Έρνεστ Χέμινγουεϊ - Ο γέρος και η θάλασσα

Page 1

XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 19

Ε

ΔΩ ΚΑΙ ΟΓΔΟΝΤΑ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΕΡΕΣ ψΑΡΕΥΕ ΟΛΟΜΟ-

ναχος ο γέρος με μια βάρκα στο Γκολφ Στριμ και δεν είχε πιάσει μήτε ένα ψάρι. Τις πρώτες σαράντα μέρες είχε μαζί του κι ένα παιδί. Μα σαν πέρασαν οι σαράντα μέρες δίχως να πιάσουν μήτε ένα ψάρι, του είπαν οι γονείς του πως ο γέρος, ό,τι και να ’κανε, ήταν πια ένας σαλάο, που σημαίνει, ο πιο άτυχος του κόσμου, και το παιδί, με δική τους εντολή, πήγε σε άλλη βάρκα που έπιασε τρία μεγάλα ψάρια την πρώτη κιόλας βδομάδα. Το παιδί λυπόταν κατάκαρδα που έβλεπε το γέρο να γυρίζει κάθε μέρα με τη βάρκα του άδεια και πάντοτε κατέβαινε να τον βοηθήσει να κουβαλήσουν άλλοτε τις τυλιγμένες πετονιές, άλλοτε το γάντζο με το καμάκι ή το πανί που ήταν μαζεμένο γύρω στο κατάρτι. Το πανί είχε μπαλώματα από τσουβάλι και, μαζεμένο έτσι, έμοιαζε με τη σημαία που νικιόταν πάντα στο πεδίο της μάχης. Ο γέρος ήταν λεπτός κι αδύνατος, με το σβέρκο του γεμάτο βαθιές χαρακιές. Τα μάγουλά του είχαν γεμίσει καστανόχρωμες πανάδες απ’ την αντηλιά της τρο


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 20

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

πικής θάλασσας, που κατέβαιναν σ’ όλο του το πρόσωπο κι από τις δυο μεριές, και τα χέρια του ήταν βαθιά χαρακωμένα απ’ τα σκοινιά, καθώς τράβαγε μες στη βάρκα τα μεγάλα ψάρια. Όμως, καμιά απ’ αυτές τις χαρακιές δεν ήταν καινούρια. Ήταν τόσο παλιές, όσο κι ένας παλιός σκασμένος ερημόβραχος. Όλα σ’ αυτόν ήταν παλιά, εκτός από τα μάτια του που είχαν το ίδιο χρώμα με τη θάλασσα κι ήταν χαρωπά και ατρόμητα. — Σαντιάγο, του ’πε μια μέρα το παιδί καθώς ανηφόριζαν την ακτή απ’ το σημείο όπου τράβηξαν τη βάρκα, τώρα μπορώ να ξανάρθω μαζί σου. Μαζέψαμε κάτι λεφτά. Ο γέρος είχε μάθει στο παιδί να ψαρεύει και το παιδί τον αγαπούσε. — Όχι, είπε ο γέρος. Είσαι με βάρκα τυχερή. Μείνε μαζί τους. — Θυμάσαι, όμως, τότε που ’χαν περάσει ογδόντα εφτά μέρες δίχως να πιάσουμε ούτ’ ένα ψάρι και μετά πιάναμε συνέχεια μεγάλα τρεις βδομάδες στη σειρά; — Θυμάμαι, είπε ο γέρος. Ξέρω πως δεν έφυγες από κοντά μου επειδή είχες αρχίσει ν’ αμφιβάλλεις. — Ο πατέρας με πίεσε να το κάνω. Είμαι μικρός και πρέπει να τον υπακούω. — Το ξέρω, είπε ο γέρος. Έτσι πρέπει. — Αυτός δεν πιστεύει και πολύ. — Όχι, είπε ο γέρος. Άλλα πιστεύουμε εμείς. Έτσι δεν είναι; 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 21

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

― Ναι, είπε το παιδί. Να σε κεράσω μια μπίρα και μετά να πάρουμε τα σύνεργα στο σπίτι; — Γιατί όχι; αποκρίθηκε ο γέρος. Μεταξύ μας θα ’μαστε. Κάθισαν στο κρασοπουλειό και κάμποσοι ψαράδες πειράξανε στ’ αστεία το γέρο, αλλ’ αυτός δε θύμωνε. Άλλοι, απ’ τους γεροντότερους, τον κοίταζαν λυπημένοι. Μα δεν το έδειχναν και μιλούσαν καλοσυνάτα για τα ρεύματα, για το βάθος όπου είχαν ρίξει τις πετονιές τους, για την μπουνάτσα που συνεχιζόταν και για όλα όσα είχαν δει. Είχαν γυρίσει πια και οι τυχεροί για σήμερα ψαράδες, είχαν ανοίξει τα ψάρια τους και τα κουβαλούσαν απλωμένα πάνω σε δύο τάβλες, με δυο άντρες στην κάθε άκρη να τις κρατούν παραπατώντας πηγαίνοντας προς την ψαραγορά, όπου θα περίμεναν να ’ρθει να τα παραλάβει το καμιόνι-ψυγείο που θα τα πήγαινε στην αγορά της Αβάνας. Όσοι είχαν πιάσει καρχαρίες, τους είχαν μεταφέρει στο ειδικό γι’ αυτή τη δουλειά εργοστάσιο, απ’ την άλλη μεριά του όρμου, όπου τους κρεμούσαν σε τσιγκέλια, τους έβγαζαν τα σπάραχνα, τους έκοβαν τα πτερύγια, τους έξυναν τα λέπια και έκοβαν σε λουρίδες το κρέας τους για το πάστωμα. Όταν φυσούσε απ’ τ’ ανατολικά, μια βαριά μυρωδιά ξεχύνονταν στο λιμάνι απ’ το εργοστάσιο. Σήμερα, όμως, η μυρωδιά είχε γίνει ανεπαίσθητη, γιατί είχε πιάσει βοριαδάκι στην αρχή, που κόπηκε μετά, κι ήταν όμορφα τώρα με λιακάδα στην απλωσιά του καπηλειού. — Σαντιάγο, είπε ο μικρός. 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 22

