PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage5
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ
ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Σύγχρονες κοινωνιογλωσσικές και εκπαιδευτικές διαστάσεις
d
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage6
©
Copyright Ανδρέας Παπαπαύλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011
Έτος 1ης έκδοσης: 2012 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5434-8
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Εισαγωγή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 2. Διδιαλεκτικές κοινότητες και γλωσσικό συνεχές: Η περίπτωση της κυπριακής: Μαριάννα Κατσογιάννου, Ανδρέας Παπαπαύλου, Παύλος Παύλου, Σταυρούλα Τσιπλάκου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 3. Γλωσσικός σχεδιασμός σε δράση: Αναζητώντας ένα βιώσιμο διδιαλεκτικό πρόγραμμα: Ανδρέας Παπαπαύλου 4. Παιδικός διδιαλεκτισμός και μεταγλωσσικές δεξιότητες: Ανδρέας Παπαπαύλου, Άντρη Φιλή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 5. Διδιαλεκτισμός και μεταγλωσσική ευαισθητοποίηση: Ανδρέας Παπαπαύλου, Θέκλια Κουρίδου . . . . . . . . . . . . . . . 6. Γλωσσικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές πτυχές
των δίγλωσσων παιδιών στα δημοτικά σχολεία της Κύπρου: Ανδρέας Παπαπαύλου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7. Η εισαγωγή της δίγλωσσης εκπαίδευσης στην Κύπρο: Προβληματισμοί και θαρραλέες αποφάσεις: Ανδρέας Παπαπαύλου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 8. Στάσεις απέναντι στη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στη δημοτική εκπαίδευση της Κύπρου: Παύλος Παύλου, Ανδρέας Παπαπαύλου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9. Η χρήση και διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, και η ταυτότητα των Ελληνοκυπρίων του Ηνωμένου Βασιλείου: Ανδρέας Παπαπαύλου, Παύλος Παύλου . . . . . . . . . . . . . . . .
9
23 44 78 99 125 145
159 172
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage8
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
10. Η ενσωμάτωση και ο λειτουργικός επαναπροσδιορισμός του
παρακειμένου στην ελληνική κυπριακή γλώσσα: Η ανάδυση μιας ενδοδιαλέκτου; Ανδρέας Παπαπαύλου, Εύη Νικολάου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11. Εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες στον λεξικό δανεισμό της κυπριακής διαλέκτου: Ανδρέας Παπαπαύλου 12. Εφαρμόζοντας γλωσσικές πολιτικές: Η τυποποίηση και μεταγραφή των τοπωνυμίων στην Κύπρο: Ανδρέας Παπαπαύλου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13. Γλώσσα και εθνική ταυτότητα: Συνυφασμένες ή ανεξάρτητες έννοιες; Ανδρέας Παπαπαύλου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
212 246 261 278
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage9
[1]
Εισαγωγή
1.1. Το γλωσσικο Τοπιο
Μετά τη σύσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η εμπειρική έρευνα για τη σχέση γλώσσας και κοινωνίας αποτέλεσε αιτία σοβαρών προβληματισμών και, συχνά, συγκρούσεων. Έτσι αναπτύχθηκε στην Κύπρο ένας έντονος γλωσσικός και πολιτικός διάλογος, στον οποίο η γλώσσα ήταν το θεματικό επίκεντρο. Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου, η συγκεκριμένη συζήτηση έγινε αφορμή για σημαντικές επιστημονικές μελέτες. Μέχρι σήμερα, τα θέματα που αφορούν στο γλωσσικό τοπίο στο νησί, και συγκεκριμένα στη σχέση κοινωνίας και γλώσσας, έχουν ωριμάσει σε τέτοιον βαθμό, ώστε η έρευνα να μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι καλύπτει τις περισσότερες κοινωνιογλωσσολογικές περιοχές και ότι επιτρέπει τη διατύπωση σημαντικών και αξιόπιστων περιγραφών. Ο παρών τόμος επιχειρεί να αναδείξει την κοινωνική διάσταση της κυπριακής ελληνικής (στο εξής ΚΕ), δηλαδή της γλωσσικής ποικιλίας που μιλιέται στην Κύπρο αλλά και σε περιοχές εκτός αυτής, όπου κατοικούν απόδημοι Κύπριοι. Τα θέματα του τόμου αντανακλούν τις θεωρητικές ανησυχίες και το ερευνητικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τους συγγραφείς των επιμέρους κεφαλαίων. Συγκεκριμένα, τα θέματα του τόμου αυτού αποκτούν μια κοινωνιογλωσσική διάσταση και αναπτύσσονται οριζόντια, καλύπτοντας μεταξύ άλλων τη σχέση της γλώσσας με την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό και την εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, ο τόμος αυτός επιχειρεί να δώ-
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage10
