RESEARCH THESIS - Rooftop as a New Ground: Investigating Athens

Page 1



ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ 2012-2013

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: εξετάζοντας την Αθήνα

ΒΑΓΙΑΝΟΥ ΕΛΕΝΗ A.M: 933 ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ A.M: 985

Επιβλέπων Καθηγητής ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΙΣΩΠΟΣ

Πάτρα, Οκτώβριος 2013



iii

Π ΕΡΙΛΗΨΗ Αντικείμενο της παρούσας ερευνητικής εργασίας αποτελεί το επίπεδο δώμα και ο τρόπος με τον οποίο αυτό μπορεί σήμερα να γίνει αντιληπτό, ως ένα νέο έδαφος προς οικειοποίηση και δράση. Σε αρκετές ιστορικές περιόδους, η στέγαση -και άρα και το βατό, επίπεδο δώμα- διαμορφωνόταν σε σχέση με τα ιδιαίτερα στοιχεία, τη νοοτροπία και τις ανάγκες που διατυπώνονταν κάτω και γύρω από αυτό. Αρχικά, επιχειρείται να αναλυθούν τα χαρακτηριστικά που καθιστούν ένα έδαφος πεδίο συνεχούς δράσης. Έπειτα, στo πλαίσιo του Μοντέρνου κινήματος και των ουτοπιστών του ’60, εξετάζεται η ανάγκη για απομάκρυνση από το έδαφος και η επιθυμία για τη σύσταση ενός νέου, πάνω από το «παλιό», το οποίο και τελικά θα διαθέτει περισσότερες επιλογές. Μελετάμε ιστορικά το ρόλο του επίπεδου δώματος μέσα από παραδείγματα λαϊκής και σύγχρονης αρχιτεκτονικής, αλλά κυρίως από το έργο του Le Corbusier, ο οποίος και ορίζει επίσημα την κατοίκηση του χώρου αυτού. Κεντρικό πεδίο της έρευνάς μας αποτέλεσε η Αθήνα, μια πόλη της οποίας τα δώματα των πολυκατοικιών παραμένουν άγνωστα και ακατοίκητα. Περιγράφοντας την «παχιά τομή» της πόλης, καταλήγουμε στις συνιστώσες που διαμόρφωσαν την εγκαταλειμμένη αυτή εικόνα των δωμάτων και τους λόγους για τους οποίους, ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης τους με την υποκείμενη πολυκατοικία και τελικά, την πόλη κρίνεται επιτακτικός. Τέλος, με εργαλεία όλα τα παραπάνω, ερευνάται το κατά πόσο τα δώματα των αθηναϊκών μονάδων κατοίκησης μπορούν να αναγνωρισθούν σήμερα, ως ένα νέο, «εν δυνάμει» έδαφος. Ένα έδαφος, που θα εκφράζει και θα εκτονώνει τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ενοίκων. Παράλληλα, θα έχει τη δυνατότητα -λόγω της ιδιάζουσας θέσης του σε σχέση με το «κάτω»-, εάν κατοικηθεί, να πυροδοτήσει νέες σχέσεις με το επίπεδο της πόλης, η οποία το έχει τόσο πολύ ανάγκη.



v

A BSTRACT The primary purpose of this research paper is to study flat roofs and the way in which they can be seen as a potentially new ground, which can be used effectively. During several historical periods roofing -and especially the flat roof- was modulated in relation to the particular elements, the cultures and the needs posed in, under and around it. Initially, an attempt is made to analyse the features that make a ground an exploitable area. Then, within the Modern movement and the Utopians of the ’60s, the need to move away from ground level and the desire to establish a new level over the old, which would ultimately have more options, is examined. The role of the flat roof, through examples of local and contemporary architecture, are studied, primarily through the work of Le Corbusier, who has officially designated the habitation of this space. Therefore, our main field of study is Athens, a city where the flat roofs of appartment buildings(the polykatoikia) are still unknown and unhabited. Describing the «thick layers» of the city, we arrive at the components that have shaped this «abandoned» view of rooftops and the reasons why the redefinition of their relationshio with whatever is below is compelling. Ultimately, regarding the above elements whether the flat roofs of the Athenian polykatoikia can be recognized as new potential ground is being investigated. This ground has the possibility -if fully appropriated, because of its ideal position in relation to the area below it- to spark new relationship with the level of the city which is in dire need of this change.



vii

Π ΡΟΟΙΜΙΟ Αυτό που σχεδόν πάντα μας γοήτευε στον οργανισμό της πόλης ήταν οι αμφισβητούμενοι χώροι της. Χώροι κενοί, αμήχανοι, ανολοκλήρωτοι, που συχνά χαρακτηρίζονται ως «άσχημοι» και «αντιαισθητικοί» από τους περισσότερους, εμάς μας άφηναν μια υπόσχεση δυνατότητας και εξέλιξης να πλανάται. Η επαφή -κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μας χρόνων- μ’ ένα από τα πιο «περιζήτητα» ρετιρέ στο κέντρο της Πάτρας, μας έφερε κοντά στον άγνωστο κόσμο των δωμάτων. Για μας, η θέα από το ψηλό μπαλκόνι δεν ήταν μόνο η θάλασσα, η Παλιοβούνα και ενίοτε το ηλιοβασίλεμα, αλλά κυρίως τα «στοιχειωμένα» δώματα των κεραιών και των μηχανολογικών εγκαταστάσεων που μας περιτριγύριζαν. Χώροι έντονων φορμαλιστικών αναζητήσεων, που χαρακτηρίζουν σχεδόν κάθε ελληνική, «πάνω» πόλη και που είναι σαν να σου «φωνάζουν» να τους προσέξεις και να τους εντάξεις κάπου… Έτσι, δεν επιδιώξαμε την ωμή καταγραφή της εγκαταλειμμένης κατάστασης που επικρατεί, αλλά προσπαθήσαμε να την αποκρυπτογραφήσουμε, να εντοπίσουμε τα στοιχεία που τη δημιούργησαν, αλλά και το γιατί. Και όλα αυτά, με στόχο την ενεργοποίηση των δωμάτων, ως «εν δυνάμει» στοιχεία που μπορούν να επαναδιαπραγματευθούν και να επαναπροσδιορίσουν τη δομή, την οργάνωση και την ποιότητα ζωής στην υποκείμενη πολυκατοικία και κατ’ επέκταση στην πόλη… στην πόλη της Αθήνας, που όλα εντοπίζονται σε υπερθετικό βαθμό…

Θα θέλαμε, αρχικά, να ευχαριστήσουμε τον καθηγητή μας Γιάννη Αίσωπο για την πολύτιμη βοήθειά του καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας, αλλά και τον καθηγητή Γιάννη Πατρώνη για τις συμβουλές του πάνω σε αρχικούς προβληματισμούς μας. Τέλος, ευχαριστούμε τις οικογένειες και τους φίλους μας για κάθε είδους υποστήριξη που μας παρείχαν.



ix

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ_Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

7

1. ΕΔΑΦΟΣ, ΤΟΠΟΣ, ΤΟΠΙΟ 2. ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ (ΣΤΟΝ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟ) 3. ΟΥΤΟΠΙΕΣ ΤΟΥ ‘60

8 20 28

ΚΕΦΑΛΑΙΟ_Β ΣΤΕΓΑΣΗ

37

1. ΠΡΟ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΥ 2. ΤΟ ΟΡΙΖΟΝΤΙΟ ΔΩΜΑ ΣΤΟΝ LE CORBUSIER 3. ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

38 44 68

ΚΕΦΑΛΑΙΟ_Γ Η «ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ» ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

83

1. ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝ ΕΔΑΦΟΣ 2. Η ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ (TO ΧΤΙΣΜΕΝΟ) 3. ΤΟ ΔΩΜΑ

84 92 106

ΚΕΦΑΛΑΙΟ_Δ ΔΩΜΑ: ΤΟ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

117

1. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 2. ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ...

118 124

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ_ΣΚΕΨΕΙΣ

139

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙA

145



1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Δεν είναι πραγματικά παράλογο μια ολόκληρη επιφάνεια της πόλης να μένει αχρησιμοποίητη και να περιορίζεται στα ρομαντικά τετ-α-τετ των κεραμιδιών με τα άστρα...?!» Le Corbusier, 1923

Είναι η σκέψη αυτή του Le Corbusier, που στo πλαίσιo του Μοντέρνου κινήματος, εκφράστηκε επίσημα με τη διακύρηξη της κατοίκησης του δώματος. Η θεώρηση της βατής απόληξης του κτηρίου, ώς έδαφος και υποδοχέας ανθρώπινων δραστηριοτήτων και λειτουργιών, αποτέλεσε την απαρχή των προβληματισμών γύρω απο την έρευνά μας. Με την παρούσα, λοιπόν, ερευνητική εργασία επιδιώκουμε, αρχικά, να αναλύσουμε την έννοια του εδάφους και τις συνιστώσες της, με τις οποίες στη συνέχεια, θα διαβάσουμε και θα ερμηνεύσουμε τον κόσμο των δωμάτων της Αθήνας, ως «εν δυνάμει» έδαφος δραστηριοτήτων. Έναν κόσμο, που σήμερα είναι αμήχανος και άγνωστος, αλλά που φιλοδοξεί να νοηματοδοτηθεί, να γίνει βιωμένος τόπος με ταυτότητα και τελικά να συσχετιστεί με τον υποκείμενο, ζωντανό, αστικό οργανισμό. Ο σύγχρονος Αθηναίος οφείλει να αποκαταστήσει -λίγα μέτρα ψηλότερα- τη χαμένη του σχέση με το φυσικό έδαφος της πόλης, όπως αυτή αλλοιώθηκε στα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. Η προσέγγιση της εργασίας προκύπτει με βάση τη μελέτη ιστορικών και αρχιτεκτονικών δεδομένων διαπραγμάτευσης και εννοιολογικής αποκατάστασης του εδάφους, με βασικό πεδίο μελέτης την περίοδο του Μοντερνισμού. Στη συνέχεια, αναλύεται το πλούσιο υπέδαφος, αλλά και η -σχετικά πρόσφατη- οικοδομική δραστηριότητα της «μοντέρνας» Αθήνας, καταλήγοντας στη σύχρονη ανάγκη επαναπροσδιορισμού των ξεχασμένων δωμάτων της. Πώς, όμως, το φυσικό έδαφος «κατασκευάζει» το υπερυψωμένο δώμα και γιατί παράλληλα, στην Αθήνα δεν σχετίζεται άμεσα με αυτό; Και τελικά, με ποιόν τρόπο τα δώματα θα μπορούσαν να κατοικηθούν και να μετατραπούν σε ένα νέο, πολύτιμο έδαφος δράσεων; Η εργασία δομείται σε 4 ενότητες: Στο πρώτο κεφάλαιο, εισάγεται η έννοια του εδάφους και τα χαρακτηριστικά εκείνα, που το διαμορφώνουν και το καθιστούν πεδίο δράσης. Με την ανάλυση θεωρήσεων πάνω σε ζητήματα «τόπου» και «τοπίου» -όπως αυτή της ιδιαιτερότητας του κάθε τόπου αλλά και του τοπίου ως πολιτισμική κατασκευή- διερευνώνται οι συνιστώσες εκείνες, που κάνουν ένα χώρο ξεχωριστό και του δίνουν ταυτότητα και χαρακτήρα. Έπειτα, μελετάται η έννοια της «απεδαφοποίησης» ως ανάγκη και επιθυμία για απομάκρυνση από το «παλιό» έδαφος, αρχικά, μέσα από τα έργα των μοντερνιστών και εν συνεχεία, από τους ουτοπίστές του ’60.


2

Το δεύτερο κεφάλαιο, αναφέρεται στο όριο ανάμεσα στο κτισμένο και τον αέρα, στο «συγκεκριμένο» και το «άπειρο», δηλαδή τη στέγαση. Κάνοντας μια γρήγορη αναδρομή σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους ερευνάται η εννοιολογική σημασία, που κάθε φορά είχε η απόληξη του κτηρίου. Η περίοδος του Μοντερνισμού είναι αυτή που κυρίως, θα μας απασχολήσει σε αυτήν την ενότητα. Την περίοδο εκείνη άλλωστε, ο Le Corbusier γίνεται ο κύριος εκφραστής του οριζόντιου, βατού δώματος, που μπορεί να φέρει λειτουργίες. Η αντίληψή του και ο ορισμός που προσέδωσε στο δώμα, ως «νέο έδαφος», ικανό να μιλήσει για την πόλη, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο νοηματοδοτεί και σχεδιάζει το χώρο αυτό, θα αποτελέσουν σημαντικά στοιχεία της μελέτης μας. Θέλοντας να αναλύσουμε περαιτέρω αυτήν την επιθυμία για κατοίκηση του δώματος, εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο, διάφορες ομάδες ανθρώπων οικειοποιούνται το χώρο αυτό, ανάλογα με τη νοοτροπία και τις παραδόσεις τους. Για το λόγο αυτό, αναφέρονται παραδείγματα χρήσεων σε δώματα σύγχρονης, αλλά και ανώνυμης αρχιτεκτονικής, σε περιοχές της Ανατολής, των Κυκλάδων κ.α. Στο τρίτο κεφάλαιο, κατανοείται η σημερινή κατάσταση του δώματος στην ελληνική πόλη και συγκεκριμένα, στην Αθήνα, ως αποτέλεσμα της «βαθειάς» αττικής γης και του κτισμένου. Αρχικά, αναλύεται η τοπογραφία της Αττικής, το πλούσιο εδαφικό «υπόστρωμα», καθώς και η ιδιαιτερότητα του τοπίου, κυρίως όπως αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα απο το έργο του Δημήτρη Πικιώνη. Εν συνεχεία, εξετάζονται οι λόγοι που οδήγησαν στην αλλαγή του φυσικού τοπίου και στην αρχή της οικοδόμησης του εδάφους, με κυρίαρχο τον τύπο της πολυκατοικίας. Με βάση τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (ΓΟΚ) επιχειρείται να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα, που συντέλεσαν στη σημερινή δομή της αθηναϊκής πολυκατοικίας και κατ’ επέκταση, του δώματος. Στοιχεία όπως, η αέναη επανάληψη της αστικής μονάδας, αλλά και η απαξίωση των δημοσίων-κοινόχρηστων χώρων, ως αντανάκλαση της αθηναϊκής αστικής κουλτούρας, διαμόρφωσαν την τελική εικόνα του αστικού, αττικού τοπίου.Αυτό που προκύπτει από την παραπάνω μελέτη, οδηγεί στην περιγραφή της σημερινής εικόνας εγκατάλειψης των δωμάτων, χωρίς όμως να ξεχνάμε τις προσπάθειες οικειοποίησης αυτού του χώρου, που αν και λίγες, κρίνεται σημαντικό να αναφερθούν. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο αυτής της εργασίας, εστιάζουμε στη σχέση του «κάτω» εδάφους με το δώμα και εξετάζουμε το κατά πόσο το υπερυψωμένο αυτό επίπεδο της αθηναϊκής πολυκατοικίας έχει τελικά, τις προϋποθέσεις και τα στοιχεία εκείνα, που το καθιστούν «εν δυνάμει» έδαφος δραστηριοτήτων. Έπειτα, διερευνώνται τα χαρακτηριστικά εκείνα και οι λόγοι για τους οποίους η αθηναϊκή ταράτσα δεν έχει οικειοποιηθεί έως τώρα, με την έννοια της συνεχούς δράσης σε αυτήν. Τέλος, εντοπίζονται τα ιδιαίτερα, «κρυμμένα» χαρακτηριστικά που έχει τόσο το μεμονωμένο δώμα της πολυκατοικίας, όσο και το σύνολο των δωμάτων της πόλης και τα οποία μπορούν να προσφέρουν νέες ποιότητες και χώρους, συνθέτοντας ένα πρόσφορο, διαφορετικό έδαφος προς κατοίκηση της «πάνω» πόλης.


3

Η ερευνητική εργασία καταλήγει στο να αντιληφθούμε την αξία των, έως τώρα άγνωστων, δωμάτων και να κατανοήσουμε την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης τους με την «κάτω» πόλη της Αθήνας. Και αυτά, με στόχο να αρχίσουμε να τα φανταζόμαστε ως ένα νέο έδαφος, πάνω στο οποίο μπορούμε να εκφράσουμε τις ξεχασμένες μας ανάγκες και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας.





Α

ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ


ΕΙΚ. 1 Αυτοσχέδιο μονοπάτι πιστών, Αραβική θάλασσα


Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

Α1

9

Ε Δ Α Φ Ο Σ, Τ Ο Π Ο Σ, Τ Ο Π Ι Ο

1. ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΩΣ ΕΝΝΟΙΑ Η έννοια του εδάφους1 δέχεται άπειρες ερμηνείες, τόσες όσες χωράει η φαντασία και επιτρέπει το ανθρώπινο σώμα. Ο Ζήσης Κοτιώνης περιγράφει το έδαφος ως κάτι, όπου επάνω στηρίζονται οι άνθρωποι, οι δραστηριότητές τους και ο υλικός σχηματισμός του πολιτισμού2. Το ανθρώπινο σώμα, δηλαδή, πατά και έτσι ορθώνεται και εκφέρει λόγο, με την υπαρξιακή αυτή διάσταση του ζώντος οργανισμού να δίνει υπόσταση στο έδαφος. Παρ’ όλες τις φυσικές ιδιότητες και τα υλικά χαρακτηριστικά του εδάφους, που το κατηγοριοποιούν κυρίως, μορφολογικά, στo πλαίσιo αυτής της ερευνητικής, μας αφορούν οι συνιστώσες εκείνες που το καθιστούν πεδίο δράσης. Εστιάζοντας, δηλαδή, στην αμφίδρομη σχέση ανθρώπου-εδάφους, αντιλαμβανόμαστε το τελευταίο, ως την απαραίτητη συνθήκη, που αν ικανοποιηθεί σωστά, θα αποτελέσει το βασικό συστατικό ενεργοποίησης και ανάδειξης άλλων προϋποθέσεων κατοίκησης. Η οικειοποίηση3 του εδάφους που δημιουργεί χώρο, ο χώρος μέσα από την ανθρώπινη παρέμβαση που μετατρέπεται σε κατοικήσιμο τόπο και αυτός, με τη σειρά του, που διαφοροποιείται απο τους άλλους και γίνεται αντιληπτός ως πολιτισμικό τοπίο με ιστορία, μνήμες και ταυτότητα, είναι τα στοιχεία που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια. «Ανεβαίνουμε, κατεβαίνουμε μαζί με το έδαφος επάνω εις τα κυρτώματά του, τους γηλόφους, τα όρη ή βαθιά μέσα στις κοιλάδες. Χαιρόμαστε την επίπεδη έκταση της πεδιάδας, μετρούμε τη γη, με τον κόπο του κορμιού μας…»4 Δημήτρης Πικιώνης, 1935

1 2 3 4

Το έδαφος στη νέα ελληνική γλώσσα ορίζεται ως «το ανώτατο στρώμα του φλοιού της Γης, ως το υλικό που καλύπτει τη στερεή επιφάνεια του πλανήτη και στην καθημερινή διάλεκτο ως η επιφάνεια πάνω στην οποία περπατούμε» Κοτιώνης, Ζήσης, «Το παχύ έδαφος της Αθήνας: Από την πολυκατοικία στην πληθοδομή (multistructure)», στο www. greekarchitects.gr, Δεκέμβριος 2010 (τελευταία επίσκεψη 22/7/2013) Οικειοποίηση: η διαδικασία κατά την οποία κάνω κάτι οικείο, φιλικό και γνώριμο προς εμένα. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, β έκδοση, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα, 2005, σελ. 1238 Πικιώνης, Δημήτρης, Dimitris Pikionis Architect 1887-1986: A Sentimental Topography, Architectural Association, Λονδίνο, 1989, σελ. 23


10

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

2. Η ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ Οι συνεχείς ανάγκες και επιθυμίες που δημιουργούνται στον άνθρωπο, αναζητούν ένα μέσο υλοποίησης, ένα επίπεδο, το οποίο κάθε φορά νοηματοδοτείται με άλλον τρόπο και προσαρμόζεται ανάλογα με τις προθέσεις. Το άτομο ή οι ομάδες ξεκινούν, λοιπόν, μια διαδικασία οικειοποίησης του εδάφους, αρχικά μέσω της αντιληπτικής τους ικανότητας κι έπειτα, μέσω της παρέμβασής τους σε αυτό, καθιστώντας το έτσι, «εν δυνάμει» πεδίο δραστηριοτήτων. Η διαδικασία αυτή, ξεκινάει με τη διατύπωση της επιθυμίας από τον άνθρωπο και συνεχίζει με την ανακάλυψη των στοιχείων του συγκεκριμένου επιπέδου, που το καθιστούν ικανό να ανταποκριθεί εύστοχα στις απαιτήσεις του. Έπειτα, ο άνθρωπος δίνει υπόσταση στο έδαφος, στο οποίο τελικά αποτυπώνεται η εκάστοτε προσωπική εμπειρία. H υπόσταση αυτή μπορεί αρχικά, να διατυπωθεί ως η προσπάθεια του ανθρώπου να αυτό-οριστεί, να αποκτήσει γνώση του εαυτού του, αλλά και να προσανατολίσει τα φυσικά στοιχεία που τον περιβάλλουν, προς την ανθρώπινη -γνωστή του- κλίμακα5. Η προσέγγιση της υπόστασης του εδάφους μέσω της οικειοποίησης αφορά, συνήθως, στις αρχιτεκτονικές δομές και μορφές, που καθιστούν το έδαφος μέσο μόρφωσης και ανάδειξης της ανθρώπινης δράσης. Κατά τον Raoul Bunschoten, «το έδαφος, η ¨επιδερμίδα¨ της γης είναι η επιφάνεια στην οποία ζούμε. […] Ζούμε μέσα σ’ αυτό, πάνω σ’ αυτό και σπανίως μακριά από αυτό. Η αρχιτεκτονική είναι η μερικώς ενδεικτική, η μερικώς μιμητική έκφραση της σχέσης μας με αυτήν την ¨επιδερμίδα¨ και η νοητική αντίληψη, που αναπτύσσουμε μέσα από αυτήν τη σχέση. Ο τρόπος με τον οποίο, αυτή η σχέση μορφώνεται ποικίλει από τις σχεδόν χειρουργικές χειρονομίες, μέχρι την πλήρη αντικατάσταση αυτής της επιδερμίδας. […] Έδαφος στο οποίο χτίζουμε, έδαφος στο οποίο εναποθέτουμε αντικείμενα. Αντικείμενα, πλήρως διαμορφωμένα και τα οποία, σπανίως θα φανταζόμασταν ως έδαφος»6. Συχνά, η οικειοποίηση του εδάφους ταυτίζεται με θέματα ιδιοκτησίας. Ο κατακερματισμός του σε αγροτεμάχια-οικόπεδα, δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να το εκμεταλλευτούν πλήρως. Το έδαφος αρχίζει σταδιακά να διαιρείται και να γίνεται ένα εμπορεύσιμο αγαθό, ένα προϊόν αγοραπωλησίας7. Η επέμβαση στο φυσικό ανάγλυφο και την τοπογραφία έχει ως αποτέλεσμα την ανάδυση εδαφών σε απόσταση, στοίβαξη, ανάπτυγμα, σμίλευση και ανύψωση, ανοίγοντας έτσι, το διάλογο εδάφους-ανθρώπου. Πρόκειται για μια σχέση εδάφους και ανθρώπου αμφίδρομη, 5 6 7

Τερκενλή, Θεανώ, Το πολιτισμικό τοπίο: Γεωγραφικές προσεγγίσεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1996, σσ. 72, 100 Ο Raoul Bunschoten είναι καθηγητής Αστικής Χωροταξίας και Αστικού Σχεδιασμού στο TU Berlin, ειδικός στα smart cities. Είναι επίσης ιδρυτής και διευθυντής του CHORA, μιας αστικής ομάδας σχεδιασμού. Bunschoten, Raoul, Urban Flotsam, Chora (επιμ.), 010 Publishers, Ρόττερνταμ, 2001, σσ. 17-19 Rossi, Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, Βασιλική Πετρίδου (μτφ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 222


ΕΙΚ. 2 Αναγνωρίζοντας το έδαφος...


ΕΙΚ. 3 «Συν-οικία» Πιττάκη, συλλογική δράση οικειοποίησης


Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

13

μια σχέση δράσης και αντίδρασης, καθώς το ένα προσαρμόζεται στο άλλο και καθορίζεται από αυτό. Ο David Leatherbarrow8 περιγράφει τη γη (και άρα το «εν δυνάμει» έδαφος), ως υποδοχέα δράσεων και τονίζει την αντιστοιχία μεταξύ των κινήσεών της· αν η γη λαμβάνει, τότε εκδηλώνεται, υποχωρεί και μετά ξανασηκώνεται και έτσι, τελείται η διαδικασία της οικειοποίησης9. Όπως αντιλαμβανόμαστε το έδαφος, μέσα από την οικειοποίηση του και από χειρονομίες διαπραγμάτευσης της επιφάνειάς του, μετατρέπεται σε βασικό συνθετικό συστατικό της παραγωγής χώρου. Ο χώρος δεν είναι μια αόριστη τοποθεσία, αλλά ένα σύνολο γεωμετρικών χαρακτηριστικών και υλικών στοιχείων, που συνοδεύονται από άυλα φαινόμενα. Ο χώρος εκτείνεται και περικλείει. Αποτελεί ένα σημείο αναφοράς, έναν υποδοχέα ζωής, που μπορεί όμως να υπάρξει ακόμα και όταν ο άνθρωπος αποχωρήσει. Όταν ο χώρος αρχίζει να βιώνεται, να αποκτά λειτουργίες, όνειρα, προσδοκίες, συναισθήματα -που πριν βιωθεί από τον εκάστοτε άνθρωπο τίποτα από αυτά δεν τον χαρακτήριζε-, τότε είναι που σταδιακά συνειδητοποιεί κανείς πως δε μιλά πια για χώρο, αλλά για τόπο.

3. ΚΑΤΟΙΚΩΝΤΑΣ ΣΕ ΤΟΠΟΥΣ Ο τόπος λοιπόν, ξεπερνώντας την απλή χωρική του υπόσταση, αποτελεί το συγκεκριμένο πλαίσιο ανθρώπινων παρεμβάσεων, αισθημάτων, σκέψεων, διαθέσεων και προθέσεων10. Ο Kenneth Frampton, Βρετανός αρχιτέκτονας και ιστορικός, επισημαίνει ότι, ο χώρος συνδηλώνει αφαιρετική σκέψη, μια γενική χωρική συνθήκη, ενώ ο τόπος υπονοεί βιωματική αντίληψη11. Με τη διαδικασία της οικειοποίησης του εδάφους και της παραγωγής χώρου να έχει προηγηθεί, ο άνθρωπος ξεκινά να ονοματίζει, να περιγράφει, να δίνει αξία και σε συνδιασμό με την πάροδο του χρόνου, να αποδίδει νοήματα στον τόπο. Στη διάλεξη του με τίτλο «Χτίζουμε, κατοικούμε στοχαζόμαστε» (1951), ο Martin Heidegger12 υποστήριξε ότι ο άνθρωπος κατοικεί σε τόπους

8

Ο David Leatherbarrow είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής και πρόεδρος στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania School of Design, στην Φιλαδέλφεια, όπου διδάσκει από το 1984. Είναι, κυρίως, γνωστός για τη συμβολή του στον τομέα της αρχιτεκτονικής φαινομενολογίας. 9 Leatherbarrow, David, «Leveling the land», στο Corner, James (επιμ.), Recovering Landscape: Essays in Contemporary Landscape Architecture, Princeton Architectural Press, Νέα Υόρκη, 1999, σελ. 174 10 Δουκέλης, Παναγιώτης (επιμ.), Το Ελληνικό Τοπίο: Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου, Εστία, Αθήνα, 2005, σελ. 14 11 Λέφας, Παύλος, Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 157 12 Ο Martin Heidegger (1889-1976), ήταν Γερμανός φιλόσοφος. Υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές αλλά και αμφισβητούμενες προσωπικότητες του εικοστού αιώνα. Η βαρύτητα του φιλοσοφικού του έργου επηρέασε ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά ρεύματα της σύγχρονης εποχής, τον υπαρξισμό.


14

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

και όχι στο χώρο γενικώς13. Για τον ίδιο, η κατοίκηση είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι είναι πάνω στη γη, σεβόμενοι τον ουρανό. Πρόκειται για μια «διαμονή» ή αλλιώς μια διάρκεια στα πράγματα, με στόχο την δυνατότητα εξοικείωσης με ένα χώρο και τον έλεγχο του ατόμου επί αυτού. «Κατοικώ» όταν είμαι διαλεκτικά συνδεδεμένος με έναν τόπο. Διαμένω και με «εργαλείο» το σώμα μου, ερμηνεύω, προστατεύω και καθορίζω τη φυσική ροή των γεγονότων που συμβαίνουν στο έδαφος και που τελικά, επηρεάζουν τον τρόπο που βιώνω τον παραγόμενο χώρο. Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, ο τόπος γεννιέται όταν αρχικά, αναγνωρίζω, προσπαθώ να οικειοποιηθώ και εν τέλει, επιθυμώ να κατοικήσω. Κατοίκηση στον τόπο σημαίνει δέσιμο με τη γη, σεβασμό στον ουρανό, συνείδηση της αδυναμίας και της ανάγκης επίκλησης μιας ανώτερης δύναμης, παρουσία του θανάτου, ως πραγματικότητα στη ζωή των ανθρώπων14. Παρατηρούμε δηλαδή, την άρρηκτη σχέση της εμπειρίας μας σε έναν τόπο με τα φυσικά του μοναδικά στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν. Ο Δημήτρης Πικιώνης χωρίζει σε δύο κατηγορίες τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν γοητεία και χαρακτήρα σε έναν τόπο. Από τη μία, τα φυσικά του χαρακτηριστικά και από την άλλη, οι δυνάμεις που επιδρούν επάνω του. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν η γεωμετρία, η φύση της ύλης και η κίνηση (δηλαδή ο αέναος κύκλος γέννησης και θανάτου), ενώ στη δεύτερη η φύση των δυνάμεων, το φώς και το κλίμα. Τα στοιχεία αυτά μας κάνουν να κατανοήσουμε το πνεύμα του συγκεκριμένου τόπου, που σε συνδυασμό με την παρέμβασή μας, τον διαφοροποιούν από άλλους.

4. ΤΟ «ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ» Ο τόπος λοιπόν, ως ένας βιωμένος χώρος, με το πέρασμα του χρόνου μπορεί να οριστεί ως ταυτοποιητικός, σχεσιακός και ιστορικός. Συμβολίζει έτσι, τη σχέση του καθενός απο τους χρήστες του, με τον εαυτό τους, με τους άλλους χρήστες, με την κοινή τους ιστορία και τους βοηθά τελικά, να συσχετιστούν μαζί του15. Σε αυτήν ακριβώς τη θεώρηση του τόπου, ως ο μοναδικός και πολυδιάστατος συγκεκριμένος χώρος, ως ένα ποιοτικό «ολικό» φαινόμενο βασίστηκε το φιλοσοφικό ρεύμα της Φαινομενολογίας16, που εμφανίστηκε στις αρχές του 1970. Σύμφωνα με τη Φαινομενολογία, ο τόπος διαχωρίζεται από την τοποθεσία, αποκτώντας μια πιο ανθρωπολογική ερμηνεία. Το «φαινόμενο» αναφέρεται σε οντότητες ή εμπειρίες, όπως τις βιώνει ο άνθρωπος. Οποιοδήποτε αντικείμενο, γεγονός, κατάσταση ή συναίσθημα, που ο άνθρωπος βλέπει, ακούει, αγγίζει, κατανοεί, αποτελεί

13 14 15 16

Λέφας, Παύλος, Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, σελ. 169 Ό.π. Auge, Marc, Pour une anthropologie des mondes contemporains, Aubier, Παρίσι, 1994, σελ. 157 Με εμφανή την επιρροή από τα κείμενα του Martin Heidegger, η Φαινομενολογία εξετάζει το τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι υπάρχουν σε σχέση με τον κόσμο τους αντιδρώντας στη μοντέρνα αρχιτεκτονική.


Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

15

μέρος της φαινομενολογικής προσέγγισης. Ο τόπος, ως «υπαρξιακός, ανθρώπινος χώρος» πια, είναι κατά τον Christian Norberg-Schulz17, ένα κράμα βιωμένων χώρων με διαφορετικές ιδιότητες, ένα σύνολο πραγμάτων με υλική υπόσταση, σχήμα, υφή, χρώμα, αναδύοντας έτσι κάθε φορά στο σύνολό του μια άλλη ατμόσφαιρα. Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό της ατμόσφαιρας είναι που, κατά τον Schulz, μετατρέπει ένα σημείο σε τόπο και εντάσσει τον άνθρωπο στο περιβάλλον του. Η φαινομενολογία είναι λοιπόν ένα κίνημα, που συνεισφέρει στην επαύξηση της ανθρώπινης υπόστασης και ανατρέπει το διαχωρισμό μεταξύ της γεωγραφικής επιστήμης και της καθημερινής ζωής18. Για να ενδυναμώσει την ιδέα αυτή, ο Schulz εισάγει έναν παλαιότερο όρο, αυτόν του «Genius Loci»19, προσδίδοντάς του μια νέα σημασία. Περιγράφοντας την ιδέα του «Genius Loci», αναγνωρίζει τον τόπο ως το χώρο, όπου οι ερμηνείες των ανθρώπων για τη φύση συνδιαλέγονται και αποκτούν τελικά νόημα. Η έννοια του «Genius Loci» σχετίζεται άμεσα με την έννοια της πόλης, όπως ο Aldo Rossi επισημαίνει στο βιβλίο του «Η αρχιτεκτονική της πόλης». Ο τόπος, ως κοινωνικός χώρος, μετουσιώνεται διαμέσου του «Locus»20, σε αστικό συντελεστή, ικανό να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τη σημασία της αστικής δομής, τα χαρακτηριστικά, την ιδιαιτερότητά, και την αρχιτεκτονική της πόλης. Η ίδια η πόλη γίνεται για τον Rossi o τόπος της συλλογικής μνήμης, καθώς η τελευταία αποτελεί το βασικότερο στοιχείο συνέχειας και την από κοινού ανάμνηση μιας ομάδας στο χώρο και το χρόνο. Η μνήμη δεν είναι απλώς η ενθύμηση μιας εμπειρίας του παρελθόντος, αλλά ένας μετασχηματισμός, που φέρνει το παρελθόν μέσα στο παρόν, ως γενέθλιο όμως γεγονός21. Ο Αριστοτέλης στο κείμενό του «Περί μνήμης και αναμνήσεως»22 υποστηρίζει ότι, για να είναι ακριβής η μνήμη χρειάζεται

17 Christian Norberg-Schulz (1926-2000) Νορβηγός αρχιτέκτονας και θεωρητικός. Ενστερνιζόμενος τις ιδέες της φαινομενολογίας περί του «τόπου», ανέπτυξε τη δική του θεωρία σχετικά με την εικόνα των πόλεων μέσα από το βιβλίο του: Genius Loci: Towards a Phenomenology of Αrchitecture 18 Τερκενλή, Θεανώ, Το πολιτισμικό τοπίο: Γεωγραφικές προσεγγίσεις, σελ. 31 19 Genius Loci: λατινικός όρος, που στο 17o αιώνα χρησιμοποιήθηκε από τον Alexander Pope για να περιγράψει «το πνεύμα του τόπου», τις αόρατες δυνάμεις που ενοικούσαν τους τόπους. Στις αρχές του 20ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα «θεμελιώδη χαρακτηριστικά» ενός τόπου. Schulz, Christian Norberg, Genius Loci: Towards a phenomenology of Architecture, Rizzoli International Publications Inc, Νέα Υόρκη, 1980 20 Ο Rossi επηρεασμένος από το λατινικό όρο «Genius Loci», εισάγει το 1966 στο βιβλίο του «Ηαρχιτεκτονική της πόλης», την έννοια του «Locus», εννοώντας τη μοναδική και οικουμενική σχέση που υπάρχει ανάμεσα σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο και στις κατασκευές που υπάρχουν σε αυτόν τον τόπο. Rossi, Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, σσ. 145-150 21 Σερεμετάκη, Κωνσταντίνα-Νάντια, Παλιννόστηση Αισθήσεων. Αντίληψη Και Μνήμη Ως Υλική Κουλτούρα Στην Σύγχρονη Εποχή, Λιβάνη, Αθήνα, 1997, σελ. 42 22 Αριστοτέλης, «Περί Μνήμης Και Αναμνήσεως», στο Spengel, Leonardus (επιμ.), Themistii Paraphrases Aristotelis librorum quae supersunt, LIPSIAE B.G Teubner, Τορόντο, 1866, σελ. 232


16

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

επανάληψη και το πετυχαίνει διαμέσου της ανάμνησης (δηλαδή να ανασύρει κανείς γνωστές εικόνες από το μυαλό του). Η ατομική μνήμη, λοιπόν, είναι πτυχή της συλλογικής, η οποία αλλάζει καθώς αλλάζουν οι συνθήκες του ατόμου με το χώρο και ειδικότερα με τον κοινωνικό χώρο, στον οποίο πλαισιώνονται οι διάφορες δράσεις23. Άλλωστε, η μνήμη παρέχει εικόνες και συναισθήματα, εμπειρίες -ατομικές ή συλλογικές-, που ανακαλούμε μέσω των αισθήσεων και που ζητάμε να ταυτιστούν με παρόντα φυσικά στοιχεία, να συμπληρωθούν και να συνεχίσουν στο χρόνο. Συνεπώς, ο κάθε τόπος-πόλη διακατέχεται από ένα συγκεκριμένο πνεύμα, που επηρεάζει και καθορίζει τον τρόπο που αυτός βιώνεται, κατοικείται και διαμορφώνεται κοινωνικά, αποτελώντας φορέα συλλογικής μνήμης και συνέχειας. Με την πάροδο του χρόνου, ο κάθε τόπος παρουσιάζει λοιπόν κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως η συλλογική μνήμη που αναφέραμε, η ιστορία και η τοπικότητα, μέσα από τα οποία αποκτά τη δική του ιδιαίτερη ταυτότητα. «Ταυτότητα ειναι το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που κάνουν ένα πράγµα, έναν τόπο ή ένα πρόσωπο να είναι αυτό που είναι, να ξεχωρίζει από τα άλλα»24. Σίγουρα, η ταυτότητα ενός τόπου δεν είναι κάτι στατικό, αλλά αναπροσαρμόζεται και επαναπροσδιορίζεται διαρκώς, ανάλογα με τον τρόπο που βιώνεται ένας χώρος και απο την ομάδα των ανθρώπων που παρεμβαίνει σε αυτόν. Είναι, λοιπόν, η εμπειρία ενός τόπου, που προκαλεί αυτό το ιδιαίτερο αίσθημα στον κάτοικο ή στον επισκέπτη και που τελικά, θα συνδιαμορφώσει μαζί με άλλους παράγοντες τη βιωματική ταυτότητα ενός τόπου. Η κίνηση του σώματος και το βλέμμα, πυροδοτούμενα από τη λειτουργία της ανάμνησης, αποτελούν τα βασικά εργαλεία της εμπειρίας ενός τόπου. Ο άνθρωπος δηλαδή, μέσω μιας -ασυνείδητης ή ενσυνείδητης- ψυχολογικής, νοητικής και σωματικής διεργασίας, κατασκευάζει μέσα του, το νόημα ενός τόπου, όπως τον έχει βιώσει. Κι όλα αυτά, έχουν σαν αποτέλεσμα την ανάδυση μια ιδιαίτερης «ατμόσφαιρας», αυτής που κατα τον Schulz διαφοροποιεί τον έναν τόπο απο τον άλλο και που τελικά διαμρφώνει την κάθε μοναδική ταυτότητα.

5. ΤΟΠΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ Για την έννοια του τοπίου έχουν διατυπωθεί πλήθος ορισμών, ανάλογα με την επιστήμη που το μελετά, τη γλωσσική προέλευση της λέξης, αλλά και το σκοπό της αναφοράς. Ποικίλοι χαρακτηρισμοί και επίθετα προσδίδονται στον όρο, όπως: τοπίο φυσικό, τεχνητό, ανθρωπογενές, φανταστικό, ακουστικό, μουσικό, πολιτικό, αλλά και πολιτισμικό. Το τελευταίο είναι που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, ως μέσο αλλά και αποτέλεσμα κατασκευής κουλτούρας και θα προσπαθήσουμε να το συσχετίσουμε με την παραπάνω έννοια του τόπου που αναλύσαμε. 23 Halbwachs, Maurice, On Collective Memory, Coser, Lewis (επιμ.), University Chicago Press, Λονδίνο, 1992, σσ. 84-86 24 Κονταράτος, Σάββας και Φατούρος, Δημήτρης, δελτίο, Αθήνα, 1980, σελ. 31


Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

17

Με τον όρο τοπίο νοείται ένα μέρος μιας γεωγραφικής περιοχής, έτσι όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από τους ανθρώπους25. Γίνεται εμφανές ότι ο όρος αποτελεί κύημα της φαινομενολογικής προσέγγισης ενός τόπου, καθώς μια γεωγραφική περιοχή προσεγγίζεται έτσι, όπως παρουσιάζεται και βιώνεται από τον παρατηρητή-χρήστη της. Ο παρατηρητής -είτε κινούμενος, είτε στατικός- αποτελεί ταυτόχρονα μέρος του αντικειμένου της μελέτης, αλλά και υποκείμενο, θεατής και θεώμενος26· τοπίο σημαίνει «είμαι» σε σχέση με έναν «τόπο». Αντιλαμβανόμαστε, βέβαια, το τοπίο ως κομμάτι της φύσης και του ευρύτερου κόσμου, καθώς δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός, ότι περιβάλλεται από αυτή. Σύμφωνα με τον Schulz, η φύση είναι η βάση για τις ερμηνείες των ανθρώπων και στη σχέση μας με αυτή, είναι που οι τόποι και τα αντικείμενα αποκτούν νόημα και εμηνεύονται. Βασιζόμαστε στην ελληνική προέλευση της λέξης «τοπίο», σύμφωνα με την οποία ο όρος προέρχεται από το μεσαιωνικό «τοπίον» και το μεταγενέστερο «τόπιον», υποκοριστικό του αρχαίου «τόπος». Το τοπίο δηλαδή, σύμφωνα με τον Γιάννη Αίσωπο, είναι ένα τμήμα του τόπου, ένας μικρός τόπος που φέρει τα χαρακτηριστικά του ευρύτερου, ενώ η διάσταση που ενυπάρχει στην ελληνική εκδοχή και απουσιάζει από την αγγλοσαξονική27 αναφέρεται στη διαφορά γης και τόπου28. Ο τόπος λοιπόν, που για μας είναι ταυτόχρονα γεωγραφικός και πολιτισμικός, φέρει ιστορία, δόγματα, μύθους, έθιμα και καθημερινές συνήθειες, την κουλτούρα δηλαδή ενός συνόλου και τελικά καθορίζει το πολιτιστικό τοπίο στο οποίο αυτό το κοινωνικό σύνολο εντάσσεται. Σύμφωνα με τον Carl Ortwin Sauer29: «Ο πολιτισμός είναι το αίτιο, ο φυσικός χώρος το μέσον, το πολιτισμικό τοπίο είναι το αποτέλεσμα»30. Ο ίδιος θεωρεί, μάλιστα, ότι ένα πολιτισμικό τοπίο γεννιέται μέσα σε έναν φυσικό τόπο, όταν μια πολιτισμική ομάδα ανθρώπων δρα σε αυτόν, ορίζοντας το έτσι ως μια ανθρωπογενή οντότητα, ως μια σύνθεση πολυδιάστατων χώρων με απτά, αλλά και συμβολικά στοιχεία31. Γίνεται σαφές, ότι πολιτισμικό τοπίο είναι ο βιωμένος χώρος που μας περιβάλλει, με διαφορετικό τρόπο τον καθένα και που γίνεται αντιληπτός ανάλογα με τις ιστορικές 25 Δουκέλης, Παναγιώτης (επιμ.), Το Ελληνικό Τοπίο: Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου, σελ. 13 26 Ό.π., σελ. 14 27 Η αγγλική λέξη «landscape» είναι σύνθετη από τις συστατικές λέξεις «land» (=γη/χωράφι) και «scape» (=σχήμα/ μορφή/σκόπευση). Ο όρος έχει δεχτεί πολλαπλές ερμηνείες με το πέρασμα του χρόνου και το κύριο νόημα είναι ότι δεν αποτελεί ένα φυσικό στοιχείο του περιβάλλοντος, αλλά ένα συνθετικό ανθρωπογενή χώρο, ένα χώρο κινήσεων και ανθρώπινων δραστηριοτήτων που αποσκοπεί στην αντικατάσταση της φύσης από τον παράγοντα άνθρωπο. Ομοίως και για άλλους ινδό-ευρωπαϊκούς όρους, όπως η γερμανική λέξη «Landschaft». 28 Αίσωπος, Γιάννης, «Το σύγχρονο αττικό τοπίο», στα Αρχιτεκτονικά θέματα τ.39, Αθήνα, 2005, σελ.87 29 Ο Carl Ortwin Sauer (1889 - 1975) ήταν ένας Αμερικανός γεωγράφος, ιδρυτής της Σχολής Τοπίου του Berkeley της Καλιφορνιας. Το 1927, ο Carl Sauer έγραψε το άρθρο «Πρόσφατες Εξελίξεις στην Πολιτισμική Γεωγραφία», όπου θεώρησε πως τα πολιτιστικά τοπία αποτελούνται από «τις μορφές επάνω στο φυσικό τοπίο». 30 Sauer, Ortwin, The Morphology Of Landscape, University of California Press, Καλιφόρνια, 1925, σελ. 22 31 Τερκενλή, Θεανώ, Το πολιτισμικό τοπίο: Γεωγραφικές προσεγγίσεις, σελ. 14


ΕΙΚ. 4 Παρατηρώντας το αστικό τοπίο στο Σαράγεβο

ΕΙΚ. 5 Ηρώδειο και πολυκατοικία, παλιό και σύγχρονο


Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

19

καταβολές και τις προσωπικές μας ιδιαιτερότητες. Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ως φορέας αξιών, νοημάτων και εννοιών των κοινωνικών συνόλων, που το κατοικούν τώρα ή κάποτε στο παρελθόν. Έτσι, με μέσο τις αισθήσεις και τη διανόηση, ο καθένας αποτυπώνει στο τοπίο τις επιδιώξεις και τις επιθυμίες του και ως παλίμψηστα εγγραφών στο χώρο και το χρόνο, τα πολιτισμικά τοπία αντιπροσωπεύουν -ή και όχι- στοιχεία συνέχειας, αλλά και συλλογικής μνήμης. Ανάλογα με τις αισθήσεις και τον τρόπο αντίληψης των τοπίων, ο καθένας -συνειδητά ή μη- τους αποδίδει τη δική του ταυτότητα, όπως αναλύσαμε σε προηγούμενη υποενότητα. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις συχνά ισχυρές, κοινές καταβολές και εμπειρίες των διαφόρων πολιτισμικών ομάδων, που τελικά οδηγούν στη δημιουργία μιας ενιαίας, κοινής ταυτότητας.

Συνοψίζουμε όλη την παραπάνω ενότητα σ’ ένα απόσπασμα από το δοκίμιο του Δ. Πικιώνη, με τίτλο «Συναισθηματική τοπογραφία», 1935: «Χαίρεται το προχώρεμα του κορμιού επάνω από την ανάγλυφη τούτη ταινία που είναι το έδαφος. Και το πνεύμα μας ευφραίνεται από τους άπειρους συνδυασμούς των τριών διαστάσεων του Χώρου, που μας συντυχαίνουν και αλλάζουν στο κάθε μας βήμα...Εδώ το έδαφος είναι σκληρό, πετρώδες, απότομο, το χώμα είναι ξερό. Εκεί η γη είναι επίπεδη. Νερό αναβλύζει ανάμεσα στα βρύα. Εδώ οι πνοές, το ύψος και η σύσταση του εδάφους μας αναγγέλλουν τη γειτνίαση της θάλασσας … Συ συνθέτεις τα διαγράμματα του τοπίου. Είσαι το τοπίο το ίδιο»32

32 Πικιώνης, Δημήτρης, Dimitris Pikionis Architect 1887-1986: A Sentimental Topography, σελ. 9


20

Α2

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Α Π Ε Δ Α Φ Ο Π Ο Ι Η Σ Η (Σ Τ Ο Ν Μ Ο Ν Τ Ε Ρ Ν Ι Σ Μ Ο)

1. ΑΡΧΕΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΥ Οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα σηματοδοτούνται από δραματικές αλλαγές στον τομέα της αρχιτεκτονικής και των τεχνών, καθώς θέματα, όπως ο Ιστορισμός του 19ου αιώνα, προβληματίζουν και η επερχόμενη «εποχή της μηχανής»33 γοητεύει όλο και περισσότερους. Βέβαια, τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι ανεξάρτητο από τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής, όπως ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος, το τέλος του οποίου οδήγησε στην εμφάνιση νέων κοινωνικών αναγκών και σε μια αναπόφευκτη ολοκληρωτική ανοικοδόμηση των ερειπίων. Στα πλαίσια αυτά, παίρνει μορφή το κίνημα του «Μοντερνισμού»34, το οποίο με κύριο γνώμονα την ορθολογικοποίηση και τη σαφήνεια, χρειάζεται ένα «λευκό χαρτί» -Τabula rasa35- για ν’ αναπτυχθεί και να κυριαρχήσει ανεξάρτητα από ιστορικές δεσμεύσεις (με ή χωρίς απόρριψη των αρχών κλασικής σύνθεσης). Καταγράφηκε σαν το κίνημα, που ήρθε σε βαθιά ρήξη με τη νεοκλασική και ιστορικιστική γενικά ιδεολογία, στοχεύοντας σε ένα μέλλον, που θα σχεδιαζόταν εκ του μηδενός. Με καθαρό μυαλό και αγνά κίνητρα, απαλλαγμένα από τις ήδη διαμορφωμένες συνήθειες των ανθρώπων και χωρίς καμία αναφορά σε οικείες μορφές και ιστορικά δεδομένα, οι «μοντέρνοι» αρχιτέκτονες αποσκοπούν στην ικανοποίηση των νέων αναγκών, που οι ίδιοι τις ορίζουν ως ανάγκες χώρου εργασίας, κατοικίας και ψυχαγωγίας. Η ταχύτητα στις μεταφορές και τις επικοινωνίες, η περεταίρω ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής και τα γενικότερα άλματα της τεχνολογίας που παρατηρούνται -έχοντας τις ρίζες τους στη βιομηχανική επανάσταση-, δελεάζουν τον άνθρωπο να απομακρυνθεί από τη φύση και να διαφοροποιηθεί από το περιβάλλον του36. H αρχιτεκτονική, δηλαδή, αυτής της περιόδου απελευθερώνεται από τον τόπο και το χρόνο και αποδεσμεύεται από την έννοια του «Genius Loci» -όπως αυτή αναλύθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο-, ως το πνεύμα και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά ενός τόπου. Έτσι, οι μοντέρνες πόλεις

33 Κατά τον ορισμό του στο: Banham, Reyner, Θεωρία και Σχεδιασμός την Πρώτη Μηχανική Εποχή, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 2008, σσ. 9-12 34 Το μοντέρνο κίνημα εμφανίζεται τη δεκαετία του 1920 και χαρακτηρίζεται από την αποστροφή προς τον ιστορισμό των μορφών, τη στροφή προς τη μηχανή και τις δυνατότητές της, τον ορθολογισμό στην οργάνωση και τη χρήση υλικών, το θαυμασμό για τη διαφάνεια, το δυναμισμό και την κίνηση της μορφής Λάββας, Γεώργιος, Επίτομη Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 282 35 «Tabula Rasa»: η λατινική έκφραση του όρου άγραφος πίνακας. Αναφέρεται στην επιστημολογική θεωρία που ορίζει πως ο άνθρωπος δεν γεννιέται με προϋπάρχουσες, έμφυτες γνώσεις, αλλά η γνώση του αποκτάται μέσω της εμπειρίας και αντίληψης του. 36 Ό.π., σελ. 133


ΕΙΚ. 6 Villa Savoye: το σπίτι που «αιωρείται»


22

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

σχεδιάζονται πάνω από τη νέα φύση, όπως την ορίζουν οι αρχιτέκτονες, τη φύση των υποδομών, των δημόσιων χώρων και των ζωνών πρασίνου. Το έδαφος, που αποτελεί για τους μοντέρνους φορέα μνήμης του παλιού, αλλά και ανθυγιεινό στοιχείο, απελευθερώνεται και οι δραστηριότητες μεταφέρονται ψηλά, εκεί που κατ’ αυτούς υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία επιλογών απ’ ό,τι στο φυσικό έδαφος.

2. Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ Το έδαφος αρχίζει να απασχολεί και να προβληματίζει τους αρχιτέκτονες ως αυτόνομο στοιχείο σύνθεσης περίπου έναν αιώνα πριν, στις αρχές δηλαδή του Μοντερνισμού. Ο Le Corbusier, κύριος εκφραστής του κινήματος, διακηρύσσει την απελευθέρωση του εδάφους μέσω του Maison Dom-Ino, αλλά κυρίως μέσω των «πέντε σημείων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής» (δώμα-κήπος, ελεύθερη πρόσοψη, pilotis, επίμηκες παράθυρο, ελεύθερη κάτοψη) και συγκεκριμένα του pilotis. Το 1914, λοιπόν, ο Le Corbusier μαζί με τον Max du Bois, μηχανικό και επιχειρηματία, προτείνουν ένα νέο και απλό τεχνικό εύρημα το «Dom-Ino», δηλαδή μια τυποποιημένη και ευέλικτη μονάδα κατοίκησης που θα γινόταν αργότερα το έμβλημα του Μοντερνισμού. Πρόκειται ουσιαστικά για τον πολλαπλασιασμό του εδάφους καθ’ ύψος και τη μετάφρασή του σε οικοδομικές πλάκες, οι οποίες στέκονται «ελεύθερες» στον αέρα και στηρίζονται από κολώνες σχετικά μικρής διατομής. Επιπλέον, παρατηρείται μια κίνηση-σκάλα, που ξεκινάει από το φυσικό έδαφος και επαναλαμβανόμενη καταλήγει στην ανώτατη στάθμη του μοντέλου, δηλαδή, στο δώμα. Το τελευταίο στοιχείο, όπως θα δούμε σε επόμενα κεφάλαια, απασχολεί ιδιαίτερα τον Ελβετό αρχιτέκτονα, καθώς αποτελεί γι’ αυτόν το νέο έδαφος. Ο ίδιος, άλλωστε, αναφέρει ότι συλλαμβάνει-σχεδιάζει τα κτήρια του να αναπτύσσονται από τη γραμμή του ουρανού προς τα κάτω και όχι από τα θεμέλια προς τα πάνω37. Προχωρώντας και εμπλουτίζοντας αυτές τις σκέψεις, ο Le Corbusier το 1926 εισάγει, με τα «πέντε σημεία της αρχιτεκτονικής», το σύστημα του pilotis, δηλαδή, τα «ελεύθερα στηρίγματα στο ισόγειο που φέρουν το σώμα του κτηρίου»38. To pilotis αφήνει ελεύθερο το έδαφος, ενώ αυτό διπλασιάζεται στο δώμα-κήπο και έτσι το κτήριο αποστασιοποιείται από το φυσικό έδαφος. Ο Adolf Max Vogt, ιστορικός τέχνης, υποστηρίζει πως οι αναζητήσεις αυτές του Le Corbusier έχουν τις ρίζες τους στα παιδικά χρόνια του αρχιτέκτονα, κατά τη διάρκεια των οποίων οι μαθητές διδάσκονται για τους αρχαίους οικισμούς στις όχθες των Ελβετικών λιμνών, οι οποίοι στηρίζονταν πάνω σε ξύλινους στύλους39. Οι μαθητές μαθαίνουν ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε και έζησε πρώτα πάνω

37 Πεπονής, Γιάννης, Χωρογραφίες- σχηματισμός του νοήματος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997, σελ. 75 38 Λάββας, Γεώργιος, Επίτομη Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, σελ. 286 39 Tzonis, Alexander, Le Corbusier: The Poetics Of Machine And Metaphor, Thames & Hudson, Λονδίνο, 2001, σελ. 157


1

2 ΕΙΚ. 7 Maison «Dom-Ιno», 1915

3

4

5

ΕΙΚ. 8 Πασσαλόπηκτες κατοικίες, στις όχθες των Ελβετικών λιμνών

ΕΙΚ. 9 Τα «πέντε σημεία» της αρχιτεκτονικής


24

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

από το νερό ή στον αέρα και μετά έμαθε να ζει στη γη, γεγονός που κατά τον Vogt δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον εκκολαπτόμενο τότε αρχιτέκτονα40. Ο ίδιος ο Le Corbusier στα «5 σημεία» αναφέρει για το pilotis: «Για να λύσουμε ένα πρόβλημα με επιστημονικό τρόπο, σημαίνει πώς διαχωρίζουμε αρχικά τα στοιχεία του. Σε ένα κτίσμα μπορούμε έτσι να διαχωρίσουμε τα μέρη που στηρίζουν από τα μέρη που δεν στηρίζουν. […] Τα στηρίγματα διατάσσονται σε καθορισμένες ίσες αποστάσεις χωρίς να παίρνουμε υπόψη μας την εσωτερική διάταξη του σπιτιού. Σηκώνονται άμεσα από το έδαφος μέχρι ύψος 3, 4, 6 και παραπάνω μέτρα και στηρίζουν το ισόγειο. Οι χώροι του σπιτιού απομακρύνονται έτσι από την υγρασία της γης, έχουν φως και αέρα, ενώ το οικόπεδο γίνεται κήπος κάτω από το σπίτι. Την ίδια επιφάνεια κερδίζουμε στην επίπεδη σκεπή»41. Το σύστημα pilotis παρατηρήθηκε πρώτη φορά σε μικρή κλίμακα στην κατοικία Citrohan το 1927, στη Villa Savoye το 1929, αλλά και στις διάφορες προτάσεις για τις Villes και την Unite d’ Habitation, στην Μασσαλία, το 1952. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο Le Corbusier, θεωρώντας το φυσικό έδαφος ανθυγιεινό και με μεγάλη υγρασία, το χρησιμοποιεί απλά για να ισχυροποιήσει και να αναδείξει στη σύνθεσή του, το κτήριο που σχεδιάζει. Τουλάχιστον στα αρχικά του έργα, απλά τοποθετεί τα κτήρια του στο έδαφος, ως ένα ακόμα αντικείμενο και μόνο αρκετά αργότερα είναι που θα αρχίσει να κάνει το έδαφος σημείο εκκίνησης, αλλά και τμήμα του περιπάτου. Ένας ακόμα πολύ σημαντικός εκφραστής του Μοντέρνου Κινήματος, ο οποίος όμως διαφοροποιείται ως προς την αντιμετώπιση του εδάφους σε σχέση με τα παραπάνω, είναι ο Mies van der Rohe. Η βασική τους, ίσως, διαφορά είναι το γεγονός ότι το ζήτημα του εδάφους για τον Mies δεν μπορούμε να το αναζητήσουμε στο δώμα, καθώς δεν αποτελεί αυτοσκοπό του σχεδιασμού του, απλά προκύπτει λόγω της τοπογραφίας (αυτό φαίνεται για παράδειγμα στην οικία Tugendhat, όπου το δώμα βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το δρόμο και την είσοδο). Το έδαφος, δηλαδή, από τον συγκεκριμένο αρχιτέκτονα αντιμετωπίζεται πιο ουδέτερα και ουσιαστικά, ως προς το ρόλο του, στη σύνθεση. Βασικό στοιχείο για τον Mies van der Rohe αποτελεί το βάθρο, πάνω στο οποίο εδράζεται το κτήριο του και το οποίο χωρίζεται από το φυσικό έδαφος με λίγα μόνο σκαλιά. Με αυτόν τον τρόπο, αναδεικνύονται τα έργα του, καθώς λόγω της -έστω και μικρής- ανύψωσής τους, κεντρίζουν την προσοχή των περαστικών. Άλλες φορές με το βάθρο, που «ίπταται», θέλει να τονίσει τη νίκη της αρχιτεκτονικής του ενάντια στη βαρύτητα (για παράδειγμα στην οικία Farnsworth) και άλλοτε η πολύ λεπτή επιφάνεια-βάθρο αντανακλά το φώς και παράλληλα αντικαθιστά το ουδέτερο και «σκοτεινό» φυσικό έδαφος (όπως συμβαίνει στο Lake Shore Drive Apartments). Γίνεται σαφές ότι το κίνημα του Μοντερνισμού είναι άμεσα συνδεδεμένο με το διαχωρισμό εδάφους-αρχιτεκτονικής, όπου το κτήριο μοιάζει να απογειώνεται, σε μια προσπάθεια αποδέσμευσης από το φυσικό έδαφος. Κατ’ επέκταση, η κατασκευή νέου εδάφους ή η θέαση του φυσικού από ψηλά είναι ζητήματα που απασχολούν τους Μοντερνιστές και στα οποία καλούνται να απαντήσουν. 40 Vogt, Adolf, Le Corbusier: the Noble Savage-Toward an Archaeology of Modernism, The MIT Press, Cambridge MA, 1998, σελ. 302 41 Conrads, Ulrich, Programs and Manifestoes on 20th Century Architecture, The MIT Press, Cambridge MA, 1977, σελ. 99


Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

25

3. ΟΙ VILLES ΤΟΥ LE CORBUSIER Σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του ο Le Corbusier ασχολείται με θέματα μαζικής κατοίκησης, τα οποία ξεκινά να επεξεργάζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Τις ανησυχίες του αυτές τις εκφράζει είτε σε μέγα-κατασκευές είτε σε πολεοδομικά σχέδια που προτείνει κυρίως μεταπολεμικά. Οι απόψεις του Le Corbusier για την παλιά πόλη και το έδαφός της είναι γνωστές. Συγκεκριμένα, ο ίδιος το 1925 αναφέρει στις Βασικές αρχές της Πολεοδομίας: «Η πόλη είναι ένα εργαλείο και οι παλιές πόλεις δεν ανταποκρίνονται πια γενικά σε αυτό το καθήκον. Είναι άγονες μάζες: φθείρουν το σώμα και πάνε ενάντια στο πνεύμα. […] Η σύγχρονη πολεοδομία γεννάει μια νέα αρχιτεκτονική. Μια τεράστια, αστραφτερή, ακάθεκτη εξέλιξη, έχει κόψει τις γέφυρες με το παρελθόν. […] Η πόλη της ταχύτητας είναι η πόλη της επιτυχίας»42. «Με τις πόλεις-Pilotis τα καφενεία, οι τόποι ανάπαυσης κ.α., δεν θα ήταν πλέον η μούχλα που ροκανίζει τα πεζοδρόμια: θα είχαν μεταφερθεί στις ταράτσες, μαζί με το εμπόριο πολυτελείας. Μικρές πασαρέλες πάνω από τους κανονικούς δρόμους θα εξασφάλιζαν την κυκλοφορία σε αυτές τις νέες, ξανακερδισμένες συνοικίες, τις αφιερωμένες στην ανάπαυση μέσα στα λουλούδια και το πράσινο»43. Με τις σκέψεις του αυτές για τη σαθρότητα του «παλιού», τη λανθασμένη συνύπαρξη όλων των ταχυτήτων στο ίδιο επίπεδο, -πεζός, αυτοκίνητο, αεροπλάνο- και πάντα με γνώμονα την τεχνολογία και τα επιτεύγματά της, ο Le Corbusier προτείνει το 1922 τη Ville Contemporaine. Η «πόλη του μέλλοντος»44, όπως την αποκαλούσαν οι δημοσιογράφοι της εποχής, προοριζόταν για 3.000.000 κατοίκους και ήταν διαχωρισμένη σε επιμέρους ζώνες χρήσεων. Στόχος ήταν να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του ανθρώπου με ένα σωστά δομημένο περιβάλλον. Η αντιμετώπιση εδώ του εδάφους, που μας απασχολεί στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, γίνεται σαφής, καθώς οι σταυροειδείς ουρανοξύστες που προτείνονται στηρίζονται στο σύστημα pilotis, το οδικό δίκτυο υπερυψώνεται σε εναέριες γέφυρες και έτσι το φυσικό έδαφος απελευθερώνεται για πάρκα και δημόσιους χώρους. Το 1925, συνεχίζει με το Plan Voisin για το κέντρο του Παρισιού, που πρόκειται για μια μικρογραφία της Ville Contemporaine. Αργότερα, το 1934 προτείνει τη Ville Radieuse, στην οποία και εδώ ο Le Corbusier χρησιμοποιεί το pilotis όπου η πόλη, σαν μια νέα στρώση, ίπταται πάνω από μία συνεχή φύση. Και εδώ, -όπως και στο Plan Obus (Αλγέρι, 1930-1934)-, οι δημόσιοι δρόμοι υπερυψώνονται, ενώ παρατηρούμε μια συνεχή προσπάθεια του Le Corbusier μέσω ενός απόλυτα τεχνητού περιβάλλοντος να εντάξει τη φύση στην πόλη. Σε σχέση με τις προηγούμενες προτάσεις, στη Ville Radieuse, το τοπίο δεν αποτελεί όριο, αλλά αντίθετα ανάγεται σε στοιχείο ζωτικής σημασίας για την πόλη. Σε όλα σχεδόν τα παραπάνω παραδείγματα, σημαντικό ρόλο παίζει 42 Conrads, Ulrich, Programs and Manifestoes on 20th Century Architecture, σελ. 89 43 Le Corbusier, Για μια αρχιτεκτονική, Τουρνικιώτης, Παναγιώτης (μτφ.), Εκκρεμές, Αθήνα, 2005, σελ. 45 44 Conrads, Ulrich, Programs and Manifestoes on 20th Century Architecture, σελ. 91


26

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

το δώμα των κατασκευών, όπου δημιουργούνται δημόσιοι χώροι όπως ζώνες αναψυχής, αλλά ακόμα και η εγκατάσταση ενός αεροδρομίου (για παράδειγμα στη Ville Contemporaine)45. Όλες λοιπόν αυτές οι απόλυτα σχεδιασμένες προτάσεις πόλεων, εκφράζουν τις ανάγκες που επιβάλει η αυξανόμενη πυκνότητα των μεγαλουπόλεων και που κατά τον Le Corbusier, αποτελούν παράλληλα λύσεις εξυγίανσης για τη χαμένη επικοινωνία φύσης-ανθρώπου. Επιπλέον, ξεχωρίζουν για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουν νέους χώρους και συνδέσεις πάνω από την πόλη, όπου και μεταφέρονται βασικές λειτουργίες που στην παραδοσιακή πόλη λαμβάνουν χώρα στο κατώτερο επίπεδο. Ωστόσο, τελικά οι μοντέρνες πόλεις κατακρίνονται γι αυτό, αφού οδήγησαν σε αποξενωμένους χώρους και στο παραμελημένο -τελικά- φυσικό έδαφος. «Η επαφή με τη γη δεν χάθηκε στα ψηλά κτήρια, των έξι ή των είκοσι έξι ορόφων. Η επαφή με τη γη χάθηκε τρία με τέσσερα μέτρα από το φυσικό έδαφος. Χάθηκε στους υπερυψωμένους διαδρόμους και στις υπερυψωμένες πλατείες των μεγαλοκατασκευών, που αντικατέστησαν τους συμβατικούς δρόμους και τις συμβατικές πλατείες»46.

45 Boesiger, Willy, και Girsberger, Hans, Le Corbusier 1910-65, Brikauser, Basel, 1999, σσ. 332-335 46 Λέφας, Παύλος, Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, σελ. 95


ΕΙΚ. 10 Ville Contemporaine, 1922

ΕΙΚ. 11 Plan Voisin, 1925

ΕΙΚ. 12 Plan Obus, 1930-1934

ΕΙΚ. 13 Ville Radieuse, 1934


28

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Α3

Ο Υ Τ Ο Π Ι Ε Σ Τ Ο Υ ΄6 0

1. Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’60 Το 195647, μετά την έντονη αντίδραση απέναντι στην ομοιομορφία, στη διακριτή ζωνοποίηση χρήσεων και γενικά στα δόγματα του Μοντερνισμού, παρατηρείται μια αλλαγή στον τρόπο θέασης της καθημερινότητας των ανθρώπων στα αστικά κέντρα. «Είχε γίνει πια προφανές ότι ο καιρός του Le Corbusier είχε τελειώσει και κάτι καινούργιο θα ερχόταν»48. Ο Μοντερνισμός αδυνατεί πια να ανταποκριθεί εύστοχα στα νέα οικονομικό-κοινωνικά δεδομένα, στις συνεχώς αυξανόμενες επιθυμίες των ανθρώπων και στην αποκατάσταση της σχέσης ανθρώπου-φύσης. Το γεγονός αυτό οδήγησε στο αίτημα μιας νέας λειτουργικότητας και στην αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής όχι πια σαν άκαμπτο κτισμένο αντικείμενο, αλλά ως χωρικού πεδίου έκφρασης σχέσεων και διαδικασιών, ενός κόσμου που έμοιαζε πια αυξανόμενα περίπλοκος. Η δεκαετία του ‘60 που θα ακολουθήσει, με δεδομένη την υψηλή τεχνολογία, θα φέρει μια σειρά από ανθρωποκεντρικές ουτοπικές49 προτάσεις αντικατάστασης της μεταπολεμικής μοντέρνας πόλης. Πρόκειται για μια προσπάθεια αναζήτησης των βέλτιστων προτύπων της σύγχρονης τότε ζωής, στo πλαίσιo μιας περιόδου πειραματισμών για τους αρχιτέκτονες. Σαν σκηνικά που εμφανίζονται σε όνειρα ή παραμύθια τα έργα αυτά, απεικονίζουν τις διάφορες επιθυμίες μας για το χώρο στον οποίο επιζητούμε να κατοικήσουμε. Κοινός τόπος στις προτάσεις αυτές, η ανάγκη για αποκόλληση από την «παλιά» πόλη, που θα οδηγήσει, τελικά στον «αποικισμό του αέρα». Θέλοντας να τονίσουν ότι ο υπάρχων χώρος είναι περιορισμένος, επιδιώκουν την αύξηση της επιφάνειας της γης. Προτείνουν, έτσι, νέους τόπους πάνω από τα γνώριμα τοπία της παλιάς πόλης, οι οποίοι είτε την αγνοούν είτε δρουν υποστηρικτικά

47 Το 1956, πραγματοποιείται στο Dubrovnik το CIAM X, όπου θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η ορθολογική σκέψη του μοντερνισμού και της μοντέρνας πολεοδομίας. Λάββας, Γεώργιος, Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής: με έμφαση στον 19ο και 20ο αιώνα, σελ. 328 48 Migayrou, Frederic, και Brayer, Marie-Ange, « Entretien avec Michel Ragon», Architectures Εxpérimentales 1950-2000. Collection du Frac Centre, HYX, Ορλεάνη, 2003, σσ. 45-50 49 Ο Sir Thomas More (1478-1535), νομικός και συγγραφέας του 16ου αιώνα, εκδίδει το 1516 το βιβλίο «Ουτοπία», στο οποίο περιγράφει την διοικητική οργάνωση στην τελειότερη κοινωνία της γης, τη νήσο «Ουτοπία». Ο ίδιος εμπνέεται το όνομα αυτό από τις ελληνικές λέξεις «ου» και «τόπος» (δηλαδή τόπος που δεν υπάρχει). Έτσι, γεννιέται ο όρος «ουτοπία» (Ο More προσθέτει τη κατάληξη «-ια» η οποία υποδηλώνει την ύπαρξη τόπου). Στόχος του είναι να μιλήσει για έναν μη τόπο ο οποίος όμως θα μπορούσε να υπάρξει (πραγματοποιήσιμος αλλά μη πραγματοποιημένος τόπος). Η έννοια αυτή, θα αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία. Hudson, Wayne, The Reform of Utopia: Law, Ethics and Government Series, Ashgate Rublishing Limited, Λονδίνο, 2003, σελ. 110


Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

29

σε αυτήν. Όπως υποστηρίζει ο John Rajchman50: «πρόκειται για την επιθυμία να σχεδιάσει κανείς ό,τι θεωρεί σωστό, μακριά από το έδαφος, εκεί όπου διαλύονται όλοι οι περιορισμοί που τίθενται επί του εδάφους»51. Σε αυτό το σημείο, κρίνεται σκόπιμο να εξετάσουμε μερικές ουτοπικές προτάσεις, ως προς τον τρόπο με τον οποίο αποκολλώνται από το έδαφος, αλλά και ως προς τη «νέα πόλη» που τελικά δημιουργούν.

2. ΟΥΤΟΠΙΕΣ YONA FRIEDMAN – SPATIAL CITY (1958-1964): Κομβικό σημείο στην αρχιτεκτονική του Yona Friedman52 αποτελεί η σχέση της γης με το κτισμένο περιβάλλον. To 1958 προτείνει τη δημιουργία ενός νέου εδάφους δραστηριοτήτων, ικανό να φιλοξενήσει τις νέες μορφές κατοίκησης. Οραματίζεται έτσι, έναν «καινούργιο τόπο», ο οποίος στοχεύει στην αύξηση της αρχικής έκτασης του χώρου, αποκολλημένο από το έδαφος, με δυνατότητα ευελιξίας και μεταφοράς, ανάλογα με τις εκάστοτε επιθυμίες του χρήστη53. Η νέα αυτή «αστική δομή» συμπληρώνεται από το προϋπάρχον έδαφος, το οποίο χρησιμοποιείται για δημόσιες χρήσεις. Οι παραπάνω αρχές συγκροτούν, λίγο καιρό αργότερα, τη σημαντικότερη πολεοδομική εφαρμογή του, αυτή της «Χωρικής Πόλης» (Spatial City). Πρόκειται για μια συναρμολογούμενηκινητή τρισδιάστατη χωρική κατασκευή, η οποία βρίσκεται αυστηρά πάνω από καλλιεργήσιμες εκτάσεις, υπάρχουσες πόλεις, περιοχές όπου δεν είναι δυνατή ή δεν επιτρέπεται η δόμηση (ποτάμια, βάλτοι κ.α.), δημιουργώντας έτσι μια νέα σχέση ανάμεσα στο φυσικό και την πόλη54. Αυτή η «νέα τεχνητή τοπογραφία»55 μοιάζει σαν να αιωρείται, για να μην επηρεάσει το υπάρχον φυσικό ή κτισμένο περιβάλλον. Ουσιαστικά, στηρίζεται σε κολώνες που τοποθετούνται σε

50 John Rajchman (1946- ), θεωρητικός και φιλόσοφος της ιστορίας της τέχνης και της αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα Rajchman, John, Constructions, The MIT Press, Cambridge MA, 1998, σσ. 109-110 51 Καλαφάτη, Ελένη, και Παπαλεξόπουλος, Δημήτρης, Τάκης Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική, Libro, Αθήνα, 2006, σελ. 41 52 Yona Friedman (1923- ): Ούγγρος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, δημοφιλής για τις μεγακατασκευές του (megastructures) καθώς και για το μανιφέστο του, Μοbile Architecture (για μια κινητή Αρχιτεκτονική) το οποίο εκδίδεται το 1958, περιγράφοντας ένα νέο είδος κινητικότητας όχι των κτηρίων, αλλά των κατοίκων. Friedman, Yona, «Program of Mobile Urbanism», στο Ockman, Joan, Architecture Culture 1943-1968: A Documentary Anthropology, Columbia Books of Architecture-Rizzoli, Νέα Υόρκη, 1993, σελ. 67 53 Χάρη, Χριστίνα, «Documenta 11: Η αρχιτεκτονική στο προσκήνιο», στα Αρχιτεκτονικά θέματα τ.37, Αθήνα, 2003, σελ. 37 54 Friedman, Yona, «Program of Mobile Urbanism», σελ. 67 55 Friedman, Yona, Pro Domo, Actar, Βαρκελώνη, 2006, σελ. 71


ΕΙΚ. 14 Yona Friedman, Spatial City, 1958-1964

ΕΙΚ. 15 Τ. Ζενέτος, Ηλεκτρονική Πολεοδομία, 1955-1973


Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

31

απόσταση 60μ η μια από την άλλη, δημιουργώντας ένα μεταλλικό χωροδικτύωμα και επιτρέποντας τη διατήρηση της προϋπάρχουσας ζωής56. Ο τρόπος πλήρωσης της νέας κατασκευής εξαρτάται κάθε φορά από τις επιθυμίες των χρηστών, με μοναδικό περιορισμό την ύπαρξη κενών, μέσω των οποίων το φως του ηλίου διαχέεται και φτάνει μέχρι το φυσικό έδαφος. Στο κάτω μέρος της κατασκευής -δηλαδή στην υπάρχουσα πόλη-, τοποθετούνται δημόσιες χρήσεις και χώροι πρασίνου. Παρ’ όλο που ο Friedman διαφοροποιείται από την «Tabula rasa» του Μοντέρνου διευκρινίζοντας ότι η «Χωρική Πόλη» ενεργοποιεί και δεν διαγράφει το υπάρχον, διακρίνει με σαφήνεια στην πρότασή του τα δύο αυτά συστήματα, ως ξεχωριστές οντότητες. «Δεν ξέρω πώς μοιάζει μια χωρική πόλη, μπορεί να είναι έτσι, ή έτσι ή έτσι ή οτιδήποτε άλλο. Δεν υπάρχει λεξιλόγιο για τη χωρική πόλη παρά μόνο ο σεβασμός στο φυσικό φως. Μπορεί να μοιάζει ακόμα και στην πόλη που ζεις ή μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική από οποιαδήποτε. Δεν μπορεί να σχεδιαστεί παρά μόνο να συμβεί»57 Yona Friedman, 2006

Τ. ΖΕΝΕΤΟΣ – ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ (1955-1973): Την ίδια περίπου εποχή, ο Τάκης Ζενέτος κινείται σε μια παρόμοια λογική με αυτήν του Friedman58. Ωστόσο, διαφοροποιείται αρκετά από την ιδέα της «Χωρικής πόλης», θέτοντας τις τεχνολογίες της επικοινωνίας ως βασικό εργαλείο για το σχεδιασμό και την ανάπτυξη της μελλοντικής πόλης. Με τη μελέτη του, για την «Ηλεκτρονική Πολεοδομία», τονίζει την επιθυμία για ευελιξία και κινητικότητα, την ανάγκη δηλαδή, για μια «απεδαφοποιημένη και διασυνδεδεμένη αρχιτεκτονική»59. Θεωρώντας αναγκαία την αύξηση του φλοιού της γης, φαντάζεται μια πόλη απομακρυσμένη από το έδαφος, η οποία υποστηρίζεται από τις τεχνολογίες της επικοινωνίας εξασφαλίζοντας τη διασύνδεση όλων των δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στο νέο αυτό έδαφος. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο ίδιος: «Με την απομάκρυνση των κοινωνιών από το έδαφος, οι υπάρχουσες πόλεις θα πρέπει να ανακαινίζονται να είναι φορείς ιστορικής μνήμης, ενώ η φύση να αποκαθιστάται για να επιστρέψει στην αρχική της μορφή, πριν από τις καταστροφικές επεμβάσεις του ανθρώπου»60. Η μελλοντική πόλη για τον Ζενέτο, δεν είναι απλά μια αυτόνομη κατασκευή που αιωρείται πάνω από το υπάρχον αστικό τοπίο, αλλά μια εξέλιξη της υπάρχουσας πόλης, η οποία μέσα από μια σειρά σταδίων απογειώνεται και εξαϋλώνεται. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν τρία στάδια εξέλιξης της

56 Alison, Jane, και Brayer, Marie-Ange, και Migayrou, Frederic, και Spiller, Neil, Future City Experiment and Utopia in Architecture, Thames & Hudson, Λονδίνο, 2006, σσ. 47-49 57 Ό.π., οπισθόφυλλο 58 Καλαφάτη, Ελένη, και Παπαλεξόπουλος, Δημήτρης, Τάκης Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική, σελ. 24 59 Ό. π., σελ. 41 60 Ό. π., σελ. 44


