Ο πόθος καίει τα σωθικά

Page 1


ΕΡΓΑ TO Υ ΙΔΙΟ Υ ΘΕΑΤ ΡΟ 1962 Άνθρωποι και Άλογα 1973 Επικίνδυνο φορτίο, ΚΕΔΡΟΣ, 3η έκδοση 1973 Εκείνος και… Εκείνος, ΚΕΔΡΟΣ, 5η έκδοση 2000 1975 Το αυτί του Αλέξανδρου, ΚΕΔΡΟΣ, 3η έκδοση 1975 Εφημερεύομεν 1975 Εθνική Κωμωδία 1980 Ω, τι κόσμος, μπαμπά!, ΚΕΔΡΟΣ, 3η έκδοση 1999 1980

Νατάσσα 1981

Ενυδρείο, ΚΕΔΡΟΣ, 3η έκδοση 2001

1981

Οι φίλοι, ΚΕΔΡΟΣ, 3η έκδοση 2001

1982 Το ρολόι 1984 Η κυρία δεν πενθεί και άλλες 11 κωμωδίες, 1η έκδοση ΕΣΤ ΙΑ, ΚΕΔΡΟΣ, 3η έκδοση 2001 1987 Μαχαίρι στο κόκαλο, ΚΕΔΡΟΣ, 2η έκδοση 2001 1989 Η ζήλια 1999 Αρσενική πόρνη, Ελληνικά Γράμματα 2003 Συμβαίνουν πράγματα ΜΥΘΙΣΤ ΟΡΗΜΑΤΑ 1989 Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, ΚΕΔΡΟΣ, 200.000 αντίτυπα, 2004 1998 Το παιχνίδι των τεσσάρων, Καστανιώτης, 10η έκδοση (Μουρσελάς - Σκούρτης - Σουρούνης - Τατσόπουλος) 1999

Κλειστόν λόγω μελαγχολίας, ΚΕΔΡΟΣ, 21η έκδοση 2002

ΔΗΓΗΜΑΤΑ - ΝΟΥΒΕΛΕΣ 2004

Ο πόθος καίει τα σωθικά, ΚΕΔΡΟΣ, 3η έκδοση 2004


ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΙΣΘΗΤ ΙΚΗΣ 2001 Ασκήσεις επί χάρτου (Ιος τόμος), Καστανιώτης Τ ΗΛΕΟΡΑΣΗ 1973

Εκείνος και… Εκείνος (132 θεατρικά μονόπρακτα)

1974

Ένας νομοταγής πολίτης (σενάριο)

Σιγά η πατρίδα κοιμάται (συνεργασία) Το γελοίον του πράγματος (συνεργασία) Μικρές αγγελίες (συνεργασία)


ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ

Ο ΠΟ ΘΟ Σ ΚΑΙΕΙ ΤΑ ΣΩΘΙΚΑ

ΔΕΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΟΥΒΕΛΑ

Τ ΡΙΤ Η ΕΚΔΟΣΗ

ΚΕΔΡΟΣ


στην Κική


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Καλά είναι να συνηθίζει κανείς τα φαντάσματα

Ακατάλληλον δι’ ενηλίκους

Λυγμός και ανταρσία

Το μάτι της νύχτας (νουβέλα)

Ταξιδιώτες εσωτερικών χώρων

Ο πόθος καίει τα σωθικά

Μεταμορφώσεις


Αποχαιρετισμοί

Όταν η παράσταση τελειώνει

Οι ιστορίες δεν τελειώνουν μέσα μας ποτέ

Συγκοινωνούντα δοχεία


Καλά είναι να συνηθίζει κανείς τα φαντάσματα Τον είδα καθαρά. Σκοτωμένος εκατό τοις εκατό. Ματωμένο κεφάλι, γυάλινα μάτια, δεν ανάσαινε. Εγώ ο ίδιος τον είχα σκοτώσει, με τα ίδια μου τα χέρια. «Τον σκότωσες. Τ ι ψάχνεις, δεν το βλέπεις; Γρήγορα να τον εξαφανίσουμε. Κλείσ’ του τα μάτια, δεν μπορώ να τα βλέπω, θα λιποθυμήσω.» Τον είχα πιάσει στα πράσα με τη γυναίκα μου. Ήταν και η χυδαιότητα της στάσης τους. Σκυμμένη στο νεροχύτη εκείνη, μ’ ένα πιάτο στο χέρι, κι αυτός πίσω της, με κατεβασμένο παντελόνι. Την είχε επισκεφτεί, φαίνεται, την ώρα που έπλενε τα πιάτα. Όχι πάντως ότι ήθελα να τον σκοτώσω’ ούτε κατά διάνοια. Συνέβη εντελώς συμπτωματικά και τυχαία. Πήγα να τους προσπεράσω, να φύγω, αηδιασμένος και από το θέαμα, τους έφτυσα — αυτό το τόλμησα —, έτρεξε αυτός, τον εμπόδιζε και το κατεβασμένο παντελόνι, έτρεξε να με προλάβει, να δικαιολογηθεί μάλλον, να πει κάτι, έλεγε κάτι, δεν άκουγα, με πρόφτα σε στο μπαλκόνι, κάτι μουρμούρισε, «πρώτη φορά», «η κακιά η ώρα», και μαλακίες. Η άλλη, η δική μου, είχε μείνει άναυδη, με το πιάτο στο χέρι, να τρέχουν οι σαπουνάδες στα μπούτια της, στη φούστα της, κατακόκκινη, μουγκή’ έκανα μια με το χέρι να τον σπρώξω μακριά μου, δεν το περίμενε, ήταν και πολύ χαμηλά τα κάγκελα του μπαλκονιού - το ’λεγα τότε στο σιδερά «πιο ψηλά, πιο ψηλά, θα σκοτωθούμε», «καλά είναι» αυτός -, χάνει την


ισορροπία του και πέφτει, απ’ τον πρώτο όροφο, στο πλακόστρωτο, στον τόπο, ούτε άχνα δεν έβγαλε, ανάσκελα έπεσε. Τον πετάξαμε με τη Νόρα στη θάλασσα. Ήταν τέτοιος ο πανικός, η αγωνία, ο ιδρώτας να τον κουβαλήσουμε, ήταν και ψηλός, βαρύς, ούτε που της είπα τίποτα, ούτε να τη ρωτήσω, να βρίσω — μωρή ξεφτιλισμένη, γιατί, πώς μπόρεσες —, να τη λιώσω στο ξύλο. Τ ίποτα. Σε άλλες συνθήκες θα την έλιωνα. Με την κιλότα κατέβηκε — της είχε πέσει η φούστα —, με μια αντρική πιζάμα επάνω και κιλότα από κάτω. Οδηγούσα και λέξη δεν είπαμε, μέχρι που τον φουντάραμε από ψηλά, πλαφ έκανε, λέξη. Και όταν γυρίσαμε νυχτιάτικα, άγρια μεσάνυχτα, σπίτι, πάλι λέξη δεν είπαμε, δεν είπα, τρέμαμε. Κανείς δεν τον ξανάδε, κανείς δεν ξαναμίλησε γι’ αυτόν, κανείς δεν τον αναζήτησε, ήταν και αλήτης, τεμπέλης, καφενόβιος, κανείς δεν ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια του* έτσι, μια μέρα, ήρθε στην κηδεία ενός φίλου του — εκεί τον πρωτοείδαμε —, άνεργος ήταν, βρήκε μια δουλειά κι έμεινε. Το όνομά του μόνο ξέραμε, όχι το μεγάλο, το μικρό, Ανάστος, τίποτ’ άλλο. Άλλαξε μετά δουλειές, σπίτια, έφευγε, ερχόταν, κανείς δεν πρόσεξε την απουσία του, «ρε, ο Ανάστος χάθηκε» λέγαμε μόνο κάπου κάπου. Ξεχάστηκε. Πολύ θέλει να ξεχαστεί ένας άνθρωπος; * Και, φίλε μου, τον είδα, όχι σε όνειρο, ολοζώντανο, κανονικό, τον είδα, στο μπαλκόνι, στα κάγκελα, στην ίδια θέση, στην ίδια στάση, όρθιο, εκεί ακριβώς που τον έσπρωξα. Νύχτα με ανάποδο μισοφέγγαρο. Η μάνα μου, «όταν βλέπεις ανάποδο μισοφέγγαρο, να προσέχεις», προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες, «τι τις θέλεις, ρε μάνα, τι


ξεφουρνίζεις τέτοιες μπαρούφες μπροστά στα παιδιά;». Ορίστε τώρα, λύγισαν τα πόδια μου, ανάσα δε μου ’βγαίνε, ολόκληρο μισοφέγγαρο ανάποδα. Επιστρέφαμε με τη Νόρα από ταβέρνα, μισοζαλισμένος μισομεθυσμένοι, της έδειχνα ακριβώς το ανάποδο μισοφέγγαρο, «ξέρεις, η μάνα μου έλεγε», δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση, πρόλαβε μόνο και μου είπε κι αυτή «δεισιδαιμονίες, κουταμάρες», και τον είδαμε, ταυτόχρονα κι οι δύο, εκεί στα κάγκελα, ξαφνικά. Όπως καταλαβαίνεις, δε χωρίσαμε τότε, μας συνέδεσε το κοινό έγκλημα, ο κοινός τρόμος, δυο μήνες κρυβόμαστε στο χωριό της Νόρας, ξεκοκαλίζαμε εφημερίδες, αγωνία μήπως διαβάσουμε «εξεβράσθη πτώμα», δε χωρίσαμε’ σ’ αυτό βοήθησε και που μου τον απομυθοποίησε τελείως, «σκατά άνθρωπος, σκατά εραστής, ούτε που του σηκωνόταν, όλο μεθυσμένος, ποτέ δεν το χάρηκα, αλλά να, στη μοναξιά μου, όλο έλειπες κι εσύ με τις αντιπροσωπίες και τα ραντεβού», της είχε μπει και η ιδέα, «να μη σε κοροϊδεύω, μου είχε μπει και η ιδέα». * Από μια απλή περιέργεια άρχισαν όλα, διότι την ερέθιζε, λέει, μια χυδαία εικόνα. Στα καφενεία και στα μπαρ όπου καθόταν υ τύπος, είχε πάντα ανοιχτά τα πόδια του. Όντως, το θυμάμαι, τα είχε, έτσι καθόταν, μ’ ανοιχτά πόδια, και φούσκωναν μπροστά του τα τέτοια του, φαινόντουσαν τεράστια, κι αυτή, Χέει, ήταν περίεργη, τη βασάνιζε η εικόνα, δεν της έφευγε, να δει τα τέτοια του, την ερέθιζαν, είχε χάσει τον ύπνο της, στέγνωνε η γλώσσα της, «το ’βλεπες, δεν το ’βλεπες ότι κάτι δεν πάει καλά;». Περνούσε και ξαναπερνούσε μπροστά του, κανονική υστερία την είχε πιάσει - κι


εγώ δεν είχα πάρει είδηση! —, υστερία και όνειρο, να μην της φεύγει απ’ το μυαλό η εικόνα του. Να τον σκέφτεται και ν’ αυνανίζεται και να λιώνει’ ούτε έρωτας και αγάπη και συναίσθημα και βάθος και «γλύκα μου», τίποτε απ’ αυτά, σκέτη υστερία, «αφού ήθελα να σου πω, φέρ’ τον μου μια φορά, να δοκιμάσω, να μου φύγει, να μη σου μπει η ιδέα είναι, μακάρι να μην τον ξανάβλεπα, να χανόταν όπως ήρθε»* περνούσε και ξαναπερνούσε για να βλέπει τα τέτοια του* και τρίχες, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, όπως όλων μας ήταν: μετριότατα, μάλλον έβαζε από μέσα τίποτα μαντίλια και μπαμπάκια και φούσκωναν. Την πέθαινε και η κίνηση του χεριού του, του αριστερού, την ώρα που ρουφούσε τον καπνό του τσιγάρου του, εκείνη η κίνηση, που τα φούχτωνε, που σε κοιτούσε και τα φούχτωνε, «αφού δεν άντεχα, ήθελα να σ’ το πω, άντρα μου, σώσε με, σκότωσέ τον ή φέρ’ τον μια φορά, να γίνει μπροστά σου, να μου φύγει η ιδέα, θα μου ’φεύγε, σ’ τ’ ορκίζομαι, καλύτερα έτσι να γινόταν». * Κι εκεί λοιπόν που γυρίζαμε, τη νύχτα με το ανάποδο μισοφέγγαρο, τον είδαμε, ταυτόχρονα και οι δύο. Κοίταζε, εξέταζε μάλλον τα κάγκελα, σαν να ήθελε να διαπιστώσει πώς διάβολο έπεσε, μήπως του είχαμε στήσει παγίδα, σαν να μην το πίστευε. Μας είδε, μας φώναξε. Εμείς φύγαμε, τρέξαμε, το βάλαμε στα πόδια. Μπήκαμε στο σπίτι από το υπόγειο, ανεβήκαμε πάνω και κλειδώσαμε. Περιμέναμε να φύγει, στο σκοτάδι, ούτε ανασαίναμε. Ρωτούσα την άλλη μέρα αν τον είδαν στη γειτονιά. «Τ ρελός είσαι, έχει έξι μήνες να φανεί.» «Εγώ τον είδα.» Γέλασαν. «Τελευταία δεν πας καλά, σου ’χει στρίψει, φαντάσματα βλέπεις.»


Από τότε τον συναντούμε τακτικά, στην ίδια θέση, να ψάχνει τα κάγκελα, αλλά σταμάτησα να τους το λέω, στο τέλος θα τους βάλω ιδέες, και δε νιώθουμε πια ούτε εγώ ούτε η Νόρα τον ίδιο πανικό όπως όταν τον είδαμε την πρώτη φορά, τη νύχτα με το ανάποδο μισοφέγγαρο. Τ ρέχουμε, μπαίνουμε από το υπόγειο, ανεβαίνουμε, κλειδώνουμε από μέσα και περιμένουμε να φύγει’ μόνο που τώρα τον συνηθίσαμε κάπως και ανάβουμε το φως, ψιθυρίζουμε, λες κι έγινε κομμάτι από τη ζωή μας. Με τη Νόρα όμως οι σχέσεις μας πάνε καλά, μας συνέδεσε το κοινό έγκλημα, ο κοινός τρόμος… Δηλαδή, για να ακριβολογούμε, στην αρχή το κοινό έγκλημα, μετά άρχισε να γίνεται και καλύτερος έρωτας. Δεν ξέρω, η αμαρτία της, την έβλεπα φορές φορές και σαν πουτάνα, «είσαι πουτάνα, μωρή», την περιφρονούσα, την ταπείνωνα. Την ανάγκασα να μου δείξει και τι της έκανε εκείνο το κάθαρμα. «Τ ίποτα σπουδαίο», ορκιζόταν. Τ ις πιο πολλές φορές καθόταν, λέει, απέναντί της, ντυμένος, με ανοιχτά πόδια, κι αυτό την πέθαινε. Άρχισα να κάθομαι κι εγώ έτσι. Αυτό ήταν! Το τι επακολούθησε ένας Θεός ξέρει. Αλλά κάτι χάλασε. Από τότε που τον είδαμε, κάτι χάλασε. Λίγο λίγο μας έφυγε το κέφι. Κρατούσε και μπαστούνι. Εμφανιζόταν άλλος άνθρωπος, σοβαρός, λες κι ο θάνατος είχε περίεργες επιρροές επάνω του, καμιά σχέση μ’ εκείνο τον ανεύθυνο, τον επιδειξία, τον αλήτη… διαφορετικός. * Σκατά. Θέλουμε κι οι δύο ψυχίατρο. Χάλασε η ζωή μας. Ένας ψυχίατρος θα μας απαλλάξει, λέει, από τις ενοχές, τα φαντάσματα, τις σκιές. Ποιες ενοχές; Γιατί να έχω ενοχές; Αλλά φαίνεται πως έχω. Ή φόβους. Αφού — αυτό δεν το ’πα στη Νόρα — αρχίζω και αμφιβάλλω. Μήπως τότε δεν πέθανε, αλλά, όταν τον πετάξαμε στη


θάλασσα, αυτός συνήλθε από την παγωνιά της και βγήκε κι έφυγε και χάθηκε και τώρα επιστρέφει επίτηδες; Γεγονός είναι, σχετικά με τις ενοχές, ότι, ναι, η αλήθεια είναι πως την πρόθεση την είχα να τον σκοτώσω, ούτε συζήτηση πως την είχα, το θάρρος δεν είχα, ήθελα όμως να πεθάνει, ούτε λόγος, το θάρρος δεν είχα. Δηλαδή, και να ζούσε, μέρα νύχτα αυτό θα ονειρευόμουν, αλλά δε θα το σχεδίαζα, θα περίμενα να το αναλάβει η μοίρα. Άσε που αν ζούσε θα είχε τελειώσει και η σχέση μου με τη Νόρα. Εν πάση περιπτώσει, αυτό το κάθαρμα κάθε τοσο επιστρέφει με προφανή σκοπό να μας εξουθενώσει, να μας διαλύσει, και δεν έχουμε τρόπο να αντιδρασου-με, να τον βγάλουμε απ’ τη μέση, διότι αν πάρουμε την περίπτωση πως όλα συμβαίνουν μέσα μας, είναι το ίδιο και χειρότερο. Τ ι να κάνεις; Να ξανασκοτώ-σεις τον σκοτωμένο; Και πώς, με τι; Αλλά αποκλείεται να συμβαίνουν μόνο μέσα μας. Φυσικά, λέξη δεν είπα για όλ’ αυτά στη Νόρα, αλλά πολύ φοβάμαι ότι κι αυτή κάνει τις ίδιες σκέψεις* και το χειρότερο που φοβάμαι, μήπως έχουν αρχίσει πάλι να την ερεθίζουν τα τέτοια του, διότι πάλι φουσκώνουν, τόσα γίνονται, πάλι τα φουχτώνει μ’ εκείνη την άξεστη χυδαία κίνηση, και το ακόμα χειρότερο είναι που άρχισα να φοβάμαι μήπως πρόκειται περί συμπαιγνίας… εκείνης κι εκείνου. Την υποπτεύομαι, και όσο την υποπτεύομαι τόσο γίνομαι μουρτζούφλης, μίζερος, άχαρος, απωθητικός. Εκείνη, βέβαια, όλο «τι έπαθες» και «τι σου συμβαίνει», ενώ ξέρει πολύ καλά και τι έπαθα και τι μου συμβαίνει, κι αυτό μου την κάνει ακόμα πιο ύποπτη… «Σβήσε το φως, άσε να κοιμηθούμε* τι διάβολο κοιτάς με γουρλωμένα τα μάτια σου;» «Το ανάποδο μισοφέγγαρο κοιτάζω, απέναντι, μέσα στον καθρέφτη.» Είχε ξημερώσει κι ακόμα δε μας


είχε πάρει ο ύπνος. Βλέπαμε κι οι δυο το ανάποδο μισοφέγγαρο μέσα στον καθρέφτη.


Ακατάλληλον δι’ ενηλίκους Εκείνος είχε συνηθίσει κάθε Τ ρίτη, γύρω στις εφτά το βράδυ, να την αράζει στο Μπραζίλιαν, την καφετέρια του Μάκη, για να γράφει το χρονογράφημα του Σαββάτου. Κι Εκείνη, ακριβώς το ίδιο. Κάθε Τ ρίτη την άραζε την ίδια ώρα στην ίδια καφετέρια για να φάει απανωτά τα τρία παγωτά της. Τόσα τα ’χε μετρήσει. Για Εκείνον ξέρουμε ότι πήγαινε εκεί γιατί τον ενέπνεε η καφετέρια, ενώ για Εκείνη δεν ξέρουμε τι ακριβώς την έφερνε μέχρι εκεί, και μάλιστα πάντα την ίδια ώρα, την ίδια μέρα, στην ίδια θέση, ακριβώς απέναντι από το τραπεζάκι του. * Έτσι κάπως είχαν τα πράγματα, ώσπου Εκείνος, βδομάδα τη βδομάδα, άρχισε να γίνεται όλο και πιο περίεργος για Εκείνη — και όχι μόνο περίεργος, αλλά και γοητευμένος από το φίνο προσωπάκι της —, κι Εκείνη, απ’ όσο μπορούμε να συμπεράνουμε, αρκετά περίεργη για Εκείνον, ίσως όμως όχι και αρκετά γοητευμένη. Παράλληλα ωστόσο, εκτός από την περιέργεια που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο, απορούσαν κιόλας γι’ αυτή την απίστευτη σύμπτωση και συγκυρία (την ίδια ώρα, την ίδια μέρα, στην ίδια θέση) που, όπως ήταν φυσικό, σε μια πρώτη φάση τουλάχιστον, ήταν αρκετή ώστε να τους συνδέσει νοερά, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, έστω και λόγω αυτής της περιέργειας. Έτσι κάπως κυλούσαν οι Τ ρίτες τους, μέχρι που Εκείνος, κάποια απ’ αυτές, αποφάσισε να δράσει. Αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον για να ικανοποιήσει την περιέργειά του, λύνοντας έτσι και το μυστήριο της


επαναλαμβανόμενης τριτιάτικης παρουσίας της. Ναι, αλλά πώς να δράσει; Από πού ν’ αρχίσει; Πώς να την πλησιάσει; Και τι να της πει; Κάτι έξυπνο φυσικά, αλλά τι; Αυτό έψαχνε, μέχρι που επέλεξε έναν αρκετά εύκολο και ανώδυνο τρόπο. Για ένα διάστημα θα την πολιορκούσε με τα μάτια και μετά θα έπραττε αναλόγως. Αυτό και έκανε. Εκείνη τη συγκεκριμένη Τ ρίτη, άρχισε να την κοιτάζει λίγο περισσότερο από τις άλλες φορές, προσπαθώντας να της στέλνει μαζί και κάποιο αδιόρατο μήνυμα. Καθώς την κοίταζε, αρκετά προκλητικά και επίμονα είναι η αλήθεια, έκανε τη σκέψη πως αν δεν κατέβαζε το κεφάλι της και αν δεν την έβλεπε να το γυρίζει ενοχλημένη αλλού, σήμαινε όχι μόνο ότι το περίμενε, αλλά και ότι, κάπως, ανταποκρινόταν. Και — ω! του θαύματος — όχι μόνο δεν το γύρισε αλλού, αλλά του χαμογέλασε κιόλας. Έτσι, τόλμησε να το επαναλάβει και την επόμενη Τ ρίτη — «ας μη βιαστούμε» —, μόνο που αυτήν τη φορά είχε μεγαλύτερη διάρκεια το κοίταγμα του και — ω! του θαύματος πάλι — μεγαλύτερη διάρκεια είχε και το χαμόγελό της. Ως εκ τούτου, την αμέσως επόμενη Τ ρίτη, ψιθυρίζοντας μέσα του «ό,τι είναι να γίνει ας γίνει», σηκώνεται, παίρνει μαζί του τον καφέ του και μετακινείται θρασύτατα από το τραπεζάκι του προς το τραπεζάκι της, ενώ συγχρόνως σκύβε 1 και τη ρωτάει αν του επιτρέπει να καθίσει κοντά της, ζητώντας της συγγνώμη για το θράσος του.


Εκείνη του το επέτρεψε κι Εκείνος, αφού στρώθηκε φαρδύς πλατύς στην καρέκλα απέναντί της, της είπε ότι πολύ λυπάται που κεράστηκε μόνη της και έτσι έχασε την ευκαιρία να την κεράσει αυτός τουλάχιστον το ένα από τα τρία παγωτά της, μια που, όπως είχε διαπιστώσει, τόσα έτρωγε κάθε Τ ρίτη. Του είπε πως δεν πειράζει. Την άλλη φορά, αν θέλει, την κερνάει ένα τέταρτο κι αυτός” και του χαμογέλασε πάλι. Τα τρία τα ’χει ήδη εξασφαλισμένα, συμπλήρωσε. Παραξενεύτηκε για την τόλμη της και αποδέχτηκε σιωπηρά την πρότασή της, με μεγάλη του μάλιστα χαρά. «Όλα βαίνουν καλώς», σκέφτηκε. Αφού κοιτάχτηκαν για λίγο, αιφνιδιάζοντάς τον πάλι, τη βλέπει να σηκώνεται ξαφνικά όρθια μπροστά του και συγχρόνως την ακούει να τον ρωτά πόσων χρονών την κάνει έτσι όπως τη βλέπει. «Αν δεν το βρείτε, τι χάνετε;» «Την άλλη φορά και τα τέσσερα παγωτά εγώ. Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι.» Εκείνος, γοητευμένος όχι πια μόνο από το φίνο προσωπάκι της αλλά και από το φίνο κορμάκι της, αφού την περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω, με κάποια άνεση τώρα, της είπε ότι την υπολογίζει γύρω στα είκοσι δύο. «Όχι; Περισσότερο; Πόσο;» Εκείνη, αφού κάθισε και χωρίς να εγκαταλείψει το χαμόγελό της, που


τώρα πρόσεξε ότι είχε και μια ανεπαίσθητη δόση πονηριάς, του είπε «χάσατε, διότι σήμερα κλείνω τα δεκάξι». Εκείνος, που εκείνη την ώρα έπινε την πρώτη γουλιά από τον καφέ του, κόντεψε να πνιγεί από την έκπληξη και το φόβο του. Παραλίγο δηλαδή, και άθελά του, να παίξει το ρόλο του διαφθορέα ανηλίκων. «Απίστευτο! Δεκάξι; Αποκλείεται.» «Μην τρομάζετε. Δε χρειάζεται να το βάλετε στα πόδια. Τόσο είμαι, και να το πιστέψετε.» * Όταν τέλος πάντων συνήλθε Εκείνος, της ξαναζήτησε συγγνώμη που πήρε το θάρρος να την πλησιάσει, αλλά, «ειλικρινά», αν ήξερε την ηλικία της, ίσως και να μην το τολμούσε. Της εξήγησε ότι επειδή τόσο καιρό την έβλεπε να έρχεται την ίδια μέρα και την ίδια ώρα που ερχόταν κι αυτός και να κάθεται πάντα μόνη και πάντα να τρώει τα ίδια τρία παγωτά, σκέφτηκε να της… να της πει δυο κουβέντες, έτσι για να… «Η περιέργεια, βλέπεις. Με παρέσυρε κιόλας που σ’ έβλεπα έτσι μεγαλίστικα ντυμένη, με τόσο έντονα βαμμένα τα μάτια, τα χείλια, τα νύχια… Πού να φανταστώ ότι είσαι παιδί.» «Όχι και παιδί, μην τα παραλέμε.» Τ ρώγοντας την τελευταία κουταλιά του τρίτου παγωτού της και γλείφοντας μ’ έναν προκλητικό αισθησιασμό το κουταλάκι της, του εξήγησε πως, ναι, είναι αλήθεια ότι της αρέσει να το παίζει και λίγο


μεγάλη, γιατί σπάει πλάκα με τον κόσμο που ξεγελιέται και την περνάει για μεγαλύτερη. Γ ι’ αυτό άλλωστε και τον ρώτησε πόσο την έκανε. Ύστερα, για να τον καθησυχάσει κάπως, του είπε ότι δεν είναι και ο πρώτος που την παθαίνει, γιατί όλοι τα ίδια κάνουν’ με την πρώτη ευκαιρία, τσουπ, μετακομίζουν, όπως και Εκείνος, στο τραπεζάκι της, και, τσουπ, όλοι αρχίζουν να της λένε τα ίδια και τα ίδια, να της ζητούν να τους πει τ’ ονοματάκι της, πού μένει, να την κεράσουν, αν περιμένει κάποιον, κι ένα σωρό τέτοια. «Δεν το ’χατε προσέξει;» «Πως, ναι, αλλά νόμιζα… πως τίποτα φίλοι, τίποτα γνωστοί…» Στο τέλος του ομολόγησε πως η αλήθεια είναι ότι αυτός την εντυπωσίασε, έτσι που τον έβλεπε σκυφτό όλο να γράφει και που άρχισε το κόλλημα κάπως αλλιώς, όχι σαν τους άλλους που στο πι και φι όλοι τους πάνε κατευθείαν στο ψητό. «Έχετε πλάκα πάντως», του δήλωσε. «Κοροϊδεύεις;» «Καθόλου. Ποτέ δεν κοροϊδεύω. Αφού σας καταλαβαίνω, γιατί να κοροϊδεύω;» Εκείνος προσπάθησε να αποκαταστήσει κάπως την αξιοπρέπειά του’ τουλάχιστον να την πείσει ότι μόνο από περιέργεια έκανε ό,τι έκανε, ίσως και από κάποια επαγγελματική διαστροφή, γιατί πίστεψε ότι βρήκε το θέμα του επόμενου χρονογραφήματος του. Εντάξει, έπαιξε το ρόλο της και η ομορφιά της. Δεν κρατήθηκε, της το είπε.


Εκείνη όμως, που τ’ άκουγε όλ’ αυτά μάλλον βερεσέ, του είπε να μην κουράζεται να της εξηγεί, για-τι αυτή από δώδεκα χρονών ξέρει πια και τη ζωή και τους ανθρώπους, γι’ αυτό και τον καταλαβαίνει και καθόλου δεν τον παρεξηγεί και τον πιστεύει και δε χρειάζεται να δικαιολογείται. Εκείνος όμως, που του ήταν αδύνατον να πιστέψει τις υπερβολές της, της χαμογέλασε με τη σειρά του τώρα κι αυτός, και μάλιστα αρκετά συγκαταβατικά, και της εξήγησε πως, μια και καταλαβαίνονται τώρα οι δυο τους, δε χρειάζεται να βγάζει, ειδικά σ’ αυτόν, ένα χαρακτήρα που δεν έχει, μόνο και μόνο για να παίξει και σ’ αυτόν τη μεγάλη, αφού ήδη του αποκάλυψε την ηλικία της, οπότε «περιττεύει να παίζεις και θέατρο». «Μα δεν παίζω θέατρο. Απλώς είμαι ένα πολύ κακομαθημένο κορίτσι — όλο αυτό μου κοπανάει η μάνα μου — και κανένα^ δε μου χαλάει χατίρι. Όλοι ό,τι τους ζητήσω μου το δίνουν.» Εκείνος δεν μπόρεσε ούτε αυτήν τη φορά να συγκρατήσει ή να κρύψει την έκπληξή του. «Για στάσου, ρε κορίτσι μου, γιατί θα με τρελάνεις εσύ. Πού κολλάει τώρα αυτό που μου είπες, ότι είσαι κακομαθημένη, γιατί μου το είπες, εγώ άλλο σου είπα.» Η μικρή τότε του πρότεινε να πιει πρώτα μια γουλιά νερό για να συνέλθει, γιατί αυτά που θα του έλεγε, για να του εξηγήσει πού κολλάει αυτό που του είπε, ήταν σίγουρη πως θα τον τρέλαιναν ακόμα περισσότερο. Εκείνος ήπιε πράγματι νερό και, αφού σκούπισε με μια χαρτοπετσέτα το στόμα του, γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε σαν το


μαθητή που κρέμεται από το στόμα της δασκάλας του. Τ ρτε Εκείνη, αφού πρώτα πήρε μια βαθιά ανάσα, άρχισε να του μιλά. Του είπε πως έχει μια αδερφή παντρεμένη, που τα έχει φτιάξει μ’ ένα χαριτωμένο κύριο, επίσης παντρεμένο, κι όταν θέλει να βγει ραντεβού έξω μαζί του, την παίρνει κι αυτή κοντά της για κάλυψη, ενώ στον άντρα της, το γαμπρό της δηλαδή, λέει ότι τάχα οι δυο αδελφούλες θα πάνε σινεμά, κι έτσι, όταν η αδελφή της την κοπανάει με τον κύριο, αυτή έρχεται και κάθεται σ’ αυτή την καφετέρια και την περιμένει. Τότε, διακόπτοντας αιφνιδιαστικά τη διήγησή της, τον ρώτησε αν κι αυτός έρχεται εδώ για να καλύψει κάποιον. Εκείνος τότε, που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια του, της είπε πως και βέβαια όχι, δεν καλύπτει κανέναν αυτός, και της ζήτησε να συνεχίσει την ιστορία της. «Πού είχαμε μείνει;» «Που έρχεσαι εδώ και τρως τα παγωτά σου. Τ ρία κάθε φορά. Και, υπόψη, δεν είναι και τόσο φτηνά.» Του εξήγησε πως το ξέρει ότι δεν είναι και τόσο φτηνά, όμως δεν τα πληρώνει αυτή για να τα τσιγκουνεύεται, αλλά ο καλός κύριος που του είπε’ αυτός της τα πληρώνει. Και το σινεμά — γιατί πάει και σινεμά — και τα παγωτά’ όλα αυτός. Γιατί πριν από λίγο του είπε ότι τα τρία τα ’χει εξασφαλισμένα; Γι’ αυτό. «Και τι δουλειά κάνει αυτός ο καλός κύριος;»


«Χρυσοχόος.» Και ξαφνικά του δείχνει ένα χρυσό ρολόι, ένα χρυσό βραχιόλι κι ένα χρυσό σταυρό. «Δικά του κι αυτά;» «Δικά του. Προκειμένου να συναντήσει την αδελφή μου. Αυτή είναι ομορφότερη από μένα. Με θεωρεί αδίστακτη. Όχι η αδελφή μου’ αυτός. “ Το μικρό είναι αδίστακτο, θα μας κάψει.” Και, για να μην τους κάψω, δώστου να μου δίνει. Εξασφαλίσαμε, η αδελφή μου κι εγώ, τα , χρυσαφικά της ζωής μας. Αυτή βέβαια δεν είναι κουτή jol μείνει μόνο στα χρυσαφικά. Τον έχει γδύσει τον άνθρωπο. Η ομορφιά χρυσοπληρώνεται. Και γκαρσονιέρα της πήρε και βιβλιάριο της άνοιξε.» Εκείνος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και όλο έλεγε μέσα του: «Δεν είναι δυνατόν, ονειρεύομαι, δεν είναι δυνατόν!». Τον είχαν εντυπωσιάσει όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά και ο τρόπος που τα διηγιόταν η μικρή. «Δεν ξέρω, καλέ μου κύριε, αλλά είστε πολύ αφελείς εσείς οι άντρες.» «Μην το λες, εξαρτάται, μη γενικεύεις.» «Γιατί να μη γενικεύω; Εσείς δηλαδή τι θα κάνατε; Τα ίδια δε θα κάνατε; Αν εγώ σας άφηνα να πιστεύετε ότι είμαι είκοσι δύο, θα μένατε με σταυρωμένα τα χέρια; Φοβηθήκατε και κάνατε πίσω, αλλιώς… εκατό παγωτά θα με κερνούσατε.»


Ύστερα τον ρώτησε αν είναι παντρεμένος. «Είμαι. Γιατί;» «Διότι θα μπορούσα να σας παρασύρω και ύστερα ν’ αρχίσω να σας εκβιάζω. Ψέματα;» «Κοίταξε, μην προσπαθείς να με τρομάξεις, γιατί εγώ από απλή περιέργεια… Δεν επρόκειτο να…» Η μικρή τότε χαμογέλασε κάπως παρατεταμένα και του είπε πως όλοι από μια απλή περιέργεια αρχίζουν και όλοι αυτό της πλασάρουν, αλλά στο τέλος όλοι καταλήγουν στο ίδιο σημείο. Σιγά σιγά, όταν κέρδισε αρκετά την εμπιστοσύνη της και έγινε κάπως φιλική η ατμόσφαιρα, η μικρή άρχισε να του αναπτύσσει τις θεωρίες της και τις φιλοδοξίες της και το πώς σχεδιάζει να ζήσει τη ζωή της, διότι το παιχνίδι το ’χει πια χωνέψει και ξέρει πως λίγο παραπάνω να κοιτάξει, λόγου χάρη, έναν κύριο, αμέσως θα τον δει να μετακόμιζες όπως κι αυτός, από το τραπεζάκι του στο τραπεζάκι της και ν’ αρχίζει τις σάχλες, αλλ’ αυτή είναι αρκετά έξυπνη και δεν πρόκειται να πέσει τόσο εύκολα και τόσο χαμηλά για να εξασφαλίσει κι ένα τέταρτο παγωτό, γιατί ξέρει πολύ καλά τι αξίζει και τι ζητάει απ’ αυτήν ο κάθε κύριος, κι ας είναι τόσο μικρή. Και τότε, εντελώς άσχετα και ξεκρέμαστα, τον ρώτησε αν μπορεί να υποθέσει πώς περνάει τις τάξεις στο σχολείο, γιατί, αν και δεν ανοίγει βιβλίο, εκείνη προβιβάζεται κανονικά. Όταν λοιπόν τη ρώτησε Εκείνος πώς γίνεται αυτό, Εκείνη του εξήγησε ότι η μια φορά στο εξάμηνο που πάει η μαμά της στο σχολείο, στον κύριο λυκειάρχη* Υια να τον ρωτήσει πώς πάει στα


μαθήματα η μικρή, αρκεί για να την περάσουν. «Και φυσικά η μαμά θα είναι ομορφότερη κι από τις κόρες. Γι’ αυτό άλλωστε και ο λυκειάρχης…» «Και βέβαια είναι ομορφότερη, και να μην κοροϊδεύετε, γιατί σε όλους αρέσει η ομορφιά. Και σ’ εσάς.» «Και στις Πανελλαδικές τι θα κάνεις; Εκεί δε θα υπάρχει τρόπος να επέμβει ο λυκειάρχης.» «Πάντα βρίσκεται τρόπος. Αλλά ποιος σας είπε ότι θα δώσω Πανελλαδικές;» Και αμέσως άρχισε να του εξηγεί ότι δεν είναι τρελή να τρέχει στα πανεπιστήμια, όπως ο αδελφός της, που τέλειωσε αρχιτεκτονική, που πήρε και μάστερ και που παρ’ όλα αυτά, με τα μυαλά που έχει, ακόμα δουλεύει αχθοφόρος το πρωί και το βράδυ κάνει τον αφισοκολλητή στα κόμματα μπας και του βρουν καμιά δουλειά της προκοπής. «Και αν δε σπουδάσεις, τι σκοπεύεις να κάνεις; Πώς θα ζήσεις;» «Το έχω προβλέψει κι αυτό, σας το είπα.» «Φυσικά με κάποιον καλό κύριο, που… ε;» «Μην κοροϊδεύετε. Ακριβώς, με κάποιον καλό κύριο,. που… Μόνο που αυτός ο κύριος υπάρχει ήδη και έχει ήδη τρία ολόκληρα μπαρ καταδικά του, στο όνομά του.» Εδώ είναι που Εκείνος έμεινε κυριολεκτικά άναυδος, και Εκείνη —


συνεχίζοντας — άρχισε να του εξηγεί πόσο πλούσιος είναι αυτός ο κύριος και ότι δεν έχει μόνο τα μπαρ. Έχει και σπίτια και οικόπεδα, και ότι αυτός ο κύριος της υποσχέθηκε πως μόλις τελειώσει το σχολείο, αν θέλει, θα της χαρίσει ένα ολόκληρο μπαρ, ότι θα το γράψει στ’ όνομά της, φτάνει να δεχτεί να τον παντρευτεί ή να συζήσει μαζί του, και ότι Εκείνη του είπε, ναι, θα τον παντρευτεί και καθόλου δεν την πειράζει που έχει σχεδόν την ηλικία του μπαμπά της, γιατί είδε και το χαΐρι της αδελφής της που, αν και παντρεύτηκε από έρωτα με τον προκομμένο της, ορίστε τι αναγκάζεται να κάνει και ορίστε τι κατάφερε και ο βλάκας ο πατέρας της, ο οποίος, για να τους μεγαλώσει, με τα μυαλά που έχει κι αυτός, δεν κατάφερε να ’χει ένα δεύτερο κοστούμι ή να κάνει ένα ταξίδι της προκοπής. «Δεν είναι πια άνθρωπος ο μπαμπάς μου. Είναι ένας σκλάβος. Ηλεκτρολόγος. Αυτός έβαλε τους φωτισμούς στα μπαρ του κυρίου που σας είπα. Εκεί με πήρε κι εμένα μαζί του μια μέρα για παρέα κι εκεί τα κουβέντιασα με τον κύριο αυτά που σας είπα.» «Μήπως όμως δεν είναι σκλάβος ο μπαμπάς σου, αλλά απλώς ένας σωστός άνθρωπος;» «Καθόλου, καθόλου. Ένας τέλειος σκλάβος. Εγώ ζω την πίκρα του, δεν τη ζείτε εσείς. Και μη νομίζετε ότι, επειδή σας τα λέω αυτά, θα μείνω και αμόρφωτη. Θα μορφωθώ και μάλιστα καλύτερα, γιατί, μη με βλέπετε έτσι, εμένα μ’ αρέσει να διαβάζω, αλλά άλλα βιβλία, με ουσία, που μιλάνε για τα γουστόζικα της ζωής, και όχι αυτά τα ανούσια του σχολείου.» Και ξαφνικά του ανακοινώνει το πρώτο της βαρύγδουπο συμπέρασμα, που στο περίπου έλεγε ότι ο άνθρωπος που θ’ αποφασίσει να φτιάξει τη ζωή του θα το καταφέρει, φτάνει να το


θέλει πραγματικά. Εκείνος, που στο μεταξύ είχε χαζέψει εντελώς καθώς την άκουγε να του τα λέει όλ’ αυτά, αιφνιδιάστηκε ξανά όταν άρχισε να του μιλά για μια θεία Μαίρη, τη μικρότερη αδελφή της μαμάς της, που ωραιότερη γυναίκα απ’ αυτή δεν υπάρχει. Του είπε, λοιπόν, πως αυτή η τόσο όμορφη γυναίκα παντρεύτηκε από έρωτα έναν καλουπατζή, απ’ αυτούς που φτιάχνουν τα καλούπια για να πέφτουν τα μπετά. Τ ι να τον κάνει όμως η θεία της, κι ας είναι ωραίος, όταν τον περισσότερο καιρό μένει άνεργος και τον υπόλοιπο καιρό τεμπελιάζει; Ποτέ τα νεφρά του τον πονούν, πότε ο δίσκος της μέσης, και τελικά ξεμεσιάζεται η θεία στη λάντζα για το μεροκάματο κι αυτός τη βγάζει ωραία και καλά. «Θεία, της είπα μια μέρα, ξέρω έναν πολύ πλούσιο τύπο που πολύ σε κάνει κέφι. Θέλεις να του πω να ’ρχεται σπίτι μια φορά το μήνα, όταν λείπει ο θείος, για να μην ξαναχρειαστεί να δουλέψεις;» «Της έλεγες αλήθεια; Υπάρχει όντως αυτός ο τύπος;» «Όχι βέβαια, δεν υπάρχει, ψέματα της έλεγα, αλλά εκείνη το πίστεψε. Μόνο που δε με σκότωσε. Τ ι ανήθικη με είπε, τι βρωμοθήλυκο, τι τσουλάκι, τι τέρας. Άρα, θείτσα μου, της είπα, σου αρέσει η λάντζα, μην παραπονιέσαι και βρίζεις αυτούς που έχουν λεφτά, γιατί, αν ήθελες, θα είχες κι εσύ, αλλά δε θέλεις και δεν έχεις. Μόλις της τα είπα όλ’ αυτά λιποθύμησε, δεν άντεξε, μπαμ και κάτω, εγκεφαλικό η θεία.» Και η μικρή κατέληξε στο δεύτερο βαρύγδουπο συμπέρασμα, πως ή ο κόσμος είναι καθυστερημένος ή αυτή είναι πράγματι τέρας, όπως την είπε και η θεία.


Εκείνος, μην μπορώντας να πιστέψει όλα όσα άκουγε, την παρακάλεσε να του πει την αλήθεια, αν είναι όντως μόνο δεκάξι χρονών. «Ακριβώς δεκάξι. Σήμερα κλείνω τα δεκάξι.» Η μικρή τότε διέκοψε την κουβέντα τους για να ζητήσει από το γκαρσόνι ένα ποτήρι νερό και επανήλθε δριμύτερη. «“ Το παν είναι να αξιοποιείς τα προσόντα που σου έδωσε ο Θεός και η φύση.” Όλο αυτό μας κοπανούσε στο σχολείο ο θεολόγος. Ωραία, λοιπόν, αυτό κάνω κι εγώ, τα αξιοποιώ. Κακό είναι;» Και τότε, εντελώς ψύχραιμα, του είπε ότι του τα λέει όλα αυτά γιατί δεν τρελάθηκε να καταντήσει να περιφέρει παραλυμένο το σώμα της όπως η θεία Μαίρη, σαν άδειο σακί από την κούραση, για ένα κομμάτι ψωμί, γιατί δε νομίζει ότι θα πέσει η υπόληψή της αν φροντίσει να βγάλει πιο ξεκούραστα τη ζωή της. Μεταξύ των δύο, τι να διαλέξει κανείς; Τ ι της προτείνει Εκείνος; Και τότε, χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε ακάθεκτη το μονόλογό της, μέχρι που θυμήθηκε και την άλλη της θεία, τη θεία Καίτη. Αδελφή του πατέρα της αυτή. «Εκεί να δείτε ομορφιά. Αλλά αυτή δεν ήταν κουτή όπως η θεία Μαίρη. Αυτή του ’δώσε και κατάλαβε, αν και πάμπλουτος ο άντρας της. Τον πρώτο καιρό μάλιστα η μαμά και ο μπαμπάς δεν ήθελαν ούτε να τη δουν. “ Εξώλης και προώλης” την έλεγαν, αυτό ήταν τ’ όνομά της. Σήμερα, με τις γνωριμίες και τα πλούτη που έχει, χαλί της στρώνουν όταν έρχεται στο σπίτι. Τ ώρα όλοι της κάνουν τεμενάδες και όλοι τη σέβονται και την καλούν στα σπίτια τους.»


Εκείνη τη στιγμή ο σερβιτόρος της έφερε το νερό που του είχε ζητήσει, και αφού το ήπιε μονορούφι - είχε στεγνώσει κι η γλώσσα της πια - θυμήθηκε το θείο Δημήτρη, τον άντρα της θείας Καίτης, αυτής της «εξώλης και προώλης», που μια μέρα τον έκανε -· λέει τσακωτό στο κρεβάτι με την Αγγλίδα δασκάλα του γιου τους. «Ποιος τον έκανε τσακωτό;» «Εγώ. Ποιος άλλος; Και από τότε ο καημένος ο θείος όλο με παίρνει τηλέφωνο και με ρωτά τι θέλω να μου χαρίσει στη γιορτή μου, κι εγώ, που φυσικά κατάλαβα ότι ήθελε να μου κλείσει το στόμα, να μην το πω στη θεία, του είπα να μου πάρει ένα μικρό αυτοκίνητο, κι εκείνος ο τσιφούτης — “ εργολήπτης, πώς τους λένε” —, ίδρωνε και ξεΐδρωνε και προσπαθούσε να με μεταπείσει και όλο μου έλεγε: “ Τ ι να το κάνεις τόσο μικρή το αυτοκίνητο, καλύτερα να σου πάρω ένα στερεοφωνικό”. Αλλά φυσικά εγώ επέμενα και φυσικά μου το πήρε το αυτοκίνητο, μόνο που μέχρι να πάρω την άδεια οδήγησης το δίνω και το οδηγεί ο αδελφός μου, ο αχθοφόρος. Θα μου πείτε, τι άλλο να έκανε ο θείος; Ήξερε πως έτσι και μάθαινε η θεία τι γινόταν με τη δασκάλα, θα ’τρώγε την κλοτσιά του και θα ’χάνε τα πάντα, αφού ό,τι έχει και δεν έχει είναι γραμμένο στ’ όνομά της. Όχι βέβαια ότι θα τον κάρφωνα, αλλά εκείνος αυτό φοβόταν.» Ξαφνικά όμως διέκοψε και ζήτησε το λογαριασμό από το γκαρσόνι, γιατί σε λίγο θα ερχόταν η αδελφή της. Και τότε Εκείνος, που εξακολουθούσε να την ακούει εμβρόντητος, δεν κρατήθηκε και τη ρώτησε πώς διάβολο οι γονείς της δεν αναρωτήθηκαν από πού κι ως πού ο θείος τής έκανε ένα τόσο ακριβό δώρο και πώς το δικαιολόγησε’ κι Εκείνη του είπε πως, όταν είσαι φτωχός, δέχεσαι τα πάντα, χωρίς ποτέ να ρωτάς το γιατί.


«Αυτό δεν το ’χετε μάθει ακόμα;» Ύστερα, όλο και πιο εμβρόντητος, την παρακάλεσε να του πει αν πιστεύει πραγματικά ότι σ’ αυτό τον κόσμο θα επιβιώσουν τελικά μόνο οι όμορφοι, οι όμορφες και οι πλούσιοι, διότι όπως τα λέει… «Όχι μόνον αυτοί», του απάντησε διακόπτοντάς τον, «αλλά και οι πονηροί και οι αδίστακτοι και οι μέτριοι και τα μεγάλα μούτρα και τα μικρά μούτρα και οι υποκριτές και οι φαρισαίοι, κι αυτά όλα που σας λέω δεν τα σκέφτηκα εγώ, αλλά ο αδελφός μου, ο αχθοφόρος. Όλο μ’ αυτά μου μπουμπουνίζει το κεφάλι. Θέλει να μ’ αλλάξει, λέει, να μου βάλει μυαλό, να με φέρει στον ίσιο δρόμο. Κούνια που τον κούναγε. Όχι ότι δεν τα πιστεύω, αλλά εγώ μόνο την ομορφιά μου έχω και μ’ αυτή θα παλέψω. Κι ας με λέει τσουλάκι και νυμφίδιο και ότι άφησα το σώμα μου να νικήσει το πνεύμα μου.» «Και οι άλλοι; Ο μπαμπάς σου, η θεία Μαίρη; Μια πωλήτρια, ας πούμε, που λιώνει στην ορθοστασία για να κερδίσει ψιχία;» «Θα ρωτήσω τον αδελφό μου γι’ αυτό, εγώ δεν ξέρω, και θα σας πω την άλλη Τ ρίτη. Αυτοί πάντως που έχουν το πρόβλημα, αυτοί ας το λύσουν. Εγώ, στο κάτω κάτω, είμαι ένα μικρό τέρας, όπως με λέει και η θεία, ή ένα “ φρούτο της εποχής”, όπως με βάφτισε ό θείος Δημήτρης, της θείας Καίτης, ή ένα τσουλάκι, όπως με λέει ο αδελφός μου, ο αχθοφόρος, αλλά δε σφάξανε. Δε θ’ αφήσω να μ’ αλλάξει κανένας εγώ.» Και ξαφνικά τη βλέπει να σηκώνεται και την ακούει να του λέει ότι ήρθε η αδελφή της και θα πρέπει να φύγει… Άφησε τα λεφτά στο τραπέζι, τον χαιρέτησε διά χειραψίας, κανονικά, του είπε ότι χάρηκε πολύ που τον γνώρισε και που τα είπαν, και ότι


πολύ θα ήθελε να τα ξαναπούν πάλι την επομένη, στο ίδιο μέρος. «Αύριο; Για στάσου… Έρχεσαι δηλαδή και τις Τετάρτες; Τόσο τακτικά θέλει κάλυψη η αδελφή σου;» «Όχι. Αύριο καλύπτω τη μαμά.» Και τότε Εκείνος, προτού προλάβει ν’ αντιδράσει, βλέπει λίγο πιο πέρα την αδελφή της να την περιμένει, όρθια, με μια κατακόκκινη τσάντα κρεμασμένη στον ώμο της. Φορούσε ένα ημιδιαφανές λουλουδάτο φόρεμα, μακρύ σχεδόν μέχρι τους αστραγάλους. Πράγματι, απ’ ό,τι μπόρεσε να δει, ήταν ομορφότερη και κατά τι ψηλότερη από τη μικρή, που, στο μεταξύ, την έβλεπε να προχωρεί προς το μέρος της, κουνιστή, λυγιστή και αγέρωχη. Όπως την έβλεπε ν’ απομακρύνεται, ήταν πια σίγουρος ότι το μέλλον της ανήκει. Φυσικά Εκείνος ήταν ενθουσιασμένος, γιατί μεταξύ των άλλων είχε τουλάχιστον εξασφαλίσει το χρονογράφημα του Σαββάτου. Αργότερα, πίνοντας γουλιά γουλιά τον υπόλοιπο καφέ του, σκέφτηκε να κλείσει το χρονογράφημα αφήνοντας να αιωρείται μια υποψία στους αναγνώστες του, ότι όσα φοβερά και τρομερά του αποκάλυψε η μικρή ίσως και να ήταν ένα παραμύθι που της άρεσε όχι τόσο να το πιστεύει Εκείνη, όσο οι άλλοι που την άκουγαν. Ίσως.


