Το σεξ και ο σαδισμόζ κυριαρχούν... lστορίεζ για την πολπική που ασκσύν τα ίδια τα κορμιά ενταΥμένεζ στην πλοκή ερεθίζουν την περιέργεια του αναγνώστη, αλλά αυτό που πραγματικά στοιχειώνει τη σκέψη του είναι η διαρκήζ αίσθηση του mικείμενου κακού.
INDEHNDfNT DN SUNDAY Διάβασα Το σημάδι του σκορπιού του Μάρεκ Κραγιέφσκι με μία ανάσα. Εκπληκτικό βιβλίο, γρήγορη γραφή, σχεδόν κινηματογραφική, πλοκή με ανατροπέζ και υπόθεση που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα αστυνομικά μυθιστορήματα.
ΒικΥ ΣΛΡ1ΖΗ, FAQ Το σημάδι του σκορπιού είναι βιβλίο για ψύχραιμουζ αναγνώστεζ. Πάντωζ, εφόσον το πιάσεΙζ στα χέρια σου δεν το αφήνεΙζ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΛΦΚΟΣ, ΚΥΡιΑΚΑΠΚΗ EAfYfIfPOmrlA (ΕΠΤΑ) Αυτό που σε καθηλώνει δεν είναι μόνο η υποσχετική ότι πρόκειται να διαβάσεΙζ ένα απίστευτα προσεγμένο και αγωνιώδεζ αoτuνOμΙKό μυθιστόρημα, αλλά ιδίωζ η βεβαιότητα πωζ, αφημένΟζ στα ταλαντούχα χέρια του συΥΥραφέα, τάχιστα θα μεταφερθείζ στον χωροχρόνο για να νιώσεΙζ στο πετσί σου την στμόσφαιΡα τηζ χιτλερικήζ Γερμανίαζ και να γευτείζ ΤΙζ διανθρώπινεζ αλλά και «υπηρεσιακέζ» σχέσεΙζ στο πλαίσιο ενόζ άτεγκτου καθεστώΤΟζ. [ . . . ] Μύστηζ τηζ ανθρώπινηζ ψυχήζ, mαΤων των χαρακτηριστικών μιαζ κοινωνίαζ βυθισμένηζ στη διαφθορά και το έγκλημα, με σκωmικούζ και ταυτόχρονα σκληρούζ και σύντομουζ διαλόγουζ, ο Κραγιέφσκι δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω: αίμα, πλοκή, δράση, τιμωρία και δικαίωση, είναι από αυτά που πρόκειται να γευτεί ο απαιτητικόζ αναΥνώστηζ - αυτόζ που διψά για κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα, αμερικανικά κυρίωζ, νουάρ αναγνώσματα.
ΠΛΝΟΣ ΓΙΛΝΝΛΚΑΙΝΛΣ. ALL5UHRIORIooκs.ILOGSPOT.COM
[
.
..]
ΤΟ ΣΗΜΑ4I ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ
ΜΕταΙΧΜΙΟ
POCl<ET
(])
Πρώτη έκδοση Ιούνιος 200 9 Πρώτη έκδοση στην παρούσα μορφή Μάρτιος 201 5 Πτλος πρωτοτύπου Marek Krajewski, Sm;erc w Bres/au, SpOleczny Instytut
Wydawniczy Znak Sp.
• --
0_
ΖΟ.Ο.
Η έκδοση αυτ� επιxoρηγ�θηKε από το Πολων ικό Κέντρο Βιβλ(ου Πρόγραμμα Μετάφρασης POLAND.
Σχεδιασμός εξωφύλλου Δ�μητρ α Δ αριώτη /Add Noise Φιλολογική επιμέλεια ελένη Μαρτζούκου
©
201 4, Marek Krajewski
©
201 4, Εκδόσεις Μ ΕΤ Α Ι Χ Μ Ι Ο (για την ελληνική γλώσσα)
Η
μετάφραση έγινε κατόπιν συμφωνίας με Spoleczny Instytut Wydawniczy Znak Sp. ΖΟ.Ο.,
Κrakόw, Poland
ISBN 978-960-566-865 -5 ΒΟΗθ. ΚΩΔ. ΜΗΧ!ΣΗΣ 6865
ItΕ.Π. 3175, Κ.Π.
5243
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας πραατατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου
(Ν. 2121/1993 όπως έχει τραποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευμα
τικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήπο
τε μtσo ή τρόπο αντιγραφή, φωτoαvατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δαvεισμόι;. μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική
ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του ΣUVΌΛoυ ή μέρους του έργου.
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ιπποκράτους 1 1 8, 1 1 4 72 Aθ�να
τηλ.: 2 1 1 3003500, fax: 2 1 1 3003562 http://www.metaixmio.gr·email: metaixmio@metaixmio.gr KεVΤΡΙK� δ ι ά θεση Ασκληπιού 1 8, 1 06 80 Aθ�να τηλ.: 2 1 0 3647433, fax: 2 1 1 3003 562
ΒιβΑιοπωΑεΙα ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ •
Ασκληπιού 1 8, 1 06 80 Aθ�να
τηλ.: 2 1 0 3647433, fax: 2 1 1 3003562 •
Πολυχώροι;. Ιπποκράτους 1 1 8, 1 1 4 72 Aθ�να
•
Οξυγόνο, Ολύμπου 81 . 546 31 Θεσσαλον(κη
τηλ.: 2 1 1 3003580, fax: 2 1 1 300358 1 τηλ.: 23 1 Ο 260085, www.oxygono-metaixmio.gr
1509001
<Σfι ..-h
t:� ��
(,lΜ.<;Ι.f.R-rΝυΟ4ιΙ:r.ι0ι%79 q"liI:rJl;T"l'ι;ulMllUO"l79Ι
ΜΑΒΕΙ< ΚBA]EWSl<l ΤΟΣΗΜΑΔΙ Μετάφραση
Ιρένα Σελάγκιεβιτς-Ελλενίκος, Αρβανίτη
Γ ωγώ
000
ό πάνθ' όρών χρόνος,
δικάζει τ' άγαμον γάμον πάλαι ΤEΚVOϋVΤα κα} τεκvoύμενoν Σοφοκλής. Οιδίπους Τύραννοι;
Δρέσδπ, Δευτέρα 17 l ουλίου 1950 Πέντε το από γ ευμα
Ο καύσωνας του lούλη δεν υποφερόταν. Ο διευθυντής της ψυχια τρικής κλινικής Ερνστ Μπένερτ πέρασε το χέρι του από το μεγάλο, φαλακρό κρανίο του. Κοίταξε την υγρή του παλόμη προσεχτικά, σαν χειρομάντης. Το όρος της Αφροδίτης κολλούσε από ιδρώτα, μικρές σταγόνες έλαμπαν στη γραμμή της ζωής. Δυο μύγες βούτη ξαν στο ση μάδι που άφησε στο μουσαμά το ποτήρι με το γλυκό τσάι Το γραφείο του ήταν πλημμυρισμένο από το φως ενός ανε λέητου ηλιοβασιλέματος. Τίποτα δεν έδειχνε ότι ο καύσωνας ενοχλούσε τον άντρα με τα λαμπερά μαύρα μαλλιά που καθόταν στο γραφείο του Μπένερτ. Γύρισε με ικανοποίηση προς τον ήλιο το παχουλό, αξύριστο πρό σωπό του, που το κοσμούσαν μουστάκια. Έτριψε το μάγουλό του με την παλόμη του, που πάνω της υπή ρχε ένα τατουάζ σε σχή μα σκορπιού. Τα θολωμένα από τη λάμψη του ήλιου μάτια του άντρα ξαφνικά ζωντάνεψαν και κοίταξαν τον Μπένερτ προσεχτικά. «Ξέρουμε και οι δύο, γιατρέ» είπε με φανερά ξενική προφορά «ότι δεν μπορείτε να απορρίψετε το αίτη μα του ιδρύματος που εκ προσωπώ». Ο Μπένερτ το ήξερε. Κοίταξε από το παράθυρο και, αντί για το κάποτε επιβλητικό αλλ ά σή μερα κατεστραμμένο κτίριο στη γωνία, είδε το αποκλ εισμένο από τους πάγους πανόραμα της Σιβηρίας, τα παγωμένα ποτάμια, τους σωρούς από χιόνι, απ' όπου προεξείχαν [ 9]
ανθρώπινα μέλη. Είδε μια παράγκα στην οποία σκελετοί με σκισμέ νες στολές μάχονταν για να πλησιάσουν στη σιδερένια σόμπα όπου σιγόκαιγε η φωτιά. Ένας απ' αυτούς θύμιζε στον Μπένερτ τον προηγούμενο διευθυντή της κλ ινικής, το δόκτορα Στέινμπρουν, ο οποίος έξι μήνες πριν δεν είχε δώσει την άδεια στους άντρες της Στάζι να ανακρίνουν κάποιον ασθενή. Έτριψε τα μάτια, ση κώθη κε και έγειρε στο περβάζι - γνώριμη εικόνα: μια νεαρή μητέρα να επιπλήπει ένα απείθαρχο παιδί, ένα φορτηγό με τούβλα να σπινάρει στο δρόμο. «Μάλιστα, κύριε ταγματάρχη. Θα σας περάσω εγώ ο ίδιος στην mtpuya για να ανακρίνετε τον ασθενή. Δεν θα σας αντιληφθεί κα νείς». «Εντάξει Τότε θα ιδωθούμε τα μεσάνυχτα». Ο ταγματάρχης Μαχμάντοφ τίναξε από τα μουστάκια του τα υπολείμματα του καπνού. Σ η κώθηκε και ίσιωσε το παντελόνι στους μηρούς. Καθώς έπιασε το χερούλι της πόρτας, άκουσε έναν δυνατό κρότο και γύρισε απότομα. Ο Μπένερτ χαμογελούσε ανόητα. Κρατούσε στο χέρι μια εφημερίδα, τη Neues Deutschland, τυλιγμένη σε ρολό. Στο μουσαμά κείτονταν δυο νεκρές μύγες.
Δρέσδπ, 17 lουλίου 1950 Μεσάνυχτα
Ο ασθενής Χέρμπερτ Άνβαλντ κατάφερε να επιβιώσει στον «οίκο των βασανιστηρίων», όπως αποκαλούσε την ψυχιατρική κλινική στη λεωφόρο Μάριεν Άλεε της Δρέσδης, τα τελευταία πέντε χρόνια χάρη στη φαντασία του. Η φαντασία ήταν ένα είδος φίλτρου που [ 1 0]
μεταμόρφωνε τα πάντα με θαυμαστό τρόπο: Σε αυτή χρωστούσε το ότι τα χτυπή ματα και οι γροθιές των νοσοκόμων μετατρέπονταν σε απαλά χάδια, η δυσωδία των κοπράνων σε μυρωδι ά ανοιξι άτι κου κήπου, οι κραυγές των ασθενών σε μπαρόκ καντά δες και οι γδαρμένες μπουαζερί σε τοιχογραφίες του Τζότο. Η φαντασία του ήταν πειθαρχημένη. Έπειτα από χρόνια εξάσκησης είχε καταφέρει να τη δαμ άσει σε τέτοιο βαθμό, που για παρ άδειγμα έπνιξε ολο κλη ρωτικά μέσα του κάτι που δεν θα του επέτρεπε να επιβιώσει στην απομόνωση - τον πόθο του γυναικείου σώματος. Δεν χρεια ζόταν πια, σαν ένας σοφ ό ς της Παλαιάς Διαθήκης, «να θ ά βει μέσα του τη φωτιά » - η φλόγα αυτή, ο πόθος αυτός είχε σβήσει πια. Η φαντασία του όμως τον πρόδιδε όταν έβλεπε μικρ ά, ζωη ρ ά έντομα να κινούνται στο δωμ άτιο. Οι καφεκίτρινες κοιλιές τους που ξετρύπωναν από τις χαραμά δες ανά μεσα στα σανίδια του παρκέ, οι ανήσυχες, ευκίνητες κεραίες τους που ξεπρόβαλλαν πίσω από το νιmήρα, κάποια μεμονωμένα που χώνονταν κάτω από το πάπλω μα -είτε μια θηλυκή έγκυος που έσερνε το ωχρό κουκούλι της, είτε ένα καλοθρεμμένο αρσενικό που κουβαλούσε περήφανα το σώμα του πάνω στα πόδια του, είτε τα ανυπερ ά σπιστα μικρ ά που γύριζαν δεξιά κι αριστερ ά τις λ επτές κεραίες τους-, όλα αυτά έκαναν το μυαλό του Άνβαλντ να τινά ζεται από μια ηλεκτρική εκκένωση των νευρώνων. Πονούσε όλο του το σώμα, και οι ευκίνητες κεραίες καρφώνονταν στο δέρμα του. Χιλιά δες μικρ ά ποδαρ ά κια τον γαρ γαλούσαν στη φαντασία του. Τότε τον έπιανε αμόκ και γινόταν επι κίνδυνος για τους άλλους ασθενείς, κυρίως από τον καιρό που πρό σε ξε ότι μερικοί απ' αυτούς έκλ ειναν τα έντομα σε σπιρτόκουτα και τα πετούσαν κρυφά στο κρεβ άτι του. Μόνο η μυρωδι ά των εντομο κτόνων ησύχαζε τα τεντω μένα νεύρα του. Το πρόβλημα θα μπο[ 1 1]
ρούσε να είχε λυθεί με τη μεταφορ ά του ασθενή σε άλλο, λιγότερο εντομοκρατούμενο, νοσοκομείο σε μιαν ά λλη πόλη, αλλά λόγω απρόβλεπτων γραφειοκρατικών εμποδίων οι διευθυντές εγκατέ λειπαν την ιδέα αυτή ο ένας μετά τον άλλο. Ο δόκτωρ Μπένερτ πε ριορίστη κε στη μεταφορ ά του Άνβαλντ σε μονόκλινο δωμάτιο, στο οποίο έκαναν απολύμανση συχνότερα. Τις περιόδους πριν από τη γέννηση των κατσαρίδων ο ασθενής Άνβαλντ ήταν ή ρεμος και ασχολιόταν κυρίως με τη μελέτη των σημιτικών γλωσσών. Έτσι τον βρήκε ο νοσοκόμος Γιούργκεν Κοπ όταν έκανε τον συ νηθισμένο γύρο του. Παρόλο που ο διευθυντής Μπένερτ τού είχε δώσει ξαφνικά ρεπό, επομένως δεν είχε εφημερία εκείνη τη μέρα, ο Κοπ δεν σκόπευε να φύγει από το νοσοκομείο. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου του Άνβαλντ και κατευθύνθη κε σε μιαν άλλη mtpu γα, στο γειτονικό κτίριο. Ε κεί κά θισε στο τραπέζι με δυο συναδέλ φους, τον Φ ρανκ και τον Βόγκελ, και ά ρχισε να μοιρ ά ζει χαρτι ά . Όλο το κατώτερο προσωπικό του νοσοκομείου ήταν παθιασμένο με το σκατ. Ο Κοπ χτύπησε μπαστούνι και κατέβασε το πιο γερό του χαρτί, βαλέ σπαθί. Δεν πρόλαβε να κερδίσει την παρτίδα όμως, για τί από την απέναντι πλευρά του σκοτεινού προαυλίου ακούστη κε μια κραυγή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. «Πο ιος ουρλιάζει έτσι;» αναρωτήθηκε ο Βόγκελ. «Ο Άνβαλντ. Στο δωμάτιό του άναψε φως» γέλασε ο Κοπ. «Σί γουρα πάλι είδε κατσαρίδα». Ο Κοπ είχε δίκιο βέβαια, αλλά μόνο μέχρι ενός σημείου. Π ράγ ματι, ο Άνβαλντ φώναζε, αλλά όχι εξαιτίας μιας κατσαρίδας. Στο π άτωμα του δωματίου του, τινάζοντας αστεία τις ανασηκωμένες κοιλιές τους, προχωρούσαν καμαρωτά τέσσερις όμορφοι μαύροι σκορπιοί της ερή μου. [ 1 2]