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
σει απαντήσεις στον αναγνώστη σε ερωτήσεις σχετικές με τη γλωσσική χρήση και τη γλωσσική ποικιλότητα. Ειδικότερα, επιχειρεί να διαφωτίσει με μια σειρά ερευνών τον αναγνώστη για το ποιος χρησιμοποιεί τις διαφορετικές γλωσσικές μεταβλητές ή μορφές, για το αν ο ομιλητής έχει επίγνωση της διαφορετικής χρήσης μιας μορφής έναντι μιας άλλης, όπως για παράδειγμα όταν χρησιμοποιεί μια λέξη της κοινής νέας ελληνικής (ΚΝΕ) στη θέση μιας λέξης της ΚΕ. Επιπλέον, προσπαθεί να δώσει μια απάντηση στο σύνθετο ερώτημα γιατί ορισμένες μορφές επικρατούν έναντι άλλων και ποιος είναι ο ρόλος του γλωσσικού συνεχούς, δηλαδή της διακύμανσης των γλωσσικών επιλογών από τις περισσότερο χαρακτηρισμένες (γνωστές ως «χωρκάτικα») μορφές στις περισσότερο αχαρακτήριστες. Ακόμη, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα σε ποιον βαθμό είναι δυνατή η επέμβαση στη γλώσσα, αλλά και κατά πόσο μπορεί να ασκηθεί έλεγχος στη γλωσσική διαφοροποίηση. Έτσι ο τόμος αυτός, στην προσπάθεια να παράσχει απαντήσεις στις πιο πάνω ερωτήσεις, συνδέεται με το ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο της κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας και σπουδής της γλώσσας. Εισάγονται έννοιες όπως η «μεταγλωσσική επίγνωση» και η «μεταγλωσσική ανάπτυξη» των ομιλητών, και ειδικότερα των μαθητών που βρίσκονται σε μια αλληλεπίδραση με γλωσσικές μορφές οι οποίες ανήκουν σε γλωσσικά συστήματα όπως αυτό της κυπριακής ελληνικής και της κοινής νέας ελληνικής. Είναι προφανές ότι οι ομιλητές αποκτούν δυναμική κατανόηση των γλωσσικών επιλογών, διαμορφώνοντας γλωσσικές στάσεις και προκαταλήψεις. Με τον τρόπο αυτό, οι ίδιοι οι ομιλητές καθορίζουν την εξελικτική πορεία των γλωσσικών χρήσεων. Ωστόσο, συχνά –και αυτό συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις στα σύγχρονα κράτη– η γλωσσική πορεία και εξέλιξη ορίζονται από μια σειρά πολιτικών αποφάσεων. Το κράτος επιχειρεί, με τον κατάλληλο γλωσσικό προγραμματισμό και τη διαμόρφωση μιας γλωσσικής πολιτικής, ρητά ή άρρητα, να αλληλεπιδρά με τη γλωσσική χρήση, θέτοντας συχνά περιορισμούς στις επιλογές που έχουν οι
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage11
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ομιλητές σε όλα ή σε κάποια γλωσσικά περιβάλλοντα. Για παράδειγμα, στα σχολεία η Κυπριακή Δημοκρατία, ειδικότερα μετά το 1974, έχει καθιερώσει την ΚΝΕ ως επίσημη γλώσσα διδασκαλίας. Έτσι, οι μαθητές και οι δάσκαλοι είναι ανάγκη να συμμορφώνονται με αυτές τις πολιτικές επιλογές, περιορίζοντας τη χρήση της διαλέκτου στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Μία από τις πιο σημαντικές διαφοροποιήσεις του τόμου αυτού από κείμενα που αφορούν στη διαμόρφωση γλωσσικής πολιτικής στη χώρα είναι η συστηματική προσπάθεια να παράσχει τα κατάλληλα επιστημονικά εργαλεία στους διαμορφωτές της γλωσσικής πολιτικής, παρέχοντας συχνά συστάσεις και προτάσεις για την καλύτερη γλωσσική ανάπτυξη των μαθητών, αλλά και εν γένει της σύγχρονης κυπριακής και ευρύτερα ελληνικής κοινωνίας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, γίνεται μια συστηματική εξέταση σε μια σειρά μελετών της διδιαλεκτικής και δίγλωσσης εκπαίδευσης. Εξετάζεται η επίδραση της διαλέκτου στη γλωσσική ανάπτυξη των διαλεκτόφωνων ομιλητών σε σχέση με τους μονοδιαλεκτικούς ομιλητές. Περαιτέρω, παρουσιάζεται μια πρόταση τυποποίησης της γλώσσας και αξιολογούνται παλαιότερες προσπάθειες μεταγραφής από το ελληνικό αλφάβητο και τυποποίησης των ονομάτων που θεωρήθηκε αναγκαία στο κυπριακό περιβάλλον. Οι επιμέρους μελέτες των κεφαλαίων αυτού του τόμου στηρίζονται στην αξιοποίηση των σύγχρονων μεθοδολογικών εργαλείων, όπως η χρήση αξιόπιστων και δοκιμασμένων μεθόδων κοινωνιογλωσσολογικής έρευνας. Σε μεγάλο βαθμό, επιτελείται μια πρότυπη στροφή από τις παραδοσιακές κοινωνιογλωσσολογικές μελέτες (βλ. Newton, 1972) στις καινούργιες μεθοδολογικές προσεγγίσεις της γλώσσας, μέσα από την αξιοποίηση μετρήσιμων στοιχείων που μπορούν να επαναληφθούν και να επιβεβαιωθούν από άλλους μελετητές. Με τον τρόπο αυτό, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν αποτελεί μια στείρα περιγραφή, αλλά μια πρόταση προσέγγισης της γλώσσας ως συνομιλιακής αλληλεπίδρασης, που κινείται στα όρια της γλώσσας ως συστήματος και αλληλεπιδρά δυναμικά με την ευρύτερη κοινωνία.