Λυγμός και ανταρσία Ακου, φίλε μου, να υπάρχουν ακόμα τέτοιες γυναίκες. Γλύκα άνθρωπος. Την πρόσεξα από την αποβάθρα, καθώς περιμέναμε το πλοίο. Παχουλούτσικη, αλλά μέσα σε όρια αξιοπρέπειας. Ένα κιλό να ’παίρνε, θα την έλεγες παχιά. Μύριζε κανέλα. Δεν ξέρω γιατί. Πρώτα με τράβηξε η μυρωδιά της κανέλας, ύστερα η φωνή της. «Μπάμπη μου, δεν έρχεσαι στη σκιά;» Η ίδια έμεινε στον ήλιο, ενώ ο Μπάμπης της κατέλαβε όλη τη σκιά. Το κτήνος. Φαλακρός, γαλανομάτης, όλο τικ και τρεμούλα. Ανοιγόκλεινε συνέχεια μάτια, στόμα, αλλά ομορφούλης. Και κοντός. «Καλά είσαι, Μπάμπη μου;» Και βγάζει ένα μαντίλι να του σκουπίσει τον ιδρώτα. Αυτή είχε μείνει στον ήλιο, αυτός είχε μουσκέψει στον ιδρώτα. Όλο κουνιόταν. Γι’ αυτό ίσως’ για να ξοδεύει θερμίδες. Άκου να του σκουπίζει και τον ιδρώτα. Και με τέτοια γλύκα φωνή; Συρτή, ναζιάρικη, ξέρεις. Αυτός αδιάφορος, μακρινός, ούτε σημασία. Μαχαραγιάς, και λίγο. Όταν πια ήρθε το πλοίο και ξεκινήσαμε για να μπούμε, τι να δω; Αυτή να σηκώνει την πιο μεγάλη βαλίτσα, αυτή να τρέχει να προλάβει να πιάσει καμιά καλή θέση… «Εσύ μην κουράζεσαι, Μπάμπη μου…» Τ ρεχάλα αυτή. Πίσω της εγώ, να μην τη χάσω. Ούτε στα ΛΟ Κ να ’χε κάνει η κυρία. Για πότε ανέβηκε, για πότε έπιασε θέσεις… Πήγε μάλιστα κάποιος να της αρπάξει τη μία. Σαν μαινάδα του επιτέθηκε. Τη θέση του Μπάμπη της; Τον σκότωνε καλύτερα. Εγώ πρόλαβα και κάθισα απέναντι. Να ’χω θέα, να τη βλέπω. Τότε πρόσεξα ότι είχε και παιδί. Κάπου δέκα χρονών. Όταν πια τα τακτοποίησε όλα — θέσεις, παιδί, βαλίτσες —, έφτασε και ο άρχων. Καταϊδρωμένος, κατακουρασμένος. «Εδώ κάθισε, Μπάμπη μου, να βλέπεις και θάλασσα, στο παράθυρο, να ’χει δροσιά!…» Κάθισε ο πρίγκιπας. Εκείνη, ούτε θάλασσα ούτε δροσιά. Κάτι πήγε να


του ζητήσει ο μικρός. «Μην ενοχλείς τον μπαμπά σου, Αρθούρε… Ό,τι θέλεις από μένα.» Και ο Αρθούρος από εκδίκηση άρχισε να ξηλώνει το πουλόβερ του. Βρήκε μια άκρη και τράβαγε. Όταν φτάσαμε στον Πειραιά, δεν υπήρχε πια πουλόβερ, ένα κουβάρι μόνο. «Μήπως, Μπάμπη μου, θέλεις δραμαμίνη; Στάσου να σου φέρω και νερό να την πιεις…» Ρε, τι να του βάλει σκαμνάκι ν’ ακουμπάει τα πόδια του, τι να του δίνει μπισκοτάκια — ένα στο παιδί, ένα σ’ αυτόν —, τι να του φέρνει εφημερίδες και περιοδικά, τι να… Αλλά κτήνος αυτός. Σελίδα δεν άνοιξε. Στην αρχή κοιτούσε τη θάλασσα’ μετά το μπούτι μιας τουρίστριας… Για ένα διάστημα το κοιτάζαμε μαζί. Αργότερα εγώ άρχισα να κοιτάζω της κυρίας του, όταν κάποια στιγμή ξεχάστηκε και το άφησε έκθετο. Ύστερα από λίγο πήγε να του βάλει κι ένα μαξιλαράκι, ν’ ακουμπάει το κεφάλι του. «Δε θέλω τίποτα. Εγώ σε λίγο θα βγω έξω.» «Να βγεις, Μπάμπη μου.» Τέλος πάντων, αφού πια τον τακτοποίησε, έμεινε εκεί, να τον κοιτάζει στα μάτια, για να προλάβει τις επιθυμίες του. Και τις προλάβαινε η άθλια. Με το που έφερνε τα μάτια του προς το μέρος της, ήξερε τι θέλει. «Καφέ θέλεις; Να σου φέρω.» Ήξερε πότε θέλει καφέ, πότε διψά, πότε πεινά. Τότε ακριβώς άρχισα πια να την κοιτάζω χωρίς προσχήματα. Προκλητικά, με θράσος. Όχι μόνο με κλεφτές ματιές, όπως έκανα ως εκείνη τη στιγμή. Τέτοια παράδοση, χωρίς όρους, τέτοια υποταγή; Με τρομοκράτησε, με γέμισε σκέψεις και ερωτήματα. Τ ι διάβολο; Εντάξει, λίγο πολύ, αυτόν τον τύπο γυναίκας τον συναντάς ακόμα σε πολλές Ελληνίδες. Αλλά τόσο πια; Άρχισε να μου γίνεται αίνιγμα. Τόση αγάπη; Την κοίταζα επίμονα. Δεν υπάρχει φοβερότερο πράγμα από το να κοιτάζεις κάποιον επίμονα, χωρίς προσχήματα, κι αυτός να μην έχει τρόπο ν’ αντιδράσει. Την κοίταζα και την έγδυνα, την κοίταζα και την έψαχνα. Ήθελα να βγάλω από μέσα της, από τα μάτια της, το μυστικό της. Πίσω από κείνη τη γλυκά τους ν ανακαλύψω τι έκρυβε


— αν έκρυβε. Ήταν αυτό που έδειχνε; Υποταγμένη ή απλώς ευτυχισμένη; Η δούλη που αγνοούσε τη δουλεία της; Αυτός, παρ’ όλα αυτά, δεν την περιφρονούσε. Εκεί ήταν το παράξενο. Ένιωθες ότι κάπου υπήρχε μέσα του. Στα μάτια του, στις κινήσεις του. Δεν του ήταν απούσα. Παρούσα ήταν. Θεωρούσε όμως πολύ φυσική την παράδοσή της, την έκδηλη λατρεία της’ κάτι σαν το νερό που πίνει, τον αέρα που αναπνέει… Έδειχνε σαν να του ήταν αδιανόητη μια άλλου είδους συμπεριφορά από μέρους της. Μυστήρια σχέση… Μπορεί όμως αυτή να μην ένιωθε τη συμπεριφορά της σαν συμπεριφορά δούλας. Μπορεί ακόμα να έβρισκε κοντά του μια τέτοια σεξουαλική ικανοποίηση, που όλα αυτά να του τα κατέθετε σαν έναν ελάχιστο φόρο τιμής, μπορεί να εξοφλούσε το αντίτιμο μιας παλιάς αμαρτίας της, μπορεί… Πάντως εγώ δεν άφηνα πια τα μάτια της από τα μάτια μου. Εκείνο που μ’ έβαζε πιο πολύ σε υποψίες ήταν το χαμόγελό της. Στο σβήσιμό του, ήμουν βέβαιος, έμενε κάτι σαν ένας αδιόρατος λυγμός, μια πίκρα. Δε μου έβγαινε από το μυαλό ότι κάπου είχε πουλήσει την ελευθερία της και μάλιστα ότι το ήξερε. Την κοίταζα και περίμενα. Δε γίνεται, κάποτε θα μου αποκαλυφθεί. Όταν κοιτάς τον άλλο για πολλή ώρα, κάποια στιγμή θα χάσει τα νερά του, θα τον πιάσει κάποιο τρακ, θ’ αρχίσει τις εκμυστηρεύσεις. Στην αρχή απέφευγε τη ματιά μου. Αργότερα την επιασε κι ένας εκνευρισμός. Μετακινιόταν, κούμπωνε την μπλούζα της, σκέπαζε τα πόδια της, έκρυβε το αρκετά ευτραφές στήθος της… Στο τέλος, δεν ξέρω T t ακριβώς συνέβη μέσα της, αλλά από κάποια στιγμή και πέρα άρχισε να με κοιτάζει κι αυτή. Δε με απέφευγε πια. Σαν να δημιουργήθηκε μεταξύ μας ένα παράξενο κλίμα εμπιστοσύνης, μια φιλία. Κατάλαβε ίσως ότι άρχισα να την ψάχνω, ότι όλο και την


ανακαλύπτω, ότι σχεδόν ξέρω τα πάντα γι’ αυτήν, και αφέθηκε. Εκείνος βέβαια είχε τελείως αποχαυνωθεί με το μπούτι της τουρίστριας. Ονειρευόταν… Και… — το πιστεύεις; — δε θυμάμαι ύστερα από πόση ώρα, πάντως κάποια στιγμή, καθώς κοιταζόμαστε, ξαφνικά ένιωσα ότι μ’ ερωτεύτηκε. Ναι, ναι, μη γελάς, μ’ ερωτεύτηκε. Σαν να άρχιζε ένας διάλογος, σαν να άρχισε να μου διηγείται τη ζωή της. Ούτε ασχολήθηκε ξανά με τον πρίγκιπα. Ό,τι και να έκανε, στο τέλος τα μάτια της κατέληγαν σ’ εμένα. Όταν πια είχαν εξοικειωθεί οι ματιές μας, τότε, για κάποια δευτερόλεπτα, είδα αστραπιαία τον τρόμο της. Ναι, ναι, καθαρό τρόμο. Ήταν τρομοκρατημένη. Δεν ξέρω ποιες ήταν οι αιτίες μιας τέτοιας εξάρτησης, τι ήταν αυτό που την ανάγκαζε να εκποιεί την ελευθερία της, τι αντάλλαγμα εισέπραττε, αλλά αυτή η γυναίκα μου έδινε την εντύπωση ότι ως εκείνη τη στιγμή δε ζούσε, δεν υπήρχε, και ότι τώρα μόλις, για πρώτη φορά, καθώς την κοίταζα, άρχισε να συνειδητοποιεί τον εξευτελισμό της. Το πιστεύεις; Η γυναίκα αυτή, σ’ εκείνο το ταξίδι, επαναστάτησε. Μέχρι που φτάσαμε, μέχρι που βγήκαμε από το πλοίο, μέχρι που τους είδα να μπαίνουν σ’ ένα ταξί, εκείνη δεν τον ξανάπε Μπάμπη μου, δεν έτρεξε να τον βοηθήσει. Πάει και η γλύκα της και το χαμόγελό της. Τον άφησε σαν κερατάς να κουβαλά και τις δύο βαλίτσες. Τ ώρα την κοίταζε έντρομος αυτός. Δεν καταλάβαινε τίποτα… Θεέ μου, μια ματιά που μου έριξε καθώς κατέβαζε το τζάμι του αυτοκινήτου… Δεν έχω δει πιο γλυκιά, πιο απελπισμένη ματιά. Σκέτος λυγμός και ανταρσία. Ειρήνη την έλεγαν, νομίζω’ αν άκουσα καλά.


To μάτι της νύχτας 1 Μην το συζητάς. Γαμημένη μέρα, γαμημένη νύχτα, γαμημένο εικοσιτετράωρο. Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω. Για να καταλάβεις τι σου λέω, σκέψου πως, αν και το ραντεβού μου με τη Χρύσα — όνομα κι αυτό — το είχα δώσει για τις έντεκα το βράδυ στο μπαράκι του Θόδωρου, το Aurevoir στην Πατησίων, εγώ ο τρελός ξεκίνησα ώρες πριν για να χαζέψω στους δρόμους της Αθήνας, καθώς δεν άντεχα, ειδικά εκείνο το βράδυ, να μείνω ούτε δευτερόλεπτο άλλο μόνος στο σπίτι. Έλειπε, βλέπεις, από το πρωί και η Σοφία και ούτε ήξερα πού στο διάβολο είχε πάει’ λέξη δε μου είχε πει φεύγοντας. Άσε που τα τελευταία χρόνια μου ’χει γίνει και συνήθειο να παίρνω τους δρόμους και τα σοκάκια τις νύχτες. Πάντως είναι γεγονός ότι βρισκόμουν σε μια περίεργη κατάσταση. Αυτό πρέπει να το καταλαβεις πριν σου πω τη συνέχεια. Και όταν λέω περίεργη, εννοώ περίεργη. Πρώτα πρώτα πρέπει να σου θυμίσω ότι αυτή η συνήθεια - να μπερμπαντεύω τις νύχτες - πριν από λίγα χρόνια είχε γίνει αιτία να ζήσω μια τρελή περιπέτεια με την Τ ζούλια, την κόρη του Θωμά. Πρόκειται για μια περιπέτεια, φίλε μου, που, αν και έχει περάσει τόσος καιρός, δεν έχει πάψει ούτε στιγμή να με τρομοκρατεί η ανάμνησή της, καθώς συστηματικά μου ξανάρχεται στο μυαλό κάθε φορά που κατηφορίζω προς Ομόνοια’ και όχι μόνο προς Ομόνοια’ και προς Αθηνάς και Αιόλου και Φυλής και… και…


Μη με λοξοκοιτάς, δε θα σου κρύψω τίποτα·, θα σ’ τα πω όλα, περίμενε. Σου ανέφερα όλους αυτούς τους δρόμους όχι μόνο γιατί μου θυμίζουν και μου ξαναθυμίζουν χιλιάδες πράγματα, αλλά και γιατί μονίμως μου επαναφέρουν στη μνήμη τη σκηνή που θα σου περιγράψω, που και μόνο η σκέψη της με κάνει να ζω με το φόβο της αποκάλυψής της, μήπως φτάσει δηλαδή κάποια μέρα στ’ αυτιά του πατέρα της. * Εγώ πάντα το ’λεγα. Δεν έχεις θέμα να γράψεις; Δεν έχεις ευκαιρίες για γεγονότα που θα ’θελες να ζήσεις; Μην κάθεσαι αδρανής, μην εναποθέτεις τις ελπίδες σου στη θεία φώτιση ή στην τύχη. Η τύχη δεν είναι, όπως νομίζουμε, κάποια πουτάνα που ψάχνει για πελάτες από μόνη της’ ούτε φυσικά κι η θεία φώτιση. Πρέπει να κουνήσεις κι εσύ το δαχτυλάκι σου για να σου ’ρθουν οι ευκαιρίες. Αυτό είναι κάτι που πάντα το πίστευα, γι’ αυτό και όποτε μπορώ το κάνω πράξη. Μην κάθεσαι και μην επαναπαύεσαι στις ευκολίες σου, έλεγα κάθε φορά στον εαυτό μου, όποτε τα ’βρισκα κάπως δύσκολα. Σήκω επάνω, άσε την πολυθρονίτσα σου, βγάλε τις παντοφλίτσες σου, φόρεσε τη σπορ σου αμφίεση, το κοτλέ σου παντελόνι ή και το τζιν σου, ό,τι σου πάει τέλος πάντων, ρίξε κι ένα κόντρα ξύρισμα, άφησε και επιμελώς ακατάστατα τα μαλλιά σου, πρόσθεσε κι ένα μπουφανάκι για την ψύχρα της νύχτας, ρίξε και μια τσάντα στον ώμο με τα αναγκαία σου, όπως ένα βιβλίο για την πλήξη, σημειωματάριο για τις εμπνεύσεις σου, χαρτομάντιλα, ξυριστικά για την περίπτωση που θα ξεμείνεις και θα βγάλεις κάπου αλλού τη νύχτα σου - η Σοφία, της το αναγνωρίζω, δείχνει αρκετή κατανόηση σ’ αυτό —,


συν φυσικά και το απαραίτητο προφυλακτικό σου — «Έσο έτοιμος για το έκτακτο και το αναπόφευκτο!» — και δρόμο. Μόνο φρόντισε να μην είναι Σαββατόβραδο. Αυτό κατ’ έθιμον ανήκει στους φαντάρους, στις καθώς πρέπει οικογένειες για την εβδομαδιαία τους έξοδο και στους δημοσίους υπαλλήλους. Και κυρίως φρόντισε να είναι νύχτα’ από τις δέκα, έντεκα και πέρα’ η μέρα δεν προσφέρεται για τρέλες. Ύψωσε και τις κεραίες σου όσο μπορείς για να πιάνουν ακόμα και τα πιο δυσδιάκριτα μηνύματα, άπλωσε στα μαγουλάκια σου τις κολόνιες σου και βουρ εις αναζήτησιν έμπνευσης και περιπέτειας στην πολύχρωμη και ταλαιπωρημένη Αθήνα της νύχτας. Η γυναίκα σου, αν πρόκειται να χρησιμοποιήσεις αυτές τις εμπειρίες στα γραπτά σου, σ’ τα συγχωρεί όλα, το είπαμε. Και να μην ξεχνάς πως η Αθήνα, όσο και αν μας δίνει μια εικόνα μιζέριας και μια γεύση παρακμής την ημέρα, τη νύχτα μεταμορφώνεται ως εκ θαύματος και γίνεται μια άλλη πόλη, μαγική, μυστηριώδης έως και απειλητική’ υπόψη κι αυτό. Μόνο πρόσεξε’, δε χρειάζεται βιασύνη, άγχος, ανυπομονησία. Υπομονή χρειάζεται. Και να θυμάσαι ότι στη ζωή μας τίποτα δεν εκβιάζεται και ό,τι έχουμε κερδίσει με εκβιασμούς έτσι κι αλλιώς είναι ακυρωμένο από χέρι. Αμπελοφιλοσοφίες, θα μου πεις. Και είναι, το ξέρω, δεν έχω αντίρρηση, αλλά μήπως, ό,τι κι αν πούμε — και εμείς και κάποιοι πιο σοφοί από μας —, σε αμπελοφιλοσοφία δεν καταλήγει στο τέλος τέλος; Άλλωστε, λίγο πολύ, μ’ αυτές δε βγάζουμε τη ζωούλα μας; Μ’ αυτές


δε χαλαρώνουμε τη συνειδη-σούλα μας; Άσε που κάποιες φορές αποδεικνύονται και πολύ σοφές. Εκείνο που χρειάζεται, το ξαναλέω, είναι υπομονή και σε επιφυλακή οι κεραίες. Τα υπόλοιπα θά ’ρθουν από μόνα τους. Κάπως έτσι βλέπω τα πράγματα εγώ και κάπως έτσι τη βγάζω. Η Ομόνοια πάντως και τα πέριξ της, επί του παρόντος τουλάχιστον, μας προσφέρει φοβερά θέματα και φοβερές ευκαιρίες’ αν βέβαια το θέλεις κι εσύ, αν το επιθυμείς διακαώς να γίνεις κι εσύ — για λίγο τουλάχιστον — άνθρωπος της νύχτας, με όλα τα ρίσκα. Αν όμως δε θέλεις, τότε παντοφλίτσα, τηλεορασί-τσα και άγιος ο Θεός. Έχει κι αυτό τα θετικά του, δε λέω. Υπόψη όμως ότι μόνο τα πρόσωπα που κυκλοφορούν γύρω σου, μόνο αυτά να κοιτάς, έχεις βρει την ιστορία της ημέρας σου’ και καμιά φορά και τη γυναίκα της νύχτας σου ή και της ζωής σου. Εξαρτάται. Αλλά — για να ξανάρθουμε στην ιστορία μας -και η Φυλής και η Μηλιώνη, και όλοι οι δρόμοι και οι πλατείες εν γένει εκεί γύρω σου φέρνουν την κόλαση στα πόδια σου — γιατί όχι και στην πένα σου; — και μάλιστα σε όλες τις εκδοχές της και σε όλες τις πολύχρωμες ποικιλίες της.


2 Έτσι κι εγώ λοιπόν, μ’ αυτές τις σκέψεις και με όλα τα εφόδια που σου περιέγραψα, είχα βρεθεί ένα άλλο βράδυ, και χωρίς να το πολυκαταλάβω, μπροστά στις βιτρίνες του ΣΙΝΕ ΣΤΑΡ, στην Αγίου Κωνσταντίνου, να χαζεύω τις πορνοφωτογραφίες του. Εκεί λοιπόν που τις κοιτούσα εντελώς αφηρημένα, βλέπω μπροστά μου, ή μάλλον δίπλα μου — ποια νομίζεις; — την Τ ζούλια. Τη βλέπω έκπληκτος να κοιτάζει κι αυτή τις ίδιες φωτογραφίες που κοιτούσα κι εγώ. Σύμπτωση; Σύμπτωση, αλλά σατανική, που δεν αλλάζει τα πράγματα. Δεκαοχτάρα τότε η Τ ζούλια και ούτε. Λίγο κοντούλα, λίγο, ελάχιστα ασχημούλα αλλά αρκετά έξυπνη, ή μάλλον πολύ έξυπνη, με αρκετά καλλίγραμμες καμπύλες, που προσφέρονταν, είναι η αλήθεια, για κάθε είδους φαντασιώσεις. Είναι προκλητικό πλάσμα η Τ ζούλια, και όλη η παρέα του Θωμά — το ξέρεις —, χωρίς να το πολυ-συζητά βέβαια, έχει να το λέει. Με το που κοντοστάθηκα λοιπόν στο σινεμά για να ρίξω τις ματιές μου στα σεξουαλικά συμπλέγματα στις φωτογραφίες και με το φόβο μη με πάρει το μάτι κανενός φίλου πουριτανού, να τη δίπλα μου να με κοιτάζει, κάπως πονηρά, κάπως ειρωνικά, με εκείνα τα τεράστια μελαγχολικά της μάτια. Πιαστήκαμε, βλέπεις, συνένοχοι στις ηδονοβλεπτι-κές μας αδυναμίες. Στην αρχή προσπαθήσαμε να καλύψουμε το θέμα με κάτι τάχα


«τυχαία περνούσαμε» και κάτι τάχα «τυχαία ρίξαμε τις ματιές μας» και «στο κάτω κάτω όλα χρειάζεται να τα ξέρει ο άνθρωπος» - αυτό το είπα εγώ — , τέτοιες κοινοτοπίες. «Δε θα το πείτε βέβαια στον μπαμπά μου», πρόλαβε και μου είπε. «Ποιο;» «Αυτό, που συναντηθήκαμε εδώ.» «Κι εσύ ελπίζω παρομοίως. Δε θα το πεις στη Σοφία», της είπα εγώ και δώσαμε τα χέρια, αφήνοντας να αιωρούνται ανάμεσά μας τα αρκετά πονηρά μας χαμόγελα. Από συνένοχοι βρεθήκαμε και συνωμότες και συ-μπάσχοντες. «Αλήθεια, έχετε πάει ποτέ να δείτε καμιά τέτοια ταινία;», με ρώτησε αρκετά κομπλεξαρισμένη και συνεσταλμένη — στον πληθυντικό πάντα. «Κάποιες φορές παλιότερα, ναι, πήγα», της είπα. «Και γιατί μόνο παλιότερα;» «Γιατί τώρα υπάρχουν τα βίντεο, υπάρχουν και διάφορα κανάλια που… αν και, ναι, στον κινηματογράφο διαφέρει, έχει άλλο γούστο. Αλλά γιατί ρωτάς;» «Γιατί σκέφτηκα να σας προτείνω κάτι που… αλλά, όχι, ξεχάστε το.» «Όχι, να το πεις.» «Ντρέπομαι, αφήστε το.»


«Εδώ που βρισκόμαστε, δε νομίζεις ότι περιττεύει; Πες το, ας το πάρει το ποτάμι.» «Να, ήθελα να σας προτείνω, αν δε σας πειράζει, να βλέπαμε μαζί μια τέτοια ταινία, δεν έχω δει ποτέ και ντρέπομαι να μπω μέσα μόνη. Φοβάμαι κιόλας.» «Αλλά να μην το πω βέβαια στον μπαμπά σου.» «Ούτε κι εγώ βέβαια στη γυναίκα σας.» «Ούτε.» Ξαναχαμογελάσαμε, ξαναδώσαμε — σαν μια υπόσχεση - τα χέρια… «Σύμφωνοι», της είπα. «Υπό έναν όρο.» «Ποιον;» «Να μου μιλάς στον ενικό.» «Σύμφωνοι», μου είπε, «θα σου μιλώ στον ενικό.» Και προχωρήσαμε μέσα. Παρ’ όλα αυτά, πριν κόψω τα εισιτήρια, την προειδοποίησα για το επικίνδυνο της εκστρατείας μας. Έτσι βάφτισα την είσοδό μας στο πορνοσινεμά: εκστρατεία. «Επικίνδυνο γιατί μπορεί να μας δουν;» «Και όχι μόνο.» Εκεί της εξήγησα για τη δύναμη της εικόνας. Ότι, δηλαδή, λένε πως


μια εικόνα αξίζει πιο πολύ κι από χίλιες λέξεις. «Θα το ’χεις ακούσει βέβαια», πρόσθεσα. «Που σημαίνει;», με ρώτησε. «Που σημαίνει ότι*είναι στιγμές που οι εικόνες μάς βγάζουν εκτός ελέγχου και ορίων», της απάντησα, αφήνοντας και πάλι να αιωρούνται αρκετά υπονοούμενα, περισσότερο από συνήθεια και όχι γιατί είχα βάλει κάτι πονηρό στο μυαλό μου. «Δεν πειράζει», μου είπε ύστερα από κάποια παύση, και με αρκετές ενοχές και φοβίες δέχτηκα να τη συνοδεύσω. Προς στιγμήν είχα ξεχάσει ότι θα με συνόδευε κι εκείνη. «Μόνο και μόνο για εκπαιδευτικούς λόγους», πρόσθεσα, κάνοντας και λίγο χιούμορ για να μειώσω τη σημασία του γεγονότος, και προχώρησα πρώτος εγώ. Πάντως, εκείνο το «δεν πειράζει» της, με το που μου το είπε, άρχισε να δουλεύει ύπουλα μέσα μου. Μέχρι να καθίσουμε, πρόλαβε και με πληροφόρησε, όταν τη ρώτησα σχετικά, ότι, ναι, δεν έχει φίλο, ότι πολύ υποφέρει απ’ αυτό και ότι… — «γιατί να σας το κρύψω;», «ενικό είπαμε», «ενικό» — …ότι μόνο κανένας φίλος του μπαμπά της θα μπορούσε ίσως να τη μυήσει ερωτικά, αφού οι συνομήλικοι της, οι μαμούχαλοι, την αποφεύγουν. «Κάποιος από τους πιο νέους φυσικά», ψιθύρισε χαμογελώντας. Απόρησα με την τόλμη της. Όχι ότι είπε πια και κάτι τόσο τρομερό δεκαοχτώ χρονών ήταν, διάβολε -, αλλά κυρίως επειδή ήξερα ότι η


Τ ζούλια δεν ήταν και τόσο απελευθερωμένη — έτσι νόμιζα τουλάχιστον —, ούτε κορίτσι των μπαρ και των ξενυχτάδικων. Την ξαναρώτησα αν είχε ποτέ κάποιο κανονικό φλερτ, δηλαδή αν ποτέ… Κατάλαβε ότι δεν πολυπίστεψα αυτά που μου είπε, γι’ αυτό με παρακάλεσε να μην αμφιβάλλω, γιατί καθόλου δεν κοροϊδεύει, και ότι πραγματικά δεν είχε ποτέ φλερτ και ότι πολύ το σκέφτεται τελευταία, ότι πολύ της λείπει, αλλά για την ώρα και η λύση με κάποιο φίλο του μπαμπά δεν πιάνει, γιατί όλοι τους κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν — ίσως και να φοβούνται μήπως φτάσει στ αυτιά του — και όλοι, τάχα στο προστατευτικό, την αφήνουν να καταλάβει πως δεν πρέπει και πως δεν κάνει, και όλο τέτοια… «Το επιδιώκεις δηλαδή με κάποιον συγκεκριμένο;» «Ναι, μάλλον με κάποιον συγκεκριμένο, αλλά αυτός…» Εγώ πάντως δεν είχα αντιληφθεί κάτι τέτοιο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκτός πια αν έχουν σκουριάσει οι κεραίες μου. Στο σκοτάδι της αίθουσας, μπαίνοντας, διέκρινα πως δεν υπήρχαν πάνω από δέκα, το πολύ είκοσι κεφάλια στην πλατεία. «Ευτυχώς», σκέφτηκα. «Όσο λιγότεροι τόσο το καλύτερο», γιατί, μέχρι να κόψω τα εισιτήρια, η αλήθεια είναι πως είχα μετανιώσει χίλιες φορές για την επιπολαιότητά μου. Ένας κοινός γνωστός αν μας έβλεπε, έφτανε για να το μάθει και ο μπαμπάς της και η γυναίκα μου και ν’ αρχίσουν οι γνωστές ιστορίες με τα γνωστά μας δράματα και με τα πιο γνωστά λογύδρια - «ρε πούστη, στην κόρη μου βρήκες να ξεπέσεις;» - και διάφορα τέτοια


τραγικά και αναπόφευκτα. Βέβαια, την κατάληξη της εκστρατείας μας δεν είναι δύσκολο να τη μαντέψει κανείς. Όσο κι αν έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου «μην κάνεις καμιά μαλακία και απλώσεις χέρι επάνω της, μην τολμήσεις να την αγγίξεις…», δε βαριέσαι, όλα αποδείχτηκαν μόνο ευχολόγια χωρίς αντίκρισμα, γιατί, περίπου στη μέση της ταινίας, είδα πως η Τ ζούλια είχε ήδη αναψοκοκκινίσει — έτρεμε σχεδόν -, αλλά κι εγώ δε χρειάζεται πολλή φαντασία για να καταλάβεις ότι δε βρισκόμουν σε καλύτερη κατάσταση. Στο κάτω κάτω, η ηλικία μου — ούτε πενηντάρης τότε — δε με βοηθούσε να είμαι και τόσο συγκρατημένος ή εγκρατής, και, στο κάτω κάτω, αν πρόδιδα κάποιον με την αμοράλ συμπεριφορά μου, τη γυναίκα μου θα πρόδιδα και όχι το φίλο μου το Θωμά. Εν τω μεταξύ οι ερεθιστικές σκηνές της ταινίας - μια δασκαλίτσα που οργιάζει μ’ ένα μαθητή της — μας είχαν κάνει σμπαράλια και τους δυο. Δεν έμενε — ο καθένας το προβλέπει κι αυτό — παρά να της πιάσω το χέρι και να το φέρω προς τα δικά μου χωρικά ύδατα, Δε σ’ το κρύβω, είχα αρχίσει ήδη να το σκέφτομαι από ώρα. Και βέβαια αυτό ακριβώς έκανα, μια και ήταν υπεράνω των δυνάμεών μου να μην το κάνω. Και βέβαια οι αντιστάσεις μου είχαν φτάσει σχεδόν κάτω του μηδενός. Και βέβαια όλα τελείωσαν μέσα στη φούχτα της. Και βέβαια όλα έγιναν απλά, σιωπηλά και αυθόρμητα. Να μη σε κουράζω όμως με λεπτομέρειες.


Η αλήθεια είναι πως δε θυμάμαι εάν έκανε την πρώτη κίνηση εκείνη ή ενώ, αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Η κίνηση έγινε, κι αυτό δεν υπάρχει τρόπος να το πάρεις πίσω. Αργότερα, ο φόβος της αποκάλυψης αλλά και οι ενοχές μου άρχισαν να με κυριεύουν* κατόπιν εορτής βέβαια. Βγαίνοντας από το σινεμά, μετά το τέλος της ταινίας, τη στιγμή που χωρίζαμε — να μη μας δει και κανένα μάτι, μια και καλά την είχαμε γλιτώσει μέχρι τότε -, πρόλαβε και μου είπε ένα δειλό, σχεδόν ψιθυριστό ευχαριστώ και ότι ήταν η πρώτη — το ορκίζεται - ερωτική εμπειρία της ζωής της, γι’ αυτό και δε θα την ξεχάσει ποτέ. Ύστερα - είδε, φαίνεται, πως είχα χλομιάσει — πρόσθεσε να μη φοβάμαι, γιατί δε θα το πει ποτέ σε κανέναν και προπάντων στον μπαμπά της. Αποδείχτηκε περισσότερο απ’ όσο νόμιζα σοφή και προνοητική η μικρή. «Μου το υπόσχεσαι; Ποτέ;» «Ποτέ!» Και με το «ποτέ» της σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και με φίλησε’ κανονικά, κανονικότατα, στο στόμα. Πενηντάρης εγώ, δεκαοχτώ χρονών εκείνη, που σημαίνει ότι οι ηλικίες μας δεν ήταν και τόσο αποκαρδιωτικές, υποθέτω, για να αυξάνουν πια και τόσο το επιλήψιμο της σκηνής. Καθώς την έβλεπα να απομακρύνεται, ξαφνικά μου ήρθε η ιδέα ότι ίσως και να μην ήταν και τόσο τυχαία η συνάντησή μας και ίσως ίσως ο συγκεκριμένος φίλος του μπαμπά που έλεγε πως είχε βάλει στο μάτι να ήμουν εγώ.


Την κοιτούσα καθώς απομακρυνόταν, και όσο την κοιτούσα τόσο μου άρεσε, και όσο μου άρεσε τόσο φοβόμουν ότι δε θα τελειώσει τόσο απλά και ανώδυνα αυτή η ιστορία.

3 Έχει περάσει βέβαια αρκετός καιρός από τότε μέχρι σήμερα που σ’ τα διηγούμαι. Η μικρή εχει ήδη παντρευτεί το γιο ενός φίλου του μπαμπα της — φυσικό δεν ήταν; - και βέβαια ποτέ δεν ξανασυνέβη κάτι μεταξύ μας, μέχρι αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον, γιατί, να το πούμε κι αυτό, εκείνη η σκηνή στο σινεμά - και το φιλί της — εξακολουθούν να δουλεύουν μέσα μου. Όταν βρίσκομαι καμιά φορά σπίτι της - δεν μπορώ να το αποφύγω τελείως — κοιταζόμαστε μόνο, πράγμα που αποδεικνύει ότι δε μετανιώσαμε ποτέ, και ακόμα ότι, για να τολμάμε να κοιταζόμαστε, δεν ντρεπόμαστε για ό,τι συνέβη μεταξύ μας και ότι ίσως είναι κάτι που διαρκώς θα τροφοδοτεί τις φαντασιώσεις μας — και τις δικές της και τις δικές μου — και τις μνήμες μας φυσικά’ προπάντων αυτές. Εκ των υστέρων, για ένα διάστημα, δε σ’ το κρύβω, είχα βέβαια αρκετές ‘νοχές. Όχι τόσο για το ηθικό μέρος της ιστορίας, όσο για το πόσο τραυματική — και μοιραία — θα μπορούσε να είχε αποβεί γι’ αυτήν εκείνη η παράδοξη εμπειρία της. Θα μπορούσε να την είχε σημαδέψει ανεπανόρθωτα και για όλη της τη ζωή’ ή, αντίθετα βέβαια, θα μπορούσε να την είχε απελευθερώσει μια για πάντα από κόμπλεξ, ταμπού και φοβίες. Και τα δυο ήταν εξίσου πιθανά. Ευτυχώς όμως, απ’ ό,τι υποτεύομαι,


συνέβη το δεύτερο. Οταν την είδα να με κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια την πρώτη φορά που τη συνάντησα ύστερα από κείνο το επεισόδιο, χάρηκα και ηρέμησα. Κατάλαβα από την ηρεμη λάμψη της ματιάς της’ότι το γεγονός εκείνο όχι μόνο δεν είχε αφήσει πάνω της τραύματα και έμμονες ιδέες, αλλά την είχε μετατρέψει ως διά μαγείας και σε μια ώριμη γυναίκα, γεμάτη γνώση, τόλμη και θηλυκότητα, γι’ αυτό άλλωστε και όταν γεννήθηκε η κορούλα της δέχτηκα την πρότασή της να τη βαφτίσω εγώ. Πάντως, αν και κουμπάρος της, απέφευγα όσο μπορούσα να την επισκέπτομαι. Δεν εμπιστευόμουν τις αντιστάσεις μου, οπότε δε θα έπεφτε έξω όποιος μου έλεγε ότι όλη αυτή η περιπέτεια, έτσι που ερχόταν και επανερχόταν στη μνήμη μου, ίσως τελικά να ήταν περισσότερο βασανιστική για μένα παρά για κείνη, κι αυτό γιατί ποτέ δεν ολοκληρώθηκε εκείνο που συνέβη στο σινεμά* έτσι ημιτελές που απέμεινε, μάλλον δεν ήταν υπερβολή ο φόβος μου ότι αυτή η ιστορία δε θα έληγε και τόσο ανώδυνα. Κάποιο ρόλο θα έπαιξε βέβαια και το ότι δεν έζησα ποτέ από κοντά τις ψυχολογικές συνέπειες εκείνης της πράξης μας. Θέλω να πω ότι ποτέ δεν παρακολούθησα, μέσα από τη γνωριμία της σάρκας της, και τη διαδικασία της ωρίμασής της. Κακά τα ψέματα, καθετί που δεν ολοκληρώνεται — γνωστό αυτό — τις πιο πολλές φορές γίνεται ένα μόνιμο μαρτύριο που συνήθως κρατά μέχρι το τέλος της ζωής μας — ως νοσταλγία; —, αφού ποτέ δεν κατόρθωσε να το ακυρώσει εντελώς η μνήμη μας. Το ανεκπλήρωτο είναι κάτι σαν ένας μικρός θάνατος, για να μην πω


σχεδόν μια καθαρή δολοφονία εσένα τον ίδιο’ ένας κανονικός ιστορίας μας, αφού ευνουχίζει φαντασία μας υπερτροφική τουλάχιστον να αναπληρώνει «αμαρτία» που δε διαπράξαμε.

— κάτι σκοτώνουμε —, με θύμα θάνατος, αφού κόβει τις φλέβες της τη σάρκα μας και αφού κάνει τη και αβάσταχτη, για να μπορεί τη ζωή που δε ζήσαμε και την

4 Εν τω μεταξύ είχε νυχτώσει για τα καλά κι εγώ ήμουν ακόμα βυθισμένος στις αναμνήσεις μου χωρίς σχεδόν να έχω συνείδηση πού βρισκόμουν — αν και τόσο γνωστά μου τα τοπία — ούτε τι ώρα ήταν. Το μόνο που θυμήθηκα μόλις συνήλθα ήταν το ραντεβού μου με τη Χρύσα κατά τις έντεκα στο Aurevoir της Πατησίων, γι’ αυτό και τρόμαξα μήπως είχε περάσει η ώρα και δεν προλάβαινα να ’μ<* 1 στην ώρα μου εκεί - «διάβολε, πώς ξεχάστηκα τόσο;» —, αλλά, όχι, μόλις είδα την ώρα ηρέμησα, είχα πολύ χρόνο μέχρι τις έντεκα, οπότε συνέχισα το χάζεμα και τις βόλτες μου. Θυμάμαι ότι φορούσα ακριβώς ό,τι φορούσα τη βραδιά που είχα συναντήσει την Τ ζούλια* ή μάλλον μόνο το παντελόνι ήταν διαφορετικό, όλα τα υπόλοιπα ήταν τα ίδια. Και το πέτσινο μπουφανάκι μου ίδιο και η τσάντα — κρεμασμένη πάντα στον ώμο — με τα ίδια πράγματα μέσα: βιβλία, χαρτομάντιλα, προφυλακτικά, και δεν ξέρω τι άλλο. Θυμάμαι ακόμα ότι κατηφόρισα από Λυκαβηττό προς Ομόνοια, Αγίου Κωνσταντίνου, ότι κοντοστάθηκα για λίγο στο πορνοσινεμά κι


ύστερα ανέβηκα ξανά προς τα επάνω, από Πεσμαζόγλου προς Σταδίου — πότε παρατηρώντας πρόσωπα, βιτρίνες, δρόμους, πότε χαμένος πάλι σε μνήμες, συνεχίζοντας το μαγικό χάζεμα της νύχτας, και πότε περιμένοντας από κάπου την έκπληξη, την αρχή μιας ιστορίας. Τότε ακριβώς άκουσα πίσω μου μια πολύ γνωστή φωνή: «Παλιόπαιδο, τόσα χρόνια πέρασαν και ούτε θυμήθηκες να ’ρθεις ν’ ανάψεις ένα κεράκι στον τάφο μου». Ήταν ο πατέρας μου, ίδιος πάντα, όπως τότε που πέθανε, με το ίσιο μαλλί του — κατάμαυρο, κορακίσιο — , ευθυτενής, με τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του και πίσω τους τα ζωηρά μάτια του να με κοιτάζουν με αγάπη και θλίψη, πολλή θλίψη, απέραντη θλίψη. Κόπηκαν τα πόδια μου. «Θα πέσω», ψιθύρισα. Το θυμάμαι, το είπα, «κάπου να κάτσω», και μπήκα στο πρώτο μαγαζί που βρέθηκε μπροστά μου’ ήταν το λουκουματζίδικο Αιγαίον, Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τ ρικούπη, ναι, ναι, αυτό ήταν. Με ακολούθησε κι εκείνος. Δεν ταράχτηκα και πολύ όμως, γι’ αυτό και γρήγορα συνήλθα εντελώς, μέχρι που είχα και όρεξη για μια κουβεντούλα μαζί του. Κάθισε κι αυτός απέναντί μου. Το γκαρσόνι, όταν του παράγγειλα δυο μερίδες λουκουμάδες, δεν έδειξε να απορεί. Με κοίταξε μόνο για λίγο, εντελώς ουδέτερα όμως, και μετά με ρώτησε αν άκουσε καλά, αν του παράγγειλα δύο… «Δύο, ναι», του είπα και απομακρύνθηκε. «Και με μπόλικη κανέλα», του φώναξα. Ήξερα πως πάντα του άρεσε του πατέρα μου η κανέλα.


«Ρε πατέρα, δεν έπρεπε να φύγεις έτσι ξαφνικά και τόσο νωρίς. Μου λείπεις. Όσο ζούσες δε μου έλειπες, κι ας μη σ’ έβλεπα συχνά. Τ ώρα — το πιστεύεις; — μου λείπεις πολύ περισσότερο.» «Το ξέρω ότι σου λείπω», μου λέει, «όλα τα ξέρω. Πάντα τα ήξερα όλα, γιε μου!» Ποπό! Αυτό το «γιε μου» μ’ εξουθένωσε, είχα την εντύπωση πως ήταν η πρώτη φορά που το άκουγα - και μάλλον ήταν. «Μα αλήθεια σου λέω, ρε πατέρα, μου λείπεις. Δεν έρχομαι βέβαια στον τάφο σου τακτικά, έχεις δίκιο να παραπονιέσαι, αλλά σε σκέφτομαι πολύ, όσο μεγαλώνω όλο και πιο πολύ.» «Οι γιατροί μ’ έφαγαν τότε, γιε μου, το ξέρεις.» «Το ξέρω.» «Αλλά δεν έκανες κάτι εναντίον τους.» «Όχι, δεν έκανα, αλλά, έτσι κι αλλιώς, ρε πατέρα, όσο περνά ο καιρός δε μ’ εμπνέει πια και τόσο η ζωή, ούτε οι άνθρωποι. Πιο πολύ με τρομάζουν.» «Σε καταλαβαίνω, όμως δεν έχεις δίκιο», μου λέει. «Αλλά ούτε τη μάνα σου επισκέπτεσαι. Κι αυτή πέθανε. Ύστερα από μένα δεν πέθανε; Ή όχι;» «Πέθανε. Ύστερα από σένα.» «Δεν την είδα ακόμα πουθενά όμως. Ψάχνω εδώ στα ουράνια που τριγυρίζω μήπως και τη συναντήσω, μήπως και βρω την ευκαιρία να


της ζητήσω καμιά συγγνώμη για τις λαδιές μου, αν και τι να τις κάνει τώρα πια τις συγγνώμες, αφού το κακό έχει γίνει που έχει γίνει, δεν το παίρνουν πίσω. Τουλάχιστον να της εξηγήσω τα ανθρώπινα, αν και πιο πολύ τα καταλάβαινε εκείνη, μου φαίνεται, παρά εγώ.» «Έχεις δίκιο. Ούτε τη μάνα μου την επισκέπτομαι», του είπα και προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει ότι όλα αυτά τα κουβαλάω τόσο έντονα μέσα μου, ότι και οι δυο τους κυκλοφορούν τριγύρω μου και μέσα μου και ότι πολλές φορές, τις νύχτες, σχεδόν σκοντάφτω επάνω τους, γι’ αυτό δεν εχει νόημα να τρέχω σε νεκροταφεία και σε οστεοφυλάκια να τους βρω, αφού και τους δυο τους έχω μέσα μου. Αυτά του είπα. «Καταλαβαίνω. Πάντα, τους δικούς μας τους αγαπάμε πιο πολύ όταν πεθάνουν απ ο,τι οσο ζουν. Είναι κρίμα, αλλά το καταλαβαίνω.» Και σαν να δάκρυσε. Μάλλον δάκρυσε. Ανέκαθεν ήταν ευσυγκίνητος και συναισθηματικός τύπος. Το «καταλαβαίνω» του πατέρα μου ήταν μια λέξη που τη χρησιμοποιούσε τακτικά. Ποτέ δεν παραξενευόταν, ποτέ δεν έδειχνε πως πέφτει από τα σύννεφα, ό,τι και αν του έλεγες, ακόμα και όταν έκανες κάτι το απαγορευμένο ή κάτι ακατανόητο γι’ αυτόν. Ακόμα και τότε αυτός πάντα θα το καταλάβαινε, θα το κατανοούσε. Μόνο το αναιτιολόγητο δε συγχωρούσε. Ήθελε να ξέρει πάντα τις αιτίες’ ή να τις υποθέτει. Δοκίμασα να του πω — μάλλον να τον ρωτήσω — αν πιστεύει ότι γίνονται και πράξεις χωρίς αιτία, χωρίς κάποια δικαιολογία, αν απλώς γίνονται από μια ανεξήγητη παρόρμηση, αν τέλος πάντων γίνονται για να γίνονται.


«Γίνεται, ας πούμε, ρε πατέρα, να σκοτώσω κάποιον χωρίς να έχω ένα οποιοδήποτε όφελος; Θα μου πεις, έτσι που πάει ο κόσμος, και ένας λιγότερος στον πλανήτη μας είναι και αυτό ένα όφελος, αφού για κάποιον άλλον άδειασε μια θέση.» Τότε διαπίστωσα ότι απέναντί μου δεν υπήρχε κανείς, ότι το πιατάκι με τους λουκουμάδες του ήταν εκεί μπροστά μου απείραχτο, αν και θυμάμαι, είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι κάποια στιγμή μου είπε: «Ωραίοι οι λουκουμάδες του Αιγαίον, βάζουν πάντα μπόλικη κανέλα». Γι’ αυτό πολλές φορές ερχόταν, λέει, εδώ να τους φάει, εδώ, Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τ ρικούπη. Έφυγε. Κι είχα τόσο πολλά να τον ρωτήσω! Αρχισε να ψιλοβρέχει, και, βλέποντας από μέσα, πίσω από την τζαμαρία του λουκουματζίδικου, τη βροχή να πέφτει, μ’ έπιασε πάλι εκείνη η γνωστή απελπισία και θυμήθηκα το αιώνιο παράπονό μου, γιατί ποτέ δεν πρόλαβα να ρωτήσω τη μάνα μου όσο ζούσε — πάντα το ανέβαλλα για μια άλλη φορά και όλο για μια άλλη φορά, και ορίστε που δε θα ’ρχό-ταν ποτέ πια αυτή η άλλη φορά —, να τη ρωτήσω να μου πει, για να ξέρω, πώς ήταν, ας πούμε, η μέρα που γεννήθηκα, γιατί πολύ θα ήθελα να ξέρω αν, για παράδειγμα, έβρεχε ή αν είχε λιακάδα ή συννεφιά… Να τη ρωτήσω ακόμα πώς ήμουνα μικρός, αν έπαιζα με φίλους, αν είχα κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κάποιες μονομανίες, να μου μιλήσει για την παιδική μου ηλικία. Να μου πει, ας πούμε, γιατί κρυβόμουν. Γιατί μου άρεσε να κρύβομαι σε υπόγεια και σε σοφίτες και ντουλάπες; Το είχε ποτέ σκεφτεί; Το είχε ψάξει; Η, γιατί πάντα μου άρεσε ν’ ακούω τη βροχή


να πέφτει πάνω στους τσίγκους και στις λαμαρίνες; Είχε αναρωτηθεί ποτέ; Να τη ρωτήσω, πάντα με βασάνιζε κι αυτό, γιατί μισούσε ο πατέρας μου τις γάτες. Πριν από λίγο ήταν και ο ίδιος δίπλα μου και δε σκέφτηκα να τον ρωτήσω — πάλι το ξέχασα — γιατί πάντα η μάνα μου έλεγε πουτάνα τη Σοφία, ακόμα και μετά που έγινε γυναίκα μου. Τ ι είχε συμβεί, τι ήξερε, τι μου έκρυβε και την έλεγε πουτάνα; Και γιατί όλο έφευγε ο πατέρας μου και χανόταν για μέρες και γιατί ύστερα όλο γυρνούσε πάλι πίσω; Τ ι τον κρατούσε και έμενε και τι τον έδιωχνε και έφευγε; Τότε σκέφτηκα πως ήταν κι αυτό ένας μικρός θάνατος, που δεν έχω δηλαδή πια κανέναν δικό μου άνθρωπο, από τις ρίζει, μου, να τον ρωτήσω, να φρεσκάρω τις σκουριασμένες μνήμες μου, να συμπληρώσω τα κενά τους, να ξέρω ποιος ήμουν, ποιος πραγματικά είμαι. Οι μόνοι που ήξεραν έφυγαν. Έφυγαν αμετάκλητα και για πάντα. Τ ρομακτικό να φεύγεις αμετάκλητα και για πάντα, και όσο πιο νωρίς το συνειδητοποιήσεις τόσο πιο ανθρώπινος γίνεσαι… Σε κούρασα όμως με τις αμπελοφιλοσοφίες μου, δε βαριέσαι, ξέχασ’ τες. Μόνο τα πράγματα μένουν και συνεχίζουν να υπάρχουν κι ας φύγαμε εμείς. Τα πράγματα που έζησα, οι δρόμοι απ’ όπου πέρασα, τα σπίτια όπου κατοίκησα, τα καφενεία όπου ήπια τους πρώτους κα-φεδες μου, τα ουζερί στα οποία απόλαυσα τα πρώτα μου ούζα.


Όλ’ αυτά έχουν γλώσσα, έχουν θέση στο χρόνο, στο χώρο, μου μιλούν, αλλά δεν έχουν μνήμη, απλώς τροφοδοτούν τη μνήμη. Ναι, μόνο τα πράγματα μένουν και υπάρχουν. Όσο θα υπάρχουν κι αυτά, γιατί όταν πάψουν να υπάρχουν θα είναι κι αυτό ένας θάνατος, ένας άλλου είδους θάνατος. * Ξεφύγαμε όμως πολύ από την ιστορία μας. Για το ραντεβού μου με τη Χρύσα ξεκίνησα να σου μιλάω και πού έφτασα. Τέλος πάντων. Αλλά, πριν προχωρήσουμε, δεν αντέχω να μη σου αποκαλύψω κάτι, παρ’ όλο που ήθελα πάση θυσία να σ’ το κρύψω. Δε μου πάει όμως, δε μου πάει, πού να πάρει, ν’ αφήνω ανολοκλήρωτη μια ιστορία’ θα σ’ την πω λοιπόν, έχει περάσει και αρκετός καιρός, ας πούμε ότι την πήρε το ποτάμι και την ταξιδεύει. Σου έχω πει ένα ψέμα’ ότι δεν ξανάδα την Τ ζούλια του Θωμά. Δεν ένιωθα καλά να σ’ το πω… Ε, ναι λοιπόν, την ξανάδα, ξαναβρέθηκα μαζί της, στο σπίτι της, μια νύχτα που έλειπε ο άντρας της’ είχε πάει με το φορτηγό του εμπορεύματα στην Πάρο. Εκείνη όμως με πήρε τηλέφωνο, όχι εγώ. «Έλα αν θέλεις», μου είπε. «Θέλω να σου μιλήσω, θέλω πολύ να σου μιλήσω’ έχεις και καιρό να ’ρθεις, λείπει στην Πάρο ο Φώτης, έλα… Αν βέβαια θέλεις. Όχι να ’ρχεσαι μόνο όταν είναι ο Φώτης εδώ.» Και πήγα. Μεγαλύτερος σχεδόν κατά δύο χρόνια εγώ. Και περισσότερο. Kt εκείνη το ίδιο φυσικά.


Σ’ το είπα εξαρχής’ οι αντιστάσεις μου ήταν ελάχιστες. Πήγα βέβαια με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά με το που μπήκα στο σπίτι κατάλαβα πως όλα ήταν προετοιμασμένα και σκηνοθετημένα για το μοιραίο. Τα πάντα το πρόδιδαν. Το ντύσιμό της, η ατμόσφαιρα, τα κεριά, η νύχτα, τα πάντα, μέχρι και η μουσική — τρυφερή, αισθησιακή, παθιάρικη. Ξέρω, θα μου πεις τι περίμενα από ένα τόσο νέο κορίτσι που με παίρνει τηλέφωνο και με καλεί νυχτιάτικα σπίτι της επειδή, λέει, λείπει ο άντρας της! Έχεις δίκιο, το ξέρω. Εγώ πάντως δε θα το τολμούσα ποτέ, σ’ το ξαναλέω, δε θα της το πρότεινα ποτέ, να το πιστέψεις. Αν και ot αναστολές μου είχαν φτάσει στο ναδίρ τους, παρ’ όλ’ αυτά ποτέ δε δοκίμασα όλο αυτό το διάστημα να ξαναζωντανέψω την ιστορία, αν και δεν έλειπαν οι ευκαιρίες. Αυτές οι δειλίες μου πολλές φορές μ’ έχουν σώσει από άπειρες τέτοιες παρεκτροπές. Τέλος πάντων, δε χρειάζεται να μπούμε σε λεπτομέρειες, δεν έχει νόημα άλλωστε, αλλά, ναι, το παραδέχτηκε κι εκείνη ότι, όχι, ποτέ δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει εκείνη τη σκηνή μας, ποτέ δεν έπαψε να φαντασιώνεται την ολοκλήρωσή της. Τον άντρα της τον αγαπά, εντάξει, τον θέλει, δεν έχει σημασία πόσο, αλλά και εκείνη η σκηνή έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό της, μαζί και η επιθυμία, και όχι μια απλή επιθυμία, αλλά μια επιθυμία που την καίει, που την πυρπολεί και την αναστατώνει, που την κάνει σμπαράλια και τη γεμίζει θλίψη, μελαγχολία’ αφού είναι στιγμές που θέλει να το πει και στο Φώτη, να ηρεμήσει, να εκτονωθεί επιτέλους, μήπως και, συζητώντας το, της περάσει, μήπως και της φύγει… Εκεί τότε κόμπιασε λίγο, ανοιγόκλεισε βλέφαρα, στόμα, τσίνορα, χείλια, μέχρι που μου είπε ότι ίσως βέβαια ήταν και η ανία ο λόγος


που με κάλεσε, αλλά και γιατί ήθελε, λέει, να ζήσει την επιθυμία της, για να χάσει ίσως έτσι τη μαγεία που ασκούσε επάνω της, να την προσγειώσει — έτσι το είπε, να την προσγειώσει —, να την ξεπεράσει ίσως, να την απομυθοποιήσει μέσα της, μια για πάντα. «Και αν δεν;», τη ρώτησα. «Αν δεν… Ας μην το γρουσουζεύουμε όμως», μου είπε και γέλασε, ενώ ήρθε μπροστά μου και άρχισε να μου ξεκουμπώνει το πουκάμισο. Αργότερα, όταν πια όλα είχαν συμβεί, όταν πια ήμαστε και οι δυο γυμνοί, ξαπλωμένοι ανασκελα στο κρεβάτι, το παραδέχτηκε ότι, ναι, εγώ ήμουν ο άνθρωπος που είχε βάλει από τότε στο μυαλό της, ότι, ναι, ζήλευε φοβερά τη Σοφία, ότι, ναι, ήθελε να βρει το θάρρος να μου το πει, να μου το δείξει, κι ότι ίσως — δεν είναι όμως βέβαιη — αυτή η επιθυμία της να γεννήθηκε μια φορά που είχαμε πάει διακοπές εγώ και η Σοφία με τους γονείς της κι αυτήν, και μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο, στον ίδιο όροφο, όταν μια νύχτα μας άκουσε στο διπλανό δωμάτιο να κάνουμε έρωτα εγώ με τη Σοφία. «Θυμάσαι μια φορά, στο ίδιο ξενοδοχείο, που ήμουν μόνη στο δωμάτιο, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου αλλά κόντρα, με τα πόδια ανοιχτά και κρεμασμένα στο πάτωμα, όταν μπήκες ξαφνικά μέσα για να μου ζητήσεις κάτι, κι εσύ έτσι που με είδες σχεδόν τα ’χάσες κι εγώ τότε σε ρώτησα τι έπαθες, κι εσύ “ τίποτα, τίποτα”, μου είπες κι έφυγες, περίπου πανικόβλητος. Θυμάσαι;» Το θυμόμουν και της το είπα ότι το θυμόμουν, και πολύ καλά μάλιστα, και ότι, ναι, είχα καταλάβει πού το πήγαινε, αλλά ο φόβος μου ήταν ισχυρότερος από την πρόκληση.