Μηρέσλαου, ΣάΒΒατο 13 Μαιου 1933 Μ ί α τη νύχτα
Η Μαντάμ λε Ζεφ, Ουγγαρέζα με ψευτογαλλικό επίθετο, ήξερε πώς να βρει πελάτες στο Μπρέσλαου. Δεν ξόδεψε ούτε ένα πφένιχ για να β άλει αγγελίες στον τύπο ή για διαφή μιση. Έχοντας πίστη στην αλάνθαστη διαίσθησή της, σημείωσε από τον τηλεφωνικό κατάλο γο και τον κατάλογο διευθύνσεων της πόλης Μπρέσλαου περίπου εκατό ονό ματα. Μετά μια πόρνη πολυτελείας με πολλές διασυνδέ σεις τσέκαρε τη λίστα, και διαπιστώθηκε ότι στην πλειοψηφία τους ήταν ονόματα εύπορων κυρίων. Η Μαντάμ έφτιαξε και μια λίστα με ονόματα γιατρών και καθηγητών πανεπιστημίου. Έστειλε σε όλους διακριτικά ραβασά κια σε φακέλους που δεν ξυπνούσαν υποψίες, με τα οποία τους πλη ροφορούσε για την έναρξη λειτουργίας ενός κλαμπ όπου ακόμα και οι πιο απαιτητικοί κύριοι μπορούσαν να εκ πληρώσουν τις επιθυμίες τους. Ένα δεύτερο κύμα διαφή μισης ξε χ ύθη κ ε στα αντρικά κλαμπ, τα χαμ ά μ, τα ζαχαροπλαστεία και τα βαριετέ. Γενναιόδωρα πλη ρωμένοι φύλακες γκαρνταρόμπας και θυρωροί, κρυφ ά από τους μαστροπούς των κοριτσιών τους, έβα ζαν στα χέρια και στις τσέπες των πελατών ευωδιαστές καρτούλες με τη ζωγραφι ά της Αφροδίτης με μαύρες κάλτσες και καπέλο. Παρά τη μεγάλ η αγανά κτηση του τύπου και τα δύο δικαστή ρια που έγιναν, το κλαμπ της Μαντά μ λε Ιεφ απέκτησε μεγάλη φή μη. Τους πελάτες της ε ξυπηρετούσαν με τα κάλλη τους και δι άφορους τρ όπους τριάντα κορίτσια και δύο νεαροί. Από το σαλόνι της δεν έλειπαν και οι καλλιτεχνικές παραστά σεις. Οι καλλιτέχνιδες είτε προέρχονταν από το προσωπικό του κλαμπ, είτε συχνότερα φιλο ξενούνταν, με πλουσιοπά ροχη αμοιβή, [13]
οι χορεύτριες που εργάζονταν μόνιμα στο καμπαρέ « lμπέριαλ» ή σε κά ποιο άλλο βαριετέ. Δύο βραδιές τη βδομ άδα στο σαλόνι είχε γλέντι σε ανατολίτικο στιλ (χορός κοιλι ά ς από μερικές «Αιγύπτιες» που καθη μερινά χόρευαν σε καμπαρέ και αλλού), δύο σε κλασικό στιλ (βακχικά όργια), μία σε χυδαία γερμανικό (η Χ ά ιντι με δαντελέ νια κιλότα), και μία βραδι ά ήταν ρεζερβέ για ειδικούς πελ άτες που συνήθως νοίκιαζαν όλο το κλαμπ για διακριτικές συναντήσεις. Τις Δευτέρες το μαγαζί ήταν κλειστό. Σύντομα καθιερώθη καν και τη λεφωνικές κρατήσεις, έτσι το πρωσικό παλατά κι στο Οπερ ά ου, στα προ ά στια του Μπρέσλαου, το γνώριζε πλέον όλη η πόλη . Η από σβεση του κεφαλαίου έγινε πολύ γρήγορα, μολονότι η Μαντά μ δεν ήταν ο μοναδικός επενδυτής. Μεγάλο μέρος των εξόδων το κάλυ ψε το αρχηγείο της αστυνομίας του Μπρέσλαου. Τα κέρδη της επι χείρησης δεν ήταν μόνο οικονομικής φύσης. "Ολοι λοιπόν ήταν ευ χαριστη μένοι, και περισσότερο οι πελάτες, περιστασιακοί και στα θεροί - οι οποίοι όλο πλήθαιναν. Εξάλλου πού αλλού ο καθηγητής ανατολικών σπουδών "Οτο Αντρέα μπορούσε να κυνηγάει με χα ντζά ρι στο χέρι και τουρμπάνι στο κεφάλι ένα ανυπεράσπιστο ου ρ ί, για να το καβαλήσει πάνω στις κατακόκκινες μαξιλάρες; Πού αλλού ο διευθυντής του Δη μοτικού Θεάτρου της πόλης Φ ριτς Ραϊν φέλντερ μπορούσε να εκθέτει την παχιά του πλάτη στις γλυκές κλοτσιές από την μπότα ιππασίας μιας λυγερής Αμαζόνας; Η Μαντάμ καταλάβαινε πολύ καλά τους άντρες και ήταν ευτυχι σμένη όταν μπορούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους. Π ρ ό σφατα ένιωσε μεγάλη χαρά όταν βρήκε για τον αναπληρωτή διευ θυντή του Τμήματος Δίωξης Εγκλή ματος του αρχηγείου της αστυ νομίας, τον αστυνόμο ·Εμπερχαρντ Μοκ, δύο κοπέλες που έπαιζαν σκάκι Η Μαντάμ έτρεφε ιδιαίτερη συμπά θεια για τον σωματώδη [ 1 4]
όντρα με τα πυκνό και κυματιστό μαύρα μαλλιό. Ο Μοκ ποτέ δεν ξεχνούσε να φέρει μια ανθοδέσμη για τη Μαντόμ και μικρό δώρα για τα κορίτσια, τα οποία τον εξυπηρετούσαν πρόθυμα. "Ηταν συ γκρατη μένος και σιωπηλός, λότρευε τους γρ (φους, το μπριτζ, το σκόκι και τις παχουλές ξανθιές. Τα πόθη του μπορούσε να τα ικανο ποιήσει στης Μαντόμ λε Ζεφ χωρίς κανέναν έλεγχο, κανέναν ενδοια σμό και κανέναν περιορισμό. Π ήγαινε τακτικό, τις Παρασκευές τα μεσόνυχτα, έμπαινε από την πίσω πόρτα -δεν παρακολουθούσε τις καλλιτεχνικές παραστόσεις- και προχωρούσε κατευθείαν προς το αγαπη μένο του δωμότιο, όπου τον περίμεναν δύο οδαλ(σκες. Τον έντυναν με μεταξωτή ρόμπα, τον τόιζαν χαβιόρι και τον πότιζαν κόκκινο κρασί από τον Ρήνο. Ο Μοκ δεν κουνιόταν, μονόχα τα χέρια του δούλευαν πόνω στο αλαβόστρινο δέρμα των οδαλίσκων. Μετό το δε(πvo καθόταν με τη μία απ' αυτές και έπαιζε σκόκι, ενώ η όλλ η έμπαινε κότω από το τραπέζι και έκανε αυτό που είναι γνωστό από τα πανόρχαια χρόνια. Η αντίπαλός του στο σκόκι ήταν καλό εκπαι δευμένη, γνώριζε ότι σε κόθε πετυχη μένη κίνηση στη σκακιέρα αντιστοιχούσε μια συγκεκριμένη ερωτική στόση. ·Ετσι λοιπόν, όταν έβγαινε από τη μέση είτε κόποιο πιόνι είτε ο αξιωματικός, ο Μοκ σηκωνόταν από το τραπέζι και κατέλ ηγε με την παρτενέρ του στον καναπέ, όπου για μερικό λεmό εκτελούσαν την ανόλογη στόση. Σύμφωνα με τους κανόνες, τους οπο(ους ε(χε ορ(σει ο ίδιος ο Μοκ, δεν επιτρεπόταν να ικανοποιήσει τη λαγνεία του όταν κόποια από τις αντιπόλους του έλεγε «σαχ ματ». Αυτό συνέβη μία φορό. Ση κώθη κε τότε από το τραπ έζι, πρόσφερε στα κορίτσια από ένα λουλούδι και έφυγε κρύβοντας το θυμό και την απογοήτευσή του κότω από ένα καραγκιοζίστικο χαμόγελο. Μετό δεν επέτρεψε ποτέ ξανό στον εαυτό του να αφαιρεθεί πόνω στη σκακι έ ρα. [ IS]
Ύστερα από μια μεγόλη παρτίδα σκάκι αναπαυόταν στον κανα πέ, διαβάζοντας στα κορίτσια τις σκέψεις του για τους ανθρώπι νους χαρακτή ρες. Αυτό ήταν το τρίτο του πάθος, το οποίο αποκά λυπτε μονάχα στο αγαπη μένο του κλαμπ. Ο αστυνόμος -λάτρης της αρχαίας λογοτεχνίας, που ξάφνιαζε τους υφισταμένους του με τις απαγγελίες του από λατινικά κείμενα- ζήλευε τον Νέπα και τον Θεόφραστο, και αναδη μιουργούσε, όχι χωρίς κάποια λογοτεχνική φιλ οδοξία, τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων με τους οποίους ερ χόταν σε επαφή. Βάσιζε τα ευρή ματά του στις παρατηρήσεις του και στα αστυνομικά αρχεία. Και κατά μέσο όρο έκανε την περιγρα φή ενός ανθρώπου το μήνα, ενώ συμπλήρωνε τις υπάρχουσες με καινούργια γεγονότα. Οι περιγραφές αυτές και τα καινούργια χα ρακτηριστικά που αναδύονταν προκαλούσαν μεγάλ η σύγχυση στα κουρασμένα μυαλ ά των κοριτσιών. Δεν έδιναν όμως ση μασία, κάθονταν στα πόδια του Μοκ, τον κοίταζαν στα στρογγυλά του μά τια και ένιωθαν το κύμα ευτυχίας που πλημμύριζε τον πελάτη. Ο αστυνόμος Μοκ ήταν πράγματι ευτυχισμένος, και φεύγοντας -συνήθως γύρω στις τρεις τη νύχτα- πάντα έδινε μικρά δώρα στα κορίτσια και ένα πουρμπουάρ στον νυσταγμένο θυρωρό. Την καλ ή διάθεση του Μοκ την ένιωθε ακόμα και ο ταξιτζής που τον πήγαινε από την ήσυχη τέτοια ώρα Γκρέμπσενερ Στράσε στο επιβλ ητικό κτίριο στη Ρέντιγκερ Π λατς, όπου ο αστυνόμος έπεφτε για ύπνο στο πλευρό της συζύγου του, ακούγοντας το τικ τακ του ρολογιού και τις φωνές των καροτσιέρηδων και των γαλατάδων. Δυστυχώς τη νύχτα της 1 3 ης ΜαΤου 1 93 3 ο Έμπερχαρντ Μοκ δεν γεύτη κε την ευτυχία στην αγκαλ ιά των κοριτσιών της Μαντάμ λε Ζεφ. Ήταν έτοιμος να παίξει μια ενδιαφέρουσα σικελ ική άμυνα, όταν η Μαντάμ χτύπησε διακριτικά την πόρτα. [ 1 6]
Έπειτα από μια στιγμή ξαναχτύπησε. Ξεφυσώντας, ο Μοκ κού μπωσε τη ρόμπα του, ση κώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Το πρόσω πό του ήταν ανέκφραστο, αλλ ά η Μαντάμ ήξερε τι αισθανόταν αυ τός ο άντρας που του είχαν διακόψει την περlτεχνη ερωτική-σκακι στική του κίνηση. «Αγαπητέ κύριε» -η ιδιοκτήτρια του κλαμπ ήξερε πως εκείνη τη στιγμή δεν χρειαζόταν η λέξη «συΓΓVώμη»- «κάτω σας περιμένει ο βοηθός σας». Ο Μοκ την ευχαρίστησε ευγενικά, ντύθηκε γρήγορα -τον βοή θησαν οι δύο εξυπηρετικές γκ έισες· η μια έδενε τη γραβάτα, η δεύ τερη κούμπωνε το παντελ όνι και το πουκάμισο-, έβγαλε από το χαρτοφύ λακα δύο μικρά κουτιά σοκολατάκια και αποχαιρέτησε τις απαρηγόρητες σκακlστριες. Πέταξε μια καληνύχτα στη Μαντάμ και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Έπεσε με φόρα πάνω στο βοη θό του, τον Μαξ Φόρστνερ, που τον περίμενε στο χολ στηριγμένος στο κρυστάλλινο αμπαζούρ μιας επιδαπέδιας λάμπας. Τα κρύσταλ λα κουδούνισαν προειδοποιητικά. «Η βαρονέσα Μαριέτα φον ντερ Μάλτεν βιάστη κε και δολοφο νήθη κε» είπε ο Φόρστνερ. Ο Μοκ κατέβη κε τρέχοντας τα σκαλοπάτια, μπή κε στο μαύρο Άντλερ, έκλεισε την πόρτα κάπως δυνατά και άναψε τσιγάρο. Ο Φόρστνερ κάθισε πρόθυμα στο τιμόνι και άναψε τη μηχανή. Ξεκί νησαν σιωπηλοί. Πέρασαν τη γέφυρα πάνω από τον ποταμό Λόε πριν ο Μοκ μπορέσει επιτέλους να συνέλθει. «Πώς με βρήκατε εδώ;» ρώτησε, κοιτάζοντας προσεχτικά τους τοίχους του κοινοτικού νεκροταφείου που προσπερνούσαν. Στον ορίζοντα ξεχώριζε καθαρά η τριγωνική σκεπή του κρεματόριου. «ο διευθυντής της Δίωξης Εγκλ ή ματος δόκτωρ Μιλχάουζ μού 11 7 ]
