Ελένη Πριοβόλου - Το τέλος του γαλάζιου ρόδου

Page 1

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ } ΙΙΙ

Το τέλος του γαλάζιου ρόδου Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


©

Copyright Ελένη Πριοβόλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014

Έτος 1ης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN SET 978-960-03-5736-3 ISBN T3 978-960-03-5714-1


Στον Βασίλη και στη δική μας κοινοπολιτεία. Στον Λίνο της επιστήμης, στην Κατερίνα της αρχιτεκτονικής, την Ιωάννα της διαρκούς ανατροπής, τη Φοίβη του φωτός, και σε κάτι που έρχεται από το μέλλον.


Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι πλάσματα της φαντασίας της συγγραφέως. Η οποιαδήποτε ομοιότητα ή συνάφεια με άτομα ή ομάδες που έδρασαν στον ιστορικό χρόνο είναι συμπτωματική ή απλώς εξυπηρετεί τις ανάγκες της μυθοπλασίας.


1

Σ

ΑΒΒΑΤΟ επτά το πρωί. Ανοίγω τα μάτια μετά από σήμα του

βιολογικού μου ρολογιού και μένω για λίγο στο κρεβάτι μέχρι να φύγει το μούδιασμα του ύπνου. Συνειδητοποιώ ότι έχω όλο το πρωινό στη διάθεσή μου. Δεν εργάζομαι, ούτε υπάρχουν δουλειές του σπιτιού, αφού τις έκανε η Ράτκα την προηγούμενη μέρα. Αφήνω το κρεβάτι με ένα αίσθημα ανακούφισης. Ο χρόνος μού φαίνεται άπλετος και δεν σκοπεύω να τον περιορίσω με αναίτια άγχη. Αυτό τουλάχιστον υπόσχομαι στον εαυτό μου. Η ανατολή με περιμένει να της απευθύνω τον πρώτο χαιρετισμό εν είδει πρωινής προσευχής. Κατέχω το εξαιρετικό προνόμιο να κατοικώ σε ένα θαυμαστό κομμάτι της Αθήνας. Μπροστά μου υψώνεται ο Ιερός Βράχος –ακοίμητος φρουρός της αισθητικής μου– και πίσω το Αστεροσκοπείο και ο λόφος του Φιλοπάππου. Αυτό το αίσθημα πληρότητας, μαζί και τη χαλαρή μου διάθεση θα ήθελα να τα μοιραστώ με την οικογένειά μου. Τον άντρα μου τον Ρόκκο και τις δύο κόρες μας, τη Δανάη και την Ερατώ. Όμως κανένας τους δεν δείχνει διατεθειμένος να συμμεριστεί την τρέλα μου να ξυπνώ σαββατιάτικα από τις επτά το πρωί για να χαιρετίσω τον ήλιο. Τα κορίτσια επιστρέφουν συνήθως το ξημέρωμα από τη νυχτερινή διασκέδαση, ξυπνούν κατά κανόνα γύρω στις δύο το με


σημέρι και με την τσίμπλα στο μάτι κατεβαίνουν στον πεζόδρομο της οδού Ηρακλειδών για καφέ. Ο αλλοτινός δρόμος με την αλέα από φιλύρες και τις όμορφες, νοικοκυρεμένες κατοικίες έχει μετατραπεί σε άντρο ραχατιού και απάθειας του νεαρόκοσμου. Ο Ρόκκος –κατάκοπος όπως είναι– δεν αφήνει το κρεβάτι πριν από τις δέκα, πίνει ένα φλιτζάνι καφέ στο πόδι, με ασπάζεται στο μέτωπο, σαν εικόνισμα, και αναχωρεί. Οι κομματικές του υποχρεώσεις, οι συναντήσεις με τους πολιτικούς του φίλους και με το σινάφι των συνδικαλιστών στην πλατεία Κολωνακίου δεν έχουν σχόλη. Η πολιτική σταδιοδρομία απαιτεί εγρήγορση. Κάθε λεπτό εκτός αυτής είναι για τον Ρόκκο σπατάλη χρόνου. Σήμερα όμως μου έδωσε υπόσχεση πως θα βγούμε το βράδυ μαζί. Άφησε μάλιστα στη διακριτική μου ευχέρεια την επιλογή του τρόπου διασκέδασής μας. Κινηματογράφο, θέατρο, ακόμα και Λυρική. Όπου και να καταλήξουμε, μαντεύω ότι εκείνος θα λαγοκοιμάται κουρασμένος από τις εντάσεις και εγώ θα παριστάνω απλώς την ευχαριστημένη, μέσα στην ψευδαίσθηση ότι περάσαμε μαζί ένα όμορφο σαββατόβραδο όπως τα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Αντιπαθώ τους βίαιους ρυθμούς, ακόμα και τις καθημερινές. Πόσω μάλλον το Σάββατο. Μία άποψη στην οποία έχω κατασταλάξει, είναι πως η βία του χρόνου πηγάζει από μέσα μας. Αποτελεί έναν πνιγηρό καταναγκασμό, αναίτιο συνήθως. «Πώς τα καταφέρνεις και είσαι εκτός τόπου και χρόνου;» αναρωτιέται συχνά ο Ρόκκος. Προσπαθώ να του αναλύσω τη θεωρία μου ανάμεσα στα ασφυκτικά περιθώρια ενός χρονικού ημιτονίου που μας περισσεύει, αλλά δεν προλαβαίνω να γίνω κατανοητή. «Άτοπη» ερμηνεύει ο άντρας μου την ονειρική διάσταση που δίνω στο βίο μας προκειμένου να μη γίνει αβίωτος. Είναι ένα Σάββατο φθινοπωρινό αλλά ασυννέφιαστο. Από το βράχο της ψυχής μου νιώθω να αναβλύζει μια άφραστη ποιητι


κή αίσθηση του κόσμου. Η χλαλοή της πόλης δεν έχει αρχίσει, και οι ανάσες της εσωτερικής αυλής, μαζί με το αντιβούισμα απ’ τα κοτσύφια στα φυλλώματα του Φιλοπάππου, με προκαλούν επιτακτικά. Ρίχνω πάνω μου ένα σάλι, κατεβαίνω από τη σκάλα υπηρεσίας στην αυλή και από εκεί περνώ στον κρυμμένο πίσω από το σπίτι κήπο. Εντός του, η αγαπημένη μου γιαγιά Λευκοθέα είχε δημιουργήσει το μυριστικό της κηπάριο, που συνεχίζω να το διατηρώ αναλλοίωτο μετά το θάνατό της. Είναι η ιερή της παρακαταθήκη. Το θυμίαμα των ευωδιαστών φυτών αναδύεται μέσα απ’ την πρωινή δροσιά και διαχέεται στο χώρο. Πόσο θα ήθελα να αφήσω εκεί την τελευταία μου πνοή! Σε στιγμές ανεξέλεγκτης συγκινησιακής φόρτισης, σκηνοθετώ το θάνατό μου. Ξαπλώνω στο φρεσκοκομμένο χορτάρι, σταυρώνω τα χέρια, κλείνω τα μάτια και πασχίζω να καθαρίσω το μυαλό μου από κάθε σκέψη. Να ταξιδέψω σε ένα απολύτως λευκό τοπίο ανυπαρξίας. Μοιάζει με ονειρική αναχώρηση, αλλά πρόκειται για καθαρό τοπίο θανάτου. Μόλις καταφέρω να μπω σε αυτή την παράξενη λειτουργία, πετάγομαι πάνω έντρομη. Όχι! Τα κορίτσια με χρειάζονται ακόμα. Μερικές φορές σκέφτομαι πως είναι εγωιστική η επιθυμία μου να συμπαρασύρω στην πρωινή πλημμυρίδα των δικών μου συναισθημάτων και τους οικείους μου. Να τους μεταγγίσω την προσωπική μου αίσθηση για τον κόσμο και να τους μυήσω στον τρόπο που εγώ απολαμβάνω τα πράγματα, θαρρείς και κατέχω την αλάνθαστη συνταγή της προσωπικής ευτυχίας. Παρά την παραδοχή της πλάνης μου, εκνευρίζομαι όταν δεν μου γίνεται το καπρίτσιο να παίρνουμε όλοι μαζί πρωινό, στη θαυμάσια βεράντα μας, αν ο καιρός το επιτρέπει, ή μέσα από την τζαμαρία, αν έχει ψύχρα και βροχή. Θα με ικανοποιούσε αν μπορούσαμε να βλέπουμε τον ήλιο με το ίδιο βλέμμα, να δίνουμε στον Υμηττό και στην Ακρόπολη την ίδια διάσταση και να τρώμε, σαν την 


«αγία οικογένεια», το μυρωδάτο κέικ μήλων που ανεβάζει στον όροφό μας, από την προηγούμενη μέρα, η γηραιά, πλην κραταιά μητέρα μου Ελπίδα. Όπως και να έχει, ο διάλογος με τον εαυτό μου καλά κρατεί και η ατραπός προς την αυτογνωσία, αν και δύσβατη, με άπειρες παλινωδίες, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οφείλω να σέβομαι τις επιθυμίες των δικών μου και να μην έχω την απαίτηση να τους τραβώ στο άρμα των προσωπικών μου διεργασιών. Εξάλλου, η σχέση με την ανατολή και τη δύση, καθώς και η προσπάθεια ανίχνευσης άυλων οντοτήτων πίσω από το κοσμικό εκμαγείο είναι υπόθεση ατομική, και η απόλαυση δεν έχει συνταγή προς εκτέλεση. Ξέρω πως δεν θα κρατήσω για πολύ την υπόσχεση που κάθε φορά δίνω στον εαυτό μου, αλλά η αναγνώριση της πλάνης αποτελεί το πρώτο στάδιο στην πορεία προς την αυτογνωσία. Η αλήθεια είναι πως πέρασα από επώδυνα στάδια μέχρι να απεκδυθώ τον τύραννο εαυτό και να αρχίσω να λειτουργώ διακριτικά –αλλά με βλέμμα «παντεπόπτη»– στα οικογενειακά δρώμενα. «Όλοι μαζί». Αυτό είχα οραματιστεί όταν παντρεύτηκα τον Ρόκκο και όταν γέννησα τα δυο μου κορίτσια. Η «κομμούνα» των ευσεβών κοινωνικών μας πόθων θα σαρκωνόταν πρώτα στη δική μας οικογένεια και θα γινόταν ένα μοντέλο για ευρύτερους σχηματισμούς. Μελετώντας τα ιστορικά αρχεία, διάβασα μια φράση παλαιών –ξεχασμένων από την ιστορία– κοινωνιστών του 19ου αιώνα, που έλεγε: «Η τελειοποίησις των ατόμων προηγείται της επαναστάσεως». Αυτό, στην πράξη, είναι δύσκολο να υλοποιηθεί. Αποτελεί όμως δρόμο προορισμού. Ο Ρόκκος, με τις κομματικές του υποχρεώσεις, βρίσκεται διαρκώς αποσπασμένος από το συμπαγές οικογενειακό μας σύμπαν. Τα κορίτσια μας μέχρι την εφηβεία τους έμειναν κολλημένα πάνω μου. Μετά, απέκοψαν το λώρο ασφαλείας. Ακολού


