TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 11
Ο
ΚΤΩ ΩρΕΣ ΚΑΙ ΤρΙΑΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ. ΚΙ Ε-
πειτα; Πού θα φτάσω, Αμαλία; Σ’ έναν τόπο που η μητέρα μας φοβήθηκε ν’ αγαπήσει· κι όμως, εκεί γεννήθηκε ο Μενέλαος, εκεί μεγάλωσαν η Ερασμία με την άλλη Φρόσω. Πώς θα βρεθώ μόνος μου στην άγνωστη χώρα; Και γιατί τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια; Ακατανόητο και σκοτεινό ταξίδι. Στην πιο δύσκολη στιγμή. Φοβάμαι, Αμαλία. Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013, ένδεκα το πρωί. Λίγο πριν από την απογείωση. Νέα Υόρκη-Αθήνα. Κάθισμα 3Α, στο παράθυρο. Το διπλανό μου κάθισμα είναι άδειο. Κάθεσαι εσύ, Αμαλία. Κανένας ξένος δεν θα σε ενοχλήσει. Μαζί μ’ εμένα κι εσύ φοράς τώρα τη ζώνη ασφαλείας. Στην οθόνη o χάρτης της
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 12
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
διαδρομής. Το ιπτάμενο θηρίο, μια μικρή κουκκίδα που ταξιδεύει στον ουρανό. Μέσα στην κοιλιά του βρίσκομαι. Κι εσύ μαζί. Γιατί αυτό το ταξίδι σε έναν τόπο που εκείνη ποτέ δεν αναζήτησε; Με ξεγελούσε με κάθε λογής τεχνάσματα κι έκρυβε την αλήθεια. Μ’ έτρεχε στα μουσεία. Μου έδειχνε αετώματα, επιτύμβιες στήλες, κούρους και κόρες. «Δες», μου έλεγε, «άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα, αλλιώς θα χαθείς». Ήμουνα επτά ετών. Μου δάνειζε τα μάτια της. Όμως, κάποια στιγμή, φάνηκε καθαρά –πιο καθαρά δεν γινόταν– η αποστροφή για τη χώρα της. Άλλαξε το όνομά της. Τίποτα που να θυμίζει Ελλάδα. Λάλε Άντερσεν. Η μεταλλαγμένη μητέρα. «Κανείς σας δεν θα με ξαναπεί Φρόσω. Από σήμερα το όνομά μου είναι Λάλε». Κάτι ψάχνεις με κάθε ταξίδι. Πέρα από αυτά που λες, τα φανερά, υπάρχει και κάτι άλλο. Κάτι σαν έρωτας δυνατός κι ανέφικτος. Δίχως αυτόν είσαι λειψός. Ένα κομμάτι που λείπει και σε κάνει να λες: «Τώρα είναι η στιγμή να το βρω». Κι όμως, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ακατάλληλη η στιγμή για να βρω το οτιδήποτε σε αυτή τη χώρα. Ή μήπως όχι; Μήπως τώρα που η χώρα ενδίδει στο αδιανόητο και όλα μοιάζουν να καταρρέουν, μήπως τώρα είναι η
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 13
8 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 35 ΛΕΠΤΑ
στιγμή; «Δες, αλλιώς θα χαθείς». Πώς να δω, αν δεν κουβαλήσω εκεί το σώμα, τα χέρια, τα μάτια, το μυαλό μου; Στις αποσκευές μου είσαι μαζί μου, Αμαλία, μαζί με μια φωτογραφία, ένα άδειο τετράδιο κι έναν ταξιδιωτικό οδηγό για την Αθήνα. Είναι η πρώτη μου φορά που θα βρεθώ εκεί. Τι αναζητώ, ποιος θα μου πει; Κάποιος ποιητής έψαχνε ένα ολόκληρο απόγευμα την άλλη τίγρη, αυτήν που λείπει από το ποίημα. Αλλιώς δεν μπορούσε να γράψει. «Μη σκέφτεσαι τόσο πολύ, Τζόναθαν, χάνεσαι μέσα στις σκέψεις σου, σε χάνω», μου έλεγες. Να χάνομαι και να σ’ αγαπώ, να χάνομαι για να σ’ αγαπώ, Αμαλία. Αμ, ψυχή μου! Σε λίγα λεπτά το «Κένεντυ» θα βρίσκεται μακριά, και οι ουρανοξύστες, το πάρκο, οι αποβάθρες, το ποτάμι, ο ωκεανός θα γίνουν καρτ ποστάλ, εικόνες από χάρτινο λούνα παρκ, που τρεμοπαίζουν στο φως της μέρας μέχρις ότου ο ουρανός τις καταπιεί. «Πόσο θ’ αντέξω μακριά;» «Γυμνώθηκες, θα κρυώσεις. Ντύσου καλά. Έτσι θα έλθεις στο πάρκο; Δεκέμβρης μήνας. Δες πόσο ζεστά είμαι εγώ ντυμένη. Τρέχα φέρε το ανοράκ σου».
