Κόρμακ ΜακΚάρθυ - Ματωμένος μεσημβρινός

Page 1

MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 3

ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚΚΑΡΘΥ

ματωμενοσ μεσημβρινοσ ‘Η ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ ΣΤΗ ΔΥΣΗ

h

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 4

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Cormac McCarthy, Blood Meridian © ©

Copyright 1985 by Cormac McCarthy Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2010

Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5246-7


MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 5

Ο συγγραφέας θα ήθελε να ευχαριστήσει το Ίδρυμα Λίντχερστ, το Ίδρυμα Τζον Σάιμον Γκούγκενχαϊμ, και το Ίδρυμα Τζον Ντ. και Κάθριν Τ. ΜακΆρθουρ. Ευχαριστεί επίσης τον Άλμπερτ Έρσκιν, επιμελητή του από εικοσαετίας.


MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 6


MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 7

«Οι ιδέες σας προκαλούν τρόμο και οι ψυχές σας είναι αδύναμες. Η συμπόνια και η σκληρότητά σας είναι παράλογες, πράξεις χωρίς ίχνος ψυχικής γαλήνης, σαν παρορμήσεις ακαταμάχητες. Τέλος, φοβάστε ολοένα και περισσότερο το αίμα. Το αίμα και το χρόνο». ΠΟΛ ΒΑΛΕΡΙ

«Είναι σφαλερή η πεποίθηση ότι η ζωή του σκότους είναι βυθισμένη στη δυστυχία, χαμένη σαν από λύπη βαθιά. Δεν υφίσταται λύπη βαθιά. Διότι η λύπη είναι κάτι που καταπίνεται με το θάνατο, και ο θάνατος, και η πορεία προς αυτόν, είναι η αληθινή ζωή του σκότους». ΤΖΕΪΚΟΜΠ ΜΠΟΕΜ

«Ο Κλαρκ, επικεφαλής της περσινής αποστολής στην περιοχή Αφάρ της βόρειας Αιθιοπίας, και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ Τιμ Ντ. Γουάιτ υποστηρίζουν αμφότεροι πως επαναληπτικές μελέτες ενός κρανίου ηλικίας 300.000 ετών που είχε βρεθεί παλαιότερα στην ίδια περιοχή φέρει σημάδια εκδοράς».

The Yuma Daily Sun, 13 Ιουνίου 1982


MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 8


MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 9

Ι Παιδικά χρόνια στο Τενεσί – Το σκάει απ’ το σπίτι – Νέα Ορλεάνη – Καβγάδες – Τραυματίζεται από πυροβολισμό – Προς Γκάλβεστον – Νακογκντότσες – Ο αιδεσιμότατος Γκριν – Ο δικαστής Χόλντεν – Συμπλοκή – Τόουντβαϊν – Εμπρησμός του ξενοδοχείου – Απόδραση

Δ

Είναι χλωμό κι αδύνατο, φοράει ένα ψιλό και κουρελιασμένο λινό πουκάμισο. Συνδαυλίζει τη θράκα της κουζίνας. Έξω κείτονται σκοτεινά σκαμμένα χωράφια με κουρέλια χιονιού και σκοτεινότερα δάση στο βάθος που τα λυμαίνονται ακόμα κάτι λύκοι που ’χουν απομείνει. Το σόι του είναι γνωστό για τους πελεκητές και τους ανιχνευτές νερού, μα στην πραγματικότητα ο πατέρας του έχει κάνει δάσκαλος. Κείτεται μες στο πιοτί, μνημονεύει στίχους ποιητών που τα ονόματά τους έχουν πια χαθεί. Το αγόρι λουφάζει πλάι στη φωτιά και τον παρατηρεί. Η νύχτα που γεννήθηκες. Το τριάντα τρία. Νύχτα των Λεοντιδών τη λέγανε. Και πέφταν τ’ αστέρια, Θεέ μου, σαν βροχή. Εγώ έψαχνα με το μάτι τη μαυρίλα, τρύπες στα ουράνια. Την Άρκτο. Η μάνα, νεκρή εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, είχε επωάσει στο μαστό της το πλάσμα που θα ’παιρνε το πτώμα της στην πλάτη. Ο πατέρας δε λέει τ’ όνομά της ποτέ, το παιδί δεν το ξέρει καν. Έχει μια αδελφή σ’ αυτό τον κόσμο που δε θα την ξαναδεί ποτέ. Παρατηρεί, χλωμό κι άλουστο. Δεν ξέρει μήτε γραφή μήτε ανάγνωση κι εντός του σιγοβράζει ήδη μια αδυναμία στην άσκεφτη βία. Η ιστορία ολάκαιρη παρούσα σε τούτη την όψη, το παιδί ο πατέρας του ανθρώπου. Στα δεκατέσσερα το σκάει. Δε θα ξαναδεί ποτέ το παγερό

9

είτε το παιδί.