υπέδειξε πού μπορεί να ήσασταν». Ο Φόρστνερ σή κωσε τους ώμους σαν να ήθελ ε να προσθέσει: «Όλοι γνωρίζουν πού συχνάζει ο Μοκ τις Παρασκευές». «Μην παίρνετε θάρρος, κύριε Φόρστνερ». Ο Μοκ τον κοίταξε επίμονα. «Εξακολουθείτε ακόμη να είστε μόνο ο βοηθός μου». Τα λόγια ακούστη καν απειλητικά, αλλά δεν έκαναν την παραμι κρή εντύπωση στον Φόρστνερ. Ο Μοκ συνέχισε να κοιτάζει το φαρ δύ πρόσωπό τοl ι (XOVΤρός, κοκκινοτρίχης παλιάνθρωπος, σκέφτηκε), και για μία ακόμα φορά αποφάσισε, ενάντια σε κάθε λογική, να κα ταστρέψει τον αναιδέστατο υφιστάμενό του. Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο, επειδή ο Φόρστνερ είχε προσληφθεί στο Τμήμα Δίωξης Εγκλ ή ματος ταυτόχρονα με την ανάληψη των διοικητικών καθη κό ντων από τον νέο αρχηγό της αστυνομίας, τον φανατικό ναζί αντι στράτηγο των Ταγμάτων Εφόδου Έντμουντ Χάινες. Ο Μοκ έμαθε ότι ο βοηθός του όχι μόνο ήταν προστατευόμενος του Χάινες, αλλά και περηφανευόταν για τις καλ ές του σχέσεις με τον ίδιο τον νέο κυβερνήτη της Σιλ εσίας Χέλμουτ Μπρούκνερ, τον οποίο επέβαλαν οι ναζί σχεδόν αμέσως μόλις κέρδισαν τις εκλ ογές για το Ράιχσταγκ. Αλλά ο Μοκ εργαζόταν στην αστυνομία περίπου ένα τέταρτο του αιώνα και ήξερε ότι μπορείς να καταστρέψεις οποιονδήποτε. Όσο καιρό είχε την εξουσία, κι όσο καιρό διευθυντής της Δίωξης Εγ κλ ή ματος ήταν ο γερο-μασόνος, φιλελ εύθερος Χάινριχ Μ ιλχάουζ, μπο ρο ύ σε να μην αναθέσει στον Φόρστνερ καμία σημαντική υπόθεση και να τον μεταθέσει για παράδειγμα στην καταγραφή των ιερό δουλων στο ξενοδοχείο «Σαβόι» της Ταουέντσιν Π λατς ή στον έλ εγ χο ταυτοτήτων των ομοφυλόφ ιλων πίσω από το άγαλμα της αυτο κράτειρας Αυγούστας στον πεζόδρομο μπροστά στη Σχολ ή Καλών Τεχνών. Τον Μοκ περισσότερο τον εκνε ύ ριζε το γεγονός ότι δεν [ 18]
γνώριζε καμία αδυναμία του Φόρστνερ. Ο φάκελός του ή ταν καθα ρό ζ, και η καθημερινή παρακολούθηση δεν είχε αποφέρει κανένα αποτέλεσμα πέρα από έναν σύντομο ορισμό: «Κουτός τυπικούρας». Ωστόσο οι στενές του σχέσεις με τον Χάινες, για τον οποίο όλοι έλε γαν ότι ήταν παιδεραστή ζ, ξυπνούσαν στον Μοκ μερικές σκοτεινές υποψίες. Αυτό όμως δεν αρκούσε για να υποτάξει αυτόν το χαφιέ, αυτό τον πράκτορα της Γκεστάπο, τον Φόρστνερ. Πλησίασαν τη Ιόνεν Πλατς. Η πόλη έσφυζε από τη νυχτερινή κ ίνηση. ·Ενα τραμ που μετέφερε εργάτες της δεύτερης βάρδιας από το εργοστάσιο των Λίνκε, Χόφμαν και Λαουχάμερ στρίγ κλιζε στη στροφή, και οι γκαζολόμπες τρεμόσβηναν. Έστριψαν δεξιά στην Γκάρτεν Στράσε. Στη σκεπαστή αγορά στριμώχνονταν κάρα γεμάτα πατάτες και λάχανα, ο νυχτοφύλακας του διατηρητέου στη γωνία της Τεάτερ Στράσε διόρθωνε βλαστη μώντας το φανοστάτη, δ ύ ο μεθυσμένοι φοιτητές πείραζαν τις πόρνες που, κρατώντας ομπρέλες, βόλταραν δίπλα στο Μέγαρο Μουσικής. Πέρασαν την έ κθεση αυτοκινήτων των Κοτσενρόιτερ και Βάλντσμιντ, το κτίριο της Δίαιτας της Σιλεσίας και μερικά ξενοδοχεία. Εκείνη τη νύχτα εί χε πολλ ή ομίχλη και ψ ιλόβρεχε. Το μαύρο Άντλερ σταμάτησε στην άλλη άκρη του Κεντρικού Σταθμο ύ , στην Τάιχεκερ Στράσε, απέναντι από τα δη μόσια λουτρά. Κατέβη καν από το αυτοκίνητο. Οι μικρές σταγόνες της βροχής έπε φταν στα καπέλα και στα παλτά τους, στα σκο ύ ρα γένια του Μοκ κ αι στα καλοξυρισμένα μάγουλα του Φόρστνερ. Σκοντάφτοντας στις σιδη ροτροχιές, προχώρησαν προς το πίσω μέρος του σταθ μο ύ . Παντού γύρω υπή ρχαν αστυνομικοί με στολές και σιδηρο δ ρομικοί που συζητούσαν φωναχτά. Μόλις είχε φτάσει, κουτσαί νοντας χαρακτηριστικά, και ο φωτογράφος της αστυνομία ζ, ο Χέλ[ 19]
μουτ Έλερς. Ένας γέρος αστυνομικός που πόντα τον έστελναν στα πιο μακόβρια εγκλή ματα πλησίασε τον Μοκ κρατώντας στο χέρι μια λόμπα παραφίνης. «Ενωμοτόρχης της Δίωξης Εγκλήματος Έμιλ Κόμπλισκε, στις διαταγές σας» συστήθη κε όπως συνήθως, παρόλο που δεν χρεια ζόταν. Ο αστυνόμος γνώρ ιζε πολύ καλό όλους τους υφισταμένους του. Ο Κόμπλισκε σκέπασε με το χέρι το τσιγάρο του και κοίταξε προσεχτικό τον Μοκ. «Όταν βρισκόμαστε μαζί, κύριε, αυτό σημαί νει ότι τα πρόγματα δεν είναι καλό». Έδειξε με το βλέμμα του το βαγόνι με την πινακίδα «Βερολίνο-Μπρέσλαου». «Και εδώ πραγμα τικό δεν είναι καθόλου καλό». Και οι τρεις προσπέρασαν με προσοχή το σώμα που ήταν πε σμένο στο διόδρομο του βαγονιού. Ο πόνος είχε παγώσει στο απο κρουστικό χοντρό πρόσωπο του ότυχου σιδη ροδρομικού. Ο Κό μπλ ισκε τράβηξε από το γιακό το mώμα και το έφερε στην καθιστή θέση, το κεφάλι έγειρε στο πλόι και, καθώς ο αστυνομικός όνοιξε το γιακό της στολής, ο Μοκ και ο Φόρστνερ έσκυψαν αποπόνω του και κοίταξαν το σβέρκο. «Έμιλ, φέρε πιο κοντό τη λάμπα» είπε ο Μοκ. Ο Κόμπλισκε πλησίασε με τη λόμπα και γύρισε το mώμα μπρούμυτα. Ελευθ έ ρωσε το ένα χέ ρι από το μανίκι της στολής και του πουκαμίσου, τρόβηξε δυνατό και ξεγύμνωσε την πλάτη και τον ώμο του νεκρού. Τον φώτισε με τη λάμπα. Οι αστυνομικοί αντί κρισαν στο σβέρκο και στην ωμοπλότη μερικ ές κόκκινες κηλίδες και ένα μελανιασμέ\40 πρήξιμο. Ανόμεσα από τις δύο ωμοπλότες του σιδη ροδρομικού υπή ρχαν τρεις νεκροί σκορπιο!. «Τρία έντομα μπορούν να σκοτώσουν όνθρωπο;» Ο Φόρστνερ για πρώτη φορό πρόδωσε την αμόθειό του. [ 20 ]
«Δεν είναι έντομα, είναι αραχνοειδή». Ο Μοκ δεν προσπόθησε καν να κρύψει την περιφρόνηση στη φωνή του. «Εκτός αυτού, η νεκροψία δεν έχει γίνει ακόμη». Αν και στην περίmωση του σιδη ροδρομικού οι αστυνομικοί μπορο ύσαν να έχουν κόποιες αμφιβολίες, η αιτία του θανότου των δ ύ ο γυναικών ήταν αναμφισβήτητη. Ο Μοκ είχε προσέξει ότι ορισμένες καταστόσεις το ύ προξενού σαν παρόξενα συναισθή ματα, όπως μια τραγική είδηση μπορούσε να του προκαλέσει απρεπείς σκέψεις και ένα συγκλονιστικό θέαμα να τον διασκεδόσει. Όταν στο Βόλντενμπουργκ πέθανε η μητέρα του, η πρώτη σκέψη που του ή ρθε στο μυαλ ό ήταν πρακτικής φύ σης, τι θα γινόταν με τον παλιό μεγόλο καναπέ που δεν έβγαινε ο ύτε από το παρόθυρο, ούτε από την πόρτα. Μ ια φορό, κοντό στο παλιό αρχηγείο της αστυνομίας στη Σούμπρικε 49, καθώς κοιτο ύ σε τις αδ ύνατες όσπρες γόμπες ενός τρελο ύ ζητιόνου που κλο τσο ύσε ένα κουτόβι, τον έπιασε ένα χαζό γέλιο. Το ίδιο και τώρα. ·Οταν ο Φόρστνερ γλίστρησε στη λίμνη αίματος που απλωνόταν στο πότωμα του βαγονιού, ο Μοκ ξέσπασε στα γέλια. Ο Κόμπλισκε δεν περίμενε από τον Μοκ τέτοια αντίδραση. Ο ίδιος είχε δει πολλό στη ζωή του, αλλό το θέαμα στο βαγόνι τού προκόλεσε ένα νευρι κό τρεμούλιασμα για δε ύτερη φορό. Ο Φόρστνερ βγήκε έξω, ενώ ο Μο κ όρχισε την αυτοψία. Η δεκαεφτόχρονη Μαριέτα φον ντερ Μόλτεν ήταν πεσμένη στο πότωμα, γυμνή από τη μέση και κότω. Τα πυκνό, αση μένια, λυ τό μαλλ ιό της ήταν ποτισμένα στο αίμα σαν σφουγγόρι. Το πρόσω π ό της ήταν παραμορφωμένο, σαν να είχε υποστεί μια ξαφνική παραλυτική κρίση. Τα έντερό της ήταν απλωμένα γύρω από το σώ μα σαν γιρλόντες. Μέσα στο ανοιχτό στομόχι φαίνονταν υπολείμ[ 21 ]
ματα αχώνευτης τροφής. Ξαφνικά ο Μοκ αντίκρισε κάτι στην κοιλι ακή χώρα. Γεμάτος αηδία, έσκυψε στο σώμα του κοριτσιού. Η οσμή ήταν ανυπόφορη. Ο Μοκ κατάπιε το σάλιο του. Μέσα στο αίμα και στη βλέννα κινούνταν ένας μικρός, ζωη ρός σκορπιός. Ο Φόρστν ερ έκανε εμετούς στην τουαλέτα. Ο Κόμπλισκε χορο πήδησε αστεία όταν κάτι έκανε κρακ κάτω από το παπούτσι του. «Γαμώτο, έχει πολλά τέτοια εδώ!» φώναξε. Ερεύνησαν όλες τις γωνιές του βαγονιού και σκότωσαν ακόμα τρεις σκορπιούς. «Ευτυχώς κανένας απ' αυτούς δεν μας τσίμπησε» -ο Κόμπλισ κ ε ανέπνεε βαριά- «διαφορετικά τώρα θα ήμασταν νεκροί όπως ο τύ πος στο διάδρομο». Όταν σιγουρεύτη καν πως στο βαγόνι δεν υπήρχαν άλλα επικίν δυνα πλάσματα, πλησίασαν το δεύτερο θύμα, τη δεσποινίδα Φραν σουάζ Ντεμπρού, την γκουβερνάντα της βαρονέσας. Η σαραντά χρονη γυναίκα ήταν πεσμένη στην πλάτη του καναπέ. Οι κάλτσες της ήταν σκισμένες, είχε φανερή φλεβίτιδα στις γάμπες, το απλό φόρεμά της με άσπρο γιακά ήταν σηκωμένο μέχρι τις μασχάλες, ενώ τα πάντα χτενισμένα σε παλιομοδίτικο κότσο μαλλιά της τώρα ήταν λυμένα. Δάγκωνε την πρησμένη γλώσσα της, ενώ ένα κορδόνι από τις κουρτίνες έσφιγγε το λαιμό της. Ο Μοκ κοίταξε το mώμα με αηδία και ανακουφίστηκε όταν δεν είδε πουθενά κανένα σκορπιό. «Το πιο περίεργο είναι αυτό». Ο Κόμπλισκε έδειξε με το δάχτυλο τον ντυμένο με σκού ρο μπλε ύφασμα με γαλ άζιες ρίγες τοίχο. Ανάμεσα στα παράθυρα υπήρχε κάτι γραμμένο. Δυο αράδες με παράξενους χαρακτή ρες. Ο αστυ νόμος γύρισε προς τα εκεί το πρόσωπό του. Κατάπιε ξανά το σάλ ιο του. [ 22 ]
«Ναι, ναι. .. » Ο Κόμπλισκε τον κατάλαβε αμέσως. «Κάποιος το έγραψε με αίμα ... » ***
Ο Μοκ είπε στον Φόρστvερ, που προσφέρθη κε, ότι δεν επιθυμού σε να τον πάει στο σπίτι του. Π ερπατούσε αργά, με το παλτό του ξεκούμπωτο. "Ηταν πενήντα χρονών και τώ ρα αισθανόταν το βά ρος της ηλικίας του. ·Επειτα από μισή ώ ρα βρέθηκε ανάμεσα σε γνώριμα σπίτια. Σταμάτησε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας στην Όπιτς Στράσε και κοίταξε το ρολόι του. "Ηταν τέσσερις το πρωί. Συ νήθως τέτοια ώρα επέστρεφε από το «σκάκι» της Π αρασκευής. Αλ λά ποτέ οι απολαυστικές αυτές παρτίδες δεν τον είχαν κουράσει τόσο όσο τα σημερινά συμβάντα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα στη γυναίκα του και άκουγε το τικ τακ του ρολ ογιού. Θυμήθηκε μια σκηνή από τα νιάτα του. -σταν ήταν εί κ οσι χρονών, φοιτητής ακόμη, έμενε κοντά στο Τρέμπνιτς, στο κτήμα κάτι μακρινών συγγενών του, και φλέρταρε τη γυναίκα του επιστάτη του αγροκτή ματος. Τελικά έπειτα από πολλές αποτυ χημένες προσπάθειες κατάφερε να της αποσπάσει ένα ραντεβού. Καθ όταν στην όχθη του ποταμού κάτω από μια παλιά βελανιδιά, σίγουρος πως εκείνη τη μέρα επιτέλους θα γευόταν το ελκυστικό σώ μα της. Κάπνιζε τσιγάρο και άκουγε τις φωνές και τους καβγάδες των κ οριτσιών του χωριού που έπαιζαν στην απέναντι όχθη του ποταμού. Τα κακά πλάσματα τσίριζαν και πείραζαν ένα κουτσό κο ρ ίτσι. Ε κείνο στεκ όταν κοντά στον ποταμό και κοιτούσε προς τη μεριά του Μοκ. Κρατούσε στο χέρι μια παλ ιά κούκλα, το μπαλωμέ νο φορεματάκι του κυμάτιζε στον αέρα και τα παπούτσια του ήταν γεμάτα λ άσπες. Ο Μοκ συνειδητοποίησε ότι του θύμιζε πουλί με [ 23 ]
χτυπη μένο φτερό. Κοιτούσε το κορίτσι και ξαφνικά ξέσπασε σε κλ άματα. Ακόμα και τώρα δεν μπορούσε να πνίξει τους λυγμούς. Η γυναί κα του κάτι μουρμούρισε μέσα στον ύπνο της. Ο Μοκ άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε έξω στη βροχή το ξαναμμένο πρόσωπό του. Η Μαριέτα φον ντερ Μάλτεν ήταν και αυτή κουτσή, και τη γνώριζε από παιδί.