«Γι’ αυτό το ’βαλές στα πόδια;» «Γι’ αυτό. Τ ρόμαξα!» Υστερα, όταν σηκωθήκαμε πια απ’ το κρεβάτι, της είπα να ξεχάσει ό,τι έγινε εκείνο το βράδυ, ότι δεν έπρεπε να ξαναγίνει ποτέ, να μη μου ξανατηλε-φωνήσει, να μη με προσκαλέσει ποτέ. Μου ορκίστηκε πως δεν επρόκειτο να ξαναγίνει για τίποτα στον κόσμο. Λίγο καιρό αργότερα, όταν γέννησε την κόρη της, μου ζήτησε να τη βαφτίσω εγώ, και τη βάφτισα, αν και, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήθελα. Κανείς μας όμως δεν είναι βέβαιος αν εκείνη η συ-νέρευσή μας δεν ήταν και η αιτία της εγκυμοσύνης της. Το σκεφτόμαστε και οι δύο, είμαι σίγουρος ότι το σκέφτεται κι εκείνη, αλλά δεν το έχουμε κουβεντιάσει ποτέ. Δε θέλουμε να ξέρουμε. Μελό ιστορίες, θα μου πεις, και το ξέρω, και ίσως να γίνονται ακόμα πιο μελό όταν τις ξεθάβουμε. Θαμμένες είναι καλύτερα και είναι πιο πραγματικές, ανήκουν στα «συμβαίνουν κι αυτά», και είναι τότε που βλέπουμε ότι δε μοιάζουν τόσο μελό όσο δείχνουν. Αλλά και χωρίς αυτές τις ιστορίες δε μοιάζει και λίγο ανάπηρη η ζωή μας; Και δε σου φαίνεται παράξενο που το μελό, ενώ τη λογοτεχνία νομίζουμε - και το πιστεύουμε — την κάνει επιδερμική και ανάλαφρη, εντούτοις στη ζωή μας, πολλές φορές, παίρνει τόσο δραματικές διαστάσεις;

5 Ξαφνικά, μ’ αυτά και μ’ αυτά, συνειδητοποίησα ότι κινδύνευα να μη φτάσω εγκαίρως στο ραντεβού μου με τη Χρύσα.


Κοίταξα την ώρα. «Ευτυχώς έχω ακόμα καιρό», σκέφτηκα. «Αλλά να μην το παρατραβήξω. Είναι και αρκετά μακριά το μπαράκι του Θόδωρου.» Κοντά δυο μήνες περιμέναμε αυτή την ευκαιρία, και να που μας ήρθε: την άλλη μέρα — Σάββατο -θα ’φεύγε πρωί πρωί για ταξίδι ο άντρας της στα Μετέωρα — οδηγός σε τουριστικό πούλμαν ο Φίλιππος — και συγχρόνως, την ίδια μέρα και ώρα, θα ’φεύγε και η Σοφία για το χωριό της, να δει, λέει, τη μάνα της. Τ ώρα πώς διάβολο της ήρθε ξαφνικά να πάει να δει τη μάνα της; Δεν το ’ψαξα’ η ζωή τα σκαρώνει κάτι τέτοια. Γεγονός είναι ότι, χωρίς να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας, μας ήρθε κουτί η ευκαιρία. Βέβαια, αυτό δεν είναι απόλυτα ακριβές, γιατί η αλήθεια είναι ότι εγώ το κούνησα αρκετά το δαχτυλάκι μου — και μάλιστα με τον πιο σατανικό τρόπο — για να δημιουργηθεί αυτή η ευκαιρία: η δική μου να λείπει για δυο μέρες και ο Φίλιππος, ο δικός της, το ίδιο, για δυο μέρες κι αυτός. Ας πούμε ότι επρόκειτο για δυο σατανικές συμπτώσεις. Αν και, όπως σου είπα, δεν ήταν καθόλου σατανικές. Ξέρω τι θα σκέφτεσαι,, αλλά μη βιαστείς να με βαφτίσεις άπιστο πορνόγερο. Όχι ότι δεν είμαι, εντάξει, συμβαίνουν κι αυτά, «ανθρώπινα», όπως έλεγε κι ο πατέρας μου - α, ρε πατέρα, μου λείπεις, πόσο μου λείπεις -, είναι και χάλια τελευταία οι σχέσεις μου με τη Σοφία, όχι ότι δεν τη θέλω, τη θέλω, αλλά να… χάλια, δεν ξέρω γιατί, ίσως να ’χει παίξει το ρόλο της κι αυτή η κωλοϊστορία με την Τ ζούλια, δεν ξέρω’ όχι ότι, σου ξαναλέω, δε με γεμίζει η Σοφία. Τη γουστάρω, μου πάει, η γυναίκα της ζωής μου, κολλήσαμε, αλλά να, βλέπεις, δεν έπαψε ποτέ να με συγκινεί εν γένει το άλλο φύλο, χωρίς όμως να μεσολαβεί συναίσθημα και τέτοια. Σκέτα, καθαρά το άλλο φύλο, το σώμα, η σάρκα, η ομορφιά, τίποτα περισσότερο, γιατί, κατά


τα άλλα, καμιά τους δε φτάνει τη Σοφία. Και πρόσεξε, μην το δεις μίζερα, μη με πεις ιδιοτελή, γιατί δεν παίζει κανένα ρόλο ότι εκείνη έχει το μόνιμο μισθό της, ενώ εγώ πότε βγάζω και πότε δε βγάζω απ’ τα γραπτά μου, όχι, δεν είναι θέμα ανασφάλειας η αγάπη μου γι’ αυτήν, όχι, καθόλου. Ξέρω, εσύ πάλι θα μου πεις ότι αποκλείεται να μην έπαιξε το ρόλο της κι αυτή. Εντάξει, ας πούμε ότι κάποιο μικρό ρόλο τον έπαιξε κι αυτή. Εν πάση περιπτώσει, έτσι είχαν και έχουν τα πράγματα, αλλά εκείνη τη στιγμή προείχε το ραντεβού με τη Χρύσα - ας ξεχάσουμε για την ώρα τα υπόλοιπα -, η οποία θα ερχόταν στο Aurevoir για καμιά ωρίτσα να τη δω και να οργανώσουμε το κολασμένο μας Σαββατοκύριακο. Ξέρω, εσύ συμπαθείς τη Σοφία, δε σου αρέσουν αυτά, δεν τα εγκρίνεις, αλλά αφού συνέβησαν σ’ τα διηγούμαι κι εγώ. Πού ήμαστε; Πού μείναμε; Α, ναι. Όταν λοιπόν βεβαιώθηκα για το ταξίδι της Σοφίας, έπεισα και το Σγούρδα, το αφεντικό του άντρα της — δικό του το τουριστικό γραφείο και φίλος στενός —, τον έπεισα να στείλει το Φίλιππο αυτό το Σαββατοκύριακο κάπου εκτός Αθηνών. Εδώ είναι που έβαλε το δαχτυλάκι του ο σατανάς για να φτάσουμε στις σατανικές συμπτώσεις. Φυσικά ο Σγούρδας ήξερε την αδυναμία μου για τη Χρύσα — είπαμε, στενός φίλος —, αλλά δεν ήξερε ότι η σχέση μου μαζί της είχε ήδη αρχίσει. Όχι, αυτό ακόμα δεν το ήξερε, δεν τόλμησα να του το πω. Υποτίθεται, λοιπόν, πως εκκρεμούσε η αποκάλυψή της — κάποια


μέρα θα του τα ’λεγα όλα —, άσε που τρωγόταν να μάθει κι όλο ρωτούσε να του πω τι γίνεται και πότε θα πέσει το φρούριο. Όλο αυτό με ρωτούσε: πότε θα πέσει το φρούριο. Το φρούριο ήταν η Χρύσα. Δυο μήνες τον έτρωγα - «Στείλε, ρε Σγούρδα, κάπου τον άντρα της, τι αφεντικό είσαι; Στείλ’ τον κανένα εκδρομικό τετραήμερο, να την ξεμοναχιάσουμε, και τότε θα δούμε αν θα πέσει το φρούριο» — και επιτέλους εδέησε να τον στείλει και μάλιστα την πιο κατάλληλη στιγμή. Κοινοί φίλοι και οι τρεις μας, βλέπεις. Ο Φίλιππος — ο άντρας της —, το αφεντικό του ο Σγούρδας και εγώ. Δεν είχε πάντως αντίρρηση ο Σγούρδας να με βοηθήσει να αποπλανήσω τη Χρύσα. Στην αρχή, βέβαια, ούτε να τ’ ακούσει, όσο κι αν του έλεγα ότι εκείνη μου κολλάει όχι εγώ, και ότι η Χρύσα δεν είναι αυτή που νομίζαμε, δεν είναι η πιστή γυναικούλα του Φίλιππου, διότι έχω βάσιμες υποψίες για πολλές παρεκτροπές της, διότι τέλος πάντων να ξέρει ότι αυτή με παρασύρει προς το έγκλημα, κι αυτός που ανθίσταται είμαι εγώ και όχι εκείνη. Όχι μόνο δε με πίστεψε, αλλά με σκυλόβρισε κιόλας και μου είπε ότι δεν επιτρέπεται σε γυναίκα φίλου και να κάτσω στ’ αυγά μου. Αργότερα όμως, όταν βεβαιώθηκε ότι ο Φίλιππος είχε καταντήσει ένας χαζοβιόλης - παρακάτω θα σου εξηγήσω γιατί — και ότι η Χρύσα πράγματι όδευε κατευθείαν προς την αμαρτία, όχι μόνο άλλαξε άποψη, αλλά έφτασε και στο άλλο άκρο. Έβλεπε ολακάθαρα πως δεν πήγαινε άλλο η σχέση τους, οπότε δεν το θεωρούσε πια προδοσία εκ μέρους μου. Αντίθετα, με παρότρυνε,


λέγοντάς μου ότι αφού θα το έκανε κάποια μέρα με άλλον, «γιατί να μην το κάνει μ’ εσένα». Δεν έβρισκε πια ούτε αυτός πως είχε κάποιο νόημα να μένει πιστή στο Φίλιππο η Χρύσα. Τ ώρα την καταλάβαινε. Δεν κάνει μια τέτοια γυναίκα να πηγαίνει χαμένη, αφού αυτός ο ηλίθιος — «τι διάβολο έχει πάθει;» — το ’χει ρίξει στα θεία και στις προσευχές και αντί να καλυτερεύει, χειροτερεύει, Και έτσι ήταν. Είχε δίκιο. Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς του είχε συμβεί. Ποτέ δε μας αποκάλυψε ο Φίλιππος την αιτία της αλλαγής του* ούτε και η Χρύσα. Τ ι ήταν δηλαδή εκείνο που τον έκανε ξαφνικά τόσο θρησκόληπτο. Προσευχές, εκκλησίες, μεταλήψεις, δεν τρωγόταν πια, απίστευτα πράγματα, για γέλια. Κόψαμε σιγά σιγά και να κάνουμε παρέα μαζί του όλοι οι φίλοι του. Μας τα ’πρήζε κάθε φορά με τις θρησκευτικές μονομανίες του, δεν αντεχόταν, πλήξη και βαρεμάρα. «Αυτό, ρε, είναι θέμα για γράψιμο», μου ’λεγε ο Σγούρδας, «να ψάξεις να βρεις εσύ την αιτία.» Η Χρύσα στην αρχή έδειχνε πως στενοχωριόταν, ότι βασανιζόταν. Έτσι τουλάχιστον μας έλεγε. Και είχε δίκιο. Αργότερα μας έπαιρνε και τηλέφωνο: «Κάντε κάτι, σώστε τον!». «Μα είναι δυνατόν, ρε Χρύσα; Τ ι του συνέβη;», της λέγαμε. «Τόσο μαλάκας; Δε γίνεται.» Αυτή, όταν πια το πήρε απόφαση ότι ο Φίλιππος δεν είχε γυρισμό, γελούσε και μας έκοβε την κουβέντα. «Μην το ψάχνετε», μας έλεγε μόνο. Η αλήθεια είναι ότι ο Φίλιππος έκανε τα πάντα για να σώσει την


ψυχή του και κατά συνέπεια να επισπεύσει την πτώση της Χρύσας στο κρεβάτι μου. «Χέσ’ τον τον ηλίθιο», μου είπε μια μέρα αγανακτισμένος ο Σγούρδας και κόψαμε εντελώς την παρέα του. «Ξέσκισέ την, του αξίζει του κόπανου, μόνο πρόσεξε μη μάθει τίποτα η Σοφία, την έβαψες.» Αλλά και η Χρύσα κάποια μέρα κάτι τέτοιο μου είχε πει — «χέσ’ τον το μαλάκα» —, οπότε, προκειμένου να την απολαύσει κάποιος μαντράχαλος, όπως πολύ σοφά μου είπε και ο Σγούρδας, γιατί να μην προηγηθώ κατά κάποιον τρόπο εγώ; Και φυσικά προηγήθηκα, ύστερα από εκείνο το «χέσ’ τον το μαλάκα». Από καιρό, άλλωστε, είχα αρχίσει να τη βλέπω και σαν ηρωίδα κάποιου βιβλίου μου. Είχα προσέξει πως είχε φοβερό ενδιαφέρον και ως χαρακτήρας και ως γυναίκα — εκτός από τα κάλλη της φυσικά. Ειλικρινά, άξιζε τον κόπο να διακινδυνεύσω μια σύντομη σχέση μαζί της. Έτσι το είδα. Δεν ήταν το σεξ που μ’ έσπρωχνε. Ελάχιστα. Περισσότερο η σιγουριά μου ότι θα έβγαζα λαγό. Όπως σου είπα λοιπόν, ο Σγούρδας δεν είχε πια κανένα λόγο να με αποτρέψει. Αντίθετα, μου έλεγε και μου ξανάλεγε να προχωρήσω ακάθεκτος και χωρίς τύψεις. Μου έβαλε όμως έναν όρο: να του διηγούμαι με λεπτομέρειες τα καθέκαστα, πράγμα που μ’ έβαλε, είναι αλήθεια, σε πολλές σκέψεις, όπως σε ακόμα περισσότερες μ’ έβαλε όταν στη συνέχεια μου είπε να προχωρήσω πρώτος, να την ξεσκίσω, και μετά παίρνει σειρά κι εκείνος.


Ο Σγούρδας δεν ήταν ποτέ τόσο χυδαίος. Τέλος πάντων, εμένα περισσότερο άρχισε να με απασχολεί το πλησίασμα του διήμερου αλλά και η δύσκολη στιγμή της αποκάλυψης, το πώς δηλαδή θα του μαρτυρούσα κάποτε ότι τον είχα κοροϊδέψει, ότι δηλαδή η σχέση μου με τη Χρύσα είχε ξεκινήσει προ πολλού. Το μόνο δυσάρεστο στην ιστορία — να το πούμε κι αυτό - ήταν ότι ο αντρούλης της, ο φίλτατος Φίλιππος. με είχε ξεθεώσει στα δανεικά. Όχι δηλαδή ότι φοβόμουν ότι θα τα χάσω, γιατί ένας άνθρωπος της προσευχής και της εκκλησίας αποκλείεται, διάβολε, να σ’ τα φάει, αλλά να, δεν είναι και τόσο ευχάριστο να δανείζεις, ανεξάρτητα αν είσαι βέβαιος ότι θα σ’ τα επιτρέψουν. Θέλω να πω, βέβαιος ξεβέβαιος, δε σου αρέσει να δανείζεις. Καιροφυλακτεί πάντα ο αόριστος φόβος της απώλειας’ ανθρώπινο κι αυτό. Κάθε φορά η Χρύσα, μετά το μίνι όργιό μας και πέντε λεπτά πριν αναχωρήσει - «άργησα, φεύγω» -, μου το πέταγε έτσι στο ξαφνικό: «Ο Φίλιππος σε παρακαλεί, αν έχεις τίποτε ψιλά… όπου να ’ναι αγοράζει το δικό του πούλμαν, οπότε θα σ’ τα επιστρέψει όλα μαζί. Θέλει να ’χει πια κάτι δικό του, καταλαβαίνεις…». Την καταλάβαινα βέβαια. Αφού της τα ’σκαγα, πώς να μην την καταλάβαινα; Απ’ ό,τι θυμάμαι, την τελευταία φορά της τα είχα σκάσει και αρκετά χοντρά. Αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, δεν ήταν αυτό το μόνο δυσάρεστο. Ήταν και που λίγες μέρες πριν ο Σγούρδας είχε πληροφορηθεί — και μάλιστα μου το είπε αρκετά ανήσυχος — ότι ο Φίλιππος έχει βάλει, λέει, στο χέρι και αρκετούς άλλους από την παρέα, και όχι μόνο, γι’


αυτό να προσέχω, διότι δε βλέπει και με τόσο καλό μάτι τα πράγματα, πιθανόν να ’χει κάποιο λάκκο η φάβα. Τέλος πάντων, όταν έχεις στην αγκαλιά σου τη Χρύσα, όλ’ αυτά υποχωρούν και πάνε περίπατο. Κινούμενη άμμος στο κρεβάτι η Χρύσα. Εμένα αυτή την αίσθηση μου έδινε: της άμμου. Άμμος που κινείται και που γλιστρά, ανάμεσα απ’ τα ποδιά σου, μέσ’ από τα χέρια σου. Στρώμα μαλακό, υδάτινο, μετακινούμενο το σώμα της. Όταν είσαι επάνω της, δίπλα της, μέσα της, έχεις την εντύπωση πως λιάζεσαι σε τροπικές παραλίες, πάνω σε χρυσές αμμουδιές ή σε αμμόλοφους που έχουν πάρει το σχήμα του κορμιού της. Σπουδαία γυναίκα, με τα όλα της, και όσο κι αν έχω πέσει έξω, παραμένει σπουδαία* άσε που, όπως σου είπα, είναι ό,τι πρέπει για ηρωίδα μου και καθόλου απίθανο να μου βγάλει μια ιστορία ζεστή, κολασμένη, χυμώδη… Ήδη κάτι μου λέει πως έχει αρχίσει κιόλας να γράφεται. * Καθώς προχωρούσα προς το Aurevoir, το μπαράκι του Θόδωρου, ξαφνικά μια φωνή πίσω μου με προσγειώνει, με βγάζει από τις σκέψεις μου. «Ρε Αβραμόπουλε, ρε μεγάλε; Σε συνέλαβα, επιτέλους!» Δε γύρισα να δω, διότι εν πρώτοις, όπως ξέρεις, δε με λένε Αβραμόπουλο, αλλά Μανολόπουλο, οπότε σκέφτηκα πως μάλλον σε άλλον απευθύνεται ο τύπος, όχι σ’ εμένα.


Βρισκόμουν μπροστά στο Φλοράλ, στα Εξάρχεια. Κοντοστάθηκα για λίγο, αλλά μετά κατηφόρισα προς Στουρνάρη, αδιαφορώντας για τον άγνωστο, αν και κάτι μου θύμιζε η φωνή του, κάτι που όμως δεν μπορούσα να το προσδιορίσω. Ήξερα κι εγώ ένα ν Αβραμόπουλο — και πολύ καλά μάλιστα — , αλλά τι σχέση μπορεί να είχε αυτός ο άγνωστος μ’ εκείνον; Άλλωστε είχα χρόνια και ζαμάνια να τον δω, του ’χα κόψει και την καλημέρα, για λόγους τέλος πάντων που δεν ενδιαφέρουν εδώ την ιστορία. Ο τύπος, πάντως, είχα την εντύπωση ότι με ακολουθούσε, αλλά και πάλι δε γύρισα να τον δω. Ήμουν βέβαιος ότι σε κάποιον άλλον απευθυνόταν ή το πολύ ότι επρόκειτο για κάποια παρεξήγηση. Προχώρησα, σίγουρος ότι έτσι κι αλλιώς δεν αφορούσε εμένα, αλλά όταν ξαφνικά τον άκουσα πάλι να μου λέει «μας κάνεις και τη βεντέτα, ρε Αβραμόπου-λε;», σχεδόν βεβαιώθηκα ότι αυτή η φωνή ήταν όντως γνωστή μου, κάτι μου θύμιζε, οπότε όλος περιέργεια γύρισα να δω ποιος διάβολο είναι, επιτέλους, αυτός που επιμένει να με φωνάζει Αβραμόπουλο. Τα ’χασα. Τον θυμήθηκα αμέσως, αν και είχαμε πράγματι πολλά, πάρα πολλά χρόνια να συναντηθούμε — πάνω από είκοσι. Ήταν ο Μαγγίρας. «Ο Μαγγίρας;», τον ρωτάω. «Το βρήκα;» «Το βρήκες, αυτός είμαι, ο Μαγγίρας.» «Δεν άλλαξες καθόλου», του πετάω. «Εσύ όμως άλλαξες, δε μοιάζεις με τον Αβραμόπουλο που ήξερα.


Καθόλου δε μοιάζεις.» Εκεί αυτός, να συνεχίζει να με αποκαλεί Αβραμόπουλο. Δεν ήξερα αν με μπέρδευε μ’ εκείνον ή απλώς με είχε γνωρίσει αλλά έκανε λάθος στο όνομα. Να με δούλευε πάντως αποκλείεται, δεν τον είχα ικανό για κάτι τέτοιο. Μάλλον, απ’ ό,τι φαίνεται, με είχε περάσει πράγματι για τον Αβραμόπουλο, οπότε εγώ αποφάσισα να κρατήσω το ρόλο του Αβραμόπουλου. Γιατί να του αποκαλυφθώ; Γιατί να του αποκαλύψω την πλάνη του; Άρχισα να το διασκεδάζω κιόλας. Εν τω μεταξύ αυτός εξακολουθούσε τα «ρε Αβραμό-πουλε» αυτό, «ρε Αβραμόπουλε» εκείνο, και «να μη χαθούμε» και «κοίτα, ρε, πόσο άλλαξε» και «να ξαναβρεθούμε», και πάνω εκεί ξαφνικά με ρώτησε αν ξέρω τι γίνεται εκείνος ο Μανολόπουλος — εγώ δηλαδή και μάλιστα θυμήθηκε ότι είχα μαζί του — ως Αβραμόπουλος, εννοείται — κάτι μαλλιοτραβήγματα και ότι είχα κόψει σχέσεις, αν και κάποτε ήμαστε πολύ φίλοι. Ώρες είναι να με ρωτήσει και γιατί μαλλιο-τραβηχτήκαμε, σκέφτηκα. «Δεν τον ξανάδες δηλαδή; Δεν ξαναμιλήσατε;» «Σου είπα όχι. Ποτέ δεν ξαναμιλήσαμε.» «Πάει χάθηκε κι αυτός, έχουμε χρόνια να τον δούμε», μου είπε. «Κρίμα, και ήταν εντάξει άνθρωπος’ τύπος.» «Μάλλον καβάλησε καλάμι», του είπα. Άρχισα να αυτοσαρκάζομαι κιόλας. «Και τι κάνει τώρα; Ξέρεις;», με ρώτησε. «Ζει; Γράφει;» Άρα σίγουρα


με είχε περάσει για τον Αβραμόπουλο. «Αν ζει, μάλλον θα γράφει’ αν δε ζει, μάλλον θα ’χει πεθάνει.» Σαν να προσβλήθηκε, γι’ αυτό και ήθελε σώνει και καλά να του εξηγήσω πώς το εννοώ αυτό* όταν δηλαδή του λέω ότι αν δε ζει, θα ’χει πεθάνει. «Εκτός αν με δουλεύεις, ρε Αβραμόπουλε.» Του είπα ότι δεν τον δουλεύω* απλώς εννοούσα ότι κι εγώ είχα πολλά χρόνια να τον συναντήσω το Μανολόπουλο, γι’ αυτό και αν τον έβλεπα, αποκλείεται να τον γνώριζα, άρα για μένα ήταν σαν να ’χει πεθάνει, «αυτό εννοώ», και ούτε είχα ιδέα τι κάνει, αν γράφει ή δε γράφει. Δεν ήξερα τι του ’λεγα. Είχα ενθουσιαστεί τόσο με την ιδέα να τον αφήσω μέχρι το τέλος στην πλάνη του, που με χίλιες δυο προφάσεις δεν τον άφηνα να, φύγει. Είναι φοβερά διασκεδαστικό να σε περνάνε για άλλον, κι εσύ, ας πούμε, ν’ αρχίσεις να δρας σαν ο άλλος. Τα πάντα μπορείς να κάνεις τότε, σαν ο άλλος. Αυτό πάντως κι αν είναι μπέρδεμα. Και να σκοτώσεις μπορείς και να κλέψεις και να καρφώσεις τους εχθρούς σου. Χρησιμοποιώντας το προσωπείο του άλλου, εσύ δρας ανενόχλητος. «Για λέγε λοιπόν. Τόσα χρόνια τι έγινες; Γιατί χάθηκες;» Εκεί, το βιολί του αυτός. Ύστερα άρχισε να με ρωτά για τη δουλειά μου, για την καριέρα μου, πώς πάει…


«Μια χαρά πάει η καριέρα», του είπα. T t να του ’λεγα; Εν τω μεταξύ εγώ ήξερα πού δουλεύει ο Αβραμόπουλος, οπότε δεν κινδύνευα να προδοθώ ή να πέσω σε αντιφάσεις, εκτός αν είχε πάψει να δουλεύει εκεί που δούλευε κι εγώ το αγνοούσα, οπότε αντί για γέλια θα είχαμε κλάματα. Θυμόμουν πως μια ζωή ο Αβραμόπουλος δούλευε στη σαλτσοβιοτεχνία του Δρακοπούλου. Αφότου γύρισε από το στρατό εκεί δούλευε. «Καμιά άλλη εξέλιξη στη δουλειά σου;», με ρώτησε, παίζοντας πονηρούτσικα τα μάτια του. Για μια στιγμή πήγα πάλι να τα χάσω, να μπερδευτώ. Πού στο διάβολο το πήγαινε; Τ ι υπονοούσε; Και τι να του ’λεγα; Ρε, μπέρδεμα νυχτιάτικα, σκέφτηκα. «Μεγάλη εξέλιξη», του πέταξα στο τέλος, έτσι, στην τύχη. Το πίστεψε δεν το πίστεψε, δεν ξέρω. «Ώστε μεγάλη, ε;», επανερχόταν, προσπαθώντας, φαίνεται, να με στριμώξει ή κάτι να μάθει, κάτι να βγάλει. «Μεγάλη», του ξανάπα, προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο για να βρω με τι θα δικαιολογήσω το «μεγάλη», αν συνέχιζε την ανάκριση. «Δηλαδή πόσο μεγάλη;» Αυτό το είπε μάλλον όχι τόσο για να μάθει, αλλά γιατί ζήλεψε. Μια ζωή κλητήρας, δεν του πήγαινε καλά να εξελίσσονται οι πρώην συμμαθητές του. Ανέκαθεν ζηλόφθονος ο Μαγγίρας. Απίστευτο, αλλά, ναι, άρχισε να με γοητεύει όσο δε φαντάζεσαι ο ρόλος.


Όταν είδε πως δεν απάντησα στην ερώτησή του, επανήλθε. «Σοβαρά;», μου είπε. «Για λέγε λεπτομέρειες, για λέγε.» Εκεί αυτός, να επιμένει. «Πάμε για πρώτης τάξεως καριέρα», του λέω. Τ ι να του ’λεγα; Μου άρεσε όμως αυτό που του είπα και άρχισα να μπαίνω όλο και βαθύτερα στο παιχνίδι. «Τα παίζω τώρα και με την Τατιάνα. Τη θυμάσαι την Τατιάνα;», τον ρώτησα. «Μ’ αυτήν τα παίζω.» «Την Τατιάνα δε θυμάμαι; Ποια Τατιάνα λες; Τη γυναίκα του Δρακοπούλου, του αφεντικού σου, δε λες;» «Γι’ αυτή λέω.» Και πράγματι γι’ αυτή μιλούσα. Του την ανέφερα έτσι, για να γίνω πιο πειστικός, να μην αμφιβάλλει, να σπάσω και λίγο πλάκα — ήξερα και τόσες ιστορίες γι’ αυτήν. «Και ρωτάς, ρε Αβραμόπουλε; Αλίμονο, να μη θυμάμαι την Τατιάνα! Ξεχνιέται τέτοιος κορίτσαρος; Αλλά γιατί την ανέφερες; Τ ι έγινε με την Τατιάνα; Τ ι παίζεις, είπες;» Εκεί, επέμενε το κάθαρμα. Τ ι ήθελα και τη θυμήθηκα; Ίσως γιατί όντως ήταν κορίτσαρος. Τ ι του απαντάς τώρα; «Ό,τι θέλεις παίζω, ρε Μαγγίρα.» Επέμενε στην ανάκριση αυτός, αλλά κι εγώ δεν εγκατέλειπα το ρόλο μου. «Αυτή με βοηθά σε όλα.» Άρχισα να φτιάχνω ιστορίες με το μυαλό μου. «Δηλαδή, δηλαδή;», ξύπνησε ο κουτσομπόλης μέσα του, «Τ ι δηλαδή,


δηλαδή; Χωρίζουν. Δεν το ξέρεις;» Εδώ τα ’χάσε για τα καλά ο Μαγγίρας. Πώς του ξέφυγαν τέτοια συγκλονιστικά νέα; «Χωρίζει ο Δρα-κόπουλος την Τατιάνα;» «Χωρίζει, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, την επιχείρηση θα την αναλάβει ο κορίτσαρος, αφού, όπως ξέρεις, ολόκληρη τη σαλτσοβιοτεχνία του, μάλλον σε στιγμές αδυναμίας, ο Δρακόπουλος την είχε μεταβιβάσει στην Τατιάνα εξ ολοκλήρου, οπότε καταλαβαίνεις τις εξελίξεις…» Ούτε ήξερα τι έλεγα’ είχα πάρει φόρα και δεν κρατιόμουν με τίποτα πια. Εν τω μεταξύ ο Μαγγίρας είχε χαζέψει τελείως. «Σοβαρά μιλάς; Ολόκληρη η βιοτεχνία γραμμένη στ’ όνομά της;» «Στ’ όνομά της. Δεν το ’ξερες;» «Όχι, δεν το ’ξέρα. Αλλά πώς μου ξέφυγε;» «Είσαι έξω από τα γεγονότα, Μαγγίρα. Δεν είναι δυνατόν να χάνεις, εσύ ειδικά, τέτοιες εξελίξεις…» «Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο.» Όχι μόνο είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό ο Μαγγίρας, αλλά συγχρόνως, σχεδόν σε παραλήρημα, άρχισε να μου λέει σε καταιγιστικό ρυθμό κάτι «σώπα, ρε» και ξανα «σωπα, ρε» και «μπράβο της, ρε» και ξανά «πώς όλ’ αυτα δεν τα ξέρω εγώ;» και «αφού είχα συναντήσει το Δρακοπουλο προ ημερών σ’ έναν κινηματογράφο μαζί της, πώς δεν το κατάλαβα, πώς δε μου το πε;». «Μα τι λες, ρε Μαγγίρα; Κρύβονται. Οικογενειακές ιστορίες.


Λέγονται;» «Έχεις δίκιο, δε λέγονται.» «Μην κοιτάς εγώ που σ’ τα είπα.» Εκεί μου επανέλαβε ότι το Δρακοπουλο κάπου κάπου τον βλέπει, αλλά εμένα πώς δε μ’ είχε δει ποτέ εδώ και είκοσι χρόνια; Άρχισε πάλι να απορεί, να αναρωτιέται, να ψάχνει για την άκρη. Πώς διάβολο μου ήρθε τώρα εμένα να του ξεφουρνίσω ένα τόσο τρελό παραμύθι; Και πώς παρασύρθηκα κι έβαλα μέσα και το Δρακοπουλο; Το παρατράβηξα. Και όχι μόνο το Δρακοπουλο, αλλά και την Τατιάνα, τη γυναίκα του. Όσο εγώ σκεφτόμουν το μπλέξιμο, τις συνέπειες, αυτός δώστου να επανέρχεται στο θέμα. Όλο με ρωτούσε αν μιλώ σοβαρά, αν πράγματι πηδώ την Τατιάνα και πώς τα κατάφερα και την έφερα βόλτα, και πως με καταλαβαίνει και ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ έναν τόσο ωραίο κώλο… «Η αλήθεια να λέγεται, Αβραμόπουλε, αφού το μπόρεσες, καλά έκανες, συγχωρείσαι, δεν μπορεί να σε κατηγορήσει κανείς.» Εκεί τότε, για να του εξάψω ακόμα περισσότερο τη φαντασία, του είπα να θυμηθεί το μπανιστήρι που της κάναμε όταν φορούσε εκείνο το σορτσάκι, που τρέχαμε όλοι να τη δούμε όταν έπαιζε βόλεϊ. Το θυμήθηκε κι άρχισαν να τρέχουν τα σάλια του. Περιττεύει βέβαια να σου επαναλάβω ότι πολύ το γλεντούσα, αν και είχα ξεπεράσει τα όρια* και το γλεντούσα όχι τόσο για το φαιδρόν της ιστορίας, αλλά κυρίως γιατί ήξερα ότι μόλις αποχαιρετιόμασταν


θα έτρεχε σαν τρελός να τηλεφωνήσει στον ίδιο το Δρακόπουλο. Δεν τον ήξερα το Μαγγίρα; Να χάσει τέτοιο κελεπούρι; Αν δεν τον έπαιρνε τηλέφωνο, θα πήγαινε να τον βρει ακόμα και στο γραφείο, να του τα πει καταπρόσωπο, να του καρφώσει την υποτιθέμενη απιστία της γυναίκας του με τον Αβραμόπουλο, τον αληθινό πια Αβραμόπουλο. «Δρακόπουλε, έχω φοβερά νέα», θα του έλεγε και θ’ άρχιζε: το και το… Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άρχισα να συνειδητοποιώ το μέγεθος της γκάφας μου. Αστεία αστεία, είχα ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου, είχα βάλει φωτιά στη σαλτσοβιοτεχνία του Δρακοπούλου, διότι αν πραγματικά πήγαινε να του τα πει ή και αν τα διέδιδε μόνο, δηλαδή έτσι και διαδίδονταν αυτά τα παραμύθια, φωτιά στα μπατζάκια μας. Και δεν παίρνονταν πια πίσω. Ό,τι και να του έλεγα, θα είχαμε αντίθετο αποτέλεσμα. «Δεν πιστεύω, ρε Μαγγίρα, να τρέξεις να τα προ-φτάσεις στο Δρακοπουλο. Εγώ σ’ εμπιστεύτηκα και σ’ τα είπα.» «Τ ρελός είσαι, ρε; Τ ι με πέρασες; Ρουφιάνο με πέρασες; » Να σου πω και το πιο τρελό; Αντί να με πιάσει ταχυπαλμία από το φόβο, μου ’ρχόταν να γελάσω. Μέσα μου σχεδόν παρακαλούσα να τρέξει να του τα πει χαρτί και καλαμάρι, για να απολαύσω τις συνέπειες. Φανταζόμουν τις σκηνές που θα επακολουθούσαν, και κρατιόμουν με το ζόρι να μην καγχάσω. Όπως βλέπεις, ο μηχανισμός ενός μελοδράματος είχε ήδη αρχίσει.


* Δε χρειάζεται βέβαια να σου πω ότι — όπως τα πληροφορήθηκα αργότερα —, με το που έφυγε από μένα, όπως ακριβώς το είχα προβλέψει, όχι μόνο πήγε και τα κάρφωσε όλα στο Δρακοπουλο, όχι μόνο έφαγε το ξύλο της χρονιάς του ο Αβραμόπουλος από δυο μπράβους του Δρακοπούλου, όχι μόνο έφυγε κλοτσηδόν από τη σαλτσοβιοτεχνία του — τον απέλυσε κακήν κακώς και χωρίς αποζημίωση —, αλλά παράλληλα — και αυτό είναι κάτι που δεν το είχα προβλέψει — κάποιος καλοθελητής κάρφωσε ολόκληρη την ιστορία της απιστίας και στη γυναίκα του Αβραμόπουλου, η οποία, όταν έμαθε λεπτομερώς τα υποτιθέμενα κατορθώματα του συζύγου της, τον πέ-τάξε κι αυτή με τις κλοτσιές έξω από το σπίτι, το οποίο ήταν και ιδιοκτησία της, με φυσική συνέπεια να μείνει στο δρόμο ο Αβραμόπουλος. Απ’ ό,τι έμαθα κατόπιν, κανένας δεν πίστευε κανέναν, όσους όρκους και αν έδιναν μεταξύ τους, όσες φορές και αν είπαν να μη δουν άσπρη μέρα αν λένε ψέματα. Όλοι πίστεψαν τα λόγια του Μαγγίρα. Ο Μαγγίρας πάλι, με τη σειρά του, ορκιζόταν στο Δρακόπουλο ότι τα πάντα του τα είχε αποκαλύψει ο ίδιος ο Αβραμόπουλος, τον οποίο μάλιστα είχε και τόσα χρόνια να δει. Εδώ θα προσθέσω ότι, αν απορήσει κανείς για την τόση ευπιστία του Δρακοπούλου, ο οποίος δε φρόντισε να ελέγξει κάπως τις πληροφορίες του Μαγγίρα, νομίζω ότι η εξήγησ/) υπάρχει στο γεγονός πως ανέκαθεν η Τατιάνα έδειχνε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στον Αβραμόπουλο - μερικοί μάλιστα μιλούν και για κάποιες σχέσεις μαζί του στο παρελθόν -, πράγμα που ενοχλούσε αφάνταστα το Δρακόπουλο, και καθόλου απίθανο να είχε ήδη τροφοδοτήσει τις


υποψίες του, και γιατί όχι και τις δικές μου, γι’ αυτό ίσως και επινόησα όλο αυτό το παραμύθι της απιστίας της. Τ ώρα που το σκέφτομαι μάλιστα, καθόλου απίθανο επίσης ο άνθρωπος που κάρφωσε τα «κατορθώματα» του Αβραμόπουλου στη γυναίκα του να ήταν ο ίδιος ο Δρακόπουλος, γι’ αυτό κι εκείνη αρνιόταν με πείσμα να αποκαλύψει τ’ όνομά του. Αλλά ας μην το ψάχνουμε, δεν ξέρεις σε ποια κόλαση θα μπορούσε να μας βγάλει αυτή η ιστορία. Βέβαια το ακόμα πιο δυσάρεστο βρισκόταν στο γεγονός — αναπόφευκτο δεν ήταν; — ότι κάποια μέρα, και μάλιστα πολύ σύντομα, ο αληθινός Αβραμόπουλος δε γίνεται να μην επιδιώξει να συναντήσει το Μαγγίρα, όταν θα έχει πληροφορηθεί ότι αυτός ήταν ο πρωταίτιος της δυστυχίας του, οπότε θ’ άρχιζε το δεύτερο μέρος του μελοδράματος. «Πότε σε συνάντησα εγώ, ρε ηλίθιε, και σου είπα αυτές τις αηδίες που κάθισες και ξέρασες στους ανθρώπους;», θα του πει. Και τότε φυσικά ο Μαγγίρας θα ανακαλύψει έκπληκτος ότι ο Αβραμόπουλος δεν έχει καμιά σχέση με αυτόν που νόμιζε για Αβραμόπουλο, οπότε τότε θα αρχίσει το τρίτο μέρος, όταν θα βάλει σκοπό ζωής να ανακαλύψει ποιος ήταν επιτέλους ο άνθρωπος που παρίστανε τον Αβραμόπουλο, για να τον πνίξει. Και βέβαια, περιττό να σου πω ότι εντέλει δε χώρισε το αντρόγυνο Δρακόπουλος Τατιάνα, προφανώς γιατί η επιχείρηση ήταν όντως γραμμένη στο όνομά της, οπότε, αν και κατά βάθος ποτέ δεν πίστεψε στην αθωότητά της ο Δρακόπουλος, εντούτοις, επειδή δε συνέφερε κανέναν και κατά κανέναν τρόπο αυτός ο χωρισμός, διάλεξε να δεχτεί τους όρκους της και να την πιστέψει, κι έτσι ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Φυσικά, το μόνο αληθινό θύμα της ιστορίας ήταν — και παραμένει — ο Αβραμόπουλος, ο γνήσιος βέβαια, ο οποίος, όπως πληροφορήθηκα, ακόμα κλαίει και οδύρεται και ακόμα ζητά έλεος, τουλάχιστον από τη συμβία του, καθότι άνεργος και ανέστιος. Κοντεύει, λένε, να τρελαθεί, διότι δεν μπορεί να βρει μια λογική εξήγηση για το πώς και το γιατί συνέβησαν όλα αυτά, ειδικά σ’ αυτόν, και ποιος και γιατί του έκανε ένα τόσο φοβερό και απάνθρωπο καψώνι. Γυρίζει, λένε, στους δρόμους τρελός και παλαβός και ορκίζεται ότι έτσι και ανακαλύψει «ποιος πούστης» του έκανε τη ζημιά, θα τον καθαρίσει, δε θα του γλιτώσει με τίποτα. Τα γεγονότα πάντως, μέχρι σήμερα, παραμένουν στάσιμα, γιατί μάλλον κανείς μέχρι τώρα δε θέλησε να προδώσει τον καταδότη του. Ούτε ο σύζυγος της Τατιάνας ούτε η σύζυγος του Αβραμόπουλου, γι’ αυτό και παραμένουμε εν ζωή και ο Μαγγίρας και εγώ ο Μανολόπουλος. Αστεία αστεία, όπως το φοβόμουν, η φάρσα μου πήρε τις επικίνδυνες διαστάσεις που προέβλεψα, αλλά ευτυχώς ο Δρακόπουλος, για λόγους που υποπτεύομαι, δεν αποκάλυψε ούτε στον Αβραμόπουλο ούτε στη γυναίκα του τον πληροφοριοδότη του, μέχρι αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον, όπως δεν αποκάλυψε ούτε η συμβία του Αβραμόπουλου στον Αβραμόπουλο τον δικό της, και άρα, όσο θα παραμένει άγνωστος ο καταδότης, δε θα κινδυνεύω κι εγώ. Για μένα ο πραγματικός κίνδυνος θ’ αρχίσει όταν, εντελώς τυχαία, κάποια μέρα θα συναντήσει ο Αβραμόπουλος το Μαγγίρα, οπότε, τότε, το πιθανότερο είναι να αποκαλυφθούν όλα, καθώς ο


Αβραμόπουλος — που δεν υποπτεύεται σε καμιά περίπτωση το Μαγγίρα — θ’ αρχίσει να του μιλά για την τραγωδία του. Εκεί τότε θα παιχτούν όλα, αφού, με τη συνάντησή τους, θα φτάσει συγχρόνως και η μεγάλη στιγμή των αποκαλύψεων, όταν ο Μαγγίρας, καθώς ο Αβραμόπουλος θα του διετραγωδεί τις δυστυχίες του, έκπληκτος θα διαπιστώσει ότι αυτός που του μιλά δεν έχει καμιά σχέση με τον άλλο, μ’ αυτόν δηλαδή που ο ίδιος νόμιζε για Αβραμόπουλο. Τότε, και αν βέβαια δεν έχει αποδημήσει εις Κύριον από το σοκ της γκάφας του, ένα μόνο υπάρχει ελπίδα να τον σώσει’ η πιθανότητα να τον επισκεφθεί η γνωστή μας θεία φώτιση για να του ψιθυρίσει στο αυτί να προτιμήσει να κάνει την πάπια. Διαφορετικά, χωρίς τη θεία φώτιση, δεν τον βλέπω να γυρίζει σπίτι του’ τουλάχιστον αρτιμελής. Εγώ βέβαια, όσο τουλάχιστον θα συνεχίσω να παραμένω ο ζητούμενος άγνωστος, δε θα κινδυνεύω, αν και πολύ φοβάμαι ότι σε περίπτωση που θα επιζήσει ο Μαγγίρας, στην επίμονη αναζήτηση του πρωταρχικού ενόχου, κάποτε, δε γίνεται να μην υποπτευθεί ή και ίσως να μη θυμηθεί το όνομα αυτουνού που έπαιξε το ρόλο του Αβραμόπουλου, δηλαδή εμένα* αν και θα ξέρει πολύ καλά ότι δεν είναι μικρότερες και οι δικές του ευθύνες, αφού πρώτος αυτός με βάφτισε Αβραμόπουλο. Το δυσάρεστο για το Μαγγίρα, σε τελευταία ανάλυση, είναι ότι ο βάρβαρος Αβραμόπουλος ζυγίζει εκατόν τόσα κιλά και αυτός πιάνει δεν πιάνει τα εξήντα. Ξέρω βέβαια πως αργά ή γρήγορα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο —


μένει τίποτα κρυφό; —, θα ’ρθει και για μένα η στιγμή της κρίσης, οπότε τότε θα τελειώσουν τα ψέματα και θ’ αρχίσει να παίζεται το τελευταίο μέρος του μελοδράματος, όταν όλοι τους — Δρακόπουλος, Αβραμόπουλος, Μαγγίρας και οι συμβίες τους — θα έχουν εντοπίσει τον αληθινό ένοχο της δυστυχίας τους. Και επειδή δεν ελπίζω ότι το χιούμορ πλεονάζει στη ζωή τους, αν είναι να με σώσει κάτι, αυτό θα είναι η πιθανότητα να έχει κυκλοφορήσει σε βιβλίο μου αυτή η ανεκδιήγητη ιστορία, οπότε πιθανόν η όλη υπόθεση από δράμα να εξελιχτεί σε μια σπαραξικάρδια κωμωδία. Κατά τα άλλα, πολύ χάρηκα αυτή την εξέλιξη, διότι, εκτός του ότι βρήκα θέμα για μια ευτράπελη ιστορία, συγχρόνως έτσι εκδικήθηκα, με τη σειρά μου κι εγώ, και με τον αριστοτεχνικότερο τρόπο, τον Αβραμόπουλο, διότι — ας το πάρει το ποτάμι κι αυτό, γιατί να σ’ το κρύψω; — αυτό το βάρβαρο χοντρό κάθαρμα επί ένα χρόνο πηδούσε την πρώτη γυναίκα μου — εξαιτίας του χωρίσαμε — και είδηση δεν είχα πάρει εγώ. Η εκδίκηση σερβίρεται κρύα, δε λένε; Ε, λοιπόν, κρύα του τη σέρβιρα κι εγώ. Και αυτήν τη φορά χωρίς να κουνήσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι. Και μάλιστα, τώρα που το σκέφτομαι, δεν υπάρχει λόγος να φοβάμαι την εκδίκησή του για τη ζημιά που του έκανα — που όντως του την έκανα —, ακόμα και αν κάποτε πληροφορηθεί τον πρωταρχικό υπεύθυνο, διότι αποκλείεται να τολμήσει να ’ρθει να μου ζητήσει το λόγο, γιατί θα ξέρει ότι έτσι επιτέλους απενεμήθη δικαιοσύνη. Και το καλό είναι ότι ο Αβραμόπουλος μπορεί να έχει χίλια κακά επάνω του, αλλά κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για άδικο. Πιστεύει ότι αν είναι να σωθεί κάποτε ο κόσμος, θα σωθεί μόνο από


τους δίκαιους’ τίποτα δε μετράει γι’ αυτόν τόσο όσο η δικαιοσύνη.


6 Όμως ας επιστρέψουμε στην ιστορία μας και ας πάμε δυο μήνες πίσω, αφού όλ’ αυτά που σου διηγήθηκα για την απόλυση του Αβραμόπουλου και για την εκδίωξή του από τη συμβία του — εκδίωξη και έξωση μαζί — συνέβησαν φυσικά αργότερα από εκείνη τη μοιραία συνάντησή μου με το Μαγγίρα έξω από το Φλοράλ των Εξαρχείων, καθώς, αν θυμάσαι, πήγαινα να συναντήσω τη Χρύσα στο αμαρτωλό ραντεβού μας στο μπαράκι του Θόδωρου. Όταν λοιπόν ξεφορτώθηκα το Μαγγίρα, σαν Αβραμόπουλος πάντα — είχε πάψει να με διασκεδάζει πια - και ενώ οργάνωνα στο μυαλό μου το θέμα της ιστορίας που θα γράψω, κοίταξα το ρολόι μου και είδα ότι, ευτυχώς, είχα ακόμη αρκετή ώρα μπροστά μου για να φτάσω εγκαίρως στο ραντεβού με τη Χρύσα. * Δεν έβρεχε πια — κάτι ψιχάλες μόνο -, αλλά το ([πλόβροχο είχε κάνει τη ζημιά του. Μετέτρεψε τη σκόνη του καλοκαιριού σε μια εκνευριστική γλίτσα που κάλυπτε πεζοδρόμια και δρόμους κι ίσως γι’ αυτό ένιωθα την υγρασία, όπως νότιζε το δέρμα μου, να διαπερνά τώρα τη σκέψη και την ψυχή μου. Έτυχε κιόλας, καθώς περπατούσα, να βρεθώ μπροστά σε κάτι σωρούς σκουπιδιών, οπότε, εκτός από καυσαέριο και λάσπη, άρχισα να μυρίζω και την μπόχα τους. Όταν πια είχα πλησιάσει στο Άλσος, θυμήθηκα τη μάνα μου, που


πάντα της άρεσαν οι μυρωδιές μετά τη βροχή, γιατί, έλεγε, τότε γίνονται πιο έντονες και πιο ερεθιστικές. Πάντα της άρεσε η βροχή της μάνας μου. Μ’ έπαιρνε, θυμάμαι, από το χέρι xat περπατούσαμε στους βρεγμένους δρόμους της Αθήνας, για να μυρίσουμε χώμα, καθαρό χώμα, αλλά και το άρωμα των λουλουδιών και των δέντρων. Για μια στιγμή, καθώς προχωρούσα, σαν να την ένιωσα να περπατά δίπλα μου και σαν να την άκουσα κιόλας να μου λέει ξανά, όπως τότε στους ίδιους δρόμους, πόσο όμορφα μυρίζουν τα δέντρα και οι κήποι μετά τη βροχή. Κι εγώ, καθώς βάδιζα στην Μπου-μπουλίνας, σαν να της έπιασα την κουβέντα και να της είπα πως, ναι, παλιά μύριζαν όμορφα οι κήποι και τα δέντρα μετά τη βροχή, «αλλά όχι τώρα πια, ρε μάνα, γιατί τώρα, αν ζούσες, θα ’κλεινες στόμα και ρουθούνια και θα προτιμούσες να το σκάσεις παρά να μυρίσεις ό,τι μυρίζω σήμερα εγώ». Σκέφτηκα να προχωρήσω καλύτερα από Μπου-μπουλίνας — πάντα μου άρεσε αυτή η διαδρομή — παρά από Πατησίων’ και όταν φτάσω στο τέρμα της να διασχίσω την Αλεξάνδρας, περνώντας απέναντι στο Άλσος, και από εκεί στη Δροσοπούλου, και από τη Δροσοπούλου, πιο κάτω, να στρίψω για την Πατησίων, αν βέβαια εν τω μεταξύ δεν προέκυπτε και κανένα άλλο εμπόδιο για να μου κάνει ακόμα πιο χάλια τη διάθεση, ύστερα από τους δυο αγαπημένους νεκρούς που συνάντησα μέσα στο ψιλόβροχο της νύχτας. Δε σου κρύβω ότι η κακή μου διάθεση οφειλόταν και στο ότι όλο μου ’ρχόταν και μου ξαναρχόταν στη σκέψη ο Μαγγίρας και στο τι επακόλουθα μπορεί να είχε η βλακεία μου να μπερδέψω τόσο πολύ πρόσωπα και πράγματα, όσο και αν η λογική μού έλεγε ότι δεν


επρόκειτο τίποτε να συμβεί. * «Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται», φώναξα δυνατά μέσα σ’ αυτή την ήσυχη βραδιά του φθινοπώρου. Δέκα είκοσι μέτρα πιο πέρα από εκεί που βρισκόμουν, στην Μπουμπουλίνας, ήταν το ξενοδοχείο Μουσείον. Εκεί, λοιπόν, καθώς προχωρούσα χαζεύοντας βιτρίνες και ανθρώπους, προς στιγμήν μάλιστα μου ’ρθε να πάρω στο κινητό τη Σοφία, να δω πού στο διάβολο βρισκόταν - με ανησυχούσε κι αυτό -, ξαφνικά είδα να περπατά μπροστά μου η Ελενίτσα, η γυναίκα του Αριστείδη. Κάποια άλλη φορά θα σου πω περισσότερα γι’ αυτήν. Πάντα νέα και στρουμπουλή και αφράτη και όμορφη η Ελενίτσα και, όπως ξέρεις, πάντα η παρουσία της μ’ έφτιαχνε και πάντα το άρωμά της με ταξίδευε και πάντα τα μάτια της με αιχμαλώτιζαν, αλλά ποτέ — κι αυτό το ξέρεις — δεν τόλμησα να της το εκφράσω, έτσι σαν φιλοφρόνηση και όχι γιατί υπήρχε πρόθεση για κάτι παραπάνω. Τη θεωρούσα τόσο έντιμη, τόσο αυστηρή, τόσο κυρία και πιστή στο μεγάλο της έρωτα, τον Αριστείδη, που όχι μόνο μου κοβόταν το κέφι, αλλά φοβόμουν μήπως του δώσει και μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ όσο άξιζε. «Το πιο ευτυχισμένο ζευγάρι της παρέας» ή «ζευγάρι υπόδειγμα ο Αριστείδης και η Ελενίτσα», λέγαμε πάντα για τους δυο τους. Πάντως, θυμάμαι πως κάποτε που τόλμησα και της είπα — ήμουν και λίγο μεθυσμένος - ότι αν ήταν ελεύθερη και ήμουν ελεύθερος,


αυτή θα ήθελα για γυναίκα μου και καμιά άλλη στον κόσμο, δεν ταράχτηκε και τόσο όσο περίμενα, αλλά με κοίταξε πρώτα με κάποια λάμψη στα μάτια και ύστερα μου είπε ευχαριστώ. Προς στιγμήν λοιπόν, μόλις την είδα, πήγα να τη φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. Αν με ρωτούσε πώς βρέθηκα εκεί και πού πήγαινα, τι θα της έλεγα; Φίλη, βλέπεις, και με τη Χρύσα και με το Φίλιππο, αλλά και με τη Σοφία. Σκέφτηκα να μην της μιλήσω καλύτερα, να μην της κινήσω και τίποτα υποψίες. «Ας μη με δει καλύτερα.» Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και ξαφνικά τη βλέπω να σταματά μπροστά στην είσοδο του ξενοδοχείου, να στρίβει απότομα και, βιαστική βιαστική, να μπαίνει μέσα. Τη θεωρούσα πολύ κυρία - και όντως ήταν κυρία — για να σκεφτώ οτιδήποτε πονηρό, όπως, ας πούμε, τα γνωστά μας «μια γυναίκα τι δουλειά έχει νυχτιάτικα να μπαίνει μόνη σ’ ένα ξενοδοχείο», και διάφορα τέτοια. Όχι, σε τίποτε απ’ όλα αυτά δεν πήγε το μυαλό μου. Ούτε καν το εντυπωσιακό και αρκετά προκλητικό ντύσιμό της μ’ έβαλε σε κάποιες σκέψεις, αν και θα έπρεπε, γιατί όντως η Ελενίτσα πάντα ντυνόταν απλά, καθωσπρέπει! Βέβαια, δε λέω, αρχικά μπορεί να μην υποψιάστηκα κάτι, έτσι γενικά, εις βάρος της, αλλά η περιέργεια είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει μέσα μου. «Τ ι διάβολο θέλει εδώ στο Μουσείο», είπα στο τέλος, όταν ήδη είχε μπει.