θησαν τους δικούς τους συναισθηματικούς δρόμους. Γενικά, απέκλιναν από την πορεία που είχα την ψευδαίσθηση ότι τους άνοιγα. Τώρα η Δανάη πατάει τα είκοσι πέντε της χρόνια και η Ερατώ τα είκοσι ένα. Η δική μου αλήθεια τούς φαντάζει γερασμένη. Παρά ταύτα, τη σχέση μας την έχει σφραγίσει η διαφωνούσα αγάπη, πανομοιότυπη –τηρουμένων των αναλογιών– με αυτή που σφράγισε και τη σχέση μου με τη δική μου μητέρα. Δεν πέρασαν ωστόσο εκείνες οι εφιαλτικές νύχτες που τις περίμενα ως το ξημέρωμα να επιστρέψουν από τα πρώτα εφηβικά τους ξεπορτίσματα. Τις αντιμετωπίζω ακόμα σαν έφηβες. Τα καλοκαίρια μένω ξάγρυπνη στη βεράντα και τους χειμώνες πίσω από την τζαμαρία, με το τζάκι μελαγχολικό στην εκπνοή του και τις λέξεις του βιβλίου να εξανεμίζονται στο ομιχλώδες της κουρασμένης μου όρασης. Τις ώρες αναμονής ή αγωνίας, συνηθίζω να κρατώ ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά μου, αλλά τα μάτια μου είναι καρφωμένα στους δείκτες του ρολογιού. Στην περίπτωση των κοριτσιών, εκτός από την πίεση των ωροδεικτών, με κατατρέχει και ο εφιάλτης του κινητού τηλεφώνου, με το οποίο φρόντισα να εφοδιάσω τις κόρες μου από νωρίς, παρά τις ιδεολογικές μου διαφορές, για την καλύτερη παρακολούθησή τους. Αν μια τέτοια νύχτα τηλεφωνήσω στην Ερατώ –που είναι λιγότερο αράθυμη– και, αντί για τη φωνούλα της, ακούσω εκείνο το φρικτό «η κλήση σας προωθείται», η καρδιά μου ανεβάζει εκατόν είκοσι παλμούς. Και όσο η άθλια ηλεκτρονική φωνή συνεχίζει να μου αποκλείει την επαφή με τα κορίτσια μου, φτάνω στα όρια της υστερίας. Μπροστά από τα μάτια μου περνούν στίφη βιαστών, εμπόρων λευκής σαρκός και ναρκωτικών, που έχουν βάλει στόχο την αθωότητα των παιδιών μου. Το μελί της Δανάης και το γαλανό της Ερατώς. Κάποια εποχή, όταν τα κινητά τηλέφωνα δεν είχαν εισβάλει καθολικά στη ζωή μας, ώστε να μπορώ να τις ελέγχω, είχα φτάσει στο σημείο, εγώ η ευαγ


γελίστρια της αθεΐας, να επικαλούμαι τη βοήθεια του Άγνωστου Θεού, να του ζητάω να συντρέξει τα παιδιά μου, για να περάσουν την πόρτα του σπιτιού μας σώα και αβλαβή. Το γύρισμα του κλειδιού στην πόρτα μόλις προλαβαίνει να με διασώσει από την κρίση πανικού. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω να τις υποδεχθώ με λυμένο το ζωνάρι για καβγά. Μα σαν τις αντικρίζω ζωντανές και ολόδροσες, σαν μαγιάτικα λουλούδια και καλοκαιρινά φρούτα, έτοιμες να χλευάσουν την αδικαιολόγητη μητρική μου αγωνία, μου περνάει κάθε επιθετική διάθεση. «Μπα, βρήκατε το δρόμο;» σχολιάζω, μόνο και μόνο για να μη φανώ απολύτως ενδοτική. Αλλά το μειδίαμα ανακούφισης προδίδει όσα είχαν προηγηθεί. Παρέχω έτσι μια καλή ευκαιρία στη Δανάη για σαρκασμό. «Επιστρέψαμε σώες, αβλαβείς και παρθένες, μανούλα». Η Ερατώ απλώς γελάει με τα χαριτωμένα τσακιστά της γελάκια. Ο Ρόκκος, πάνω από τα μισά χρόνια της συμβίωσής μας, έχει σταθερή ώρα επιστροφής γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, αφού τελειώσουν πρώτα όλα τα δελτία ειδήσεων και οι τηλεμαχίες. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 η νεόκοπη ιδιωτική τηλεόραση άρχισε να τον ακολουθεί καταπόδας στους δρόμους και στα εργοτάξια. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και εντεύθεν έγινε πλέον το αγαπημένο πρόσωπο όλων των ιδιωτικών Μέσων. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης είχε καταφέρει να δημιουργήσει την εικόνα του άκαμπτου συνδικαλιστή, που ξέρει να διεκδικεί και να κερδίζει. Τυπικά, ο Ρόκκος εργαζόταν στον Οργανισμό Οικονομικής Ανάπτυξης. Ουδέποτε όμως καταπιάστηκε επί της ουσίας με το αντικείμενό του, που ήταν η εκπόνηση μελετών για την εξασφάλιση οικονομικών πόρων. Οι αντίπαλοί του μάλιστα τον κατηγορούσαν ευθέως ως αργόμισθο. Μπήκε από τον πρώτο χρόνο στο συνδικαλισμό και εξελίχθηκε στον υπ’ αριθμόν ένα εργα


τοπατέρα. Η αλήθεια είναι πως επί των ημερών του οι απολαβές των εργαζομένων αυξήθηκαν με επιδόματα και μπόνους. Όμως δεν έχω ακόμα πειστεί αν αυτό αποτελεί επιτυχία του Ρόκκου ή αν ήταν απλώς πολιτική βούληση, για λόγους που υποπτεύομαι αλλά δεν μπορώ να αποδείξω. Η κομμουνιστική Αριστερά αντιτάχθηκε στην επιδοματική πολιτική και του είχε ανοίξει πόλεμο. Υποστήριζε την ιδέα ενός ενιαίου μισθολογίου για όλους του εργαζόμενους στο Δημόσιο, διότι η πολιτική τού διαίρει και βασίλευε εξυπηρετούσε αποκλειστικά τους μικροπολιτικούς στόχους και την ανελέητη ψηφοθηρία των συνδικαλιστών. Νίκησαν οι κυβερνητικοί, και, φυσικά, η Αριστερά συμβιβάστηκε, αφού οι απολαβές ήταν καλές, και εντέχνως διεκδίκησε και έλαβε κι εκείνη το δικό της κομμάτι από την πίτα της εξουσίας. Πάντως, ο Ρόκκος, ως «μαινόμενος αγωνιστής», διέθετε τη δύναμη και την πειθώ να ξεσηκώνει και να κατεβάζει σε πολύμηνες απεργίες τους εργαζόμενους. Τα κανάλια τού παρείχαν τηλεοπτικά παράθυρα για να μιλάει – ως κομματικός εκπρόσωπος μάλλον παρά ως εκφραστής των συμφερόντων των εργαζομένων. Είχε αρχίσει να χτίζει την πολιτική του σταδιοδρομία, και το καθεστώς ανακάλυψε το νέο μοντέλο του διαχειριστή του. Εξελέγη βουλευτής στην Α΄ Εκλογική Περιφέρεια Αθηνών. Για τέσσερα χρόνια κατείχε τη θέση του διοικητή του Οργανισμού και έκτοτε πασχίζει –με όσα μέσα διαθέτει– να αναρριχηθεί στον υπουργικό θώκο. Μετά το κλείσιμο των παραθύρων στα δελτία ειδήσεων και των κοκορομαχιών στρογγυλής τραπέζης, τις οποίες αποκαλούν συζητήσεις, ο Ρόκκος επιστρέφει στο σπίτι συνήθως συγχυσμένος. Βλαστημάει καθώς ξελύνει τη γραβάτα του, βρίζει χυδαία κατά παντός αντιπάλου ενόσω γδύνεται, καταστροφολογεί την ώρα που κάνει το μπάνιο του, εκτονώνεται όταν πάει 


να ξαπλώσει δίπλα μου, ενώ εγώ προσπαθώ να τιθασεύσω τα νεύρα μου και να δεχθώ τα χάδια του. Δεν είμαι φεμινίστρια, και ο Ρόκκος, παρά το γεγονός ότι εντοιχίστηκε στα τηλεοπτικά παράθυρα, συνεχίζει να είναι καλός εραστής. Το πάθος του όμως έχει σβήσει. Το διαισθάνομαι αλλά δεν παραπονιέμαι. Ο Ρόκκος διαθέτει τόσο ισχυρή επιχειρηματολογία, που το πιθανότερο είναι να βγω από ονειρόπληκτη έως τρελή. Τα κορίτσια, όσο μεγαλώνουν, τόσο επιμηκύνουν το χρόνο επιστροφής στο σπίτι. Από τη μία μετά τα μεσάνυχτα, τον μετέφεραν σταδιακά στις δύο, κατόπιν στις τρεις, για να καταλήξουν στα κρεβάτια τους το ξημέρωμα. Σ’ εμένα το μόνο που απέμενε –όλο το διάστημα από την εφηβεία μέχρι την ενηλικίωσή τους– ήταν να αγωνιστώ σκληρά για να πετύχω την ισορροπία. Έπεισα τον εαυτό μου ότι οι φόβοι πηγάζουν από την ανάγκη για εξαρτήσεις και καταλήγουν πάλι στην ίδια αφετηρία. Όμως αυτή η εμμονή είχε γίνει πλέον πάθηση. Μόλις το αντιλήφθηκα, ξεκίνησα την αυτοθεραπεία. Σιγά και προσεκτικά –περισσότερο για να μην πονέσω εγώ–, άρχισα να τροχίζω τον ομφάλιο λώρο, μέχρι που τον έκοψα. Ελεύθερη πια εξαρτήσεων, ανασύρω από το κουτί τούς είκοσι τέσσερις μολυβένιους στρατιώτες που είχα εφεύρει από παιδί για να με συντροφεύουν τις ώρες της απέραντης μοναξιάς. Είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτου μεταμφιεσμένα σε μολυβένιους στρατιώτες. Μαχόμενοι πλάθουν τις λέξεις. Οι λέξεις! Από τη στιγμή που έμαθα ανάγνωση και γραφή, μ’ αυτές έχτισα το οχυρό μου, και εξορίζω τους φόβους μου έξω από τις πύλες του. Με τις λέξεις πλοηγό, επανασυνδέω τη μνήμη με το παρελθόν και παρηγορώ τον εαυτό μου για το χρόνο που διαβαίνει ανεπιστρεπτί, αφήνοντας τα σημάδια του σαν καφετιές εφηλίδες πάνω στο λευκό μου δέρμα.