Μπ ρέσλαου, 13 Μαι ου 1933 Οχτώ το πρω ί
Τα Σάββατα ο Μοκ πήγαινε στο αρχηγείο της αστυνομίας στις ενν ιά το πρωί. Οι θυρωροί, οι κλ ητήρες και οι αστυνομικοί κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με νόημα καθώς ο άυπνος αλλά χαμογελαστός αστυ νόμος απαντούσε ευγενικά στην καλ η μέρα τους, ενώ γύρω του απλωνόταν η μυρωδιά ακριβής κολόνιας από το βέλτσελ . Εκείνο το Σάββατο όμως ο Μοκ δεν θύμιζε σε κανέναν τον παλ ιό ευτυχισμένο αστυνομικό και τον ήσυχο, γεμάτο κατανόηση προϊστάμενο. Από τις οχτώ η ώρα μπήκε στο κτίριο χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Τίναξε την ομπρέλ α του δυο τρεις φορές, σκορπώντας παντού σταγόνες νε ρού. Χωρίς να απαντήσει στο «Καλ ημέρα, κύριε αστυνόμε» του θυ ρωρού και του νυσταγμένου κλ ητήρα, ανέβηκε τις σκάλες. Σκόνταψε με τη μύτη του παπουτσιού στο τελευταίο σκαλοπάτι και παραλίγο να πέσει. Ο θυρωρός Χάντκε δεν πίστεψε στ' αυτιά του: Για πρώτη φορά άκουσε να βγαίνει από το στόμα του Μοκ μια γερή βρισιά. «Σήμερα ο κύριος αστυνόμος είναι άκεφος» χαμογέλασε στον κλ ητήρα Μπέντερ. [ 24 ]
Στο μεταξύ ο Μοκ μπή κε στο γραφείο του, κάθισε στην καρέ κλα και άναψε τσιγάρο. Κάρφωσε το άψυχο βλέμμα του στον τοίχο από υαλότουβλα. Δεν είχε βγάλει ούτε το παλτό ούτε το καπέλο του, δεν έκανε καμία κίνηση. Έπειτα από λίγα λεmά ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπή κε μέσα ο ΦόΡΣΤVερ. «Σε μΙα ώρα να είναι όλοι εδώ». «"Η ρθαν ήδη». Ο αστυνόμος κοίταξε για πρώτη φορά με καλοσύνη το βοηθό του. «Κύριε Φόρστvερ, σας παρακαλώ να με συνδέσετε με τον καθη γητή Αντρέα από το πανεπιστή μιο. Και τηλεφωνήστε στην κατοικία του βαρόνου Ολιβιέ φον ντερ Μάλτεν και ρωτήστε τι ώρα θα μπο ρούσε να με δεχτεί. Η σύσκεψη στο γραφείο μου σε πέντε λεmά». Ο Μοκ είχε την εντύπωση ότι, βγαίνοντας από το γραφείο του, ο Φόρστvερ χτύπησε προσοχή. Οι ντετέκτιβ και οι επιθεωρητές, με θέσεις βοηθού, γραμματέα και ενωμοτάρχη της Δίωξης Εγκλήματος, κοιτούσαν χωρΙς απορία τον αξύριστο προϊστάμενό τους και τον χλωμό ΦόΡΣΤVερ. "Ηξεραν ότι τα σημερινά προβλή ματα με το στομάχι του δεύτερου δεν οφείλονταν στην υπερβολική κατανάλωση του αγαπημένου του φαγητού - μαύρου λουκάνικου με κρεμμύδια. «Κύριοι, αφήστε στην άκρη όλες τις άλλες τρέχουσες υποθέ σεις». Ο Μοκ μιλούσε δυνατά και αποφασιστικά. «Θα χρησιμοποιή σουμε όλες τις μεθόδους, νόμιμες και μη, για να βρούμε το δολοφό νο, ή τους δολοφόνους. Επιτρέπονται τα χτυπή ματα, το ξύλο και οι απειλές. Θα κανονlσω να έχετε πρόσβαση σε όλα τα απόρρητα αρ χεία. Μην τσιγκουνευτείτε χρήματα σε πλη ροφοριοδότες. Και τώρα πιο συγκεκριμένα: Ο Χάνσλικ και ο Μπουρκ θα αναλάβουν την ανά1 25]
κριση όλων των εμπόρων ζώων, ξεκινώντας από τους προμηθευτές ζωολογικών κήπων και τελειώνοντας στους πωλητές παπαγάλων και χρυσόψαρων. Το πρωί της Τρίτης περιμένω την αναφορά σας. Εσείς, κύριε Σμόλορτς, θα φτιάξετε μια λίστα με όλους τους ιδιωτι κούς ζωολογικούς κήπους που υπάρχουν στο Μπρέσλαου και στα περίχωρα, κι άλλη μία με τους εκκεντρικούς που κό ιμούνται με ανα κόντα. "Υστερα θα τους ανακρίνετε όλους. Θα σας βοηθήσει ο Φόρ στνερ. Την Τρίτη να έχω την αναφορά. Ο Χελμ και ο Φρίντριχ θα αναλάβουν τους φακέλους όλων των διεστραμμένων και των βια στών από το τέλος του πολέμου. Να δώσετε προσοχή στους φιλό ζωους και σ' αυτούς που γνωρίζουν έστω και λίγο ανατολικές γλώσ σες. Η αναφορά τη Δευτέρα το βράδυ. Εσείς, κύριε Ράινχαρντ, μαζί με είκοσι παιδιά της επιλογής σας θα επισκεφτείτε όλα τα πορνεία και θα περάσετε από ανάκριση όσο το δυνατόν περισσότερες πόρ νες στο πλαίσιο του χρόνου που έχετε. Να τις ρωτήσετε για π ελάτες σαδιστές και όσους όταν φτάνουν σε οργασμό απαγγέλλο υν το Κα μασούτρα. Η αναφορά την Τρίτη. Κλάινφελντ και Κρανκ, εσείς ανα λαμβάνετε δύσκολη δουλειά. Π ρέπει να βρείτε ποιος είδε τελευ ταίος τα δύστυχα θύματα. Κάθε μέρα στις τρεις το απόγευμα θέλω αναφορά. Κύριοι, αύριο Κυριακή δεν είναι αργία».
Μπ ρέσλαου, 13 Μαιου 1933 Έντεκα το πρω ί
Ο καθηγητής Αντρέα ήταν αμετάπειστος. Υποστή ριζε κατηγορη ματικά ότι μπορούσε να αποκωδικοποιήσει μονάχα το αυθεντικό κείμενο στην ταπετσαρία, δεν ήθελε καν ν' ακούσει για φωτογρα[ 26 ]
φίες ή για αντίγραφα. Λόγω των φιλολογικών σπουδών του , παρό λο που δεν τις τέλειωσε, ο Μοκ είχε μεγάλη εκτίμηση στα χε ιρόγρα φα, έτσι τελικά συμφώνησε με τον καθηγητή . Κατέβασε το ακου στ ικό και έστειλε τον Φόρστνε ρ να φέρ ε ι από την αποθήκη με τα αποδεικτ ικά στοιχεία το ρολό υφάσματος με τους μυστή ριους στί χους. Ο ίδιος στο μεταξύ πήγε στον αρχηγό του Τμή ματος Δίωξης Εγκλ ή ματος δόκτορα Χάινριχ Μ ιλχάουζ και του παρουσίασε το σχέδιο δράσης. Ο διευθυντής της Δίωξης Εγκλή ματος δεν σχολία ζε, δεν παίνευε, δεν μόλ ωνε, δεν πρότεινε τίποτα. Έδινε την εντύ πωση ενός παππού ο οποίος ακούει τις φαντασιώσεις του εγγονού του με ένα ανεκτικό χαμόγελο. Χάιδευε τα γκριζωπά γένια του , δι όρθωνε τα γυαλ ιά του, κάπνιζε την πίπα του και κάθε λίγο έκλεινε τα μάτια του. Ο Μοκ προσπάθησε να συγκρατήσει την ενδιαφέ ρουσα εικόνα του προϊσταμένου του πίσω από τα βλέφαρά του. «Μην κοιμάστε, νεαρέ μου» είπε ξαφνικά ο Μ ιλχάουζ. « Ξέρω ότι είστε κουρασμένος». Χτύπησε με τα κίτρινα δάχτυλά του την επι φάνεια του γραφείου. Ο παππούς έκανε αυστηρή παρατήρηση στον εγγονό. «Κύριε ·Εμπερχαρντ, πρέπει να βρείτε το δολοφόνο. Ξ έρετε τι έχει να γίνει αν δεν τον βρείτε. Εγώ σ' ένα μήνα βγαίνω στη σύνταξη. Ενώ εσείς; Αντί να πάρετε τη θέση μου , που είναι πο λ ύ πιθανόν, θα αναλ άβετε επικεφαλής του Γραφείου Π ροστασίας Σιδηροδρόμων της Σιλ εσίας ή φύ λακας των ιχθυοτροφείων κοντά στο Λίμπεν, διοικητής της τοπικής Αστυνομίας Ιχθυοτροφείων. Ξέ ρετε πολ ύ καλό τι άνθρωπος είναι ο Φον ντερ Μάλτεν. Αν δεν βρεί τε το δολοφόνο, ο βαρόνος θα πάρει εκδίκηση. Και ακόμη έχει δύ ναμη. Α, ναι, παραλ ίγο να το ξεχάσω ... Να προσέχετε τον Μαξ Φόρ στνερ. Χάρη σ' αυτόν η Γκεστάπο γνωρίζει την κάθε μας κίνηση». Ο Μοκ τον ευχαρίστησε για τις οδηγίες και επέστρεψε στο γρα[ 27]
φείο του. Κοίταξε από το παρόθυρο την τόφρο της πόλης, τις παλιές καστανιές τριγύρω και την πλη μμυρισμένη στον ήλιο Σλος Πλατς, όπου η στρατιωτική μπόντα έκανε πρόβες για την αυριανή Γιορτή της Άνοιξης. Ο ήλιος περιέβαλλε το κεφόλι του Μοκ μ' ένα κεχρι μπαρένιο φωτοστέφανο. Έκλεισε τα μότια και είδε ξανό το ανόπη ρο κοριτσόκι στην όχθη του ποταμού, και τη γυναίκα του επιστότη που ερχόταν από μακριό, το αντικείμενο του νεανικού του πόθου. Το τηλέφωνο χτύπησε και τον επανέφερε στο αρχηγείο της αστυνομίας. Π έρασε τα δόχτυλα από τα όλουστα μαλλιό του και σή κωσε το ακουστικό. Ήταν ο Κλ όινφελντ. «Κύριε αστυνόμε, ο τελ ευταίος όνθρωπος που είδε ζωντανό τα θύματα είναι ο σερβιτόρος Μόζες Χίρσμπεργκ. Τον ανακρίναμε. Τα μεσόνυχτα είχε σερβίρει καφέ στις κυρίες στο σαλόνι». «Πού ήταν τότε το τρένο;» «Μεταξύ του ΛίγΚVιτς και του Μπρέσλαου, λίγο μετό το Μαλτς». «Έκανε κόποια στόση το τρένο μεταξύ Μαλτς και Μπρέσλαου;» «'Οχl. Έπρεπε μόνο να περιμένει για το πρόσινο φανόρι στο Μπρέσλαου, ακριβώς πριν από το σταθμό». «Ευχαριστώ. Ελέγξτε τον Χίρσμπεργκ, μήπως έχουμε τίποτα γι' αυτόν». «Μόλιστα». Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. «Κύριε αστυνόμε» ακούστηκε η βαριό φωνή του ΦόΡΣΤVερ «ο καθηγητής Αντρέα αναγνώρισε το αλφόβητο ως παλαιοσυριακό. Την Τρίτη θα έχουμε τη μετόφραση». Το τηλέφωνο χτύπησε και πόλι «Εδώ οικία του βαρόνου Φον ντερ Μόλτεν. Ο βαρόνος σός πε ριμένει όσο το δυνατόν γρηγορότερα». [ 28 ]
Ο Μοκ απέρριψε την πρώτη σκέψη που του πέρασε από το μ υαλό, να κατσαδιάσει τον αναιδή μπάτλερ, και τον διαβεβαίωσε ότι σε λίγο θα ήταν εκεl. Διέταξε τον Φόρστνερ, που είχε μόλις γυ ρ ίσει από το πανεπιστήμιο, να τον πάει στην Άιχεν Άλεε 1 3, όπου κατοικούσε ο βαρόνος. Το σπίτι το είχαν περικυκλώσει δη μοσιο γράφοι, που μόλις αντίκρισαν το μαύρο Άντλερ έτρεξαν προς τους αστυνομικούς καθώς πάρκαραν. Οι αστυνομικοί τούς προσπέρα σαν χωρίς να πουν λέξη, και αφού τους άνοιξε ο φύλακας πέρασαν στο προαύλιο της έπαυλης του Φον ντερ Μάλτεν. Στο χολ τούς υποδέχτηκε ο μπάτλερ Ματίας. «Ο βαρόνος θα δεχτεί μόνο τον κύρ ιο Μοκ». Ο Φόρστνερ δεν μπόρεσε να κρύψει την απογοήτευσή του, και ο Μοκ χαμογέλασε από μέσα του. Το γραφείο του βαρόνου κοσμούσαν γκραβούρες γεμάτα μυ στ ικιστικά σύμβολα. Οι απόκρυφες επιστή μες ήταν επίσης το αντι κείμενο των αμέτρητων, δεμένων με βυσσινί δέρμα τόμων. Ο ήλιος, που με δυσκολία διαπερνούσε τις βαριές πράσινες κουρτί νες, έπεφτε σε τέσσερις πορσελάνινους ελέφαντες που σή κωναν στις ράχες τους την υδρόγειο. Στο μισοσκόταδο έλαμπε ένα αση μένιο μοντέλο με τα ουράνια σώματα και τη γη στη μέση. Η φωνή του Ολιβιέ φον ντερ Μάλτεν, ερχόμενη από το μικρό σαλόνι που ήταν δίπλα στη βιβλιοθήκη, απέσπασε την προσοχή του Μοκ από τα γεωκεντρικά θέματα. «Δεν έχεις παιδιά, ·Εμπερχαρντ, οπότε άσε τα συλλυπητή ρια. Και συvχώρεσέ με που σου μιλάω έτσι - πίσω από την πόρτα. Δεν θέλω να με δεις σ' αυτή την κατάσταση. Γνώριζες τη Μαριέτα από παιδί. .. » Σταμάτησε να μιλάει, και ο Μοκ είχε την εντύπωση πως άκουσε [ 29 ]
λυγμούς. Σε λίγο η φωνή του βαρόνου ακούστηκε και πάλι, τώρα όμως λίγο αλλαγμένη: «Άναψε ένα πούρο και άκουσέ με προσεχτικά. Π ρώτα απ' όλα απομάκρυνε τους δη μοσιογράφους που βρίσκονται μπροστά από το σπίτι μου. Δεύτερον, φέρε από το Κένιγκσμπεργκ το δόκτορα Γκέοργκ Μάας. Είναι εξαιρετικός γνώστης τόσο των απόκρυφων επιστη μών, όσο και των γλωσσών της Ανατολής. Θα σε βοηθήσει να βρεις τους αυτουργούς αυτού του τελετουργικού εγκλήματος ... Ναι, τελετουργικού. Το άκουσες καλά. Και, τρίτον, όταν θα βρεις το δολοφόνο, θα τον παραδώσεις σ' εμένα. Αυτές είναι οι συμβουλές μου , οι παρακλ ήσεις μου - ή αν προτιμάς οι όροι μου. Αυτά ήθελα να σου πω. Τέλειωσε το πούρο με την ησυχία σου. Αντίο». Ο αστυνόμος δεν είπε ούτε λέξη. Γνώριζε τον Φον ντερ Μάλτεν από τα φοιτητικά του χρόνια και ήξερε ότι οποιαδήποτε συζήτηση μαζί του δεν θα είχε κανένα νόη μα. Άκουγε μόνο τον εαυτό του , ενώ στους άλλους έδινε διαταγές. Εδώ και πολύ καιρό ο ·Εμπερ χαρντ Μοκ είχε ξεσυνηθίσει να δέχεται διαταγές, με εξαίρεση τις καλόκαρδες γκρίνιες του αρχηγού Μ ιλχάουζ. Στο βαρόνο Ολιβιέ φον ντερ Μάλτεν όμως ο Μοκ δεν μπορούσε να αρνηθεί. Σε αυτόν χρωστούσε τον τίτλο του αναπλη ρωτή διευθυντή.