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 14
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
«Πάψε να μου λες τι να κάνω». «Κοίτα, μάτωσε η μύτη σου, θα–» «Ωχ, κι εσύ το ίδιο, Αμαλία! Δες, η μύτη σου τρέχει αίμα, ό,τι εσύ κι εγώ». «Να πάρει η ευχή, λερώθηκε το t-shirt μου! Jeeesus, δες πώς έγινα. Ένα μαντήλι, Τζόναθαν, δέσε μου το σφιχτά στο μπράτσο». «Μαντήλι;» «Σταματάει το αίμα, το λέει η γιαγιά, ξέχασες; Ευανθία, quickly ένα μαντήλι. Άντε επιτέλους, let s’ move on». «Ευανθία, γιαγιά, εμείς φεύγουμε. Αν ρωτήσει, πείτε της ότι είμαστε στο πάρκο, δεν θ’ αργήσουμε». «Καημένο που ακόμα ελπίζεις ότι θα ρωτήσει... She doesn ’t give a damn... She is a fucked up woman». «She is not a woman, she is our mummy». «She still is a woman». «Shit!» Με δεμένα τα μπράτσα μας ξεχυνόμασταν στους Πενήντα Επτά Δρόμους και φτάναμε λαχανιασμένοι στο πάρκο, οι σκίουροι δεν μας φοβήθηκαν ποτέ, με χόρτα, ρίζες, σπόρους και βελανίδια κερδίζαμε την εύνοιά τους. Τιπ τιπ, τοπ τοπ, γνωρίζανε τον ήχο της φωνής μας, βγαίνανε από τις κρυψώνες τους, τρέχα
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 15
8 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 35 ΛΕΠΤΑ
νε προς το μέρος μας, με μια ανεξήγητη κι ανεπίτρεπτη εμπιστοσύνη. «Έτσι έπρεπε να είναι όλα», έλεγες κι έβγαζες από την τσέπη σου τα κρυμμένα βελανίδια. Τελευταία πτήση της Delta Air Lines. Το δρομολόγιο Νέα Υόρκη-Αθήνα καταργείται. Ασύμφορος προορισμός η Ελλάδα; «Προσδεθείτε». Σε λίγα λεπτά, τα φώτα θα χαμηλώσουν για την απογείωση. Μια αιφνίδια ησυχία πριν από την έκρηξη των εκκωφαντικών θορύβων. Τα φώτα είχαν και τότε χαμηλώσει για την απογείωση. Θυμάμαι τη νύχτα. Το αρχικό σκοτάδι. Από εκεί βγήκα. Σαν όλους τους 6,92 δισεκατομμύρια άλλους. Καθένας κι ένας άλλος. Όλοι από ένα ίδιο σκοτάδι βγήκαμε. Από τη νύχτα μιας μήτρας. Κυριακή ήταν, ώρα επτά το πρωί. Φώναξε. Δυο η τρεις δυνατές κραυγές. Αυτό ήταν. Της κάνανε επισκληρίδιο. Επέμενε να έχει ανοιχτά τα μάτια. Γεννήθηκα χωρίς να με ρωτήσει κανείς. Ήθελε να γεννηθώ σπίτι. Επίμονα επέμενε. «Θέλω να γεννήσω στο σπίτι. Όχι νοσοκομείο». Οι γονείς της, ο παππούς ο Μενέλαος και η γιαγιά η Ερασμία, τρόμαξαν. «Φρόσω, μην παραλογίζεσαι».