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage12
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.2. ΑνΑσκοπηση Των κεφΑλΑιων
Η σύγκλιση των τοπικών ιδιωμάτων μετά τις δημογραφικές αλλαγές που επέφεραν η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αστικοποίηση που την ακολούθησε, καθώς και η τουρκική εισβολή, συνέβαλαν στην ανάπτυξη μιας περισσότερο ενιαίας γλωσσικής ποικιλίας. Επομένως, η επιστημονική περιγραφή του γλωσσικού τοπίου στο νησί αναγκαστικά θα πρέπει να επιχειρηθεί με κριτήρια διαφορετικά από τα γλωσσογεωγραφικά που ακολούθησε η παλαιότερη έρευνα (λ.χ. Newton, 1972). Στο πλαίσιο αυτό, οι Κατσογιάννου κ.ά. στη συγκεκριμένη έκδοση προβάλλουν την ανάγκη να αναδειχθεί η επικοινωνιακή περίσταση ως καθοριστικό κριτήριο για τις γλωσσικές επιλογές των Κύπριων ομιλητών. Έτσι, αναγκαστικά, η λειτουργική διαφοροποίηση μεταξύ της ΚΝΕ και της ΚΕ τίθεται σε ένα πλαίσιο καθορισμού των υφολογικών επιλογών σύμφωνα με την επικοινωνιακή περίσταση. Ωστόσο, αν και διαισθητικά αυτή η πρόταση των Κατσογιάννου κ.ά. φαίνεται ότι μπορεί δυνάμει να ανταποκριθεί στην περιγραφή των γλωσσικών χρήσεων, επιφέρει καινούργια θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό των υφολογικών επιπέδων, αλλά και των επικοινωνιακών περιστάσεων που χρησιμοποιούνται. Για το σκοπό αυτό, οι Κατσογιάννου κ.ά. προτείνουν να μελετηθούν οι γλωσσικές δομές της ΚΕ και της ΚΝΕ που βρίσκονται σε ελεύθερη εναλλαγή και να εξεταστούν ως μεταβλητές που δέχονται ως τιμές τις διαφορετικές μορφές των διαθέσιμων γλωσσικών τύπων σύμφωνα με το κοινωνιογλωσσολογικό προφίλ του ομιλητή και το επίπεδο χρήσης. Έτσι, αξιοποιώντας τις επιλογές που διατίθενται από το γλωσσικό σύστημα σε όλα τα επίπεδα –φωνητικό, φωνολογικό, μορφολογικό κ.λπ.–, επιχειρείται μια συστηματοποίηση της λειτουργικής διαφοροποίησης των γλωσσικών επιπέδων. Οι ομιλητές της ΚΕ, καταλήγουν οι Κατσογιάννου κ.ά., αξιοποιώντας τις διαθέσιμες επιλογές του γλωσσικού συστήματος, περνούν αβίαστα αλλά και συνειδητά από τη μια επιλογή στην άλλη, σύμφωνα με την
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
επικοινωνιακή περίσταση (Labov, 1980). Οι συστηματικές επιλογές και η μείξη δύο συγγενών ποικιλιών, δηλαδή της ΚΝΕ και της ΚΕ, μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός πραγματικά μεικτού συστήματος. Η κατανόηση των χρήσεων και των γλωσσικών επιλογών των ομιλητών της κυπριακής ελληνικής έχει και θεωρητικές και πρακτικές συνέπειες και εφαρμογές. Σύμφωνα με τον Παπαπαύλου (σε αυτό τον τόμο), η γλωσσική πραγματικότητα που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο είναι ανάγκη να ληφθεί υπόψη για τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου διαλεκτικού γλωσσικού προγράμματος, καθώς η εκπαιδευτική πολιτική για τη γλώσσα οφείλει να ανταποκρίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη γλωσσική πραγματικότητα της Κύπρου. Επίσης, το γλωσσικό πρόγραμμα είναι ανάγκη, υποστηρίζει ο Παπαπαύλου, να είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες του εκπαιδευτικού συστήματος και στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο του νησιού. Σύμφωνα με τον Παπαπαύλου, ένα πρόγραμμα γλωσσικής εκπαίδευσης, για