Δημοσιος χώρος και επικοινωνια, διεκδικώντας μια νέα αστικότητα

Page 1

ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ διεκδικώντας μια νέα αστικότητα

Ξάνθη, 2014



ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΞΑΝΘΗΣ Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

Δημόσιος χώρος και επικοινωνία

διεκδικώντας μια νέα αστικότητα

Ζαφειρίου Κατερίνα, Κρεμμύδα Άννα

επιβλέποντες καθηγητές: Πατρίκιος Γ. Θωμάς Ν.

Παπαγιαννόπουλος Γ.



τι είναι ο άνθρωπος? εδώ όμως σας σταματάω, γιατί αυτό το ξέρουμε. Είναι το είδος της δύναμης που καταλήγει πάντα στην ανατροπή των τυράννων και των θεών... Albert Camus


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

- Περίληψη, - Εισαγωγή, - Ιστορικά:

σελ.8 σελ.10 μια σύντομη ανασκόπηση στον ορισμό και τις μεταμορφώσεις του δημόσιου χώρου σελ. 12

- θέσεις πάνω στον χώρο, σελ. 13

- περί πόλης, σελ. 14

- Ο δημόσιος χώρος της πόλης, σελ. 16

- ορίζοντας τον δημόσιο χώρο -μεταμορφώσεις του δημόσιου χώρου, σελ. 18

- Επικοινωνία, σελ. 28

- συμβολισμοί, σελ. 31 - πληροφόρηση- πληροφορία, σελ. 34

- για την κατοίκηση στην εικόνα, σελ. 36

- Δημόσια συμπεριφορά και μηχανισμοί, σελ. 39

- βρίσκοντας την ταυτότητα

- περί ελέγχου, σελ. 41

- μηχανισμοί τυποποίησης, σελ. 43

- ετερότητα, σελ. 50 - το κατώφλι, μια εμπειρία μετάβασης, σελ. 57

- Διεκδίκηση, σελ. 60

- τα κοινά και η συγκρότηση του κοινωνικού σώματος, σελ. 61

- ενεργοποιημένοι δημόσιοι χώροι, σελ. 65

- αστικές διαμάχες και η δυναμική τους, σελ. 68

- για μια πόλη των κατωφλιών, σελ. 72

- παραδείγματα, σελ. 76

- Επίλογος, σελ. 84 - Βιβλιογραφία, σελ. 88 6


θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους καθηγητές μας για την βοήθειά τους αλλά και την άψογη συνεργασία στα πλαίσια της οποίας ολοκληρώθηκε η εργασία αυτή

7


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το καλοκαίρι του 2011 οι πλατείες γέμισαν ξαφνικά από πλήθος κόσμου. Το κίνημα των «αγανακτισμένων» ήταν μια αυθόρμητη κίνηση, με ευρεία απήχηση σε ένα ετερόκλητο σύνολο ατόμων, με χαρακτηριστικό της την απουσία οποιασδήποτε οργάνωσης. Ποιος είναι όμως αυτός ο παράγοντας που συγκρότησε τα άτομα σε «πλήθος»; Και πώς αντιλαμβάνονται τα άτομα αυτά το δημόσιο χώρο μέσα στον οποίο δρουν; Ο δημόσιος χώρος της πόλης κάνει την εμφάνισή του μαζί με την ίδια την πόλη. Καθώς όμως η ιδέα της πόλης είναι δύσκολο να συλληφθεί, κανένας ορισμός δεν είναι ικανός να περιγράψει και να συμπεριλάβει όλες τις πτυχές του όρου του δημόσιου χώρου. Μάλιστα, παρατηρείται και διαφοροποίηση της έννοιας ανάλογα με την ιστορική περίοδο και τις εκάστοτε πολιτικοοικονομικοκοινωνικές συνθήκες. Σήμερα, βλέπουμε μια συνεχή αλληλοδιείσδηση στη σχέση δημόσιουιδιωτικού ως αποτέλεσμα των αλλαγών που συμβαίνουν στον πλανήτη, όπως η παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ο νεοφιλελευθερισμός κ.α. Όμως, σε πολλές περιπτώσεις, η χρήση του δημόσιου χώρου γίνεται αντιληπτή ως δικαίωμα του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου. Για να μιλήσουμε για την εμφάνιση τέτοιων συλλογικών δομών, πρέπει πρώτα να αναφερθούμε στους τρόπους με τους οποίους δομείται και επηρεάζεται η ατομική ταυτότητα και τους μηχανισμούς με τους οποίους θα προσεγγιστούν ξένες ταυτότητες σε μια προσπάθεια εύρεσης κοινών και άρα συνδετικών στοιχείων, συγκροτώντας ομάδες υποσυνόλων οι οποίες με τη σειρά τους θα έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους σε μια προσπάθεια ορισμού του χώρου. Η επικοινωνία αποτελεί έναν τέτοιο μηχανισμό, όπου μέσα από συμβολισμούς το άτομο καταφέρνει να αντιληφθεί, να ταξινομίσει και να κατανοήσει τα ερεθίσματα, αλλά και να αναπτύξει μια δημόσια συμπεριφορά. 8


Για να δημιουργηθεί όμως η επιθυμία για επικοινωνία, πέρα από την πρωταρχική ανάγκη του ατόμου για κοινωνικοποίηση, είναι η ύπαρξη κάποιων ιδεών, αξιών που θα δώσουν στο άτομο το έναυσμα για να αποχωριστεί την προσωπική του επικράτεια σε μια προσπάθεια συγκρότησης μιας συλλογικότητας. Όταν οι συλλογικότητες αυτές εμπλέκονται σε μορφές κοινωνικού ανταγωνισμού, στο πλαίσιο μιας πόλης, τότε μιλάμε για «αστικές διαμάχες». Όπως με τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 στον ελλαδικό χώρο αλλά και πιο πρόσφατα με τους «αγανακτισμένους», η πόλη δεν ενεπλάκη απλά ως χώρος όπου διαδραματίστηκαν τα τεκταινόμενα, αλλά ο ίδιος ο χώρος καθώς και ο τρόπος χρήσης αποτέλεσαν το πλαίσιο της διαμάχης αυτής. Συνεπώς, τα επαναστατικά κινήματα των πόλεων με τις πράξεις τους δεν ψάχνουν απλά χώρο, αλλά φαντάζονται τον χώρο ο όποίος θα φιλοξενίσει έναν τρόπο ζωής για τον οποίο παλεύουν. Αποτελούν ένα σημαντικό τρόπο διεκδίκησης και παρά το γεγονός της αστάθειας που παρουσιάζουν, ενισχύουν ένα κεντρικό σύνθημα για έναν συνολικότερο αγώνα.

9


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το καλοκαίρι του 2011 οι πλατείες γέμισαν ξαφνικά από πλήθος

Το καλοκαίρι του 2011 οι πλατείες γέμισαν ξαφνικά από πλήθος κόσμου έπειτα από «κάλεσμα» που έγινε με ατομική πρωτοβουλία σε διαδικτυακό χώρο, ακολουθώντας ένα ρεύμα κινητοποιήσεων που είχε ήδη ξεκινήσει σε μεγάλες πόλεις εκτός των ελληνικών συνόρων. Το κίνημα των «αγανακτισμένων» (όπως ονομάστηκε) ήταν μια αυθόρμητη κίνηση, με ευρεία απήχηση σε ένα ετερόκλητο σύνολο ατόμων, με χαρακτηριστικό της, τουλάχιστον αρχικά, την απουσία οποιασδήποτε οργάνωσης. Η ταχύτατη εξάπλωση του κινήματος και η δυναμικότητά του σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά έθεσαν κάποιους προβληματισμούς οι οποίοι αποτέλεσαν τους βασικούς άξονες σύμφωνα με τους οποίους δομήθηκε η εργασία. Έτσι το πρώτο ερώτημα που γεννήθηκε αφορούσε στο ποιος είναι αυτός ο παράγοντας που συγκροτεί τα άτομα σε «πλήθος» (ομάδα, κοινό) και εν συνεχεία πως αντιλαμβάνονται τα άτομα αυτά τον δημόσιο χώρο μέσα στον οποίο δρουν, μετασχηματίζοντάς τον σε μία παράλληλη σχέση διαμόρφωσης των ιδίων. 10


Εφόσον όμως δεν μπορούμε να αναλύσουμε κάποιο γεγονός χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις αιτίες διαμόρφωσής του, έτσι δε μπορούμε να αναφερόμαστε σε διεκδικήσεις, αστικές πάλεις και διαμάχες χωρίς πρώτα να διευκρινίσουμε τον ρόλο που ο κάθε πολίτης αναλαμβάνει, την εν δυνάμει παρουσία του στον ευρύτερο χώρο καθώς και τις επικοινωνιακές τακτικές που χρησιμοποιεί. Δημιουργήθηκε συνεπώς η ανάγκη να εξετάσουμε το δημόσιο χώρο ως τόπο επικοινωνίας και έκφρασης των ατόμων και των ομάδων. Προσεγγίσαμε δηλαδή την έννοια της επικοινωνίας ως ένα καθοριστικό παράγοντας διαμόρφωσης των πολιτών μέσα στα όρια μιας κοινωνίας, σημαντικό για τη συγκρότηση ενός «κοινού σώματος» το οποίο θα επεκταθεί στο φυσικό δημόσιο χώρο διεκδικώντας τα δικαιώματά του, αλλά και τον ίδιο το χώρο.

Σχηματίστηκαν έτσι δύο θεματικές ενότητες, το περιεχόμενο των οποίων αν και βρίσκεται σε συνάφεια έπρεπε να παρουσιαστεί-αναλυθεί ξεχωριστά για να καταλήξουμε στη μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης. Η πρώτη ενότητα έχει ως αντικείμενο το άτομο (ως μονάδα) εξετάζοντας τις παραμέτρους από τις οποίες «πλάθεται» η ταυτότητά του και αναδεικνύεται ο ρόλος του στις σχέσεις που αναπτύσσει στην καθημερινότητα. Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στο δημόσιο χώρο ως τόπο επικοινωνίας και διεκδίκησης, χρησιμοποιώντας παράλληλα τις θέσεις και τους ισχυρισμούς της προηγούμενης ενότητας, συνθέτοντας ένα φάσμα υπό το οποίο γίνονται αντιληπτές συγκεκριμένες συμπεριφορές σε καθορισμένο χωρικό πλαίσιο.

Στην διάρθρωση του κειμένου παρατηρείται μια διαφοροποίηση όσον αφορά το ύφος του γραπτού λόγου, καθώς κατά την πορεία της εργασίας αντιληφθήκαμε ότι το κομμάτι που αφορά στο θεωρητικό υπόβαθρο για την κατανόηση και την απόκτηση μιας κριτικής σκέψης από το άτομο, απαιτεί μια πιο φιλοσοφική προσέγγιση από εμάς. Αντίθετα, το κομμάτι που αφορά στην διεκδίκηση απαιτεί μια πιο πρακτική προσέγγιση και συνεπώς έναν λόγο πιο δυναμικό.

11


Ιστορικά Μια σύντομη ανασκόπηση στον ορισμό και τις μεταμορφώσεις του δημοσίου χώρου


Υπάρχουν πολλές μέθοδοι και προσεγγίσεις του χώρου, σε πολλά διαφορετικά επίπεδα σχέσης. Ο χώρος αλλιώς ορίζεται από τους φιλοσόφους, και αλλιώς από τους ορθολογιστές (χωρίς να υπάρχουν μόνο αυτές οι δύο κατηγορίες). Πολλές φορές η χρήση και ο σκοπός του καθορίζουν και την εννοιολογική βάση στην οποία εμπίπτει, ενώ συχνά τείνει (από κάποιους) να νοείται σαν «αγαθός» (κενός δηλαδή νοήματος), ουδέτερος. Ο Lefebvre αναφερόμενος στον βιωματικό χώρο (και αποκλείοντας μαθηματικές και άλλες θεωρίες) θα καταθέσει μια σειρά από «υποθέσεις», θέλοντας να καταλήξει πως δεν υπάρχει μόνο μια οπτική που να οδηγεί σε μία πραγματικότητα του χώρου, αλλά υπάρχουν οι “αντιφάσεις του χώρου”, οι οποίες «δεν προέρχονται από την λογική, αλλά από το πρακτικό και κοινωνικό περιεχόμενό του, και ειδικά από το καπιταλιστικό περιεχόμενο»1 (ο εκλογικευμένος χώρος και σε αντίθεση ο πρακτικά εμπορευματοποιημένος, τεμαχισμένος, πουλημένος σε κομμάτια). «Ο χώρος είναι η καθαρή μορφή, η διαύγεια, η σαφήνεια». Είναι μια ουσία, «δεν είναι ούτε ένα σημείο ξεκινήματος (πνευματικό και κοινωνικό συγχρόνως) ούτε ένα σημείο άφιξης (ένα κοινωνικό προϊόν ή ο τόπος των προϊόντων), αλλά ένα ενδιάμεσο μ` όλες τις σημασίες αυτού του όρου», δηλαδή ένα μέσο κι ένα όργανο, ένα περιβάλλον και μια μεσολάβηση. «Ο κοινωνικός χώρος είναι ένα προϊόν της κοινωνίας, απτό, που εμπίπτει πρώτα στην αίσθηση, άρα στην εμπειρική περιγραφή, πριν από κάθε θεωρητικοποίηση, και είναι ουσιαστικά δεμένος με την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων»2.

1

Henry Lefebvre, Δικαίωμα στην πόλη, χώρος και πολιτική, εκδ. Κουκκίδα, 2007, σελ.

2

ο.π, σελ. 228

226

13

θ έ σ ε ι ς π ά ν ω σ τ ο χ ώ ρ ο


ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Σταυρίδης θα συμπληρώσει συμφωνώντας, πως «όλα αυτά συμβαίνουν γιατί ο χώρος δεν αποτελεί απλά ένα άθροισμα υλικών δεδομένων που εμποδίζουν ή διευκολύνουν κάποιες κοινωνικές δραστηριότητες. Η ίδια η κοινωνία προβάλλεται πάνω στο χώρο της, τον παράγει από τον τρόπο που τον εννοεί και τον αξιοποιεί»3. Ο χώρος λοιπόν δρα σαν «φορέας κοινωνικών αξιών»4, και μεταμορφώνεται μέσω αυτών. Η προβολή όμως αυτών δεν γίνεται πάνω σε λευκό χαρτί (tabula rasa). Η ιστορία εγγράφεται στον χώρο, έτσι που κάθε “προβολή κοινωνικών προτύπων” έρχεται να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα.

π ε ρ ί π ό λ η ς

Η ιδέα της πόλης είναι δύσκολο να συλληφθεί, ιδίως σαν ένα μόνο σύστημα, όπως γράφει και ο Lefebvre. Αποτελεί προϊόν διεργασιών και τόπο ταυτόχρονα των διεργασιών αυτών. Γράφεται. Όμως η ανάγνωση της γραφής αυτής δεν επαρκεί για την συνολική και εκ βαθέως κατανόησή της. Ίσως περισσότερο σαν ένα σύστημα συστημάτων, αλληλεπικαλυπτόμενων επιφανειών. «Διαμεσολάβηση η ίδια, η πόλη υπήρξε τόπος, προϊόν διαμεσολαβήσεων, το πεδίο των δραστηριοτήτων τους, το αντικείμενο και ο αντικειμενικός στόχος των προτάσεών τους. Η πόλη αναμεταδίδει τις τάξεις και τις μεταφράζει σε περιθώρια δράσης και τρόπους χρήσης του χρόνου»5.

3. Σταύρος Σταυρίδης, Η συμβολική σχέση με το χώρο: πως οι κοινωνικές αξίες διαμορφώνουν και ερμηνεύουν τον χώρο, εκδ. Κάλβος, 1990, σελ. 18 4. ο.π, σελ. 20 5. Henry Lefebvre, Δικαίωμα στην πόλη, χώρος και πολιτική, εκδ. Κουκκίδα, 2007 14


Ο Lefebvre, καταλήγει υπό αυτό το πρίσμα σε μια σειρά παραδοχών όπου η πόλη νοείται ως προβολή της κοινωνίας πάνω στο έδαφος, ως σύνολο διαφορών μεταξύ των πόλεων, ως το πλήθος, η συνύπαρξη και η συγχρονικότητα των προτύπων σε αυτή, τον τρόπο που ζει κανείς την αστική ζωή, μερικούς από πλήθος άλλων που δεν αναφέρουμε. Αυτό απορρέει από τις ακόλουθες συνιστώσες της, την ομιλία της πόλης, (αυτό που συμβαίνει και λέγεται στους δρόμους, στις πλατείες, στα στενά),την γλώσσα της πόλης, (οι ιδιομορφίες που εκφράζονται λεκτικά, ενδυματολογικά, χειρονομώντας από τους κατοίκους της πόλης), τον αστικό λόγο, (που απορρέει από το εσωτερικό του υποδεικτικού συστήματος) και τη γραφή της πόλης (η χρήση του χρόνου μέσα στην πόλη, από τους κατοίκους της πόλης).

15


ΙΣΤΟΡΙΚΑ

o δημόσιος χώρος της πόλης

ο ρ ί ζ ο ν τ α ς τ ο ν δ η μ ό σ ι ο χ ώ ρ ο

Ο δημόσιος χώρος της πόλης, ή καλύτερα η δημόσια περιοχή της πόλης, κάνει την εμφάνισή της μαζί με την ίδια την πόλη. Ο δημόσιος χώρος είναι σύμφυτος με την έννοια της πόλης αφού αυτή δημιουργείται όταν διάφορα σκόρπια στοιχεία που προϋπήρχαν (χωριό, ιερό, τείχος) συνενώνονται για πρώτη φορά σε ένα πολυλειτουργικό σύνολο και κυρίως όταν πραγματοποιείται η σύνταξη αυτών των στοιχείων για τη δημιουργία ενός μνημειακού, δημόσιου, συμβολικού χώρου. Όμως, κανένας ορισμός δεν είναι ικανός να περιγράψει και να περιλάβει όλες τις πτυχές που εμπεριέχει ο όρος του δημόσιου χώρου, καθώς πέρα από την δυσκολία συγκέντρωσης των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων παρατηρείται διαφοροποίηση της έννοιας ανάλογα με την ιστορική περίοδο και τις εκάστοτε πολιτικοοικονομικοκοινωνικές συνθήκες. Μια πιο σωστή προσέγγιση θα ήταν η (επαν-)εξέταση του όρου σε κάθε μεταβολή που υφίσταται. Πάντως, από τις πρώτες καταγεγραμμένες χρήσεις της λέξης δημόσιος, υπάρχει ταύτιση της λέξης με το κοινό συμφέρον της κοινωνίας, ενώ σημαντική σημειολογική στροφή παρατηρείται κατά το 1500 μ.χ, όπου και υποδηλώνει εκείνον ο οποίος φανερώνεται και εκτίθεται σε κοινή θέα. Αν και η δημιουργία του δημόσιου χώρου (χωρικά αλλά και ιδεολογικά) συμπίπτει χρονικά με την εμφάνιση των πρώτων πόλεων, θα οριστεί εννοιολογικά μόλις τον 18ο αιώνα όταν η λατινική λέξη publicus κάνει την πρώτη εμφάνιση (πρώτη αναφορά λέξης), και η ερμηνεία της, αυτός που αφορά όλους. Κοινοποίηση, δηλαδή επέκταση της έννοιας του προγενέστερου «κοινού χώρου», και θεσμοθέτηση της αξίας αυτού που είναι προσιτό σε όλους. 16


Από τις αρχές του 17ου αιώνα οι έννοιες δημόσιο και ιδιωτικό πλησίασαν βαθμιαία τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι όροι σήμερα, δημιουργώντας το πλέγμα της κοινωνικής ζωής. «Δημόσιο σήμαινε ανοικτό στην εξονυχιστική εξέταση του καθένα, ενώ ιδιωτικό σήμαινε προστατευμένη περιοχή της ζωής, ορισμένη από την οικογένεια και τους φίλους»1. «Με μια πιο διεισδυτική προσέγγιση, μπορούμε να πούμε πως ο δημόσιος χώρος, μαζί με τους κοινωνικούς θεσμούς και τις κοινωνικές σχέσεις που προσδιορίζονται και συγκροτούνται μέσα σε αυτόν, συνθέτει την δημόσια σφαίρα, όπου διαμορφώνονται ατομικές και συλλογικές ταυτότητες και τα χαρακτηριστικά της ιδιότητας του πολίτη: αυτονομία, ισότητα, δημοκρατική παρουσία, αντιπροσώπευση, πρόσβαση σε πόρους και αγαθά και σε μία σειρά δικαιωμάτων»2. Ο Zukin πιο ποιητικά θα πει πως «Οι δημόσιοι χώροι αποτελούν ένα παράθυρο στην ψυχή της πόλης, καθώς αποτελούν τον καθρέφτη της κοινωνικής σύστασης της πόλης και των σχέσεων μεταξύ των κατοίκων της»3.