32

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

πόλης (στάδια απομάκρυνσης από το έδαφος): Η πρώτη φάση, όπως εμφανίζεται στα σχέδιά61 του, απεικονίζει το οικοδομικό τετράγωνο το οποίο στηρίζεται στο έδαφος, ορισμένο από άξονες κυκλοφορίας και με ελεύθερο χώρο στο εσωτερικό του. Στη δεύτερη φάση, το οικοδομικό τετράγωνο διασπάται, οι εσωτερικές αυλές συνδέονται μεταξύ τους και το έδαφος σταδιακά απελευθερώνεται με τις ισόγειες χρήσεις (εμπόριο κ.α.) να μεταφέρονται στο πρώτο επίπεδο. Η τρίτη φάση ολοκληρώνεται, με την πλήρη ενοποίηση και αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος και με τη μεταφορά των δραστηριοτήτων σε επίπεδα που βρίσκονται πάνω από το φυσικό έδαφος. Μέσα από τις παραπάνω σκέψεις προτείνει, τελικά, την ιδέα της «αναρτημένης πόλης»: μία καλωδιωτή κατασκευή -ένας ιστός αράχνης-, η οποία διαμορφώνεται με την εγκατάσταση ένθετων στοιχείων που άλλοτε σχηματίζουν ένα τεχνητό έδαφος και άλλοτε αποτελούν έτοιμες μονάδες κατοικίας. Εδώ ο χρήστης, έχει και πάλι τη δυνατότητα να μεταβάλλει το χώρο του σύμφωνα με τις επιθυμίες του, αλλά αυτήν τη φορά με τη βοήθεια διαδραστικών περιβαλλόντων. Η κατασκευή αυτή μπορεί να φιλοξενήσει τις διάφορες δραστηριότητες της πόλης επάνω από την προστατευμένη φύση. Στα πρώτα επίπεδα επάνω από το έδαφος τοποθετούνται οι δημόσιες λειτουργίες, ενώ οι κατοικίες τοποθετούνται σε υψηλότερα επίπεδα. Στο έδαφος εξακολουθούν να βρίσκονται οι άμεσα συσχετισμένες με αυτό λειτουργίες, όπως σχολεία, αθλητισμός, καλλιέργειες, και η ελεύθερη χωρίς πρόγραμμα, επαφή με τη φύση. «Τα όρια που θέσαμε χτες, ξεπεράστηκαν και τα όρια που θέσαμε σήμερα, είναι πάλι κινητά, παρόλη την ανθρώπινη σταθερά»62, αναφέρει ο Ζενέτος, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει κανένας περιορισμός της επέμβασης σε κάθε συγκεκριμένο τόπο. CONSTANT NIEUWENHUYS – NEW BABYLON (1959-1974): Αν για τον Ζενέτο η αποκόλληση από το έδαφος σχετίζεται με τη μετατροπή της υπάρχουσας πόλης σε φορέα ιστορικής μνήμης, για τον Constant Nieuwenhuys63 η αποκόλληση αυτή, συνδέεται με την απομάκρυνση από τις υπάρχουσες, επικίνδυνες κοινωνίες, με σκοπό την απελευθέρωση του ατόμου από το χρήμα και το χρόνο. Ο Constant προωθεί την ιδέα της ενιαίας πολεοδομίας, όπου το αστικό περιβάλλον

61 Πρόκειται για εκδοχές της «Ηλεκτρονικής πολεοδομίας» από το 1962 μέχρι το 1974. Ο Τάκης Ζενέτος δεν πρότεινε ποτέ τελειωμένα σχέδια αλλά αλλεπάλληλα σενάρια μεταβολών, που σχεδιάζονται βέβαια με λεπτομέρεια. Έτσι δεν παρουσιάζει τον πολεοδομικό σχεδιασμό ως «Τέλος» αλλά ως διαδικασία που τείνει προς αυτό που είναι η δική του εκτίμηση για την πορεία των πραγμάτων. Ό.π., σσ. 38- 39 62 Ζενέτος, Τάκης, «Η Πόλη και η κατοικία στο μέλλον» (η πολεοδομία στο χώρο, Μελέτη 1962), στο Αρχιτεκτονική τ.42, Αθήνα, 1963, σσ. 48-49 63 Constant Nieuwenhuys (1920-2005): Ολλανδός ζωγράφος, ιδρυτικό μέλος του καταστασιακού κινήματος το 1957 (internationale Situationiste)


Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

33

μετατρέπεται σε πλατφόρμα παιχνιδιού. Στόχος του είναι η δημιουργία μιας «Ludic», όπως την ονομάζει, κοινωνίας (παιγνιώδης κοινωνία), η οποία δεν εξαρτάται από την εργασία, αλλά είναι απαλλαγμένη από όλες τις χρηστικές και λειτουργικές δραστηριότητες. Η «New Babylon» (Νέα Βαβυλώνα) είναι η πόλη, η οποία χαρακτηρίζεται από απόλυτη ελευθερία κινήσεων και δράσεων, που ο Constant θα φανταστεί για να περιγράψει το νέο κοινωνικό μοντέλο64. Η πρόταση του θα αποτελέσει μια «νέα επιδερμίδα»65, που επεκτείνει και πολλαπλασιάζει το έδαφος επάνω από την επιφάνεια της γης. Η τεχνητή αυτή τοπογραφία, που αναπτύσσεται τελικά, πάνω από τη φυσική αποτελεί ένα τεράστιο δίκτυο κτηριακών μονάδων-τομέων. Τα βασικά στοιχεία του δικτύου, οι τομείς, είναι αυτόνομες μονάδες κατασκευής, οι οποίες επικοινωνούν μεταξύ τους, με λαβυρινθώδη τρόπο. Η νέα αυτή κοινωνία έχει πλέον τη δυνατότητα να κατοικήσει σε έναν τόπο ανεξάρτητο από το έδαφος, στο οποίο πια φιλοξενούνται μόνο το οδικό δίκτυο και η φύση. Το νέο έδαφος δεν είναι πια κατακερματισμένο σε ιδιοκτησίες αλλά ανήκει σε όλους (συλλογική ιδιοκτησία της γης)66. ΑRCHIGRAM – WALKING CITY (1963-1964): Το 1963, η αγγλική, αρχιτεκτονική ομάδα Αrchigram παρουσιάζει μια λίγο διαφορετική προσέγγιση στην αναζήτηση της «νέας πόλης», που δεν στοχεύει τόσο στο σχεδιασμό πραγματοποιήσιμων λύσεων, αλλά σε μια ειρωνική εκδοχή επιστημονικής φαντασίας. Η «Πόλη που περπατά» (Walking city) είναι η ιδέα για μια γιγάντια πόλη που κινείται και σταματά σε συγκεκριμένες τοποθεσίες δικτύων πληροφορίας, εκφράζοντας έτσι μια πιο εφήμερη σχέση με το έδαφος. Ο μελλοντικός κόσμος απεικονίζεται εδώ σαν ένα ερειπωμένο τοπίο67, αποτέλεσμα μάλλον μιας μεγάλης φυσικής καταστροφής, όπου τα στοιχεία της πόλης μετατρέπονται σε αυτόνομες, κινούμενες μέγα-κατασκευές. Οι γιγάντιες αυτές ρομποτικές δομές, που παραπέμπουν σε ένα συνδυασμό εντόμου και μηχανής, προσδίδουν μια κυριολεκτική ερμηνεία στη θεώρηση του Le Corbusier για «το σπίτι ως μια μηχανή για να ζεις». Οι παραπάνω οντότητες είναι μεν αυτόνομες, αλλά παρασιτικής φύσεως, ώστε να μπορούν να προσαρτώνται σε σταθμούς προκειμένου να ανταλλάξουν κατοίκους ή να ανανεώσουν τους πόρους τους. Διάφορες «Walking Cities» αν διασυνδεθούν μεταξύ τους παράγουν «κινούμενες μητροπόλεις», ενώ όταν δεν υπάρχει πια ανάγκη για τη συνδυαστική τους δύναμη μπορούν να αποσυνδεθούν ξανά. Ξεχωριστά «κτήρια» κινούνται οπουδήποτε ο ιδιοκτήτης τους επιθυμεί ή οι εκάστοτε ανάγκες του το επιβάλλουν, θυμίζοντας τα σύγχρονα αυτοκίνητα68. Έτσι, η «Πόλη που περπατά», αν και σίγουρα αποτελεί μια τολμηρή ιδέα, δεν ξεχνάει τις αρχές που έθεσε ο μοντερνισμός: δημιουργία κελυφών ομαδικής κατοίκησης, χρήση μηχανής, ανθρώπινη κυριαρχία.

64 65 66 67 68

Sadler, Simon, The Situationist City, The MIT Press, Cambridge MA, 1998, σελ. 160 Ό.π., σελ. 129 Ό.π., σελ. 161 Frampton, Kenneth, Μοντέρνα αρχιτεκτονική: Ιστορία και κριτική, Θεμέλιο, Αθήνα, 2009, σσ. 251-252 Sadler, Simon, Archigram: Architecture without Architecture, σελ. 150


ΕΙΚ. 16 Constant Nieuwenhuys, New Babylon, 1959-1974

ΕΙΚ. 17 Archigram, Walking City, 1963-1964


Α ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΔΑΦΟΠΟΙΗΣΗ

35

Επιλογικά, θα λέγαμε ότι όλες οι παραπάνω προτάσεις αφορούν τη δημιουργία νέων, πολυεπίπεδων σε κάποιες ιδέες, εδαφών, τα οποία επιτρέπουν τον «αποικισμό» της ατμόσφαιρας, στο βαθμό που οι συνθήκες είναι βιώσιμες. Η σχέση με τον τόπο από οριζόντια γίνεται κατακόρυφη, με αποτέλεσμα την απογείωση των κατοικιών από το στείρο έδαφος της πόλης και τελικά την οικειοποίηση του αέρα69. Στην παρούσα ερευνητική εργασία, μας αφορά να ανακαλύψουμε το όριο (ανάμεσα στο κτισμένο και στον αέρα), το οποίο υπό προϋποθέσεις θα μπορέσει να αποτελέσει το νέο έδαφος δραστηριοτήτων. «Το όριο δεν είναι εκεί όπου κάτι τελειώνει αλλά όπως το αντιλήφθηκαν οι Έλληνες, το όριο είναι εκεί όπου κάτι αρχίζει την παρουσία του»70 Martin Heidegger

69 Ο Henry David Thoreau υποστήριζε ότι: «δόξα το θεό που ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει για να ρημάξει και τον ουρανό όπως τη γη». Ωστόσο πάντα οι μύθοι και τα όνειρα των ανθρώπων σχετίζονταν πάντα με την οικειοποίηση του αέρα. Rupp, Rebecca, Τα τέσσερα στοιχεία: νερό, αέρας, φωτιά, γη, ΑΒΓΟ, Αθήνα, 2008, σελ. 217 70 Schulz, Christian Norberg, Genius Loci: Towards a phenomenology of Architecture, σελ. 16



Β

ΣΤΕΓΑΣΗ


ΕΙΚ. 1 Κατασκευάζοντας τη «στέγη», Θιβέτ


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

B1

39

ΠΡΟ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΥ

1. ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΡΟΛΟΣ «Από αμνημονεύτων χρόνων, ο άνθρωπος ήθελε να πατήσει πάνω στη στέγη. Και το πραγματοποιούσε κάθε φορά που οι κλιματολογικές συνθήκες το επέτρεπαν»1 Le Corbusier, 1927 Στο παρόν κεφάλαιο, γίνεται μια προσπάθεια ερμηνείας και αποκρυπτογράφησης του ορίου ανάμεσα στο κτισμένο και τον αέρα, τη στέγαση2. Πρόκειται για το οριζόντιο ή επικλινές εξωτερικό περίβλημα που καλύπτει ολόκληρο το κτήριο στο επάνω μέρος του. Η ύπαρξη στέγασης έγκειται στην προστασία του εσωτερικού του κτηρίου, από το εξωτερικό του περιβάλλον (προφύλαξη από τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, τις μεταβολές της θερμοκρασίας, το θόρυβο, τo φως του ηλίου κ.α.)3. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη της φανερώνει ότι κάτω από αυτή βρίσκεται κάποιος χώρος. Η στέγαση, ανάλογα με το σχήμα της, μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την αρχιτεκτονική του κτηρίου. Υπάρχουν τρία είδη στέγασης: τα δώματα, οι στέγες και τα κελύφη ή οι μεμβράνες4. Γενικά, θα λέγαμε ότι επικρατεί η άποψη πως η μορφή της απόληξης μιας κατασκευής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις κλιματολογικές συνθήκες του τόπου, στον οποίο αυτή πρόκειται να τοποθετηθεί. Έτσι, στις βόρειες χώρες, όπου υπάρχει συχνή βροχόπτωση και χιονόπτωση, προτιμούνται οι οξυκόρυφες στέγες, ενώ σε μεσογειακές χώρες τα επίπεδα δώματα5. Ιστορικά, ωστόσο, φαίνεται ότι η επιλογή της στέγασης σχετιζότανε επίσης με τις σχεδιαστικές ιδέες, που κάθε αρχιτεκτονικό ρεύμα διατύπωνε, αλλά και με τις τεχνολογικές ανακαλύψεις της εκάστοτε περιόδου. Ο Edmund Bacon, Αμερικάνος αρχιτέκτονας και συγγραφέας, αναφέρει πως σε όλες τις ιστορικές περιόδους οι αρχιτέκτονες ασχολήθηκαν αρκετά με το τμήμα του κτηρίου το οποίο συναντά τον ουρανό, δίνοντας του μια πιο εννοιολογική σημασία6. 1 2 3 4 5

6

Le Corbusier, «Theorie du toit-jardin», στο l’architecture vivante, τ. Φθινόπωρο-Χειμώνας, Παρίσι, 1927, σελ. 17 Η λέξη στέγαση προέρχεται από την αρχαία λέξη «Στέγη ή Τέγη» (στέγω = σκεπάζω, στεγάζω, περικλείω στεγανά). Schmitt, Heinrich, και Heene, Andreas, Κτιριακές κατασκευές, 3η ελληνική επανέκδοση, εκδόσεις Μ. Γκιούρδας, Αθήνα, 1988, σελ. 473 Schmitt, Heinrich, και Heene, Andreas, Κτιριακές κατασκευές, σελ. 473 Δώματα είναι οι κατασκευές σε σχήμα οριζοντίου επιπέδου. Στέγες είναι οι κατασκευές που αποτελούνται από ένα ή περισσότερα κεκλιμένα επίπεδα. Κελύφη ή μεμβράνες είναι οι κατασκευές που έχουν σχήμα καμπύλων επιφανειών. Καλογεράς,καιΚιρποτίν,καιΜακρής,και Παπαιωάννου,καιΡαυτόπουλος,καιΤζίτζας, καιΤουλιάτος, Θέματαοικοδομικής, Συμμετρία, Αθήνα, 1999, σσ. 29-30 Meyer-Bohe, Walter, και Μαλασπίνας, Δημήτρης, Στέγες - Δώματα :στοιχεία της κατασκευής, εκδόσεις Μ. Γκιούρδας, Αθήνα, 2002, σελ. 7 Bacon, Edmund, Design of Cities, The Viking Press, Νέα Υόρκη, 1974, σελ. 24


Η απόληξη ιστορικά

ΕΙΚ. 2 Νεολιθική καλύβα

ΕΙΚ. 3 Ζιγκουράτ

ΕΙΚ. 4 Αιγυπτιακές πυραμίδες

ΕΙΚ. 5 Αρχαιοελληνικός ναός

ΕΙΚ. 6 Βυζαντινή εκκλησία

ΕΙΚ. 7 Νεογοτθικός ναός

ΕΙΚ. 8 Εκκλησία Μπαρόκ

ΕΙΚ. 9 Κατοικία Αrt Nouveau


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

41

2. ΙΣΤΟΡΙΑ Κατά την Παλαιολιθική εποχή, ο άνθρωπος-κυνηγός που ακολουθούσε τα θηράματά του, ζούσε σε εφήμερα καταλύματα, όπως σπηλιές, πρόχειρες καλύβες κ.α. Στη Νεολιθική περίοδο, στο πλαίσιο της στροφής προς τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ο άνθρωπος εγκαθίσταται σε πιο οργανωμένους οικισμούς και συγκεκριμένα, σε κατοικίες-καλύβες με κυκλικές ή ελλειψοειδείς στέγες, από λίθο, πυλό, ξύλο, καλάμια, άχυρα και άλλα τοπικά υλικά7. Αργότερα, στη Μεσοποταμία, όπου σχηματίζονται οι πρώτες πόλεις (3.000 π.Χ.) κατασκευάζονται τα Ζιγκουράτ-«θεϊκά βουνά»8. Πρόκειται, για φυτοκαλυμμένες κλιμακωτές εξέδρες, πάνω στις οποίες οι Βαβυλώνιοι έκτιζαν τους ναούς και τα ιερά τους9. Μάλιστα, η βαθμιδωτή αυτή μορφή τους δικαιολογεί και την προσομοίωσή τους με σκάλα, που ενώνει τη γη με τον ουρανό. Αυτήν τη συμμετρία, την επιβλητικότητα και ταυτόχρονα την απλότητα στην κατασκευή δανείστηκαν οι Αιγύπτιοι στις περίφημες πυραμίδες τους. Πελώρια κομμάτια πέτρας σχημάτιζαν μια τετραγωνική βάση η οποία σταδιακά μίκραινε. Έτσι, οι απολήξεις των κτηρίων αυτών έμοιαζαν σαν να «τρυπούν» τον αιθέρα. Αντίθετα, με τους Αιγυπτίους, οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν μια πιο λιτή αρχιτεκτονική. Αρχικά, πάνω από τις κατοικίες τους τοποθετούσαν κεραμοσκεπές10. Την αρχιτεκτονική της Ελληνικής εποχής καθόρισαν, επίσης, και οι ναοί-τόποι λατρείας. Περίπτεροι ή δίπτεροι ορθογώνιοι ναοί, φτιαγμένοι από πέτρα και μάρμαρο, εναρμονίζονταν πλήρως στο ελληνικό τοπίο. Οι ραβδωτοί κίονες, που λέπταιναν συνήθως προς τα πάνω, τοποθετούνταν πάνω από μια βάση, στηρίζοντας, έτσι, μια ελαφρώς κεκλιμένη μαρμάρινη οροφή, η οποία έσβηνε με ωραίο τρόπο προς τον ουρανό (βάση-κορμός-στέψη)11. Κατά τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο, οι αρχιτέκτονες στράφηκαν σε πιο καμπυλόμορφα σχήματα. Οι θολοσκέπαστοι χώροι, φτιαγμένοι κυρίως από ρωμαϊκό σκυρόδεμα, αποτέλεσαν το μέσο απεικόνισης του ουρανού, δηλαδή του τελειώματος του κόσμου12. Η σχέση του κτηρίου με τον ουρανό επηρέασε και τη γοτθική αρχιτεκτονική, μορφολογικό στοιχείο της οποίας είναι το οξυκόρυφο τόξο13 και όχι οι καμπύλες μορφές των προηγούμενων περιόδων. Μέσα από μια

7

8 9 10 11 12 13

Λάββας, Γεώργιος, Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής: με έμφαση στο 19ο και 20ο αιώνα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη,2002, σελ. 39 Βανδώρος, Αλέξιος, «Τα ψηλά κτήρια», στο www.greekarchitects.gr, Φεβρουάριος 2011(τελευταία επίσκεψη 17/8/2013) Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, Gustavo Gili, Ισπανία, 2005, σελ. 35 Watkin, David, Ιστορία της δυτικής αρχιτεκτονικής, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2007, σελ. 20 Ό.π., σελ. 33 Ό.π, σσ. 53-59,74 Αυτή η μορφολογική σύλληψη φαίνεται να επηρεάστηκε από τις πανύψηλες, οξυκόρυφες δέντρινες απολήξεις των βορειοδυτικών χωρών, δίνοντας έμφαση στην κατακορυφότητα. Λάββας, Γεώργιος, Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής: με έμφαση στο 19ο και 20ο αιώνα, σελ. 149


42

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

πρόθεση εξαΰλωσης και πνευματοποίησης, προέκυπτε η εντύπωση ότι οι δυνάμεις των φορτίων του οικοδομήματος δεν πίεζαν προς τα κάτω, αλλά αναπτύσσονταν προς την οροφή, τοξεύοντας προς τον ουρανό. Η κατακορυφότητα και η ένταση της γοτθικής αρχιτεκτονικής χάνεται κατά την Αναγέννηση, με την επιστροφή της «οριζόντιας γραμμής»14. Ο τρούλος αποκτά μια πιο γαλήνια και συμβολική μορφή, ενώ η στέγη έχει κάποια κλίση χωρίς να είναι τόσο αιχμηρή και κραυγαλέα. Η τριπλή διαίρεση (βάση, κορμός, στέψη), που εμφανίστηκε κατά την Αρχαιοελληνική εποχή, παίρνει τώρα, ένα πιο ανθρωποκεντρικό νόημα. Πέρα όμως από αυτά, η Αναγέννηση θα επαναφέρει και το ενδιαφέρον για τα φυτεμένα δώματα, με την τοποθέτηση τους σε παλάτια, επαύλεις καθώς και σε εκκλησιαστικά κτήρια15. Το Γοτθικό πνεύμα, με άλλη όμως μορφολογία, επανέρχεται μετά την Αναγέννηση, κατά την περίοδο δηλαδή του Μπαρόκ. Τα αυστηρά σχήματα μεταμορφώνονται σε ελλείψεις, σπείρες, κυρτές και κοίλες επιφάνειες. Η έννοια της απεραντοσύνης του χώρου απεικονίζεται μέσα από την ύπαρξη θόλων και όχι οξυκόρυφων τόξων, όπως στη Γοτθική περίοδο. Το 1725, ο Paul Jakob Marpinger, επικεφαλής για την οικοδόμηση της Δρέσδης, εισήγαγε, για πρώτη φορά, την έννοια της επίπεδης οροφής. Για τον ίδιον, τα πλεονεκτήματα αυτής της κατασκευής, ήταν πολλά16: εξοικονόμηση ξύλου, μείωση του κινδύνου ενδεχόμενης πυρκαγιάς, δυνατότητα φύτευσης, αλλά και αποθήκευσης πραγμάτων, επαφή με τον καθαρό αέρα, απομόνωση, στοιχείο ομογενοποίησης του αστικού ορίζοντα της πόλης. Κατά τον 19ο αιώνα, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο γυαλί και το σίδερο. Η Art Nouveau, που έδρασε την περίοδο αυτή, χαρακτηρίστηκε από ελλείψεις, υπερβολές και ελεύθερες ασύμμετρες γραμμές. Ταυτόχρονα, παρέπεμπαν σε μορφές παρμένες από τη φύση, με αποτέλεσμα οι τριγωνικές απολήξεις των κτηρίων να μοιάζουν συχνά με σταλακτίτες17. Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου αυτής αποτελούν τα κτήρια του Antonio Gaudi. Ο ίδιος ασχολιόταν συχνά με το σχεδιασμό καταστάσεων και δράσεων πάνω από τις απολήξεις των κτηρίων του (όπως στην Casa Mila). Παράλληλα, την ίδια περίοδο εντάθηκε και η τάση χρήσης του χώρου κάτω από τη στέγη (κλίση μεγαλύτερη από 40ο) για λόγους κατοίκησης18. Στα τέλη του 19ου αιώνα πραγματοποιούνται και οι πρώτες κατασκευές πολυώροφων κτηρίων (ουρανοξύστες) από τους εκπροσώπους της «Σχολής του Σικάγου»19. Η καινοτόμα χρήση ενός νέου τρόπου μετακίνησης από τον έναν όροφο στον

14 15 16 17 18 19

Ό.π., σελ. 161 Κορδάτος, Χάρης, «Πράσινες Οροφές», στο Περιοδικό ECO-Garden, τ. Ιούνιος, Αθήνα, 2012, σελ. 4 Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, σελ. 44 Watkin, David, Ιστορία της δυτικής αρχιτεκτονικής, σελ. 564 Schmitt, Heinrich, και Heene, Andreas, Κτιριακές κατασκευές, σελ. 484 Λάββας, Γεώργιος, Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής: με έμφαση στο 19ο και 20ο αιώνα, σελ. 239


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

43

άλλον, του ανελκυστήρα, ενίσχυσε την παραπάνω προσπάθεια. Οι παλιές, αχρησιμοποίητες επίπεδες στέγες μπορούσαν τώρα να οικειοποιηθούν από τους κατοίκους, καθώς η πρόσβαση στους τελευταίες ορόφους ήταν πια εφικτή. Αναφορικά με τα παραπάνω, ο Luis Sullivan, εκπρόσωπος της σχολής του Σικάγου, υποστήριξε τον τονισμό της τρίτης διάστασης ως βασικό στοιχείο ενός υψηλού κτηρίου: «Τι είναι το κύριο χαρακτηριστικό του ψηλού κτηρίου; Απαντάμε αμέσως: αναπτύσσεται σε ύψος. Πρέπει σε κάθε σημείο να είναι υπερήφανο και εντυπωσιακό, να υψώνεται ως ζητωκραυγή, έτσι ώστε να σχηματίζει από το έδαφος μέχρι την κορυφή μια ενότητα χωρίς απόκλιση»20.

20 Ό.π., σελ. 242


44

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

B2

ΤΟ ΟΡΙΖΟΝΤΙΟ ΔΩΜΑ ΣΤΟΝ LE CORBUSIER

1. Η ΑΠΟΛΗΞΗ ΣΤΟΝ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟ Στις αρχές του 20ου αιώνα πραγματοποιείται μια σημαντική τομή στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, η ανακάλυψη και η χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος21. Ο συνδυασμός σκυροδέματος και χάλυβα (συνύπαρξη θλίψης και εφελκυσμού) δίνει τη δυνατότητα για καινοτόμες σχεδιαστικές λύσεις. Το οπλισμένο σκυρόδεμα διαμορφώνει μια νέα αισθητική της κατασκευής με την κατάργηση της κεκλιμένης στέγης και την αντικατάσταση της από το επίπεδο δώμα. Η Μοντέρνα αρχιτεκτονική θα διακηρύξει, λίγο καιρό αργότερα, την κατοίκηση του δώματος, με κύριο εκφραστή τον Le Corbusier. To επίπεδο δώμα ως εξωτερικός χώρος θερμαίνεται από τον ήλιο, το φως φτάνει άφθονο στην οροφή του κτηρίου και η κυκλοφορία του αέρα αποκτά σημασία. Ο Le Corbusier, με το ταξίδι του στην Αθήνα και στην Ελλάδα γενικότερα, θα εμπνευσθεί από τον Παρθενώνα και την αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική, καθώς και από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των Κυκλάδων. Ο ίδιος γράφει το, 1914: «Η Ακρόπολη, που η επίπεδη κορυφή της φέρει τους ναούς, προσελκύει το ενδιαφέρον, όπως το μαργαριτάρι μέσα στην αχιβάδα του. Ψαρεύουμε την αχιβάδα αποκλειστικά για το μαργαριτάρι. Οι ναοί αποτελούν την αιτία αυτού του τοπίου»22. Με αυτόν τον τρόπο, η Ακρόπολη θα αποτελέσει το μέτρο, σύμφωνα με το οποίο ο ίδιος θα διαβάσει τον κόσμο23. Τα «πέντε σημεία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής» θα ορίσουν με καθαρότητα τα αρχιτεκτονικά μέσα, που θα διαμορφώσουν το έργο του, με βασικό στοιχείο την επίπεδη βατή στέγηκήπος (roof garden), που μας απασχολεί στο συγκεκριμένο κεφάλαιο. Ο Le Corbusier αναφέρει: «η επίπεδη σκεπή απαιτεί αρχικά ωφέλιμη εκμετάλλευση. Το σιδηρομπετόν χρειάζεται εξάλλου προστασία από τη μεταβλητότητα της εξωτερικής θερμοκρασίας. Τούτο επιτυγχάνεται με τη διατήρηση μιας μόνιμης υγρασίας στο μπετόν της σκεπής. Η ταράτσα της σκεπής ανταποκρίνεται και στις δύο απαιτήσεις (υγρό στρώμα άμμου, σκεπασμένο με πλάκες από μπετόν, στις αρθρώσεις τους χόρτο, το χώμα στις αρθρώσεις σε άμεση σύνδεση με το στρώμα άμμου). Με αυτόν τον τρόπο, το νερό της βροχής κυλάει εξαιρετικά αργά. Οι κήποι της σκεπής

21 Η επινόηση του οπλισμένου σκυροδέματος έγινε από τον Joseph Monier. Πρόκειται ουσιαστικά για μια αναβίωση των τεχνικών του Henri Labrouste. Ο Auguste Perret χρησιμοποίησε πρώτος το οπλισμένο σκυρόδεμα στην «Πολυκατοικία της οδού Franklin» (1903), επιδιώκοντας να εκφράσει τις δυνατότητες του νέου αυτού υλικού. Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the roof, σσ. 61-66 22 Le Corbusier, Κείμενα για την Ελλάδα – Φωτογραφίες και Σχέδια, Παλλαντίου, Λήδα (μτφ.), Σημαιοφορίδης, Γιώργος (επιμ.), ΑΓΡΑ, Αθήνα, 2009, σελ. 74 23 Ό.π., σελ. 154


ΕΙΚ. 10 Οι βασικές αρχές του Le Corbusier στην Unite d’ Habitation


46

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

παρουσιάζουν πλούσια βλάστηση. Μπορούν να φυτευτούν θάμνοι, ακόμα και δέντρα ύψους τριών και τεσσάρων μέτρων. Έτσι, ο κήπος της σκεπής γίνεται το πιο πολυσύχναστο μέρος του σπιτιού. Γενικά, οι κήποι στις σκεπές σημαίνουν για μια πόλη την επαναπόκτηση της χτισμένης επιφανείας»24. Μέσα από τα παραπάνω λόγια τονίζονται δύο ενδιαφέροντα σημεία. Από τη μία, επισημαίνεται ο αντισυμβατικός σχεδιασμός του επίπεδου δώματος. Οι άνθρωποι μέχρι τότε πίστευαν ότι η απορροή των υδάτων μπορούσε να επιτευχθεί διαμέσου μιας επικλινούς στέγης. Το νερό, με αυτόν τον τρόπο, συλλεγόταν στην περιφέρεια της κατασκευής και μετά μεταφερόταν με κάποια διατομή στο έδαφος. Μέσα από το δώμα-κήπο, ο Le Corbusier θα προτείνει το αντίθετο, μια κοίλη δηλαδή και όχι κυρτή απόληξη25. Το φαινομενικά επίπεδο έδαφος της ταράτσας έχει μια μικρή κλίση προς το κέντρο απ’ όπου συλλέγονται τα νερά. Διαμέσου ενός σωλήνα που διαπερνάει κεντρικά το εσωτερικό της κατοικίας, τα νερά τελικά καταφέρνουν να φτάσουν στο έδαφος. Από την άλλη η απόληξη του κτηρίου, στο Μοντέρνο κίνημα, μετουσιώνεται σε μια υπερβατική εμπειρία. «Η υποδοχή είναι στην κορυφή του σπιτιού», γράφει ο Le Corbusier για την κατοικία Cook και συνεχίζει «…κάποιος βγαίνει κατευθείαν στο roof garden όπου νιώθει να υπερισχύει έναντι του απέραντου Bois de Bologne […] Δεν είσαι πλέον στο Παρίσι είσαι στην έξοχη»26. Εδώ ο ίδιος δε διστάζει να παρομοιάσει τη μετάβαση από τη φύση στο δώμα σε μετάβαση από τη γη στον ουρανό, από την πόλη στην ύπαιθρο, από το σώμα στο πνεύμα. Το δώμα περιλαμβάνει αυτό που καλούμε ανάταση. Αποτελεί δηλαδή το μέρος, όπου κάποιος μπορεί να χάσει τον εαυτό του, να συλλογιστεί και να ονειρευτεί. Ο Le Corbusier σκεφτόταν τον κήπο-οροφή σαν ένα «ανοιχτό δωμάτιο» που δεν θα διέκοπτε την υπόλοιπη αστική αρχιτεκτονική κατασκευή και θα επέτρεπε στους χρήστες να απολαύσουν τη θέα27. Πρόκειται, για μια μεταφορά σε μια πιο ήρεμη και γαλήνια ζωή μακριά από το θόρυβο της πόλης. «Η ενορχηστρωμένη εμπειρία, με την αρχή, τη μέση, και την αποκορύφωση στο τέλος της, εκφράζει κάτι πιο πομπώδες από ό,τι απλά μια promenade architecturale» 28. Αυτή η εμπειρία από την αρχή του κτηρίου μέχρι το τελείωμα του, φαίνεται και στο προοπτικό σχέδιο του Dom-Ino. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η σκάλα επεκτείνεται κατακόρυφα όσο προσθέτουμε ορόφους. Πάντα όμως αυτή η σκάλα καταλήγει στο επίπεδο δώμα. Η κίνηση από κάθε όροφο προς το δώμα, είναι τόσο σημαντική όσο η κίνηση από κάθε όροφο προς το έδαφος. Οι

24 Conrads, Ulrich, Programs and Manifestoes on 20th Century Architecture, The MIT Press, Cambridge MA, 1977, σσ. 99-100 25 Baker, Geoffrey, Le Corbusier – The Creative Search – The Formative Years of Charles-Edouard Jeanneret, E & FN Spon, Λονδίνο, 1996, σελ. 217 26 Naegele, Daniel, «Savoye Space - Five Houses», στο Harvard Design Magazine, τ. Φθινόπωρο, Νέα Υόρκη, 2001, σελ. 9 27 Τουρνικιώτης, Παναγιώτης, Δύο ταξίδια στον Le Corbusier: (με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του), Futura Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου Αθήνα, 2005, σσ. 89-91 28 Naegele, Daniel, «Savoye Space - Five Houses», σελ. 9


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

47

συνεχείς, παράλληλες πλάκες του Dom-Ino υπονοούν την εννοιολογική συνέχεια του οικοδομήματος καθ’ ύψος. Αναφορικά με τα παραπάνω θα λέγαμε ότι η ταράτσα για τον Le Corbusier μετατρέπεται σε ένα νέο έδαφος δραστηριοτήτων, επαναπροσδιορίζοντας έτσι τη σχέση πόλης-φύσης και ανθρώπουκόσμου. Αυτός ο υπερυψωμένος χώρος διαβίωσης εκφράζει την αντίθεση του Le Corbusier προς το έδαφος -ανθυγιεινό, υγρό κ.α.- και τη σκοπιμότητα της αύξησης της ανθρώπινης κατοίκησης σε ένα επίπεδο από το οποίο θα μπορούσε να απολαμβάνεις περισσότερο την έννοια της φύσης29. Το pilotis αφήνει ελεύθερο το έδαφος το οποίο καταλαμβάνει η φύση και το αυτοκίνητο, την ίδια στιγμή που το έδαφος αυτό αποκαθιστάται με το δώμα-κήπο. Ο Le Corbusier βλέπει το τοπίο του δώματος σαν ένα αντικείμενο που ξεπερνά την προκαθορισμένη λειτουργία του. Η οριζοντιότητα διευρύνει την τοπιακότητα του δώματος. Η κίνηση αποκτά ενεργό ρόλο. Η εναλλαγή του φωτός-σκιάς, του ανοιχτού-κλειστού, του οριζοντίου-καθέτου, του γραμμικού-καμπύλου μεταφράζεται σε πορεία μετάβασης από την ανθρώπινη κλίμακα στην κοσμική30. «Η φύση φλερτάρεται αλλά και αποξενώνεται σε ένα δώμα-κήπο ή σε ένα κρεμαστό κήπο πάνω ή κάτω από τα διαμερίσματα. Το δέντρο, το οποίο μεγάλωσε τυχαία στο οικόπεδο του Περίπτερου του Νέου Πνεύματος (Pavillion de L’Esprit Nouveau), ο Le Corbusier το χρησιμοποιεί για να αποδείξει ότι ο Μοντερνισμός δεν καταστρέφει αλλά καλλιεργεί τη φύση, την περιθάλπει δίπλα στα κτήρια και ψηλά στις ταράτσες τους. Συνεπώς, στα 5 Σημεία, έχουμε την ακριβή εφαρμογή, της προτεινόμενης αποκατάστασης του κτισμένου εδάφους» 31 Adolf Vogt, 1998

2. «ΠΛΩΤΗ ΓΗ» – ΒΛΕΜΜΑ Ο Le Corbusier, παρομοιάζοντας τη δομή της ταράτσας με τη δομή ενός πλοίου γράφει: «… Ακουμπισμένος πάνω στην κουπαστή του καραβιού… Ακουμπισμένος στο στηθαίο της ταράτσας…»32. Ο θαυμασμός του Le Corbusier για τα πλοία και τα υπερωκεάνια είναι γνωστός. Ήδη από το 1923, στο βιβλίο του «Για μια Αρχιτεκτονική», προσπαθεί να πείσει τα «μάτια που δεν βλέπουν» ότι το Υπερωκεάνιο θα μπορούσε να είναι μια από τις σημαντικότερες πήγες έμπνευσης για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική33. Το 1929, ο Le Corbusier δε θα κάνει μια απλή αναφορά στη σχέση πλοίου-αρχιτεκτονικής, αλλά θα κληθεί να επέμβει και τελικά να σχεδιάσει

29 Benton, Tim, The villas of Le Corbusier and Pierre Jeanneret 1920-1930, Birkhauser, Basel, 2007, σσ. 186-187 30 Τουρνικιώτης, Παναγιώτης, Δύο ταξίδια στον Le Corbusier : (με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του), σσ. 93-95 31 Vogt, Αdolf, Le Corbusier: the Noble Savage – Toward an Archeology of Modernism, The MIT Press, Cambridge MA, 1998, σελ. 19 32 Le Corbusier, Ένα μικρό σπίτι 1923, Αντωνακάκης, Δημήτρης (μτφ.), Libro, Αθήνα, 1998, σελ. 46 33 Le Corbusier, Για μία Αρχιτεκτονική, σελ.69


ΕΙΚ. 11 Από το κατάστρωμα του πλοίου, στο δώμα της Unite d’Habitation


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

49

πάνω σε ένα πλοίο, τροποποιώντας το σε ένα πλωτό άσυλο για τη φιλανθρωπική οργάνωση του Παρισιού. Ο Le Corbusier περιγράφει το κατάστρωμα-ταράτσα ως «κρεμαστό κήπο». Ο συσχετισμός κατάστρωμα-δώμα, είναι ευκολονόητος. Και στις δυο περιπτώσεις, βρίσκεσαι κάπου ψηλά και από εκεί αντιλαμβάνεσαι το περιβάλλον (φυσικό ή αστικό), με το βλέμμα να παίζει κυρίαρχο ρόλο. Ο Le Corbusier μέσα από τον παραπάνω παραλληλισμό, διακρίνει και την έννοια του «ταξιδιού». Στον υπαίθριο χώρο του πλοίου, το κατάστρωμα, έρχεσαι σε επαφή με τον ουρανό και τη θάλασσα, ενώ μπορείς να απολαύσεις τις μακρινές θέες καθώς το πλοίο κινείται. Το ίδιο συμβαίνει και στο δώμα: «Δεν είσαι πλέον στο Παρίσι είσαι στην εξοχή». Εδώ, όπως αναφέραμε και στην προηγούμενη ενότητα, το δώμα για το Le Corbusier είναι ένα στοιχείο μετάβασης-κίνησης από μια κατάσταση σε μια άλλη: μετάβαση από τη γη στον ουρανό, από την πόλη στην ύπαιθρο. Έτσι, το κτήριο μοιάζει σαν να κινείται, θυμίζει δηλαδή μια πλωτή κατασκευή που επιδιώκει να συνδιαλεχτεί με τα γύρω. Είναι η κίνηση του βλέμματος που αποτελεί για τον Le Corbusier τον τρόπο προσέγγισης και αντίληψης του τοπίου διάμεσου μιας απόλυτα οργανωμένης και σχεδιασμένης εμπειρίας. Η κίνηση στην οποία βασίζεται ο Le Corbusier, μέσα στη στατικότητα της αρχιτεκτονικής, είναι η κίνηση του ανθρώπου ως παρατηρητή. Ο παρατηρητής-επισκέπτης στα έργα του, δεν μυείται ποτέ σωματικά στο τοπίο, δεν το ανακαλύπτει ποτέ με το σώμα του, αλλά με το βλέμμα του, σε αρκετό ύψος από το επίπεδο του φυσικού εδάφους34. Ο συσχετισμός δώματος-καταστρώματος-βλέμματος γίνεται φανερός και στην πρότυπη μονάδα μαζικής στέγασης, Unité d’Habitation στην Μασσαλία. Ο Le Corbusier αντιλαμβάνεται την ταράτσα της Unité ως ένα αυτόνομο έδαφος, στο οποίο υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία επιλογών από ό,τι στο φυσικό. Η ταράτσα εδώ παραπέμπει άμεσα σε κατάστρωμα πλοίου, μια οριζόντια επιφάνεια, ένα «νέο έδαφος» με πανοραμική θέα, με κοινόχρηστες λειτουργίες που αφορούν την αναψυχή, τη ψυχαγωγία και την άθληση και οι οποίες σχετίζονται άμεσα με το από κάτω κτίσμα35. Παράλληλα όμως, είναι και ένα κτήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να «ταξιδεύει». Η ταράτσα δηλαδή δεν είναι, πια απλά, ένα υπερυψωμένο έδαφος αλλά έχει μετατραπεί σε μια «Πλωτή γη». «Η ζωή σε ένα κτήριο είναι ένα ταξίδι πάνω σε ένα πλοίο της γραμμής»36 γράφει ο Le Corbusier. Η «απόλαυση του ταξιδιού» πάνω σε ένα υπερωκεάνιο αντικαθίσταται έτσι με την απόλαυση πάνω στην ταράτσα των κτηρίων. «Υπάρχω στη ζωή μόνο υπό την προϋπόθεση ότι βλέπω. […] Αυτό είναι το κλειδί για να δούμε, να παρατηρήσαμε, να φανταστούμε, να ανακαλύψουμε, να δημιουργήσουμε»37 Beatriz Colomina

34 35 36 37

Τουρνικιώτης, Παναγιώτης, Δύο ταξίδια στον Le Corbusier : (με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του), σελ. 39 Tzonis, Alexander, Le Corbusier: The Poetics of Machine and Metaphor, Thames & Hudson, Λονδίνο, 2001, σσ. 159-160 Ό.π., σελ. 160 Colomina, Beatriz, Privacy and Publicity: Modern Architecture as Mass Media, The MIT Press, Cambridge MA, 1994, σελ. 296


ΕΙΚ. 12 Καδράροντας τη θέα, Villa Savoye


ΕΙΚ. 13 Αποκρύπτοντας τη θέα, Beistegui Penthouse


52

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Στο δώμα-κήπο του Le Corbusier υπάρχει πάντα ένα είδος προστασίας, ένας εγκλεισμός, ο οποίος όμως εξυπηρετεί και την ιδέα της «επιλεκτικής θέας-καδραρίσματος», όπως αυτή εμφανίζεται στην εξοχική κατοικία Villa Savoye, στο Poissy του Παρισιού. Εδώ, ο Le Corbusier εισάγει την έννοια του βλέμματος, μέσα από μια σειρά καδραρισμάτων της θέας σε κάθε σημείο του κτηρίου. Μακρόστενα παράθυρα εντός και εκτός του κλειστού χώρου που απαθανατίζουν «καρέ» των γύρω, τετράγωνοι φεγγίτες που κοιτούν τον ουρανό, συνευθειακά χωρίσματα και τοίχοι που κεντράρουν συγκεκριμένα ανοίγματα, ακόμα και «διαμπερή» ντουλάπια κουζίνας που εστιάζουν σε χαρακτηριστικά στοιχεία του σαλονιού. Στόχος του είναι μια σκηνοθετημένη κίνηση, κατά την οποία οι κάτοικοι δρουν σαν επισκέπτες, που συνεχώς ανακαλύπτουν το γύρω περιβάλλον και συνδιαλέγονται με αυτό, διαμέσου του βλέμματος. Το δώμα, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αποτελεί την τελική κατάληξη αυτού του αρχιτεκτονικού περιπάτου38 (promenade architecturale), που ξεκινάει από το επίπεδο του εδάφους κατά την είσοδο του επισκέπτη στο κτήριο και συντελείται διαμέσου της ράμπας. Η εμπειρία της ανάβασης στοχεύει στον εμπλουτισμό των οπτικών εντυπώσεων μέσα από τα παραπάνω σχεδιασμένα καδραρίσματα, τη θέαση του περίκλειστου χώρου της κάτοψης, την εναλλαγή του «μέσα» με το «έξω» και τη στοχευμένη ελεύθερη ενατένιση του τοπίου, σε συγκεκριμένα όμως σημεία. Κι όταν ο κάτοικος φτάσει στο δώμα-απόληξη της ράμπας, είναι σαν να κοιτάζει πια το τοπίο από την πιο περίοπτη κορυφή μέσα από ένα παράθυρο-κάδρο, ενώ ταυτόχρονα οι υποκείμενοι περιμετρικοί τοίχοι τονίζουν και κεντράρουν το περίγραμμα του κατώτερου υπαίθριου χώρου39. Το δώμα, αποτελεί λοιπόν έναν τόπο κορύφωσης και ολοκλήρωσης της σχεδιασμένης κίνησης-εμπειρίας, που ξεκινάει από το έδαφος, εμπλουτίζεται και ολοκληρώνεται προς τον ουρανό. Όπως διαπιστώνουμε και στο δώμα του διαμερίσματος Beistegui, ρετιρέ στα Ηλύσια Πεδία του Παρισιού, ο Le Corbusier προσπαθεί με διάφορα τεχνάσματα να ενεργοποιήσει την κίνηση στα διαφορετικά επίπεδα, με το βλέμμα και τη σχέση με τη πόλη να παίζει κυρίαρχο ρόλο. Δίνει ζωή σε κάθε οριζόντια επιφάνεια του κατακερματισμένου δώματος και τις συνδέει με σκάλες που τελικά καταλήγουν σε ένα «δωμάτιο με ανοιχτό ουρανό»40. Ο νέος ορίζοντας, τον οποίο αναζητούσε στις κορυφές των κτηρίων των πολεοδομικών του σχεδίων, διαμορφώνεται σε αυτό το τελευταίο δώμα από άσπρους τοίχους, που επαναπροσδιορίζουν τα τοπόσημα του Παρισιού. O Manfredo Tafuri41, αναφερόμενος στο σκίτσο του Le Corbusier για το Beistegui (Εικ. 7),

38 Ο αρχιτεκτονικός περίπατος, ως ένας διαφορετικός τρόπος ανάγνωσης του κτηρίου, είναι πολύ σημαντικός στο έργο του Le Corbusier. Αποτελεί, ουσιαστικά, το μέσο ενεργοποίησης της θύμησης, μέσω της μνήμης. Ο ίδιος αναφέρει: «Η κίνηση είναι ίσως η πρώτη ανθρώπινη εκδήλωση. Είναι το μέσο της κάθε ανθρώπινης πράξης [… ] Η κίνηση είναι ο ρυθμιστής της αρχιτεκτονικής». 39 Τουρνικιώτης, Παναγιώτης, Δύο ταξίδια στον Le Corbusier: (με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του), σσ. 39-41 40 Πρόκειται για έναν ημιυπαίθριο τετράγωνο χώρο, ο οποίος περικλείεται από τέσσερις λευκούς τοίχους και βρίσκεται στο ψηλότερο επίπεδο του κτηρίου. 41 O Manfredo Tafuri (1935-1994) υπήρξε ιταλός αρχιτέκτονας, θεωρητικός, κριτικός και ακαδημαϊκός. Ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς αρχιτέκτονες του 20ου αιώνα.