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

— Ναι, αποκρίθηκε ο γέρος. Κρατούσε το ποτήρι του και συλλογιζόταν τα περασμένα. — Να πάω να σου ψαρέψω σαρδέλες γι’ αύριο; — Όχι. Να πας να παίξεις μπάλα. Τα καταφέρνω ακόμα στο κουπί κι όσο για το δίχτυ, θα το ρίξει ο Ροχέλιο. — Θα ’θελα να πάω. Αφού δε γίνεται να ψαρεύω μαζί σου, θα ’θελα να βρω έναν τρόπο να σου φανώ χρήσιμος. — Με κέρασες μπίρα, είπε ο γέρος. Είσαι πια άντρας. — Πόσω χρονώ ήμουν όταν με πρωτοπήρες στη βάρκα; — Πέντε – και κόντεψες να πεθάνεις απ’ το φόβο σου σαν έπιασα εκείνο το πελώριο ψάρι. Λίγο ακόμα και θα ’κανε κομμάτια τη βάρκα, θυμάσαι; — Θυμάμαι πώς χτυπούσε την ουρά του και τιναζόταν, την κουπαστή που έσπασε και το θόρυβο καθώς το κοπανούσες. Θυμάμαι που με πέταξες στην πλώρη με τις βρεγμένες πετονιές κι ένιωθα σύγκορμη τη βάρκα να τρέμει και τον ήχο απ’ το κοπάνημα που του ’κανες, σάμπως να πελεκούσες δέντρο, και τη γλυκιά μυρωδιά απ’ το αίμα που με περιέχυσε. — Το θυμάσαι πραγματικά ή σου το ’πα εγώ; — Τα θυμάμαι όλα από τότε που πρωτοβγήκαμε μαζί. Ο γέρος κοίταξε τον μικρό με τα ηλιοκαμένα μάτια του, που ήταν γεμάτα εμπιστοσύνη και αγάπη. — Αν ήσουν παιδί μου, θα σ’ έβγαζα στη θάλασσα 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 23

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

κι ό,τι ήθελε ας γινόταν, είπε. Μα έχεις τους γονείς σου κι είσαι αυτή τη στιγμή σε τυχερή βάρκα. — Να ψαρέψω τις σαρδέλες; Ξέρω πού μπορώ να βρω και τέσσερα δολώματα. — Έχω τα δικά μου, αυτά που περίσσεψαν σήμερα. Τα ’χω βάλει στην άλμη μες στον τενεκέ. — Άσε με να πάω να φέρω τέσσερα φρέσκα. — Ένα, είπε ο γέρος. Ποτέ δεν έχανε την ελπίδα του και την αυτοπεποίθησή του. Τώρα, όμως, αυτά τα δυο ξαναζωντάνευαν, όπως όταν αρχίζει η αύρα να φυσάει. — Δύο, είπε ο μικρός. — Δύο, λοιπόν, συμφώνησε ο γέρος. Δεν τα ’κλεψες, φαντάζομαι. — Θα τα ’κλεβα στην ανάγκη, αποκρίθηκε ο μικρός. Μα τούτα δω τ’ αγόρασα. — Σ’ ευχαριστώ, είπε ο γέρος. Ήταν πολύ καλόγνωμος και πολύ αγαθός για ν’ αναρωτηθεί πότε είχε κερδίσει αυτό που λέγεται ταπεινοσύνη. Το ’ξερε, όμως, πως την είχε κερδίσει κι ήξερε ακόμα πως δεν ήταν κάτι ντροπιαστικό κι ούτε τον έκανε να χάνει αυτό που λέγεται πραγματική περηφάνια. — Αύριο, μ’ αυτό το ρεύμα, θα κάνει καλή μέρα, είπε. — Πού θα πας; ρώτησε ο μικρός. — Θα βγω στ’ ανοιχτά, για να γυρίσω άμα αλλάξει ο αέρας. Θέλω να βγω πριν ξημερώσει. — Θα προσπαθήσω να τον φέρω κι αυτόν στ’ ανοιχτά για ψάρεμα, είπε ο μικρός. Και τότε, άμα πιά


