Το νησί της Ρόδου
Λίγα λόγια Η Ρόδος είναι ένα νησί της Ελλάδας που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό Αιγαίο και ανήκει στα Δωδεκάνησα. Βρίσκεται περίπου 450 χλμ νοτιοανατολικά της Αθήνας και 18 χλμ νοτιοδυτικά της Τουρκίας. Με έκταση 1.400,684 τ. χλμ. είναι το μεγαλύτερο νησί των Δωδεκανήσων, το τέταρτο σε σειρά ολόκληρης της χώρας και το ένατο της Μεσογείου . Βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος. Διαθέτει ακτογραμμή μήκους 253 χλμ. και το υψηλότερο σημείο της είναι η κορυφή του όρους Αττάβυρος σε ύψος 1.215 μ. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο πληθυσμός του νησιού ανέρχεται σε 115.490 κατοίκους,γεγονός που καθιστά τη Ρόδο το τρίτο πολυπληθέστερο ελληνικό νησί [1]
[2]
Στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού βρίσκεται η πρωτεύουσά του, η πόλη της Ρόδου, που με πληθυσμό περίπου 55.000 κατοίκους αποτελεί και τον μεγαλύτερο οικισμό του. Εντός των ορίων της πόλης της Ρόδου, βρίσκεται η Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ή Παλιά Πόλη, όπως αποκαλείται από τους ντόπιους, μια από τις καλύτερα διατηρημένες μεσαιωνικές πόλεις του κόσμου, που έχει αναγνωριστεί από το 1988 ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Εντός των τειχών της Παλιάς Πόλης βρίσκονται αξιόλογα μνημεία από τη Βυζαντινή εποχή, την Τουρκοκρατία και την περίοδο της Ιταλοκρατίας, με επιβλητικότερο το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου. Στα βορειοδυτικά και σε απόσταση περίπου 12 χλμ από την πόλη, βρίσκεται o Κρατικός Αερολιμένας Ρόδου «Διαγόρας», που αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου των επισκεπτών στο νησί. Το αεροδρόμιο κατατάσσεται σταθερά τέταρτο σε αφίξεις σε εθνικό επίπεδο, ενώ επίσης επισκέπτες που καταφτάνουν στο νησί με κάποιο κρουαζιερόπλοιο απαριθμούνται σε δεκάδες χιλιάδες.
Ιστορία Προϊστορική και Μυκηναϊκή εποχή
Τα παλαιότερα ευρήματα στη Ρόδο προέρχονται από την ανατολική – βορειοανατολική πλευρά του νησιού. Στο σπήλαιο Ερημόκαστρο στις Καλυθιές οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν απολιθωμένα οστά νάνων ελεφάντων της Λίθινης εποχής.Η πρώτη ανθρώπινη δραστηριότητα μαρτυρείται στο σπήλαιο Κούμελο στον Αρχάγγελο και το σπήλαιο Αγίου Γεωργίου στις Καλυθιές. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν ακονισμένες πέτρες και οστά ζώων (που χρησιμοποιούνταν ως εργαλεία κοπής ή/και όπλα), θραύσματα αγγείων με υπολείμματα δημητριακών, σκεύη μαγειρικής, εργαλεία για το γνέσιμο του μαλλιού κ.α. Η χρονολόγηση των ευρημάτων αυτών δείχνει ότι το νησί κατοικείται τουλάχιστον από την Ύστερη Νεολιθική εποχή (5300 - 4800 π.Χ.). Γενικώς αποδεκτή θεωρία είναι πως οι πρώτοι πληθυσμοί μετανάστευσαν στο νησί από τις απέναντι μικρασιατικές ακτές. Στην περιοχή Ασώματος Κρεμαστής, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, βρέθηκε ο παλαιότερος Νεολιθικός οικισμός, που χρονολογείται στο 2400 - 1950 π.Χ. Δεν είναι ξεκάθαρο αν υπήρξε Μινωική αποίκιση στη Ρόδο, όμως ευρήματα αποδεικνύουν ότι υπήρχαν, τουλάχιστον, εμπορικές επαφές με τους Μινωίτες. Η γεωγραφική θέση της Ρόδου την κατέστησε, από νωρίς, κόμβο εμπορίου, με προϊστορικά ευρήματα να υποδεικνύουν εμπορικές επαφές, πέρα από τη Μινωική Κρήτη, με την Κύπρο, την Αίγυπτο, τη Φοινίκη και φυσικά τον Ελλαδικό χώρο. [.