Σκέφτηκα να κρυφτώ κάπου και να την περιμένω, να δω τι ώρα θα βγει έξω. Διότι αν έβγαινε, ας πούμε, σε πέντε δέκα λεπτά, άντε σ’ ένα τέταρτο, σήμαινε πως είχε πάει για κάποια δουλειά επείγουσα, την τέλειωσε και έφυγε. Και μάλλον έτσι θα ήταν. Κοντοστάθηκα λοιπόν, και μάλιστα μισοκρυμμένος σε κάτι φυλλωσιές, ν’ αποφύγω τουλάχιστον να με δει όταν θα έβγαινε έξω. «Ώρα έχω», είπα, «ας την περιμένω, δε χάθηκε ο κόσμος.» Και την περίμενα. Βέβαια δε χρειάστηκε να περιμένω πολλή ώρα, γιατί σε πέντε λεπτά, και λιγότερο, αντί να δω να βγαίνει εκείνη, είδα το Σγούρδα, το αφεντικό του Φίλιππου, να ανηφορίζει την Τοσίτσα. Ταχυπαλμία μ’ έπιασε. Κρύφτηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα εκεί στις φυλλωσιές, πίσω απ’ τον κορμό κάποιου δέντρου, και περίμενα όλος περιέργεια να δω πού θα πάει και τι θα κάνει. Παράλληλα, βέβαια, άρχισαν και οι πρώτες υποψίες, αν και έλεγα και ξανάλεγα πως δεν είναι δυνατόν, αποκλείεται η ευαίσθητη Ελενίτσα μας να έχει ξεπέσει σ’ αυτό τον άξεστο. Εν τω μεταξύ ο Σγούρδας, καμαρωτός καμαρωτός, διέσχισε κάθετα την Μπουμπουλίνας και προχώρησε κι αυτός, βιαστικός βιαστικός, για το ξενοδο-χείο. Πριν μπει μάλιστα μέσα, τον είδα να κοιτάζει πρώτα γύρω του, προφανώς για να διαπιστώσει μήπως τον έβλεπε κανένας γνωστός του, και ύστερα, κάνοντας μια απότομη στροφή, προχώρησε. Δεν ξέρω, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι κάπου με πήρε το μάτι του’ δεν παίρνω όρκο, αλλά κάτι μου λέει ότι με είδε και έκανε κι αυτός,


όπως κι εγώ, ότι δε με είδε. Δεν τον συνέφερε, άλλωστε, να ξέρω ότι ξέρει πως με είδε. Δε θα μπορούσε τότε, αν χρειαζόταν, ν’ αρνηθεί ή να αμφισβητήσει το γεγονός, αν ποτέ δοκίμαζα να το εκμεταλλευτώ. Φυσικά τα κατάλαβα όλα. Συνηθισμένη ιστορία, θα μου πεις, και γι’ αυτό δε χρειάζεται να δείχνω ότι έπεσα απ’ τα σύννεφα. «Απλούστατα», ψιθύρισα, «ο Σγούρδας κανονίζει την Ελενίτσα κι εγώ τη Χρύσα. Ωραία! Και τι έγινε; Πού είναι το περίεργο;» Εντάξει, ευτυχισμένο ζευγάρι ο Αριστείδης με την Ελενίτσα, το είπαμε, αλλά βλέπεις η ζωή πολλές φορές δημιουργεί τις ανατροπές της και μας επιβάλλει τους δικούς της κανόνες. «Ανθρώπινα», ψιθύρισα και θυμήθηκα ξανά τον πατέρα μου. Η μόνιμη δικαιολογία του στη μάνα μου: «Ανθρώπινα». Πιο φρόνιμο είναι λοιπόν να περιμένεις πως αυτό που εσύ θεωρείς εντελώς απίθανο να συμβεί, να είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει. Το άσχημο είναι πως αυτή η πανάθλια ιστορία Σγούρδα Ελενίτσας μ’ έβαλε σιγά σιγά κι εμένα σε άλλου είδους προβλήματα και σκέψεις. Διότι, εντάξει, συνηθισμένη ιστορία, τίποτα το καινούργιο, και στο κάτω κάτω και τίποτα το μεμπτόν. Απλούστατα, η Ελενίτσα απατούσε τον Αριστείδη της. Και λοιπόν; Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία. Έλα όμως που για μένα δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα όσο έδειχναν διότι, κατά κακή μου τύχη, ο Αριστείδης ήταν κάτι παραπάνω κι από φίλος. Οπότε, τι να έκανα; Να του το πω ή να μην του το πω; Να του αποκαλύψω το επεισόδιο ή να τον αφήσω στο μακάριο ύπνο του; Διότι, εν τω μεταξύ, αυτός την Ελενίτσα του θα εξακολουθούσε να τη θεωρεί κάτι περισσότερο κι από αγία. Να του


καταστρέψω λοιπόν ή να μην του καταστρέψω την εικόνα’ που είχε σχήμα-τισει για την κυρία; Και αν δεν του το αποκαλύψω, πως γίνεται και να ξέρω τι συμβαίνει και να συνεχίζω την παρέα μαζί τους; Και για πόσο καιρό δικαιούμαι να παραμένω ουδέτερος, κάνοντας τα στραβά μάτια; Πόσο αντέχεται; Κοίταξε τι γαμημένα διλήμματα προκύπτουν. Διότι αν η φιλία με υποχρεώνει να τον προφυλάξω — άλλωστε τι φιλία θα ήταν αν δεν; —, πώς θα τον προφυλάξω αν τον αφήνω να ζει στην ψευδαίσθηση της ευτυχίας του; Και πόσο θα θεωρηθώ συνένοχος — και υποκριτής —, αν υποθέσουμε ότι ο Σγούρδας όντως με είδε που τον είδα, οπότε στο εξής και η Ελενίτσα — στην οποία φυσικά θα της το πει — θα με θεωρεί συνένοχο και σύμμαχό της στην προδοσία του φίλου μου, όσο τουλάχιστον δε θα του αποκαλύπτω τη δική της προδοσία. Και το χειρότερο είναι που δε θα έχω τι να απαντήσω στον Αριστείδη, αν κάποια στιγμή αποκαλυφθούν όλα και έρθει να μου ζητήσει το λόγο, και απαιτήσει να του απαντήσω γιατί καλύπτω την πουτάνα την Ελενίτσα του και τι φίλος είμαι όταν τον αφήνω τόσο καιρό να εξευτελίζεται. Χέσε μέσα, δηλαδή. Άσε που αν αποφασίσω μια μέρα να του το αποκαλύψω — «Αριστειδάκο, ξέρεις, η γυναικούλα σου… το και το…» — υπάρχει ο κίνδυνος να πιστέψει παρ’ όλα αυτά εκείνη και την αθωότητά της και καθόλου εμένα. «Α, το κάθαρμα, τι λέει», θα του πει για μένα η Ελενίτσα του. «Καλέ, αυτός δεν είναι φίλος, είναι φίδι», και έτσι θα με βγάλει στο τέλος και συκοφάντη και υστερόβουλο και φίδι. Και θα ’χει δίκιο, αφού πήγα να τους καταστρέφω την ευτυχία τους. Και πάλι χέσε μέσα, δηλαδή.

7 Όταν επιτέλους έφτασα, αρκετά καθυστερημένα, στο μπαρ του Θόδωρου, το Aurevoir, και είδα ότι η Χρύσα δεν είχε πάει ακόμα,


πρώτα ηρέμησα και ύστερα πανευτυχής, μέχρι να καθίσω, παράγγειλα την πρώτη μου βότκα. Ήθελα να πιω κάτι δυνατό, από τη μια για να συνέλθω, να ξεχάσω, και από την άλλη για να βάλω κάτω τις σκέψεις μου, να σχολιάσω και να αναλογιστώ τα διατρέξαντα, να κρίνω τη ζωή μου, τις πράξεις μου, τις συμπεριφορές μου με τους φίλους, με τη Σοφία — το είχα ανάγκη, μου έλειπε, ειδικά εκείνη τη στιγμή που με πολιορκούσαν τόσες μνήμες και τόσες σκέψεις και τόσες τύψεις. Κάτι δε μου πάει καλά πάντως, κάπου δεν είμαι εντάξει άνθρωπος, δεν παίζω σωστά τα παιχνίδια μου — Σοφίες, Τ ζούλιες, Χρύσες, η ομορφιά, η γυναίκα, το μυαλό, η σάρκα - , σύμφωνοι, δε λέω, από τη μια όλ’ αυτά και άλλα τόσα να με βασανίζουν, και την ίδια στιγμή, από την άλλη, αυτά τα ίδια πότε να με συντηρούν, να με ανεβάζουν και πότε να με ρίχνουν σε βάραθρα, στην τρέλα. Από τη μια οι αντιφάσεις μου, οι τύψεις, οι ενοχές, το μπέρδεμα μέσα μου, από την άλλη όμως να μη σε βγάζουν ως το τέλος ούτε τα προσχήματά σου ούτε τα μυστικά σου ούτε τα ψέματά σου. Αηδιάζεις με τον εαυτό σου, χάνεις το αυθεντικό, δεν ολοκληρώνεσαι. «Ψεύτισες πολύ, Μανολόπουλε», έλεγα και ξανάλεγα, σχεδόν φωναχτά. «Σου λείπει μια στάση ζωής, μια θέση ζωής. Είσαι σκάρτος.» «Είπες τίποτα;», μου φώναξε από μέσα ο Θόδωρος. «Τ ίποτα’ άλλη μια βότκα.» Πάντως πρέπει να το παραδεχτείς — ξέχνα τις αμπελοφιλοσοφίες που


σου ’λεγα —, μια βόλτα στους δρόμους της Αθήνας τη νύχτα και είδες τι μου έβγαλε. Τ ι σου έλεγα στην αρχή; Μην κάθεσαι αδρανής. Μόλις δεις να ’ρχεται η νύχτα, βούτα τα απαραίτητα και δρόμο. Έχει να σου δώσει πολλά η νύχτα. Αυτό δε σου έλεγα; Ορίστε το αποτέλεσμα. Μου έδωσε με το παραπάνω τις δόσεις μου. Αν όμως καθόμουν στ’ αυγά μου - ας το δούμε κι έτσι —, αν έπινα τη βότκα μου ή καλύτερα την μπιρίτσα μου, καθισμένος στην αγαπημένη μου μπλε πολυθρόνα του σπιτιού μου και όχι εδώ στο σκληρό καναπεδάκι του Θόδωρου και αν περιοριζόμουν στη Σοφία μου και δεν έβαζα στο πεδίο βολής μου και Τ ζούλια και Χρύσα και αν δε φλεγόμουν να ζήσω τις μίνι αμαρτίες μου μαζί τους, ίσως να ήμουν τώρα πιο ήσυχος, χωρίς τόσο δυσβάστακτα διλήμματα. Όμως το ξέρουμε; Ή θα μ’ έπιανε ξανά η νοσταλγία για ό,τι δεν έζησα; Η αμαρτία δυσκολεύει τα πράγματα, το ξέρω. Πώς φτάνεις στα όριά σου, πώς ξεπερνάς τα όριά σου, πότε καίγεσαι; Αυτό είναι το αιώνιο δίλημμά μου. Γκρίζο το τοπίο. Όλο και πιο γκρίζο γίνεται. Τελικά, ποιο είναι το δίδαγμα; Να καθόμαστε καλύτερα στ’ αυγά μας, ματαιώνοντας τις ζωές μας; Αυτό είναι το δίδαγμα; Εκεί καταλήγουμε; Ναι, αλλά τότε η θρυλική Ιθάκη, που από τη μια έδωσε στον Οδυσσέα της το μεθυστικό του ταξίδι, και από την άλλη, εδώ που τα λέμε, του το έβγαλε ξινό κι από τη μύτη βάζοντάς τον σε τρομερούς κινδύνους και σε τρομερά διλήμματα, μήπως - λέω — θα ήταν προτιμότερο, γι’ αυτό, να ξεχαστεί η ύπαρξή της μαζί με το μήνυμά της, έτσι για καλό και για κακό, να μη μας βάζει σε μπελάδες;


Να ξέρουμε τουλάχιστον πως ή δε φεύγουμε από την εστία μας ή, αν φύγουμε, δεν επιστρέφουμε ποτέ. Οι μέσες λύσεις θα σε πείσουν να κάτσεις στ’ αυγά σου. Όποιος δεν το ξέρει αυτό, ότι δηλαδή κάθε επιστροφή είναι από αδύνατη έως αδυσώπητη, οδυνηρή, είναι καταδικασμένος να πληρώσει το τίμημα αυτής της γνώσης, όσο ακριβό κι αν αποδειχτεί, όσο δυσβάσταχτο. Ενώ τα σκεφτόμουν όλ’ αυτά κι έψαχνα — πίνοντας τις βότκες μου για τις απαντήσεις, πώς μου ’ρθε ξαφνικά και θυμήθηκα τον Αίγισθο, ξέρεις, τον αρχαίο - εντάξει, μεγάλο καθίκι, το παραδέχομαι - που ενώ ο Αγαμέμνων έκοβε κεφάλια στην ένδοξη Τ ροία, αυτός καθόταν αμέριμνος στις Μυκήνες και απολάμβανε την Κλυταιμνήστρα του, με όλα τα καλά της και τα κάλλη της. Τ ώρα, αλήθεια, τι μ’ έκανε να συσχετίσω αυτές τις δυο ιστορίες; Τ ι θέλω ν’ αποδείξω; Δεν ξέρω, αλλά και πού χρόνος και κέφι να κάτσεις να ψάξεις ήρεμα ήρεμα, να βρεις αίτια και αιτιατά, και ποιος εντέλει, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι πραγματικά ο κερδισμένος. Ο Αίγισθος; Ο Αγαμέμνων; Ή η Κλυταιμνήστρα; Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας και το πόσο άδοξο τέλος είχε η ζωή τους — και των τριών -, άντε να βρεις τους κερδισμένους, άντε να βγάλεις μια αληθινά δίκαιη κρίση. Ανοιξα την τσάντα μου - είδες που μου χρειάστηκε; — κι έβγαλα το σημειωματάριό μου, να προλάβω να καταγράψω τις σκέψεις μου. Τότε θυμήθηκα και την Ηλέκτρα, την αρχαία πάλι, και αναρωτήθηκα


πρώτον αν έκανε καλά που με τόσο πάθος παρακινούσε τον αδελφό της τον Ορέστη να σκοτώσει τη μάνα τους, και, δεύτερον, πώς θα εξελισσόταν η τραγωδία τους αν ο Ευριπίδης τους έβαζε όλους, χάρη των προσωπικών τους συμφερόντων, να κάνουν την πάπια. Επιτέλους ο καθένας μας ας κουβαλά μόνος το σταυρό του και τη μοίρα του, Μια χαρά δε θα την έβγαζε τότε με την Κασσάνδρα του ο Αγαμέμνων; Και μια χαρά δε θα τη βόλευε και η Κλυταιμνήστρα με τον Αίγισθο της; Δε θα ’ταν καλύτερα, μόλις κατέφθανε ο Αγαμέμνων με την Κασσάνδρα του, να ’παίρνε κι αυτή τις βαλιτσούλες της και δρόμο; Άσε που όλοι τους θα τέλειωναν ευτυχισμένοι τη ζωούλα τους και μάλιστα με φυσικό θάνατο. Ήταν ανάγκη δηλαδή να γίνουν του κόσμου οι σφαγές — τι μητροκτονίες, τι συζυγοκτονίες και δε συμμαζεύεται - για να απονεμηθεί, υποτίθεται, δικαιοσύνη; Δε θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο — ίσως και πιο δίκαιο - να ’βγάζε το σκασμό η Ηλέκτρα και να καθόταν στ’ αυγά του ο Ορέστης, αντί να γίνει μητροκτόνος; Ξέρω, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα… Εξαρτώνται από χιλιάδες λεπτομέρειες, από ποια οπτική τα βλέπεις* εκεί δεν είναι που ζητάμε τη βοήθεια της τέχνης; Θα μου πεις όμως ότι τότε δε θα μιλούσαμε για τραγωδία, αλλά για δραματάκια της σειράς. Ίσως, μπορεί. Και εν τοιαύτη περιπτώσει — αφού το προχώρησα μέχρις εκεί αναρωτιέμαι κι εγώ, τώρα εκ των υστέρων — ας το μεταφέρουμε και στα προσωπικά μας —, καλώς ή κακώς κάλυπτα τότε τον πατέρα


μου, όταν αυτός διέπραττε τις δικές του αμαρτίες εις βάρος της μαμάς; Αλήθεια, ούτε κι αυτό πρόλαβα να τον ρωτήσω, πώς δηλαδή έβλεπε και πώς εξηγούσε τη συμπεριφορά μου, το ότι δεχόμουν σιωπηλά να εξαπατούμε και οι δυο μας τη μαμά, με το να αποσιωπώ - και εν γνώσει του — όλες τις λαδιές του. Θα μου πεις — ας μην το ξεχνάμε - πως άλλο τι γίνεται στην τέχνη και άλλο τι γίνεται στη ζωή. Στην τέχνη όλα είναι δυνατά’ στη ζωή μάλλον όχι όλα. Σ’ αυτή — στη ζωή — ούτε εύκολα είναι όλα τα πράγματα ούτε όλα είναι το ίδιο δυνατά. Εν πάση περιπτώσει, στην τέχνη έχεις να κάνεις μόνο με τον αναγνώστη σου ή με το θεατή σου. Τους στήνεις εσύ τις παγίδες σου, τους φέρνεις στα νερά σου, και τότε αυτοί πρέπει να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, αφού τους έχεις κάνει αρκετή πλύση εγκεφάλου. Εκεί, παραδείγματος χάρη, θα δεις πώς ο έξυπνος θεατής θα βρει, αν θέλει, χιλιάδες επιχειρήματα ακόμα και υπέρ του Ιάγου, του ήρωα του Σαίξπηρ στον Μάκβεθ. Και ποιον να υπερασπιστεί ο συγγραφέας; Έρχεται σε δύσκολη θέση κι αυτός, αφού και ο Ιάγος, εκτός από τα κατά του, έχει και τα υπέρ του, και αφού σίγουρα δεν είναι άνευ αιτίας κακός και αιμοβόρος’ είχε τους λόγους του για να κάνει ό,τι έκανε, για να είναι αυτός που είναι, ασχέτως αν δεν τον εγκρίνει κανένας σώφρων άνθρωπος και ασχέτως αν τέτοιοι τύποι διαταράσσουν επικίνδυνα την ισορροπία του κόσμου.


Και, εδώ που τα λέμε, φαντάζεσαι τι θα γινόταν η Δυσδαιμόνα του Οθέλλου αν ζούσε; Αν υπήρχε, ας πούμε, εκεί δίπλα της κάποιος που με τεχνητή αναπνοή κατάφερνε να την επαναφέρει στη ζωή;. Μην το συζητάς. Εντάξει, η αθωότητά της και η ευπιστία της ξεπερνά όλες τις προβλέψεις μας, αλλά αν υποθέσουμε ότι ζούσε και έβλεπε και συνειδητοποιούσε πόσο επιπόλαια συμπεριφέρθηκε ο Οθέλλος της και πόσο σκα-τάνθρωποι είναι εν γένει οι άνθρωποι, τι θα έκανε, πώς θα αντιδρούσε; Από άβγαλτη, απονήρευτη και αθώα — γι’ αυτό και παγιδεύτηκε — πού θα έφτανε; Μέχρι και μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών θα μπορούσε να γίνει* ή, το πιθανότερο, να εξελισσόταν, ίσως και από αηδία, σε μια πρώτης τάξεως πουτάνα ή ίσως και να κατέληγε στο ντιβάνι κάποιου ψυχίατρου. Θα μου πεις ότι, και πάλι, καλό τέλος δε θα είχε. Πάντως, να το παραδεχτείς, η τέχνη, αλλά και η ζωή, κατορθώνει και κάνει δυνατά τα πάντα, έως τα πιο ακραία όριά τους, γι’ αυτό και τελευταία δεν τα πολυξεχωρίζω. Η τέχνη μιμείται σίγουρα τη ζωή, μέχρι η ζωή να πάρει αμπάριζα από την τέχνη, οπότε τότε αρχίζει η μια να τροφοδοτεί την άλλη, και άντε εσύ να βρεις την άκρη, να αποφανθείς αν η κότα έκανε τ’ αυγό ή το αυγό την κότα.

8 Ξαφνικά διαπίστωσα πως είχα γεμίσει σελίδες και σελίδες στο


σημειωματάριο και η Χρύσα ακόμα να φανεί. Άφαντη. Είχα ήδη πιει και τη δεύτερη και την τρίτη βότκα και πουθενά Χρύσα. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Όταν πια ρούφηξα και την έκτη, άρχισαν να μπερδεύονται όλα μέσα μου’ και πρόσωπα και πράγματα και Κλυταιμνήστρες και Δυσδαιμόνες και Χρύσες. Ένα κουβάρι έγιναν όλα. Για να περάσει λίγο η ώρα ξαναδιάβασα τις σημειώσεις μου. Μ’ άλλες συμφωνούσα, μ’ άλλες διαφωνούσα. Χέσ’ τες. Τ ις ξαναδιαβάζω ξεμέθυστος. Όχι, ρε γαμώτο, πουτάνα η Δυσδαιμόνα, πώς το είδα έτσι; Και αφού οι Ιάγοι διαταράσσουν την ισορροπία του κόσμου, τι μου χρειάζονται οι δικαιολογίες τους; Κοίταξα απέναντί μου το ρολόι και πανικόβλητος διαπίστωσα ότι ήδη είχε περάσει το πρώτο δίωρο και πουθενά να κάνει την εμφάνισή της η Χρύσα. Για μια στιγμή μάλιστα, εκεί που έγραφα, μου φάνηκε ότι είχε κολλήσει στην τζαμαρία της βιτρίνας, απέξω, το πρόσωπό του ο πατέρας μου και κοίταζε να δει αν είμαι μέσα. Δοκίμασα να σηκωθώ, να τρέξω, αλλά τα πόδια μου δε μου το επέτρεπαν. Τ ρεις φορές πήρα τηλέφωνο τη Χρύσα, στο σπίτι της — δεν πά’ να το σήκωνε και ο χριστιανός της - και τις τρεις άκουγα στον τηλεφωνητή τον μαλάκα της να λέει μ’ εκείνη τη βραχνή φωνούλα του ότι δυστυχώς απουσιάζουν και αν θέλουμε ν’ αφήσουμε κάποιο μήνυμα. «Δε μου γαμιέσαι», είπα και το ’κλεισα.


Αυτό ήταν το δικό μου μήνυμα’ αν του άρεσε. Αν το ’γράψε ο τηλεφωνητής, θα το άκουγε. Ε, ας το άκουγε, τώρα πάει, δε διορθώνεται πια. Αλλά περασμένα μεσάνυχτα και να λείπουν κι οι δυο απ’ το σπίτι; Μετά τόλμησα και πήρα το Σγούρδα στο κινητό του. Αυτός ο πονηρός κάτι θα ξέρει που δεν το ξέρω εγώ. Δε γίνεται να μην ξέρει. Λέω τόλμησα, γιατί ήξερα πού βρισκόταν εκείνη τη στιγμή και μάλιστα, με τόση βότκα, άνετα φανταζόμουν και τι περίπου έκανε. Ήθελα να τον ρωτήσω — κάνοντας και λίγο τον αφελή — μήπως κατά σύμπτωση ήξερε πού στο διάβολο βρίσκεται η Χρύσα, γιατί η βρώμα μ’ έχει στήσει πάνω από δυο ώρες. Μόλις μ’ άκουσε, έβαλε πρώτα τα γέλια και ύστερα με ρώτησε πόσα έχω δανείσει στον άντρα της, κι εγώ τον ρώτησα τι σχέση έχει τώρα αυτό με τη Χρύσα, κι αυτός έβαλε πάλι τα γέλια και μου είπε: «Ρε αφελή, λέγε πόσα και άσε τα τι σχέση έχει», και του είπα κάπου είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ και περισσότερα. «Εσύ πόσα;», τον ρώτησα με τη σειρά μου. «Τ ριάντα πέντε εγώ. Πώς το βλέπεις; Πιο μαλάκας εγώ, έτσι; Άντε γεια», είπε και μου το ’κλείσε. Τότε ήταν που μ’ έζωσαν για τα καλά τα φίδια. Άρα αθώος ο Σγούρδας. Δεν ήξερε κάτι που δεν το ήξερα εγώ. Ή μάλλον λάθος — τι λέω; —, ήξερε και πολύ καλά μάλιστα. Γιατί με ρώτησε πόσα της δάνεισα και γιατί μου είπε πόσα της δάνεισε εκείνος; Φως φανάρι, το κανόνι που φοβόμουν έσκασε και ο Σγούρδας το είχε πληροφορηθεί πρώτος, άρα πάντα έκρυβε κάτι που δεν ήξερα εγώ.


Τότε, δεν ξέρω πώς και γιατί μου ήρθε και εντελώς ανεξήγητα, συνδύασα την κοπάνα της Χρύσας με την έξοδο της Σοφίας. Σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο, να δω αν είχε γυρίσει. Αλίμονο αν ακόμα δεν είχε γυρίσει. Το γεγονός πάντως ότι έφυγε χωρίς να μου πει λέξη άρχισε να με βάζει σε σκέψεις. Θα την πάρω, και αν μου απαντήσει θα το κλείσω, να μην ξέρει ποιος πήρε. Την πήρα από το τηλέφωνο του μαγαζιού. Χτυπούσε, χτυπούσε, μια, δυο, πέντε, οχτώ’ κανείς, ερημιά. Μυστήρια πράγματα* και να σκεφτείς ότι θα ταξίδευε την επομένη. Εκτός αν κοιμόταν και δεν τ’ άκουγε. Το ’κλεισα αμέσως. Ξανάβγαλα απ’ την τσάντα το σημειωματάριό μου και μέσα στο μεθύσι μου άρχισα όχι να γράφω πια ιδέες, αλλά να κάνω υπολογισμούς, διαιρέσεις, προσθέσεις, αφαιρέσεις. Σκέφτηκα πως αν όντως μου ήταν μια παγίδα για να μου δανεικά και αν υποθέσουμε συζύγου, τότε για να δούμε κερδισμένοι αυτοί.

την έχει σκάσει η Χρύσα και αν όλα φάνε με τον καλό χριστιανό της τα ότι όλα συνέβαιναν εν γνώσει του πόσο χαμένος βγαίνω εγώ και πόσο

Υπολόγισα λοιπόν ότι μια φορά την εβδομάδα που τη συναντούσα — το πολύ — επί δύο χρόνια περίπου, μας κάνουν - πόσα μας κάνουν; — πενήντα οχτώ φορές στη διετία, εξήντα πες, που αν τα διαιρέσουμε με τις είκοσι πέντε χιλιάδες που της δάνεισα και αν υποθέσουμε ότι η Χρύσα δεν ήταν η Χρύσα που ξέρουμε αλλά μια οποιαδήποτε πόρνη που την πλήρωνα κανονικά για την κάθε συνεύρεσή μας, σημαίνει ότι κάθε συνάντησή μας μου κόστιζε


περίπου τετρακόσια είκοσι ευρώ, δηλαδή πολύ περισσότερα απ’ όσα θα πλήρωνα ακόμα και μια πόρνη υπερπολυτελείας. «Άραγε», αναρωτήθηκα, «ένα τόσο ακριβό τίμημα άξιζε όσο και το μίνι όργιο που μου πρόσφερε η Χρύσα, χωρίς να υπολογίσουμε τις τύψεις και τις ενοχές μου γιατί πρόδιδα και το φίλο μου και τη γυναίκα μου. Με λίγα λόγια, βγήκα χαμένος ή κερδισμένος;» Και ακόμα αναρωτήθηκα πόσο άξιζε για τον άντρα της, για ένα τέτοιο ποσό, να γίνει ένας εν επι-γνώσει κερατάς. Νομίζω πως μάλλον άξιζε, και αρκετά μάλιστα, διότι αν υποθέσουμε ότι η Χρύσα το ίδιο ακριβώς κόλπο το επαναλάμβανε, ας πούμε, με το Σγούρδα — αλήθεια, γιατί όχι και με το Σγούρδα; — αλλά και με άλλους είκοσι φίλους ή και περισσότερους, τότε τα κέρδη του ζεύγους θα έχουν φτάσει σε ιλιγγιώδεις αριθμούς’ και αφορολόγητα επιπλέον. Άρα, πρόσεξε, ο Φίλιππος μετά της συμβίας του βγάζουν όχι ένα, όχι δύο, αλλά πέντε πούλμαν και βάλε, οπότε, ναι, έτσι συμφέρει να είσαι και ένας εν επιγνώσει κερατάς. Έτσι, με λίγη τύχη και καλώς εχόντων των πραγμάτων, αυτός μέσα στα δυο χρόνια πρόλαβε να λύσει το πρόβλημα της ζωής του, ενώ ως μισθοσυντήρητος οδηγός πούλμαν και ως εξαρτημένος από τα τέτοια του κάθε Σγούρδα δεν επρόκειτο να δει Θεού πρόσωπο στον αιώνα τον άπαντα. Και όλα αυτά βέβαια χωρίς να υπολογίσουμε ότι επιπλέον η Χρύσα απολάμβανε με το παραπάνω — αυτό το λέω εν πλήρη επιγνώσει και εξ ιδίας πείρας — όλες αυτές τις ερωτικοεπαγγελματικές της εξορμήσεις, πράγμα που βεβαίως δεν αφορά το οικονομικό μέρος της


ιστορίας, διότι άλλο η απόλαυσή της και άλλο το πόσα λεφτά έβαζε στην τσέπη. Έτερον εκάτερον.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ Το Μανολόπουλο τον έπιασε απελπισία. Ζήτησε το λογαριασμό — ψεύδιζε κιόλας — και, μέχρι να του τον φέρει ο Θόδωρος, σκεφτόταν τι δικαιολογίες θα ’βρίσκε να πει στη Σοφία για τις τόσες ώρες απουσίας του, όταν μάλιστα ήξερε ότι την επομένη πρωί πρωί εκείνη θα ’φεύγε ταξίδι. Το παραξήλωσε, σιχάθηκε τον εαυτό του, δεν άξιζε τόση ξεφτίλα, όχι, δεν άξιζε. Όταν του έφερε το λογαριασμό ο Θόδωρος, του είπε πως αν είχε έρθει με το αυτοκίνητό του, καλύτερα να το άφηνε εκεί που το ’χε και να πάρει ένα ταξί, αν θέλει να φτάσει σώος και αβλαβής σπίτι του, γιατί δεν τον βλέπει να ’ναι σε κατάσταση για να… ας μην το διακινδυνεύσει, δε χάθηκε ο κόσμος. Όχι, δεν είχε έρθει με αυτοκίνητο, του είπε ο Μανολόπουλος. Με τα πόδια ήρθε και με τα πόδια θα φύγει. Το αυτοκίνητο το είχε στο συνεργείο. Επρόκειτο την επομένη να ταξιδέψει και γι’ αυτό το πήγε για σέρβις, αν και, απ’ ό,τι υποπτεύεται, δεν πρόκειται πια να ταξιδέψει. «Όχι, κύριε Μανολόπουλε, καλύτερα να καλέσω ένα ταξί να ’ρθει να σας πάρει. Να μην πάτε ούτε με τα πόδια. Δεν είστε σε θέση να… Νομίζω…», του ξανάπε ο Θόδωρος, «Εντάξει, μη φοβάσαι, μια χαρά είμαι», είπε εκείνος και έβγαλε από την τσέπη το πορτοφόλι του. *


Πλήρωσε το λογαριασμό και τρικλίζοντας βγήκε έξω, μέσα στη νύχτα. Ένας νυχτερινός περίπατος στους αγαπημένους του μισοφωτισμένους δρόμους της Αθήνας, ναι, σίγουρα θα του έκανε καλό. Είναι και η υγρασία μετά τη βροχή, είναι και το βοριαδάκι που μόλις άρχισε να φυσά, όχι, ναι, θα τα καταφέρει, μην ανησυχεί. Έτσι, ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Πέρασε ξανά μέσα από το Άλσος, διέσχισε την Αλεξάνδρας, βγήκε στην Μπουμπουλίνας, πέρασε μπροστά από το ξενοδοχείο… «Έχει γούστο», σκέφτηκε προς στιγμήν, την ώρα που περνούσε, «να βγαίνει συγχρόνως και η Ελενίτσα, και να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο.» Άραγε, να της είχε αποκαλύψει της Ελένης η Χρύσα τη σχέση τους, και εκείνη με τη σειρά της να είχε βάλει σε τίποτα υποψίες τη Σοφία; Ούτε ψύλλος στον κόρφο του τότε. Τ ώρα πια δεν πιστεύει κανέναν και τίποτα. Ξαφνικά, τον έπιασε αδημονία να φτάσει όσο γινόταν πιο γρήγορα σπίτι του. Ήθελε να δει τη Σοφία, συνειδητοποίησε ότι του έλειπε φοβερά η Σοφία, ήθελε να την ακούσει, να την αγγίξει, να τη δει. Ήθελε να κάνει ένα μπάνιο, να βρεθεί στους δικούς του χώρους, στις γνωστές του γωνιές, στις γνωστές του συνήθειες. Ένα μπάνιο με καυτό νερό εκείνη τη στιγμή ήταν ό,τι περισσότερο επιθυμούσε. Ένα καυτό μπάνιο να χαλαρώσει και μετά να πέσει στο κρεβάτι του ανάσκελα και να έχει δίπλα του τη Σοφία και να βάλει


μουσική και να διαβάζει τον αγαπημένο του Καβάφη, να βρει μέσα σ’ αυτόν τις απαντήσεις που του λείπουν. Ν’ ακούει το αγαπημένο του αντάτζιο του Αλμπινιόνι και συγχρόνως να διαβάζει Καβάφη. «Οποία ευτυχία», σκέφτηκε, ενώ άρχισε να φωνάζει «ταξί, ταξί…», μέσα στη νύχτα, μέχρι που σταμάτησε κάποιο μπροστά του και μπήκε μέσα παραπατώντας. «Φτιαχτήκαμε, φτιαχτήκαμε, κύριος;», ο ταξιτζής. «Φτιαχτήκαμε», και του ’πε τη διεύθυνση και φύγανε. Θυμήθηκε τη Χρύσα και τα είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ που πιθανότατα του ’φάγε και φούντωσε. «Όχι, αυτό δε θα περάσει έτσι, δε θα τη βγάλει καθαρή μαζί μου, η πόρνη!» Σε δυο λεπτά σχεδόν είχε φτάσει στο σπίτι του. Πλήρωσε τον ταξιτζή, ούτε ξέρει πόσα του έδωσε. Ό,τι βρήκε στην τσέπη του του το έδωσε. Άρχισε πάλι να του λείπει η Σοφία. Ρε, μυστήρια πράγματα. Αλλά, ναι, πραγματικά του έλειπε η Σοφία. Θα την παρακαλέσει να μη φύγει, τη χρειάζεται, άλλαξαν πολλά μέσα του. Να μην πάει στο χωριό να δει τη μάνα της. Να μείνει. * Όταν έφτασε στο πλατύσκαλο του ορόφου του, βρήκε ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού του.


«Διάβολε, κοιμάται μ’ ανοιχτή πόρτα;», μουρμούρισε και μπήκε μέσα κλείνοντάς την. Προχώρησε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. «Ή κοιμάται ή μας ληστέψανε», ψιθύρισε. Καθόλου απίθανο να επρόκειτο για ληστεία’ το πιθανότερο μάλλον. Χρειάζονταν προφυλάξεις μη βρεθεί απροετοίμαστος μπροστά στο ληστή του. Ο χώρος μόλις που φωτιζόταν από το λιγοστό φως του δρόμου. Φοβερή ακαταστασία στο χολ, απ’ ό,τι μπορούσε να διακρίνει. Καλύτερα να μην ανάψει ακόμα τα φώτα. Σκόνταψε πρώτα πάνω σε κάτι χαρτόκουτα και μετά σε κάτι σκόρπιες νάιλον σακούλες και πιο πέρα σε κάτι αναποδογυρισμένες πλαστικές λεκάνες. «Ληστεία, εκατό τοις εκατό, τα έχουν κάνει όλα γης μαδιάμ εδώ μέσα. Να πάρω το Εκατό.» Με το που άναψε τα φώτα να βρει το τηλέφωνο, το θέαμα που αντίκρισε θα ήταν σχεδόν σπαρακτικό, αν συγχρόνως δεν ήταν και τόσο γελοίο. Το σπίτι του ήταν άδειο. Κυριολεκτικά άδειο. Δεν υπήρχε ίχνος από έπιπλα, πίνακες, χαλιά’ άδειο. Ούτε καναπέδες ούτε πολυθρόνεΓ ούτε καρέκλες ούτε τραπέζια ούτε τραπεζάκια. Πιο άδειο και από άδειο. Τα πάντα είχαν κάνει φτερά. Το χολ και το σαλόνι έρημα, άδεια’ και πλημμύρα όλοι οι χώροι στο σκουπίδι. Ξεριζωμένα — αυτή είναι η σωστή λέξη - όλα τα φωτιστικά.


Κυριολεκτικά ξεριζωμένα. Τέτοια ληστεία αποκλείεται να ’χει γίνει ποτέ και πουθενά στον κόσμο. Άφαντη και η αγαπημένη του μπλε πολυθρόνα, άφαντος και ο αγαπημένος του πίνακας, άφαντα και τα αγαπημένα του ηλεκτρονικά. Προχώρησε πιο μέσα, με χίλιες προφυλάξεις και πάντα με το φόβο ότι κάπου στο βάθος θα συναντήσει το δολοφόνο του ή τη Σοφία δολοφονημένη. Βέβαια, τίποτα και κανέναν δε συνάντησε’ ούτε δολοφόνο ούτε δολοφονημένη. Ερήμωση μόνο και σκουπίδια παντού. Ούτε μια καρέκλα να καθίσει δε βρήκε. Πουθενά. Ερημιά κι εγκατάλειψη, λες και δεν έμεναν άνθρωποι πριν από λίγες ώρες εκεί. «Αυτό πια κι αν είναι ληστεία», σκέφτηκε. Και στην κρεβατοκάμαρα δε βρήκε καλύτερα τα πράγματα. Άδεια η ντουλάπα, ανοιχτά και άδεια τα συρτάρια της. Ούτε κομοδίνα ούτε καθρέφτες ούτε… μέχρι και το κρεβάτι έλειπε. Και οι μπαλκονόπορτες, ορθάνοιχτες κι αυτές. Τα ρούχα του όλα πεταμένα σωρηδόν στο πάτωμα, πάνω στα σκουπίδια και χωρίς τις κρεμάστρες. Άρχισε να δουλεύει το μυαλό του. Περιεργαζόταν τους χώρους και σκεφτόταν. Πάντως ληστής δεν υπήρχε, αυτό ήταν βέβαιο’ ένα το κρατούμενο λοιπόν. «Τ ώρα ή πρέπει κάπου σ’ ένα μπαλκόνι να βρω το πτώμα της Σοφίας ή…»


Δεν τόλμησε να συμπληρώσει το «ή» που είπε. Το άφησε μετέωρο και ανολοκλήρωτη τη σκέψη του. Φυσικά δε βρήκε ούτε πτώμα. Ήδη είχε αρχίσει να κάνει υποθέσεις. Εδώ κανόνι κά θα πρέπει να έχει συμβεί κάτι το πολύ φρικτό. Δεν εξηγείται αλλιώς. «Κάτι το πολύ φρικτό.» Αυτό το είπε μεγαλοφώνως, επίτηδες, ν’ ακουστεί. Και η τηλεόραση και τα στερεοφωνικά του και τα βιβλία του και τα σιντί του και τα… - αλλά, διάβολε, γιατί και τα βιβλία του; - όλα είχαν κάνει φτερά. Γιατί τα βιβλία του; Υπήρχε συγκεκριμένος λόγος; Ήξερε ο ληστής ότι αγαπά τα βιβλία και τα πήρε για να τον εκδικηθεί; «Σιγά, ψυχραιμία, να σκεφτούμε’ ένα ένα.» Τ ριγύρισε με το μάτι του τους τοίχους και επανέλαβε την ίδια φράση: «Ληστεία ξεγυρισμένη. Τ ι άλλο;». Μέχρι και το χρυσό τηλέφωνο σε στιλ αντίκας βούτηξαν. «Δώρο της Χρύσας», μουρμούρισε. «Χρύσα με λένε, χρυσό σού το ’φερα», του είχε πει χαμογελώντας με νόημα. Τα θυμήθηκε όλα. «Η παλιοσκρόφα», είπε μόνο. Πάντως το όλο θέαμα, εκτός από φρικτό, καταντούσε κωμικό και ύποπτο. Και κάπως βέβαια μελαγχολικό. Αρκετά μελαγχολικό, για την ακρίβεια. Στη λέξη «ύποπτο» που είπε, έκανε και μια περίεργη γκριμάτσα με το στόμα του. Τότε θυμήθηκε να φωνάξει το όνομα της Σοφίας. Τη φώναξε μία, τη φώναξε δύο… «Πού στο διάολο πήγε και δε γύρισε ακόμα;», επανήλθε στην αρχική του ερώτηση.


Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη στιγμή, αν τον ρωτούσες, θα του ήταν αδύνατον να σου περιγράψει τι ακριβώς ένιωθε. Αργότερα προσπάθησε να συνδυάσει μέσα του και μνήμες και πρόσωπα και φίλους και εχθρούς και γεγονότα, να βγάλει ένα πρώτο συμπέρασμα. Και, πάνω σ’ αυτήν τη διαδικασία, ξαφνικά απέ-κλείσε τη ληστεία. Ένας ληστής, ο οποίος συνήθως θέλει να τελειώνει στο άψε σβήσε την «εισβολή» του, δε θα είχε το χρόνο να φτάσει σε μια τέτοια βιβλική καταστροφή. Εδώ πρόκειται για οργανωμένη, μελετημένη, προμελετημένη κατάσταση. «Οπότε, για ποια ληστεία και πράσιν’ άλογα μιλάμε; Εδώ κανονικά κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει, κάτι σοβαρότερο.» «Και, το κυριότερο», είπε δυνατά τη σκέψη του, «αν ήταν ληστεία, δε θα τα ’παίρναν όλα και θα άφηναν μόνο τα ρούχα μου! Γιατί να αφήσουν μόνο τα ρούχα μου; Τ ι σημαίνει αυτό; Και, πιο καλύτερα, τι συμβολίζει; Διότι ποιος ηλίθιος θα τολμούσε να μου κάνει μια τέτοια πλάκα; Άρα, ναι, κάτι συμβολίζει.» Γαμημένη μέρα, γαμημένη νύχτα, γαμημένο εικοσιτετράωρο. Το είχε πει απ’ την αρχή και να που του βγήκε. Προσπάθησε πάλι να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. «Για να δούμε πάλι’ ένα ένα.» Η Χρύσα τού την κοπανά από το ραντεβού τους. Πρώτη ύποπτη. Η Ελενίτσα αποδεικνύεται ξαφνικά η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, άρα ικανή για όλα. Η δεύτερη ύποπτη. Και η Χρύσα δεν του την κοπανά μόνο — άρα και αυτή είναι ικανή


για όλα —, αλλά όπως κατά πάσα πιθανότητα αποδεικνύεται όλον αυτό τον καιρό, ενώ ήταν μια κανονική πουτάνα, εκδιδόμενη επί χρήμασι, αυτή του το έπαιζε ερωτευμένη και αγία, άρα και αυτή προετοίμαζε την καταστροφή του, ενεργούσε βάσει σχεδίου. Ένας θόρυβος από την κουζίνα τον έκανε να διακόψει τους συλλογισμούς του και να τρέξει να δει τι συμβαίνει. Τ ίποτα, κανείς. Μάλλον ήταν ο θόρυβος του ψυγείου. Το μόνο πράγμα που διαπίστωσε έκπληκτος ότι είχε απομείνει μέσα σ’ ολόκληρο το σπίτι. Προφανώς λόγω βάρους απέφυγαν να το μετακινήσουν. Δούλευε κανονικά. Ναι, αλλά το πλυντήριο ρούχων, που ήταν ακόμα βαρύτερο, γιατί το πήραν; Άρα κάτι συμβολίζει και η πράξη τους αυτή. Ο ιδρώτας, εν τω μεταξύ, έτρεχε ποτάμι. Αν και φύσαγε, αν και ήταν αρκετά ψυχρή αυτή η καταραμένη νύχτα, εντούτοις αυτός ίδρωνε. Από τη βότκα ίσως ή μάλλον από την αγωνία για όσα συνέβαιναν. Δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί ούτε ν’ αντιμετωπίσει αυτό που άρχισε να τριγυρίζει στο μυαλό του. Δεν έβρισκε ούτε μια πετσέτα να σκουπίσει τον ιδρώτα του… μέχρι και οι πετσέτες… σκέψου! Σκέφτηκε να πιει τουλάχιστον μια μπίρα, αν βέβαια είχε απομείνει καμιά. Τουλάχιστον ας τηρήσει μία από τις συνήθειές του. Αυτό δεν έκανε πάντα όταν επέστρεφε στο σπίτι; Αυτό θα κάνει και τώρα. Θα πιει


μια μπίρα. Είχε ξεραθεί από την αγωνία και το στόμα του, και ούτε καλά καλά να καταπιεί δεν μπορούσε.


Όλα στέγνωναν και κόλλαγαν* και ο λαιμός και το λαρύγγι και η γλώσσα. Καλύτερα, λοιπόν, να πιει μια μπίρα* τι κάθεται; Και μετά βλέπουμε. Όταν άνοιξε το ψυγείο, αντίκρισε ένα ακόμα πιο φοβερό θέαμα’ άδειο και αυτό. Εντελώς άδειο. Το μόνο που υπήρχε ήταν ακριβώς μία μπίρα, τοποθετημένη στο μεσαίο ράφι, σε περίοπτη μάλιστα θέση, λες και την είχαν αφήσει ειδικά γι’ αυτόν, αφού ήταν και ο μόνος που έπινε μπίρα εκεί μέσα. Έκπληκτος τότε είδε ότι στο μπουκάλι της μπίρας βρισκόταν ακουμπισμένος ένας φάκελος με τ’ όνομά του. Κύριο Μανολόπουλο, κ.λπ. Τα γράμματα ήταν της Σοφίας. Πρώτα πήρε το φάκελο και μετά την μπίρα. Αφού την άνοιξε, επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, κάθισε πάνω στο σωρό των ρούχων του, έσκισε το φάκελο, πήρε από μέσα το γράμμα της και άρχισε να το διαβάζει, ενώ συγχρόνως έπινε γουλιά γουλιά την μπίρα, απολαμβάνοντάς την, όσο τουλάχιστον του το επέτρεπαν οι συνθήκες. Είπαμε, να τηρεί τις συνήθειες. Αυτό δεν έκανε πάντα; Αυτό θα κάνει και τώρα. Έπινε και διάβαζε. Γουλιά γουλιά, παράγραφο παράγραφο* και φωναχτά. Πάντως οι κακογραφίες της δεν περιγράφονται. Προφανώς επρόκειτο για επιστολή γραμμένη σε κατάσταση παροξυσμού ή απελπισίας. Αγαπημένε μου, Ήξερα πως, όπως το συνηθίζεις, το πρώτο πράγμα που θα κάνεις,


όταν επιτέλους κάποτε επιστρέψεις στο σπίτι και όταν συνέλθεις από το σοκ, θα είναι ν’ ανοίξεις το ψυγείο να πιεις την κωλομπί-ρα σου. Γι’ αυτό άλλωστε είναι και το μόνο που σου άφησα, από μεγαλοψυχία και κατανόηση, αλλά και για να βρεις εκεί μέσα το γράμμα μου, αυτό που ήδη άρχισες να διαβάζεις’ φωναχτά ελπίζω, για να το εμπεδώσεις καλά. Μου άρεσε, αγαπημένε - καθόλου ειρωνικό -, και η ιδέα να το βρεις στο ψυγείο, έτσι για να παίξω κι εγώ λίγο με τα σύμβολα, όπως κάνεις κι εσύ στα γραπτά σου. Αρκετά δε νομίζεις πως πάγωσαν όλα στη ζωή μας; Σ’ έναν τέτοιο λοιπόν παγωμένο χώρο δε θα ταίριαζε να παιχτεί και το φινάλε μας; Όπως βλέπεις, πήρα ό,τι είχε και δεν είχε το «σπίτι μας» και έφυγα. Άφησα μόνο το ψυγείο, τα ρούχα σου και τα σκουπίδια, ως υπόλοιπα κι αυτά της ζωής μας, και έφυγα. Πάω να γαμηθώ - εσένα πάντα σε συγκινούσε η ωμότητα των λέξεων -με τον καλύτερό σου φίλο και, για να κυριολεκτήσω, αυτό ακριβώς κάνω αυτήν τη στιγμή που διαβάζεις το γράμμα μου. Με λίγη φαντασία — διαθέτεις άφθονη — αν θέλεις, μπορείς να φαντασιωθείς — σωστά το γράφω; - και τη σκηνή σε όλο της το μεγαλείο, αρκεί να θυμηθείς ότι ανέκαθεν υπήρξα ένας άνθρωπος που ήξερε να δίνεται ψυχή τε και σώματι. Αλήθεια, πώς τη βρίσκεις την ιδέα; Πολύ θα ήθελα να με πάρεις στο κινητό μου — ανοιχτό θα το έχω — για να μου πεις. Με ενδιαφέρει πολύ να ξέρω τη γνώμη σου. Μέχρι σήμερα απέκρουα τις προτάσεις του φίλου σου. Σε αγαπούσα,


βλέπεις, και αντιστεκόμουν, αλλά σήμερα αναρωτήθηκα — δε με είδες πώς έφυγα; — προς τι τόση αντίσταση, γιατί δε δοκιμάζω; Και ενέδωσα. «Μια δοκιμή θα σας πείσει», που λένε. Α, ναι, να μην το ξεχάσω, η Χρύσα - και, σκέψου, ποτέ δε σου άρεσε τ’ όνομά της — μεταξύ των πολλών άλλων κατορθωμάτων σου που είχε την καλοσύνη να μου αποκαλύψει με πιπεράτες, είναι η αλήθεια, λεπτομέρειες — μ’ εκδικήθηκε το παλιοθήλυκο —, με παρακάλεσε να σου πω ότι ματαιώνονται, για λόγους ανωτέρας βίας, άπαντα τα σχέδιά σας — έτσι μου το είπε — και όταν λέει άπαντα, εννοεί άπαντα. Τ ι άλλο; Δε νομίζω να έχω να σου ανακοινώσω κάποια άλλη εκκρεμότητα. Α, ναι, να σου θυμίσω ότι από την πρώτη του μηνός αναλαμβάνεις το ενοίκιο εξ ολοκλήρου εσύ. Τ ώρα, υποπτεύομαι, θα ήθελες να ξέρεις και ποιος είναι αυτός ο καλύτερός σου φίλος, αυτός που αυτήν τη στιγμή με έχει γυμνή και ανάσκελα στο κρεβάτι του. Είδες, και πάλι η ωμότητα των λέξεων! Δε θα σου πω όμως. Αν και ξέρεις. Δεν ξέρεις; Ούτε υποπτεύεσαι; Δεν πειράζει. Μπορεί να είναι και αυτός που έχεις τη συνήθεια, κάθε φορά που ετοιμάζεσαι να γράψεις μια ιστορία, πριν απ’ όλα να κάθεσαι και να του τη διηγείσαι. Σ’ ένα δυο μήνες λοιπόν, όταν θα είσαι έτοιμος να του διηγηθείς κάποια ιστορία, ίσως τότε να ξέρεις, αν και θα είναι πια πολύ αργά για διορθώσεις. Σ’ ευχαριστώ πάντως που μου έδωσες εσύ πρώτος την αφορμή και


την ευκαιρία για να ενδώσω. * Ο Μανολόπουλος δεν άντεξε άλλο και διέκοψε την ανάγνωση. Ήθελε να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί, να ουρλιάζει. «Μα τι γράφει η σκρόφα; Τ ι επιδιώκει;», σιγομουρμούρισε. Ήταν βέβαιος ότι ήθελε να τον βάλει να τσακωθεί με όλους τους φίλους και γνωστούς του — τους οποίους εκείνη ποτέ δε χώνεψε —, ψάχνοντας να βρει τον επιβήτορά της. Προς στιγμήν άρχισε να υποψιάζεται τον ένα μετά τον άλλο, διότι, για να το λέει, σίγουρα κάποιος απ’ όλους θα ήταν. Ποιος; Ο Σγούρδας; Αποκλείεται. Ο Θωμάς; Ποιος; «Όχι, δεν τα τρώω αυτά», βροντοφώναξε και επέστρεψε στην ανάγνωση. * Αν παρ’ όλ’ αυτά επιθυμείς διακαώς - σε συμφέρει άλλωστε - να επιστρέψω κάποτε σπίτι, αν δηλαδή σου είμαι τόσο αναγκαία και αναντικατάστατη, δεν έχω αντίρρηση, δέχομαι. Υπό έναν όρο όμως’ να συνεχίσω τη σχέση μου με αυτόν, τον καλύτερό σου φίλο, που τώρα πια έγινε και δικός μου και ο οποίος δεν έχει αντίρρηση. Κόπανε! Αρκετά δεν έπαιξες με το πουλί σου; Να μην παίξω τώρα κι εγώ με το δικό μου; Σε φιλώ εκεί που ξέρεις. Σοφία *


«Την πουτάνα!», φώναξε πιο δυνατά τώρα και έσκισε το γράμμα της σε χίλια κομμάτια. Λίγα ακόμα σκουπίδια στα σκουπίδια δεν αλλάζουν το τοπίο, και με μια μεγαλοπρεπή κίνηση πέταξε τα κομμάτια πάνω στο σωρό των σκουπιδιών. «Ώστε λοιπόν από την πρώτη του μηνός αναλαμβάνω και το ενοίκιο. Παλιοτσούλα.» Τουλάχιστον — σκέφτηκε — δεν του άφηνε μαζί με το ψυγείο και την μπλε πολυθρονίτσα του, να ’χει κάπου να καθίσει ν’ απολαύσει την υπόλοιπη μπίρα του; Τότε μπορεί να της έκανε και τη.χάρη να την πιει στην υγειά της! Όταν τέλος πάντων ήπιε και την τελευταία γουλιά, είδε αφημένο εκεί δίπλα στα σκουπίδια, πεταμένο στην άκρη, το μαύρο τηλέφωνο της κρεβατοκάμαρας. Έσκυψε, το ’πιάσε, το ’φερε στο γόνατό του, κάτι σκέφτηκε για λίγο και ύστερα άρχισε να παίρνει τον αριθμό της Τ ζούλιας. Ήθελε σε κάποιον δικό του να μιλήσει και, δεν ξέρει γιατί, σκέφτηκε την Τ ζούλια. Στο πέμπτο νούμερο σταμάτησε και κράτησε για λίγο μετέωρο το ακουστικό του τηλεφώνου. Η σειρήνα ενός νοσοκομειακού — δεν ξέρει γιατί — τον έκανε να εγκατάλειψε* την προσπάθεια και να το ακουμπήσει πάλι στη βάση του.