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 16
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
«Αφήστε με να κάνω αυτό που θέλω». «Φρόσω, για τον Θεό! Τι πας να κάνεις; Γέννα έχεις μπροστά σου κι όχι θάνατο. Ετοιμόγεννη γυναίκα είσαι και κάνεις σαν κάποιον ετοιμοθάνατο που επιμένει ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή μέσα στο σπίτι του, μπας και γαληνέψει η ψυχή του. Ίσα κι όμοια βάζεις την πρώτη με την τελευταία πνοή;» «Θα κάνω ό,τι θέλω». «Μπερδεύεις τη νέα ζωή, που παλεύει να βγει στο φως, με εκείνην που ήδη πορεύεται στο σκοτάδι;» Παράξενη κι αλλόκοτη μαμά. «Δική μου η γέννα», έλεγε, «δικό μου και το παιδί, ό,τι θέλω κάνω». Ένιωθα τις χορδές της φωνής της στο στομάχι μου... Από τότε, δυο ίντσες πλασματάκι, άκουγα στο μέσα μου τη φωνή της. «Tον θέλω εδώ, στο κρεβάτι μου, το πρώτο πράγμα που θα αντικρίσει να είναι το φως που έρχεται από το ποτάμι». Δεν ήθελε εμένα. Ήθελε να θέλει. Αυτό ήταν όλο. Καλοκαίρι και ο ποταμός Χάντσον χάριζε χρυσαφένιες ανταύγειες στα απλωμένα στην όχθη του σπίτια. Εκεί ήταν το σπίτι μας. Στην αρχή –και για κάποιες λίγες μέρες–, ήμουν εγώ ο τόπος κατοικίας της. Ο ολότελα δικός της και μοναδικός τόπος. Δεν κράτησε πολύ. Πατέρας δεν υπήρχε.
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 17
8 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 35 ΛΕΠΤΑ
«Δεν γνώρισα ποτέ τον πατέρα μου. Ούτε κι εσύ, Αμαλία». «Ήταν το ίδιο πρόσωπο;» «Μα είμαστε ίδιοι. Κοίτα πώς μοιάζουμε, κοίτα, αν δεν με πιστεύεις, κοίτα στον καθρέφτη». «Μα ναι, ήμαστε ίδιοι, Τζόναθαν, ίδιοι». Ίσως λοιπόν να έχουμε τον ίδιο πατέρα... τι αλλάζει; Ένα σπέρμα ήθελε για τον γιο της. Κι άλλο ένα για την κόρη της. Ήμουν ο γιος της. Το πρώτο της παιδί. Μ’ εσένα ήταν αλλιώς, Αμαλία. Για σένα ίσως και να ήθελε ένα μεγάλο έρωτα. Ίσως και όχι. Δεν τους παραγγέλνεις τους μεγάλους έρωτες. Έρχονται και σε συναντούν, κι αν δεν φοβηθείς, σου χαρίζουν μια αβάσταχτη ευφορία. «Κανείς δεν μιλούσε στο σπίτι για όλα αυτά. Με πνίγανε όλα όσα μάς έκρυβαν». Σφραγισμένα χείλη έκρυβαν τα μυστικά. Κι αν κάποιος, η γιαγιά ας πούμε, ή ο παππούς, η Ευανθία, πήγαινε να μιλήσει, θα ήταν σαν να κλέβει εκκλησία. Ιερόσυλος όποιος δοκίμαζε να ρωτήσει κάτι για τον «daddy» ή τον «μπαμπά της Αμαλίας και του Τζόναθαν», ή όποιος ήθελε κάτι να υπαινιχθεί για «τον σύζυγο της κυρίας Ευφροσύνης Αργυρίου». Ποιος βάζει τους κανόνες; Ποιος και με τι κόστος τούς επιβάλλει; o
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 18
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Κάθε οικογένεια τρέφεται από τα μυστικά της. Σαν ένας παράξενα βουλιμικός κισσός, τα αφανέρωτα μυστικά κάθε μέρα κι από λίγο αγκαλιάζουν το δέρμα της οικογένειας, έως ότου στο τέλος γίνουν ένα μαζί της. Δεν ξεχωρίζει ο κισσός από το δέρμα. Ένα παντοτινά ενωμένο ζευγάρι, κι αν πας να το χωρίσεις, το καταστρέφεις. Σκόνη, υγρασία, λειχήνες, μαμούνια διαβρώνουν το πράσινο φυλλώδες σώμα. Τα καλοκαίρια, όταν η μυρωδιά του σάπιου δεν σ’ αφήνει να ησυχάσεις, προσεύχεσαι στον Θεό για ανάσες δροσιάς. Μια δυσάρεστη ζέστη βγαίνει από το ερκοντίσιον – «please, miss, can you fix the ventilator?» Το περιστρεφόμενο κουμπί πάνω από το κεφάλι μου ρυθμίζεται και η θερμοκρασία αμέσως αποκαθίσταται. Αδημονώ για την αποκόλληση από το έδαφος. Δυο σειρές μπροστά μου μια ηλικιωμένη γυναίκα σταυροκοπιέται. Η στιγμή λίγο πριν από την απογείωση προσφέρεται για ικεσίες. Εκεί στον ουρανό σε λίγα λεπτά η τύχη μας θα είναι αφημένη στα χέρια του Θεού. Αν μεγαλώνεις δίχως πατέρα, αυτά τα χέρια τα βλέπεις στα όνειρά σου, άλλοτε στοργικά να σου γιατρεύουν πληγές κι άλλοτε μοχθηρά κι ανελέητα να σου σφίγγουν ανελέητα το λαιμό.