να καταστεί βιώσιμο, είναι ανάγκη να λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά των διδιαλεκτικών προγραμμάτων που εφαρμόζονται σε ανάλογες με την Κύπρο περιστάσεις, αλλά και τις εμπειρίες που αποκομίζονται από αυτά, καθώς και τις εξειδικευμένες μελέτες που αφορούν στην κυπριακή γλωσσική πραγματικότητα. Η ανάπτυξη γλωσσικών προγραμμάτων εκπαίδευσης σε κοινωνίες όπως η κυπριακή, με διδιαλεκτικούς ομιλητές, δημιούργησε σύνθετα θεωρητικά και πρακτικά θέματα που συνέτειναν στην ανάπτυξη διαφορετικών μεταξύ τους προτάσεων, όπως η δημιουργία αντισταθμιστικών προγραμμάτων που στοχεύουν στην καλύτερη διδασκαλία της κοινής ή τυποποιημένης γλώσσας, στη διαμόρφωση, σε άλλες κοινωνιογλωσσικές περιστάσεις, διδιαλεκτικών προγραμμάτων όπου η χρήση της διαλέκτου ενθαρρύνεται σε μη επίσημες περιστάσεις επικοινωνίας, ενώ η κοινή επιβάλλεται στις επίσημες επικοινωνιακές περιστάσεις. Τέλος, αναπτύχθηκαν προγράμματα που στοχεύουν στη μείωση των προκαταλήψεων για τη διάλεκτο, που υπάρχουν
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage14
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ανάμεσα στους ομιλητές της κυρίαρχης γλώσσας και τους διδιαλεκτικούς ομιλητές. Αυτές οι προσεγγίσεις επιδρούν στη διαμόρφωση εκπαιδευτικών πολιτικών. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τρεις δεσπόζουσες προσεγγίσεις που ο Παπαπαύλου επεξηγεί εκτενώς σε αυτό τον τόμο. Η πρώτη προσέγγιση αφορά στην αντικατάσταση της διαλέκτου από την κοινή μέσα από τη συστηματική διόρθωση των διαλεκτικών χρήσεων. Η δεύτερη προσέγγιση αφορά στην επιπρόσθετη διδασκαλία της διαλέκτου στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Η τρίτη προσέγγιση περιλαμβάνει τη διδασκαλία μόνο των διαλέκτων, προασπίζοντας τα δικαιώματα των διαλεκτόφωνων ομιλητών. Ο Παπαπαύλου, σε μια εκτενή βιβλιογραφική ανασκόπηση των γλωσσικών προγραμμάτων και σε γλωσσικές κοινότητες άλλων χωρών, εκτός της Κύπρου, αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα της διδασκαλίας της διαλέκτου. Σε αυτό το πλαίσιο, αναπτύσσει τους ειδικότερους προβληματισμούς που έχουν διατυπωθεί σε σχέση με τη νέα ελληνική και την κυπριακή ελληνική, αλλά και τις νοοτροπίες που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι Κύπριοι ομιλητές αντιμετωπίζουν τη διάλεκτο. Αναμφίβολα, η γλωσσική πολιτική που εφαρμόζεται στο νησί σχετίζεται άμεσα με το κοινωνικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί με, πολλές φορές, αρνητικές στάσεις απέναντι στη διάλεκτο. Οι αντιλήψεις αυτές όμως ανατρέπονται, σύμφωνα με τον Παπαπαύλου, από μελέτες όπως των Yiakoumetti κ.ά. (2005), οι οποίες υποστηρίζουν ότι η διδασκαλία της διαλέκτου ευαισθητοποιεί τους μαθητές απέναντι στη γλώσσα και έχει γενικά ευεργετικές επιδράσεις στη γλωσσική τους ανάπτυξη. Ο Παπαπαύλου, παρουσιάζοντας τα ευρήματα που αφορούν στην ΚΕ, όπως και σε άλλες γλωσσικές ποικιλίες, υποστηρίζει την ανάγκη ανάπτυξης ενός διδιαλεκτικού προγράμματος. Ωστόσο, για να επιτευχθεί με επιτυχία ένα τέτοιο πρόγραμμα, απαιτούνται η αναγκαία γλωσσική πολιτική, η ανάπτυξη ενός συστήματος γραφής της ΚΕ, η συγγραφή διδακτικών και σχολικών βιβλίων για τη διάλεκτο, και η γενικότερη τυποποίηση της γλώσσας.
