Αλέξης Σταμάτης - Χαμαιλέοντες

Page 1

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΕΣ Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


©

Copyright Αλέξης Σταμάτης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013

Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα ☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5624-3


ΚΕΦΑΛΑΙΑ

g Πρόλογος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΣΤΑΧΥΑ ΚΑΙ ΒΡΑΧΙΑ

Στάχυα και βράχια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η καταπακτή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Παναγιώτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μετασεισμοί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

17 28 41 48

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Τσιγάρα Μέξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το πέμπτο δάχτυλο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ιππόδρομος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο καταρράκτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πολυτεχνείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Νίκη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

54 63 71 80 86 92

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Ο ΗΛΙΟΣ ΜΕΘΑ

Θεώρημα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μουσικές εξαίσιες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χαρές, λύπες, αλλαγές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πρασινάδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μάριος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

100 107 121 132 142


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΑΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΕΣ

Είμαστε πια πρωταθλητές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δεν ήταν μάγια και κατάρες. Ήταν. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το σχήμα του χώρου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ειδικά δικαστήρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πυρκαγιές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο ελέφαντας και η πεταλούδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τζόγκινγκ το τετράγωνο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Λέων θνήσκων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

157 159 163 169 176 187 192 199

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΝΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΚΑΛΑ

Φόβος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η πενία και η ερυθρότητα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μας κατακλύζουν. Τα βάζουμε σε τάξη. Καταρρέουν . . . . . . . . . Μ’ έχεις απατήσει πότε; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο υπόγειο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Επίγευση και ποινές στα δάχτυλα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

208 215 223 227 236 242

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ

Στάχυα και πυροτεχνήματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια ιστορία από τα παλιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το κίτρινο σημάδι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περί μουσείων και πολιτιστικών κέντρων . . . . . . . . . . . . . . . . . Το ανθρώπινο πρότζεκτ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Sturm und Drag . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Back to the egg . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

253 260 271 277 284 288 296

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Mail your future self . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 305 Τελετή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 310 Η σπείρα του θανάτου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 316


ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΕΣ

Οικογενειακό γεύμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . H κρυψώνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Shopping therapy . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η συναυλία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Nation’s History X . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το μυρμήγκι και οι σκνίπες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Λητώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα προβλήματα της επιθυμίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το βουνό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το γράμμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

321 328 334 339 344 351 356 364 370 374

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: CRISIS STUDIES

SE Crisis Studies . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Under the great suburban sky . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . An American family . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μεσοδυτικές Πολιτείες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Mail your future self . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

378 383 388 393 402

Επίλογος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 409 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

413



στην Εύα Σιμάτου στη Μαρία Γκρίλλα



Ας φανταστούμε πλήθος αλυσοδεμένων ανθρώπων, όλους καταδικασμένους σε θάνατο, οι μεν να σφαγιάζονται καθημερινά μπροστά στους δε, όσοι απομένουν να βλέπουν στην κατάσταση των ομοίων τους τη δική τους, και, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον με πόνο και δίχως ελπίδα, να περιμένουν τη σειρά τους. Αυτή είναι η εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης. ΜΠΛΑΙΖ ΠΑΣΚΑΛ

Pensées

Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αντέξει την ίδια του τη μικρότητα, παρεκτός κι αν τη μεταφράσει σε νόημα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. ΕΡΝΕΣΤ ΜΠΕΚΕΡ

Θα έλεγέ τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Βαρδιάνος στα Σπόρκα