10

MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 10

κουζινόσπιτο στο σκοτάδι πριν φέξει. Τα καυσόξυλα, τις λεκάνες. Περιπλανιέται δυτικά ίσαμε το Μέμφις, ένας μοναχικός μετανάστης στο επίπεδο ποιμενικό τοπίο. Μαύροι στα χωράφια, σκυφτοί και λιπόσαρκοι, τα δάχτυλά τους σαν αράχνες μες στις κάψες του βαμβακιού. Οδύνη βαθιά σε μια σκιά του κήπου. Κόντρα στην κατάβαση του ήλιου μορφές προχωρούν στο αργοκίνητο σούρουπο με φόντο έναν ουρανό σαν χαρτί. Ένας μελαψός χωρικός που κυνηγάει μουλάρι και σβάρνα κάτω στη δαρμένη απ’ τη βροχή χαμηλοράχη προς τη νύχτα. Ένα χρόνο μετά βρίσκεται στο Σεντ Λιούις. Πηγαίνει στη Νέα Ορλεάνη με μια μεγάλη βάρκα. Σαράντα δύο μέρες στο ποτάμι. Τα βράδια τα ατμόπλοια σφυρίζουν και περνάνε σέρνοντας μέσα απ’ τα μαύρα νερά φωταγωγημένα σαν πλεούμενες πόλεις. Σπάνε τη βάρκα και πουλάνε την ξυλεία κι αυτός τριγυρνάει στους δρόμους κι ακούει γλώσσες πρωτάκουστες. Μένει σ’ ένα καμαράκι πάνω από μια αυλή και πίσω από ένα ταβερνείο και τα βράδια κατεβαίνει σαν θεριό παραμυθιού να πιαστεί στα χέρια με τους ναύτες. Δεν είναι μεγαλόσωμος αλλά έχει φαρδιούς καρπούς, μεγάλα χέρια. Οι ώμοι του στενοί, δεμένοι. Το παιδικό μούτρο περιέργως απείραχτο κάτω απ’ τις ουλές, τα μάτια παραδόξως αθώα. Δέρνονται με μπουνιές, με κλοτσιές, με μπουκάλια ή με μαχαίρια. Όλες οι ράτσες, όλες οι σπορές. Άντρες που η φωνή τους ηχεί σαν το μουγκρητό των πιθήκων. Άντρες από χώρες τόσο μακρινές κι αλλόκοτες που στέκοντας από πάνω τους όπως κείτονται στις λάσπες αιμορραγώντας νιώθει πως παίρνει εκδίκηση για την ίδια την ανθρωπότητα. Μια νύχτα ένας Μαλτέζος λοστρόμος τον πυροβολεί στην πλάτη μ’ ένα μικρό πιστόλι. Γυρνώντας να τα βάλει με τον τύπο τρώει κι άλλη σφαίρα κάτω ακριβώς απ’ την καρδιά. Ο τύπος το βάζει στα πόδια κι αυτός γέρνει στην μπάρα με το αίμα να κυλάει απ’ το πουκάμισό του. Οι άλλοι αποστρέφουνε το βλέμμα. Μετά από λίγο κάθεται κατάχαμα. Κείτεται σ’ ένα ράντζο στο καμαράκι του πρώτου δυο βδομάδες, με την ταβερνιάρισσα να τον γιατροπορεύει. Του φέρνει να φάει, του αδειάζει τους κουβάδες. Γυναίκα αγριωπή στην όψη με κορμί λαμπάδα, σαν αντρικό. Ώσπου να γιάνει δεν του ’χουν


μείνει λεφτά να την πληρώσει και φεύγει νύχτα και κοιμάται στην ακροποταμιά μέχρι να βρει βαπόρι που να τον θέλει. Το βαπόρι πάει Τέξας. Τώρα μόνο το παιδί απεκδύεται όλων όσα συνέβησαν. Η καταγωγή του γίνεται απόμακρη σαν το πεπρωμένο του και ποτέ ξανά σ’ όλο το γύρισμα του κόσμου δε θα ξαναφανούν εδάφη τόσο άγρια και βάρβαρα που δοκιμάζουν κατά πόσον η ύλη της Δημιουργίας μπορεί να πάρει το σχήμα της από τη θέληση του ανθρώπου ή αν η καρδιά του δεν είναι κι αυτή ένα αλλιώτικο είδος πηλού. Οι επιβάτες μαζεμένοι. Τα μάτια τους κλουβιά και κανείς δε ρωτάει το διπλανό του πώς και βρέθηκε εδώ πέρα. Κοιμάται στο κατάστρωμα, προσκυνητής κι αυτός μες στους πολλούς. Κοιτάει τη θολή ακτή να κυματίζει. Τεφρά θαλασσοπούλια κιαλάρουν. Πελεκάνοι πετούν παραλιακά πάνω απ’ τα γκρίζα κύματα. Αποβιβάζονται σε μια φορτηγίδα, άποικοι με το βιος τους, που όλοι τους περιεργάζονται τη χαμηλή ακτή, τη λεπτή καμπή από άμμο και ξερόθαμνα και πεύκα που κολυμπάνε στο σύθαμπο. Γυρνάει στα στενοσόκακα του λιμανιού. Ο αέρας μυρίζει αρμύρα και φρεσκοκομμένη ξυλεία. Τα βράδια πόρνες του φωνάζουν μέσα απ’ τα σκοτάδια σαν ψυχές στερημένες. Μια βδομάδα και να τον πάλι στο δρόμο, κάτι δολάρια που ’βαλε στο πουγκί του, να βαδίζει στους αμμουδερούς δρόμους της νότιας βραδιάς μοναχός του, με τα χέρια σφιγμένα στις βαμβακερές τσέπες του φτηνού του σακακιού. Χωμάτινα μονοπάτια μέσα απ’ το έλος. Ερωδιοί στις φωλιές τους άσπροι σαν κεριά μες στα βρύα. Ο άνεμος έχει μιαν άγρια αψάδα και καλπάζοντας στο πλάι του δρόμου αφήνει χαμό στο κατόπι του, στα νυχτωμένα χωράφια. Πηγαίνει προς βορρά περνώντας από μικρούς καταυλισμούς και φάρμες, βγάζοντας κάνα μεροκάματο. Βλέπει έναν πατροκτόνο κρεμασμένο στο σταυροδρόμι ενός μικρού χωριού και τους φίλους του να τρέχουν και να τον τραβάνε απ’ τα ποδάρια κι αυτός κρέμεται νεκρός στο σκοινί ενόσω τα ούρα σκουραίνουν το παντελόνι του. Πιάνει δουλειά σ’ ένα πριονιστήριο και σ’ ένα λεπροκομείο για ασθενείς με διφθερίτιδα. Ένας αγρότης του δίνει για πληρω-