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage15
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ωστόσο, τίποτα δεν μπορεί να καταστεί εφικτό χωρίς την ευαισθητοποίηση των μελών της κοινότητας για τη χρήση της διαλέκτου και την ενημέρωση του κοινού και των ομιλητών για την αλλαγή της γλωσσικής πολιτικής. Επιπλέον είναι ανάγκη, υποστηρίζει ο Παπαπαύλου, να καταρτιστούν κατάλληλα και οι εκπαιδευτικοί, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού προγράμματος. Το καταλληλότερο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την Κύπρο είναι ένα διδιαλεκτικό πρόγραμμα που επιτρέπει την παράλληλη διδασκαλία της ΚΝΕ και της ΚΕ, και όχι ένα μονοδιαλεκτικό πρόγραμμα που εστιάζει στη διδασκαλία της διαλέκτου και μόνο. Ο αποκλεισμός της ΚΝΕ, σύμφωνα με τον Παπαπαύλου, είναι λανθασμένη πολιτική, καθώς δεν σέβεται τις γλωσσικές ευαισθησίες των Κύπριων ομιλητών και το κοινωνικοπολιτικό και ιστορικό πλαίσιο της Κύπρου. Ωστόσο, ο Παπαπαύλου υποστηρίζει ότι το ισχύον πρόγραμμα, που προωθεί τη διδασκαλία μόνο της ΚΝΕ, δημιουργεί μια αναποτελεσματική και μη αποδοτική ατμόσφαιρα μάθησης που παραβιάζει κατάφωρα το δικαίωμα των νεαρών ομιλητών να εκπαιδεύονται στη μητρική τους γλώσσα. Σχετική με το πλαίσιο της διδακτικής της γλώσσας είναι η μελέτη των Παπαπαύλου και Φιλή, η οποία παρουσιάζει τα ευεργετικά οφέλη που έχει η επίδραση των διαλέκτων στη γλωσσική ανάπτυξη των ομιλητών από την παιδική τους ηλικία, αλλά και στην ενίσχυση των μεταγλωσσικών τους δεξιοτήτων. Αυτό, σύμφωνα με τους Παπαπαύλου και Φιλή, καθίσταται φανερό μέσα από σχετικές έρευνες που έχουν διενεργηθεί και αφορούν στις επιδράσεις του διδιαλεκτισμού στην ανάπτυξη των γλωσσικών και μεταγλωσσικών ικανοτήτων των διδιαλεκτικών μαθητών. Οι Παπαπαύλου και Φιλή διεξήγαγαν μια μελέτη που παρουσιάζεται στον τόμο αυτό και αφορά στην υπόθεση ότι η έκθεση στην ΚΝΕ και στην ΚΕ μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα μεταγλωσσικών δεξιοτήτων στα διδιαλεκτικά παιδιά σε σχέση με τα μονοδιαλεκτικά παιδιά της ΚΝΕ στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας έδειξαν ότι οι μεταγλωσσικές δεξιότητες των διδιαλεκτικών μαθητών, όπως και
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage16
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
των δίγλωσσων μαθητών, είναι μεγαλύτερες από αυτές των μονοδιαλεκτικών ομιλητών. Επίσης, ότι οι διαλεκτικοί ομιλητές και οι δίγλωσσοι έχουν υψηλότερο βαθμό λεξιλογικής ενημερότητας από τους μονόγλωσσους μαθητές. Έτσι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας των Παπαπαύλου και Φιλή, ο διδιαλεκτισμός έχει θετικές επιδράσεις στις μεταγλωσσικές δεξιότητες των μαθητών. Αντίστοιχους στόχους με τη μελέτη των Παπαπαύλου και Φιλή έχει η μελέτη των Παπαπαύλου και Κουρίδου, που εξετάζει τη μεταγλωσσική συνειδητοποίηση των διδιαλεκτικών παιδιών στην Κύπρο και των μονοδιαλεκτικών παιδιών στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με την ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι η διάλεκτος επιδρά αρνητικά στα παιδιά, η μελέτη των Παπαπαύλου και Κουρίδου συμπεραίνει ότι οι μεταγλωσσικές και μεταγνωστικές δεξιότητες των διδιαλεκτικών μαθητών είναι περισσότερο ανεπτυγμένες από εκείνες των μονοδιαλεκτικών μαθητών (Papapavlou, 2004). Για την επιλογή της γλωσσικής πολιτικής και τη διαμόρφωση ενός κατάλληλου γλωσσικού προγράμματος, απαιτείται εκτεταμένη έρευνα για την εξέταση της στάσης των μαθητών και των δασκάλων, καθώς οι πρώτοι αποτελούν τους αποδέκτες των γλωσσικών προγραμμάτων, ενώ οι δεύτεροι είναι επιφορτισμένοι με τη διδασκαλία τους. Για το σκοπό αυτό ο Παπαπαύλου, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, διεξήγαγε μια παγκύπρια έρευνα που στόχευε στην καταγραφή των μαθητών οι οποίοι χρησιμοποιούν στην καθημερινή τους ζωή δύο ή περισσότερες γλώσσες, στον καθορισμό της εθνικής και γλωσσικής τους ταυτότητας, στη διερεύνηση της σχολικής τους επίδοσης, στον εντοπισμό των εκπαιδευτικών, γλωσσικών και κοινωνικών προβλημάτων και, τέλος, στην καταγραφή των απόψεων των διδασκόντων για τη συμπεριφορά αυτών των παιδιών και τη στάση τους απέναντι στη διγλωσσία στην Κύπρο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, σύμφωνα με την έρευνα, ότι οι εκπαιδευτικοί δεν αποθαρρύνουν τους μαθητές να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους στην τάξη. Επίσης, οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι δεν είναι