Καλό μου Σάββατο. Υπέροχη αυγινή μου γαλήνη, κομμένη στα δυο απ’ την παράκρουση των λεωφόρων, που όμως μοιάζουν τόσο μακριά από τη γειτονιά του Αστεροσκοπείου. Κατεβαίνω στον κήπο. Ο ψηλός μαντρότοιχος αποκλείει τα αδιάκριτα βλέμματα. Επιθυμώ να ατενίσω με ευγνωμοσύνη την ανατολή κι έπειτα να ποτίσω τις μνήμες, αρχίζοντας απ’ τη γιαγιά μου, την κυρα-Λευκοθέα. Οι αναμνήσεις μου όλες έχουν τα σχήματα και τα αρώματα των μυριστικών της φυτών και δέντρων. Τα ανανεώνω με περισσή ευλάβεια, για να θυμιατίζουν με τη ζωογόνα αύρα τους τη μνημοσύνη, κι αυτά παραμένουν εκεί, αναλλοίωτα, παντός καιρού. Βασιλικός, λουίζα, δυόσμος, μέντα, αρμπαρόριζα, μαντζουράνα, δάφνη, δεντρολίβανο, λεβάντα, γαλανές πετούνιες, τριαντάφυλλα, γεμιστές πιπεριές, κεφτεδάκια, λικέρ, γλυκό νεράντζι, κυδώνι και σταφύλι, στιφάδο, μπούτι αρνιού στο φούρνο με δεντρολίβανο, βραδινά αφεψήματα, καμφορά και ναφθαλίνη. Η φωνή της γιαγιάς ολοκάθαρη πηγή, παλλόμενη απ’ τη συγκίνηση. Η μορφή της σπαρταράει μέσα στην άχνα των καιρών. Κάθεται στην αυλή και ξεπικρίζει τα νεράντζια για το γλυκό τραγουδώντας. Οι ευωδιές απτές, νωπές, επίμονες, ξεσηκώνουν θύελλα στο αρχείο των αναμνήσεων μόλις βρεθώ στο κηπάριο. Η πλατύφυλλη μουριά στο κέντρο, η λεμονιά, η κυδωνιά και η ροδιά. Η γαζία θαύμα εωθινό, οι τριανταφυλλιές και οι γαλανές πετούνιες –γαλανές του αζουρίτη– η ακριβή μου γαλήνη. «Ζωής εγκώμιο», σχολιάζει ο πατέρας μου ο Στέφανος κάθε φορά που ανοίγει το παράθυρο, στον πρώτο όροφο του σπιτιού, και αντικρίζει το γλαυκό του πρωινού. Ο κήπος αποτελεί τις καθαρές, διηθημένες ανάσες μου, όταν τα αδιέξοδα με κάνουν να ασθμαίνω και η απαισιοδοξία με πνίγει. Όσο μεγαλώνω, όλο και πιο συχνά. Όταν όλα γύρω μου μοιάζουν πιο άραχλα κι από την κάθοδο στον Άδη, τότε κατα


φεύγω εκεί, σ’ αυτόν το χώρο περισυλλογής και κατάνυξης. Συνέρχομαι απ’ το θυμίαμα των μύρων και επιστρέφω στο σπίτι. Κάθομαι στη γραφομηχανή κι αρχίζω να γράφω, να αντλώ από τη μνήμη το πρόπλασμα ενός μυθιστορήματος. Σκοπεύω να μιλήσω για όλα όσα δεν θέλω να γίνουν βορά της λήθης ή της αβελτηρίας των καιρών. Για όσα η Νέμεση όρισε να ζήσω. Το μετείκασμα του παιδικού ονείρου με ακολουθεί σαν μια παράλληλη ζωή. Εγείρει εικόνες και σαλεύει αισθήματα πετρωμένα. Αν θα έπρεπε να βρω μια δυο λέξεις που να περιγράφουν εκείνους τους δύσκολους καιρούς, θα πρόφερα με δέος «μύρο αθωότητας».




2

Η

Κυρα-ΛευΚΟθεα έδενε το σιρόπι για το χαλβά της και μοιρο-

λογούσε με την υπέροχη, βαθιά και φύσει λυγμική φωνή της. «Κάτω στα Γιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο...» Στα τραγούδια διοχέτευε όλους τους καημούς της, με τη σκέψη δοσμένη στα δεινά που ανάγκασαν ολόκληρη τη φαμίλια της να ξεριζωθεί από τον τόπο της και να μεταναστεύσει σ ’αυτό τον «ατέλειωτο απόπατο» που τον λένε αθήνα. Χτίστης σπουδαίος ο γιος της ο Στέφανος, είχε μάθει τη δουλειά κοντά στον παππού του, τον ανάργυρο. από μικρό παιδί τον έπαιρνε μαζί του στις περιοδείες με την ομάδα των χτιστάδων, που άφηναν όλο τους το μεράκι σε σπίτια με ψυχή, καμωμένα για τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Οκτάχρονο αγόρι ήταν ο Στέφανος όταν μπήκε στη δουλειά και κάθε καλοκαίρι ταξίδευε με τους μαστόρους σε στεριές και θάλασσες. Το χειμώνα σχολείο. Τα π’ αιρνε τα γράμματα. Τον έστειλαν και στο γυμνάσιο. Του νοίκιασαν κάμαρα στην πόλη. Πήρε μαζί του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την αριστούλα, για να του μαγειρεύει, να τον πλένει και να μαθαίνει κι εκείνη τη μοδιστρική, που την είχε μεράκι. Παιδί γεμάτο όνειρα ήταν ο Στέφανος. θα σπούδαζε, λέει, αρχιτέκτονας. Σπουδαία υπόθεση! Του άρεσε πολύ να σχεδιάζει σπίτια και όμορφα κτίρια, και σχολεία και εργοστάσια κι απ ’όλα. Μέχρι την πέμπτη γυμνασίου κατάφερε να πάει. Ήρθε ο καταραμένος ο πόλεμος και έκοψε το 


νήμα των ονείρων στη μέση. επίθεση των Ιταλών –κακό χρόνο να χ’ ουν–, αλβανία, ήττα, γερμανική Κατοχή, αντάρτης ο Στέφανος στο βουνό με τον εΛαΣ, νίκη κατά των Γερμανών, κι έπειτα ο άλλος πόλεμος, με τους εγγλέζους. Το κόμμα έστειλε το γιο της το 4’ 4 στην αθήνα, με ένα τάγμα ελαφρά οπλισμένων, αμούστακων παιδιών, αλλά ψημένων στις μάχες, να αντιμετωπίσουν τα τανκς εκείνου του Σκόμπι. Κακό χρόνο να χ’ ουν και μαύρο! Τα τσάκισαν τα παιδιά. Και τα όπλα τους τα πήραν και γέμισαν τα ξερονήσια με τον αφρό της νιότης. Πέντε χρόνια στη Μακρόνησο και στην Ικαρία το παιδί της, με χιλιάδες άλλους νιους και νιες. Όταν επέστρεψε, τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Ο πατέρας του, ο Νικανδρέας, ξυλογλύπτης και μυλωνάς, με όνομα νοικοκύρη, ήταν νεκρός. Τον μακέλεψαν οι παρακρατικοί, μέσα στον αδελφοσκοτωμό, τον έλειωσαν στη μυλόπετρα του μύλου του, επειδή έδινε αρωγή στους αντάρτες. Μήπως τους ρωτούσε ο άμοιρος αν ήταν αριστεροί ή δεξιοί αντάρτες; αρκεί που πολεμούσαν τους Γερμανούς. Το λάθος ήταν πως ο γιος του ήταν πια κομμουνιστής, άρα κι εκείνος τους κομμουνιστές συνέδραμε. Πού να καταλάβουν οι τυφλωμένοι από το μίσος τι σημαίνει αγαθότητα και καλοσύνη. Δεν του έδειξαν έλεος, ούτε μετά την επέμβαση του παπαδάσκαλου, που πήρε όρκο ότι ο Νικανδρέας Γλυκοφρύδης υπηρέτησε την πατρίδα και την ελευθερία και μόνο αυτή. ρημαδιό τα βρήκε όλα ο Στέφανος όταν επέστρεψε στο χωριό με τα πρώτα μέτρα ειρήνευσης. Άρχισε το χτίσιμο της ζωής τους από την αρχή, με το όνειρο κουτσό, αλλά με αισιοδοξία. Ξαναθυμήθηκε την τέχνη που του δίδαξε ο παππούς του, ερωτεύτηκε την πάγκαλη ελπίδα, την πιο σεμνή και πιο φτωχή κοπέλα του χωριού, παντρεύτηκαν, έσμιξαν όνειρα κι ελπίδες, και το 5’ 3 ήρθε στον κόσμο η Λευκή τους, αλλά τα δύσκολα δεν λέγαν να τελειώσουν. Οι οικοδομές πέρασαν στην πατρωνία των εργολάβων. Σπάνια ζητούσαν πια ελεύθερους χτίστες. Όποιος μάστορας ήθελε δου


λειά, έπρεπε να πάει στον εργολάβο. Ο Στέφανος δεν άργησε να βρει μεροκάματο –και καλό–, σε έναν εργολάβο φιλικό προς τους κομμουνιστές. Έχτιζαν τα σχολεία της περιοχής που είχαν καταστραφεί μέσα στον πόλεμο. Όμως, όταν οι τσαμπουκάδες, οι παρακρατικοί που έλεγχαν την οικοδομή, τον πήραν είδηση, εμφανίστηκαν μαζί με τους χωροφυλάκους. Τον φοβέρισαν πως αν έπαιρνε κομμουνιστές στη δούλεψή του, δεν θα τον άφηναν να σταυρώσει έργο. Τι να κάνει εκείνος; Τον απέλυσε. Μα όπου και να πήγαινε, τα ίδια. Δούλευε μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι οι διώκτες του. Το μύλο του πατέρα του δεν μπορούσαν να τον βάλουν σε λειτουργία. Ήθελε πολύ χρήμα για ν ’αρχίσει να δουλεύει. είχε καταστραφεί από τις μάχες. Τούτο όμως ήτανε μόνο πρόφαση για την κυρα-Λευκοθέα. Η αλήθεια είναι πως είχε το καντηλάκι μόνιμα αναμμένο πάνω στη ματωμένη μυλόπετρα όπου βρήκε τραγικό θάνατο ο αγαπημένος της άντρας, και ο μύλος έγινε το προσκύνημά της. Σ ’ένα τέτοιο προσκυνητάρι καταθέτεις και αποταμιεύεις δάκρυα και πόνο. Ποτέ δεν ζητάς απολαβή. Τα πράγματα όλο και δυσκόλευαν. αυτοί, παλιοί νοικοκυραίοι, να παλεύουν πια και για τα στοιχειώδη. Μεγάλωνε και η Λευκή. Φωστήρα την έλεγε η δασκάλα στο σχολείο. Πώς θα πήγαινε γυμνάσιο; Πού θα σπούδαζε; Δεν ήθελαν να έχει την τύχη της θείας της, της αριστούλας, που αγάπησε και παντρεύτηκε έναν πάμφτωχο ξενομερίτη, καλό παιδί, όμως την πήρε και ξενιτεύτηκαν στην αυστραλία, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. από τότε, μόνο μια κάρτα με ευχές για κάθε νέο έτος λαβαίνει, και τις φωτογραφίες των «ξένων» εγγονών της. Νίκο και ανδρέα βάφτισε τα παιδιά της η αριστούλα. Και τα δυο μαζί κάνουν τον Νικανδρέα της. είναι κι αυτό μια παρηγοριά. «Φεύγουμε για την πρωτεύουσα», είπε ο Στέφανος ένα μαγιάτικο βράδυ του 1961. Ήταν η χρονιά μ ’ εκείνες τις εκλογές της βίας. Έγιναν λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο, και ψήφισαν κι 


οι πεθαμένοι, και τα χωριά βρεθήκανε με ψηφοφόρους περισσότερους απ ’τους κατοίκους. Κάποιος «Περικλής», λέει, που ήταν των αμερικάνων, έβαλε το χεράκι του για να κερδίσει τις εκλογές η ερε. Κακό χρόνο να χ’ ουν και οι αμερικάνοι και ο «Περικλής» τους! «Να τελειώσει φέτος η Λευκούλα μας την τάξη και αναχωρούμε», τους ανακοίνωσε ο Στέφανος, που τα χ’ ε όλα κανονισμένα. Δεν έμοιαζε να σηκώνει αντιρρήσεις. Τάπωσε το στόμα η κυρα-Λευκοθέα, να μην της φύγει η κραυγή, και θα άρχιζε το μοιρολόγι αν ο Στέφανος και η ελπίδα δεν την έπειθαν πως όλα γίνονταν για το καλό της Λευκούλας τους. αλλιώς, δεν θα το κουνούσε από το σπίτι της. Μα έβαλε κι αυτή κάτω τη λογική προκειμένου να πάρει τη σωστή απόφαση. Διότι το συναίσθημα άμποτε να ωφελούσε, αλλά συχνά σε ξεστρατίζει. Και πολυτέλειες για πολλά ρίσκα δεν είχαν. Η κοντινή πόλη βρισκόταν εξήντα χιλιόμετρα μακριά από το ορεινό χωριό τους. Ένα ορεινό λεωφορείο –προπολεμικό σαράβαλο– τους ένωνε με το αστικό κέντρο, κι αυτό όχι κάθε μέρα. Κάποια στιγμή η Λευκή θα τελείωνε το δημοτικό και έπρεπε να πάει στο γυμνάσιο. Πώς θα της νοίκιαζαν κάμαρη στην πόλη, έτσι ψιμάρι καθώς ήταν; Σε τι σπιτονοικοκυρά θα π’ εφτε η μικρή τους πριγκίπισσα; Ναι, για το μέλλον της ακριβής της εγγονής πήρε τη μεγάλη απόφαση η κυρα-Λευκοθέα. Πήγε κρυφά τη νύχτα στην κρυψώνα της και ξέθαψε τις δέκα λίρες που είχε θαμμένες απ ’τον πόλεμο κι ούτε τις είχε φανερώσει μετά την απελευθέρωση, για να μην τις μυριστούν οι παρακρατικοί που όρμησαν να τους κατασπαράξουν. Σ ’ εκείνο το μέρος είχε κρύψει και την αριστούλα της όταν άκουσε τους χίτες να κατεβαίνουν διψασμένοι για αίμα. Ήταν ένα φυσικό οχυρό πίσω απ ’το μοναστήρι της Παναγιάς της Καβαδιώτισσας, τριγυρισμένο από αγράμπελες, σπαράγγια και παλιούρια. Μέσα του φύλαγε η φύση κλεισμένη όλη την ομορφιά της Παναγιάς. εκεί φυτρώναν τα πιο σπάνια λουλούδια. Οι γαλανές πετούνιες. 


