VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 3
συγγραφεισ α π’ ο λ ο τον κοσμο
Χίλια χρόνια που ζω εδώ
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 4
Η θάλασσα, μυθιστόρημα, 2005 (Β Ρ Α Β Ε I Ο Μ Π Ο Y Κ Ε Ρ 2 0 0 5 )
Ο διπλός θάνατος της Κριστίν Φολς, μυθιστόρημα, 2006 (με το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ) Σάβανο, μυθιστόρημα, 2007 Ο ασημένιος κύκνος, μυθιστόρημα, 2009 (με το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ) Άπειροι κόσμοι, μυθιστόρημα, 2010
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 5
ΜΑΡΙΟΛΙΝΑ ΒΕΝΕΤΣΙΑ
ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΖΩ ΕΔΩ 5 Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΑΤΣΙΜΑΝΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΟΤΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 6
Τα γεγονότα και τα πρόσωπα αυτού του μυθιστορήματος όπως και τα παρατσούκλια αποτελούν προϊόν της φαντασίας της συγγραφέως.
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Mariolina Venezia, Mille anni che sto qui © ©
Copyright Giulio Einaudi editore s.p.a., Torino, 2006 e 2008 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2007
Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5361-7
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 7
Γράψ’ τα μου σ’ ένα χαρτί, δεν θυμάμαι τίποτα πια. Ούτε τα ονόματα των παιδιών μου, ούτε ποιος ήταν ο πατέρας μου. Θα το ’χω πάντα στην τσέπη μου. Εντάξει, θα σου τα γράψω αμέσως.
Φραντσέσκο
Κοντσέτα
Κάντιντα Τζουστίνα
Κοστάντσα
Τζουζεπίνα
Κετανέλα
Αλμπίνα
Αντζέλικα Ορέστε
Βιντσέντσο Κάντιντα
Μίμο
Κολίνο
Εμίλιο Κατάλντο Άλμπα Λιλίνο Βιντσέντσο Φραντσέσκο
7
Αυτή που έχω υπογραμμίσει είσαι εσύ. Εγώ ακόμα δεν υπάρχω.
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 8
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 9
Ι
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 10
Κάποιες μέρες φυσούσε ένας άνεμος γεμάτος χρώματα που σήκωνε τη σκόνη και τα πάντα άρχιζαν να φουσκώνουν όπως η ζύμη του ψωμιού κάτω από την κουβέρτα. Ό,τι είχε συμβεί, ξαναγύριζε πίσω κι ό,τι έμελλε να γίνει, το έβλεπες κιόλας μπροστά σου. Εκείνες τις ημέρες ο αέρας που τρύπωνε κάτω από τις πόρτες των σπιτιών θύμιζε γέλιο αγέννητου μωρού, τύλιγε τους αστραγάλους των γυναικών με αόρατα νήματα κάνοντάς τες να σκοντάφτουν. Τα τζάμια στα παράθυρα τριζοβολούσαν. Το γάλα έπηζε στις καρδάρες. Οι άνδρες φορούσαν λάθος ρούχα και τα κορίτσια γίνονταν γυναίκες. Ακόμη και η Τζόια το ένιωθε, όπου κι αν βρισκόταν. Ήθελε να κλάψει και να γελάσει μαζί και όλη της η ύπαρξη έμοιαζε να περιστρέφεται γύρω από μια σκέψη· κι ύστερα όλα κυλούσαν όπως και πριν, λες και τίποτα δεν είχε συμβεί. Έτσι γινόταν. Έτσι γινόταν πάντα, από την εποχή που η Μαμαλίνα της έδειχνε ένα ποντικάκι που έφτιαχνε με ένα τυλιγμένο μαντίλι κι εκείνο το έσκαγε μέσα στην παλάμη του χεριού της, λες και ήταν ολοζώντανο, ένα μαγικό κόλπο που την αποσπούσε από την πλήξη της, από το φόβο της ένεσης, από τα χρυσά νομίσματα με τη σοκολατένια γέμιση που έλειωνε, από τα ατελείωτα απογεύματα, τότε που έμενε άρρωστη στο κρεβάτι και με το μυαλό της έπλαθε βουνά και σπηλιές, παγωμένους βάλτους και αχανείς ερήμους, εκεί όπου κάποιες φορές χανόταν. Η θλίψη της Τζόια ερχόταν από μακριά. Τρύπωνε μέσα της ξαφνικά, ενώ βρισκόταν στο βαγόνι του μετρό, στη στάση του λεωφορείου, ενώ διέσχιζε το δρόμο, ανάμεσα στο πλήθος. Κάποιες φορές άκουγε το σχεδόν ανεπαίσθητο κροτάλισμά της μέσα στη νυχτιά, σαν οπλές αλόγων στο έδαφος καθώς πλησιάζουν, τις οπλές των αλό-
11
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 11
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 12
γων εκείνων των ληστών, με τις μαύρες κάπες, που ηχούν σαν καρδιοχτύπι, σαν τύμπανο, πλημμυρίζοντας το σκοτάδι με ψιθύρους κι ύστερα με φωνές. Και η Τζόια έδιωχνε μακριά τη θλίψη ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα και κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Έφτιαχνε τα μαλλιά της. Έβαζε λίγο άρωμα.