11

MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 11


MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 12

12

μή ένα γέρικο μουλάρι και καβάλα στο ζωντανό την άνοιξη του έτους χίλια οχτακόσια σαράντα εννιά διασχίζει τη νεοϊδρυθείσα δημοκρατία της Φριντόνια ίσαμε την κωμόπολη του Νακογκντότσες.

Ο αιδεσιμότατος Γκριν έπαιζε σε γεμάτο μαγαζί καθημερινά όσο κρατούσαν οι βροχές και οι βροχές κράτησαν δυο βδομάδες. Όταν ο μικρός μπήκε σκυφτός στην τριμμένη σκηνή από καραβόπανο υπήρχε χώρος για ορθίους στα πλαϊνά, για κάνα-δυο νοματαίους, και τέτοια μεθυστική αποφορά βρεμένου κι άπλυτου που και οι ίδιοι ξεμύτιζαν κάθε τόσο στη νεροποντή ν’ ανασάνουν καθαρό αέρα ώσπου η βροχή τους έστελνε πάλι μέσα τρέχοντας. Στάθηκε με κάτι άλλους της σειράς του πίσω πίσω. Το μόνο που θα τον ξεχώριζε απ’ το πλήθος ήταν ότι δεν είχε πάνω του όπλο. Γειτόνοι, έλεγε ο αιδεσιμότατος, δεν μπορούσε να πάψει ν’ ανακατεύεται μ’ αυτούς τους διάολε-διάολε-διαολεμένους γειτόνους. Και του λέω, τον αρωτώ: Θα πάρεις μαζί σου τον Υιό του Θεού κει που θα πας; Και μου λέει: Όχι ρε. Σιγά να μην. Και του λέω: Δεν ξες τι λέει, ότι θα σ’ ακολουθάει πάντα ακόμα και να φτάσεις στο τέρμα του δρόμου; Ε, το λοιπόν, μου λέει, εγώ δε ζητάω από κανένανε να πάει πουθενά. Και του λέω: Γείτονα, δεν είν’ ανάγκη να ζητήξεις. Θα ’ναι πλάι σου σε κάθε βήμα τον θες δεν το εθές. Γείτονα, του λέω, δεν μπορείς να τον παρατήσεις. Και θα τον σύρεις, Αυτόνανε, σ’ αυτή την τρύπα στου διαόλου τη μάνα; Μα έχεις ξαναδεί τέτοιο τόπο βροχερό; Ο μικρός τον παρακολουθούσε από ώρα τον αιδεσιμότατο. Γύρισε προς τον τύπο που ’χε μιλήσει. Είχε ένα μακρύ μουστάκι σαν του ζευγολάτη και φόραγε ένα πλατύγυρο καπέλο, στρογγυλό και χαμηλό. Ήταν κομμάτι αλλήθωρος και κοίταζε τον μικρό σοβαρά σοβαρά, λες και ήξερε τη γνώμη του για τη βροχή. Τώρα ήρθα, είπε ο μικρός. Πάντως εγώ τόση βροχή δεν έχω ματαδεί. Ο μικρός έγνεψε καταφατικά. Ένας πελώριος τύπος ντυμέ-