1 Richard Sennet, 1999 2 Βαΐου Ντ., 2002 3 Sharon Zukin, 1995 17


ΙΣΤΟΡΙΚΑ

μ ε τ α μ ό ρ φ ω σ η τ ο υ δ η μ ό σ ι ο υ χ ώ ρ ο υ

Θα σταθούμε εδώ σε κάποιους σημαντικούς ιστορικούς σταθμούς, που θα βοηθήσουν στην κατανόηση και θα θέσουν τις βάσεις για μια κριτική θεώρηση της σύγχρονης πραγματικότητας. Ξεκινάμε από το Αθηναϊκό Άστυ, όπου «τα κτίρια φτιάχνουν το χώρο, αλλά οι πολίτες φτιάχνουν την πόλη»,[Rousseau] καθώς στην οργάνωση της Αθηναϊκής αγοράς και των δημόσιων χώρων βλέπουμε την διάθεση των πολιτών για ενασχόληση με τα κοινά. Η ζωή δεν είναι ακόμα ιδιωτική. Το αθηναϊκό άστυ είναι δημιούργημα του Αθηναίου πολίτη, και αντίστροφα, μπορούμε να πούμε ότι το κυριότερο επίτευγμα αυτής της πόλης είναι ο ελεύθερος πολίτης που αποτελεί και την ενσάρκωση της ίδιας της πόλης. Η Αγορά είναι το κέντρο της δημόσιας διοίκησης, της οικονομίας, της πολιτικής και πολιτισμικής ζωής της πόλης. Εκεί, στον ελεύθερο χώρο της Αγοράς, συνυπάρχουν στην αρχή διαπλεκόμενες όλες αυτές οι λειτουργίες ενώ, βαθμιαία, κάποιες από αυτές συγκεντρώνονται σε εξιδανικευμένες περιοχές ή μεταφέρονται αλλού. Ο ελεύθερος χώρος της Αγοράς αρχικά αποτελεί το κοινό δοχείο για την πολιτική, οικονομική και πολιτισμική ζωή της πόλης. Βέβαια δικαίωμα λόγου έχουν μόνο οι προύχοντες του άστεως, για τους οποίους προορίζεται η χρήση των χώρων αυτών, αφήνοντας απ`έξω μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της πόλης, καθώς και τον αγροτικό πληθυσμό στο σύνολό του, που ελάχιστα μετέχει στην «αστική ζωή». 18


Παράλληλα, ο τρόπος που αντιλαμβάνονται οι πολίτες τον δημόσιο χώρο κάνει εμφανές το ενδιαφέρον για την αθανασία και την αιωνιότητα. Η Άρεντ υποστηρίζει ότι «οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες εισέρχονταν στο δημόσιο χώρο διότι επιθυμούσαν κάτι δικό τους ή κάτι τι που είχαν από κοινού με άλλους να διαρκέσει περισσότερο από την γήινη ύπαρξή τους». Υπενθυμίζει ότι η πόλις για τους Έλληνες, όπως η res publica για τους Ρωμαίους ήταν πριν από όλα «εγγύηση κατά της ασημαντότητας της ατομικής ζωής, προορισμένη για τη σχετική διάρκεια, αν όχι για την αθανασία, των θνητών». Περνώντας από το Αθηναϊκό Άστυ στο ανατολικό μοντέλο πόλης, θα δούμε πως «προτείνει τις συναθροίσεις στην οδό του θριάμβου», τόπου επίδειξης της εξουσίας, συνδέοντας έτσι το δημόσιο χώρο με την επιβολή της, διαχωρίζοντάς την –χωρικά- μέσω του ιερού περιβόλου από την υπόλοιπη πόλη και κατ` επέκτασιν τους πολίτες. Τόπος δράσης απομένει το όριο μεταξύ των δύο, μια πύλη η οποία «είναι ο τόπος της τάξης και της αταξίας, της πόλης, των εξεγέρσεων και των καταστολών»4. Οι ισορροπίες αλλάζουν κατά το τέλος της ελληνιστικής εποχής, όπου, πολεοδομικά μπορεί ο σχεδιασμός των δημόσιων χώρων να έχει εξελιχθεί, όμως η ζωή γίνεται πιο ιδιωτική, και κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια της ύστερης ελληνιστικής πόλης η δημόσια ζωή ταυτίζεται με το θέαμα τερματίζοντας τη βίωση του δημοσίου χώρου ως αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Εδώ οι πόλεις αποτελούν βιτρίνα για τους άρχοντες τους , βασιλείς και τυράννους. Έργα επίδειξης χρηματοδοτούνται αφειδώς από τα δημόσια ταμεία σε αντίθεση με τις δημοκρατίες οι οποίες ελέγχονται και, υποχρεωτικά, είναι πιο φειδωλές με το δημόσιο χρήμα. 4 Henry Lefebvre, Δικαίωμα στην πόλη, χώρος και πολιτική, εκδ. Κουκκίδα, 2007, σελ. 55 19


ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Στην αρχαία Ρώμη, βαθαίνουν οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και παγιώνεται ο διαχωρισμός της πόλης, όπου σε ένα περιβάλλον επιβλητικής μεγαλοπρέπειας και επιδεικτικής πολυτέλειας τελείται η δημόσια ζωή και ζει η άρχουσα τάξη, ενώ στην άλλη Ρώμη τ ζει ο απλός λαός κάτω από άθλιες συνθήκες. ρ ω μ α ι κ ή α γ ο ρ ά

Κατά τον Μεσαίωνα, καταλύεται η «πόλη του κόσμου» και δημιουργείται η «πόλη του θεού» σύμφωνα με τους όρους του Αγίου Αυγουστίνου. Ο δημόσιος χώρος είναι ένα κράμα ρωμαϊκής μεγαλοπρέπειας και ανατολικής χλιδής. Η φιλοσοφία, ο ορθολογισμός αποσχίζονται από την πόλη (χωρικά) για να προσαρτηθούν στο κράτος ή στο άτομο. Στην μεσαιωνική πόλη σχηματίζονται τρεις ιεραρχίες, «η φεουδαρχική ιδιοκτησία, η συντεχνιακή οργάνωση και ο Βασιλιάς με τον κρατικό του μηχανισμό». Ο χώρος αφού έχει κενωθεί, γεμίζει με τους εμπόρους και τα εμπορεύματα που εγκαθίστανται στο κέντρο της πόλης. Ο Lefebvre θα αναφέρει πως η κεντρικότητα παραμένει αντικείμενο φροντίδας και στολισμού με την εμπορική της πλέον λειτουργία, με τον αποκλεισμό του περίγυρου από τον περίβολο της πλατείας της αγοράς, κέντρο εμπορικό και οριοθετημένο. Ένας νέος αστικός κόσμος γεννιέται που σταδιακά διεκδικεί μεγαλύτερα δικαιώματα τα οποία συχνά εξαγοράζει με χρηματικές καταβολές στον άρχοντα της πόλης. 20


Ο δημόσιος χώρος αναδεικνύεται από τα οικοδομικά προγράμματα της εκκλησίας. Σχηματίζεται σταδιακά και οργανικά με κυριότερη έκφραση την πλατεία του καθεδρικού ναού, όπου αποτελεί και θέατρο για μεγάλα θρησκευτικά και πολιτικά δρώμενα, καθώς και για δημόσια τιμωρία των κατάδικων για παραδειγματισμό.

Στην πόλη της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση καθώς επίσης και οι μεγάλες επιδημίες φέρνουν σε πολλές πόλεις εργατικές εξεγέρσεις που δίνουν την ευκαιρία στις εξουσίες να περιορίσουν τις πολιτικές ελευθερίες. Επιδίωξη των εξουσιών είναι η συγκέντρωση δύναμης που ελέγχει τους στρατούς, τους εμπορικούς δρόμους, τη συσσώρευση κεφαλαίου και την επιβολή ενός πρόωρου καπιταλισμού. Ένας νέος δυναμισμός εκτοξεύει στην πολιτική σκηνή τα ποιο αδίστακτα και φιλόδοξα στοιχεία και προσωποποιείται όχι κατά κανόνα από τις παλιότερες οικογένειες ευγενών αλλά από την επιχειρηματική τάξη. Το κράτος γίνεται συγκεντρωτικό και απρόσωπο αφού όλα κατευθύνονται από την πρωτεύουσα. Η ιδεολογία της νέας πόλης του Μπαρόκ είναι ιδεολογία της δύναμης. Βασικό στοιχείο η γεωμετρία των δρόμων καθώς επίσης η θέση και το περίγραμμα των κτιρίων.

21


ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο βιομηχανικός καπιταλισμός του 19ου αι. επέφερε αλλαγή στην σχέση δημόσιου – ιδιωτικού όπου άλλαξε ριζικά η εικόνα των πόλεων μετά τα μεταναστευτικά ρεύματα προς αυτές, καταλήγοντας σε ένα πληθυσμό με κοινωνική και εθνική ποικιλία. Στην βιομηχανική επανάσταση και στην αυξανόμενη πόλωση της κατανομής του πλούτου και της δύναμης αποδίδονται και οι πιέσεις για ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου στην αστική κοινωνία του 19ου αιώνα, οι οποίες ανατρέπουν, σύμφωνα με τον Sennet, την ισορροπία δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Παράλληλα ο David Harvey θα σχολιάσει σχετικά πως οι πόλεις «γίνονται όλο και περισσότερο πόλεις οχυρωμένων θραυσμάτων, περιφραγμένων κοινοτήτων και χώρων που βρίσκονται υπό συνεχή επιτήρηση». Σύμφωνα με τον Σαρηγιάννη, η σχέση του δημόσιου και ιδιωτικού σε μία κοινωνία αντικατοπτρίζει το βαθμό ακμής ή παρακμής, με την παραδοχή πως στις κοινωνίες που ακμάζουν υπάρχει ανεπτυγμένη η συλλογικότητα και παρατηρείται μια ισορροπία στην σχέση μεταξύ δημόσιου- ιδιωτικού , ενώ σε κοινωνίες που βρίσκονται υπό κρίση, η ανάπτυξη των ιδιωτικών συμφερόντων επισκιάζουν το δημόσιο, και ο δημόσιος χώρος επιδέχεται πιέσεις. Στην σημερινή εποχή παρατηρείται μια συνεχής αλληλοδιείσδυση στη σχέση δημόσιου-ιδιωτικού καθιστώντας δυσδιάκριτα τα όρια, ως αποτέλεσμα των ραγδαίων αλλαγών που συμβαίνουν στον πλανήτη (παγκοσμιοποιημένη οικονομία, κατευθυνόμενη επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού σαν τον μόνο δυνατό τρόπο ανάπτυξης, αυξανόμενη ανασφάλεια και ανατροφοδοτούμενος φόβος για τον αστικό χώρο και τις εντεινόμενες κοινωνικές αντιθέσεις…5). Ο δημόσιος χώρος χειραγωγείται από μια μορφή κερδοσκοπίας που διέπει τις ιδεολογίες αυτές, οι οποίες αντιμετωπίζουν τις σχέσεις και τον χώρο που 5 22

Ντίνα Βαϊου, 2006


παράγουν (και αντίστροφα την δυναμική του χώρου στην συγκρότηση μιας ατομικής κοσμοθεωρίας) ως εμπορεύσιμα και εκμεταλλεύσιμα αγαθά, ενώ ταυτόχρονα ο δημόσιος χώρος δια- βάλλεται από την κριτική των “διανοούμενων” που αντιμάχονται αυτή την εμπορευματοποίηση των πάντων, αλλά ταυτόχρονα αμφισβητούν τον ρομαντικό τρόπο με τον οποίο δομήθηκε η έννοια του δημόσιου από την εποχή του Διαφωτισμού6 (μια στερεοτυπική αντιμετώπιση, συγκροτούμενη από αποσπασματικές εικόνες του παρελθόντος η οποίες αδυνατούν να βγουν από την σφαίρα της ουτοπίας και να συμβάλλουν στον μετασχηματισμό των σχέσεων και την επίδρασή τους στον φυσικό χώρο της σύγχρονης εποχής). Και αυτό με την σειρά του έχει οδηγήσει σε μια παραγωγή χώρων ιδιωτικών, που όμως συγκεντρώνουν πολλές από τις λειτουργίες του δημοσίου χώρου. «Επίπλαστα ιδιωτικά περιβάλλοντα, που προσομοιάζουν προς την λειτουργία του δημοσίου χώρου, έχοντας ως στόχο το οικονομικό κέρδος»7. Συνδυάζοντας τα οφέλη ενός άνετου περιβάλλοντος προς χρήση και κατανάλωση το οποίο έχει αποκλείσει τις περιθωριακές ομάδες, ελέγχουν ουσιαστικά την κοινωνική δράση, με την «δημιουργία ψευδαίσθησης δημόσιου χώρου σε ιδιωτικούς θύλακες, μετατοπίζοντας την δημόσια ζωή σε αυτούς»8. Προσφέρουν δηλαδή ένα “αποστειρωμένο” και “ακίνδυνο” περιβάλλον, ικανό να κατευνάσει το αίσθημα φόβου που σταδιακά κυριεύει το άτομο μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης “κοινωνικής ανασφάλειας”.

6 Claudio Connena, [ ν ε ο λ α ι α . w w w . δ η μ ο σ ι ο ς χ ω ρ ο ς ] άτακτες συναθροίσεις + λοξές διελεύσεις, εκδ. Επίκεντρο, 2012, σελ. 18

7 8

Γιώργος Σαρηγιάννης, 2002 ο.π 23


ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίπτωσής της αποτελεί η εμφάνιση των κοινοτήτων ελεγχόμενης εισόδου, που αποτελούν μία μορφή επιφανειακής «πρόληψης» ενάντια στη βία και την εγκληματικότητα των σύγχρονων αστικών κέντρων. Συναντώνται με διάφορες παραλλαγές, κυρίως ως νέες ιδιωτικές κοινότητες (οργανωμένα οικιστικά συγκροτήματα) που έχουν κάποιου είδους περίφραξη και σαν ελεγχόμενες περιοχές μέσα στον ιστό της πόλης. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι πρόκειται για έναν αστικό σχηματισμό που οριοθετείται από κάποιου είδους περίφραξη (κάγκελα, τοίχο, συρματόπλεγμα, ζώνη πρασίνου) και που η είσοδος σε αυτόν ελέγχεται με διάφορα μέσα.

Έτσι, η πόλη δε βιώνεται πια ως «χωρική, ψυχοκοινωνική και σημειωτική συνέχεια αλλά θραυσματοποιείται αντιληπτικά και κατακερματίζεται λειτουργικά σε χώρους “θετικούς”, πλήρεις δραστηριοτήτων και κοινωνικών επαφών και σε χώρους “αρνητικούς”, κενούς από δραστηριότητες και συλλογικές δομές»9.

9 24

ο.π


Βέβαια, όπως αναφέρει και ο Σαρηγιάννης, η αντίληψη των γεγονότων εξαρτάται από το πώς βιώνει το χώρο ο κάθε άνθρωπος, από «τις προσλαμβάνουσες αλλά και από τα προσωπικά οφέλη». Σημασία έχει από ποια οπτική πλευρά βλέπει κανείς την αλλαγή που συμβαίνει. «Ένας ιδιωτικοποιημένος χώρος μπορεί να αποτελεί πηγή ευχαρίστησης, διασκέδασης, τέρψης και ασφάλειας για πολλούς, ενώ για άλλους να αποτελεί πηγή ελέγχου, κατάργησης των ελευθεριών, εμπορευματοποίησης των δημοσίων αγαθών και επιβεβλημένου προτύπου συμπεριφοράς από οικονομικά κυρίως συμφέροντα»10. Υπό αυτές τις συνθήκες γίνεται όλο και δυσκολότερο να συντηρηθούν τα ιδανικά της ταυτότητας της πόλης. Ακόμα και η ιδέα ότι η πόλη μπορεί να λειτουργήσει ως μέρος μέσα από το οποίο θα μπορούσαν να προκύψουν προοδευτικά κοινωνικά κινήματα, φαντάζει, επιφανειακά τουλάχιστον, όλο και πιο ανέφικτη, καθώς το υπερβολικό μέγεθος, η απώλεια της κλίμακας, η αστική διάχυση, ο αποχαρακτηρισμός των χώρων της γειτονιάς, η δημιουργία “μη-τόπων” [ορολογία του Marc Auge] ,η κρίση της συλλογικής δράσης στην Μετανεωτερική εποχή του ακραίου ατομικισμού και καταναλωτισμού, η ηλεκτρονική επανάσταση και η ανάπτυξη των αποκαλούμενων «εικονικών» ή «δυνητικών» χώρων, ο φόβος της οικειότητας και η άρση της φυσικής εγγύτητας των ανθρώπων και των νέων, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αντικατάσταση της άμεσης ανθρώπινης επικοινωνίας με την έμμεση, μέσω ψηφιακής μεσολάβησης, ανταλλαγή πληροφοριών11, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της σύγχρονης κοινωνίας,συγκροτώντας μια (εμφανώς ελλιπή) λίστα η οποία αναφέρεται στις συνέπειες ενός καπιταλιστικού μοντέλου οργάνωσης, και δικαιολογεί την υπονόμευση που έχει υποστεί ο δημόσιος χώρος. 10 ο.π 11 Νικόλαος –Ίων Τερζόγλου, [ ν ε ο λ α ι α . w w w . δ η μ ο σ ι ο ς χ ω ρ ο ς ] άτακτες συναθροίσεις + λοξές διελεύσεις, εκδ. Επίκεντρο, 2012, σελ. 80 25


ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Όμως ο χαρακτηρισμός του δημόσιου χώρου ως πλήρως ιδιωτικοποιημένου και εμπορευματοποιημένου αποτελεί μια απόλυτη και –για αυτόν το λόγο- ανακριβή άποψη. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις (πολλά παραδείγματα) στα οποία η χρήση του δημοσίου χώρου γίνεται αντιληπτή ως δικαίωμα ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες/επιθυμίες του ατόμου ή του κάθε κοινωνικού συνόλου. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες. Από την μία έχουμε κοινωνικές ομάδες οι οποίες στρέφονται σε αυτόν είτε για την κάλυψη βασικών αναγκών τους, ή σε μία προσπάθεια να βιώσουν τον χώρο γύρο τους, ανεπηρέαστοι από ιδεολογίες αριστερές, χειραφετικές, ωθούμενοι από καθημερινές (και διαφορετικές μεταξύ τους ) ανάγκες που δεν μπορούν να καλυφθούν. (έφηβοι-χώρος παιχνιδιού, αντίδρασης, άστεγοι-προσωρινός χώρος κατάλυσης, μετανάστες-ανοιχτός προς αυτούς χώρος, καλλιτέχνες του δρόμου-έκφραση, άτομα από διάφορα κοινωνικά στρώματα-τόπος και τρόπος αναψυχής…). Παράλληλα και πέρα από την προσωπική οπτική και την επιθυμία για ικανοποίηση των αυθεντικών αναγκών, υπάρχουν (υπήρχαν από πάντα και εξακολουθούν να εμφανίζονται) κάθε είδους κοινωνικά κινήματα της πόλης που συγκροτούν τη δεύτερη κατηγορία και επιδιώκουν να ξεπεράσουν τους αποκλεισμούς και να αναμορφώσουν την πόλη δίνοντάς της μια διαφορετική κοινωνική εικόνα σε σύγκριση με εκείνη που προβάλουν οι δυνάμεις των υπεργολάβων, οι οποίες έχουν την στήριξη του χρηματοοικονομικού, εταιρικού κεφαλαίου και ενός όλο και πιο επιχειρηματικά προσανατολισμένου κρατικού μηχανισμού12.