Ξαναθυμήθηκε τη Σοφία. Όχι, τη σκρόφα. Ούτε στο κινητό θα την πάρει, αλλά ούτε θα φύγει από το σπίτι. Εδώ θα κοιμάται, κάτω στο πάτωμα, πάνω στα ρούχα του για στρώμα, κι όποτε γουστάρει ας επιστρέψει αυτή. Αυτός δε φεύγει. Τ ώρα που έχει έτοιμη την ιστορία του δεν του καίγεται καρφί για τίποτα. Χέστηκε για την απουσία της. Είναι ελεύθερος, στο κάτω κάτω θα ’χει παρέα τα φαντάσματά του. Αλλά, απόψε, καλύτερα να πάρει πάλι τους δρόμους. Όχι, του πούστη, η ιστορία δεν ενδείκνυται να τελειώνει εδώ, έχει συνέχεια, κάποιος θα πληρώσει. Και πριν απ’ όλα θα βρει τη Χρύσα, πρέπει να βρει τη Χρύσα, τη μεγάλη υπεύθυνη. Ξέρει τα στέκια της, ξέρει όλους τους γνωστούς της, διότι σίγουρα αυτή θα έχει αλλάξει και σπίτι, να μην τη βρίσκουν οι επιβήτορες δανειστές της. Θα πάρει σβάρνα λοιπόν ένα ένα τα στέκια της. Πού θα του πάει; Θα τη βρει. Δε θα τη βρει; Όχι, η νύχτα του δεν πρέπει να τελειώσει εδώ για τίποτα στον κόσμο. Και τότε, χωρίς καν να το σκεφτεί, εντελώς μηχανικά άρχισε να παίρνει, αργά αργά, τον αριθμό του κινητού της Σοφίας. Τον θυμόταν άλλωστε απέξω. Ενώ συνέχισε να παίρνει έναν έναν τους αριθμούς, ένιωσε ξαφνικά ότι δε θα καταφέρει μέχρι το τέλος να κρατήσει τα δάκρυά του. «Τ ι μ’ έπιασε, γαμώτο, πώς μου ’ρθε;», ψιθύρισε, ενώ ήδη οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να κατρακυλούν στα μάγουλά του και ενώ αυτός


συνέχισε να παίρνει τον αριθμό της.


Ταξιδιώτες εσωτερικών χώρων Θα σας μιλήσω για τον κύριο Φώτη. Οφθαλμίατρος. Το σπίτι του κάπου στη Βασιλίσσης Σοφίας, κοντά στου Μικέ. Τον γνώρισα πριν από λίγο καιρό, όταν χρειάστηκε να με δει ένας οφθαλμίατρος, μια και ο δικός μου έλειπε σε διακοπές. Μου τον συνέστησε ο Δημητρίου, όταν τον ρώτησα κάποτε αν ξέρει να μου προτείνει κανέναν οφθαλμίατρο. «Να πας στον κύριο Φώτη και, αν έχεις κέφι, πιάσ’ του κουβέντα, δε θα χάσεις’ θα γνωρίσεις έναν πολύ ιδιόρρυθμο και παράξενο άνθρωπο.» Το παράξενο άρχισε με το που μπήκα στο ιατρείο του. Πίνακες, ένα πιάνο, βιβλία σε βιβλιοθήκες, στο πάτωμα, στις καρέκλες — παντού. Απέναντι δυο μαρμάρινα τραπεζάκια καφενείου, ένα παλιομοδίτικο πικάπ, ένα ραδιόφωνο Φίλιπς… «Ολλανδικό», μου είπε καθώς το κοιτούσα, γιατί μου θύμισε ένα παρόμοιο δικό μου. Και παντού γλάστρες, φυτά… Πουθενά τηλεόραση, πουθενά φωτογραφίες γνωστών, φίλων, οικογένειας… Μόνο μιας κοπελίτσας με μαγιό. Το σαλόνι τεράστιο, με τέσσερα ογκώδη ηχεία στις τέσσερις γωνιές του. Τελικά, το ιατρείο του κυρίου Φώτη μόνο ιατρείο δε θύμιζε. «Μα δεν είναι ιατρείο», μου είπε, «είναι το σπίτι μου» — η πρώτη έκπληξη. «Τ ι θα πάρετε;» - η δεύτερη. Ένας γιατρός που κερνάει τους πελάτες του. «Καφέ;» «Καφέ.» «Μόνον ελληνικό έχουμε.» «Ελληνικό τότε.» Άνοιξε μια πορτούλα και κάτι ψιθύρισε σε κάποιον. Άρχισα να υποπτεύομαι ότι μάλλον ήρθα σε λάθος μέρος. «Όχι, δεν


κάνατε λάθος, ηρεμήστε. Είμαι και οφθαλμίατρος, αν δε σας πειράζει.» Χαμογέλασα. «Γιατί να με πειράζει;» Σε λίγο μπήκε μια γοητευτικότατη κυρία κρατώντας ένα δίσκο. Νερό, καφές και γλυκό του κουταλιού. Φιστίκι. Μου χαμογέλασε. «Η γυναίκα μου.» «Χαίρω πολύ.» Αλλά δε δώσαμε τα χέρια. Έμοιαζε με το κορίτσι της φωτογραφίας, με το μαγιό. Το άλλο που μ’ εντυπωσίασε — εκτός από την κυρία φυσικά — ήταν οι κουρτίνες. Μεγάλες, κόκκινες, βελούδινες. Κάλυπταν τοίχους, πόρτες, παράθυρα, με τέτοιο τρόπο, που νόμιζες ότι βρίσκεσαι μπροστά σε κλειστές αυλαίες θεάτρων. * Έμοιαζαν σκηνοθετημένα τα πάντα. Ξανακοίταξα τη φωτογραφία. Όσο την κοίταζα, είχα την αίσθηση ότι από κάποιο αόρατο σημείο έμπαινε ένα άρωμα γιασεμιού και λεβάντας. «Δοκιμάστε το γλυκό της γυναίκας μου, δε θα μετανιώσετε», μου είπε ενώ ταυτόχρονα πήγε και κάθισε μπροστά στο πιάνο. «Δε βιάζεστε;» «Όχι, όχι…» «Συνήθως όσοι πάνε στο γιατρό δε βιάζονται. Το έχετε σκεφτεί ποτέ;» «Όχι, ποτέ! Έχετε δίκιο.» Και άρχισε να παίζει. Έκλεισε τα μάτια και έπαιζε. Μάλλον Σοπέν. Πάλι μου μπήκε η ιδέα του λάθους. «Δε γίνεται, μπήκα σε λάθος μέρος κι ίσως με δουλεύουν.» Ούτε ιατρείο έβλεπα ούτε εξεταστήριο ούτε φακούς ούτε μικροσκόπια… Σε λίγο, αθόρυβα, σχεδόν αέρινα, ξαναμπήκε η κυρία, αλλά τώρα από την απέναντι πλευρά. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Άναψε τσιγάρο. Ναι, σίγουρα ήταν η ίδια της φωτογραφίας αλλά αρκετά μεγαλύτερη’ με μια κάτασπρη ρόμπα που, καθώς έβαλε το ένα της πόδι πάνω στο άλλο και αποκαλύφθηκε η γάμπα της και το γόνατο, είχα την


εντύπωση ότι, λίγο λίγο, έμπαινα σε μια παράξενη ιστορία. Ο κύριος Φώτης έπαιζε στο πιάνο, το άρωμα της κυρίας πολιορκούσε το χώρο, η φωτογραφία με το μαγιό είχε αρχίσει να μεγεθύνεται στα μάτια μου, να ζωντανεύει σχεδόν. Το κατάλαβε. «Τη μέρα που έβγαλα αυτήν τη φωτογραφία γνώρισα και το Φώτη. Είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο, είχε πάει στρατιώτης…» Έτσι απλά άρχισε να μου μιλά. Η φωνή της αργή, κάπως συρτή, νανούρισμα, χάδι. «Ύστερα νοικιάσαμε αυτό το σπίτι και αργότερα το αγοράσαμε. Πολυκατοικία του εξήντα. Περίπου διακόσια πενήντα τετραγωνικά. Ίσως και τριακόσια. Το ήθελε μεγάλο για τα ταξίδια του.» Άρχισα να μην αισθάνομαι καλά. Ένα τόσο μεγάλο σπίτι, λέει, για τα ταξίδια του! «Δεν ταξιδεύει ποτέ ο Φώτης. Μόνο μέσα εδώ στο σπίτι ταξιδεύει. Δε βγαίνει έξω, δεν πάει θέατρο, σινεμά, επισκέψεις. Δεν του αρέσουν τα αληθινά ταξίδια. Αγαπάει το σπίτι μας, τις γωνιές του, τους διαδρόμους, τα πράγματα. Καμιά φορά ανοίγει την κουρτίνα για να δει απέναντι την Ακρόπολη — ε, Φώτη; Έχει περίπου δεκαπέντε χρόνια να βγει έξω. Κάπου κάπου μόνο, τη νύχτα, κατεβαίνει μέχρι το απέναντι περίπτερο, εκεί στη Ρηγίλλης, σ’ αυτό που δεν κλείνει ποτέ — ξέρετε —, αγοράζει εφημερίδες, τσιγάρα, ίσως και να κουβεντιάζει για λίγο με τον περιπτερά, κι επιστρέφει. Εγώ κάνω τα ψώνια, εγώ πληρώνω τους λογαριασμούς, εγώ τρέχω. Καπνίζει πολύ ο Φώτης και δεν κάνει.» Ήθελα να ρωτήσω τ’ όνομά της… ναι, ναι, το άρωμα δεν ήταν αίσθηση, ήταν απ’ αυτήν, λες κι έβγαινε από μέσα της συνεχώς. «Πίσω απ’ τις κουρτίνες που βλέπετε υπάρχουν κι άλλοι πίνακες. Και


αυθεντικοί και αντίγραφα…» Εκείνος συνέχισε να παίζει, εκείνη συνέχισε να μιλά, κι εγώ άρχισα να μαγεύομαι, να μπαίνω στον κόσμο τους. «Όταν κουραστεί να παίζει, κάθεται στην πολυθρόνα, εκεί που τώρα κάθεστε εσείς - όχι, μη σηκώνεστε. Ανοίγει πρώτα την αυλαία, αυτήν εκεί απέναντι. Έτσι», και σηκώθηκε, την άνοιξε, και έκπληκτος είδα να αποκαλύπτεται ένας τεράστιος πίνακας δύο επί δύο τουλάχιστον, ένα ολόσωμο γυναικείο γυμνό, προκλητικό, αισθησιακό… «Μην ψάχνετε να βρείτε ποια είναι’ εγώ είμαι. Με ζωγράφισε ένας φίλος του ζωγράφος. Εκεί λοιπόν κάθεται, πίνει τη βότκα του και τον κοιτάζει για ώρες. Τον ερεθίζουν αφάνταστα τα έργα τέχνης. Όχι, βέβαια, όλα. Μ’ αυτά ταξιδεύει. Και με τη μουσική. Έχει αρχίσει να γράφει και δική του. Αυτή που ακούτε μοιάζει με του Σοπέν. Δε μοιάζει; Αλλά δεν είναι του Σοπέν, είναι δική του. Αφότου πέθανε εκείνος ο φίλος του ο ζωγράφος, δεν ξαναβγήκε έξω. Αυτοκτόνησε. Με αγαπούσε. Ήταν τρομερά ερωτευμένος μαζί μου… Όχι, αγαπά πολύ τα ταξίδια ο Φώτης, γι’ αυτό και δεν αποφασίζει να ταξιδέψει πραγματικά. Οι πελάτες του είναι ο κόσμος του. Κι εγώ φυσικά. Δεν αγαπά την τηλεόραση, το σινεμά, γιατί, λέει, δεν μπορούν να τον ταξιδέψουν οι εικόνες. Μόνο τα βιβλία και οι ήχοι τον ταξιδεύουν. Όλοι οι ήχοι. Από τους ήχους παρακολουθεί τη ζωή, την ιστορία. Τ ις νύχτες ταξιδεύει στα δωμάτια. Μισοξυ-πνώ και τον ακούω να πηγαινοέρχεται με τις παντόφλες. Ύστερα επιστρέφει στο κρεβάτι, αλλά πριν πέσει με ξεσκεπάζει και αρχίζει να μυρίζει το σώμα μου. Του αρέσει το σώμα μου, η μυρωδιά του και η βροχή, ο αέρας, οι ήχοι* και οι μυρωδιές… Ναι, νομίζω, μετά το θάνατο του ζωγράφου, εκείνου του φίλου που με ζωγράφισε, δεν ξαναβγήκε έξω ποτέ. Ίσως από τότε άρχισε και τα ταξίδια του μέσα στο σπίτι. Τ ις πιο πολλές φορές όμως κάθεται στην πολυθρόνα — όχι, μη σηκώνεστε —, πίνει


τη βότκα του, ανοίγει τις κουρτίνες, βλέπει τον πίνακα και αρχίζει να μου μιλά. Εμένα προσωπικά, να μη σας κοροϊδεύω, μου λείπει το ταξίδι. Όσο κι αν, όταν μου μιλά, όσο κι αν αρχίζω να ταξιδεύω κι εγώ μαζί του, παρ’ όλ’ αυτά, μου λείπει το ταξίδι. Δε μου το απαγορεύει όμως… αν και πολύ θα ήθελα να μου το απαγορεύσει, να γίνει ένας απαγορευμένος καρπός, αλλά, όχι, δε μου το απαγορεύει είναι έξυπνος -, τίποτα δε μου απαγορεύει ο Φώτης - ε, Φώτη; - κι αυτό είναι η πιο ανυπόφορη εξάρτηση. Μισεί τις εικόνες στις οθόνες αλλά όχι τους πίνακες. Και οι πίνακες τον ταξιδεύουν’ και τα βιβλία και το σώμα μου… Όλα εδώ μέσα σε ταξιδεύουν… αλλά δε μου απαγορεύει τίποτα. Ό,τι περνάει απ’ το μυαλό μου, δε θα μου πει ποτέ όχι, αυτό δε γίνεται. Να, τώρα, αν θελήσω να γδυθώ μπροστά σας, δε θ’ αντιδράσει, δε.θα σταματήσει να παίζει, δε θα γυρίσει καν να με κοιτάξει. Γι’ αυτό και ποτέ δε συγχώρεσε το Σαίξπηρ που έβαλε τον Οθέλλο να σκοτώσει τη Δυσδαιμόνα. Τον μίσησε γιατί έβαλε τον Οθέλλο να τη σκοτώσει. Μου λέει πως εγώ έχω το σώμα της Δυσδαιμόνας, γιατί έτσι θα πρέπει, λέει, να ήταν το σώμα της. Πολλές φορές ερωτεύεται τις ηρωίδες των έργων που του αρέσουν.» Και ξαφνικά τότε σταμάτησε να μιλά. Σηκώθηκε, τον πλησίασε, τον έπιασε απ’ τους ώμους και τον ρώτησε αν ήταν έτσι όπως τα λέει. «Ή κάνω λάθος;» Εκείνος, χωρίς να σταματήσει να παίζει, συγκατέ-νευσε και «όχι, δεν κάνεις λάθος», της είπε. Και τότε ξαφνικά η κυρία, όπως ήταν όρθια, πήγε στο κέντρο του σαλονιού, με κοίταζε για λίγο, χαμογέλασε, και ύστερα, με μια απαλότατη κίνηση, σχεδόν χορευτική, άρχισε να γδύνεται. Πρώτα έβγαλε τα παπούτσια, μετά τις κάλτσες, μετά τη ρόμπα, ενώ


ταυτόχρονα — και μυστηριωδώς - άρχισε να χαμηλώνει από μόνος του και ο φωτισμός, λες και πράγματι ήταν προγραμματισμένα τα πάντα, λες και υπήρχε κάποιος υποβολέας, ένας αόρατος σκηνοθέτης, λες και όλα είχαν προβλεφθεί στην εντέλεια, «Όχι όμως υπερβολές σήμερα, Δυσδαιμόνα, δεν αισθάνομαι και τόσο καλά», της είπε. Η φωνή του είχε μια απόχρωση μελαγχολίας που δεν είχε πριν. Όταν σε λίγο, σχεδόν στο μισοσκόταδο, ήρθε και κάθισε δίπλα μου, ολόγυμνη, άρχισε πάλι να μου μιλα και να μου λέει πως βέβαια και δεν τη λένε Δυσ-δαιμόνα και πως, ναι, ποτέ δεν ταξίδεψε ο άντρας της, γιατί ακριβώς αγαπά πολύ τα ταξίδια αλλά όχι τις μετακινήσεις, όχι τα πλήθη και πως, ναι, μπορεί να κάθεται ώρες μπροστά σ’ έναν πίνακα και πως, ναι, μπορεί να την ακούει ώρες, καθισμένος στην πολυθρόνα του, να του μιλά. «Αυτή η ακινησία θα σε σκοτώσει, η φαντασία δε φτάνει για να κινήσει τα πόδια μας, του λένε ένας δυο φίλοι του γιατροί που τον επισκέπτονται ακόμα, αλλά αυτός προτιμά να ταξιδεύει ακίνητος, καθισμένος στην πολυθρόνα του. Είναι στ’ αλήθεια ένας πολύ παράξενος άνθρωπος, δηλαδή ένας πάρα πολύ απλός άνθρωπος.» Μέσα στο μισοσκόταδο, μόλις που διακρινόταν πια το σώμα της. Ύστερα άρχισε να βρέχει, αλλά δεν ήξερα, δεν ήμουν βέβαιος αν ήταν αληθινή βροχή ή ήχος βροχής από κάποιο δίσκο στο πικάπ… Είχε νυχτώσει και οι ανταύγειες από το φωτισμό της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας εισχωρούσαν μέσα από τα κενά που άφηναν διακριτικά και ύπουλα οι κουρτίνες. Στο βάθος άρχισε να χτυπά ένα τηλέφωνο, αλλά κανένας απ’ τους δυο δε σηκώθηκε να τρέξει να σηκώσει το ακουστικό…



Ο πόθος καίει τα σωθικά Πώς μου συνέβη; Πώς την έπαθα; Η γυναίκα μου να γουστάρει την παρέα τους, να μην περνά μέρα χωρίς να θέλει να πεταχτούμε μέχρι το σπίτι τους, κι εγώ να μην έχω τρόπο να τορπλίσω αυτήν τη φιλία, αυτό το πέρα δώθε… «Γιατί είσαι τόσο ακοινώνητος; Στο κάτω κάτω, από σένα τους γνώρισα, φίλοι σου είναι, εσύ τους πρωτόφερες στο σπίτι. Τ ι σ’ έχει πιάσει; Γιατί τους βαριέσαι; Τ ι σου έκαναν;» Και βέβαια δεν τους βαριόμουνα και βέβαια τίποτα δε μου έκαναν, και ακριβώς εκεί είναι το πρόβλημα. Το αντίθετο μάλιστα… «Ρε Γιαννούλα μου», της έλεγα, «ρε γυναικούλα μου, άσε τις υποθέσεις, ποιος σου είπε ότι τους βαριέμαι; Και ποιος σου είπε ότι μου έκαναν;» Της εξήγησα πως απλούστατα δεν το βρίσκω καθόλου ευγενικό να μπερδευόμαστε συνεχώς στα πόδια τους και πως παρατράβηξε αυτό το πηγαινέλα στα σπίτια μας και πως φοβάμαι ότι στο τέλος θα σκύλο-βαρεθεί ο ένας τον άλλο. Δεν πειθόταν. Αντίθετα, θεωρούσε τουλάχιστον ακατανόητη την άρνησή μου. «Εσύ να σκυλοβαρεθείς τη Βάσω και το Μήτσο; Αποκλείεται, με δουλεύεις.» Και φυσικά τη δούλευα. Αλλά τι κάνουμε και πώς ξεπερνιέται το πρόβλημα; Είναι και που ο Μήτσος μ’ εμπιστεύεται τόσο — πού να φανταστεί


τι μου συμβαίνει —, μπουμπούνας ο κερατάς’ εκεί, σώνει και καλά να θέλει τον ίδιο τον εμπρηστή μέσα στο σπίτι του. Είναι και που η δουλειά του χειροτερεύει τα πράγματα’ περιοδεύων πλασιέ, από Αθήνα μέχρι Γρεβενά και από Γρεβενά μέχρι Κοζάνη. «Κωνσταντή», να μου λέει, «άσε τις κουταμάρες ότι τάχα μας κουράσατε και τέτοια, και κοίτα, τα βράδια που λείπω, να ’ρχεστε στη Βασούλα να της κάνετε παρέα’ μην την αφήνετε μόνη, σε παρακαλώ… Εκτός του ότι φοβάται, είναι και…» Τον έκοψα, να μη συνεχίσει’ αν τον άφηνα, θ’ άρχιζε πάλι τις αποκαλύψεις, τα γιατί και τα διότι. «Μυστήριος είσαι. Τ ι μύγα σε τσίμπησε; Πρώτη φορά μιλάμε για τη Βάσω; Τ ι σ’ έχει πιάσει τελευταία κι αντιδράς έτσι; Συμβαίνει τίποτα;» Ωρες είναι, με τις γελοίες αντιδράσεις μου, ν’ αρχίσει να υποψιάζεται. Του εξήγησα πως τίποτα δε συμβαίνει και πως απλώς, ειδικά σήμερα, και όχι τελευταία, δε θέλω να ξέρω τίποτα, δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα για κανέναν. Πάντως, ό,τι και να πούμε τώρα, γεγονός είναι πως το πράγμα έχει αρχίσει να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις και κινδυνεύει αυτή η ιστορία να εξελιχθεί σε εν ενεργεία ηφαίστειο που κανείς δεν ξέρει πότε και πώς θα εκραγεί. Και το χειρότερο είναι που δεν έχω κάποιον να του κουβεντιάσω το πρόβλημα, να του πω τα καθέκαστα. Μόνο ο Μήτσος και ο Σταυρόπουλος είναι οι τακτικοί μου εξομολόγοι. Ο Μήτσος αποκλείεται για ευνόητους λόγους — τι να του πω, τρελαίνομαι για τη γυναίκα σου; Από την άλλη, ο Σταυρόπουλος δεν έχει χρόνο και όλο πνίγεται, μου λέει. Αλλά και πώς; Λέγονται τέτοια


πράγματα; Πώς τα ξεστομίζεις; Έλα όμως που χρειάζεσαι εκτόνωση, συμπαράσταση, αυτιά να σ’ ακούσουν, να σε καταλάβουν. Εν τω μεταξύ ο Μήτσος συνέχισε το τροπάρι του, πως «όχι ότι δηλαδή συμβαίνει τίποτα με τη Βάσω, αλλά να, ας έχουν και λίγη γνώση οι φύλακες, μια και δώδεκα χρόνια γάμου και χωρίς παιδιά, πώς να το κάνουμε, σε ρουτινιάζουν, οπότε, όσο θα λείπω σε περιοδεία, καλύτερα να βρίσκεται μαζί σας, σε σίγουρα χέρια, παρά… Κακά τα ψέματα, δυο νύχτες τη βδομάδα μόνη της η Βάσω, δεν ξέρεις πού την οδηγούν…». Έλεγε, έλεγε, και πώς να τον σταματήσω. «Δύσκολο είναι, Κωνσταντή, ν’ αρχίσει δηλαδή να δουλεύει ο διάβολος στο μυαλό της;» «Έλα, ρε Μήτσο, φοβάσαι πως η Βάσω σ’ αυτή την ηλικία θα…; Σαραντάρισε πια, μη λες κουταμάρες* άσε που αυτή πίνει νερό στ’ όνομά σου…» Και δεν έλεγα ψέματα. Έπινε νερό στ’ όνομά του. Τον αγαπούσε και τον ήθελε. Την έβρισκε μαζί του. Όλοι το ξέραμε. Δεν ήταν χαζός ο Μήτσος. Αθώος ήταν. Εύπιστος ήταν. Παιδί ήταν. Και ωραίος και αρρενωπός και ευχάριστος και αυθεντικός… Ό,τι χρειάζεται, λίγο πολύ, για να σ’ ερωτευτεί εφ’ όρου ζωής μια γυναίκα. «Εντάξει, Κωνσταντή, δε λέω, μια χαρά τα πάμε. Και στο κρεβάτι δεν την πιάνεις τη Βάσω, δεν έχω παράπονο, το ξέρεις, όχι ότι έχω πάει και με πολλές για να κάνω συγκρίσεις, αλλά το υπογράφω, στοίχημα, στο κρεβάτι η Βάσω δεν πιάνεται, αλλά, είπαμε, ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια…» Ήθελα να τον διακόψω, να μη ρίχνει λάδι στη φωτιά… «Ρε Μήτσο,


εντάξει, κατάλαβα, δε χρειάζονται λεπτομέρειες…» «Μα, ρε φίλε, αν δεν τα πω σ’ εσένα, σε ποιον θα τα πω; Έχω άλλον που εμπιστεύομαι; Απλώς, θέλω να ξέρεις λεπτομέρειες για να με καταλάβεις, το χρειάζομαι.» Προσπάθησε να μου εξηγήσει πως η Βάσω του είναι το κάτι άλλο, παθιασμένη, κανονική σκύλα στον έρωτα, και μόνον αν το χωνέψω αυτό, θα μπορέσω να δικαιολογήσω και τις αγωνίες του. Δεν καταλάβαινα ακριβώς πού το πήγαινε, αλλά ώρες είναι να εξελιχθεί ο Μήτσος σε δεύτερο Καν-δαύλη και να με βάλει να κρυφτώ πίσω από καμιά κουρτίνα να παρακολουθήσω τις συνευρέσεις του με τη Βάσω για να βεβαιωθώ πόσο σκύλα είναι στο κρεβάτι. Τον ρώτησα γιατί αγωνιά τόσο, τι τον έχει πιάσει, και μου είπε πως αγωνιά γιατί δεν ξέρει αν την καλύπτει, αν ανταποκρίνεται επιτέλους στις ορέξεις της. «Σ’ τα λέω έτσι ωμά — . μεγαλώσαμε κιόλας —, πώς αλλιώς να σ’ τα πω; Δεν ξέρω πια αν της επαρκώ, αδελφέ, αν τη γεμίζω. Κατάλαβες τώρα τι μ’ έχει πιάσει;» Και για να το καταλάβω καλύτερα, συνεχίζοντας το τροπάρι του, μου είπε πως αν η Βάσω ήταν πουτάνα, να ξέρω πως θα ήταν η ακριβότερη στον κόσμο και πως, αν ξεχάσουμε πως είναι γυναίκα του, κάθε κρεβάτι της θα έπιανε απίστευτα ποσά. Είχε παραφρονήσει τελείως ο άνθρωπος. Άνοιγε το λάκκο του μόνος και δεν το υποπτευόταν. Πόσα πια υπόλοιπα αντοχής να διαθέτω; Υπάρχουν και όρια.


Του είπα πως δε θέλω ν’ ακούω κουταμάρες και πως ν’ αφήσει τις μαλακίες, γιατί κι αυτός είναι μια χαρά άνθρωπος και, αν θέλει να ξέρει, της πεφτει και πολύς της Βάσως και, εν πάση περιπτώσει, αν του λείπουν και ψάχνει να τα βρει αυτά τα απίστευτα ποσά, εγώ, και να γούσταρα τη Βάσω, δε θα τα είχα να του τα δώσω. Γέλασε με τ’ αστείο, που βέβαια δεν ήταν καθόλου αστείο. Και δεν είναι ότι δε γουστάρω τη γυναίκα μου ή ότι εκείνη δε γουστάρει εμένα, πράγμα που θα τα διευκόλυνε όλα. Το αντίθετο. * Ο Σταυρόπουλος, όταν επιτέλους κατάφερα να τον κουβαλήσω μια μέρα στο σπίτι - «έναν καφέ μόνο, ρε, σε θέλω, επείγομαι», «εντάξει, αλλά μόνο έναν, γιατί πνίγομαι» —, αντί να μου δώσει κάποιες ελπίδες ο μπάσταρδος, ότι θα λήξει άδοξα και ήρεμα αυτό το μαρτύριο, αντί τέλος πάντων να μου προτείνει μια κάποια λύση, αυτός αποδείχτηκε καταπέλτης και αμείλικτος. Τον άκουγα να μου λέει πως οσονούπω η τραγωδία ξεσπά και πως να μην ελπίζω σε παροδικές λύσεις, και τρελαινόμουν. Τόσο μαύρα μου τα περιέγραφε, που μου ’ρθε να… «Αν έχουν έτσι τα πράγματα, όπως μου τα λες, μην έχεις αυταπάτες. Είναι σαν να έχει συμβεί, δεν αποτρέπεται.» «Μη λες κουταμάρες. Εγώ με τη Βάσω; Ποτέ. Να κάνω τέτοιο πράγμα στο Μήτσο εγώ; Μην το συζητάς. Πρώτα πρώτα αυτή δεν έχει ιδέα, δεν ξέρει τίποτα, ούτε θα μπορούσε να πιστέψει ότι εγώ — τόσο φίλοι με το Μήτσο; — θα τολμούσα ποτέ να της ζητήσω μια σχέση. Το κεφάλι της κόβει…»


Έλεγα, έλεγα, ο Σταυρόπουλος άκουγε, άκουγε, κάπου κάπου χαμογελούσε ειρωνικότατα, αλλά δεν πειθόταν με τίποτα. «Οι ιδέες, φίλτατε Κωνσταντή, δεν είναι αέρας κοπανιστός. Τ ι τις πέρασες; Σου μπήκε η ιδέα; Τέλειωσε, η διαδρομή άρχισε, είναι πια γεγονός, ταξιδεύει, δεν είναι ούτε άοσμη ούτε άγευστη ούτε αόρατη ούτε και διακριτική. Περπατάει, φαίνεται, έχει σάρκα και οστά, μην είσαι μαλάκας λοιπόν, έχει σχήμα η ιδέα, έχει παρουσία, πιάνει χώρο, εκτοπίζει τον αέρα, προκαλεί τα στοιχεία της φύσης, φέρνει βροχή, καταιγίδα, χαλάζι. Άσε λοιπόν τα σάπια, τέλειωσε, σωτηρία δεν υπάρχει. Εσύ είσαι ο συγγραφέας, εγώ θα σ’ τα λέω;» Είχε δίκιο. Ύστερα προσπάθησα να του αποδείξω ότι κανένας δεν έχει καταλάβει τίποτα’ ούτε η γυναίκα μου ούτε η Βάσω ούτε ο Μήτσος, «πώς λοιπόν τέλειωσε και πώς περπατάει και πώς ταξιδεύει;». «Ταξιδεύει, Μανολόπουλε. Και το ξέρετε’ κι εσύ κι εκείνη. Από την πρώτη στιγμή το ξέρετε και οι δύο.» Ο Σταυρόπουλος και πάλι είχε δίκιο, κι εγώ ο ανόητος πίστεψα ότι πείθοντας εκείνον θα ξέφευγα από τη μέγγενη εγώ. Δοκίμασα να ελαχιστοποιήσω τις συνέπειες, να τις κάνω κάπως πιο ανώδυνες. Του εξήγησα πως όλα γεννήθηκαν μια φευγαλέα στιγμή, πως δεν επρόκειτο ούτε για έρωτα ούτε για τίποτα βαθύτερα αισθήματα. Πώς λοιπόν μπορούσε να είναι τόσο απόλυτος; Μια φευγαλέα στιγμή ήταν. Μια αιφνίδια επιθυμία, μια φευγαλέα ματιά, μια μπλούζα που βγαίνει, ένα γυμνό στήθος, η ρώγα του, μια μισάνοιχτη πόρτα, ένας καθρέφτης στο φύλλο μιας μισάνοιχτης ντουλάπας, όταν την είδα, για δευτερόλεπτα την ώρα που καθόμουν σε μια πολυθρόνα απέναντι στον καθρέφτη, καθώς την περιμέναμε —


η Γιάννα κι εγώ — ν’ αλλάξει, να ντυθεί για να πάμε στο θέατρο. Απογευματινή θα πηγαίναμε. «Ας πούμε πως αυτό ήταν όλο κι όλο, μια φευγαλέα ματιά* μόνο.» Ούτε που μ’ άκουγε πια. Γι’ αυτόν επρόκειτο για τετελεσμένο γεγονός, που δεν άξιζε τον κόπο ούτε να το συζητάμε. Άρχισα να φοβάμαι πως, ναι, είχε δίκιο. Του είπα πως «ναι, αυτή η γαμημένη εικόνα δε μου φεύγει με τίποτα, με βασανίζει μέρα νύχτα. Και είναι αστείο, είναι γελοίο και να το σκέφτεται κανείς. Δεν είναι δυνατόν… Αλλά, ναι, έχεις δίκιο. Σου μπήκε η ιδέα; Πάει, ταξιδεύει, φουντώνει, σου καίει τα σωθικά, δεν αποβάλλεται, δεν καρατομείται. Εκεί, να με πεθαίνει η πόρνη, η ιδέα δηλαδή, να με συνεπαίρνει. Έχεις δίκιο, δεν αξίζει ούτε να το συζητάμε». Του είπα πως όλο αυτό σκέφτομαι, πως δε γράφω πια, πως δεν έχω κέφι για τίποτα, πως την ονειρεύομαι, πως τη φέρνω στη στάση που θέλω, τη στιγμή που θέλω, πως παραμονεύω πότε θα σκύψει, πότε θ’ ανοίξει η φούστα της, πότε θα ξεπροβάλει η γάμπα της, πως όλα της με μαγεύουν, με φτιάχνουν, μ’ ερεθίζουν. «Μη συνεχίσεις, δε χρειάζεται, μπορώ και τα φαντάζομαι όλα.» * Πάνω που τελείωνε ο Σταυρόπουλος και το δεύτερο καφέ του, πάνω που σηκωνόταν πανικόβλητος να φύγει γιατί άργησε — είχε όντως νυχτώσει για τα καλά —, πάνω που μου πρότεινε για λύση να εξαφανιστώ για ένα διάστημα μήπως και μου περάσει, αλλιώς να ξέρω πως όλα θα πάρουν το δρόμο τους, γιατί τίποτα δε μένει


αμετακίνητο, γιατί τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο όπως πρώτα στις σχέσεις μας και γιατί — αυτό να το χωνέψω καλά — τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στις απαιτήσεις του σώματος, πάνω που μου έλεγε πως από μια άποψη είμαι και τυχερός και πως μακάρι να είχε γεννηθεί και σ’ εκείνον ένα τέτοιο πάθος, γιατί εκείνος δε θα ήταν τόσο ηλίθιος να μην το ζήσει μέχρι κεραίας, με όλες τις προφυλάξεις βέβαια, πάνω που εκείνη τη στιγμή έμπαινε στο σπίτι και η γυναίκα μου, πάνω στην ώρα άρχισε να χτυπά και το τηλέφωνο. Ήταν η Βάσω! Άλλη σατανική συγκυρία. Ούτε λίγο ούτε πολύ μας είπε καθάρματα, γιατί της την κοπανήσαμε χθες και δεν πήγαμε, ενώ ξέραμε ότι έλειπε ο Μήτσος, και, απ’ ό,τι φαίνεται, σκεφτόμαστε να της την κοπανήσουμε και σήμερα κι ας είναι πανσέληνος, που σηκώνει ξενύχτι και λακριντί και όνειρο, αλλά δε σφάξανε, δε θα μας κάνει τη χάρη* και για να μη μας κουράζει να πάμε εμείς σπίτι της, θα έρθει εκείνη στο δικό μας. Ο Σταυρόπουλος, που περίμενε να τελειώσει το τηλεφώνημα — και που σίγουρα είχε καταλάβει ποιος ήταν —, χαμογελώντας πονηρά μου πέταξε ένα ειρωνικότατο «ο Θεός μαζί σου» και έφυγε. Η γυναίκα μου επέμενε σώνει και καλά να της εξηγήσω τι εννοούσε ο Σταυρόπουλος με το «ο Θεός μαζί σου» που μου είπε. «Ξέρω κι εγώ τι εννοούσε; Ρώτα τον. Τ ρέξε να τον προλάβεις και ρώτα τον.» Δεν της άρεσε αυτό που της είπα, ούτε ο τρόπος που το είπα. Και βέβαια κατέφθασε η Βάσω. Και βέβαια η βραδιά — ευτυχώς — κύλησε αρκετά ακίνδυνα και αρκετά μελαγχολικά* και βέβαια η γυναίκα μου, για πρώτη φορά, μας είπε ότι διαισθάνεται πως κάτι κακό περιτριγυρίζει το σπίτι μας, ότι κάτι τρέχει. Και βέβαια εγώ της είπα πως λέει ανοησίες και. πως την έχει επηρεάσει η ηλίθια φράση


του Σταυρόπουλου, γιατί κατά τα άλλα δεν τρέχει τίποτα! Και βέβαια, όσες προσπάθειες και αν έκανα για το αντίθετο, δεν ξεκολλούσα τα μάτια μου από τη Βάσω, γι’ αυτό και δεν κατάφερα να γίνω λίγο πιο ευχάριστος στην παρέα. Έτσι κάπως - άκεφα και μελαγχολικά - κύλησε η ώρα, μέχρι που ξαφνικά σηκώνεται η Βάσω και μας λέει πως, εντάξει, κατάλαβε, ώρα να φεύγει, γιατί βλέπει πως μάλλον η παρουσία της θα φταίει που χάλασε η βραδιά μας. «Τ ρελάθηκες;», της λέει η Γιάννα. «Εσύ φταις; Ο δικός μου, που δεν ξέρω τι διάβολο έχει, τι του είπε ο Σταυρόπουλος και βουβάθηκε.» Η Βάσω μου ζήτησε, αν θέλω βέβαια, να την πετάξω με τ’ αμάξι μέχρι το σπίτι της, γιατί ήρθε με ταξί και γιατί πού να τρέχει νυχτιάτικα να βρει πάλι ταξί, και «άντε ξεκουνήσου, τεμπέλαρε», να μου λέει η γυναίκα μου, κι εγώ να της απαντώ με ένα «δεν την πας εσύ, που είσαι και καλό κορίτσι;», κι εκείνη μ’ ένα «όχι, να την πας εσύ, που είσαι και κακό παιδί». Και, έτσι, την πήγα. Σε όλη τη διαδρομή κοιτούσα μόνο μπροστά και σκεφτόμουν τι προφάσεις θα βρω για να μην την ακολουθήσω μέσα από την πόρτα της πολυκατοικίας της, όπως γινόταν συνήθως, ή τουλάχιστον να καταφέρω να μην ανέβω στον όροφο, όπως κι αυτό συνήθως γινόταν. «Πάση θυσία να το αποφύγω, να το αποφύγω…», έλεγα και ξανάλεγα μέσα μου. «Να την αφήσω μπροστά στην πόρτα και να φύγω.» Ήταν και που το σπίτι της — κάπου κοντά στο Φάληρο - βλέπει κατευθείαν στη θάλασσα, ήταν και που — σε πανσέληνο — από το σπίτι της φαίνεται το φεγγάρι, ήταν και που πάντα, σε κάθε


πανσέληνο, τα καλοκαίρια, ο κόσμος να χαλάσει, θα μας φώναζαν να απολαύσουμε το θέαμα από το μπαλκόνι τους, ήταν και που λέγονται τόσα για το τι μπορεί να συμβαίνει στην ψυχή μας μια νύχτα με πανσέληνο, ήταν και που, απόψε, δεν ξέρω τι διάβολο άρωμα είχε βάλει επάνω της και μοσκομύριζε τόσο… Της το είπα, δεν άντεξα, «τι διάβολο κολόνια έβαλες, ρε Βάσω;». «Δεν έχω βάλει καμιά κολόνια, η ιδέα σου είναι. Έλα κοντά να με μυρίσεις.» Και πήγα κοντά και τη μύρισα. Πράγματι, δεν είχε βάλει κολόνια. Και όμως μύριζε* εξουθενωτικά, απελπισμένα. «Τ ι κάθεσαι; Δε θα βγεις από τ’ αμάξι; Δε θά ’ρθεις επάνω; Τ ι άλλαξε; Θα μ’ αφήσεις ν’ ανέβω μόνη;» Και βγήκα από τ’ αμάξι και πήγα επάνω και δεν την άφησα ν’ ανέβει μόνη. Στο ασανσέρ αμίλητοι, στο πλατύσκαλο του τρίτου αμίλητοι, και μέχρι να βγάλει το κλειδί ν’ ανοίξει την πόρτα, αμίλητοι. Εκείνη να κοιτάζει συνέχεια εμένα κι εγώ το δάπεδο, και το άρωμά της ν’ απλώνεται, να με διαπερνά, να με λιώνει. «Θα το βάλω στα πόδια, πρέπει να το βάλω στα πόδια, δε γίνεται, δε βγαίνει, δεν πάει άλλο. Θα την καληνυχτίσω στο πλατύσκαλο και θα φύγω, κι ας πει ό,τι θέλει. Δε θα μπω μέσα. Και να μου το προτείνει, δε θα μπω, τέρμα, ας τελειώσει και η φιλία και το μεθύσι και το πάθος, δε γίνεται, δεν πάει…» Η πόρτα άνοιξε και μου έκανε τόπο να περάσω πρώτος — τετέλεσται, είπα. Και πέρασα πρώτος, και τότε εκείνη πέταξε την τσάντα και τα κλειδιά της στο πάτωμα — ούτε καν σε πολυθρόνα.


Τ ρόμαξα, άρχισα να τρέμω. «Ή φεύγω τώρα πριν κλείσει η πόρτα ή…» Γύρισα να τη δω. Από την μπαλκονόπορτα έμπαινε ήδη το φεγγάρι και την έλουζε ολόκληρη. Όλα έγιναν ασημένια: και τα μάτια της και το δέρμα της και το φόρεμα και ο χώρος. Όλα γέμισαν από φεγγάρι και ασήμι. «Ή φεύγω τώρα πριν κλείσει η πόρτα ή…» Προχώρησε και πήγε και άνοιξε την τζαμαρία της μπαλκονόπορτας. Έβλεπα τώρα την πλάτη της, ενώ εξακολουθούσα να είμαι ακίνητος, με παραλυμένα χέρια και πόδια. Μόνο τα μάτια μου δούλευαν πυρετωδώς. «Γιατί δεν κλείνεις την πόρτα; Τ ι κάθεσαι;», μου λέει, κι εγώ υπάκουος έκλεισα την πόρτα, ενώ συνέχισα να κοιτάζω την πλάτη της καθώς οι ακτίνες του φεγγαριού τη διαπερνούσαν και τη γύμνωναν μπροστά μου. Γύρισε αργά προς το μέρος μου και με πλησίασε. Πρώτα με κοίταξε επίμονα και βαθιά. Το βλέμμα της, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, γινόταν όλο και πιο διαπεραστικό, σκληρό, αβυσσαλέο, θολό. Και ξαφνικά μου δίνει ένα φοβερό σκαμπίλι. «Κάθαρμα!», μου λέει, «δε θα με προδώσεις ποτέ, δε θα το πεις σε κανέναν ποτέ, θα σε πνίξω.» Κάτι πήγα να πω… «Σκάσε. Δε θα πεις λέξη’ ούτε τώρα ούτε ποτέ. Ξέρω πότε άρχισε το κακό. Ξέρω καλά. Ξέρω τη στιγμή, το δευτερόλεπτο. Είδα τη ματιά σου, τότε στον καθρέφτη… Μια φορά μόνο και ποτέ πια. Να το θυμάσαι, ποτέ πια. Δε σ’ αγαπώ, δεν είμαι ερωτευμένη, δε θ’ αγαπήσω άλλον από το Μήτσο, δεν πρέπει ν’ αγαπήσω άλλον από το Μήτσο. Αυτό να το θυμάσαι. Σκάσε. Τα


κατάλαβα όλα. Ένα μήνα τώρα βλέπω το μαρτύριό σου, αλλά εσύ, ηλίθιε, δε βλέπεις το δικό μου.» Εν τω μεταξύ, όπως ήταν αγριεμένη, απελπισμένη, σχεδόν με βάρβαρες κινήσεις και ενώ μιλούσε, μου είχε ήδη βγάλει και το παντελόνι και το σλιπ και το πουκάμισο — σκίστηκε σχεδόν —, ακόμα και τα παπούτσια μου. Δε με άφησε να τα βγάλω εγώ’ ήθελε μόνη της, εκείνη, με δικές της κινήσεις, με δική της πρωτοβουλία. «Εσύ μείνε ακίνητος», μου είπε, «εγώ, όλα εγώ.» Ήθελε μάλλον να έχει την πλήρη ευθύνη αυτή. Ίσως. Δεν ξέρω, δε θέλω να ξέρω. Και μιλούσε συνέχεια, μιλούσε και όλο επαναλάμβανε «να το θυμάσαι: μια φορά μόνο και ποτέ πια, ποτέ πια…». Εγώ, κάποια στιγμή μόνο, πρόσθεσα «ας το ελπίσουμε πως μια φορά μόνο και ποτέ πια». «Σκάσε, μη λες τίποτα.» Και όλα συνέβησαν εκεί, πίσω από την κλειστή πόρτα, πάνω στο γυμνό πάτωμα, και όλα άρχισαν με ένα απελπισμένο, σπαρακτικό αγκάλιασμα, τρομακτικό, θανατηφόρο!… Ύστερα γονάτισε μπροστά μου. Δεν έβγαιναν πια λέξεις. Μουγκρητά μόνο, ανάσες μόνο, σάλια, ιδρώτας’ και δάκρυα. Είχε σηκωθεί και ψηλότερα το φεγγάρι, είχε αρχίδι να φυσά κι ένα δροσερό αεράκι, μάλλον από κάποιο μακρινό μελτέμι που έφτανε ως εδώ.


Από μακριά ακουγόταν σειρήνα ασθενοφόρου και κάποια στιγμή, από το βάθος του σπιτιού, άρχισε να χτυπά το τηλέφωνο. Κανείς μας δε σηκώθηκε να το πιάσει. Μάλλον θα ήταν η γυναίκα μου, που ανησυχούσε και διαισθανόταν πως απόψε κάτι κακό θα συνέβαινε στο σπίτι.


Μεταμορφώσεις Στα τριάντα τόσα της Φωτεινούλας φαίνεται πως κάτι ανεξήγητο συνέβη στη ζωή της για ν’ αρχίσει ξαφνικά να λατρεύει το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έκτοτε, όσο μεγάλωνε η απέχθειά της για τα νοσοκομεία τόσο μεγάλωνε η αγάπη της γι’ αυτό, και όσο της έφερνε λιποθυμικές τάσεις η μυρωδιά του νοσοκομείου τόσο την ερέθιζαν οι μυρωδιές του αεροδρομίου. Μόλις τέλειωνε η βάρδια της στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, πού την έχανες πού την έβρισκες, εκεί, στο αεροδρόμιο. Μια ανεξήγητη εμμονή της, που κατά πάσα πιθανότητα χρήζει ακόμα και ψυχιατρικής έρευνας. Αυτό ακριβώς σκέφτηκαν και οι γονείς της όταν κάποτε πληροφορήθηκαν την «τρέλα» της, μέχρι που στο τέλος ο πατέρας της, ο κύριος Μανόλης, έφτασε στο σημείο να δηλώσει στη γυναίκα του και μαμα της Φωτεινούλας ότι, ναι, η κόρη τους θέλει ψυχίατρο, αν και εν τω μεταξύ η μαμά, η κυρία Έλλη, ενώ αρχικά συμφώνησε με τον άντρα της, αργότερα, όσο περνούσε ο καιρός, άρχισε να βλέπει το θέμα κάπως διαφορετικά* σκεφτόταν δηλαδή πως ίσως να μην ήταν και τόσο υπόθεση ψυχίατρου, ή τουλάχιστον μόνο ψυχίατρου, γιατί κάτι άλλο πιθανόν να συμβαίνει στην κόρη τους, κάτι που αυτοί το αγνοούν. «Τ ι άλλο; Μόνο ένας τρελός κάνει χωρίς λόγο πε-ρατζάδες στους διαδρόμους και στις αίθουσες του αεροδρομίου. Γιατί αν αυτή η αγάπη της αφορούσε γενικώς τα αεροδρόμια, θα έλεγα εντάξει, αυτό


είναι το χόμπι της, δεν τρέχει τίποτα. Αλλά να παθιάζεται για ένα συγκεκριμένο, λες εδώ κάτι τρέχει, κάποιο λάκκο έχει η φάβα.» «Μπορεί να…» «Να;…» Η μαμά δεν τόλμησε να το πάει πάρα πέρα, εκείνος όμως τόλμησε, και το πήγε. «Τ ι εννοείς δηλαδή; Ότι πάει και ψάχνει για… ότι ψωνίζεται; Αυτό εννοείς; Εκτός αν ξέρεις κάτι και δε μου το λες.» Η μαμά αντί ν’ απαντήσει άρχισε να κλαίει. * Πάντως, ο πρώτος που επισήμανε το γεγονός δεν ήταν οι γονείς της αλλά ο Φάνης, ένας παλιός γείτονάς τους, ο οποίος λόγω επαγγέλματος βρισκόταν πολύ συχνά στο αεροδρόμιο, γι’ αυτό και απόρησε όταν την είδε κάμποσες φορές εκεί. Ούτε αυτός όμως το είπε στους γονείς της. Οι γονείς της το πληροφορήθηκαν πολύ αργότερα, από το θείο Ισίδωρο. Όχι βέβαια ότι δεν είχαν υποπτευτεί, ένα βράδυ που την είδαν ξαφνικά να κλείνεται στο δωμάτιό της, ότι κάτι περίεργο της συμβαίνει, αλλά δεν περίμεναν και… Είχε κλειστεί εκεί μέσα πάνω από δυο ώρες και όταν βγήκε σχεδόν δεν την αναγνώρισαν, δεν ήταν πια εκείνη που ήξεραν” η σεμνή, η πάντα καθώς πρέπει ντυμένη, η καλόβολη Φωτεινούλα τους. Ήταν μια άλλη Φωτεινή’ ξένη, μεταμορφωμένη, αγνώριστη, που η μεταμφίεσή τη’ τους άφησε τόσο άφωνους, που δεν πρόλαβαν να τη


ρωτήσουν ούτε πού πάει ούτε πώς ντύθηκε έτσι ούτε πότε θα γυρίσει. Λέξη δεν είπαν. Μόλις την είδαν με μια φοβερά κοντή φούστα, με μαύρες δικτυωτές κάλτσες, μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες, μαύρη ολοδιάφανη μπλούζα, με ακάλυπτο σε όλο του το βάθος το χυμώδες ντεκολτέ της και με εντελώς διαφορετικό τρόπο χτενισμένο το ολόμαυρο μαλλί της, έμειναν πραγματικά άφωνοι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Δεν ήταν πια η κάπως κοντούλα, η κάπως παχου-λούλα που ήξεραν. Τα ’χασαν. «Έλα, Θε μου», είπαν, και μόνο όταν αυτή η ιστορία επαναλήφθηκε μια, δυο, τρεις, ούρλιαζαν” δηλαδή πρώτα ο μπαμπάς. «Είσαι τρελή;», της είπε. «Τ ι κάνεις; Πού στο διάολο πας; Μόνο οι πουτάνες ντύνονται έτσι.» Δεν κρατήθηκε, της το είπε. Όμως η αντίδραση της Φωτεινούλας τους τρόμαξε ακόμα περισσότερο. Δεν είχε καμιά σχέση με τις γνωστές τους καλόβολες αντιδράσεις της «έλα, καλέ μπαμπά, τι έπαθες», και τέτοια. Τ ίποτε απ’ αυτά. Τους είπε ωμά και ξεκάθαρα πως ή το βουλώνουν και βγάζουν το σκασμό ή αυτήν τη στιγμή σηκώνεται και φεύγει και δεν την ξαναβλέπουν. Και φυσικά το βούλωσαν. Τους άγγιξε στο πιο ευαίσθητο σημείο. Γι’ αυτό και όταν αργότερα τους το κάρφωσε ο θείος Ισίδωρος, πανευτυχής για την ανακάλυψη — «Ξέρετε πού είδα τη Φωτεινούλα; Ξέρετε πού πάει τις νύχτες;» —, του είπαν κι αυτοί με τη σειρά τους να βγάλει το σκασμό και από πάνω του έκοψαν και την καλημέρα.