ΕΙΚ. 14 Σκίτσο του Le Corbusier για το Beistegui


54

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

σημειώνει: «Ο Le Corbusier σχεδιάζει έναν τοίχο με τη σκιά του, ένα τζάκι απλά ως μια τρυπά στον τοίχο, τις κορυφές του πύργου του Άιφελ και της Αψίδας του Θριάμβου και ένα σύννεφο»42. Την πάνω όμως πλευρά του τοίχου την οπτικοποιεί με μια οριζόντια συνεχόμενη ευθεία γραμμή, το νέο ορίζοντα. Στόχος του είναι η δημιουργία ενός νέου τοπίου, μιας νέας εμπειρίας στην πόλη, και αυτό το πετυχαίνει μέσα από διάφορα τεχνάσματα περιορισμού, αποκάλυψης ή φιλτραρίσματος της θέας. Το μόνο που μπορεί κανείς να δει άμεσα είναι ο ουρανός και κάποια αποσπάσματα της μητρόπολης, τα οποία λειτουργούν ως καρτ ποστάλ, δηλαδή ένα τμήμα του πύργου του Άιφελ, της Αψίδας του Θριάμβου ή της Nôtre-Dame. Μέσα από ένα περισκόπιο, δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να δει για λίγο την πόλη που έκρυψε, εξακολουθώντας όμως να την κρατάει σε απόσταση, αφού παρεμβάλλεται το παραπάνω τεχνολογικό μέσο. Νιώθει κανείς ότι βρίσκεται σε κατάστρωμα πλοίου, το οποίο απομακρύνεται από το Παρίσι και το οποίο πλέον μόνο μέσα από το περισκόπιο μπορείς να δεις καθαρά43. Ωστόσο, με την αποκάλυψη της θέας μέσα από κινητούς τοίχους-θάμνους, απομυθοποιείται η εικόνα της φανταστικής πόλης που σκηνοθέτησε44. Προκύπτει έτσι, ένα συνεχές παιχνίδι με το ανθρώπινο μάτι. Ο περιορισμός, η απόκρυψη και η αποκάλυψη της θέας, σε συνδυασμό με την κίνηση δημιουργούν τη ψευδαίσθηση ενός αλλού Παρισιού, φανταστικού. Η πόλη που φαντάζεται, δεν φαίνεται εδώ τόσο άσχημη όπως ο ίδιος τη θεωρούσε, γιατί δεν βασίζεται σε ένα ορθολογικό σχέδιο, αλλά σε ένα σουρεαλιστικό παιχνίδι μεταφορών45. Το δώμα του Beistegui σχετίζεται περισσότερο με την πόλη και το τοπίο της, από ότι με τον εσωτερικό χώρο που βρίσκεται από κάτω. Με αυτόν τον τρόπο, το δώμα γίνεται για το Le Corbusier ένας τόπος ικανός να μιλήσει για την πόλη, κοιτώντας την όμως από ψηλά. Ο νέος ορίζοντας που δημιουργείται, είναι η γραμμή που θολώνει τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. «Από εκεί πάνω, όλα είναι το ‘μέγα κενό’. Ένας χώρος χωρίς επαφή με τον χώρο των κοινωνικών σχέσεων, τόπος έξω από το σύμπαν της σκοπιμότητας. Οι σιωπές που εκεί κανείς δοκιμάζει, αναπόφευκτα αποσπώνται από το θεωρητικό τοπίο, στο οποίο ο Le Corbusier απελευθερώνει τα κοινωνικά του μηνύματα. Το γεγονός ότι αυτός ο τόπος της αποστασιοποίησης, τοποθετείται από τον Le Corbusier στην καρδιά της μητρόπολης δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Το δώμα του Beistegui είναι ένας εξαιρετικός τρόπος αποκάλυψης των μυστικών κίνητρων που καθοδηγούν τον Le Corbusier στην προσέγγιση του αστικού φαινομένου, χωρίς να είναι πάντα αυτό συνειδητό… Πώς να συμβιβάσει κανείς αυτήν την ποίηση με τις αναγκαιότητες που επιβάλει ο επίγειος μύθος του εξορθολογισμού;»46 Manfredo Tafuri, 1987 42 Tafuri, Manfredo, «Machine et Mémoire: La Ville dans L’œuvre de Le Corbusier», στο Jacques, Lucan, Le Corbusier – Une encyclopedie, Editions du Centre Pompidou, Παρίσι, 1987, σελ. 460 43 Tzonis, Alexander, Le Corbusier: The poetics of machine and metaphor, σελ.123 44 Μάνης, Θανάσης, «Το νέο έδαφος», στις Δομές, τ. Ιανουάριος, Αθήνα, 2009, σελ. 58 45 Μάνης, Θανάσης, «Το νέο έδαφος», σελ. 58 46 Tafuri, Manfredo, «Machine et Mémoire: La Ville dans L’œuvre de Le Corbusier», σελ. 460


ΕΙΚ. 15 Το «ταξίδι» στο δώμα του Le Corbusier




ΕΙΚ. 16 «Δωμάτιο με ανοιχτό ουρανό», μετάθεση οικείων στοιχείων στο δώμα του Beistegui Penthouse


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

59

3. Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ – Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ (DISPLACEMENT)47 Η πόλη για τον Le Corbusier δεν είναι μια υλική πραγματικότητα προς αναπαράσταση, αλλά ένα κολάζ από εικόνες48. Αποσκοπεί σε μια απόλυτα κατασκευασμένη εμπειρία στην οροφή των κτηρίων του, η οποία δηλώνει τη σουρεαλιστική πλευρά της φαντασίας του. Ο ίδιος θεωρεί αδιάφορο, αλλά και πολύπλοκο το υπάρχον τοπίο και έτσι δεν βασίζεται σε όσα απλά αντιλαμβάνεται ο θεατής σχετικά με αυτό. Ο Le Corbusier μεταφέρει στο δώμα οικεία μορφολογικά στοιχεία, επιδιώκοντας να ανανοηματοδοτήσει τη χρήση τους. Έτσι, εμπλουτίζει και επαναπροσδιορίζει το υπάρχον τοπίο και τελικά ορίζει ένα νέο δικό του. Επιλέγει είτε στοιχεία του φυσικού εδάφους είτε μορφές πλοίου είτε τέλος απλά αντικείμενα από την κλίμακα ενός διαμερίσματος και μεταφέροντάς τα στο δώμα προκαλεί απίθανους συνειρμούς που αναφέρονταν στην -τοπογραφική- κλίμακα της πόλης. Αυτό γίνεται φανερό στο διαμέρισμα Beistegui, όπου μεταφέρει πλήθος στοιχείων που συμβάλλουν στο φανταστικό, αλλόκοτο τοπίο που δημιουργείται. Τοποθετεί, για παράδειγμα, ένα τζάκι -σε στυλ Rococo βαμμένο στο λευκό χρώμα του τοίχου- χωρίς καμία χρήση, το οποίο αποτελεί μεταφορά των μορφολογικών στοιχείων της Arc de Triomphe, με εμφανή την ισομορφική ομοιότητα ανάμεσά τους49. Το τζάκι λοιπόν «δεν είναι ένα τζάκι»· σχετίζεται περισσότερο με μια εννοιολογική τέχνη και λιγότερο με μια εννοιολογική αρχιτεκτονική, που αφορά το σύνολο των στοιχείων του δώματος, προσπαθώντας έτσι ο Le Corbusier να επαναπροσδιορίσει μεταξύ τους όρια50. Επιπλέον, ο κήπος μοιάζει σαν ένα σαλόνι: Το γρασίδι της ταράτσας παραπέμπει σε χαλί διαμερίσματος. Δίπλα στο τζάκι τοποθετούνται δύο μεταλλικές καρέκλες, κηροπήγια και ένας παπαγάλος. Ένας σκαλισμένος, οβάλ καθρέπτης βρίσκεται πάνω από το τζάκι και τοποθετείται έτσι ώστε στο μισό του να αντανακλάται η Αψίδα του θριάμβου. Νομίζει κανείς ότι βρίσκεται στο εσωτερικό ενός διαμερίσματος, ενώ όμως βρίσκεται έξω από αυτό, αλλά με την αίσθηση ενός οικείου και γνώριμου περιβάλλοντος. Σε αυτήν τη ψευδαίσθηση συμβάλλουν και κάποια στοιχεία-αντικείμενα, τα οποία παραπέμπουν άμεσα σε κατάστρωμα, όπως οι σκάλες και ο οβάλ όγκος με το περισκόπιο σε μορφή καμινάδας πλοίου. Το ίδιο συμβαίνει και στην Unite d’Habitation στη Μασσαλία. O Le Corbusier, στην προσπάθεια του να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη φαντασίωση ενός πλωτού εδάφους, τοποθετεί στο δώμα 47 Μετάθεση (displacement): Τοποθέτηση ενός αντικειμένου από εκεί οπού βρισκόταν «πάντα», εκεί όπου δεν έχει βρεθεί «ποτέ», με σκοπό την ανάδυση κάποιων εννοιολογικών συμπερασμάτων. Η τεχνική της μετάθεσης (displacement) χρησιμοποιείται από τον Le Corbusier, κυρίως όπως έχουμε συνηθίσει να συναντάμε σε κάποιες μορφές τέχνης, για παράδειγμα στο σουρεαλισμό. 48 Colomina, Beatriz, Privacy and Publicity: Modern Architecture as Mass Media, σελ. 319 49 Το πλαστό αυτό τζάκι βρίσκεται στο ψηλότερο δώμα ή αλλιώς στο «δωμάτιο με ανοιχτό ουρανό» του διαμερίσματος Bestegui. Frampton, Kenneth, Μοντέρνα αρχιτεκτονική: Ιστορία και κριτική, Θεμέλιο, Αθήνα, 2009, σελ. 203 50 Lum, Eric, «Conceptual Matter», στο Harvard Design Magazine, τ. Χειμώνας, Νέα Υόρκη, 2004, σελ. 5-13




ΕΙΚ. 17 Το κατάστρωμα της Unite d’ Habitation


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

63

κιγκλιδώματα, σιδηροκατασκευές, καμινάδες, σκάλες κ.α.51. Η καπνοδόχος ορθώνεται, επίσης με τέτοιο τρόπο, ώστε να θυμίζει «τοτέμ» ιερού χώρου που ανακαλεί την πρωτογενή φύση του ανθρώπου. Παράλληλα, τοποθετούνται τεχνητοί μπετονένιοι βράχοι, ώστε να παραπέμπουν στους περιμετρικούς ορεινούς όγκους του τοπίου. Αντίστοιχα, το στηθαίο εμφανίζεται ως ένα πρανές, μια συνέχεια δηλαδή των βουνών, που δεν εμποδίζει τη θέα, αλλά δημιουργεί έναν νέο τεχνητό ορίζοντα. Σύμφωνα με τον Le Corbusier, ο υπερυψωμένος χώρος του δώματος αποδίδει το πνεύμα ολοκλήρωσης στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, καλύτερα από το επίπεδο του εδάφους. Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει: «Αν στέκεστε στο έδαφος, δεν μπορείτε να κοιτάξετε πολύ μακριά. […] Ο πραγματικός κήπος του σπιτιού δεν θα είναι στο επίπεδο του εδάφους, αλλά πάνω από αυτό. Το δώμα θα είναι ο κρεμαστός κήπος του οποίου η επιφάνεια είναι ξηρή και υγιεινή. Από εκεί θα έχετε μια καλή σχέση με το τοπίο, πολύ καλύτερη από ό, τι αν μένατε κάτω»52. Να σημειωθεί επίσης, ότι και η τοποθέτηση των κοινόχρηστων χρήσεων-προγραμμάτων δεν είναι τυχαία, με εμφανή την τάση του Le Corbusier να τα συσχετίσει με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των ενοίκων. Μένοντας πιστός στην έννοια της μετάθεσης στοιχείων σε άλλα επίπεδα και αδιαφορώντας να επεκτείνει το δημόσιο βίο του εδάφους της Μασσαλίας, τοποθετεί στον 7ο και 8ο όροφο εμπορικά καταστήματα, εστιατόριο και ξενοδοχείο. Επιπλέον, στο δώμα που με τόσο μαεστρία σχεδιάζει, τοποθετεί ένα νηπιαγωγείο, γυμναστήριο, θέατρο, πισίνα, solarium και παιδικά παιχνίδια, θεωρώντας το ίσως την κορύφωση του κοινόχρηστου και ταυτόχρονα του συλλογικού βίου των υποκείμενων κατοικιών. Ο επαναπροσδιορισμός του τοπίου, σε συνδυασμό με τις παραπάνω λειτουργίες καθιστούν το συγκρότημα της Μασσαλίας μια μεταφορά του κόσμου σε μικρογραφία, με το δώμα να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο φυσικό και στο τεχνητό, ανάμεσα στο ψευδαισθησιακό και στο πραγματικό ρόλο ύπαρξής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μετάθεσης στοιχείων και καταστάσεων στο επίπεδο του δώματος είναι και η Villa Savoye. Πρόκειται, για ένα δώμα που διασπάται σε δύο επίπεδα, συχνά θολώνοντας τα όρια εσωτερικού και εξωτερικού, που διασχίζεται και τελικά ενώνεται με το φυσικό έδαφος μέσω της ράμπας. Για τον Le Corbusier τα στοιχεία που διαμορφώνουν το δώμα ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά που έχει μια υπαίθρια αυλή. Για το λόγο αυτό και στα δύο επίπεδα χρησιμοποιεί μαρμάρινες πλάκες, χαλίκια και φυτεμένα παρτέρια53. Όσον αφορά το πρώτο επίπεδο, η συνέχιση της πρόσοψης (μπετονένιος τοίχος με μακρόστενα, ορθογώνια παράθυρα), σε συνδυασμό με τις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες δίνουν την εντύπωση ότι ο εσωτερικός χώρος συνεχίζεται προς τα έξω. Παράλληλα, το τραπέζι-γραφείο θυμίζει εσωτερικό καθιστικού. Το ίδιο συμβαίνει και στο δεύτερο επίπεδο, όπου υπάρχουν κάποια αποσπάσματα καμπυλόμορφων τοίχων, που μοιάζουν με γέφυρα πλοίου, καθώς και ένα solarium54. Ο επισκέπτης 51 52 53 54

Τουρνικιώτης, Παναγιώτης, Δύο ταξίδια στον Le Corbusier: (με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του), σελ. 90 Benton, Tim, The villas of le Corbusier and Pierre Jeanneret 1920-1930, σελ. 187 Tzonis, Alexander, Le Corbusier: The Poetics of Machine and Metaphor, σελ. 38 Ό.π., σσ. 38-39




ΕΙΚ. 18 Fiat, Lingotto: υπερυψωμένος «αυτοκινητόδρομος»


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

67

έχει την αίσθηση -από τη μία πλευρά του δώματος- ότι το επίπεδο αυτό αφορά εσωτερικό-κλειστό χώρο, ενώ στην πραγματικότητα όλος ο χώρος είναι υπαίθριος με εμφανή τα ίχνη της υποκείμενης ζωής (καμινάδα, φεγγίτες, οπτική επαφή με καθιστικό). Η αίσθηση του εσωτερικού εντείνεται από την ύπαρξη του ανοίγματος στον τοίχο, που παραπέμπει σε παράθυρο κατοικίας και το οποίο καδράρει -όπως αναφέραμε σε προηγούμενη ενότητα- το γύρω περιβάλλον. Τέλος, η παραπάνω μετάθεση φυσικών στοιχείων στο δώμα φαίνεται και στο εργοστάσιο αυτοκινήτων της Fiat στο Τορίνο, το Lingotto. Τα αυτοκίνητα κατασκευάζονται στο εσωτερικό του κτηρίου, αλλά μετά χωρίς καν να πατήσουν στο έδαφος δοκιμάζονται στην ταράτσα, όπου σχεδιάζεται πίστα δόκιμης. Ο Le Corbusier, για ακόμα μια φορά, δε διστάζει να παίξει με τα στοιχεία του εδάφους και με τις δράσεις που συνήθως λαμβάνουν χώρα πάνω σε αυτό, μεταφέροντας τες και τοποθετώντας τες στο δώμα και όχι στο φυσικό έδαφος. Η ταράτσα είναι ένας τόπος μακριά από το έδαφος της πόλης και συγχρόνως τόσο κοντά του. Κατά τον Tafuri μάλιστα, το δώμα είναι ένας τόπος «έξω από το σύμπαν της σκοπιμότητας» και «μακριά από τον επίγειο μύθο του εξορθολογισμου» 55. Αν πράγματι στην κορυφή του κτηρίου γίνεται μια «υπέρβαση», αν εκεί μπορείς να νιώσεις ότι βρίσκεσαι κάπου αλλού, αν εκεί βρίσκεσαι πάνω από την πραγματικότητα, τότε δικαιολογείται και η στροφή του Le Corbusier προς το σουρεαλισμό, με τη μετάθεση (displacement) κάποιων καταστάσεων-γεγονότων στο νέο έδαφος του δώματος. Με αυτόν τον τρόπο, το επίπεδο δώμα ανανοηματοδοτείται και επαναπροσδιορίζεται από τις χρήσεις που μεταφέρονται από το «κάτω», στο «πάνω». Εδώ, το δώμα δεν μετατρέπεται απλά σε ένα νέο τεχνητό έδαφος αποκατάστασης του παλιού, αλλά σε ένα παιχνίδι αινιγμάτων που βασίζεται στο βλέμμα και την παρατήρηση.

55 Tafuri, Manfredo, «Machine et Mémoire: La Ville dans L’œuvre de Le Corbusier», σελ. 460


68

B3

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

1. ΕΠΙΠΕΔΑ ΔΩΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ Είδαμε ότι η απόληξη είναι μια σύνθετη έννοια, η οποία εξαρτάται από τα γεωμετρικά της χαρακτηριστικά, από τα νοήματα που κάθε φορά προσδίδει στο κτήριο και αντίστροφα, καθώς και από τον τρόπο που οι κάτοικοι τη χρησιμοποιηθούν. Ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα οικειοποιούνται το χώρο αυτό, ανάλογα με τη νοοτροπία και τις παραδόσεις τους στο σύνολο μιας περιοχής, μας αφορά και θα μελετήσουμε στην τελευταία ενότητα του κεφαλαίου αυτού. Στα χωριά Μ΄ Zab, νότια της ερήμου της Αλγερίας, οι ταράτσες των κατοικιών χρησιμοποιούνται, από αμνημονεύτων χρόνων, ως αυλές για τις κατοικίες56. Χαρακτηριστική χρήση αποτελεί το άπλωμα των ρούχων, το οποίο ευνοείται και από τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής. Το 1,5 μέτρου στηθαίο της ταράτσας, το οποίο βρίσκεται περίπου στο ύψος του ανθρώπινου ματιού, σε συνδυασμό με την ύπαρξη μικρών ανοιγμάτων, επιτρέπει μια ελεγχόμενη παρατήρηση της γύρω περιοχής. Κανείς μπορεί να κοιτάξει έξω προς το δρόμο, χωρίς να φαίνεται. Με αυτόν τον τρόπο, το στηθαίο της ταράτσας λειτουργεί ως όριο ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, παρέχοντας στους χρήστες του δώματος ηρεμία και απομόνωση. Σε άλλες περιοχές της Αλγερίας, συναντάμε ανθρώπους να προσεύχονται στις ταράτσες των κατοικιών, με την προσευχή των πιστών να οργανώνεται σε διαφορετικά επίπεδα γύρω από το μιναρέ57. Στις παραδοσιακές κατοικίες του Θιβέτ, το δώμα γίνεται ένα σημείο στάσης για τους κατοίκους, μιας και το στηθαίο σχεδιάζεται περίπου μισό μέτρο πάνω από το επίπεδο δώμα, με αποτέλεσμα να μπορεί κανείς να κάτσει επάνω του. Ταυτόχρονα όμως, η ταράτσα ενεργεί και σαν ένας κεντρικός υπαίθριος προθάλαμος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι οροφές των υπολοίπων δωματίων βρίσκονται σε διαφορετικά ύψη58. Η μετάβαση από το ένα δώμα στο άλλο επιτυγχάνεται με τη χρήση ξύλινων σκαλών. Στη Βαγδάτη, όπως και σε κάποιες άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής, η ταράτσα είναι το μέρος όπου βρίσκονται κάποιες από τις βασικές οικιακές τελετουργίες. Συχνά, οι κάτοικοι για να

56 Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, σελ. 20 57 Οι Ισλαμικές πόλεις σχεδιάζονται ώστε να «κοιτάνε» προς τον αποδεκτό προσανατολισμό της qibla (προσανατολισμός προς τη Μέκκα, τον ιερό τόπο των ισλαμιστών). Ως αποτέλεσμα τα τζαμιά πρέπει να έχουν έναν τοίχο με τον μιναρέ προσανατολισμένο προς τη qibla. Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, σελ. 31 58 Ό.π.


ΕΙΚ. 19 Εφήμερες δραστηριότητες, πάνω σε δώματα της Ανατολής


ΕΙΚ. 20 Παιχνίδι στο δώμα, Walled City, Χονγκ Κονγκ

ΕΙΚ. 21 Πτερύγια καρχαρία αποξηραίνονται σε ταράτσες του Χονγκ Κονγκ


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

71

αποφύγουν τους καπνούς και τις μυρωδιές στο εσωτερικό των κτηρίων τους, τοποθετούν τις κουζίνες και τους φούρνους στην ταράτσα. Επιπλέον, με την τοποθέτηση στρωμάτων κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, το επίπεδο δώμα λειτουργεί ως μια στάση για ύπνο59. Ο ύπνος «κάτω από τον ουρανό» είναι μια ιδιαίτερα εκτεταμένη παράδοση και σε χώρες, όπως η Ινδία60. Επιπλέον, στην πόλη Rishikesh της ίδιας χώρας, που βρίσκεται στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, μια από τις πιο διαδεδομένες συνήθειες είναι η yoga. Η πνευματική αυτή άσκηση λαμβάνει χώρα στα δώματα των κατοικιών, υπό μορφή μαθημάτων, τόσο για ντόπιους, όσο και για επισκέπτες. Σε περιοχές, όπως το Κάιρο ή το Χονγκ Κόνγκ, τα δώματα χρησιμοποιούνται για λειτουργίες που δε συνδέονται ενεργά με τις καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων και με την πόλη γενικότερα. Στο Χονγκ Κονγκ, όπως και σε πολλές ακόμα περιοχές της Ασίας, οι κάτοικοι αγαπούν ιδιαιτέρως τη σούπα από πτερύγια καρχαρία. Για την αποφυγή τυχών αντιδράσεων, η αποξήρανση των πτερυγίων γίνεται μακριά από την κοινή θέα, παράνομα, στις ταράτσες των κτηρίων61. Η ιδέα του δώματος ως ένας χώρος μακριά από την πόλη, υιοθετείται και σε περιοχές της Αιγύπτου. Εδώ, ορισμένα δώματα λειτουργούν ως χώροι αποθήκευσης και καύσης των σκουπιδιών62. Επίσης, στις οροφές πολλών σπιτιών καταλήγουν και ένα μεγάλο πλήθος από δορυφορικά πιάτα, αποτέλεσμα της ευρείας χρήσης ξένων τηλεοπτικών σταθμών από τους κατοίκους. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το Pueblos, στο Νέο Μεξικού των HΠΑ, ένας οικισμός που μοιάζει με ένα τεχνητό βουνό (οπτική και κατασκευαστική ομοιογένεια)63. Οι απολήξεις των κατοικιών συνδιαλέγονται με την υπάρχουσα τοπογραφία. Η έλλειψη του ξύλου επιβάλλει τη χρήση επίπεδης μπετονένιας οροφής, η οποία από τη μία λειτουργεί ως χώρος απομόνωσης και χαλάρωσης και από την άλλη, λόγω τοπογραφίας, επιτρέπει συλλογικές δραστηριότητες (για παράδειγμα η αποξήρανση τροφίμων πραγματοποιείται στο δώμα). Η αστική τοπογραφία της Medina, στην Αλγερία, όπως και άλλων ισλαμικών πόλεων -όπως τη Rabat και τη Fez που βρίσκονται στο Μαρόκο- χαρακτηρίζεται από λαβυρινθώδης δρόμους και αδιέξοδα σοκάκια. H τοπογραφία και εδώ επηρεάζει τη δομή των κατοικιών. Για το λόγο αυτό, η κατοικία δεν αποτελεί ένα δοχείο με μια βασική γεωμετρία, αλλά μια περίπλοκη αλληλουχία δωματίων,

59 Ό.π., σελ. 27 60 Ό.π., σελ. 31 61 «Χιλιάδες πτερύγια καρχαρία αποξηραίνονται σε ταράτσες του Χονγκ Κονγκ», στο www.econews.gr, Ιανουάριος 2013 (τελευταία επίσκεψη 28/7/2013) 62 Londoño, Ernesto, «Egypt’s garbage crisis bedevils Mors», στο articles.washingtonpost.com, Αύγουστος 2012 (τελευταία επίσκεψη 28/7/2013) 63 Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, σελ. 22


ΕΙΚ. 22 Σκουπίδια στις ταράτσες του Καΐρου, Αίγυπτος



74

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

διαδρόμων και αυλών64. Οι επίπεδες στέγες παρέχουν μια εναλλακτική λύση για τη δύσκολη κίνηση στα δρομάκια της Medina. Η οροφή γίνεται μέρος της ζωής της πόλης. Με τη βοήθεια σκαλών που συνδέουν τις ταράτσες μεταξύ τους, ο χρήστης-κάτοικος μπορεί να μετακινηθεί από το ένα σημείο στο άλλο, χωρίς να έχει την ανάγκη να κατέβει κάτω, στο επίπεδο του δρόμου. Η παραπάνω δυναμική της κίνησης στην τομή εμφανίζεται σήμερα και στο νησί της Σαντορίνης. Εδώ, ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε το χώρο είναι αποτέλεσμα της τοπογραφίας και των ανθρώπινων παρεμβάσεων πάνω σε αυτήν. Η ιδιομορφία του ηφαιστειακού εδάφους της Σαντορίνης και η ευκολία εκσκαφής της θηραϊκής γης, στις πλαγιές της Καλντέρας, σε συνδυασμό με την προστασία των κατοικιών από τους δυνατούς ανέμους και τον ήλιο, έχει σαν αποτέλεσμα μια σειρά από υπόσκαφες κατοικίες με βατό οριζόντιο δώμα65. Οι ταράτσες, πολλών κατοικιών, μετατρέπονται σε εισόδους-αυλές των από πάνω κτισμάτων, αφού βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με το δρόμο. Παλαιότερα, στις ταράτσες των κτισμάτων άπλωναν τα σταφύλια -για τα οποία φημίζεται η Σαντορίνη- και έτσι τα εξέθεταν στον ήλιο, ως ένα από τα στάδια της παραγωγής κρασιού. Σήμερα, αποτελούν σημεία ανάπαυσης και χαλάρωσης (πισίνες, μπαρ, καθιστικό κ.α.), στο πλαίσιο του αυξημένου τουρισμού. Στην Άνδρο συναντάμε μια άλλη, εναλλακτική χρήση του δώματος. Εδώ, τα περισσότερα δώματα βρίσκονται σε συνέχεια με το έδαφος, με αποτέλεσμα πολλές φορές, για παράδειγμα, το αλώνισμα να λαμβάνει χώρα και στο δώμα66. Με αυτόν τον τρόπο, η έκταση της καλλιεργήσιμης γης αυξάνεται, ενώ ταυτόχρονα γίνεται πιο εύκολη η μεταφορά και η αποθήκευση του καρπού στην αυλή του σπιτιού, διαμέσου πρόσθετων σκαλών. Σε κατοικίες της Σίφνου -όπως και σε κάποια άλλα νησιά του Αιγαίου-, η μετάβαση από την αυλή του σπιτιού στο δώμα γίνεται αναπόσπαστο αρχιτεκτονικό στοιχείο του κτηρίου. Η χτιστή σκάλα, που βρίσκεται στην κύρια, συνήθως, όψη των κατοικιών (από τη μεριά του δρόμου) κάνει το δώμα ένα εύκολα προσπελάσιμο μέρος, ικανό να προσελκύσει τις δραστηριότητες που συμβαίνουν στο επίπεδο της αυλής. Στην Τήνο, τέλος, η επιθυμία για καλύτερη άμυνα και εξοικονόμηση χώρου γίνεται φανερή στον τρόπο κατασκευής των δωμάτων. Τα δώματα εκεί αποτελούν, σε πολλές περιπτώσεις, μια βαθμιδωτή συνέχεια, με τέτοιο τόπο ώστε τα περισσότερα από αυτά να επικοινωνούν μεταξύ τους67.

64 Ό.π., σελ. 26 65 Φιλιππίδης, Δημήτρης, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική: Κυκλάδες, Μέλισσα, Αθήνα, 1983, σσ. 147,154-155,158 66 Βασιλειάδης, Δημήτρης, Θεώρηση της Αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής υπό ανήσυχη οπτική γωνία, Οργανισμός Δοξιάδη, Αθήνα, 1972, σελ. 89 67 Φιλιππίδης, Δημήτρης, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική: Κυκλάδες, σελ 284


ΕΙΚ. 23 «Τεχνητό βουνό» δωμάτων, Pueblos, Νέο Μέξικο

ΕΙΚ. 24 Προσευχή στην ταράτσα, M’Zab, Αλγερία

ΕΙΚ. 25 Το δώμα ως συνέχεια του καλλιεργήσιμου εδάφους (αλώνι), Άνδρος


76

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

2. ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΑ – ΜΟΝΤΕΡΝΟ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ Ως αντίδραση στο μοντέρνο και της προσπάθειάς του να αλλάξει τον άνθρωπο μέσω της καταστροφής της μνήμης και της ταυτότητας, αναδύθηκε το κίνημα του Μεταμοντερνισμού. Έτσι, η ιδέα των μοντερνιστών για δημιουργία ενός νέου εδάφους δραστηριοτήτων πάνω από το παλιό, αρχίζει σταδιακά να αποδυναμώνεται. Το 1966, ο Αμερικανός αρχιτέκτονας Robert Venturi απορρίπτει τις ιδέες της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, θεωρώντας τες απλοϊκές και μονότονες, χωρίς τελικά να επιλύουν τα σύγχρονα προβλήματα των αστικών κέντρων. Οι ιδέες του τροφοδότησαν μια νέα εποχή, στην οποία κυριάρχησε η μορφή και όχι η λειτουργία68. Η χρήση δίρριχτων στεγών και κελυφών, που είχε σαν στόχο μια πιο εννοιολογική αρχιτεκτονική, χαρακτήρισε αυτήν την περίοδο. Οι τεχνικές δυνατότητες και η πληθώρα των υλικών οδήγησε σε ένα μεγάλο εύρος επιλογών απόληξης, πέρα από τις συμβατικές λύσεις69. Οι επίπεδες στέγες θα χάσουν για λίγο καιρό την κυρίαρχη θέση τους, χωρίς όμως να εξαφανιστούν από τον ορίζοντα της πόλης. Με την ανάπτυξη του «Πράσινου Κινήματος» στις αρχές της δεκαετίας του 1960, επανέρχεται η ιδέα του δώματος, κυρίως ως οικολογική ανάγκη. Η ιδέα, λοιπόν, των φυτεμένων δωμάτων, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως πνεύμονες πρασίνου μέσα στον αστικό ιστό, κερδίζει έδαφος σε πολλές χώρες του κόσμου. Τα δώματα, που σήμερα αποτελούν παγκοσμίως, ως και το 32% της οριζόντιας επιφάνειας των δομημένων περιοχών, αν φυτευτούν μπορούν να αποτελέσουν έναν σημαντικό παράγοντα ανθεκτικότητας των κτηρίων στο νερό της βροχής και περιορισμού της κατανάλωσης ενέργειας70. Σήμερα, ως αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων περιόδων, συναντάμε μια ποικιλία απολήξεων. Σίγουρα όμως, τα επίπεδα δώματα παίζουν κυρίαρχο ρόλο στον ορίζοντα των περισσοτέρων περιοχών. Σε πολλές χώρες του κόσμου έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια εκμετάλλευσης αυτού του χώρου. Μάλιστα, πολλά κτήρια με κατεξοχήν δημόσιες λειτουργίες, χρησιμοποιούν το δώμα ως ένα πεδίο δραστηριοτήτων. Πισίνες, γήπεδα τένις, bar, εστιατόρια, καφέ, υπαίθρια cinema, χώροι παιχνιδιού, καλλιεργήσιμες εκτάσεις κ.α. μεταφέρονται στην οροφή κάνοντας το skyline των πόλεων πιο ενδιαφέρον71.

68 Λάββας, Γεώργιος, Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής: με έμφαση στο 19ο και 20ο αιώνα, σσ.336-337 69 Schmitt, Heinrich, Heene, Andreas, Κτιριακές κατασκευές, σελ. 473 70 Oberndorfer, Erica, et al, «Green Roofs as Urban Ecosystems: Ecological Structures», (Functions and Service), στο ΒioScience vol.57, τ. Νοέμβριος, Νέα Υόρκη, 2007, σελ. 823 71 Πηγή: oddstuffmagazine.com (τελευταία επίσκεψη 28/7/2013)


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

77

3. ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Στο σημείο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένα σύγχρονα παραδείγματα έργων-προτάσεων, που αφορούν τρόπους κατοίκησης του επίπεδου δώματος. Το δώμα, όπως θα εξετάσουμε παρακάτω, εμφανίζεται ως ένας ιδιαίτερος σχεδιασμένος χώρος, που προσφέρει διαφορετικές ποιότητες και επιλογές στους χρήστες του είτε σε ιδιωτικό επίπεδο είτε σε συλλογικό. Ο Rem Koolhaas σχεδιάζει το 1985 ένα από τα πιο γνωστά του έργα, την Villa Dal’Ava. Η ταράτσα της κατοικίας διαμορφώνεται σε τρείς ενότητες. Η μία άκρη του δώματος λειτουργεί ως ένας υπερυψωμένος κήπος ενώ στην άλλη άκρη, η οροφή επιστρώνεται με μπετόν κάνοντας το δώμα εύκολα προσβάσιμο. Χαρακτηριστικό στοιχείο και των δύο, αποτελεί η περίφραξη τους με μη μόνιμα υλικά, γεγονός που δείχνει την προσωρινή-εφήμερη κατάσταση που ήθελε να προσδώσει ο αρχιτέκτονας στο κτίσμα του. Στο κέντρο υπάρχει μια πισίνα που προσφέρεται για κολύμπι και παράλληλα, καθίσταται ένα ιδανικό σημείο για ενατένιση της πανοραμικής θέας της πόλης του Παρισιού. Ο ίδιος, χαρακτηριστικά, αναφέρει: «Θα μπορούσα να είχα τρομοκρατηθεί από αυτή τη θέα ή χειρότερα, να είχα εξοργιστεί από το γεγονός ότι η κατοικία είναι ακριβώς στον άξονα του Πύργου του Άιφελ. Είναι όμως και μια μοναδική ευκαιρία για να βρεθείς σε κάποια προσωπική στιγμή κολυμπώντας σχεδόν γυμνός, ενώ ταυτόχρονα είσαι αντιμέτωπος με το σύνολο μιας μεγάλης πόλης, με το σύμβολο της μητρόπολης»72. Το 1998, η αρχιτεκτονική ομάδα Leeser architecture κερδίζει το διαγωνισμό στο Bochum της Γερμανίας, με θέμα τη μαζική κατοίκηση. Βασικό στοιχείο της πρότασης τους αποτελεί η εφαρμογή ενός μεταλλικού οργανισμού πάνω στον οποίο και σε απόσταση από το έδαφος, αναπτύσσονται οι κατοικίες73. Το ισόγειο, έτσι, σχεδιάζεται ως ένας ενιαίος συλλογικός χώρος για κοινωνικές συναναστροφές και επικοινωνία μεταξύ των ενοίκων, ενώ τα δώματα αναπτύσσονται ως ιδιωτικοί κήποι. Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται η μεγιστοποίηση του κοινόχρηστου χώρου, χωρίς όμως να συμπιέζονται οι ιδιωτικοί, υπαίθριοι χώροι των κατοικιών. Μια άλλη εκδοχή ιδιωτικών κήπων συναντάμε στα δώματα του συγκροτήματος κατοικιών, του Τadao Ando, στο Κobe της Ιαπωνίας. Εδώ, λόγω της λοφώδους τοπογραφίας, οι κατοικίες σχεδιάζονται κλιμακωτά. Έτσι, για παράδειγμα, το δώμα της κατοικίας που βρίσκεται στο πρώτο επίπεδο μετατρέπεται σε αυλή-κατώφλι για την κατοικία που βρίσκεται στο δεύτερο74. Με τον τρόπο αυτό το δώμα γίνεται κύριο στοιχείο του διαμερίσματος, μιας και αποτελεί το μοναδικό υπαίθριο χώρο της κατοικίας.