12 26

ο.π, σελ. 80-90


Για να μπορέσουμε όμως να μιλήσουμε για την εμφάνιση τέτοιων συλλογικών δομών, πρέπει πρώτα να αναφερθούμε στους τρόπους με τους οποίους δομείται καθώς και τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συγκρότηση της ατομικής ταυτότητας. Καθίσταται έτσι απαραίτητη η διερεύνηση των μεθόδων μέσω των οποίων οι διάφορες αυτές ατομικότητες θα ανοιχτούν στις ξένες –προς αυτές-, σε μια προσπάθεια εύρεσης κοινών και άρα συνδετικών στοιχείων, συγκροτώντας ομάδες υποσυνόλων, οι οποίες με τη σειρά τους θα έρθουν –αναγκαστικά- σε σύγκρουση μεταξύ τους σε μια προσπάθεια ορισμού τόσο του χώρου που βιώνουν στην καθημερινότητά τους(του φυσικού χώρου νοούμενου ως πεδίο δράσεων), όσο και των σχέσεων που δημιουργούν και δημιουργούνται σε -και από- αυτόν, διεκδικώντας το δικαίωμα λόγου σε αυτόν (δικαίωμα ύπαρξης, δράσης, συμμετοχής, οικειοποίησης του). Και οι τακτικές αυτές συμπεριλαμβάνονται στις επικοινωνιακές μεθόδους, ξεκινώντας από την συγκρότηση μιας προσωπικής “κοσμοθεωρίας”. Αναφερόμαστε δηλαδή σε μία επικοινωνία διαμορφωτική τόσο σε νοητικό επίπεδο (χαρακτήρας, ατομικότητα) όσο και σε χωροχρονικό (δημιουργία δικτύου επαφής και συνδιαλλαγής μεταξύ των ατομικοτήτων).

27


Επικοινωνία Ως μέσο συγκρότησης συλλογικών συνόλων Ως τρόπος δράσης Ως παρέμβαση στο χώρο

«Ο τρόπος κατανόησης του άλλου προσδιορίζει την επικοινωνιακή δομή μιας κοινωνίας, αφού η έννοια της ταυτότητας βρίσκεται στο επίκεντρο της σχέσης του ενός και του πολλαπλού. Οι έννοιες του εαυτού και του άλλου είναι κατά βάση συμπληρωματικές, δομικά συστατικά του αισθήματος της ατομικής ταυτότητας». [εμείς και οι “άλλοι”, αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, εθνικό κέντρο κοινωνικών ερευνών, Χρ. Κωνσταντοπούλου,εκδ. τυπωθήτω, Αθήνα 2000, σελ. 11]


«δεν συμμετέχουμε πλέον στο δράμα της αποξένωσης, αλλά βρισκόμαστε μέσα στην έκσταση της επικοινωνίας. Όλες οι λειτουργίες ακυρωμένες μέσα σε μια διάσταση, μέσα στη διάσταση της επικοινωνίας: αυτή είναι η έκσταση. Όλα τα γεγονότα, όλοι οι χώροι, όλες οι μνήμες καταργούνται στη μία και μόνη διάσταση της επικοινωνίας: αυτό είναι το άσεμνο.» [Jean Baudrillard, η έκσταση της επικοινωνίας]

29


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αρχικά πρέπει να ορίσουμε τις παραδοχές υπό τις οποίες αντιλαμβανόμαστε και αναφερόμαστε την ουσία της επικοινωνίας, καθώς αποτελεί έννοια πολυσήμαντη. Πραγματοποιείται σε πολλά επίπεδα (και η προσπάθεια ορισμού της ανήκει σε πολλούς κλάδους). Εδώ δεν μας ενδιαφέρει να καλύψουμε όσον το δυνατό περισσότερες πτυχές της “πραγματικότητάς της”, αλλά να προσεγγίσουμε μερικές από τις διεργασίες που στοχεύουν σε αυτήν (σε μια ουσιαστική μορφή της όπως την ορίζουμε εμείς) και αφορούν είτε το άτομο σαν οντότητα ξεχωριστή-μοναδική, είτε ως μονάδα κάποιου συνόλου (ομάδας). Το υποκείμενο στην επικοινωνία είναι το σύνολο των ατόμων που απαρτίζουν την κοινωνία, το κάθε ευρύτερο σύνολο στο οποίο αναφερόμαστε. Η αλληλεπίδραση όμως των φυσικών προσώπων μιας ομάδας αποτελεί ένα τμήμα των διεργασιών στο ευρύτερο πλαίσιο της επικοινωνίας. Με τον ίδιο τρόπο που ο δημόσιος χώρος δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από την πόλη (της οποίας αποτελεί τμήμα), έτσι και η επικοινωνία επιβάλει μια χωρική οριοθέτηση, καθώς χώρος και επικοινωνία βρίσκονται σε σχέση συνάφειας. Ξεκινώντας από τους μηχανισμούς κατανόησης του περιβάλλοντος από το άτομο, θα περάσουμε στις δυνάμεις που συγκροτούν την σφαίρα επιρροής στην οποία σχηματίζεται η ατομική ταυτότητα, και τις διεργασίες που απαιτούνται για την σύναψη σχέσεων μεταξύ των ετεροτήτων που συναντώνται σε κάθε κοινωνία. Συγκεκριμένα θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε στις βάσεις από τις οποίες μπορεί να προκύψει μια “ουσιαστική” επικοινωνία. Με τον όρο ουσιαστική αναφερόμαστε περισσότερο στην επιθυμία για επικοινωνία, παρά την αναγκαστική φορμαρισμένη και κατευθυνόμενη κοινωνική πρακτική, η οποία με την σειρά της θα αποτελέσει τα θεμέλια μιας εναλλακτικής θεώρησης και χρήσης (λόγω των συσχετισμών , σχέσεις σύγκρουσης και επιβολης…) του χώρου, και συγκεκριμένα του δημόσιου χώρου. 30


ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ Η επικοινωνία προϋποθέτει ένα κοινό σύστημα αναφοράς, ώστε να ολοκληρωθεί με επιτυχία. Το άτομο πρέπει να είναι σε θέση να αντιληφθεί, να ταξινομήσει, να κατανοήσει (για να μπορέσει να κρίνει) τα ερεθίσματα (όχι μόνο λεκτικά, αφού η επικοινωνία δεν πραγματώνεται μόνο μέσω της ομιλίας) που προσλαμβάνει, και αυτό προϋποθέτει μια ατομική συλλογή (αποθήκη) από όπου θα αντληθούν τα κατάλληλα παραδείγματα με τα οποία θα συγκριθούν τα καινούργια. Για να αντιληφθούμε κάτι πρέπει να το κατατάξουμε, βάση της ομοιότητάς του με κάτι άλλο που ήδη είναι ταξινομημένο και “χρωματισμένο” με κάποιο νόημα-αξία. Τα σύμβολα και οι συμβολικοί μηχανισμοί αποτελούν τα μέσα για να δημιουργηθεί το βασικό επίπεδο της επικοινωνίας, η κατανόηση μεταξύ των συνιστωσών που απαρτίζουν τον κοινωνικό χώρο. Δεχόμενος τα σύμβολα ως μέσο επικοινωνίας, ο Σταυρίδης θα πει περιληπτικά πως οι συμβολισμοί δημιουργούνται για την κατανόηση του φυσικού περιβάλλοντος, για να δώσουν υπόσταση σε αποκυήματα της πνευματικότητας του ανθρώπου, και εν τέλει να υπάρξει λεκτική και νοηματική επικοινωνία1, είτε μέσω της χρησιμοποίησης ήδη υπαρχουσών μορφών είτε με την εκ νέου έκφραση εννοιών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «κάθε κοινωνία δημιουργεί το δικό της σύμπαν συμβόλων, και τα μέλη της είναι εξοικειωμένα μ` αυτό, ζουν χρησιμοποιώντας τα σύμβολα αλλά και υφίστανται τη δράση τους. Γιατί στα σύμβολα είναι ενσωματωμένες κοινωνικές αξίες.

1

Σταύρος Σταυρίδης, Η συμβολική σχέση με το χώρο, εκδ. Κάλβος , 1990 31


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Γιατί την απήχηση και τη δύναμη των συμβόλων κατευθύνουν μηχανισμοί κοινωνικής μάθησης, που έχουν σαν κινητήρια δύναμη την ανάγκη διατήρησης και αναπαραγωγής της συγκεκριμένης κάθε φορά κοινωνίας. Όμως η –κάθε- κοινωνία δεν παρέχει μια παγιωμένη γνώση ερμηνείας των συμβόλων στα μέλη της, αλλά την ικανότητα δημιουργίας συμβολικών σχέσεων»2. Καθίσταται έτσι φανερή η δύναμη της λειτουργίας αυτών των μηχανισμών καθώς και η αντοχή τους στο χρόνο. Οι σχέσεις οικοδομούνται σε γερά θεμέλια, και για την ανατροπή τους (ή πιο σωστά την επανεξέτασή τους) απαιτείται μια κριτική ματιά αποστασιοποιημένη και αντικειμενική (στο μέτρο του εφικτού) κι αυτό γιατί η επανοηματοδότηση είναι πολύ πιο δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία από την αρχική εννοημάτωση οποιασδήποτε έννοιας.

2 32

ο.π.


Οι συμβολικές σχέσεις μιας κοινωνίας διαμορφώνονται από τρεις μηχανισμούς, τους οποίους ο Σταυρίδης αναλύει στο βιβλίο του “Η συμβολική σχέση με το χώρο” i) O συμβολικός μηχανισμός της ομοιότητας, που κατευθύνει την προβολή των αξιών και στηρίζεται στη βεβαιωτική δύναμη του ομοιώματος –η ομοιότητα αποτελεί το θεμελιώδη όρο της λειτουργίας του-. Η σημασία του έγκειται στην δημιουργία –από την «κοινωνικά αποκτημένη γνώση» (συνειδητή ή ασυνείδητα αποτυπωμένη σε μας)- μιας διαδικασίας προβολής αξιών στον χώρο. Στην προσπάθεια να δώσει νόημα σε ότι βλέπει, το άτομο το συγκρίνει με άλλα, τα οποία έχουν ερμηνευτεί και φορτιστεί (με αξία) ήδη μέσω της κοινωνικής εκπαίδευσης και εμπειρίας. «Υπέρτατη επιδίωξη είναι η τυποποίηση. Τυποποίηση της εμπειρίας, μέσω μιας διαδικασίας προβολής, επαναλαμβανόμενης, για να είναι προβλέψιμη και επομένως ελέγξιμη, όσον αφορά τις κοινωνικές σχέσεις» ii) O συμβολικός μηχανισμός της μεταφοράς, η χρήση του οποίου «μας δίνει την δυνατότητα να μιλάμε για κάτι σαν να πρόκειται για κάτι άλλο», καθώς δεν χρησιμοποιείται για να ορίσει συνώνυμα πράξεων και καταστάσεων, αλλά για να τα ερμηνεύσει. iii) Τέλος, ο μηχανισμός του συμβατικού σημείου ο οποίος προκύπτει από τη λειτουργία κανόνων-κοινωνικών συμβάσεων, οι οποίοι «επιβάλλουν τη σταθερή σύνδεση μορφών του χώρου με συγκεκριμένες κάθε φορά αξίες καθώς και μια αντίστοιχη συμβολική συμπεριφορά στα μέλη “κοινοτήτων”». Καθώς όμως η ικανότητα αντίληψης-αναγνώρισης του γύρω κόσμου προκύπτει από την αποδοχή κάποιων κοινωνικών συμβάσεων (κανόνες που εξηγούν στο άτομο τις μορφές, τις κάνουν κατανοητές), μπορούμε να πούμε πως «η εκπαιδευμένη ματιά αναγνωρίζει μόνο ό,τι η κοινωνία έχει επιλέξει ως άξιο παρατήρησης και η απόδοση νοήματος δεν είναι τελικά παρά η επένδυση με κοινωνικές αξίες»*.

*ο.π., σελ 91-98

33


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ-ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ρ ό λ ο ς τ η ς π λ η ρ ο φ ό ρ η σ η ς σ τ η ν σ ύ γ χ ρ ο ν η κ ο ι ν ω ν ί α

Από την διαδικασία ανάγνωσης των μηνυμάτων θα αναφερθούμε στο περιεχόμενό τους, ή πιο σωστά σε μία συνιστώσα, μια ποσοτική μονάδα που είναι η πληροφορία. Ένα από τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης είναι η άμεση πρόσβαση σε ένα δίκτυο ενημέρωσης, το οποίο ακυρώνει τις αποστάσεις και αφήνει το άτομο αντιμέτωπο με έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών. Ο G. Simmel, για να περιγράψει την εμπειρία πόλης στα μέσα του 19ου αιώνα, χρησιμοποιεί την παρακάτω έκφραση, το «σοκ της μητρόπολης», ως «σοκ που προέρχεται από την εντατικοποίηση της νευρικής διέγερσης η οποία προκαλείται από τη γρήγορη και αδιάκοπη μεταβολή των εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων» .Σε ένα αστικό τοπίο φανερά καθορισμένο από τον καταναλωτικό μηχανισμό που αρχίζει την κυριαρχία του, αυτό που εντυπώνεται στον κάτοικο είναι ένα «άθροισμα θραυσμάτων χρόνου και χώρου που διαδέχονται το ένα το άλλο με εντυπωσιακή ταχύτητα». Φοβόμαστε το ανοίκειο, το άγνωστο. Και ο φόβος θέτει σε κίνηση αμυντικούς μηχανισμούς. Η οχύρωση του ατόμου ως αποτέλεσμα του σοκ που του προκαλούν οι συνθήκες των αστικών κέντρων (και μάλλον η αλλαγή της κατάστασής του, οικείο περιβάλλον, ελεγχόμενο-ξένο, απειλητικό άγνωστο περιβάλλον) είναι αναπόφευκτο επακόλουθο. Υπό αυτές τις συνθήκες εξηγείται η “αναισθητοποίηση”, ως μια ακόμα λειτουργία του ατόμου. Μην έχοντας παρά ελάχιστο χρόνο για να αντιδράσει σε αυτόν τον καταιγισμό εντυπώσεων αλλά και απαιτήσεων, διαχωρίζει την τρέχουσα εμπειρία από την μνήμη του, προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσει την επιρροή της, «σαν μια μορφή παράλυσης που εμποδίζει το σοκ να ανατρέψει την ψυχολογική ισορροπία του ατόμου». 34


Ο Jean Baudrillard, με μια γλώσσα εμφανώς πιο ποιητική θα αναφέρει τον όρο σχιζοφρένεια για να περιγράψει την ψυχολογική κατάσταση του σύγχρονου ατόμου-πολίτη. «Ο σχιζοφρενής είναι ανοικτός σε οτιδήποτε, παραβλέποντας τον εαυτό του, και ζει μέσα στην πιο ακραία σύγχυση. Δεν χαρακτηρίζεται, όπως συνήθως λέγεται, από την απώλεια επαφής του με την πραγματικότητα, αλλά από εκείνη την απόλυτη γειτνίαση, εκείνη την υπερβολική έκθεση στη διαφάνεια του κόσμου. Γίνεται έτσι μια καθαρή οθόνη, μια καθαρή επιφάνεια απορρόφησης και επαναρρόφησης των δικτύων που εισρέουν»3.

Ο καταιγισμός του ατόμου από πληροφορίες δεν προσφέρει τελικά μια συνολική θέαση και γνώση του κόσμου, δεν γεφυρώνει τις αποστάσεις. Καθηλώνει τον –πλέονθεατή μπροστά από το τερματικό του δίκτυο. [έκφραση του Baudrillard]

3

Jean Baudrillard, η έκσταση της επικοινωνίας, εκδ. Καρδαμίτσα, 1991, σελ. 39-40 35


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

γ ι α τ η ν κ α τ ο ί κ η σ η σ τ η ν ε ι κ ό ν α

Η βιωματική εμπειρία συνεπώς δεν βασίζεται στα γεγονότα (δεν υπάρχουν πλέον γεγονότα, μόνο εικόνες, όπως θα πει και ο Σταυρίδης). Μέσω των φωτογραφιών και του βίντεο, και την πλέον παγκόσμια κάλυψη που προσφέρουν, η πραγματικότητα κατακερματίζεται και διαχέεται παντού μέσω των εικόνων, γίνεται η ίδια μια αλληλουχία τους. Το ορατό έτσι τυποποιείται μέσω της φωτογράφισής του και η σημασία της εμπειρίας υποδαυλίζεται. Από την στιγμή που όλα είναι προσβάσιμα και φανερά (ή μάλλον οι εικόνες τους) μένουν πολύ λίγα καινούργια πράγματα για να βιωθούν. Ο Lyotard θα σχολιάσει εύστοχα πως «η λογική της πλήρους πληροφόρησης σημαίνει την ουδετεροποίηση περισσότερων συμβάντων. Ό,τι είναι ήδη γνωστό δεν μπορεί εξ αρχής να βιωθεί σα συμβάν». Έτσι ο χώρος χάνει την σημασία του και αναγνωρίζεται αποσπασματικά από ήδη υπάρχουσες εικόνες του, από τις οποίες το άτομο αναγνωρίζει τον χώρο, όχι βιωματικά αλλά θεαματικά, και κατ` επέκτασην την ύπαρξή του σε αυτόν όταν θα βρεθεί στις ίδιες συνθήκες με τις οποίες στιγμιαία παγιδεύτηκε το συγκεκριμένο κομμάτι χώρου. Πάνω σε αυτό θα σταθεί και ο Σταυρίδης σχολιάζοντας πως «ο χώρος γίνεται ένα πεδίο προβολής εικόνων […] Δεν υφίσταται πλέον παρά σαν κατοικημένη εικόνα»4. Οι εικόνες «παρούσες στον χώρο ή πριν από αυτόν, δημιουργημένες επί τόπου ή ενσφηνωμένες στη μνήμη των ανθρώπων, επιτυγχάνουν μια εξουδετέρωση της ετερότητας του τόπου. Οποιαδήποτε μοναδική και εξορισμού ανεπανάληπτη εμπειρία εξορίζεται από το χώρο. Με έναν τέτοιο τρόπο ο χώρος μετατρέπεται σε οθόνη προβολής» (η εμπειρία της πόλης ως “πόλη σκηνή”)5. 4 Σταύρος Σταυρίδης, η συμβολική σχέση με το χώρο, εκδ. Κάλβος, 1990, σελ.140 5 Σταύρος Σταυρίδης, από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2002, σελ. 145 36