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage17
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
αναγκαία η δημιουργία ειδικών τάξεων λόγω της διγλωσσίας, αλλά η συγγραφή κατάλληλων εκπαιδευτικών βοηθημάτων. Όσον αφορά στην πρώτη γλώσσα των μαθητών, το μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευτικών θεωρεί ότι είναι καθαρά θέμα που σχετίζεται με την οικογένειά τους. Συμπερασματικά, σύμφωνα με την έρευνα, οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν αρνητική στάση απέναντι στη διγλωσσία και διαφωνούν ότι η παρουσία των δίγλωσσων παιδιών αλλοτριώνει την κουλτούρα της κοινωνίας. Η παράλληλη χρήση από τους ομιλητές δύο ή περισσότερων γλωσσών δεν αφορά μόνο στο στενό εκπαιδευτικό πλαίσιο της Κύπρου, ούτε βέβαια είναι χαρακτηριστικό των μεταναστών ή των αλλοδαπών που μένουν στην Κύπρο, αλλά μια ανάγκη που ισχύει ευρύτερα, καθορίζοντας τις ανάγκες της κοινωνικής, οικονομικής και άλλου είδους δράσης. Ο πολίτης της Κύπρου δεν δραστηριοποιείται μόνο σε τοπικό επίπεδο, αλλά είναι ανάγκη να καταστεί ανταγωνιστικός σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον σε διεθνές επίπεδο. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τον Παπαπαύλου, η διγλωσσία είναι αναγκαία. Προτείνει, μάλιστα, η αγγλική να διδάσκεται υποχρεωτικά ως δεύτερη γλώσσα. Συγκεκριμένα, ο Παπαπαύλου παρουσιάζει στον τόμο αυτό μια σειρά από επιχειρήματα που υποστηρίζουν την ανάγκη για δίγλωσση εκπαίδευση, με έμφαση στη διδασκαλία της αγγλικής. Αυτή η πρόταση, παρ’ όλες τις αντιδράσεις που μπορεί να προκαλέσει, έχει σημαντικά πλεονεκτήματα. Η αγγλική μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη των γλωσσικών ικανοτήτων και των γλωσσικών δεξιοτήτων των μαθητών, που θα τους βοηθήσουν όχι μόνο στο στενό περιβάλλον της Κύπρου, αλλά και στην προσαρμογή τους στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Σύμφωνα με τον Παπαπαύλου, η αγγλική, ως διεθνής γλώσσα ή σύγχρονη lingua franca, είναι η γλώσσα που μπορεί να παράσχει τα κατάλληλα εφόδια για την επιβίωση, τη μόρφωση και την απασχόληση των πολιτών της Κύπρου. Περαιτέρω, όπως υποστηρίζει ο Παπαπαύλου, τα αγγλικά μπορούν να καταστούν η γλώσσα επικοινωνίας των πολιτών όλων των γλωσσικών κοινοτήτων του νησιού. Έ – Το γλωσσικό τοπίο στην Κύπρο
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage18
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
τσι, θα επιτρέψουν την αμοιβαία επικοινωνία μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, χωρίς κατ’ ανάγκη να μειώνεται η θέση της μιας ποικιλίας έναντι της άλλης. Τέλος, για την επίτευξη ενός δίγλωσσου προγράμματος είναι ανάγκη να αναθεωρηθεί το σχολικό πρόγραμμα, να προσληφθούν ειδικά εκπαιδευμένοι καθηγητές και να καθοδηγηθεί το υπάρχον προσωπικό της δίγλωσσης διδασκαλίας. Πέρα από αυτά είναι ανάγκη, υποστηρίζει ο Παπαπαύλου σε αυτό τον τόμο, να επανασχεδιαστεί το σύστημα αξιολόγησης και να αναπτυχθούν νέα, κατάλληλα υλικά διδασκαλίας, αλλά και καινούργια σχολικά εγχειρίδια. Η επόμενη μελέτη αυτής της έκδοσης, από τους Παύλου και Παπαπαύλου, αφορά στη στάση των δασκάλων απέναντι στη δίγλωσση πολιτική που εφαρμόζεται στην Κύπρο. Για το σκοπό αυτό διενεργήθηκε μια έρευνα βασισμένη σε ερωτηματολόγια, στην οποία εξετάζονται ο τρόπος που οι δάσκαλοι ορίζουν την ΚΕ, ο ρόλος της ΚΕ στη δημοτική εκπαίδευση, οι εκπαιδευτικές περιστάσεις στις οποίες χρησιμοποιούν οι δάσκαλοι την ΚΕ στην τάξη αλλά και έξω από το περιβάλλον αυτής. Επίσης, εξετάζονται οι περιπτώσεις που η χρήση της ΚΕ θεωρείται επιτρεπτή ή ανεπίτρεπτη, αλλά και το πώς οι δάσκαλοι αντιδρούν σε χρήσεις που δεν αποδέχονται. Στη μελέτη αυτή οι Παύλου και Παπαπαύλου διαπιστώνουν ότι οι περισσότεροι δάσκαλοι αποφεύγουν την ΚΕ καθώς, όπως υποστηρίζεται, είναι υποχρεωμένοι να