Έσκαψε, ξέχωσε το μασούρι με τις λίρες και μάζεψε σπόρο από της «Παναγιάς τα μάτια», όπως αποκαλούσαν τους δυσεύρετους ανθούς. Με την ευλογία της Παναγιάς της Καβαδιώτισσας, μετέφερε το σπόρο στην αθήνα, μαζί με όλες τις ευωδιές του τόπου της. «Δεν φεύγω από δω δίχως τα μυρωδικά μου και δίχως τις κότες μου», δήλωσε και έβγαλε ρίζες από ό,τι αρωματικό φυτό υπήρχε στο δάσος. Μέχρι άγριο θυμάρι μάζεψε. ανάγκασε τον Στέφανο να βάλει στα καλάθια και δυο ζευγάρια κότες. «εντάξει, μάνα», της είπε. Ήξερε αυτός. Τα είχε όλα κανονισμένα, και οι γυναίκες δεν πήραν μυρουδιά. από καιρό είχε στείλει γραφή στο φίλο του και συναγωνιστή, έναν Μπάτη, υποδηματοποιό. Πολλές φορές ανέφερε το όνομά του όταν τους αφηγούταν τα δεινά της εξορίας. Τους είχαν στρατεύσει μαζί στη Μακρόνησο και έζησαν στην ίδια σκηνή. Τεχνίτης παπουτσής, σου λέει. Έπαιρνε τους γυλιούς όσων είχαν πεθάνει, από το ξυλοφόρτωμα των αλφαμιτών κι από τις κακουχίες, και έφτιαχνε παπούτσια για τους ζωντανούς. αργότερα, στον άλλο τόπο εξορίας, την Ικαρία, μαθήτευσε σε έναν κανονικό παπουτσή. Όταν τελειώσαν τα δεινά και επέστρεψαν, άνοιξε δικό του εργαστήριο κι ασκούσε την τέχνη του με μεράκι και προκοπή. αυτός τα τακτοποίησε όλα στην αθήνα. Τους βρήκε σπίτι στην όμορφη γειτονιά πίσω από την αγία Μαρίνα του θησείου –μεγάλη η χάρη της– και δουλειά στα παιδιά της. Η ελπίδα κάνει την πιο καθαρή δουλειά που θα μπορούσε να φανταστεί. Μαζεύει τριαντάφυλλα σε έναν μπαχτσέ, αλλά βοηθάει τα αφεντικά της και στο νοικοκυριό. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί η κυρα-Λευκοθέα πως είχαν ψωμί τα τριαντάφυλλα. Τον Στέφανο τον πήρε κοντά του, στην ομάδα του, λέει, ο κύριος Κλέων Νερουλός, ο αρχιτέκτονας. Όσο για το σπίτι, ήταν καλύτερο κι από τα όνειρά της. Παλιό βέβαια και ταλαιπωρημένο απ ’τους καιρούς κι από τις μάχες. Ο τοίχος είχε ακόμα τα τραύματα από τα πολυβόλα των εγγλέζων. 


Σε αυτό το σπίτι είχαν οχυρωθεί οι αντάρτες της πόλης. Οι ιδιοκτήτες του το άφησαν για να πάνε να μείνουν σ ’ένα από τα μοντέρνα διαμερίσματα που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στην αθήνα και πάνε να κρύψουν τον ουρανό. θα το έδιναν στην αντιπαροχή, αν δεν υπήρχαν στη μέση πολλοί κληρονόμοι για να ερίζουν. από πείρας ήξερε πως τέτοιοι τσακωμοί δεν είχαν τελειωμό, και έτσι βολεύτηκαν. Παλιό αθηναϊκό σπίτι, ένα κόσμημα. Ως φαίνεται, όμορφα τα έκαναν κάποτε και στην αθήνα τα σπίτια. ανθρώπινα κι αρχοντικά. Με τον ψηλό αυλόγυρο, την εσωτερική αυλή, το πηγάδι, τα παρτέρια και τις μεγάλες κάμαρες. Βέβαια, το δικό τους έμπαζε από παντού, και τα υδραυλικά του ήταν σάπια. Τον πρώτο χειμώνα υπέφεραν από το κρύο. εμφανίστηκαν και πάλι οι χιονίστρες, που είχαν να την ενοχλήσουν απ ’τον πόλεμο, τότε που ανέβαινε στο βουνό και βοηθούσε τους αντάρτες. Όμως την άνοιξη, ο εργοδότης του γιου της, ο κύριος Κλέων, έστειλε το συνεργείο του και μπάλωσαν το σπίτι. Να αγιάσουν τα πεθαμένα του. Ο Στέφανος πρωτοστατούσε. από την αρχή της συνεργασίας τους τον έκανε πρωτομάστορα ο κύριος Νερουλός. είδε το ταλέντο και την αξιοσύνη του. Όλα καλά ήταν πια στην αθήνα, κι ας το φοβόταν το χάος της, κυρίως τις νύχτες, όταν άναβαν εκείνα τα μιλιούνια από φώτα και έσβηναν τ ’αστέρια. Ο χώρος που η ίδια όριζε ήταν ο μικρός της παράδεισος. Έτσι τον λόγιαζε, έτσι τον επιμελούταν, και έκλεινε τους φόβους της απ ’έξω. Και τον μυριστικό της κήπο τον έστησε, και κοτέτσι τής έφτιαξε ο γιος της, και την εκκλησιά την είχε μιαν ανάσα δρόμο. Και προπάντων ένιωθε τη φαμίλια ολόγυρά της, να ανασαίνει έναν άλλο αέρα. «αέρα προόδου», έλεγε ο Στέφανος. Ένα πράμα τη φαρμάκωνε μονάχα. ενώ ο γιος της της είχε δώσει υπόσχεση πως στην αθήνα θα κοιτάει τη δουλειά του και την πρόοδο της Λευκής τους, αυτός έμπλεξε πάλι με το κόμμα. Να, τώρα είναι κλεισμένος στην πάνω κάμαρα μ ’εκείνον το φυ


ματικό, τον κυρ-αργύρη, και συζητάνε. Τι λένε από το πρωί χρονιάρα μέρα; Μόλις επέστρεψε από την πρωινή λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης, βρήκε τον κυρ-αργύρη στο σπίτι, πάει να μεσημεριάσει κι αυτοί ακόμα να μιλάνε. Η ελπίδα δούλευε. Πήρε και τη Λευκή μαζί της, γιατί είχε παύση το σχολείο. Την αγαπούσαν πολύ την ελπίδα στον μπαχτσέ με τα τριαντάφυλλα. Η δεσποινίς ροδή Σιμωνέτη, η κυρία εύθα, ο κύριος αγάθων. Άγιοι άνθρωποι! Μα πώς να μην είναι καλοί, αφού καλλιεργούν τριαντάφυλλα, δηλαδή την ίδια την ομορφιά; Περισσότερες μαύρες ψυχές συνάντησε στα χωριά τους, και ας ανασαίνουν τον καθαρό αέρα. Η κυρα-Λευκοθέα είχε αρχίσει να την καρδιεύεται την αθήνα, μόνο και μόνο επειδή η ζωή τούς έριξε σε καλά χέρια. «Μεγάλη η χάρη σου, Παναγιά Καβαδιώτισσα», ψιθύρισε. «Δεν σου έκαμα τάμα γιατί δεν ξέρω αν θα επιστρέψω πίσω στον τόπο μας για να σ ’το ξεπληρώσω. Άμποτε να μ ’αξιώσεις βέβαια. ανάβω όμως λαμπάδα κάθε Κυριακή, ίσα με το μπόι της Λευκής, στην αγία Μαρίνα του θησείου. α, μα τι σου τα λέω! Μήπως δεν με βλέπεις εσύ;» Στο πάνω πάτωμα, ο Στέφανος με τον αργύρη Μοσχονά συζητούσαν. Το κόμμα τούς είχε στείλει απ ’έξω ντιρεκτίβα για τη στάση τους στην εΔα. Έπρεπε να βρουν τους συνδέσμους τους και να αρχίσουν την προετοιμασία για την επανασύσταση των διαλυμένων κομματικών οργανώσεων. «Η μάνα μου έφερε όλες τις μυρωδιές της μαζί», σχολίασε κάποια στιγμή ο Στέφανος στον αργύρη, καθώς τον είχε ζαλίσει ο ευωδιαστός αχνός απ ’το καβουρδισμένο σιμιγδάλι που δενόταν με το σιρόπι και πλημμύριζε το σπίτι. Ο αργύρης μισογέλασε πικρά. «Δυστυχώς, Στέφανε, δεν έχω πια μήτε όσφρηση μήτε γεύ


ση. Τόσα χρόνια χαρμαντζής στις καπνοβιομηχανίες του Πειραιά, μόνο το χαρμάνι των καπνών έμαθα να ξεχωρίζω». Ο άντρας σηκώθηκε. Σκελετωμένος, άσαρκος, είχε το χρώμα του καπνού και της σκουριάς. Τα μάτια του, χαμένα στις κόγχες, δεν έχασαν ούτε στιγμή τη θρυαλλίδα του επαναστατικού αγώνα. είχαν συναντηθεί στη μάχη της αθήνας. Ο Στέφανος, ο αργύρης, ο Μπάτης και ο Άθως Σιμωνέτης, πατέρας της ροδής, μακαρίτης πια. Ένα σώμα, μια γροθιά. εκεί, γύρω από την ακρόπολη, πίσω από το αστεροσκοπείο, μέσα στα φυλλώματα του Φιλοπάππου, ως κάτω στου Μακρυγιάννη και ως αντίπερα, μέχρι τον αρδηττό, πολέμησαν και ηττήθηκαν. Να όμως που η ζωή κάνει τους κύκλους της κι ήρθε να δέσει στην αλυσίδα της τα παλιά κρικέλια πριν ολότελα οξειδωθούν. Μόνο ο Άθως είχε φύγει απ ’τη ζωή, χτυπημένος από την επάρατο, μα η ακριβή του θυγατέρα, η ροδή, πήρε τη θέση του στην αλυσίδα της ζωής τους. Κοιτάχτηκαν. «Πώς γίναμε έτσι, μωρέ», ψέλλισε ο αργύρης. Ο Στέφανος δεν έκρινε σκόπιμο να δώσει απάντηση. Δεν ήταν απ ’αυτούς που περίμεναν τις απαντήσεις της ιστορίας, πολλές φορές όμως δεν έβρισκε τα λόγια για να εκφράσει μια γνώμη. Βαθιά μέσα του ήξερε πόσο έφταιξαν κι αυτοί, αλλά δεν τολμούσε να μιλήσει καθαρά για όσα τον είχαν πικράνει. υποστήριζε σθεναρά την άποψη πως η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία, και ο νοών νοείτο. Τον ενοχλούσε η εκ των υστέρων κριτική στα γεγονότα, όταν εκείνα ήδη είχαν επηρεάσει βαθιά την πολιτική ζωή του τόπου. Ωστόσο, δεν μπορούσε να κρίνει τις αποφάσεις του κόμματος. Ήθελε να τα πει όλα αυτά στο σύντροφό του, αφού έτσι τον λόγιαζε τον αργύρη. Τόσο θάνατο ρούφηξαν αντάμα στα πεδία των μαχών. Ήθελε να του πει πως οι ίδιοι λόγοι που ταλάνιζαν κι εκείνον, είχαν απομακρύνει πολλούς συντρόφους από το κόμμα. Τον Άθω Σιμωνέτη, τον Μπάτη. Να του εξομολογηθεί 