12
Όμως και η ευτυχία της ερχόταν από μακριά. Ακόμα πιο μακριά.
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 13
KΕΦΑΛΑΙΟ 1
α ήταν περίπου
τρεις το απόγευμα της 27ης Μαρτίου του 1861 όταν στο Γκρότολε, εκείνη την περιοχή της Μπαζιλικάτα
που βρίσκεται γύρω στα εκατό χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές της Πούλια, συνέβη κάτι που αργότερα έμελλε να γίνει παροιμιώδες. Τις επόμενες ώρες, οι κάτοικοι του χωριού προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη φύση αυτού του φαινομένου κάνοντας κάθε λογής εικασίες: άλλος μιλούσε για θαύμα, άλλος για μαγγανεία ή, με μια κάπως πιο ορθόδοξη χροιά, για πρόκληση του διαβόλου και μόνο λίγοι, οι πιο μορφωμένοι, μιλούσαν για ένα απλό φυσικό φαινόμενο. Ίσως να είχε βάλει το χεράκι του και ο μαστρο-Ουέλ ο καμινάρης, αλλά έπειτα, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, κανείς πλέον δεν το ξανασκέφτηκε. Κάποιες φορές, όταν μέσα στον πηλό ξέμενε κανένα πετραδάκι που δεν είχε τριφτεί καλά, τα βάζα μετά από λίγο ράγιζαν. Αλλά σε εκείνον δεν συνέβαινε σχεδόν ποτέ. Τα χέρια του μαστρο-Ουέλ πάνω στον τόρνο ήταν γρήγορα και επιδέξια, τα μισοκαμένα του ακροδάχτυλα χάιδευαν απαλά τις καμπύλες των τσουκαλιών και των κανατιών, όπως μάλλον θα χάιδευε και ο Θεός τις καμπύλες της Εύας την ημέρα της δημιουργίας. Ανακάτευε, έδινε σχήμα, έψηνε. Ξεφούρνιζε λουσέρνες, δοχεία και τσουκάλια. Τα χάραζε με ομόκεντρους κύκλους που πριν από πολύ καιρό χρησίμευαν για να επικοινωνούν οι ζωντανοί με τους νεκρούς σε μια ξεχασμένη πια γλώσσα. Λεπτά και εύθραυστα κεραμικά, πορώδη, υγρά. Στάμνες που κρατούσαν το νερό δροσερό. Τόσο τέλειες και λεπτές που με μια κραυγή μπορεί να ράγιζαν. Την ίδια μέρα που η απόρθητη ακόμα Ρώμη ανακηρυσσόταν
13
Θ
14
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 14
πρωτεύουσα της ενωμένης επιτέλους Ιταλίας, στο Γκρότολε ο πρώτος που αντιλήφθηκε αυτό το αφύσικο και συνάμα εκπληκτικό φαινόμενο ήταν ο μικρότερος των ντέλα Ράμπια, που τριγυρνούσε στις γειτονιές της παλιάς πόλης, μέσα σε εκείνο το πυκνό και ανήλιαγο συνονθύλευμα δρόμων και σπιτιών, σέρνοντας έναν αρουραίο από το σχοινί και με το στομάχι του να γουργουρίζει από την πείνα. Τραβούσε τον αρουραίο που δεν ήθελε να τον ακολουθήσει, όταν είδε ένα κίτρινο υγρό να αργοκυλάει από το σαρακηνό πέρασμα, να λιμνάζει στο κακοτράχαλο λιθόστρωτο και να κατεβαίνει σκαλί σκαλί, γλιστρώντας πάνω στις λείες από τις οπλές των μουλαριών πέτρες, τρυπώνοντας σε σοκάκια και καλντερίμια μέχρι να ξεχυθεί στην πλαγιά. Στην αρχή το πέρασε για κάτουρο μουλαριού, όμως δεν είχε δει ποτέ του μουλάρι ούτε καν την αγελάδα του Τοτόνο να κατουρούν τόσο πολύ. Ούτε θα έφταιγε το ότι άδειαζαν τα ουροδοχεία του ντον Φιλίπο Κόκα, γιατί όσους