Looking Around
Looking Around Second part of “Looking Around” about… cooking. …which drove to an interesting aspect, I hope: “kai-tangata”. I will try managed the capture of the theme starting from the spirit of Ligotti's work. Using a ... bland horror fare and looking for something more sophisticated and strange. ... Literate and thoughtful, I discovered him not long ago. “Ο τελετουργικός κανιβαλισμός, σε όποια μορφή κι αν εμφανίστηκε, στηρίχτηκε στην αρχέγονη πεποίθηση ότι όποιος καταβρόχθιζε κάποιον άλλο, αποκτούσε αυτομάτως και τις ψυχικές του ιδιότητες. Δηλαδή ότι κάθε πλάσμα που σκοτωνόταν για να φαγωθεί κουβαλούσε μια μορφή «ζωικής ενέργειας» που δεν εξαφανιζόταν, αλλά μεταπηδούσε σε άλλες μορφές ζωής, ειδικά σ’ αυτόν που το έτρωγε. Οι Χιούρον ξερίζωναν κι έτρωγαν τις καρδιές των πιο γενναίων εχθρών τους για ν’ αποκτήσουν έτσι το θάρρος τους. Στη δυτική Αφρική τα παιδιά ενός επιδέξιου κυνηγού, τρώγοντας ένα τμήμα από το νεκρό του σώμα, πίστευαν ότι αποκτούσαν και τις ικανότητες του. Οι Κρακουικέτο του Αμαζονίου έπιναν στάχτη από τη μούμια του νεκρού αρχηγού τους, ανακατεμένη μ’ ένα ποτό, για να τους μεταδοθεί η σοφία του. Οι Ασμάτ ρουφούσαν το μυαλό των θυμάτων τους για να ταυτιστούν μαζί τους. Οι προλήψεις πάνω στις οποίες βασίστηκε ο τελετουργικός κανιβαλισμός, επιβιώνουν έμμεσα και στην εποχή μας: για να βλέπει κανείς καλύτερα θα πρέπει να φάει μάτια κουκουβάγιας, για ν’ αποκτήσει σεξουαλική ενεργητικότητα θα πρέπει να φάει γεννητικά όργανα χοίρου... ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΤΑΜΠΟΥ Ο κανιβαλισμός θυμίζει τον άνθρωπο την ταπεινή ζωώδη καταγωγή του. Ο πολιτισμός μας τον απαγορεύει ρητά. Μοιάζει με τον «απαγορευμένο καρπό» του κήπου της Εδέμ: όσο μεγαλύτερος είναι ο πειρασμός να παραβιαστεί, τόσο πιο ισχυρή είναι η απαγόρευσή του από τη θρησκεία, την ηθική και την κοινωνία. Η αποστροφή προς τον κανιβαλισμό θεωρείται σύμφυτη με την αποδοχή του πολιτισμού: η υιοθέτηση του αποτελεί τον πυρήνα της άρνησης του. Σύμφωνα με τον πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ υπάρχουν τρεις απαγορευμένες παρορμήσεις του ανθρώπου, που ταυτίζονται με την άρνηση του πολιτισμού: ο φόνος, η αιμομιξία και ο κανιβαλισμός. Για τον ίδιο ο κανιβαλισμός σχετίζεται μ’ ένα αρχαϊκό στάδιο οργάνωσης της λίμπιντο, όπου, καθώς φυτρώνουν τα δόντια του, το παιδί θέλει να κομματιάσει και να φάει το κάθε τι. Και είναι τόσο έντονη αυτή η αρχαϊκή παρόρμηση που τίθεται γρήγορα κάτω από αυστηρό κοινωνικό έλεγχο. Το γεγονός αυτό βάζει σε λειτουργία το μηχανισμό της απώθησης. Όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν απωθημένο κανίβαλο. Θα μπορούσαν να γραφούν πολλά γύρω από τις αιτίες που οδηγούν στην εμφάνιση του «ψυχοκανιβαλιστικού συνδρόμου». Η τραυματική παιδική ηλικία, η εκδικητική μανία, το μίσος για το άλλο φύλο και η σεξουαλική καταπίεση φέρουν αναμφίβολα κάποιο μερίδιο ευθύνης. Μέσα σε κάθε άνθρωπο και ιδιαίτερα σε κάθε παιδί υπάρχει επίσης, έντονος ο αρχέγονος φόβος μήπως φαγωθεί! Τα λαϊκά παραμύθια είναι γεμάτα με ιστορίες για δράκους, που τρέφονται με το κρέας μικρών παιδιών. Σε μερικές περιπτώσεις η παιδοφαγία αφορά και τους ίδιους του γονείς: ο θεός Κρόνος καταβρόχθισε τα νεογέννητα παιδιά του. Η απώθηση του κανιβαλισμού σχετίζεται με την επίδραση του «πολιτιστικού υποστρώματος» στην ψυχοσύνθεση του σύγχρονου ανθρώπου. Όσο πιο ισχυρή είναι αυτή η επίδραση, τόσο πιο αποτελεσματική είναι και η απώθηση. Ωστόσο όμως, ακόμη και σήμερα, η διαχωριστική γραμμή που εμποδίζει τον άνθρωπο να επιστρέψει στο επίπεδο του κανίβαλου είναι αρκετά
λεπτή. Έτσι, ακόμη και η πιο πολιτισμένη κοινωνία, έχει το δικό της Χάνιμπαλ Λέκτερ, για τον οποίο ακόμη κι ένας απλός στατιστικολόγος είναι μια εξαιρετική πηγή πρωτεϊνών:..
Σημεία από άρθρο του Γιώργου Στάμκου: http://www.e-telescope.gr/mystery/canibalism. Ο Γιώργος Στάμκος αρθρογραφεί τακτικά στο http://zenithmag.wordpress.com/.
Notes on the Road
Ten Most Common and Unusual Cooking Techniques Used in Haute Cuisine
I am sure by now that the majority of people here know that I am a great fan of cooking and particularly love modern cuisine (often called molecular gastronomy because of the scientific nature of it). I have been wanting to do a list like this for some time and finally got around to it! This list comprises the 10 most common (but unusual) techniques used in haute cuisine at the moment. While they are not all new ideas, they are all unique in the way that they are now being put to use. These methods are becoming so popular that many amateur cooks are incorporating them into their home cooking. All I ask is that you read this list with an open mind – many of the things here may seen awful – but I assure you, once you taste this type of cooking, you are a convert. 10 Transglutaminase
Imagine a bowl of steaming prawn noodles – made almost entirely with prawns and including no flour (the prime ingredient in noodles). This is the type of food you can produce using Transglutaminase (“meat glue”). Transglutaminase breaks down the cells of meat and basically turns it to a mush that can be piped or shaped. It is used in commercial food for binding meats together (as in hot dogs and sausages) but it really comes to life in the hands of modern chefs. Pictured above is a plate of shrimp noodles by Wylie Dufresne, chef of New York’s avant-garde restaurant wd~50. 9 Methyl Cellulose
This is an incredibly exciting product being used in cooking. Methyl cellulose is a compound that turns to a firm gel when it is heated. For this reason, many bakeries mix it into their pie fillings to ensure that they don’t spill out of their pastry shells when cooking. But, the molecular gastronomers have found a more exciting use for it in their restaurants: hot ice cream! This is done by mixing a standard ice cream base with methyl cellulose (1.5% of the total recipe) and submerging a scoop filled with the liquid into a pot of hot water. The hot water causes the ice cream to go hard. This is served immediately and as the ice cream cools down, it melts! Pictured above is hot cauliflower ice cream [Hot Ice Cream Throughout our culinary explorations we have created both dishes devised with a specific purpose and dishes whose purpose devised them. Today, after working with a number of ingredients and cataloging their attributes we worked out a culinary oxymoron—Hot Ice Cream. What is hot ice cream? Well, what is ice cream? Ice cream is a creamy decadent frozen concoction, which has a toothsome bite, chills the palate and melts decadently on the tongue. Simple enough now to turn it around and make it hot. And that is what happened today. We were working with our cauliflower puree and introduced methylcellulose to it. We were able to poach the savory concoction in scoops. The scoops are removed from the water and are placed in a dish. As the cauliflower cools it remains hot though it begins to melt, retaining
an initial bite which then melts warm and decadently on the tongue. We served our savory hot ice cream with wet olives, pickled chufa nuts, epazote and mustard chips. Our next evolution with this approach will be a hot banana split, we may as well play with the traditional concepts. http://ideasinfood.typepad.com/ideas_in_food/2005/12/hot_ice_cream.html] 8 Other Senses
Some restaurants are now experimenting with food via the other senses that we normally don’t relate to cuisine – such as darkness and audio. For example, when eating in a pitch black environment, diners are said to have a much greater appreciation of individual flavors in food as they are not distracted by the in-built perceptions of food that come from appearance. Other restaurants use sound to enhance flavor – at the Fat Duck there is a course called “Sound of the Sea” in which you listen to the sounds of the sea through an iPod while eating powdered baby eels, oysters, pickled onion juice foam, and more. It is an extraordinary experience. Scientists have shown that when a person eats a carrot with the crunch amplified via a microphone and headphones, the consumer believes it to be much fresher and cleaner tasting than a carrot without the audio equipment. Pictured above is the iPod in a shell that each diner receives at the Fat Duck to accompany the delicious “Sound of the Sea” course which can be seen here complete with powders and foam.
[
]
7 Powders Powders are a new addition to modern menus – they are flavors that are dried to a dust and then sprinkled or served alongside food as a garnish (you can see two types of powder in the first image of this list). In some restaurants they are served as an entire course on their own. The main method for preparing powders is to mix a liquid of some type with maltodextrin. This is then processed in a food processor until you get a powder of the consistency you prefer. An incredibly tasty powder is made from rendered bacon fat and maltodextrin – it melts in your mouth while filling it with an intense bacon flavor. What more could anyone want to eat?! In the clip above we see a chef at Alinea, one of the great American molecular gastronomy restaurants making a caramel powder. Here is the full youtube clip on Alinea which demonstrates many of the ideas in this list. [https://www.youtube.com/watch?v=P7t0EPGKpdM]
6 Slow Cooking
No doubt we are all familiar with the good old slow cooked stews that our parents made. But modern cuisine has to take things further. First, a little science: when cooking meat at a high temperature, the flesh contracts and pushes the liquid out – the end result being a dry lump of hard meat. The solution to this is to cook the meat at the perfect temperature for eating – low enough not to cause constriction of the flesh. Master chef Heston Blumenthal (pictured above) has a recipe which calls for beef to be cooked at 50 degrees for 24 hours. When it is done, you sear it with a blow torch to brown it and flavor it. The resulting flesh is so soft it can be cut with a spoon. In his restaurant (the Fat Duck), he roasts a chicken at high temperatures for the juices (and does not serve the meat), and then cooks one at low temperatures for the soft meat – this is served with the juices from the first bird. Expensive, but worth it. 5 Sous Vide
In a way this is a rather ancient method of cooking – eggs could be said to be cooked sous vide when boiled. Sous vide (meaning “under vacuum”) is when food is vacuum packed and cooked in a pot of boiling water until it is done. The benefit of this type of cooking is that meat can be cooked for hours without over-cooking. For example, beef can be cooked to medium rare by boiling it in a vacuum sealed bag for one and a half hours at 160 degrees. Oxtail will cook perfectly in eight hours at 165 degrees. Because the water can be kept at a constant temperature (with the use of a thermometer), you can not overcook the meat. When the meat is done, you can brown it with a blow torch or in a frying pan – guaranteed perfect results every time – and the most tender meat you could imagine. Pictured above is beef cooked sous vide. 4 Air In the finest of modern restaurants, gravy and sauce are becoming a thing of the past – being replaced with airs and foams. Airs are produced by using a submersion blender with cooking juices or fruit juices combined with a stabilizer – usually lecithin. The blender causes the liquid to froth up and the froth is then used on the plated meal.
Foams are slightly more dense than airs and they are generally made with a similar liquid, but foamed up in a cream whipping device charged with nitrous oxide. Airs and foams are both used in the same way but for different effects. In the clip above you can see a chef making a parmesan cheese flavored air. It should also be noted that in some restaurants, you can be served a course which is made of nothing but air. 3 Vapor If you thought airs were unusual – you ain’t seen nothin’ yet! In many haute cuisine restaurants, all of the senses comes into play – and smell (perhaps the most important sense next to taste) can play a significant role. The idea is to bathe the diners in scents that cause a deepening of the flavors of the food. This is achieved in a variety of ways. At the Fat Duck (rated best restaurant in the world in 2007), waiters spray lime scent when serving lime and green tea mousse. At El Bulli diners are given fresh stems of rosemary to smell while they eat, and in some restaurants, bags filled with food scents are stuck with holes and weighted so there is a constant release of odor during the meal. Next time you eat a piece of lamb, try sniffing a stem of rosemary instead of adding it while cooking – you get the flavor of rosemary without overpowering the delicate lamb flavor. In the video above you see a box of oak moss and liquids to which liquid nitrogen is added – the resulting “smoke” has a faint odor of moss. This clip is from the Fat Duck. [https://www.youtube.com/watch?v=0YTISJYtP_w https://www.youtube.com/watch?v=QpHFY8PydnE]
2 Alginates Alginates are a type of gum that cause calcium based liquids to gel. They are used to create “caviar” – fruit juices in the form of caviar, ravioli without pasta, and much more. The uses are virtually unlimited. In the video clip above, we see Ferran Adria, the owner of El Bulli (ranked the best restaurant in the world in 2008), making an “artificial” olive by using olive juice and alginate. As you can see the technique is not a particularly complex one, but the results are stunning. [https://www.youtube.com/watch?time_continue=38&v=gKWgmx0kc1A]
1 Liquid Nitrogen Freezing has long been a staple in kitchens and cooking, but it is only recently that it is really coming to the fore – particularly extreme temperature and fast freezing. Liquid Nitrogen is especially useful in making ice cream as the rapid freezing prevents ice crystals from forming – and it is the ice crystals in ice cream that makes for an inferior product. Liquid Nitrogen frozen ice cream is the smoothest silkiest ice
cream you will ever eat and it takes only a few minutes to freeze. You can also use this technique to freeze pure fruit juices into sorbets. In the video clip above, one of the waiters from the Fat Duck prepares bacon and egg ice cream – I know it sounds weird, but I can assure you, it is the nicest ice cream you could ever eat! [https://www.youtube.com/watch?time_continue=1&v=Pcmejm27IAY]
[https://www.youtube.com/watch?v=03h5T_tiyx0
Κάθε τόσο, μία στις τόσο, σπάνια, εμφανίζεται ένας Σεφ που αλλάζει την αντίληψή μας για την τροφή. Gastronomía. https://www.youtube.com/watch?v=6UaMR5MdskE Uploaded on Jan 4, 2010 Ferran Adrià discusses his philosophy and vision during a cooking demonstration for CIA students. Highlights of his visit to The Culinary Institute of America, March 25th, 2009. The Culinary Institute of America is the world's premier culinary college. For more information about our cooking school, please visit www.ciachef.edu.]