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 24

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

σεις κάνα μεγάλο ψάρι, μπορούμε να ’ρθουμε να σε βοηθήσουμε. — Εκείνου δεν του αρέσει να ψαρεύει στ’ ανοιχτά. — Το ξέρω, είπε ο μικρός. Μα είναι σίγουρο πως εγώ θα δω κάτι που δεν μπορεί να δει εκείνος, ας πούμε κάποιο πουλί που βουτά στο νερό και βγάζει ψάρια, κι έτσι θα τον κάνω να βγει κι αυτός στ’ ανοιχτά. — Τόσο άσχημα βλέπει; — Είναι σχεδόν τυφλός. — Παράξενο, είπε ο γέρος. Αυτός δε βγήκε ποτέ να κυνηγήσει χελώνες. Αυτό είναι που χαλάει τα μάτια. — Μα έβγαινες κι εσύ για χελώνες, χρόνια ολάκερα, στ’ ανοιχτά της Ακτής των Κουνουπιών και τα μάτια σου είναι μια χαρά. — Εγώ είμαι ένας παράξενος γέρος. — Μα είσαι τόσο δυνατός αυτή τη στιγμή για να πιάσεις ένα πραγματικά μεγάλο ψάρι; — Έτσι νομίζω. Και ξέρω ένα σωρό κόλπα. — Πάμε τα σύνεργα στο σπίτι, είπε ο μικρός, για να πάρω το δίχτυ και να βγω για τις σαρδέλες. Μάζεψαν τα πράγματα απ’ τη βάρκα. Ο γέρος κουβαλούσε το κατάρτι στον ώμο του και ο μικρός το ξύλινο κιβώτιο με τις σφιχτοδεμένες πετονιές και το καμάκι με τη λαβή του. Το τενεκεδάκι με τα δολώματα βρισκόταν κάτω απ’ την πρύμνη της βάρκας μαζί με το στειλιάρι που χρησιμοποιούσε ο γέρος για τα μεγάλα ψάρια. Κανείς δε θα ’κλεβε το γέρο, μα ήταν κα


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 25

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

λύτερα να παίρνει σπίτι του το πανί και τις βαριές πετονιές, γιατί τα έβλαφτε η υγρασία και, παρόλο που ήταν σίγουρος ότι κανείς από τους ντόπιους δε θα τον έκλεβε, ο γέρος συλλογιζόταν πως ένα καμάκι κι ένας γάντζος ήταν ανώφελοι πειρασμοί να τους αφήνει σε μια βάρκα. Ανηφόρισαν μαζί ως την καλύβα του γέρου και μπήκαν μέσα απ’ την ανοιχτή της πόρτα. Ο γέρος ακούμπησε στον τοίχο το κατάρτι με το μαζεμένο γύρω του πανί και ο μικρός απόθεσε πλάι του το ξύλινο κιβώτιο και τ’ άλλα σύνεργα. Το κατάρτι είχε σχεδόν το μάκρος της καλύβας. Η καλύβα ήταν φτιαγμένη απ’ τη σκληρή φλούδα του βασιλικού φοίνικα, του γκουάνο, όπως λεγόταν, και υπήρχε μέσα κει ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, μια καρέκλα κι ένα μέρος στο χωματένιο δάπεδο με κάρβουνα για το μαγείρεμα. Πάνω στους καπνισμένους τοίχους με τα ισιωμένα και καβαλητά φύλλα του γκουάνο κρέμονταν μια χρωματιστή εικόνα του Ιησού και μια άλλη της Παρθένας του Κόμπρε. Αυτά ήταν κληρονομιά της γυναίκας του. Κάποτε υπήρχε στον τοίχο και μια δική της ασπρόμαυρη φωτογραφία επιχρωματισμένη με έντονα χρώματα, μα την είχε κατεβάσει από κει γιατί ένιωθε μεγάλη μοναξιά κάθε φορά που την κοιτούσε. Τώρα ήταν ακουμπισμένη στο γωνιακό ράφι, κάτω απ’ το καθαρό του πουκάμισο. — Τι έχεις για φαΐ; ρώτησε ο μικρός. — Μια γαβάθα κίτρινο ρύζι με ψάρι. Θέλεις λίγο; — Όχι, θα φάω στο σπίτι. Θέλεις να σου ανάψω τη φωτιά; 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 26

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

— Όχι, θα την ανάψω αργότερα. Μπορεί να φάω και κρύο το ρύζι. — Να πάρω το δίχτυ; — Φυσικά. Δίχτυ δεν υπήρχε και ο μικρός θυμόταν πότε το ’χαν πουλήσει. Ωστόσο έλεγαν καθημερινά το ίδιο παραμύθι. Δεν υπήρχε ούτε γαβάθα με κίτρινο ρύζι και ψάρι και ο μικρός το ’ξερε κι αυτό. — Το ογδόντα πέντε είναι γούρικος αριθμός, είπε ο γέρος. Τι θα ’λεγες αν μ’ έβλεπες να βγάζω στη στεριά κανένα ψάρι που να ζυγίζει πάνω από χίλιες λίμπρες; — Θα πάρω το δίχτυ και θα πάω για τις σαρδέλες. Εσύ κάτσε στο κατώφλι να λιαστείς. — Ναι. Έχω τη χτεσινή εφημερίδα και θα διαβάσω τ’ αθλητικά. Ο μικρός δεν ήξερε αν η χτεσινή εφημερίδα ήταν κι αυτή ένα παραμύθι. Αλλά ο γέρος την έβγαλε κάτω απ’ το κρεβάτι. — Ο Περίκο μου την έδωσε, στην μποδέγα, εξήγησε. — Θα γυρίσω όταν θα ’χω τις σαρδέλες. Θα βάλω μαζί τις δικές σου και τις δικές μου στον πάγο και το πρωί μπορούμε να τις μοιραστούμε. Άμα γυρίσω, θα μου πεις για τον αγώνα. — Οι Γιάνκηδες δε γίνεται να χάσουν. — Εγώ, όμως, φοβάμαι τους Ινδιάνους του Κλίβελαντ. — Έχε εμπιστοσύνη στους Γιάνκηδες, παιδί μου. Θυμήσου τον μεγάλο Ντι Μάτζιο. 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 27