Πρόλογος

Ο ΚΑΜΕΡΑΜΑΝ περιεργάζεται το εσωτερικό ενός σπιτιού. Είναι

γεμάτο ανθρώπους που μοιάζουν να έχουν προσκληθεί. Η σκηνή είναι εμφανώς στημένη. Kαθένας από τους καλεσμένους κραδαίνει κι από ένα δώρο, άλλος ένα κουτί πάνες, άλλος ένα παιδικό ρουχαλάκι, άλλος ένα παιχνίδι. Η κάμερα εστιάζει σε μια όμορφη ξανθιά γυναίκα. Κάνει ζουμ στη φουσκωμένη κοιλιά της. Η γυναίκα τη χαϊδεύει. Της μιλά, της δείχνει την κάμερα. «Κοίτα την, αγόρι μου, κοίτα την». Η κάμερα ακουμπά στην κοιλιά. Κάποιος ακούγεται να λέει, «Έπρεπε να έχει ενδομήτρια λήψη...» Κάποιος άλλος γελάει. Ο κάμεραμαν απομακρύνεται τώρα, παίρνει ένα γενικό πλάνο με όλους τους καλεσμένους. Να τους πάλι, μες στη γενική ευωχία να ανασηκώνουν τα δώρα τους σαν τρόπαια. Ο κάμεραμαν κάνει ένα νόημα (φαίνεται το χέρι του) στην έγκυο γυναίκα να σηκωθεί. Εκείνη σηκώνεται –η κοιλιά της πια σε όλο της το μεγαλείο– και κατευθύνονται σ’ έναν τοίχο. Υπάρχουν κάποια κάδρα που απεικονίζουν ανθρώπους. Η κάμερα τώρα εστιάζει στο διπλανό κάδρο. Εδώ υπάρχει ένα άλλο σπίτι, ένα διώροφο με αυλή, άλλη δόμηση εδώ, μπετόν και γρανίτες. «Αυτό είναι το σπίτι όπου γεννήθηκα εγώ. Στη χώρα μου. Πολύυυυ πολύυυυ μακριά. Εκεί μεγάλωσα. Κάποτε θα πας να το δεις. Θα ταξιδέψεις δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι εκεί, αλλά θα το δεις. Όπως κι ο προ-




ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

πάππος, έτσι κι εγώ έκανα το ίδιο ταξίδι για να ζήσω εδώ, να γνωρίσω τη μαμά και να έρθεις εσύ στον κόσμο». Οι καλεσμένοι ξεσπούν σε χειροκροτήματα. «Λε-ω-νί-δας!» φωνάζει κάποιος. «Λή-ο, Λή-ο!» Και κάποιος άλλος, «Σκά-ι-λερ! Σκά-ι-λερ!»


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Στάχυα και βράχια

Στάχυα και βράχια

ΑΧΑΝΕΣ κίτρινο. Κάπου μαύρες κινούμενες κουκκίδες. Και δυο

ειδών αρμονικές. Από το πέρα δώθε που έκαναν τα στάχυα όπως τα κουνούσε ο άνεμος που λυσσομανούσε, και από το τρίξιμό τους όπως τα τσάκιζαν οι λασπωμένες μπότες για ν’ ανοίξουν δρόμο. Και κρύο. Κρύο της αρκούδας. Ήταν τρεις. Εκείνος περπατούσε δεύτερος, μπροστά του έβλεπε την πλάτη του προπορευόμενου, με το σάκο να ’χει γείρει αριστερά, ενώ από πίσω άκουγε τα βήματα εκείνου που ακολουθούσε. Ακοή και όραση έλεγχαν την πορεία. Ήταν κουρασμένος, τόσες ώρες πεζοπορία, πόδι μπρος, πόδι πιο μπρος. Παρ’ όλο το ψύχος, το ρούχο βρομούσε από ιδρώτα. Έπιασε το παγούρι. Το κούνησε. Είχε μείνει το ένα τρίτο. Ήπιε μια γερή γουλιά. Βλαστήμησε. Από πίσω ακούστηκε το «τσαφ» ενός σπίρτου. Ο φώσφορος που τριβόταν στην επιφάνεια του σπιρτόκουτου. Ύστερα δεύτερη και τρίτη φορά το ίδιο – πού ν’ ανάψεις με τέτοιον αέρα. Το τέταρτο κράτησε λίγο παραπάνω. Ακούστηκε ο ανεπαίσθητος ήχος της φλόγας. Ξάφνου, μια τρίτη συχνότητα. Άλλης τάξεως. Ένα δευτερόλεπτο πριν, τετρακόσια μέτρα πιο πάνω. Το εσωτερικό ενός μαύρου κυκλικού σωλήνα. Όλα σκοτεινά, εξόν από έναν μικρό φωτεινό κύκλο πολύ μακριά στο βάθος. Ένα «κλικ». Ο




ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

κύκλος μεγαλώνει με αστραπιαία ταχύτητα. Τώρα στο φως. Η πεδιάδα, όλα λαμπρά. Ένα τοπίο κατάσπαρτο με στάχυα. Τρελή ταχύτητα. Ένα μαύρο στίγμα, μια σιλουέτα, ένα μαύρο ρούχο, τρία κουμπιά, δύο κουμπιά, ένα κουμπί, ένας έντονος θόρυβος. Θεαματική επιβράδυνση. Αργά τώρα. Βύθισμα σε κάτι μαλακό, έντονο τράνταγμα, κάτι πάλλεται για πέντε, τέσσερα, τρία δευτερόλεπτα κι ύστερα σταματά. Ησυχία. Η σφαίρα σφύριξε καθώς πέρασε δίπλα του, σχεδόν ξυστά απ’ το αφτί, σαν ένα μόριο συμπυκνωμένου αέρα επιταχυμένο στη νιοστή. Άκουσε ένα «γκαπ» από πίσω και μια κραυγή. Γύρισε απότομα. Ο πίσω ήταν ένας γεροδεμένος άντρας, με στρογγυλό πρόσωπο και αραιό μουστάκι. Πρόλαβε να δει την έκφραση στα μάτια του. Απορημένη, όπως κάθε τελευταίο βλέμμα. Ο μπροστινός, ένας πολύ αδύνατος νεαρός, σχεδόν έφηβος, με στρογγυλά γυαλιά, γύρισε κι αυτός. Ακούστηκε δεύτερο, τρίτο σφύριγμα, οι σφαίρες πέρασαν δίπλα τους κροταλίζοντας. Ένιωσε ένα κύμα αέρα μέσα του, κρύο, πιο κρύο κι απ’ το πραγματικό. Έπεσε κάτω, δίπλα στον χτυπημένο, να μη δίνει στόχο. Σχεδόν ασυναίσθητα σήκωσε το όπλο, αλλά δεν πυροβόλησε. Βλαστήμησε με την εικόνα μιας μαύρης σιλουέτας στο ξανθό χωράφι. Πόσο εκτεθειμένοι ήταν. Ο άλλος τον κοίταξε τρομαγμένος, εκείνος του ’κανε ένα νεύμα προς τον πεσμένο. Το αίμα είχε αρχίσει να αναβλύζει από την πληγή στο λαιμό. Έκανε μια μικρή καμπύλη κι έβαφε κόκκινο το χλομό χώμα. «Πάμε πίσω», φώναξε στον πιτσιρικά. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Μπροστά το ύψωμα, πίσω το δάσος. Ένα βλέμμα στο πρόσωπο του πεθαμένου. Για ένα δέκατο του δευτερολέπτου: τα μάτια του, το στόμα του, απ’ όπου επίσης έτρεχε αίμα. Δεξιά από τον πεσμένο ακούστηκε ένα «τσαφ» – μια μικρή φλόγα, που άρχισε να απλώνει. Το σπίρτο. Πέφτοντας πριν από κάποια δευτερόλεπτα στα στάχυα, είχε πια αρχίσει να τα καίει. Ένα πουλί πέταξε από πάνω του χαμηλά. Σαν αστραπή, μια


ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΕΣ



μαύρη βολίδα, προς την πλευρά που έρχονταν οι σφαίρες. Έριξε μια τελευταία ματιά στο πεσμένο σώμα. Το αίμα πίδακας. Ζεστό ζωντανό αίμα που άχνιζε στην παγωνιά. Ζει το αίμα; Τρελός για μια στιγμή. Αμέσως, ένστικτο. Άρχισαν να κάνουν ζιγκ ζαγκ έρποντας προς τα πίσω. Οι σφαίρες μαστίγια από δεξιά, από αριστερά, από κάτω, από πάνω. Γύρισε να δει, τα στάχυα είχαν αρπάξει για τα καλά. Η φλόγα δυνάμωνε. Έσφιξε τα δόντια και συνέχισε για αρκετή ώρα το ζιγκ ζαγκ ανάμεσα σε στάχυα, πέτρες και χώμα, ενώ οι βολίδες συνέχιζαν να σκάνε απ’ όλες τις μεριές. Κομμάτια χώμα τού πετάγονταν στο πρόσωπο. Μπροστά του ο άλλος. Κόλαση. Δεν το ζεις, σχεδόν ανυπόστατο. Ξαφνικά η συχνότητα των πυροβολισμών μειώθηκε. Ξανακοίταξε. Η φλόγα είχε φουντώσει. Ματιά στον πεθαμένο. Το τσιγάρο του. Το τελευταίο του τσιγάρο. Πρόλαβε τζούρα; Ψηλά ο ήλιος, λαμπρός μες στο κρύο, κατακόρυφος. Κι όλα παγωμένα και φωτεινά μαζί. Έρποντας έφτασαν στο σημείο όπου άρχιζε το δάσος. Πίσω τους η φωτιά συνέχιζε ανεξέλεγκτη. Πύρινο κύμα, κατέτρωγε τα στάχυα. Ο αέρας, η φωτιά και η απόσταση είχαν μειώσει τον ήχο από τις σφαίρες, που έτσι κι αλλιώς πλέον είχαν αραιώσει αισθητά. Σηκώθηκαν κι άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί μέσα στη βλάστηση. Έτρεξαν επί μισή ώρα δίχως να σταθούν ούτε για μια ανάσα. Κάποια στιγμή, σαν να ’ταν συνεννοημένοι, σταμάτησαν σ’ ένα μικρό ξέφωτο. Πήγαν να κάτσουν για να ξαποστάσουν, αντάλλαξαν ένα γρήγορο βλέμμα, και σαν συνεννοημένοι πάλι περπάτησαν λίγο πιο κάτω και ξάπλωσαν πίσω από έναν μεγάλο βράχο. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε. Τον κοίταξε. Ήταν δυο τρία χρόνια μικρότερός του. Το χνούδι στο πρόσωπό του είχε ορθωθεί. Είδε τα μπιμπίκια στο σαγόνι και το μάγουλο. Είδε τον δεξή φακό απ’ τα γυαλιά που ’χε ραγίσει. Ο μικρός έτρεμε, ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από κείνον. Πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες. Ο αορτήρας του όπλου τού πλήγιαζε τον ώμο. Ξαφνικά




ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

το θυμήθηκε. «Πού είναι το όπλο σου;» ρώτησε τον πιτσιρικά, αλλά ήξερε πως ήταν μια μάταιη ερώτηση. Θα του ’χε φύγει από το χέρι στο τρέξιμο. Ούτε που θα το κατάλαβε. Τέτοιος ο τρόμος. Ο μικρός δεν απάντησε. Ένας μυς κάτω από το μάτι με τον ραγισμένο φακό τρεμόπαιξε. Ασυναίσθητα κατέβασε το χέρι του κι έσφιξε τη χειροβομβίδα στη ζώνη σαν να κρατούσε το τελευταίο του φυλαχτό. Μετά η ματιά τους στυλώθηκε απέναντι. Στο όποιο απέναντι. Έμειναν έτσι αμίλητοι για λίγο. Ο μικρός μες στο χαμό είχε χάσει και το παγούρι του. Μοιράστηκαν τις τελευταίες σταγόνες νερό. Ένα σούρσιμο, εκείνος γύρισε, και σε μια απόσταση, κάπου ογδόντα μέτρα, είδε έναν μικρό λαγό να στέκεται στα δυο του πόδια. Τους κοίταζε. Απόλυτη σιωπή. Μόνο ο αέρας έκανε τα δέντρα να θροΐζουν. Ξαφνικά από ψηλά άκουσε ένα πλατάγισμα. Ήταν ένα τεράστιο πουλί, κάπου ένα μέτρο μήκος, με τις υπερμεγέθεις φτερούγες του ανοιχτές. Το πουλί έκανε μια κάθετη εφόρμηση σαν βόμβα. Ο λαγός δεν πρόλαβε να καταλάβει τίποτα. Το πουλί τον κάρφωσε σαν βέλος. Αργότερα, με την ησυχία του, άρχισε να τον κατασπαράζει. Σήκωσε το όπλο του και το σημάδεψε. Ο μικρός στον κόσμο του. Ούτε σχόλιο. Δε μιλούσε που δε μιλούσε. Πριν πατήσει τη σκανδάλη, κατάλαβε τι πήγαινε να κάνει. Ένας πυροβολισμός είναι ένα κάλεσμα για όποιον θα μπορούσε να είναι κοντά. Το κατέβασε. Ενώ οι ανάσες τους σιγά σιγά επανέρχονταν, έμειναν να κοιτάζουν τη σκηνή ακίνητοι. Όταν το πουλί τέλειωσε το γεύμα, τίναξε τις φτερούγες του και απογειώθηκε. Ο μικρός ήταν ανέκφραστος, το χέρι στη χειροβομβίδα. «Χρυσαετός», είπε εκείνος. Τα ’ξερε αυτά. «Έλα, πάμε. Όσο πιο μέσα, τόσο πιο καλά». Μπροστά τους ένα ρυάκι. Για να μπουν πιο βαθιά στο δάσος, έπρεπε να το περάσουν. Άφησε το όπλο και πήγε να ελέγξει. Ήταν γύρω στα πέντε μέτρα πλάτος και στο πιο βαθύ του σημείο θα


ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΕΣ



τους έφτανε μέχρι τη μέση. Βγήκε, σήκωσε το όπλο και τη ζώνη με τις σφαίρες ψηλά και του έκανε νόημα να βγάλει τη χειροβομβίδα. Αυτός ήταν όλος κι όλος ο οπλισμός τους. Μια καραμπίνα, μια χειροβομβίδα και δυο μαχαίρια. Διέσχισαν ο ένας πίσω από τον άλλον αργά το νερό και πέρασαν στην αντίπερα όχθη. Ύστερα εκείνος έσκυψε και ξαναγέμισε το παγούρι. Οι ήχοι. Τιτιβίσματα, κελαρύσματα. Δυο άνθρωποι που διέσχιζαν το δάσος προσεκτικά, σχεδόν στα κλεφτά, προσέχοντας κάθε βήμα. Κίνηση διαμέσου. Όμως ήταν σαν να συνέβαινε το ανάποδο. Σαν το δάσος να ήταν εκείνο που τους διέσχιζε, αφήνοντας τα αποτυπώματά του επάνω τους. Φόβο, αγωνία, αναμονή. Τα ψηλά δέντρα έκρυβαν το φως. Μόνο οι ελεύθερες αχτίδες δημιουργούσαν φωτεινές κηλίδες στο έδαφος, σαν μικρές σκηνές θεάτρου. «Έπρεπε να ’μουν εγώ», είπε ξαφνικά ο μικρός. «Τι;» «Ήμουν μπροστά, εγώ έπρεπε να ’μουν». Τον ήξερε ελάχιστα αλλά είχε καταλάβει. Τώρα πια είχε καταλάβει καλά. Ω, ρε πούστη μου. Ω, ρε πούστη μου. Περπάτησαν άλλες δύο ώρες. Σ’ ένα άλλο ξέφωτο είδαν τα απομεινάρια μιας φωτιάς. Ήταν καλό απόγευμα πια. Σταμάτησαν. Ήπιαν νερό. Ο μικρός πήγε σ’ ένα δέντρο να κατουρήσει. Εκείνος έβγαλε ένα τσιγάρο από την πάνω τσέπη του αμπέχονου. Άναψε. Ξάφνου ένας πυροβολισμός. Το δέντρο που κατουρούσε ο μικρός τραντάχτηκε. Εκείνος γύρισε απότομα. Μια δεύτερη βρήκε τον μικρό λίγο κάτω από τη ζώνη. Μια τρίτη στο πρόσωπο. Έπεσε σαν κεραυνοβολημένος. Όπλισε και πυροβόλησε αμέσως προς την κατεύθυνση του ήχου. Μια σιλουέτα βγήκε από τους βράχους. Ένας άντρας με γενειάδα ζωσμένος σφαίρες. Σ’ ένα ελάχιστο δευτερόλεπτο κοιτάχτηκαν. Ο άντρας με τη γενειάδα πρόλαβε και πυροβόλησε δυο φορές, η μια σφαίρα έξυσε απλά τον ώμο του, ένιωσε ένα έντονο κάψιμο. Ακαριαία κρύφτηκε πίσω α-




ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

πό ένα βραχάκι. Ο άντρας με τη γενειάδα κατάλαβε το λάθος του να αποκαλυφθεί κι έτρεξε ξανά πίσω από τις φυλλωσιές. Εκείνος κράτησε την αναπνοή του και σημάδεψε. Μια σφαίρα. Τον βρήκε τον άλλον στην πλάτη, έσκασε κάτω με τη μία. Περίμενε λίγο. Ησυχία. Σιγουρεύτηκε πως δεν κινδύνευε πια. Έτρεξε προς τον μικρό. Η μια σφαίρα τον είχε βρει στα γεννητικά όργανα και η άλλη στο δεξί μάτι, εκείνο με τον ραγισμένο φακό. Ήταν νεκρός. Τράβηξε τη ζώνη του και πήρε τη χειροβομβίδα. Ύστερα, με το όπλο προτεταμένο, πλησίασε τον άντρα με τη γενειάδα. Είχε πέσει ανάσκελα πάνω σε κάτι χαμόκλαδα. Η σφαίρα είχε διαπεράσει τον κορμό του αλλά ανέπνεε ακόμα. Ήταν λίγο μεγαλύτερός του, με μακριά μαλλιά και γαλανά μάτια. Έσκυψε πάνω του. Ο πληγωμένος κάτι ψιθύριζε. Κόλλησε σχεδόν το αφτί στα χείλη του. «Το σταυρό... στην τσέπη μου... η μάνα μου...» κι έδειξε με το ματωμένο χέρι του στη μέση του. Στο λαιμό φορούσε ένα σταυρό. Με απαλές κινήσεις τού τον έβγαλε. Έβαλε το χέρι στην τσέπη που του έδειχνε. Υπήρχε ένας μικρός φάκελος. Τον άνοιξε, η μαυρόασπρη φωτογραφία μιας μεσήλικης γυναίκας με γκρίζα μαλλιά – ευγενική φυσιογνωμία, καθαρό βλέμμα. Ο άντρας του ’κανε ένα νόημα σαν να του ’λεγε «δες από πίσω». Την γύρισε. Έγραφε ένα ονοματεπώνυμο, μια διεύθυνση, μια πόλη. Κοιτάχτηκαν. Του ένευσε ναι. Ο άντρας έκανε μια κίνηση προς τα μπρος σαν να ’θελε να τον πλησιάσει. Μετακινήθηκε με κόπο, για μια στιγμή έμεινε κοκκαλωμένος κι ύστερα έγειρε πίσω. Οριστικά. Ένα κομμάτι ήλιου πέρασε τα κλαδιά κι έπεσε ίσα στο σταυρό που λαμποκόπησε. Ήταν χρυσός με κάτι σκαλισμένα αρχικά. Εκείνος γύρισε, μάζεψε φύλλα και τα έριξε πάνω στα δύο σώματα. Για μια στιγμή πήγε να κάνει το σταυρό του, μα όχι. Πήρε το σταυρό του πεθαμένου και τον πέρασε στο λαιμό του. Διψούσε κι άλλο. Σήκωσε το παγούρι κι ήπιε όλο το νερό, μονορούφι.


ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΕΣ



Συνέχισε να περπατάει μες στο δάσος. Σε μια ώρα βρέθηκε σ’ ένα πλάτωμα. Το δάσος τέλειωνε. Μπροστά του είδε ένα ύψωμα. Λίγη βλάστηση, βράχια. Είχε χαθεί, δεν ήξερε πού πήγαινε. Ήταν πια αργά το απόγευμα. Σε λίγο θα σκοτείνιαζε. Άρχισε να ανεβαίνει ένα υποτυπώδες μονοπάτι. Μισή ώρα αργότερα ακούστηκε μια αστραπή. Αμέσως άνοιξαν οι ουρανοί. Η μπόρα ήταν άγρια. Φόρεσε το σκούφο του. Βρήκε ευκαιρία και γέμισε ξανά το παγούρι με νερό της βροχής. Έσφιξε το όπλο και συνέχισε ν’ ανεβαίνει. Σε ελάχιστα λεπτά είχε γίνει μούσκεμα. Το νερό έμπαινε στις μπότες του. Κολλούσε στη λάσπη. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε γιατί πήγαινε προς τα πάνω – δεν είχε απάντηση. Συνέχισε όμως. Σαν να ένιωθε τώρα πως όσο πιο ψηλά, τόσο πιο καλά. Πέρασε άλλη μια ώρα μέχρι να φτάσει στο μέσο του υψώματος. Τουρτούριζε απ’ το κρύο, τα κόκκαλά του πονούσαν, τα δόντια του χτυπούσαν. Οι δυνάμεις του σιγά σιγά τον εγκατέλειπαν. Αποφάσισε να σταθεί κάπου να ξεκουραστεί. Κάπου να προφυλαχτεί από τη βροχή. Δύσκολο, μιας και ούτε δέντρα υπήρχαν ούτε κάπου να καλυφθεί. Προχώρησε λίγο ακόμα κι από μακριά πρόσεξε κάτι. Ήταν δυο βράχοι που ακουμπούσαν μεταξύ τους, σαν δυο οβελίσκοι που ’χαν πλαγιάσει και στήριζε ο ένας τον άλλον. Από τη θέση όπου βρισκόταν έβλεπε μια σκοτεινή τρύπα. Η ευκαιρία. Πλησίασε. Ήταν σαν μια μικρή σπηλιά. Έσκυψε κι έβαλε το κεφάλι μέσα. Πίσσα σκοτάδι. Δεν έβλεπε τίποτα. Θα μπορούσε να ’ναι μια θεόρατη τρύπα στο βουνό ή απλά μια στενή εσοχή. Έβγαλε το φακό του, ευτυχώς δούλευε. Μπήκε και αμέσως ένιωσε οσμή καμένου. Ήταν ένας χώρος τρία επί τρία. Στο βάθος πρόσεξε έναν καφετή όγκο. Έφεξε προς τα κει. Μια φθαρμένη κουβέρτα κάτι σκέπαζε. Πλησίασε αργά. Ο όγκος σχημάτιζε ένα σίγμα. Φώτισε. Από την κουβέρτα εξείχε μια τούφα μαύρα μαλλιά. Μπορεί να ’ταν κάνα πτώμα. Για καλό και για κακό έβγαλε το μαχαίρι. Με το άλ-




ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

λο χέρι έπιασε την κουβέρτα από την άκρη κι άρχισε να την τραβάει. Αποκαλύφθηκε το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας. Τα μάτια κλειστά, το στόμα μισάνοιχτο. Μελαχρινή, ισχνή, με λεπτά χαρακτηριστικά, έντονα μήλα στο πρόσωπο. Στο μέτωπο ξεραμένο αίμα και μια πληγή στο μάγουλο. Τράβηξε κι άλλο την κουβέρτα και το σώμα της αποκαλύφθηκε. Φορούσε ένα μπορντό μάλλινο πουλόβερ και μια μαύρη φούστα. Το ύφασμα τού φάνηκε λίγο μουσκεμένο. Καφέ μάλλινες κάλτσες στα πόδια, όχι παπούτσια. Έσκυψε να δει αν ανέπνεε. Η ανάσα της έβγαινε αχνή. Της έπιασε το χέρι, στη φλέβα. Φορούσε ένα μπλε βραχιόλι. Ήταν παγωμένη αλλά ο σφυγμός της ήταν κανονικός. Την σκούντησε απαλά. Η κοπέλα δεν ξυπνούσε. Θα ’χε μάλλον λιποθυμήσει. Κοίταξε γύρω. Κοντά στην είσοδο υπήρχαν κάτι καμένα ξύλα, δείγμα ότι κάποιος είχε ανάψει φωτιά. Δίπλα κομμένα ξερόκλαδα. Πέταξε έξω τα καμένα και συγκέντρωσε τα ξερά. Έψαξε για τα σπίρτα. Ήταν στην πάνω τσέπη, δεν είχαν βραχεί. Άναψε μια χαμηλή φωτιά. Έβγαλε τα ρούχα του –τα ’βαλε κοντά στη φωτιά να στεγνώσουν– κι έμεινε με τη φανέλα και το σώβρακο. Άναψε τσιγάρο με το βλέμμα του στην κοιμισμένη κοπέλα. Πέρασε μισή ώρα. Τα ρούχα είχαν στεγνώσει. Σηκώθηκε για να ντυθεί, όταν άκουσε μια πνιχτή φωνή. Αιφνίδια ντροπή. Έβαλε βιαστικά το παντελόνι και την πλησίασε. Τα μάτια της τρεμόπαιζαν σαν τρελά. Ήταν τρομοκρατημένη. «Μη φοβάσαι», είπε· «σε βρήκα εδώ, κοιμισμένη». Η κοπέλα έφερε τα χέρια στο κεφάλι σαν να ήθελε να προστατευτεί. «Μη φοβάσαι», επανέλαβε. Την ίδια στιγμή ο αέρας άλλαξε κι ο καπνός άρχισε να γεμίζει το χώρο. Τινάζοντας το αμπέχονο και κλοτσώντας, έσβησε τις φλόγες. Έριξε μια ματιά έξω. Το γκρίζο του σούρουπου, αλλά η μπόρα είχε περάσει. Το νερό της βροχής ακόμα μύριζε. Μια παράξενη ευωδιά. Ξαναγύρισε στην κοπέλα. Όπως την πλησίαζε, σε κάθε του βήμα, έτρεμε και πιο πολύ από


ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΕΣ



φόβο. «Μη φοβάσαι, είμαι φίλος», ξανάπε. «Πώς βρέθηκες εδώ;» Καμία απάντηση. «Πόσο καιρό είσαι εδώ πέρα;» Τίποτα. Πρόσεξε τα σκασμένα της χείλη. Έβγαλε το παγούρι του. Της το έτεινε. «Έλα, πιες». Η κοπέλα τον κοίταξε μ’ ένα τρομαγμένο βλέμμα σαν ζώου. Ύστερα κοίταξε το όπλο του που ήταν ακουμπισμένο στο βράχο. Πλησίασε το παγούρι πιο κοντά στο πρόσωπό της. Εκείνη οπισθοχώρησε και κόλλησε την πλάτη της στο βράχο. Ήρθε ακόμα πιο κοντά. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε έτσι, με τεντωμένο το χέρι με το παγούρι. Ξαφνικά, με μια απότομη κίνηση, η κοπέλα το άρπαξε, το ’φερε στο στόμα της και άρχισε να πίνει αχόρταγα. «Μη, δεν κάνει τόσο», είπε και της το πήρε απ’ τα χέρια. «Πώς σε λένε;» Η κοπέλα σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της. «Εμένα, Λέοντα. Λέων, όπως λιοντάρι... δηλαδή το βαφτιστικό μου είναι Λεωνίδας». Την είδε που το σώμα της άρχισε σιγά σιγά να τραντάζεται. Έκλαιγε. Μες στο αναφιλητό άκουσε κάτι σαν «Χριστέ μου, Χριστέ μου...». Κάθισε δίπλα της. Με πολλή προσοχή πλησίασε το χέρι του. Εκείνη έκανε μια κίνηση απώθησης, και αυτός τραβήχτηκε. Πρόλαβε κι είδε τα δάκρυα πριν ξαναφέρει τα χέρια της στα μάτια. «Σου ’πα, είμαι φίλος, μη φοβάσαι. Τι έγινε; Γιατί είσαι εδώ;» Η κοπέλα τράβηξε την κουβέρτα πάνω της και τυλίχτηκε ξανά. Κατάλαβε ότι δε θα του μιλούσε. Έμεινε στην ίδια θέση και περίμενε. Πέρασε ένα τέταρτο, μισή ώρα. Είχε πια σκοτεινιάσει εντελώς. Μόνο το φεγγάρι παρείχε έναν ελάχιστο φωτισμό. Εκείνη παρέμενε ασάλευτη. Ξαφνικά ο άντρας σηκώθηκε. Άναψε το φακό και κατευθύνθηκε προς την έξοδο της σπηλιάς. Ντύθηκε, έβαλε και το σκούφο του. Άκουσε ένα σούρσιμο. Γύρισε. Την είδε να κοιτάζει. «Θα ξανάρθω», είπε και βγήκε. Γύρισε ύστερα από μισή ώρα. Στη ζώνη είχε δέσει ένα σκοτωμένο πουλί. Αρκούσε μια σκιά στο φως του φεγγαριού και μια εύστοχη βολή. Το θήραμα. Η κοπέλα ήταν στην ίδια θέση, με την




ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

πλάτη στον τοίχο τώρα, να κοιτάζει ίσια μπροστά. Ο αέρας είχε κοπάσει. Πήρε τα κλαδιά που είχαν απομείνει, άναψε ξανά μια φωτιά και το ’ψησε. Δεν είπαν λέξη. Ύστερα έβγαλε το μαχαίρι του, το ’κοψε σε κομμάτια και της πρόσφερε ένα. Αμίλητη εκείνη το πήρε κι άρχισε να τρώει με βουλιμία. Όταν τέλειωσαν, της έδωσε να πιει νερό. «Δεν έφυγες», είπε. Πέρασαν δυο λεπτά σιωπής. Και τότε η κοπέλα πρωτομίλησε: «Πού να πάω;» έκανε βραχνιασμένα. «Από πού είσαι;» ρώτησε εκείνος. Έκανε μια κίνηση σαν να έδειχνε πολύ μακριά. Έτσι όπως τεντώθηκε, πρόσεξε μια πληγή στο χέρι της. «Ποιος σε χτύπησε;» Δεν απάντησε. «Τι έγινε;» Τον κοίταξε στα μάτια. Για μια στιγμή σάστισε. Βλέμμα μαχαιριά. Με μια γρήγορη κίνηση η κοπέλα έβγαλε το πουλόβερ. Φορούσε ένα λευκό σουτιέν. Τα στήθη της στητά και μεγάλα. Όλο της το σώμα ήταν γεμάτο μελανιές. «Ποιος;» «Ήταν δύο. Μ’ έφεραν εδώ, και...» Κάτι σπίθες πετάχτηκαν απ’ τη φωτιά, σαν στη σπηλιά ν’ άναψαν αστέρια. «Ευτυχώς μ’ άφησαν να ζήσω». Ξανάβαλε το πουλόβερ βιαστικά. «Δικοί σου ήταν», είπε. Το βλέμμα της τώρα παγωμένο. «Πού το ξέρεις;» Του έδειξε το σκούφο του. «Δικοί σου ήταν», ξανάπε. Σιωπή. Εκείνος χαμήλωσε ασυναίσθητα το κεφάλι. Κι άλλες σπίθες. «Μη φοβάσαι», είπε ξανά εκείνος. «Είμαι φίλος». Το φως του φακού άρχισε να τρεμοσβήνει.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.