μουσαφίρηδες και να έφερνε ο γιος του, που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Σαλέρνο, θα χρειαζόταν ένας λόχος για να βγάλει τόσο πολύ κάτουρο. Και είχε τέτοια περιέργεια, που του ξέφυγε ο αρουραίος από τα χέρια χωρίς να το πάρει είδηση. Πλησίασε στο ρυάκι και το κοιτούσε από τόσο κοντά που κόντευε να χώσει μέσα τη μύτη του. Το υγρό συνέχιζε να ρέει. Αργοκυλούσε παχύρρευστο, καθαρό και χρυσαφί κάτω από τις ηλιαχτίδες, δημιουργώντας πηχτές φυσαλίδες εδώ κι εκεί, και συνέχιζε την πορεία του με ακόμα μεγαλύτερη φόρα λες και η πηγή από όπου ανάβλυζε, θέριευε αντί να στερεύει. Ο Ροκίνο τελικά βούτηξε το δάχτυλό του, το μύρισε και ύστερα το γεύτηκε. Ένας μορφασμός αλλοίωσε το πρόσωπό του, άγνωστο όμως αν ήταν πόνος ή απόλαυση. Εκείνη την ώρα στο χωριό υπήρχαν μόνο γυναίκες, παιδιά, σακάτηδες και τρελοί. Οι γεροί και δυνατοί άνδρες δεν είχαν επιστρέψει ακόμη από τα χωράφια. Ο Ροκίνο, με τα μούτρα στη λακκούβα, βάλθηκε να γλείφει το υγρό βουτώντας σιγά σιγά ολόκληρος μέσα, λαδώνοντας τα πόδια, τα χέρια, την άτριχη πλάτη του για να κυλιστεί τελικά εκεί μέσα σαν γουρούνι σε σκατά. Ήταν λάδι, λάδι ελιάς!
Ήχοι από καμπάνες αντήχησαν δυνατά στα αυτιά του κι ένιωσε τη ζωή να κυλά μέσα του παχύρρευστη και λιπαρή και τον Χάρο με το δρεπάνι να φεύγει μακριά. Λένε πως οι ντέλα Ράμπια έφαγαν ένα νεογέννητο μωρό ψητό στα κάρβουνα, ένα χειμώνα που είχε πέσει λιμός. Μια διαπεραστική μυρωδιά, ανεξίτηλη στη μνήμη, είχε ποτίσει για μέρες το χωριό. Ενώ ο Ροκίνο μούγκριζε από ηδονή κοντεύοντας να πνιγεί από τη λαιμαργία του, ο δεύτερος που αντίκρισε το περίεργο αυτό φαινόμενο, σε όλο του το μεγαλείο, ήταν ο Φελίτσε ο Κουδουνάς ο οποίος, εκεί που στεκόταν ακίνητος σε ένα πέτρινο παγκάκι, ελπίζοντας μάταια να του ζεστάνει την καρδιά ο μεσημεριανός ήλιος, είδε το διαβολικό κάτουρο να κυλά στο λασπωμένο μονοπάτι που οδηγούσε στο περιβόλι του μπαρμπα-Τιτ. Για μια στιγμή αναδύθηκε από τη θύμησή του το πλούσιο κορμί της γυναίκας του, οργωμένο με τριάντα μαχαιριές, μια θύμηση που τον κρατούσε δέσμιο για πάνω από είκοσι χρόνια. Όταν βγήκε από τις Βασιλικές φυλακές της Νάπολης είχε χάσει τη λαλιά του, μόνο κάτι βλαστήμιες ψέλλιζε σαν προσευχή και πάνω στη σάρκα του ήταν αποτυπωμένοι οι εφιάλτες της κολασμένης του ψυχής. Από το λαιμό ως τη μέση και σίγουρα και στο υπόλοιπο σώμα του, ακόμα και στα χέρια του ως τις άκρες των δαχτύλων, ίσως και στα πιο απόκρυφα μέρη του, υπήρχε ένας τρελός χορός από διαβόλους, ραγισμένες καρδιές, γυμνές γυναίκες και αισχρόλογα που κάποτε ζωντάνευαν με το σάλεμα των μυών του και τώρα έμοιαζαν λες και ήθελαν να τρυπώσουν μέσα στο ασπρισμένο πλέον χνούδι του στέρνου του. Η μαύρη κάπα του ανέμιζε στις γωνιές των δρόμων, ενώ εκείνον τον έτρωγε η μοναξιά, με