72 Copans, Richard, Ντοκιμαντέρ: Villa Dall’Ava, Centre Georges Pompidou, 1995 73 Δίκας, Νίκος, Τόποι πάνω από την πόλη: η ανάκτηση του συλλογικού, επιβλ. καθ. Σοφία Τσιτιρίδου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2004, σελ. 78 74 Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, σελ. 166


ΕΙΚ. 26 MBM, Pineda school, Βαρκελώνη, 1969

ΕΙΚ. 27 JDS architects, Hedonistic rooftop, Elmegade, 2011


Β ΣΤΕΓΑΣΗ

79

Πέρα από ιδιωτική χρήση, το δώμα πολλές φορές αποκτά και δημόσια-κοινόχρηστη δράση, όπως, στο Rockefeller Center, στο Μανχάταν. Ως μια αναβίωση των κρεμαστών κήπων της Βαβυλώνας, το μεγάλο σε έκταση, δώμα μετατρέπεται σε έναν υπερυψωμένο δημόσιο χώρο αναψυχής, με διαδρομές, πλατείες και εγκαταστάσεις, όπως εστιατόρια, καφέ, εκθέσεις, χώρο παιχνιδιών κ.α. Το 1969, η ομάδα ΜΒΜ σχεδιάζει στη Βαρκελώνη το σχολικό συγκρότημα Pineda. Πέρα από το παραδοσιακό προαύλιο στο ισόγειο, δημιουργεί ένα ακόμα προαύλιο-υπαίθριο χώρο παιχνιδιού στο επάνω μέρος του κτηρίου. Το εντελώς επίπεδο και ομοιογενές δώμα σπάει σε μικρότερα κομμάτια, τα οποία συνδέονται με σκάλες και γέφυρες, δημιουργώντας έτσι αυτόνομους χώρους διαφορετικών χρήσεων75. Μια παρόμοια προσπάθεια συναντάμε και στο συγκρότημα κατοικιών στο Elmegade, στην Κοπεγχάγη. Εδώ, οι συνιδιοκτήτες του συγκροτήματος αποφάσισαν, απο κοινού, να ενεργοποιήσουν την οροφή του κτίσματος, με στόχο τη δημιουργία μιας κοινόχρηστης αυλής. Οι JDS architects σχεδιάζουν ένα νέο, υπαίθριο, συλλογικό χώρο για παιχνίδι και ξεκούραση. Ένας τεχνητός πράσινος λόφος από γκαζόν, μια πλατφόρμα προβολής ταινιών, ένας χώρος για μπάρμπεκιου και ένα ξύλινο κατάστρωμα, που προσφέρεται για ηλιοθεραπεία και κοινωνικές συναναστροφές είναι μόνο κάποιοι από τους χώρους, που μπορεί κανείς να συναντήσει στην ταράτσα του συγκροτήματος. «Επιδιώκουμε να βελτιστοποιήσουμε και να αξιοποιήσουμε πλήρως ό,τι ένα κτήριο μπορεί να προσφέρει. Συνήθως, μια στέγη ορίζει το τελικό μέτρο της κάθε κατασκευής. [...] Φανταζόμαστε πόλεις, όπου οι άνθρωποι -και όχι η στέγαση- θα είναι η τελευταία πράξη του περιβάλλοντος»76. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόταση του Toyo Ito, το 1988, για το ιστορικό κέντρο του Τόκυο, που αφορά την ανασύνθεση των δωμάτων της περιοχής. Οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις των δωμάτων (δεξαμενές νερού, δορυφορικά πιάτα, κατασκευές κ.α.) αντικαθίστανται από κοινόχρηστους χώρους, όπως παιδικοί σταθμοί, χώροι άθλησης, παροχές για ηλικιωμένους κ.α.77. Η πρόταση ολοκληρώνεται με ένα δίκτυο κίνησης πεζών, με γέφυρες να ενώνουν τα δώματα μεταξύ τους. Πρόκειται ουσιαστικά, για έναν εναλλακτικό δημόσιο χώρο πάνω από τα κτήρια, με στόχο τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης των κατοίκων με τον υποκείμενο χώρο της πόλης. Τέλος, παραθέτουμε μια διαφορετική, θα λέγαμε, απόπειρα μετασχηματισμού του skyline της πόλης. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα μιλήσουμε για κατοίκηση του χώρου του δώματος, όπως συμβαίνει στα προηγούμενα παραδείγματα, αλλά περισσότερο για μια ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης των, ήδη διαμορφωμένων, δωμάτων με την πόλη. Σε γειτονίες του Μανχάταν, ιδίως στο Soho, συναντάμε πάνω από τα δώματα πύργους νερού από ξύλο ή χάλυβα, απομεινάρια

75 Ό.π., σελ. 186 76 Πηγή: http://jdsa.eu/bir/ (τελευταία επίσκεψη 28/8/2013) 77 Botond Bognar, World Cities Tokyo, Academy Editions, Σιγκαπούρη, 1997, σελ.63


80

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

των πρώτων κατοίκων που εγκαταστάθηκαν εκεί. Ως επακόλουθο, ο χώρος αυτός παραμένει εγκαταλειμμένος και ασχεδίαστος, καθώς είναι δύσκολο, με τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις, να καταστεί κατοικήσιμος. Έτσι, η Rachel Whiteread, Βρετανή καλλιτέχνης, επιλέγει να μην αλλάξει τις παλιές εγκαταστάσεις με νέες, όπως συνέβη στη πρόταση του Ito, αλλά να μετασχηματίσει την υπάρχουσα δομή, με σκοπό να αλλάξει εντελώς το νόημα του αντικειμένου78. Δημιουργεί έτσι, μια νέα δεξαμενή, με πανομοιότυπο σχήμα και όγκο, αλλά από διαφορετικό υλικό. Πρόκειται, για μια ημιδιάφανη κατασκευή, από μεθακρυλικό μεθύλιο, η οποία, ενώ διατηρεί τη μορφολογική ομοιογένεια του τοπίου πάνω από το κτήριο, ταυτόχρονα μετατρέπεται σε ένα νέο, πρωτότυπο τοπόσημο για την πόλη.

78 Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, σελ. 202


ΕΙΚ. 28 Εικαστική παρέμβαση της Rachel Whiteread, Looking up, Νέα Υόρκη, 2002



Γ

Η «ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ» ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ


Η «παχιά τομή» της Αθήνας

ΕΙΚ. 1 Όριο-δώμα

ΕΙΚ. 2 Πολυκατοικία (κτισμένο)

ΕΙΚ. 3 Προϋπάρχον έδαφος


Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Γ1

85

ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝ ΕΔΑΦΟΣ

Δανειζόμενοι την ορολογία του Zήση Κοτιώνη, στο συγκεκριμένο κεφάλαιο αναλύουμε το «παχύ έδαφος»1 της Αθήνας, ως γενεσιουργό δύναμη του δώματος, του ορίου δηλαδή μεταξύ του σωματικού και του αιθέρα. Για μας, η «παχιά τομή» περιλαμβάνει τη μορφολογία της Αττικής γης, το πλούσιο και βαθύ αρχαιολογικό υπόστρωμά της, το έδαφος δραστηριοτήτων που μετατρέπεται σε εκτενή οικοδομικό τάπητα. Τέλος, περιλαμβάνει τη ξεχασμένη μπετονένια πλάκα, το αμήχανο δηλαδή «καπάκι» των πολυκατοικιών, που σήμερα εκκρεμεί και αναμένει, ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω παραγόντων, που δεν αποφάσισαν για την τύχη και το ρόλο του.

1. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΤΤΙΚΗ ΦΥΣΗ «Περπατώντας επάνω σε τούτη τη γη, η καρδιά μας χαίρεται με την πρώτη χαρά του νηπίου την κίνηση μας μέσα στο χώρο της πλάσης, την αλληλοδιάδοχη τούτη καταστροφή και αποκατάσταση της ισορροπίας που είναι η περπατησιά»2 Δημήτρης Πικιώνης,1935 Η πόλη της Αθήνας αναπτύσσεται εντός του Λεκανοπεδίου Αττικής, ενός κυρίως πεδινού γεωγραφικού χώρου στο κέντρο της Αττικής, με ιδιαίτερα και πολύ χαρακτηριστικά γεωμορφολογικά στοιχεία. Όπως θα δούμε και σε επόμενο υποκεφάλαιο, οι εξάρσεις και οι υποχωρήσεις των στοιχείων αυτών, γίνονται εμφανείς ακόμα και σήμερα στην πυκνοδομημένη Αθήνα, μόνο που μεταφέρονται -και τελικά ίσως υπονοούνται-, κάποια μέτρα ψηλότερα από την επιφάνεια του φυσικού εδάφους. Τα βουνά της Πάρνηθας, της Πεντέλης και του Υμηττού περιβάλλουν και ορίζουν το Λεκανοπέδιο, το οποίο νότια, στις ποικιλόμορφες ακτές του, βρέχεται από τον Σαρωνικό κόλπο. Στο εσωτερικό του, διάσπαρτοι λόφοι, -όπως ο Λυκαβηττός, ο λόφος του Φιλοπάππου, του Αρδητού, των Νυμφών, ακόμα και τα Τουρκοβούνια- προσφέρουν θέα και εποπτεία όλων των παραπάνω. Για τον Άγγλο περιηγητή Dodwell, δεν υπήρχε πιο εξαίσια πανοραμική άποψη σε ολόκληρη την Ελλάδα από αυτήν που μπορούσε να δει κανείς στην κορυφή του Υμηττού, Οκτώβρη μήνα, όταν η ατμόσφαιρα είναι διάφανη χωρίς τους υδρατμούς του καλοκαιριού. Ο ίδιος συμπλήρωνε, ίσως λίγο υπερβολικά, ότι η ματιά του παρατηρητή μπορούσε να ταξιδέψει αρκετά μακριά, πέρα από την Αττική, έως τη Βοιωτία,

1 2

Κοτιώνης, Ζήσης, «Το παχύ έδαφος της Αθήνας: Από την πολυκατοικία στην πληθοδομή (multistructure)», στο www. greekarchitects.gr, Δεκέμβριος 2010 (τελευταία επίσκεψη 22/7/2013) Πικιώνης, Δημήτρης, Dimitris Pikionis Architect 1887-1986: A Sentimental Topography, Architectural Association, Λονδίνο, 1989, σελ. 18



Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

87

την Αρκαδία, την Αργολίδα, την Εύβοια και τα νησιά του Αιγαίου3. Σε περίοπτη και σημαντική θέση βρίσκεται ο βράχος της Ακρόπολης των Αθηνών, σύμβολο της δόξας της αρχαίας πόλης, μέσο πολιτιστικής συνέχειας, αλλά και διαχρονικό τοπόσημο-σημείο αναφοράς για τους κατοίκους. Η Αττική θεωρείτο πάντοτε ξερή, με ελάχιστες πηγές και ποτάμια -χαρακτηριστικά είναι ο Κηφισός, ο Ιλισός και ο Ηριδανός-, αλλά πολλά πηγάδια για την κάλυψη των αναγκών. Το γεγονός αυτό έχει προφανώς άμεση σχέση και με τη βλάστηση του τόπου. Με το δέντρο-έμβλημα για την Αθήνα, την ελιά, σημαντικό ρόλο κατέχει η περιοχή του Ελαιώνα, ενώ αλλού συναντάμε αμπελώνες, Βελανιδιές και θάμνους. Το κλίμα και το φως παίζουν το δικό τους ρόλο στη συμπλήρωση του αθηναϊκού σκηνικού: καθαρή ατμόσφαιρα, διαυγής ουρανός, ήπιες θερμοκρασίες, έλλειψη υγρασίας, λευκό, ζεστό και έντονο φως. Όλα τα παραπάνω γεωμορφολογικά και φυσικά στοιχεία αποτελούν συνθετικά κομμάτια του αττικού εδάφους, που σε συνδυασμό με άλλα τοπολογικά και πνευματικά επηρεάζουν και καθορίζουν τις όποιες δράσεις καταγράφονται πάνω ή μέσα σε αυτό.

2. ΟΙ ΣΤΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ Στο κείμενο του Πικιώνη «Γαίας Ατίμωσις» περιγράφονται διάφοροι μύθοι γένεσης της γης γενικά, αλλά και συγκεκριμένα της Αττικής. Την εποχή του μεγάλου κατακλυσμού, ο Δευκαλίων και η Λύρρα στην αναζήτησή τους για άλλους ανθρώπους, ακολούθησαν τις συμβουλές του Δία και δημιούργησαν ένα λαό από λίθους που πετούσαν στο διάβα τους. Αυτός ο δεσμός λίθου (γης) και λαού είναι που θαυμάζει ιδιαίτερα ο Πικιώνης, καθώς προσφέρει ένα στέρεο υπόβαθρο για την εννοιολογία της «πατρώας γης», που επίμονα προσπαθεί να συγκροτήσει στον αρχιτεκτονικό του λόγο και έργο4. Η Αττική γη φαίνεται λοιπόν, ότι δεν είναι ένα επιφανειακό, αδιάφορο υλικό υπόστρωμα, πάνω στο οποίο απλά δραστηριοποιούνται οι Αθηναίοι σήμερα ή παλιότερα. Παρ’ όλο που, όπως θα δούμε παρακάτω, η σχέση μας με το έδαφος και ο τρόπος που το οικειοποιούμαστε και το αντιλαμβανόμαστε σίγουρα αλλάζει ανά τους αιώνες, κανείς δεν αμφισβητεί τη σχέση της πραγματικής και της μυθικής φύσης της ύλης. Η θραυσματική διάσταση του εδάφους έγκειται στις συνεχείς ιστορικές στρώσεις της αρχαίας Αθήνας, που σήμερα καλύπτονται και είτε αφήνουν τα ίχνη τους, είτε

3 4

Κόκκου, Αγγελική, «Ξένοι περιηγητές στην Αττική: Η αττική φύση σε περιηγητικά κείμενα και εικόνες από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα», στην Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, Αθήνα, 1999, σελ. 3 Κοτιώνης Ζήσης, Το ερώτημα της καταγωγής στο έργο του Δημήτρη Πικιώνη, εκδόσεις Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Αθήνα, 1998, σσ. 142-144


88

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

όχι στο τελικό παλίμψηστο του Αττικού εδάφους. Από την αρχαιότητα μέχρι περίπου και τις αρχές του 20ου αιώνα -πριν τη μεγάλη αστυφιλία και την ανάγκη μαζικής στέγασης των προσφύγων-, δημιουργούνται στρώσεις που είναι δύσκολο να αποκωδικοποιηθούν και να ιεραρχηθούν. Προκύπτουν με τυχαιότητα λόγω του πλημμελούς σχεδιασμού και έτσι, συνυπάρχουν και πολλές φορές συγκρούονται μνημεία και ίχνη διαφόρων εποχών (ερείπια από την Αρχαία Ελλάδα, την Τουρκοκρατία, τη Βυζαντινή περίοδο, το νεοκλασικισμό κ.α.)5. Οι διάφορες εγγραφές πάνω και μέσα στο έδαφος, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, αποκαλύπτουν διαφορετικές προθέσεις των ανθρώπινων δράσεων. Ο Vilem Flusser6 διαχωρίζει τις «εν-γραφές», από τις «επί-γραφές», αφού οι πρώτες χαράσσονται κοπιαστικά σε βάθος και οι δεύτερες αποτελούν επιφανειακές, ευκολότερες επιθέσεις. Συνεχίζοντας την παραπάνω θεώρηση, τα ερείπια που βρίσκονται θαμμένα στο βάθος της γης ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, ενώ οι διάφορες κατασκευές-κτήρια που εκ των υστέρων εγκαθίστανται πάνω τους, ανήκουν στη δεύτερη και λιγότερο μόνιμη7. Το αττικό έδαφος σίγουρα χαρακτηρίζεται από τα παραπάνω είδη επεμβάσεων. Είτε μιλάμε λοιπόν για το κρυμμένο παρελθόν, είτε για τις πολυκατοικίες του ’50, που θα αναλύσουμε στη συνέχεια, το σίγουρο είναι πως όταν αναφερόμαστε στο αττικό έδαφος, εννοούμε το σύνολο των τοπολογικών, φυσικών και ιστορικών στοιχείων που το συνθέτουν ως μοναδική ολότητα. Είναι αυτό το έδαφος και ο τρόπος που αυτό γίνεται αντιληπτό, που προσελκύει προσωπικότητες διαφορετικών θεωρήσεων να μιλήσουν γι’αυτό. Είτε πρόκειται για τον Πικιώνη της λαϊκής παράδοσης του τόπου, είτε για τον Le Corbusier του Μοντερνισμού, η Αττική γη με τη μυθολογική και ιστορική της προέκταση εμπνέει το θαυμασμό, αλλά και πληθώρα κειμένων και έργων τέχνης αφιερωμένων σ’ αυτή. Σύμφωνα με τον Κοτιώνη, το πλούσιο και βαθύ εδαφικό υπόστρωμα της Αθήνας είναι το ειδοποιό στοιχείο που τη διαφοροποιεί, αλλά και τη συνδέει με την πραγματική ή φαντασιακή θέσμιση του δυτικού πολιτισμού8. Ο λογοτέχνης Περικλής Γιαννόπουλος, λάτρης της ελληνικότητας, ταυτίζοντας την ελληνική φύση με τον τόπο, αναφέρει: «Η αττική γη είναι ο διδάσκαλος πάσης ωραίας, ελφράς, ιλαράς σοφίας, λεπτοτάτης συναισθήσεως, η ανέφικτος διδάσκαλος της αριστοτεχνίας της γραμμής και του χρώματος, της τελευταίας λεπτότητας γραμμών και αβρότητος χρωμάτων»9.

5 6 7 8 9

Μπούρας, Κωνσταντίνος, «Athens revisited (μέρος 1): Η Αθήνα ειδωμένη μέσα από τα πολλαπλά επίπεδα που συνθέτουν την αστική της μορφή», στο www.greekarchitects.gr, Ιούλιος 2009 (τελευταία επίσκεψη 23/7/2013) O Vilem Flusser (1920-1991), Τσέχος συγγραφέας, φιλόσοφος και δημοσιογράφος, του οποίου το έργο σημαδεύτηκε από τις σκέψεις του Heidegger, την επιρροή του υπαρξισμού και το κίνημα της φαινομενολογίας. Αντονάς, Αριστείδης, «Η εικόνα που κρύβει ό,τι παρουσιάζει: το αττικό τοπίο και η φαντασίωση της απόκρυψης», στα Αρχιτεκτονικά θέματα τ.28, Αθήνα, 2004, σελ. 4 Κοτιώνης, Ζήσης, ΠΕΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΘΗΝΑ, ΑΓΡΑ, Αθήνα, 2006, σελ. 10 Γιαννόπουλος, Περικλής, Η ελληνική γραμμή και το ελληνικόν χρώμα, Λιβάνη, Αθήνα, 1992, σσ. 83-84


Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

89

3. ΤΟ ΑΤΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ – ΠΙΚΙΩΝΗΣ Τα μορφολογικά στοιχεία της Αττικής τοπογραφίας σε συνδυασμό με τις πολλαπλές ιστορικές στρώσεις παρεμβάσεων στο έδαφος, είναι που τελικά δημιουργούν τον τόπο της Αθήνας. Ένας τόπος, που σίγουρα αλλάζει συνεχώς, ως αποτέλεσμα των ανθρώπινων πράξεων και που δημιουργεί κάθε φορά μια ολοκληρωμένη εικόνα τοπίου, όπως γίνεται αντιληπτή από τον καθένα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Σίγουρα, η σχέση μας με το τοπίο είναι υποκειμενική, αλλά παράλληλα είναι πολιτισμικά και ιστορικά προσδιορισμένη, ειδικά όταν πρόκειται για το Αττικό. Αναφερόμαστε στο τοπίο μέχρι τις αρχές περίπου του 20ου αιώνα, που η αρμονική σύμπραξη φύσης και τέχνης πάνω στο επίπεδο του εδάφους ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της Αθήνας. Το Αττικό τοπίο -ως υποκειμενική εστίαση του τόπου-, δεν ήταν απλά μια εικόνα, μια μυρωδιά ή ένας ιδιαίτερος ήχος, αλλά ένας μηχανισμός παραγωγής έντονης πνευματικότητας που σε συνδυασμό με την αόρατη δύναμή του, νοηματοδοτεί την πολιτισμική διάσταση και συνέχεια των Αθηναίων. Λέγοντας «Αττικό τοπίο», ο νους πολλών από μας κατευθύνεται στον Πικιώνη, ο οποίος θεωρούσε το τοπίο, χώρο ιερό και τη φύση, σημαντικό φορέα του πνεύματος του τόπου. Η πίστη του Πικιώνη στην ελληνική γη, την ιστορία και τη μνήμη δεν βασίζεται ούτε σε αφοριστικές απορρίψεις του Μοντέρνου ούτε σε άκριτο τοπικισμό, αλλά στην πεποίθησή του ότι κάθε νέα δημιουργία πηγάζει και εμπνέεται από την ιστορικότητα της γης. Αυτό αποδεικνύεται άλλωστε και από το μεγάλο θαυμασμό που έτρεφε για την Ιαπωνική κουλτούρα και παράδοση, αλλά και άλλες τοπικές τάσεις, κυρίως της Ανατολής, από τις οποίες μελετούσε έννοιες όπως η κλίμακα, η μορφή και τα υλικά διαφόρων στοιχείων. Η ιδιαιτερότητα του έργου του, αναφορικά με το δεσμό γης και κόσμου, είναι ακριβώς στο γεγονός ότι οι αποφάσεις του ιστορικού λαού είναι ήδη ειλημμένες και ο κόσμος που αυτές προδιέγραψαν είναι θαμμένες μέσα στη γη και εντυπωμένες στο τοπίο, κάτι που είναι μη αναστρέψιμο10. Δεν είναι ότι θυσιάζει, ωστόσο, όλα τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά του στοιχεία στο όνομα του τοπικισμού· θα λέγαμε ότι υπάρχει ένας αμοιβαίος σεβασμός και μια απόλυτη ιεράρχηση στο λεξιλόγιό του, το οποίο ναι μεν στέκεται κριτικά απέναντι στο Μοντέρνο κίνημα, -ιδίως τα τελευταία του έργα-, εντούτοις αρνείται να εγκαταλείψει τις προοδευτικές του τάσεις και ιδέες11. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε σύντομα, ένα από τα σημαντικότερα έργα του Πικιώνη, τις διαμορφώσεις του Φιλοπάππου, γύρω απ την Ακρόπολη (1955 -1957), μιας και αποτελεί

10 Κοτιώνης, Ζήσης, Το ερώτημα της καταγωγής στο έργο του Δημήτρη Πικιώνη, σελ. 147 11 Η επιθυμία δημιουργίας μιας «παγκόσμιας κουλτούρας» σε τοπική βάση, αποτελεί βασική επιδίωξη του Κριτικού Τοπικισμού, όρος που χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει την ταυτότητα κάποιων νεότερων «τοπικών» σχολών, που εμφανίστηκαν περίπου την περίοδο του Μοντέρνου κινήματος. Frampton, Kenneth, Μοντέρνα αρχιτεκτονική: Ιστορία και Kριτική, Θεμέλιο, Αθήνα, 2009, σσ. 277, 288


ΕΙΚ. 5 Λεπτομέρεια των διαμορφώσεων του Φιλοπάππου, Δημήτρης Πικιώνης, 1955-1957


Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

91

ίσως τον πιο κατάλληλο επίλογο στην εξύμνηση και στο σεβασμό του Αττικού τοπίου, πριν την επέλαση της μαζικής πολυκατοικίας του ‘50. Πρόκειται για ένα έργο αφήγησης στο χώρο και το χρόνο, που γίνεται φορέας μιας εφήμερης κίνησης του βλέμματος του επισκέπτη-παρατηρητή12. Συνυπάρχει με την Ακρόπολη και την αναδεικνύει, ενώ ταυτόχρονα διακατέχεται από μια εσωτερική δύναμη αποκάλυψης της προϋπάρχουσας, ερειπωμένης μυθικής γης. Αυτός είναι άλλωστε και ο στόχος του αρχιτέκτονα· η υποστασιοποίηση της γης μέσα από τη σχεδόν κυριολεκτική παρουσία της και η μεταφορά της από απλό φόντο σε κύριο θέμα της σύνθεσης και του τοπίου13. Έτσι, ο λαβύρινθος του εδάφους γίνεται αντιληπτός, τόσο με το σώμα, όσο και με τα μάτια, με την αρχιτεκτονική να παίζει το ρόλο του «βάθρου», που μας φέρνει πιο κοντά στην εμπειρία του περίγυρου, δηλαδή στην αντίληψη του αττικού τοπίου. Τα θραύσματα των εδαφικών διαμορφώσεων, των ανθρώπινων μνημείων και της φύσης, συνδυάζονται με οικείες γεωμετρικές αρχιτεκτονικές μορφές. Αυτό είναι που ενεργοποιεί, άλλωστε, και τη συλλογική μνήμη, καθώς οι μορφές είτε λειτουργούν ως υπόβαθρα νέων πράξεων, είτε αποτελούν άμεσες μαρτυρίες του πλούσιου παρελθόντος που κρύβουν κάτω ή υποδεικνύουν στον απέναντι ένδοξο λόφο14. Πρόκειται για ένα έργο που εμπνέεται από το βάθος της γης, εδράζεται πάνω σε αυτή, τη φανερώνει, την ονοματίζει, την περιγράφει και τελικά συμπληρώνοντάς τη, αποτελούν μαζί μια ακόμα εκδήλωση του εδάφους στη θραυσματική του ολότητα· κι όλα αυτά, σε μια εποχή που η τοπολογική διάσταση της πόλης σταδιακά χάνεται και το τοπίο της αλλάζει ή και αλλοιώνεται. «Οι πρώτοι που αναγνώρισαν το αττικό τοπίο ήταν εκείνοι που μετά την κάθοδο τους από τον βορρά αναζήτησαν και βρήκαν έναν τόπο να κατοικήσουν. Αναγνώρισαν, δηλαδή, τις δυνατότητες του τοπίου της Αττικής να προσφέρει ένα τέλος σε μια μακρόχρονη διαδικασία κίνησης. Ένα τέλος, που σημαίνει ταυτόχρονα και την απαρχή της ιστορίας τους»15 Αθανάσιος Σπανομαρίδης, 2012

12 13 14 15

Ό.π., σελ.15 Κοτιώνης, Ζήσης, Το ερώτημα της καταγωγής στο έργο του Δημήτρη Πικιώνη, σελ. 173 Ό.π., σελ. 209 Σπανομαρίδης, Αθανάσιος, διάλεξη: «πόλη και (αστικό) τοπίο: η όψη του τόπου», (20/03/2012)


ΕΙΚ. 6 Παρέμβαση Ζήση Κοτιώνη στο σκίτσο του Δ. Πικιώνη, 2010


Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Γ2

93

Η Π Ο Λ Υ Κ Α Τ Ο Ι Κ Ι Α (T O Χ Τ Ι Σ Μ Ε Ν Ο)

1. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ «ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΟΠΟΙΗΣΗΣ»16 Η Αθήνα, αν και δε συγκαταλέγεται στις πολυπληθέστερες μητροπόλεις του πλανήτη, αποτελεί σίγουρα μια ταχέως επεκτεινόμενη πρωτεύουσα, που μέσα σε μερικές δεκαετίες αύξησε τον πληθυσμό της από λίγες δεκάδες χιλιάδες κατοίκους σε περίπου πέντε εκατομμύρια σήμερα. Δύο σημαντικά ιστορικά γεγονότα του 20ου αιώνα συντέλεσαν στη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της: από τη μία, η έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων μετά την καταστροφή της Σμύρνης και από την άλλη, μεταπολεμικά, το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης17. Ως επακόλουθο της ανάγκης των κατοίκων για στέγαση, παρατηρείται μια πρωτοφανής ανοικοδόμηση. Το αττικό τοπίο του Πικιώνη σταδιακά αλλοιώνεται και αστικοποιείται. Η γη αρχίζει να κατακερματίζεται και να γίνεται εμπορεύσιμη, αποτελώντας τη βάση για τη μελλοντική οικοδομική δραστηριότητα18. Το πρόσφορο έδαφος ενός οικοπέδου μεταφράζεται σταδιακά σε τετραγωνικά, πωλείται, αγοράζεται και μεταπράττεται. Στο 4ο CIAM του 1933, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της πολεοδομικής σύνταξης της «Φονξιοναλιστικής Πόλης», γίνεται λόγος για τις εδαφικές και γεωγραφικές παραμέτρους πολλών Ευρωπαϊκών πόλεων. Ο Στάμος Παπαδάκης19, αναφερόμενος στην Αθήνα, σημειώνει: «Η διαμόρφωσις του εδάφους είναι ομαλή και δύναται να μην απαιτήσει ειδικήν προπαρασκευήν. Το μεγαλύτερον μέρος της εκτάσεως είναι κατάλληλον προς πολεοδόμησιν μετά τας συνήθεις εργασίας ισοπεδώσεως, υπό την προϋπόθεσιν ότι η πόλις δεν θα επεκταθεί μέχρι των λόφων»20. Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι οι Μοντέρνοι αρχιτέκτονες -παρ’ όλο τον καθαρά ωφελιμιστικό τους στόχο για μέγιστη εκμετάλλευση της γης-, ενδιαφέρονται για τα εδαφολογικά δεδομένα και μιλούν για την πόλη συνολικά, μέσα από το υπόστρωμά της21. Η πρότυπη λοιπόν νεοκλασική πόλη του 19ου αιώνα μεταμορφώνεται σε μια νέα μοντέρνα πόλη, όπου η ιδιοκτησία περνάει στις τρείς διαστάσεις. Το αποτέλεσμα είναι η απαρχή της κατεδάφισης και η «πολυκατοικιοποίηση» του κέντρου της Αθήνας. 16 Αίσωπος, Γιάννης, «Ο Ελληνικός δημόσιος χώρος», στα Αρχιτεκτονικά θέματα τ.37, Αθήνα, 2003, σελ. 142 17 Μπίστη, Μαριάννα, Δημοσίου χώρου χρήστες αναζητούνται, επιβλ. καθ. Αριάδνη Βοζάνη και Ανδρέας Κούρκουλας, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2012, σσ. 53,58 18 Rossi, Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, Πετρίδου, Βασιλική (μτφ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 222 19 Ο Στάμος Παπαδάκης (1906-1992) Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους αρχιτέκτονας του Μοντέρνου Κινήματος στην Ελλάδα και ήταν επικεφαλής των νέων αρχιτεκτόνων που συγκρότησαν την ελληνική ομάδα για το 4ο CIAM (Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής) που έγινε στην Αθήνα το 1933. 20 Κοτιώνης, Ζήσης, ΠΕΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΘΗΝΑ, σσ. 37-38 21 Ό.π., σελ. 39


94

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ο κτηριακός τύπος22 της πολυκατοικίας, -η ελληνική εκδοχή του κορμπυζιανού συστήματος DomIno-, λόγω της σχετικά απλής και οικονομικής του κατασκευής, θα καθιερωθεί ως η κύρια αστική τυπολογία, κατά τη διάρκεια της εκρηκτικής ανοικοδόμησης της Αθήνας. Οι πρώτες πολυκατοικίες του Μεσοπολέμου απευθύνονται στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ταυτίζοντας εκείνη την εποχή την πρόοδο με την κατάκτηση «ανέσεων-κομφόρ»23. Τον τύπο αυτόν, που θεωρείται ως η πιο προηγμένη έκφραση εξευρωπαϊσμού που θα μπορούσε να προσφέρει η ελληνική αρχιτεκτονική τότε, διαδέχεται η μαζική πολυκατοικία ως επιτακτική ανάγκη στέγασης, αποτυπώνοντας στην καθ’ ύψος ανάπτυξη της, την κοινωνική διαστρωμάτωση του πληθυσμού. Οι πιο εύποροι κάτοικοι καταλαμβάνουν τους ψηλότερους ορόφους και οι λιγότερο εύποροι τα κατώτερα διαμερίσματα. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι στους ψηλότερους ορόφους είναι τα διαμερίσματα με την ωραιότερη θέα και τις μεγαλύτερες βεράντες, ως αποτέλεσμα της ογκομετρικής υποχώρησης της όψης του κτηρίου. Έτσι, από το 1955 και έπειτα, ο μοντερνισμός κατάφερε να προσεγγίσει τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Σήμερα, η αστική πολυκατοικία αποτελεί το σύμβολο του ελληνικού κατοικείν, αν και μέσα από το ευέλικτο δομικό της σύστημα, προσφέρει αμέτρητες εναλλακτικές προγραμματικές επιλογές (κατάστημα, κατοικία, γραφείο, μπαρ κ.α.). Όπως αναφέρει ο Richard Wooditsch24: «Η Αθήνα δεν διαιρείται σε μονολειτουργικές περιοχές. […] Η κοινωνική υπόσταση των Αθηνών θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτήν των μεσαιωνικών πόλεων, όπου έμποροι και τεχνίτες, πλούσιοι και φτωχοί, νέοι και ηλικιωμένοι, έπρεπε κατά ανάγκην να διαμένουν και να εργάζονται πλάι πλάι»25. Η μονάδα της πολυκατοικίας μετατράπηκε σε αστική, ευέλικτη δομική μονάδα μιας νέας λαϊκής αρχιτεκτονικής, η οποία αποτέλεσε το συλλογικό δοχείο ζωής ή μάλλον το κέλυφος μικρότερων δοχείων ζωής. Σύμφωνα με τον Frampton: «Δεν υπάρχει ίσως άλλη αστική πρωτεύουσα στον κόσμο σαν την Αθήνα, όπου κάποιος μπορεί να βρει μια τόσο πλατιά αποδοχή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η ατελείωτη επανάληψη των αθηναϊκών πολυκατοικιών δημιουργεί τελικά ένα ιδιαίτερα πολιτισμένο επίπεδο αστικής δόμησης»26. Πράγματι, η έντονη οικοδομική δραστηριότητα συνέβαλλε στη διάδοση και την εξέλιξη της μοντέρνας γλώσσας στην ελληνική αρχιτεκτονική,

22 Ο τύπος για τον Άρη Κωνσταντινίδη αποτελεί τον τρόπο ελέγχου του «quality output» του αστικού χώρου και τον τρόπο να τείνει ένα αρχιτεκτόνημα προς μια ολότητα. 23 Φιλιππίδης, Δημήτρης, «Πολυκατοικίες», στο Δραγώνας, Πάνος, και Σκιαδά, Άννα (επιμ.), 13η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής- La Biennale di Venezia: Made in Athens, Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με τη συνεργασία του Προξενείου της Ελλάδας στη Βενετία, Αθήνα, 2012, σελ. 221 24 Ο Richard Woditsch είναι αρχιτέκτων-πολεοδόμος από το Βερολίνο. Η διδακτορική διατριβή του προσδιορίζει τα αντικείμενα που επιτρέπουν τη μετατροπή των χώρων στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας 25 Wooditsch, Richard, «Η ανώνυμη παράδοση της πολυκατοικίας», στο Δραγώνας, Πάνος, και Σκιαδά, Άννα (επιμ.), 13η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής- La Biennale di Venezia: Made in Athens, σελ. 306 26 Frampton, Kenneth, Μοντέρνα αρχιτεκτονική: Ιστορία και Kριτική, σσ. 14-15


Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

95

περισσότερο όμως ως στυλ παρά ως ιδεολογικό πλαίσιο27. Παρότι ακολούθησε ορισμένες βασικές αρχές του μοντέρνου κινήματος, η αθηναϊκή πολυκατοικία αποτέλεσε ουσιαστικά το προϊόν μιας ανώνυμης αρχιτεκτονικής παράδοσης που καθορίστηκε από το σύστημα της αντιπαροχής28. Η εξάπλωση του μοντέλου της πολυκατοικίας έγινε εμπειρικά σύμφωνα με περιορισμούς που έθεσαν οι κατασκευαστικές δυνατότητες και οι πολεοδομικοί κανονισμοί, με αποτέλεσμα οι τυπικές πολυκατοικίες να αποτελούν σήμερα ένα στερεότυπο καμβά τυποποιημένων διαστάσεων (ιδεατό στερεό), υλικών και αρχιτεκτονικών ποιοτήτων.

2. ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΟΚ Η γενική διαμόρφωση του όγκου της πολυκατοικίας -μέγεθος, κάλυψη, αριθμός ορόφων, μορφή κ.α.- καθορίζεται από το Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (ΓΟΚ). Στην ενότητα αυτή, γίνεται μια προσπάθεια προσδιορισμού και ανάλυσης των στοιχείων εκείνων που οδήγησαν στη σημερινή δομή της αθηναϊκής πολυκατοικίας, εστιάζοντας στις αλλαγές που επήλθαν στο ανώτατο όριό της. Οι πρώτοι περιορισμοί παρουσιάζονται το 1919 και αφορούν το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος των κτηρίων, το οποίο ορίζεται από την αναλογία του ύψους προς το πλάτος του δρόμου (12/10). Τότε, εμφανίζεται για πρώτη φορά το ρετιρέ -σε υποχώρηση 4 m από την πρόσοψη- ως επιπρόσθετος όροφος στο μέγιστο ύψος. Πρόκειται για οροφή σε εσοχή ή όροφο σε οπισθοχώρηση, το οποίο βρίσκεται στους τελευταίους ορόφους της πολυκατοικία και ετυμολογικά προέρχεται από το γαλλικό ρήμα «retirer» που σημαίνει απομονώνομαι, αποσύρομαι. Το 1922, εισάγεται η έννοια της ελάχιστης υποχρεωτικής ακάλυπτης επιφάνειας του οικοπέδου, η οποία δεν ξεπερνούσε τα 10 m2. Ο ελεύθερος χώρος (εσωτερικές αυλές, ακάλυπτος), σε σχέση με τον κτισμένο στην κλίμακα του οικοπέδου, αν και δεν ήταν ικανοποιητικός σε έκταση, δικαιολογείτο από την αίσθηση του άπλετου άχτιστου χώρου που υπήρχε στην πόλη μέχρι εκείνη την εποχή. Το 1929 -χρονιά ορόσημο για την εξέλιξη της πολυκατοικίας- ψηφίζεται ο νόμος 3741 «Περί Ιδιοκτησίας κατ’ Ορόφους», ο οποίος θεσμοποιεί τη δυνατότητα κατοχής της οικοδομής από διάφορα πρόσωπα, καθένα από τα οποία μπορεί να έχει στην απόλυτη κυριότητα του ένα μόνο 27 Δραγώνας, Πάνος, «Η ανανέωση του σχεδιαστικού ήθους», στο Δραγώνας, Πάνος, και Σκιαδά, Άννα (επιμ.), 13η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής- La Biennale di Venezia: Made in Athens, σελ. 144 28 Η αντιπαροχή ή θεσμός της αντιπαροχής (ν. 3741/29) -ανταλλαγής γης-οικοπέδων με διαμερίσματα- είναι μέθοδος δόμησης που χρησιμοποιήθηκε έντονα στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Εφαρμόστηκε ως λύση στο οξύ στεγαστικό ζήτημα που προκλήθηκε στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στην Αθήνα, εξαιτίας της τεράστιας συσσώρευσης πληθυσμού σε αυτήν. Η μαζική ανάπτυξη αυτής της διαδικασίας οικοδόμησης παρήγαγε μια μεσαία τάξη όπου το κάθε μέλος της ήταν ταυτόχρονα ιδιοκτήτης, παραγωγός και καταναλωτής του χώρου.