Βέβαια, δεν ήταν καθόλου αδικαιολόγητη — προετοιμαζόταν εδώ και καιρό — αυτή η αντίδραση της Φωτεινούλας, μια και η ζωή της δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Χώρια που δεν τους άντεχε άλλο. Δεν άντεχε ούτε τη φτώχεια τους ούτε τις θεωρίες τους ούτε τις φωνές της σωφροσύνης τους. Την εκνεύριζαν τα πάντα’ και οι γονείς της και οι δυο αποτυχημένες σχέσεις που είχε μέχρι τώρα — «δεν πάνε στο διάολο οι χαλέδες!». Ο ένας, ο Ιάκωβος, κοντός και τρισάθλιος, μονίμως άφραγκος, μονίμως άνεργος, μονίμως ανικανοποίητος, και, το χειρότερο, που την άφηνε κι εκείνη μονίμως ανικανοποίητη, αλλά και ο άλλος, ο Ηλίας, δεν ήταν καλύτερος’ τραυματιοφορέας — στο Ιπποκράτειο κι αυτός — ούτε να χαϊδέψει ήξερε ούτε να πει δυο τρυφερά λόγια — «γαμώ τη μιζέρια τους». Άντε μ’ αυτά και μ’ αυτά να δεις άσπρη μέρα. Κανείς τους δεν την είχε κάνει να νιώσει επιθυμία, πόθο, να ουρλιάξει από ηδονή, να γυρίσει μια φορά ευτυχισμένη στο σπίτι της, κανένας, ποτέ. Μπορεί βέβαια κάπου να έφταιγε κι αυτή, δεν ήξερε, ίσως η δουλειά της στο κωλονοσοκομείο: όλη μέρα να βλέπει γερασμένα σώματα κιρσούς, πεσμένα στήθη, πεσμένα πέη, κακοφορμισμένες πληγές, κι από πάνω να μυρίζει παντού — πάνω της, γύρω της — χλωροφόρμιο, ιώδιο, θάνατο, αλλά και στο σπίτι, μιζέρια κι εκεί, πενταροδεκάρες σβήσε το φως, κλείσε τη σόμπα, μην πετάς το φαγητό, «μα είναι τεσσάρων ημερών», μην πετάς τις κάλτσες, αντέχουν -, ναι, κάπου μπορεί να έφταιγε κι αυτή. * Όταν λοιπόν την πρωτοείδε στο αεροδρόμιο, στις θαυμαστές μεταμορφώσεις της, ο Φάνης, ο κύριος Φάνης — είχε περάσει


ακριβώς δίπλα του, ερχόμενη από την αντίθετη πλευρά —, εντυπωσιασμένος προφανώς από το προκλητικότατο ντύσιμό της, από το αισθησιακότατο περπάτημά της — «κάπου την ξέρω αυτή, κάπου την ξέρω» —, γύρισε να την κοιτάξει καλύτερα. «Δεν είναι δυνατόν! Η Φωτεινή!», μονολόγησε. Και είχε δίκιο. Δεν ήταν δυνατόν. Ποτέ δεν είχε κατατάξει τη Φωτεινούλα στις ιδιαίτερα όμορφες της παλιάς γειτονιάς του. «Αποκλείεται να είναι η Φωτεινούλα αυτό το πλάσμα», ψιθύρισε και γύρισε να την ξανακοιτάξει καθώς απομακρυνόταν. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του, να δει πόσος χρόνος του έμενε μέχρι την αναχώρηση, για να την παρακολουθήσει, ενώ συγχρόνως, σχεδόν ασυναίσθητα, έκανε μεταβολή και άρχισε να την ακολουθεί χαζεύοντας τον τρόπο που περπατούσε. «Διάβολε, διέθετε η γειτονιά τέτοια γυναίκα και δεν το είχα προσέξει;» Δεν είχε πια καμιά αμφιβολία ότι ήταν η Φωτεινούλα. * Έκτοτε, και αρκετές φορές σε επόμενα ταξίδια του, ο Φάνης, ο κύριος Φάνης, έτυχε να τη δει ξανά και ξανά και πάντα ντυμένη με τον ίδιο προκλητικό τρόπο. Τη συναντούσε πότε να κάνει ανέμελες βόλτες, πότε να κοιτάζει τα δρομολόγια στους φωτεινούς πίνακες, πολλές φορές κρατώντας και σημειώσεις, πότε να μπαινοβγαίνει σε μαγαζιά με καλλυντικά ή σοκολάτες και — αυτό ήταν το πιο παράδοξο — πότε να παρακολουθεί τους διερχόμενους, λες και έψαχνε με φοβερή αγωνία να συναντήσει κάποιον πολύ αγαπητό της. Ακόμα πρόσεξε πως στο


τέλος κατέληγε πάντα στον πάνω όροφο, στο O LIVE TREE, σ’ ένα πολυτελέστατο καφέ ρεστοράν, το ΠΡΑΣΙΝΟ όπως το ’χε βαφτίσει ο ίδιος, όπου συνήθως την άραζαν όσοι είχαν μεγαλύτερα περιθώρια χρόνου από τυχόν καθυστερήσεις ή από πολύωρες αναβολές πτήσεων και όπου, αρκετές φορές, την άραζε κι εκείνος. Καθισμένη λοιπόν εκεί, στην ίδια θέση πάντα, η Φωτεινούλα έδινε ρέστα, γι’ αυτό και δεν απορούσες όταν έβλεπες να μαζεύονται γύρω της μάτσο οι θαυμαστές, απολαμβάνοντας τον αισθησιακότατο τρόπο που καθόταν — το ένα πόδι πάνω στο άλλο —, τις προτεταμένες γάμπες της, τα ακάλυπτα ολοστρόγγυλα γόνατά της, τα μισοακάλυπτα μπούτια της, το μισοακάλυπτο ντεκολτέ της, τους γυμνούς ολόλευκους ώμους της και πάντα μια όμορφη μελαγχολία να σκεπάζει το πρόσωπό της. Στην αρχή δεν τον πολυπαραξένεψε η παρουσία της εκεί. Τη θεώρησε και λίγο φυσική. Κάπου θα πηγαίνει, σκέφτηκε, κάποιον θα αποχαιρετά, από κάπου θα έρχεται. Όχι βέβαια ότι αργότερα δεν άρχισε να βλέπει κάπως ασυνήθιστες τις συχνές εμφανίσεις της — και αρκετά μυστηριώδεις —, όσο και αν με τη λογική του απλοποιούσε όσο έπαιρνε το γεγονός. Εκείνο όμως που πραγματικά τον παραξένεψε και τον απασχόλησε ήταν το πώς του είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η Φωτεινή, εμφανισιακά, ήταν μάλλον μια μετριότητα. Διάβολε, ένα τέτοιο σώμα πώς δεν το είχε προσέξει; Σίγουρα έφταιγε το ντύσιμό της* αλλά να ξεγελάστηκε τόσο; Απ’ ό,τι ο ίδιος θυμόταν, η κοπέλα ντυνόταν πολύ συντηρητικά και μάλλον φτηνιάρικα, οπότε αυτό κάπως τα εξηγούσε όλα. «Φτωχή οικογένεια, δύσκολα τα


’βγαζαν πέρα…» Ήταν και που αυτός είχε φύγει τόσα χρόνια από κείνη τη γειτονιά — δέκα; δεκαπέντε; —, άρα δεν ήξερε πώς εξελίχτηκαν οι άνθρωποι εκεί, άσε που απορούσε και πώς τη θυμήθηκε ύστερα από τόσα χρόνια. Τ ι του τη θύμισε; Πρέπει να ήταν κάτι που του είχε κάνει εντύπωση από τότε. Ο τρόπος που κρεμούσε την τσάντα της στον ώμο; Ο τρόπος που την κουνούσε; Αποκλείεται. Το περπάτημά της; Ίσως. Το λίκνισμά της; Όχι. Μάλλον τα χείλη της. Θυμήθηκε πόσο τον ερέθιζαν - κόκκινα, σαρκώδη, προτεταμένα — κι αυτόν κι όλη την παρέα. Αυτό ήταν. Τα χείλη της, με τις σεξουαλικές προεκτάσεις που τους έδιναν όλοι. Όπως και να ’χε, αυτή η ιστορία κάπου θα ξεχνιόταν χωρίς μια οποιαδήποτε συνέχεια, αν δεν την έβλεπε ξανά και ξανά, και σχεδόν τσάντα τις ίδιες νυχτερινές ώρες και πάντα με τον ίδιο προκλητικό τρόπο ντυμένη’ μόνο τα χρώματα άλλαζαν. Την τελευταία φορά που την είδε, παραδέχτηκε ότι το γεγονός άρχισε να γίνεται αρκετά περίεργο. Τ ι διάβολο συνέβαινε; Τ ι ρόλο έπαιζε; Φυσικά, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αποπειραθεί να της μιλήσει, αν και πρόσεξε ότι εκείνη μάλλον δεν τον θυμόταν, γιατί δυο φορές που συναντήθηκαν οι ματιές τους τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει την παραμικρή σημασία. Πέρασε αδιάφορη. Έτσι τουλάχιστον του φάνηκε. «Καλύτερα έτσι», σκέφτηκε ο Φάνης, γιατί έτσι θα μπορούσε να την παρακολουθεί και πιο άνετα. Αλλά γιατί να τον αναγνώριζε εκείνη; Είχε αλλάξει τόσο και ο ίδιος — φαλακρός, μουστάκι, γυαλιά μυωπίας, χοντρούλης — , που δύσκολα τον αναγνώριζαν ακόμα και πολύ κοντινοί του φίλοι, πόσο μάλλον η Φωτεινούλα, που είχε και τόσα χρόνια να τον δει.


Από κάποια στιγμή και πέρα πάντως, παραδέχτηκε ότι, ναι — αποκλείεται να πέφτει έξω -, κάτι περίεργο πρέπει να συμβαίνει. Πρώτα πρώτα αυτή η εντυπωσιακή αλλαγή της. Δε γίνεται να έχει αλλάξει τόσο πολύ εκείνο το σεμνό, εκείνο το κάπως — απ’ ό,τι θυμόταν — συνεσταλμένο κορίτσι, δε γίνεται να έχει μεταμορφωθεί τόσο. Και, το πιο σπουδαίο, δε γίνεται, έτσι χωρίς λόγο, να τρώει τόσες ώρες στο αεροδρόμιο. Εντάξει, μέχρι ένα σημείο θα μπορούσε να τη δικαιολογήσει κανείς. Έχει όμορφους χώρους το αεροδρόμιο, ενδιαφέροντα σημεία, είναι και τεράστιο, εντάξει, να ’ρθει - μια, δυο, τρεις - να το ψάξει, να το δει, αλλά παράγινε. Το περιεργάστηκες, το ξαναπεριεργάστηκες, αλλά υπάρχει και όριο, Φωτεινούλα, δεν είναι εύκολο να το δεχτεί η λογική μας. Γιατί διάβολο έρχεσαι και ξανάρχεσαι; Ακριβώς τότε ο Φάνης άρχισε να βάζει και τις πρώτες πονηρές ιδέες στο μυαλό του και ακριβώς τότε έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες ερωτικές επιθυμίες του, αν και ήδη είχαν αρχίσει να τον πολιορκούν με την ανάμνηση των κατακόκκινων χειλιών της. Ένα άλλο που τον παραξένευε ήταν που μερικές φορές, εκεί που την έβλεπε να πηγαινοέρχεται, να παρατηρεί, να ρωτά υπαλλήλους, και κάπου κάπου να κουβεντιάζει με μερικούς, ξαφνικά την έχανε από τα μάτια του. Έτρεχε τότε σαν τρελός, έψαχνε όπου έβρισκε πόρτες ανοιχτές μέχρι και σε γυναικείες τουαλέτες δε δίστασε να μπει — και γενικά έβαζε τις πιο αισχρές ιδέες στο μυαλό του, μέχρι που σκέφτηκε ότι μπορεί να της την έδινε όχι το αεροδρόμιο, αλλά ένας συγκεκριμένος


άνθρωπος του αεροδρομίου. Χίλιες σκέψεις έκανε — είχε ψωνιστεί για τα καλά πια μαζί της —, αλλά καμιά δεν ήταν αρκετή να του εξηγήσει γιατί η Φωτεινούλα είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα τόσο προκλητικό πλάσμα και μάλιστα με τόσο επιδεικτικό τρόπο ή, για να είμαστε πιο ξεκάθαροι, ποια ήταν η αιτία που την έκανε να ντύνεται έτσι, σαν πουτάνα. Παραδέχτηκε ότι ήταν υπερβολικός ο χαρακτηρισμός του — τρόμαξε και ο ίδιος -, αλλά γιατί όχι; Γιατί να μη συνέβαινε και αυτό; * Από αυτό το σημείο και πέρα οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Προηγήθηκε, βέβαια, το δίλημμά του. Τ ι κάνει; Της αποκαλύπτεται ποιος είναι ή όχι; Μάλλον όχι. Θα την τρομάξει, γιατί κάτι του λέει ότι και η ίδια δεν έχει αφομοιώσει αρκετά τη μεταμόρφωσή της, ότι δηλαδή είναι περισσότερο εξωτερική παρά εσωτερική και βαθύτερη, οπότε το πιθανότερο είναι να το βάλει στα πόδια. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι για τη Φωτεινή ο κύριος Φάνης δεν πρέπει να ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο* ούτε της ήταν αδιάφορος. Απ’ ό,τι ο ίδιος θυμόταν, όπως την έβλεπε τότε στη γειτονιά - όταν για ένα μεγάλο διάστημα έμενε στο σπίτι του θείου του —, πάντα υποψιαζόταν τη συμπάθειά της’ και από τον τρόπο που του μιλούσε και από τον τρόπο που τον κοίταζε. Αντίθετα όμως, θα μπορούσε να πει πως μάλλον αδιάφορη υπήρξε εκείνη γι’ αυτόν, και πως ποτέ δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στην παρουσία της.


Όσο ήταν γείτονες, περιορίζονταν σε κάποιες κα-λημέρες, σε κάποιες καληνύχτες, σε κάποια αστειάκια, αλλά τίποτε περισσότερο. Ποτέ δεν του είχε γεννήσει μια οποιαδήποτε επιθυμία. Άλλωστε ο τρόπος που ντυνόταν, οι συστολές της, οι ατολμίες της δεν του άφηναν ποτέ περιθώρια να της ρίξει ένα βλέμμα παραπάνω, πράγμα που δε συνέβαινε σ’ εκείνη, διότι για εκείνη ο Φάνης, αρκετά μεγαλύτερος της — είκοσι τότε αυτή, τριάντα τόσο αυτός —, είναι βέβαιο πως της ήταν πολύ συμπαθής και σίγουρα ο ήρωας των ονειροπολήσεών της. Όλ’ αυτά βέβαια διακόπηκαν όταν εκείνη άφησε στην άκρη τα σχέδιά της για ανώτερες σπουδές, καταλήγοντας νοσηλεύτρια στο Ιπποκράτειο, και όταν εκείνος εξελίχθηκε από πτυχιούχος της Ιατρικής σε επιμελητή ψυχίατρο στο Αιγινήτειο και αργότερα σε λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μια εξέλιξη που όχι μόνο ακύρωνε όλα τα όνειρα της Φωτεινούλας — «ο πανεπιστημιακός να καταδεχτεί τώρα τη νοσοκόμα; φέξε μου και γλίστρησα» — , αλλά και που ίσως αρκούσε για να τον διαγράψει από τη μνήμη της. Εκείνο πάντως που δεν περίμενε κανείς από την όλη εξέλιξη της ιστορίας ήταν ότι ο κύριος Φάνης μας, με την τελευταία εμφάνιση της Φωτεινούλας στο αεροδρόμιο, θα άρχιζε από τη μια να έχει φοβερή περιέργεια να λύσει το μυστήριο της εκεί παρουσίας της - μέχρι που σκέφτηκε να πάρει τηλέφωνο το θείο του να τον ρωτήσει τι γίνεται με τη Φωτεινούλα - και από την άλλη να βλέπει ότι άρχιζαν να μπερδεύονται τα πράγματα μέσα του. Διαπίστωσε έκπληκτος ότι η ανάγκη του να λύσει το μυστήριο


«Φωτεινούλα» νοθευόταν από τη μια με τις ψυχιατρικές του ανησυχίες - «εδώ, αν δε βρεθεί ο συγκεκριμένος λόγος, πρόκειται για καθαρή νεύρωση» — και από την άλλη με την έντονη ερωτική του επιθυμία, που όσο περνούσε ο καιρός έπαιρνε μέσα του όλο και πιο ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αν τα υπολογίσει κανείς όλ’ αυτά, τότε εύκολα καταλαβαίνει γιατί μιλάμε για μπέρδεμα. Και δεν αναφερθήκαμε στην παράλληλη προσπάθειά του ν’ ανεβάσει με κάθε τρόπο τα πνευματικά στάνταρ της Φωτεινούλας, προσπαθώντας να δει με άλλο μάτι τις λίγες κουβέντες που αντάλλασσαν, όταν παλαιότερα συναντιόντουσαν στη γειτονιά και τα λέγανε, οι οποίες κουβέντες, όπως τις έκρινε εκ των υστέρων, αποδείκνυαν ωριμότητα και προβληματισμό και ότι εκείνος ήταν αυτός που μάλλον δε διέθετε τότε τα ανάλογα προσόντα για να μπορεί να τις εκτιμήσει. Έπειτα από όλες αυτές τις σκέψεις, άρχισε να απορεί με τον εαυτό του. «Δεν είμαστε καλά, όχι και να ξεπέσουμε στη Φωτεινούλα, εντάξει, μου αρέσει, είναι φωτιά, αλλά σύνελθε, σύνελθε’ το πολύ ένα πήδημα και τέλος, μην το παρακάνουμε κιόλας, όχι και να την εκθειάζουμε.» Φυσικά όχι μόνο του ήταν αδύνατον να συνέλθει, αλλά έφτασε και στο εξευτελιστικό σημείο, όσες φορές ταξίδευε, να έρχεται στο αεροδρόμιο ακόμα και δυο ώρες νωρίτερα από το κανονικό… μήπως και τη συναντήσει. Ήταν ολοφάνερο πια ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει από τα χέρια του και ότι σ’ αυτό το ψυχολογικό σημείο που βρισκόταν δεν του έμενε


τίποτ’ άλλο παρά να παραδεχτεί την ήττα του και να δράσει. Δεν ήξερε βέβαια πώς, αλλά και δεν είχε νόημα να περιμένει άλλο. Η Φωτεινούλα είχε στοιχειώσει πια μέσα του για τα καλά - και όχι μόνο το μυστήριό της —, πράγμα που σήμαινε ότι μια «κουβεντούλα» μαζί της όχι απλώς ήταν απαραίτητη, αλλά υπεραπαραίτητη, είχε παρατραβήξει το κρυφτούλι, χρειαζόταν δράση. Βέβαια, για την ώρα, δεν ήξερε, αν και το σκεφτόταν, τι ρόλο έπαιξε στην ενίσχυση του πάθους του για τη Φωτεινούλα και το γεγονός ότι την ίδια εποχή δεν είχε έναν ερωτικό δεσμό για να του γεμίζει τα σεξουαλικά του ή και τα συναισθηματικά του κενά, αλλά και αν ήξερε, αυτό δε θ’ άλλαζε την πορεία της ιστορίας, αφού πια εξελισσόταν σχεδόν ερήμην του. Ψάχνοντας να βρει τρόπο δράσης, κατέληξε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν ν’ αρχίσει να πηγαίνει κι αυτός κάποια από τα ελεύθερα βράδια του στο αεροδρόμιο, να κάνει τις βόλτες του εκεί μέχρι να την πετύχει, και ό,τι επιτέλους ήθελε προκύψει. Και αυτό έκανε. Πήγαινε περίπου στις οχτώ κι έφευγε στις δώδεκα τη νύχτα. Έξι βράδια μέτρησε, μέχρι που στο έκτο, όταν πια αισθάνθηκε αρκετά γελοίος, είπε «άλλο ένα και τέρμα, αρκετά εξευτελιστήκαμε», και τότε — ω! του θαύματος — το έβδομο βράδυ — πάντα ο αριθμός εφτά ήταν ο τυχερός του — την είδε να μπαίνει στο αεροδρόμιο θριαμβευτική και αγέρωχη. Αν και τόσες νύχτες αυτήν ακριβώς περίμενε, όχι μόνο τα ’χάσε, αλλά, και χωρίς να ξέρει τι διάβολο έφταιξε — ίσως η μεγαλοπρέπεια της εισόδου της, ίσως η ψυχολογική του κατάσταση από την προετοιμασία του σχεδίου, ίσως


και που τη χάζευαν όλοι καθώς περνούσε δίπλα τους —, ένιωσε να τον πιάνει μια ταραχή, κάτι σαν λιγούρα, σαν αφόρητη δίψα, πράγμα που δεν του άρεσε καθόλου. Ταλαντεύτηκε για λίγο — τι να ’κανε; - καθώς την έβλεπε ν’ απομακρύνεται, αλλά στο τέλος προτίμησε να μην την παρακολουθήσει στις βόλτες της. Δε χρειαζόταν άλλωστε, αφού ήξερε πού θα κατέληγε όπως πάντα στο ΠΡΑΣΙΝΟ, να πιει τον καφέ της και να φάει τα δυο κρουασανάκια της, οπότε καλύτερα — σκέφτηκε — να πάει εκείνος πρώτος, να προλάβει να συνέλθει κιόλας, και εκεί, όταν έρθει, να δώσει τη μάχη του. Έτσι, όταν αρκετά αργότερα είδε τη Φωτεινούλα να καταφθάνει στο στέκι της, να πετά πρώτα με χάρη την τσάντα της στον καναπέ δίπλα της και ύστερα να κάθεται, με την ίδια μαγική κίνηση πάντα, βάζοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο, έτσι που άνετα πια να απολαμβάνουν οι κοινοί θνητοί τις όμορφες γάμπες της, κανείς δεν απόρησε που στο απέναντι τραπεζάκι ο κύριος Φάνης, χωρίς να παίρνει πια προφυλάξεις, αφού εκείνη δεν τον θυμόταν, της χαμογελούσε. Όταν η γκαρσόνα με την πράσινη ποδιά της έφερε τον καφέ με τα δυο κρουασανάκια της - χωρίς καν να της τα έχει παραγγείλει - και πάνω που πήγε να πιάσει το φλιτζάνι της να πιει την πρώτη γουλιά, τον είδε. Η Φωτεινή έδειξε πως κάπως ταράχτηκε και προφανώς όχι γιατί τον αναγνώρισε, αλλά γιατί την ξάφνιασε το αναιτιολόγητο χαμόγελό του. Τον ήξερε; Την ήξερε; Γιατί της χαμογελούσε; Σε δευτερόλεπτα πάντως ξαναβρήκε το στιλ της και εκείνος τις


ασφάλειές του. Εκείνην, έτσι κι αλλιώς, την κάλυπταν οι μεταμορφώσεις της και εκείνον το πάθος του. Την ήθελε, την επιθυμούσε, και αυτό για την ώρα του αρκούσε. Δε θα δίσταζε. Άλλωστε υπερτερούσε. Εκείνη ήταν μια απλή νοσοκόμα και αυτός ένας πανεπιστημιακός. Εκείνος την ήξερε, εκείνη όχι. Η τράπουλα ήταν εξαρχής σημαδεμένη, άρα όλα υπέρ του. Είχε βρει και το χώρο που θα ζούσαν την ιστορία έτσι και… — η οποία ιστορία εδώ και καιρό είχε αρχίσει ήδη να γράφεται. Απέναντι από την είσοδο των αναχωρήσεων ήταν η είσοδος του ξενοδοχείου SO FITEL. Αν έβαιναν όλα καλώς, εκεί θα την πήγαινε, ήξερε καλά τα κατατόπια, είχε παρακολουθήσει και δυο ψυχιατρικά συνέδρια εκεί. Άλλωστε προηγουμένως, όσο την περίμενε στο ΠΡΑΣΙΝΟ και όσο έπινε το διπλό εσπρέσο του, καθισμένος ακριβώς απέναντι από τη θέση που ήξερε ότι θα κατέληγε η Φωτεινούλα, αυτός όχι μόνο είχε συνέλθει, αλλά είχε σχεδιάσει και τα πάντα’ είχε προβλέψει όλες τις πιθανές κινήσεις που θα χρειάζονταν μέχρι να τη φέρει στα νερά του. Ένα μόνο δεν είχε προβλέψει’ ότι η Φωτεινή δεν ήταν πια εκείνη που ήξερε - εκείνη μάλλον που νόμιζε ότι ήξερε και που κάποτε τη μισοπεριφρονούσε —, το απλό σεμνό κοριτσάκι της παλιάς γειτονιάς του. * Ο κύριος Φάνης συνέχισε να της χαμογελά και η Φωτεινή, αρκετά ψύχραιμη, συνέχισε να τον κοιτάζει.


Αυτό το κουβεντολόι με τα μάτια κράτησε μερικά λεπτά, αλλά κάποιος έπρεπε να κάνει την πρώτη κίνηση’ και φυσικά την έκανε εκείνος. Έτσι, ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος, πήρε τον εσπρέσο του και προχώρησε προς το μέρος της. Εκείνη καθισμένη, εκείνος όρθιος τώρα, από πάνω τηζ‘ Ήταν άνετος, χωρίς κανένα δισταγμό, διότι είχε και τις δύο εκδοχές υπέρ του: Αν εκείνη δοκίμαζε να τον επαναφέρει στην τάξη - «σας παρακαλώ, κύριε», κ.λπ. —, το πολύ να της αποκάλυπτε ποιος είναι και όπου πήγαινε η ιστορία, Αν όχι, τόσο το καλύτερο, είχε την τύχη με το μέρος του, Τη ρώτησε μόνο αν του επέτρεπε να καθίσει μαζί της, να ενώσουν τις μοναξιές τους, να περάσει πιο ευχάριστα η ώρα. Η πτήση του είχε καθυστέρηση. Η δική της; Η δική της ματαιώθηκε. Ευκαιρία τότε για μια σοβαρότερη κουβέντα, «ματαιωμένες πτήσεις, ματαιωμένες ζωές, ματαιωμένες σχέσεις», τέτοια. Της άρεσαν αυτά που της έλεγε και χαμογέλασε. Την παρακολουθούσε από καιρό* της το είπε. Του άρεσε η όλη παρουσία της, της είπε, του άρεσε που αν και είχε μια τόσο προκλητική εμφάνιση, εντούτοις ο αισθησιασμός που έβγαινε από παντού δε σημαδοτούσε τίποτα το χυδαίο επάνω της. Όχι βέβαια ότι δε γεννούσε φλογερές επιθυμίες, αλλά να, πώς να το κάνουμε, βάραινε περισσότερο η προσωπικότητά της. Κι αυτό της άρεσε. Μια μικρή παύση μέσα από τα χαμόγελά τους. «Τ ριάντα χρονών;», άρχισε πάλι εκείνος. «Περίπου’ τριάντα τόσο. Εσείς;»


«Σαράντα τόσο εγώ.» Πάντως τον είχε ανησυχήσει κάπως η ευκολία με την οποία δέχτηκε την παρέα του. Τον έβαλε μάλιστα σε σκέψεις, αλλά απέφυγε να της το κουβεντιάσει. Ίσως αργότερα. «Σας είπα όμως ψέματα, δεν έχει καθυστέρηση η πτήση μου. Αυτήν τη φορά ήρθα μόνο για σας, δεν υπάρχει πτήση. Τ ις άλλες φορές υπήρχε.» «Για τις άλλες το ξέρω. Ψυχίατρος που πάει σε συνέδρια.» Ο Φάνης κυριολεκτικά τα έχα^ε. «Μην τρομάζετε. Κάποια φορά είχατε ξεχάσει ένα φυλλάδιο με το πρόγραμμα του συνεδρίου στη Φλωρεντία.» Το θυμόταν. Άρα τον είχε προσέξει! Πάντως χάρηκε που του έλεγε αλήθεια, που δεν τον ανάγκαζε κι αυτόν να υποκρίνεται. Ένιωθε όμορφα. Τον είχε παραξενέψει το μυστήριο. Της το είπε. Η «μυστηριώδης άγνωστη», έτσι την είχε βαφτίσει. Γιατί αυτή η τρέλα, αυτή η εμμονή, αυτή η νεύρωση; Επί μήνες την έβλεπε να έρχεται εδώ, αλλά ποτέ δεν την είδε να ταξιδεύει. Γιατί λοιπόν ερχόταν αφού δεν ταξίδευε; Ίσως βέβαια - συνέχισε - και το επάγγελμά του


να του είχε ανοίξει την όρεξη να λύσει το μυστήριο, γι’ αυτό και οι ερωτήσεις. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, να μην κρύβεται, του άρεσε κιόλας, ήταν όμορφη, του άρεσε να τη βλέπει. Ας πούμε πως όλα μαζί τον είχαν κάνει φοβερά περίεργο, αν όχι και αδιάκριτο. Εκείνη χαμογέλασε. Δεν είχε κανένα λόγο να του κρυφτεί, αλλά πάνω που άρχισε να του λύνει το μυ : στήριο της ιστορίας της, εκείνος τη διέκοψε. Έξυπνη κίνηση. Της πρότεινε να πεταχτούν καλύτερα απέναντι, στο μπαρ του ξενοδοχείου, ένα καταπληκτικό μπαρ, με ελάχιστους πελάτες, μουσική, ησυχία, χωρίς αδιάκριτα βλέμματα, να τα κουβεντιάσουν εκεί, με λίγο αλκοόλ, με ατμόσφαιρα, ελεύθερο χρόνο εξάλλου έχουν.,. «Παντρεμένος;», τον διέκοψε αιφνιδιάζοντας τον. «Όχι. Ούτε εσείς βέβαια. Λάθος;» «Ούτε εγώ.» Με το «ούτε εγώ» που του είπε, γέλασαν και οι δυο, ενώ συγχρόνως σηκώθηκαν όρθιοι. Εν τω μεταξύ ο Φάνης έβλεπε να λάμπουν τα κόκκινα υγρά χείλη της, οι ολόλευκοι γυμνοί ώμοι της, τα μάτια της με τα τεράστια τσίνορα και έλιωνε. Ευτυχώς η εφαρμογή του σχεδίου του έπαιρνε καλό δρόμο, αλλά κάπου εδώ άρχιζαν και τα δύσκολα. Σε πέντε λεπτά βρισκόντουσαν στο μπαρ, σε μια μισοφωτισμένη γωνιά του.


Διακριτικό ημίφως, διακριτική μουσική και ησυχία. Μόνο ο μπάρμαν και οι δυο τους. Αρχισε όμως να μην του πολυαρέσει που ο ίδιος έπαιζε με σημαδεμένη τράπουλα και κάτι τον έσπρωχνε να της αποκαλυφθεί, αλλά κρατήθηκε. Αυτό θα τα χάλαγε όλα. Όταν ο μπάρμαν τους έφερε το ουίσκι, χωρίς παγάκια, σκέτο, εκείνος της έπιασε το χέρι — τα δάχτυλα για την ακρίβεια —, ενώ την κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια. Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη, γι* αυτό και ευχόταν, αν ήταν δυνατόν, να τελειώνουν οι κουβέντες τους και ως διά μαγείας να βρεθούν κάπου σ’ ένα δωμάτιο, σ’ ένα κρεβάτι του ξενοδοχείου, και εκεί ας συνέχιζε τη διήγηση της ιστορίας της. Το χέρι της του το άφησε, δεν το τράβηξε. Παράγγειλαν και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο ουίσκι. Άρχισαν να ζαλίζονται, δεν είχαν πια κανένα λόγο να κρύβουν τις σκέψεις τους, δεν τους τρόμαζαν τα λόγια, οι κινήσεις, οι εξομολογήσεις, άρχισαν όλα να ανακατεύονται, να ρέουν’ η μουσική, η νύχτα, τα μάτια τους, τα χέρια τους, τα δάχτυλα, οι λέξεις, προπάντων οι λέξεις. Σε λίγο εκείνος είχε σχεδόν ξεχάσει το κρεβάτι, ενώ εκείνη βυθιζόταν στο παραλήρημά της. Του μίλησε για τους μίζερους γονείς της, που την έθαψαν στο δικό τους όνειρο, που όλο κι όλο ήταν να διοριστεί νοσοκόμα στο Ιπποκράτειο — «τώρα που είναι ακόμα αρχίατρος εκεί ο θείος Ισίδωρος», μέρα νύχτα όλο αυτό της κοπανούσαν —, για τις μίζερες σχέσεις της, για τη μίζερη ζωή της, για τη μίζερη γειτονιά της - άρα δεν τον είχε αναγνωρίσει —, που ένιωθε άσχημη, που ντρεπόταν γιατί ήταν κοντή, γιατί ήταν παχουλή, που δεν είχε νιώσει ποτέ οργασμό - γιατί να του το κρύψει; του το είπε κι αυτό -, γιατί, γιατί… και πάντα ανικανοποίητη και πάντα μέσα στα βρώμικα


δωμάτια του νοσοκομείου, δίπλα σε γερασμένα σώματα, δίπλα σε ανοιγμένες πληγές, κοντά στο θάνατο, σε βρώμικες ανάσες… μέχρι που όταν μια νύχτα επέστρεφε από ένα ταξίδι της στο Λονδίνο… Εκεί κάπου κόμπλαρε λίγο, δίστασε να συνεχίσει, εκεί κάπου του είπε ότι δεν ήξερε γιατί — «γαμώτο» — καθόταν τώρα και του τα έλεγε όλ’ αυτά. Μπορεί, της είπε, επειδή ήταν ψυχίατρος και τον εμπιστευόταν ή ίσως επειδή πίστευε ότι θα την καταλάβαινε, και, πού να πάρει, το είχε ανάγκη επιτέλους κάποιος να την καταλάβει, και εκείνη τότε του είπε να μη συνεχίσει γιατί ούτε αυτό είχε ανάγκη ούτε της καιγόταν καρφί για κανέναν ούτε που την ένοιαζε πια αν κάποιοι την πούνε πουτάνα ή κυρία… και δεν πά’ να μην την καταλάβουν ποτέ, δεν πά’ να… Σταμάτησε, όταν τον είδε να την κοιτάζει εμβρόντητος, μ’ ανοιχτό το στόμα και… «Σίγουρα σας κούρασα. Ή είπα κάτι που σας σόκαρε;» «Όχι, όχι… αντίθετα. Η αλήθεια είναι πως θα πρεπει να είσαι πολύ πληγωμένη, πολύ απελπισμένη.» «Είμαι.» «Λυπάμαι, δεν ήθελα να σε προσβάλω, αλίμονο, το μυστήριο ήθελα να μου λύσεις. Από εκεί ξεκίνησαν όλα.» «Αυτό προσπαθώ, αλλά μέθυσα, φαίνεται, και παρασύρομαι και ίσως σου λέω και πράγματα που δεν πρέπει.»


Και άρχισε πάλι το γοητευτικό της παραλήρημα, σαν υπνωτισμένη, που όταν, λέει, μια φοβερή χειμωνιάτικη νύχτα επέστρεφε με το αεροπλάνο απ’ το Λονδίνο από εκείνο το ταξίδι που είχε πάει και πάνω που είχε αρχίσει μια πολύ όμορφη κουβέντα με τον διπλανό της - κάτι σαν συγγραφέας ήταν, της είπε, κάτι σαν πλασιέ βιβλίων που έκανε τακτικά αυτά τα ταξίδια — και ακριβώς τη στιγμή που πέταγαν πάνω από τις Αλπεις, άρχισε ξαφνικά ένας λυσσασμένος αέρας που ανεβοκατέβαζε το αεροπλάνο σαν καρυδότσουφλο και το ταρακούναγε τόσο — ήταν και η ταραγμένη φωνή του πιλότου, «προσδεθείτε», «μην κινείται κανένας» — που την έκανε να τρέμει από το φόβο της. Έτρεμε τόσο που σχεδόν δεν κατάλαβε πώς της ήρθε να του ζητήσει να την αφήσει να του πιάσει το χέρι - ακόμα έψαχνε για την αληθινή εξήγηση’ ίσως ήταν επειδή είχε νιώσει πολύ οικεία, πολύ ζεστά μαζί του - , αλλά, πριν καλά καλά ολοκληρώσει τη φράση της, είδε έκπληκτη ότι εκείνος είχε πιάσει ήδη το δικό της. Σε όλο το ταξίδι τής το κρατούσε απαλά, τρυφερά, βελούδινα και της το χάιδευε και της μιλούσε όμορφα, μαγικά* της μιλούσε για σχέσεις, για βιβλία, για έρωτα, μέχρι που, όσο περνούσε η ώρα, άρχισαν να ξεχνιούνται και ο φόβος και ο αέρας και το αεροπλάνο. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που ένιωσε τόσο ευτυχισμένη, ίσως γιατί ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε ξαφνικά οργασμό, τον ομορφότερο οργασμό, ενώ εκείνος τη χάιδευε και της μιλούσε, της μιλούσε… Εκεί διέκοψε προς στιγμήν την αφήγηση* σαν να χάθηκε, σαν να έφευγε, σαν να ονειρευόταν. «Και μετά;»


«Μετά; Μετά… Τον έχασα. Πάπαλα.» Με το τέλος του ταξιδιού τής έγραψε, λέει, το τηλέφωνό του σ’ ένα χαρτάκι, στο χαρτάκι της επιβίβασης, και της το έδωσε. «Πρωινά να με παίρνεις», της είπε και εκείνη η επιπόλαιη το ’χάσε το χαρτάκι του, το ’χάσε… Και από τότε ψάχνει να τον βρει, όλο ψάχνει, ψάχνει, ώρες, μέρες, μήνες, ψάχνει, ψάχνει… ίσως να τον ψάχνει και για όλη της τη ζωή. «Δεν το πιστεύω, δε γίνεται», της είπε. «Απίστευτο, αλλά γίνεται, το ’χασα», του είπε. Ξέρει τις ώρες που ταξιδεύει, πάντα νύχτα, τέτοιες ώρες της είχε πει’ τον εμπνέει η νύχτα, το ταξίδι. Πλασιέ ήταν; Συγγραφέας ήταν; Δεν ξέρει. Έτσι άρχισαν όλα, έτσι άρχισε και η τρέλα του αεροδρομίου. Πώς να τον ξανασυναντήσει, ίσως ξαφνικά να τον δει μπροστά της, ίσως να την ψάχνει κι εκείνος, γιατί δε γίνεται να μην την ψάχνει, είναι βέβαιη πως την ψάχνει. Έτσι άρχισε και η μεταμόρφωσή της, έτσι έπαψε να είναι η Φωτεινούλα που ήξεραν — της ξέφυγε κι είπε τ’ όνομά της —, έτσι άρχισε να έρχεται εδώ, να παρατηρεί, να βλέπει και ν’ αλλάζει, ν’ αλλάζει, μέχρι που έγινε αυτή που έβλεπε τώρα μπροστά του. Σώπασε για λίγο και μετά συνέχισε. Στην αρχή όλοι και όλα της θύμιζαν εκείνον, σε κάθε άγνωστο έβλεπε εκείνον, μέχρι που σιγά σιγά άρχισε να θολώνει μέσα της η


εικόνα του, μέχρι που με τον καιρό άρχισε να τον μισοξεχνά, χωρίς να σταματήσει όμως να ελπίζει και γι’ αυτό να συνεχίζει τις επισκέψεις της εδώ, χωρίς να σταματήσει να παρατηρεί, να βλέπει, να ψάχνει, να σκέφτεται και ν’ αλλάζει, όλο ν’ αλλάζει… Είχε πια συνηθίσει να έρχεται, είχε αρχίσει να την ενδιαφέρει και το αεροδρόμιο γενικώς, όχι μόνο σε σχέση μ’ εκείνον. «Δεν καταλαβαίνω, ειλικρινά δεν…» «Θα καταλάβεις, περίμενε…» Χωρίς λοιπόν να πάψει ποτέ να ψάχνει για εκείνον - εκείνη άλλωστε έφταιγε -, άρχισε παράλληλα, για να περνά και η ώρα της, να την ενδιαφέρει όλος εκείνος ο κόσμος των ταξιδιωτών — κρατά και σημειώσεις, μπορεί μια μέρα να γράψει για όλ’ αυτά -μόνο που σιγά σιγά, ψάχνοντας για εκείνον, μοιραία την απασχολούσαν όλο και περισσότερο οι άντρες και παρατηρώντας τους μελετούσε τα πρόσωπά τους, τις συμπεριφορές τους, τις αντιδράσεις τους, τις αμηχανίες τους, και έβλεπε πως είχαν φοβερό ενδιαφέρον. Πρόσεξε πως ένας ένας ξεχωριστά, με το πέρασμα της ώρας, όταν χαλάρωνε, άρχιζε να ξαναβρίσκει τον εαυτό του και, μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνει μέχρι νά ’ρθει η ώρα της αναχώρησής του, δειλά δειλά στην αρχή, άρχιζε κι αυτός να παρατηρεί τι γίνεται γύρω του, έτσι γενικά, λες και ήθελε να ξεπεράσει την ανία του, ν’ ακουμπήσει κάπου τα μάτια του, λες και δεν άντεχε τον εαυτό του, λες και φοβόταν μην πνιγεί στο κενό του, λες και υπήρχε κάτι που του έλειπε και έψαχνε να το βρει κάπου εκεί γύρω. Σιγά σιγά όμως - εκεί είχε και το γούστο του -άξιζε να τον βλέπεις με τι μαεστρία περιόριζε τις αναζητήσεις του στις όμορφες της αίθουσας, μέχρι να καταλήξει στην πιο όμορφη, για να μην


ξεκολλήσει πια τα μάτια του από πάνω της. «Και η πιο όμορφη ήσουν εσύ.» «Μην υπερβάλλουμε.» Εκεί συνειδητοποίησε τι σημαίνει αρέσω, τι χρειάζεται και τι κάνεις για να αρέσεις, και τότε ακριβώς άρχισαν ν αλλάζουν όλα, σεισμοί και καταποντισμοί έγιναν μέσα της - έτσι το είπε - , για να οδηγηθεί στο τέλος στις μεταμφιέσεις της, στο προκλητικό ντύσιμό της, μαζί και στις συγκρούσεις με το σπίτι της. «Όχι πια όμως’ τώρα ηρέμησαν. Κοιτάζουν και δε λένε τίποτα. Φεύγω, έρχομαι, μόνο μην αργήσεις μου λένε…» Έτσι, καθώς άρχισε να παίζει με τη φωτιά, έτσι κάπως όλη αυτή η διαδικασία άρχισε να την απελευθερώνει και να τη μεθά, και έτσι κάπως, χωρίς καλά καλά να ξέρει γιατί, περιόρισε το ενδιαφέρον της στους μοναχικούς. Αυτοί την απασχολούσαν περισσότερο, την έβρισκε μ’ αυτούς, γι’ αυτό και τους ξεχώριζε αμέσως’ και γυναίκα να είχαν μαζί τους, φως φανάρι πως πάλι μόνοι τους ήταν. Αρχισε να διαισθάνεται ποιοι απ’ αυτούς δεν είχαν δεσμό, ποιοι ήταν μόνοι, διασκέδαζε με το φόβο που είχαν μερικοί μη χάσουν την τσάντα τους, να μην την ξεχάσουν, της άλλαζαν θέση, αλλά αυτοί δεν της άρεσαν, δεν ήταν άνετοι, δεν ήταν ελεύθεροι, όλο κόμπους, άσε που αυτοί κατά κανόνα ήταν τυφλοί, ανύπαρκτοι, απόντες. Περισσότερο της άρεσαν οι άλλοι, αυτοί που δε δίσταζαν να ψάξουν και να εντοπίσουν την όμορφη γάμπα, το όμορφο στήθος, το πιο γυμνό κομμάτι μιας γυναίκας, αν και στο τέλος ήταν σίγουρη πως τη μισούσαν αυτήν τη γυναίκα, γιατί δεν ήταν δική τους, γιατί δεν


ήξεραν τον τρόπο να την κάνουν δική τους. «Αυτό γινόταν και μ’ εσένα;» «Και μ’ εμένα. Και εκεί είναι που άρχισε να με μεθά αυτός ο ρόλος, στο να τους κάνω δηλαδή να ζουν ξαφνικά το όνειρό τους μ’ εμένα, αυτό που δεν πίστευαν ότι θα συμβεί να συμβαίνει. Όταν το κατόρθωναν, ένιωθαν ότι άνοιγε γι’ αυτούς μια πόρτα του παραδείσου.» Εκεί κάπου, λέει, άρχισε και η επιθυμία της να αρέσει, να ρουφά όλη τη δίψα των ματιών τους, να κολλούν και να μη φεύγουν από πάνω της, αυτό που σ’ όλη της τη ζωή τής είχε λείψει. «Είχε δίκιο ο πατέρας μου όταν μου ’λεγε πως θέλω ψυχίατρο. Με λίγα λόγια, άρχισα να ανακαλύπτω το σώμα μου.» Μόλις γύριζε σπίτι από το νοσοκομείο άλλαζε, μεταμορφωνόταν και έφευγε. Ο μπαμπάς και η μαμά τον πρώτο καιρό πουτάνα την ανέβαζαν, πουτάνα την κατέβαζαν, αλλά το χειρότερο ήταν πως, εν τω μεταξύ, είχε σχεδόν χαθεί κάθε ελπίδα να ξαναβρεί το συγγραφέα της. Και τότε πρόσεξε πως οι άνθρωποι στα αεροδρόμια δεν είναι όπως θα ήταν, ας πούμε, σ’ ένα μπαρ ή ταξιδιώτες σ’ ένα τρένο. Εκεί τα πάνε καλά με τον εαυτό τους, χαλαρώνουν, ξαναβρίσκουν τον μπάσταρδο χαρακτήρα τους, ενώ εδώ, θες ο φόβος, θες το κενό τους, δεν πολυσκέφτονται κατινίστικα πράγματα, σαν να γίνεται ένα διάλειμμα μέσα τους, μια παύση, λες και ακινητοποιείται ο χρόνος, λες και έχουν ακυρώσει ραντεβού, δουλειές, κατεργαριές, γίνονται άλλοι, πιο αληθινοί, λες και αισθάνονται τη μηδαμινότητά τους, τη μοναξιά τους, λες και εκείνες τις στιγμές συνειδητοποιούν πόσο μόνοι είναι


πραγματικά όλοι οι άνθρωποι, ότι δεν τους σώζει τίποτα’ ούτε η οικογένεια ούτε τα παιδιά τους ούτε η ερωμένη, όπως μπροστά στο θάνατο δεν τους σώζει κανείς. «Τ ι λέω; Δεν ξέρω τι λέω.» «Συνέχισε, σε παρακαλώ, είσαι καταπληκτική, είσαι περίπτωση.» «Λες και εδώ συναντούν τον αληθινό εαυτό τους, μέσα στα αδιέξοδά τους, μέσα στη ματαιότητά τους, γι’ αυτό μου άρεσε εκείνο που είπες πριν για τις ματαιωμένες ζωές, έτσι το ’χα σκεφτεί κι εγώ για τη ζωή μου’ ματαιωμένη.» Έτσι σιγά σιγά άρχισαν, λέει, να της αρέσουν οι ταξιδιώτες του αεροδρομίου, έτσι άρχισε ν’ ανοίγει κουβέντα μαζί τους, όταν είδε πόση ανάγκη είχαν να της μιλήσουν για τις κρυμμένες αλήθειες τους, μια και την εμπιστεύονταν, γιατί δεν είχαν να φοβηθούν τίποτε απ’ αυτήν. Τους είχε μάθει καλά πια όλους αυτούς. Ήξερε πότε θα την πλησιάσει κάποιος, τι ακριβώς θα της πει - «έχεις ωραία πόδια, ωραία γόνατα, ωραίες γάμπες, ωραία μάτια» - μέχρι να φτάσει στο ψητό. Εδώ ομόρφυνε, εδώ σε ώρες περισυλλογής, καθισμένη στο ΠΡΑΣΙΝΟ , ανακάλυψε τον εαυτό της, εδώ άλλαξε, και καλά έκανε που άλλαξε, εδώ έφτασε να κάνει ακόμα και την πόρνη, όταν της έκανε κέφι, αφού και οι άλλοι κάπως έτσι την έβλεπαν, και καθόλου δεν ντρεπόταν που του το έλεγε και δεν την ενοχλούσε, τη λύτρωνε μάλλον, και στο κάτω κάτω της άρεσε που την έβλεπαν μόνο σαν ένα επιθυμητό σεξουαλικό αντικείμενο, της άρεσε η ευκολία που τους κέρδιζε και την κέρδιζαν, της άρεσε που ελάχιστοι απ’ αυτούς ήθελαν να την ξαναδούν, της άρεσε που γινόταν κομμάτι της νύχτας


τους, της άρεσε γιατί ήξερε ότι ήταν πολλοί που δε θα την ξεχνούσαν εύκολα, ότι θα διηγούνταν την ιστορία της, και της άρεσε γιατί επιτέλους δεν ήξερε κανέναν και δεν την ήξερε κανένας. «Έλεγες την ιστορία σου σε όλους;» «Όχι, καθόλου’ είσαι ο πρώτος. Όμως όλοι τους ένιωθαν πως ήμουν κάτι διαφορετικό, ότι δεν ήμουν εγώ, αλλά μια άλλη, πράγμα που με συγκινούσε αφάνταστα.» Και τότε ξαφνικά γύρισε να τον κοιτάξει με κατακόκκινα δακρυσμένα μάτια’ ίσως για να δει τι εντύπωση του έκαναν όλ’ αυτά που του έλεγε, που πράγ-μάτι καλά καλά ούτε κι αυτός ήξερε για ποιο λόγο του τα έλεγε, εκτός αν… αν… «Έτσι δεν είναι καλύτερα; Τ ι λες; Έτσι κι αλλιώς, όπως και να ζήσεις τη ζωή σου, στο τέλος δε θα ’χεις βρει την καλύτερη πλευρά της, πάντα θα σου χρωστά αυτό που σου στέρησε.» Πήρε πρώτα μια χαρτοπετσέτα απ’ το τραπέζι, σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της και συνέχισε. Του είπε πως ένας απ’ αυτούς ήθελε και να την παντρευτεί, αλλά δεν ήταν αυτό που της έλειπε, ούτε καν η αγάπη της έλειπε, δεν πίστευε πια στην αγάπη, τελειώνει κι αυτή όταν τελειώνει η επιθυμία, όσο κρατάει η επιθυμία κρατάει και η αγάπη, άσε που πολλές φορές ταπεινώνει η αγάπη, εξευτελίζει η αγάπη, το έβλεπε στους γονείς της, καλύτερα λοιπόν έτσι, χωρίς όμως να ’ναι βέβαιη και γι’ αυτό. Παραδέχτηκε πως δεν ήταν μόνο το σεξ που την έφερε σ’ αυτή την τρέλα’ ήταν και που λίγο λίγο άρχισε και να την ενδιαφέρει το σώμα του άλλου, πώς συμπεριφέρεται ο άλλος, πώς αντιδρά, η


διαφορετικότητά του, πώς την πλησιάζει, πώς μπαίνει στο χώρο της, πώς φτάνει στην πρόταση, πώς μπαίνει μέσα της, το μάτι που θολώνει, το σάλιο που γεμίζει το στόμα, που στεγνώνει το στόμα, η ανάσα του, η κραυγή του, και ύστερα όταν έρχεται ο σπασμός του, όταν τελειώνουν όλα, πώς γίνεται πάλι ξένος, ανώνυμος, φοβισμένος, το τυχαίο που δεν άφησε ίχνη. Της άρεσαν, λέει, οι ξένοι, οι άγνωστοι, οι συζητήσεις που έκανε μαζί τους, που της άνοιγαν την ψυχή τους. «Και πού συμβαίνουν όλ’ αυτά; Γιατί αρχίζω να μη σε… Πώς; Όχι, δε σε πιστεύω.» «Οπουδήποτε. Να με πιστέψεις. Στο αυτοκίνητό μου, στο δικό τους, εδώ στο ξενοδοχείο. Γι’ αυτούς δεν είναι το ίδιο όπως αν γινόταν σ’ ένα νόμιμο κρεβάτι, γιατί εκεί κουβαλούν τα άγχη τους, τη βιασύνη τους, γιατί εκεί όλα χάνουν τη μοναδικότητά τους, ενώ εδώ δεν υπάρχουν ενοχές, δε με ξέρουν, δεν τους ξέρω, κανένας φόβος. Θυμάμαι που ένας άλλαξε την ημέρα της αναχώρησης και μείναμε τρεις μέρες μαζί. Όλο τηλεφωνούσε στη γυναίκα του, και τη μια της έλεγε πως έχει χιόνια, την άλλη πως κάτι του έτυχε. Αστεία αστεία ξέρω να τους κάνω ευτυχισμένους.» «Και οι γονείς σου, όταν έλειπες τόσες μέρες; Στη δουλειά σου;», τη ρώτησε όσο μπορούσε πιο διακριτικά. «Οι γονείς μου δε θέλουν πια τόσες εξηγήσεις. Στη δουλειά, δήλωσα ασθένεια.» Εκεί τότε του ήρθε να τη ρωτήσει αν πληρώνεται, αλλά το κατάπιε… δεν είπε λέξη. Προτίμησε να την κοιτάξει για να καταλάβει πόσες αλήθειες του έλεγε, γιατί, αν δεν ήξερε πως ήταν η Φωτεινούλα,


εύκολα θα τη χαρακτήριζε σαν μια πόρνη πολυτελείας, τώρα όμως που ξέρει ποια είναι… αρχίζει να μην είναι βέβαιος για τίποτα. «Λοιπόν;», τον ρώτησε. «Πόσο διεφθαρμένη με θεωρείς; Πολύ διεφθαρμένη;» «Καθόλου, καθόλου, δεν ξέρω τι να πιστέψω, πόσα να πιστέψω, δεν ξέρω καν αν…» Σταμάτησε, δε συνέχισε. Είχε ήδη μπει στο μικρό της σύμπαν, στο μαγικό της κύκλο - δεν πίστευε στ’ αυτιά του —, και ούτε ήξερε ύστερα απ’ όλα αυτά τι της είπε, τι και πώς της το πρότεινε, τι έκανε τέλος πάντων, πώς το μεθόδευσε και βρέθηκαν άγρια μεσάνυχτα στη σουίτα του SO FITEL, ψηλά στον όγδοο όροφο, που από το παράθυρό της έβλεπες τα αεροπλάνα να φεύγουν και να ’ρχονται, τη νύχτα, τα φώτα, ενώ ο βόμβος τους λειτουργούσε στ’ αυτιά τους σαν μουσική. Προς στιγμήν αμφιταλαντεύτηκε πού να την πάει. Διάλεξε τη σουίτα, της άξιζε ό,τι καλύτερο, για τέτοια γυναίκα, ό,τι καλύτερο. * Τ ώρα, γυμνοί και οι δύο, ξαπλωμένοι στο τεράστιο κρεβάτι, ανάσκελα, έπειτα από έναν οργιαστικό έρωτα, ηρεμούσαν, ενώ εκείνος χάιδευε την κατάμαυρη ήβη της και εκείνη τα χείλη του’ της άρεσαν τα χείλη του. Της είπε ότι έζησε τη συγκλονιστικότερη νύχτα της έως τώρα ζωής του, ότι τον σημάδεψε και ότι δε θα την ξεχνούσε ποτέ. Εκείνη τότε γύρισε να τον κοιτάξει, του είπε ευχαριστώ και


σηκώθηκε. Τα μάτια της ήταν ακόμα κόκκινα και δακρυσμένα. Όσο πλενόταν εκείνη στο λουτρό, εκείνος είδε πως άρχισε να ξημερώνει. Μόλις που προλάβαινε το πανεπιστήμιο. Αλλά πώς φεύγει; Τ ι κάνει; Τ ι της λέει; Είχε αρχίσει και να ψιλοβρέχει. Έπρεπε να βιαστεί. Καθώς τα σκεφτόταν όλ’ αυτά, αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που η Φωτεινούλα δάκρυσε. Αν ήταν επαγγελματίας και αν δεν τον είχε αναγνωρίσει, γιατί να δακρύσει; Και τότε θυμήθηκε πως την ώρα που ανέβαιναν με το ασανσέρ και ενώ ήταν στην αγκαλιά του, τον ρώτησε αν ήταν από πάντα φαλακρός. Αυτό πάλι πώς της ήρθε; Γιατί το είπε; Τ ι έψαχνε; Και γιατί απέφυγε να τον ρωτήσει πώς λέγεται, όπως θα ήταν φυσικό; Αντί να την παγιδεύσει εκείνος, μήπως τον είχε παγιδεύσει εκείνη; Τ ι του έκρυβε; Ύστερα γιατί τον ρώτησε πόσο διεφθαρμένη τη βλέπει, και πώς γίνεται να νομίζει πως δεν είναι διεφθαρμένη, αν αληθεύουν όλα αυτά που του είπε; Ή μήπως τον αναγνώρισε και τον εκδικείται για την περιφρόνηση που της έδειχνε κάποτε; Μυστήρια, πολλά μυστήρια… Τ ι είναι επιτέλους; Μια μυθομανής; Μια πραγματική πόρνη; Σίγουρα η ιστορία της με το συγγραφέα ήταν αληθινή και το ίδιο αληθινό ήταν ότι μια ζωή θα ελπίζει πως μια μέρα θα τον ξαναβρεί, αλλά* καθόλου απίθαvo όλα τα υπόλοιπα να ήταν μια παράσταση για να τον παγιδεύσει, αν υποθέσουμε ότι τον είχε αναγνωρίσει από την πρώτη στιγμή. Μέσα απ’ το λουτρό την άκουσε τότε να του λέει - λες και ήξερε τις


σκέψεις του - πως αν βιάζεται μπορεί να φύγει, η ίδια αργεί ακόμα και πως να ξέρει ότι πρώτη φορά έκανε μια τέτοια εξομολόγηση σε πελάτη της και ότι ελπίζει να το εκτιμήσει αυτό. Ύστερα του είπε ότι ξέρει πόσο δύσκολο είναι να την καταλάβει, να καταλάβει πώς περνά κάποιος από τη μια φάση στην άλλη, από τη μια κατάσταση στην άλλη. «Πελάτης» της; Τ ώρα γιατί του το είπε πάλι αυτό; Να τον μπερδέψει; Τ ι να κάνει; Να της αφήσει λεφτά να δει πώς θ’ αντιδράσει; Σηκώθηκε κι αυτός, ντύθηκε γρήγορα γρήγορα και ύστερα από κάποιες σκέψεις άφησε στο κομοδίνο ένα ματσάκι χαρτονομίσματα, χωρίς να είναι βέβαιος ότι κάνει καλά και χωρίς να είναι βέβαιος ότι πια η Φωτεινούλα δε θα εξελιχθεί στο μόνιμο νταλκά της ζωής του. Έφυγε αρκετά ταραγμένος, αρκετά διχασμένος, έως και αρκετά τρομαγμένος. Την ώρα όμως που έκλεινε την πόρτα, κάνει ξαφνικά μεταβολή, ξαναγυρνά, παίρνει πίσω τα χρήματα και φεύγει, κλείνοντάς τη διακριτικά και αθόρυβα, «οριστικά πια». Την ώρα που πλήρωνε το λογαριασμό στη ρεσεψιόν, θυμήθηκε το «οριστικό πια» που σκέφτηκε πριν από λίγο και χαμογέλασε. «Τ ίποτε, εκτός από το θάνατο, δεν είναι οριστικό στη ζωή μας», ψιθύρισε και, φεύγοντας, ευχαρίστησε το ρεσεψιονίστα, ενώ έξω το ψιλόβροχο συνεχιζόταν.