Jamie Frater Jamie is the founder of Listverse. He spends his time working on the site, doing research for new lists, and dabbling in perfumery. He is fascinated with all things historic, creepy, and bizarre. Read More: Twitter Facebook Google+ YouTube
Humans http://listverse.com/2016/10/09/10-world-famous-ideas-that-started-as-dreams/
10 World-Famous Ideas That Started As Dreams 6 H.P. Lovecraft’s Necronomicon
Photo credit: Shubi
The origin of the Necronomicon, one of the more iconic books of evil, is a little bit mystical in its own right. H.P. Lovecraft did go on to explain that Necronomicon meant “an image of the law of the dead” in Greek, although this caused some controversy over whether the translation was etymologically correct. However, he claimed that the original idea behind the name came to him in a dream. On hearing this, people stepped forward with various theories as to how Lovecraft got the idea, including reading The King in Yellow which features a disturbing book in its story. However, Lovecraft claimed that he didn’t read The King in Yellow until years after he wrote the Necronomicon. https://uploads.disquscdn.com/images/dd38005333f7334b52fcc4655bed5a50baa56b5 11cb896c7ff64a4e1c91bbf86.gif
Visual Logbook http://lauramartinvisuallogbook.tumblr.com/
Η γιορτή της Μπαμπέτ, του Γκαμπριέλ Αξέλ Τετάρτη, 13 Ιουλίου 2016 17:03
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΠΑΜΠΕΤ (Babette’s feast) σε σκηνοθεσία του Γκαμπριέλ Αξέλ. Babettes Gaestebud http://watch.9dil.com/video/watch/x3l0iar.html?Babette%27s%20Feast.(1987).Part% 201.(GREEK%20SUBS) http://watch.9dil.com/video/watch/x3l1ke4.html?Babette%27s%20Feast.(1987).Part% 202.(GREEK%20SUBS) http://watch.9dil.com/video/watch/x3m1gir.html?Babette%27s%20Feast.(1987).Part %203.(GREEK%20SUBS) Υπόθεση Η ιστορία της ταινίας διαδραματίζεται σε ένα απομακρυσμένο ψαροχώρι της Δανίας. Εκεί ζουν δύο ανύπαντρες αδελφές παπαδοκόρες κάνοντας αγαθοεργίες και προσφέροντας φαγητό στους ανήμπορους. Οι δύο αδελφές – Μαρτίνα και Φιλίππαυπήρξαν πολύ όμορφες στα νιάτα τους και παρότι είχαν ερωτικές αλλά και επαγγελματικές προτάσεις, αποφάσισαν να μείνουν στο χωριό τους κοντά στον πάστορα πατέρα τους και να συνεχίσουν το ενάρετο έργο του. Η Μπαμπέτ εμφανίζεται μία μέρα στην πόρτα τους και ζητάει καταφύγιο, καθότι είναι πρόσφυγας τους εμφυλίου πολέμου της Γαλλίας. Οι δύο αδελφές δίνουν τροφή και στέγη στην Μπαμπέτ, η οποίο γίνεται η οικονόμος τους σπιτιού. Μετά από 14 χρόνια κοινής ζωής , η Μπαμπέτ ενημερώνεται πως κέρδισε στο λαχείο 10.000 φράγκα. Όλοι σκέφτονται πλέον ότι θα φύγει για να φτιάξει και πάλι τη ζωή της. Η Μπαμπέτ όμως ζητάει μία και μοναδική χάρη από της δύο αδελφές, να ετοιμάσει ένα δείπνο για αυτές και τα μέλη της εκκλησίας, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη
γέννηση του πάστορα. Αυτές δέχονται με δυσκολία και έτσι η Μπαμπέτ αρχίζει τις ετοιμασίες του δείπνου μέρες νωρίτερα καθότι πηγαίνει στη Γαλλία για να κάνει τις αγορές των τροφίμων και των κρασιών που θα χρειαστεί για το δείπνο. Οι προτεστάντισσες αδελφές, θεωρούν τα πολυτελή φαγητά αμαρτία και θα προτρέψουν και τα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας να μην εκφέρουν καμιά άποψη για τα φαγητά αλλά να μείνουν ανέκφραστοι και να συζητούν για θέματα πέρα από το φαγητό. Στο δείπνο όμως θα εμφανιστεί και ο στρατηγός Λόβενχιλμ, ο οποίος θα ενθουσιαστεί και θα απολαύσει το γεύμα και θα αναγνωρίσει πως αυτό το δείπνο είναι μαγειρεμένο από τη διάσημη σεφ του γαλλικού εστιατορίου «Ανγκλαίζ Καφέ». Στο τέλος η Μπαμπέτ αποκαλύπτει ότι αυτή είναι η σεφ του «Ανγκλαίζ Καφέ» και ότι όλα αυτά τα έκανε για να μπορεί να εκφράσει τα δώρα που της χάρισε ο Θεός και ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το σπίτι και τις δύο αδελφές. Με την απόλαυση του φαγητού, διαλύει τα “πρέπει” και επαναφέρει τη χαρά της ζωής σε όλους όσους συμμετείχαν στο δείπνο. 1988 | Έγχρ. | Διάρκεια: 102 Δανέζικη ταινία Σκηνοθεσία: Γκαμπριέλ Αξέλ με τους: Στεφάν Οντράν, Γιαρλ Κιούλε, Μπίμπι Άντερσον ΒΡΑΒΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ: • Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας 1988 • Βραβείο Καλύτερης ταινίας της Βρετανικής Ακαδημίας (BAFTA) • Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στις Κάννες • Αρκετά βραβεία κριτικών και αρκετές διακρίσεις για την πρωταγωνίστρια Στεφάν Οντράν Μια ελεγεία στην ανιδιοτελή αγάπη, μια αλληγορία που αξίζει κανείς να τη δει! Μια αλληγορία πάνω στη χαρά και στις απολαύσεις της ζωής -της τόσο σύντομης ζωής του ανθρώπου σε τούτο τον όμορφο κόσμο. Μια αλληγορία για το εφήμερο και σύντομο του βίου, που σαν σύντομος κανείς πρέπει να τον ζει και να τον απολαμβάνει την κάθε μέρα. Ωδή στην Λέσβο: https://www.youtube.com/watch?v=9jjlBIYBbE&feature=youtu.be&list=PLxitlhQXKCQxaVexo8dGQDb3kHzLOgNwI
120 Μέρες στα Σόδομα (ταινία) Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Αυτό το λήμμα αφορά την ταινία 120 Μέρες στα Σόδομα. Για για το λήμμα του βιβλίου, δείτε: 120 μέρες των Σοδόμων.
120 Μέρες στα Σόδομα Salò o le 120 giornate di Sodoma
Κινηματογραφική αφίσα της ταινίας Σκηνοθεσία
Πιερ Πάολο Παζολίνι
Παραγωγή
Αλμπέρτο Γκριμάλντι Πιερ Πάολο Παζολίνι
Σενάριο
Σέρτζιο Τσίτι (Uncredited)Πούπι Αβάτι[1][2]
Βασισμένο σε
120 μέρες των Σοδόμων, του Μαρκήσιου ντε Σαντ Πάολο Μπονατσέλι
Πρωταγωνιστές
Τζόρτζιο Κανταλιντι Ουμπέρτο Πάολο
Quintavalle Άλντο Βαλλέτι Κατερίνα Μποράττο Έλσα Ντε Τζιόρτζι Μουσική
Ένιο Μορικόνε
Φωτογραφία
Τονίνο Ντέλλι Κόλλι
Μοντάζ
Νίνο Μπαράλι
Εταιρεία
Produzioni Europee Associati (PEA)
παραγωγής
Les Productions Artistes Associés
Διανομή
United Artists
Πρώτη προβολή
22 Νοεμβρίου 1975 (Φεστιβάλ Κινηματογράφου Παρισιού)
Διάρκεια
Προέλευση
116 λεπτά Ιταλία[3] Γαλλία[3] Ιταλικά
Γλώσσα
Γερμανικά Γαλλικά δεδομένα ( π • σ • ε )
Το 120 μέρες στα Σόδομα, γνωστό και ως Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα (πρωτότυπος τίτλος: Salò o le 120 giornate di Sodoma, διεθνής τίτλος: Salò, or the 120 Days of Sodom) είναι ιταλική-γαλλική σινεφίλ ταινία τρόμου, του 1975. Η σκηνοθεσία υπογράφηκε από τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ενώ ο ίδιος έγραψε και το σενάριο. Το σενάριο βασίζεται στο βιβλίο 120 Μέρες των Σοδόμων του Μαρκήσιου ντε Σαντ. Πρόκειται για την τελευταία ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη, αφού λίγο καιρό αργότερα δολοφονήθηκε. Η δομή του θυμίζει τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. H ιστορία του έργου διαδραματίζεται στην Δημοκρατία του Σαλό, ένα εικονικό κρατίδιο που είχαν ιδρύσει οι φασίστες του Μουσολίνι κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι φασίστες ανακοινώνουν ότι θα αναλάβουν την διαπαιδαγώγηση 18 κοριτσιών και 18
αγοριών, και αφού τους παραλαμβάνουν με την συγκατάθεση των οικογενειών τους, τους μεταμορφώνουν σε δούλους. Είναι το πλέον αμφισβητούμενο έργο του Παζολίνι με σκηνές βίας, οργίων, σεξουαλικής υποταγής, παρά φύση βιασμού, ψυχρών βασανιστηρίων και δολοφονίας. Η διανομή της ταινίας απαγορεύτηκε σε αρκετές χώρες.
Παραπομπές 1. «C I N E B E A T S :: Pupi Avati». Cinebeats.blogsome.com. Ανακτήθηκε στις 24 February 2009. «DVD Savant Review: The House with Laughing Windows». Dvdtalk.com. Ανακτήθηκε στις 24 February 2009. 3. «SALÒ O LE CENTOVENTI GIORNATE DI SODOMA (1975)». British Film Institute. Ανακτήθηκε στις 4 April 2016.
Περαιτέρω ανάγνωση
Gary Indiana. Salò o le 120 giornate di Sodoma. London: British Film Institute, 2000. Jack Fritscher. "Toward an Understanding of Salo", Drummer, 20, January 1978, pp, 66–67, reprinted in Jack Fritscher, Mapplethorpe, Assault with a Deadly Camera, Palm Drive Publishing, 1988, ISBN 1890834297; reprinted with historical introduction in Jack Fritscher, Gay San Francisco: Eyewitness Drummer, Palm Drive Publishing 2008, ISBN 1890834386, pp. 619–642. Roland Barthes. Sade/Fourier/Loyola. Trans. Richard Miller. Baltimore, Maryland: Johns Hopkins University Press, 1997. Maurice Blanchot. Lautréamont and Sade. Trans. Stuart Kendell and Michelle Kendell. Stanford, California: Stanford University Press, 2004. Simone de Beauvoir. Must We Burn Sade? Trans. Annette Michelson. In Donatien Alphonse François Marquis de Sade, The 120 Days of Sodom and Other Writings, trans. and eds. Austryn Wainhouse and Richard Seaver. New York, New York: Grove Press, 1966, pp. 3–64. Pierre Klossowski. Sade My Neighbor. Trans. Alphonso Lingis. Evanston, Illinois: Northwestern University Press, 1991. Philippe Sollers. Writing and the Experience of Limits. Trans. and eds. Philip Bernard and David Hayman. New York, New York: Columbia University Press, 1983.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Salò, or the 120 Days of Sodom στην IMDb Salò, or the 120 Days of Sodom στο Rotten Tomatoes
The final work of notorious Italian director Pier Paolo Pasolini, this film updates the Marquis de Sade's most extreme novel to fascist Italy in the final days of WW II. Dispensing with the novel's meditations on sexual liberation
and the search for truth, Pasolini presents four decadents who kidnap dozens of young men and women and subject them to the most hideous forms of torture and perversion in an isolated villa. Rape, murder, and a coprophagic banquet are only the beginning of the atrocities on display. Photographed by Tonino Delli Colli, the film also features a lavish score by Ennio Morricone. ~ Robert Firsching, Rovi Genre:Art House & International , Drama , Horror Directed By:Pier Paolo Pasolini In Theaters: Jan 1, 1979 wide On DVD:Aug 11, 1998 Runtime:117 minutes Studio:Water Bearer Films Inc.
https://twomovies.net/watch_movie/Salo_or_the_120_Days_of_Sodom http://twomovies.net/full_movie/21/73650/1/#confirmed
Forgiveness http://jennysmovies.net/author/admin/
http://imgur.com/outNY9f
Thomas Ligotti From Wikipedia, the free encyclopedia
Thomas Ligotti Born
July 9, 1953 (age 63) Detroit, Michigan, United States
Occupation
Short story writer
Nationality
American
Period
1981–present
Genre
Horror fiction, dark fantasy
Thomas Ligotti (born July 9, 1953) is a contemporary American horror author and reclusive literary cult figure.[1] His writings have been noted as rooted in several literary genres – most prominently weird fiction – and have overall been described by critics such as S.T. Joshi as works of "philosophical horror", often written as short
stories and novellas and with similarities to gothic fiction.[1] The worldview espoused by Ligotti in both his fiction and non-fiction has been described as profoundly pessimistic and nihilistic.[1][2] The Washington Post called him "the best kept secret in contemporary horror fiction."[3]
Songs of a Dead Dreamer Songs of a Dead Dreamer is a 1986 short-story collection by American horror fiction writer Thomas Ligotti (born 1953). It has been acknowledged as one of the seminal collections of modern weird horror fiction by Ligotti's peers, such as Ramsey Campbell. Many of its stories show the influence of Ligotti's literary idols of horror such as H.P. Lovecraft and Edgar Allan Poe.
Editorial history The first edition of Ligotti's book was produced in paperback by Silver Scarab Press, limited to 300 copies. It was re-released in an expanded and revised edition in 1989 by Carroll and Graf. Both editions of the book contain an introduction by Ramsey Campbell. In 2010, Subterranean Press republished the book with author revisions, making it the definitive edition.[1]
Film The serial killer story "The Frolic" was filmed in 2007 (directed by Jacob Cooney, based on a screenplay co-authored by Brandon Trenz and Ligotti). Wonder Entertainment has released The Frolic Collector's Edition DVD and Book set, which contains the short film adaptation of the story, and also commentary tracks and behind-the-scenes by Cooney, producer Jane Kelly Kosek, and actor Maury Sterling; a new interview with screenwriters Ligotti and Trenz; a newly revised version of the short story, with a new introduction by Ligotti; and the screenplay, with a new introduction by Trenz. Only 1,000 copies of the collector's edition were released. The book containing the revised text of "The Frolic," was exclusive to this set.
Serial killer Although psychological gratification is the usual motive for serial killing, and most serial killings involve sexual contact with the victim,[5] the FBI states that the motives of serial killers can include anger, thrillseeking, financial gain, and attention seeking.[4] The murders may be attempted or completed in a similar fashion, and the victims may have something in common: age group, appearance, gender, or race, for example
Στον ανεστραμμένο κόσμο της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ Ενας τόμος με επιλεγμένα ποιήματα της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας
Γράφει: Ασπασία Λαμπρινίδου - Βιβλία + Συζητήσεις, Λογοτεχνία + Ποίηση - 01/06/2016 Κοινή χρήση7 «Στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης,/ πήγα μαζί με τη θεία Κονσουέλο/ για να ‘ναι συνεπής/ στου οδοντιάτρου της το ραντεβού/ και κάθισα και την περίμενα/ στου οδοντιάτρου την αίθουσα αναμονής…» Η ποίηση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (1911-1979) είναι φτιαγμένη από οικεία, καθημερινής χρήσης υλικά. Η καταγραφή της πραγματικότητας γίνεται με χειρουργική ακρίβεια. Κι όμως, η ανάγνωση κάθε ποιήματός της μας αφήνει την αίσθηση ενός αινίγματος, την εντύπωση ότι τα περισσότερα και τα πιο σημαντικά είναι εκείνα που δεν έχουν ειπωθεί. Είναι δύσκολο να ορίσεις τη γοητεία αυτής της ποίησης, να εντοπίσεις το μηχανισμό που μετατρέπει την αίθουσα αναμονής του οδοντιάτρου σε υπαρξιακή εμπειρία («Στην αίθουσα αναμονής») και μια βόλτα στα ψαροχώρια της Νέας Σκωτίας σε μάθημα γνωσιολογίας («Στα ψαρόσπιτα»).