Η αποίκιση της Ρόδου από τους Μυκηναίους χρονολογείται τον 15ο αι. π.Χ. Τα ευρήματα αυτής της περιόδου προέρχονται από τάφους, με ενδιαφέροντα κτερίσματα, όπως διάφορα αγγεία τελετουργικής χρήσης, ξίφη, δόρατα, χάλκινα εργαλεία καθημερινής χρήσης, αλλά και κοσμήματα υψηλής τεχνικής. Εκτιμάται πως τη Μυκηναϊκή εποχή χτίστηκε η αρχαιότερη πόλη της Ρόδου, η Αχαΐα, γνωστή από φιλολογικές πηγές. Κατά τις μετακινήσεις των ελληνικών φύλων τον 11ο αι. π.Χ., η Ρόδος αποικίστηκε από τους Δωριείς.
Γεωμετρική, Αρχαϊκή και Κλασική εποχή
Η άφιξη των Δωριέων στη Ρόδο σηματοδοτεί και τον διαχωρισμό του νησιού σε τρία κράτη, που είχαν κέντρο τις πόλεις: Ιαλυσός στα βορειοδυτικά, Κάμειρος στα δυτικά και Λίνδος στα ανατολικά. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για εντάσεις και διενέξεις μεταξύ των τριών πόλεων της Ρόδου. Αντιθέτως, οι τρεις τους σχημάτισαν τη λεγόμενη Δωρική Εξάπολη[σημ. 9], μαζί με την, επίσης νησιωτική, πόλη της Κω και τις πόλεις της Κνίδου και της Αλικαρνασσού από τις κοντινές μικρασιατικές ακτές. Επρόκειτο για ένα θρησκευτικό κοινό με κέντρο τον ναό του Τριόπιου Απόλλωνος που βρισκόταν στη χερσόνησο της Κνίδου.[25]
Τους επόμενους αιώνες οι Ρόδιοι ταξιδεύουν και χτίζουν αποικίες: τη Ρόδη στη μακρινή Ιβηρία[21][σημ. 10] και στην Ιταλία· την Παρθενόπη[21][σημ. 11] και, μαζί με τους Κώους, τις Ελπίες στη Δαυνία[21]. Οι Σόλοι στην Κιλικία χτίστηκαν από Λινδίους και Αχαιούς. Λίνδιοι έχτισαν και τη Φασηλίδα στη Λυκία [27], ενώ περίπου το 688 π.Χ. Λίνδιοι μαζί με Κρήτες αποίκους έχτισαν τη Τζέλα στη Σικελία[28][29]. Σύμφωνα με το Χρονικό της Λίνδου, οι Λίνδιοι έλαβαν μέρος στον αποικισμό της Κυρήνης και της Σύβαρης. Ο Διόδωρος ο Σικελός λέει πως το Λίπαρι αποικίστηκε από Κνιδίους και Ροδίους[31], το ίδιο και η Σύμη[32], ενώ η Νίσυρος αποικίστηκε από Ροδίους, μετά από μια επιδημία που αφάνισε τους Κώους αποίκους. Τέλος, περίπου το 550 π.Χ. Ρόδιοι μαζί με πολλούς άλλους Έλληνες χτίζουν τη Ναυκράτιδα στην Αίγυπτο[33].