Ο Guy Debord, στην κοινωνία του θεάματος θα πει επί τούτου: «Oι εικόνες, που αποσπάστηκαν από κάθε πλευρά της ζωής, συγχωνεύονται σ’ένα κοινό ρεύμα όπου η ενότητα αυτής της ζωής δεν μπορεί πια να αποκατασταθεί. Η αποσπασματικά θεωρημένη πραγματικότητα εκτυλίσσεται μέσα στην ίδια της τη γενική ενότητα σαν ένας ξεχωριστός ψευδό-κόσμος, αντικείμενο της μοναδικής παρατήρησης. Η εξειδίκευση των εικόνων του κόσμου ξαναβρίσκεται, ολοκληρωμένη, μέσα στον κόσμο της αυτονομημένης εικόνας όπου το ψεύτικο εξαπάτησε τον ίδιο του τον εαυτό». Το θέαμα σύμφωνα με τον Debord δεν νοείται σαν αυτό που αποκλειστικά βλέπει η ανθρώπινη όραση, ένα σύνολο εικόνων, αλλά μάλλον «μια κοινωνική σχέση ατόμων μεσολαβημένη από εικόνες...μια θεώρηση του κόσμου που έχει αντικειμενοποιηθεί». Οι χωρικές συνέπειες είναι εμφανείς. Ο χώρος-σκηνή των γεγονότων εγκαταλείπεται, ή μάλλον γίνεται χώρος προβολής, όπως θα πει και ο Σταυρίδης. «Η δημόσια σκηνή, ο δημόσιος χώρος έχουν αντικατασταθεί από μια γιγαντιαία κυκλοφορία και ένα χώρο εφήμερης σύνδεσης. Η εξαφάνιση του ιδιωτικού χώρου συνοδεύει εκείνη της σμίκρυνσης του δημοσίου χώρου, καθώς ούτε το ένα είναι πια θέαμα, ούτε το άλλο είναι πια μυστικό»6, θα σχολιάσει ο Baudrillard για την αλλαγή του αστικού τοπίου. Αυτός όμως ο τεμαχισμός (κατακερματισμός) του χώρου για την ταξινόμησή του στο ευρύτερο προβλεπόμενο δίκτυο των κοινωνικών διεργασιών, σηματοδοτεί και την κατάργηση του ενδιάμεσου χώρου (μηδενισμός της απόστασης), σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης των τεχνολογιών της συγκοινωνίας και της παράλληλης ανάπτυξης των «τεχνολογιών διακίνησης της πληροφορίας και μεταβίβασης σημάτων». [Σταυρίδης]

6

Jean Baudrillard, η έκσταση της επικοινωνίας, εκδ. Καρδαμίτσα, 1991, σελ. 32 37


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Στον αντίποδα της ταχύτατης μεταφοράς βρίσκεται η εξαναγκασμένη εγγύτητα, τόσο στους δημόσιους χώρους όσο και στα μέσα μεταφοράς, η οποία δεν είναι προϊόν αλληλεγγύης, δεν προκύπτει από την γεφύρωση της ενδιάμεσης απόστασης. Ακυρώνει μια υπόσταση του χώρου, ως «πεδίο ανθρώπινης δράσης και επικοινωνίας»7. Ο “άλλος” μεταμορφώνεται και αντιμετωπίζεται σαν εικόνα, όλο το περιβάλλον αντιμετωπίζεται σαν εικόνα, μέσω μια χαλαρής ενατένησης του παρατηρητή. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Σταυρίδης, «...η απόσταση έτσι αντιληπτικά ακυρώνεται, καθώς χάνεται η δυνατότητα της εμπειρίας της διάσχισής της.[...] Δεν μίκρυνε ο κόσμος από τις τηλεπικοινωνίες και τα ταχύτατα μέσα μεταφοράς. Η εμπειρία της απόστασης είναι που χάνει τα αντιληπτικά της ερεθίσματα για να συμβολοποιείται ανεξέλεγκτα»8. Οποιαδήποτε επαφή με το περιβάλλον, ή μάλλον αλληλεπίδραση έχει εξαφανιστεί. Ο χώρος βιώνεται αποσπασματικά, αφήνοντας “αμήχανα” κενά μεταξύ των προορισμών. Η αίσθηση του χώρου διαστρεβλώνεται, μένει μόνο στην μετρήσιμη εκδοχή του.

7 Σταύρος Σταυρίδης, από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2002, σελ. 155 8 ο.π., σελ. 153 38


ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ

Αναφερθήκαμε ήδη στην δημιουργία συμβολισμών ως βασική προυπόθεση για την κατανόηση και την αλληλεπίδραση των ατόμων. Όμως καθώς ο κοινός μηχανισμός κάθε κοινωνίας αναφορικά με το μοντέλο σχέσεων που δημιουργεί, δεν είναι η “επιβολή” ορισμένων προτύπων και κανόνων συμπεριφοράς, αλλά ο εφοδιασμός των μελών της με τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν στην κοινωνικοποίησή τους, στην ένταξή τους σε κάποια υπο-ομάδα, με λίγα λόγια στην επιβίωσή τους μέσα στην κοινωνία αυτή, θα ασχοληθούμε με την ανταπόκριση -την ικανότητα ανταπόκρισης των ατόμων- στα ερεθίσματα που λαμβάνουν. Σημαντικό ρόλο κατέχει εδώ η δημιουργία μιας αναγνωρίσιμης ατομικής ταυτότητας του ατόμου-υποκειμένου και οι προσεγγιστικές διαδικασίες προς τις έτερες -προς αυτό- ταυτότητες.

Στην προσπάθειά του να οικοδομήσει την επιθυμητή ταυτότητα, το άτομο –από πολύ νεαρή ηλικία- θα στραφεί στην κοινωνία της οποίας αποτελεί μέλος, που περιλαμβάνει ένα σύνθετο δίκτυο σχέσεων, αλλά και ένα σύνολο τόπων, καθώς οι κοινωνικές σχέσεις διαθέτουν και μια χωρική διάσταση.

Ο Talley υποστηρίζει πως η προσωπική και πολιτισμική ταυτότητα είναι προσδεδεμένη του τόπου, και ότι η τοποανάλυση αφορά στη διερεύνηση της δημιουργίας της προσωπικής ταυτότητας μέσα από τον τόπο.

39

β ρ ί σ κ ο ν τ α ς τ η ν τ α υ τ ό τ η τ α


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Για την συσχέτιση τόπου- ταυτότητας έχουν μιλήσει οι Proshansky, Fabian και Kaminoff, με την θεωρία της ταυτότητας τόπου να οργανώνεται γύρω από την άποψη ότι η υποκειμενική αίσθηση του εαυτού διαμορφώνεται όχι μόνο από τις σχέσεις μας με τους άλλους, αλλά και από τη σχέση μας με το φυσικό και υλικό δομημένο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, ικανοποιώντας ψυχολογικές μας ανάγκες. Δηλαδή ο χώρος και ο τόπος επηρεάζουν την κοινωνική αλλά και ψυχολογική συμπεριφορά. «Ο τόπος συμβάλλει στη διαμόρφωση της ταυτότητας ως μέρος της κοινωνικοποιητικής διαδικασίας μέσα από την οποία το παιδί ή ο έφηβος μαθαίνει να διαχωρίζει τον εαυτό του από τα εξωτερικά αντικείμενα και από το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζει, αλλά και μέσα από τη σχέση που διατηρεί με το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, οι διεργασίες μέσα από τις οποίες οι νέοι ταυτίζονται με ειδικούς τόπους, έχουν κατανοηθεί κυρίως μέσα από τις έννοιες της κοινότητας και του αισθήματος του ανήκειν. Η υπόθεση είναι ότι μέσα από τη συναισθηματική προσκόλληση σε γεωγραφικές τοποθεσίες, καλλιεργείται μια αίσθηση ανήκειν και κοινότητας όχι μόνο ως προς τον αυτοπροσδιορισμό, αλλά και ως προς το σχηματισμό της ταυτότητας της κοινότητας και της κοινωνικής δράσης»9.

9 Σωτήρης Χτούρης, Αναστασία Ζήση, νεολαία.www.δημόσιος χώρος, άτακτες συναθροίσεις + λοξές διελεύσεις, εκδ. Επίκεντρο, 2012, σελ. 98 40


Στο πλαίσιο της κοινωνικής συμπεριφοράς του ατόμου έχει ενδιαφέρον εκτός από τον προσωπικό παράγοντα που καθορίζει την συμπεριφορά (“πλάσιμο χαρακτήρα”, δυνατότητα ανταπόκρισης στα εξωτερικά ερεθίσματα...) και η διαδικασία τυποποίησής του, μέσω της δημιουργίας μιας διαρκώς επεκτεινόμενης βιβλιοθήκης ταξινομημένων μοντέλων-χαρακτήρων. Η συμπύκνωση των χαρακτηριστικών για την δημιουργία προτύπων έχει μεγάλη χρησιμότητα όχι μόνο στην αναγνώριση των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ φυσικών προσώπων, αλλά και στον έλεγχο, στην “αστυνόμευση” ατόμων αλλά και ομάδων. Η ταυτότητα ως άθροισμα εικόνων χρησιμοποιείται για να εντοπιστούν τυχόν “παραβάτες”, όχι μέσω τεκμηρίων, αλλά φυσιογνωμικών και μη χαρακτηριστικών που τους κατατάσσουν στους εν δυνάμει επικίνδυνους, εν δύναμη εγκληματίες. Με βάση υπαρκτές εικόνες του παρελθόντος, “σκηνές” ήδη καταγεγραμμένες, “παγιδευμένες” σε ορατό πλαίσιο, δημιουργείται μια κατηγορία εικόνων που περιγράφουν όχι κάποιο φανταστικό-ουτοπικό μέλλον, αλλά ένα δυνητικό. Η τελική εικόναπροφίλ είναι της ίδιας τάξης, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και την υφή με τις εικόνες που την γέννησαν. Έτσι καθίσταται εφικτός ο έλεγχος στην δυνητική σφαίρα. Με δεδομένη την ομοιότητα συμπεριφορών και την επαναληπτικότητα, προφίλ ατόμων και καταστάσεων κατασκευάζονται καθημερινά, ούτως ώστε στο άμεσο και όχι μόνο μέλλον, κάθε εμπειρία και κάθε χαρακτήρας να έχει ήδη ανιχνευθεί, μελετηθεί και εφόσον καταστεί επικίνδυνη να “εξοντωθεί”. “Απόλυτα επιτηρούμενος χώρος είναι ο απόλυτα ορατός”, όπως σημειώνει ο Σταυρίδης, και αν θέλουμε να επεκτείνουμε την ερμηνεία του πέρα από το χωρικό πλαίσιο στο οποίο εμπίπτει, μπορούμε να διαπιστώσουμε την ισχύ του μοντέλου αυτού και στο χρονικό πλαίσιο.

41

π ε ρ ί ε λ έ γ χ ο υ


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η παρακολούθηση λοιπόν μέσω φωτογραφικών εικόνων δημιουργεί το αρχείο και αποτελεί την πιο έγκυρη πηγή από το παρελθόν στην οποία ο επιτηρητής θα ανατρέξει, για να ανακαλύψει συσχετισμούς που θα τον οδηγήσουν στην τελική “εικόνα” που προσπαθεί να ολοκληρώσει συνθέτοντας πολλά διαφορετικά κομμάτια.

Όμως, η απόλυτη διαφάνεια αποκαλύπτει εξίσου παρατηρητές και παρατηρούμενους, καθώς διαμορφώνει ένα ιδιαίτερα ισχυρό και αλληλοεξαρτούμενο δίκτυο πομπού και δέκτη, που ενδεχομένως -υπό άλλες συνθήκες- καθιστά δυνατή ακόμα και την παροδική αντιστροφή των ρόλων τους. “Αν ελέγχω ό,τι βλέπω και προβλέπω, τότε βλέπω και προβλέπω μόνο ό,τι ελέγχω”.

“Οι κάμερες ας βλέπουν αυτό που θέλουν. Ας κοιμούνται ήσυχες ή ας ανησυχούν για πράγματα που δεν συμβαίνουν, που μοιάζει να συμβαίνουν. Ας σαρώνουν με το μάτι τους, ας γεννούν στις οθόνες, ας προ-βλέπουν παίρνοντας για πραγματικότητα μόνο αυτό που μπορούν να δουν και να κατασκευάσουν. Στις κρυψώνες του χώρου και του χρόνου θα παραμονεύουν εκείνοι που μπορούν να τις ξεγελούν”10. 10 Σταύρος Σταυρίδης, από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2002 42


μηχανισμοί τυποποίησης

Στη διαδικασία τυποποίησης του ατόμου μπορούμε να θεωρήσουμε σαν μια πρώτη στρατηγική την μίμηση προτύπων (εικόνων προτύπων, χωρίς να χρειάζεται αναγωγή σε κάποια βαθύτερη αξία ή επιδίωξη). Η μιμητική συμπεριφορά προσπαθεί να εντάξει το υποκείμενο σε ένα κόσμο αποτελούμενο από άτομα με όμοια και αναγνωρίσιμη ταυτότητα, καθώς «οπτικοποιεί απωθώντας και απωθεί οπτικοποιώντας το μέτρο»11.

Η δεύτερη κατηγορία στρατηγικών συγκροτεί μια συμπεριφορά που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε θεατρική. Εδώ η ταυτότητα «δεν γεννιέται με την μίμηση ενός προτύπου, αλλά με την ερμηνεία ενός ρόλου», όπως επισημαίνει ο Σταυρίδης. Εδώ η ασφάλεια μιας ταυτότητας δεν επιτυγχάνεται μέσω της ομοιότητας (ίδια εμφάνιση, ίδιες καταναλωτικές προτιμήσεις), παρά με την προσπάθεια οικειοποίησης των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων ενός ρόλου. Έχει όμως σημασία να διευκρινίσουμε από ποια οπτική αντιλαμβανόμαστε την έννοια του ρόλου. Δεν την εννοούμε σαν μια κατάσταση όπου το άτομο εκούσια επιλέγει αυτό που θέλει να παραστήσει ότι είναι και το υποκρίνεται, ούτε σα μια ηθική δέσμευση στην οποία οι ρόλοι είναι δεδομένοι και τυποποιημένοι σε βαθμό που «προσδιορίζουν τη μορφή των ατόμων σαν καλούπια», αλλά μάλλον ως ένα πλήθος χαρακτηριστικών τα οποία το άτομο χρησιμοποιεί επιλεκτικά για να προσαρμόζεται στις κοινωνικές και ιστορικές περιστάσεις. Τίθεται έτσι ο ρόλος υπό συνεχή αμφισβήτηση, «αναγνωρίζεται, τροποποιείται ή εγκαταλείπεται ανάλογα με τις συνθήκες της κοινωνικής πράξης, τους περιορισμούς και τους στόχους της»12, όπως θα πει και ο Σταυρίδης.

11 12

ο.π., σελ. 28 ο.π., σελ. 30 43


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

η μ ι μ η τ ι κ ή σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά

Η διαδικασία μίμησης αποτελεί έναν από τους πρωτόγονους μηχανισμούς επιβίωσης. Βιολογικά, είναι μια «ενστικτώδης αντίδραση στην ανάγκη διατήρησης μιας ζωής που απειλείται... Αντίστοιχα, τα κοινωνικά άτομα συγκροτούν τους όρους της κοινωνικής τους επιβίωσης μιμούμενα, μιμούμενα εικόνες»13.

Η μίμηση οδηγεί στην υιοθέτηση μιας ήδη υπάρχουσας συμπεριφοράς, εμφάνισης, ή -μπορούμε να πούμε- κοινωνικής πράξης, προσφέροντας την ασφάλεια της ένταξης σε αυτή την κατηγορία, την αφάνεια διαμέσων της αποβολής της διαφορετικότητας, μια “λυτρωτική εξομοίωση”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σταυρίδης. Στη σύγχρονη πραγματικότητα «η μίμηση των εικόνων επιδιώκει να προσεταιριστεί τη δύναμή τους να προεξοφλούν το πραγματικό. Οι εικόνες γίνονται μεσολαβητές μιας επιβολής, της επιβολής ενός συγκεκριμένου τρόπου να εννοείται η πραγματικότητα.[...] Έτσι, η μίμηση των εικόνων ενθαρρύνεται από την πίστη στη μαγική τους δύναμη να ανάγουν σε ορίζοντα του πραγματικού αυτό που δείχνουν»14. Με αυτόν τον τρόπο επιβάλλονται σαν “πρότυπα κατασκευής κοινωνικών ταυτοτήτων”, εξαναγκάζοντας τη συμπεριφορά να ανάγεται στις εικόνες της και την κοινωνική ζωή να ανάγεται στο σκηνικό της. Και η τυποποίηση επιτυγχάνεται με την αναγνώριση και την προβολή κοινωνικών ταυτοτήτων στον κοινωνικό χώρο από τους φορείς της μιμητικής συμπεριφοράς. Και στην σύγχρονη εποχή, σε μια εποχή ατομισμού που χαρακτηρίζεται από πολλούς ιδιαίτερους τρόπους ζωής, ένα συνονθύλευμα πολιτισμικών και κοινωνικών εκδηλώσεων, η μίμηση αποτελεί τον κύριο μηχανισμό λειτουργίας της κοινωνίας, γιατί αποτελεί ένα “αντανακλαστικό κοινωνικοποίησης”. 13 14 44

ο.π., σελ. 78 ο.π., σελ. 81


Η καταναλωτική βιομηχανία παράγει προϊόντα παρόμοια, διαφοροποιώντας τα ελαφρώς ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στην εικόνα του μοναδικού για τον κάθε καταναλωτή. Δημιουργείται έτσι ένας μικρόκοσμος ατομικός που αποτελεί ταυτόχρονα την ταυτότητα και το οχυρό κάθε χρήστη. Έξω από αυτούς τους χώρους, βρίσκουμε μια κατηγορία μητόπων. Είναι οι χώροι οι οποίοι είναι κενοί από περιεχόμενο, {υπό την έννοια πως για να θεωρηθεί κάποιος χώρος ως τόπος προϋποθέτει τον χαρακτηρισμό του από κάποια λειτουργία, από φιλοξένηση ενός γεγονότος-συμβάντος}. Σε αυτούς τους χώρους λοιπόν (η διαδρομή από το σπίτι στη δουλειά είναι ένα τέτοιο παράδειγμα), όπου το άτομο νιώθει ελεύθερο να σκεφτεί ή να μην σκεφτεί, χωρίς να χρειάζεται να πράξει, τα μοντέλα έρχονται και γεμίζουν τον κενό χώρο και χρόνο (μέσω οπτικών κυρίως αλλά όχι μόνο ερεθισμάτων) ,δημιουργώντας την επιθυμία εξομοίωσης του υποκειμένου με αυτά. Οι μη τόποι γεμίζουν από εικόνες και πρότυπα, και παρότι πρόκειται για παροδικούς τόπους, που κανένας δεν κατέχει, το άτομο υιοθετεί μια παροδική ταυτότητα σε αυτούς, βασιζόμενο στην επίδραση που έχει η αντίληψη του περιβάλλοντός του ως ένα σύνολο εικόνων. Σε μια κοινωνία όπου δίνεται ιδιαίτερη αξία στο άτομο και στην μοναδικότητά του, όπου η ανέλιξη και μόνο αυτή επιβραβεύεται, είναι λογικό η κατοχύρωση μιας ταυτότητας να προκαλεί φόβο στα μέλη της κοινωνίας, γιατί όπως πολύ εύστοχα θα παρατηρήσει ο Σταυρίδης, «η κοινωνική ταυτότητα του ατόμου καθορίζει την αξία του»15. Και εδώ η μιμητική συμπεριφορά βοηθάει στο να πλασθεί μια τέτοια ταυτότητα, αναγνωρίσιμη, η οποία αποτελεί ανεκτίμητο αγαθό. Οποιοσδήποτε διαφορετικός, έξω από τα κατοχυρωμένα πλαίσιατύπους, είναι εν δυνάμει εχθρός, μια απειλητική υπενθύμιση της κενότητας πίσω από τις ταυτότητες.