Μπ ρέσλαοu, 13 Μαιοu 1933 Μ ί α το μεση μέρ ι
Ο Μοκ έδωσε στον Φόρ στvερ εντολές σχετικά με τους δη μοσιο γράφους και το δόκτορα Μάας, και μετά κάλεσε στο γραφείο του τον Κλάινφελντ. ί 30 ]
«Έχουμε τίποτα γι' αυτό τον Χίρσμπεργκ;» «Όχι». «Φέρτε τον σ' εμένα για ανάκριση. Στις δύο η ώρα». Ένιωθε να τον εγκαταλείπ ε ι η αυτοκυριαρχία για την οποία φη μιζόταν. Του φάνηκε σαν να είχε μπει άμμος στα μάτια του. Η πρη σμ ένη γλώσσα του είχε μια πικρή γεύση νικοτίνης. Ανέπνεε βαριά, και το πουκάμισό του κολλούσε από ιδρώτα. Έκανε νόημα σε ένα ταξί και ζήτησε να τον πάει στο πανεπιστήμιο. Ο καθηγητής Αντρέα μόλις είχε τελειώσει το μάθη μα ιστορίας της Εγγύς Ανατολής. Ο Μοκ τον πλησίασε και συστήθη κε. Ο καθη γητής κοίτα ξε με επιφύλαξη τον αξύριστο αστυνομικό και τον κά λεσε στο γραφείο του. «Κύριε καθηγητή, δ ιδάσκετε στο πανεπ ιστήμιό μας εδώ και τριάντα χρόνια. Ε ίχα κι εγώ την τιμή να παρακολουθήσω το μά θ η μά σας πριν από πολύ καιρό, ως φοιτητής της κλασικής φ ιλο λ ογίας ... Αλλά ανάμεσα στους φο ιτητές σας υπήρξαν και μερι κοί που αφιέρωσαν τη ζωή τους στις ανατολ ικές σπο υδές. Μή πως θ υ μόσαστε κάπο ιον από αυτο ύ ς που συμπεριφερόταν ασυνήθ ιστα, που έδειχνε κάποιες παρεκκλίσεις ή σεξουαλ ι κές διαστροφές;» Ο Αντρέα ήταν γέρος, με κοντά άκρα και μακρύ κορμό. Καθό ταν στη μεγάλη του πολυθρόνα και τα πόδια του κρέμονταν στον αέρα. Ο Μοκ μισόκλεισε τα μάτια του. Είχε ήδη φτιάξει μια απλή καρικατούρα του καθηγητή στο μυαλό του: δύο κάθετες γραμμές -η μύτη και το μυτερό, σαν τράγου μούσι- και τρεις οριζόντιες - τα μάτια και τα χείλη. « Η ερωτική ζωή των φοιτητών των ανατολικών σπουδών» -η γραμμή των χειλιών του Αντρέα έγινε ακόμα πιο λεmή- «επειδή, [ 31 ]
όπως καλό το αναφέρατε, "υπήρξαν και μερικοί", με ενδιαφέρει τό σο λίγο όσο και η δική σας ... ». Ο αστυνόμος αισθόνθη κε σαν το καμπανόκι του πυροσβεστι κού οχή ματος που περνούσε στην Ουρσουλίνεν Στρόσε να χτυ πούσε μέσα στο στήθος του. Ση κώθηκε και πλησίασε το γραφείο. ·Εσφιξε δυνατό τους καρπούς των χεριών του καθηγητή, τους κόλ λησε στα μπρότσα της πολυθρόνας, και με το πρόσωπο κοντό στο μυτερό μούσι είπε: «Άκουσε, παλιόγερε, ίσως εσύ δολοφόνησες το δεκαεφτόχρο νο κορίτσι Μήπως το κυνηγούσες, γελοίε πυγμαίε, όπως σου αρέ σει, με τουρμπόνι στο κεφόλι; Μ ήπως ξέσκισες με το χαντζόρι σου τη βελούδινη κοιλιό του;». Απομακρύνθηκε από τον καθηγητή και ξανακόθισε στην καρέκλα του. ntpaaE τα δόχτυλα από τα υγρό μαλλιό του. «Λυπόμαι, κύριε καθηγητή, αλλό το κείμενο θα το δώ σω σε όλλον ειδικό. Επιπλέον πού ήσασταν την nαρασκευή το βρόδυ μεταξύ έντεκα και μίας Μην απαντότε. Εγώ ξέρω. Αλλό μή πως θέλετε να το μόθει ο κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής, ή ακόμα και οι φοιτητές σας; Στο κότω κότω "υπόρχουν και μερικοί", έτσι δεν είναι;» Ο Αντρέα χαμογέλασε. « Ευτυχώς υπόρχουν. Κύριε αστυνόμε, θα προσπαθήσω να με ταφρόσω το κείμενο όσο καλύτερα μπορώ. Και μόλις τώρα θυμή θη κα ένα φοιτητή που, όπως το θέσατε, έδειχνε ορισμένες παρεκ κλ ίσεις. Είναι ο βαρόνος Βίλχελμ KέπερλΙVΓK». « Δεν λέω ευχαριστώ». Ο Μοκ φόρεσε το καπέλο του.
[ 32 ]
Μπρέσλαου, 13 Μαιου 1933 Δύο το μεσημέρ ι
Στο αρχηγείο της αστυνομίας τον περίμενε ο Κλόινφελvτ με τον Μόζες Χίρσμπεργκ. Ήταν ένας όνθρωπος μέτριου αναστήματος, μελαχρινός, περίπου σαραvτόρης. Επανέλαβε αυτό που ο αστυνό μο ς ήδη ήξερε από την αναφορό του Κλόινφελvτ. «Πείτε μου, κύριε Χίρσμπεργκ, σε ποια εστιατόρια εργαζόσα σταν παλιότερα;» Ο σερβιτόρος πρέπει να είχε περόσει κόποια φλεγμονώδη νό σο στην παιδική του ηλικία, που του όφησε ένα τικ: Όταν μιλούσε, η δεξιό γωνία των χειλιών του ση κωνόταν λιγόκι, σχη ματίζovτας ένα χαζό, ειρωνικό χαμόγελο. Και δεν σταμότησε να χαμογελό κα θώς απαριθμούσε όλα τα καταγώγια που γνώριζε. Το καμπανόκι χτύπησε πόλι μέσα στο στήθος του Μοκ. Πλησίασε τον ανακρινό μενο και του έδωσε ένα χαστούκι «Γιατί είσαι τόσο χαρούμενος, Εβραίε; Μήπως εσύ έγραψες τις χαζομόρες στη σιχαμερή σου γλώσσα;» Ο Χίρσμπεργκ σκέπασε με τα χέρια το πρόσωπό του. Ο XόΙVΤς ΚλόινφελVΤ, ένας από τους καλύτερους αστυνομικούς της Δίωξης Εγκλήματος, είχε πατέρα ραβίνο. Τώρα στεκόταν με τα μότια καρ φωμένα στο πότωμα. Ο Μοκ κατόπιε το σόλιο του και με μια κίνη ση του χεριού έδωσε εvτoλή «Πόρτε τον». Το χέρ ι του πονούσε. ΕΙχε χτυπήσει τον όνθρωπο κόπως δυνατό. Γνώριζε καλό τους όVΤρες του και, μόλις τους αvτίKρισε στην αΙθουσα συσκέψεων, ήξερε πως δεν είχαν μόθει τίποτα το αποκα λυ πτικό. Ο Χόνσλικ και ο Μπουρκ είχαν ανακρίνει δώδεκα εμπό ρους ζώων, και κανένας από αυτούς δεν είχε ακούσει τίποτα για [ 33 ]
εισαγωγή σκορπιών. Ο Σμόλορτς δεν βρήκε κανέναν ιδιωτικό ζωο λογικό κήπο, αλλά απέσπασε μια ενδιαφέρουσα πλη ροφορία: Ένας ιδιοκτήτης καταστή ματος με τρωκτικά και φίδια ομολόγησε ότι είχε έναν μουσάτο, χοντρό πελάτη που συχνά αγόραζε δηλητη ριώδη ερπετά και σαύρες. Δυστυχώς ο καταστη ματάρχης δεν ήξε ρε τίποτα παραπάνω γι' αυτό τον άνθρωπο. Ο Ράινχαρντ και οι άντρες του ανέκριναν πενήντα ο ικότροφους πορνείων. Μ ία απ' αυτές αποκάλυψε ότι γνώριζε έναν καθηγητή που του άρεσε να προσποιείται πως την κομμάτιαζε μ' ένα σπαθί, και τότε πάντα φώ ναζε και μιλούσε μια ξένη γλώσσα. Οι αστυνομικοί έμειναν έκπλη κτοι που αυτή η πλη ροφορία δεν έκανε καμία εντύπωση στον αρ χηγό τους. Με βάση τις ομολογίες των ιερόδουλων, οι άντρες του Ράινχαρντ έφτιαξαν μια λίστα με δεκαπέντε σαδιστές και φετιχι στές οι οποίοι ήταν τόσο απρόσεκτοι, που καλούσαν τα κορίτσια στα σπίτια τους. Τους εφτά δεν τους βρή καν, και οι άλλοι οχτώ εί χαν ακλόνητο άλλοθι: Οι γυναίκες τους, έξω φρενών, υποστή ριξαν ότι οι άντρες τους είχαν περάσει τη νύχτα της προηγουμένης στη συζυγική κάμαρα. Ο Μοκ ευχαρίστησε τους αστυνομικούς του, δίνοντας παρό μοιες εντολές για την επόμενη μέρα. Αφού τον αποχαιρέτησαν, δυσαρεστημένοι με την προοmική ότι θα εργάζονταν κυριακάτι κα, είπε στον Φόρστvερ: «Να περάσετε, παρακαλώ, να με πάρετε στις δέκα το πρωί. Θα επισκεφτούμε κάποιο γνωστό πρόσωπο. Μετά θα πάτε στα αρχεία του πανεπιστημίου. Μην με κοιτάτε παράξενα, θα είναι ανοιχτά. Ένας από τους βιβλιοθη κονόμους θα είναι αύριο στην υπηρεσία. Θα καταγράψετε όλους όσοι είχαν σχέση με ανατολικές σπουδές - από τους φοιτητές που σπούδασαν έστω και ένα μόνο εξάμηνο, [ 34 ]
μ έχρι τους διδόκτορες περσικής ή σανσκρ ιτικής γλώσσας. Α propos, ξέρετε τι είναι τα σανσκριτικό;». Μην περιμένοντας την απόντηση, ο Μοκ βγήκε από το γραφείο του. Ακολούθησε τη ΣβόΙVΤVιτσερ ΣταVΤΓKρόμπεν κατευθυνόμενος πρ ος το πολυκατόστημα του Βέρτχαϊμ. ·Εστριψε αριστερό στη Σβόι VΤVιτσερ Στρόσε, πέρασε το επιβλητικό όγαλμα του Γουλιέλμου Α', που το φύλασσαν δύο αλληγορικές μορφές, του Κρότους και του Πολέμου, έκανε το σταυρό του μπροστό στην εκκλησία της Αγίας Δωρεός και έστριψε στην TσβίVΓKερ Πλατς. Πέρασε δίπλα από το γυμνόσιο και μπήκε στο καφενείο του ·Οτον Στίμπλερ. Στη σκοτεινή από τον καπνό του τσιγόρου και γεμότη από τη μυρωδιό του φρέ σκου καφέ αίθουσα, στριμώχνονταν οι λότρεις του μαύρου ροφή ματος. Ο Μοκ μπή κε στο καμαρόκι του λογιστή. Εκείνος διέκοψε αμέσως τη δουλειό με τους λογαριασμούς και τα τιμολόγια, υποκλί θηκε και βγήκε έξω για να τον διευκολύνει στην τηλεφωνική του συνομιλία. Ο Μοκ δεν εμπιστευόταν τις τηλεφωνήτριες της αστυνο μΙας, και συχνό, για τις συνομιλίες που απαιτούσαν διακριτικότητα, χρησιμοποιούσε αυτήν εδώ τη συσκευή. Π ή ρε τον αριθμό του σπι τιού του Μιλχόουζ. Συστήθηκε και όκουσε τις απαραίτητες πλη ρο φορίες. ·Επειτα τηλεφώνησε στη γυναίκα του και δικαιολόγησε την απουσία του από το μεσημεριανό τραπέζι λόγω φόρτου εργασίας.