Κατά τον 6ο αι. π.Χ. έζησε και κυβέρνησε τη Λίνδο ως τύραννος ο Κλεόβουλος, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας.[34] Τον ίδιο αιώνα οι Καμίριοι κόβουν το πρώτο τους νόμισμα και οι Ιαλύσιοι και οι Λίνδιοι κάνουν το ίδιο κατά τον 5ο αιώνα. Στους Περσικούς Πολέμους, μετά την ατελέσφορη εκστρατεία του Μαρδόνιου το 492 π.Χ, οργανώθηκε μια νέα εκστρατεία με επικεφαλής τους Δάτη και Αρταφέρνη. Οι Πέρσες, αφού συγκέντρωσαν ένα μεγάλο στράτευμα στην Κιλικία, ξεκίνησαν μια εισβολή από θαλάσσης. Σύμφωνα με το Χρονικό της Λίνδου, οι Πέρσες πολιόρκησαν την πόλη της Λίνδου ανεπιτυχώς το 490 π.Χ. Ωστόσο, όταν ο Ξέρξης απαριθμούσε τον στρατό του στην πόλη Δορίσκος της Θράκης, οι Ρόδιοι, μαζί με τους Κώους και τους άλλους Δωριείς της Καρίας συμμετείχαν με 40 πλοία[35]. Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων και οι τρεις πόλεις της Ρόδου συμμετείχαν στη Δηλιακή Συμμαχία αποδίδοντας φόρο[σημ. 13] στο ταμείο υπέρ της εκστρατείας κατά των Περσών[36].
Ο αυξανόμενος αυταρχισμός των Αθηναίων και στη συνέχεια ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, που έφερε τους Ροδίους, ως μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας, ενάντια στους ομόφυλους (Δωριείς) Σπαρτιάτες, προκάλεσαν έντονες εσωτερικές αναταραχές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Ερατίδες[σημ. 14], μια αριστοκρατική οικογένεια της Ιαλυσού, που πρωτοστάτησε κατά των Αθηναίων. Μάλιστα, ο Δωριέας, γιος του περίφημου ολυμπιονίκη πύκτη Διαγόρα, ολυμπιονίκης και ο ίδιος, εκδηλώθηκε υπέρ των Σπαρτιατών, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να καταδικάσουν αυτόν και ολόκληρη την οικογένειά του σε θάνατο, αναγκάζοντάς τους να γίνουν φυγάδες και να καταφύγουν στους Θουρίους.
Παρόλα αυτά, οι Ρόδιοι συμμετείχαν στη Σικελική εκστρατεία του 415 - 413 π.Χ. με 2 πεντηκοντόρους και 700 σφενδονήτες[39], κατά την οποία αναγκάστηκαν μάλιστα να πολεμήσουν ενάντια στους ίδιους τούς τους αποίκους, τους Τζελώους. Η αποτυχία της εκστρατείας άλλαξε την κατάσταση και οι παλιοί σύμμαχοι στράφηκαν κατά των Αθηναίων.
Το 412 π.Χ, λοιπόν, ο Δωριέας (ο οποίος είχε διωχθεί από τους Αθηναίους πριν μερικά χρόνια) με 10 πλοία από τους Θουρίους (που είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Αθηναίων στη Σικελική εκστρατεία[41]) θα επανέλθει ως σύμμαχος των Σπαρτιατών και θα καταπλεύσει στην Κνίδο. Εκεί, οι Σπαρτιάτες, αφού δέχτηκαν προσκλήσεις από τους ολιγαρχικούς της Ρόδου και θέλοντας να προσεταιρισθούν ένα νησί με πολλούς ναύτες και πεζούς στρατιώτες, που θα τους επέτρεπε να διατηρήσουν έναν ισχυρό στόλο χωρίς τη βοήθεια των Περσών, αποφάσισαν να επέμβουν. Έτσι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, με επικεφαλής τον Αστύοχο, έπλευσαν με 94 πλοία κατά της Καμείρου και προκάλεσαν τόσο τρόμο στους κατοίκους, που άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη, καθώς ήταν ατείχιστη. Τελικά, τους κάλεσαν να επιστρέψουν και έπεισαν αυτούς, αλλά και τους πολίτες της Ιαλυσού και της Λίνδου να αποστατήσουν από την Αθηναϊκή συμμαχία. Οι Σπαρτιάτες ενισχύθηκαν οικονομικά με 32 τάλαντα από τους Ροδίους, ενώ παράλληλα αποφάσισαν να ανασύρουν τα πλοία τους στην ξηρά και να παραμείνουν αδρανείς για 80 ημέρες.