15

ο.π., σελ. 123 45


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

φ α σ ι σ τ ι κ ό ι δ ε ώ δ ε ς

Η εξομοίωση όμως που προκύπτει από την λειτουργία του μιμητικού μηχανισμού μπορεί και έχει (όπως μας έχει δείξει η ιστορία) οδηγήσει σε επικίνδυνες συμπεριφορές. Η εξίσωση καταργεί τις διαφορές, ή έτσι θέλει να πιστεύει η κυριαρχούμενη τάξη η οποία μέσω της μίμησης προσπαθεί να καμουφλαριστεί για να ενσωματωθεί στην άρχουσα τάξη. Μόνο που η μίμηση δεν εξισώνει, προσφέρει μόνο μια ψευδή υπόσχεση ίσων ευκαιριών για όλους, η οποία δυσχεραίνει τις συνθήκες ζωής της πλειονότητας, που ζει υπό τον φόβο του αβέβαιου μέλλοντος και της ανασφάλειας καθώς εξαρτάται από την υψηλότερη τάξη. Έτσι ο τρόμος για την επιβίωση και την κοινωνική αποδοχή και ενσωμάτωση γίνεται μια καθημερινή κατάσταση, που με τη σειρά του γεννάει βία και ωθεί στην αναζήτηση ασφάλειας κάτω από μια συλλογική εξομοίωση.

τ ο

ω ς α π ο τ έ λ ε σ μ α τ ο υ μ ι μ η τ ι κ ο ύ μ η χ α ν ι σ μ ο ύ

Σύμφωνα με τον Girard, «ο φασισμός, η φασιστική ιδεολογία έρχεται να μαζέψει μια ομάδα ατόμων κάτω από μια ασπίδα προστασίας, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία την συγκροτούν και από τα οποία το κάθε μέλος της δεν μπορεί να αποκλίνει.

Αυτό που ενώνει είναι η ανάγκη ενσωμάτωσης σε ένα σύνολο, του οποίου η εξουσία και η κυριαρχία ενδυναμώνουν την επιθυμία ένταξης σε αυτό, η ασφάλεια που αυτή η βύθιση στην ανωνυμία μιας πολύ καθορισμένης ομάδας μπορεί να προσφέρει, η καταπολέμηση του φόβου δημιουργώντας στόχους-εξιλαστήρια θύματα για να ξεσπάσει η ασυγκράτητη οργή της αδυναμίας που προκαλείται από την παραμονή του θύτη υπό καθεστώς τρόμου για πολύ καιρό». 46


Κανένας κοινός στόχος δεν ενώνει τα άτομα μιας τέτοιας ομάδας, κανένα πιστεύω και καμία επιθυμία δεν θα επιτύχει να συγκεντρώσει διαφορετικές ατομικότητες διατηρώντας παράλληλα την πολυμορφία. Και όμως μια τέτοια κοινότητα επιδιώκει να διατηρήσει την ετερότητα, για να μπορεί να την περιχαρακώσει, να την οριοθετήσει, να την σημαδέψει. «Η κοινωνική ταυτότητα μιας ομάδας δεν συγκροτείται αυτοτελώς, αλλά κατ`αντίθεση με μια άλλη (με ένα καταστατικό έξωθεν) η οποία μπορεί ταυτόχρονα να την ενισχύει και να την υπονομεύει»16

Μετά την “μονολιθικότητα του φασιστικού ιδεώδους” ερχόμαστε σε μια “κοινωνία της κατευθυνόμενης κατανάλωσης” (όρος του Lefebvre), στα πλαίσια της οποίας «η ιδιαιτερότητα εντάσσεται σε προεπιλεγμένα καλούπια που μορφοποιούν τύπους ανθρώπινης συμπεριφοράς [...] Όπως ο φασισμός διαστρέφει το εξισωτικό ιδεώδες έτσι και η ομαδοποιητική μίμηση διαστρέφει τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη»17. Ο όρος της συλλογικότητας είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με ό,τι περικλείει η έννοια των ομοιοτυπικών κοινοτήτων.

16 Ernesto Laclau, 1997 17 Σταύρος Σταυρίδης, από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2002, σελ. 108 47


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

θ ε α τ ρ ι κ ό τ η τ α

Ενώ η μίμηση προσπαθεί να εκμηδενίσει την σύγκριση μεταξύ μιμούμενου και προτύπου, με στόχο την αδιαμφισβήτητη ομοιομορφία τους, η θεατρικότητα κρατάει την σύγκριση ζωντανή. Παίζει με πολλές ταυτότητες, όμως δεν θέλει να χαθεί μέσα σε μία από αυτές, ούτε να αφήσει πίσω την αφετηρία της. Ο ηθοποιός μελετάει τους ρόλους πριν τους υποδυθεί. Δεν καλύπτεται από αυτούς, τους ερμηνεύει με μια κριτική ματιά, τους βελτιώνει, τροποποιεί κάθε φορά που το κρίνει αναγκαίο. Πολλές φορές δανείζεται ή επικεντρώνεται σε χαρακτηριστικά τα οποία ο ίδιος έχει, μπλέκοντας τα όρια μεταξύ υποκριτικής και πραγματικότητας. Όπως έχει ειπωθεί, η θεατρική τέχνη είναι ένα σημείο συνάντησης με το έτερο.

Ο Σταυρίδης αναφέρει πως «η σχέση ανάμεσα στη ζωή και τη θεατρική σκηνή δείχνει να είναι ιδιαίτερα στενή, καθώς στο θέατρο αναπαρίστανται όψεις της ζωής ενώ τη ζωή συχνά επηρεάζουν πρότυπα που εμφανίζονται στην εμβληματική τους ευκρίνεια από σκηνής. Άλλωστε και στη ζωή και στο θέατρο, το ανθρώπινο σώμα, στη πολύμορφη εκφραστική του ανάπτυξη στο χώρο και το χρόνο, είναι που κινεί και ενσαρκώνει τα δρώμενα»18. Περνώντας από τον ηθοποιό στον πολίτη, οφείλει και αυτός με τη σειρά του να αποστασιοποιηθεί από τα συναισθήματα και τις ευαισθησίες του (όπως και ο “εξαίσιος ηθοποιός” ο οποίος έχει απόλυτη έλλειψη ευαισθησίας κατά τον Ντιντερό), να τις κατεργαστεί ώστε να μπορέσει να δείξει προς τα έξω μια ολοκληρωμένη ταυτότητα. Γιατί το κοινό –και στις δύο περιπτώσεις- πρέπει να πειστεί. Δεν πρέπει να δει άτακτα αποσπάσματα της ψυχής του ατόμου. η απόσταση που προσφέρει η ασφάλεια του προσωπείου δηλώνει πως τιποτα δεν μπορεί να μείνει κρυφό τονίζοντας έτσι τη θέση υπεροχής του μεταμφιεσμένου απέναντι στον άτυχο περαστικό, στην ταινία του Kurosawa 18 48

ο.π., σελ. 177


Έτσι λοιπόν και το άτομο χρησιμοποιεί αυτή την εναλλαγή μορφών –υποδυόμενων μορφών- για να ανταπεξέλθει στην κοινωνική εικόνα του, να επιβιώσει στην κοινωνική πραγματικότητα. Πλησιάζει όσο χρειάζεται το έτερο για να αντλήσει τα στοιχεία που θέλει, φροντίζοντας πάντα να μένει σε μία απόσταση, να μην κυριεύεται αλλά ούτε και να κυριεύει τον κάθε φορά διαφορετικό ρόλο του.

Η εξουσία για να θεμελιώσει τις σχέσεις υπεροχής στηρίζεται στην καταστολή και τη βία, μόνο που η δράση και των δύο τακτικών είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Η συμβολική βία αποτελεί έναν τέτοιο κοινωνικό μηχανισμό, που στην ιδανική επιβολή της δύσκολα γίνεται αντιληπτή –άρα και είναι πιο αποτελεσματική- από τους υποταγμένους σε αυτήν. Εμφανίζεται έτσι η σχέση του δίπολου εξουσιαστή- εξουσιαζόμενου μεταμφιεσμένη, παίρνοντας την μορφή μιας σχέσης αλληλεγγύης, όπου η αναγκαία άρχουσα τάξη ενδιαφέρεται και μεριμνά για το σύνολο των πολιτών της κοινωνίας. Εδώ η θεατρικότητα είναι προσχεδιασμένη, και ο χώρος στον οποίο πραγματώνεται φορτισμένος κοινωνικά ώστε να πετύχει τον στόχο της, την νομιμοποίηση της κυρίαρχης τάξης. Έτσι με εκδηλώσεις σε δημόσιους χώρους, όπου η συμμετοχή του κοινού-θεατή είναι αυτονόητη αλλά και προκαθορισμένη, εδραιώνει την κυριαρχία της προβάλλοντας την αρμόζουσα ισορροπία των δύο αντίρροπων αυτών δυνάμεων.

«Η θεατρικότητα δίνει μορφή στην κοινωνική αλληλεπίδραση, όταν τα συμφέροντα και οι ιεραρχίες δεν επιβάλλουν γυμνή τη δύναμή τους και τη λογική τους, προδικάζοντας, συχνά βίαια, τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Με τη θεατρικότητα, συμφέροντα και σχέσεις δύναμης μεταμφιέζονται, εκφράζονται πλάγια, γιατί έτσι παραγνωρίζονται και επιβάλλονται πιο αποτελεσματικά...»19. 19

ο.π., σελ. 211 49

μ ε τ α μ φ ι έ σ ε ι ς τ η ς κ υ ρ ι α ρ χ ί α ς


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ Η επιβίωση των ατόμων και των κοινωνιών εξαρτάται από την ικανότητά τους να ελέγχουν τις συνθήκες του ζωτικού τους περιβάλλοντος, να διατηρούν τις ισορροπίες που ευνοούν την αναπαραγωγή και τη διατήρησή τους. Η επιβίωση είναι λοιπόν «συντηρητική» (Σταυρίδης), καθώς βασίζεται στην επανάληψη του οικείου, όταν μέσω της εκπαίδευσης και της εμπειρίας έχει επιτευχθεί η προσαρμογή, οι τεχνικές της οποίας τείνουν να αναπαραχθούν για να οδηγήσουν σε ένα μέλλον παρόμοιο με το παρόν, παρόμοιο με την σειρά του με το παρελθόν. Η ετερότητα όμως έρχεται σε ρήξη με τον μιμητικό (βασισμένο στην επανάληψη) μηχανισμό, καθώς περιλαμβάνει το άγνωστο, το ανοίκιο, και επιθυμεί (επιτάσσει) μια στάση απέναντί της, υπονομεύοντας και απειλώντας την ομοιοτροπία στην οποία η μίμηση στοχεύει. Το ανεξέλεγκτο της ετερότητας, η αδυναμία κατάταξής του το καθιστά μόνιμα ξένο και αφιλόξενο, όπως είδαμε και παραπάνω, τοποθετημένο σε μια απόσταση αγεφύρωτη. Ο Sennet υποστηρίζει πως “για να αντιληφθεί το έτερο πρέπει κανείς να κάνει έργο του την αποδοχή του εαυτού του ως ανολοκλήρωτου”. Υπό αυτό το πρίσμα, μια συνάντηση με έναν ξένο δεν θα υπόκειται στο δίπολο αφομοίωσης-καταβρόχθισης, ούτε θα είναι απαραίτητα μια συνάντηση “εχθρότητας και μίσους” . Θα υπάρχουν έτσι περιθώρια “συνύπαρξης, συναλλαγής, όχι απλά ανοχής”, στην ύπαρξη ορίων -κατωφλιών, που επιτρέπουν την επικοινωνία στον χώρο και μπορούν να προσφέρουν πεδίο συνάντησης ανάμεσα σε ετερότητες που εξακολουθούν να ορίζουν τον τόπο τους.

50


Η ετερότητα αποτελεί κοινωνική πραγματικότητα, όπως επίσης και η αμηχανία που προκύπτει όταν το άτομο βρίσκεται ενώπιον αυτού του «άλλου», καθώς τα γνώριμα μέσα επικοινωνίας ομοίου προς όμοιο έχουν αχρηστευτεί. Το ερώτημα είναι πως κανείς μπορεί να συμπεριφερθεί, ή μάλλον ποιο μηχανισμό μπορεί να χρησιμοποιήσει για να διασχίσει την μεταξύ τους απόσταση. Σίγουρα η προσφυγή σε κανόνες και πρότυπα δεν μπορεί να δημιουργήσει σημείο επαφής, πολύ απλά γιατί δεν υπάρχουν κοινά στοιχεία προς μίμηση και άρα ίχνη βοηθητικά στην διαχείρισης της απόστασης. Η μιμητικός μηχανισμός είναι σε αυτή την περίπτωση άχρηστος, καθώς απέναντί του το άτομο δεν μπορεί να διακρίνει κάτι οικείο, αναγνωρίσιμο το οποίο κατόπιν αξιολόγησης θα βοηθήσει στο πλάσιμο της ταυτότητας του άλλου. Η θεατρικότητα προσεγγίζει την ετερότητα με διαφορετικό τρόπο από την μίμηση. Δημιουργεί έναν ενδιάμεσο χώρο, κινούμενη συνεχώς από την μία κατεύθυνση στην άλλη. Δεν εγκαταλείπει την αρχική της υπόσταση για να χαθεί στην ταυτότητα του έτερου. Αποστασιοποιείται από τον αρχικό ρόλο, προσεγγίζει το άλλο και επιστρέφει. Όμως, αυτή ακριβώς η διαδικασία αλλάζει το υποκείμενο. Γιατί η θεατρικότητα δεν προσφέρει μια “εξασφαλισμένη επιστροφή” (όρος του Σταυρίδη). Δίνει υπόσταση στο διάστημα μεταξύ τους, μετατρέποντάς το παροδικά σε χώρο ζωτικό, στον οποίο το άτομο ισορροπεί ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ένα σημείο συνάντησης, ένα πεδίο αναγνώρισης. Όμως στην σύγχρονη καθημερινότητα όπου το πεδίο του χώρου (αλλά και του χρόνου) έχει συρρικνωθεί αισθητά, αυτή η ακύρωση (κυριολεκτική) της απόστασης ακυρώνει και την διαφορά, και τέλος την ίδια την επικοινωνία.

51

π ρ ο σ ε γ γ ί ζ ο ν τ α ς τ η ν ε τ ε ρ ό τ η τ α


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο Baudrillard θα πεί,

«είναι δύσκολο και ανώφελο να φανταστεί κάποιος ένα χώρο που μπορεί να τον διασχίσει σε μια στιγμή. [...]Το να φανταστείς τους άλλους και ό,τι σε φέρνει πιο κοντά τους είναι άσκοπο από τη στιγμή που η “επικοινωνία ” μπορεί και κάνει την παρουσία τους άμεση. Αν η φαντασία είναι σήμερα αδύνατη, αυτό συμβαίνει επειδή όλοι οι ορίζοντες έχουν ήδη διασχισθεί, επειδή εκ των προτέρων έχεις έρθει αντιμέτωπος με όλα τα “αλλού”, και ό,τι πια σου απομένει είναι να εκστασιαστείς (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) με- ή να αποσυρθείς από – αυτή την απάνθρωπη παρέκταση»20. Ο Ντιντερό υποστηρίζει πως στην επικοινωνία με το/ν άγνωστο δεν αρκεί η έκφραση, η ειλικρίνεια, μιας και ο άλλος δεν θα είναι σε θέση να κατανοήσει. Όμως μέσα από μία υπόδηση αυτών που θέλει να εκφράσει, μπορούν να τεθούν νέοι όροι επικοινωνίας, να τεθεί σε κίνηση ένας μηχανισμός που δεν στοχεύει, δεν παρακινείται από την έκφραση, αλλά από μια πρόθεση επικοινωνίας. «Επικοινωνώ σημαίνει μπορώ να συμφωνώ σε κρίσιμες συμβάσεις μέσα από τις οποίες η επικοινωνία παίρνει υπόσταση. Μιμούμαι αντίθετα σημαίνει προσπαθώ να επικοινωνήσω υιοθετώντας απλά συμβάσεις του άλλου, παραιτούμε λοιπόν από οτιδήποτε με διακρίνει από αυτόν. Όμως τότε η επικοινωνία γίνεται περιττή: αναγνωρίζω στον άλλο απλώς αυτό που έχω γίνει»21.

20 Jean Baudrillard, η έκσταση της επικοινωνίας, εκδ. Καρδαμίτσα, 1991 21 Σταύρος Σταυρίδης, από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2002, σελ. 239 52


Εδώ όμως έχει σημασία να διαχωρίσουμε τις αιτίες προσέγγισης της ετερότητας. Μέσω τελετουργικών πρακτικών, που χρησιμοποιούν μιμητικές αλλά και θεατρικές διαδικασίες, δεν προσφέρεται στο έτερο ένα πεδίο δράσης ανοιχτό προς την διαφορετικότητά του, καθώς δεν αποτελεί στόχο η διατήρησή της και η δημιουργία καθεστώτων συνδιαλλαγής μεταξύ αυτής και της κανονικότητας, αλλά προσάρτηση της πρώτης στην δεύτερη, όταν η ετερότητα προσεγγίζεται αρχικά με καχυποψία, εχθρικά, και όχι με μια επιθυμία γνωριμίας της. Το ξένο αντιλαμβανόμενο ως απειλή, προσεγγίζεται με μια διάθεση προσαρμογής. Και εδώ παρεμβάλλεται η θεατρικότητα, καθώς σύμφωνα με τον Σταυρίδη «δεν είναι μόνο μια προσαρμοστική δεξιότητα, αλλά και μια δεξιότητα παραγωγής και διαχείρισης του νέου, του διαφορετικού […] Μετέχει έτσι (η θεατρικότητα) σε μια κατεργασία των κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών δομών, μορφοποιώντας τες και όχι μόνο εκφράζοντές τες… και έτσι μπορεί να μεσολαβήσει ανάμεσα στην ατομική συμπεριφορά και τους κοινωνικούς κανόνες που επιχειρούν να τη ρυθμίσουν, ισορροπώντας μεταξύ ατομικού και συλλογικού». Έτσι η υπόδυση φέρεται ως προσπάθεια προσέγγισης της ετερότητας, καθώς η σταδιακή αποκάλυψη, οι λοξοδρομήσεις και οι καθυστερήσεις έχουν σκοπό να δημιουργήσουν μια εφήμερη ταυτότητα η προκαλεί τον άλλο να την πλησιάσει, αφήνοντάς του τον απαραίτητο χώρο και χρόνο. Όμως από όλα τα παραπάνω δεν προκύπτει ότι οι άνθρωποι δρώντας εκφραστικά έχουν την δυνατότητα να αλλάξουν τον κόσμο, είτε αφορά τον μικρόκοσμό τους ή τον μεγάκοσμο. Υιοθετούν όμως συμπεριφορές καινούργιες, προερχόμενες από ατομικές μεταμορφώσεις και αλλαγές. Μέσα δηλαδή στα πλαίσια των κανόνων που καθορίζουν την συνολική έκφραση γεννιούνται αυτές οι εκφραστικές πρακτικές, και όχι απαραίτητα σε σύγκρουση με αυτούς.