πόσο βάραινε την ψυχή του η άδικη εκτέλεση του Άγγελου Νοταρά. Ένα μυστικό που στοίχειωνε το κόμμα, αλλά τα μέσα προπαγάνδας είχαν καταφέρει να το περάσουν σαν κατασκευή των ταγμάτων ασφαλείας και των προδοτών. Δεν μίλησε. Πάλι δεν είπε όσα βασάνιζαν την ψυχή του. Χτύπησε απλά στην πλάτη τον αργύρη και τον κατευόδωσε. Η κυρα-Λευκοθέα, μόλις άκουσε βήματα στις σκάλες, σταυροκοπήθηκε, επειδή εδέησαν να διακόψουν το μυστικοσυμβούλιο. Ούτε βγήκε από το μαγειρείο της. Ο κυρ-αργύρης έσκυψε –καθώς το μαγειρείο βρισκόταν χαμηλότερα από την κάμαρα–, τη χαιρέτησε και εκείνη του πρόσφερε ένα κομμάτι χαλβά τυλιγμένο σε λαδόχαρτο. είχε βάλει ήδη στη φωτιά την κατσαρόλα να βράζουν τα κρεμμυδόφυλλα για να βάψει τα αυγά της Λαμπρής, ενώ στην πήλινη λεκάνη φούσκωνε το προζύμι για τα τσουρέκια. Ο αργύρης πήρε το γλύκισμα, της ασπάστηκε το χέρι, της ευχήθηκε καλή ανάσταση και αποχώρησε. Ήξερε η κυρα-Λευκοθέα πώς την εννοούσαν την καλή ανάσταση οι κομμουνιστές, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο μέρα που ήταν. Το πρωί είχε πάρει μεταλαβιά, καθάρισε την ψυχή της και δεν ήθελε να κολαστεί. Όμως του γιου της του τα έψαλε τη στιγμή που τον σερβίριζε το τσίπουρο. Κάθισε μαζί του στην αυλή, πάνω στο γείσο του κλειστού πηγαδιού, και αφού έβαλε και για τον εαυτό της δυο δαχτυλάκια στο ρακοπότηρο, τον έθεσε μπροστά στις ευθύνες του. «Λοιπόν, Στέφανε, μου το έταξες. είπες ότι μόνο για την πρόοδο της Λευκής μας θα έρθουμε στην πρωτεύουσα. εσύ όμως άρχισες πάλι τα νταραβέρια με το κόμμα». Ο Στέφανος την κοίταξε σκεφτικός. «Για την πρόοδο της Λευκής φροντίζω, μάνα. Όμως έχει σημασία για ποια πρόοδο πρέπει ν ’αγωνιστούμε. αν δεν προοδεύσει ο κόσμος, δεν θα προοδεύσουν ούτε οι νέες γενιές. Και όπως καταλαβαίνεις, δεν θα προοδεύσει και η Λευκή». 


Η κυρα-Λευκοθέα έβγαλε τον κεφαλόδεσμό της και σκούπισε από το πρόσωπο έναν κόμπο ιδρώτα. «Ο κόσμος δεν αλλάζει, παλικάρι μου. Για τούτο, κοίτα τη φαμίλια σου. Οι αρχηγοί σας τον εαυτό τους κοίταξαν την κρίσιμη στιγμή. είδες τι σας έκαμαν. υπόγραψαν την Καζέρτα, σας έστειλαν εσάς τους αμνούς στο στόμα του λύκου κι εκείνοι καλοπερνούν στο εξωτερικό στέλνοντας διάτες. εγώ, μια φορά, είμαι συνέχεια με την ψυχή στο στόμα». Ο Στέφανος σήκωσε τρυφερά το ταλαιπωρημένο χέρι της και το ασπάστηκε. «Έλα, μην τρομάζεις. Η εΔα είναι νόμιμο κόμμα. Το 5’ 8 έφτασε μέχρι την αντιπολίτευση. αν δεν έμπαιναν στη μέση οι αμερικάνοι, θα είχαμε και πέρυσι αύξηση στα ποσοστά μας». Η κυρα-Λευκοθέα βύθισε το βλέμμα βαθιά στα μάτια του γιου της. «εγώ πάντως την είπα την κουβέντα μου. α, το βράδυ έχει τα δώδεκα ευαγγέλια, μην εξαφανιστείς...» Ο Στέφανος την αγκάλιασε και τη φίλησε στοργικά στην κορυφή του κεφαλιού της. «Λοιπόν, απόψε θα σας πάω σε μια ωραία παλιά εκκλησία. Την Καπνικαρέα!» ανακοίνωσε γελώντας με τους μορφασμούς της. «Μετά την ακολουθία δεν θα φύγουμε, γιατί θα στολίσει τον επιτάφιο η δεσποινίς ροδή». «Στην Καπνικαρέα. Έχω ακουστά», έκανε η κυρα-Λευκοθέα, μάλλον ευχαριστημένη που ο Στέφανος αποφάσισε να περάσει την πόρτα της εκκλησίας. Ήταν πεπεισμένη πως επειδή ήταν άθεοι οι κομμουνιστές, γι ’αυτό πάθαιναν τόσες συμφορές. Σηκώθηκε, έκοψε μερικά φύλλα από την αρμπαρόριζα και τα έτριψε στα χέρια. Έπειτα έχωσε τη μούρη στις μυρωμένες παλάμες της και ψιθύρισε: «Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου». 


3

Τ

ΡΙΒΩ στις παλάμες μου τα φύλλα και ρουφάω βαθιά το μυ-

ρωδάτο θυμίαμα εν είδει πρωινής προσευχής. Η μητέρα ανοίγει τα παραθυρόφυλλα του ορόφου της στις επτά και δέκα ακριβώς. Ξέρει ότι θα με αντικρίσει εκεί να προσεύχομαι στον Άγνωστο Θεό. «Καλημέρα, Λευκή», λέει με την ήρεμη φωνή της. «Καλημέρα, μητέρα». Βγαίνει στη βεράντα. Ακολουθεί ο πατέρας προσπαθώντας να στεριώσει τις τιράντες του παντελονιού του μέσα από τη ζεστή ρόμπα δωματίου. Κάθονται ταυτόχρονα στις πολυθρόνες τους και ατενίζουν τον Παρθενώνα να αναδύεται από την αυγινή αχλύ. «Πώς να περιγράψεις με λέξεις τούτο το θέαμα;» αναρωτιέται ο πατέρας μάλλον μονολογώντας, αφού δεν περιμένει απάντηση από τη μητέρα. Στη μητέρα δεν άρεσε ποτέ να μιλάει για όσα αισθάνεται. Ίσως δεν έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις. Βυθίζονται για λίγο στη σιωπή τους. Τη σπάει πρώτη η μητέρα. «Λευκή», φωνάζει, «έλα να πιούμε μαζί καφέ». Περιμένουν εναγώνια την απάντησή μου. Ο υποδόριος καταναγκασμός που μου ασκείται από τους γονείς μου, προκειμένου να προγευματίζω κάθε Σάββατο μαζί τους, με ενοχλεί. Με ελέγχει όμως η συνείδησή μου και υπερβαίνω πάντοτε τα όριά μου, επειδή δεν θέλω να τους χαλάσω το χατίρι. «Συμφωνώ να πάρουμε πρωινό στην κουζίνα», απαντώ χωρίς να εκλογικεύω τα γεγονότα. 


Μπαίνω στο διαμέρισμά τους όσο γίνεται πιο αργά. Με το άνοιγμα της πόρτας, με υποδέχονται οι αναθυμιάσεις των «Klinex» και των ποικίλων φαρμάκων. Όταν οι γονείς μου ήταν νεότεροι, με καλωσόριζε η χαλαρή ευωδιά της επιμελούς πάστρας, μαζί με τους αχνούς της κατσαρόλας όπου μαγείρευε η μητέρα τα όσπρια, τα λαχανικά ή τα κρέατα, αναλόγως. Στο αρχείο των μύρων άρχει η μυρωδιά σέλινου της παλιάς, αλησμόνητης φασολάδας που έφτιαχνε απαρέγκλιτα κάθε Παρασκευή η γιαγιά Λευκοθέα. Η νέα πραγματικότητα έχει εμποτιστεί από την αψάδα του βάμματος ιωδίου και του «Vix». Στέκομαι στον προθάλαμο. Το κροτάλισμα των φλιτζανιών και ο μονότονος ήχος του ξυπνητηριού με τρομάζουν αναίτια. Αισθάνομαι τον δρεπανηφόρο θάνατο να καραδοκεί πάνω από τα κεφάλια των ηλικιωμένων γονιών μου. Μα απ’ έξω, από τα φυλλώματα της υπεραιωνόβιας φλαμουριάς, εισβάλλει η αισιοδοξία σαν θρόισμα και σαν τις τρίλιες των σπουργιτιών και των κοτσυφιών. Χαϊδεύω με τα μάτια τις μνήμες. Η κάρυνη ντουλάπα με τον καθρέφτη, κατάστικτο από ρινίσματα σκουριάς. Η λινοθήκη της γιαγιάς. Στο μυαλό μου έρχεται η μακρινή ανάμνηση της μετανάστευσής μας από το χωριό στην Αθήνα. Η γιαγιά δίνει οδηγίες στους βαστάζους που φορτώνουν τα πράγματά μας στην καρότσα του φορτηγού. «Προσέξτε τη λινοθήκη, παιδιά μου, να σας έχει καλά ο Θεός. Ξέρετε τι μάστορας τη σκάλισε; Ο Νικανδρέας με τ’ όνομα, αν έχετε ακουστά. Ο άντρας μου!» Φυσικά, οι αγροίκοι εκείνοι τύποι την πήραν στο ψιλό. Μήπως ήξεραν τι σήμαινε λινοθήκη; Η φίνα μυρωδιά απ’ τα φρεσκοσιδερωμένα ασπρόρουχα της μητέρας εξιτάρει τη μνήμη. Αναμοχλεύονται οι ευώδεις νύξεις του αρχείου. Διατάζω τους μολυβένιους στρατιώτες να τις υποτάξουν. Ξαφνικά η πίεση του χρόνου με απορρυθμίζει. Πάνω στη λινοθήκη, οι φωτογραφίες μου με τον Ρόκκο έγιναν οπισθο