νος μ’ ένα αδιάβροχο από μουσαμά είχε μπει στη σκηνή κι έβγαζε το καπέλο του. Ήταν φαλακρός σαν την πέτρα και δεν είχε ίχνος γενειάδας κι ούτε φρύδια ή βλεφαρίδες στα μάτια του. Πρέπει να ’ταν κοντά δύο είκοσι στο μπόι κι έστεκε καπνίζοντας ένα πούρο ακόμα και μες στον νομαδικό τούτο οίκο του Θεού και καταπώς φαίνεται είχε βγάλει το καπέλο ίσα για να τινάξει τα νερά διότι σε λίγο το ξανάβαλε. Ο αιδεσιμότατος είχε σταματήσει το κήρυγμα τελείως. Μες στη σκηνή δεν ακουγόταν κιχ. Όλοι κοιτούσαν τον ψηλό. Εκείνος έσιαξε το καπέλο του κι έπειτα σπρώχνοντας προχώρησε ίσαμε το καφάσι-άμβωνα όπου στεκόταν ο αιδεσιμότατος και στο σημείο αυτό έκανε μεταβολή να απευθυνθεί στο ποίμνιο του αιδεσιμότατου. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και περιέργως παιδικό. Τα χέρια του μικρά. Τ’ άπλωσε. Κυρίες και κύριοι, αισθάνομαι ότι είναι χρέος μου να σας πληροφορήσω ότι ο κύριος που οργάνωσε αυτή την αφύπνιση είναι απατεώνας. Δε βαστάει χαρτί κληρικού από κανένα ίδρυμα, αναγνωρισμένο ή φανταστικό. Δε διαθέτει το παραμικρό εχέγγυο για τη θέση που ’χει σφετεριστεί κι έχει απλώς αποστηθίσει μερικά χωρία από την Αγία Γραφή με σκοπό να πασπαλίζει τα κίβδηλα κηρύγματά του με μιαν αμυδρή γεύση της ευλάβειας που ο ίδιος απεχθάνεται. Στην πραγματικότητα, ο κύριος που στέκει ενώπιόν σας παριστάνοντας το όργανο του Κυρίου δεν είναι μόνο παντελώς αναλφάβητος, μα επιπλέον καταζητείται για παράβαση του νόμου στις πολιτείες του Τενεσί, του Κεντάκι, του Μισισίπι και του Άρκανσο. Ω Θεέ μου, ανέκραξε ο αιδεσιμότατος. Ψεύδη ψεύδη! Και βάλθηκε να διαβάζει πυρετωδώς απ’ τη Βίβλο που κρατούσε. Και δη με ποικιλία κατηγοριών η πιο πρόσφατη εκ των οποίων αφορά ένα κορίτσι έντεκα ετών –όπως τ’ ακούσατε, έντεκα ετών– που τον είχε εμπιστευτεί, κι επί του οποίου συνελήφθη να ασελγεί, ενδεδυμένος τα άμφια του Κυρίου και Θεού του. Ένα μουγκρητό διέτρεξε το πλήθος. Μια κυρία σωριάστηκε γονατιστή. Ιδού, φώναζε ο αιδεσιμότατος, κλαίγοντας με αναφιλητά. Ιδού ο διάβολος. Στέκεται μπρος στα μάτια σας.

13

MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 13


14

MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 14

Να τον κρεμάσουμε τον σκατέα, φώναξε ένας αλήτης ασκημομούρης που στεκόταν στη γαλαρία. Προ τριών μόλις εβδομάδων εκδιώχθηκε απ’ το Στρατόπεδο Σμιθ του Άρκανσο για συνουσία με κατσίκα. Όπως τ’ ακούσατε, κυρία μου. Με κατσίκα. Να μου βγει το μάτι άμα δεν τον κάνω σουρωτήρι τον μπάσταρδο, είπε ένας τύπος που ’χε σηκωθεί απ’ το πίσω μέρος της σκηνής, και βγάζοντας ένα πιστόλι απ’ την μπότα του σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο νεαρός ζευγολάτης έβγαλε μονομιάς ένα μαχαίρι που ’χε κρυμμένο στα ρούχα του και ξήλωσε τις ραφές της σκηνής και βγήκε στη βροχή. Ο μικρός τον ακολούθησε. Πέρασαν μέσα απ’ τις λάσπες σκυφτοί, τρέχοντας προς το ξενοδοχείο. Ήδη η σκηνή αντιλαλούσε απ’ το πιστολίδι και μια ντουζίνα έξοδοι είχαν ανοιχτεί με μαχαίρια στο κανναβάτσο κι ο κόσμος έβγαινε ποτάμι, γυναίκες που τσίριζαν, τύποι που σκόνταφταν κι άλλοι που ποδοπατιούνταν στις λάσπες. Ο μικρός και ο φίλος του έφτασαν στη βεράντα του ξενοδοχείου και σκούπισαν τα νερά απ’ τα μάτια τους και γύρισαν να δουν. Καθώς γυρνούσαν η σκηνή άρχισε να λικνίζεται και να λυγίζει και σαν πελώρια λαβωμένη μέδουσα κατακάθισε αργά στο χώμα παρασέρνοντας πάνινους τοίχους και σύρματα στις λάσπες. Ο τύπος με τη φαλάκρα βρισκόταν ήδη στο μπαρ όταν μπήκαν. Μπρος του, πάνω στον λουστραρισμένο ξύλινο πάγκο, βρίσκονταν δυο καπέλα και δυο χούφτες κέρματα. Ο τύπος ύψωσε το ποτήρι του αλλά όχι προς το μέρος τους. Οι δυο τους στάθηκαν στο μπαρ και παρήγγειλαν ουίσκι και ο μικρός ακούμπησε τα λεφτά του στον πάγκο μα ο μπάρμαν τα ’κανε πέρα με τον αντίχειρα γνέφοντας. Κερασμένα απ’ το δικαστή, είπε. Ήπιανε. Ο ζευγολάτης απόθεσε το ποτήρι του και κοίταξε τον μικρό ή φάνηκε να τον κοιτάζει, με τα στραβά του τα μάτια δεν ήσουν σίγουρος. Ο μικρός κοίταξε στο τέρμα του πάγκου όπου καθόταν ο δικαστής. Ο πάγκος ήταν τόσο ψηλός που δεν έφταναν όλοι ν’ ακουμπήσουν τους αγκώνες τους μα του δικαστή του ’ρχόταν ως τη μέση και σηκώθηκε με τα χέρια ανοιχτά πάνω


MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 15

Έβρεχε δεκάξι μέρες σερί όταν συνάντησε τον Τόουντβαϊν κι εξακολουθούσε να βρέχει. Στεκόταν ακόμα στο ίδιο σαλούν κι όλα τα λεφτά του εξόν από δυο δολάρια τα ’χε φάει στο πιοτί. Ο ζευγολάτης είχε φύγει, το μαγαζί σχεδόν έρημο. Η πόρτα έστεκε ανοιχτή κι έβλεπες τη βροχή να πέφτει στην έρημη αλάνα πίσω απ’ το ξενοδοχείο. Στράγγιξε το ποτήρι του και βγήκε. Πάνω στις λάσπες είχαν απλώσει κάτι σανίδες κι ακολούθησε το μονοπάτι που αχνόφεγγε απ’ την ανοιχτή πόρτα ίσαμε τα αποχωρητήρια στο τέρμα της κατηφόρας. Ένας τύπος έβγαινε απ’ το αποχωρη-

15

στον πάγκο, γέρνοντας ελαφρά, σαν να ετοιμαζόταν και για δεύτερο λογύδριο. Στο μεταξύ οι άντρες κατέφταναν μπουλούκι, αιμορραγώντας, βουτηγμένοι στη λάσπη, βρίζοντας. Μαζεύτηκαν γύρω απ’ το δικαστή. Ένα αυτοσχέδιο απόσπασμα θα κυνηγούσε τον αιδεσιμότατο. Κυρ δικαστή, πώς κατάφερες κι έμαθες τις βρομιές αυτού του τιποτένιου; Βρομιές; είπε ο δικαστής. Αυτά που ’κανε στο Στρατόπεδο Σμιθ. Ποιο Στρατόπεδο Σμιθ; Από πού τον ήξερες και ήξερες τόσα πολλά για δαύτον; Για τον αιδεσιμότατο Γκριν λες; Μά’στα. Φαντάζομαι θα ’σουν κι εσύ στο στρατόπεδο πριν να ’ρθεις εδώ. Δεν έχω πατήσει το πόδι μου στο Στρατόπεδο Σμιθ. Ούτε κι αυτός φαντάζομαι. Οι τύποι κοιτιούνταν απορημένοι. Και τότε πού τον πέτυχες; Πρώτη φορά σήμερα τον είδα τον άνθρωπο. Ούτε ακουστά δεν τον είχα. Ύψωσε το ποτήρι του και ήπιε. Μια αλλόκοτη σιωπή απλώθηκε στο χώρο. Οι άντρες ήταν σαν ομοιώματα από λάσπη. Στο τέλος κάποιος έβαλε τα γέλια. Κι έπειτα κι άλλος. Σε λίγο όλοι γελούσανε αντάμα. Κάποιος κέρασε το δικαστή ένα ποτό.


16

MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 16

τήριο κι αντάμωσαν στα μισά, πάνω στα στενά σανίδια. Ο τύπος μπρος του τραμπαλιζότανε λιγάκι. Το βρεγμένο γείσο του καπέλου του έπεφτε ως τους ώμους του εξόν από μπροστά που το ’χε καρφιτσωμένο. Στο ’να χέρι κρατούσε αδύναμα μια μποτίλια. Το καλό που σου θέλω χάσου απ’ τα μάτια μου, είπε. Ο μικρός δεν είχε σκοπό να υπακούσει και δεν έβρισκε λόγο να το κουβεντιάσει. Κλότσησε τον τύπο στο σαγόνι. Ο τύπος σωριάστηκε χάμω και ξανασηκώθηκε. Θα σε σκοτώσω, είπε. Έδωσε μια με το μπουκάλι κι ο μικρός έσκυψε κι εκείνος κατέβασε πάλι το μπουκάλι κι ο μικρός πισωπάτησε. Όταν ο μικρός τον χτύπησε ο τύπος έσπασε το μπουκάλι πάνω στο μηνίγγι του. Ο μικρός κατέβηκε απ’ τα σανίδια τρεκλίζοντας στις λάσπες κι ο τύπος χίμηξε στο κατόπι του με το σπασμένο μπουκάλι και πήγε να του το χώσει στο μάτι. Ο μικρός αμυνόταν με τα χέρια του που ’χαν μουσκέψει απ’ το αίμα. Και όλο πάλευε να βγάλει το μαχαίρι απ’ την μπότα του. Θα σε σκοτώσω, καθίκι, είπε ο τύπος. Τσαλαβούτηξαν στα σκοτάδια της αλάνας, ώσπου τους βγήκανε οι μπότες. Ο μικρός τώρα είχε βγάλει το μαχαίρι του και οι δυο τους έκαναν κύκλους σαν τα καβούρια κι όταν ο τύπος του όρμησε ο μικρός του ’σκισε το πουκάμισο. Ο τύπος πέταξε το σπασμένο μπουκάλι και έβγαλε ένα πελώριο κυνηγετικό μαχαίρι που ’χε περασμένο πίσω απ’ το σβέρκο του. Το καπέλο του είχε πέσει και οι μαύρες σαν σκοινιά μπούκλες του κουνιούνταν πέρα δώθε μαζί με το κεφάλι του και είχε συμπτύξει τις απειλές του στη μία και μόνη φράση σ’ έφαγα, σαν σαλεμένη ψαλμωδία. Φέτες θα τον κάνει, είπε ένας απ’ τους καμπόσους που έστεκαν παράμερα και χάζευαν. Σ’ έφαγα σ’ έφαγα, έλεγε ο τύπος με τα σάλια να του πέφτουν καθώς τσαλαβουτούσε προς το μέρος του μικρού. Μα ήταν κι ένας ακόμα που κατηφόριζε προς την αλάνα, με βήμα τρανό και σταθερό και ρουφηχτό σαν της αγελάδας. Στα χέρια του κρατούσε ένα τεράστιο ρόπαλο. Έφτασε πρώτο τον μικρό και μ’ ένα χτύπημα του ρόπαλου ο μικρός σωριάστηκε με τα μούτρα στις λάσπες. Θα ’χε πεθάνει αν κάποιος δεν τον γύριζε ανάσκελα.