μεταχειρίζονται την ΚΝΕ. Η ΚΕ χρησιμοποιείται σε πιο ανεπίσημες περιστάσεις ή σε περιστάσεις αστεϊσμού και διαπίστωσης προβλημάτων που απασχολούν τους μαθητές. Αντίθετα, στις επιπλήξεις χρησιμοποιείται η ΚΝΕ, ως κώδικας που εκφράζει εξουσία. Η ΚΕ είναι μια ποικιλία που έχουν μεταφέρει οι μετανάστες της Κύπρου στις παροικίες τους, όπως για παράδειγμα στο Λονδίνο, όπου βρίσκεται η μεγαλύτερη ελληνοκυπριακή κοινότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Η μελέτη «Η χρήση και η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, και η ταυτότητα των Ελληνοκυπρίων του Ηνωμένου Βασιλείου» των Παπαπαύλου και Παύλου εξετάζει μέσα από ερωτηματολόγια
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage19
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
τις απόψεις των μαθητών του Λονδίνου για τη γλώσσα, και στη συνέχεια γίνεται συλλογή πληροφοριών για το οικογενειακό περιβάλλον τους, την εθνικότητά τους, τις γλωσσικές ικανότητές τους και τις περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιούν τα αγγλικά ή την ΚΕ, την εθνική τους ταυτότητα, τις διαφορές τους με τους Κύπριους στην πατρίδα, καθώς και τους λόγους για τους οποίους θα επέστρεφαν σε αυτή. Οι Παπαπαύλου και Παύλου εξετάζουν με τον τρόπο αυτό το βαθμό χρήσης της ΚΕ και την πολιτισμική και εθνική ταυτότητα των Κύπριων ομιλητών του Λονδίνου. Στη συγκεκριμένη έρευνα διαπιστώθηκε η στενή σχέση των ομιλητών με το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να διαθέτουν ευχέρεια στη χρήση της γλώσσας σε καθημερινές περιστάσεις, αλλά να συναντούν δυσκολίες σε επίσημα περιβάλλοντα. Ως προς την εθνικότητα, θεωρούν τους εαυτούς τους όχι Άγγλους αλλά Ελληνοκύπριους, Έλληνες ή απλώς Κύπριους. Γενικά, οι Κύπριοι του Λονδίνου δεν αντιμετωπίζουν κρίση ταυτότητας, έχουν θετικά συναισθήματα για την Κύπρο και την επισκέπτονται συχνά. Οι επιλογές των ομιλητών σε σχέση με την ΚΕ και την ΚΝΕ καθορίζονται από το γραμματικό σύστημα της κυπριακής ελληνικής. Οι Παπαπαύλου και Νικολάου, σε μια ποσοτική μελέτη επιλογών του παρακειμένου από ομιλητές της ΚΕ και της ΚΝΕ, διαπίστωσαν ότι γενικά οι ομιλητές της ΚΕ αποφεύγουν τη χρήση του χρόνου αυτού, σε αντίθεση με τους ομιλητές της ΚΝΕ. Ωστόσο, οι επιλογές δεν περιορίζονται αυστηρά ανάμεσα στον αόριστο και τον παρακείμενο, είναι συχνά ανάμεικτες, τόσο από τους ομιλητές της ΚΕ όσο και από εκείνους της ΚΝΕ. Σύμφωνα με τους Παπαπαύλου και Νικολάου, η ιδιότυπη χρήση του παρακειμένου από τους ομιλητές της ΚΕ είναι πιθανόν αποτέλεσμα ανακατανομής που συμβαίνει όταν δύο ή περισσότερες αποκλίσεις στη σύνθεση της διαλέκτου επιβιώνουν από τη διαδικασία ισοπέδωσης. Αυτές οι λειτουργίες είναι επαναπροσδιοριζόμενες και αποτελούν εξελίξεις που οδηγούν προς νέες κοινωνικές ή γλωσσικές λειτουργίες (Britain και Trudgill, 1999). Έτσι, ο παρακείμενος, σύμφω-
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage20
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
να με τους Παπαπαύλου και Νικολάου, στην ΚΕ έχει επαναπροσδιοριστεί και διαφοροποιηθεί λειτουργικά από τον παρακείμενο της ΚΝΕ. Αυτή η απόκλιση ανάμεσα στις λειτουργίες του παρακειμένου της ΚΕ και της ΚΝΕ είναι δυνατόν, όπως υποστηρίζουν οι Παπαπαύλου και Νικολάου, να συσχετίζεται με τη διαφορετική γνωστική αντιπροσώπευση των χρόνων στους ομιλητές των δύο ποικιλιών. Ο λεξικός δανεισμός αποτελεί σημαντικό σύστημα εμπλουτισμού του λεξιλογίου μιας γλώσσας. Μέσα από το δανεισμό, η γλώσσα καθίσταται ικανή να εκπληρώσει τις ανάγκες της για κατονομασία πραγμάτων, οντοτήτων, αισθημάτων κ.λπ. Στη μελέτη «Εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες στον λεξικό δανεισμό της ΚΕ», που παρουσιάζεται στο ενδέκατο κεφάλαιο, ο Παπαπαύλου αναπτύσσει τους λόγους που συντείνουν στον λεξικό δανεισμό. Στη λεξιλογική καινοτομία συντείνουν παράγοντες όπως η συχνότητα των λέξεων, η αποφυγή της ομωνυμίας κ.