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 19
8 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 35 ΛΕΠΤΑ
«Χριστέ και Παναγιά, Φρόσω, δεν παίζει κανείς με τον Θεό!» Η μάνα μας έπαιζε μαζί του. Δανειζόταν την παντοδυναμία και την αυθαιρεσία του. Δεν έδινε σε κανέναν λογαριασμό. Να γεννήσει τον γιο της μέσα στην κρεβατοκάμαρά της, να κόψει μόνη της το λώρο, να πλύνει τα αίματα της γέννας, να μείνει όλη μέρα αγκαλιασμένη με το νεογέννητο, αψηφώντας κανόνες ψυχικής και σωματικής υγιεινής, όλα αυτά κι άλλα πολλά μπορούσε να κάνει. Να μην αποκαλύπτει σε κανέναν τον πατέρα του γιου της. Και δυο χρόνια μετά, να κυοφορεί μια κόρη, από άγνωστο πάλι πατέρα. Να δίνει στα παιδιά της ονόματα όπως Τζόναθαν και Αμαλία για τους δικούς της ανεξιχνίαστους λόγους. Υποθέτω ότι το «Τζόναθαν» της άρεσε ηχητικά, έχει μια παρατεταμένη μουσικότητα, η γλώσσα στο «Τζο-» ανυψώνεται κι είναι σαν να τραγουδάει, ενώ στο «-ναθαν» κατευνάζεται κάπως μελαγχολικά. Όσο για το «Αμαλία», ίσως έπαιξε ρόλο η πρώτη συλλαβή, το «Αμ-» της γαλλικής ψυχής. Δεν θα μάθω ποτέ. Πρέπει να είσαι αρκετά δυστυχής για να θες να κάνεις πάντα το δικό σου. Η γιαγιά, ο παππούς, η Ευανθία, ο Σταμάτης, οι Έλληνες φίλοι, οι συνάδελφοι του παππού, ο Πίτερ, ο Μάθιου, ο Τζον, κανείς
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 20
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
τους δεν τολμούσε να της φέρει αντίρρηση. Τους φόβιζε η δυστυχία της; Kι όταν άρχισε να πίνει σαν νεροφίδα, και να χάνονται τα ίχνη της για ώρες, ακόμα και για μέρες, και πάλι κανείς δεν έλεγε τίποτα. Κι όταν φούσκωνε η κοιλιά της, και πάλι δεν ρώτησαν τι και πώς. Τι άλλο πέραν της δυστυχίας της σέβονταν; Ο Θεός τιμωρεί όσους στέκονται εμπόδιο στις τρελές επιθυμίες των τρελά δυστυχισμένων ανθρώπων. Ποιος δεν θέλει την εύνοια του Θεού; Κι αν είσαι ένοχος, ίσως και να την θες ακόμα πιο πολύ... Ένοχοι όλοι τους; Γιατί; Πόσο καιρό μείναμε μέσα στην άγνοια; Kαι μήπως, όταν φανερώνεται το μυστικό, όταν όλα τα σκοτάδια διαλύονται, μήπως τότε βρίσκεσαι μέσα σε μια άλλη αυταπάτη; Σκύβεις και μου ψιθυρίζεις κάτι, ο βόμβος από τις μηχανές του αεροπλάνου δυναμώνει, προσπαθώ να διακρίνω τα λόγια σου. «Τζόναθαν», μου λες, «αυτό που δεν θα γνωρίσεις θα είναι πάντα πιο δυνατό, μη γελιέσαι, θες να σου πω τι καταφέρνεις κάθε φορά που νομίζεις ότι καταλαβαίνεις;» «Να μου πεις». «Ένα ισχνό κόκαλο της αλήθειας κρατάς στα χέρια σου και κάθεσαι και το γλείφεις και λες “ωραίο είναι ’’».