53


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Προηγουμένως κατατρυχόμασταν από τον φόβο μήπως μοιάσουμε στους άλλους, μήπως χάσουμε τον εαυτό μας μέσα στο πλήθος· ήμασταν φοβισμένοι από την ομοιομορφία, και κατεχόμασταν από την έμμονη ιδέα της διαφοράς. Χρειαζόμασταν μια λύση για να αποδεσμεύσουμε τους εαυτούς μας από την εξομοίωση με τους άλλους. Σήμερα, αυτό που έχει σημασία είναι να μοιάσει κάποιος με τον εαυτό του, να βρίσκει τον εαυτό του παντού. Η ομοιότητα δεν αφορά πλέον στους άλλους, αλλά μάλλον στο άτομο μες στην ασαφή ομοιότητα με τον εαυτό του. Η διαφορά, συνακόλουθα, αποκτά μια νέα σημασία. Δεν είναι πλέον η διαφορά ανάμεσα στο ένα υποκείμενο και στο άλλο, αλλά μια εσωτερική, άπειρη διαφοροποίηση του ίδιου του αντικειμένου[...], καθώς ο άνθρωπος σήμερα είναι αποξενωμένος από τον εαυτό του, από τους πολλαπλούς κλώνους του, από όλα αυτά τα μικρά ισομορφικά «εγώ»...». Baudrillard

π ρ ο σ ε γ γ ί ζ ο ν τ α ς τ η ν

α π ό σ τ α σ η

Η μίμηση ακυρώνει τις αποστάσεις. Χωροποιεί την συμπεριφορά, στο σύμπαν όμως του ρόλου που θέλει να μοιάσει. Μια και απαιτεί την οριστική αναχώρηση από την ταυτότητα και το βύθισμα του δρώντος στον καινούργιο ρόλο, σε ολόκληρο το περιβάλλον του καινούργιου ρόλου, καταργεί και την μεταξύ τους απόσταση. Ο Jankelevitch χρησιμοποιεί την έννοια της αιδούς για να περιγράψει την προσέγγιση. Σύμφωνα με αυτόν η προσέγγιση χρειάζεται μια κάποια συγκράτηση : «Η κεραυνοβόλα μυχιότητα είναι σαν το πολύ πρόωρο παιδί. Εξασθενίζει πολύ γρήγορα, καθώς δεν έχει εισχωρήσει, για ν` αποκτήσει βάθος, στην καθαρτήρια ζώνη των δοκιμασιών και των απογοητεύσεων». Η αιδώς λοιπόν προσφέρει τον χρόνο που χρειάζεται στην επικοινωνία.

54


Ο Σταυρίδης λέει πως η επικοινωνία δεν απαρτίζεται μόνο από αυτό που θέλουμε να πούμε, αλλά και από αυτό που θέλουμε να κρύψουμε. Αναδεικνύεται έτσι ως ένας τόπος δράσης. Τόπος όπου εξέχοντα ρόλο διαδραματίζει η απόσταση, την μεταφορική υπόσταση της οποίας αντιλαμβανόμαστε κυριολεκτικά. Ίσως γιατί αποτελεί αναγκαία συνθήκη της συνάντησης σε αυτή την προσεγγιστική διαδικασία.

Κάθε σύνολο καθορίζει τα όριά του, που το διαχωρίζουν από τα άλλα γύρω του καθορίζοντας παράλληλα το πεδίο όπου μπορεί να ασκήσει την μέγιστη επιρροή του. Όμως, έξω από την κλειστή αυτή σφαίρα υπάρχει ένα ευρύτερο όριο το οποίο μπορεί να πλησιάσει και να εισχωρήσει στο αντίστοιχο μέρος κάποιου άλλου συνόλου, χωρίς αυτό να εννοηθεί ως βίαια τακτική, ή ακόμα και εχθρική, γιατί δεν γίνεται με στόχο την προσάρτηση της μίας περιφέρειας στην σφαίρα επιρροής της άλλης, αλλά απεναντίας στοχεύει στην μείωση της απόστασης μέχρι εκεί ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο σημείο συνάντησης, χρησιμοποιώντας λαϊκή έκφραση ούτε πολύ κοντά, ούτε και πολύ μακριά. Έτσι κάθε σύνολο μπορεί να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά του, προσεγγίζοντας σταδιακά το άλλο, χωρίς να αισθάνεται απειλή ή και να υφίσταται αλλοτρίωση, που θα οδηγούσαν στην επιστροφή της ετερότητας στο «έξω», εξοβελισμένη στον χώρο και τον χρόνο. 55


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Το ίδιο ισχύει και για το άτομο ως αυτόνομη, ξεχωριστή οντότητα. Η απαραίτητη απόσταση και η εξαναγκασμένη εγγύτητα στην σύγχρονη καθημερινότητα επηρεάζουν πολύ τις προσωπικές σχέσεις. Ο Sennet τάχθηκε κατά της αναγκαστικής επαφής, μιλώντας για την τυραννία της οικειότητας, αυτής της προσχώρησης ουσιαστικά στον άλλο χωρίς να υπάρχει περιθώριο συνομιλίας, χώρος (για) συνάντησηπαρά μόνο σημεία βίαιης πρόσκρουσης.

Υπό ένα τέτοιο καθεστώς ο περιπλανητής, ο καθημερινός κάτοικος της πόλης, αποστασιοποιείται, και πλέον με την παρατηρητική ματιά ενός θεατή μετατρέπει φυσικές και μη συνιστώσες του κόσμου γύρω του σε εικόνες, για να ισορροπήσει την ένταση της αναγκαστικής αυτής «γειτνίασης». Ο χώρος ελέγχεται έτσι και ταξινομείται, φιλοξενεί όμως μόνο περαστικούς, σώματα των οποίων η τροχιές αν και συχνά συναντώνται δεν δύναται να χαράξουν ίχνη στους δρόμους, να μετουσιώσουν στοιχεία τους στον χώρο, χρησιμοποιώντας δηλαδή το χώρο μόνο ως στάδιο μετάβασης, ανίκανο να εκφραστεί και να αυτοπροσδιοριστεί όταν απομείνει –παροδικά- κενός από ανθρώπινες παρουσίες. «Οι αποστάσεις «τηρούνται», κατά την γνωστή έκφραση, σύμφωνα με οδηγίες που σημαδεύουν την ίδια τη σωματική εκφραστικότητα. Ταυτόχρονα όμως υφίστανται για να διασχίζονται. Σε μια εποχή που η αντιληπτική διάκριση επηρεάζεται από τη «μόλυνση των αποστάσεων», η οποία καθιστά τον ενδιάμεσο χώρο α-διάφορο, η συμβολοποίηση της ετερότητας ως μίας συνθήκης απομάκρυνσης ή διαβαθμισμένης εγγύτητας βρίσκεται σε κρίση.» 56


ΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ, μια εμπειρία μετάβασης {κατώφλι: η ονομασία της ενδιάμεσης κατάστασης, ένας τόπος συνάντησης της ετερότητας} Χωρικά αποτελεί το όριο ανάμεσα σε δύο χώρους, προσφέροντας έναν τόπο μεταμφιέσεων για ενδιάμεσες ταυτότητες οι οποίες μεσολαβούν στις αλλαγές από ένα καθεστώς κοινωνικής εμπειρίας σε ένα άλλο, σύμφωνα με τον Σταυρίδη. Αν και λειτουργεί σαν όριο ανάμεσα σε ετερότητες, δεν ταυτίζεται με την λειτουργία των συνόρων. Δεν περιχαρακώνει επικράτειες, παρά δημιουργεί χώρο ανάμεσά τους για να τις φέρει πιο κοντά, σαν σημεία συνάντησης αλλά και διαφύλαξης των ετεροτήτων. Πρόκειται δηλαδή για μια ουδέτερη ζώνη μεταξύ των επικρατειών, στην οποία το άτομο κατά την παραμονή του αποποιείται των γνωρισμάτων του, απογυμνώνεται για λίγο, προσλαμβάνοντας νέα χαρακτηριστικά, πιο κοντά στον προορισμό του. Μια αίσθηση «μετεωρισμού» ανάμεσα σε δύο ταυτότητες, για να ξαναγυρίσουμε στην θεατρικότητα των διαβάσεων-κατωφλιών. Υπο μία έννοια, μπορούμε να πούμε πως ο δημόσιος χώρος αποτελεί στο σύνολό του ένα κατώφλι, καθώς είναι ο «ενδιάμεσος» συνολικός ιστός της υλικής και νοηματικής συνοχής της πόλης που εκφράζει αξίες και ιδέες της συλλογικής, κοινής ιστορίας και δημιουργίας, ενοποιώντας τους θεσμοποιημένους τόπους αγωγής και κουλτούρας (το σχολείο, το μουσείο, το μνημείο) με τους ιδιωτικούς τόπους ζωής και τους ελεύθερους, δημόσιους υπαίθριους χώρους κοινωνικής αλληλεπίδρασης των νέων και των πολιτών (το δρόμο, το πάρκο, την πλατεία).

57


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Σαν μια ιδιαίτερη κατηγορία εμφανίζεται η γειτονιά, ως ενδιάμεσος τόπος στο χώρο της πόλης και το χώρο του σπιτιού. Η αναγκαία απόσταση διαμεσολάβησης ώστε το ιδιωτικό να παραμένει ιδιωτικό σε καθορισμένα όρια και το δημόσιο δημόσιο χωρίς να απειλεί την ασφάλεια του πρώτου, ενώ ταυτόχρονα στο ουδέτερο αυτό πεδίο γίνεται ομαλά η μετάβαση, προετοιμάζοντας το άτομο, δίνοντάς του μια πρόγευση του κόσμου, του υπαρκτού, σε διαχειρίσιμες δόσεις τις οποίες αυτός δεν θα πασχίσει να αποκρούσει.

Μετέωρος χώρος λοιπόν, εννοιολογικά, και όχι χωρικά. Η γειτονιά έχει την ιστορία της, σύμφωνα με τον Mayol, (μελέτησε την τέχνη της κατοίκησης στην γειτονιά). Μετασχηματίζει πρακτικές και μετασχηματίζεται από αυτές, ως ένας συνεχής διάλογος μεταξύ αυτού που είναι οικείου και του ξένου. Οι θεατρικές προσεγγιστικές τακτικές, οι πολυεπίπεδες σχέσεις (ή σωστότερα το δίκτυο σχέσεων που την απαρτίζουν), καθορίζουν την κίνησή της στην λωρίδα του χρόνου. Έτσι, αναπόφευκτα, η διάλυση του ιστού της πόλης διαλύει και την γειτονιά, την πρακτική ουσιαστικά να έρχεσαι κοντά στον άλλον διατηρώντας τόσο εσύ όσο και αυτός τα χαρακτηριστικά σας. 58


Σαν αντίλογο όμως μπορούμε να σταθούμε λίγο στην ιδεολογία της “φιγούρας του πλάνητα”, (flaneur) που χωρίς να το αναζητά τριγυρνάει στην πόλη και ανακαλύπτει κατώφλια σημαντικά για τον καθένα. Βρίσκεται στο μεταίχμιο, συνεπαρμένος και παρασυρμένος όπως και το πλήθος στην καταναλωτική δίνη, παραμένοντας όμως ταυτόχρονα αποστασιοποιημένος. Ισσοροπεί έτσι στο κατώφλι, και αυτό είναι, σύμφωνα με τον Σταυρίδη, που του δίνει την δύναμη να εκφράζεται. Αναζητεί και βρίσκει (ξανά) ποιότητες και ταυτότητες της πόλης ικανές για μιαν αλλαγή της σύγχρονης ζωής.

Όμως η απαραίτητη προυπόθεση, για να δημιουργηθεί η επιθυμία της προσέγγισης, πέρα από την πρωταρχική ανάγκη του ατόμου για κοινωνικοποίηση (επαφή, μείωση του αισθήματος της μοναξιάς) είναι η ύπαρξη κάποιων ιδεών, αξιών που θα λειτουργήσουν συνδετικά, δίνοντας στο άτομο το έναυσμα για να αποχωριστεί την προσωπική του επικράτεια σε μια προσπάθεια εύρεσης των κοινών αυτών οπτικών σε διαφορετικές ατομικότητες, συγκροτώντας ένα “κοινό σώμα”, όπως αυτό θα οριστεί παρακάτω.

59


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ στον δημόσιο χώρο για τον δημόσιο χώρο...


ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ1 Σύμφωνα με το βιβλίο των Χάρντ και Νέγκρι «Commonwealth» (2009), τα κοινά (commons) είναι: πρώτον, τα υλικά στοιχεία του «κοινού πλούτου» (commonwealth) ο αέρας, το νερό, τα «δώρα της φύσης», που «συχνά απαιτείται να είναι κληρονομιά της ανθρωπότητας ως σύνολο που μοιράζεται από κοινού» και, δεύτερον, «τα αποτελέσματα της κοινωνικής παραγωγής που είναι αναγκαία για την κοινωνική αλληλεπίδραση και την ανάπτυξη παραγωγής γνώσεων, γλωσσικών κωδίκων, πληροφοριών, συναισθημάτων κ.ο.κ». Δηλαδή, τα κοινά είναι οι -κατά μια κοινωνική απαίτηση- «κοινοί πόροι» (common resources) της κοινωνικής παραγωγής στο σύνολό τους: παραγόμενοι και μη παραγόμενοι.

Αυτούς τους «κοινούς πόρους» ανάλογα με την ικανοποίηση της απαίτησης να είναι κοινά, μπορούμε να τους δούμε υπό το πρίσμα της «περίφραξης» και της «αποπερίφραξης». Πιο συγκεκριμένα, «περίφραξη» είναι κάθε τρόπος υπαγωγής των κοινών πόρων στην ιδιωτική ή την κρατική ιδιοκτησία με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και «αποπερίφραξη» είναι η απόσπαση των κοινών από τις δύο μορφές της ιδιοκτησίας, την ιδιωτική και την κρατική, και η υπαγωγή τους στην κοινή κτήση.

1 Δημήτρης Κωτσάκης, {ανοιχτές συζητήσεις: συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη}, η έννοια του κοινού: κοινωνικός χώρος και τρόπος επικοινωνίας, 2013 61


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

Όμως για ποιους ανθρώπους είναι κοινό ό,τι θα ορίσουμε ως «κοινό»; Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε θα πρέπει να αναζητήσουμε την έννοια του «κοινού χώρου» (ως ενότητα του χώρου των πολιτών με τους συλλογικούς χώρους) και το «κοινό», που δίνει το ουσιαστικό νόημα στον κοινό χώρο και ορίζει την κοινωνική του δυναμική. Θεωρώντας ότι το κοινό που εξετάζουμε εδώ αναφέρεται σε μια κρατικά ολοκληρωμένη κοινότητα* - σε οποιοδήποτε επίπεδο, τοπικό, εθνικό, υπερεθνικό – θα δούμε το κοινό από την οπτική του «πλήθους»**. Έτσι το κοινό είναι αυτό που συγκροτεί το πλήθος σε δημόσιο σώμα. Στο σημείο αυτό καλό θα ήταν να αναφερθούμε στον «κοινωνικό χώρο» και να προσπαθήσουμε να τον ορίσουμε σε μια βάση διπλής διαλεκτικής του χώρου. Η πρώτη είναι η διαλεκτική της ανθρώπινης επικοινωνίας, που οδηγεί στον ορισμό του χώρου με βάση τον τρόπο επικοινωνίας. Η δεύτερη είναι η διαλεκτική της κρατικής εξουσίας, που οδηγεί στον ορισμό του χώρου με βάση το κοινωνικό σύστημα. Οι δύο αυτές διαλεκτικές στο συνδυασμό τους γεννούν τη διαίρεση του κοινωνικού χώρου σε τέσσερα μέρη: προσωπικός χώρος, συλλογικός χώρος, χώρος των πολιτών και πολιτειακός χώρος.

*Ως κοινότητα ορίζουμε ένα σύνολο συγκροτημένων σε κοινωνικά υποκείμενα φυσικών ανθρώπων, όπου ο όρος «φυσικός άνθρωπος» αναφέρεται στον άνθρωπο όπως αναδύεται από τη φύση ως βιολογικός οργανισμός. **Η έννοια του πλήθους περιέχει τις διαφοροποιήσεις των κοινωνικά ορισμένων τάξεων, των πολιτισμικά ορισμένων εθνοτήτων, και των κρατικά ορισμένων εθνών.

62


Συγκεκριμένα ως προς την ανθρώπινη επικοινωνία, ο κοινωνικός χώρος διαιρείται σε προσωπικό και δημόσιο. Ενώ ως προς την κρατική εξουσία, ο κοινωνικός χώρος διαιρείται σε ιδιωτικό και πολιτικό. Με τον πολιτικό χώρο, στην συνέχεια, να διαιρείται σε χώρο των πολιτών και χώρο της πολιτείας καθώς η πολιτική εξουσία είναι, συμμετρικά, νομοθετική-δικαστική-εκτελεστική εξουσία της πολιτείας ως προς τους πολίτες και εκλογική-ανατρεπτική εξουσία των πολιτών ως προς την πολιτεία. Προκύπτει έτσι το τετραμερές του χώρου. Ο ιδιωτικός ως προς την εξουσία χώρος διαιρείται επικοινωνιακά σε προσωπικό και δημόσιο. Ο δεύτερος, ο ιδιωτικός-δημόσιος, έχει εδώ το όνομα συλλογικός. Και σ’ αυτούς τους δύο χώρους προστίθενται οι δύο πολιτικοί ως προς την εξουσία και δημόσιοι ως προς την επικοινωνία χώροι.

63


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι οπτικές του κοινωνικού σώματος και του τρόπου επικοινωνίας συνδέονται. Όταν βλέπουμε τον δημόσιο χώρο από την οπτική του τρόπου επικοινωνίας, εμφανίζεται το κοινωνικό σώμα των επικοινωνούντων υποκειμένων. Και έτσι φτάνουμε στην έννοια του “δημόσιου σώματος” ως το κοινωνικό σώμα του δημόσιου χώρου. Είδαμε πριν στον ορισμό του κοινού ότι είναι αυτό που συγκροτεί το πλήθος σε δημόσιο σώμα. Αυτό όμως που στην ουσία προκαλεί την συγκρότηση αυτή είναι ο τρόπος επικοινωνίας. Δηλαδή, το κοινό είναι ουσιαστικά επικοινωνία, μέσω της οποίας συγκροτείται το πλήθος σε δημόσιο σώμα, η μορφή επικοινωνίας που ολοκληρώνει τη διαφοροποιημένη προσωπική ζωή του καθένα σε μια ενοποιημένη δημόσια ζωή όλων. Οι σχέσεις επικοινωνίας θεμελιώνουν τις κοινωνικές σχέσεις με τρόπο που καθιστά δυνατές μη εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις και με τις δύο μορφές της κρατικά ορισμένης εξουσίας: την ιδιωτική εξουσία, πατρική, εργοδοτική κτλ και την πολιτική εξουσία, την εξουσία της πολιτείας στους πολίτες και των πολιτών στην πολιτεία. Κατανοούμε λοιπόν, πως στην ουσία ο κοινός χώρος είναι ο χώρος διασφάλισης της ελευθερίας του προσώπου, ο χώρος όλων που διασφαλίζει τον προσωπικό χώρο, τον χώρο ελευθερίας του καθενός. Η θεμελιώδης αρχή της δυναμικής αυτής είναι ότι η ελευθερία του προσώπου προϋποθέτει τη συλλογικότητα. Εξ’ ου και το ότι ο κοινός χώρος είναι η μετασχηματιζόμενη ενότητα του συλλογικού χώρου και του χώρου των πολιτών.

64


Όμως σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο όπου τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας και του κέρδους υπερισχύουν κάθε άλλης έννοιας δικαιώματος. Βιώνουμε την εποχή του ηδονιστικού καταναλωτισμού, της προσανατολισμένης στην οδύνη μοναχικής εξωστρεφούς δικτύωσης, της αποδυνάμωσης του προνοιακού – παρεμβατικού κράτους, της δημοσιονομικής κρίσης και της ανασφάλειας2. Η έλλειψη συμμετοχικών δομών, σε συνδυασμό με την έντονη απουσία συλλογικών μορφών κοινωνικοποίησης, δημιουργούν εμπόδια στην ανάπτυξη συλλογικής δράσης και πάλης ενάντια στις διάφορες μορφές καταπίεσης3. Στο βαθμό που ο δημόσιος χώρος μετατοπίζεται μέσα στα εμπορικά κέντρα, στα θεματικά πάρκα, στους πολυλειτουργικούς χώρους, στα μουσεία και στα αεροδρόμια, οι δραστηριότητες που υποδέχονται δεν είναι μόνο προκαθορισμένες και προσχεδιασμένες –ακόμη και ως ανοιχτές, διαδραστικές ή συμμετοχικές -, αλλά επιπλέον εμπίπτουν στο πλαίσιο της βασικής εμπορευματικής λειτουργίας, η οποία διέπει από άκρη σε άκρη τους χώρους αυτούς4.