ΕΙΚ. 7 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΓΟΚ)

1919

1929

1955

1973

1985

2012


Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

97

όροφο του κτηρίου, ή απλά ένα διαμέρισμα και όχι το «από κάτω» ή «από πάνω»29. Έτσι, η δραστηριότητα των ατόμων αρχίζει να εξελίσσεται στον οριζόντιο άξονα (στην αγγλική γλώσσα: επίπεδο = flat = διαμέρισμα). Την ίδια περίοδο, ως μια προσπάθεια να ελεγχθεί η ένταξη της πολυκατοικίας στον αστικό χώρο, καθορίζεται ως ελάχιστη μονάδα συγκρότησης της πόλης το οικοδομικό τετράγωνο και εισάγονται τα συστήματα δόμησης (πανταχόθεν ελεύθερο, συνεχές, μικτό κ.α.). Η κατασκευή πολυκατοικιών περιμετρικά από το οικοδομικό τετράγωνο, όπου στο κέντρο του τετραγώνου υπάρχουν μικρές εσωτερικές αυλές (πρώιμοι φωταγωγοί), θα κυριαρχήσει. Μεγάλο ενδιαφέρον δίνεται επίσης στη ρύθμιση των ορίων του κτηρίου από το συνολικό οικόπεδο, στον καθορισμό των επιτρεπόμενων υψών για κάθε όροφο ξεχωριστά, καθώς και στη μορφολογία των προσόψεων και το μέγεθος των έρκερ και των μπαλκονιών. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την περίοδο αυτή, η πολυκατοικία απευθύνεται σε πιο ευκατάστατα κοινωνικά στρώματα και γι’ αυτό κατασκευάζονται με την ανάλογη επιμέλεια30. Όσον αφορά στο δώμα, ο ΓΟΚ του ’29 προβλέπει την ύπαρξη υγρομόνωσης και επιτρέπει την ανέγερση στηρίξεων για τα φυτά (στην περίπτωση που το δώμα πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως κήπος), πάνω από το επιτρεπόμενο ύψος των κτηρίων. Γίνεται με αυτόν τον τρόπο μια προσπάθεια διαμόρφωσης ενός είδους υπερυψωμένης αυλής, που υποκαθιστά τη χαμένη σχέση με το έδαφος. Το 1934, με το «Διάταγμα περί Ύψους Οικοδομών Αθηνών και Περιχώρων» καθορίζεται η ύπαρξη -ή όχι- επιπλέον ορόφου σε εσοχή και προαναγγέλεται η σκαλοπατιαστή δομή των ρετιρέ, που απέκτησε η πολυκατοικία σε επόμενο ΓΟΚ. Ο ΓΟΚ του 1955 προσπάθησε να καθορίσει λεπτομερώς το παραγόμενο «προϊόν» της πολυκατοικίας, δίνοντας προτεραιότητα στον ιδιωτικό έναντι του δημόσιου χώρου. Έτσι, στο ισόγειο των πολυκατοικιών στεγάζεται το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής και ψυχαγωγικής δραστηριότητας, το οποίο μορφολογικά μεταφράστηκε στις στοές και στην απότμηση της γωνίας31. Η διάθεση εκμετάλλευσης μέχρι και του τελευταίου τετραγωνικού εκατοστού γίνεται φανερή από ρυθμίσεις όπως: η μη προσμέτρηση των υπογείων, του δώματος και των προεξοχών της όψης στη συνολική καταμέτρηση, καθώς και η εισαγωγή του συντελεστή κάλυψης, που καθορίζεται στο 70%. Με το ΓΟΚ του ’55 διαχωρίζεται και ο αριθμός των μέγιστων ορόφων σε πρόσοψη, από τον αριθμό των συνολικών ορόφων του κτηρίου, ως αποτέλεσμα της «σκαλοπατιαστής» διαμόρφωσης με τα πολυάριθμα ρετιρέ σε υποχώρηση 2,5 m32. Αν σήμερα η εικόνα των ρετιρέ είναι κοινοτοπία, τη

29 Μαρμαράς, Μανόλης, Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας: η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα, 1991, σσ.16-17 30 Πάσχου, Αναστασία, «Η τυπολογία της Αθηναϊκής πολυκατοικίας», στα θέματα χώρου + τεχνών/design + art in Greece τ.35, Αθήνα, 2004, σελ. 11 31 Ό.π., σελ. 13 32 Ό.π.


98

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

δεκαετία του ’50 προκάλεσε αίσθηση, γιατί ακυρωνόταν ένα από τα τρία στοιχεία της μνημειακής διάρθρωσης ενός κτηρίου, η στέψη33. Την περίοδο αυτή μάλιστα, η ιδιοκτησία διαμερίσματος ρετιρέ αποτελούσε ένδειξη αστικής ευμάρειας, κάτι που σε σημαντικό βαθμό εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα. Η υποχώρηση του όγκου της οικοδομής επέτρεψε στον κάτοικο να απομονωθεί από τα αδιάκριτα βλέμματα και να ξεχάσει ότι βρίσκεται στην πόλη. Έτσι, τα ρετιρέ προσέφεραν στον ένοικο περισσότερη ησυχία, υπαίθριο χώρο για φύτευση και κατά περιπτώσεις καλύτερη θέα. Με αυτόν τον τρόπο, τα διάφορα ρετιρέ εμφανίστηκαν ως ένας ιδιωτικός τρόπος απόδοσης του δώματος του Le Corbusier, στον κτηριακό τύπο της πολυκατοικίας. Όπως και στο διαμέρισμα Beistegui, έτσι και εδώ, ο κάτοικος είχε την αίσθηση ότι δεν βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, αλλά κάπου αλλού, σε μια βίλα -με κήπο, πισίνα και υπαίθριες ψησταριές- αναπαράγοντας συνθήκες προαστιακής ζωής34. Με την αντικατάσταση των εσωτερικών αυλών από φωταγωγούς ελάχιστης υποχρεωτικής επιφάνειας 1,44 m2, οι ελεύθεροι χώροι μικραίνουν και χάνουν την παλιά τους αίγλη. Παράλληλα, στο εσωτερικό των οικοδομικών τετραγώνων, εντείνεται το φαινόμενο του ασυνεχούς και διασπασμένου χώρου. Με την κατασκευή μαντρότοιχου (πρώιμη εκδοχή της μεσοτοιχίας), ως μέσο οριοθέτησης των ιδιοκτησιών, διαλύεται οποιαδήποτε επαφή με τον ένοικο της γειτονικής πολυκατοικίας. Ως επακόλουθο, το εσωτερικό των τετραγώνων -κατακερματισμένο και απροσπέλαστο-, όχι μόνο παρέμεινε ανενεργό, αλλά δεν μπορούσε ούτε καν να φυτευτεί. Η μόνη πια απευθείας επαφή με τον ακάλυπτο γινόταν με τη μεταλλική σκάλα υπηρεσίας, που συνέδεε τη βοηθητική είσοδο της κουζίνας με την ταράτσα, οι οποίες πλέον εξυπηρετούσαν το καθημερινό νοικοκυριό, όπως το πλύσιμο και το άπλωμα των ρούχων. Ο Richard Scoffier35 σημειώνει: «το φαινόμενο αυτό μαρτυρεί την επιβίωση μιας αγροτικής κουλτούρας, όπου η αποθήκη βρίσκεται πάνω από το σπίτι» 36. Παρόλα αυτά, η αισθητή μείωση του πλάτους των εξωστών στο 1 m περιορίζει τις χρηστικές δυνατότητες των κατοίκων, γεγονός που προσδίδει έναν πιο αποθηκευτικό ρόλο και στους εξώστες. Επιπλέον, ο ΓΟΚ του ’55 όρισε λεπτομερώς τις κατασκευές που επιτρέπονται να υπάρχουν στα δώματα όπως: υπόστεγα, κιγκλιδώματα (το πολύ 1,10 m ύψος), ελαφριά διαχωρίσματα μέγιστου ύψους 2 m, καπνοδόχοι, εξαεριστήρες, εγκαταστάσεις ηλιακών συστημάτων, θάλαμοι ανελκυστήρων και απολήξεις κλιμακοστασίων. Τέλος, επιτρέπεται η ύπαρξη μικρών βοηθητικών δωματίων με μέγιστη έκταση 10m2 και ύψος που να μην υπερβαίνει το ανώτατο ύψος της οικοδομής.

33 Φιλιππίδης, Δημήτρης, Μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Μέλισσα, Αθήνα, 2001, σελ. 94 34 Φιλιππίδης, Δημήτρης, «Πολυκατοικίες», σελ. 223 35 Ο Richard Scoffier (1955- ) σπούδασε αρχιτεκτονική και φιλοσοφία. Μέσα από τα κείμενα και τις μελέτες του προ τείνει τη συστηματική θεώρηση ενός ανεστραμμένου κόσμου, όπου οι δημόσιοι χώροι εξαφανίζονται μέσα στην απώλεια κάθε κοινοτικού αισθήματος, και όπου η πιο μυστική μυχιότητα μοιάζει να εκτίθεται ακάθεκτα στην επιστροφή μιας απωθημένης ετερότητας. 36 Δίκας, Νίκος, Τόποι πάνω από την πόλη: η ανάκτηση του συλλογικού, επιβλ. καθ. Σοφία Τσιτιρίδου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2004, σελ. 44


Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

99

Ο ΓΟΚ του 1973, που θεσπίζεται όταν το κέντρο της Αθήνας είναι πια ασφυκτικά κτισμένο και παρατηρείται μια τάση προαστιοποίησης, ναι μεν προσπαθεί να διευθετήσει καλύτερα το ζήτημα των φωταγωγών και του υποχρεωτικού ακάλυπτου, αλλά σε γενικές γραμμές επαναλαμβάνει τον προηγούμενο. Στα δώματα εξακολουθούν να επιτρέπονται κιγκλιδώματα, διαχωρίσματα, καπνοσυλλέκτες, καπνοδόχοι, ενώ για πρώτη φορά επιτρέπεται η κατασκευή πισίνας. Οι απολήξεις κλιμακοστασίων-ανελκυστήρων, με μέγιστο ύψος 2,70 m και τα δωμάτια γενικής χρήσης, με μέγιστο ύψος 4,50m - 5% της επιφάνειας του κτηρίου, μεταξύ 12 έως 50 m2- πρέπει να αποτελούν ένα ενιαίο οικοδόμημα. Οι κατασκευές αυτές πρέπει να είναι τοποθετημένες τουλάχιστον 2,50 m εσωτερικά της πρόσοψης του κτηρίου, ενώ όταν το κτήριο έχει εσοχές 2,50 m εσωτερικά των εσοχών. Σε περίπτωση που οι απολήξεις κλιμακοστασίων-ανελκυστήρων και τα δωμάτια γενικής χρήσης δεν μπορούν να χτιστούν ενιαία, επιτρέπεται η χρήση πέργκολας ύψους 2,70 m, ανοιχτής στην οροφή και στα πλάγια. Ταυτόχρονα όμως, η δυνατότητα εγκατάστασης αλεξικέραυνων και μιας ή και περισσότερων συλλογικών κεραιών λήψης τηλεόρασης/ ραδιοφωνίας, όπως εμφανίζεται στο άρθρο 110, σηματοδοτεί ένα νέο τρόπο χρήσης του δώματος. Με το ΓΟΚ του 1985 δίνεται η δυνατότητα για μεγαλύτερη, φαινομενικά, ελευθερία επιλογών, με την εισαγωγή της έννοιας του «νοητού στερεού» 37. Επιπλέον, οι εξώστες και οι ημιυπαίθριοι χώροι γίνονται ξανά σημαντικοί και εκμεταλλεύσιμοι, με την αισθητή αύξηση τους και τη μη προσμέτρηση τους στη συνολική δόμηση (ελάχιστες διαστάσεις 2,5 x 2,5 m). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εισαγωγή της έννοιας του ενεργού-ενοποιημένου οικοδομικού τετραγώνου, ως απάντηση στον κατακερματισμό του, που όμως δεν εφαρμόστηκε παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Η επαφή του κτηρίου με το έδαφος, η οποία ήταν δεδομένη μέχρι τότε, αλλάζει με την ευρεία διάδοση του pilotis -κυρίως στα προάστια- ως μια μορφή ημιυπαίθριου garage αυτοκινήτων38. Η πολυκατοικία έτσι, απελευθερώνεται από την άμεση επαφή με ανεπιθύμητες οχλήσεις του δρόμου, αναιρώντας την ανάμιξη χρήσεων στην πόλη. Ο αριθμός των ρετιρέ αυξάνεται, με αποτέλεσμα η επιφάνεια της πλάκας του δώματος να γίνεται όλο και πιο μικρή, για να ικανοποιήσει οποιαδήποτε χρήση. Έτσι, το δώμα παραδίνεται στις γνωστές εφήμερες εγκαταστάσεις κεραιών, καπνοδόχων κλπ. Ο Scoffier θεωρεί ότι η παρουσία των εγκαταστάσεων στο χώρο του δώματος μεταφράζεται ως σύμπτωμα της απώλειας του εδάφους ως σημείο αναφοράς39. Στο ΓΟΚ του ’85 μάλιστα, επιτρέπεται για πρώτη φορά η εγκατάσταση διαφημιστικών επιγραφών στις ταράτσες, γεγονός που οδήγησε στη διαστρέβλωση της αθηναϊκής κορυφογραμμής.

37 Το κτήριο σύμφωνα με τον Γ.Ο.Κ τoυ ‘85 μπορεί να τοποθετηθεί με μεγαλύτερη ελευθερία στο οικόπεδο. Με τη νέα αυτή ρύθμιση καθορίζεται ένα «ιδεατό στερεό» μέσα στο οποίο μπορεί να ανεγερθεί το κτήριο. Το περίγραμμα της οικοδομής, πρέπει πάντα να είναι μέσα στα όρια του νοητού στερεού, δίχως να είναι απαραίτητο να εφάπτεται στην οικοδομική γραμμή. 38 Το σύστημα pilotis εμφανίζεται ύστερα από το νόμο Μάνου στο τέλος της δεκαετίας του ’70, ο οποίος υποχρέωνε τις νέες οικοδομές να έχουν μια θέση στάθμευσης για κάθε διαμέρισμα άνω των 50m2. 39 Δίκας, Νίκος, Τόποι πάνω από την πόλη: η ανάκτηση του συλλογικού, σελ. 37


100

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Το μαζικό ξήλωμα των διαφημιστικών πινακίδων αποφασίζεται με τον ΦΕΚ-224/Α/8-10-2001, -εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004- ως μια προσπάθεια βελτίωσης της εικόνας και της όψης της Αθήνας (όπως αυτό τελικά πραγματοποιήθηκε στις πολυκατοικίες γύρω από την πλατεία Συντάγματος). Η προσπάθεια εξωραϊσμού της αθηναϊκής κορυφογραμμής εντατικοποιείται με το ΝΟΚ (Νέος Οικοδομικός Κανονισμός) του 2012, ο οποίος απαγορεύει οριστικά τις εγκαταστάσεις κεραιών, επιτρέποντας μόνο την ύπαρξη καπνοδόχων, αγωγών αερισμού και ηλιακών συστημάτων, πισινών, κιγκλιδωμάτων. Παράλληλα, οι απαιτήσεις για βιοκλιματικό σχεδιασμό ενθαρρύνονται με τη δόμηση φυτεμένων δωμάτων σε νέα και υφιστάμενα κτήρια. Επιτρέπονται χώροι κύριας χρήσης αποκλειστικής ή κοινόχρηστης, μέγιστης επιφάνειας 35 m2, με προϋπόθεση το φυτεμένο δώμα να καλύπτει το 80% της συνολικής επιφάνειας του δώματος, με αναλογία 1 m2 χώρου ανά 5 m2 φύτευσης.

3. ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ Η εικόνα της πόλης καθορίζεται γενικά, από συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως κυκλοφοριακά δίκτυα μεταφοράς, γειτονιές, δημόσιοι χώροι-πλατείες, τοπόσημα και φυσικά όρια. Στοιχεία, τα οποία μετατρέπουν ένα περιβάλλον σε αστικό και προσδιορίζουν ή εμπλουτίζουν την έννοια της αστικότητας στην εκάστοτε πόλη40. Η αστικότητα της Αθήνας και συγκεκριμένα του κέντρου της, γίνεται φανερή κυρίως μέσα από την επαναλαμβανόμενη, χαλαρή, διάχυτη στρώση του κτισμένου, δηλαδή του τύπου της πολυκατοικίας και των παραγόντων που την περιβάλλουν και την καθορίζουν. Η πολυκατοικία λοιπόν -που μας ενδιαφέρει στο πλαίσιο αυτής της εργασίαςκυριαρχεί και η άκριτη επανάληψή της δημιουργεί ένα συνεχές, φαινομενικά ομοιογενές, τεχνητό τοπίο, που ακολουθεί πιστά όλες τις εξάρσεις του αττικού εδάφους41. Ο Δημήτρης Φιλιππίδης γράφει: «η φύση, όπως τη γνωρίσαμε ως έννοια, πέθανε. Τη θέση της πήρε η τεχνητή φύση της μητρόπολης -τώρα πια ως αρχιτεκτονική- η μόνη που μπορεί να αναγνωριστεί σήμερα ως γενεσιουργός τόπος της ύπαρξης μας»42. Έτσι, τα όρια ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό χάνονται, ενώ η πόλη αναγνωρίζεται σαν ένα σύγχρονο τοπίο, με την έννοια του κατασκευασμένου-οικειοποιημένου περιβάλλοντος. Η πόλη, με αυτόν τον τρόπο, γίνεται ένας αμετακίνητος φυσικός σχηματισμός. Η έντονη συναισθηματική προσέγγιση του Πικιώνη για το φυσικό αττικό τοπίο με βάση τη χαρά του απρόβλεπτου, του ανάγλυφου, της κίνησης και τις εναλλαγές της προοπτικής, καθώς και η πολιτισμική συνέχεια με το ιστορικό παρελθόν έχουν πια χαθεί, με τους αρχαιολογικούς

40 Lynch, Kevin, The Image of the City, The MIT Press, Cambridge MA, 1960, σσ. 46-47 41 Αίσωπος, Γιάννης, και Σημαιοφορίδης, Γιώργος (επιμ.), Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη = The contemporary (greek) city, Metapolis Press, Αθήνα, 2001, σελ. 48 42 Φιλιππίδης, Δημήτρης, Ανθολογία κειμένων ελληνικής αρχιτεκτονικής 1925-2002, Μέλισσα, Αθήνα, 2006, σελ. 404


Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

101

χώρους να είναι πια αποκομμένοι από την πόλη43. Το σύγχρονο αστικό αττικό τοπίο έχει διαφοροποιηθεί αρκετά, ως προς τα χαρακτηριστικά του, σε σχέση με το προπολεμικό φυσικό τοπίο, που σιγά σιγά ξεχνιέται. Αν το έδαφος της Αττικής είναι η υποδομή, τότε η ανεγειρόμενη πόλη -μια εκτενής πλάκα από μπετόν- γίνεται η υπερδομή, των νέων δυνατοτήτων και χρήσεων44. Ο Γ. Αίσωπος, στο πλαίσιο της «πολυκατοικιοποίησης», τονίζει ότι η ελληνική πόλη μπορεί να ιδωθεί ως μια κατεξοχήν «ιδιωτική πόλη»45. Το μοτίβο της πολυκατοικίας, που περιγράφει τον απρογραμμάτιστο, τυχαίο χαρακτήρα της πολεοδομικής διαδικασίας, δημιούργησε πολλές, μικρές νησίδες ιδιωτικότητας και έτσι, ο δημόσιος χώρος αντιμετωπίστηκε ως το αναγκαίο περίσσευμα του ιδιωτικού. Η σημερινή ταυτότητα της Αθήνας προσδιορίζεται από την απρόσωπη αρχιτεκτονική της «ιδιωτικής» πολυκατοικίας και με τους ελάχιστους, κατακερματισμένους, δημόσιους χώρους. Η αθηναϊκή αστική κουλτούρα και νοοτροπία υποδεικνύουν ιδιωτική αστικοποίηση, ιδιωτική κατοικία, ιδιωτική χρήση του δημόσιου χώρου και του φυσικού τοπίου46. Με βάση τις απόψεις του Rem Koolhaas για τη «γενική πόλη», ο ελληνικός αστικός χώρος μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει πια μετατραπεί σε ένα σύστημα εσωτερικών χώρων συνδεδεμένων με συστήματα κυκλοφορίας47. Ως επακόλουθο, οι δημόσιοι χώροι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις έντονες απαιτήσεις για συλλογικές παροχές, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των κοινόχρηστων χώρων. Πρόκειται για χώρους, που ανήκουν στην ιδιοκτησία ενός ευρύτερου συνόλου ατόμων και προορίζονται για συλλογική δράση και διάλογο. Είναι το κοινό, μια έννοια πέρα από το δημόσιο και το ιδιωτικό, που ορίζει το δικαίωμα για έναν ελεύθερο, κοινωνικά και πολιτισμικά, χώρο και για από κοινού δραστηριότητες48. Η πολυκατοικία, ως υποδοχέας κατοίκησης πολλών ατόμων κάτω από το ίδιο κέλυφος, διαθέτει τέτοιους χώρους κοινής χρήσης, όπως: τα κλιμακοστάσια-ασανσέρ, ο κήπος, η είσοδος, ο ακάλυπτος, η ταράτσα. Πώς όμως αντιμετωπίζουμε αυτούς τους χώρους; Σίγουρα θα περίμενε κανείς, την εξισορρόπηση της έλλειψης ποιοτικών, δημόσιων χώρων μέσα από τη διαμόρφωση των προσφερόμενων κοινόχρηστων στις πολυκατοικίες. Δυστυχώς όμως, η πολυκατοικία δεν ενσωματώνει, συνήθως, τέτοιες κοινόχρηστες παροχές, με αποτέλεσμα χώροι όπως ο ακάλυπτος ή το δώμα να μένουν ασχεδίαστοι και άγνωστοι για τους ενοίκους49. Σε αυτό, συνέβαλε και ο ΓΟΚ, ο οποίος στην

Αίσωπος, Γιάννης, «Το σύγχρονο αττικό τοπίο», στα Αρχιτεκτονικά θέματα τ.39, Αθήνα, 2005, σελ. 90 Κοτιώνης, Ζήσης, ΠΕΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΘΗΝΑ, σσ. 9-10 Αίσωπος, Γιάννης, «Ο Ελληνικός δημόσιος χώρος», σελ. 142 Αίσωπος Γιάννης, «Μετάλλαξη ταυτότητας», στο Αίσωπος, Γιάννης, και Σημαιοφορίδης, Γιώργος (επιμ.), Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη = The contemporary (greek) city, σελ. 198 47 Δίκας, Νίκος, Τόποι πάνω από την πόλη: η ανάκτηση του συλλογικού, σελ. 46 48 Hardt, Michael και Negri Antonio, Commonwealth, Belknap Harvard University Press, Cambridge M.A, 2009, σελ. 24 49 Δίκας, Νίκος, Τόποι πάνω από την πόλη: η ανάκτηση του συλλογικού, σελ. 46 43 44 45 46


102

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

προσπάθεια του για μέγιστη εκμετάλλευση του χώρου, αύξησε το μέγεθος των διαμερισμάτων, μειώνοντας πολλές φορές αισθητά τους κοινόχρηστους χώρους. Επίσης, η περαιτέρω χρήση των χώρων αυτών δεν ευνοήθηκε από την πρόσβαση σε αυτούς, καθώς είτε δεν αποτελεί προέκταση της πολυκατοικίας είτε παραμένει ασχεδίαστη. Έτσι, οι κοινόχρηστοι χώροι της μέσης, αθηναϊκής πολυκατοικίας, αντιμετωπίστηκαν ως χώροι εναπόθεσης αντικειμένων και μηχανολογικών εγκαταστάσεων, με στόχο την αποφυγή αλλοίωσης της εικόνας του «πολύτιμου» διαμερίσματος. Στην Αθήνα, εδώ και πολλά χρόνια ακόμη και σήμερα, ως συνέπεια του συστήματος της οριζόντιας ιδιοκτησίας, ο κάτοικος νοιώθει την ανάγκη να επέμβει και να δραστηριοποιηθεί σε ένα χώρο, μόνο όταν θεωρεί ότι ιδιοκτησιακά του ανήκει. Σε αντίθετη περίπτωση, το άτομο απαξιώνει κάθε χώρο συλλογικής δράσης, αρνείται να συνδιαλεχτεί με άλλα άτομα και αποξενώνεται. Έτσι, οι κάτοικοι των πολυκατοικιών, αν και ανήκουν σε ένα σύνολο, δεν έχουν καμία επαφή και καμία σχέση μεταξύ τους. Οι Αθηναίοι έμαθαν να αρκούνται στο διαμέρισμα και στο αυτοκίνητο τους, χάνοντας οποιαδήποτε επαφή με τους «γείτονες» του.


ΕΙΚ. 8 Ακάλυπτος-δώμα: πρόσβαση




106

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Γ3

ΤΟ ΔΩΜΑ

1. ΤΟΠΟΣ Ή ΜΗ’ ΤΟΠΟΣ; Αναλύοντας την «παχιά τομή» της Αθήνας στα προηγούμενα υποκεφάλαια (αττικό έδαφος, κτισμένο), καταλήγουμε στην τελευταία πλάκα της πολυκατοικίας και παράλληλα άνω όριο της πόλης. Θα εξετάσουμε λοιπόν αν το δώμα αποτελεί τόπο, μη τόπο ή τελικά ένα είδος χώρου υπό διαπαργμάτευση. O Marc Auge50 αναφέρει: «Εάν ένας τόπος μπορεί να οριστεί ως ο χώρος που χαρακτηρίζεται από κάποια ιστορία, κάποια σχέση ή του αποδίδεται κάποια ταυτότητα, τότε ο χώρος που δεν καθορίζεται ως συγγενικός, ιστορικός και δεν έχει ταυτότητα θα είναι ένας μη-τόπος. […] Οι μη-τόποι αποτελούν έναν κόσμο που έχει παραδοθεί στην απομόνωση και την ατομικότητα, στο φευγαλέο και το εφήμερο. Εάν οι ανθρωπολογικοί χώροι δημιουργούν την οργανική κοινωνία, τότε οι μη-τόποι φιλοξενούν τη συμβατική μοναχικότητα»51. Ο άνθρωπος, ο μοναδικός δηλαδή που μπορεί να προσδώσει νόημα και χαρακτήρα σε έναν χώρο και τελικά να τον μετατρέψει σε τόπο, απουσιάζει σε γενικές γραμμές από τα περισσότερα δώματα της Αθήνας· η εγκατάλειψη και η παρακμή κυριαρχούν. Ακόμα και όταν γίνεται κάποια πολύ πρωταρχική και εφήμερη χρήση του δώματος -όπως άπλωμα των ρούχων- το άτομο δεν αναπτύσσει σχέση ούτε με τον ίδιο το χώρο ούτε με τον υποκείμενο οργανισμό της πολυκατοικίας ή της πόλης, στοιχεία που προφανώς χαρακτηρίζουν τους ουδέτερους μη-τόπους. Επιπλέον, το δώμα δεν χαρακτηρίζεται από ιστορική συνέχεια, καθώς η κάθε εγκατάσταση και η κάθε δράση που λαμβάνει χώρα εκεί έχει μη μόνιμο χαρακτήρα και σε γενικές γραμμές δεν επαναλαμβάνεται, προσδίδοντας μια στατικότητα στο χώρο. Τίποτα δεν αλλάζει ούτε εξελίσσεται, σαν να έχει «παγώσει» ο χρόνος στο σημείο αυτό της πόλης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο των μην τόπων είναι η έλλειψη ταυτότητας, όπως αναφέρει παραπάνω ο Auge. Σ’ αυτό το σημείο είναι ίσως που διαφοροποιείται το δώμα και αδυνατούμε να το κατατάξουμε, χωρίς ενδοιασμούς, στην κατηγορία των μη-τόπων. Σίγουρα, το δώμα δεν ταυτοποιείται από τις διαδικασίες και τα ανθρώπινα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα εκεί, καθώς όπως είπαμε αυτά είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Δεν είναι δηλαδή ο άνθρωπος που θα νοηματοδοτήσει το χώρο αυτόν, μέσα στον οποίο και θα εντάξει τον εαυτό του, διαμορφώνοντας και τη δική του ταυτότητα παράλληλα. Ωστόσο, το δώμα είναι ένα «εν δυνάμει» στοιχείο της Αθηναϊκής αστικότητας που επηρεάζει την ταυτότητα της πόλης συνολικά, έστω και αν δεν υπάρχει η πρόθεση και ο 50 Marc Auge (1935-), Γάλλος ανθρωπολόγος, ο οποίος στο βιβλίο του «Non-Places: Introduction to an Anthropology of Supermodernity» (1995) εισήγανε και εξήγησε την έννοια του μη-τόπου. 51 Auge, Marc, Non Places, An Introduction to an Anthropology of Supermodernity, Verso, Λονδίνο, 1995, σσ. 78-79, 94


ΕΙΚ. 10 Πάρτυ σε δώμα: κατοίκηση ή εφήμερη δράση;


108

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

σχεδιασμός πίσω από αυτό. Είναι ίσως τελικά χώρος με κεραίες, θερμοσίφωνες και διαφημιστικές πινακίδες, των οποίων οι έντονες φορμαλιστικές αναζητήσεις των πυκνώσεων, των αραιώσεων και των εντάσεων εκφράζουν κάποιες τρομερά ενδιαφέρουσες χωρικές σχέσεις, που μόνο εκεί θα συναντήσουμε. Πρέπει να τονίσουμε, πως τα στοιχεία αυτά επηρεάζουν περισσότερα την ταυτότητα της Αθήνας από ψηλά, μιας και κατά τ’ άλλα δεν σχετίζονται σήμερα με τον οργανισμό της πόλης και επομένως με την ταυτότητά του. Πρόκειται λοιπόν, για «αμήχανους», ανεξερεύνητους και προς το παρόν- απομονωμένους χώρους, που δεν μπορούν εύκολα να κατηγοριοποιηθούν ως προς τη φύση τους και που αφήνουν μια υπόσχεση ελευθερίας και δυνατότητας να πλανάται.

2. ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Η άψυχη φύση των δωμάτων και η ταλάντευσή τους μεταξύ τόπων και μη-τόπων δεν τους αναιρεί τη δυνατότητα σύνθεσης ενός πολύ ενδιαφέροντος τοπίου πάνω από την πόλη. Το τοπίο, ως προσωπική πρόθεση ερμηνείας του τόπου με τις αισθήσεις και τις διανοητικές εργασίες του καθενός, στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται αντιληπτό κυρίως μέσω της όρασης. Είναι ένα κομμάτι της πόλης που, όπως είπαμε, σε γενικές γραμμές δεν το βιώνουμε, αλλά το βλέπουμε από τα διάφορα ψηλά σημεία της πόλης και έτσι το ερμηνεύουμε. Για την ανάγνωση του τοπίου αυτού βασιζόμαστε στην κατηγοριοποίησή του σε δύο κλίμακες: το μεμονωμένο δώμα και τα διάφορα σύνολα των δωμάτων52. Το μεμονωμένο δώμα, ως προβολή της πολυκατοικίας ψηλά, σήμερα είναι ένας ανοιχτός χώρος αναξιοποίητος, ένα τυπικό πάτωμα-καπάκι, το οποίο δεν έχει αποφασίσει αν δίνει τον επίλογο της πολυκατοικίας ή αν αναμένει κάτι ακόμα. Άλλωστε, οι αναμονές για την επόμενη πλάκα -ως υπόβαθρο υποδοχής- είναι μια ιδιαίτερα συχνή εικόνα, με σπάνια την ενσωμάτωσή τους στο στηθαίο, όπως είχε προτείνει ο Αντώνης Τρίτσης (Έλληνας πολιτικός και Χωροτάκτης-Πολεοδόμος). Η εικόνα αυτή εμπλουτίζεται από αυθαίρετες, μόνιμες -ή και όχι- κατασκευές των χρηστών, οι οποίες προσπαθούν να καλύψουν τη χωρική ανέχεια της αστικής μονάδας κατοίκησης. Ο Άρης Κωνσταντινίδης, σχετικά με αυτό, αναφέρει: «…κατασκευάζουνε αυτό που πραγματικά τους χρειαζότανε (η ανάγκη γεννάει την καλή μορφή)… Έτσι που όταν το κτίσμα τους ήταν μικρό, να εφεύρουνε έναν τρόπο για να κοιμούνται το καλοκαίρι επάνω στις στέγες, όπου βρίσκανε κάποια δροσιά»53. Άλλωστε, η Αθήνα των δωμάτων έχει προκύψει χωρίς σχέδιο και πρόθεση, είναι τυχαία και βασίζεται στην εφευρετικότητα. Τη ψυχρή και συχνά επιθετική εικόνα των δωμάτων συμπληρώνει το «νεκροταφείο» κεραιών, ηλιακών και άλλων μηχανολογικών εγκαταστάσεων,

52 Δίκας, Νίκος, Τόποι πάνω από την πόλη: η ανάκτηση του συλλογικού, σελ. 27 53 Κωνσταντινίδης, Άρης, Για την αρχιτεκτονική, ΑΓΡΑ, Αθήνα, 1987, σσ. 224-243


ΕΙΚ. 11 Σχέση δωμάτων-τοπόσημων, στην Αθήνα


110

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ενεργών ή και όχι, που τοποθετήθηκαν κάποτε εκεί χωρίς καμία έγκριση της πολυκατοικίας54. Το κοινόχρηστο -που χαρακτηρίζει τις περισσότερες Αθηναϊκές ταράτσες των πολυκατοικιών του ’30 έως το ’70- ταυτίζεται με το ορφανό55. Εξαιρέσεις αποτελούν τμήματα δωμάτων που προορίζονται για ιδιοχρησία ενοίκου ή και μη της πολυκατοικίας, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα. Ολοκληρώνοντας το μεμονωμένο δώμα, αξίζει να σημειώσουμε την ύπαρξη –νόμιμων ή και μη- διαφημιστικών πινακίδων διαφόρων μεγεθών. Ο Μέμος Φιλιππίδης, θεωρώντας τες υποκατάστατα της θέας, σημειώνει: «Αποτελούν οπτικές φυγές για έναν κάτοικο που τις ξεφυλλίζει σαν διαφημίσεις ενός περιοδικού, όπου τα άρθρα σχηματίζονται από επαναλήψεις των ίδιων λέξεων»56. Παράλληλα, το τοπίο των δωμάτων βιώνεται διαφορετικά την ημέρα από ό,τι τη νύχτα, όσον αφορά την προέλευση του φωτός. Ο πρωινός ήλιος διαπερνάει τις σχισμές του δρόμου και φωτίζει την κάτω πόλη, με το δώμα να δέχεται άμεσα όλες τις ακτίνες του ηλίου. Το βράδυ η εικόνα αντιστρέφεται και τα δώματα σκοτεινιάζουν, με τον τεχνητό φωτισμό να επιβάλλεται τώρα από κάτω προς τα πάνω, από τα φανάρια του δρόμου, τα κινούμενα αυτοκίνητα και τα φωτισμένα παράθυρα των πολυκατοικιών57. Μόνη υπόδειξη της κορυφογραμμής πια, οι μεγάλες, φωτεινές, διαφημιστικές επιγραφές. Ανάλογα με το πλήθος των δωμάτων, σχηματίζονται διάφορα σύνολα, όπως το οικοδομικό τετράγωνο, μια περιοχή ή και ολόκληρη η πόλη, μετασχηματίζοντας έτσι την κλίμακα για την οποία μιλάμε. Η επανάληψη του τύπου της πολυκατοικίας και επομένως της κατάστασης των δωμάτων σχεδόν σε όλη την έκταση της Αττικής, δημιουργεί ένα συνεχές και φαινομενικά ομοιογενές γκρίζο «χαλί». Η αττική τοπογραφία, σε συνδυασμό με την πυκνή αυτή δόμηση συγκροτούν τη νέα υπερκείμενη αστική τοπογραφία, δημιουργώντας μια νέα κορυφογραμμή στην πόλη και ένα σύνολο επιπέδων, που δυνητικά δημιουργούν ένα νέο έδαφος, όπως θα αποδείξουμε στη συνέχεια. Το μέγεθος της ιδιοκτησίας, το πλάτος του δρόμου, το ύψος των πολυκατοικιών και τελικά το σύστημα δόμησης παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του τοπίου πάνω από την πόλη, ανάλογα με την περιοχή58. Σ’ αυτό, προσθέτουμε και τη νοοτροπία, την οικονομική κατάσταση και τις συνήθειες-ανάγκες των χρηστών της υποκείμενης πολυκατοικίας. Το τοπίο πάνω από την πόλη εναλλακτικά μπορεί να χαρακτηριστεί και ως κοσμικό, μιας και το δώμα αποτελεί το όριο που χωρίζει κατακορύφως το σωματικό από το ουράνιο, το υλικό από το

54 Στράτου, Αλεξάνδρα, «Ταράτσες, η Πέμπτη όψη της Αθήνας», στο Γνώμες, NEWS247, Αθήνα, Ιούλιος 2012 (τελευταία επίσκεψη 22/8/2013) 55 Ό.π. 56 Φιλιππίδης, Μέμος, «Καρτ-ποστάλ από την Αθήνα», στο Αίσωπος, Γιάννης, και Σημαιοφορίδης, Γιώργος (επιμ.), Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη = The contemporary (greek) city, σσ. 198-199 57 Παπαιωάννου, Τάσης, «Η απάνω και η κάτω πόλη», στην Ελευθεροτυπία, 19 Μαΐου, Αθήνα, 2010, σελ. 13 58 Δίκας, Νίκος, Τόποι πάνω από την πόλη: η ανάκτηση του συλλογικού, σελ. 35


Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

111

άυλο59. Βασιζόμαστε στον ορισμό που δίνει η Θεανώ Τερκενλή60: «κοσμικά τοπία ονομάζονται οι οριζόντιες εκτάσεις που πλαισιώνονται από τον ουρανό και χαρακτηρίζονται από την αίσθηση του απείρου. Μια μορφή ρυθμού είναι η ομοιοκαταληξία στο τοπίο, επαναλαμβανόμενες συσχετίσεις που συνδέουν μέρη του τοπίου σε ένα όλο. […] Άδειοι χώροι δεν είναι αυτοί που δεν έχουν τίποτα μέσα, αλλά αυτοί που χαρακτηρίζονται από απουσία σχέσεων στο τοπίο»61. Το δώμα λοιπόν, ως ένας ενδιάμεσος χώρος, μεσολαβεί, για την επικοινωνία με ένα ευρύτερο περιβάλλον πιο ρευστό και χαοτικό. Αποτελεί το μοναδικό ίσως μέσο της πυκνοδομημένης πόλης, στο οποίο μεταβαίνει κανείς από την ανθρώπινη κλίμακα στην κοσμική, την αιθέρια.