τα χέρια να σχηματίζουν κερατάκια πίσω από την πλάτη και σε κάθε του βήμα να κουδουνίζουν, από τη ζώνη του, λογιών λογιών κέρατα, σε μια γελοία πλέον προσπάθεια να ξορκίσει το κακό. Μονάχα τα παιδιά τον έπαιρναν στο κατόπι για να του πετάξουν πέτρες, αιφνιδιάζοντάς τον πισώπλατα, κι ύστερα έτρεχαν να κρυφτούν πίσω από κάποιον τοίχο ή κάτω από την καμάρα μιας πόρτας. Στα μάτια του το λάδι φάνταζε σαν χολή διαβόλου και νόμιζε ότι ο Διάβολος είχε έρθει επιτέλους να τον πάρει μαζί του.
15
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 15
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 16
16
Και τότε, ξεστομίζοντας μια φριχτή κατάρα, ετοιμάστηκε να τον ακολουθήσει με ένα αίσθημα ανακούφισης.
Μια γυναίκα ήταν αυτή που είχε τη φαεινή ιδέα. Η κυρα-Ταρσόκ, τυλιγμένη σε ένα καφετί σάλι κάτω από το οποίο έκρυβε το βρομερό κατρουλοκάνατο που ήθελε να αδειάσει στην πλατεία Σάντ’ Αντρέα, προχωρούσε ξυστά στους ξεφτισμένους τοίχους, βουτώντας στη σκιά ή προβάλλοντας προσεχτικά κάτω από τον ήλιο. Εκείνη την ώρα δεν θα την έβλεπε κανείς γιατί όσοι δεν ήταν στη δουλειά, θα έπαιρναν σίγουρα τον μεσημεριανό τους υπνάκο. Το άδειασε λοιπόν στα κλεφτά πάνω στο λιθόστρωτο πέρασμα των κάρων, μπροστά στο σπίτι της κουνιάδας της, της Ανιέζε. Η έκπληξή της ήταν μεγάλη όταν συνειδητοποίησε ότι τα κουράδια επέπλεαν σε μια κίτρινη λίμνη πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που θα μπορούσε να δημιουργήσει ολόκληρη η οικογένειά της, όσο πολυπληθής κι αν ήταν. Στεκόταν εκεί και αναρωτιόταν τι ήταν τούτο το φαινόμενο, πηγαίνοντας πέρα δώθε στις μύτες των ποδιών της, με το λαιμό τεντωμένο σαν κλώσα και το ουροδοχείο ακουμπισμένο στο γοφό της, όταν η φωνή της κουνιάδας της έσχισε τη βαλτωμένη μεσημεριανή ατμόσφαιρα ανασηκώνοντας σύννεφα από μύγες και ξυπνώντας το ζαβλακωμένο από τον ύπνο χωριό: «που κακό χρόνο να ’χεις...» Ο παρατεταμένος λαρυγγισμός του να ’χεις εκσφενδονίστηκε στους πέτρινους τοίχους, αντήχησε δυσοίωνος από δρόμο σε δρόμο διασχίζοντας εκείνο το λαβύρινθο από τα στενοσόκακα, για να ξεσπάσει σε μια βροχή από αντίλαλους στις χαράδρες της κοιλάδας. Οι γυναίκες βγήκαν από τις μισάνοιχτες πόρτες, έτοιμες να απολαύσουν τον καβγά, αλλά αυτό που αντίκρισαν ξεπερνούσε τη φαντασία τους και εβδομήντα χρόνια αργότερα όλο και κάποια το θυμόταν ακόμα και το διηγούνταν στα εγγόνια της μαζί με τις ιστορίες για τον Άγιο Πέτρο, το διάβολο και την κυρία με το λευκό γουρουνάκι που εμφανίζεται στα σταυροδρόμια όταν κάποιος χάνει το δρόμο του. Η Ανιέζε και η Ταρσόκ μόλις είχαν αρχίσει να σπρώχνουν η μια την άλλη, βγάζοντας τα νύχια τους σαν γάτες, όταν ξαφνικά