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 21
8 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 35 ΛΕΠΤΑ
«Μη σταματάς να μου μιλάς, Αμαλία». Η φωνή χάνεται, προλαβαίνω ν’ ακούσω ακόμα τη λέξη «ψίχουλα» και τη φράση «οστά της αλήθειας». Ο θόρυβος σκεπάζει τη συνέχεια. Οι μηχανές είναι σαν λίγο πριν από την έκρηξη. Η γυναίκα στο μπροστινό κάθισμα ακόμα προσεύχεται. Πώς θα της φαινόταν αν αίφνης πήγαινα και της έλεγα: «Ανώφελο, αγαπητή μου κυρία, όσους σταυρούς κι αν κάνετε, τίποτα δεν αλλάζει. Ο ουρανός είναι αυτάρκης, η ανέφελη πτήση δεν υπακούει σε ικεσίες». Αντί να της φωνάξω κατάμουτρα «ο φόβος, κυρία μου, είναι μια φυλακή και πάντως δεν ξορκίζεται», την αφήνω στην ησυχία της. Ο νους μου πηγαίνει ξανά στην άφοβη μητέρα μου. Την τελευταία στιγμή κάποιες επιπλοκές στην υγεία της εμπόδισαν τα παράτολμα σχέδιά της. Κανείς γιατρός δεν βρέθηκε να πάρει το ρίσκο μιας κατ’ οίκον γέννησης. Έτσι, δεν γεννήθηκα στο νούμερο 380 ριβερσάιντ Ντράιβ, αλλά στο «St Luke’s-Roosevelt Hospital», στους Πενήντα Εννέα Δρόμους. Λίγο μετά που άφηνα το μέσα της για να βγω στο φως, με τύλιξε σε μια αέρινη και ντελικάτη σαν δαντέλα κουβέρτα, και προτού προλάβουν καλά καλά να μου κό
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 22
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
ψουν τον ομφάλιο λώρο και να με καθαρίσουν από τα αίματα, βιάστηκε να με πάρει σπίτι. Σχεδόν με απήγαγε. Ο σοφέρ περίμενε στο προαύλιο. «Γρήγορα, αργήσαμε», του φώναξε. Ήταν Κυριακή. Μας πήρε μόνο είκοσι λεπτά να φτάσουμε από το Μιντλ Μανχάταν στο Άπερ Ιστ Σάιντ. Τo σπίτι μας με περίμενε με αδημονία. Τα μεταξένια σεντόνια στο κρεβάτι της, το σαπούνι, η μυρωδιά του καθαρού, σανταλόξυλο και λεμόνι. Έξω μύριζε το ποτάμι. Το πρώτο βράδυ της ζωής μου κοιμήθηκα δίχως φόβο, δεν με άφησε στιγμή, το στήθος της είχε γάλα, άφθονο γάλα, στυφό, είναι σαν να έχω ακόμα τη γεύση του στα χείλη μου. Είναι φορές που απεχθάνομαι το γάλα και τα γαλακτοκομικά, τις μεγάλες λεωφόρους και τα μακρινά ταξίδια. Είναι φορές που μισώ τα ορφανά αγόρια και τις σκύλες μάνες τους, τους άφαντους πατέρες και αυτή την πόλη. Είναι φορές που δεν αντέχω μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. The Big Apple. Το ακατάπαυστο βουητό της που, αν λίγο ξεχαστείς, σε υπνωτίζει και μετά άντε να σε βρεις, τους Μαύρους χυμένους στους δρόμους, τους Κινέζους, τους υπαίθριους Ταϊλανδέζους μικροπωλητές, την τσίκνα των εξωτικών φαγητών στους δρόμους, τα μουσεία και τους καθεδρικούς ναούς. Κι όμως, αυτή είναι η πόλη
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 23
8 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 35 ΛΕΠΤΑ
μου. Εδώ γεννήθηκα. Εδώ έμαθα ν’ αγαπώ εσένα, Αμαλία, το μακρύ ποτάμι και τον ωκεανό. Οι ουρανοξύστες με ζάλιζαν. Απέφευγα να κοιτάζω τις κορυφές τους. Αν δεν γίνεις ωκεανός, πώς να μην έχεις ναυτία κάθε μέρα; Ο ουρανός θυμίζει έντονα θάλασσα. Πετάμε στα ένδεκα χιλιάδες μέτρα. Γιατί αυτό το ξαφνικό ταξίδι; Σε μια στιγμή το αποφάσισα. Έφυγα βιαστικά. Όπως ένας κλέφτης που εξαφανίζεται, όταν ακούει ύποπτους θορύβους, κι εγκαταλείπει τα κλοπιμαία για να μην τον συλλάβουν. Έφυγα για να γλυτώσω. Τα άφησα όλα στη μέση. Όλη τη ζωή μου. Λες και ήταν κι αυτή κλεμμένη. Σαν ένοχος από καιρό, έτρεμα τον εγκλεισμό. Η οικογένεια Αργυρίου φταίει για όλα αυτά, Αμαλία; Η οικογένειά μας; Αυτή με κάνει να νιώθω κλέφτης και να θέλω να σωθώ; Σσστ, μην πεις τίποτα, μην πεις «έτσι γίνεται σε κάθε οικογένεια». «Κι όμως, Τζόναθαν, είναι αλήθεια. Κανείς δεν σώζεται από την οικογένειά του». Μέσα σε λίγες ώρες ετοίμασα εισιτήρια κι αποσκευές. Κι εγώ που μισούσα τις μετακινήσεις, εγώ που, αν είχα ιμάντες, θα με καθήλωνα τα βράδια στο κρεβάτι μου μήπως και σαν υπνοβάτης φύγω και χα