Στο διάστημα αυτό, οι Αθηναίοι προσπάθησαν να αντιδράσουν και, με επικεφαλής τους Λέοντα και Διομέδοντα, έκαναν μια επιτυχημένη απόβαση και νίκησαν τους Ροδίους που έτρεξαν να τους αντιμετωπίσουν· τελικά επέστρεψαν στη Χάλκη, που χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριό τους κατά του Σπαρτιατικού στόλου.[44] Εν τω μεταξύ, ο Πέρσης σατράπης Τισσαφέρνης κατάφερε να επισυνάψει συνθήκη συμμαχίας με τους Σπαρτιάτες, παρέχοντάς τους χρήματα για τη συντήρηση του στόλου τους[45]. Ο Σπαρτιατικός στόλος έφυγε από τη Ρόδο και έπλευσε στη Μίλητο[46], που ανήκε στην επικράτεια του Τισσαφέρνη. Όμως, κατά την παραμονή του στόλου εκεί, υπήρξε έντονη δυσαρέσκεια κατά του Τισσαφέρνη, που φαίνεται πως κωλυσιεργούσε στην πληρωμή των μισθών. Σε ένα περιστατικό, κάποιοι σύμμαχοι στρατιώτες στράφηκαν κατά του Αστυόχου, απαιτώντας την καταβολή των μισθών τους. Εκείνος αντέδρασε έντονα, τους απείλησε και ύψωσε μάλιστα τη ράβδο του να χτυπήσει τον Δωριέα, που συνηγορούσε υπέρ των στρατιωτών του. Οι στρατιώτες εξαγριώθηκαν και κινήθηκαν εναντίον του, αναγκάζοντάς τον να καταφύγει σε έναν βωμό για να γλυτώσει από τον θυμό τους. Ευτυχώς για τον ίδιο, η θητεία του Αστυόχου έληγε και σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το συμβάν αυτό, έφτασε στη Μίλητο ο αντικαταστάτης του, ο Μίνδαρος. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (411 π.Χ.), ο Μίνδαρος με τον Σπαρτιατικό στόλο εξέπλευσε προς τον Ελλήσποντο[48], στέλνοντας παράλληλα τον Δωριέα με 13 πλοία στη Ρόδο για να καταστείλει την εκεί προσπάθεια εξέγερσης[49]. Και αφού ξεκαθάρισε την κατάσταση στη Ρόδο[50], εξέπλευσε και αυτός προς τον Ελλήσποντο στην αρχή του χειμώνα[51]. Όμως φτάνοντας εκεί, έγινε αντιληπτός από τους Αθηναίους, και από κοινού με τον στόλο του Μινδάρου, που ήρθε προς ενίσχυσή του, ενεπλάκησαν στη ναυμαχία της Αβύδου[51][50]. Και την ερχόμενη άνοιξη (410 π.Χ.) διεξάχθηκε η, ολέθρια για τους Σπαρτιάτες, ναυμαχία της Κυζίκου[51][52]. Χωρίς να ανησυχούν πλέον για τον Σπαρτιατικό στόλο, οι Αθηναίοι κέρδισαν την υπεροχή στη θάλασσα και έτσι ο Αλκιβιάδης, αφού εξεστράτευσε στην Άνδρο, επέδραμε στην Κω και στη Ρόδο, απ' όπου συνέλεξε πολλά λάφυρα για τους στρατιώτες του (409 π.Χ.).