η Ταρσόκ στραβοπάτησε και γλίστρησε. Με το που βρέθηκε φαρδιά πλατιά κάτω με το κατρουλοκάνατο σπασμένο, η Ανιέζε χίμηξε πάνω της αρπάζοντάς την από τα χέρια, σπρώχνοντας και σφίγγοντάς τη, με τις φούστες τους, μούσκεμα από το παχύρρευστο εκείνο υγρό, να κολλάνε πάνω στα πόδια τους. Οι δύο κουνιάδες είχαν πιαστεί από το λαιμό, έτσι όπως πνίγουν τις κότες από το κεφάλι, και τα μάτια της Ανιέζε είχαν ήδη αρχίσει να στραβώνουν, όταν, κάτωχρη και αναμαλλιασμένη, κατάφερε να γυρίσει το κεφάλι της Ταρσόκ και να το βουτήξει στο υγρό. Η Ταρσόκ ένιωσε για μια στιγμή να της κόβεται η αναπνοή, έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα, που ήχησε σαν δυνατό γαργάρισμα στο λαρύγγι της, και γλείφοντας το χνούδι πάνω από τα χείλια της ψέλλισε ξαφνιασμένη στην τοπική διάλεκτο: «λάδι, λάδι ελιάς!» Οι άλλες γυναίκες κοιτάχτηκαν, σίγουρες πως είχε χάσει τα λογικά της από την έλλειψη οξυγόνου. Ακολούθησε ένα λεπτό σιωπής το οποίο διέκοψε η Λουτσέτα, η μεγάλη κόρη του Πεπίνο του Μακρυπόδαρου, η οποία πλησίασε τη λιμνούλα, βούτηξε προσεκτικά το δάχτυλό της, το περιεργάστηκε και το έγλειψε. «Είναι πράγματι λάδι», είπε με την ντροπαλή φωνούλα της, τονίζοντας μία μία τις λέξεις σε άψογα ιταλικά, αφού είχε πάει σχολείο μέχρι τη δευτέρα δημοτικού. Ένα βουητό απλώθηκε στο πλήθος των γυναικών. Μια μάλιστα άρχισε να μιλάει για εκείνη τη φορά που μια πηγή γάργαρου νερού άρχισε να αναβλύζει σαν πίδακας κάτω από το κρεβάτι του Τριχομύτη, αλλά κανείς δεν την άκουγε. Άραγε να είχαν πιάσει τόπο οι εννιάμερες προσευχές του νέου εφημέριου κι εκείνη η θαυματουργή πηγή να είχε εμφανιστεί για να σώσει τους άμοιρους από την πείνα; Παρόλο που η κυρα-Κανιούτσα, με την αυθεντία των ενενήντα εννέα της χρόνων, τους ξόρκιζε να μην αγγίξουν ούτε μια σταγόνα κι έβαζε το χέρι της στη φωτιά ότι το λάδι αυτό είχε ξεχειλίσει από τα καζάνια όπου βράζουν τους καταραμένους στην Κόλαση, την άφησαν να φλυαρεί σαν Κασσάνδρα και όρμησαν στο θαυματουργό υγρό. Πρώτη η Λουτσέτα έβγαλε το μαντίλι από το κεφάλι και το βούτηξε στο λάδι, προσπαθώντας να το μεταφέρει με περισσή προσοχή μέσα στο σπίτι, λες και ήταν κανένα παιδάκι, για να το 2 – Χίλια χρόνια που ζω εδώ
17
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 17
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 18
18
στύψει στο αδειανό κανάτι. Και τότε όλες μαζί, άλλη με την ποδιά κι άλλη με το μαντίλι της, άλλη σε μπακιρένιο κι άλλη σε ξύλινο κάδο, βουτούσαν και έστυβαν με δύναμη. Ανηφορίζοντας αντίθετα προς την πορεία που είχε το ρυάκι, έφτασαν κάτω από το σπίτι του ντον Φραντσέσκο Φαλκόνε. Η Νινέτα, η πιο νεαρή από όλες, κόρη του Μισοριξιά, σήκωσε το βλέμμα της ψηλά και κατάλαβε ότι το λάδι έσταζε από τις χαραμάδες κάτω από την αποθήκη. Κοίταξε τις υπόλοιπες μην ξέροντας τι να κάνει, όταν οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα.
