, μ’ αγαπά! Θεέ μου Πανάγαθε, βοήθα με και συχώρα με», έλεγε και ξανάλεγε τρισευτυχισμένη, για να τα βάλει με τον εαυτό της αμέσως μετά: «Τι πράμα; Εγώ, μια Σφακιανή, να πάρω γι’ άντρα μου έναν ξένο, έναν Τουρκομπάσταρδο! Ποτέ!» Διχασμένη και ταραγμένη όπως ήταν ακόμα, έτρεξε δίχως άλλο να ετοιμαστεί. Έβαλε το πιο όμορφο της μπούστο, αυτό που μόλις είχε κεντήσει, χτένισε για πολλή ώρα τα μαλλιά της με μια χτένα από ξύλο ελιάς και έριξε ανάμε28