Πίσω από την επιφανειακή στατικότητά τους τα ποιήματα της Μπίσοπ «καλπάζουν», όπως σημειώνει ο μεταφραστής. Ο μοντερνισμός τους πηγάζει μέσα από την ίδια την σαφήνεια της έκφρασης, την οποία η ποιήτρια υπονομεύει με νέους κάθε φορά τρόπους. Ελεύθερος στίχος, ελεγχόμενος από έναν εσωτερικό ρυθμό, διαρκής πειραματισμός με τη φόρμα, τολμηρές, κάποτε στα όρια του σουρεαλισμού μεταφορές, αίσθηση ονείρου. Ακόμα και οι σποραδικές, κρυμμένες και «πειραγμένες» ομοιοκαταληξίες της, επιτείνουν το αίσθημα αποπροσανατολισμού. Γεννημένη το 1911 στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ ανήκει σε μια ποιητική παράδοση που ξεκινά από την Έμιλι Ντίκινσον και φτάνει στη Μαριάν Μουρ. Η επιρροή της τελευταίας στο έργο της Μπίσοπ ήταν καθοριστική. Ολιγογράφος, τελειομανής, επεξεργαζόταν ξανά και ξανά τα ποιήματά της και δημοσίευε με φειδώ, περίπου ένα βιβλίο τη δεκαετία. Παρά τις βραβεύσεις της, δεν έγινε εύκολα αποδεκτή από τους κριτικούς, δεν χωρούσε σε ρεύματα, δεν είχε προδρόμους και ακολούθους. Μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής της και μετά το θάνατό της άρχισε να αναγνωρίζεται η πρωτοτυπία και η μοναδικότητά του έργου της και θεωρείται σήμερα μια από τις σημαντικότερες μορφές της αμερικάνικης ποίησης του 20ου αιώνα. Η Μπίσοπ είχε από μικρή να αντιπαλέψει οικογενειακές τραγωδίες και κακή υγεία. Εγινε από ανάγκη γενναία, σαν το ψάρι του ποιήματός της, που, φορτωμένο παράσημα, βετεράνος του πολέμου, καταλήγει ελεύθερο πίσω στη θάλασσα («Το ψάρι»). Επιφυλακτική στις κοινωνικές σχέσεις της, αντισυμβατική από ιδιοσυγκρασία, ομοφυλόφιλη σε μια συντηρητική κοινωνία, αναζήτησε την προσωπική της σωτηρία – ή τη φυγή – στα ταξίδια. Τη ζωή της σημάδεψε η πολύχρονη παραμονή της στη Βραζιλία και η σχέση της με τη Lota de Macedo Soares. Η Μπίσοπ αγαπά με πάθος τη γεωγραφία. Κάνει ήρωές της τον Δαρβίνο και τον Ροβινσώνα Κρούσο. Στα ποιήματά της χαρτογραφεί το δικό της «ανεστραμμένο» κόσμο, «όπου το αριστερά είναι πάντα δεξιά», όπου τα καθημερινά μοιάζουν ανοίκεια και τα αλλόκοτα οικεία. Αγαπά τη θάλασσα, τις ακτές, το σημείο του ορίζοντα.
«[…] Τα ονόματα των παραθαλάσσιων πόλεων τελειώνουν στη θάλασσα, τα ονόματα των μεγαλουπόλεων διασχίζουν τα γειτονικά βουνά, -ο τυπογράφος εδώ βιώνει την ίδια διέγερση όπως όταν το έντονο συναίσθημα ξεπερνά κατά πολύ την αιτία του. Αυτές οι χερσόνησοι παίρνουν το νερό ανάμεσα στον αντίχειρα και το δάχτυλο όπως γυναίκες που ερωτεύονται τη γοητεία των όμορφων κήπων. […]». Τα ποιήματά της, όπως έγραψε η Ann Stevenson, μπορούν να διαβαστούν σαν αυτοβιογραφία «ειπωμένη από τα ενδότερα: από μέσα προς τα έξω». Η Μπίσοπ δεν (δέχεται να) κάνει αυτοβιογραφική ποίηση. Δεν (δέχεται να) κάνει «γυναικεία» ποίηση – αποστρεφόταν τον όρο. Ο λόγος της είναι στιβαρός, δουλεμένος, στοχαστικός, πλάγια παιγνιώδης, ο λυρισμός της έμμεσος. Αποφεύγει τις εξομολογήσεις και το συναισθηματισμό αν και έχει εντρυφήσει από μικρή στην τέχνη της απώλειας.
Μία τέχνη Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί τόσα πολλά πράγματα φαίνονται προσηλωμένα στο να χαθούν που ο χαμός τους δεν είναι καταστροφή. Χάνεις κάτι κάθε μέρα. Πέρα από την ταραχή σαν χάσεις τα κλειδιά σου, άσχημα η ώρα πάει στα χαμένα. Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί. Ασκήσου λοιπόν να χάνεις πιο γρήγορα να χάνεις πιο πολύ: τόπους και πρόσωπα και όπου προόριζες για σένα να ταξιδέψεις. Τίποτα από αυτά δεν θα φέρει την καταστροφή. Έχασα τη φροντίδα της μητέρας μου. Και κοίτα! Το τελευταίο ή προτελευταίο χάθηκε από τρία σπίτια μου αγαπημένα. Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί. Έχασα δύο πόλεις, αξιαγάπητες. Και πιο πολύ κάποιους κόσμους που ανήκα, δύο ποτάμια, μια ήπειρο. Μου έλειψαν μα δεν ήταν καταστροφή. Ακόμα χάνοντας εσένα (τη φωνή που αστειευόταν, ένα νεύμα που αγαπώ) δεν πρόκειται να πω ψέμα. Είναι προφανές
η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί μολονότι μπορεί να μοιάζει σαν (γράψε το!) σαν καταστροφή. Στον φίλο της ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ είχε γράψει: «…μια και πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας και όλα όσα πλέουν προς εμάς και να τα εξετάζουμε πολύ προσεκτικά. Τι εξαρτάται απ’ όλα αυτά; Κανείς δεν ξέρει…». Ο μεταφραστής Γιώργος Παναγιωτίδης μεταγράφει με ιδιαίτερη επιτυχία την εσωτερικότητα, την αμφισημία, τους ρυθμούς αυτής της αινιγματικής γραφής. info: Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ποιήματα Μετάφραση – επίμετρο: Γιώργος Παναγιωτίδης Εκδόσεις (.poema..) http://www.toperiodiko.gr/%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd%ce%b1%ce%bd%ce%b5%cf%83%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%ad%ce%bd%c e%bf-%ce%ba%cf%8c%cf%83%ce%bc%ce%bf-%cf%84%ce%b7%cf%82%ce%b5%ce%bb%ce%af%ce%b6%ce%b1%ce%bc%cf%80%ce%b5/#.V_oRo8ndB_l
Ύτανο Από την Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Για άλλες χρήσεις, δείτε Τρούφα (αποσαφήνιση) .
Μαύρο Périgord τρούφα
Μια τρούφα είναι το καρποφόρο σώμα ενός υπόγειου ασκομυκήτων μύκητα, κατά κύριο λόγο ένα από τα πολλά είδη του γένους Tuber . Τρούφες είναι μυκορριζικών μύκητες και ως εκ τούτου συνήθως βρίσκονται σε στενή συνεργασία με τις ρίζες των δέντρων. Διασπορά των σπορίων επιτυγχάνεται μέσω fungivores , τα ζώα που τρώνε μύκητες. [ Παραπομπή που απαιτείται ] Μερικά από τα είδη τρούφας είναι ιδιαίτερα βραβευθείς ως τροφή. Γαλλική γκουρμέ Jean Anthelme Brillat-Savarin ονομάζεται τρούφες "το διαμάντι της κουζίνας». [1] Τα Βρώσιμα τρούφες χαίρει μεγάλης εκτίμησης σε κροατικά, Γαλλικά, Γεωργιανά,
Ελληνικά, Ιταλικά, Μέσης Ανατολής, και η ισπανική μαγειρικής, καθώς και σε διεθνείς haute cuisine .
Ιστορία Αρχαιότητα
Η πρώτη αναφορά της τρούφας εμφανίζεται στις επιγραφές των νεο-Σουμέριοι σχετικά με τους Αμορραίου διατροφικές συνήθειες του εχθρού (Τρίτη Δυναστεία της Ουρ, του 20ου αιώνα π.Χ.) [2] και αργότερα στα γραπτά του Θεόφραστου κατά το τέταρτο π.Χ. αιώνα. Στην κλασική εποχή, την προέλευσή τους ήταν ένα μυστήριο που αμφισβήτησε πολλά? Πλούταρχος και άλλοι τους πιστεύεται ότι είναι το αποτέλεσμα της αστραπής, τη ζεστασιά και το νερό στο έδαφος, ενώ Juvenal . Σκέφτηκε κεραυνό και στη βροχή για να συμβάλει στην προέλευσή τους Κικέρωνα τους θεωρούνται τα παιδιά της η γη, ενώ ο Διοσκουρίδης νόμιζαν ότι ήταν κονδυλώδεις ρίζες. [3] Ιταλία στον Κλασική περίοδο που παράγονται τρία είδη τρούφας: η melanosporum Tuber, η magnificanus Tuber και η magnatum Tuber. Οι Ρωμαίοι, όμως, χρησιμοποιείται μόνο το terfez (τερφεζία bouderi), ένα μύκητα παρόμοια εμφάνιση, το οποίο οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τρούφες, και το οποίο μερικές φορές ονομάζεται "τρούφα της ερήμου". Terfez που χρησιμοποιούνται στη Ρώμη προέρχονταν από τη Λέσβο , την Καρχηδόνα , και ιδιαίτερα στη Λιβύη , όπου το παράκτιο κλίμα ήταν λιγότερο ξηρό και στην αρχαιότητα. [3] Η ουσία τους είναι χλωμό, χρωματισμένης με τριαντάφυλλο. Σε αντίθεση με τρούφες, terfez δεν έχουν καμία γεύση από το δικό τους. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν το terfez ως φορέας της γεύσης, επειδή ο terfez έχουν την ιδιότητα να απορροφούν γύρω γεύσεις. Πράγματι, Αρχαία Ρωμαϊκή κουζίνα χρησιμοποιούνται πολλά μπαχαρικά και γεύσεις, και terfez ήταν τέλεια σε αυτό το πλαίσιο. Μεσαίωνα
Τρούφες ήταν σπάνια χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα . Τρούφα κυνήγι αναφέρεται από τον Bartolomeo Platina , την παπική ιστορικός, το 1481, όταν κατέγραψε ότι οι χοιρομητέρες της Notza ήταν χωρίς ίσο με το κυνήγι τρούφας, αλλά θα πρέπει να φέρουν φίμωτρο για να τους αποτρέψει από την κατανάλωση το βραβείο. [4] Σύμφωνα με ένα χαντίθ που διηγείται από Saeed bin Zaid , ο Μωάμεθ είπε ότι τρούφες είναι σαν μάννα και ότι το νερό από τρούφες "θεραπεύει ασθένειες των ματιών». [5] Αναγέννηση και τη σύγχρονη εποχή
Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης , τρούφες ανέκτησε δημοτικότητα στην Ευρώπη και τιμήθηκαν στην αυλή του βασιλιά Francis I της Γαλλίας . Ωστόσο, δεν ήταν μέχρι το 17ο αιώνα που δυτικές (και ιδίως η γαλλική) κουζίνα εγκαταλειφθεί "βαριά" ανατολίτικα μπαχαρικά, και ξαναβρήκε τη φυσική γεύση των τροφίμων. Τρούφες ήταν πολύ δημοφιλής στην παρισινή αγορές τη δεκαετία του 1780. Είχαν εισαχθεί εποχιακά από λόγους τρούφας, όπου οι χωρικοί είχαν απολαύσει από καιρό το
μυστικό τους. Brillat-Savarin (1825) σημείωσε χαρακτηριστικά ότι ήταν τόσο ακριβό που εμφανίστηκε μόνο στα τραπέζια δείπνο των μεγάλων ευγενών και κράτησε τις γυναίκες. Μια μεγάλη λεπτότητα ήταν μια τρούφα γαλοπούλα.
Καλλιέργεια
Μανιτάρι και τρούφα παραγωγής το 2005
Άγαλμα του Joseph Talon σε Saint-Saturnin-lès-Apt
Φυτεύονται ελαιώνες τρούφα κοντά στο Beaumont-du-Ventoux
Τρούφες καιρό ξεφύγει από τις τεχνικές της εξημέρωσης , όπως ο Jean-Anthelme Brillat-Savarin σημειωθεί (1825): Οι πιο μορφωμένους έχουν προσπαθήσει να εξακριβώσει το μυστικό, και φαντάστηκε ανακάλυψαν το σπόρο. υποσχέσεις τους, όμως, ήταν μάταια, και δεν φύτευση ακολούθησε ποτέ από τη συγκομιδή. Αυτό ίσως να είναι εντάξει, για την ως μία από τις μεγάλες αξίες της τρούφας είναι στοργή τους, ίσως θα είναι λιγότερο υψηλά ιστάμενους αν ήταν φθηνότερα. [1] Ωστόσο, τρούφες μπορούν να καλλιεργηθούν. [6] Ήδη από το 1808, υπήρξαν επιτυχείς προσπάθειες για να καλλιεργήσουν τρούφες, γνωστό στη γαλλική γλώσσα ως trufficulture. Οι άνθρωποι είχαν καιρό παρατηρηθεί ότι τρούφες μεγάλωναν ανάμεσα στις ρίζες ορισμένων δέντρων, και το 1808, ο Joseph Talon , από Apt (
γεωγραφικό διαμέρισμα της Vaucluse ) στη νότια Γαλλία , είχε την ιδέα της μεταφύτευσης κάποια δενδρυλλίων που είχε συλλεχθεί στους πρόποδες της βελανιδιάς δέντρα είναι γνωστό για να φιλοξενήσει τρούφες στο ριζικό τους σύστημα. Για να ανακαλύψετε πώς να καλλιεργούν τρούφες, μερικές πηγές δίνουν τώρα προτεραιότητα στην Pierre II Mauléon (1744-1831) της Loudun (στο τμήμα Vienne), οι οποίοι άρχισαν να καλλιεργούν τρούφες ca. 1790. Βλέπε: Thérèse Dereix de Laplane (2010) "Des Truffes sauvages aux Truffes cultivées en Loudunais" (από άγρια τρούφα να καλλιεργείται τρούφες στον τομέα της Loudun), Απομνημονεύματα de l'Académie des Sciences, Arts et Γραμμάτων de Touraine , 23: 215-241. Διαθέσιμες on-line στο: Ακαδημία Touraine σχηματισμού de la provoquer - "... le Paysan, ένα Alors l'idée, vers 1790 - puisqu'il ya SYMBIOSE évidente entre le chêne, les galluches et la Truffe: Από σελ 224-225. de truffières, en reproduisant Leur Environnement naturel παρ des ημιτελικά de αδένες dans ses «Terres galluches". Avec "les αδένες Αφροδίτη sur les Chênes donnant ομάδα Les Truffes, des ημιτελικά furent faits dans les εδάφη calcaires voisins" ... "(... ο γεωργός [δηλαδή , Pierre II Mauléon] και στη συνέχεια είχε την ιδέα, περίπου 1790 - επειδή υπάρχει μια προφανής συμβίωση μεταξύ της βελανιδιάς, το βραχώδες έδαφος, και τρούφες - της προκαλούν το σχηματισμό μπαλώματα τρούφας, αναπαράγοντας το φυσικό τους περιβάλλον από τη σπορά βελανίδια σε βραχώδεις του . εδάφη με «τα βελανίδια [που] ήρθε από τις βελανιδιές που παράγουν τρούφες, σπορές έγιναν στις γειτονικές αλευρώδη οικόπεδα» ...) Δείτε επίσης: Léon de la Toubette (1869) "Πολιτισμός de la Truffe à Loudun et à Richelieu," Annales de la Société d'Γεωργία Επιστημών, Τεχνών, et Γραμμάτων du Τμήμα d'Indre-et-Loire, 10η σειρά, 48: 300-302? βλέπε σελ. 300.