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 24
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
θώ, εγώ που, αν γινόταν, σαν άγαλμα ακίνητο θα με κρατούσα σε στέρεο έδαφος, δεμένος τώρα στο κάθισμα του αεροσκάφους, ετοιμάζομαι για τις αναπάντεχες αναταράξεις μιας υπερπόντιας πτήσης. Tα άφησα όλα πίσω μου και έφυγα. «Δεν γινόταν αλλιώς, Τζόναθαν, το ξέρεις». Τα φώτα θα σβήσουν, σβήνουν, έσβησαν. Οι μηχανές μουγκρίζουν. Το θηρίο σηκώνεται στον ουρανό. Μέσα στην κοιλιά του ονειρεύομαι. Ο θόρυβος με τρελαίνει, σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί μέσα μου, κλείνω τα αυτιά μου. Δίχως να το περιμένω, έρχεται στο μυαλό μου το πρόσωπο ενός τρελού. Ποιος ελέγχει τους συνειρμούς του; Δεκέμβριος 1993. Το ευπρεπές καθολικό σχολείο μας έχει οργανώσει γιορτή στο φιλανθρωπικό ίδρυμα «Μπλου Μάουντεν». Αμαλία, θυμάσαι; «Επισκέψεις ευαισθητοποίησης» τις λέγανε, σε άπορους αστέγους. Το ίδρυμα είχε τη δική του ιστορία. Ήταν μια από τις δωρεές της οικογένειας ροκφέλερ στη μνήμη ενός γιου τους, που είχε βρει ένα φριχτό θάνατο σε εξερευνητική αποστολή στη ζούγκλα του Αμαζονίου: τον κατασπάραξαν τα άγρια θηρία. Το αεροπλάνο έχει απογειωθεί. Μια χαμογελαστή κοπέλα με χρυσαφένια μάτια τίγρης σερβίρει χυ
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 25
8 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 35 ΛΕΠΤΑ
μούς· είμαι στη διακεκριμένη θέση, το πλήρωσα ακριβά αυτό το ταξίδι. Φριχτοί θάνατοι σημαδεύουν κάποιες φορές δωρεές και κληροδοτήματα. Δεν ήθελα να πάω στο «Μπλου Μάουντεν». Ένα κακό προαίσθημα εκείνη τη μέρα με βασάνιζε. Κρατούσα σφιχτά στο στήθος μου τη σάκα μου, λες και, αν την άφηνα, θα πέφτανε πάνω μου όλες οι συμφορές του κόσμου. Αμέριμνη πλάι μου σιγοτραγουδούσες, είχαμε όλοι τις ίδιες καρό σάκες, ομοιόμορφο και ευπρεπές ήταν το σχολείο μας. Ήταν Χριστούγεννα κι όλοι εμείς οι πειθαρχημένοι μαθητές και μαθήτριες, σαν μάγοι με δώρα, θα προσφέραμε τάρτες και γλυκά και χρήματα στους τελευταίους των ανθρώπων. Για κάποιο λόγο όμως, δεν ήθελα να είμαι εκεί. Πάμε αλλού, Αμαλία, έλα να φύγουμε όσο είναι καιρός. Πάμε στο λιμάνι, να κατηφορίσουμε στο Μπάτερι Παρκ, να μπούμε σ ’ένα βαποράκι, να πάρουμε το φέρι του Στάτεν Άιλαντ, να μαζέψουμε ήλιο, να δούμε από το κατάστρωμα πώς φαίνεται το Άγαλμα της Ελευθερίας. Έλα να φύγουμε από δω, Αμαλία. Δεν σου είπα τίποτα. Μείναμε στη γιορτή. Οι άστεγοι τρόφιμοι όλοι μαζί συγκεντρωμένοι, με τα φροντισμένα ρούχα και το αβέβαιο χαμόγελο, μας κοίταζαν το ίδιο αμήχανα όπως κι εμείς. Τους προσφέραμε τα φαγητά και τα
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 26
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