Το έτος της 93ης Ολυμπιάδας (408 π.Χ.) αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της Ρόδου, καθώς οι πολίτες της Ιαλυσού, της Καμείρου και της Λίνδου πραγματοποιούν τον λεγόμενο συνοικισμό χτίζοντας την πόλη της Ρόδου, η οποία εφεξής γίνεται το κέντρο μιας νέας, ισχυρότερης Πολιτείας που δημιουργείται με την ένωση των τριών παλαιών κρατών. Την ίδια περίοδο, οι Ρόδιοι συμμετείχαν στην προσπάθεια των Σπαρτιατών να ισχυροποιήσουν και πάλι τον στόλο της συμμαχίας, παρέχοντας πλοία στον Λύσανδρο[38][55] και αργότερα, ενισχύοντας με ναύτες τον αντικαταστάτη του, τον Καλλικρατίδα για να επανδρώσει περισσότερα πλοία[56]. Και στη νικηφόρα ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς διακρίθηκαν οι Ρόδιοι Τίμαρχος και Διαγόρας[57]. Αλλά η λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου μόνο ηρεμία δε φέρνει στη Ρόδο, καθώς τα επόμενα χρόνια η δημοκρατική (φιλοαθηναϊκή) μερίδα και η ολιγαρχική (φιλοσπαρτιατική) μερίδα συνεχίζουν τις έριδες. Και το 395 π.Χ, έχοντας τη βοήθεια του Κόνωνα, που ήταν επικεφαλής του Περσικού στόλου πλέον, η δημοκρατική μερίδα κατάφερε να πάρει το πάνω χέρι και να εκδιώξει τους ολιγαρχικούς[58]. Οι Σπαρτιάτες οργισμένοι από την εξέλιξη αυτή, ξέσπασαν στον Δωριέα, που βρισκόταν στην Πελοπόννησο· τον συνέλαβαν, τον κατηγόρησαν για προδοσία και τον καταδίκασαν σε θάνατο[59] (η ειρωνεία είναι πως ο Δωριέας είχε αιχμαλωτιστεί από τους εχθρούς του, τους Αθηναίους το 407 π.Χ, αλλά εκείνοι αποφάσισαν να τον αφήσουν ελεύθερο χωρίς να τον πειράξουν). Εκείνη την περίοδο, που η Ρόδος ήταν στο πλευρό του Κόνωνα και των Περσών, έδρασε και ο Τιμοκράτης, ο οποίος έχοντας στη διάθεση του 50 αργυρά τάλαντα από τους Πέρσες, γυρνούσε στην Ελλάδα και προσπαθούσε με δωροδοκίες να κάνει διάφορους Έλληνες ηγέτες να κηρύξουν τον πόλεμο στους Σπαρτιάτες. Λίγα χρόνια αργότερα (391 - 390 π.Χ.), η Ρόδος σπαράζεται και πάλι από τις διαμάχες των δυο πολιτικών παρατάξεων. Η ολιγαρχική μερίδα ζητά τη βοήθεια των Σπαρτιατών, που ανταποκρίνεται θέλοντας να προσεταιριστεί τη Ρόδο, αλλά και οι Αθηναίοι προσπαθούν να εμποδίσουν τους Σπαρτιάτες και να βοηθήσουν την δημοκρατική μερίδα να υπερισχύσει. [62][63] Μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη (386 π.Χ.) η Ρόδος είναι μεν αυτόνομη, παραμένει δε υπό Σπαρτιατική κηδεμονία. Τα επόμενα χρόνια, η δυσαρέσκεια κατά των Σπαρτιατών αυξάνεται διαρκώς, μέχρι που η έξωση της Σπαρτιατικής φρουράς από την Καδμεία γίνεται ο καταλύτης για νέες μεταβολές. Οι Αθηναίοι στέλνουν απεσταλμένους σε διάφορες πόλεις που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής των Σπαρτιατών και καταφέρνουν να σχηματίσουν τη λεγόμενη Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία κατά της Σπάρτης, με τη συμμετοχή και της Ρόδου (478 - 477 π.