Αγορά Τρούφα σε Carpentras
Το πείραμα στέφθηκε με επιτυχία: Χρόνια αργότερα, τρούφες βρέθηκαν στο χώμα γύρω από τα πρόσφατα καλλιεργούνται βελανιδιές. Το 1847, Auguste Rousseau του Carpentras (σε Vaucluse ) φυτεύτηκαν 7 εκτάρια (17 στρέμματα) από βελανιδιές (πάλι από βελανίδια που βρέθηκαν στο έδαφος γύρω από τρούφα που παράγουν βελανιδιές), και στη συνέχεια λαμβάνονται μεγάλες συγκομιδές τρούφες. Έλαβε ένα βραβείο στο Fair 1855 κόσμο στο Παρίσι . [7] Αυτές οι επιτυχείς προσπάθειες συναντήθηκαν με ενθουσιασμό στη νότια Γαλλία, η οποία κατείχε το γλυκό εδάφη ασβεστολιθικά και ξηρό, ζεστό καιρό που τρούφες χρειάζονται για να αναπτυχθούν. Στα τέλη του 19ου αιώνα, μια επιδημία της φυλλοξήρας κατέστρεψε πολλά από τα αμπέλια στη νότια Γαλλία. Μια άλλη επιδημία κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος των μεταξοσκωλήκων εκεί, πάρα πολύ,
καθιστώντας τα πεδία της μουριάς δέντρα άχρηστο. Έτσι, μεγάλες εκτάσεις γης αφέθηκαν ελεύθεροι για την καλλιέργεια της τρούφας. Χιλιάδες δέντρα τρούφας παράγουν φυτεύτηκαν, και η παραγωγή έφτασε κορυφές των εκατοντάδων τόνων στα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1890, υπήρχαν 75.000 στρέμματα (190.000 στρέμματα) των δέντρων τρούφας που παράγουν. Κατά τον 20ο αιώνα, ωστόσο, με την αυξανόμενη εκβιομηχάνιση της Γαλλίας και την επακόλουθη εγκατάλειψη της υπαίθρου , πολλά από αυτά τα πεδία τρούφας (Champs truffiers ή truffières) επέστρεψε στην έρημο. Το Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ασχολήθηκε επίσης ένα σοβαρό πλήγμα για την γαλλική εξοχή, σκοτώνοντας 20% ή περισσότερο του εργατικού δυναμικού αρσενικό. Κατά συνέπεια, χάθηκαν νεοαποκτηθέντα τεχνικές trufficulture. Επίσης, μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, οι ελαιώνες τρούφα που φυτεύτηκαν τον 19ο αιώνα έπαψε να είναι παραγωγικοί. (Ο μέσος όρος του κύκλου ζωής ενός δέντρου τρούφας παραγωγής είναι 30 έτη.) Ως εκ τούτου, μετά το 1945, η παραγωγή της τρούφας έπεσε κατακόρυφα, και οι τιμές έχουν αυξηθεί δραματικά. Το 1900, τρούφες χρησιμοποιήθηκαν από τους περισσότερους ανθρώπους, και σε πολλές περιπτώσεις. Σήμερα, είναι μια σπάνια λιχουδιά που προορίζεται για τους πλούσιους, ή να χρησιμοποιούνται σε πολύ ειδικές περιπτώσεις. Κατά τα τελευταία 30 χρόνια, νέες προσπάθειες για τη μαζική παραγωγή της τρούφας έχουν ξεκινήσει. Ογδόντα τοις εκατό των τρούφες τώρα που παράγονται στη Γαλλία προέρχονται από ειδικές φυτεύσεις ελαιώνες τρούφας. Παρ 'όλα αυτά, η παραγωγή δεν έχει ακόμη ανακάμψει 1900. κορυφές του. Οι τοπικοί αγρότες είναι μερικές φορές σε αντίθεση με την επιστροφή της μαζικής παραγωγής, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να μειώσει την τιμή της τρούφας (αν και συνήθως αναφέρεται ότι η ζήτηση είναι 10 φορές υψηλότερη από την προσφορά). Σε αντάλλαγμα, υπάρχουν σημαντικές επενδύσεις σε καλλιεργούμενα φυτείες σε εξέλιξη σε πολλά μέρη του κόσμου. Χάρη στην ελεγχόμενη άρδευση, τακτική και ελαστική παραγωγή είναι πράγματι δυνατό. [8] [9] Υπάρχουν σήμερα τρούφας αναπτυσσόμενους τομείς στο Ηνωμένο Βασίλειο , Ηνωμένες Πολιτείες , την Ισπανία , τη Σουηδία , τη Νέα Ζηλανδία , την Αυστραλία , τη Χιλή και τη Νότια Αφρική . Μια κρίσιμη φάση της καλλιέργειας είναι ο ποιοτικός έλεγχος των michorized φυτά. Παίρνει μάλιστα μεταξύ 7 και 10 ετών για τις τρούφες για την ανάπτυξη του δικτύου micchorizes τους, και μόνο μετά από αυτό τον ξενιστή-φυτά έρχονται σε παραγωγή. Τόσο η πλήρης ανάλυση του εδάφους για να αποφευχθεί η μόλυνση από άλλα κυρίαρχη μύκητα και ένα πολύ αυστηρό έλεγχο της διαδικασίας michorization είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η επιτυχία μιας φυτείας. Η συνολική επένδυση ανά εκτάριο για τις αρδευόμενες και φράγμα-σφραγισμένες φυτεία (από αγριογούρουνα) μπορεί να κοστίσει έως και € 10.000. [10] Όσον αφορά το επίπεδο της αρχικής επένδυσης και την καθυστέρηση ωρίμανσης, οι αγρότες που δεν έχουν ληφθεί μέριμνα δύο συνθήκες του εδάφους και φυτά συνθήκες βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο αποτυχίας. Στη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία
Οι πρώτες μαύρες τρούφες (Tuber melanosporum) να παράγονται στο νότιο ημισφαίριο συλλέχθηκαν σε Gisborne, Νέα Ζηλανδία , το 1993. [11]
Το 1999, ο πρώτος Αυστραλός τρούφες συλλέχθηκαν σε Τασμανία , [12] το αποτέλεσμα οκτώ χρόνια εργασίας. Δέντρα εμβολιάζονται με τον μύκητα τρούφας με την ελπίδα της δημιουργίας μιας τοπικής βιομηχανίας τρούφας. Η επιτυχία τους και η αξία των προκυπτόντων τρούφες έχει ενθαρρύνει μια μικρή βιομηχανία για την ανάπτυξη. Μια Δυτικής Αυστραλίας επιχείρηση, την τρούφα και Οίνου Εταιρείας, είχε την πρώτη συγκομιδή της το 2004, και το 2005, που έφεραν στο φως ένα 1-kg (2,2 lb) τρούφας. Το 2008, εκτιμάται ότι περίπου 600 κιλά (1.300 λίβρες) τρούφες απομακρύνθηκαν από το πλούσιο έδαφος της Manjimup. Κάθε χρόνο, το κρασί και η Τρούφα εταιρεία έχει επεκτείνει την παραγωγή της, κινείται σε ψυχρότερες περιοχές της Βικτώρια και τη Νέα Νότια Ουαλία . Τον Ιούνιο του 2010, Τασμανίας καλλιεργητές Μιχαήλ και Gwynneth Williams συγκομισθεί μεγαλύτερη τρούφα της Αυστραλίας από την περιουσία τους στο Myrtle Bank, κοντά σε Launceston. Θα ζύγισε μέσα σε 1.084 κιλά (2 lb 6,2 ουγκιές). [13] κα Williams είπε ABC Radio Αυστραλία [14] ότι αποτιμάται σε περίπου Α $ 1.500 ανά kg. πρώτη τρούφα μπορντό Νέας Ζηλανδίας βρέθηκε τον Ιούλιο του 2012, ένα αγρόκτημα τρούφας Waipara. Ζύγιζε 330 g, και βρέθηκε από Rosie, λαγωνικό του ιδιοκτήτη φάρμας. [15]
Ετυμολογία Η προέλευση της λέξης τρούφας φαίνεται να είναι η Λατινική όρος των κονδύλων, που σημαίνει «πρήξιμο» ή «κατ 'αποκοπήν», η οποία έγινε tufer- και έδωσε αφορμή για διάφορες ευρωπαϊκές όρους: Κροατικά tartuf / тартуф, δανική trøffel, ολλανδικά Trüffel, αγγλικά τρούφας, Γαλλικά Truffe, γερμανικά Trüffel, Ιταλικά Tartufo, Πολωνικά trufla, ισπανικά Trufa και σουηδική tryffel. Η γερμανική λέξη Kartoffel ( "πατάτα") προέρχεται από την ιταλική όρος για τρούφα, λόγω επιφανειακές ομοιότητες. [16] Στην πορτογαλική , οι λέξεις Trufa και túbera είναι συνώνυμα, ο τελευταίος πιο κοντά στον όρο της Λατινικής.
Βιολογία Τα μυκήλια τρούφες αποτελούν συμβιωτικές , μυκορριζικοί σχέσεις με τις ρίζες πολλών ειδών δέντρων, συμπεριλαμβανομένων οξιά , σημύδα , φουντουκιά , γαύρος , δρυς , πεύκα και λεύκες . [17] [18] Προτιμούν αργιλώδη ή ασβεστολιθικά εδάφη που είναι καλά αποστραγγιζόμενα και ουδέτερο ή αλκαλικά . [19] [20] [21] οι τρούφες φρούτα όλο το χρόνο, ανάλογα με το είδος, και μπορεί να βρεθεί θαφτεί μεταξύ του απορρίματα φύλλων και του εδάφους.
Φυλογένεση Η φυλογένεση και βιογεωγραφία των τρούφες ερευνήθηκε το 2008 [22] με τη χρήση εσωτερικών διαχωριστικών μεταγράφηκε (ITS) του πυρηνικού DNA με πέντε μεγάλες κλάδους (Aestivum, Excavatum, Rufum, melanosporum και Puberulum)? το οποίο στη συνέχεια βελτιώθηκε και επεκτάθηκε το 2010 σε εννέα μεγάλες κλάδους που χρησιμοποιούν μεγάλες υπομονάδες (LSU) του μιτοχονδριακού DNA . Οι κλάδοι
Magnatum και Macrosporum διακρίθηκαν ως διακριτή από την clade Aestivum. Η clade Gibbosum επιλύθηκε ως διακριτή από όλες τις άλλες κλάδους, και το clade Spinoreticulatum διαχωρίστηκε από το clade Rufum. [23]
Ειδών Μαύρη τρούφα Κύριο άρθρο: μαύρη τρούφα
Black Périgord Τρούφα, κομμένα
Η μαύρη τρούφα ή μαύρο Périgord τρούφα (Tuber melanosporum), το δεύτερο πιο εμπορικά πολύτιμα είδη, είναι το όνομά του μετά την Périgord περιοχής στη Γαλλία και μεγαλώνει με ξύλο βελανιδιάς και φουντούκι δέντρα. Οι μαύρες τρούφες συγκομίζονται στα τέλη του φθινοπώρου και του χειμώνα. [24] Η αλληλουχία του γονιδιώματος της μαύρης τρούφας δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2010. [25] Όπως δείχνει δεδομένα, η Γαλλία ήταν ο κύριος παραγωγός της μαύρης τρούφας κατά τον τελευταίο αιώνα και μισό, αλλά γρήγορα αμφισβητήθηκε από την Ισπανία, όπου οι περιφέρειες έχουν κάνει χρήση του χρηματοδοτούμενου από την ΕΕ Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (χρηματοδότηση ΕΓΤΑΑ) για την επιδότηση των καλλιεργούμενων φυτειών . Αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό στην Teruel επαρχία της Αραγονίας περιοχή όπου η μαύρη τρούφα αποτελεί την πρώτη και κύρια οικονομική δραστηριότητα (στο ΑΕΠ και την απασχόληση). Ειδικά δεδομένου 2010-2011, όταν πολλές φυτείες γίνεται κάτω από την τελευταία Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2000-2006 τέθηκε σε φάση παραγωγής. Καλοκαίρι ή μπορντό τρούφας Κύριο άρθρο: Καλοκαίρι τρούφας
Το μαύρο καλοκαίρι τρούφα (Tuber aestivum) βρίσκεται σε ολόκληρη την Ευρώπη και βραβευθείς για μαγειρική αξία του. Μπορντό τρούφες ( Tuber uncinatum είναι) η συγκομιδή το φθινόπωρο μέχρι το Δεκέμβριο και έχει αρωματική σάρκα της ένα πιο σκούρο χρώμα.