Μ π ρέσλαου, 13 Μαι ου 1933
Τ ρεις και μ ι σ ή το απόγευ μα
Το εστιατόριο «Το Κελόρι του Επισκόπου» στη Χέλμουτ Μπρού κνερ Στρόσε, την προ ναζl Μπίσχοφ Στρόσε, φη μιζόταν για τις [ 35 ]
εξαιρετικές σούπες του, τα ψητό και το μαγειρεμένο χοιρινό. Οι τοίχοι του εστιατορίου ήταν διακοσμημένοι με πίνακες του βαυα ρού ζωγρόφου ·Εντβαρντ φον Γκρούτσνερ, που αναπαριστούσαν σκηνές από την όχι και τόσο ασκητική ζωή των μοναχών. Ο Μοκ αγαπούσε τη μικρή αίθουσα στο βόθος, φωτισμένη από το αμυδρό πρόσινο φως που έμπαινε από το βιτρό που είχε τοποθετηθεί λίγο πιο κότω από το ταβόνι. Κόποτε ο Μοκ σύχναζε εδώ. Ονειρευόταν μέσα στις κυματιστές σκιές, νανουρισμένος από τη γαλήνη και την ήρεμη αναπνοή του «Κελαριού». Αλλό η συνεχώς αυξανόμενη δη μοτικότητα του εστιατορίου χόλασε τη νωχελ ική ατμόσφαιρα που τόσο αγαπούσε. Οι σκιές κυμότιζαν και τώρα, αλλό το πλατόγισμα των χειλιών καθώς έτρωγαν οι μαγαζότορες και οι καταστη ματόρ χες, και οι φωνές των Ες Ες που τώρα τελευταία έρχονταν μαζικό εδώ έκαναν τα κύματα του ωκεανού να γεμίζουν τη φαντασία του Μοκ, αντί με παρηγοριό, με λασπόνερο και όγρια φύκια. Ο αστυνόμος Μοκ ήταν αντιμέτωπος με μια δύσκολη κατόστα ση. Εδώ και μήνες παρατηρούσε ανησυχητικές αλλ αγές στην αστυ νομία. Ήξερε ότι έναν από τους καλύτερους αστυνομικούς, τον εβραίο Χόιντς Κλόινφελντ, πολλ οί τον κοίταζαν με περιφρόνηση. Ένας αστυνομικός μόλιστα που είχε μόλις διοριστεί στη Δίωξη Εγκλ ή ματος αρνήθηκε ανοιχτό να συνεργαστεί με τον Κλόινφελντ, με αποτέλεσμα -από τη μια μέρα στην όλλη- να σταματήσει να δουλεύει στην αστυνομία. Αυτό βέβαια συνέβη στις αρχές Ιανουα ρίου. Ο Μοκ δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι τώρα θα μπορούσε να πετόξει έξω αυτό τον ναζί. Πολλό είχαν αλλ όξει από τότε. Στις 3 1 Ιανουαρίου υπουργός Εσωτερικών και προϊστόμενος όλης της αστυνομίας της Π ρωσίας ανέλαβε ο Χέρμαν Γκέριγκ. Ένα μήνα αρ γότερα στο επιβλητικό μέγαρο του Κυβερνείου του Μπρέσλαου [ 36 ]
στ η Λέσινγκ Π λατς μετακόμισε ο νέος κυβερνήτης της Σιλεσίας Χέλμουτ Μπρούκνερ, μέλος των Ταγμάτων Εφόδου, και δεν πέρα σαν ούτε δύο μήνες και στο αρχηγείο της αστυνομίας του Μπρέ σλ αου εισέβαλε ένας καινούργιος αρχηγός, με κακή φήμη, ο Έντμουντ Χάινες. Μ ια νέα τάξη καθιερώθη κε. Το παλιό στρατόπε δο για τους γάλλους αιχμαλώτους πολέμου στο Ντίργκοϊ μετατρά π η κε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο οποίο πρώτοι κατέληξαν μερικοί πολ ύ γνωστοί του Μοκ - ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας Φ ριτς Βόιγκτ και ο πρώην δήμαρχος Καρλ Μαχ. Ξαφνικά οι δρόμοι γέμισαν με συμμορίες νεαρών μεθυσμένων από την ίδια τους την ασυ δοσία και από την απαίσια μπίρα του Χάας. Κρατώντας πυρ σούς, σχη μάτιζαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τους συ λλ ηφθέ ντες Εβραίους και τους αντιπάλους των ναζί, στους οποίους κρε μούσαν στο λαιμό ταμπέλες όπου αναγράφονταν τα «εγκλ ή ματά» τους απέναντι στο γερμανικό έθνος. Από τη μια μέρα στην άλλ η οι δρόμοι βαφτίστη καν με καινούργια ονόματα ναζί πατρόνων. Στο αρχηγείο της αστυνομίας ενεργοποιήθη καν ξαφνικά τα μέλ η του Εθνικοσοσιαλ ιστικού Κόμματος. Η Γκεστάπο κατέλαβε τη δυτική mtpuya του όμορφου κτιρίου, όπου γρήγορα άρχισαν να μεταφέ ρονται οι καλ ύτεροι άντρες από τα άλλα τμή ματα. Στη Δίωξη Εγκλ ή ματος ο Χάινες -παρά τις αντιρρήσεις του Μ ιλχάουζ- τοπο θέτησε τον προστατευόμενό του Φ όΡΣΤVερ, και ο προσωπικός εχθρός του Μοκ, ο αστυνόμος Έιλ ε, έγινε προϊστάμενος του νεοδη μιουργημένου Εβραϊκού Γραφείου. Όχι, σήμερα, Μάιο του 1 933, ο Μοκ δεν θα είχε το θάρρος να αντιδράσει. Βρισκόταν σε δύσκολ η θέση. Έπρεπε να παραμείνει πιστός στον Φ ον ντερ Μάλτεν και στη μασονική στοά, η οποία τον είχε βοηθήσει στη λαμπρή του καριέ ρα, ταυτόχρονα όμως δεν μπορούσε να αποξενωθεί τελ είως από [ 37 ]
τους ναζί. Αυτό που τον εκνεύριζε περισσότερο ήταν ότι δεν έλεγχε την κατόσταση, και το μέλλον του εξαρτιόταν από την ανεύρεση του δολοφόνου της βαρονέσας. Σε περίmωση που ήταν ένα από τα μέλη κόποιας αίρεσης -πρόγμα πολύ πιθανό-, η χιτλερική προ παγόνδα θα έβρισκε μια βολική πρόφαση για την εξόντωση των τεκτόνων του Μπρέσλαου και όσων ήταν συνδεδεμένοι μαζί τους, δηλαδή του Μ ιλχόουζ και του Μοκ. Έναν τέτοιον αιρετικό μια φυλ λόδα σαν την Der Stϋrmer με μεγόλη χαρό θα τον βόφτιζε μασόνο, και την αποτρόπαια δολοφονία θα την παρουσίαζε ως τελετουργι κό έγκλ η μα - κλείσιμο λογαριασμών ανόμεσα στις τρεις στοές του Μπρέσλαου. Από την όλλη πόλι, αν αποδεικνυόταν πως ο δολοφόνος ήταν κόποιος ψυχικό διεστραμμένος, ο Χόινες σίγουρα θα ανόγκαζε τον Μοκ να κολλήσει στον εγκλη ματία ένα «αντιγερμανικό» -εβραϊκό ή μασονικό- ιστορικό. Και στη μια και στην όλλη περίmωση ο αστυνόμος, όργανο στα χέρια της προπαγόνδας, θα παρουσιαζό ταν υπό ένα αμφιλεγόμενο φως στους προστότες του τέκτονες. Καθόλου περίεργο λοιπόν που ο Φον ντερ Μόλτεν είχε ζητήσει να του παραδοθεί ο δολοφόνος - θα εκδικούνταν σκληρό το δρόστη, και ταυτόχρονα θα έπνιγε εν τη γενέσει τους τις ραδιουργίες ενό ντια στη στοό. Οπότε, είτε ο δολοφόνος παραδιδόταν στα χέρια του βαρόνου είτε όχι, για τον Μοκ θα σή μαινε μετόθεση στην Αστυνομία Ιχθυοτροφείων στο Λίμπεν. Στην πρώτη περίmωση οι ναζιστικές εφη μερίδες, υποκινού μενες από τον Φόρστνερ, θα έγραφαν ότι οι μασόνοι απέδιδαν δικαιοσύνη με τα ρόπαλα' στη δεύτερη περίmωση ο Μ ιλχόουζ και οι όνθρωποί του από τη στοό θα αντιδρούσαν αντίστοιχα. Φυσικό ο Μοκ θα μπορούσε να διακό ψει με τη στοό και να γίνει χιτλερικός, αλλό σε αυτό αντιδρούσαν [ 38 ]
τα υπολείμματα του «καλού γούστου» του , τα οποία δεν είχε κατα φ έρει να καταστρέψει η εικοσιτετρόχρονη υπη ρεσία του στην αστυνομία· όπως επίσης και η γνώση ότι η καριέρα του θα τέλειω νε, γιατί η στοό μπορούσε να τον εκδικηθεί αποκαλύπτοντας σε α υτούς που έπρεπε το μασονικό παρελθόν του. Η νικοτίνη πόντα βοηθούσε το μυαλό του Μοκ να καθαρίσει Έτσι και τώρα: Του ή ρθε μια καταπληκτική ιδέα - η αυτοκτονία του εγκλη ματία στο κελί του και μια γρήγορη κηδεία. (Έτσι οι vαζf δεv θα μπορέσουv VQ με αvαγκάσουv VQ κατασκευάσω lVa αvτιγερμαvικό β ιογραφικό για το δολοφόvο. Θα πω ότι δεv ζει πια, και ότι δεv έχω χρόvο για γραφειοκρατίες και για εικοvικά πρακτικά αvακρίσεωv. Απέ VOVΤI
στη στοά θα είμαι δικαιολογημένος, επειδή, ακόμα και ov οι χιτ
λερικές εφημερίδες τού μαγειρέψουv lVa curriculum vitae, θα απα ντήσω πως δεv είχα καμία απολύτως σχέση.) Αυτό θα τον έσωζε.
Ύστερα από μια στιγμή όμως κατσούφιασε. Δεν είχε λόβει υπό ψη μία ακόμα δυσόρεστη εκδοχή: Τι θα γινόταν αν απλώς δεν έβρι σκε το δολοφόνο; Ο σερβιτόρος έβαλε μπροστό του ένα μεγόλο πήλινο ποτή ρι μπίρας του Κίπκε. Ετοιμαζόταν να τον ρωτήσει αν επιθυμούσε τί ποτ' όλλο , όταν ο Μόας τον κοίταξε με απλανές βλέμμα και είπε δυνατό: «Αν δεν βρω αυτό το καθοίκι, τότε θα το δημιουργήσω εγώ ο ίδιος!». Χωρίς να δώσει προσοχή στον έκπλη κτο σερβιτόρο, ο Μοκ βυ θίστη κε πόλι στις σκέψεις του: Μπροστό από τα μότια του όρχισαν να περνόνε πρόσωπα υποψήφιων δολοφόνων. Ση μείωσε βιαστικό μερικό ονόματα σε μια χαρτοπετσέτα. Τον διέκοψε το ότομο με το οποίο είχε ραντεβού. Ο λοχαγός [ 39 ]
των Ταγμότων Εφόδου Βόλτερ Π ιόντεκ από την Γκεστόπο έμοιαζε με καλόκαρδο ταβερνιάρη. ·Εσφιξε με τη μεγόλη του χερού κλ α το μικρό χέρι του Μοκ και βολεύτηκε στην απέναντι καρέκλα. Παρόγ γειλε το ίδιο με τον Μοκ - πέρκα με πικάντικη σάλτσα από ραπανά κι. Π ρ ιν ο αστυνόμος περάσει στο κυρίως θέμα, παρατήρησε προ σεχτικό το συνομιλητή του - παχύσαρκος, σχεδόν φαλακρό κρα νίο, με φακίδες, κάπου κάπου μερικές τούφες κόκκινων μαλλιών, πρόσινα μότια και γεμάτα μόγουλα, λότρης του Σούμπερτ και των ανήλικων κοριτσιών. «Τα ξέρετε όλα» είπε χωρίς εισαγωγή. «Ολα; Οχl. .. Δεν ξέρω περισσότερα απ' όσα αυτός ο κύριος... » Ο Π ιόντεκ έδειξε έναν όντρα που διάβαζε εφη μερίδα. Το πρωτοσέλιδο της Schlesische Tageszeitung είχε έναν τεράστιο τίτλο: «ο θόνατος της βαρονέσας στο τρένο Μπρέσλαου-Βερολίνο. Ο Μοκ διεξόγει την έρευνα». «Πιστεύω ότι ξέρετε πολύ περισσότερα». Ο Μοκ κόρφωσε με το πιρούνι το τελευταίο κομμότι τραγανής πέρκας, το έφαγε και ήπιε το υπόλοιπο της μπίρας του. « Ζ ητόω τη βοήθειό σας, κύριε λοχαγέ, ανεπίσημα. Δεν υπόρχει στο Μπρέσλαου, και ίσως σε ολόκληρη τη Γερμανία, καλύτερος γνώστης των θρησκευτικών αιρέσεων και των μυστικών οργανώσεων από εσάς. Οι συμβολισμοί τους πρέπει να σας είναι φανεροί. Σας παρακαλώ, μπορείτε να βρείτε ποιες οργανώ σεις χρησιμοποιούν ως σύμβολό τους το σκορπιό; Οποιεσδήποτε παρατηρήσεις και οδηγίες σας θα ήταν καλ οδεχούμενες, και μελλο ντικό θα σας το ανταποδώσουμε, αφού η ΔΙωξη Εγ κλή ματος και εγώ προσωπικό διαθέτουμε πληροφορίες που ίσως σας ενδιαφέρουν». «ΕΙμαι υποχρεωμένος να υποκύψω στις παρα κλ ήσεις των ανώ τερων αξιωματούχων της Δίωξης Εγκλ ή ματος;» Ο Π ιόντεκ χαμογε[ 40 ]
λούσε πλατιό, παίζοντας τα βλέφαρό του. «Γιατί να σας βοηθήσω; Επειδή ο προϊστόμενός μου είναι φίλος με τον δικό σας και κόθε Σόββατο παίζουν σκατ;» « Δεν με προσέχετε, κύριε λοχαγέ». Ο Μοκ δεν είχε καμιό πρόθε σ η να νευρ ιόσει πόλΙ. « Σας προτείνω κότι που σας συμφέρει ανταλλαγή πληροφοριών». « Κύριε αστυνόμε» -ο Π ιόντεκ έτρωγε με όρεξη την πέρκα του «ο αρχηγός μου μου έδωσε εντολή να σας συναντήσω. Και σας συ νόντησα. ·Εφαγα ένα νόστιμο ψόρι και ε κτέλεσα την εντολή του αρχηγού μου. Ολα είναι εντόξεl. Αυτή η υπόθεση δεν με ενδιαφέ ρει καθόλου. Να, δείτε ... ». ·Εδειξε με το χοντρό του δόχτυλο το πρωτοσέλιδο της απλωμέ νης εφημερίδας: « ο αστυνόμος Μοκ διεξόγει την έρευνα». Ο Μοκ για όλλη μια φορό παραδέχτη κε το γέρο προϊστόμενό του. Ο διευθυντής της Δίωξης Εγκλή ματος Μ ιλχόουζ είχε δίκιο. Ο Πιόντεκ ήταν όνθρωπος που χρειαζόταν να τον κεραυνοβολήσεις. Ο Μοκ ήξερε πως οποιαδήποτε επίθεση στον Π ιόντεκ έκρυβε με γ6λ ο ρίσκο, γι' αυτό ακόμη δίσταζε. «ο προϊστόμενός σας δεν σας ζήτησε να μας βοηθήσετε;» «Ούτε καν νύξη έκανε». Ο Π ιόντεκ χαμογέλασε ικανοποιημένος. Τότε ο αστυνόμος πήρε μια βαθιό ανόσα και αισθόνθη κε να τον πλ η μμυρίζει μια γλυκιό αίσθηση εξουσίας. «Κι όμως θα μας βοηθήσετε, κύριε Π ιόντεκ, με όλες σας τις δυ νόμεις. Θα βόλετε το μυαλό σας να δουλ έψεΙ. Και θα χρειαστεί να περόσετε κόποιες ώρες στη βιβλιοθήκη ... Και ξέρετε γιατί; Οχι γιατί σας το ζητόει ο προϊστόμενός σας. "Η εγώ ... Αλλό γιατί σας το ζητόει και σας ικετεύει μια παιχνιδιόρα, ξετσίπωτη εντεκόχρονη, η Ίλσα Ντόμπλιν, την οποία βιόσατε στο αυτοκίνητό σας και πληρώσατε [ 41 ]
γενναιόδωρα τη μεθυσμένη μητέρα της. Σας το ζητάει η Άγκνες Χέρτινγκ, αυτή η φλύαρη με τα κοτσιδάκια που στριμώξατε στο μπουντουάρ της Μαντάμ λε Ζεφ. Βγή κατε πολύ ωραία στη φωτο γραφία». Ο Π ιόντεκ συνέχισε να χαμογελάει «Παρακαλώ, δώστε μου λίγες μέρες» . «Φυσικά. Θα έχετε επαφή μόνο μ' εμένα. Στο κάτω κάτω , ο αστυνόμος Μοκ διεξάγει την έρευνα » .