Χ.). Τα επόμενα χρόνια είναι χρόνια σχετικής ηρεμίας για τη Ρόδο. Και ενώ η Θήβα αποκτά την αδιαμφισβήτητη υπεροχή στην ξηρά, μετά τις νίκες κατά των Σπαρτιατών, οι Θηβαίοι αποφασίζουν να δημιουργήσουν και ισχυρό στόλο. Για το λόγο αυτό ζητούν τη βοήθεια των Ροδίων, των Χίων και των Βυζαντινών[65]. Τα σχέδια τους όμως θα παγώσουν απότομα με τον θάνατο του Επαμεινώνδα το 362 π.Χ. Αυτή η ηρεμία θα λήξει με την έναρξη του Πρώτου Συμμαχικού Πολέμου (357 π.Χ.), κατά τον οποίο η Ρόδος, η Χίος, η Κως και το Βυζάντιο πολέμησαν κατά των Αθηναίων, έχοντας την υποστήριξη του δυνάστη της Καρίας Μαυσώλου.[66] Στο τέλος του πολέμου, η Αθήνα αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την έξοδο της Ρόδου από τη συμμαχία, όμως αυτό έδωσε τον απαραίτητο χώρο στον Μαύσωλο, που εγκατέστησε μια φιλοκαρική, ολιγαρχική κυβέρνηση στο νησί (π. 355 π.Χ.). Με τον θάνατο του Μαυσώλου, οι Ρόδιοι προσπάθησαν να εκθρονίσουν τη διάδοχό του, την Αρτεμισία, αλλά απέτυχαν (351 π.Χ). Έτσι παρέμειναν υπό καρική εξουσία ως το 344/343 π.Χ., όταν μια δυναστική διαμάχη τους έδωσε την ευκαιρία να εκδιώξουν την καρική φρουρά από την πόλη.[67] Η ανάκτηση της ελευθερίας της Ρόδου ήρθε την εποχή που ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β΄ βρισκόταν σε σύγκρουση με άλλα ελληνικά κράτη. Και έτσι, όταν πολιορκούσε το Βυζάντιο, η Ρόδος ήταν μια από τις πόλεις που απέστειλαν ενισχύσεις προς βοήθεια των Βυζαντινών.Όταν τελικά ο γιος και διάδοχος του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ξεκίνησε την εκστρατεία του κατά των Περσών, ήταν ένας Ρόδιος στην υπηρεσία του «Μεγάλου Βασιλέως», ο Μέμνων, που αποτέλεσε τη σοβαρότερη απειλή για τον Μακεδόνα στρατηλάτη. Ευτυχώς για τον Αλέξανδρο, ο Μέμνωνας αρρώστησε και πέθανε πριν καταφέρει να ολοκληρώσει το σχέδιό του, που ήταν να μεταφέρει τον πόλεμο από την Ασία στην Ευρώπη, επιτιθέμενος σε συμμαχικές προς τον Αλέξανδρο πόλεις και υποκινώντας εξεγέρσεις, με απώτερο σκοπό να τον αναγκάσει να σταματήσει την προέλασή του. Πιθανότατα ήταν κατά την προέλαση του Αλεξάνδρου στην Καρία, που η Ρόδος δέχτηκε μακεδονική φρουρά. Στη συνέχεια αναφέρεται πως οι Ρόδιοι συμμετείχαν στην εκστρατεία του ως σύμμαχοι. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στη μάχη των Γαυγαμήλων, ο Αλέξανδρος φορούσε έναν μανδύα που του δώρισαν οι Ρόδιοι, ενώ σύμφωνα με το Χρονικό της Λίνδου και ο Αλέξανδρος τίμησε τους Ροδίους αφιερώνοντας «βουκέφαλα» στον ναό της Λινδίας Αθηνάς.
Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή Στα χρόνια μετά τη μεγάλη καταστροφή που υπέστη η Ρόδος από τον Κάσσιο Λογγίνο, ο Οκταβιανός αναδείχθηκε μοναδικός κυρίαρχος του Ρωμαϊκού κράτους και έλαβε το όνομα Αύγουστος, εγκαινιάζοντας την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ευτυχώς για τη Ρόδο, ο αυτοκράτορας Αύγουστος επέτρεψε στη Ρόδο να διατηρήσει την τυπική αυτονομία της. Από το 6 π.Χ. έως το 4 μ.Χ. έζησε στο νησί, ως αυτοεξόριστος, ο διάδοχος του Αυγούστου, ο Τιβέριος. [113]
Το δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. είναι μια περίοδος που η Ρόδος χάνει πολλές φορές την αυτονομία της με απόφαση του εκάστοτε αυτοκράτορα. Η αρχή γίνεται το 44, όταν ο Κλαύδιος στερεί την ελευθερία των Ροδίων, επειδή καταδίκασαν σε σταυρικό θάνατο κάποιους Ρωμαίους πολίτες. Όμως το 52, ο Νέρων τους επέτρεψε και πάλι να διοικούνται σύμφωνα με τα πατρώα έθιμα. Και ξανά, το 70 ο Βεσπασιανός στερεί την ελευθερία της Ρόδου, για να την επαναφέρει ο Τίτος το 79. Τέλος, ο Δομιτιανός τη στερεί το 81, προτού ανακαλέσει την απόφασή του. Κατά την παράδοση, στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. πέρασε από το νησί ο Απόστολος Παύλος και έθεσε τον θεμέλιο λίθο της Χριστιανικής εκκλησίας στη Ρόδο. [114]
Το έτος 155 οι πόλεις της Καρίας, της Λυκίας, η Κως και η Ρόδος καταστράφηκαν τελείως από έναν μεγάλο σεισμό. Ο αυτοκράτορας Αντωνίνος Πίος δαπάνησε μεγάλα ποσά για την ανοικοδόμησή τους. Η επόμενη πληροφορία που έχουμε για τη Ρόδο είναι πως το 269 η Ρόδος ήταν μια από τις πόλεις που δέχτηκε επιδρομή από Γότθους. Μερικά χρόνια αργότερα, το 279, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός ένωσε οριστικά τη Ρόδο με την επαρχία των Νήσων, που υπαγόταν στη Διοίκηση της Ασίας. [115]
[116]
Έτσι, σαν μια επαρχιακή πόλη του Ρωμαϊκού κράτους, η Ρόδος περνάει στον Μεσαίωνα. Οι πληροφορίες που έχουμε για τη Ρόδο από εδώ και πέρα είναι αποσπασματικές, αφού το ενδιαφέρον των ιστορικών επικεντρώνεται στην Κωνσταντινούπολη. Το 344/345 η Ρόδος υπέστη μεγάλες καταστροφές από σεισμό· το 469/470 λεηλατήθηκε από τη φυλή των Ισαύρων· το 515 χτυπήθηκε και πάλι από σεισμό, πιο καταστρεπτικό από τον προηγούμενο. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος έκανε μεγάλες δωρεές για την ανακούφιση των επιζώντων και μερίμνησε για την ανοικοδόμησή της πόλης. Μια θετική αφήγηση αναφέρει πως η Ρόδος παρήγαγε καλής ποιότητας, ελαφρά βήσσαλα (τούβλα) που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του τρούλου του ναού της Αγιά Σοφιάς. [σημ. 18]
[117]