Μαύρο καλοκαίρι τρούφα (στα ιταλικά : tartufi Neri Estivi) σε ένα παράθυρο κατάστημα στη Ρώμη , Ιταλία Λευκή τρούφα
Λευκή τρούφα πλυμένα και κομμένα
Η «λευκή τρούφα» ή «trifola d'Alba Madonna" ( "Τρούφα του Λευκού Μητέρα" στα ιταλικά) (Tuber magnatum) βρίσκεται κυρίως στα Langhe και Μομφερρατική περιοχές [26] του Piedmont περιοχής στη βόρεια Ιταλία και, πιο περίφημα, στην ύπαιθρο γύρω από τις πόλεις Alba και Asti ? [27] Acqualagna , στο βόρειο τμήμα της Le Marche κοντά στο Urbino , είναι ένα άλλο διάσημο κέντρο για την παραγωγή και εμπορία λευκής τρούφας και το ετήσιο φεστιβάλ είναι ένα από τα πιο σημαντικά στην Ιταλία. [28] λευκή τρούφα μπορεί επίσης να βρεθεί σε Molise , Abruzzo και στους λόφους γύρω από San Miniato , στην Τοσκάνη . Βρίσκεται επίσης στην Ίστρια χερσόνησο, στην Κροατία στο Motovun δάσος κατά μήκος του ποταμού Mirna, [29] και στη Σλοβενία κατά μήκος του Dragonja ποταμού και Rizana, [30] , καθώς και στην Drome περιοχή στη Γαλλία . Μεγαλώνοντας συμβιωτικά με βελανιδιές, φουντουκιές, λεύκες και οξιάς και καρποφορία το φθινόπωρο, μπορεί να φτάσει τα 12 cm (5 in) διάμετρο και 500 g, αν και είναι συνήθως πολύ μικρότερα. Η σάρκα είναι χλωμό κρέμα ή καφέ με λευκές ραβδώσεις. [24] Ιταλική λευκή τρούφα (εικόνα, αριστερά) είναι πολύ πολύ αγαπητό και είναι το πιο πολύτιμο στην αγορά: Η αγορά του λευκού τρούφα στην Alba είναι πιο πολυσύχναστο κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο όταν η Fiera del Tartufo (δίκαιη τρούφας) λαμβάνει χώρα. Το 2001, οι τρούφες Tuber magnatum πωλούνται για μεταξύ $ 1000- $ 2200 ανά λίβρα ($ 2000- $ 4500 ανά kg)? [31] . Όπως του Δεκεμβρίου 2009 που είχαν πωληθεί σε $ 14,203.50 ανά χιλιόγραμμο [ παραπομπή που απαιτείται ]
Το 1999, Giancarlo Zigante και ο σκύλος του Diana βρέθηκε μία από τις μεγαλύτερες τρούφες στον κόσμο κοντά Buje , Κροατία . Η τρούφα ζύγιζε 1,31 κιλά (2 λίβρες 14 ουγκιές) και έχει μπει στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες . [32]
Η τιμή ρεκόρ που καταβάλλεται για μια ενιαία λευκή τρούφα ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 2007, όταν το Μακάο ιδιοκτήτης καζίνο Stanley Ho πληρώνονται $ 330.000 (£ 165.000) για ένα δοκίμιο που ζυγίζει 1,5 κιλά (3,3 lb), που ανακαλύφθηκε από τον Luciano Savini και το σκυλί του Rocco. Ένα από τα μεγαλύτερα τρούφες βρέθηκαν σε δεκαετίες, ανακαλύφθηκε κοντά στην Πίζα , Ιταλία , και πωλείται σε δημοπρασία η οποία διεξήχθη ταυτόχρονα στο Μακάο, το Χονγκ Κονγκ και τη Φλωρεντία . [33] Αυτό το αρχείο στη συνέχεια συμφωνημένα στις 27 Νοεμβρίου, 2010, όταν Χο πάλι καταβάλλονται $ 330.000 για ένα ζευγάρι άσπρες τρούφες, συμπεριλαμβανομένου ενός ζύγισης σχεδόν ένα κιλό. Τον Δεκέμβριο του 2014, η Τρούφα ένα λευκό Alba του βάρους σε 4,16 λίρες ή 1,89 κιλά ανακαλύφθηκε στην Ούμπρια περιοχή της Ιταλίας από το Balestra Οικογένεια Sabatino. Ήταν πλειστηριασμό στον οίκο Sotheby στη Νέα Υόρκη. [34] Ενώ μερικοί είχαν αναμένεται να πωλήσει για $ 1 εκατομμύριο, [35] που πωλήθηκε για $ 61.000 σε έναν αγοραστή της Ταϊβάν. [36] Μια ποικιλία από λευκή τρούφα (Tuber magnatum Pico) βρίσκεται σε άλλα μέρη της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας, αλλά δεν είναι τόσο αρωματικά και εκείνων που προέρχονται από Πιεμόντε. [24] Υπόλευκο τρούφα
Η "υπόλευκο τρούφα» (Tuber borchii) είναι μια παρόμοια είδη που βρέθηκαν στην Τοσκάνη , Abruzzo , Ρομάνια , Ούμπρια , το Marche και Μολίζε . Δεν είναι τόσο αρωματικό όσο εκείνοι από Πιεμόντε, αν και εκείνων που προέρχονται από Città di Castello έρθει αρκετά κοντά. [24] Άλλα είδη
Μια λιγότερο κοινή τρούφας είναι «τρούφα σκόρδου" ( Tuber macrosporum ). Στις ΗΠΑ Βορειοδυτικού Ειρηνικού , τα διάφορα είδη τρούφας που συλλέγονται τόσο για αναψυχή και εμπορικά, κυρίως, η carthusianum Leucangium , "Όρεγκον λευκή τρούφα», Κόνδυλοι gibbosum και Tuber oregonense . Η «τρούφα πεκάν» ( Tuber lyonii ) [37] syn. Texense [38] βρίσκεται στη νότια Ηνωμένες Πολιτείες , που συνήθως συνδέεται με πεκάν δέντρα. Σεφ που έχουν πειραματιστεί με τους συμφωνούν »είναι πολύ καλή και έχει δυνατότητες ως βασικών ειδών διατροφής». [39] Αν και πεκάν αγρότες που χρησιμοποιούνται για να τα βρείτε μαζί με πεκάν και πετάξτε τους, θεωρώντας τους μια ενόχληση, που πωλούν για περίπου $ 100 το κιλό και έχουν χρησιμοποιηθεί σε μερικά γκουρμέ εστιατόρια. [ παραπομπή που απαιτείται ]
Τρούφα συναφών ειδών
Ο όρος «τρούφα» έχει εφαρμοστεί σε αρκετές άλλες γένη παρόμοιων υπόγειας μυκήτων. Τα γένη τερφεζία και Tirmania της οικογένειας Terfeziaceae είναι γνωστά ως "τρούφες της ερήμου" της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. «Τρούφα Hart" είναι ένα όνομα για Elaphomycetaceae . Pisolithus tinctorius , η οποία ιστορικά
καταναλωθεί σε τμήματα της Γερμανίας , είναι μερικές φορές ονομάζεται "Bohemian τρούφα». [3]
Εξόρυξη
Εκπαιδευμένοι χοίρων στο Gignac, Lot , Γαλλία
Εκπαιδευμένοι σκυλί στο Μονς, Var , Γαλλία Δείτε επίσης τρούφα γουρούνι . τρούφα γουρούνι
σκύλος τρούφα
Έντονη αίσθηση της όσφρησης
Έντονη αίσθηση της όσφρησης
Έμφυτη ικανότητα να οσφραίνομαι τρούφες
Πρέπει να εκπαιδευτεί
Την τάση να τρώνε τρούφες αφού διαπίστωσε Ευκολότερο να ελεγχθούν
Φυσική τρούφα-αναζήτηση του θηλυκού χοίρου, καθώς και τη συνήθη πρόθεση της για να φάει την τρούφα, οφείλεται σε μια ένωση εντός της τρούφας παρόμοια με androstenol , το φύλο φερομόνη της γενετήσιας σάλιο, με την οποία η χοιρομητέρα είναι έντονα έλκονται. Στην Ιταλία , η χρήση του χοίρου για να κυνηγήσουν τρούφες έχει απαγορευθεί από το 1985, λόγω των ζημιών που προκαλούνται από τα ζώα στον τρούφα του μυκήλια κατά τη διάρκεια της εκσκαφής που έπεσε ο ρυθμός παραγωγής της περιοχής εδώ και μερικά χρόνια.
Πτητικά συστατικά
«Η Χημεία της Τρούφες, το πιο ακριβό φαγητό στον κόσμο" , Sarah Everts, CEN σε απευθείας σύνδεση
Τα πτητικά συστατικά υπεύθυνα για το φυσικό άρωμα της τρούφας που απελευθερώνεται από το μυκήλιο, το σώμα καρποφορία ή προέρχονται από τρούφα που σχετίζονται με τα μικρόβια . Η χημική οικολογία των πτητικών τρούφας είναι πολύπλοκη, αλληλεπιδρώντας με τα φυτά, τα έντομα και τα θηλαστικά, τα οποία συμβάλλουν στην σπορίων διασπορά. Ανάλογα με το είδος τρούφας, τον κύκλο ζωής ή την τοποθεσία, αυτά είναι κυρίως:
Θείο πτητικά , οι οποίες εμφανίζονται σε όλα τα είδη τρούφας, όπως διμεθυλο μονο- (DMS), δι- (DMDS) και τρι- (DMTS) σουλφίδια, καθώς και 2-μεθυλο-4,5διυδροθειοφαινίου, χαρακτηριστικό της λευκή τρούφα T. borchii και δις (μεθυλοθειο) μεθάνιο που συμβαίνουν σε όλα τα είδη, αλλά ως επί το πλείστον χαρακτηριστικό της λευκής τρούφας T. magnatum. Μερικά από τα πολύ αρωματικά λευκά τρούφες είναι κυρίως πικάντικη, ακόμη και ερεθίζει το μάτι όταν κοπεί ή σε φέτες. Οι μεταβολίτες των μη θείο αμινοξύ συστατικά (απλή και διακλαδισμένης αλύσου υδρογονάνθρακες ) όπως αιθυλένιο (που παράγεται από μυκήλια του λευκού τρούφες επηρεάζουν την αρχιτεκτονική ρίζα του δέντρου υποδοχής), καθώς και 2μεθυλβουτανάλη, 2-μεθυλπροπανάλη και 2-φαινυλαιθανόλη (επίσης κοινά σε ζύμη αρτοποιίας). Λιπαρό οξύ προερχόμενη πτητικά (C8-αλκοόλες και αλδεΰδες με χαρακτηριστική οσμή μυκητιασική, όπως 1-οκτεν-3-όλη και 2-οκτενάλη). Η πρώτη προέρχεται από το λινελαϊκό οξύ , και παράγεται από ώριμα λευκή τρούφα T. borchii.
Ένας αριθμός ειδών και ποικιλιών τρούφας διαφοροποιούνται με βάση την σχετική περιεχόμενα ή απουσία τους σουλφίδια , αιθέρες ή αλκοόλες , αντίστοιχα. Το ιδρωμένο-μοσχοβολιστή άρωμα του τρούφες είναι παρόμοια με εκείνη της φερομόνης androstenol που εμφανίζεται επίσης σε ανθρώπους. [40] Από το 2010 , τα πτητικά προφίλ των επτά μαύρο και άσπρο έξι είδη τρούφας έχουν μελετηθεί. [41]
Μαγειρική χρήση
Λάδι τρούφας (ελαιόλαδο με Tuber melanosporum).
Λόγω της υψηλής τιμής τους [42] και πικάντικο άρωμά τους, οι τρούφες χρησιμοποιούνται με φειδώ. Προμήθειες μπορούν να βρεθούν στο εμπόριο ως ανόθευτη φρέσκα προϊόντα ή διατηρημένα, συνήθως σε μια ελαφριά άλμη . Οι άσπρες τρούφες γενικά σερβίρονται ωμά, και ξυρισμένο πάνω στον ατμό βουτυρωμένα ζυμαρικά , σαλάτες , ή τηγανητά αυγά . Λευκό ή μαύρο χαρτί-λεπτές φέτες τρούφας μπορεί να εισαχθεί σε κρέατα , κάτω από το δέρμα της ψητά πουλερικά , το φουά γκρα παρασκευασμάτων, σε πατέ , ή σε επιμέρους στοιχείων . Ορισμένα ειδικότητας τυριά περιέχουν τρούφες, όπως καλά. Η γεύση της μαύρης τρούφας είναι πολύ λιγότερο πικάντικη και πιο εκλεπτυσμένη από εκείνη του λευκού τρούφες. έντονη γεύση τους είναι συχνά περιγράφεται ως σιροπιαστά γλυκά. Μαύρη τρούφα, επίσης, χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τρούφας αλάτι και τρούφα μέλι. Ενώ στο παρελθόν σεφ που χρησιμοποιούνται για την φλούδα τρούφες, στη σύγχρονη εποχή, τα περισσότερα εστιατόρια βουρτσίστε το τρούφας προσεκτικά και ξύρισμα αυτό ή ζάρια με το δέρμα για έτσι ώστε να αξιοποιήσουν στο έπακρο αυτό το πολύτιμο συστατικό. Λίγα εστιατόρια στην Ελβετία εξακολουθούν να εξαλείψουμε κυκλικούς δίσκους της τρούφας σάρκα και χρησιμοποιήστε τα δέρματα για σάλτσες. Λάδι τρούφας Κύριο άρθρο: λάδι τρούφας
Λάδι τρούφας χρησιμοποιείται ως χαμηλότερου κόστους και βολική υποκατάστατο της τρούφας, να παρέχουν αρωματικά, ή για να ενισχυθεί η γεύση και το άρωμα του τρούφες στο μαγείρεμα. Πιο «λάδι τρούφας», ωστόσο, δεν περιέχει τρούφες. [43] Η συντριπτική πλειοψηφία είναι το ελαιόλαδο το οποίο έχει τεχνητά αρωματισμένο χρησιμοποιώντας ένα συνθετικό παράγοντα, όπως 2,4-dithiapentane . [43] Τρούφα βότκα Κύριο άρθρο: τρούφας βότκα
Το μεγαλύτερο μέρος του πετρελαίου τρούφας στην αγορά γίνεται με ένα συνθετικό συστατικό, όπως και πολλά άλλα προϊόντα τρούφας. Ωστόσο, το αλκοόλ χρησιμοποιείται τώρα για να φέρει το άρωμα τρούφας χωρίς την ανάγκη για συνθετικά αρωματικά. Η πρώτη βότκα τρούφα , Μαύρο Moth βότκα, είναι ένα φυσικό βότκα εμποτισμένη με μαύρες τρούφες Périgord (Tuber melanosporum). Παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιείται κυρίως ως ένα πνεύμα από μόνη της και να αναμειγνύεται σε μια σειρά από κοκτέιλ , τρούφας βότκα χρησιμοποιείται επίσης από διάφορες σεφ σε πιάτα γεύση από την εξάτμιση του αλκοόλ μέσω μαγείρεμα διατηρώντας το άρωμα τρούφας.
High Art, Haute Cuisine and Grand Architecture in Old Paris T’s contributing editor Maura Egan rediscovered the 16th Arrondissement on a recent trip to Paris.
Palais de TokyoCredit Somehow I often end up in Paris in late summer. Most people detest this time of year in the city, when all the locals have fled to the south and the streets are clogged with tourists — plus there’s no air conditioning. So on a recent visit, I decided to avoid the crowds by stationing myself in the remote 16th Arrondissement, which has always been known as a rather snoozy, buttoned-up neighborhood. It’s old Paris. But as so much of the city gets Brooklynized with the requisite artisanal cocktail bars and food trucks, it’s easy to long for this old Paris — the Beaux Arts architecture, the wide tree-lined avenues and the old Gallic ladies shopping at Marche du Pont de l’Alma, one of the best (biggest) food markets stocked with everything from oysters (fresh from Brittany) to colorful West African textiles. Here, a few reasons to escape to the 16th this time of year.
Palais de Tokyo: contemporary art While the city’s contemporary gallery scene is decentralized and a bit lacking, the program at Palais de Tokyo always feels of the moment. Currently on exhibit: a show by Korakrit Arunanondchai, the Bangkok-born, RISD-educated art star who works in a diverse range of media (he’s used his own body as a paintbrush) to investigate the intersection of pop culture and technology. There’s also a new installation by the Norwegian video artist Jesper Just, who wowed audiences at the Venice Bienniale in 2013 with “Intercourse,” a haunting film about architecture, cultural dislocation and memory.
A beef dish at Restaurant Pages, a bistro run by chef Ryuji Teshima.Credit Photos by Rina Nurra
Astrance: haute cuisine The brainchild of culinary master Pascal Barbot, Astrance is French haute cuisine at its finest. Perhaps that’s why it’s next to impossible to get a reservation. Not to mention that it keeps very French hours: It’s only open Tuesday through Friday. But hey, it’s August and last-minute cancellations do happen. It’s worth a try. Barbot offers up ethereal dishes that draw on Asian ingredients like lobster tail in a spicy peanut sauce and miso-marinated eggplant. 4 Rue Beethoven, 75116, 011-33-1-4050-8440.
The Telegraph http://www.telegraph.co.uk/foodanddrink/6175313/Forget-French-food-simple-British-pubgrub-is-the-new-haute-cuisine.html
Forget French food: simple British pub grub is the new haute cuisine Britain has an unfair reputation abroad for poor restaurant cuisine, says Rose Prince, who believes that we have worshipped at the high altar of French gastronomy for too long.