Λίγο πιο κάτω το ρυάκι του λαδιού είχε προκαλέσει διαφορετικές αντιδράσεις: καβγάδες, έκπληξη και συζητήσεις. Ο ντον Βαλεντίνο Μπλαζόνε, δάσκαλος του δημοτικού, βραβευμένος από την Προεδρία της Δημοκρατίας, συγγραφέας ενός βιβλίου ιστορίας της λογοτεχνίας της περιοχής της Λουκανίας, αντικαταστάτης του κοινοτικού γιατρού και επίτιμος δημότης της κοινότητας του Μιλιόνικο, πάσχιζε να εξηγήσει ότι δεν επρόκειτο για κάποιο υπερφυσικό φαινόμενο. Δεν ήταν θαύμα παρά μόνο μια χημική αντίδραση, ένα είδος μοριακής συνένωσης. Κάποια στοιχεία που βρίσκονται στη φύση συναντήθηκαν τυχαία σε ένα υπόγειο στρώμα και λόγω της πρόσμειξής τους δημιουργήθηκε το υγρό, γνωστό και ως ελαιόλαδο. Πριν το χρησιμοποιήσουν, καλό θα ήταν, συνιστούσε, να το εξετάσουν στο μικροσκόπιο για τυχόν μικρόβια. Ο απόηχος του γεγονότος έφτασε και στα αυτιά του ντον Αντόνιο, του νεαρού εφημέριου που είχε έρθει από το Σαλέρνο, ο οποίος, για καλό και για κακό, αποφάσισε να χτυπήσει τις καμπάνες είτε για να ευχαριστήσει κάποιον άγιο, είτε για να διώξει μακριά τον Σατανά. Οι τελευταίοι που έμαθαν τι συνέβαινε ήταν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή η οικογένεια Φαλκόνε και τελευταίος από όλους ο πλέον ενδιαφερόμενος, ο ίδιος ο ντον Φραντσέσκο Φαλκόνε. Στο πιο ψηλό δωμάτιο του σπιτιού η Κοντσέτα γεννούσε για
μία ακόμα φορά. Ήταν τόσο έντονοι οι πόνοι της και τόσο διαπεραστικές οι κραυγές της που λόγω των κραδασμών θα πρέπει να έσπασαν ένα ένα τα πιθάρια που η οικογένεια φύλαγε στην αποθήκη. Αυτό τουλάχιστον ακούστηκε. Το λάδι χύθηκε από τα πιθάρια γλιστρώντας μέσα από τα στρογγυλά ανοίγματα που χρησίμευαν για να περνάνε οι γάτες. Πενήντα καντάρια λάδι, όσο δηλαδή χρειαζόταν για μια ολόκληρη χρονιά η οικογένεια του ντον Φραντσέσκο και όλοι οι υποτακτικοί του. Η πρώτη που έμαθε το νέο ήταν η τότε δεκατριάχρονη Λικάντρα, η τρίτη κόρη του ντον Φραντσέσκο και της Κοντσέτα, της χωρικής που είχε κάποτε στη δούλεψή του. Καθόταν μαζί με τις αδελφές της γύρω από το κρεβάτι της μητέρας της που γεννούσε για έβδομη φορά, αφήνοντας στην άκρη τις τέσσερις αποβολές και τις άλλες πέντε εκτρώσεις που είχε κάνει. Κανείς, εκτός από την ίδια την Κοντσέτα, δεν έτρεφε την παραμικρή ελπίδα ότι η Παναγία θα έκανε επιτέλους το θαύμα που τόσο επίμονα της ζητούσαν όλοι εκείνα τα χρόνια. Τις άλλες φορές, έξι στον αριθμό, η απογοήτευση που είχε νιώσει ο ντον Φραντσέσκο αλλά και όλοι στο σπίτι που βαυκαλίζονταν πως θα γεννούσε αγόρι, ήταν αβάσταχτη. Τώρα ο ντον Φραντσέσκο δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με όλα αυτά. Παρόλο που την είχαν πιάσει οι πόνοι από