2 Κυριακή Τσουκαλά, διανθρώπινο και σωματικότητα στις “νεανικές” εκ-τροπές του δημοσίου χώρου,[νεολαία.www.δημόσιος χώρος], εκδ. Επίκεντρο, 2012, σελ. 67 3 ο.π., Σωτήρης Χτούρης, Αναστασία Ζήση, Νεολαία και Τόπος:κατασκευάζοντας τρόπους ύπαρξης μέσα στον κόσμο, σελ. 95 4 ο.π., Χαρίκλεια Παντελίδου, Σώμα και αρχιτεκτονική στην αναζήτηση μιας κοινωνικής πολιτικής δημοσιότητας της νεολαίας, σελ. 120

65

ε ν ε ρ γ ο π ο ι η μ έ ν ο ι δ η μ ό σ ι ο ι χ ώ ρ ο ι


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

Ο δημόσιος χώρος απειλείται από την κυριαρχία του ιδιωτικού και τείνει να χάσει σιγά σιγά τον χαρακτήρα του ως μια ετεροτοπία, ως ένας ετερογενής χώρος της άμεσης συμμετοχής και της ελεύθερης έκφρασης. Αφαιρείται ένα βασικό στοιχείο του δημόσιου χώρου που είναι η διαθεσιμότητά του στο κοινό, με όρους οι οποίοι δεν αποκλείουν, αντίθετα εμπλέκουν πολλές φορές τους ίδιους τους χρήστες στην διαχείριση5. Με την ιδιωτικοποίηση ο χώρος της πόλης κατακερματίζεται, εμποδίζεται η μείξη ετερόκλητων ατόμων και η ανταλλαγή διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων και προβληματισμών. Με άλλα λόγια η πόλη χάνει τη συνοχή της και ακυρώνεται ο ρόλος της ως μήτρα δημιουργίας πολιτισμού. Όμως, ο δημόσιος χώρος είναι ένα κοινό αγαθό και δεν πρέπει να εντάσσεται στις προτεραιότητες της κερδοσκοπίας και της αγοράς, πρέπει να διαμορφώνεται με τελείως άλλα κριτήρια. Όπως μια ελευθερία για τους χρήστες των χώρων αυτών να διατυπώνουν τις ανάγκες τους, τις επιθυμίες τους, τα όνειρά τους6.

5 ο.π., Κυριακή Τσουκαλά, διανθρώπινο και σωματικότητα στος “νεανικές“ εκ-τροπές του δημόσιου χώρου 6 Σταύρος Σταυρίδης, “Δικαίωμα στην πόλη“, 2010, ντοκυμαντερ 66


Όταν οι χρήστες του χώρου της πόλης εμπλέκονται ενεργά στην «παραγωγή του χώρου», με όρους του Ηenri Lefebvre ή, ακόμα περισσότερο, στην «παραγωγή του δημόσιου χώρου», με όρους των Light και Smith βάσει αυτόνομων στόχων που θέτουν οι ίδιοι, τότε αναδύεται ο “ενεργοποιημένος χώρος”. Ένας τέτοιος χώρος εμπλέκεται οργανικά στις ανθρώπινες δραστηριότητες, οδηγώντας σε μετασχηματισμούς της οργάνωσης, της χρήσης και της αισθητικής του. Αυτή η ενεργητική διαλεκτική χώρου και ανθρώπων αρθρώνεται ταυτόχρονα σε δυο επίπεδα: στο υλικόπρακτικό και στο συμβολικό-νοητικό. Διαθέτει ένα συμμετοχικό χαρακτήρα, δηλαδή παράγεται μέσα από συλλογικές διαδικασίες σχεδιασμού. Ο συμμετοχικός χαρακτήρας του ενεργοποιημένου χώρου, τόσο στη βιωμένη οικειοποίησή του μέσω επικοινωνιακών δράσεων όσο και στη συλλογική νοηματοδότηση της αναγνωρίσιμης ταυτότητάς του σε επίπεδο νοητικής-συμβολικής του αναπαράστασης, διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην ισορροπία – συνομορφία μεταξύ κοινωνικουλικής δομής και κοινωνικο-ψυχολογικής δομής. Βλέπουμε λοιπόν πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η συνεχής διαπραγμάτευση για τη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου7.

7 Νικόλαος Ίων Τερζόγλου, “ενεργοποιημένοι” δημόσιοι χώροι στη σύγχρονη πόλη, [νεολαία.www.δημόσιος χώρος], εκδ. Επίκεντρο, 2012 67


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

α σ τ ι κ έ ς δ ι α μ ά χ ε ς κ α ι η δ υ ν α μ ι κ ή τ ο υ ς

Σύμφωνα με τον Λεφεβρ, τα επαναστατικά κινήματα, αν όχι πάντοτε, συνήθως προσλαμβάνουν μια διάσταση πόλης. Οι δημόσιοι χώροι και τα δημόσια αγαθά στην πόλη ανέκαθεν αποτελούσαν αντικείμενο κρατικής εξουσίας και δημόσιας διοίκησης. Σε όλη την ιστορία της αστικοποίησης, η παροχή δημόσιων χώρων και δημόσιων αγαθών (όπως υγιεινή, δημόσια υγεία, εκπαίδευση και τα συναφή) από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς υπήρξε ζωτικής σημασίας για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Για να τα οικειοποιηθούν ή να τα καταστήσουν πράγματι δημόσια όμως, απαιτείται πολιτική δράση από την πλευρά των πολιτών. Για παράδειγμα, ο δρόμος είναι ένας δημόσιος χώρος που ιστορικά πολλές φορές έχει μετατραπεί, μέσω της κοινωνικής δράσης, σε κοινό επαναστατικών κινημάτων, καθώς και σε τόπο αιματηρής καταστολής. Πάντοτε διεξάγεται αγώνας για το πώς, από ποιόν και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων ποιων θα ρυθμιστεί η παραγωγή και η πρόσβαση σε δημόσιους χώρους και δημόσια αγαθά. Ο αγώνας για την οικειοποίηση των δημόσιων χώρων και των δημόσιων αγαθών στην πόλη για ένα κοινό σκοπό, είναι συνεχής. Τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες, μέσα από τις καθημερινές τους δραστηριότητες και τους αγώνες, δημιουργούν το κοινωνικό σύμπαν της πόλης και μέσω αυτού δημιουργούν κάτι κοινό ως πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να κατοικούν όλοι. Έτσι αν δεχτούμε ότι η αστικοποίηση είναι τόσο σημαντική στην ιστορία της συσσώρευσης του κεφαλαίου, τότε αναπόφευκτα προκύπτουν «αστικές διαμάχες»*8. *Με τον όρος «αστική διαμάχη» εννοούμε όλες τις μορφές του κοινωνικού ανταγωνισμού, όταν η φυσική συνεπακόλουθη διαμάχη λαμβάνει χώρα σε έναν αστικού περιεχομένου χώρο.

8 David Harvey, εξεγερμένες πόλεις, εκδ. ΚΨΜ, 2013 68


α π ό τ ο ν δ ε κ έ μ β ρ η 2 0 0 8 . . .

Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 στον ελλαδικό χώρο ξεκίνησαν ως μια εκτεταμένη έκφραση της οργής της νεολαίας, με αφορμή την δολοφονία ενός αγοριού από όργανο της αστυνομίας η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα πολύπλοκο και εφευρετικό κίνημα διεκδίκησης. Διεκδίκηση για το δικαίωμα στην πόλη. Η πόλη έτσι δεν ενεπλάκη απλά ως χώρος όπου διαδραματίστηκαν τα τεκταινόμενα, αλλά ο ίδιος ο αστικός χώρος καθώς και ο τρόπος χρήσης αποτέλεσαν το πλαίσιο της διαμάχης αυτής. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι αστικές διαμάχες διαμορφώνουν ενεργά την πόλη δημιουργώντας ,έστω και περιστασιακά, νέες χωρικότητες*, ανεξαρτήτως εάν τα αιτήματά τους –σχετικά με τις συνθήκες της αστικής ζωής- συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτές. O Mitchell έχει πει πως η υπεράσπιση (προάσπιση) των συλλογικών δικαιωμάτων καθ` όλη τη διάρκεια των μακροχρόνιων συγκρούσεων δεν επηρεάζει μόνο νομικές διαδικασίες και νομοθεσίες, αλλά την ίδια την παραγωγή του χώρου (production of space). Καθώς δεν υπάρχει κάποιος χωρικός διακανονισμός χωρίς μια κοινωνική νομιμοποίηση του προσδιορισμού-χαρακτηρισμού των χρήσεών του καθώς και της αξίας του, κάθε μορφή απαίτησης δικαιωμάτων επαναπροσδιορίζει, μεταμορφώνει ή δημιουργεί τους χώρους στους οποίους τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν.

*Ο όρος αυτός αναφέρεται περισσότερο σε μια ερμηνεία του χώρου παρά στους χώρους ως άθροισμα συμπαγών μορφών δομημένων από φυσικά στοιχεία.

69

. . . μ ε χ ρ ι τ ο κ ί ν η μ α τ ω ν α γ α ν α κ τ ι σ μ έ ν ω ν


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

Δίνοντας έμφαση στην σημασία των συναθροίσεων, ενισχύεται μια πιθανή μεταμόρφωση του τρόπου, βάση του οποίου αντιλαμβανόμαστε τον χώρο ως κοινωνικά σχηματισμένο (πλασμένο από την κοινωνία). Εάν οι χώροι μπορούν να γίνουν αντιληπτοί «όχι ως τοποθεσίες που υφίστανται στο πέρασμα του χρόνου, αλλά ως στιγμές συνάντησης»9, τότε οι αστικές συρράξεις, δημιουργώντας νέες συνθήκες συνάντησης, είναι ικανές να παράγουν νέες μορφές χωρικών συνθηκών. Ο χώρος, όπως δηλώνει η D. Massey και αποδεικνύεται μέσω των αστικών διαμαχών, «δεν τελειώνει ποτέ, ποτέ δεν “κλείνει” αλλά παραμένει πάντα υπό κατασκευή». Ο χώρος συμβαίνει. Όπως και με το κίνημα των αγανακτισμένων, το συλλογικό αίτημα δικαιοσύνης σε όλη την έκτασή του, μεταμορφώθηκε σε μια ενεργή διεκδίκηση ενός αχνοφαινόμενου αστικού δικαίου. Η πόλη δεν αποτέλεσε απλά το πεδίο συλλογικών πρωτοβουλιών και δράσεων, αλλά σταδιακά έγινε μια πιθανή συλλογική διεκδίκηση. Έτσι η αστική δικαιοσύνη πήρε αποτελεσματικά την μορφή της ιδέας του Lefebvre για το δικαίωμα στην πόλη. Είναι σημαντικό εδώ να υπενθυμίσουμε πως κατά τον ίδιο το δικαίωμα αυτό προϋποθέτει την συλλογική δράση τόσο ως διαδικαστικό βήμα στην επιδίωξή του όσο και ως μέσο για την επίτευξή του. Η πόλη έτσι δεν αποτελεί το άθροισμα υπηρεσιών και κοινωνικών παροχών (αλλά και υλικών) με την επίτευξη συλλογικών απαιτήσεων. Οι ασυνεχείς και εγγενώς διαφοροποιημένοι χώροι δίνουν έδαφος στις διαφορετικές κοινωνικές ταυτότητες επιτρέποντάς τους να εκφραστούν.

9 Amin, Thrift, 2002 70


Γιατί κατά την διάρκεια των αστικών διαμαχών, οι εμπλεκόμενοι δεν “χρησιμοποιούν” απλά την πόλη όπως είναι, την μεταμορφώνουν, ψάχνοντας συλλογικά να επαναδιατάξουν σε μια ποιο κατάλληλη μορφή τον δημόσιο χώρο. Με τις πράξεις τους δεν ψάχνουν απλά χώρο (για να τους φιλοξενήσει), αλλά κατά την πορεία εφευρίσκουν χώρο. Φαντάζονται τον χώρο ο οποίος μπορεί να φιλοξενήσει έναν τρόπο ζωής για τον οποίο παλεύουν.

Βέβαια εκτός από τις συλλογικές δράσεις, όπου μεγάλα μεγέθη πληθυσμού εκφράζονται ως ενιαίο σώμα, ασκώντας τον πολιτικόκοινωνικό τους ρόλο, η δράση και έκφραση των μικροομαδικών και ατομικών δράσεων διεκδικεί και αυτή τη δική της παρουσία στο χώρο. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το άτομο συχνά αποκομίζει και συσσωρεύει ατομικά και συλλογικά αξία λόγω της συν-παρουσίας του και της συμμετοχής του σε έναν συγκεκριμένο χώρο, καθώς και μέσα από κοινές σταθερές λειτουργικές και συμβολικές αναφορές σε αυτόν το χώρο10. Σαν παράδειγμα, η Λάζαρ υποστηρίζει ότι το Ελ Άλτο της Βολιβίας έχει μετατραπεί σε σημαντική εστία μιας νέας πολιτικής, κυρίως λόγω των τρόπων με τους οποίους έχει διαμορφωθεί στην πόλη ή έννοια της ιδιότητας του πολίτη. Μέσα από την ιδέα της ιδιότητας του πολίτη, οι ανταγωνιστικές σχέσεις τόσο στο χώρο της εργασίας όσο και στο χώρο διαβίωσης μετατρέπονται σε μια ισχυρή μορφή κοινωνικής αλληλεγγύης.

10 David Harvey, εξεγερμένες πόλεις, εκδ. ΚΨΜ, 2012 71


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

γ ι α μ ι α π ό λ η τ ω ν κ α τ ω φ λ ι ώ ν

Η δημιουργία ενδιάμεσων χώρων μπορεί να σηματοδοτεί την δημιουργία χώρου συνάντησης μεταξύ των ταυτοτήτων, σε αντίθεση με τη δημιουργία χώρου αντίστοιχου σε συγκεκριμένες ταυτότητες. Ο “μετεωρισμός” λοιπόν των ενδιάμεσων αυτών χώρων μεταξύ των επικρατειών, μια «πόλη των κατωφλιών» η οποία θα χαρακτηρίζεται από τις προαναφερθείσες παραμέτρους θα μπορούσε λοιπόν να είναι ο όρος που περιγράφει ένα χωρικό δίκτυο το οποίο παρέχει ευκαιρίες συνάντησης, ανταλλαγής και αμοιβαίας αναγνώρισης. Τέτοιο τόποι συνάντησης αποτελούν εναλλακτική ενός πολιτισμού φραγμάτων, ο οποίος προσδιορίζει/αντιμετωπίζει την πόλη ως συνωστισμένη από ταυτιζόμενες κι όμως απομονωμένες μεταξύ τους περιοχές11 . Τα κατώφλια, αντικαθιστώντας τα σημεία διαφύλαξης της ελεγχόμενης πρόσβασης μέσω απαγορεύσεων ή καθημερινών πρακτικών διάκρισης, παρέχουν το έδαφος μιας πιθανής αλληλοϋποστήριξης μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων12. Η παράσταση των πολιτών στο δημόσιο χώρο, θα μπορούσε να αποτελεί μια ακόμα μορφή πολιτικής κινητοποίησης (π.χ. αγανακτισμένοι). Η σωματικότητα είναι μια επιπλέον θεώρηση της συγκρότησης πολιτικού δημόσιου χώρου, με ανατροπή από κάτω, καθώς οι κάτοικοι μιας πόλης μέσω της σωματικής παράστασης και δράσης τους στο χώρο θα επιτύχουν ατομικά και ομαδικά την κατάλυση των σημαινομένων της καθημερινότητας και του ίδιου του χώρου, και επιπλέον το αποτέλεσμα αυτό μέσω πολλαπλασιασμού θα γενικευτεί και θα πάρει καθολικές διαστάσεις.

12 Marcus, Van Kempen, 2002

72


Η απελευθερωτική δύναμη της ενεργοποίησης του σώματος είναι παραδεκτή ήδη από την αρχαιότητα και στο μέτρο αυτό εύκολα μπορεί κανείς να συμφωνήσει στην αποτελεσματικότητα της διαδικασίας αυτής σε ό,τι αφορά στην ατομική ελευθερία, όπως είδαμε να συμβαίνει στις κεντρικές πλατείες του Καΐρου, της Μαδρίτης, της Αθήνας, της Βαρκελώνης, ακόμα και στο Μάντισον του Ουισκόνσιν και στο πάρκο Ζούκοτι της Νέας Υόρκης. Υπάρχει λοιπόν, μια τάση και επιθυμία για δημιουργία μεγαλεπήβολων πολιτικών αποτελεσμάτων στα κέντρα των πόλεων. Η πόλη τελικά, αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο ανάπτυξης και κατάκτησης κάποιων συλλογικών δικαιωμάτων. Μέσα από τις μικρές και μεγάλες εκδηλώσεις αυτών των κινημάτων, που ορίζουν ξανά το δικαίωμα στην πόλη, όπως τέθηκε από τον Lefebvre, δεν πρέπει να γυρίσουμε τη πλάτη μας στην πόλη σαν εκκολαπτήριο επαναστατικών ιδεών, ιδανικών και κινημάτων. Μόνο όταν γίνει κατανοητό ότι εκείνοι που οικοδομούν και συντηρούν τη ζωή της πόλης έχουν πρωταρχικό δικαίωμα σε εκείνο που παράγουν, και ότι μια από τις διεκδικήσεις τους είναι το αναφαίρετο δικαίωμα να φτιάξουν μια πόλη όπως την επιθυμούν, μόνο τότε θα έχουμε κατακτήσει μια πολιτική για την πόλη των πολιτών.

73


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

Σύμφωνα με τον Harvey το ερώτημα τι είδους πόλη θέλουμε δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ερώτημα τι είδους άνθρωποι θέλουμε να είμαστε, τι είδους κοινωνικές σχέσεις αναζητάμε, τι σχέσεις με τη φύση διατηρούμε, ποιο είδος ζωής επιθυμούμε, ποιες αισθητικές αξίες ενστερνιζόμαστε. Συνεπώς το δικαίωμα στην πόλη είναι κάτι βαθύτερο από το δικαίωμα ατομικής ή ομαδικής πρόσβασης στους πόρους της πόλης. Ουσιαστικά είναι το δικαίωμα να την αλλάξουμε σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα λέγαμε ότι είναι κυρίως συλλογικό παρά ατομικό δικαίωμα, εφόσον η επανεφεύρεση της πόλης μοιραία εξαρτάται από τη άσκηση συλλογικής εξουσίας στις διαδικασίες αστικοποίησης.