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

— Εγώ, όμως, δε φοβάμαι μόνο τους Ινδιάνους του Κλίβελαντ, μα και τους Τίγρεις του Ντιτρόιτ. — Αν δεν προσέξεις, θ’ αρχίσεις να φοβάσαι ακόμα και τους Κόκκινους του Σινσινάτι, ακόμα και την ομάδα του Σικάγου. — Διάβασέ τα καλά και μόλις γυρίσω μου τα λες. — Τι θα ’λεγες αν παίρναμε ένα λαχείο που να λήγει σε ογδόντα πέντε; Αύριο κλείνω ογδόντα πέντε μέρες δίχως να πιάσω ούτ’ ένα ψάρι. — Γιατί όχι; αποκρίθηκε ο μικρός. Τι έγινε, όμως, με το μεγάλο σου ρεκόρ; Τις ογδόντα εφτά μέρες; — Αυτό δεν μπορεί να γίνει δυο φορές. Τι λες; Μπορείς να βρεις ένα που να λήγει σε ογδόντα πέντε; — Μπορώ να παραγγείλω ένα. — Ένα. Κοστίζει δυόμισι δολάρια. Από ποιον μπορούμε να δανειστούμε; — Εύκολο είναι. Εγώ μπορώ να δανειστώ δυόμισι δολάρια όποτε θέλω. — Θαρρώ κι εγώ μπορώ να δανειστώ. Μα προσπαθώ να μη δανείζομαι. Πρώτα δανείζεσαι. Έπειτα ζητιανεύεις. — Φρόντισε να μην κρυώσεις, γέρο, είπε ο μικρός. Μην ξεχνάς πως είμαστε στον Σεπτέμβρη. — Είναι ο μήνας που περνούν τα μεγάλα ψάρια, είπε ο γέρος. Τον Μάη όλοι μπορούν να γίνουν ψαράδες. — Εγώ πάω τώρα για τις σαρδέλες. Όταν γύρισε ο μικρός, ο γέρος κοιμόταν στο κάθισμά του κι ο ήλιος είχε γείρει. Ο μικρός πήρε απ’ το 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 28

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

κρεβάτι μια παλιά στρατιωτική κουβέρτα και την άπλωσε πάνω απ’ τη ράχη της καρέκλας στους ώμους του γέρου. Ήταν ώμοι παράξενοι, ρωμαλέοι ακόμα, κι ας τους βάραιναν τα χρόνια. Το ίδιο δυνατός ήταν κι ο σβέρκος του, και οι χαρακιές δε φαίνονταν τόσο πολύ επειδή ο γέρος κοιμόταν με το κεφάλι του πεσμένο μπροστά. Το πουκάμισό του είχε μπαλωθεί τόσες φορές, που έμοιαζε με το πανί της βάρκας και τα μπαλώματα είχαν ξεθωριάσει από τον ήλιο. Το κεφάλι, όμως, του γέρου ήταν πολύ γερασμένο και με τα μάτια του κλειστά φαινόταν να ’χει φύγει κάθε ζωή απ’ το πρόσωπό του. Η εφημερίδα ήταν απλωμένη πάνω στα γόνατά του και τη συγκρατούσε με το βάρος του χεριού του για να μην την παρασύρει το βραδινό αεράκι. Ήταν ξυπόλυτος. Ο μικρός τον άφησε εκεί κι όταν ξαναγύρισε, ο γέρος συνέχιζε να κοιμάται. — Ξύπνα, γέρο, είπε ο μικρός κι ακούμπησε με το χέρι του ένα απ’ τα γόνατά του. Ο γέρος άνοιξε τα μάτια του και για μια στιγμή έδειξε να ’ρχεται από πολύ μακριά. Μετά χαμογέλασε. — Τι έφερες; ρώτησε. — Φαγητό, αποκρίθηκε το παιδί. Θα φάμε για βράδυ. — Δεν πεινώ πάρα πολύ. — Έλα να φάμε. Δε γίνεται να ψαρεύεις νηστικός. — Έχω συνηθίσει, είπε ο γέρος καθώς σηκωνόταν. Πήρε την εφημερίδα και τη δίπλωσε. Μετά άρχισε να διπλώνει την κουβέρτα. 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 29