Αποχαιρετισμοί Θυμάμαι πως η μητέρα μου, για να τα βγάλει πέρα όταν ήμουν μικρός, αναγκαζόταν να νοικιάζει σε εργένηδες το δώμα — ένα δωμάτιο όλο κι όλο — στο πατρικό μας, μια και ο πατέρας — μετανάστης τότε στην Αμερική — μόνο όποτε θυμόταν μας έστελνε κανένα φράγκο. Θυμάμαι ακόμα πως όταν οι ενοικιαστές ξενοίκιαζαν το δωμάτιο, φεύγοντας, συνήθως ξεχνούσαν ή άφηναν κι από κάτι, κι εγώ τότε, μόλις μας αποχαιρετούσαν, ανέβαινα σαν τρελός τις σκάλες να δω τι ξέχασαν αυτήν τη φορά. Πότε έβρισκα μισοσπασμένες καρέκλες, πότε μισο-ξεσκισμένα μαξιλάρια, πότε βιβλία’ αυτά ποτέ δεν τα ’βρισκα σκισμένα, ή, και αν τους έλειπαν κάποιες σελίδες, το περίεργο ήταν ότι ποτέ δεν τους έλειπε ούτε η αρχή ούτε το τέλος. Απ’ ό,τι θυμάμαι, αυτά τα βιβλία ήταν τα πρώτα που διάβασα και τα πρώτα που μ’ έβαλαν στον κόσμο της τέχνης και της φαντασίας. Ένας νοικάρης μας μάλιστα — αυτό το θυμάμαι πολύ καλά -, ο Χριστόφορος, είχε αφήσει ένα κομοδίνο που στο συρτάρι του μαζί με τα βιβλία βρέθηκαν κι ένα σωρό πορνοπεριοδικά. Τα ’δειξα στην παρέα και τρελάθηκαν. Ο Ευκαρπίδης, ο μπαγάσας, μου ’κλέψε το καλύτερο. Τότε ήταν που ανακαλύψαμε — σε ασκήσεις επί χάρτου — τι ποικιλίες μπορεί να ’χει μια ερωτική πράξη. Οι εφαρμογές άρχισαν αργότερα, πολύ αργότερα. Πάντα εκείνα τα περιοδικά υπήρξαν όχι μόνο ένας σημαντικός πιλότος στην ερωτική ζωή της παρέας, αλλά και ένας σημαντικότατος παράγοντας για την


απελευθέρωσή μας. Έκτοτε εκείνη η παρέα δεν είχε ταμπού και προκαταλήψεις. Είχαμε μάθει να εκτιμούμε τη γυναίκα σε όλες τις φάσεις της ζωής της, ξέραμε να κατανοούμε τα πάθη της και τις παρεκτροπές της, και ποτέ, απ’ ό,τι θυμάμαι, δε χαρακτηρίζαμε μια γυναίκα πόρνη επειδή έτυχε να της αρέσει περισσότερο από το συνηθισμένο ο έρωτας, όπως έτσι βάφτιζε συλλήβδην όλες τις γυναίκες ο θείος Γιάννης. Ο Μελανίτης, ένας άλλος ενοικιαστής μας, πενηντάρης, φαλακρός, κοντούλης, εύθυμος κι ευχάριστος άνθρωπος, είχε, θυμάμαι, αφήσει κρεμασμένο στον τοίχο ένα καδράκι με τη φωτογραφία της μνηστής του, με μαγιό, στην πλαζ. Όταν έφυγε, όλοι ξέραμε πως τον είχε εγκαταλείψει. Ξανθιά, όμορφη, με μεγάλο στήθος. Ίσως γι’ αυΐό και να ξενοίκιασε το σπίτι, επειδή τον εγκατέλειψε η Σοφία’ έτσι την έλεγαν. Πέταξα, θυμάμαι, το πλαίσιο — ήταν σπασμένο και το τζάμι - και κράτησα τη φωτογραφία. Ακόμα την έχω. Ο Μελανίτης έφυγε για το χωριό του. Προς στιγμήν μάλιστα αποπειράθηκε να αντικαταστήσει τη Σοφία με τη μάνα μου. Είχα ακούσει, μέσες άκρες, το διάλογο που είχε μαζί της εκείνη τη μέρα των μεγάλων αποφάσεων, καθώς προσπαθούσε να την πείσει να πηγαίνει να κοιμάται πότε πότε μαζί του τις νύχτες, που άλλωστε το δικαιούνταν μια και ο άντρας της — ο πατέρας μου δηλαδή — την είχε παρατήσει και ζούσε μια χαρά τη ζωούλα του στην Αστόρια της Νέας Υόρκης. Και δεν της έλεγε ψέματα, μια και κάτι ξαδέλφες της, μετανάστριες κι αυτές στην Αμερική, την πληροφορούσαν κάθε τόσο πότε ότι ο άντρας της τραβιέται με μια ζωντοχήρα, πότε ότι την έχει γκαστρώσει κιόλας, πότε ότι έχει και παιδί από μια άλλη, και γι’


αυτό, όπως πάει το πράγμα, να μην είναι κουτή και τον περιμένει να γυρίσει, γιατί ποτέ δε θα γυρίσει και καλά θα κάνει να κοιτάξει να βολέψει κι αυτή τη ζωούλα της όπως μπορεί, όπως τη βόλεψε κι εκείνος. Αυτά περίπου της έλεγε και ο Μελανίτης, και πως καλό είναι να μην αφήνει να πηγαίνει έτσι στράφι η ζωή της και χαμένος ο χρόνος και να μην είναι χαζή, γιατί «μια φορά μας έρχονται τέτοιες ευκαιρίες και ποτέ πια». Ήταν, βλέπεις, λογιστής και ήξερε να της τα σερβίρει όλα αυτά λογικά και τετράγωνα, αλλά ήταν και παραμυθάς και της κατέβασε, θυμάμαι, ιστορίες και ιστορίες, πως έτσι το έπραξε και μια θεία του, πως έτσι ξαναπαντρεύτηκε κι η μάνα του, πως έτσι θα μπορούσαν να το πράξουν και οι δυο τους και να περνάνε πολύ ωραία τις νύχτες τους. «Μόλις κοιμάται ο μικρός», της έλεγε - εγώ δηλαδή - ν’ ανεβαίνει τις σκάλες και να ’ρχεται στο δωμάτιο της ταράτσας κι εκεί να βρίσκουν μόνοι οι δυο τους τις χαρές της ζωής. Αν δε δεχτεί, θα φύγει, της είπε, θα ξενοικιάσει το δωμάτιο — θα χάσει και το ενοίκιο —, και θα πάρει των ομματιών του. Οριστικά και αμετάκλητα θα φύγει, μην αμφιβάλλει. Η μάνα μου του είπε όχι, δε δέχτηκε, και αυτός το ξενοίκιασε το δωμάτιο. Υποθέτω — μάλλον είμαι βέβαιος — πως για καιρό θα τη βασάνιζε εκείνο το όχι της. Όχι ότι τολμώ να κάνω κάποιον παραλληλισμό με το γνωστό «όχι» του Καβάφη, αλλά, ναι, εμένα πολύ με προβλημάτισε εκείνος ο προβληματισμός της και πάντα μου θύμιζε, δεν ξέρω γιατί, κι εκείνο το «όχι» του Καβάφη. Πάντως, έχω μείνει με την εντύπωση πως δεν το ’πε και τόσο εύκολα εκείνο το όχι, πως πάλεψε πολύ για να του το πει. Το


συμπεραίνω κιόλας από το τρέμουλο που είχε η φωνή της όταν του το έλεγε, έτσι διστακτικό και αμήχανο που ακουγόταν, καθώς κρυφάκουγα το διάλογό τους και την άκουσα να του λέει πως αυτά τα πράγματα δεν είναι γι’ αυτήν. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν είχε πεθάνει πια και ο πατέρας, τη ρώτησα αν είχε μετανιώσει ποτέ για κείνο το όχι. Παραξενεύτηκε — πού το θυμήθηκα και πώς το ’ξέρα; Στο τέλος μου είπε πως, ναι, μπορεί και να ’χε μετανιώσει, μπορεί. Τ ι κέρδισε άλλωστε; Φεύγοντας ο Μελανίτης, πολύ γρήγορα ξανανοι-κιάστηκε το δωμάτιο της ταράτσας. Το νοίκιασε ο Ιάκωβος, ένας γαλανομάτης συμπαθητικούλης ναυτικός, τρίτος μηχανικός σε ποστάλια, κοντούλης, κατσαρομάλλης αυτός, μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο ίδιο με της Τ ζοκόντας. Του το είχα πει μάλιστα όταν μια φορά είχα δει την Τ ζοκόντα στο αναγνωστικό του σχολείου — «ίδιο με της Τ ζοκόντας το χαμόγελό σας, κύριε Ιάκωβε» — και του έδειξα τη φωτογραφία, και γέλασε. Μάλλον χαμογέλασε. Με τον Ιάκωβο δεν είμαι βέβαιος αν η μάνα μου είχε μέχρι τέλους τις ίδιες αντιστάσεις όπως και με τον Μελανίτη. Και μάλλον δεν τις είχε, γιατί εκτός που αυτός άργησε να ξενοικιάσει το δωμάτιο της ταράτσας, ήταν και που από κάθε ταξίδι που γυρνούσε μας έφερνε κι ένα ακριβό δώρο. Εμένα μου είχε χαρίσει ένα ολλανδέζικο ραδιόφωνο Φίλιπς. Από το Αμβούργο το πήρε. Παγκοσμίου λήψεως, εντυπωσιακό, με πολύχρωμα φωτάκια και με όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου γραμμένες στο καντράν του. Το ’βαζα τις νύχτες κι άκουγα μουσική. Πολύ μου άρεσαν τα


κονσέρτα για βιολί και ορχήστρα. Ίσως γι’ αυτό, επειδή άκουγα μουσική, δεν ήμουν βέβαιος αν η μάνα μου τις νύχτες ανηφόριζε τις σκάλες για το δωμάτιο της ταράτσας. Μερικές φορές, νομίζω, κάτι πήρε τ’ αυτί μου, αλλά δεν είμαι βέβαιος’ η μουσική σκέπαζε όλους τους θορύβους της νύχτας και ποτέ, όσες φορές κι αν τη ρώτησα αργότερα, δεν το ομολόγησε. Απαντούσε αρνητικά πάντα, αλλά πάλι μ’ εκείνο το αινιγματικό χαμόγελό της — ίδιο με της Τ ζοκόντας και το δικό της. Είχα βέβαια πάντα την ελπίδα ότι κάποτε θα μου άνοιγε τα χαρτιά της, Δεν τα άνοιξε. Πέθανε και πάει, τέλος κι αυτή η ελπίδα. Δε θα μάθω ποτέ, κι αυτό είναι κάτι που με βασανίζει αφάνταστα. Τα ξαναθυμήθηκα όλ’ αυτά γιατί, θέλοντας — μετά το θάνατο της μάνας — να ξεκαθαρίσω την αποθήκη του πατρικού μου — τι θα κρατήσω και τι θα πετάξω - βρήκα παραπεταμένο εκείνο το Φίλιπς. Δεν το είχα πετάξει, αν και είχε πάψει να λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια. Το είχα αφήσει στο υπόγειο του πατρικού’ είχα, βλέπεις, βαρεθεί να το κουβαλώ όπου κι όσες φορές μετακόμιζα’ από μετακόμιση σε μετακόμιση και από σπίτι σε σπίτι. Δεν ξέρω, είχε καταντήσει κι αυτό ένα πρόβλημα, ένα βάρος. Μήπως όμως και η μνήμη, με τον καιρό, δεν καταντάει κι αυτή ένα πρόβλημα, ένα βάρος; Συνήθως υποφέρουμε περισσότερο γιατί θυμόμαστε και λιγότερο γιατί ξεχνάμε. Να, κι αυτήν τη φορά, καθώς κάθομαι σε μια σαραβαλιασμένη πολυθρόνα της αποθήκης, σκέφτομαι και θυμάμαι και ακόμα δεν ξέρω τι να κάνω, σε ποιο σωρό να το βάλω. Στα πράγματα που θα πετάξω ή στα πράγματα που θα κρατήσω;


Όταν η παράσταση τελειώνει Ξέρεις τι με συγκινεί και τι με συγκλονίζει στο θέατρο, αλλά και τι με μελαγχολεί; Τ ι με μαγεύει, αλλά και τι μου αφήνει μια γεύση πίκρας και θλίψης; Ξέρω, θα μου πεις, πολλά ‘ίναι εκείνα που θα μπορούσαν να μας συγκινήσουν και να μας μαγέψουν. Και η αμεσότητα του θεάτρου μάς κερδίζει και το ότι όλα τα φοβερά και τρομερά της παράστασης συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, συντελούνται εκείνη τη στιγμή και μάλιστα σε απόσταση ολίγων μέτρων. Εκεί μπροστά μας θα σκοτώσει η Μήδεια τα παιδιά της, εκεί θα βγάλει τα μάτια του ο Οιδίποδας, εκεί θα δούμε πώς έπεισε η Λαίδη Μάκβεθ τον άντρα της να σκοτώσει το βασιλιά του, εκεί, επάνω στη σκηνή, θα δούμε την Άννα, τη γυναίκα του δολοφονημένου Ριχάρδου Γ’ — σ’ έργο του Σαίξπηρ - να ερωτεύεται μέσα σε πέντε λεπτά το δολοφόνο του συζύγου της, ενώ πριν από λίγο τον μισούσε θανάσιμα, εκεί, μπροστά στα μάτια μας, θα δούμε και τον Οθέλλο να πνίγει τη Δυσδαιμόνα του, ενώ εμάς μας έρχεται να του φωνάξουμε: «Μη, ρε ηλίθιε, τι πας να κάνεις, σε δουλεύουν». Και όλα αυτά βέβαια δεν τα φανταζόμαστε, δεν τα υποθέτουμε — όπως γίνεται με τα βιβλία —, αλλά _ τα βλέπουμε. Έτσι γίνεται υπαρκτός, υπαρκτότατος, ο κόσμος της σκηνής, όσο υπαρκτός είναι και ο κόσμος της πλατείας, λες και, κατά παράδοξο τρόπο, ο θεατής ανεβαίνει στη σκηνή, ενώ η σκηνή κατεβαίνει στην πλατεία. Και, το πιο σπουδαίο, ό,τι κι αν βλέπουμε ότι συμβαίνει εκεί μπροστά μας, όσο άγριο, ακραίο και διαστροφικό ή γελοίο και αν


είναι, εμείς στο τέλος θα φύγουμε λυτρωμένοι. Δηλαδή, μ’ ένα εισιτήριο ζούμε στιγμές — ζωντανά, αυθεντικά — που ίσως η ίδια η ζωή ποτέ δε θα ήταν ικανή να μας προσφέρει. Μέσα σε δυο ώρες, πολλές φορές, ζούμε εμπειρίες που θα χρειαζόμαστε δέκα ζωές για να τις αποθησαυρίσουμε. Ξέρω, θα μου πεις, γνωστά όλα αυτά, σχεδόν κοινότοπα, αλλά δεν ήταν αυτό που εννοούσα εγώ όταν σε ρώταγα πριν αν ξέρεις τι με συγκινεί και τι με ταράζει περισσότερο στο θέατρο. Όχι, δεν ήταν αυτό. Ούτε είναι η ίδια η σκηνή μετά το τέλος μιας παράστασης — σ’ το λέω, γιατί θα μπορούσες να το υποθέσεις και αυτό —, παρ’ όλο που κι ταυτό είναι κάτι που με συνταράζει. Δεν έχεις παρά να καθίσεις στην πλατεία, όταν πια θα έχει φύγει και ο τελευταίος θεατής, λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, και τότε θα καταλάβεις τι εννοώ. Είναι κάποιος ελάχιστος χρόνος πριν πέσει το σκοτάδι, που όντως νιώθεις αυτό το φοβερό κενό, που ακούς ολοκάθαρα τη σιωπή του άδειου χώρου, που σε περονιάζει η υγρασία της άδειας σκηνής, της μοναξιάς της. Αυτό είναι κάτι που πολλές φορές, πράγματι, το κάνω κι εγώ, κυρίως όταν μ’ έχει γοητεύσει κάποια παράσταση, που μένω δηλαδή μόνος πίσω, στα τελευταία καθίσματα, για ν’ ακούσω αυτή την πολύβουη σιωπή, για ν’ ακούσω τα φαντάσματα των ηρώων να φεύγουν σχεδόν ακροπατώντας μέσα στη νύχτα. Αλλά όχι’ ούτε αυτό εννοούσα. Και, για να μη σε κουράζω περισσότερο, σου λέω πως μιλούσα για τις μεταμορφώσεις του θεάτρου* αυτές με συγκλονίζουν. Όχι όμως του ηθοποιού που αλλάζει ρόλους, όχι η εναλλαγή των ρόλων του ακόμα και μέσα στην ίδια την παράσταση. Όχι αυτό. Εννοώ τις μεταμορφώσεις των


ηθοποιών σε σχέση με τον εαυτό τους, όχι σε σχέση του εαυτού τους με τη σκηνή και τους ρόλους που ερμηνεύουν. Σε σχέση μόνο με τη ζωή τους έξω από τη σκηνή. Η πρώτη φορά που έζησα αυτή την εμπειρία, που παρακολούθησα δηλαδή μπροστά στα μάτια μου αυτην τη μεταμόρφωση, ήταν όντως κάτι συνταρακτικό. Δε θα σου αναφέρω το όνομα του ηθοποιού, ούτε το ρόλο που έπαιζε. Μπορείς να φανταστείς οποιονδήποτε. Είχαμε συμφωνήσει — εκείνος κι εγώ — μετά την παράσταση να πάω στο καμαρίνι του να τον πάρω και να πάμε σε κανένα ταβερνάκι να μιλήσουμε για μια πιθανή συνεργασία μας. Ήταν και η πρώτη φορά που θα κάναμε παρέα. Αρκετά διάσημος αυτός, ελάχιστα γνωστός ακόμα τότε εγώ. Εκείνος, ένας ηθοποιός που, αν και αμειβόταν αρκετά καλά, δεν είχε ποτέ λεφτά στην τσέπη του, Με το που πληρωνόταν, έκανε φύλλο και φτερό σε λίγες ώρες τα λεφτά του. Χάλια τα οικονομικά του, χύμα η ζωή του, χύμα οι νύχτες του, κάτι που συνηθέστατα συμβαίνει στον κόσμο του θεάτρου. Έπαιζε, θυμάμαι, το ρόλο ενός βασιλιά. Θαυμάσια παράσταση, θαυμάσια ερμηνεία, συγκλονιστική θα έλεγα. Ένας βασιλιάς με τα όλα του. Έντονες δυναμικές συμπεριφορές, έντονες συγκρούσεις, έντονο μακιγιάζ. Δυναμικός, απαράμιλλος, ανυπέρβλητος. Πότε συνειδητά γελοίος, πότε συνειδητά γοητευτικός. Με το που έπεσε λοιπόν η αυλαία, στο τελευταίο χειροκρότημα, έτρεξα στο καμαρίνι του — «να μην καθυστερούμε», έτσι μου είχε πει — και τον περίμενα.


Με το που μπήκε κι εκείνος, άρχισε και η πρώτη μεταμόρφωση, αλλά αντίστροφα. Από την πόρτα τον είδα να πετά από πάνω του, σαν άχρηστο βάρος, στέμματα, χιτώνες, χλαμύδες, ψεύτικες βλεφαρίδες, περούκες, περιλαίμια, ενώ συγχρόνως κάθισε σε μια πανάθλια καρέκλα όλο ξέφτια, μπροστά στον καθρέφτη του, καταϊδρωμένος, κατάκοπος, βαριανασαίνο-ντας. Εγώ καθόμουν πίσω του, σ’ έναν ξύλινο γυμνό πάγκο, και παρακολουθούσα τη μυσταγωγία της «απομυθοποίησης», της απολέπισης για την ακρίβεια. Έβλεπα τα δάχτυλά του, με κινήσεις ταχυδακτυλουργού, με μπαμπάκια και οινοπνεύματα και λοσιόν να βγάζουν λίγο λίγο από πάνω του τα ψιμύθια, τα φτιασίδια, τα χρώματα, τις μπογιές, και να μένει το πρόσωπό του γυμνό, χλομό και κουρασμένο’ γυμνό, με τις ρυτίδες του και τις πανάδες του. Έντρομος εγώ μπροστά σ’ αυτήν τη δεύτερη μεταμόρφωση, έκλεισα τα μάτια μου να μη βλέπω αυτή την έκπτωση, αυτό το ξεφτέλισμα, αυτή την επώδυνη προσγείωση. Τ ώρα είχε μείνει με το μπλουζάκι και το σώβρακο, λευκά και τα δύο, γεμάτα λεκέδες κι αυτά. Του ’πε-φτε μάλιστα το σώβρακο κοντό και στενό κι άφηνε να βγαίνει απέξω η κάτασπρη κοιλιά του. Από κάπου μάλλον έμπαζε, από κάπου φαίνεται πως γινόταν κάποιο ρεύμα και κρύωνε. «Ακόμα οι κόπανοι δεν έφτιαξαν το τζάμι», τον άκουσα να λέει - φορούσε ακόμα το αθλητικό του μπλουζάκι -, οπότε σε λίγο άρχισε να βήχει, να φτύνει σε χαρτοπέτσες και να βρίζει. «Με κρύωσαν, την Παναγία τους», μου είπε και συνέχισε τα ταχυδακτυλουργικά του.


Σιγά σιγά, μπροστά στα μάτια μου, είδα να εξαφανίζεται ο βασιλιάς — σαν χιονάνθρωπος που λιώνει — και να μεταμορφώνεται σ’ ένα συνηθισμένο καθημερινό ανθρωπάκι που ξύνεται, που βήχει, που φτύνει. Καμπούριαζε και λίγο’ σαν να κόντυνε κιόλας. Τότε είναι που τον θαύμασα ακόμα περισσότερο. Πάνω στη σκηνή, τίποτε απ’ αυτά δε φαινόταν. Ψηλός εκεί, ευθυτενής, αθλητικός, να κινείται πότε σαν χορευτής και πότε σαν αίλουρος. Ούτε κοιλιά ούτε αγκομαχητά ούτε νεύρς:. Μαγικός εκεί, ένας συνηθισμένος άνθρωπος τώρα εδώ. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να με πιάνει μια αβάσταχτη μελαγχολία και η γεύση της θλίψης που σου είπα. Ξεβαφόταν και με παρακαλούσε να του θυμίσω στην ταβέρνα να πάρει την Αλίκη, μπας και προκύψει καμιά δουλειά για το καλοκαίρι, γιατί «δε βγαίνει έτσι η ζωή, δε βγαίνει, η πουτάνα». Είχε ντυθεί πια με τα ρούχα της «ζωής», τα καθημερινά του: τσαλακωμένο παντελόνι, στενό σακάκι που δεν του κούμπωνε, κακοσιδερωμένο πουκάμισο κι ένα γούνικο παλτό από πάνω, με μια λαδιά στο πέτο. Στην ταβέρνα - είχε πιει κιόλας - άρχισε να μου λέει ότι του χρειάζονται λεφτά — του θύμισα να πάρει την Αλίκη, «χέσ’ την», μου λέει -, ότι οι τσέπες του δεν κρατάνε δεκάρα, λες κι έχουν τρυπήσει από παντού, ότι έχει να πληρώσει ενοίκιο, κοινόχρηστα, τη δόση του αυτοκινήτου, τη δόση της εφορίας - «όλα η εφορία μας τα τρώει» -, τη διατροφή του παιδιού του από τον προηγούμενο γάμο


του, ότι δεν του φτάνουν όλ’ αυτά, τον ενοχλεί από πάνω και που άρχισε να σταφιδιάζει η γυναίκα του, ότι δε θέλει να την πληγώσει, αλλά και δεν ξέρει τι να κάνει για να μην καταλάβει ότι τον ενοχλεί, ότι… ότι… Εμένα βέβαια, για πολλή ώρα ακόμα, συνέχισαν να με συνταράζουν οι αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις του, το πώς με πήγαινε απ’ το ζεστό στο κρύο, το πώς γινόντουσαν αυτές ot μετατοπίσεις, αυτές οι εναλλαγές. Τον κοίταζα και τον θαύμαζα όλο και περισσότερο, και όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσα πόση δύναμη και ταλέντο θα πρέπει να διέθετε αυτός ο απλός και τόσο συνηθισμένος άνθρωπος για να μπορεί να μεταμορφώνεται επάνω στη σκηνή σε κάτι εντελώς διαφορετικό, σε κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο. Στο τέλος της βραδιάς στην ταβέρνα, όχι μόνο πλήρωσα εγώ το λογαριασμό, αλλά του έδωσα και δανεικά, να μην του κόψουν το τηλέφωνο. ‘Ετσι έπρεπε. Αυτός μου είχε χαρίσει το μαγικό κόσμο της σκηνής, εγώ του πρόσφερα κάποιες πρακτικές λύσεις. Όταν τον καληνύχτισα έξω απ’ την ταβέρνα και καθώς τον έβλεπα να απομακρύνεται τρεκλίζοντας, ένιωσα από τη μια αυτή την περίεργη μελαγχολία που σου είπα — μου φώναξε αν ήθελα να με πάει με τ’ αυτοκίνητο στο σπίτι, «όχι, όχι», του είπα - καί από την άλλη ένιωσα τη γοητεία της διαφορετικότη-τάς του και κατάλαβα γιατί πολλές φορές οι καλλιτέχνες είναι τραγικά και συγχρόνως μαγικά πρόσωπα* οι αληθινοί καλλιτέχνες δηλαδή. Έκτοτε, ύστερα από κείνη τη νύχτα, κάθε φορά που θα βγω από μια


παράσταση που με κέρδισε, έτσι περίπου βλέπω τους ηθοποιούς της* βλέπω και την άλλη τους πλευρά. Το «Ρωμαίο» να τρέχει αγκομαχώντας να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο, και την «Ιουλιέτα» να βρίζει κλαίγοντας σχεδόν γιατί της έφυγαν οι πόντοι από τις μαύρες πανάκριβες κάλτσες της και τι διάβολο θα κάνει τώρα που δεν έχει δεύτερο ζευγάρι μαζί της, που είναι κλειστά τα μαγαζιά και που δεν προλαβαίνει να πάει σπίτι της ν’ αλλάξει και πώς θα πάει με τρύπιες κάλτσες στο ραντεβού με τον σκατά το «μαικήνα» της, που μακάρι να είχε τη δύναμη - και να μην είχε την ανάγκη του - να τον άφηνε στα κρύα του λουτρού, να την περιμένει ο φιγούρας εκεί στο ΙΝΤΕΑΛ, μέχρι να κλείσει, εκεί μόνος και ριγμένος. Δεν ξέρω γιατί κάθισα και σ’ τα είπα όλα αυτά. Ίσως γιατί κι εγώ μόλις γύρισα στο σπίτι από μια παράσταση, ή μάλλον από μια ταβέρνα, όπου μου την κοπάνησε κι εμένα μια άλλη Ιουλιέτα, γιατί ίσως κι αυτηνής της είχαν φύγει πόντοι από τις μαύρες πανάκριβες κάλτσες της και δεν ήξερε κι αυτή τι να κάνει. Ανηφορίζοντας τη Λυκαβηττού προς το σπίτι, δεν ξέρω πώς μου ’ρθε και πώς διάβολο θυμήθηκα κάποιους στίχους του Καβάφη, που μιλούσαν για ένα βασιλιά που επήγε — λέει - κι έβγαλε τα χρυσά φορέματά του και τα ποδήματά του πέταξε, τα ολοπόρ-φυρα. Με ρούχα απλά ντύθηκε και ξέφυγε, κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός που, όταν η παράσταση τελειώσει, αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.


Οι ιστορίες δεν τελειώνουν μέσα μας ποτέ Δεν είναι δυνατόν!… Αυτή είναι! Η Ουρανία! Έχω να τη δω κάπου είκοσι χρόνια. Είκοσι πέντε για την ακρίβεια. Την τελευταία φορά που τη συνάντησα θα ’ταν εικοσάρα. Άρα τώρα θα ’χει μπει στα σαράντα πέντε. Το λιγότερο. Ή της μοιάζει φοβερά ή… Περίμενε, έτσι και περπατήσει — δυο βήματα μόνο να κάνει — βεβαιώθηκα. Πάντως, αυτή δε με αναγνώρισε. Ενώ βλέπει πως την παρατηρώ δεν αντιδρά, η ματιά της παραμένει μακρινή και απόκοσμη. Άρα, ή δεν είναι αυτή ή δε με αναγνώρισε. Αλλά αποκλείεται να μην είναι. Υπομονή, μια κίνηση να κάνει και θα καταλάβω’ έστω, μόνο το ένα πόδι να βάλει πάνω στο άλλο, αρκεί και χωρίς να περπατήσει. Όλη η παρέα ξελιγωνόταν να βλέπει την Ουρανία να βάζει το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Παραληρούσαμε. Μια κίνηση μαγική, σε σλόου μόσιον, αέρινη. Λύγιζε πρώτα λίγο το σώμα δεξιά προς τα πίσω, κινούσε και το χέρς τον αγκώνα, στον ίδιο ρυθμό, ενώ σήκωνε αργά, νωχελικά, το πόδι… Παράλληλα έπεφτε και λίγο η φαρδιά της φούστα, έτσι που ν’ αφήνει κάποιες υποψίες γυμνού. Την κιλότα τη βλέπαμε, αλλά τόσο αστραπιαία, που ποτέ δεν προλάβαμε να δούμε το χρώμα της. Ύστερα λύγιζε το χέρι, το άπλωνε και ξανασκέπαζε με τη φούστα το πόδι, το μπούτι, το γόνατο. Κόκκινη; Μαύρη;


«Μην είστε ηλίθιοι, η Ουρανία δε φορά ποτέ κιλότα.» Εμάς πάντως, πού μας έχανες, πού μας έβρισκες, στην καφετέρια που σύχναζε η Ουρανία με τον μπαμπά της, για να απολαύσουμε τη μαγική κίνηση. Εν τω μεταξύ, καθισμένος εγώ δίπλα της, συνέχισα να την κοιτάζω, περιμένοντας να κάνει τη γνωστή μου κίνηση, να βεβαιωθώ αν είναι αυτή ή δεν είναι. Πάνω πια που είχα απελπιστεί και έψαχνα για νέους τρόπους επιβεβαίωσης, ξαφνικά — ω! του θαύματος — αρχίζει να κινείται. Επιτέλους! Η αέρινη κίνηση! Να την! Ίδια κι απαράλλακτη. Αν μάλιστα απλώσει και το χέρι, αν πιάσει τη φούστα, αν τη σηκώσει, αν… αν… Αυτή είναι! Τελείωσε. Όλη η αίθουσα κοκάλωσε. Το μπούτι της Ουρανίας έγινε το κέντρο τού ενδιαφέροντος όλων. Για αρκετή ώρα. Ύστερα σηκώθηκε. Άλλο σοκ το περ πάτημα της Ουρανίας. Χορευτικό, αισθησιακό. Ενώ έγερνε στο πλάι το κεφάλι της, έφερνε συγχρόνως με το χέρι, προς τα πίσω, τις τούφες των μαλλιών που της έκρυβαν τα μάτια. Πράσινα. Άρχισε να περπατά. Το ίδιο λίκνισμα, όπως τότε. Τ ώρα πια είμαι βέβαιος. Είναι η Ουρανία και ευτυχώς που δε με αναγνώρισε, για να μπορώ να την παρατηρώ ανενόχλητα. Την κοιτούσα σχεδόν με θράσος. Σπασμένη όμως, κάπως γερασμένη. Μόνο οι κινήσεις της διατηρούσαν κάτι από την παλιά τους αίγλη. Ρυτίδες, φλεβίτσες στα πόδια, φούσκες κάτω από τα μάτια, ατημέλητη, κουρασμένο βλέμμα, θλιμμένο, παραιτημένο, και τα


μαλλιά γκρίζα, σχεδόν άσπρα στις ρίζες, σαν να ’χε βαρεθεί να τα βάψει. Η μέση όμως και το στήθος την έδειχναν ακόμα νέα και διαθέσιμη. Περπατούσε στο διάδρομο, κι έτσι και την έβλεπες από πίσω, ξεγελιόσουν, την έπαιρνες για τριαντάρα. Αυτό το λίκνισμα μου είχε γίνει εφιάλτης. Για χρόνια. Αλλά, τότε, πού να μου δώσει σημασία. Όχι, βέβαια, μόνο σ’ εμένα. Σε κανέναν. Φτωχογειτονιά η γειτονιά μας, κόρη γιατρού αυτή, πλούσιου* πιάνο, γαλλικά, η μόνη με Ι.Χ. - του μπαμπά της - , με εξοχικό — του μπαμπά της —, με λεφτά, λούσα — του μπαμπά της… Περνούσε από το καφενείο της γωνίας, στην παλιά γειτονιά μας, και δε μας κοίταζε. Πετούσε. Δεν υπήρχαμε. Όχι ένα γεια δε μας έλεγε, όχι μια ματιά δε μας έριχνε. Περνούσε λες και διέσχιζε τοίχους, καρέκλες, ανθρώπους, αυτοκίνητα. Δε μας έβλεπε. Μόνο όταν την έπαιρνε ο μπαμπάς με τ’ αμάξι του, το μοναδικό που διέθετε τότε η γειτονιά μας, όταν άνοιγε επιδεικτικά το παράθυρο, μόνο τότε μας κοίταζε, για να επιβεβαιώσει την υπεροχή της — «κοπρόσκυλα, μη χαζεύετε, δε θα φάτε από μένα» σαν να μας έλεγε. Παρ’ όλ’ αυτά, εγώ τόλμησα άπειρες φορές να την πλησιάσω. Εντάξει, μια συμφορά ήμουνα. Άφραγκος, φοιτητάκος, με μεγάλα αυτιά, ψηλός, αδύνατος, με μονίμως λυμένα τα κορδόνια των παπουτσιών μου, με κάποιο κουμπί να μου λείπει, ντυμένος με τα πιο αταίριαστα ρούχα, σύμφωνοι, είχα τόσα μείον, οπότε θα μπορούσε να μου πει κάποιος «ρε αφελή, πώς τολμάς και κολλάς σ’ αυτό το κουκλάκι;». Εντάξει, τα ήξερα όλ’ αυτά, αλλά τότε είχα την ηλίθια άποψη ότι δεν παίζουν και τόσο ρόλο, ότι εκείνο που περισσότερο μετρά, έλεγα, είναι η ψυχή μας. «Ποια ψυχή, κόπανε;


Ποιος κάθεται να κοιτάξει ψυχές και κουραφέξαλα;» «Ρε παιδί μου, ο κάθε άνθρωπος έχει μέσα του δυνάμεις που δε φαίνονται, έχει την προσωπικότητά του, το ανεπανάληπτο της σκέψης του… Αν μάλιστα η σκέψη του έχει και κάτι το ξεχωριστό…» «Άσε τις μπούρδες. Τ ι να το κάνει το ξεχωριστό; Και πώς θα το ανακαλύψει; Ντέτεκτιβ είναι; Αυτή πετάει στα σύννεφα, δεν πατάει στη γη, δεν το βλέπεις; Πετάει. Χέσε μας με την ψηλομύτα. Όσο για το ξεχωριστό, αν το ’χεις βγάλ’ το έξω, δείξ’ το, τι το κρατάς.» Ένας μικρός διάλογος με τον Αντρέα, τον κυνικό της παρέας. Πάντως, και έτσι να είχαν τα πράγματα, εγώ συνέχισα να την ονειρεύομαι, να τη θέλω. Έλεγα ότι κάποτε θα πληροφορηθεί, θα υπολογίσει την αξία μου. Όλοι στη γειτονιά ήξεραν ότι γράφω, ότι ένα σοβαρό περιοδικό μάλιστα είχε δημοσιεύσει και κάτι στίχους μου — «βρέχει στη χλομή Αθήνα κι είν’ οι δρόμοι μάτια υγρά» — ακόμα τους θυμάμαι. «Μ’ αυτές της μαλακίες θα τη ρίξεις; Είσαι ηλίθιος. Ποια χλομή Αθήνα; Αυτή είναι γεμάτη φως, ήλιο, ζέστη. Και ποια μάτια υγρά; Εδώ, στα μέρη μας, όταν βρέχει, πνίγεσαι, πλημμυρίζουν υπόγεια, γεμίζουν λάσπες. Μην της δείξεις να διαβάσει τέτοιες ανοησίες, θα σε φτύσει.» Αλλά και πάλι, εγώ ο ηλίθιος συνέχισα να πιστεύω ότι ακριβώς αυτό ίσως την κάνει να με θαυμάσει, να με ξεχωρίσει από την παρέα, ότι θα άρχιζε να με βλέπει με άλλο μάτι. Βρήκα μάλιστα και τρόπο και της έστειλα το περιοδικό. Το ’λάβε, δεν το ’λάβε; Δεν ξέρω. Ελπίζω όχι, γιατί, όπως το βλέπω τώρα εκ των υστέρων, ήταν όντως μια ηλίθια κίνηση. Πάντως, όλες οι απόπειρες να της πιάσω κουβέντα έπεφταν στο κενό. Μια φορά μονο εδεησε να μου μιλήσει. Ήρθαν έτσι τα πράγματα που δεν μπορούσε να με αποφύγει. Της είχε πάρει ο αέρας ένα μαντίλι’ του λαιμού. Αυτά τα μαντίλια στο λαιμό της! Ν’ ανεμίζουν. Απειρα μαντίλια. Το σήμα κατατεθέν της Ουρανίας.


Κίτρινα, μπλε, άπειρα, ν’ ανεμίζουν! Της το χε πάρει λοιπόν ο αέρας κι έτρεξα, πρόλαβα και το ’πιασα. Καθώς της το ’δινα, σκέφτηκα πως αυτήν τη φορά θ’ αναγκαστεί να μ’ αντιμετωπίσει, να πει έστω ένα κοινότατο ευχαριστώ, δε γίνεται να μην πει, οπότε θα βρω την ευκαιρία να της πω κι εγώ κάτι το εντυπωσιακό, ένα «γιατί να με ευχαριστείτε εσείς και να μη σας ευχαριστήσω εγώ;». Κάτι τέτοιο. Εκτός τόπου και χρόνου, ο δικός σου. Βέβαια τίποτ’ απ’ αυτά δε συνέβη. Αντί ευχαριστώ και αφού με κοίταξε καλά, με ένα ειρωνικότατο χαμόγελο μάλιστα, το μόνο που καταδέχτηκε να μου πει ήταν πως μου ’λείπε ένα κουμπί απ’ το πουκάμισο. Ακόμα και σήμερα, απορώ για το θράσος της, πώς τόλμησε να μου πει κάτι τέτοιο. «Α, τη σκρόφα, σ’ εξευτέλισε και ασχολείσαι ακόμα μαζί της; Χέσ’ την», να μου λέει ο αιώνιος Αντρέας. Αλλά εγώ εκεί, να επιμένω, να ελπίζω. Εκείνο τον καιρό είχα δει στο θέατρο και τη Δεσποινίδα Τ ζούλια, ένα έργο του Στρίντμπεργκ, όπου μια όμορφη κοπέλα, πλούσια, κάθεται, λέει, και συνουσιάζεται με τον υπηρέτη της, πράγμα που μ’ έκανε να ελπίζω κι εγώ σε κάτι ανάλογο. Εν ολίγοις η φαντασία μου οργίαζε. Την προόριζα πότε για γυναίκα μου, πότε για ερωμένη μου, ό,τι προτιμούσε’ ταξίδια, δόξες, εγώ συγγραφέας, αυτή ηθοποιός, κούκλα. Και της πήγαινε. Την ονειρευόμουν να παίζει πρωταγωνίστρια στα έργα μου. «Ρε μαλάκα, κάθισε να γράψεις πρώτα κάτι και ύστερα τη βάζεις να παίξει στα έργα σου. Μ’ ένα ηλίθιο ποιηματάκι θα τη ρίξεις; Της έστειλες και το περιοδικό, έμαθα. Γράψε πρώτα κάτι γνήσιο, όχι υγρά μάτια και αερολογίες. Δεν τη βλέπεις; Αυτή έτσι θα το συνεχίσει, αφ’ υψηλού, μέχρι τέλος. Αυτή ψάχνει για πρίγκιπες, όχι για χαλέδες, αν και όπως με βλέπεις και σε βλέπω — αγάμητη θα πάει. Σ’ εσένα θα


κάτσει; Κανέναν δε θ’ αφήσει να της πιάσει τον κώλο, όλοι της βρωμάνε. Είναι ψώνιο η κοπέλα, δεν το βλέπεις; Έλα σε είκοσι χρόνια να τα πούμε.» Ο μπάσταρδος ο Αντρέας όλα τα εξευτέλιζε, όλα τα έβαζε στις σωστές τους διαστάσεις. Αμείλικτος. Το αντίθετο της ψηλομύτας. Όλα τα ισοπέδωνε, τα προσγείωνε, τα έλιωνε, λες και τα πατούσε με τη σόλα του, σκοπίμως. Πουθενά δεν έβρισκε ποίηση, ομορφιά, μαγεία. Παντού έβλεπε το αρνητικό, το μαύρο, τη δυσωδία των πραγμάτων μύριζε. Όλα τα διέλυε, τα ανέλυε, τα έκανε φύλλο και φτερό, μέχρι που έχαναν κάθε ενδιαφέρον. Η μανία του, πιτσιρικάς, το παιχνίδι του ήταν να διαλύει τα ρολόγια, να τα κάνει βίδες. «Ρε μπαγάσα», του έλεγα, «πώς μπορείς και τα καταστρέφεις όλα; Πώς τ’ αποξηραίνεις; Μπουκαλάκι κολόνιας να ’χεις, θα του βγάλεις το βούλωμα για να ξεθυμάνει. Όλα ξεθυμαίνουν στα χέρια σου.» Ούτ’ αυτός βέβαια σώθηκε. Χαραμίστηκε ο ηλίθιος. Παντρεύτηκε μια χοντρή δασκάλα οικοκυρικών, με σάπια δόντια, άνοιξε κι ένα γραφείο με γραφομηχανές για να δακτυλογραφεί τα κείμενα των άλλων. Σ’ αυτόν πήγα και μου δακτυλογράφησε το πρώτο μου βιβλίο. Με τόσες ικανότητες και χάθηκε. Αργότερα, έμαθα ότι αγόρασε ένα φορτηγό κι έκανε με τη χοντρή μια εταιρία μεταφορών. Ύστερα η χοντρή πέθανε και του ’μείνε η εταιρία με το φορτηγό. Άλλοι λένε πως τη σκότωσε. Ήταν ικανός, το πιστεύω. Αμείλικτος και κρυψίνους. Δεν μπορούσα ποτέ να τον κοιτάξω κατευθείαν στα μάτια. Νομίζω πως υπήρξα και ο μόνος του «φίλος». Εν τω μεταξύ η Ουρανία είχε ξανακαθίσει στη θέση της. Καθώς την κοιτούσα, άρχισα πάλι να θυμάμαι, να ονειρεύομαι, σαν να τον άκουγα, «έλα σε είκοσι χρόνια να τα πούμε».


Ακόμα δεν έχω καταλάβει πώς ήξερε τότε ο Αντρέας ότι η Ουρανία δε φορά ποτέ κιλότα. Από πού αντλούσε αυτήν τη βεβαιότητα; Αυτό είναι μια λεπτομέρεια άκρως εμπιστευτική και, επιπλέον, τώρα που το σκέφτομαι, πώς έμαθε — ποιος του το κάρφωσε; — ότι της είχα στείλει το περιοδικό με το ποιηματάκι μου; Εγώ δεν το είχα πει σε κανέναν. Αν το ’λάβε, μόνο εκείνη το ήξερε. Μυστήριο με πολλά μυστήρια και πολλές υποψίες, που σήμερα μάλλον επιβεβαιώνονται, διότι έτσι όπως την κοίταζα τώρα, εδώ στην αίθουσα αναμονής του χειρουργείου — είχα έρθει να μου αφαιρέσει ο Μασούρας ένα λι* πωματάκι -, μου ξανάρθε η ιδέα πως ίσως τότε η Ουρανία να είχε ξεπέσει σ’ αυτόν, στον Αντρέα. Ο μπάσταρδος ήταν ικανός και γι’ αυτό, αν και το αποκλείω, διότι μπορεί, λίγο πολύ, να περιφρονούσε τότε η Ουρανία όλη την παρέα, όμως τον Αντρέα όχι μόνο τον περιφρονούσε, αλλά και τον σιχαινόταν” ούτε να τον φτύσει. Εκτός εάν ήταν κι αυτό για να μας ρίξει στάχτη στα μάτια. Πράγμα καθόλου απίθανο. * Πλησίαζε η σειρά μου. Όσο τα θυμόμουν όλ’ αυτά, τόσο δεν ήθελα να χαθεί κι αυτή η ευκαιρία. Έπρεπε, το ταχύτερο, να βρω μια πρόφαση, ν’ αρχίσω κάποια κουβεντούλα μαζί της. Όσο την έβλεπα, έτσι παραιτημένη, ατημέλητη, τόσο ήθελα να μπω στη ζωή της, να μάθω την ιστορία της. Τουλάχιστον, αν ποτέ συναντήσω τον Αντρέα — είχα πολύ καιρό να τον δω —, αν τον συναντήσω, να ’χω να του διηγηθώ κάτι γι’ αυτήν, να του αποδείξω ότι είχε άδικο, διότι η πριγκίπισσα υπέκυψε. «Ύστερα από είκοσι χρόνια δεν είπες;», θα του πω. «Έπεσες έξω, καράφλα.» Έτσι τον λέγαμε τότε, καράφλα. Ήταν όντως λίγο φαλακρός. Στρογγυλοπρόσωπος και φαλακρός.


Ξεχάστηκα, ενώ από στιγμή σε στιγμή η Ουρανία, που προηγείται, θα εξαφανιστεί στα ενδότερα του χειρουργείου, και τότε το πουλί πέταξε. Άρα πρέπει να δράσω, να προλάβω να της πω κάτι, οτιδήποτε. Άρχισε να με ερεθίζει όλο και περισσότερο η ιδέα, μέχρι που άρχισα να φαντάζομαι τη συνέχεια, το τΐ-θα επακολουθήσει δηλαδή σε περίπτωση που… Πρώτα πρώτα θα την εξευτελίσω τη σκρόφα. Αν πέσει; Ούτε συζήτηση. Φτάνει να μην το παίζει ακόμα ψηλομύτα και δύσκολη. Θα την εξευτελίσω, θα την πάω στο γραφείο, ούτε καν σε κρεβάτι’ στο γραφείο. Θα τη βάλω να σκύψει, να κρατά και τα μπράτσα της πολυθρόνας. Ό,τι αισχρόλογο μου έρθει θα το καταθέσω προς τιμήν της. Θα κρατά τα μπράτσα κι εγώ πίσω της. Όχι ενάρετα πράγματα. Σόδομα και Γόμορρα. Ούτε καν το παντελόνι δε θα βγάλω. Θα το ξεκουμπώσω μόνο’ ή, όχι, θα το αφήσω να πέσει. Έτσι, εντελώς χυδαία, ταπεινωτικά. «Και το θεωρείς ταπείνωση αυτό, κόπανε; Μπορεί να της αρέσει», θα μου ’λεγε ο Αντρέας — τον ξέρω καλά. Ύστερα θα του τηλεφωνήσω μπροστά της. Κάπου πρέπει να ’χω τον αριθμό του τηλεφώνου του. Μόλις τελειώσουν τα καθέκαστα, την ώρα που θα σκουπίζεται, με κατεβασμένο ακόμα το παντελόνι μου, θα τον πάρω τηλέφωνο. Θα της πω και ποιον παίρνω. Να ξέρει. «Ύστερα από είκοσι χρόνια δεν είπες; Λοιπόν, πες μου πού είσαι, να ’ρθω να τα πούμε… Ποιος είμαι; “ Βρέχει στη χλομή Αθήνα κι είν’ οι δρόμοι…”, θυμήθηκες; Έρχομαι, κάθαρμα, να εισπράξω το στοίχημα. Έχασες.» Αυτή βέβαια, όταν θα της έχω πει και ποιος είμαι ή και σε ποιον τηλεφωνώ, θα λιποθυμήσει, δε θ’ αντέξει τέτοια έκπληξη. Έτσι και ακούσει το όνομα αυτουνού που τηλεφωνώ — θα το πω καθαρά, να τ’ ακούσει: Αντρέα Βρανόπουλε —, πρώτα θ’ αρχίσει να τρέμει το


χείλι της και μετά θα λιποθυμήσει, δε θ’ αντέξει. Και τι δε δίνω γι’ αυτήν τη στιγμή, να δω τα μάτια της ν’ αλληθωρίζουν από την έκπληξη. Φτάνει να προλάβω να βρω τον τρόπο ν’ αρχίσω το μπλα-μπλα πριν τη φωνάξει η νοσοκόμα. Τότε πρόσεξα ότι φορούσε — όπως πάντα — το γνωστό μαντίλι στο λαιμό, μοβ, αλλά ξεθωριασμένο… Δε φυσά, σκέφτηκα, εδώ μέσα και κανένας αέρας να της το πάρει, να τρέξω πάλι να το πιάσω, να της το δώσω… Οι γνωστές γελοιότητες. Όλο μελό πράγματα σκέφτεται ο άνθρωπος, αλλά στα εύκολα πάντα καταλήγει. Εν πάση περιπτώσει, τα γεγονότα εξελίχθηκαν πολύ πιο απλά. Και βέβαια δε με αναγνώρισε. Πού να φανταστεί ότι ο κομψός κύριος που καθόταν δίπλα της, με τη σινιέ γραβάτα, το μεταξωτό πουκάμισο, το ολόμαλλο σακάκι, αυτός που τόση ώρα την πολιορκεί με τα μάτια, είναι ο ίδιος ο χαλές θαυμαστής των παιδικών της χρόνων. Αν και κάποια στιγμή μου πέρασε μια αόριστη υποψία, ότι ίσως και να με είχε αναγνωρίσει, καθώς έπιασα αστραπιαία τη ματιά της να με παρακολουθεί, την ώρα που κοίταξα το ρολόι μου. Αλλά μάλλον όχι, τυχαίο θα ήταν, περιέργεια, η πλήξη της αναμονής ή απλώς κάτι της θύμιζα. Εγώ βέβαια κοίταξα το ρολόι μου όχι για να δω πράγματι την ώρα, αλλά για να βρω μια πρόφαση να τη ρωτήσω εν συνεχεία να μου πει τη δική της, γιατί «δυστυχώς το δικό μου χάλασε». Δηλαδή δεν το οργάνωσα, ενστικτωδώς μου ήρθε, πάνω στον πανικό, μήπως τη χάσω. Όπως είπαμε, οι γνωστές ευκολίες που μας γελοιοποιούν ανεπανόρθωτα. Βέβαια, το τελικό συμπέρασμα είναι πως δεν υπάρχει τίποτα πιο


αποτελεσματικό από το μελό στη ζωή μας* «άρα, μαλάκα Αντρέα — ήρθε η σειρά μου να σ’ τα επιστρέψω —, εσύ που το γελοιοποιούσες, που υποτίθεται πως δεν το χρησιμοποιούσες, την πλήρωσες, αν και τελικά, μεταξύ μας, δε σου πήγε και τόσο άσχημα, καλά τη βόλεψες. Μ’ ένα φόνο καθάρισες μια και καλή με όλα τα μελό της ζωής σου.» Φυσικά όταν τη ρώτησα, και την ώρα μου είπε και ότι ο πατέρας της, που ήταν γιατρός, πέθανε. «Και σας λένε;» «Ουρανία. Εσάς;» «Κώστα, Κωνσταντή, Κωνσταντίνο, όποιο σας πάει.» Αμέσως μετά μου είπε ότι η ζωή τής φέρθηκε σκληρά — δε δίστασε να το πει —, ότι με το θάνατο του μπαμπά όλα άλλαξαν, ότι ξέπεσαν οικογενειακώς, ότι δεν πρόλαβε να τελειώσει τις σπουδές της, ότι με κάτι λίγα λογιστικά που ήξερε έπιασε δουλειά σε μια εταιρία μεταφορών. «Μεταφορών;» «Ναι, μεταφορών. Γιατί;» «Τ ίποτα, τίποτα, κάτι θυμήθηκα.» Ότι δε βαριέσαι, συνέχισε, έφυγε η ζωή της και ούτε που το κατάλαβε. «Εσείς; Παντρεμένος;», με ρώτησε. «Όχι πια.» Τ ι μαλακία ήταν πάλι αυτό το «όχι πια»; Ότι έτσι και φτάσει ο άνθρωπος στον απολογισμό τής ζωής του, ότι έτσι και διαπιστώσει τα ηλίθια λάθη που έκανε, μπορεί να τρελαθεί και, ακόμα χειρότερα, μου είπε ότι, έτσι και συνειδητοποιήσει πως είναι αργά πια για να επανορθώσει, μπορεί και να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. «Εκεί βρίσκεστε τώρα εσείς, στον απολογισμό;», τη ρώτησα. «Εκεί, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, στην τρέλα δηλαδή, στον πανικό.» Απόρησα για την τόλμη της. Δε λέγονται εύκολα σ’ έναν άγνωστο τόσες και τέτοιες αλήθειες. Τότε γύρισε και με κοίταξε. Κανονικό σούβλισμα, κάρφωμα, ξαφνικά, λες και ανακάλυψε πάνω μου κάτι το τρομερό. «Αλλά κάπου σας ξέρω, κάτι μου θυμίζετε», μου είπε. «Ε, οι άνθρωποι έχουν τόσο ισοπεδωθεί, που πια οι μεν κάτι θυμίζουν στους δε», της είπα. «Άρχισες πάλι τα ψωρομελό σου και τις ψιλομπουρδίτσες σου,


δεν έβαλες μυαλό», θα μου ’λεγε ο Αντρέας. Της άρεσε όμως αυτό που της είπα, αυτό για την ισοπέδωση. «Δεν έχετε άδικο, έτσι είναι», είπε και μελαγχόλησε. Μελό-ξεμελό πάντως, μαλάκα Αντρέα, τη δουλειά του την έκανε. Αλλά αν η σκρόφα μ’ έχει αναγνωρίσει και μου παίζει παιχνίδι με τα «κάπου σας ξέρω» και τα «κάτι μου θυμίζετε», θέλει συγχαρητήρια για το τέλειο θέατρο. Ίσως τελικά το Κωνσταντής να ζωντάνεψε κάτι στη μνήμη της, όταν άκουγε τότε τη μάνα μου να με φωνάζει στους δρόμους: «Κωνσταντή, έλα σπίτι, ο θείος σου». * Και ξαφνικά, εκεί που προετοίμαζα τη σκηνή μου — το έδαφος, το διάλογο, την ατμόσφαιρα — βλέπω ν’ ανοίγει η πόρτα του χειρουργείου και τη νοσοκόμα να φωνάζει: «Η Ουρανία Παραρά; Να περάσει.» Με το που σηκώθηκε, πρόλαβα και της πρότεινα χωρίς ελπίδα αποδοχής βέβαια — αν θέλει κι αν δεν έχει αυτοκίνητο, να περιμένω έξω να την πάρω, διότι τέτοια ώρα τα ταξί, κ.λπ. Δε βρήκα τίποτα καλύτερο να της πω. «Για μένα δεν είναι πρόβλημα…», συμπλήρωσα. «Αν θέλετε», μου απαντά εντελώς αδιάφορα, χωρίς κανένα δισταγμό, και μπήκε μέσα. Εγώ, που κυριολεκτικά αιφνιδιάστηκα, πριν τελειώσει καλά καλά το «αν θέλετε», έτρεξα και ψιθύρισα στο Μασούρα «Ηλία μου, αύριο για το λι-πωματάκι, τώρα βιάζομαι, κάτι θυμήθηκα», και βγήκα έξω στο προαύλιο του νοσοκομείου, να την περιμένω, εντυπωσιασμένος από την εξέλιξη, αλλά κυρίως από την ευκολία της ν’ αποδεχτεί την πρότασή μου. Μυστήριο είδος η γυναίκα.