τη νύχτα, εκείνος με το πρώτο φως της μέρας έφυγε για τα χωράφια εξαγριωμένος, λέγοντάς της να τα βγάλει πέρα μόνη της γιατί αυτά τα θέματα δεν τον αφορούσαν. Η Κοντσέτα, εκτός του ότι ένιωθε πολύ χάλια για να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, δεν θύμωσε γιατί διέθετε αντοχή μουλαριού, πραότητα αρνιού και αβρότητα πεταλούδας, χαρίσματα χωρίς τα οποία δεν θα άντεχε για πολύ στο πλευρό του ντον Φραντσέσκο, έναν άνδρα εκ φύσεως βίαιο σαν μια μέρα με μαϊστράλι και ο οποίος μάλιστα δεν ήταν καν σύζυγός της, γι’ αυτό και την απειλούσε να την πετάξει στο δρόμο κάθε φορά που κάτι δεν του πήγαινε καλά, κάθε φορά δηλαδή που γεννούσε ένα κορίτσι. Ο ντον Φραντσέσκο δεν θεωρούσε αναγκαίο να συνάψει κάποιο συμβόλαιο για να ιδιοποιηθεί ό,τι του ανήκε ήδη, δηλαδή την πλήρη κυριότητα του κορμιού της Κοντσέτα, την προσήνεια, την αφοσίωσή της όπως κι αυτό που θεωρούσε αγάπη, αλλά τελικά
19
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 19
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 20
20
ήταν οίκτος· ήταν η βαθιά συμπόνια που η Κοντσέτα ένιωθε για όλα τα πληγωμένα ξερόκλαδα, για τους ζητιάνους αλλά και για τον ίδιο, άγνωστο γιατί, αφού ήταν πλούσιος, γερός και δυνατός και επιπλέον ήταν αυτός που την τάιζε. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ο ντον Φραντσέσκο μπορεί να παντρευόταν την Κοντσέτα, θα ήταν η γέννηση ενός γιου, αλλά το γεγονός αυτό που πρόσμεναν τόσο πολύ ακόμα και οι έξι μπάσταρδες κόρες του δεν είχε πραγματοποιηθεί ως τότε και οι πιθανότητες να γίνει πραγματικότητα έμοιαζαν να εξασθενούν μέρα με τη μέρα.
Πριν σπιτώσει την Κοντσέτα, ο ντον Φραντσέσκο ήταν παντρεμένος με την ντόνα Νίνα, μια γυναίκα από το Γκρασάνο που του είχε προξενέψει ο πατέρας του, πιο μεγάλη από εκείνον, κάτωχρη, με κούφια κόκκαλα σαν αυτά των πουλιών, η οποία είχε πάρει προίκα τα χωράφια του Αρσίτσ’, του Ματζάμ’πετ και του Σαντ Λάτζαρ’ καθώς και το κτήμα στη Σέρα Φουλμινάντε που έδινε πάνω από χίλια δουκάτα το χρόνο. Η ντόνα Νίνα πήρε τα πρώτα μαθήματα σε ένα μοναστήρι στη Νάπολη, όπου έμαθε να ρελιάζει, να διαβάζει τις ζωές των μαρτύρων και κυρίως να φυλάγεται από όσους θεωρούσε χωριάτες, με πρώτο και καλύτερο εκείνον, λες και από τη μια στιγμή στην άλλη θα την κολλούσαν ευλογιά. Έτρεφαν αμοιβαία περιφρόνηση ο ένας για τον άλλον. Μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, κατά την οποία ο ντον Φραντσέσκο έκανε το καθήκον του παραδίδοντας στη μητέρα του το λεκιασμένο σεντόνι από το αίμα της νύφης, εκείνος και η ντόνα Νίνα, κοινή συναινέσει, συνέχισαν να κοιμούνται μαζί γυρισμένος ο καθένας