Rose Prince believes Britain has an unfair reputation abroad for poor restaurant cuisine 9:50PM BST 11 Sep 2009 Comment On a warm, late summer's evening a couple of weeks ago I took a walk along a treelined boulevard, accompanied by my husband and our spaniel, Billy. We went on to spend a happy evening together in a local restaurant, devouring an excellent veal chop, grilled but still deliciously pink inside, with a bowl of cleanly crisp pomme frites and a bottle of good red Bordeaux. Billy, welcomed warmly by a highly professional team of waiting staff, sat under the table accepting spoiling little morsels of chop. My perfect evening may sound as if it took place in France. It should have happened in France, but it didn't. We were here, in Britain, eating at a newly refurbished pub in Battersea, south London. Twenty years ago you could head into any French village and eat similarly lovingly prepared food. You would be met by Madame in a spotless apron, who would not always smile but she'd make sure you were beautifully looked after. You ate favourite French provincial dishes from the menu terroir, made using locally produced ingredients, and drank inexpensive wines. Not so now. British travellers in France complain that the food in local restaurants and bistros is often expensive and poor quality, and the service, at best, unsmiling – at worst, downright insulting. And now, war has been declared. The editor of The Good Food Guide, published this week, may
well have to take her holidays somewhere other than France for a while. "I have just come back from France and I spent the whole time wondering why it is that Britain has a reputation for poor restaurant food," said Elizabeth Carter. "France's restaurant scene is in crisis, but Britain's goes from strength to strength." Since the 1950s France has had the reputation of being at the centre of world gastronomy. But Britain has been catching up, albeit at a snailish pace and today good-food pubs (I abhor the term gastropub; it says guts and innards to me, not good food) where the emphasis is on local ingredients, simply cooked, and offering friendly service, abound. OK, a lot of our pub waiters are Australian, but who cares who gets the job when a meal comes with enthusiastic charm? A good restaurant scene begins with a restaurant being open more often than it is shut. Read a French restaurant guide and check the small print. "Fermé Dimanche" is a good one – what kind of serious place shuts for Sunday lunch? Another favourite: "Fermé Aout'' (yep – shut for the holiday season). I once read an entry stating that a restaurant was "Fermé Lundi-Mardi, Mercredi soir et Samedi déjeuner". It may as well have said: "Let's not open at all!" I remember one miserable evening in Laguiole, a market town in Aubrac, desperately rapping on the doors of the high street's restaurants at 8pm after a long day. Eventually, one allowed us in for a green salad and a piece of old ammonia-scented Brie – probably only because the maître d' had seen the murderous look in my fraught eyes. France's labour laws and short working week have crippled the restaurant business. In capitalist, 24-7, no-job-is-too-secure Britain, restaurants rarely shut. Pubs have to open, and have to serve food now that the smoking ban and overtaxed booze give them little other reason to exist. The lack of confidence in our own ability is our fault. We have worshipped too fervently at the high altar of French gastronomy. What's more, we fawn over British chefs cooking high-end "Frenchified" cuisine. While The Good Food Guide has a go at the French, it gives its highest accolades to Heston Blumenthal, Gordon Ramsay, Raymond Blanc and Marcus Wareing, four chefs who idolise the Michelin Guide, a French institution, and all of whom are desperate to hold on to their Michelin stars. Enough, I say. The French-born Michelin Guide, which has been issuing stars for cooking since 1926, has been dictating to British restaurants for too long. Multiple stars are awarded for theatre, not food. In addition to starters, main courses and puddings, the meal is punctuated with irritating, dainty amuse-bouches, "bites" that add hours of waiting to the whole palaver. British restaurant-goers, forever being told how rubbish we are at cooking, went along with this stupid charade until a few chefs broke away in the late Eighties and showed us some honest food, prepared without fuss from seasonal, top-quality ingredients. These chefs, who include Rowley Leigh, Alastair Little, Simon Hopkinson, Ruth Rogers and Rose Gray, Sally Clarke, Stephen Bull, Fergus Henderson, Jeremy Lee, Richard Corrigan and the many hundreds of their former staff now running good restaurants, secretly couldn't give a stuff if they get a Michelin star or not. They thrive on word of mouth, good newspaper reviews and being part of a free, competitive marketplace. Paradoxically, while French children learn – likely as part of their school
curriculum – that the English can't cook, the tables of Rowley Leigh and co fill with admiring French ex-pats who know how well we cook. I don't believe that French-style, fine-dining gastronomy sits well with British chefs. They seem always to be trying too hard, like overdressed generals in a banana republic. Too much frogging, if you will please permit the pun. What we are truly good at comes lower down in The Good Food Guide's list, the suburban or out-oftown inns, cafés and informal restaurants where the budget is spent on specialist ingredients and is not sunk into interior design or on funding an outrageous wine list to please Michelin. They may not yet pepper the ground but the GFG maps show you are never far from a decent hostelry, where the chef seeks out locally reared beef, bakes his or her own bread and buys bluish-red, ripe-to-bursting raspberries from a local market garden. There are signs of reverse osmosis. British chefs pick up a copy of Elizabeth David's French Provincial Cooking and bring the great years of French cuisine to life in their own kitchen – then take it back to France. Harry Lester, co-owner of the excellent Anchor and Hope in London, has moved to the Auvergne, where he now runs the Auberge de Chassignolles. Here you can eat a tart overflowing with cèpes or put away a dish of young leeks in sauce gribiche; choose between a pot au feu or a gigot, the latter cooked for seven hours, then finish with a pot au chocolat. All from a prix-fixe menu at just over 24 euros. Remind you of anything? Yes! It was that wonderful trip to France you took in the 1980s. And yes, you guessed it, Harry's tables, with their blue-checked tablecloths, are packed with impressed locals. I sense a new French trend in cooking. It's called waking up and smelling the real thing. Likewise, the best good-value, no-fuss French bistro food I have eaten recently is in Britain. I urge you to try the home-counties-born-and-bred Galvin brothers' Bistro de Luxe in Baker Street, or Wild Honey near Hanover Square, where Anthony Demetre, another English chef (Greek granny), makes perfect bouillabaisse and takes it to the table in a copper pot. And, as one letter to this newspaper pointed out this week, the best genuine French restaurants may even be here. Among my favourites is Germain Maquis's Clos du Marquis in Hampshire. The restaurant scene in Britain is competitive. In France it is the food equivalent of old British Leyland autos: beset with tradition, bad design and union trouble. They live in the land of badly cooked, canned gastropods. Our country is dotted with gastropubs. But when it is supper time and I am hungry, I know where I'd rather be. • Read Rose Prince on guilt-free yellowtail tuna in Weekend.
Φαίη Ζήκα Επίκουρη Καθηγήτρια Φιλοσοφίας και Θεωρίας της Τέχνης Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών fzika@otenet.gr
Περίληψη
Ο κήπος είναι μια προσπάθεια οικείωσης της φύσης από τον άνθρωπο, πρακτική η οποία εγείρει αισθητικά και ηθικά ζητήματα. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Καντ περιέλαβε την αρχιτεκτονική των κήπων στις «καλές τέχνες», και συγκεκριμένα τις εικαστικές, ως «τέχνη της ωραίας διάταξης των προϊόντων της φύσης» η οποία στηρίζεται στην εξ αποστάσεως θέαση και απόλαυση. Όμως το γεγονός, τόσο θετικό για τον Καντ, ότι ο κήπος συνιστά συνδυασμό φύσης και τέχνης, μετατρέπει για τον Χέγκελ την κηπουρική ή τον σχεδιασμό κήπων σε «ατελή τέχνη», επειδή ακριβώς το έργο του νου «λασπώνεται» από την επαφή του με τη φύση. Αντίστοιχη διχογνωμία παρατηρείται στο χώρο της ηθικής: Από τη μια πλευρά, ο κήπος παρέχει ένα προστατευμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί να «καλλιεργηθεί» η σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Από την άλλη, αποτελεί μια βίαιη παρέμβαση και κυριαρχία στο φυσικό περιβάλλον, γεγονός που επισύρει την κριτική της περιβαλλοντικής ηθικής άποψης που τάσσεται υπέρ της «άγριας» ή αδιαμεσολάβητης φύσης. Η εργασία μου παρακολουθεί ορισμένες από τις διαμάχες που έχουν διατυπωθεί γύρω από τον κήπο με στόχο την ανάδειξή του αφενός ως καλλιτεχνική και αισθητική πρακτική αφετέρου ως μαθητεία και άσκηση μιας τέχνης του βίου.
Ανθρωποζώα και τέρατα στο έργο του Γιώργου Χειμωνά. Σοφία Βούλγαρη Ο θάνατος λοιπόν είναι ένα μαύρο πράγμα, μεγάλο όσο κι ο κόσμος, μπορεί και μεγαλύτερο κι έχει αντί για πρόσωπο στόμα. Κ.Α. Κάθε τέτοιος λόγος διαρρηγνύει τις βεβαιότητές μου. Εν δυνάμει θα μπορούσα να αποστερηθώ την ασφάλεια της οικογένειάς μου και να αφεθώ στην ελεύθερη ζωή που μου προτείνει ένας αγαπημένος. Ή αντίθετα στον φόβο της διάρρηξης ενισχύει την ανάγκη μου να προσφύγω σε τούτη την ασφάλεια. Επομένως ένας τέτοιος λόγος είτε θα με μεταμορφώσει από Ρομβισώνα σε μία δολοφόνο Είτε σε έναν απόλυτο μικροφασίστα (μικρής κλίμακας) Δημιουργεί ένα σχίσμα στην συνείδησή μου. Κάτι που θα μπορούσε να λεχθεί ως μια ελαφριά σχιζοφρένεια που διαμορφώνεται και έχω την ανάγκη μιας επίλυσης.
Θα ήθελα κάποια στιγμή μια απάντηση για την ενοχή της νεωτερικότητας. Πόσο και που δουλεύει η εμμονή του πρωτότυπη υλικού; Του διαφορετικού; Τι ενισχύει και με ποιόν εντέλει συνεργάζεται; Ποιόν εξυπηρετεί και ποιο είναι αυτό το καθεστώς που μας υποχρεώνει σε μια απριόρι αποδοχή ώστε να συγκαταλεγόμαστε στους προοδευτικούς; Πως η πρόοδος εξαρτάται από την πρωτοτυπία κι όχι την εξέλιξη, παραδείγματος χάρη; Ποιόν συμφέρουν οι ρωγμές; Ποια η φύση της ψυχανάλυσης; Πως γίνεται το μειωτικό συναίσθημα να χτυπάει πάντα στο φύλλο, την σεξουαλικότητα, το σώμα; Αναζητώντας στοιχεία για την γνησιότητα των ερωτημάτων μου συναντώ σειρές κειμένων, να λένε: «Περάστε λοιπόν από το μεσημέρι ως τα μεσάνυχτα από το αριστερό πεζοδρόμιο της Μονμάρτ – βλέπετε διευκρινίζω ποιό- και θα συναντήσετε είκοσι, τριάντα, σαράντα κορίτσια από δεκαπέντε μέχρι δεκαοχτώ χρονών – υπάρχουν και δωδεκάχρονες! – με ξέπλεκα μαλλιά, γυμνούς τους ώμους, προκλητικές, ξεδιάντροπες, να σας πιάνουν απ’ τον αγκώνα ή τον ώμο, κλείνοντάς σας το δρόμο και ξεστομίζοντας δυνατά λέξεις που θα ‘καναν κι ένα στρατιώτη να κοκκινίσει. Από πού έρχονται; Απ’ το περπάτημά τους είναι εύκολο να καταλάβεις. Βαδίζουν τεντώνοντας τα πόδια, καθώς τις ενοχλούν τα ψηλοτάκουνα μποτίνια που ακόμα δεν έχουν συνηθίσει και οι κορσέδες που πριν λίγο καιρό πρωτοφόρεσαν. Είναι τ’ αποβράσματα των πληβείων, που αποθρασυμμένα από την ατιμωρησιά κατέβηκαν στο Παρίσι.» Ο Ζορζ Γκριζόν περιγράφει το ίδιον των συνοικιών για τις οποίες ο Λοτρεαμόν : « Κάνοντας το συνηθισμένο μου περίπατο, περνούσα κάθε μέρα από ένα στενό δρόμο, και κάθε μέρα μια σβέλτη δεκάχρονη παιδούλα με παρακολουθούσε συνεσταλμένα από κάποια απόσταση, κοιτάζοντάς με με τα συμπαθητικά και περίεργα μάτια της (…)Μπορεί κάτω απ’ το άδολο περίβλημα να κρυβόταν η πονηριά, το βάρος των εκαοχτώ χρόνων και η σαγήνη του βίτσιου. Έχουμε δει γυναίκες που πουλούν τον έρωτα, ν’ αφήνουν τα βρετανικά νησιά και να περνούν κεφάτες το στενό. Κι όπως γυρόφερναν σαν χρυσά μελίσσια και λαμποκοπούσαν τα φτερά τους κάτω απ’ τα παρισινά φώτα, λέγατε βλέποντάς τες: «Μα αυτές είναι ακόμα παιδιά. Δεν πρέπει να’ ναι πάνω από δέκα, δώδεκα χρονών».Και στην πραγματικότητα ήταν είκοσι.» [Jean- Pierre Soulier: Lautreamont, Genie ou maladie mentale, Droz, 1964. «Δύο μελέτες για τον Λουτρεαμόν» Ρ. Βανεγκεμ – Φρ. Καραντεκ, μτφ Γ.Δ. Ιωαννίδης. Αντανάκλαση μιας διπλής τάσης. Μιας διαρκούς παλινδρόμησης ανάμεσα στην καθαρή βία και τη μεταρρυθμιστική ουτοπία. Οι κηλίδες αίματος μετατρέπονται σε κηλίδες μελανιού. Εξαφανίζεται κάθε αυθόρμητο, ενστικτώδες, ανεξέλεγκτο στοιχείο. Του θυμού, της πρόκλησης, του μίσους προς μια κοινωνία που την αισθανόμαστε πανίσχυρη, έναντι των
παθών που μας περικλείουν …όμως με μια αγνή πρωτόλεια ποιητική, κι όχι εκείνη την απεχθή ενός ίδιο ηδυπαθούς θυμικού. Τα σημάδια αυτής της πάλης , τον μετασχηματισμό των ασυνείδητων ορμών και την δύναμη να τους αφαιρεθεί κάθε περιεχόμενο, εσωστρεφές, γνήσιο. Ο ρυθμός μιας υποχώρησης του συγκεκριμένου μπροστά στις γενικεύσεις του αφηρημένου. Που μεταμορφώνει τα αυθόρμητα στοιχεία που εκπνέονται από ένα συγκεκριμένο συμβάν ως εμπειρία σε ένα επιτηδευμένο τέχνασμα το οποίο όμως θα εξυπηρετήσει μια διαλογική αυτονομία. Αλλά ας πάμε κάπου αλλού. Σ’ αυτές τις ρωγμές που διανοίγονται σε μια συνείδηση που αφήνει τα εν γενέσει και προσχωρεί σε επιτελεστικές πρακτικές συμπεριφοράς. Κι από αυτές τις ρωγμές ας διακρίνουμε εκείνες που εν τέλει είναι εικονικές προς έναν χώρο ελευθερίας. Δηλαδή υπονοούν έναν δυνάμει μετασχηματισμό. Διαταράσσουν το σύστημα ευπιστίας. Για το τι συμβαίνει εντέλει εκεί πίσω. Προκαλούν μια υπαναχώρηση. Μια ατελή νίκη. Όχι λόγω της δυσκολίας κατανόησης της ουσίας, όσο μιας εσωτερικής απόρριψης του περιεχομένου του δυνάμει. Οι διαβλέψεις δεν συγκροτούν μια υποφαινόμενη αξία ως θεμέλιο που να διεγείρει την ανθεκτικότητα, μια μέθοδο και οργάνωση ενάντια στην επιφάνεια της οποίας διανοίγουμε την ρωγμή. Αν αφεθούν ελεύθερα, τα άτομα έχουν την φυσική ικανότητα – για την ακρίβεια μια κλίσηνα επινοούν σχηματισμούς και κοινωνικούς που είναι και δίκαιοι και αποτελεσματικοί. Lautreamont (Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν, πραγματικό όνομα: Isidore Lucien Ducasse), (1846-1870): ο πρόδρομος του Υπερρεαλισμού. Καταραμένη ποίηση Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης περί τα 1846, από μια μάλλον ευκατάστατη οικογένεια. Το 1867 επιστρέφει στην Γαλλία με σκοπό να δώσει εξετάσεις στην Πολυτεχνική Σχολή και στη Σχολή Μεταλλειολόγων, έπειτα από ένα χρόνο εκδίδει 6 άσματα γραμμένα σε πεζό λόγο υπό τον τίτλο “Τα Άσματα του Μαλντορόρ” (“Chants de Maldoror”) με το ψευδώνυμο Κόμης του Λωτρεαμόν (πιθανό δάνειο απο το γαλλικό μυθιστόρημα “Λωτρεαμόν” του Eugène Sue). Το εν λόγω έργο δεν δημοσιεύτηκε στην Γαλλία ενόσω ζούσε ο ποιητής καθώς θεωρήθηκε ότι είχε προκλητικό περιεχόμενο (ο κεντρικός ήρωας- Μαλντορόρ- είναι ένας εγκληματίας που επιδιώκει να αποδείξει πως οι άνθρωποι είναι εν γένει κακοί και διακατέχονται απο αρρωστημένα πάθη). Το 1870 δημοσιεύει την δεύτερη ποιητική του συλλογή “Poésies” (“Ποιήματα”) που έμελλε να είναι και η τελευταία καθώς πεθαίνει το ίδιο έτος σε ηλικία 24 ετών, μάλλον από κάποια μολυσματική αρρώστια. Το έργο του Lautreamont έγινε ευρέως γνωστό το 1885, όταν ο Max Waller το δημοσίευσε και επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τους υπερρεαλιστές της εποχής. “Γέρο ωκεανέ” ( απόσπασμα από “Τα Άσματα του Μαλντορόρ”) Γέρο-ωκεανέ, το σύμβολο της απαραλλαξίας είσαι: για πάντα ίδιος με τον εαυτό σου. Δεν αλλάζεις μ’ έναν τρόπο ουσιαστικό κι αν τα κύματά σου σε κάποιαν άκρη μανιάζουν, σε μιαν άλλη, λιγάκι πιο πέρα, την πιο τέλεια γαλήνη παρουσιάζουν. Δεν είσαι σαν τον άνθρωπο εσύ, που σταματάει στο δρόμο να χαζέψει δυο σκυλιά που απ’ το σβέρκο αρπαχτήκαν, μα δε σταματά όταν περνά μια κηδεία, που το πρωί στα κέφια του είναι και το βράδυ κατσούφης, που γελάει σήμερα κι αύριο κλαίει. Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ ! Γέροωκεανέ, τα νερά σου πικρά είναι. Έχουν την ίδια γεύση με τη χολή που διυλίζει η κριτική για τις καλές τέχνες, για τις επιστήμες, για όλα. Αν κάποιος έχει ταλέντο, ηλίθιο τον βγάζουν, αν κάποιος όμορφη κορμοστασιά έχει, φριχτός καμπούρης γίνεται. Σίγουρα, πολύ πάνω στον
άνθρωπο οι ατέλειές του θα πρέπει να βαραίνουν για να τις κρίνει έτσι, κι ας φταίει ο ίδιος για τα τρία τέταρτα απ’ αυτές ! Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ ! …Πες μου, λοιπόν, αν είσαι συ το λημέρι του πρίγκιπα του σκότους. Πες το μου… πες το μου, ωκεανέ ( μονάχα σε μένα, για να μη λυπήσεις αυτούς που μέχρι τώρα άλλο από αυταπάτες δε γνώρισαν), κι αν αυτό που ξεσηκώνει τις θύελλες και τ’αλμυρά σου νερά ψηλά μέχρι τα σύννεφα εξακοντίζει η ανάσα του Σατανά είναι. Να μου το πεις πρέπει γιατί χαρά μεγάλη θα μου δώσει να μάθω πως τόσο κοντά στον άνθρωπο η κόλαση είναι. Αυτή τη στροφή με τούτη την παράκληση να τελειώσω θα ’θελα. Γι αυτό, για ακόμη μια φορά, να σε χαιρετήσω και ν’ αποχαιρετήσω θέλω! Γέρο-ωκεανέ, με τα κρυστάλλινα κύματα… Απ’ τα πολλά δάκρυα τα μάτια μου μουλιάζουν και να συνεχίσω δύναμη δε μου μένει, γιατί το νιώθω πως έφτασε η στιγμή κοντά στους ανθρώπους με το κτηνώδικο πρόσωπο να γυρίσω, όμως… κουράγιο ! Μια μεγάλη προσπάθεια ας κάνουμε και, με συναίσθηση του καθήκοντος, στη μοίρα μας επάνω σε τούτη τη γη ας ανταποκριθούμε. Σε χαιρετώ, γέρο-ωκεανέ. Πηγή: http://frapress.gr/2014/11/katarameni-piisi-meros-1o/ 11/10/16 Το όνειρο της Λήδας Μπαίνω σε ένα αμφιθέατρο, να κάνω ένα και μοναδικό μάθημα. Γύρω μου οι φοιτητές. Ανοίγω την τσάντα μου, τακτοποιώ δύο τρία προσωπικά αντικείμενα και ξεκινάω, χωρίς καμία εισαγωγή. Τώρα θα μάθουμε να μοιραζόμαστε το μυστικό. Δύο από τους φοιτητές που είναι κοντά μου μεταφέρουν «το μυστικό». Στο τέλος του μαθήματος η Λήδα φαντάζεται πως θα έκλεινα με την προτροπή και τώρα ας φωνάξουμε όλοι μαζί «το μυστικό». Και το μάθημα είναι ένα και μοναδικό σε κάθε τμήμα του πανεπιστημίου. Σαν την παρουσίαση ενός μάγου.