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

— Μη βγάζεις την κουβέρτα από πάνω σου, είπε ο μικρός. Όσο ζω εγώ, δεν θα σ’ αφήνω να ψαρεύεις νηστικός. — Τότε να ζήσεις πολλά χρόνια και να προσέχεις τον εαυτό σου, είπε ο γέρος. Τι θα φάμε; — Φασόλια μαυρομάτικα και ρύζι, μπανάνες τηγανητές και λίγο βραστό κρέας. Ο μικρός τα ’χε φέρει απ’ το καπηλειό μέσα σ’ ένα δίπατο μεταλλικό κατσαρόλι. Στην τσέπη του είχε τα μαχαιροπίρουνα και τα κουτάλια τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτες. — Ποιος σ’ το ’δωσε αυτό; — Ο Μάρτιν, ο μαγαζάτορας. — Πρέπει να τον ευχαριστήσω. — Δεν είν’ ανάγκη να το κάνεις. Τον ευχαρίστησα κιόλας εγώ, είπε ο μικρός. — Θα του δώσω το φιλέτο από ’να μεγάλο ψάρι, είπε ο γέρος. Αυτό το ’χει ξανακάνει για μας; — Έτσι νομίζω. — Πρέπει τότε να του δώσω κατιτί παραπάνω απ’ το φιλέτο. Πολύ μας νοιάζεται. — Έστειλε και δυο μπίρες. — Εμένα μ’ αρέσει καλύτερα η μπίρα σε κουτάκι. — Το ξέρω. Αλλ’ αυτή είναι σε μπουκάλια, μπίρα Χάτουεϊ, και πρέπει να πάω πίσω τα μπουκάλια. — Είσαι πολύ καλός, είπε ο γέρος. Θα φάμε, λοιπόν; — Αυτό θα σου ’λεγα κι εγώ, του είπε χαμηλόφωνα ο μικρός. Γι’ αυτό και δεν άνοιξα το κατσαρόλι. Μέχρι να ετοιμαστείς. 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 30

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

— Έτοιμος είμαι τώρα, είπε ο γέρος. Μόνο που μου χρειάζεται λίγος χρόνος για να πλυθώ. «Πού να πλυθεί;» συλλογιζόταν ο μικρός. Η στέρνα του χωριού ήταν δυο δρόμους πιο κάτω. «Πρέπει να του ’χω εδώ νερό», σκέφτηκε ο μικρός, «και σαπούνι και μια καθαρή πετσέτα. Γιατί να ’μαι τόσο άμυαλος; Πρέπει να του φέρω ένα άλλο πουκάμισο κι ένα σακάκι για το χειμώνα, τίποτα παπούτσια και άλλη μια κουβέρτα». — Πολύ ωραίο το βραστό σου, είπε ο γέρος. — Πες μου για τον αγώνα, του ζήτησε ο μικρός. — Τ’ αμερικανικό πρωτάθλημα θα το πάρουν οι Γιάνκηδες, καθώς έλεγα, είπε χαρούμενος ο γέρος. — Σήμερα έχασαν, όμως, του είπε ο μικρός. — Αυτό δε λέει τίποτα. Ο μέγας Ντι Μάτζιο ξαναβρήκε τη φόρμα του. — Υπάρχουν κι άλλοι στην ομάδα. — Φυσικά. Αλλ’ αυτόν δεν τον φτάνουν. Όσο για την άλλη κατηγορία, ανάμεσα στο Μπρούκλιν και στη Φιλαδέλφεια, εγώ προτιμάω το Μπρούκλιν. Σκέφτομαι, όμως, τον Ντικ Σάισλερ κι εκείνες τις ωραίες του κατεβασιές στο παλιό γήπεδο. — Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν. Ποτέ μου δεν ξανάδα άλλον να στέλνει την μπάλα τόσο μακριά. — Θυμάσαι τότε που ερχόταν στο καπηλειό; Εγώ ήθελα να τον πάρω μαζί μου στο ψάρεμα, μα δείλιαζα πολύ να του το πω. Μετά παρακάλεσα εσένα να του το πεις, μα δείλιαζες κι εσύ. — Το ξέρω. Ήταν μεγάλο σφάλμα. Μπορεί να ερ


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 31

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

χόταν μαζί μας. Τότε θα ’χαμε να το λέμε σ’ όλη μας τη ζωή. — Εγώ θα ’θελα να πάρω για ψάρεμα τον αχτύπητο Ντι Μάτζιο, είπε ο γέρος. Λένε πως ο πατέρας του ήταν ψαράς. Μπορεί να ’ταν φτωχός σαν εμάς και θα μας καταλάβαινε. — Ο πατέρας του Σάισλερ δεν ήταν φτωχός κι έπαιζε στα μεγάλα πρωταθλήματα όταν ήταν στην ηλικία μου. — Στην ηλικία σου εγώ ήμουν μπαρκαρισμένος σ’ ένα καράβι με τετράγωνα ξάρτια που πήγαινε στην Αφρική και το βράδυ έβλεπα λιοντάρια στις ακτές. — Το ξέρω. Μου το ’πες. — Θες να μιλήσουμε για την Αφρική ή για αγώνες; — Προτιμώ τους αγώνες, είπε ο μικρός. Μίλησέ μου για τον μεγάλο Τζων Τζ. ΜακΓκρόου. — Παλιά ερχόταν κι αυτός καμιά φορά στο καπηλειό. Μα ήταν σκληρός κι αράθυμος κι όταν έπινε, τα ’βαζε μ’ όλο τον κόσμο. Ο νους του ήταν στ’ άλογα και στην μπάλα. Εγώ τουλάχιστον τον έβλεπα να κουβαλάει όλη την ώρα στις τσέπες του λίστες ολάκερες με άλογα και τον άκουγα συχνά στο τηλέφωνο ν’ αραδιάζει τα ονόματά τους. — Ήταν μεγάλος μάνατζερ, είπε ο μικρός. Ο πατέρας μου τον θεωρεί τον πιο μεγάλο απ’ όλους. — Γιατί ερχόταν εδώ τις πιο πολλές φορές, είπε ο γέρος. Αν ο Ντιούροτσερ συνέχιζε να ’ρχεται εδώ κάθε χρόνο, ο πατέρας σου θα θεωρούσε εκείνον ως τον πιο μεγάλο μάνατζερ. 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 32