[ 42 ]
11
Μπ ρέσλαου, Κυ ρ ιακή 14 Μα10υ 1933 Δέκα το π ρω ί
Ο βαρ όνος Βίλχελμ φον KέπερλΙVΓK κρατούσε τους δ ύ ο τελευταί ους ορόφους στο όμορφο διατη ρητέο γωνιακό κτίριο στην Ου φερτσόιλε 9, κοντό στο Πολυτεχνείο. Στην πόρτα στεκόταν ένας νεαρός υπη ρέτης με όμορφα μότια και μελετημένες κινήσεις. «ο κύριος βαρόνος σός περιμένει στο μικρό σαλόνι Ακολουθή στε με, παρακαλώ». Ο Μοκ είπε το όνομά του και έπειτα σύστησε το βοηθό του. Ο βαρόνος ήταν ένας λυγερός και πολύ ψηλός όντρας, περίπου σα ρόντα χρονών, με λεmό, μακριά δάχτυλα πιανίστα. Μόλις είχαν φύγει ο κουρέας και η μανικιουρίστα. Ο βαρόνος προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή του αστυνόμου στο αποτέλεσμα της δου λειός της: Έκανε πολλές χειρονομίες, αλλό αποδείχτηκαν όσκοπες. Ο Μοκ δεν κοιτούσε τα χέρια του βαρόνου, αλλό εξέταζε με ενδια φέρον το μεγόλο δωμότιο. Την προσοχή του τραβούσαν διόφορες λεmομέρειες της διακόσμησης, στις οποίες δεν μπορούσε να βρει κανένα νόη μα, καμιά κεντρική ιδέα, καμιά κατευθυντήρια γραμμή. Για να μην μιλήσουμε για το στιλ. Σχεδόν το κόθε αντικείμενο που βρισκόταν εκεί μέσα καταργούσε το λόγο της ύπαρξής του - η ετοιμόρροπη χρυσή καρέκλα, η πολυθρόνα στην οποία προεξείχε μια μεγόλη χαλύβδινη γροθιό, το τραπέζι με τα αραβικό σκαλίσμα τα που εμπόδιζαν να σταθεί έστω και ένα ποτήρ ι πόνω του. Ο αστυ νόμος δεν ήταν γνώστης της τέχνης, ήταν όμως σίγουρος ότι τους [ 43 ]
μεγάλους πίνακες που αναπαριστούσαν τα πάθη του Χριστού, τα da nse macabre και τα οργιαστικά χοροπηδή ματα δεν τα είχε ζω γραφίσει χέρι ανθρώπου που είχε σώας τας φρένας. Αντίθετα, την προσοχή του Φόρστνερ είχαν τραβήξει τρία τε ράριουμ γεμάτα αράχνες και σαρανταποδαρούσες. "Ηταν τοποθε τημένα σε ψηλά στη ρίγματα δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Το τέ ταρτο τεράριουμ, δίπλα στην κεραμική σόμπα, ήταν άδειο. Συνή θως εκεί αναπαυόταν ένας μικρός πύθωνας. Ο βαρόνος κατάφερε επιτέλους να τραβήξει την προσοχή των αστυνομικών στα περιποιη μένα χέρια του. Με έκπληξη παρατήρη σαν ότι χάιδευε τρυφερά αυτό τον πύθωνα, που είχε τυλιχτεί γύρω από τον ώμο του. Ο υπηρέτης με τα όμορφα μάτια σέρβιρε τσάι και κουλουράκια σ' ένα πιάτο του 1 80υ αιώνα, που το στήριγμά του είχε σχήμα οπλών γίδας. Ο Φον Κέπερλινγκ έδειξε στους αστυνομι κούς τις μαλακές, σκορπισμένες στο πάτωμα μαυριτανικές μαξιλά ρες. Κάθισαν σταυροπόδι. Ο Φόρστνερ και ο υπηρέτης αντάλλα ξαν ένα γρήγορο βλέμμα - που δεν ξέφυγε από την προσοχή ούτε του Μοκ ούτε του βαρόνου. «Πολύ ενδιαφέρουσα η συλλογή στα τεράριουμ, αγαπητέ βα ρόνε». Ανασαίνοντας βαριά, ο Μοκ ση κώθη κε και κοίταξε τα ζωύ φια. «Ποτέ δεν σκέφτη κα πως οι σαρανταποδαρούσες μπορεί να είναι τόσο μεγάλες». « Είναι Scolopendra gigantea» είπε ο βαρόνος χαμογελώντας. «Η Σάρα μου έχει μή κος τριάντα πόντους και κατάγεται από την Τζαμάικα». «Π ρώτη φορά βλέπω σκολόπενδρα». Ο Μοκ ρούφηξε με από λαυση το αιγυmιακό τσιγάρο που του πρόσφερε ο υπη ρέτης. «Πού βρήκατε αυτό το είδος;» [ 44 ]
«Στο Μπρέσλαου υπόρχει ένας έμπορος που εισόγει κατόπιν παραγγελίας διόφορα τέτοια -» « Ζωύφια» επενέβη ο Μοκ. «Ποιος είναι;» Ο Φον KέπερλΙVΓK σημείωσε σε ένα επιστολόχαρτο με οικόσημο ένα όνομα και μια διεύθυνση: Ισίντορ Φριντλέντερ, Βαλ Στράσε 27. « Ε κτρέφετε και σκορπιούς;» Ο Μοκ συνέχιζε να κοιτόζει τη σκολόπενδρα, η οποία κουνούσε αρμονικά τα τμή ματα του θώ ρακά της. «Κόποτε είχα μερικούς». «Ποιος σας τους προμήθευσε;» «ο Φριντλέντερ». « Και γιατί δεν τους έχετε πια;» « Ψόφησαν από νοσταλγία για την έρημο Νέγκεφ». Ο Μοκ έτριψε έκπλη κτος τα μότια του. Μόλις είχε προσέξει, κολλη μένο στον τοίχο, ένα πορσελόνινο ουροδοχείο, που μέσα του είχε έναν γυαλιστερό παγοκόφτη σε σχή μα μυτερής, λεmής πυραμίδας. « Μην ανησυχείτε, κύριε αστυνόμε. Αποτελεί μόνο διακοσμητι κό στο στιλ του Ντισόν. Κανείς δεν το χρησιμοποιεΙ Και τον παγο κόφτη επίσης». Ο βαρόνος χόιδευε τον βελούδινο γιακά της ρό μπας του. Ο Μοκ κόθισε βαριό σε μια μαξιλάρα και, χωρίς να κοιτόξει τον οικοδεσπότη, ρώτησε: «Πώς κι ασχοληθή κατε με τις ανατολικές επιστή μες;». «Μάλλον η μελαγχολία ... » « Και πού ήσασταν ανάμεσα στις έντεκα και τη μία τη νύχτα προ χτές την Παρασκευ ή 1 2 Μαίου;» Τη δεύτερη ερώτηση την έκανε στον ίδιο τόνο. [ 45 ]
«Είμαι ύποmος;» Ο βαρόνος έπαιξε τα βλέφαρα και ση κώθη κε από τη μαξιλόρα. «Παρακαλώ, απαντήστε!» «Να επικοινωνήσετε με το δικηγόρο μου, το δόκτορα Λάχμαν, κύριε αστυνόμε». Ο βαρόνος έβαλε τον πύθωνα στο τεράριουμ και άπλωσε προς τον Μοκ δύο μακριά δάχτυλά του, ανάμεσα στα οποία κρατούσε μια άσπρη κάρτα. «Θα απαντήσω σε όλες τις ερω τήσεις με το δικηγόρο μου παρόντα». «Σας διαβεβαιώνω ότι θα σας κάνω την ίδια ερώτηση άσχετα αν είστε παρέα με το δόκτορα Λάχμαν ή με τον καγκελ άριο Φον Χίντεν μπουργκ. Αν έχετε άλλοθι, ο δόκτωρ Λάχμαν θα γλιτώσει τον κόπο». Ο βαρόνος σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεmα. «·Εχω άλλοθι Ή μουν στο σπίτι Θα το επιβεβαιώσει ο υπη ρέτης μου ο Χανς». «Συγχωρέστε με, αλλ ά αυτό δεν είναι άλλοθι Δεν εμπιστεύομαι τον υπηρέτη σας, όπως και κανέναν υπηρέτη». «Ούτε το βοηθό σας;» Του Μοκ τού ή ρθε αυθόρμητα να απαντήσει «Ούτε». Κοίταξε το ξαναμμένο πρόσωπο του ΦόΡΣΤVερ και γύρισε το κεφάλι: «Δεν καταλαβαίνω. Τι σχέση έχει μ' εσάς ο βοηθός μου;». «Ω, γνωριζόμαστε από παλιά ... » «Ενδιαφέρον ... Αλλά σή μερα, κατά μία περίεργη σύμmωση, έχετε κρύψει τη γνωριμία σας, κύριοι Ακόμα και όταν σας σύστη σα. Γιατί δεν θέλετε να αποκαλύψετε τη φιλ ία σας;» «Δεν είναι φ ιλία, απλώς γνωρ ιζόμαστε ... » Ο Μοκ στράφηκε στον ΦόΡΣΤVερ και τον κοιτούσε περιμένο ντας μιαν εξήγηση. Ο ΦόΡΣΤVερ είχε καρφωμένα τα μάτια του στο σχέδιο του χαλιού. [ 46 ]
«Τι θέλετε να μου πε ίτε, κύριε βαρόνε;» Ο Μοκ θριόμβευε βλέ ποντας την αμηχανία των δύο αντρών. «Ότι μια απλή γνωριμία επέ τρεψε στον Φόρστνερ να μείνει στο σπίτι σας από τις έντεκα μέχρι τη μία τη νύχτα; Αχ, σίγουρα σε λίγο θα μου πείτε ότι παίζατε χαρτιό ή κοιτόγατε λευκώματα ... » «Όχι, ο κύριος Φόρστνερ παρευρισκόταν στη δεξίωσή μου ... » «Π ροφανώς ήταν κόποια ειδική δεξίωση, έτσι δεν είναι, κύριε Φόρστνερ; Γιατ ί νιώθετε ντροπή για τη γνωρ ιμία σας, κύριοι; Μή πως σ' αυτήν τη δεξίωση συνέβη κότι που δεν πρέπει να αποκαλυ φθεί;» Ο Μοκ σταμότησε να βασανίζει τον Φόρστνερ. Ήξερε πια αυτό που μέχρι τώρα μόνο υποψιαζόταν. Έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του που ρώτησε το βαρόνο για όλλοθι. Αν και δεν υπήρχε λόγος να το κόνει. Η Μαριέτα φον ντερ Μόλτεν και η Φρανσουόζ Ντεμπρού είχαν βιαστεί, ενώ ο βαρόνος Βίλχελμ φον Κέπερλινγκ ήταν δηλωμένος ομοφυλόφιλος. Ο Χανς με τα όμορφα μότια έκλεινε ήδη την πόρτα πίσω τους, όταν ο Μοκ κότι θυμήθη κε. Αφού ο υπη ρέτης τον ανήγγειλε ξανό, βρέθη κε μπροστό σε έναν κόπως εκνευρισμένο βαρόνο. «Αγορόζετε τα έντομα μόνος σας, ή το κόνουν οι υπηρέτες σας;» «Σ' αυτό το θέμα στηρίζομαι στα γούστα του σοφέρ μου». « Και πώς είναι αυτός» « Γεροδεμένος, γενειοφόρος, μ' ένα αστεία τραβηγμένο σα γόνι». Ο Μοκ έμεινε φανερό ικανοποιημένος από την απόντηση αυτή.