Χρυσός και μολύβι. Ένα πέτρωμα και ένα χημικό συστατικό. Έχουν την ίδια υφή.
12/10/16 Ξύπνησα με μια σκέψη Τοπιογράφοι: Ένα ‘εργαστήριο’ στο άκτιστο. Τι θεϊκή αίσθηση. …όπου αξία αποκτά η πρόθεση (δυστυχώς δεν θυμάμαι πια μιας και δεν το σημείωσα με το που επέστρεψα από την βόλτα.) Η πρόθεση που τοποθετείται ως σημείο εκεί. Και δυνάμει μπορεί να δημιουργηθεί ένα κτίσμα που θα παράγει την πνοή της πρόθεσης ως μια κατάσταση per formative.
Δημιουργείται η υπόσχεση. Το τάμα.
Μπορεί για τον μαρκήσιο ντε Σαντ να έχουμε μόνο κάποια κάλπικα πορτραίτα, αλλά έχουμε ένα πολύ συγκεκριμένο έργο:
Μαρκήσιος ντε Σαντ: Μια τερατώδης όρεξη... http://www.iefimerida.gr/news/59638/%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%AE%CF%83 %CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BD%CF%84%CE%B5-%CF%83%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8E%CE%B4%CE%B7%CF%82%CF%8C%CF%81%CE%B5%CE%BE%CE%B7
Έζησε έναν από τους πλέον πολυτάραχους βίους του αιώνα του. Γόνος οικογένειας με βαθιές ρίζες στην αριστοκρατία της νότιας Γαλλίας, σπούδασε σε μία από τις αυστηρότερες στρατιωτικές ακαδημίες εκείνης της εποχής, πολέμησε, τιμήθηκε για τα ανδραγαθήματά του, ταξίδεψε, προξένησε σεξουαλικά και άλλα σκάνδαλα, διώχθηκε από τις αρχές και κρατήθηκε, αρχικά σε φυλακή κι έπειτα σε άσυλο φρενοβλαβών, κυρίως λόγω της πεθεράς του που τον απεχθανόταν και ήθελε να τον εξαλείψει από προσώπου γης, κάτι που πέτυχε και λόγω των διασυνδέσεών της με το παλάτι. Το όνομα αυτού: Μαρκήσιος ντε Σαντ (1740-1814). Έγραψε χιλιάδες σελίδες συγκλονιστικής λογοτεχνίας, γεμάτες φιλοσοφικό στοχασμό, αστείρευτο χιούμορ, θάνατο και μπαρόκ όργια μοναδικής ομορφιάς και λεπτομερούς περιγραφής. Και εν τω μέσω όλων αυτών λουκούλλεια γεύματα και δείπνα που λάμβαναν χώρα σε απροσπέλαστα κάστρα, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, μέσα σε πυκνά δάση, απόκρημνες οροσειρές και απάτητα εδάφη. Μια ακόρεστη, τερατώδη όρεξη, σε ανάλογα τερατώδεις χαρακτήρες παρελαύνει μπροστά από τον φαντασιακό οφθαλμό του αναγνώστη, τροφοδοτώντας τον με ό,τι πιο ακραίο και άγριο μπορεί να προσφέρει ο ανθρώπινος νους. Κι εδώ έχουμε ένα: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ-ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗ ΦΙΛΗ ΤΟΥ ΚΟΝΣΤΑΝΣ: από το έργο του με τίτλο: Ζυστίν ή οι δυστυχίες της αρετής. Και σε pdf μεταφρασμένο στα ελληνικά: http://www.nnet.gr/downloads/PagesFrom-deSade-justine.pdf
Πρόκειται για την ηθοποιό Μαρί- Κονστάνς Κενέ (Marie – Constance Quesnet), με την οποία ο Σαντ διατηρούσε σχέσεις από το 1790 μέχρι και το θάνατό του. Ναι, Κονστάνς, σε σένα απευθύνω αυτό το έργο. Παράδειγμα λαμπρό και συνάμα τιμή για το φύλο σου, συνδυασμός της πιο ευαίσθητης ψυχής με το πιο δίκαιο και φωτισμένο πνεύμα, εσύ μόνο δικαιούσαι να γνωρίσεις την απαλότητα των δακρύων που γεννά η ταλανισμένη αρετή. Είμαι σίγουρος ότι εσύ που αποστρέφεσαι τα σοφίσματα της ελευθεριότητας και της αθρησκίας, που τα αντιμάχεσαι αδιάλειπτα με τις πράξεις και τα λόγια σου, δεν θα πτοηθείς από όσα τέτοια επιβάλλει αναγκαστικά, σ’ αυτά τα Απομνημονεύματα, το είδος των προσώπων που συνέθεσα. Ούτε ο κυνισμός ορισμένων περιγραφών (που παρά ταύτα μετριάστηκαν όσο ήταν δυνατόν) θα σε τρομάξει επιπλέον. Η φαυλότητα είναι αυτή που, φο- βούμενη μήπως αποκαλυφθεί, φωνάζει για σκάνδαλα μόλις δεχθεί επίθεση. Η δίκη του Ταρτούφου έγινε από θρησκόληπτους. Εκείνη της Ζυστίν θα είναι έργο των ελευθέριων, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό. Γνωρίζω όμως ότι τα κίνητρά μου, μόλις τα αποκαλύψεις, δεν πρόκειται να αποδοκιμαστούν από κανέναν. Η γνώμη σου αρκεί για να με δοξάσει, και οφείλω, εφόσον θα έχω τύχει της δικής σου εύνοιας, να αποκτήσω και την καθολική εύνοια ή να υπομείνω τις κάθε είδους λογοκρισίες. Το να παρουσιάζεις όμως τη φαυλότητα να θριαμβεύει παντού και την αρετή να θυσιάζεται στο βωμό των ίδιων των αρχών της, το να δείχνεις μια δύστυχη να παραδέρνει από βάσανο σε βάσανο, να γίνεται άθυρμα της ανοσιουργίας, χλεύασμα των ακόλαστων, στόχος των πιο βάρβαρων και τερατωδών ορέξεων, παραζαλισμένη από τα πιο τολμηρά και ευλογοφανή σοφίσματα, λεία της πιο πανούργας σαγήνης, των πιο ακαταμάχητων εκμαυλισμών, μην έχοντας κάτι άλλο να αντιτάξει στις τόσες δυστυχίες και συμφορές, μη διαθέτοντας άλλη δύναμη για να αποκρούσει την τόση διαφθορά, παρά μόνο μια ευαίσθητη ψυχή, ενδιάθετο πνεύμα και πολύ κουράγιο, κοντολογίς, το να αποτολμάς τις πιο παρακινδυνευμένες περιγραφές, να εκθέτεις τις πιο ασυνήθιστες καταστάσεις, να διατυπώνεις τα πιο φοβερά αξιώματα, να προσθέτεις τις πιο έντονες πινελιές, με μοναδικό σκοπό να αντλήσεις απ’ όλα αυτά ένα από τα σπουδαιότερα μαθήματα ηθικής που έχει δεχτεί ποτέ άνθρωπος – σημαίνει, και όλοι θα συμφωνήσουν σ’ αυτό, ότι φτάνεις στο στόχο σου ακολουθώντας ένα μονοπάτι που ελάχιστοι μέχρι σήμερα έχουν περπατήσει.
Απώτερος στόχος αυτού του μυθιστορήματος (όχι και τόσο μυθιστόρημα όσο θα πίστευε κανείς) είναι κάτι αναμφίβολα καινοφανές. Η κυριαρχία της αρετής επί της φαυλότητας, η ανταμοιβή του αγαθού, η καταδίκη του κακού – ιδού η συνήθης εξέλιξη όλων των έργων αυτού του είδους, η οποία δεν μας είναι διόλου άγνωστη! Πέτυχα, άραγε, Κονστάνς; Αρκεί ένα δάκρυ των ματιών σου για να επιβεβαιώσει το θρίαμβό μου; Όταν θα έχεις διαβάσει τη Ζυστίν απνευστί, θα πεις άραγε: «Ω, πόσο περήφανη για την αγάπη μου προς την αρετή με κάνουν αυτές οι απεικονίσεις του εγκλήματος! Πόσο μεγαλειώδης είναι μέσα στα δάκρυά της! Πόσο την εξωραΐζουν οι δυστυχίες!». Ω Κονστάνς! Είθε να ξεστομίσεις αυτά τα λόγια και οι προσπάθειές μου να στεφθούν με επιτυχία.
Marquis de Sade - Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ 28.11.2014
Το εικονοκλαστικό έργο του Μαρκήσιου ντε Σαντ ανοίγει μαύρες τρύπες στο ψεύτικο φωτοστέφανο που σφετερίζεται το άτομο στην αστική κοινωνία. Φέρνοντας στην επιφάνεια τα αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία του ασυνείδητου, τάραξε με την "πορνογραφική" του επιφάνεια όλες τις κοινωνίες κι όλα τα καθεστώτα από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ως τις μέρες μας. Το "λογικό" μέγεθος και το σαρκαστικό χιούμορ που διανθίζει τις θεωρητικές αναλύσεις και τις τολμηρές σκηνές της "Φιλοσοφίας στο μπουντουάρ" κάνει το μυθιστόρημα αυτό το πιο ευανάγνωστο από τα έργα του "θείου" Μαρκήσιου.
Σ' αυτό το σύγχρονο "Συμπόσιο", όπου το ρόλο της Διοτίμας παίζει ο φοβερός ακόλαστος και δεινός φιλόσοφος Ντολμανσέ, ένα νεαρό μέλος της γαλλικής αριστοκρατίας μόλις βγαλμένο από το παρθεναγωγείο μυείται στη θεωρία και την πράξη της ανατρεπτικής σαδικής κοσμοαντίληψης.
Gaston Smith «La philosophie dans le boudoir» de Sade, publiée autour de 1925
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥΣ «Ηδονιστές όλων των ηλικιών, όλων των φυλών, σε σας και μόνο προσφέρω αυτό το έργο. Τραφείτε με τις αρχές του: ευνοούν τα πάθη σας, πάθη για τα οποία σας
φοβερίζουν οι πεζοί ηθικολόγοι, πάθη που δεν είναι, ωστόσο, παρά τα μέσα που χρησιμοποιεί η Φύση για να οδηγήσει τον άνθρωπο προς τους σκοπούς που του προδιαγράφει. Δώστε αυτί μονάχα σ΄αυτές τις γλυκές παρορμήσεις, γιατί μόνο η δική τους φωνή μπορεί να σας οδηγήσει στην ευτυχία. Γυναίκες λάγνες, κάνετε πρότυπο σας την ηδονική Σαιντ-Ανζ. Ακολουθώντας το παράδειγμα της αδιαφορήστε για κάθε τι που εναντιώνεται στους θείους νόμους της ηδονής με τους οποίους ήταν δεμένη σ' ολόκληρη τη ζωή της. Εσείς, νεαρές παρθένες, που τόσο καιρό σας χαλιναγωγουσαν τα παράλογα και επικίνδυνα δεσμά μιας φανταστικής Αρετής και μιας αηδιαστικής θρησκείας, μιμηθείτε τη φλογερή Ευγενία. Βιαστείτε να καταστρέψετε τις γελοίες συνταγές με τις οποίες σας εμπότισαν ηλίθιοι γονείς». Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου
Gaston Smith «La philosophie dans le boudoir» de Sade, publiée autour de 1925
Οι παραδοσιακές αξίες και ο οξυδερκής κύριος Ντε Σαντ σήμερα Από τον Δήμο Μαρουδή Μαρκήσιος ντε Σάντ Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ μτφρ.: Βασίλης Καλλιπολίτης εκδόσεις Εξάντας Το μυθιστόρημα "Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ" είναι ένα βιβλίο καθ' όλα προκλητικό. Ο συγγραφέας, ο μαρκήσιος Ντε Σαντ (marquis de Sade), μέσα από την περιγραφή ενός σεξουαλικού οργίου καταφέρεται εναντίον των περισσότερων θεμελιακών αξιών του δυτικού πολιτισμού, ασκώντας σ' αυτές μια οξυδερκή κριτική και τελικά απορρίπτοντάς τες.