λπ. Ο γλωσσικός δανεισμός δεν προκύπτει μόνο από τις ανάγκες του γλωσσικού συστήματος, αλλά και από κοινωνιογλωσσολογικούς παράγοντες. Ο λεξικός δανεισμός στην ΚΕ έχει διαφορετικές γλώσσες ως πηγές, και μάλιστα η καθεμία διαφοροποιείται ως προς τους τομείς που καλύπτει στο επίπεδο της σημασίας. Συγκεκριμένα, τα τουρκικά και τα αραβικά αφορούν σε λέξεις σχετικές με τρόφιμα, γεωργικούς όρους και όρους εμπορίου. Τα γαλλικά δάνεια αφορούν στην ΚΕ σε τομείς όπως ο τουρισμός, η διπλωματία και η φιλοσοφία, ενώ τα αγγλικά δάνεια, σύμφωνα με τον Παπαπαύλου, αφορούν σε όρους της τεχνολογίας, των μηχανημάτων, του αθλητισμού και του εμπορίου. Τέλος, τα ιταλικά δάνεια αφορούν στη μουσική, τη θαλάσσια ζωή και τη μαγειρική (βλ. και Papapavlou, 1994). Στη μελέτη «Εφαρμόζοντας γλωσσικές πολιτικές: Η τυποποίηση και μεταγραφή των τοπωνυμίων στην Κύπρο», ο Παπαπαύλου αναδεικνύει ένα σημαντικό ζήτημα γλωσσικής πολιτικής που έλαβε μεγάλες διαστάσεις σε κοινωνικό, πολιτικό και ακαδημαϊκό επίπεδο. Η μελέτη αναδεικνύει τις διαφορές ανάμεσα στην τυποποίηση και τη μεταγραφή. Επιπλέον, ο Παπαπαύλου προσδιορίζει τους στόχους
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage21
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
και τη χρήση των συστημάτων μεταγραφής που εφαρμόζονται για τα γεωγραφικά ονόματα, εξετάζεται το σύστημα μεταγραφής ΕΛΟΤ 743 που εφαρμόζεται στην Ελλάδα και στην Κύπρο και προτείνονται τρόποι βελτίωσής του για να καταστεί πιο αποτελεσματικό. Σε αυτό το πλαίσιο ο Παπαπαύλου, χωρίς να προτίθεται να ασκήσει κριτική στο σύνολο του έργου που παράχθηκε από την αρμόδια επιτροπή για την τυποποίηση των ονομάτων, αναδεικνύει τα σχετικά προβλήματα. Αυτή η επιστημονική περιοχή, υποστηρίζει ο Παπαπαύλου, απαιτεί περαιτέρω έρευνα προτού διατυπωθούν οποιεσδήποτε συστάσεις στις αρμόδιες αρχές, με σεβασμό στις κοινωνικές ευαισθησίες. Στην τελευταία μελέτη του τόμου αυτού, ο Παπαπαύλου εξετάζει τα θέματα γλώσσας και εθνικής ταυτότητας στην Κύπρο. Η μελέτη αυτή αποτελεί και την κατακλείδα της έκδοσης. Εδώ αναδεικνύονται πολλές θέσεις που παρουσιάστηκαν με άλλες ευκαιρίες στα κεφάλαια που προηγούνται. Η γλώσσα στο νησί εντάσσεται, ωστόσο, στο τελευταίο κεφάλαιο σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και συσχετίζεται με άλλες κοινωνικές παραμέτρους όπως ο πολιτισμός, η θρησκεία, η παιδεία, το πολιτικό σύστημα, ακόμα και το φυσικό περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό, η γλώσσα προσλαμβάνεται ως ένας ενοποιητικός παράγοντας όλων των στοιχείων που πλάθουν την ιδιοσυγκρασία ενός λαού. Στην ενότητα αυτή επιχειρήθηκε μια συνοπτική επισκόπηση των θεμάτων που απασχολούν το συγκεκριμένο βιβλίο. Η κριτική σκέψη, η επιστημονική μεθοδολογία και η θεωρητικοποίηση των προβλημάτων, με προσανατολισμό στην πρακτική σύνδεση των προτάσεων με εφαρμογές που καλύπτουν κοινωνικές ανάγκες, αποτελούν τον συνδετικό κρίκο των θεμάτων που πραγματεύονται τα επιμέρους κεφάλαια του τόμου αυτού, τα οποία καταπιάνονται με τη σχέση της γλώσσας με την πολιτική, την ιδεολογία, την κοινωνική ζωή και την εκπαίδευση. Τέλος, στη συγκεκριμένη έκδοση αναδεικνύονται οι καινούργιοι προβληματισμοί που αφορούν στη σύγχρονη βιβλιογραφία για τη γλώσσα και γίνονται αφορμή για προβληματισμό και έρευνα.
PAPAPAVLOU2sel-DDfinal_Layout129/03/20123:24ΜΜPage22
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΒιΒλιογρΑφιΑ
Britain, D. και Trudgill, P. (1999). «Migration, new-dialect formation and sociolinguistic refunctionalisatiohn: Reallocation as an outcome of dialect contact», The Philological Society, 97/2: 245-256. Labov, W. (1980). Locating Language in Time and Space. New York: Academic Press. Newton, B.E. (1972). Cypriot Greek. Its Phonology and Inflections. The Hague, Paris: Mouton. Papapavlou, A. (1994). Language Contact and Lexical Borrowing in the Greek Cypriot Dialect: Sociocultural and Cultural Implications. Athens, NC: Grivas Publications. — (2004). «Verbal fluency of bidialectal speakers of SMG and the role of language-in-education practices in Cyprus», International Journal of the Sociology of Language, 168: 91-100. Yiakoumetti, A., Evans, M. και Esch, E. (2005). «Language awareness in a bidialectal setting: The oral performance and language attitudes of urban and rural students in Cyprus», Language Awareness, 14/4: 254-260.