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

— Ποιος είν’ αλήθεια ο πιο μεγάλος; Ο Λιουκ ή ο Μάικ Γκονζάλες; — Για μένα είναι ίσοι. — Κι εσύ είσ’ ο καλύτερος ψαράς. — Όχι, ξέρω άλλους καλύτερους. — Que va, είπε ο μικρός. Υπάρχουν πολλοί καλοί ψαράδες και μερικοί άπιαστοι. Μα ο καλύτερος απ’ όλους είσ’ εσύ. — Σ’ ευχαριστώ. Με κάνεις και χαίρομαι. Ελπίζω να μην ανταμωθώ με κάνα θεόρατο ψάρι που θα μας βγάλει ψεύτες. — Δεν υπάρχει τέτοιο ψάρι, αν είσαι ακόμα τόσο δυνατός όσο λες. — Μπορεί να μην είμαι τόσο δυνατός όσο νομίζω, είπε ο γέρος. Μα ξέρω κάμποσα κόλπα και δεν το βάζω εύκολα κάτω. — Πρέπει τώρα να πας να πλαγιάσεις, για να ’σαι φρέσκος το πρωί. Εγώ θα πάω τα πράγματα στο καπηλειό. — Καληνύχτα, τότε. Θα σε ξυπνήσω το πρωί. — Σαν ξυπνητήρι μου που είσαι! είπε ο μικρός. — Τα γερατειά είν’ εμένα το ξυπνητήρι μου, αποκρίθηκε ο γέρος. Γιατί, τάχα, οι γέροι να ξυπνάνε τόσο νωρίς; Για να κερδίσουν μήπως περισσότερο χρόνο; — Δεν ξέρω, είπε ο μικρός. Το μόνο που ξέρω είναι πως τα παιδιά κοιμούνται ως αργά και δύσκολα ξυπνάνε. — Αυτό το θυμάμαι, είπε ο γέρος. Θα σε ξυπνήσω στην ώρα σου. 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 33

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

— Δε θέλω να με ξυπνάει εκείνος. Είναι σάμπως να με θεωρεί κατώτερό του. — Το ξέρω. — Καλόν ύπνο, γέρο. Κι ο μικρός έφυγε. Είχαν φάει στα σκοτεινά. Ο γέρος έβγαλε το παντελόνι του και προχώρησε προς το κρεβάτι χωρίς να βλέπει. Έκανε ρολό το παντελόνι για μαξιλάρι, παραγεμίζοντάς το μ’ εφημερίδες. Τυλίχτηκε σε μια κουβέρτα και πλάγιασε πάνω σε κάτι άλλες παλιές εφημερίδες που σκέπαζαν το σομιέ του κρεβατιού. Αποκοιμήθηκε γρήγορα και ονειρεύτηκε την Αφρική, σαν ήταν μικρός, και τα απέραντα χρυσά ακρογιάλια που σε στράβωναν καθώς αντίκριζες την εκτυφλωτική τους ασπράδα, τα απόκρημνα ακρωτήρια και τα μεγάλα σκοτεινά βουνά. Κάθε βράδυ τώρα ζούσε σ’ εκείνη την ακρογιαλιά και στα όνειρά του άκουγε το βρυχηθμό των κυμάτων κι έβλεπε τις πιρόγες των ιθαγενών να σκίζουν τα νερά. Οσμιζόταν τη μυρωδιά απ’ το κατράμι και τα στουπιά του καταστρώματος κι ένιωθε τη γεύση της Αφρικής, καθώς την έφερνε στη στεριά το πρωινό αεράκι. Κάθε φορά που ένιωθε τούτο το αεράκι της στεριάς, ξυπνούσε και ντυνόταν για να πάει να ξυπνήσει τον μικρό. Απόψε, όμως, ένιωσε πολύ νωρίς το αεράκι της στεριάς κι ήξερε πως τ’ όνειρό του ήταν ακόμα στην αρχή. Έτσι συνέχισε να ονειρεύεται, για ν’ αντικρίσει κάποια στιγμή τις πάλλευκες κορφές των Νησιών να ξεπροβάλλουν απ’ τη θάλασσα. Μετά ονει