Όταν ξύπνησε ήταν μέρα και η βροχή είχε κόψει κι αντίκριζε το πρόσωπο ενός άντρα με μακριά μαλλιά που ’ταν βουτηγμένος στη λάσπη από πάνω ως κάτω. Κάτι του ’λεγε. Τι πράμα; είπε ο μικρός. Παραδίνεσαι, είπα; Παρα-τι; Παραδίνεσαι; Γιατί ειδάλλως άμα θες κι άλλο θα το φας και θα πεις κι ένα τραγούδι. Κοίταξε τον ουρανό. Κάπου ψηλά, πολύ ψηλά, μικρό σαν κουκκίδα, ένα όρνεο. Κοίταξε τον τύπο. Έσπασα το σβέρκο μου; ρώτησε. Ο τύπος κοίταξε πέρα την αλάνα κι έφτυσε κι έστρεψε ξανά το βλέμμα στο αγόρι. Να σηκωθείς μπορείς; Δεν ξέρω. Δε δοκίμασα. Δεν ήθελα να σου σπάσω το σβέρκο. Όχι; Να σε σκοτώσω ήθελα. Δε βρέθηκε ακόμα άνθρωπος να το πετύχει. Χώνοντας τα νύχια στις λάσπες έσπρωξε κι ανακάθισε. Ο τύπος καθόταν πάνω στις σανίδες με τις μπότες του στο πλάι. Μια χαρά είσαι, είπε. Ο μικρός κοίταξε πιασμένος τη μέρα ολόγυρά του. Οι μπότες μου πού είναι; είπε. Ο τύπος τον κοίταξε με σμιχτά τα βλέφαρα. Νιφάδες ξεραμένης λάσπης πέφταν απ’ τα μούτρα του. Όποιο καθίκι μου ’φαγε τις μπότες θα το σφάξω στο γόνατο. Εκειδά σαν να τον βλέπω. Ο μικρός σηκώθηκε με κόπο απ’ τις λάσπες και βρήκε τη μια του μπότα. Γύρισε τσαλαβουτώντας την αλάνα ψαχουλεύοντας όσα βουναλάκια λάσπης μπορεί να κρύβανε τη δεύτερη. Αυτό το μαχαίρι δικό σου είναι; είπε. Ο άντρας τον κοίταξε σμίγοντας τα βλέφαρα. Έτσι μου φαίνεται, είπε. Ο μικρός του το πέταξε κι εκείνος έσκυψε και το μάζεψε και σκούπισε την πελώρια λάμα στο μπατζάκι του. Έλεγα μήπως σε βούτηξε κανείς, είπε στο μαχαίρι. Ο μικρός βρήκε και την άλλη του μπότα και γύρισε και κάθι-

17

MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 17


18

MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 18

σε στα σανίδια. Τα χέρια του ήταν πελώρια απ’ τη λάσπη και σκούπισε το ένα φευγαλέα στο γόνατό του και τ’ άφησε να πέσει και πάλι. Κάθονταν πλάι πλάι κοιτώντας ως πέρα την κατάξερη αλάνα. Στην άκρη είχε έναν ξύλινο φράχτη και πίσω απ’ το φράχτη ένα αγόρι έβγαζε νερό από ένα πηγάδι και είχε και κάτι κότες στην αυλή. Ένας τύπος βγήκε από ένα καπηλειό στο δρόμο για τα αποχωρητήρια. Κοντοστάθηκε σιμά τους και τους περιεργάστηκε κι έπειτα προχώρησε στις λάσπες. Μετά από λίγο γύρισε και ξεμάκρυνε ξανά μέσα απ’ τις λάσπες και κάνοντας κύκλο ανηφόρισε στο μονοπάτι. Ο μικρός τον παρατηρούσε. Το κεφάλι του ήταν αφύσικα στενό και τα μαλλιά του κολλημένα με λάσπη σε μιαν αλλόκοτη, πρωτόγονη κόμη. Το μέτωπό του ήταν μαρκαρισμένο με τα γράμματα Χ Τ και πιο κάτω κι ανάμεσα στα μάτια σχεδόν με το γράμμα Φ και τα σημάδια αυτά ήταν απλωμένα και φανταχτερά σαν να ’χε ξεχαστεί στο πετσί του το σίδερο του μαρκαρίσματος ώρα πολλή. Όταν γύρισε προς το μέρος του μικρού ο μικρός είδε ότι ο τύπος δεν είχε αυτιά. Ο άλλος σηκώθηκε και κι έβαλε στη θήκη το κυνηγετικό μαχαίρι του κι άρχισε να ανηφορίζει με τις μπότες στο χέρι κι ο μικρός σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Στα μισά του δρόμου για το ξενοδοχείο ο τύπος κοντοστάθηκε και κοίταξε τη λάσπη ολόγυρα κι έπειτα κάθισε στα σανίδια κι έβαλε τις καταλασπωμένες του μπότες. Έπειτα σηκώθηκε και διέσχισε την αλάνα για να μαζέψει κάτι. Εδώ κοίτα, είπε. Κοίτα πώς έγινε το γαμημένο το καπέλο μου. Δε φαινόταν ακριβώς τι ήταν, κάτι ψόφιο πάντως. Το τίναξε και φόρεσε το καπέλο και προχώρησε κι ο μικρός ακολούθησε. Το καπηλειό ήταν ένας μακρόστενος διάδρομος με λουστραρισμένη ξυλεπένδυση. Είχε τραπέζια κατά μήκος του τοίχου και πτυελοδοχεία στο πάτωμα. Πελατεία μηδέν. Ο μπάρμαν ύψωσε το βλέμμα όταν μπήκαν κι ένας αράπης που σκούπιζε το πάτωμα έστησε τη σκούπα στον τοίχο και βγήκε. Πού είν’ ο Σίντνι; ρώτησε ο τύπος με το κοστούμι από λάσπη. Στο κρεβάτι φαντάζομαι. Προχώρησαν.