φυλακή. Στην εμπροσθοφυλακή τοποθετήθηκαν τα κορίτσια μας. Γέννηση. Βάπτιση. Γενέθλια. Πρώτα ασταθή βήματα στον Εθνικό Κήπο, σχολικές εορτές, παρελάσεις. Η Δανάη σημαιοφόρος του Πειραματικού Σχολείου Αθηνών. Η μητέρα μου πανταχού παρούσα. Ο φακός αγαπάει την εικαστική της μορφή. Ο πατέρας μου παρακολουθεί με καμάρι τις εγγονές του, κρυμμένος πίσω από την εθελοτυφλία του. Ανέκαθεν έβρισκε ισχυρά προσχήματα για να δικαιολογεί τις παλινωδίες του. Σε αυτό του έχω μοιάσει αρκετά. Κάποτε αποκαλούσε τις παρελάσεις «προϊόν του εθνικισμού». Σήμερα δακρύζει όταν περνάει μπροστά του η ελληνική σημαία. Τελευταία, όλο και πιο συχνά, τον συλλαμβάνω να κάνει κρυφά το σταυρό του. «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα», τον πειράζω. Ανοίγω την πόρτα και η μητέρα πετάγεται όρθια. «Ήρθες, Λευκή;» ρωτάει. «Ήρθε το παιδί», ειδοποιεί τον πατέρα, που έχει χώσει τη μούρη σ’ ένα βιβλίο. Δυσκολεύεται πλέον να ξεχωρίσει τα γράμματα ακόμα και με γυαλιά. Ο καταρράκτης τού θολώνει την όραση διαρκώς, αλλά φοβάται το χειρουργείο. Έχει βάλει στοίχημα με τον εαυτό του να απέλθει από τον πρόσκαιρο κόσμο χωρίς να επισκεφτεί ποτέ γιατρό. Μέχρι στιγμής τα έχει καταφέρει. Σηκώνει τα μάτια και με κοιτάζει με θολό βλέμμα. «Λευκή, θέλω να διαβάσεις κάτι. Έχω γράψει ένα άρθρο με τίτλο “Πώς επιτελέστηκε το αρχιτεκτονικό θαύμα του Παρθενώνος”». «Όχι τώρα», τον αποπαίρνει η μητέρα. «Στέφανε, έλεος πια. Μια ζωή αυτό κάνεις. Όταν θέλω να πω δυο λόγια με την κόρη μου, επεμβαίνεις. Λοιπόν, Λευκή μου, πώς πάνε τα κορίτσια; Όλο και πιο σπάνια μας χτυπάνε το κουδούνι». Της χρυσώνω το χάπι λέγοντας πως οι ώρες των κοριτσιών είναι περιορισμένες. Επιστρέφουν πολύ αργά τη νύχτα από τα «σπουδαστήρια» και ξεκινούν πολύ νωρίς το πρωί για τα μαθήματά τους. «Μα και τις Κυριακές;» αναρωτιέται η μητέρα και 


ο πατέρας την κατσαδιάζει. «Ε, πια, Ελπίδα, δεν υποφέρεσαι. Όλο ζητάς από τους άλλους, λες και δεν έχουν άλλη έγνοια από τη δική σου». Σηκώνεται και πάει ως το γραφείο του. Επιστρέφει κρατώντας το άρθρο. Η φθορά είναι εμφανής στο σώμα του, στο βάδισμα, στις αντοχές του. «Συσσωρευμένη κόπωση» την αποκαλεί ο ίδιος, πριν αρχίσει το μονόλογο για τις ταλαιπωρίες που υπέστη στη ζωή του. Μάχες, αγώνες, φυλακίσεις, παρανομία... «Ευτυχώς, για καλή μου τύχη, έπεσα πάνω στον πιο κατάλληλο άνθρωπο για μένα, Λευκή. Τον Κλέωνα Νερουλό, που εμπιστεύτηκε τις ικανότητες και τη φαντασία μου. Μου έδωσε δουλειά πιο πάνω κι από τις προσδοκίες μου. Από το ’61, που ήρθαμε στην Αθήνα, μέχρι τη δικτατορία θαυματουργήσαμε. Ο Κλέων Νερουλός έβλεπε με προφητική ματιά το μέλλον. Πώς καταστράφηκε έτσι αυτός ο ταλαντούχος αρχιτέκτονας!» Η μητέρα τον διακόπτει. «Εγώ ποτέ δεν τον κατάλαβα τον κύριο Κλέωνα. Είχε όλα του κόσμου τα καλά και να πάθει αυτή τη μαύρη αρρώστια! Να το ξέρετε, η κόρη του η Αγγελούδα τον έφαγε. Έμπλεξε με τα ναρκωτικά». Ο πατέρας δεν θέλει να μιλάει για την κατάθλιψη του κυρίου Κλέωνα. Τον πονάει. Επιμένει στα ωραία και τα θεμελιώδη που έζησε κοντά του. «Ξέρετε τι θα ήταν τώρα η Αθήνα αν εφάρμοζαν το πολεοδομικό σχέδιο του Κλέωνα Νερουλού; Ένας παράδεισος θα ήταν. Με τα βουνά, τη θάλασσα και τα ρέματά της καθάρια». Η μητέρα έχει τον αντίλογο στην άκρη της γλώσσας της. «Ναι, κρεμασμένη με σκοινιά πάνω στα ουράνια. Μωρέ, τρελάθηκε απ’ την πολλή τη γνώση, άμα σου λέω». Διαπληκτίζονται μιλώντας για τον παλιό εργοδότη του πατέρα μου, που αυτοκτόνησε πριν από είκοσι πέντε χρόνια πέφτοντας από την ταράτσα της πολυώροφης οικοδομής που έχτιζε. Είπαν ότι ήταν ατύχημα, για να του κάνουμε κανονική κη


δεία, αλλά ένας μάστορας εξομολογήθηκε στον πατέρα πως, πριν πηδήσει στο κενό, τον είδε να στέκει πάνω στο στηθαίο και να φωνάζει: «Ασχήμια με νίκησες!» Ο Κλέων Νερουλός μάς είχε ξεγελάσει όλους. Κανένας μας δεν διέγνωσε όσα έκλωθε στις σκοτεινές στοές της ψυχής του. Επαναφέρω τους γονείς μου στην τάξη στρέφοντας τη συζήτηση στις επιτυχίες των κοριτσιών. Μεμιάς, σαν να φύσηξε βοριαδάκι, η ομιχλώδης κατήφεια διαλύεται. Δεν τους αποκαλύπτω, φυσικά, ότι η Δανάη σχεδόν παράτησε τη Νομική –ευσεβή πόθο του Ρόκκου– και γράφτηκε στη Σχολή Βερναρδάκη, επειδή ξαφνικά ανακάλυψε ότι έχει ταλέντο στο σχέδιο μόδας. Τους λέω μόνο πως η Ερατώ, όταν τελειώσει την Αρχιτεκτονική, θέλει να ασχοληθεί με τη σκηνογραφία. Σηκώνομαι. «Ώρα για τα ψώνια του Σαββάτου», ανακοινώνω και τους ρωτώ αν θέλουν να ψωνίσω και για εκείνους. Όμως οι γονείς μου διατηρούν τη συνήθεια να βγαίνουν συντροφιά για τα αναγκαία, ώστε να κάνουν και τον περίπατό τους. Όχι τόσο στην πόλη των μεταβολών και αλλοιώσεων, όσο στην πόλη του μόχθου τους, όπως την έχουν καταχωρίσει στο μυαλό τους. Κάνουν το γύρο του ιστορικού κέντρου και επιστρέφουν, έχοντας στο παλιό δίχτυ των εδώδιμων τα εντελώς απαραίτητα τρόφιμα. Είναι τόσο λιτοδίαιτοι, που θαρρεί κανείς ότι ζουν με τον αέρα. Ο πατέρας μού δίνει το άρθρο του και αποσύρεται να ντυθεί. Πατάει τα ογδόντα του χρόνια και ακόμα επιλέγει έναν μποέμ ενδυματολογικό κώδικα. Η μητέρα, φίνα από τότε που τη θυμάμαι, επιμελείται τον κότσο της με ευλάβεια. Είναι εβδομήντα οκτώ ετών και το μελίσσι βουίζει ακόμα στα θαλερά της μάτια. Ζουν πενήντα δύο χρόνια μαζί και διάγουν το βίο της αφιερωμένης αγάπης, διανθισμένο με καθημερινές φιλόστοργες αντεγκλήσεις.

  – Το τέλος του γαλάζιου ρόδου


Πηγαίνω μέχρι την πλατεία της Αγίας Μαρίνας και κατεβαίνω από τα σκαλάκια. Διασχίζω την οδό Ακάμαντος και φτάνω μέσα από τα στενά στην Ηρακλειδών. Πιάνω την Ηλία Πουλόπουλου με κατεύθυνση το παλιό πιλοποιείο Πιλ-Πουλ. Κάνω μια στάση μπροστά στο σπίτι της παλιάς μου φίλης, Ρόζας Ορφανού, η οποία στην ιστορία της συνοικίας έχει καταγραφεί ως Ρόζα Ροκ. Με τη Ρόζα είχαμε δεθεί αρκετά στις αρχές του ’60, αλλά χαθήκαμε σε διαφορετικές πορείες ζωής. Η πολύχρονη έκθεσή της στην ηλιακή ακτινοβολία χάραξε στο άνυδρο δέρμα της βαθιά ρήγματα. Ζυγίζει μόλις σαράντα πέντε κιλά, χωρίς να πάσχει από νευρική ανορεξία, πατάει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της και δηλώνει πρώην «τεντιμπόισσα» και «χίπισσα» και νυν «κορίτσι των αστεριών». Έχει χριστεί προστάτιδα των αδέσποτων σκύλων και των αδέσποτων ανθρώπων. Κάθε πρωί ξεκινάει από το σπίτι της κουβαλώντας στον ώμο της δύο δισάκια. Το πορτοκαλί περιέχει την τροφή των σκύλων και το πράσινο των ανθρώπων. Οι αδέσποτοι του ιστορικού κέντρου μέχρι την πλατεία Κλαυθμώνος την έχουν ανακηρύξει ηγέτιδα. Η οικολογική της γούνα βρομοκοπάει σκυλοτροφές και χασίσι. «Αθώο χασισάκι», όπως η ίδια το αποκαλεί. Έκοψε από χρόνια τα οπιούχα και είναι πια καθαρή. Τα σκυλιά αρκούνται να της γλείφουν τα χέρια που γεμίζουν τα πιάτα τους, οι άνθρωποι, αφού φάνε το μπριάμι ή τα γεμιστά με τα καρβουνιασμένα, λερά τους χέρια και τα σκουληκιάρικα νύχια, απαιτούν να ξεράσουν πάνω της τα εσώψυχά τους. Μάλλον έτσι αισθάνομαι εγώ, που η εσωτερική μου εξέλιξη έχει προχωρήσει μέχρι τη θεωρητική συμπόνια της ανθρώπινης ξεφτίλας. Η Ρόζα Ροκ δεν το βλέπει με τον ίδιο τρόπο. Πιστεύει πως της ανοίγουν την καρδιά τους από εσωτερική ανάγκη, κι εκείνη κάθεται πάνω στα διάστικτα από τις πατημένες τσίχλες σκαλάκια της πλατείας Κλαυθμώνος και αφουγκράζεται τις εκ βαθέων ε