3. ΤΑ «ΑΛΛΑ» ΔΩΜΑΤΑ Υπάρχουν όμως και τα άλλα -τα εναλλακτικά- δώματα της Αθήνας. Μπορεί να είναι σχετικά λίγα και δύσκολο να τα βρεις όταν περιδιαβαίνεις την πόλη, αλλά σίγουρα αξίζει να τα αναφέρουμε ως προσπάθειες οικειοποίησης και τελικά νοηματοδότησης, κατά κάποιον τρόπο, της τελευταίας πλάκας της πολυκατοικίας. Φυσικά, τις περισσότερες φορές στόχος είναι το κέρδος μιας ιδιωτικής εταιρίας-κατόχου και όχι η βελτίωση του τρόπου ζωής και οργάνωσης της πολυκατοικίας και κατ’ επέκταση της πόλης. Μια από τις πιο γνωστές και οικολογικά προωθημένες προτάσεις αποτελούν τα φυτεμένα δώματα. Με τις ρίζες τους στις μεσαιωνικές και αναγεννησιακές επαύλεις της Ιταλίας, αλλά και σε μοναστηριακά συγκροτήματα της Γαλλίας, στα νεότερα χρόνια πρωτοεμφανίστηκαν κάποιες δεκαετίες πριν στην Γερμανία, καλύπτοντας σήμερα περίπου το 15% των στεγών στις περισσότερες γερμανικές πόλεις. Στην Αθήνα του σήμερα -που μας αφορά εδώ- δεν συναντάμε συνολικά σε αριθμό πάνω από σαράντα τέτοια δώματα, που βρίσκονται διάσπαρτα κυρίως στο κέντρο της πόλης62. Τα οφέλη της «πράσινης» ταράτσας είναι αισθητικά (μετατροπή ενός εγκαταλειμμένου δώματος σε κήπο), οικονομικά (μείωση της κατανάλωσης ενέργειας των συσκευών), αλλά κυρίως περιβαλλοντικά (βελτίωση της ποιότητας της ατμόσφαιρας, φιλτράρισμα της σκόνης κ.α.). Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί, πως η συντριπτική πλειονότητα αυτών των εναλλακτικών δωμάτων ανήκει σε ιδιώτες, οι οποίοι είτε έχουν στα χέρια τους την ιδιοχρησία63 ολόκληρου ή τμήματος της 59 Κοτιώνης, Ζήσης, «Το παχύ έδαφος της Αθήνας: Από την πολυκατοικία στην πληθοδομή (multistructure)» 60 Η Θεανώ Τερκενλή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το ζήτημα της πολιτισμικής μεταβλητότητας της σύγχρονης αστικής κοινωνικής και οι έννοιες της πολιτισμικής ταυτότητας, του τόπου, της οικιακότητας και του συνδέσμου με τον τόπο στη γεωγραφική σκέψη απασχολούν συχνά το επιστημονικό της έργο. 61 Τερκενλή, Θεανώ, Το πολιτισμικό τοπίο: Γεωγραφικές προσεγγίσεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1996, σσ. 103-104 62 «Φυτεμένες ταράτσες: εξοχή πάνω από την πόλη», στο www.lifo.gr/mag, Ιούνιος 2009 (τελευταία επίσκεψη 20/8/2013) 63 Ιδιοχρησία: η αποκλειστική χρήση ενός πράγματος που αποτελεί περιουσιακό στοιχείο από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη του


ΕΙΚ. 12 Μουσική στο δώμα, με θέα την Ακρόπολη

ΕΙΚ. 13 Το δώμα του BIOS


Γ Η ΠΑΧΙΑ ΤΟΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

113

ταράτσας, είτε είναι ιδιοκτήτες του τελευταίου οροφοδιαμερίσματος της πολυκατοικίας, είτε τέλος ολόκληρου του κτίσματος. Μια τάση που άνθισε ιδιαίτερα, την προηγούμενη δεκαετία, στην Αθήνα είναι αυτή της κατασκευής πισίνας σε όποιο μέρος του κτηρίου αυτή «χωράει»· και όταν μιλάμε για το ασφυκτικά χτισμένο κέντρο της πρωτεύουσας, ένας χώρος που σίγουρα ενδείκνυται είναι αυτός του δώματος. Παρ’ όλο που πάντα οι βασικότεροι υποψήφιοι ενδιαφερόμενοι είναι τα ξενοδοχεία, εντοπίζουμε και περιπτώσεις πολυκατοικιών κυρίως σε περιοχές όπως το Κολωνάκι, το Μεταξουργείο κ.α. Το είδος δώματος που εξυπηρετεί κατ’ εξοχήν ωφελιμιστικούς σκοπούς ιδιωτών και είναι το πιο διαδεδομένο στην Αθήνα, είναι αυτό της ταράτσας «εστιατόριο-μπαρ». Ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό σύμβολο της σύγχρονης αστικής ζωής και ο πιο συνηθισμένος τρόπος διασκέδασης και κοινωνικής συνεύρεσης των σύγχρονων Αθηναίων δίνει ζωή σε πολλές ταράτσες κυρίως στο Γκάζι, το Θησείο, το Κολωνάκι, τους Αμπελόκηπους, το Χαλάνδρι κ.α. Με τις θέες της Ακρόπολης, του Λυκαβηττού, αλλά και των φωτισμένων -το βράδυ- δρόμων της Αθήνας να είναι πιο σημαντικοί από την ποιότητα του ίδιου του εστιατορίου-μπαρ, οι ταράτσες αυτές ειδικά το καλοκαίρι γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλείς χώροι στην πόλη. Στον ίδιο τομέα της ψυχαγωγίας ανήκουν και οι θερινοί κινηματογράφοι, που συχνά τους συναντάμε σε δώματα της πόλης, σε περιοχές όπως το Θησείο, τους Αμπελόκηπους, τη Νέα Σμύρνη, την Αργυρούπολη, αλλά και αλλού. Θεατρικοί, εναλλακτικοί θίασοι περιοδεύουν επίσης σε τέτοιους χώρους, αναδεικνύοντας το δικό τους γεωγραφικό τοπίο της πόλης μέσα από την παράσταση. Αναφέρουμε, τέλος, κάποιες ενδεικτικές αρχιτεκτονικές προτάσεις-λύσεις για το χώρο των δωμάτων, οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε σχέση με την τυποποιημένη μονάδα κατοίκησης της Αθήνας. Οι Τάσος και Δημήτρης Μπίρης σχεδιάζουν, το 1977, την πολυκατοικία στο Πολύδροσο Χαλανδρίου, όπου εκφράζεται ο πολυεπίπεδος προβληματισμός τους για τη σχέση της αρχιτεκτονικής με τους χρήστες της και κυρίως με την πόλη. Στη μικρής κλίμακας «Unite»64, όπως την αποκαλούν, κυρίαρχο ρόλο παίζουν ένα σύστημα υπαίθριων και ημιυπαίθριων αυλών, ταρατσών, και μπαλκονιών, σε όλους τους ορόφους και τα δώματα. Στόχος είναι η ισορροπία ανάμεσα στην αυτονομία και την ιδιωτικότητα των μονάδων κατοίκησης, με θέες προς το εξωτερικό, αλλά και το εσωτερικό. Τόσο οι κοινόχρηστοι χώροι, όσο και το δώμα με το χωροδικτύωμα εκφράζουν μια χαλαρή σχέση κτισμένου και αστικού περιβάλλοντος65. Με κεντρικό θέμα την Αθήνα και τη διερεύνηση του αρχέτυπου της πολυκατοικίας, ο Lingxiao Zhang, στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής του εργασίας, ανασχεδιάζει τμήμα της περιοχής του 64 Κονταράτος, Σάββας (επιμ.), Αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα: Ελλάδα, Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, Αθήνα, 2000, σελ. 226 65 Δίκας, Νίκος, Τόποι πάνω από την πόλη: η ανάκτηση του συλλογικού, σσ. 84-85


114

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Κεραμικού και του Μεταξουργείου. Στην εργασία του με τίτλο «Poly-Roof-Katoikia», προτείνει την αξιποίηση των αθηναϊκών δωμάτων, μέσα από τη δημιουργία κοινόχρηστης υπερκατασκευής, στην κορυφή των πολυκατοικιών66. Με την κατασκευή μιας σειράς από μεγαδομές, τοποθετημένες πάνω από τα δώματα των πολυκατοικιών πολλών οικοδομικών τετραγώνων, τα δώματα ενώνονται και μετατρέπονται σε μια μεγάλη γειτονιά για τους ενοίκους. Στόχος του είναι η ενίσχυση της αστικής δομής, λόγω της «πιξελοποίησης» που επέφερε η πολυκατοικία και ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης των ενοίκων μεταξύ τους, αλλά και του καθενός με το γύρω αστικό τοπίο. Στο πλαίσιο αρχιτεκτονικού διαγωνισμού ιδεών του ΥΠΕΧΩΔΕ το 2008 με θέμα τα δώματα, ο Αριστείδης Αντονάς αποσπά το πρώτο βραβείο. Ο ίδιος εξηγεί: «Η μελέτη εισηγείται τη δημιουργία μιας επίπεδης πλατφόρμας, ενός μεταλλικού καμβά στις ταράτσες της Αθήνας, ο οποίος θα διαμορφώσει ένα ακατοίκητο περιβάλλον σε ένα τοπίο με αξία»67. Ουσιαστικά, πρόκειται για 10 πολυκατοικίες δύο οικοδομικών τετραγώνων, που ενοποιούνται στο επίπεδο των δωμάτων τους, συνθέτοντας βιοκλιματικά στέγαστρα στην οροφή, με τη χρήση συγκολλημένων σχαρών από την «κάτω» πόλη68. Ανάλογα με την εκάστοτε ρυμοτομία, προβλέπονται και γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των δωμάτων. Μέσα από την ενιαία παρέμβαση σε μια σειρά από πολυκατοικίες προτείνεται ένας νέος τρόπος διαχείρισης της ιδιοκτησίας των δωμάτων, με στόχο τη δημιουργία ενός τόπου συνάντησης των ενοίκων, μιας κοινόχρηστης αυλής. Τέλος, αναφέρουμε την ομάδα «ΑΣΤΙΚΟ ΚΕΝΟ»69, η οποία στις 4 Δεκεμβρίου του 1999 με τη «δράση των Ταρατσών», πρότεινε την προσωρινή διαμονή των μελών της, αλλά και άλλων πολιτών σε χώρους του δώματος στο κέντρο της Αθήνας. Ταυτόχρονα, προβάλλεται σε ζωντανή σύνδεση οι παραμονές άλλων ομάδων σε διαφορετικές ταράτσες, όπου οι συμμετέχοντες συνομιλούν, παρατηρούν τα γύρω ή και χορεύουν70.

66 Issaias, Platon, και Aureli, Pier Vittorio και Giudici, Maria, «From Dom-ino to Polykatoikia», στο Domus τ.962, Ιταλία, 2012, σελ. 76 67 Χαράμη, Στέλλα, «Βιοκλιματικά μπλοκ στην οροφή της πόλης», στον Ελεύθερος Τύπος, 20 Δεκεμβρίου, Αθήνα, 2008, σελ. 8 68 Ό.π. 69 Η ομάδα «ΑΣΤΙΚΟ ΚΕΝΟ» αποτελείται από μια ομάδα αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών, που δραστηριοποιούνται από το 1998 πραγματοποιώντας δράσεις κυρίως σε εγκαταλελειμμένα-ανολοκλήρωτα σημεία της Αθήνας. 70 «ΑΣΤΙΚΟ ΚΕΝΟ 6 –Ταράτσες» στο http://urbanvoidathens.wordpress.com, Δεκέμβριος 2008 (τελευταία επίσκεψη 28/7/2013)


ΕΙΚ. 14 A. Αντονάς, Athens terrace works, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ΥΠΕΧΩΔΕ 2008

ΕΙΚ. 15 Διεθνής, φοιτητικός διαγωνισμός για το σχεδιασμό των δωμάτων



Δ

ΔΩΜΑ: ΤΟ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ



Δ ΔΩΜΑ; ΤΟ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Δ1

119

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Ο σημερινός κόσμος των δωμάτων αποτελεί ένα ανεξερεύνητο, αλλά πολλά υποσχόμενο πεδίο δράσης, ένα «εν δυνάμει» έδαφος για την πόλη, το οποίο όμως, προς το παρόν έχει «παγώσει» στο χρόνο. Ο ρόλος τους έχει ταυτιστεί με διάφορες δευτερεύουσες χρήσεις, τα ίχνη των οποίων είναι εμφανή, αλλά που δεν επαναλαμβάνονται και που δεν επηρεάζουν τη ζωή και την εξέλιξη της υποκείμενης πολυκατοικίας και κατ’ επέκταση της πόλης. Ποιά είναι, λοιπόν, τα βασικά γνωρίσματα αυτών των χώρων, που μας επιτρέπουν να τους παραλληλίσουμε με έδαφος δραστηριοτήτων και γιατί μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί η διάρκεια αυτών των δράσεων και άρα, η κατοίκηση της «πάνω» Αθήνας; Και τελικά, ποιά είναι εκείνα τα «κρυμμένα» χαρακτηριστικά και οι δυνατότητες, που αν τις εντοπίσουμε, θα αντιληφθούμε την αξία των δωμάτων και την ανάγκη για συνεχή δραστηριότητα πάνω σε (ή πάνω από) αυτά; Αν και ο Le Corbusier θεωρεί δεδομένο για τα επίπεδα δώματα -που ο ίδιος όρισε επίσημα- τον παραπάνω παραλληλισμό με το έδαφος, ως πεδίο επαναλαμβανόμενης δράσης, εμείς οφείλουμε να εξετάσουμε και να διαπιστώσουμε, αν η ταράτσα της ελληνικής εκδοχής του συστήματος Dom-Ino πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.

1. ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΕΔΑΦΟΥΣ, ΣΤΟ ΔΩΜΑ Στα προηγούμενα κεφάλαια, μεταξύ άλλων, έγινε λόγος για την ευρεία έννοια του φυσικού εδάφους, τις διάφορες συνιστώσες του και τις ποικίλες ιδιότητές του. Αναλύσαμε τα χαρακτηριστικά εκείνα, που ένα οποιοδήποτε επίπεδο ή κομμάτι γης το καθιστούν έδαφος προς οικειοποίηση, δράση και τελικά κατοίκηση. Κρίνεται λοιπόν σκόπιμο, αρχικά, να εντοπίσουμε και να εξετάσουμε, αν το υπερυψωμένο επίπεδο δώμα της Αθήνας έχει πράγματι τις πρωταρχικές προϋποθέσεις και τα βασικά στοιχεία εκείνα του οικειοποιημένου φυσικού εδάφους -ή ορισμένα-, που επιτρέπουν την αρχική δράση πάνω σε αυτά. Δράσεις -προς το παρόν- στιγμιαίες και εφήμερες, αλλά που αν εντοπίσουμε και τις υπόλοιπες «κρυμμένες» δυνατότητες των δωμάτων, θα δημιουργηθεί μελλοντικά ένα νέο, ολοκληρωμένο έδαφος κατοίκησης για τη σημερινή πόλη. Ένα έδαφος με την έννοια της δημιουργίας καταστάσεων και επαναλαμβανόμενων ανθρωπίνων δραστηριοτήτων πάνω σε αυτό, που τελικά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι και συνέχεια του πολιτισμού. Η έννοια του επίπεδου δώματος, επί μοντερνισμού, ταυτίστηκε με τη βατή απόληξη, που μπορεί να φέρει λειτουργίες, λόγω γεωμετρικών χαρακτηριστικών και μορφής1. Έτσι και η ταράτσα της 1

Conrads, Ulrich, Programs and Manifestoes on 20th Century Architecture, The MIT Press, Cambridge MA, 1977, σσ. 99-100


120

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

σύγχρονης πολυκατοικίας αποτελεί ένα οριζόντιο επίπεδο, στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να πατήσει, να σταθεί και τελικά να εκφέρει λόγο. Τα μορφολογικά αυτά χαρακτηριστικά καλύπτουν μια πολύ βασική προϋπόθεση, για να ακολουθήσει οποιουδήποτε είδους δράση, έστω και εφήμερη, όπως δηλαδή συμβαίνει σήμερα. Παρ’ όλο που τα σύγχρονα δώματα της Αθήνας δεν έχουν κατοικηθεί και βιωθεί ως τόποι, σίγουρα σηματοδοτούνται από συγκεκριμένες χρήσεις. Οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις, οι κεραίες και οι μπουγάδες των ρούχων παράγουν έντονες και ενδιαφέρουσες χωρικές σχέσεις, ακόμα και αν προέκυψαν τυχαία. Η απλή και ανολοκλήρωτη μορφή του σύγχρονου, μπετονένιου «καπακιού» επιτρέπει τη φαντασίωση πολλών ειδών καταστάσεων και επεμβάσεων πάνω σε αυτό, από κοινωνικές συναναστροφές μέχρι κάποια ενδεχόμενη οικοδομική κατασκευή. Όπως δηλαδή και στο φυσικό επίπεδο του εδάφους, που όταν ο άνθρωπος μπορεί να διαπραγματευτεί την επιφάνειά του, τότε το οικειοποιείται, ζει πάνω σε αυτό και το προσαρμόζει στις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως και στις δύο περιπτώσεις που εξετάζουμε (φυσικό έδαφος-δώμα) δεν πρόκειται για μια λεπτή, επιφανειακή επιδερμίδα που «αιωρείται», αλλά για ένα επίπεδο με βαθιά τομή, δηλαδή με «υπέδαφος», που είτε είναι άψυχο και υλικό είτε, στην περίπτωση της Αθήνας, ζωντανό (ζώσα πόλη). Το βατό, λοιπόν, φυσικό έδαφος και η εξίσου βατή, παράλληλη με αυτό οριζόντια προβολή της πολυκατοικίας, το δώμα, αποτελούν, επιπλέον, δύο καταστάσεις εξίσου εκτεθειμένες στο φώς, τις καιρικές συνθήκες και το κλίμα γενικότερα2. Οι φυσικές αυτές δυνάμεις, που δρουν πάνω σε ένα χώρο, αποτελούν, κατά τον Πικιώνη, τη μια από τις δύο κατηγορίες, οι οποίες σε συνδυασμό με την ανθρώπινη δράση, μετατρέπουν το χώρο σε τόπο μοναδικό. Μιας και το τελευταίο στοιχείο του τόπου απουσιάζει προφανώς ως ολότητα από τα δώματα, αφού σπανίζει η επαναλαμβανόμενη και συνεχής παρέμβαση, προς το παρόν μιλάμε απλά για χώρο με γεωμετρικά χαρακτηριστικά και «παγωμένα» ανθρώπινα ίχνη. Για ένα δηλαδή «δοχείο ζωής», που αν και σήμερα απουσιάζει ο άνθρωπος που θα το ενεργοποιήσει, σίγουρα υπάρχουν τα υλικά στοιχεία, ώστε να τον προσελκύσουν και σε συνδυασμό με άλλα «κρυμμένα» να τον «κρατήσουν» εκεί.

2. ΓΙΑΤΙ, ΩΣΤΟΣΟ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΤΟΙΚΗΘΕΙ ΩΣ ΤΩΡΑ? Οι παραπάνω αντιστοιχίες δώματος-φυσικού εδάφους μας οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι πράγματι, το υπερυψωμένο επίπεδο της αθηναϊκής ταράτσας έχει κάποια χαρακτηριστικά και προϋποθέσεις που το δυνητικοποιούν -κυρίως μορφολογικά- ως «εν δυνάμει» έδαφος. Μπορούμε, όμως να διαπιστώσουμε, ότι τα στοιχεία αυτά δεν αρκούν, καθώς δεν εξασφαλίζουν την

2

Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, Gustavo Gili, Ισπανία, 2005, σελ. 78


Δ ΔΩΜΑ; ΤΟ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

121

επαναλαμβανόμενη δράση και τη συνεχή ζωή στο χώρο αυτό. Ποιά στοιχεία, λοιπόν, απουσιάζουν και δυσκολεύουν τη διαδικασία της κατοίκησής της «πάνω» πόλης; Θα εντοπίσουμε τα χαρακτηριστικά και τους λόγους για τους οποίους, το δώμα της Αθήνας παραμένει μέχρι και σήμερα ανεξερεύνητο, παραμελημένο και έρμαιο εφήμερων ή και μηδαμινών πράξεων πάνω σε αυτό. Μπορεί ο Le Corbusier να αποκολλήθηκε από το έδαφος, με στόχο να αποκαταστήσει τη σχέση με αυτό στο σχεδιασμένο, υπερυψωμένο επίπεδο του δώματος της Unite ή της Savoye, η λαϊκή όμως εκδοχή της αθηναϊκής πολυκατοικίας των εργολάβων, απλά αδιαφόρησε για το θέμα αυτό. Ο ημιτελής χώρος του δώματος της Αθήνας δεν έχει προβλεφθεί ή σχεδιαστεί, έχει απλά προκύψει, ως «καπάκι» της πολυκατοικίας και όχι ως ηθελημένη προέκτασή της. Οι χωρικές σχέσεις που δημιουργούνται στο χώρο αυτό, δεν έπονται της νοητικής προσπάθειας του ανθρώπου να προσανατολίσει τα γεωμετρικά στοιχεία προς την ανθρώπινη κλίμακα και έτσι, αφήνει ανολοκλήρωτη τη διαδικασία οικειοποίησης του δώματος. Η αμήχανη αυτή κατάσταση, λοιπόν, δεν ευνοεί τον προσδιορισμό της χρήσης, αλλά και του ρόλου του δώματος, ώστε να προσελκύσει τελικά το σύνολο των ενοίκων, με τρόπο συνεχή και επαναλαμβανόμενο. Ακόμα και η ίδια η δομή της υποκείμενης πολυκατοικίας φαίνεται να αδιαφορεί για την απόληξή της, καθώς δεν δίνεται έμφαση στην εύκολη πρόσβαση σε αυτή και τελικά στην επικοινωνία με το ζωτικό «κάτω». Η οριακού πλάτους σκάλα, που οδηγεί στο δώμα και που έχει ως στόχο, να εξοικονομηθούν τετραγωνικά για τα ιδιωτικά διαμερίσματα, ακόμα και η ύπαρξη πόρτας για την είσοδο στην ταράτσα, συγκρούονται, κατά κάποιον τρόπο, με το πρότυπο Dom-Ino, του οποίου βασική αρχή ήταν η ισάξια, καθ’ ύψος κίνηση ανάμεσα στα επίπεδα και η σχέση δώματος-φυσικού εδάφους. Η ιδιωτική νοοτροπία που έχει αναπτύξει ο Αθηναίος -και γενικότερα ο Έλληνας- τα τελευταία 60 περίπου χρόνια, σύμφωνα με την οποία μεριμνεί μονάχα για ό,τι εντάσσεται στη σφαίρα του διαμερίσματός του, τον καθιστούν αδιάφορο για την αναγνώριση της σημασίας και του ρόλου του συλλογικού στην πόλη. Έτσι και για τα δώματα, ο σύγχρονος κάτοικος δεν έχει εμβαθύνει στη φύση και τη λειτουργία τους, καθώς δεν αντιλαμβάνεται ότι τον αφορούν και επηρεάζουν τη ζωή του, κάτω από αυτά. Στην «ιδιωτική» αστική μονάδα της Αθήνας, η ζωή εξελίσσεται σε επάλληλα, ανεξάρτητα επίπεδα (το επίπεδο του δρόμου και των εμπορικών λειτουργιών, το επίπεδο της κατοικίας, το επίπεδο του δώματος). Όταν ο ένοικος της πολυκατοικίας δεν γνωρίζει τον διπλανό του και επομένως τις ανάγκες του, αδιαφορεί για την ανάπτυξη σχέσεων με αυτόν και για μια, από κοινού, έκφραση της κοινότητας σε ένα συλλογικό χώρο, όπως το δώμα. Σηματοδοτώντας κατακόρυφα το τέλος της συνεχούς δράσης, ο άνθρωπος αρκείται, γενικά και αόριστα, στην ύπαρξη βοηθητικών λειτουργιών στην «ανώνυμη» πλάκα και δεν εκφράζει καμία επιθυμία να την ανακαλύψει περαιτέρω και να επαναπροσδιορίσει την αξία και το ρόλο της. Άλλωστε, ο άνθρωπος για να διατυπώσει και στη συνέχεια, να υλοποιήσει τις επιθυμίες και τις ανάγκες του μέσα ή πάνω σ’ ένα χώρο, πρέπει πρώτα να μπορεί να τον χαρακτηρίσει, να οργανώσει τα ερεθίσματα τα οποία δέχεται, να είναι σε θέση να του αποδώσει νοήματα, ώστε στη συνέχεια να τον ορίσει, να προσανατολιστεί μέσα σε αυτόν και τελικά να τον κατοικήσει σε βάθος χρόνου.


122

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Τέλος, ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας, σχετικός με την εμπειρία ενός χώρου και τη συνεχή δράση σε αυτόν είναι η δυνατότητα φυσικής κίνησης. Αν ο «κάτω» χώρος βιώνεται διαμέσου της κίνησης, πάνω στα δώματα η δυνατότητα αυτή περιορίζεται αισθητά, με το βλέμμα να καθίσταται ο μόνος τρόπος βίωσης και ανάγνωσης του χώρου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι το δώμα, λόγω της έστω και μικρής πολυπλοκότητας στην τομή της πολυκατοικίας, δεν δύναται να αποτελεί μέρος κάποιας ροηκότητας ή δικτύου, όπως συμβαίνει στο «κάτω» έδαφος. Άλλωστε, πρόκειται για ένα χώρο που βρίσκεται μακριά από τις ροές των τροχοφόρων και των ανθρώπων, αλλά και από τα καταστήματα και τις δημόσιες υπηρεσίες της πολύπλοκης πόλης3. Μιλάμε λοιπόν, για ασυνεχείς -σε σύνολα μικρής κλίμακας, όπως το οικοδομικό τετράγωνο- υπερυψωμένους χώρους, οι οποίοι σε συνδυασμό με τη σχετικά μεγάλη απόσταση από το επίπεδο του φυσικού εδάφους και την πεπερασμένη κινητικότητα, καταλήγουν απομονωμένοι και αποξενωμένοι από την πόλη. Είναι, λοιπόν, η έλλειψη του ανθρώπου που στερεί από τα δώματα τη συμμετοχή στην ανάπτυξη σχέσεων, στην εξέλιξη της ιστορίας, στη δημιουργία της τοπικότητας και τελικά στην αποτύπωση εμπειριών στους χώρους αυτούς.

3

Παπαιωάννου, Τάσης, «Η απάνω και η κάτω πόλη», στην Ελευθεροτυπία, 19 Μαΐου, Αθήνα, 2010, σελ. 12



124

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Δ2

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ…

Εξετάζοντας τη σχέση του «κάτω» εδάφους με το εν δυνάμει «πάνω» και τους λόγους για τους οποίους δεν έχει κατοικηθεί το τελευταίο έως τώρα, δεν αποσκοπούμε στον προσδιορισμό ενός νέου, τεχνητού εδάφους στο επίπεδο των δωμάτων με πανομοιότυπες ιδιότητες και ποιότητες με εκείνες του φυσικού. Αναζητούμε τις «κρυμμένες» δυνατότητες των δωμάτων, που θα καταφέρουν να εισάγουν το χρόνο και την επανάληψη στη δραστηριότητα πάνω σε αυτά και που τελικά, θα τα καταστήσουν κομμάτι και προέκταση της «κάτω» πόλης. Η προσέγγιση αυτή, ως νέο έδαφος, αφορά, λοιπόν, την κατοίκησή της τελευταίας πλάκας από τους ενοίκους της πολυκατοικίας και τη δημιουργία τόπων, που ερμηνεύοντάς τους σε μεγαλύτερη κλίμακα, τελικά θα συμμετάσχουν και θα επηρεάσουν τη συνέχεια του πολιτισμικού τοπίου της Αθήνας.

1. … ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ Η αστική μονάδα της πολυκατοικίας αποτελεί το βασικότερο, -αν όχι το μοναδικό- «μηχανισμό παραγωγής» δωμάτων στην Αθήνα και η οποιαδήποτε ενεργοποίηση ή αλλαγή τελεστεί στο «καπάκι» της, την αφορά και πρωτίστως, σχετίζεται άμεσα με αυτήν. Αλλαγές λοιπόν, που πηγάζουν από τη «ζωντανή» κοινότητα της πολυκατοικίας και καταλήγουν σε αυτήν, με την πόλη σαν σύνολο, όπως θα δούμε σε επόμενη ενότητα, να είναι ο τελικός αποδέκτης της κατοίκησης του νέου, υπερυψωμένου εδάφους. Ο χώρος του δώματος, ως όριο μεταξύ ουρανού και χτισμένου, αποτελεί θα λέγαμε ένα επίπεδο, στο οποίο θα μπορούσε ο σύγχρονος ένοικος να εκφράσει και να αποτυπώσει την επιθυμία και το όνειρό του για κάτι άλλο, διαφορετικό, καινούργιο. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σημεία της πολυκατοικίας, όπου ο καθένας μπορεί να ξεχάσει τα άγχη και τα προβλήματά του και να συλλογιστεί, σε επικοινωνία πάντα με τον ουρανό. Ενώνοντας -και ταυτόχρονα, σήμερα, χωρίζοντας- το «συγκεκριμένο» με το «άπειρο», η ενδιάμεση αυτή αιθέρια κατάσταση και η ανάγκη κατοίκησής της, μας παραπέμπει στα σχεδιασμένα δώματα του Le Corbusier, όπου πολλές φορές εκφράζει την πιο σουρεαλιστική πλευρά της φαντασίας του (π.χ. De Beistegui Penthouse). Μέσω της μετάθεσης καταστάσεων και αντικειμένων από το φυσικό έδαφος στο επίπεδο του δώματος, ο Le Corbusier στοχεύει από τη μία, στη δημιουργία νέων, επαναλαμβανόμενων δραστηριοτήτων και χρήσεων στο δώμα και από την άλλη, στο συσχετισμό τους με τις ανάγκες των «κάτω». Μήπως, λοιπόν, και η ξεχασμένη, «πάνω» Αθήνα μπορεί να απαντήσει εύστοχα στις πολύπλευρες ανάγκες και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες της κοινότητας μιας πολυκατοικίας;


Δ ΔΩΜΑ; ΤΟ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

125

Ο Αθηναίος σήμερα, έχει μεριμνήσει τα πάντα για το εσωτερικό του ιδιωτικού διαμερίσματός του, το οποίο και καλύπτει πολλές από τις ατομικές ανάγκες του ενοίκου, αδιαφορώντας όμως, για το σύνολο της αστικής μονάδας και τις σχέσεις μεταξύ των ενοίκων. Σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, υπάρχει, λοιπόν, η ανάγκη να ανακτηθεί η κοινότητα της πολυκατοικίας, να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος της και τελικά, να βρει ένα κοινό πεδίο έκφραση, στο οποίο θα λάβει χώρα ο διάλογος των ενοίκων. Το δώμα μπορεί να ανανοηματοδοτηθεί και να εκφράσει εύστοχα την κατακόρυφη εκτόνωση προς το κοσμικό τοπίο του ουρανού, ίσως «κατοικώντας τον». Εκτόνωση, που είτε θα συνεχίσει και θα εξελίξει με υγιή τρόπο την πολυκατοικία είτε θα ξεκινήσει κάτι νέο είτε τελικά θα δώσει έναν ενσυνείδητο επίλογο στον υποκείμενο ζωντανό οργανισμό της αστικής μονάδας. Βέβαια, το δώμα αποτελεί χώρο κοινόχρηστο, με αποτέλεσμα, οποιαδήποτε πράξη τελεστεί πάνω σε αυτό, να πρέπει είτε να την υπαγορεύει ο ΓΟΚ είτε, αν δεν αναφέρεται σε αυτόν, να εγκριθεί από το σύνολο των ενοίκων. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από το αν η επιθυμία για δράση είναι ατομική ή συλλογική, τελικά, βασίζεται πάντα στη -ξεχασμένη- έννοια της κοινότητας. Η ανάκτηση της συλλογικής ζωής δεν σημαίνει αναγκαστικά τις δραστικές προσθετικές κατασκευές, αλλά την ενεργοποίηση ήπιων προϋποθέσεων ανάκτησης της «γειτονιάς» στην απρόσωπη πολυκατοικία. Με την ελληνική αστική μονάδα να αποτελεί ένα «ανοικτό» κατασκευαστικό σύστημα, που προσφέρει τη μέγιστη ευελιξία στον ελάχιστο χώρο, το ανολοκλήρωτο δώμα καθίσταται ιδανικό υπόβαθρο των παραπάνω προθέσεων4. Ο ανεκμετάλλευτος αυτός χώρος υποδοχής καλείται να μιλήσει για την υποκείμενη πολυκατοικία και τελικά να απαντήσει στις ανάγκες της, δηλαδή στις ανάγκες των κατοίκων της, που ακόμα εκκρεμούν. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να τον χαρακτηρίσουμε ως ένα δυναμικό και ευμετάβλητο, νέο έδαφος, καθώς εξαρτάται από το έμψυχο «υπέδαφός» του, δηλαδή τη ζώσα κοινότητα της πολυκατοικίας, που συνεχώς επιθυμεί, σκέφτεται, αισθάνεται και χρειάζεται. Είναι αρχικά, η νοητική διεργασία αναγνώρισης των δωμάτων, έπειτα η διατύπωση της επιθυμίας, η επαναλαμβανόμενη δράση και τελικά, η συνύφανση της καθημερινής ζωής της πολυκατοικίας με το χώρο αυτό, που θα δημιουργήσουν νέους, βιωμένους τόπους, πάνω από αυτήν και ταυτόχρονα μέσα σε αυτήν. Τόποι, που θα εκφράζουν το σύνολο των ενοίκων, είτε μέσα από συμφιλιωμένες σχέσεις, είτε ακόμα και από συγκρούσεις, αλλά που κυρίως, θα εξασφαλίζουν τη «διαμονή» και τη διάρκεια στα πράγματα. Το «νέο είδος κατοικείν» κατά κάποιον τρόπο, «εντάσσει» την κοινόχρηστη ταράτσα στην προέκταση του διαμερίσματος και τελικά γεφυρώνει το έντονο χάσμα ιδιωτικού-δημόσιου, που παρατηρείται στην Αθήνα. Η κοινότητα της κάθε πολυκατοικίας θα παρεμβαίνει και θα εκφράζει το «περιεχόμενό» της στο δώμα, το οποίο σε συνδυασμό με τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά θα αναδύει μια μοναδική ατμόσφαιρα. Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε σε τόπους, που με την πάροδο του χρόνου και την επανάληψη, δημιουργούν σχέσεις, μνήμη και ιστορία, συνθέτοντας μια βιωματική, συλλογική ταυτότητα, που θα διαφοροποιήσει την πολυκατοικία από τις άλλες αστικές μονάδες και θα την εντάξει στην πόλη με τρόπο μοναδικό. 4

Αίσωπος, Γιάννης, και Σημαιοφορίδης, Γιώργος Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη = The contemporary (greek) city, Metapolis Press, Αθήνα, 2001, σελ. 29











Δ ΔΩΜΑ; ΤΟ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

2. … ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ Οι προοπτικές κατοίκησης των κοινόχρηστων δωμάτων από την «έμψυχη» πολυκατοικία, αποκτούν άλλη δυναμική και εμπλουτίζονται, όταν τα εντοπίσουμε και τα ανάγουμε στην κλίμακα της πόλης. Με την ένταξη και προέκταση των καταστάσεων της υποκείμενης αστικής μονάδας, στα δώματα, θα δημιουργηθούν νέοι τόποι, ικανοί να μιλήσουν από ψηλά για την πόλη της Αθήνας. Τόποι που θα συνδιαλέγονται, λοιπόν, με την ίδια την πολυκατοικία, το απέναντι δώμα και τελικά με την πόλη σαν σύνολο, επαναπροσδιορίζοντας το πολιτισμικό της τοπίο και συνέχεια. Η συνέχεια του κατακερματισμένου εδάφους της Αθήνας στις οριζόντιες προβολές των πολυκατοικιών -τα δώματα-, σε συνδυασμό με τον χωρίς πολλές διαφοροποιήσεις στα ύψη ΓΟΚ και την επανάληψη της μονάδας συνθέτουν στο σύνολο ένα νέο, φαινομενικά ομοιογενές «τεχνητό χαλί», με μόνες παύσεις τις σχισμές των δρόμων. Πρόκειται για τη νέα, υπερκείμενη, αττική τοπογραφία, που δημιουργείται και ακολουθεί πιστά όλες τις εξάρσεις του φυσικού εδάφους και τελικά, συνθέτει μια καινούργια, πανομοιότυπη -μορφολογικά- κατάσταση, σε απόσταση περίπου 20 μέτρων από το φυσικό έδαφος5. Γίνεται έτσι εμφανής, η δυνατότητα του κάθε μεμονωμένου, κοινόχρηστου δώματος να ενταχθεί σε ευρύτερα σύνολα διαφόρων κλιμάκων, αφήνοντας σε μας να πλανάται η υπόσχεση σύστασης ενός μελλοντικού, νέου εδάφους προς κατοίκηση για την πόλη6. Η ανάγκη για «αποικισμό του αέρα» στο πλαίσιο της υλοποίησης διαφόρων επιθυμιών, μας παραπέμπει στις τάσεις απεδαφοποίησης των ουτοπιστών του ’60, που επιθυμούσαν να απομακρυνθούν από την προβληματική κατάσταση του «κάτω» και να βρουν μεγαλύτερη ελευθερία ψηλά, αλλά και στις Villes του Le Corbusier. Τα σημερινά άκαμπτα δώματα της πολυκατοικίας, θα μπορούσαν λοιπόν δυνητικά να αποτελέσουν στο σύνολό τους ένα νέο, αποδεσμευμένο-αποκολλημένο έδαφος, το οποίο θα διέθετε περισσότερες και διαφορετικές δυνατότητες επιλογών από το «παλιό», ικανές να εξασφαλίσουν τη συνεχή δραστηριότητα πάνω σε αυτά. Έτσι, ο υπερυψωμένος οργανισμός των δωμάτων γίνεται ένας από τους λίγους χώρους υποδοχής της πόλης, νέων και πολλές φορές ετερόκλητων καταστάσεων, ικανών να αποκαταστήσουν τη χαμένη σχέση του Αθηναίου με το έδαφος, όπως αυτή αλλοιώθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα περίπου7. Μιας λοιπόν και το φυσικό έδαφος έχει πια σχεδόν εξολοκλήρου καλυφτεί από την κτισμένη μάζα των πολυκατοικιών και δεν αφήνει πολλά περιθώρια δημιουργίας και φαντασίας, κρίνεται αναγκαία η εύρεση ενός νέου εδάφους, πάνω από το υπάρχον. Οι ελλείψεις της άκρως «ιδιωτικής» Αθήνας, που οφείλουν να αντισταθμιστούν στην τεράστια ανεκμετάλλευτη επιφάνεια των δωμάτων, αφορούν σίγουρα τους δημόσιους χώρους, αλλά και το ποσοστό πρασίνου. Η ανάγκη για εκμετάλλευση και του

5 6 7

Παπαιωάννου, Τάσης, «Η απάνω και η κάτω πόλη», σελ. 12 Δίκας, Νίκος, Τόποι πάνω από την πόλη: η ανάκτηση του συλλογικού, επιβλ. καθ. Σοφία Τσιτιρίδου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2004, σελ. 36 Ό.π., σελ. 65

135


136

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

παραμικρού εκατοστού γης (ή ταράτσας), τόσο για την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων, όσο και για τη σύγχρονη οικολογική ανάγκη, κρίνεται πια επιτακτική. Τα μεμονωμένα κοινόχρηστα δώματα που αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, μπορούν σαν συνολικό έδαφος να δημιουργήσουν νέους, κοινόχρηστους χώρους συνολικά για την Αθήνα και ταυτόχρονα, να μετατραπούν σε περιζήτητους πνεύμονες πρασίνου, αποτελώντας τον κρίκο κτισμένου-φύσης. Και όλα αυτά, με φόντο και ταυτόχρονο αποδέκτη την ίδια την πόλη. Η αλληλεξάρτηση του εδάφους των δωμάτων με τους κατοίκους επιβεβαιώνεται και στα διάφορα παραδείγματα ανώνυμης αρχιτεκτονικής που παρατέθηκαν στο Β’ κεφάλαιο και στων οποίων τα δώματα εντοπίζουμε διάφορες συνεχείς χρήσεις και λειτουργίες, που η «κάτω» πόλη αδυνατεί για διάφορους λόγους να προσφέρει. Στο νέο έδαφος των κατοικημένων δωμάτων που περιγράφουμε, η ενδιαφέρουσα διάσταση της εμπειρίας και της αντίληψης ενός χώρου επαναπροσδιορίζεται και επαναδιατυπώνεται, μιας και η κίνηση περιορίζεται αισθητά και υποκαθίσταται από το βλέμμα. Στην κλίμακα της πόλης, το βλέμμα είναι το εργαλείο για την αντίληψη της έκτασής της, στη σχέση με τα γύρω δώματα, στην εποπτεία της επίγειας δράσης, αλλά και στον τρόπο αντίληψης της αστικότητας της Αθήνας από ψηλά. «Ανεβαίνοντας ψηλά είναι σαν να ξεφεύγουμε από το γράπωμα της πόλης»8. Εκεί πάνω, τα ασαφή όρια και η απροσδιοριστία της πόλης εντοπίζονται και αποκρυπτογραφούνται, με τον παρατηρητή να κυριαρχεί οπτικά στο χώρο αυτό. Με δεδομένη την αδυναμία σύλληψης της ενότητας της πόλης από το επίπεδο του δρόμου, τα δώματα αποτελούν τον πλέον κατάλληλο χώρο για την κατανόηση της πόλης σαν σύνολο. Μπορεί σήμερα, να μην υπάρχει η δυνατότητα μετάβασης από το ένα δώμα στο άλλο ή στο δρόμο και έτσι ο χρήστης του δώματος να μην συμμετέχει άμεσα στα γύρω γεγονότα, αλλά το βλέμμα είναι αυτό που δημιουργεί τη -νέου είδους- διαλεκτική σχέση. Οι μικρές αποστάσεις μεταξύ των ήσυχων και απομονωμένων δωμάτων μας επιτρέπουν να φανταστούμε μια νέα, διαφορετική «πάνω γειτονιά». Για την οπτική σχέση με την κορυφογραμμή της πόλης ή με το νέο σχεδιασμένο ορίζοντά της, γίνεται λόγος και στα δώματα του Le Corbusier, όπου μέσω της έννοιας του «ταξιδιού» περιγράφεται ένα νέο συνθετικό, σχεδιασμένο τοπίο. Τα νέα αυτά «παρατηρητήρια» της Αθήνας επαναπροσδιορίζουν, επίσης, τις ενδιαφέρουσες οπτικές σχέσεις με σημαντικά μνημεία-τοπόσημά της, φορείς δηλαδή του αποκομμένου πια, παρελθόντος της. Στη μεταπολεμική πυκνοδομημένη Αθήνα, όπου η πολυκατοικία κυριαρχεί, από το επίπεδο του δρόμου οι θέες κοινής ιστορικής και βιωματικής μνήμης του Πικιώνη -και όχι μόνο- έχουν πια χαθεί9. Αυτός θα μπορούσαμε να πούμε ότι, είναι ένας τρόπος ένταξης του κατοικημένου, πια, κόσμου των δωμάτων και γιατί όχι, τελικά και της υποκείμενης ζωής, στην πολιτισμική συνέχεια της

8 9

Τζιρτζιλάκης, Γιώργος, «Suburborama.Συναρμογές της διάχυτης πόλης», στο Λέφας, Παύλος και Καζέρος, Νίκος (επιμ.), Χωρίς Όρια. Οι αχανείς εκτάσεις των αθηναϊκών προαστίων, Futura, Αθήνα, 2003, σελ. 25 Αίσωπος, Γιάννης, «The present Acropolis», στο Mateo, Josep (επιμ.), Architectural Papers IV: Iconoclastia, DARCH, Ζυρίχη, 2009, σσ. 42-43


Δ ΔΩΜΑ; ΤΟ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

πόλης. Μια συνέχεια που εκφράζεται ως αναγνώριση του παρελθόντος, συχνή οπτική επαφή με αυτό, «ένταξή» του στις δράσεις πάνω στα δώματα και -γιατί όχι- σχεδιασμό των δωμάτων, λαμβάνοντάς το υπ’ όψιν. Και παρ’ όλο που υπάρχουν και άλλα ψηλά σημεία στην Αθήνα, σίγουρα, η τέτοιου είδους οπτική σχέση του καθενός βοηθάει στο σωστό προσανατολισμό του στην πόλη και στον εντοπισμό της σχετικής θέσης της κατοικίας του, με τόπους μνήμης, χωρίς να διακόπτεται ή να παραβλέπεται η υπάρχουσα, αστική αρχιτεκτονική. Η συμμετοχή στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης χρειάζεται -κατά τον Rossi- επανάληψη και όχι στιγμιαίες δράσεις από λίγους και της οποίας φορέας αποτελεί η πόλη10. Η επαναλαμβανόμενη, λοιπόν, δράση και άρα η κατοίκηση των δωμάτων και η σχέση με τα πολιτισμικά σημεία και την «κάτω» πόλη, εντάσσει τελικά, θα λέγαμε τον κόσμο της «πάνω» πόλης στο πολιτισμικό τοπίο της Αθήνας, που φέρει αξίες και νοήματα των διαφόρων κοινωνικών συνόλων. Νέοι, λοιπόν, τόποι πάνω από την Αθήνα, που υπονοούν ή δηλώνουν τη ζωή της κάθε πολυκατοικίας, ανάλογα με την περιοχή και τους χρήστες και που τελικά, εκφράζουν συνολικά μια ενδιαφέρουσα πολυφωνία του υποκείμενου οργανισμού της πόλης. Όποια επιθυμία και αν υλοποιήσει ο καθένας ξεχωριστά ή η πολυκατοικία σαν σύνολο, δημιουργείται μια διαλεκτική σχέση με τα ευρύτερα χτισμένα σύνολα και τελικά, την πόλη. Είναι αυτά τα μοναδικά στοιχεία, οι ιδιαίτερες καταστάσεις και τα αποτυπώματα των επαναλαμβανόμενων δράσεων, που συσχετίζονται μεταξύ τους και που συγκροτούν το μοναδικό πολιτιστικό τοπίο της Αθήνας, όπως γίνεται αντιληπτό από τον καθένα. Όπως ακριβώς και στις διαμορφώσεις της Ακρόπολης του Πικιώνη, όπου το κάθε στοιχείο (δέντρα, βράχοι) που επισημαίνει και ορίζει το τοπίο γύρω από το μνημείο αποκτά υπόσταση και νόημα, μονάχα μέσα από το συσχετισμό του με τα άλλα11. Το δώμα λοιπόν, δεν είναι απλά μια επιφάνεια που «σκεπάζει» το κτήριο, αλλά αποτελεί την κορύφωση-ολοκλήρωση της αρχιτεκτονικής του. Ως ένα «εν δυνάμει» νέο έδαφος δεν είναι ανεξάρτητο στοιχείο από τον κτισμένο χώρο που βρίσκεται «κάτω» από αυτό και αποτελεί το ζωντανό «υπέδαφός» του. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή και βάρος στο σχεδιασμό, αλλά και στον τρόπο οικειοποίησης και τελικά κατοίκησης του χώρου αυτού, που έτσι μετατρέπεται σε βιωμένο, κοινωνικό τόπο. Ο Heidegger μιλώντας για την οικειοποίηση αναφέρει ότι, η κατοίκηση στον τόπο σημαίνει δέσιμο με τη γη και σεβασμό στον ουρανό12. Το ίδιο ισχύει και με τον «εν δυνάμει» τόπο που βρίσκεται πάνω από τη πόλη, τα δώματα. Το άτομο εκεί καλείται να συνδιαλεχθεί με τον ουρανό, χωρίς όμως να ξεχνάει τη δομική, αλλά και εννοιολογική εξάρτησή του, από τον υποκείμενο, ζωντανό οργανισμό της πόλης.