Την περίμενα βολτάροντας και μετρώντας τα υπέρ και τα κατά της ιστορίας. Όταν συνήλθα από το πρώτο σοκ, προσπάθησα να εξηγήσω το πόσο εύκολα δέχτηκε την πρότασή μου. Ούτε πουτάνα να ήταν, σκέφτηκα, διότι υποτίθεται ότι της ήμουν άγνωστος, ότι δεν είχαμε προλάβει να γνωριστούμε, να βρούμε έστω κάποια κοινά σημεία. Αν μάλιστα προσθέσεις και το ποια υπήρξε η Ουρανία, τότε η ευκολία της γίνεται επικίνδυνη, σου βάζει ένα σωρό ιδέες, αν όχι ένα σωρό υποψίες. Κουβεντιάσαμε αρκετά βέβαια, οπότε προϋπήρξε μια εξοικείωση που ίσως δικαιολογεί κάπως την… αλλά και πάλι… Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η ζωή κρύβει πολλά αινίγματα και ότι ο άνθρωπος δεν ξέρει ποτέ ούτε ποιος είναι ούτε μέχρι πού μπορεί να φτάσει. «Πάλι άρχισες τα μελό αποφθέγματα, μαλάκα;» Σαν να τον έβλεπα μπροστά μου, κυνικό και ακατανόητο. Η σκηνή βέβαια παίχτηκε όπως ακριβώς την είχα οργανώσει στο μυαλό μου, στην αίθουσα αναμονής του χειρουργείου. Ενώ υποτίθεται θα την πήγαινα στη δουλειά της — αυτό τουλάχιστον μου ζήτησε όταν μπήκε στο αμάξι —, αυτή, όταν της πρότεινα, τάχα αφελώς, «να περάσουμε πρώτα από το γραφείο μου να πιούμε έναν καφέ, να πάρω και κάτι φακέλους;», και πάλι το δέχτηκε, λες και της πρότεινα το πιο απλό πράγμα, λες και το χόμπι της ήταν να ψωνίζεται και να μπαίνει σε αυτοκίνητα αγνώστων. Να μη σ’ το κρύβω. Αυτή η ανεξήγητη ευκολία της με κατατρόμαξε. Άντε και ξεπέρασε, σκέφτηκα, το ότι της ήμουνα ένας άγνωστος — ή μήπως δεν της ήμουνα; —, άντε και δέχτηκε να μπει στο αμάξι του αγνώστου, άντε να πιει κι έναν καφέ μαζί του, εντάξει, το καταλαβαίνω αυτό, αλλά να τον πιει σε καφετέρια, όχι και στο γραφείο του, διότι εκεί, το ήξερε, πιθανόν να υπήρχαν κι επακόλουθα. Απίστευτα πράγματα, τουλάχιστον για τη γνωστή μας


Ουρανία. Εντάξει, η ζωή έχει τρομακτική δύναμη, σε κουρελιάζει, σου αναποδογυρίζει τα πάντα, σου φέρνει το μέσα έξω, αλλά τόσο; Απίστευτα πράγματα, το ξαναλέω. Το γεγονός είναι ότι κατατρόμαξα, μ’ έπιασε πάλι το συντηρητικό μου. «Τ ι τα ’θελες, ηλίθιε; Πού πας και μπλέκεις; Πού θα σε βγάλει αυτή η ιστορία; Δυο φορές έχεις κάνει τέτοιες κινήσεις και τις δύο βρέθηκες μπλεγμένος, μέχρι παντρεμένος. Θέλεις να τριτώσει το κακό;» Φυσικά δε χρειάστηκε να πιούμε ούτε καφέ, δε χρειάστηκε καν ένα οποιοδήποτε πρόσχημα. Τα πάντα εξελίχτηκαν όπως ακριβώς τα είχα σχεδιάσει. Και έσκυψε, και τα μπράτσα της πολυθρόνας έπιασε, και τα αισχρόλογα έπαιξαν το ρόλο τους, και ούρλιαξε όπως το είχα ελπίσει, και δεν την πείραξε καθόλου το κατεβασμένο παντελόνι μου, και συμπεριφέρθηκε «σαν έτοιμη από καιρό», και σκουπίστηκε με κινήσεις που πρόδιδαν εξάσκηση ετών. Αργότερα, καθώς έπαιρνα τον Αντρέα τηλέφωνο, για να ολοκληρωθεί το αρχικό σχέδιο - «ύστερα από είκοσι χρόνια δεν είπες να ’ρθω να τα πούμε;» θα του έλεγα —, άρχισα να νιώθω περίεργα, σαν να μου ανέβαινε ένας κόμπος στο λαιμό, σαν κάτι να μου παρέλυε τα χέρια. «Μαλάκα,, και το κακό θέλει κότσια. Τ ι το πέρασες, πράξη ελεημοσύνης; Υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από τον οίκτο; Σκατά, με τις κωλοτύ-ψεις σου και τις κωλοενοχές σου, αδιόρθωτος είσαι, γαμώτο.» Τότε θυμήθηκα τη φράση της ότι δουλεύει σ’ εταιρία μεταφορών. «Κι ο Αντρέας έχει εταιρία μεταφορών», σκέφτηκα. «Έχει γούστο, το κάθαρμα, να την έχει προσλάβει, να δουλεύει γι’ αυτόν. Ή, και το ακόμα χειρότερο, να την έχει παντρευτεί κιόλας, μετά το θάνατο της άλλης.»


Εν τω μεταξύ εκείνη είχε καθίσει στην πολυθρόνα. Ενώ έπαιρνα τον αριθμό του, την κοιτούσα. Μελαγ-χολικότερη εικόνα δεν έχω ξαναδεί. Είχε πιάσει με τα δυο της χέρια το πρόσωπό της και ταξίδευε. Έβλεπα από ψηλά το κεφάλι της, αραιωμένες τρι-χες, άρρωστες, όλο ψαλίδα, μια μικρή λαδιά στο μαντίλι του λαιμού, είχε αρχίσει και να ψιλοβρέχει. «Θα βρέξει», μου ’χε πει μπαίνοντας στο αμάξι. «Δεν την αντέχω τη βροχή, με τρελαίνει η βροχή, προπάντων η σιγανή, το μουρμουρητό της.» Συνέχισα να παίρνω τον αριθμό, αλλά όλο και πω άκεφα πια, χωρίς να της πω και ποιον παίρνω. Μιλούσε συνέχεια ο φλύαρος. Η βροχή είχε γίνει κανονικό μουρμουρητό. Άρχισε να κλαίει, στο ρυθμό της βροχής, υπόκωφα, διακριτικά. «Ε, όχι και κλάματα, όχι και κλάματα», της είπα. Κατέβασα αργά το ακουστικό ενώ συνέχισα να την κοιτάζω που έκλαιγε. ‘Ηταν αργά πια για οποιαδήποτε κίνηση και φοβάμαι πως ήταν αργά και για οποιαδήποτε οπισθοχώρηση. Όπως φαίνεται, πήγαινε να τριτώσει το κακό. Κρατούσα μετέωρο το ακουστικό ενώ ακουγόταν το «του… του… του…» και ενώ εκείνη συνέχισε να κλαίει, εγώ, με το άλλο μου χέρι, άρχισα να της χαϊδεύω τα μαλλιά.


Συγκοινωνούντα δοχεία (ένα παραληρηματικό αφήγημα)

1 Τ ι θα μου κάνουν;… Όχι, πες μου, τι θα μου κάνουν; Αγαμέμνων είν’ αυτός, τον έχω στο χέρι. Ένα χιλιόμετρο μαγνητοφωνημένες ταινίες, κρυμμένες καλά, με ολοκάθαρη τη φωνούλα του, όλο σαρδάμ και κοκοράκια, μπαμ κάνει πως είναι η δική του. Έτσι και τις πάρω και βγω στη γύρα, τον έκαψα. Εντάξει, είμαι κι εγώ μέσα, με τη φωνούλα μου, δεν κάνω τον αθώο, αλλά αν είναι να βγάλω την υπόλοιπη ζωή μου στη στενή, τότε και όλοι οι άλλοι παρομοίως, υπέρ πατρίδος’ κι αυτός και η γκόμενα και η κυρία του. Για τρεις ζωές τον χώνω μέσα. Όχι βουλευτιλίκι δεν ξαναβλέπει, όχι υπουργιλίκι, ουρανό δεν ξαναβλέπει, Θεού πρόσωπο δεν ξαναβλέπει… Αλλά και μέσα να μην τον χώσω, η ζωή του θα ’ναι πια για τα σκουπίδια… Και δε χρειάζονται πολλά’ την εργολαβία του υδραγωγείου να του βγάλω στη φόρα, μόνον αυτή, και τινάχτηκε στον αέρα. Η γυναίκα μου, όλο μη μιλάς και μη μιλάς και μην εκτίθεσαι, αλλά αν 8ε μιλήσω τώρα, ποτέ θα μιλήσω; Όταν θα μ’ έχουν μπαγλαρώσει για τα καλά; Τότε, ό,τι και να λέω δε θα πιάνει, φωνή βοώντος’ τώρα, που προλαβαίνω, θα δράσω. Στη βράση κολλάει,.. πότε κολλάει; Ό,τι είναι να γίνει τώρα να γίνει, όσο θα είμαι προφυλακισμένος. Μετά; Δώρον άδωρον μετά, το πουλί θα έχει πετάξει. «Καθάρισα άνθρωπο, τον σκότωσα», της λέω, «το καταλαβαίνεις;»


Δεν καταλάβαινε. «Βρε, έτσι και δικαστώ, έτσι και αποδειχτεί ότι είχα την πρόθεση… με χώνουν μια ζωή μέσα. Ο αντρούλης σου, ο Μπί-λης σου, ο-κύριος Χασάπης, εγώ δηλαδή, παύει να ναι κύριος, μένει διά παντός μέσα. Τ ι θέλεις λοιπόν; Να το παίξω θυσία, μην εκθέσω τον υπουργό μας; Όχι, αγάπη μου, να τρομάξει ο μπάσταρδος, να πάθει πρώτα αυτός το εγκεφαλικό και ύστερα εγώ. Μην το συζητάς λοιπόν, δε με πείθεις’ θα τον τινάξω στον αέρα. Έτσι και δεν…; στον αέρα’ και παιδιά και οικογένεια και σπίτια. Μαζί δεν τα τσεπώναμε; Μαζί θα πληρώσουμε. Δίκαια πράγματα.» Την έστειλα να του το πει καθαρά. Ή έρχεται επιτόπου ο ίδιος να με βγάλει έξω ή δεν καθαρίζει εύκολα μαζί μου. «Να πας η ίδια, πρόσωπο με πρόσωπο, όχι από τηλεφώνου και αηδίες. Η ίδια. Δεν ξέρω, πες του, τι θα κάνεις, πώς θα πείσεις ανακριτές και αστυνόμους, αλλά αν δε φροντίσεις να βγει ο αντρουλης μου άσπιλος στην κοινωνία, την έβαψες. Έχει τις ταινίες με τη φωνούλα σου, αυτό να του πεις. Ξέρει αυτός.» Κάθισα μετά και της αποκάλυψα πού έχω κρύψει τις ταινίες και πώς θα τις διοχετεύσει στον Τύπο σε περίπτωση που… «Τ ώρα όμως που ξέρεις την κρύπτη, πρόσεξε μη σου ξεφύγει το μυστικό και προπάντων μη με προδώσεις’ μία μία θα τις εμφανίζεις.» «Γιατί να σε προδώσω, τι έχω να κερδίσω για να σε προδώσω;» Το είπε και τρομοκρατήθηκα. «Α, όχι, μην αλλάζεις θέμα», της λέω. «Δηλαδή, αν είχες να κερδίσεις, θα με πρόδινες; Διότι έχεις να κερδίσεις’ και πολλά μάλιστα. Να σ’ τ’ απαριθμήσω;» Με κοιτούσε σαν χαζή. Άσε που, έτσι και του αποκαλύψει την κρύπτη, μ’ έστειλαν στας αιωνίους μονάς.


«Να σου απαριθμήσω λοιπόν τα οφέλη; Έτσι και με προδώσεις τι θα κερδίσεις;» Κάθισα και της τα απαρίθμησα. Ένα προς ένα. Θα με πεις ηλίθιο, της άνοιξα τα μάτια και την όρεξη. Το παραδέχομαι, είμαι. Αν πάει να του πουλήσει τις ταινίες, είναι σαν να της χάρισα ένα σπίτι. Διότι αυτός, προκειμένου να τις πάρει στα χέρια του, δίνει τα πάντα. Και το ξέρει η δική μου’ και όχι μόνο ένα’ και δύο και τρία θα δώσει. Οπότε ήδη την έχω φέρει μπροστά στο μέγα δίλημμα της ζωής της. Τ ι κάνει; Σε λίγο θα δείξει’ της ζήτησα να πάει στην κρύπτη και να μου τις φέρει. Μόνο αν τις έχω στα χέρια μου εξασφαλίζω τη σιωπή της και την ελευθερία μου. Θα μου τις φέρει; Ίδωμεν. Σκατά! Το βέβαιο είναι ότι, απ’ όπου και να το πιάσεις, την έχω άσχημα! Τ ι πώς άρχισε; Άρχισε. Απλά, όπως απλά αρχίζουν όλα. Με τον ηλίθιο τον Μπέλλο, τον απέναντί μου στη γειτονιά, για τρία δέντρα. Μάλιστα. Για τρία δέντρα ξεκίνησε όλη αυτή η γελοία ιστορία. Για το τίποτα. Και όχι για τρία. Για ένα. Εντάξει, ήταν παράνομο αυτό που έκανα, αλλά δεν περίμενα να τον πιάσουν και τέτοιες ευαισθησίες! Πού να το φανταστώ; Αν το φανταζόμουν, θα έβαζα τον Αγαμέμνονα να μου βγάλει μια άδεια από το. δασαρχείο. Τότε, όχι μόνο τρία θα μου επέτρεπαν να κόψω, δάσος ολόκληρο’ και με άδεια και με σφραγίδα. Τον ηλίθιο! Εδώ, εν ριπή οφθαλμού, έτσι και έχεις έναν Αγαμέμνονα — διότι Αγαμέμνων σημαίνει κράτος -, έτσι κι έχεις έναν Αγαμέμνονα κατεδαφίζεις την Ακρόπολη, εξαφανίζεις κτίρια που είναι να τα πιεις στο ποτήρι, καις δάση, στερεύεις ποταμούς. Φαντασία μόνο να ’χεις. Όχι τώρα για τρία δέντρα. Ο Αγαμέμνων θα μου το ’λύνε το θέμα, αλλά πού να το φανταστώ ότι θα είχα να κάνω με ψυχοπαθή.


Τον μάραναν τον κόπανο. Τ ι ποιον; Τον Μπέλλο. Τον μάραναν τα τρία δέντρα. Ποια δέντρα; Τα δικά μου δέντρα. «Δικά μου, ρε ηλίθιε, δεν είναι;», του είπα. «Έξω από την πόρτα μου, στο δικό μου πεζοδρόμιο δεν είναι;» Επέμενε το κάθαρμα. Είναι, λέει, και δικά του. «Από πού τα βρήκες δικά σου;» Και δικά του, λέει, και όλων μας. Τόνιζε το «και». Είναι εξήντα ετών και θυμάται, λέει, και τα τρία από τη μέρα που γεννήθηκε, που έκανε τα πρώτα του βήματα. Αυτά πρωτόδε όταν πρωτάνοιξε το παράθυρο του σπιτιού του. Άκου ρομαντισμοί και μαλακίες! Αυτά τα δέντρα μπορεί, λέει, να είναι και διακοσίων ετών. Όλο τέτοιες μπούρδες” το αισθητικό, οι μνήμες του, το οξυγόνο του. Ούτε που ήξερε τι έλεγε. Άσε που δύο ετών μωρό δε φτάνει με τίποτα ν’ ανοίξει παράθυρο. Πώς λοιπόν τα ’βλεπε; Τ ίποτα, είναι μαλάκας ο άνθρωπος, δεν ξέρει τι σημαίνει πρόοδος. «Άνθρωπέ μου, για να βλέπεις εσύ τα τρία δέντρα, θα πάθω εγώ τέτοια ζημιά; Αν δε φύγουν τα δέντρα, δεν οικοδομώ, έχω βγάλει άδεια, καταστρέφομαι!» Τηλεφώνησα πανικόβλητος στον Αγαμέμνονα, στο υπουργείο, αυτό κι αυτό του λέω, «χέσ* τον», μου απαντά, «πάει να το κάνει πολιτικό θέμα, κόψ’ τα και τα τρία και χέσ’ τον». «Έκοψα ήδη το ένα», του λέω, «κι επενέβη το δασαρχείο.» «Τη νύχτα κόψε και τα υπόλοιπα, εμείς κυβερνάμε. Ο δασάρχης είναι με τους άλλους, μην περιμένεις κατανόηση.» Κατάλαβες, φίλε; Έχει ευθύνη και ο Αγαμέμνων. Τ ώρα, μην κάτσεις και ψάχνεις ποιος κρύβεται πίσω από το όνομα Αγαμέμνων. Λίγο μυαλό και το βρήκες. Πάντως, αυτός μου έδωσε το


πράσινο φως. Κόψ’ τα όλα, εμείς κυβερνάμε, δε μου είπε; Και βέβαια το πρόβλημα δεν έμεινε μόνο στα δέντρα. Χειροτέρεψε όταν άρχισα να βγάζω κάτι μαρμάρινα σκαλοπάτια. Φρύαξε ο Μπέλλος. «Με ποιο δικαίωμα; Αυτά είναι προ Χριστού, του τρίτου αιώνα, τα ’χεις κληρονομήσει από τους προγόνους, δεν είναι δικά σου.» Ούρλιαζε. Παραδοσιακό, διατηρητέο!… Ο τσόγλανος! Είναι κι εξηντάρης και τον λέω τσόγλανο. Άκου δεν είναι δικά μου! «Ρε παιδί μου, ρε γέρο μου» — το γέρο μου του το πέταξα για να τον σοκάρω, μπας και πάθει καμιά συγκοπή. «Γέρος» ακούει και σε μισεί, αγριεύει. Του το σερβίραμε καμιά φορά στο καφενείο κι έκανε μήνες να μας πει καλημέρα. «Έλα, γέρο μου, στα καλά σου», του ξανάπα, «αύριο θα κάνει το ίδιο κι ο γιος σου. Μηχανικός δεν είναι; Διατηρητέο και το δικό σου δεν είναι; Θα δεις που θά ’ρθει μια μέρα ακάθεκτος να σ’ το γκρεμίσει και θα σ’ το φτιάξει μια καφετέρια να την πίνεις στο ποτήρι. Ήδη ο καλός σου μου το πέταξε με τρόπο, για ρώτα τον.» Προς στιγμήν σκέφτηκα μήπως θύμωσε γιατί δεν ανέθεσα τη δουλειά στο γιο του. Του πρότεινα τότε να του πει ν’ αναλάβει την επίβλεψη. Και όχι λόγια, το πίστευα. Τ ίποτα, ανένδοτος. Τα δέντρα του και τα μάρμαρά του και βλακείες. Ούτε το συμφέρον του παιδιού του δεν υπολόγιζε. «Στο κάτω κάτω», του λέω, «πανσιόν θα σηκώσω εγώ, δε θα σου είμαι ανταγωνιστής, για να πω ότι κινδυνεύεις, εκτός εάν κατά βάθος δεν είναι αισθητικό το πρόβλημά σου, αλλά καθαρή ιδιοτέλεια, επειδή σκόπευες κι εσύ στον ίδιο στόχο, σε πανσιόν. Αλλά και έτσι να είναι, σου ανοίγω το δρόμο. Αρχικόπανε! Πανσιόν θέλεις; Κάνε κι εσύ πανσιόν, εγώ ο ίδιος θα φροντίσω να σου βγάλω


την άδεια, δεν έχω αντίρρηση…» Έλεγα, έλεγα, και τι δεν έλεγα και τι δεν του είπα, ότι θα φάει ψωμί μαζί μου, ότι θα κάνω πλούσιο το γιο του, ότι το κράτος είναι δικό μου, ότι θ’ αλωνίσουμε, ότι δε θα του βγει σε καλό αυτή η μαλακία… Αισθητική και μπούρδες αυτός, να επιμένει. Και τα φουρούσια των μπαλκονιών μου που τον μαγεύουν, τα μαρμάρινα μπιχλιμπίδια τους, τα σιδερένια κάγκελα με τα κόλπα τους… Αμετακίνητος. Δασαρχείο, αρχαιολογία, πολεοδομία, όλα μου τα κουβάλησε.

2 «Ρε άνθρωπέ μου, είσαι καλά;», του είπα μια μέρα. «Έχω ρίξει χρήμα, έχω λαδώσει το σύμπαν, μόνο στον Πρόεδρο Δημοκρατίας δεν έφτασα ακόμα, αλ-λα, αν χρειαστεί, θα φτάσω κι εκεί. Τ ι θέλεις; Έχω παίξει τα λεφτά της ζωής μου και θά ’ρθεις εσύ τώρα να με σταματήσεις; Τ ρέχουν οι τόκοι, τρέχουν όλα. Κάνε στην άκρη, άνθρωπέ μου, άσε πρώτα να το αποχαρακτηρίσω από διατηρητέο και μετά παίζε το πουλί σου όσο θέλεις.» Κατάλαβες; Να ’χεις δηλαδή ένα θησαυρό στα χέρια σου και να κινδυνεύεις να τον χάσεις εξαιτίας του. Παραληρούσε το κάθαρμα, έμμονη ιδέα του ’χε γίνει, κόλλησε η βελόνα: «Όσο ζω, εδώ δε θ’ αλλάξει τίποτα». Άκου βεβαιότητα. Εκτός τόπου και χρόνου ο άνθρωπος. Όλο αυτό μου τσαμπουνούσε, δε θ’ αλλάξει τίποτα — το τροπάρι του. Από την άλλη, ο Αγαμέμνων, «χέσ’ τον, μη με ταλαιπωρείς», να μου λέει, «εμείς κυβερνάμε. Κατεδάφιζε εσύ τη νύχτα κι εγώ καθαρίζω».


Όχι ότι φοβήθηκα ή ότι πίστεψα πως τελικά δε θα βγει υπέρ μου η ιστορία. Έχει σταματήσει τίποτα ποτέ στον τόπο μας; Ως διά μαγείας, ολόκληρη η Αθήνα δεν έχει πια ούτε για δείγμα ένα κτίριο απ’ αυτά τα κουκλιά που μας μάγευαν όντως κάποτε, αλλά τότε βλέπεις δεν το ξέραμε, ότι μας μάγευαν εννοώ. Σ’ ένα τέτοιο κουκλί δεν έμενα κι εγώ τότε που σπούδαζα; Μόνο αυτός έχει γούστο δηλαδή; Το πρώτο γαμήσι σ’ ένα τέτοιο κτίριο το έζησα, Σίνα και Διδότου’ μου είχε νοικιάσει τη σοφίτα του ο Τσο-κόπουλος. Εκεί γνώρισα και κατέστησα κυρία τη νυν κυρία Χασάπη. Δεν είμαι λοιπόν κι εγώ άμοιρος από γούστο, καλλιεργήθηκα κι εγώ, αλλά άλλο να ζεις με πενταροδεκάρες κι άλλο ξαφνικά να γίνεσαι ένας μικροωνάσης. Συγκρίνεται; Οπότε αρχίζεις να ρίχνεις νερό στο κρασί σου. Ε, αυτό έκανα κι εγώ. Άρχισα να ρίχνω νερό στο κρασί μου. Ο πρώτος ή ο τελευταίος είμαι; Θα μου πεις, τότε γιατί να μη ρίξει νερό στο κρασί της και η γυναίκα μου; Σωστό’ και όσο περνά η ώρα, αρχίζει να γίνεται όλο και πιο σωστό. Ορίστε — τι σου ’λεγα; —, έπρεπε να έχει έρθει εδώ και ώρες. Πού είναι; Γιατί αργεί; Ούτε και στο τηλέφωνο απαντά. «Ο άνθρωπος, κύριε Μπέλλο μου, είναι θηρίο», του είπα μία άλλη φορά, «γίνε κι εσύ, αλλιώς σ’ έφαγαν. Τ ρώει πέτρες ο άνθρωπος, τρώει μπετόν, μάρμαρα, αρχαία, ιστορίες. Και σκατά τρώει, αν χρειαστεί. Άσε λοιπόν τα έξυπνα, δε βλέπεις μόνον εσύ το αισθητικό, αλλά πώς ν’ αντισταθείς; Αύριο, όταν σου θέσει το θέμα και ο γιος σου, να δούμε πώς θ’ αντιδράσεις, τι θα του πεις. »Εντάξει, συμφωνώ, όμορφα ήταν, το παραδέχομαι. Περπατούσα, θυμάμαι, στα Εξάρχεια και τρελαινόμουν κι εγώ μ’ εκείνα τα μπιχλιμπίδια, μ’ εκείνα τα μελένια παράθυρα. Κι εμένα με ξετρέλαιναν, η ψυχή σου ανάσαινε! Ομορφιά και των γονέων!… Αλλά εκεί θα μείνουμε; Εδώ τότε ο άνθρωπος, με το ωραίο το


σπιτάκι του, την ωραία του αυλίτσα, έτσι και τα θυσίαζε, τρόπος του λέγειν, έβγαινε ξαφνικά πλούσιος, με δέκα σπίτια, προίκιζε κόρες, πλούταινε. Τ ι να ’κανε; Να κρατούσε την αυλίτσα του; Και τι είναι η πρόοδος; Όχι, να μου πεις πώς την εννοείς. Αυτοί που το επέτρεψαν ηλίθιοι ήταν;» Και τι δεν του είπα… Αλλά ψυχοπαθής ο άνθρωπος. «Κύριε Μπέλλο μου», να του λέω, «ό,τι έγινε, έγινε, δε θα μας βγει σε καλό, κάνε στην άκρη, να τελειώνουμε.» Σκοπιά ο άτιμος. Μέρα νύχτα. Έβαλε και τη γυναίκα του στο παιχνίδι. Οκτώ δύο αυτός, δύο οκτώ εκείνη. Ο γιος το έπαιζε αδιάφορος, αλλά αυτός εκεί, μπάστακας. Την ψώνισε. Δεν εξαγοραζόταν με τίποτα. Τ ρέλα εκείνος, τρέλα κι εγώ. Εν τω μεταξύ, ο Αγαμέμνων είχε πείσει και χωροφυλακή και πολεοδομία, αλλά το δασαρχείο και η αρχαιολογία, ανένδοτοι. Πήρε έκταση το θέμα. Δεν το χειριστήκαμε σωστά. Τ ρεις αρχαιολόγους μετέθεσε ο Αγαμέμνων στα σύνορα, Πωγωνιανή και βάλε, αλλά μάταια. Κάθε φορά ο επόμενος, το ίδιο, ανένδοτος. Μόνο ο τέταρτος είδε το συμφέρον του και υπέγραψε την κατεδάφιση, «επειδή και διά ταύτα», την υπέγραψε τελικά. Μόνο ο δασάρχης αντιστεκόταν. Βγήκε και συγγενής του Αγαμέμνονα. Πού να το φανταστεί; Μακρινός αλλά συγγενής. Μια εξαδέλφη του είναι γυναίκα του δασάρχη. Μάλιστα. Πήρε τώρα και οικογενειακές διαστάσεις το θέμα μας. Άσε που έχει μπει κι η κόρη του στη μέση. Του Αγαμέμνονα η κόρη. Πήρε το μέρος του Μπέλλου κι αυτή, διότι, λέει, σπουδάζει αρχαιολογία και την έπιασαν οι ευαισθησίες και οι προγονοληψίες. «Τότε τι σπουδάζω, καλέ μπαμπά; Για ποιον θα γίνω αρχαιολόγος;» Μέχρι που άρχισε να τον λέει πουλημένο και κανάγια. Άκου, φίλε μου, για τρία κωλόδεντρα και τρία κωλομαρμάρινα σκαλοπάτια πού φτάσαμε, τι τραγωδίες παίζονται. Κανάγιας ο


πατέρας της. Τ ρελαθήκαμε τελείως. Και όλα αυτά γιατί ο κύριος Μπέλλος θέλει, λέει, να συντηρήσει τις μνήμες του. «Εγώ σ’ αυτό το δέντρο που έκοψες χτύπησα κι έβγαλα το πρώτο μου καρούμπαλο. Να το σημάδι.» Μου έδειχνε και το σημάδι. «Άρα, κύριε Μπέλλο μου, έχεις επώδυνες αναμνήσεις. Τ ι το θες το δέντρο; Για να σου θυμίζει το καρούμπαλο;» Δεν υπάρχει θέμα, στο τέλος θα υπερισχύσει το δίκαιο, δεν αμφισβητείται. Και η πανσιόν θα γίνει, και τα δέντρα θα πέσουν, και τα μπιχλιμπίδια θα πάνε να στολίζουν τάφους… «Κύριε Μπέλλο μου, σ’ τα χαρίζω, πάρ’ τα για το σπίτι σου’ και τα μάρμαρα και τα μπιχλιμπίδια τους. Να τα χαρίσω σε μουσείο; Ή προτιμάς να τα πας σε κανέναν τάφο, να τα βλέπει και ο κόσμος; Τ ι θέλεις; Θέλεις να στολίσεις το δικό σου τάφο; Γιατί, όπως πάμε, για κει οδεύεις. Πάρ’ τα να τον στολίσεις. Δικά σου όλα. Φτιάξε και οικογενειακό τάφο και πάρ’ τα. Δωρεάν. Και, αν θες, πούλα τα κιόλας, εμπορεύσου τα.» Όσο του τα ’λεγα, αφρούς έβγαζε. Έβαλα όλη μου την ευφράδεια, μεταχειρίστηκα όλη τη μαλαγανιά μου: «Μπέλλο μου…». Έκοψα και τα κύριε Μπέλλο μου και τα γέρο μου’ έγινα πιο φιλικός, πιο οικείος. Όχι για πολύ βέβαια. Στο τέλος δεν άντεξα και επανήλθα στο μαλάκα μου. Δεν επτοείτο. Το άκουγε λες και ηδονιζόταν. «Μαλάκα μου, θα φας το κεφάλι σου, δεν κάνεις τίποτα. Θες να παραδεχτώ ότι έχεις δίκιο; Έχεις, αλλά μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση, εγώ θα έχω χτίσει δέκα πανσιόν, ειδικό νόμο θα φτιάξω. Πόσοι όροφοι επιτρέποντα»., καλέ μου άνθρωπε; Δύο; Εγώ θα σου σηκώσω τέσσερις. Πόση κάλυψη; Μηδέν τέσσερα; Εγώ θα σ’ την κάνω μηδέν οκτώ. Τ ι θέλεις; Για σένα δουλεύω. Ακόμα δεν το κατάλαβες; Θα σου φυτέψω τρία


πλαστικά δέντρα, να ηρεμήσουν τα ματάκια σου, αν αυτό είναι το πρόβλημα, αλλά αύριο ο γιος σου, με μηδέν οκτώ κάλυψη, γίνεται πλούσιος και με τετραώροφο. Αυτόν θα βρεις μπροστά σου. Εσύ θα φας το κεφάλι σου κι αυτοί θα ζήσουν ζωή χαρισάμενη.» Εννοούσα την κυρία του και το γιόκα του.

3 Από κει και πέρα τα γεγονότα κύλησαν ραγδαία. Δεν μπορούσα να τον αφήνω να δρα κι εγώ να περιμένω τα πάντα από τον Αγαμέμνονα, ο οποίος, εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να βγάζει λίγο λίγο έξω την ουρά του. Κάπου το πήγαινε να μ’ εγκαταλείψει. Βέβαια, όταν του πέταξα εκείνη την πρώτη σπόντα περί στοιχείων — «Α, κύριε Αγαμέμνονα, καμιά φορά βάζω και ακούω κάτι μαγνητοταινίες που κρατάω για να ’χω να θυμάμαι τις καλές παλιές μας μέρες. Να ’ξερες πόσο συγκινούμαι, τι αρχίζω και θυμάμαι!…» — τρελάθηκε. «Είσαι τρελός; Ποιες ταινίες; Έκανες τέτοιες προστυχιές;», μου λέει. «Για ανάμνηση και τίποτ’ άλλο», του λέω. Μάλλον δε με πίστεψε. Το πήρε για ελιγμό, για άσφαιρα πυρά. Όταν όμως κόλλησα το ακουστικό του τηλεφώνου στο μαγνητόφωνο και άκουσε τη βραχνή φωνούλα του, τρελάθηκε, μου ’κλείσε το τηλέφωνο, έβριζε Χριστούς και Παναγίες, παρεκτράπη τελείως. Βέβαια, όπως καταλαβαίνεις, σε πέντε λεπτά με ξαναπήρε, μαλακωμένος, Παναγία. Η ζωή είναι δύσκολη, το ξέρω. Πρέπει να παλεύεις με νύχια και με δόντια. Θηριώδης ο άνθρωπος, θηριωδίες θέλει κι η κοινωνία! Ξέρω, ξέρω, πάλι θα μου πεις, γιατί όχι θηριώδης και η γυναίκα μου;


Άνθρωπος δεν είναι; Σωστό και αυτό, όχι όλα δικά μας, το ξέρω. Το φυσικότερο των πραγμάτων θα είναι να με πουλήσει* σωστό. Αν δε μ’ έχει ήδη πουλήσει. «Πόσα μου δίνετε, κύριε Αγαμέμνων, να σας φέρω, χέρι με χέρι, τις ταινίες; Πόσα; Τόσα; Πάρτε τες, θα του πει. Το αφύσικο θα ήταν να μη με πουλήσει, το ξέρω.» Το βέβαιον είναι ότι από τούδε κινδυνεύω. Στην αρχή η γυναίκα μου ήταν πυρ και μανία για το λάθος που έκανα να του αποκαλύψω το μυστικό. Τότε της είπα για πρώτη φορά εκείνο το περίφημο «μη φοβάσαι, φτάνει να μη με προδώσεις εσύ». Εν πάση περιπτώσει, ‘τυν Αθηνά και χείρα.κίνει. Αθηνά στην προκειμένη περίπτωση εννοώ τον Αγαμέμνονα, δεν το πάω στα θεία. Εντάξει, χριστιανοί είμαστε και αν χρειαστεί πιστεύουμε και στα θεία, αλλά ποτέ δεν ήλπισα ότι ο Θεός θα τολμούσε να πάει κόντρα στον Μπέλλο. Κατά βάθος ήξερα ότι ο Μπέλλος είχε το Θεό με το μέρος του, οπότε δε διακινδύνευα να αναμείξω και τα θεία στη διαφορά μας. Άσ’ τον αμέτοχο εκεί στα ύψη του. Εντάξει, εκκλησιαζόμαστε, αλλά όχι και να πάρει το θέμα μας και θρησκευτικές διαστάσεις. Πήρε ήδη πολιτικές, πήρε οικογενειακές, μην το ξεχειλώνουμε. Και τότε, όπως συνηθίζεται, μου ήρθε η θεία φώτιση. Ό,τι χρειαζόταν στην περίπτωση. «Τ ίποτα», αναφώνησα, «το οχυρό Μπέλλος πρέπει να πέσει από μέσα. Αυτό είναι! Θα τρομοκρατήσω την κυρία του.» Πώς δεν το ’χα σκεφτεί μέχρι τώρα; Το γιο τον είχα ήδη σε ακίνδυνη απόσταση. Κατ’ αρχάς έδειχνε πως δεν του καίγεται καρφί. Γι’ αυτό άλλωστε δεν έμπαινε και σκοπιά. Αυτό το τελευταίο το οφείλω ίσως και λίγο στη Ματίνα, την κόρη μου. Κάπου αυτοί οι δύο, εδώ και καιρό, πριν όμως από τα γεγονότα, είχαν αρχίσει να κάνουν τα γλυκά μάτια ο ένας στον άλλο. Μάλλον. Και όχι μόνον.


Φυσικά εγώ, μόλις το αντιλήφθηκα, το δέχτηκα ως μάννα εξ ουρανού. Ένας Ρωμαίος και μια Ιουλιέτα επί των ημερών μας, είπα. Γιατί όχι; Εκείνοι τα γλυκά μάτια; Εγώ τα στραβά μάτια. Με το αζημίωτο βέβαια. Από τη μια να τους διευκολύνω και από την άλλη να περνάω, με τρόπο, στη Ματίνα το μήνυμα περί ειρήνης και «άνθρωποι είμαστε και προς τι τόσο μίσος», οπότε, με τη σειρά της κι εκείνη, να το περνάει σ’ εκείνον. Εν αγνοία της βέβαια. Αλίμονο αν βάλουμε και τα παιδιά μας από τώρα στις βρωμοδουλειές μας. Έμμεσα και διακριτικά, στις σωστές δόσεις, γιατί καλό είναι να ανακαλύπτουν παράλληλα και τη ζούγκλα της εποχής τους, μη βρεθούν εκτός τόπου και χρόνου ένα πρωί. Ρωμαίος και Ιουλιέτα, εντάξει, αλλά μέχρι ενός ορίου. Τ ι λέγαμε; Α, ναι, το γιο, εντάξει, τον βγάλαμε εκτός γηπέδου. Με την κυρία Μπέλλου τι γίνεται… Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να ακούγεται και κάτι περί πτώσης της κυβέρνησης και περί αιφνίδιων εκλογών. Άμ’ έπος άμ’ έργον λοιπόν’ ολοταχώς στην κυρία του. Μια φεγγαρόλουστη βραδιά, όταν εκείνος πήγε για ύπνο και την άφησε μόνη στη σκοπιά, της το πέταξα’ επί τροχάδην. Αν δεν πείσει αμέσως τον άντρα της, έχω τη δύναμη και τον τρόπο να τον καταστρέφω, της είπα. Πολύ θα λυπηθώ βέβαια, γιατί, όπως πολύ καλά ξέρει, τη συμπαθώ και τη συμπαθούσα ανέκαθεν και είναι πολύ κρίμα που δεν… εμείς οι δυο, που κάποτε, και λοιπά και λοιπά… Και δεν της έλεγα ψέματα. Πράγματι, κάποτε κάπως έτσι είχαν τα πράγματα, της είχα κάνει και λίγο τα γλυκά μάτια. Αυτό ήταν! Άρχισε να τρέμει το χειλάκι της. Αυτό το «σε συμπαθούσα ανέκαθεν» που της είπα την κατατρομοκράτησε, το


ερμήνευσε αλλιώς. Από κει και πέρα, ήλπιζα πια ότι θ’ αρχίσει να καταρρέει το οχυρό. Αμ δε, όχι μόνο δεν κατέρρευσε, άλλα ενισχύθηκε κιόλας. Εν τω μεταξύ, ξέχασα να σου πω, είχα βάλει λίγο λίγο και όλη τη μικρή μας πόλη στην ιστορία, διότι, κατ’ αρχάς, η ανοικοδόμηση της πανσιόν συνέφερε τους πάντες’ τους εργολάβους, τους τεχνίτες, τις ταβέρνες της περιοχής, που φυτοζωούσαν. Με την πανσιόν μου, επιτέλους, θα ξεκινούσε και ο τουρισμός στην περιοχή μας. Εν ολίγοις, όπως θα δεις παρακάτω, πρωτίστως βγάλαμε πουτάνα τη γυναίκα του, και εν συνεχεία — κι ας ήταν μέλλων γαμπρός μου βγάλαμε γκέι το γιο του - μάλιστα, έφτασα και σ’ αυτή την αθλιότητα. Λάσπη να δουν τα μάτια σου! Βγάλαμε και τι δε βγάλαμε στη φόρα… Άσε τον έφορο! Τον βάλαμε να του κάνει δέκα φορές έλεγχο την ημέρα! Ογδόντα χιλιάδες ευρώ το πρόστιμο για το σιδεράδικο που είχε και που κόντευε να το κλείσει από έλλειψη πελατών. Φυσικά ο έφορος ήταν άνθρωπος του Αγαμέμνονα κι αυτός. «Κύριε Αγαμέμνων μου, γιατί δεν του στέλνεις τον έφορο, να του δώσει να καταλάβει;», του είπα. Ο Αγαμέμνων πήγε στην αρχή να μου το παίξει στο μην μπερδεύουμε περισσότερο τα πράγματα. Έβαλε και θέμα να του επιστρέψω τις ταινίες. «Χέρι με χέρι», του λέω. «Θα κάνω ότι μπορώ», μου απαντά. Σκληρές διαπραγματεύσεις. Τελικά το πρόστιμο μπήκε. Ακριβώς ογδόντα χιλιάδες. Τα πλήρωσε όλα ο τσόγλανος. Πούλησε τα τελευταία χωράφια που είχε και τα ’σκάσε στην εφορία.


4 Κανονικός τρωικός πόλεμος. Οπότε κι εγώ άρχισα να ετοιμάζω το δούρειο ίππο μου. Εξάλλου όλοι στη γειτονιά τού έμπαιναν όλο και πιο άγρια: «Είσαι τρελός; Τ ι πας να κάνεις; Ποιος είσαι; Τ ι μας πουλάς; Εσύ μόνο είσαι ο ευαίσθητος; Εμείς δηλαδή τι είμαστε;». Δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά. Όλοι εναντίον του. Εν τω μεταξύ, εγώ πλήρωνα, λάδωνα, κερνούσα και την κουτσή Μαρία, από καφέδες μέχρι μπίρες. Κασόνια! Όλοι ξαφνικά έγιναν δικοί μου. «Δεν κοιτάς που πουστοφέρνει ο γιος σου;» Του το πέταγαν όχι πια στο ψιθυριστό, έξω από τα δόντια. «Δεν αφήνεις τα μάρμαρα, να δεις πώς θα τον συνεφέρεις;» Άγρια πράγματα. Ζούγκλα. Το τελευταίο — για το γιο — η αλήθεια είναι πως με πλήγωνε, αλλά δεν υπήρχε επιστροφή. Εκεί που είχαμε φτάσει, θα τα παίζαμε όλα για όλα. Βέβαια, άρχισε, δυστυχώς, να τον αποφεύγει κι η Ματίνα. Θλιβερόν, γιατί ο Μάνος, ο γιος του, είναι πράγματι καλό παιδί. Τ ι να σου πω… Δεν υπάρχει πιο αξιοθρήνητο πράγμα από την κοινή γνώμη. Μεταπείθεται στο πι και φι. Καίσαρ και Κλεοπάτρα. Έχεις δει το έργο; Του Σαίξπηρ. Όλα τα ’χει προβλέψει αυτός ο άνθρωπος. Θυμάσαι τη σκηνή που ο Αντώνιος μεταπείθει τον κόσμο και τον στρέφει εναντίον του Βρούτου, όταν δυο λεπτά πριν ζητωκραύγαζε υπέρ του Βρούτου; Για το γιο του λέω, που πρώτα τον συμπαθούσαν όλοι και μετά τον πούλησαν όλοι. Σκατά! Ο άνθρωπος είναι μια πανάθλια ιστορία. Και μεγαλειώδης, δε διαφωνώ. Έχ’ει μέσα του και σκατά και μεγαλείο. Να, εμένα που με βλέπεις είμαι ικανός όλους αυτούς που τώρα φτύνουν το γιο να τους


κάνω αύριο να τον γλείφουν πατόκορφα. Εν καιρώ, λοιπόν, αυτό τακτοποιείται. Τ ώρα, με τον Μπέλλο τι γίνεται, πώς τον αφοπλίζουμε, πώς τον τρομοκρατούμε;

5 Δε χρειάζεται βέβαια να σου πω ότι ο άνθρωπος είχε πια τρελαθεί τελείως. Η σκοπιά, σκοπιά βέβαια, αλλά η τρέλα του, τρέλα. Άρχισε να κυκλοφορεί μόνος, αξύριστος, λέτσος, βλοσυρός, να παραμιλά, να μη μιλά σε κανέναν… Τέλος πάντων! Η πλάστιγγα είχε αρχίσει να γέρνει με το μέρος μου. Λίγο έμενε και θ’ άρχιζε να παριστάνει το Ναπολέοντα. Η γυναίκα του βέβαια — δε θέλει συζήτηση - είχε αρχίσει να κάμπτεται. «Μπέλλο μου, αγόρι μου, δεν κάνουμε τίποτα, παράτα τα, θα μας φάνε.» Θυμάσαι τι της είχα πει εκείνη τη φεγγαρόλουστη νύχτα; Πως τη συμπαθούσα ανέκαθεν και πως ήταν κρίμα που εμείς κάποτε δεν… παρ’ όλο που… Νόμιζα πως δεν είχε πολυκαταλάβει πού το πήγαινα. Της είχα πει πως έχω όλη την καλή διάθεση και την εφορία να τακτοποιήσουμε, και το γιο τους να βοηθήσω, και ό,τι διψά η ψυχούλα της, φτάνει να… Παραλόισε η γυναίκα. «Μπέλλο μου, αγόρι μου, μας συμφέρει, παράτα αυτά τα κωλόδεντρα και τα διατηρητέα και τα μάρμαρα. Και τον Μάνο μας θα φροντίσει και το πρόστιμο στην εφορία και… Αλλιώς, θα μας καταστρέφει. Εσύ θα τρελαθείς κι εμένα θα με βγάλουν πουτάνα.» Άρα το ’χε πιάσει τσ μήνυμα. Ο δούρειος ίππος είχε αρχίσει να δουλεύει στην εντέλεια.


Και βέβαια, όπως σου είπα, όντως, μετά μεγάλης μου λύπης, την έβγαλα πουτάνα. Και πάρα πολύ εύκολα, διότι, μεταξύ μας, ποια γυναίκα δεν έχει τις μικροαμαρτίες της. Τ ις είχε και αυτή. Μόνο που τις είχε διαπράξει προ του γάμου της. Ε, λοιπόν, εγώ έκανα μια μικρή απλή χρονική μετατόπιση. Μετέθεσα εντός του γάμου της τη μικρή της αμαρτία. Και, για να μη σε κουράζω άλλο, ναι, την έβγαλα πουτάνα. Κανονική. Μέχρι φωτογραφίες κυκλοφόρησα. Μου τις έδωσε, πληρωμένες αδρά βέβαια, ο κύριος Γιώργος, ο πρώην της, χωρίς καμιά τύψη. Εργένης τώρα, αλητόβιος, δεν του καιγόταν καρφί ακόμα κι αν τον έλεγαν ρουφιάνο. «Μάζεψε πρώτα τη γυναίκα σου, κύριε Μπέλλο. Δεν πάει από τη μια να μου παριστάνεις τον αδιάφθορο και από την άλλη να κλέβεις την εφορία και να είσαι και κερατάς.» Τ ρελάθηκε τελείως. Τ ι συνέβη; Συνέβη το απίστευτο. Μας πίστεψε. Μάλιστα. Όταν είδε τις φωτογραφίες, μας πίστεψε. Αρχισε να τη λέει κι αυτός πουτάνα. Τη Μαριώ του. Αν είναι δυνατόν. Πίστεψε εμάς και όχι εκείνη. Την πέταξε με τις κλοτσιές έξω από το σπίτι. Έκλαιγε σαν προδομένη περιστέρα η Μαριώ, τραβούσε τα μαλλιά της. «Μπέλλο μου, αγόρι μου, είναι ψέμα. Ό,τι κι αν έγινε έγινε πριν από σένα.» Πώς και πού να την πιστέψει; Εδώ οι φωτογραφίες ήταν ο αδιάψευστος μάρτυς. Είχαμε προσθέσει με τρόπο και μια πρόσφατη ημερομηνία, τάχα μισοσβησμένη. Σε εκατό αντίγραφα την κυκλοφορήσαμε. Μόνο αφίσα που δεν τη βγάλαμε. Αποτέλεσμα; Μηδέν. Το βιολί του αυτός, σκοπιά μέρα νύχτα στην πόρτα του. Αυτός σκοπιά κι εγώ να ’χω φτάσει στο παρά πέντε της καταστροφής. Έτσι και με εγκατέλειπε κι ο Αγαμέμνων και δεν


κατακυρωνόταν η απόφαση του αποχαρακτηρισμού, τέλειωνα, τα έπαιζα όλα για όλα. Η κυρα-Μαριώ του παραλόισε βέβαια. Κούρεψε σύρριζα τα μαλλιά της και πήρε τους δρόμους. «Να τον σκοτώσεις», μου φώναζε, «να πας να του κόψεις τα τέτοια του» — τα τέτοια του άντρα της δηλαδή. Ο γιος; Είπαμε. Αμέτοχος, απόμακρος, δυστυχής. Όλοι στη γειτονιά, όταν περνά έξω από το καφενείο, «κρύα σύκα» του φωνάζουν. Πάει καταστράφηκε το παιδί. Δεν άντεξε. Έψαχνε να βρει κανέναν πόλεμο να πάει εθελοντής, ν’ αποδείξει πως είναι άντρας. Η Ματίνα, βέβαια, ήξερε πολύ καλά πως ήταν άντρας — αποδείχτηκε άλλωστε μόλις άρχισε να φουσκώνει η κοιλιά της —, αλλά ευτυχώς δεν αντέδρασε. Υπέκυψε στα γεγονότα. Τη στείλαμε για έκτρωση στο Μέρμηγκα. Τ ι να ’κανε; Αναγκαστικά πήγε με το μέρος του μπαμπά’ έτσι νόμιζα. Μέχρι που ένα πρωί μας μούντζωσε όλους και σηκώθηκε κι έφυγε. Εν τω μεταξύ η κυρα-Μαριώ συνέχισε να ουρλιάζει στους δρόμους να τον σκοτώσω και να του κόψω τα τέτοια του. Αυτό και έγινε. Τον σκότωσα. Εν ψυχρώ. Σε τροχαίο βέβαια. Μελετημένα πράγματα, με άλλοθι. Τάχα ήταν μεθυσμένος, τάχα τρελός, τάχα έπεσε αυτός επάνω μου. Ένας μόνο μάρτυρας που είδε, που ξέρει, εξασφαλίσαμε τη σιωπή του με άλλο τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, αφού αυτός εγκατέλειψε πια το μάταιο τούτο κόσμο, ελλείψει αντιπάλου, την απαλλαγή την έχω στο χέρι, δε συζητείται, φτάνει να μην κάνει νερά την τελευταία στιγμή ο μάρτυρας και ο Αγαμέμνων, και φτάνει, προπάντων αυτό, να μη με προδώσει η γυναίκα μου, οπότε, φέξε μου και γλίστρησα, ο δούρειος ίππος μπήκε τότε και σπίτι μου, αλλά εκεί που φτάσαμε, εν ανάγκη,


θα εξασφαλίσω και τη δική της σιωπή. Πώς; Με τον τρόπο που εξασφάλισα και τη σιωπή του Μπέλλου. Οι προδότες αμείβονται. Φτάνει να μην είναι αργά, που σημαίνει ότι πρέπει να προλάβω εγώ, πριν προλάβει εκείνη, αν και όσο δεν τη βλέπω να έρχεται, τόσο επιβεβαιώνονται οι φόβοι μου. Ίδωμεν.

• Μερικά από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται σ’ αυτό τον τόμο έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί από λογοτεχνικά περιοδικά (ΛΕΞΗ-ΔΕΝΤΡΟ), από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, από το περιοδικό ποικίλης ύλης PLAYBOY, από τις εκδόσεις Πατάκη στον τόμο Αθήνα, διαδρομές και στάσεις (ένα μικρό απόσπασμα από Το μάτι της νύχτας, επιμέλεια Μισέλ Φάις), από τους γερμανικούς εκδοτικούς οίκους DTV και ROMIOSINI. • Ο τίτλος του τόμου είναι μια μικρή παράφραση από τον τίτλο μιας κινηματογραφικής ταινίας του Φασμπίντερ. • Ο τίτλος της νουβέλας, Το μάτι της νύχτας, είναι στίχος του Τάκη Σινόπουλου.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.