ξομολογήσεις τους για κάθε κοινωνική τους απόρριψη. Με πολλούς από αυτούς έφτυσαν τους θεσμούς από το ίδιο μετερίζι. Ανίχνευσαν το νόημα της ζωής στις επαναστάσεις των «ανθέων» και την αλήθεια στα άδηλα και κρύφια της ιστορίας. Έζησαν με την εντύπωση ότι η ζωή είναι ένα αδιάκοπο πάρτι. Αναζήτησαν την ομορφιά και ήρθαν αντιμέτωποι με την ασχήμια. Ξυλοκόπησαν και ξυλοκοπήθηκαν από τα χρηστά ήθη. Ακροβάτησαν στην ακμή της πρόκλησης. Θρησκεία τους η παρέα. Νόμος τους ο έρωτας. Ξέκοψαν απ’ το κοπάδι. Δεν οφείλουν και δεν τους οφείλει κανένας τίποτα. Όταν βρέχει και χιονίζει, δεν το θεωρούν και τόσο σοβαρό πρόβλημα. Τα αδέσποτα σκυλιά κάνουν πάπλωμα και σκεπάζουν τους αδέσποτους ανθρώπους. Η Ρόζα Ροκ! Κάθε φορά την ξεσηκώνω και μου αφηγείται τα γεγονότα απ’ τη ζωή της στις Ινδίες. Μαγεύομαι να την ακούω τις σπάνιες φορές που έχει τα κέφια της. Μαθαίνω πολλά για τα υπόγεια ρεύματα που απαξίωσαν την ιστορία, αλλά κι η ιστορία τούς αγνόησε. Τους διέγραψε απ’ τα κατάστιχά της με μια μονοκοντυλιά. Τους αποκάλεσε συλλήβδην «περιθώριο». Την αναζητώ. Δεν τη βρίσκω. Όμως με μαγνητίζουν οι δυο θεσπέσιες γαρδένιες που βγήκαν από του κήπου της το κιγκλίδωμα. Εισπνέω βαθιά το ουράνιο άρωμα και ανοίγουν οι συναισθηματικοί μου ορίζοντες. Η πρόκληση επιτάσσει ν’ απλώσω το χέρι και να τις αποκτήσω, όταν η φωνή της Ρόζας Ροκ, που εμφανίζεται από το βάθος του δρόμου, με κοκκαλώνει. «Αλτ! Σε τσάκωσα, κλεφτρόνι. Το ξέρεις καλά πως δεν μου αρέσει να κόβουν τις γαρδένιες χωρίς να τις ζητάνε. Μου τις έχουν ρημάξει. Δεν είναι κοινοκτημοσύνη οι γαρδένιες, κομμουνίστρια, κατάλαβες;» Δεν μου αφήνει περιθώριο να της εξηγήσω ότι ως τέτοια θα μπορούσε να με χαρακτηρίσει προ αμνημονεύτων ετών – αλλά και τότε με επιφύλαξη. Να της πω τέλος πάντων ότι βρίσκομαι 


πλέον στην αγωνιώδη προσπάθεια της αυτοεξέλιξης, πιστεύοντας πως μόνο «υγιή κύτταρα» μπορούν να επαναστατήσουν και να φέρουν την κοινωνική αλλαγή. Η Ρόζα Ροκ όμως λέει τα δικά της. Είναι στην καλή της φάση κι εγώ δεν θέλω να χάσω τη μοναδική απόλαυση να την ακούσω. Αφού βρίσει αθρόα πολιτικούς, γιάπηδες, ψευτοδιανοούμενους, που γλείφουν τ’ αρχίδια της εξουσίας για λίγη φήμη και φωτογραφίζονται αγκαλιά στις κοσμικές στήλες, στρέφεται πάλι εναντίον μου σαν να ευθύνομαι για όλα τα δεινά του κόσμου. Οι φράσεις της πύρινες, κοφτές και απόλυτες, τελειώνουν με τις λέξεις «κατάλαβες, Ρηγού;» Τέλος, μου απευθύνει την ερώτηση μειδιώντας σαρκαστικά, αφού είναι βέβαιη ότι δεν είμαι εις θέση να δώσω τη σωστή απάντηση. Μόνο που η φωνή της μαλακώνει και μια υποψία τρυφερότητας εγκλωβίζεται στη ματιά της. «Ξέρεις ποια λέξη αποτελεί τη χειρότερη βρισιά για μένα, χρυσό μου;» Αισθάνομαι αγράμματη και ηττημένη κατά κράτος. Διότι η Ρόζα Ροκ είναι έξυπνη και δεν μπορώ να απαντήσω πρόχειρα ή διπλωματικά χωρίς να γίνω αντιληπτή. Μα και πάλι, ο εγωισμός δεν μου επιτρέπει να ξεσκεπαστώ και να αποδειχθώ κατώτερη των προσδοκιών της. Γιατί κατά βάθος έχει προσδοκίες από μένα η Ρόζα Ροκ. Αποφασίζω να κρατήσω εφεκτική στάση. «Πολλές λέξεις μού έρχονται στο νου, Ρόζα. Δεν είναι και λίγα αυτά που αποτελούν ύβρη!» «Παπάρια σού ’ρχονται στο νου», μου απαντά. «Λοιπόν, χρυσό μου, άκου εμένα. “Celebrities”. Αυτή τη λέξη τη θεωρώ ισοδύναμη της χυδαιότητας. Αυτή θα καταστρέψει πολύ γρήγορα το σαθρό κοινωνικό τους οικοδόμημα». «Εγώ δεν είμαι “Celebrity”», σπεύδω να απαντήσω με μια διάθεση απολογίας. «Είναι όμως ο άντρας σου», μου πετάει σαν να με βρίζει. Με 


κοιτάζει, με τις λεπίδες των ματιών της να κόβουν φέτες την αυτοπεποίθησή μου. «Κοίτα να μην κολλήσεις, μικρή. Μείνε αθώα», καταλήγει. Μ’ αρέσει ο τρόπος που με λέει «μικρή», και ας έχουμε μόλις πέντε χρόνια διαφορά ηλικίας. Κατόπιν κόβει τις δυο γαρδένιες και μου τις προσφέρει καταλήγοντας: «Σε συμπαθώ γι’ αυτή την αυτοεξέλιξη. Εγώ παραμένω σταθερή της παρέας, κι ας χάθηκαν όλοι. Τους έχω μέσα μου. Εκτός βέβαια από όσους κρέμασαν στο λαιμό τη γραβάτα. Επειδή όμως σε γουστάρω, δεν σημαίνει ότι έχεις το δικαίωμα ν’ απλώνεις χέρι στις γαρδένιες μου». Μειδιώντας κόβει ακόμα μία. «Ετούτη δώσ’ τη στο μούτρο με τα βιολογικά και πες του ότι κι αυτός θύμα του γαμημένου του συστήματος είναι. Υπογραφή Ρόζα Ροκ». Χωρίς άλλη κουβέντα, μου γυρίζει την πλάτη και κατέρχεται στους εσωτερικούς της κήπους. Με την υπόνοια πως θα σαρκάσει ό,τι πω, χάνω τα πραγματικά λόγια και λέω ασυναρτησίες. Τη φοβάμαι και λίγο. Τα ραβδίσματα της γλώσσας της, ωστόσο, μου ανοίγουν επώδυνα πεδία αυτοκριτικής. Την πλησιάζω βήμα βήμα, ακόμα και σε στιγμές που είμαι βέβαιη πως θα τσουρουφλιστώ. Επιδιώκω την αποδοχή της χωρίς να μπορώ να ερμηνεύσω αυτή την αδυναμία μου. Λες και οσμίζεται ξαφνικά τη διστακτικότητά μου, αναδύεται για λίγο απ’ τις υπόγειες στοές της. «Μη σκας», μου φωνάζει από μακριά, ανατρέποντας τις προηγούμενες εκδοχές της. «Κι εγώ φοβάμαι όπως εσύ. Φοβάμαι στη σκέψη ότι έκανα μαλακίες κι ότι δεν έχω τα περιθώρια να τις αναιρέσω. Όμως κι εγώ καλό ψευτρόνι ήμουνα. Εκ του ασφαλούς έτρεχα πίσω από τους “διαφορετικούς”. Από αστική πλήξη. Κοίτα σπίτι που μου άφησε ο πλούσιος μπαμπάς. Οι πραγματικοί επαναστάτες, μόλις κατάλαβαν ότι το όνειρο δεν υλο


ποιείται, αυτοκτόνησαν. Όσοι δεν το αποτόλμησαν, στρατεύονται με τους αδέσποτους. Εγώ οχυρώνομαι στο σπίτι με τις γαρδένιες, εσύ στη δύναμη του Ρόκκου...» Αγριεύει. Γυρίζει και μου ρίχνει ένα κατάπτυστο βλέμμα. «Και ξέρεις τι είναι αυτή η αυτοεξέλιξη που τσαμπουνάς κάθε τόσο; Μια παπαριά είναι. Να μη σε ξαναδώ να βάζεις χέρι στις γαρδένιες μου, ψευτοδιανοούμενη του καναπέ». Καταφέρνει να με θυμώσει, αλλά συγκρατώ το θυμό πάραυτα. Η έμφυτη δειλία με εμποδίζει να της πετάξω τις γαρδένιες στα μούτρα, και επιλέγω την προσποιητή συμπεριφορά για αυτοπροστασία. Συνεχίζω τη διαδρομή. Ψωνίζω ξέκαρδα από τα βιολογικά του Πάρι, ανταλλάσσω μαζί του μερικές κρίσεις για τη «σκατοκατάσταση», του αφήνω τις γαρδένιες της Ρόζας και επιστρέφω στο σπίτι μ’ ένα παράξενο βάρος. Με έχει διαποτίσει ένα αίσθημα ανασφάλειας και φόβου. Κυριεύομαι από μια ακατανίκητη επιθυμία να επιστρέψω στη Ρόζα και να της εξομολογηθώ όλα μου τα αμαρτήματα. Για την υποταγή του Ρόκκου στο σύστημα, για τον Σολάνα και όλους τους πουλημένους αγωνιστές του Μάη του ’68, για τα εγκλήματα του Στάλιν, για τους καιροσκόπους του αντιδικτατορικού αγώνα, του Πολυτεχνείου, της Νομικής, του Χημείου. Για μένα! Εμένα που, με πρόσχημα την αυτοεξέλιξη, χάθηκα στο λαβύρινθο της ψυχής μου. Αναδεύονται στο αρχείο μου οι ιαματικές ευωδιές. Μάταια κοπιάζω να βάλω σε τάξη τους μολυβένιους στρατιώτες, για να παίξουμε το παιχνίδι των λέξεων. Τόσο λυτρωτικό μέσα από μια επώδυνη διαδικασία. Φτιάχνω καφέ και στρώνομαι στη δουλειά. Το γραφείο μου εποπτεύει τον Ιερό Βράχο. Ο Παρθενώνας μού υπενθυμίζει τη 


συντέλειά μου. Οι λέξεις έρχονται. Κατεβασιά. Λαμπερές, πυρφόρες, υβριστικές, ασεβείς. Τα κορίτσια ξυπνούν. Οι λέξεις κρύβονται, το μητρικό ένστικτο αφυπνίζεται. Τους προτείνω για πρωινό –μία η ώρα το μεσημέρι– φρέσκους χυμούς. Προτιμούν να φάνε στα όρθια από μια μπουκιά γλυκό με φραγκοστάφυλο, να κάνουν ευθαρσώς μπροστά μου το τσιγαράκι τους και να επιστρέψουν στα δωμάτιά τους για να ετοιμαστούν. Το σαββατιάτικο πρόγραμμά τους περιλαμβάνει καφέ στον πεζόδρομο, ψώνια στην Ερμού, απεριτίφ στο Κολωνάκι και επάνοδο στο σπίτι για το γεύμα. Στρώνουμε τραπέζι στις τέσσερις, όταν στον κάτω όροφο η μητέρα και ο πατέρας ξυπνούν από τη δίωρη μεσημβρινή τους ανάπαυλα. Τα κορίτσια χαριεντίζονται με τον Ρόκκο. Του έχουν φοβερή αδυναμία, ιδιαίτερα στο σημείο της τσέπης. Ζητούν αύξηση εσόδων. Διαμαρτύρομαι. Μιλάμε για λίγο οικονομικά. Ο Ρόκκος τούς θέτει επί τάπητος τις δαπάνες μας, τα κορίτσια αρχίζουν τις αντεγκλήσεις κι εκείνος όπως πάντα υποχωρεί. Υπογράφει διά λόγου τιμής την αύξηση, εισπράττουν το εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι και αποχωρούν σκορπώντας στον αέρα του σπιτιού απλόχερα τα φιλιά, τα γέλια και τα πειράγματα. Επιδιώκουν κι αυτές να καταταχθούν στη συνομοταξία των «Celebrities», όπως ο πατέρας τους, αναγκάζοντας εμένα να απολογούμαι στη Ρόζα Ροκ. Με πιάνει η επιθυμία να την ακολουθήσω στις ατραπούς των «αδέσποτων», αλλά φοβάμαι το σαρκασμό της. «Μπα! Πώς και είσαι εδώ εσύ, ανανεώτρια;» Στο μυαλό μου τα πάντα λειτουργούν στην εντέλεια. Με το νου μου κινούμαι στο άπειρο. Με το σώμα όμως στριμώχνομαι στη μικρότητα της κάθε μέρας. Φεύγουν όλοι. Με πόση λαχτάρα περίμενα αυτή τη φυγή. Να ησυχάσει το σπίτι και να καταφύγω στο μυστικό οχυρό των μολυβένιων στρατιωτών. Εκεί όπου βασιλεύουν οι λέξεις. Είναι το μικρό μου σύμπαν. Η αίρεση και η αφαίρεσή μου. 