γλυκίσματα. Η δασκάλα τούς έδωσε κι ένα φάκελο με εννιακόσια δολάρια. «God bless you» άκουγες στον αέρα και τραγουδήσαμε όλοι μαζί το «Have a holy, jolly Christmas; / it s’ the best time of the year... / ... And when you walk down the street / Say Hallo to friends you know / and everyone you meet». Η φωνή
σου ξεχώριζε. Η θεϊκή, όπως έλεγε η Ερασμία, φωνή σου. Έτσι λοιπόν όμορφα θα τέλειωνε η εκδήλωση, ευσπλαχνικά, γενναιόδωρα, και μια ευχάριστη μουσική έπαιζε στο πικάπ την ώρα που με λαμπρότητα η μέρα αυτή έφτανε στο τέλος της. Μια ανακούφιση. Τίποτα κακό δεν έγινε. Άδικα ανησυχούσα. Το σφίξιμο στην καρδιά μου είχε φύγει και τότε ακριβώς συνέβη. Ένας άνδρας μελαμψός, ίσαμε πενήντα χρόνων, με χαλασμένα δόντια, πυροβολημένο βλέμμα και μια αστραπή στα χείλη του, με πλησιάζει και, πριν προλάβει κανείς να τον συγκρατήσει, μου αρπάζει τον καρπό με δύναμη προϊστορικού ζώου και κρατάει φυλακισμένο το χέρι μου μέσα στο δικό του. Κάνω να τραβήξω με τρόμο και αποτροπιασμό το χέρι μου, να πάρω πίσω το κλεμμένο μου χέρι, και τότε εκείνος λέει ψιθυριστά αλλά αρκετά δυνατά για να το ακούσουν όλοι και πάντως η Αμαλία: «Son, you, you, my son, you are my boy». Παλεύω με το θη
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 27
8 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 35 ΛΕΠΤΑ
ρίο, δεν ξέρω για πόση ώρα. Κάποια στιγμή ελευθερώνω το χέρι μου. Η καρό σάκα μου πέφτει χάμω. «Ώρα να φεύγουμε», είπε η μις Τζόουνς. Αμέριμνα το είπε και σαν τίποτα να μην είχε γίνει ή σαν για να είναι σαν τίποτα να μην έχει γίνει. Η καρδιά μου ένας σβώλος από χώμα, ένα «φου» και θα διαλυόταν. Σκύβω και μαζεύω τη σάκα μου, την κρατώ σφιχτά σαν να ’ναι η χωμάτινη καρδιά μου. Και η φωνή του Κρίστοφερ, του συμμαθητή μου, ακούστηκε: «Κυρία, αυτός ο σκουρόχρωμος κύριος (είπαμε, το σχολείο μας ήταν πολιτικά σωστό, φρόντιζε να μη μας μαθαίνει τη λέξη “Αράπης”), αυτός, κυρία, που όρμησε στον Τζόναθαν, το είδατε, κυρία, ήταν ίδιος ο Τζόναθαν, φτυστός, spitting image». Και κανείς δεν μίλησε, μόνο εσύ, Αμαλία, μόνο τα μάτια σου μίλησαν και είπαν: «Είσαι τρελός; Nonsense. Καθόλου δεν έμοιαζε αυτός ο τρελός με τον αδερφό μου». «Ναι, έτσι ακριβώς είχα πει τότε, Τζόναθαν. Ψέματα ήταν». Έπειτα η επίσκεψη τελείωσε. Έμεινες σχολείο για το μάθημα της μουσικής κι εγώ γύρισα μόνος μου σπίτι. Με περίμεναν στο στρωμένο τραπέζι. Ήταν η ώρα του φαγητού. Κάθισα στη θέση μου, κι όταν με ρώτη
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 28
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
σαν «τι έγινε σήμερα σχολείο;», «γνώρισα τον πατέρα μου», τους είπα, «τον είδα σήμερα για πρώτη φορά». Ο Μενέλαος έμεινε βουβός, η γιαγιά πήγε στην κουζίνα να φέρει νερό κι η μαμά συνέχισε το φαγητό της: αρνάκι με πατάτες στο φούρνο. Έπειτα η Ευανθία έφερε καθαρισμένα πορτοκάλια που μύριζαν κανέλα και δυόσμο. «Άνοιξε, καλό μου παιδί, το στόμα σου. Φάε. Είναι όλο δύναμη και υγεία τα πορτοκάλια». Κρατούσα πεισματικά το στόμα μου κλειστό. Όταν η αδερφή μου δεν είναι εδώ, τι να την κάνω τη δύναμη και την υγεία; Θέλω εκείνη να είναι εδώ, να παίζει πιάνο. Να τραγουδήσει ξανά το «Αστέρι του βοριά». Έχετε ακούσει ξανά τέτοια φωνή; Ζωντανεύουν οι πεθαμένοι όταν την ακούν. «Υπερβάλλεις, Τζόναθαν. Αν ήταν έτσι, τώρα εγώ...» «Πάψε». Το αεροσκάφος πετάει τώρα στα εννέα χιλιάδες διακόσια μέτρα. «What would you like to drink?» με ρωτάει με ξεχωριστή έγνοια η αεροσυνοδός.