Τόουντβαϊν, φώναξε ο μπάρμαν. Ο μικρός γύρισε να δει. Ο μπάρμαν είχε βγει μπροστά απ’ τον πάγκο και κοιτούσε προς το μέρος τους. Διαβαίνοντας την πόρτα και την είσοδο του ξενοδοχείου κατευθύνθηκαν στη σκάλα αφήνοντας ξοπίσω τους διάφορες μορφές από λάσπη στο πάτωμα. Πάνω που άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά ο υπάλληλος στο γκισέ έγειρε και τους φώναξε. Τόουντβαϊν; Ο τύπος κοντοστάθηκε και κοίταξε πίσω του. Θα σε καθαρίσει. Ο γερο-Σίντνι; Ο γερο-Σίντνι. Ανέβηκαν τη σκάλα. Απ’ το πλατύσκαλο ξεκινούσε ένας μακρύς διάδρομος μ’ ένα φωτεινό παράθυρο στο βάθος. Κατά μήκος του διαδρόμου είχε βερνικωμένες πόρτες, τόσο κοντά η μια με την άλλη που θα μπορούσαν να ’τανε ντουλάπες. Ο Τόουντβαϊν προχώρησε ίσαμε το τέρμα του διαδρόμου. Στην τελευταία πόρτα στάθηκε κι αφουγκράστηκε κι έριξε μια ματιά στο μικρό. Κάνα σπίρτο σου βρίσκεται; Ο μικρός έψαξε τις τσέπες του και βρήκε ένα πατικωμένο λεκιασμένο σπιρτόκουτο. Ο τύπος του το πήρε. Θέλει λίγο προσάναμμα η δουλειά, είπε. Τσαλάκωνε το σπιρτόκουτο κι έστηνε τα κομμάτια στη βάση της πόρτας. Άναψε ένα σπίρτο και τους έβαλε φωτιά. Έσπρωξε τα μικρά φλεγόμενα κομμάτια μέσα απ’ τη χαραμάδα της πόρτας και πρόσθεσε κι άλλα σπίρτα. Είναι μέσα; ρώτησε τ’ αγόρι. Αυτό θα δούμε. Ένας σκούρος βόστρυχος καπνού υψώθηκε, μια γαλάζια φλόγα από φλεγόμενο βερνίκι. Κάθισαν στο διάδρομο ανακούρκουδα και κοιτούσαν. Φλόγες λεπτές άρχισαν ν’ αναρριχώνται στο ξύλο της πόρτας και να ξανακατεβαίνουν σφαίρα. Οι παρατηρητές έμοιαζαν με μορφές που ανασκάφηκαν σε βάλτο. Τώρα πήγαινε και χτύπα την πόρτα, είπε ο Τόουντβαϊν.

19

MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 19


20

MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 20

Ο μικρός σηκώθηκε. Ο Τόουντβαϊν σηκώθηκε και περίμενε. Άκουγαν τις φλόγες να τσιτσιρίζουν μες στο δωμάτιο. Ο μικρός χτύπησε. Πιο δυνατά βάρα. Ο άνθρωπος τα τσούζει. Έσφιξε τη γροθιά του και ξυλοκόπησε την πόρτα ίσαμε πέντε φορές. Το πυρ το εξώτερον, είπε μια φωνή. Να τος. Περίμεναν. Μπάσταρδε βρομιάρη, είπε η φωνή. Έπειτα το πόμολο γύρισε και η πόρτα άνοιξε. Έστεκε με τα εσώρουχα κρατώντας στο ένα χέρι την πετσέτα που ’χε χρησιμοποιήσει για να γυρίσει το πόμολο. Όταν τους είδε γύρισε κι έκανε να ξαναμπεί στο δωμάτιο μα ο Τόουντβαϊν τον άρπαξε απ’ το λαιμό και καβαλώντας τον τον σώριασε κατάχαμα όπου κρατώντας τον απ’ τα μαλλιά βάλθηκε να του βγάλει το μάτι με τον αντίχειρα. Ο τύπος του άρπαξε τον καρπό και τον δάγκωσε. Τράβα του μια κλοτσιά στο στόμα, φώναξε ο Τόουντβαϊν. Κλότσα τον. Ο μικρός περνώντας από πάνω τους μπήκε στο δωμάτιο κι έκανε μεταβολή και κλότσησε τον τύπο στα μούτρα. Ο Τόουντβαϊν του κρατούσε το κεφάλι όρθιο τραβώντας το απ’ τα μαλλιά. Δώσ’ του, φώναξε. Κλότσα τον, ρε παιδί μου. Κλότσησε πάλι. Ο Τόουντβαϊν γύρισε το ματωμένο κεφάλι απ’ την άλλη και το κοίταξε και τ’ άφησε να σωριαστεί στο πάτωμα και σηκώθηκε και κλότσησε κι αυτός τον τύπο. Δυο θεατές στέκονταν στο διάδρομο. Η πόρτα είχε πάρει φωτιά για τα καλά και μαζί κι ένα κομμάτι του τοίχου και της οροφής. Βγήκαν και διέσχισαν το διάδρομο. Ο υπάλληλος ανέβαινε δυο-δυο τα σκαλιά. Κάθαρμα Τόουντβαϊν, είπε. Ο Τόουντβαϊν βρισκόταν τέσσερα σκαλιά πιο πάνω απ’ τον υπάλληλο κι όταν τον κλότσησε τον πέτυχε στο λαιμό. Ο υπάλληλος κάθισε στα σκαλιά. Όταν ο μικρός πέρασε πλάι του του ’ριξε μια στον κρόταφο κι ο υπάλληλος λύγισε στα δύο κι άρχισε


MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 21

* Ισπανικά στο πρωτότυπο: Νίτο, φώναξε. Έλα. Είναι ένας κύριος. Έλα. (Σ.τ.Μ.)

21

να γλιστρά προς τη βάση της σκάλας. Ο μικρός πέρασε από πάνω του και διέσχισε την είσοδο του ξενοδοχείου και βγήκε στο δρόμο. Ο Τόουντβαϊν έτρεχε στο δρόμο, κουνώντας τις γροθιές του πάνω απ’ το κεφάλι του σαν παλαβός και γελώντας. Έμοιαζε με μεγάλη πήλινη κούκλα βουντού που της δόθηκε ζωή κι ο μικρός έμοιαζε κι αυτός με κούκλα. Πίσω τους φλόγες έγλειφαν τη γωνία της οροφής του ξενοδοχείου και σύννεφα μαύρου καπνού ψήλωναν στο ζεστό πρωινό του Τέξας. Είχε αφήσει το μουλάρι σε μια μεξικάνικη φαμίλια που στέγαζε ζώα στην άκρη της πόλης κι έφτασε εκεί ξέπνοος και μ’ όψη ανάστατη. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και τον κοίταξε. Ήρθα να πάρω το μουλάρι μου, είπε ασθμαίνοντας. Εκείνη τον κοίταξε λίγο ακόμα, κι έπειτα φώναξε προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Ο μικρός έκανε το γύρο του σπιτιού. Στην αλάνα είχε κάτι δεμένα άλογα και μια καρότσα πλάι στο φράχτη με κάτι γαλοπούλες που κάθονταν στην άκρη και κοίταζαν έξω. Η γριά βγήκε απ’ την πίσω πόρτα. Nito, φώναξε. Venga. Hay un caballero aquí. Venga.* Κατηφόρισε στην αποθήκη του υπόστεγου και πήρε την άθλια σέλα του και την τυλιγμένη του κουβέρτα. Βρήκε το μουλάρι και το ’λυσε και το ’ζεψε με τα τραχιά δερμάτινα γκέμια και το οδήγησε στο φράχτη. Έγειρε πάνω στο ζώο με τον ώμο του και του φόρεσε τη σέλα και την έδεσε, ενώ το μουλάρι σαστισμένο μαζευόταν κι έτριβε τη μούρη του στο φράχτη. Το οδήγησε ως την άκρη της αλάνας. Το μουλάρι κουνούσε συνέχεια το κεφάλι πέρα δώθε σαν να ’χε κάτι μες στ’ αυτί του. Το ’βγαλε στο δρόμο. Καθώς προσπερνούσε το σπίτι η γυναίκα έτρεξε άτσαλα στο κατόπι του. Όταν τον είδε να βάζει το πόδι στον αναβολέα άρχισε να τρέχει για τα καλά. Ο μικρός ανέβηκε στη σπασμένη σέλα και μ’ ένα χάδι έκανε το μουλάρι να κινήσει. Η γυναίκα στάθηκε στην πύλη και τον παρατηρούσε που ξεμάκραινε. Εκείνος δε γύρισε να κοιτάξει. Όταν διέσχισε την πόλη ξανά το ξενοδοχείο καιγόταν και κό-


MAKARTHY - DD_Layout 1 19/04/2011 2:49 ΜΜ Page 22

22

σμος είχε μαζευτεί και το χάζευε, ορισμένοι κρατώντας άδειους κουβάδες. Μια χούφτα άντρες παρακολουθούσαν τις φλόγες καβάλα στ’ άλογά τους κι ένας εξ αυτών ήταν ο δικαστής. Την ώρα που ο μικρός τον προσπερνούσε ο δικαστής γύρισε και τον κοίταξε. Γύρισε και τ’ άλογο, σαν να ’θελε να δει κι αυτό μαζί του. Όταν ο μικρός γύρισε ο δικαστής του χαμογέλασε. Ο μικρός έδωσε μια στο μουλάρι και πέρασαν καλπάζοντας το παλιό πέτρινο φρούριο στο δρόμο προς τη δύση.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.