Στις αρχές του 7ου αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ενεπλάκη σε μια πολυετή και εξουθενωτική πολεμική σύγκρουση με την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Σε μια περίοδο που οι Σασσανίδες Πέρσες προέλαυναν, σημειώνοντας απανωτές νίκες κατά των Βυζαντινών, η Ρόδος δέχτηκε επίθεση και λεηλατήθηκε από τις δυνάμεις του Χοσρόη Β΄ (620). Η αυτοκρατορία έφτασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όμως, εν τέλει, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος κατάφερε να επιβληθεί στους αντιπάλους του. Από την εξασθένιση των δυο μεγάλων αυτοκρατοριών επωφελήθηκαν οι Άραβες, που από την Αραβική χερσόνησο ξεκίνησαν την εξάπλωση του Ισλάμ. Έτσι λοιπόν, αφού είχε καταλυθεί το κράτος των Σασσανιδών, ο Άραβας διοικητής της Συρίας Μωαβίας ξεκίνησε μια εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης. Στα πλαίσια αυτής της εκστρατείας ο ύπαρχος του Μωαβία, ο Αβουλαβάρ, κατέλαβε τη Ρόδο (περ. 653). Ήταν τότε, που τα κομμάτια του κατεστραμμένου Κολοσσού πουλήθηκαν σε έναν Ιουδαίο έμπορο από την Έδεσσα της Συρίας, που μετέφερε τον χαλκό σε 900 καμήλες. Η Ρόδος παρέμεινε στην κυριαρχία των Αράβων ως το 679/680, όταν μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (674-678) οι Άραβες συνθηκολόγησαν με τους Βυζαντινούς. Τότε, πρέπει να ενσωματώθηκε στο ναυτικό θέμα Καραβησιάνων. Το νησί υπέφερε μια ακόμη λεηλασία από τους Άραβες πριν τη νέα πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (717-718), χωρίς να καταληφθεί αυτή τη φορά. Το ίδιο έγινε και στις αρχές του 9ου αιώνα, που λεηλατήθηκε πρώτα από τον χαλίφη των Αββασιδών Χαρούν αλ-Ρασίντ (807) και στη συνέχεια από τον γιο του Αλ-Μαμούν. [118]
[118][119]
[118]
Περίπου το 1089, ένας Σελτζούκος Τούρκος πρώην πειρατής, που βρισκόταν στην υπηρεσία των Βυζαντινών, ο Τζαχάς, στράφηκε κατά της
Μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι και αξιοθέατα Το «σμαραγδένιο νησί» κατακλύζεται κάθε χρόνο από χιλιάδες τουρίστες από όλα τα μέρη της Γης που το επισκέπτονται για να απολαύσουν τη θάλασσα, τη φύση και τα αξιοθέατα του, αλλά και να μάθουν την πλούσια ιστορία του. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των τουριστών προσελκύουν: •
η (Μεσαιωνική) Παλιά Πόλη της Ρόδου.
•
το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου ή Καστέλλο, το οποίο λειτουργεί ως Μουσείο.
•
το Αρχαιολογικό μουσείο, που στεγάζεται στο κτίριο του μεγάλου Νοσοκομείου των Ιπποτών.
•
η Παναγιά του Κάστρου, ναός του 11ου αι. που λειτουργεί ως Βυζαντινό Μουσείο.
•
τα ερείπια της Παναγίας του Μπούργκου.
•
Η Παναγία η Σκιαδενή που ατενίζει το μαρμαρωμένο καράβι.
•
η μεσαιωνική τάφρος γύρω από την Παλιά Πόλη.
•
η ακρόπολη της Ρόδου, όπου βρίσκονται το αρχαίο στάδιο και τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα.
•
το Φρούριο Αγίου Νικολάου, στον λιμένα του Μανδρακίου.
•
ο Καθεδρικός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, κατασκευασμένος κατά την Ιταλοκρατία.
•
το ενυδρείο, στο βορειότερο σημείο της πόλης της Ρόδου.
•
το πάρκο Ροδίνι.
•
η ακρόπολη της Λίνδου και ολόκληρος ο παραδοσιακός οικισμός της Λίνδου.
•
η ακρόπολη της αρχαίας Ιαλυσού, στο λόφο του Φιλέρημου, όπου βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας της Φιλερήμου.
•
η Κάμειρος.
•
η Κοιλάδα των Πεταλούδων, στο χωριό Θεολόγος.
Κολάζ
Σας ευχαριστούμε!!!