o


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 34

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

ρεύτηκε τα διάφορα λιμάνια και τους όρμους των Κανάριων Νησιών. Δεν έβλεπε πια καταιγίδες στ’ όνειρό του ούτε γυναίκες, ούτε σπουδαία περιστατικά ούτε μεγάλα ψάρια, ούτε καβγάδες ή παλικαριές, ούτε καν τη γυναίκα του. Τώρα έβλεπε στ’ όνειρό του μόνο διάφορους τόπους και τα λιοντάρια της ακτής, που έπαιζαν σαν γατάκια το δειλινό κι εκείνος τ’ αγαπούσε όπως αγαπούσε τον μικρό. Ποτέ δεν είχε δει στ’ όνειρό του τον μικρό. Ξύπνησε ήσυχα, κοίταξε το φεγγάρι απ’ την ανοιχτή πόρτα, ξετύλιξε το παντελόνι του και το φόρεσε. Κατούρησε έξω απ’ την καλύβα και μετά ανηφόρισε το δρομάκο για να ξυπνήσει το παιδί. Ένιωθε να ριγά στο πρωινό αγιάζι. Μα ήξερε πως η τρεμούλα θα τον ζέσταινε και πως σε λίγο θα άδραχνε στα χέρια τα κουπιά. Ήταν ξεκλείδωτη η πόρτα του σπιτιού όπου έμενε ο μικρός. Την άνοιξε και μπήκε αθόρυβα μέσα με τα ξυπόλυτα πόδια του. Το αγόρι κοιμόταν σ’ ένα κρεβατάκι στο πρώτο δωμάτιο κι ο γέρος μπορούσε να το βλέπει καθαρά στο φως του φεγγαριού που βασίλευε πια. Το έπιασε απαλά απ’ το ’να πόδι και το κράτησε ωσότου το παιδί ξύπνησε, στράφηκε και τον κοίταξε. Ο γέρος κούνησε το κεφάλι του και τότε ο μικρός πήρε το παντελόνι απ’ την καρέκλα πλάι στο κρεβάτι και, καθιστός όπως ήταν, το φόρεσε. Ο γέρος βγήκε απ’ την πόρτα και ο μικρός τον ακολούθησε. Νύσταζε ακόμα κι ο γέρος τον αγκάλιασε απ’ τους ώμους του λέγοντας «Συμπάθα με». 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 35

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

— Que va, είπε ο μικρός. Έτσι πρέπει να κάνει ένας άντρας. Κατηφόρισαν το δρόμο για την καλύβα του γέρου και σ’ όλο το δρόμο, στα σκοτεινά, περνούσαν άντρες ξυπόλυτοι κουβαλώντας τα κατάρτια από τις βάρκες τους. Σαν έφτασαν στην καλύβα του γέρου, ο μικρός πήρε τις κουλούρες με τις πετονιές απ’ το καλάθι, το καμάκι και το γάντζο, κι ο γέρος φορτώθηκε στον ώμο του το κατάρτι με το μαζεμένο πανί. — Θες καφέ; ρώτησε ο μικρός. — Να βάλουμε πρώτα τα πράγματα στη βάρκα και μετά. Ήπιαν καφέ μέσα σε κουτιά από συμπυκνωμένο γάλα, σ’ ένα μαγαζί που άνοιγε νωρίς το πρωί κι εξυπηρετούσε τους ψαράδες. — Πώς κοιμήθηκες, γέρο; ρώτησε ο μικρός. Ξύπνούσε τώρα σιγά σιγά, παρόλο που δυσκολευόταν να διώξει τη νύστα. — Πολύ καλά, Μανολίνο, αποκρίθηκε ο γέρος. Νιώθω πως σήμερα θα πάμε καλά. — Κι εγώ, είπε ο μικρός. Πρέπει τώρα να πάω να φέρω τις σαρδέλες και τα φρέσκα δολώματα. Τα δικά μας σύνεργα τα κουβαλάει μοναχός του τ’ αφεντικό. Δεν αφήνει ποτέ κανένα να κουβαλήσει το παραμικρό. — Σ’ αυτό διαφέρουμε, είπε ο γέρος. Εγώ σ’ άφηνα να κουβαλάς πράγματα από τότε που ήσουν πέντε χρονώ. 


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 36

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

— Ξέρω, ξέρω, είπε το παιδί. Θα ξαναγυρίσω. Εσύ πιες ακόμα έναν καφέ. Μας δίνουν βερεσέ εδώ πέρα. Και απομακρύνθηκε, πατώντας με τα ξυπόλυτα πόδια του πάνω στα κοραλλένια βράχια, προς το παγοποιείο όπου φυλούσαν τα δολώματα. Ο γέρος ήπιε τον καφέ του αργά αργά. Δε θα ’παιρνε τίποτ’ άλλο όλη μέρα και ήξερε πως έπρεπε να τον πιει αυτό τον καφέ. Καιρό τώρα βαριόταν το φαγητό και δεν έπαιρνε ποτέ κολατσιό μαζί του. Μονάχα μια μπουκάλα με νερό στην πλώρη της βάρκας κι αυτό τον έφτανε για όλη την ημέρα. Ο μικρός γύρισε τώρα με τις σαρδέλες και τα δυο δολώματα τυλιγμένα σε μια εφημερίδα. Κατηφόρισαν κι οι δυο το μονοπάτι προς τη βάρκα, νιώθοντας κάτω απ’ τα πόδια τους το χαλικάκι της αμμουδιάς, κι έσυραν απαλά τη βάρκα στο νερό. — Καλή τύχη, γέρο. — Καλή τύχη, είπε κι αυτός. Στερέωσε τα κουπιά στους σκαρμούς και, ρίχνοντας μπροστά το κορμί του, άρχισε να κωπηλατεί μες στο σκοτάδι, για να βγει απ’ το λιμανάκι. Μα κι άλλες βάρκες έβγαιναν από άλλα σημεία της ακτής και ξανοίγονταν στη θάλασσα κι ο γέρος άκουγε το βούτηγμα και τον παφλασμό των κουπιών τους, μόλο που δεν μπορούσε να τις δει τώρα που το φεγγάρι βρισκόταν πια πίσω απ’ τους λόφους. Πότε πότε, κάποιος μιλούσε από κάποια βάρκα. Όμως, οι περισσότερες έπλεαν σιωπηλά κι άλλο δεν ακουγόταν εξόν από το βούτηγμα των κουπιών στο νε