από τη δική του πλευρά. Μετά από έναν χρόνο γάμου δεν είχαν κάνει ακόμα παιδιά. Η ντόνα Νίνα περνούσε τις μέρες της βυθισμένη σε μια μνησίκακη απογοήτευση, δίχως να ξεμυτίζει από τη γαμήλια κάμαρα, ξαπλωμένη τις περισσότερες φορές στο κρεβάτι με τον ουρανό, με το πρόσχημα κάποιας αδιαθεσίας κι εκεί μέσα μύριζε τέτοια μούχλα που μόλις ο ντον Φραντσέσκο έμπαινε στο δωμάτιο, κόντευε να λιποθυμήσει. Παντού υπήρχε μια μυρωδιά φέρε-
τρου που την έκανε εντονότερη το άρωμα των κρίνων και των κεριών γύρω από το ομοίωμα μιας Παναγίας με διδακτικό ύφος, στην οποία πίστευε η γυναίκα του. Ο ντον Φραντσέσκο δεν έκλεινε μάτι δίπλα στην ντόνα Νίνα παρά μόνο όταν ήταν εξαντλημένος, ίσως από το φόβο του μήπως ξυπνήσει μια και καλή στον άλλο κόσμο δεμένος χειροπόδαρα με τα λεπτά δεσμά του φθόνου, από τα μάγια της γυναίκας του, αυτής της ταριχευμένης μούμιας. Δεν τολμούσε όμως να της πει να ανοίξει τα παράθυρα για να μπει καθαρός αέρας ούτε να πάει να κοιμηθεί αλλού. Και πολύ περισσότερο δεν τολμούσε να εγκαταλείψει ο ίδιος το συζυγικό κρεβάτι γιατί θα ξεσπούσε σκάνδαλο. Όμως τη νύχτα της παραμονής του Σαν Τζοβάνι, με εκείνη την πρώιμη και αποπνικτική ζέστη, το αίμα του ντον Φραντσέσκο άρχισε να βράζει στις φλέβες του. Τα τραγούδια που έλεγαν στους δρόμους ηχούσαν, αχνά, ως το δωμάτιό τους. Στο τέλος αναγκάστηκε να βγει έξω αναζητώντας καθαρό αέρα, μανιασμένος λες και τον είχαν κλείσει ζωντανό στο φέρετρο. Γύρω στις 21 Ιουνίου, στο θερινό ηλιοστάσιο, η μέρα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια πριν αρχίσει να μικραίνει. Οι χωριάτες ξεκινούσαν νωρίς το απόγευμα να στοιβάζουν τα σπάρτα στους δρόμους και στις πλατείες. Άναβαν φωτιές για να βοηθήσουν τον ήλιο να λάμπει ακόμα περισσότερο στον ουρανό. Μάζευαν στάχτη και την πήγαιναν στα σπίτια τους για να ξορκίσουν τα κακά πνεύματα και να έχουν καλή σοδειά. Τραγουδούσαν. Πηδούσαν πάνω από πυρωμένα κάρβουνα, κάθε φορά με τον ίδιο ενθουσιασμό, για να παντρευτούν και να μεταδώσουν τις χαρές και τα βάσανα της ζωής στους επόμενους. Ο ντον Φραντσέσκο άνοιξε το παράθυρο και ο βραδινός άνεμος όρμησε στο πρόσωπό του, του χάιδεψε το μαύρο μούσι και τα μαλλιά κάνοντάς τον να νιώσει νέος και σφριγηλός. Όμως, για πρώτη φορά στη ζωή του, μαζί με αυτή την αίσθηση, στο μυαλό του τρύπωσε μια σκέψη, κάτι σαν προαίσθημα πως ό,τι κι αν γινόταν, ακόμα και αν κατόρθωνε να αποφύγει το κακό μάτι, τα μάγια, το φθόνο, τους πολέμους και τις μεταδοτικές αρρώστιες, αργά ή γρήγορα θα πέθαινε και δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει
21
VENEZIA_sel_DD final_Layout 1 29/07/2011 12:28 ΜΜ Page 21