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 29
8 ΩΡΕΣ ΚΑΙ 35 ΛΕΠΤΑ
Όταν μεγαλώνεις χωρίς πατέρα, εμπνέεις στον άλλο μια διάθεση φροντίδας. Ίσως και να σε υπολογίζουν πιο πολύ. Μαντεύουν πάνω σου ένα αόρατο σθένος, λες και έχεις πάρει μέσα σου τη δύναμη του απόντος. «Μιλάει το αίμα», είπε μια μέρα η Ευανθία την ώρα που τραγουδούσες. Tι εννοούσε; «Αμαλία, τι σημαίνει “μιλάει το αίμα’’;» «Εμένα ρωτάς; Άλλους έπρεπε τότε να ρωτήσεις». Δεν υπάρχει χρόνος. Πεθαίνουν οι άνθρωποι, κι εσύ πρέπει να προλάβεις να μάθεις, όσο είναι ακόμα ζωντανοί, όλα τα ακατάληπτα λόγια που έχουν ξεστομίσει, τα υπαινικτικά σχόλια, τις λογοκριμένες σκέψεις. Δεν υπάρχει χρόνος. Πρέπει να προλάβεις να ξεκαθαρίσεις τις σκιές προτού σε καταπιούν και μεταμορφωθείς κι εσύ όπως τόσοι άλλοι σε άνθρωπο-σκιά. Η Ευανθία έφυγε, ο παππούς, η γιαγιά, όλοι τους φύγανε. Δεν πρόλαβα να μάθω τι εννοούσε όταν έλεγε: «Μιλάει το αίμα». «Γι ’αυτό ταξιδεύουν οι άνθρωποι, Τζόναθαν». «Τι θες να πεις, Αμαλία;» «Πως κάποτε επιστρέφουμε στον τόπο μας για να μάθουμε για όλα αυτά, προτού–» «Συνέχισε, γιατί σταματάς;» «Τζόναθαν, το ταξίδι είναι δικό σου».
TSALIKOGLOU sel_Final_Layout 1 04/04/2013 1:51 ΜΜ Page 30
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
«Μαζί μου είσαι». «Στην Ελλάδα μόνος σου θα ταξιδέψεις». «Μαζί μου είσαι». «Μόνος σου. Μη γελιέσαι. Πώς θα μπορούσα να ήμουν εγώ μαζί σου; Ξεχνάς ή κάνεις πως ξεχνάς;» «Πάψε». Ένα βουητό... Ο ουρανός, ένας ωκεανός που δεν φωτίζει, κι ένα πάπλωμα από νεφέλες σκοτεινές μάς προσκαλεί σε άγνωστα και γι’ αυτό επικίνδυνα όνειρα. Εξήντα τέσσερα λεπτά έχουν περάσει και καμιά ανατάραξη ακόμα. «Captain Watson and his crew welcome you on board...» Ο κύριος στην μπροστινή σειρά βάζει ένα μαξιλάρι για προσκέφαλο και ετοιμάζεται για ύπνο. «... Τhe duration of our flight is eight hours and thirty five minutes. Expected time of arrival in Athens 9 o’clock local time...» O συνεπιβάτης μου έχει αφήσει ανέγγιχτο το δίσκο με τους χυμούς, τα αμύγδαλα, τα σνακ. Χορτάτοι επιβάτες της business class, ο Μενέλαος Αργυρίου δεν ήταν ποτέ ένας από εσάς. Η οικογένειά του έζησε με την πείνα, όμως δεν την φοβήθηκε. Δέθηκαν με τον τόπο τους, ίσως γιατί από την αρχή ο τόπος αυτός τούς έλειπε, δεν ήταν ποτέ δεδομένος, ποτέ δεν χάριζε ασφάλεια και σιγουριά. Ταξίδεψαν μακριά με τη σκέψη προσηλωμένη στην πληγή. Ποτέ δεν ένιω