Απόγευμα. Η ώρα της έγερσης ενός μυστήριου πάθους. Δεν σχετίζεται με το σώμα. Μάλλον, για την ακρίβεια, αγνοεί το σώμα, αλλά και τις επίγειες καταστολές της ψυχής. Η δειλινή λαμπρότητα αναπτερώνει μέσα μου δημιουργικές δυνάμεις. Τέτοιες ιδιαίτερες, σπάνιες μάλλον στιγμές, αναπολώ τη ζωή μου κοντά στη Ροδή Σιμωνέτη. Τη μεγάλη φίλη και μέντορα στα εύπλαστα παιδικά μου χρόνια. Πάνε τρία χρόνια που έφυγε απ’ τη ζωή ο σύντροφός της, ο Ρωμαίος Αγγουλές ο νεότερος, σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων ετών, με τα καρκινογενή κύτταρα διασπαρμένα σε όλα τα ζωτικά του όργανα. Από τότε, ο εγκλεισμός της είναι απόλυτος. «Τα ραδιοϊσότοπα τελικά τον σκότωσαν», μονολογεί συχνά η Ροδή, κοιτάζοντας τη φωτογραφία του στον τοίχο. Πάω μέχρι το σπίτι της επί της οδού Παρθενώνος και τρυπώνω μέσα στα χαλάσματα από τη σκουριασμένη πόρτα του αυλόγυρου. Ο τριγμός των ετοιμόρροπων μεντεσέδων με τρομάζει. Κάποτε, ως τα χρόνια της δικτατορίας, ο μαντρότοιχος τούτου του ιστορικού σπιτιού στήριζε έναν ψηλό θόλο, σαν τρούλο παλατιού από τις χίλιες και μια νύχτες. Ήταν το περίφημο «γυάλινο σπίτι» των Αθηνών. Ένα θερμοκήπιο καλλιέργειας τριαντάφυλλων. Οι διάφανες επιφάνειες εδράζονταν σε μεταλλικά, ιδιαίτερα λεπτά ελάσματα, σχεδόν αόρατα. Επρόκειτο για ένα φουτουριστικό τεχνούργημα που λάμπρυνε την Αθήνα της δεκαετίας του ’60. Στέγαζε τον περιώνυμο και μοναδικό ροδώνα της. Ως το 1960, το θερμοκήπιο των ρόδων καλυπτόταν με μια δίκλιτη διάφανη στέγη. Όμως στα 1961 ο αρχιτέκτων Κλέων Νερουλός, ο εργοδότης του πατέρα μου, δημιούργησε έναν ορατό-αόρατο τρούλο, που έπαιζε με τα χρώματα και κινούνταν γύρω από τις αρμονικές γραμμές ενός ρόδακα. Χάρη στην ευέ


λικτη κατασκευή του, το θερμοκήπιο μεταφέρθηκε αυτούσιο στο κτήμα της οικογένειας στα Μεσόγεια και δωρήθηκε σε μία ομάδα ερευνητών που πειραματίζονται σε νέες ποικιλίες ρόδων με στόχο τη δημιουργία ενός αμιγώς γαλάζιου τριαντάφυλλου. Κοιτάζω γύρω μου τον ασκεπή πλέον κήπο. Οι τριανταφυλλιές –όσες και οι ποικιλίες που καλλιεργήθηκαν στο παρελθόν– γέρασαν. Απαλλαγμένες από τις συνθήκες θερμοκηπίου, έχουν προσαρμοστεί στις καιρικές συνθήκες των εποχών. Φθινόπωρο πια και τα ελάχιστα τριαντάφυλλα φυλλορροούν δαρμένα από τον δυνατό βοριά, φανερώνοντας την παρακμή, αλλά όχι την εγκατάλειψη. Ένας κηπουρός έχει αναλάβει τη συντήρηση του ροδώνα. Δίπλα σε κάθε τριανταφυλλιά υπάρχει μια μικρή γυάλινη σαρκοφάγος, εντός της οποίας ταριχευμένα τα μπουμπούκια του παρελθόντος κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο τους. Πάνω σε κάθε σαρκοφάγο είναι βιδωμένη μια μεταλλική ταμπέλα, όπου αναγράφεται το όνομα του ρόδου, ο δημιουργός και η χρονολογία δημιουργίας της ποικιλίας. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο κοιμητήριο ρόδων και συνάμα μουσείο, με ελάχιστη επισκεψιμότητα. Προσπερνώ. Χτυπώ το ρόπτρο. Η Ροδή μισεί τα κουδούνια. Διατηρεί μια ιδιαίτερη σχέση με τους ήχους. Έχει καταργήσει κάθε τι που διαταράσσει την αρμονία. Μου ανοίγει η Αγαθή, η γυναίκα που την περιποιείται. Μοιάζει ανήσυχη. «Η κυρία πονάει όλο και πιο πολύ», με ενημερώνει με ανήσυχο βλέμμα. Ανεβαίνω στο υπερώο, όπου η Ροδή Σιμωνέτη περνάει οδυνηρές στιγμές πόνου, αλλά και ακάματης δημιουργίας. Λες και ο ασκός των οίστρων άνοιξε ξανά μετά από χρόνια σιωπής και ξεχύθηκαν οι λέξεις του ποιητικού πάθους. Από το πικάπ ακούγεται η σπαρακτική μουσική του Λουτσιάνο Μπέριο, στη σταχτοθήκη τα αποτσίγαρα βουνό, στην κούπα που της είχα χαρί


σει τα περασμένα Χριστούγεννα, με τη φιγούρα του Καβάφη στα τοιχώματα, αχνίζει ο γαλλικός καφές με άρωμα καρυκευμάτων. Η κύφωση που έχει προκληθεί από την προχωρημένη οστεοπόρωση, την έχει λυγίσει. Περπατάει διαρκώς σκυμμένη. Είναι τόσο λεπτή, που δίνει την αίσθηση ότι θα σπάσει στα δύο. Στο οστέινο πρόσωπό της όμως λάμπουν τα ευθαλή μάτια της. Το βλέμμα της είναι λαμπερό, γεμάτο ζωντανές αναπολήσεις. Κάθεται στην πολυθρόνα της και κοιτάει προς το ροδώνα. Αργεί να με υποδεχθεί και στέκομαι ακίνητη για να μην ταράξω το διαλογισμό της. Επιτέλους με κοιτάει και απλώνει το χέρι. «Ήρθες, Λευκή;» Της πιάνω το χέρι και κάθομαι στο κρεβάτι απέναντί της. «Πονάς;» τη ρωτάω. Κάνει απλώς ένα μορφασμό. «Άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο», απαντάει αργότερα. Ξέρω πως συνδιαλέγεται με τον πόνο. Με κάθε λογής πόνο. Έχει βρει έναν τρόπο, χωρίς να τον αγνοεί, να μην παγιδεύεται σε αυτόν. Το δωμάτιο είναι μισοφωτισμένο, αλλά, έξω, μια πορφυρή αναλαμπή απ’ το ηλιοβασίλεμα δένει παράξενα με τη σκουριά. Κάποιο ποίημα θα σκαρώνει το ακούραστο πνεύμα της, γι’ αυτό δεν μιλώ αν εκείνη δεν μου πιάσει κουβέντα. Πέρασε αρκετή ώρα αμήχανης σιωπής, και ύστερα δείχνει προς τον απεριποίητο κήπο. «Κοίτα, Λευκή, το κιονόκρανο», λέει. «Παραμένει στην ίδια θέση από τον προηγούμενο αιώνα. Είναι μέρος των κιόνων που στέγαζαν τον πρώτο ροδώνα της οικογένειάς μας. Σου την έχω διηγηθεί την ιστορία της “Ρόδων Πολιτείας”. Τη θυμάσαι, έτσι δεν είναι; Μην την ξεχάσεις, Λευκή. Είναι πολύ σπουδαίο παραμύθι. Το μόνο σίγουρο είναι πως από την επίσημη ιστορία θα αγνοηθεί. Εγώ δεν μπόρεσα να την καταγράψω. Είναι, βλέπεις, η ζωή μου, και δεν μπορώ να τη δω με αντικειμενική ματιά». 


Από το μορφασμό της καταλαβαίνω ότι πονάει. Η Αγαθή φέρνει το παυσίπονό της. Πλησιάζω και ακουμπώ την παλάμη στην καταπονημένη της ράχη. Τη χαϊδεύω απαλά, με πρόθεση να της καταπραΰνω τον πόνο. Μοιάζει να ανακουφίζεται, γιατί στρέφει το κεφάλι και μου ρίχνει ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης. Τα μάτια της έχουν φορέσει το βραδινό βιολετί χρώμα τους. Δεν έχω δει μάτια που να αλλάζουν τόσα χρώματα κατά τη διάρκεια της μέρας. Από μελί ως βιολετί. Ευθυγραμμίζω το βλέμμα μου με το δικό της. «Εκεί», λέει, αλλά δεν μπορώ να μαντέψω τι σκέφτεται. Για μένα το «εκεί» περιλαμβάνει το ροδώνα των παιδικών μου χρόνων, της εφηβείας, της ζωής μου ολόκληρης. Είναι το σχολείο όπου διδάχθηκα όσα κανένα επίσημο σχολείο δεν ήταν σε θέση να με διδάξει. Έστω και αν τα τριαντάφυλλα βρίσκονται πια στη δύση τους, οι ίσκιοι εκείνων των ρόδων με κυκλώνουν σαν ένας μνημονικός χορός Φαύνων. Κάθε παρτέρι και άλλος χορός, και όλοι οι χοροί μαζί συνιστούν το παραμύθι της «Ρόδων Πολιτείας». Η Ροδή επιμένει στο κιονόκρανο, το μαυρισμένο από την υγρασία και τα μούσκλια, και αναπολεί τη μέρα που είδε για πρώτη φορά τον αγαπημένο της να περνά την πύλη του ροδώνα. «Ήμουν και εγώ εκεί, Ροδή», της θυμίζω. Ήμουν εκεί αυτή τη μέρα, που και στη δική μου μνήμη έμεινε ανεξίτηλη.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.