10

11 12

Rossi, Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, μετάφραση: Βασιλική Πετρίδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991, σσ. 190-191 Λέφας, Παύλος, Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 38 Ό.π., σελ. 169

137



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ_ΣΚΕΨΕΙΣ


140

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε είχε ως στόχο την ανάγνωση της «πάνω» πόλης των δωμάτων, ως ένα νέο, «εν δυνάμει» έδαφος δραστηριοτήτων. Πρόκειται για ένα υπερυψωμένο επίπεδο, το οποίο εξαρτάται -δομικά και εννοιολογικά- από τον υποκείμενο ζωντανό οργανισμό της πόλης και τελικά, αναφέρεται σε αυτόν. Για μας, το έδαφος δεν είναι ένα μονοδιάστατο επίπεδο με μορφολογικά χαρακτηριστικά, που παράγει απλά γεωμετρικό χώρο. Αποτελεί ένα σύνθετο πεδίο ανθρώπινης δράσης, το οποίο στην ολοκληρωμένη του διάσταση και εμπειρία σχετίζεται με την έννοια της κατοίκησης ενός τόπου και με την αντίληψη ενός πολιτισμικού τοπίου συνέχειας μέσα σε αυτόν. Πεδίο εφαρμογής των παραπάνω σκέψεων και προβληματισμών αποτέλεσε η Αθήνα, ως παράδειγμα πυκνοδομημένης ελληνικής πόλης, για την οποία τελευταία οι αρχιτεκτονικές συζητήσεις όλο και αυξάνονται, με το δώμα της πολυκατοικίας όμως, να μην αποτελεί το επίκεντρο και τελικά, ως χώρος να εκκρεμεί. Η έννοια και συγκεκριμένα η μορφή της στέψης, ως αρχιτεκτονικό στοιχείο δεν πραγματευόταν πάντα απλά την κυριολεκτική επιστέγαση του κτηρίου. Πολλές φορές, το τμήμα που συναντά τον ουρανό σχετιζόταν με τη θρησκεία και την υποβλητικότητα, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τις επιθυμίες και τις καθημερινές συνήθειες ενός λαού. Ήταν ο Le Corbusier που διατύπωσε επίσημα και στo πλαίσιo του Μοντέρνου κινήματος, το επίπεδο, βατό δώμα, ως ένα νέο έδαφος, που φέρει λειτουργίες και δράσεις και όπου σύμφωνα με τον ίδιο, οι επιλογές σε αυτό είναι περισσότερες απο αυτές του «ξεπερασμένου» πια φυσικού εδάφους. Και παρ’ όλο το σαφή και πολλά υποσχόμενο ορισμό του «ιδανικού» δώματος, στην ελληνική, εκλαϊκευμένη εκδοχή του συστήματος Dom-Ino, την πολυκατοικία, η ταράτσα κατέληξε να αποτελεί απλά την τελευταία πλάκα, το «καπάκι», που «έτυχε» να στεγάζει το κτήριο. Η σημερινή Αθήνα, της πλούσιας ιστορίας και των πολλαπλών εδαφικών στρώσεων, έχει δημιουργήσει ένα οικοδομικό παλίμψηστο, μια «παχιά τομή», της οποίας απόληξη αποτελεί το «άγνωστο» δώμα της πολυκατοικίας. Ένας απομονωμένος χώρος, μακριά απο το πολύπλοκο δίκτυο της πόλης, που σήμερα παραμένει ακατοίκητος και ανεξάρτητος απο τη δραστηριότητα που συμβαίνει κάτω και γύρω απο αυτόν. Με την έλλειψη αστικής κουλτούρας και την άκρως ιδιωτική νοοτροπία του σύγχρονου Αθηναίου, η ενσωμάτωση και η ένταξη των δημόσιων χώρων στην καθημερινή του ζωή φαντάζει άπιαστο όνειρο. Ο κάτοικος αδιαφορεί για την ποιότητα του δρόμου ή της πλατείας και ανάγοντας τη διαπίστωση αυτή στην κλίμακα της πολυκατοικίας, το κοινόχρηστο δώμα γίνεται αντανάκλαση αυτής της ουδέτερης στάσης εγκατάλειψης. Κι όμως, μιλάμε για μια προφανή αντίφαση, καθώς η «ιδιωτική», κορεσμένη πόλη της Αθήνας έχει μεγάλη ανάγκη την ύπαρξη κοινόχρηστων χώρων, αντ’ αυτού, αφήνει ανεκμετάλλευτη μια «χρυσή» ευκαιρία. Αυτή, της νοηματοδότησης και εν συνεχεία, της ορθής οικειοποίησης και χρήσης της ατελείωτης επιφάνειας των βατών δωμάτων. Δεν είναι ότι τα δώματα αντικαθιστούν την πλατεία, αλλά σίγουρα μπορούν να υλοποιήσουν το όνειρο της πολυκατοικίας για μια υπαρκτή κοινότητα, για μια φανταστική «γειτονιά». Η ανωνυμία και οι αδύναμες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ_ΣΚΕΨΕΙΣ

141

των ενοίκων, μπορούν να αντικατασταθούν με τη διατύπωση μιας, απο κοινού, επιθυμίας στο δικό τους, κοινόχρηστο όριο του χτισμένου(συγκεκριμένου)-ουρανού(ελευθερίας). Όπως και στο παράδειγμα της Unite d’ habitation του Le Corbusier, όπου το δώμα εκφραζει τη συλλογικότητα και μετουσιώνεται σε έναν πυκνωτή κοινόχρηστης ζωής και κατοίκησης. Τα δώματα της Αθήνας διαθέτουν κάποια ξεχωριστά στοιχεία και αρετές, ικανές να προσδώσουν μια διαφορετική εμπειρία, από αυτήν της «κάτω» πόλης, στον ενδεχόμενο χρήστη τους. Ως ο χώρος που μεσολαβεί για την επικοινωνία με ένα περιβάλλον ευρύτερο απο το αστικό, ο κόσμος των δωμάτων αποτελεί «μια αυλή στον ουρανό», έναν εν δυνάμει «κάμβά» και τελικά ένα ελεύθερο πεδίο οραματισμού και αναζήτησης της ιδανικής Αθήνας. Όπως στους «Όρνιθες», την κωμωδία του Αριστοφάνη, που πραγματεύεται τη φυγή δύο ανθρώπων απο την αβάσταχτη τυραννία του επίγειου κόσμου, στο ήσυχο και φιλειρηνικό βασίλειο του ουρανού. Έτσι και ο σύγχρονος Αθηναίος θα μπορούσε να κατασκευάσει τη δικιά του φανταστική ουτοπία στους ανεκμετάλλευτους και εν αναμονεί «πάνω» τόπους. Συνεπώς, πώς θα υποκινηθεί και τελικά, θα υλοποιηθεί το παραπάνω, μακρινό προς το παρόν, όραμα κατοίκησης της «πάνω» Αθήνας; Είναι αλήθεια, πως το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (ΓΟΚ) δεν ευνοεί τη διατύπωση στόχων και τη φαντασία στον τρόπο υλοποίησης αυτών, σε ακατοίκητα σημεία της πολυκατοικίας. Η απουσία ποιοτικών χώρων με ατμόσφαιρα και τελικά κάποια ιδιαίτερη βιωματική ταυτότητα στις αθηναϊκές ταράτσες αναζητά, ίσως, τον «ειδικό». Ο Le Corbusier σχεδίασε τα «ζωντανά» δώματα των κτηρίων του, τα οποία μέσα από τη χρήση που υποδηλώνουν, αποκτούν μια υπεραξία και αντανακλούν την πραγματικότητα του κτηρίου που στεγάζουν, όποια και αν είναι αυτή. Ίσως, λοιπόν, αν και οι αθηναϊκές ταράτσες δεν ήταν παραμελημένες εξαρχής, αν υποστήριζαν μια σαφή, συλλογική δραστηριότητα, τότε ο ρόλος τους σήμερα, θα ήταν διαφορετικός. Ή τουλάχιστον αν εξασφάλιζαν τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για οικειοποίηση και χρήση ή ακόμα και για μικρά, απρόβλεπτα γεγονότα, τότε θα «προέκτειναν» τη ζωή των ενοίκων της πολυκατοικίας και τελικά, το σύνολο των κατοίκων της πόλης, σε ένα συλλογικό πεδίο αποτύπωσης συλλογικών επιθυμιών. Ο αρχιτέκτονας καλείται, λοιπόν σήμερα, να προτείνει διαφορετικές και πρωτότυπες λύσεις επαναπροσδιορισμού των αθηναϊκών δωμάτων και να λάβει θέση στη θεώρηση αυτών, ως νέο έδαφος για την πόλη. Πρέπει, ίσως, να αποφασίσει αν θα συμβάλλει στην ένταξη των δωμάτων στην πόλη ή αν ακόμα διαφωνεί σε αυτό, να σταθεί, τουλάχιστον, κριτικά στον υπάρχοντα, έντονο διαχωρισμό, τονίζοντάς τον. Κι αυτά, με την ανάδειξη της σημερινής τους αξίας και των προϋποθέσεων εκείνων, που αν ενεργοποιηθούν, θα πολλαπλασιάσουν τη δυναμικότητά της «πάνω» πόλης. Όπως αναφέρει ο Norberg Schulz: «Η βασική πράξη της αρχιτεκτονικής είναι να κατανοήσει το κάλεσμα του τόπου και να βοηθήσει τον άνθρωπο να κατοικήσει σε αυτόν». Στον κόσμο των δωμάτων, ο χρήστης, με μοναδικό εργαλείο το βλέμμα, δέχεται, αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει την πόλη στην οποία βρίσκεται και ως λογικό επακόλουθο, εξιστορεί με τις δράσεις του


142

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

μικρές ιστορίες, κομμάτια αναπόσπαστα του συνόλου. Στο Λονδίνο του 1969, οι Beatles δίνουν την τελευταία τους συναυλία στην ταράτσα των γραφείων της εταιρίας Apple, ξαφνιάζοντας τους περαστικούς της «κάτω» πόλης με το απρογραμμάτιστο του γεγονότος και τον -άγνωστης προέλευσης- ήχο. Το συμβάν αυτό, που αποτέλεσε ένα πρωτότυπο «χτύπημα» στην, κατά τα άλλα γνωστή, καθημερινότητα των ανθρώπων, αφηγήθηκε μια όμορφη σαρανταπεντάλεπτη ιστορία. Εισήγαγε μια τρίτη διάσταση στον τρόπο αντίληψης ενός θεάματος και με έναν μοναδικό τρόπο κατέστησε τον κόσμο των δωμάτων, μουσικό κομμάτι της πόλης. Πρόκειται λοιπον, για έναν κόσμο, που βρίσκεται τόσο μακριά, αλλά και ταυτόχρονα με απλά συμβάντα και ευφάνταστους πειραματισμούς, τόσο κοντά στον ιστό της πόλης...μια πόλη μέσα στην πόλη.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


146

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alison, Jane, και Brayer, Marie-Ange, και Migayrou, Frederic, και Spiller, Neil, Future City Experiment and Utopia in Architecture, Thames & Hudson, Λονδίνο, 2006 Auge, Marc, Non Places, An Introduction to an Anthropology of Supermodernity, Verso, Λονδίνο, 1995 Bacon, Edmund, Design of Cities, Τhe Viking Press, Νέα Υόρκη, 1974 Baker, Geoffrey, Le Corbusier – The Creative Search – The Formative Years of Charles-Edouard Jeanneret, E & FN Spon, Λονδίνο , 1996 Baltanas, Jose, Walking Through Le Corbusier : A Tour of his Masterworks, Thames and Hudson, Λονδίνο, 2005 Banham Reyner, Θεωρία και Σχεδιασμός την Πρώτη Μηχανική Εποχή, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 2008 Βeaton, Ruth, Ideal Cities Utopianism and the (Un)built Environment, Thames & Hudson, Λονδίνο, 2002 Benton, Tim, The villas of le Corbusier and Pierre Jeanneret 1920-1930, Birkhauser, Basel, 2007 Boesiger, Willy, Girsberger, Hans, Le Corbusier 1910-65, Birkauser, Basel, 1999 Botond Bognar, World Cities Tokyo, Academy Editions, Σιγκαπούρη, 1997, σελ.63 Bunschoten, Raoul, Urban Flotsam, Chora (επιμ.), 010 Publishers, Ρόττερνταμ, 2001 Cohen, Jean-Luis, Le Corbusier 1887-1965 : Τhe Lyricism of Architecture in the Machine Age, Taschen, Koln, 2004 Colomina, Beatriz, Privacy and Publicity : Modern Architecture as Mass Media, The MIT Press, Cambridge MA, 1994 Conrads, Ulrich, Programs and Manifestoes on 20th Century Architecture, The MIT Press, Cambridge MA, 1977


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

147

Corner, James (επιμ.), Recovering Landscape: Essays in Contemporary Landscape Architecture, Princeton Architectural Press, Νέα Υόρκη, 1999 Curtis, William J R, Le Corbusier: ideas and forms, Phaidon, Λονδίνο, 1992 Frampton, Kenneth, Le Corbusier, Thames and Hudson, Λονδίνο, 2001 Friedman, Yona, L’ Architecture Mobile, Casterman, Παρίσι, 1970 Friedman, Yona, Pro Domo, Actar, Βαρκελώνη, 2006 Halbwachs, Maurice, On Collective Memory, Coser, Lewis (επιμ.), University Chicago Press, Λονδίνο, 1992 Hardt, Michael και Negri Antonio, Commonwealth, Belknap Harvard University Press, Cambridge M.A, 2009 Hudson, Wayne, The Reform of Utopia: Law, Ethics and Government Series, Ashgate Rublishing Limited, Λονδίνο, 2003 Le Corbusier, Oeuvre Complète 1929-1934, Les Editions d’Architecture, Ζυρίχη, 1964 Lynch, Kevin, The Image of the City, The MIT Press, Cambridge MA, 1960 Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, Gustavo Gili, Ισπανία, 2005 Migayrou, Frederic, και Brayer, Marie-Ange, « Entretien avec Michel Ragon», Architectures Εxpérimentales 1950-2000. Collection du Frac Centre, HYX, Ορλεάνη, 2003 Potie, Philippe, Le Corbusier: Le Couvent Sainte Marie de La Tourette-The Monastery of Sainte Marie de La Tourette, Birkhauser Basel, 2001 Rajchman, John, Constructions, The MIT press, Cambridge MA, 1998 Ruby, Iika & Andreas, Land & Scapes Series: Groundscapes/ El reecuentro con el suelo en la arquitectura contemporanea/ the discovery of the ground in contemporary architecture, Gustavo Gili, Βαρκελώνη, 2006 Sadler, Simon, Archigram: Architecture without Architecture, The MIT press, Cambridge MA, 2005


148

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Sadler, Simon, The Situationist City, The MIT press, Cambridge MA, 1998 Sauer, Ortwin, The Morphology Of Landscape, University of California Press, Καλιφόρνια, 1925 Schulz, Christian Norberg, Genius Loci: Towards a phenomenology of Architecture, Rizzoli International Publications Inc, Νέα Υόρκη, 1980 Tafuri, Manfredo, και Dal Co, Francesco, Modern Architecture vol2, Wolf, Robert Erich (μτφ.), Faber and Faber – Electa, Μιλάνο, 1976 Tzonis, Alexander, Le Corbusier: The Poetics of Machine and Metaphor, Thames & Hudson, Λονδίνο, 2001 Vogt, Αdolf, Le Corbusier: the Noble Savage – Toward an Archeology of Modernism, The MIT Press, Cambridge MA, Λονδίνο, 1998 Wigley, Mark, Constant’s New Babylon: The Hyper-Architecture of Desire, 010 Publishers, Ρότερνταμ, 1998

EΛΛΗΝΙΚΗ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Frampton, Kenneth, Μοντέρνα αρχιτεκτονική: Ιστορία και Kριτική, Θεμέλιο, Αθήνα, 2009 Le Corbusier, Για μια αρχιτεκτονική, Τουρνικιώτης Παναγιώτης (μτφ.), Εκκρεμές, Αθήνα, 2005 Le Corbusier, Ένα μικρό σπίτι 1923, μετάφραση: Δημήτρης Αντωνακάκης, Libro, Αθήνα, 1998 Le Corbusier, Κείμενα για την Ελλάδα – Φωτογραφίες και Σχέδια, Παλλαντίου, Λήδα (μτφ.), Σημαιοφορίδης, Γιώργος (επιμ.), ΑΓΡΑ, Αθήνα, 2009 Meyer-Bohe, Walter, Μαλασπίνας, Δημήτρης, Στέγες - Δώματα: στοιχεία της κατασκευής, εκδόσεις Μ. Γκιούρδας, Αθήνα, 2002 Rossi, Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, Βασιλική Πετρίδου (μτφ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

149

Rupp, Rebecca, Τα τέσσερα στοιχεία: νερό, αέρας, φωτιά, γη, ΑΒΓΟ, Αθήνα, 2008 Schmitt, Heinrich, και Heene, Andreas, Κτιριακές κατασκευές, 3η ελληνική επανέκδοση, εκδόσεις Μ. Γκιούρδας, Αθήνα, 1988 Watkin, David, Ιστορία της δυτικής αρχιτεκτονικής, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2007 Αίσωπος, Γιάννης, και Σημαιοφορίδης, Γιώργος, Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη = The contemporary (greek) city, Metapolis Press, Αθήνα, 2001 Βασιλειάδης, Δημήτρης, Θεώρηση της Αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής υπό ανήσυχη οπτική γωνία, Οργανισμός Δοξιάδη, Αθήνα, 1972 Βασιλειάδης, Δημήτρης, Ψηφίδες του νεοελληνικού μύθου, Γνώση, Αθήνα, 1986 Γιαννόπουλος, Περικλής, Η ελληνική γραμμή και το ελληνικόν χρώμα, Λιβάνη, Αθήνα, 1992 Δραγώνας, Πάνος, και Σκιαδά, Άννα (επιμ.), 13η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής - La Biennale di Venezia: Made in Athens, Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με τη συνεργασία του Προξενείου της Ελλάδας στη Βενετία, Αθήνα, 2012 Δουκέλης, Παναγιώτης (επιμ.), Το Ελληνικό Τοπίο, Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου, Εστία, Αθήνα 2005 Καλαφάτη, Ελένη, και Παπαλεξόπουλος, Δημήτρης, Τάκης Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική, Libro, Αθήνα, 2006 Καλογεράς, και Κιρποτίν, και Μακρής, και Παπαιωάννου, και Ραυτόπουλος, και Τζίτζας, και Τουλιάτος, Θέματα οικοδομικής, Συμμετρία, Αθήνα, 1999 Κονταράτος, Σάββας (επιμ.), Αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα: Ελλάδα, Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, Αθήνα, 2000 Κοτιώνης Ζήσης, Το ερώτημα της καταγωγής στο έργο του Δημήτρη Πικιώνη, εκδόσεις Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Αθήνα, 1998 Κοτιώνης, Ζήσης, ΠΕΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΘΗΝΑ, ΑΓΡΑ, Αθήνα, 2006


150

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Κουμπής, Τάκης, και Μουτσόπουλος, Θανάσης, και Scoffier, Richard (επιμ.), Athens 2002: Absolute Realism = Αθήνα 2002: Απόλυτος Ρεαλισμός, Υπουργείο Πολιτισμού ΣΑΔΑΣ-Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων, Αθήνα, 2002 Κωνσταντινίδης, Άρης, Για την αρχιτεκτονική, ΑΓΡΑ, Αθήνα, 1987 Λάββας, Γεώργιος, Επίτομη ιστορία της αρχιτεκτονικής: με έμφαση στο 19ο και 20ο αιώνα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2002 Λέφας, Παύλος, Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, Πλέθρον, Αθήνα 2008 Μαρμαράς, Μανόλης, Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας: η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα, 1991 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, β έκδοση, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα, 2005 Πεπονής, Γιάννης, Χωρογραφίες-αρχιτεκτονικός σχηματισμός του νοήματος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997 Πικιώνης, Δημήτρης, Dimitris Pikionis Architect 1887-1986: A Sentimental Topography, Architectural Association, Λονδίνο, 1989 Σερεμετάκη, Κωνσταντίνα-Νάντια, Παλιννόστηση Αισθήσεων. Αντίληψη Και Μνήμη Ως Υλική Κουλτούρα Στην Σύγχρονη Εποχή, Λιβάνη, Αθήνα, 1997 Σημαιοφορίδης, Γιώργος (επιμ.), Διελεύσεις: Κείμενα για την αρχιτεκτονική και τη μεταπόλη, Metapolis Press, Αθήνα, 2005 Τερκενλή, Θεανώ, Το πολιτισμικό τοπίο: Γεωγραφικές προσεγγίσεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1996 Τουρνικιώτης, Παναγιώτης, Δύο ταξίδια στον Le Corbusier : (με αφορμή τα 40 χρόνια από το θάνατό του), Futura Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου Αθήνα, 2005 Φατούρος, Δημήτρης, Ίχνος χρόνου: αφηγήσεις για τη νεώτερη ελληνική αρχιτεκτονική, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2008


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

151

Φιλιππίδης, Δημήτρης, Ανθολογία κειμένων ελληνικής αρχιτεκτονικής 1925-2002, Μέλισσα, Αθήνα, 2006 Φιλιππίδης, Δημήτρης, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική: Κυκλάδες, Μέλισσα, Αθήνα, 1983 Φιλιππίδης, Δημήτρης, Μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Μέλισσα, Αθήνα, 2001

ΑΡΘΡΑ

ΣΕ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ ΒΙΒΛΙΑ

Αίσωπος, Γιάννης, «The present Acropolis», στο Mateo, Josep (επιμ.), Architectural Papers IV: Iconoclastia, DARCH, Ζυρίχη, 2009 Αριστοτέλης, «Περί Μνήμης Και Αναμνήσεως», στο Spengel, Leonardus (επιμ.), Themistii Paraphrases Aristotelis librorum quae supersunt, LIPSIAE B.G Teubner, Τορόντο, 1866 Friedman, Yona, «Program of Mobile Urbanism», στο Ockman, Joan (επιμ.), Architecture Culture 1943-1968: A Documentary Anthropology, Columbia Books of Architecture-Rizzoli, Νέα Υόρκη, 1993 Tafuri, Manfredo, «Machine et Mémoire: La Ville dans L’œuvre de Le Corbusier», στο Jacques, Lucan (επιμ.), Le Corbusier – Une encyclopedie, Editions du Centre Pompidou, Παρίσι, 1987 Zardini, Mirko, «Seemingly Seamless», στο Allen, Stan, και McQuade, Mark (επιμ.), Landform Buildings: Architecture’s New Terrain, Las Muller Publishers, Ζυρίχη, 2011

ΑΡΘΡΑ

ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

Βλαστός, Θάνος, «Αθήνα vs Αθηναίοι. Απόπειρα ερμηνείας συμπεριφορών», στο Τσέτσης, Σταύρος (επιμ.), Ένα μέλλον για την ελληνική πόλη – προς μια ανατροπή της παθογένειας του αστικού φαινομένου στον Ελλαδικό χώρο, εκδόσεις Οκτάγωνο, Αθήνα, 2007 Τζιρτζιλάκης, Γιώργος, «Suburborama.Συναρμογές της διάχυτης πόλης», στο Λέφας, Παύλος και Καζέρος, Νίκος (επιμ.), Χωρίς Όρια. Οι αχανείς εκτάσεις των αθηναϊκών προαστίων, Futura, Αθήνα, 2003


152

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΑΡΘΡΑ

ΣΕ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

Le Corbusier, «Theorie du toit-jardin», στο l’architecture vivante, τ. Φθινόπωρο-Χειμώνας, Παρίσι, 1927 Lum, Eric, «Conceptual Matter», στο Harvard Design Magazine, τ. Χειμώνας, Νέα Υόρκη, 2004 Naegele, Daniel, «Savoye Space - Five Houses», στο Harvard Design Magazine, τ. Φθινόπωρο, Νέα Υόρκη, 2001 Oberndorfer, Erica, et al, «Green Roofs as Urban Ecosystems: Ecological Structures», (Functions and Service), στο ΒioScience vol.57, τ. Νοέμβριος, Νέα Υόρκη 2007 Issaias, Platon, και Aureli, Pier Vittorio και Giudici, Maria, «From Dom-ino to Polykatoikia», στο Domus τ.962, Ιταλία, 2012

Α ΡΘΡΑ

Σ Ε Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Α Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Α

Αίσωπος, Γιάννης, «Το σύγχρονο αττικό τοπίο», στα Αρχιτεκτονικά θέματα τ.39, Αθήνα, 2005 Αίσωπος, Γιάννης, «Ο Ελληνικός δημόσιος χώρος», στα Αρχιτεκτονικά θέματα τ.37, Αθήνα, 2003 Αντονάς, Αριστείδης, «Η εικόνα που κρύβει ό,τι παρουσιάζει: το αττικό τοπίο και η φαντασίωση της απόκρυψης», στα Αρχιτεκτονικά θέματα τ.28, Αθήνα, 2004 Ζενέτος, Τάκης, «Η Ηλεκτρονική Πολεοδομία», στα Αρχιτεκτονικά θέματα τ.3, Αθήνα, 1969 Ζενέτος, Τάκης , «Η Πόλη και η κατοικία στο μέλλον» (η πολεοδομία στο χώρο, Μελέτη 1962), στο Αρχιτεκτονική τ.42, Αθήνα, 1963 Κόκκου, Αγγελική, «Ξένοι περιηγητές στην Αττική: Η αττική φύση σε περιηγητικά κείμενα και εικόνες από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα», στην Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, Αθήνα, 1999 Κορδάτος, Χάρης, «Πράσινες Οροφές», στο Περιοδικό ECO-Garden, τ. Ιούνιος, Αθήνα, 2012 Μάνης, Θανάσης, «Το νέο έδαφος», στις Δομές, τ. Ιανουάριος, Αθήνα, 2009


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

153

Παπαιωάννου, Τάσης, «Χτίζοντας τον… ουρανό», στην Ελευθεροτυπία, 14 Δεκέμβριου, Αθήνα, 2005 Παπαιωάννου, Τασής, «Η απάνω και η κάτω πόλη», στην Ελευθεροτυπία, 19 Μαίου, Αθήνα, 2005 Πάσχου, Αναστασία, «Η τυπολογία της Αθηναϊκής πολυκατοικίας», στα θέματα χώρου + τεχνών/ design + art in Greece τ.35, Αθήνα, 2004 Χαράμη, Στέλλα, «Βιοκλιματικά μπλοκ στην οροφή της πόλης», στον Ελεύθερος Τύπος, 20 Δεκεμβρίου, Αθήνα, 2008 Χάρη, Χριστίνα, «Documenta 11: Η αρχιτεκτονική στο προσκήνιο», στα Αρχιτεκτονικά θέματα τ.37, Αθήνα, 2003

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΙ

ΤΟΠΟΙ

Londoño, Ernesto, «Egypt’s garbage crisis bedevils Mors», στο http://articles.washingtonpost. com, Αύγουστος 2012, (τελευταία επίσκεψη 28/7/2013) «ΑΣΤΙΚΟ ΚΕΝΟ 6 –Ταράτσες», στο http://urbanvoidathens.wordpress.com, Δεκέμβριος 2008 (τελευταία επίσκεψη 28/7/2013) Βανδώρος, Αλέξιος, «Τα ψηλά κτήρια», στο http://www.greekarchitects.gr, Φεβρουάριος 2011, (τελευταία επίσκεψη 17/8/2013) Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΓΟΚ), στο http://www.ministryofjustice.gr/site/kodikes (τελευταία επίσκεψη 6/8/2013) Κοτιώνης, Ζήσης, «Το παχύ έδαφος της Αθήνας: Από την πολυκατοικία στην πληθοδομή (multistructure)», στο http://www.greekarchitects.gr, Δεκέμβριος 2010, (τελευταία επίσκεψη 22/7/2013) Μπούρας, Κωνσταντίνος, «Athens revisited (μέρος 1): Η Αθήνα ειδωμένη μέσα από τα πολλαπλά επίπεδα που συνθέτουν την αστική της μορφή», στο http://www.greekarchitects.gr, Ιούλιος 2009, (τελευταία επίσκεψη 23/7/2013)


154

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Στράτου, Αλεξάνδρα, «Ταράτσες, η Πέμπτη όψη της Αθήνας», στο Γνώμες, NEWS247, Αθήνα, Ιούλιος 2012 (τελευταία επίσκεψη 22/8/2013) «Φυτεμένες ταράτσες: εξοχή πάνω από την πόλη», στο http://www.lifo.gr/mag, Ιούνιος 2009, (τελευταία επίσκεψη 20/8/2013) «Χιλιάδες πτερύγια καρχαρία αποξηραίνονται σε ταράτσες του Χονγκ Κονγκ», στο http://www. econews.gr, Ιανουάριος 2013, (τελευταία επίσκεψη 28/7/2013) Πηγή: http://jdsa.eu/bir/ (τελευταία επίσκεψη 28/8/2013) Πηγή: http://www.oddstuffmagazine.com (τελευταία επίσκεψη 28/7/2013) Πηγή: Wikipedia (τελευταία επίσκεψη 22/07/2013)

Ε ΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Γκοτσοπούλου, Γεωργία, Το νέο έδαφος, επιβλ. καθ. Δήμητρα Κατσώτα, Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2012 Διαμαντοπούλου, Ήβη, Τοπιακή Πολεοδομία, επιβλ. καθ. Γιάννης Αίσωπος, Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2008 Δίκας, Νίκος, Τόποι πάνω από την πόλη: η ανάκτηση του συλλογικού, επιβλ. καθ. Σοφία Τσιτιρίδου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2004 Μπίστη, Μαριάννα, Δημοσίου χώρου χρήστες αναζητούνται, επιβλ. καθ. Αριάδνη Βοζάνη και Ανδρέας Κούρκουλας, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2012 Περντετζή, Χριστίνα, Από τον τόπο στο τοπίο, επιβλ. καθ. Πατρίκιος Γεώργιος και Κωστής Κεβενζίδης και Νικόλαος Θωμάς, Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2012


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

155

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ Copans, Richard, Ντοκιμαντέρ: Villa Dall’Ava, Centre Georges Pompidou, 1995 Αγγελιδάκης, Αντρέας, Angelidakis on Le Corbusier part 1, στο http://www.youtube.com Βελισσαρόπουλος, Αντρέας, Ντοκιμαντέρ: Δ. Πικιώνης: ένας ποιητής του χώρου/Α, στο http:// www.youtube.com Φιλιππίδης, Δημήτρης, Ντοκιμαντέρ: Δ. Πικιώνης: παρασκήνιο, στο http://www.youtube.com


156

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Π ΗΓΕΣ

ΕΙΚΟΝΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1, 2

http://www.nationalgeographic.com

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10,11 12 13 14 15 16 17

http://totallycoolpix.com/2013/05/coolest-pix-of-2013-week-19 http://www.flickr.com http://www.ipop.gr http://totallycoolpix.com/2012/02/in-the-picture-emir-mafke-vrazalica http://www.adARTes107.gr Προσωπική παρέμβαση και Baltanas, Jose, Walking through Le Corbusier : a tour of his masterworks, Thames and Hudson, Λονδίνο, 2005, σελ. 62 Frampton, Kenneth, Μοντέρνα αρχιτεκτονική: Ιστορία και Kριτική, Θεμέλιο, Αθήνα, 2009, σελ. 143 Vogt, Αdolf, Le Corbusier: The Noble Savage –Toward an Archeology of Modernism, MIT Press, Cambridge ΜΑ, Λονδίνο, 1998, εξώφυλλο http://www.sbi.dk/arkitektur/ Frampton, Kenneth, Le Corbusier, Thames and Hudson, Λονδίνο, 2001, σελ. 49 Frampton, Kenneth, Μοντέρνα αρχιτεκτονική: Ιστορία και Kριτική, Θεμέλιο, Αθήνα, 2009, σελ. 166 http://www.themodernist.co.uk/ Friedman, Yona, Pro Domo, Actar, Βαρκελώνη, 2006, σελ. 260 Καλαφάτη, Ελένη, Παπαλεξόπουλος, Δημήτρης, Τάκης Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική, Libro, Αθήνα, 2006, σελ. 49 Alison, Jane, Brayer, Marie-Ange, Migayrou, Frederic, Spiller, Neil, Future City Experiment and Utopia in Architecture, Thames & Hudson, Λονδίνο, 2006, σελ 40 Frampton, Kenneth, Μοντέρνα αρχιτεκτονική: Ιστορία και Kριτική, Θεμέλιο, Αθήνα, 2009, σελ. 251

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β 1 2 3 4 5

http://totallycoolpix.com/2011/08/in-the-picture-zhangdengwei-in-tibet http://newsfrombrighton.co.uk http://fr.wikipedia.org http://photoinpixel.com http://jobspapa.com


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23,24 25 26 27 28

157

http://panoramio.com http:// ecrennie.wordpress.com http://travel.prwave.ro http://commons.wikimedia.org http://media.tumblr.com Tzonis, Alexander, Le Corbusier: The Poetics of Machine and Metaphor, Thames & Hudson, Λονδίνο, 2001, σελ. 161 Προσωπικό αρχείο Benton, Tim, The villas of le Corbusier and Pierre Jeanneret 1920-1930, Birkhauser, Basel, 2007, σελ. 209 Colomina, Beatriz, Privacy and publicity: modern architecture as mass media, The MIT press, Cambridge ΜΑ, 1994, σελ. 308 http://www.flickr.com Τafuri, Manfredo, Machine et Mémoire: La Ville dans L’œuvre de Le Corbusier, στο: Lucan Jacques: editor, Le Corbusier – Une encyclopedie, Editions du Centre Pompidou, Παρίσι, 1987 http://www.flickr.com http://rosswolfe.wordpress.com http://www.flickr.com http://www.nationalgeographic.com «Χιλιάδες πτερύγια καρχαρία αποξηραίνονται σε ταράτσες του Χονγκ Κονγκ», στο http:// www.econews.gr, Ιανουάριος 2013 http://rupertmsengland.blogspot.gr Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, εκδόσεις: Gustavo Gili, Ισπανία, 2005, σελ. 23,26 Βασιλειάδης, Δημήτρης, Θεώρηση της Αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής υπό ανήσυχη οπτική γωνία, οργανισμός Δοξιάδη, Αθήνα, 1972, σελ. 89 Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, εκδόσεις: Gustavo Gili, Ισπανία, 2005, σελ. 185 http://www.homedsgn.com Martinez, Andres, Habitar la Cubierta – Dwelling on the Roof, εκδόσεις: Gustavo Gili, Ισπανία, 2005, σελ. 201

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ 1 2 3 4 5

Γερόλυμπος, Γιώργης, Athens Spread 2012 http://www. flickr.com http://www. sidewalk.mpora.com Φωτογραφικό εργαστήριο φοιτητών αρχιτεκτονικής ΕΜΠ, 2004 και προσωπική παρέμβαση Πικιώνης, Δημήτρης, Dimitris Pikionis Architect 1887-1986: A Sentimental Topography,


158

6 7 8 9 10 11 12 13 14 15

ΤΟ ΔΩΜΑ ΩΣ ΝΕΟ ΕΔΑΦΟΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Architectural Association, Λονδίνο, 1989, σελ. 8 Κοτιώνης Ζήσης, Το ερώτημα της καταγωγής στο έργο του Δημήτρη Πικιώνη, εκδόσεις Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Αθήνα, 1998, σελ. 192 Προσωπική παρέμβαση και Πάσχου, Αναστασία, «Η τυπολογία της Αθηναϊκής πολυκατοικίας», στα θέματα χώρου + τεχνών/design + art in Greece τ.35, Αθήνα, 2004 Προσωπικό αρχείο Προσωπικό αρχείο http://cosmopoliti.com/ Γερόλυμπος, Γιώργης, Athens Spread 2012 http://cosmopoliti.com/ http://www.efarmogiada.gr/ http://www.flickr.com/ http://www.internationalcontesta.com/2010/08/architecture-competition_07

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ 1 2 3

Προσωπική Παρέμβαση http://www.flickr.com/ και προσωπική παρέμβαση Προσωπική Παρέμβαση

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ_ΣΚΕΨΕΙΣ 1

http://www.beatlesbible.com/1969/


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

159



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.