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 37

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

ρό. Μόλις βγήκαν από το στόμιο του λιμανιού χωρίστηκαν κι η καθεμιά έβαλε πλώρη προς τα εκεί όπου έλπιζε να βρει καλή ψαριά. Ο γέρος ήξερε πως θα τραβούσε πολύ μακριά στ’ ανοιχτά. Άφηνε τώρα πίσω του τη γεύση της ακτής και τραβούσε κουπί μες στην καθάρια πρωινή άλμη της θάλασσας. Είδε να φωσφορίζουν τα φύκια του Κόλπου μες στο νερό, καθώς περνούσε απ’ το σημείο εκείνο που οι ψαράδες ονομάζουν «Το μεγάλο πηγάδι», γιατί εκεί βάθαιναν απότομα τα νερά, κάπου εφτακόσιες οργιές, και ψάρια κάθε λογής στροβιλίζονταν στη δίνη της θάλασσας. Εδώ μαζεύονταν γαρίδες και μικρά ψάρια για δόλωμα και μερικές φορές, στα πιο βαθιά ανοίγματα, κοπάδια ολόκληρα από καλαμάρια. Όλα τούτα ανέβαιναν τη νύχτα ως την επιφάνεια σχεδόν και γίνονταν τροφή για τα αδέσποτα ψάρια. Μες στο σκοτάδι ο γέρος αισθανόταν τον ερχομό της αυγής και ενώ τραβούσε κουπί, άκουγε το τρέμουλο, καθώς τα χελιδονόψαρα πετάγονταν απ’ το νερό, και το σύριγμα που έκαναν τα σκληρά πτερύγιά τους όταν πετούσαν μακριά. Αγαπούσε πολύ τα χελιδονόψαρα, γιατί ήταν οι μοναδικοί του φίλοι στη θάλασσα, και λυπόταν τα πουλιά, προπαντός εκείνα τα λεπτοκαμωμένα μαύρα χελιδονόπουλα που πετούσαν διαρκώς ψάχνοντας, χωρίς ποτέ να βρίσκουν κάτι να φάνε, και συλλογιζόταν: «Τα πουλιά κάνουν σκληρότερη ζωή από μας, εκτός απ’ τα αρπαχτικά και τα μεγαλύτερα σε όγκο. Γιατί, άραγε, να ’ναι τόσο ντελικάτα και αδύναμα εκείνα τα χελιδόνια της θάλασσας, ό


XEMINWAY_GEROS sel_Final_Layout 1 02/04/2013 4:40 ΜΜ Page 38

ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ

ταν η θάλασσα μπορεί να γίνεται τόσο σκληρή; Είναι πανέμορφη η θάλασσα και καλοσυνάτη. Αλλά μπορεί ν’ αγριέψει τόσο πολύ και τόσο απότομα, που κάτι τέτοια πουλιά, που πετούν βουτώντας μες στο νερό και κυνηγώντας με τις θλιμμένες φωνούλες τους, δεν έχουν τη δύναμη να τα βγάλουν πέρα μαζί της». Κάθε φορά που έφερνε τη θάλασσα στο νου του, la mar την ονόμαζε, όπως τη λένε στα σπανιόλικα όσοι την αγαπούν. Κάποιες φορές, όσοι την αγαπούν, λένε γι’ αυτήν άσχημα πράγματα, σάμπως να τα ’λεγαν για κάποια γυναίκα. Μερικοί νεαροί ψαράδες, που χρησιμοποιούσαν τσαμαδούρες σαν φελλούς για τις πετονιές τους κι είχαν μηχανότρατες που τις αγόραζαν όταν έβγαζαν μπόλικα λεφτά πουλώντας τους καρχαρίες, την έλεγαν el mar, κάνοντας την αρσενικιά. Μιλούσαν γι’ αυτή σάμπως να ’ταν κανένας ανταγωνιστής, κανένα ξένο μέρος ή, ακόμα, σάμπως να ’ταν εχθρός. Ο γέρος, όμως, την έφερνε πάντα στο νου του σάμπως να ’ταν θηλυκό, κάτι που έδινε κι έπαιρνε χαρές μεγάλες, κι αν πότε πότε αγρίευε κι έφερνε συμφορά, ήταν γιατί δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. «Το φεγγάρι την ξετρελαίνει, όπως και μια γυναίκα», συλλογιζόταν. Κωπηλατούσε σταθερά, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, γιατί ήταν ήρεμη η θάλασσα και τον βοηθούσε να διατηρεί άνετα την ίδια πάντα ταχύτητα, εκτός απ’ τα κυματάκια που σήκωνε καμιά φορά στη δίνη του το ρεύμα. Κι άφηνε το ρεύμα να κάνει εκείνο την περισσότερη δουλειά και καθώς άρχισε να χαράζει πια, 


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.