74


ΙΣΤΟΡΙΚΑ


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Η ιστορία των επαναστατικών κινημάτων και οι διεκδικήσεις που έχουν ξεκινήσει στο πλαίσιο της πόλης είναι εντυπωσιακή. Το Παρίσι από το 1789 μέχρι και το 1830 και από το 1848 έως και τη Κομμούνα του 1871 αποτελεί το πιο προφανές παράδειγμα του 19ου αιώνα. Στα μεταγενέστερα γεγονότα περιλαμβάνονται το Σοβιέτ της Πετρούπολης, οι Κομμούνες της Σαγκάης το 1927 και το 1967, η γενική απεργία στο Σιάτλ το 1919, ο ρόλος της Βαρκελώνης στον Ισπανικό Εμφύλιο, η εξέγερση στην Κόρδοβα το 1969, οι γενικότερες εξεγέρσεις στις πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960, τα κινήματα του 1968 (Παρίσι, Σικάγο, Μπαγκόκ και άλλα, όπως και η αποκαλούμενη «Άνοιξη της Πράγας» και η άνοδος των τοπικών ενώσεων σε διάφορες γειτονιές της Μαδρίτης, οι οποίες αντιπροσώπευαν το κίνημα κατά του Φράνκο στην Ισπανία κατά την ίδια περίοδο). Πιο πρόσφατα έχουμε το παράδειγμα των διαδηλώσεων κατά της παγκοσμιοποίησης στο Σιάτλ το 1999 ενώ το 2010 – 2011 είδαμε μαζικές διαδηλώσεις στην πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο, στην πόλη Μάντισον του Ουισκόσιν, στην Πούερτα δελ Σολ στην Μαδρίτη και στην Καταλούνια της Βαρκελώνης, καθώς επίσης επαναστατικά κινήματα και εξεγέρσεις στην Οαχάκα του Μεξικού, στην Κοτσαμπάμπα και στο Ελ Άλτο της Βολιβίας, μαζί με πολύ διαφορετικές αλλά εξίσου σημαντικές πολιτικές εκρήξεις στο Μπουένος Άιρες το 2001-2002 και στο Σαντιάγο της Χιλής το 2006 και 2011. Όπως δείχνει η ιστορία δεν εμπλέκονται απλώς και μόνο μεμονωμένα αστικά κέντρα. Σε αρκετές περιπτώσεις, το πνεύμα της διαμαρτυρίας και της εξέγερσης εξαπλώθηκε με εντυπωσιακούς τρόπους λαμβάνοντας μεταδοτικό χαρακτήρα μέσα σε δίκτυα πόλεων.

76


Το κίνημα των αγανακτισμένων ξεκίνησε στην Ελλάδα στις 25 Μαΐου με συγκέντρωση στο Σύνταγμα, την κεντρική πλατεία της Αθήνας και απέναντι από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Πολύ γρήγορα οι συγκεντρώσεις εξαπλώθηκαν στις κεντρικές πλατείες πολλών ελληνικών πόλεων συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό διαδηλωτών σε καθημερινή βάση. Στις 5 Ιουνίου περίπου 300.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Συντάγματος με κεντρικό αίτημα την ανάκληση του προγράμματος λιτότητας που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση. Οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας συνεχίστηκαν όλο τον Ιούνιο και στις 2 Ιουλίου, παρά το γεγονός ότι η Ελληνική Βουλή είχε ήδη ψηφήσει το νομοσχέδιο με τα μέτρα λιτότητας, ένα μεγάλο πλήθος διαδηλωτών συγκεντρώθηκε για να διαμαρτυρηθεί ειρηνικά έξω από το Κοινοβούλιο. Η πολιτική έκφραση των πολιτών σε συμβολικούς χώρους (όπως στην περίπτωση των αγανακτισμένων στην Αθήνα απέναντι από τη Βουλή) αποτελεί μια αντίδραση σε μορφές μακρόχρονης κοινωνικής αλλοτρίωσης και πολιτικής καταπίεσης, όπως αυτές που βιώνουν οι Έλληνες αλλά και πολίτες άλλων χωρών παγκοσμίως. Η εμφάνιση τέτοιων κινημάτων διαπερνά ολόκληρο τον κόσμο από το Κάιρο μέχρι τη Μαδρίτη και το Σαντιάγο, από την εξέγερση στο Λονδίνο, την οποία ακολούθησε το κίνημα «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» που ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη προτού εξαπλωθεί στη συνέχεια σε αμέτρητες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών και σε ολόκληρο τον κόσμο -, υποδηλώνει ότι υπάρχει κάτι πολιτικό στον αέρα της πόλης, το οποίο παλεύει να εκφραστεί13.

14 David Harvey, εξεγερμένες πόλεις, εκδ. ΚΨΜ, 2012 77


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

Διεκδίκηση μιας νέας αστικότητας Η ταχύτητα όμως, και η αστάθεια με την οποία τα μαζικά κινήματα διαμαρτυρίας εμφανίζονται και στη συνέχεια εξασθενούν κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πρέπει να μας προβληματίσει. Εκτός, ίσως, από την παγκόσμια αντιπολεμική διαδήλωση του 2003 και την άνοδο και την πτώση του κινήματος για τα δικαιώματα των μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2006, υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα της ακανόνιστης πορείας και της άνισης γεωγραφικής έκφρασης των κινημάτων αντίστασης – (όπως η ταχύτητα με την οποία οι εξεγέρσεις του 2005 στα γαλλικά προάστια και οι επαναστατικές εκρήξεις σε μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής, από την Αργεντινή το 20012002 μέχρι τη Βολιβία το 2000-2005, ελέγχθηκαν και ενσωματώθηκαν εκ νέου στις κυρίαρχες πρακτικές). Αποτελεί σοβαρή πρόκληση το να προσπαθήσει να κατανοήσει κανείς τις πολιτικές και επαναστατικές δυνατότητες τέτοιου είδους κινημάτων, καθώς φαίνεται ότι όλα τους αποτελούν διασκορπισμένα κινήματα που δε διαθέτουν συνολική πολιτική συνοχή. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η επιρροή τέτοιων πρωτοβουλιών εξαπλώνεται και ενδεχομένως αποκαλύπτονται βαθύτερα επίπεδα δυνατοτήτων για πιο ριζοσπαστικές έννοιες και δράσεις σε μητροπολιτική κλίμακα. Μια «τάση» η οποία διαρκώς εξαπλώνεται (γεννήθηκε στη Βραζιλία τη δεκαετία του 1990, στη συνέχεια όμως μεταφέρθηκε από το Ζάγκρεμπ μέχρι το Αμβούργο και το Λος Άντζελες) και η οποία αφορά το δικαίωμα στην πόλη φαίνεται να υποδηλώνει πως ίσως να υπάρχει προοπτική για κάτι πιο επαναστατικό. Οι κινημάτων ακόμα και ιδιαίτερη 78

εκδηλώσεις στις πόλεις όλων αυτών των διαφορετικών πιθανότατα να είναι παρενέργειες παγκόσμιων, διεθνών ή οικουμενικών ανθρώπινων προσδοκιών που δεν έχουν καμία σχέση με τα χαρακτηριστικά της ζωής της πόλης.


Επίσης μπορεί να υπάρχει κάτι σχετικό με τη διαδικασία και την εμπειρία της πόλης –τα χαρακτηριστικά της καθημερινής ζωής στην πόλη- υπό τον καπιταλισμό που, μέσα του, έχει τη δυνατότητα να θεμελιώνει αντικαπιταλιστικούς αγώνες. Αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε θα ήταν εύλογο να μπορούν να κινητοποιηθούν και να αξιοποιηθούν ώστε να θέσει υπό αμφισβήτηση τις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, θα πρέπει οι αγώνες μέσα στην πόλη και για την πόλη, καθώς και για την διεκδίκηση των χαρακτηριστικών και της προοπτικής της διαβίωσης σε αυτή, να αντιμετωπίζονται ως θεμελιώδους σημασίας για την αντικαπιταλιστική πολιτική. Εξάλλου όπως οι συμμετέχοντες στην Παρισινή Κομμούνα διεκδίκησαν εκ νέου το δικαίωμά τους στην πόλη, στη δημιουργία της οποίας είχαν συνολικά συμβάλει, τότε γιατί να μη μπορεί το «δικαίωμα στην πόλη» να αποτελέσει κεντρικό σύνθημα κινητοποίησης για ένα συνολικότερο αγώνα; Το δικαίωμα στην πόλη δε σημαίνει ότι είναι μη σχετικό ή πολιτικά ανίσχυρο, τα πάντα εξαρτώνται από το ποιος θα καταφέρει να του προσδώσει επαναστατικό νόημα. Κατανοούμε λοιπόν πως κάθε προσπάθεια διεκδίκησης που τροφοδοτείται από τις συνεχείς εξεγέρσεις των πόλεων πρέπει κάποια στιγμή να εδραιωθεί σε μια πολύ πιο υψηλή κλίμακα γενίκευσης, διαφορετικά κινδυνεύει να εκπέσει και πάλι σε κρατικό επίπεδο στον κοινοβουλευτικό και θεσμικό ρεφορμισμό. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο το δικαίωμα στην πόλη πρέπει να ερμηνευτεί όχι ως δικαίωμα σε αυτό που υπάρχει ήδη, αλλά ως δικαίωμα αναδόμησης και αναδημιουργίας της πόλης ως σοσιαλιστικό πολιτικό σώμα με μια εντελώς διαφορετική εικόνα – που εξαλείφει την φτώχεια και την κοινωνική ανισότητα14. 14 David Harvey 79


ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ

Η επαναδιεκδίκηση του δικαιώματος που έχουν όλοι να ζουν σε μια “δική τους” πόλη και ένα αξιοπρεπές περιβάλλον, μπορεί να θεωρηθεί ως το πρώτο βήμα προς ένα πιο ολοκληρωμένο επαναστατικό κίνημα. Όλοι όσοι συμβάλουν στην παραγωγή και στην αναπαραγωγή της πόλης έχουν συλλογικό δικαίωμα όχι μόνο σε εκείνο που παράγουν αλλά και στο να αποφασίζουν ποιο είδος αστικοποίησης θα επικρατήσει, σε ποιο μέρος και με ποιο τρόπο. Πρέπει να δημιουργηθούν εναλλακτικά δημοκρατικά μέσα, όπως λαϊκές συνελεύσεις, προκειμένου η ζωή στην πόλη να αναζωογονηθεί και να οικοδομηθεί εκ νέου έξω από το πλαίσιο των κυρίαρχων πολιτικών. Το δικαίωμα στην πόλη δεν αποτελεί αποκλειστικό ατομικό δικαίωμα αλλά εστιασμένο συλλογικό δικαίωμα. Συνεπώς, όπως δηλώνει και ο Harvey, το κατάλληλο μέρος για να ξεκινήσει κανείς έναν γενικότερο αγώνα δεν είναι άλλο από την ίδια την πόλη...

80




ΕΠΙΛΟΓΟΣ...


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αντιλαμβανόμαστε το χώρο γύρω μας ως ένα χώρο δυναμικό, που παράγεται ταυτόχρονα από ύλη και από νόημα, τόσο χωρικά όσο και χρονικά. Οι πρωταρχικές μας ανάγκες είναι αυτές που μας ωθούν στην μετάβαση από την ιδιωτική μας κατάσταση στην δημόσια σφαίρα, ενώ η ικανοποίησή τους διαμορφώνει/σχηματίζει –έως ένα βαθμό τουλάχιστον- τις ιδιότητες του δημόσιου χώρου. Γιατί ο δημόσιος χώρος δεν είναι κάτι που απλά υπάρχει, δεν μπορούμε λοιπόν να αναφερθούμε σε αυτόν δίνοντάς του μόνο μια υλική υπόσταση, ο δημόσιος χώρος συμβαίνει. Καθίσταται έτσι σημαντικό να κατανοήσουμε την αλληλεπίδρασή του με το άτομο (το άτομο ως συνιστώσα της κοινωνίας). Καθώς για να μπορέσει να υπάρξει ο δημόσιος χώρος απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατοίκησή του, μέσα από την οποία αναδεικνύεται ως πεδίο αλληλεπιδράσεων, οσμώσεων και αντιτιθέμενων διεκδικήσεων των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Στην σύγχρονη κοινωνία ο δημόσιος χώρος εμφανίζεται αποδυναμωμένος, καθώς βιώνεται αποσπασματικά. Η εντατικοποίηση και η ανασφάλεια συνθέτουν μια καθημερινότητα κατακερματισμένη, μια κοινωνία που στοχεύει απ` ευθείας στον τελικό προορισμό καταργώντας το ενδιάμεσο διάστημα, δημιουργώντας μοναδικές όσο και μοναχικές ταυτότητες αποθαρρύνοντας την μεταξύ τους επικοινωνία. Η μετάβαση λοιπόν του ατομικού στο συλλογικό εμποδίζεται, ή μάλλον οι προσεγγιστικές διαδικασίες που διευκολύνουν την μετάβαση αυτή. Όμως η ολοένα αυξανόμενη πίεση των τελευταίων χρόνων (σε διάφορα επίπεδα, επηρεάζοντας ανισότροπα τις κοινωνικές τάξεις) αναδεικνύει ξανά τον δημόσιο χώρο ως -υπό διεκδίκηση- αξία. Η καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου τον οδηγεί σε μια αντανακλαστική πράξη αντίδρασης (και αντίστασης) ενισχύοντας την συλλογικότητα.

84


Δεν είναι τυχαία άλλωστε η εμφάνιση διαφόρων κινημάτων και ομάδων –με ευρείας απήχησης δράσεις- τα οποία αναζωπυρώθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν ως απάντηση στην κρατική βία και καταστολή. Αυτό που φαίνεται λοιπόν να συσπειρώνει τα άτομα είναι μια ανάγκη επαναδιευθέτησης της ζωής τους μέσω συλλογικών διεργασιών, μια επανεξέταση του ρόλου τους στην κοινωνία. Οι μορφές των αντιδράσεων αυτών υποδηλώνουν μια κοινωνία που προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη στάση της προς το δημόσιο χώρο μέσω επικοινωνιακών πρακτικών. Όμως γίνεται πλέον φανερό πως η διεκδίκηση δεν μπορεί να εξαντλείται (να εξαντλεί τα όριά της) σε διαδηλώσεις, ανεξαρτήτως δυναμικότητας, μαζικότητας αλλά και της διάρκειας που μπορεί να τις χαρακτηρίζουν. Οι ανάγκες που έκδηλα προβάλλουν δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από χρονικά πεπερασμένες κινητοποιήσεις. Εν` αντιθέσει, η καθημερινή τριβή με το διαφορετικό, η συνεχής παρουσία των ατόμων σε –περιορισμένης χωρικά έκτασης- τοπικές δράσεις και γεγονότα, μπορούν να αποτελέσουν τις βάσεις για ένα συλλογικό μιας άλλης μορφής αποκαθιστώντας ένα μέρος της “χαμένης” επικοινωνίας, που θα καταφέρει εν τέλει να συμπεριλάβει τις ετεροτοπίες που γεννά η κοινωνία. Τα παραδείγματα από διάφορες πόλεις της Ελλάδας ίσως δίνουν μιαν απάντηση, δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο διάφοροι κοινωνικοί χώροι μπορούν να αποκτήσουν την δύναμη και την συλλογική αυτοπεποίθηση για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους. Η δημιουργία χώρων συνάντησης σε αντιδιαστολή με τους χώρους διάσχισης ή έστω προσωρινής παραμονής, η αίσθηση του ανήκειν που βρίσκεται πίσω από αυτούς, η σύναψη ουσιαστικών –και όχι διεκπεραιωτικών- προσωπικών σχέσεων, μπορεί να μην αρκούν για να μετασχηματίσουν το πρόσωπο της πόλης, κατορθώνουν όμως κάτι εξίσου σημαντικό.

85


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Γεφυρώνουν τις αποστάσεις σε μια κατακερματισμένη και αποξενωμένη κοινωνία, θέτουν τις βάσεις από τις οποίες θα μπορέσει, ίσως και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να αναδυθεί μια νέα μορφή αστικότητας, όπου το άτομο θα αποτελεί ταυτόχρονα τον θεατή αλλά και τον ηθοποιό, διεκδικώντας παράλληλα το δικαίωμα της συμμετοχή σε διαδικασίες που αφορούν την γέννηση και τον σχηματισμό των αστικών χώρων, καθώς και το δικαίωμα οικειοποίησης των χώρων αυτών. Ακόμη λοιπόν και αν τα κινήματα έρχονται και παρέρχονται, και είναι δύσκολο να διακρίνουμε την συνοχή τους στη γραμμική εξέλιξη της ιστορίας, ακόμη και αν οι πλατείες και οι δρόμοι γεμίζουν για να «ξεφουσκώσουν», και τίποτα δεν μοιάζει αρκετά δυνατό ώστε να κλονίσει το εμπορευματοποιημένο χώρο που μας περιβάλλει, ας έχουμε στο μυαλό μας τη σκηνή αυτή: μια μακριά αλυσίδα ανθρώπων κάθε είδους να μεταφέρουν χέρι-χέρι μπουκαλάκια νερό για να ξεπλυθεί η πλατεία από τα δακρυγόνα που έριξαν οι βάρβαροι… και ας μην ξεχνάμε πως οι δημόσιοι χώροι, οι ενεργοποιημένοι δημόσιοι χώροι είναι τέτοιες αλυσίδες ανθρώπων…

86


87


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνική βιβλιογραφία •Σταυρίδης Σταύρος, Η συμβολική σχέση με το χώρο: πως οι κοινωνικές αξίες ερμηνεύουν και διαμορφώνουν τον χώρο, Αθήνα, Κάλβος, 1990 •Σταυρίδης Σταύρος, Απο την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002 •Ανδρέας Ν. Συμεών, Ο δημόσιος χώρος της πόλης, Ελληνική εταιρία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, 2010 •Μνήμη και Εμπειρία του Χώρου, συλλογικό έργο, επιμέλεια Σταύρος Σταυρίδης, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2006, σελ. 15-40 • νεολαία.www.δημόσιος χώρος: Άτακτες συναθροίσεις + λοξές διελεύσεις, συλλογικό έργο, Αθήνα, επίκεντρο, 2012 •crisis vs commons, Αθήνα, Rebel, 2011 Ξένη βιβλιογραφία •Henry Lefebvre, Δικαίωμα στην Πόλη: χώρος και πολιτική, Αθήνα, Κουκκίδα, 2007 •David Harvey, Εξεγερμένες πόλεις: από το Δικαίωμα στην Πόλη στην Επανάσταση της Πόλης, Αθήνα, ΚΨΜ, 2013 •Jean Baudrillard, η έκσταση της επικοινωνίας, Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1991 •Christian Norberg- Schulz, Genius Loci: Το πνεύμα του τόπου. για μια φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής, Αθήνα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π, 2009 Άρθρα •Μπρασινίκα Μαρία, Ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου: παραδείγματα κοινοτήτων ελεγχόμενης εισόδου και η ελληνική 88


πραγματικότητα, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, διατμηματικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών, Αθήνα, 2006 •Ελένη Γιαννάκη, όψεις επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου, 2006 •Μαρία Βιδάλη, τα λεπτά όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, 2006 •Σταύρος Σταυρίδης, χειραφετητικές χωρικότητες και η “πόλη των κατωφλιών”, 2010 •Σταύρος Σταυρίδης, The December 2008 Youth Uprising in Athens: Spatial Justice in an Emergent “City Of Thresholds”, 2010 •Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, η κοινωνία του θεάματος σήμερα, 2004 •Κατερίνα Νασιώκα, αγωνία για τον “παροπλισμένο” δημόσιο χώρο, 2009 •Δημήτρης Κωτσάκης, η έννοια του κοινού: κοινωνικός χώρος και τρόπος επικοινωνίας, 2013 Διαλέξεις •Ανδρεοπούλου Ραίσα, Μόλλα Ελένη, περιθώριο και χώρος, πανεπιστήμιο Κρήτης, 2014 •Μάκας Ανδρέας, Μιχαηλίδου Δέσποινα, Αναζητήσεις: Κοινωνικές ομάδες και δημόσιος χώρος, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 2013 Ιστότοποι •http://www.reconstruction.gr •http://www.kompreser.espivblogs.net •http://www.vimeo.com/9108234

89



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.