Λίγα λόγια για την υπόθεση του βιβλίου: Κάποια άτομα της υψηλής γαλλικής κοινωνίας συναντιούνται σ' έναν συγκεκριμένο χώρο, με σκοπό ν' ανταλλάξουν απόψεις αλλά και για να χαρούν, από κοινού, τις χαρές του έρωτα. Καταφτάνει, επίσης, εκεί και μια νέα κοπέλα, η Ευγενία, την οποία οι αριστοκράτες θα θελήσουν να διδάξουν και να νουθετήσουν, αλλά και να μυήσουν στα μυστήρια της ερωτικής απόλαυσης - πράγμα που γίνεται. Αφού κυλήσει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου μέσω σεξουαλικών οργίων και εστετίστικων συζητήσεων -στο μεγαλύτερο μέρος τους συνιστούν νουθεσίες και συμβουλές προς την νεαρή Ευγενία- ο Ντε Σαντ παραθέτει ένα εκτενές κείμενο, το οποίο τιτλοφορεί "Αλλη μια προσπάθεια, Γάλλοι, για να γίνετε δημοκράτες". Το κείμενο αυτό συνιστά προκήρυξη επιδεξιότατα γραμμένη, η οποία καταφέρεται ενάντια στις κεντρικές αξίες που θεμελιώνουν τον δυτικό πολιτισμό -όπως είναι η απαγόρευση του φόνου, της κλοπής ή της βιαιοπραγίας- από τη σκοπιά του ηδονισμού και, φαινομενικά τουλάχιστον, του αμοραλισμού. Τούτο το ευφυέστατο κείμενο ακολουθεί η κορύφωση του σεξουαλικού οργίου των αριστοκρατών, σε συνδυασμό με μια πράξη ακραίας βιαιότητας απέναντι στη μητέρα της νεαρής Ευγενίας, η οποία έχει έλθει για να βρει την κόρη της.
Gaston Smith «La philosophie dans le boudoir» de Sade, publiée autour de 1925 Την εκμηδενιστική κριτική του απέναντι στις πολιτισμικές αξίες την ασκεί ο Ντε Σαντ από τη σκοπιά των επιταγών της Φύσης και πάντοτε σύμφωνα με ό,τι είναι γι' αυτόν τον ίδιο κατ' ουσίαν ορθό: «Αν η νόηση διαπιστώσει ότι η ηθική στερεί από κάποιον πολύ περισσότερη υπαρξιακή ικανοποίηση απ' όση του δίνει η κοινωνική συμβίωση, τότε τον παρακινεί ν' αποφασίσει το έγκλημα» (Παναγιώτης Κονδύλης, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, τόμος Β', σ. 196). «Ο εγκληματίας δεν είναι κάποιος τυφλός και ακαταλόγιστος φαυλόβιος, αλλά δρα ψυχρά και ορθολογικά, όταν αυτό φαίνεται αναγκαίο» (στο ίδιο, σ. 196) . Επίσης, «ο Ντε Σαντ φαίνεται να αποδέχεται την ύπαρξη Θεού, για να την οδηγήσει ad absurdum - αφού ακριβώς η επίκληση ενός τέτοιου Θεού θα εμφάνιζε το έγκλημα ως θεοθέλητη πράξη: αλλιώς θα ήταν ανεξήγητος ο τόσο σημαντικός ρόλος του τελευταίου σε τούτον τον "κόσμο του Θεού". Ο εγκληματίας τού Ντε Σαντ δεν εξεγείρεται ενάντια σ' έναν ανύπαρκτο Θεό, αλλά ενάντια στην πλασματική, βέβαια, αλλά εξαιρετικά δραστική ιδέα του Θεού, στον βαθμό που τούτη εδώ συναρτάται με την ηθική συνείδηση, καταφέρνοντας να παραλύει τη βούληση προς έγκλημα και να κατασιγάζει έτσι τη φωνή της Φύσης. Με την έννοια αυτή, το έγκλημα σημαίνει την αποκλειστική κυριαρχία του ανθρώπου στον κόσμο μετά τον θάνατο του Θεού μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση. Το πρωτείο του εγκλήματος ισοδυναμεί με το πρωτείο του ανθρώπινου στοιχείου απέναντι στο θεϊκό - όταν ο άνθρωπος είναι φύση και η φύση δεν γνωρίζει καλό και κακό» (στο ίδιο, σ. 198). Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Ντε Σαντ εμφανίζεται ως ένας συνεπής διαφωτιστής: Οι μύδροι που εξαπολύει ενάντια στην παραδοσιακή ηθική έχουν ως βάση το αίτημα για άρση της καταπίεσης, και μάλιστα από τη σκοπιά της ανθρώπινης σωματικότητας και του δικαιώματος του διαχρονικού ανθρώπου στην ηδονή. Πέραν όμως τούτων, ο Ντε Σαντ θέτει πραγματικά το δάχτυλό του «επί τον τύπον των ήλων» καθώς με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να καταδείξει και ν' αποκαλύψει μέσα σε όλη της τη γύμνια την εξουσιαστική και αυταρχική διάσταση του Διαφωτισμού, στον βαθμό που αυτή υπάρχει - ας θυμηθούμε τους Αντόρνο και Χορκχάιμερ. Θα λέγαμε απερίφραστα πως ο Ντε Σαντ μαζί με τον Νίτσε παρουσιάζουν ανάγλυφα στον σύγχρονο άνθρωπο το γεγονός πως δεν διαθέτουμε ούτε ένα αξιόπιστο ορθολογικό επιχείρημα ενάντια στον φόνο - το καλό και το κακό καθώς και η ηθική στο σύνολό της συνιστούν κοινωνικά μορφώματα - κάτι που η Εκκλησία πάντα ξεχνούσε.
Unknown artist, Illustration for La Philosophie dans le boudoir by Marquis de Sade, London, 1795. The British Library, London
La philosophie dans le boudoir Το πρωτότυπο (Γαλλικά) http://www.rodoni.ch/busoni/sade/philosi.pdf Ο άντρας που έδωσε το όνομα του στον σαδισμό πέρασε το μεγαλύτερο μέρος τη ζωής στη φυλακή και πέθανε ήσυχα στον ύπνο του. Ο Ντονατιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ, γνωστός και με τον τίτλο του Μαρκήσιος ντε Σαντ, γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1740. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο Σαντ ήρθε από νωρίς σε επαφή με την απόλυτη εξουσία που ασκούσε ο Γάλλος ευγενής στους χωρικούς. Η δύναμη της οικογένειας Σαντ και των υπόλοιπων αριστοκρατών της περιοχής της Προβηγκίας, θα μπορούσε να συγκριθεί περισσότερο με την ισχύ των αρχόντων κατά την περίοδο της σκληρής φεουδαρχίας στον Μεσαίωνα. Δεν είναι λίγοι οι μελετητές που υποστηρίζουν ότι οι ιστορίες του Σαντ ήταν εμπνευσμένες από ακολασίες αριστοκρατών και η μετέπειτα φυλάκισή του οφειλόταν στο μίσος του λαού προς την αριστοκρατία που αντιπροσώπευε. Για πολλούς, ο Σαντ θεωρείται ένας απλός πορνογράφος που κατέγραψε τις φαντασιώσεις ενός ανθρώπου που ένιωθε σεξουαλική ευχαρίστηση, όταν προκαλούσε πόνο και ταπείνωση στο ερωτικό του σύντροφο. Για άλλους όμως, ο Σαντ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο ανατρεπτικούς κοινωνικούς φιλοσόφους της εποχής του, επειδή στα έργα του άσκησε δριμεία κριτική στην
εκκλησία και τους πολιτικούς θεσμούς του 18ου αιώνα. Μαρκήσιος ντε Σαντ Μαρκήσιος ντε Σαντ Σε ηλικία 4 ετών, γνώρισε και την παρακμή των κληρικών, μέσω του θείου του, που ήταν ηγούμενος σε Αββαείο. Όπως χιλιάδες άλλοι ιερείς, ο ηγούμενος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με γυναίκες και μάλιστα είχε εγκαταστήσει στο Αββαείο την μακροχρόνια ερωμένη του. Ο νεαρός Σαντ μάλλον, είχε τις πρώτες σεξουαλικές επαφές με την κόρη της παράνομης ερωμένης του θείου του. Σε όλη του τη ζωή, ο Σαντ κατηγορούσε την εκκλησία για υποκρισία και μία απ’ τις κατηγορίες που τον βάραιναν ήταν αυτή της βλασφημίας. Το 1763, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του και τη στρατιωτική του θητεία, ο Σαντ παντρεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου δικαστή, την Πελαζί. Αν και όλα δείχνουν ότι ο Σαντ έτρεφε τρυφερά συναισθήματα για τη σύζυγό του, δεν κατάφερε ποτέ να μείνει πιστός. Σπαταλούσε την περιουσία και την προίκα της σε ιερόδουλες, με τις οποίες πραγματοποιούσε ορισμένες από τις φαντασιώσεις που θα κατέγραφε αργότερα στα βιβλία του. Η πρώτη καταγγελία για σαδισμό Την Κυριακή του Πάσχα του 1768, ο Σαντ ζήτησε από μία ζητιάνα να τον ακολουθήσει μέχρι τον πύργο του. Το όνομά της ήταν Ρόουζ Κέλερ και ήταν η πρώτη γυναίκα που έκανε μήνυση στον Σαντ για σεξουαλική κακοποίηση. Τον κατηγόρησε ότι την απήγαγε, τη βασάνισε και τη βίασε για να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες ορέξεις του. Η Ρόουζ κατάφερε να αποδράσει φτιάχνοντας ένα σκοινί με τα σεντόνια. Ο Σαντ αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Η πεθερά του, εξοργισμένη με τη συμπεριφορά του, ειδικά αφού έμαθε ότι ο Σαντ είχε αποπλανήσει και τη δεύτερη κόρη της, ζήτησε άδεια απ’ τον Βασιλιά να φυλακίσει τον Σαντ χωρίς δίκη. Την επόμενη δεκαετία, ο Σαντ αφιέρωσε κάθε στιγμή της υπαρξής του στην ικανοποίηση ακραίων ερωτικών πράξεων. Επτά ιερόδουλες τον κατηγόρησαν ότι επιχείρησε να της δολοφονήσει, επειδή έπαθαν τροφική δηλητηρίαση από το αφροδισιακό που τις προμήθευσε. Το επεισόδιο, μαζί με πολλαπλές κατηγορίες σοδομισμού, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη Γαλλία για να αποφύγει τη θανατική καταδίκη. Το 1777, οι προσπάθειες της πεθεράς τους στέφθηκαν με επιτυχία και ο Σαντ φυλακίστηκε, έχοντας κατηγορηθεί για κάθε λογής σεξουαλικά εγκλήματα. «Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΝΤΟΥΑΡ». Το πολύκροτο μυθιστόρημα του Μαρκησίου Ντε Σαντ δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1795 και αποτελεί σκανδαλώδη παρωδία των παιδαγωγικών μυθιστορημάτων που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην αποπλάνηση της νεαρής Ευγενίας από τον ακόλαστο Ντολμανσέ και τη μύησή της στη φιλοσοφία και τις πρακτικές ενός ακραίου ηδονισμού. Ανέβηκε στο θέατρο «Εν Αθήναις» στο Γκάζι σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαθεοδώρου. Οι συνθήκες φυλάκισης ενός αριστοκράτη δεν διέφεραν πολύ από ένα πολυτελές ξενοδοχείο της σύγχρονης εποχής. Ο Σαντ είχε μαζί τα βιβλία, το κρεβάτι του, τα χαλιά και τις κουρτίνες από το σπίτι του! Επιτρεπόταν να διατηρεί υπηρετικό προσωπικό και δεχόταν τακτικά επισκέπτες. Ήταν ένα περιβάλλον που βοήθησε πολύ τη συγγραφή του πρώτου βιβλίου του: 120 Μέρες των Σοδόμων. Είχε κρύψει το χειρόγραφο στον τοίχο και όταν τον μετέφεραν, πίστεψε ότι χάθηκε. Τελικά εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1904, πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Ίσως αν δεν είχε μπει φυλακή να μην είχε γράψει ποτέ βιβλία. Πιθανόν, το έργο του, που μέχρι σήμερα θεωρείται από τα πιο πρωτοποριακά, οφείλεται στην πεθερά του, που άθελά της τον ώθησε προς τη δημιουργία. Το 1784 μεταφέρθηκε στη Βαστίλλη, όπου έμεινε έως το 1789. Στις 2 Ιουλίου του 1789, ο Σαντ φώναζε από το μπαλκόνι του, χρησιμοποιώντας ένα σωλήνα ως μεγάφωνο, ότι οι φύλακες σκότωναν τους κρατούμενους μέσα στη Βαστίλη. Στις 14 Ιουλίου, η Βαστίλη καταλήφθηκε από επαναστάτες και όλοι οι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Βέβαια δεν
βρήκαν και πολλούς. Υπήρχαν μόλις επτά φυλακισμένοι, μεταξύ των οποίων κι ένας “ακόλαστος” αριστοκράτης. Δεν ήταν όμως, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ. Για κακή του τύχη, είχε μεταφερθεί σε άλλη φυλακή μόλις 10 μέρες πριν από την κατάληψη της Βαστίλης. "Ζυστίν" ή "Τα βάσανα της αρετής". Όμως η αποφυλάκιση του Σαντ δεν άργησε. Το 1790 καταργήθηκε η άδεια του Βασιλιά, με την οποία τον είχε φυλακίσει η πεθερά του και ο Σαντ επέστρεψε στη νέα γαλλική κοινωνία. Εξέδωσε ανώνυμα δύο ακόμα βιβλία και υιοθέτησε πλήρως τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης. Παρά τη δράση τους εναντίον του, ο Σαντ προστάτευσε τους γονείς της συζύγου του που επρόκειτο να εκτελεστούν από τους επαναστάτες. Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της Γαλλίας, αλλά προς το τέλος του 18ου αιώνα προκάλεσε την οργή του Ροβεσπιέρου και φυλακίστηκε για ένα χρόνο. Από το 1796 έως και το 1801 ζούσε πάμφτωχος με την ερωμένη του και την 6χρονη κόρη της. Το 1801, ο Ναπολέοντας διέταξε να συλληφθεί ο ανώνυμος συγγραφέας των βιβλίων “Ζυστίν” και “Ιουλιέτα”. Κατάφεραν να συλλάβουν τον Σαντ, τον οποίο εντόπισαν στο γραφείο του εκδότη του και για ακόμα μία φορά, φυλακίστηκε χωρίς δίκη. Το 1803, μετά από προσπάθειες της οικογένειάς του, μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στο ημερολόγιό του κατέγραψε τον τελευταίο ερωτικό του δεσμό με την ανήλικη Μαγκντελίν Λεκλέρκ, που τελείωσε με τον θάνατό του, τον Δεκέμβριο του 1814. Παρά τις αμέτρητες “ακολασίες” του, ο Σαντ πέθανε ήσυχα στον ύπνο του, σε ηλικία 74 ετών.... Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/markisios-nte-sant-o-dimiourgostou-sexoualikou-sadismou-perase-megalitero-meros-tis-zois-tou-sti-filaki-kinigimenos-apotin-pethera-tou/ Και το βιβλίο: https://www.scribd.com/doc/258161555/%CE%9C%CE%91%CE%A1%CE%9A%CE%97%CE%A 3%CE%99%CE%9F%CE%A3-%CE%9D%CE%A4%CE%95-%CE%A3%CE%91%CE%9D%CE%A4%CE%9F%CE%99-120-%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%95%CE%A3%CE%A4%CE%A9%CE%9D-%CE%A3%CE%9F%CE%94%CE%9F%CE%9C%CE%A9%CE%9D
Αγαπημένε Δημήτρη περνάω μια περίοδο αγωνίας χωρίς την πολυτέλεια του χρόνου της ονειροπόλησης που είχα προηγούμενα... μια περίοδο που κλείνω τις συμφωνίες τις χρονιάς. ο χρόνος με πιέζει κι έτσι σου στέλνω ένα βιαστικό σημείωμα. Όμως θα επανέλθω σύντομα.