( 47 ]
Μπρέσλαου, 14 Μαιου 1933 Μεσ πμέρ ι
Ο Φόρστνερ δεν ήθελε να τον πάει με το αυτοκίνητο στα αρχεία του πανεπιστη μίου. ·Ενιωθε πως πολύ ευχαρίστως θα έκανε έναν περίπατο κατά μή κος του ποταμού 'Οντερ. Ο Μοκ δεν επέμεινε και, σιγοτραγουδώντας κάποιο κομμάτι μιας οπερέτας, διέσχισε τη Γέ φυρα του Αυτοκράτορα. Πέρασε το Δη μοτικό Γυμναστήριο, το πάρκο με την προτομή του ιδρυτή του Βοτανικού Κήπου, του Χάιν ριχ Γκέπερτ, άφησε πίσω του από δεξιά την εκκλησία των δομινικα νών και από αριστερά το Κεντρικό Ταχυδρομείο, και μπήκε στην όμορφη Άλμπρεχτ Στράσε, που άρχιζε με τον πελώριο όγκο του παλατιού των Χάτσβελντ. ·Εφτασε στο Ρινγκ και έστριψε αριστερά στη Σβάιvτvιτσερ Στράσε. Πέρασε την Nτρέσvτvερ Μπανκ, το κα τάστη μα του Σπάιερ, όπου ψώνιζε παπούτσια, μπήκε στην Καρλ Στράσε, έριξε μια ματιά στο Λαϊκό Θέατρο, στο ψιλικατζίδικο του Ντίνο, και έστριψε στην ΓKράOυΠVερ Στράσε. Η πόλη έβραζε από τη ζέστη, οπότε δεν του προξένησε έκπληξη η μεγάλη ουρά μπρο στά από το ζαχαροπλαστείο με τα ιταλικά παγωτά. Έπειτα από λίγο έστριψε στη Βαλ Στράσε και σταμάτησε μπροστά από την κάπως παραμελη μένη πολυκατοικία με τον αριθμό 27. Το μαγαζί του Φρι ντλέντερ τις Κυριακές ήταν κλειστό. Αμέσως όμως εμφανίστη κε ένας περίεργος θυρωρός που εξήγησε στον Μοκ ότι το διαμέρισμα των Φριντλέντερ ήταν δίπλα στο μαγαζi. Την πόρτα άνοιξε μια λεmή κοπέλα με σκούρα μαλλιά, η Λέα Φριντλέντερ, κόρη του Ισίντορ. Του έκανε μεγάλη εντύπωση. Χω ρίς να κοιτάξει καν την ταυτότητά του, τον προσκάλ εσε στο απλά διακοσμημένο διαμέρισμα. [ 48 ]
«ο πατέρας θα έρθει σε λίγο. Παρακαλώ, περιμένετε» τραύλισε φανερά συνεσταλμένη. Ο αστυνόμος δεν πρόλαβε να πάρει το βλέμμα του από τους στρογγυλούς γοφούς και τα στήθη της, όταν μέσα μπή κε ο Ισίντορ Φριντλέντερ, ένας κοντός, παχύς άντρας. Κάθισε στην καρέκλα απέναντι από τον Μοκ, σταύρωσε τα πόδια του και χτύπησε δύο φορές με την ανοιχτή παλάμη το γόνατό του. Αυτή η κίνηση προ κάλεσε σπασμωδικές κινήσεις στο άκρο του. Ο Μοκ τον κοίταξε για λ ίγο και έπειτα άρχισε να κάνει γρήγορες ερωτήσεις: «Επώνυμο;». «Φριντλέντερ». «Όνομα;» «Ισίντορ». «Η λ ικία;» «Εξήντα χρονών». «Τόπος γέννησης;» «Γκόλντμπεργκ». «Μόρφωση;» «Τελειόφοιτος της Σχολ ής Ταλμούδ στο Λούμπλιν». «Πόσες γλώσσες ξέρετε;» «Εκτός από γερμανικά και εβραϊκά, λίγα γίντις και λίγα πολω νικά». «Πόσων χρονών είναι η κόρη σας;» Ο Φριντλ έντερ διέκοψε απότομα τα πειράματα με το γόνατό του και κοlταξε τον Μοκ με μάτια χωρίς κόρες. Ανέπνευσε βαριά, πετάχτ η κε από την καρέκλ α του και όρμησε αστραπιαία στον αστυνόμο, που δεν πρόλ αβε καν να σηκωθεί. Ξαφνικά βρέθ η κε στο πάτωμα, με ό λο το βάρος του Φριντλέντερ πάνω του. Π ροσπά[ 49 ]
θησε να βρει το περίστροφό του. Αλλό το δεξί του χέρι ήταν ακινη τοποιη μένο από τον ώμο του αντιπόλου του. Το σφίξιμο χαλόρωσε απότομα - σκλη ρό γένια τσιμπούσαν το λαιμό του Μοκ, το σώμα κοκόλωσε και έκανε σπασμωδικές κινήσεις. Η Λέα τρόβηξε τον πατέρα της από το σώμα του Μοκ. «Βοηθήστε με, πρέπει να τον ξαπλώσουμε στο κρεβότι». «Αφήστε, θα τον ξαπλώσω μόνος μου». Ο αστυνόμος ένιωσε σαν νεαρός που ήθελε να κόνει επίδειξη της δύναμής του. Με μεγόλο κόπο κουβόλησε τα ενενήντα κιλό στον καναπέ. Η Λέα στο μεταξύ έφτιαξε κόποιο μείγμα και το έχυσε προσεχτικό στο στόμα του πατέρα της. Ο Φριντλέντερ πνιγόταν, αλλό κατόπιε το υγρό. ·Επειτα από λίγα λεmό ακούστηκε ένα ρυθ μικό ροχαλητό. «Είμαι είκοσι χρονών». Η Λέα απέφευγε το βλέμμα του Μοκ. «ο πατέρας μου είναι επιληmικός. Σήμερα ξέχασε να πόρει τα φόρμα κό του. Η δόση που του χορήγησα θα του επιτρέψει να λειτου ργεί κανονικό για δύο μέρες». Ο Μοκ τίναξε τα ρούχα του. «Πού είναι η μητέρα σας;» «Δεν ζει, πόνε τέσσερα χρόνια». «·Εχετε αδέρφια;» «Όχι». «Ο πατέρας σας έπαθε κρίση αμέσως μόλις τον ρώτησα για την ηλικία σας. Ήταν σύμmωση;» «Νομίζω πως σας απόντησα. Είμαι το παν για τον πατέρα μου. Όταν κόποιος όντρας δείχνει ενδιαφέρον για μένα, ο πατέρας αρχί ζει να εκνευρίζεται Και αν έχει ξεχόσει να πόρει τα φόρμακα, πα θαίνει κρίση». [ 50 ]
Η Λέα σή κωσε το κεφάλι και για πρώτη φορά κοίταξε τον Μοκ
κατάματα. Εκείνος άθελό του άρχισε τον γαμήλιο χορό - μελετη μέ νες κινήσειι;, λιγωμένο βλέμμα και βαθύ τέμπο στη φωνή. «Π ιστεύω πως ο πατέρας προκαλεί επίτηδες τις κρίσεις». Η κο πέλα δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί εμπιστευόταν αυτό τον συ γκεκριμένο άντρα. (Ίσως λόγω της μεγάλης κοιλιάς του.) Αυτή την εμπιστοσύνη όμως ο αστυνόμος την παρανόησε. Στο μυαλό του άρχισαν να έρχονται ερωτήσεις για το αν είχε αρραβω νιαστικό, προσκλήσεις σε δείπνο ή σε κάτι άλλο, όταν ξαφνικά αντί κρισε τον σκούρο λεκέ στο παντελόνι του Φριντλέντερ. «Αυτό συμβαίνει συχνά κατά την κρίση ή μετά την κρίση». Η Λέα έβαλε γρήγορα ένα μουσαμά κάτω από τους μη ρούς και τα οπίσθια του πατέρα της. Το μπεζ φόρεμα κόλλησε στους γοφούς της, και οι σφιχτές γάμπες της ήταν μια συναρπαστική προαγγελία της συνέχειας. Ο Μοκ ξανακοίταξε τον κοιμισμένο έμπορο και θυ μήθηκε το λόγο που τον είχε φέρει εκε Ι «Πότε θα συνέλθει ο πατέρας σας; Θα ήθελα να τον ανακρίνω». «Σε μία ώρα». «Ίσως μπορείτε να με βοηθήσετε εσείς. Από το θυρωρό έμαθα ότι εργάζεστε στο κατάστη μα του πατέρα σας. Πουλάτε και σκορ πιούς;» «ο πατέρας αγόρασε πολύ παλιά μερικούς σκορπιούς μέσω μιας ελληνικής εταιρείας στο Βερολίνο». «Τι ε νν οείτε "πολύ παλιά";» «Π ριν από τρία ή τέσσερα χρόνια». «Ποιος τους παράγγειλε;» «Δεν θυμάμαι ' Π ρέπει να κοιτάξω τα τιμολόγια». «Θυμάστε το όνομα της εταιρείας;» [ 51 ]
«Όχι. .. Ξέρω ότι εlναι στο Βερολlνο». Ο Μοκ την ακολούθησε στο μικρό γραφεlο. Καθώς η Λέα κοlτα ζε τα ογκώδη μπλε ντοσιέ, της έκανε μία ακόμα ερώτηση: «Μήπως τελευταία σας επισκέφτηκε κανείς όλλος αστυνομικός εκτός από μένα;». «ο θυρωρός Κέμπσκι είπε πως )(Τες ή ρθε κάποιος από την αστυ νομία. Λεlπαμε από το σπίτι πριν από το μεση μέρι. Ε ίχα πάει τον πατέρα για τις καθιερωμένες εξετάσεις του στο Εβραϊκό Ν οσοκο μείο στη Μέντσελ Στράσε». «Πώς ονομάζεται ο γιατρός του πατέρα σας;» «Δόκτωρ Χέρμαν Βάισμπεργκ. Α, βρήκα το τιμολόγιο. Η εται ρεία Κεκρίδης και Υιοί έφερε για το βαρόνο Φον KέπερλΙVΓK τρεις σκορπιούς τον Σεmέμβριο του 1 930. Σας παρακαλώ πολύ» εlπε και κοίταξε ικετευτικά τον Μοκ «ελάτε σε μία ώρα, ως τότε ο πατέ ρας θα έχει συνέλθει ... ». Ο Μοκ κατανοούσε τις όμορφες κοπέλες. Σηκώθηκε και φόρε σε το καπέλο του. «Ευχαριστώ, δεσποινίς Φριντλέντερ. Λυπάμαι που γνωριστή κα με υπό αυτές τις αρκετά δυσάρεστες περιστάσεις, αν και καμία πε ρίσταση δεν είναι ακατάλληλη όταν γνωρ ίζει κανείς μια τόσο όμορφη κοπέλ α». Ο ευγενικός αποχαιρετισμός του Μοκ δεν έκανε στη Λέα την παραμικρή εντύπωση. Κάθισε βαριά στον καναπέ. Το τικ τακ του ρολογιού φανέρωνε τα δευτερόλεmα που περνούσαν. Άκουσε ένα θόρυβο από το διπλανό δωμάτιο. όπου ήταν ξαπλωμένος ο πατέρας της. Μπήκε μέσα με ψεύτικο χαμόγελο. «Ω, πόσο γρήγορα ξύπνησες, μπαμπά. Πολύ καλό αυτό. Μπορώ να πάω στη Ρεγκίνα Βάις;» 1 52 ]
Ο Ισίντορ Φριντλέντερ κοίταξε ανήσυχος την κόρη του: « Σε παρακαλώ, μην πας ... Μην με αφήνεις μόνο ... ». Η Λέα σκεφτόταν τον άρρωστο πατέρα της, τη Ρεγκίνα Βάις, με
την οποία ήταν να πάει στον κινη ματογράφο « Ντέλι» να δουν την καινούργια ταινία με τον Κλαρκ Γκέιμπλ, όλους τους άντρες που την έτρωγαν με τα βλέμματά τους, τον τρελά ερωτευμένο μαζί της δόκτορα Βάισμπεργκ και το σκούξιμο των ινδικών χοιριδίων στο σκοτεινό, γεμάτο υγρασία μαγαζί. Κάποιος χτύπησε δυνατά την πόρτα. Σκεπάζοντας με την γκα μπαρντίνα του το λεκέ στο παντελόνι του, ο Φ ριντλέντερ πέρασε στο άλλ ο δωμάτιο. ·Ετρεμε και παραπατούσε. Η Λέα τον αγκάλιασε. « Μην φοβάσαι, μπαμπά, σίγουρα θα είναι ο θυρωρός Κέμπσκι». Ο Ι σίντορ Φριντλέντερ την κοίταξε με ανησυχία: « ο Κέμπσκι είναι παλιάνθρωπος, αλλά ποτέ δεν χτυπάει έτσι δυ νατά την πόρτα». Είχε δίκιο. Δεν ήταν ο θυρωρός.
Μπ ρέσλαου, Δευτέρα 15 Μαιου 1933 Δέκα το π ρω ί
Τη Δευτέρα τ ο πρωί ο ·Εμπερχαρντ Μοκ ήταν τ ο ίδιο έξαλλος όπως και το Σάββατο. Βλαστημούσε την η λ ιθιότητά του και τη ροπή του προς τις αισθησιακές Εβραίες. Κανονικά έπρεπε να καλέσει κάποιον από το αρχηγείο της αστυνομίας, να προφυλακίσει τον Φ ριντλέντερ στη Νόιε Γκράουπνερ Στράσε και να τον ανακρίνει εκεί. Αλλά δεν το έκανε. Δέχτη κε ευγενικά την παράκλ ηση της Λέα Φ ριντλέντερ για καθυστέρηση μίας ώρας και, αντί να συμπεριφερθεί σαν επαγγελ μα[ 53 ]
τίας αστυνομικός, ξεφύλλιζε εφημερίδες για μία ώρα στην ταβέρνα « Π ρόσινος Π ολωνός» στη Ρόισεν Στρόσε 64, έπινε μπίρα και έτρωγε τη σπεσιαλιτέ του καταστήματος - στρατιωτικό ψωμί με πικόντικο, ψιλοκομμένο κρέας. Οταν έπειτα από μία ώρα επέστρεψε, βρήκε την πόρτα παραβιασμένη, φοβερή ακαταστασία και κανένα ίχνος των κατοίκων. Ο θυρωρός δεν φαινόταν πουθενό. Ο Μοκ όναψε το δωδέκατο τσιγόρο εκείνη τη μέρα. Διόβασε ακόμα μία φορό τα αποτελέσματα της νεκροτομής και την αναφο ρό του Κόμπλισκε. Δεν έμαθε τίποτα παραπόνω απ' ό,τι είχε δει με τα μότια του. Ξαφνικό βλαστή μησε την αφη ρημόδα του. Του είχε ξεφύγει μια ση μαντική πλη ροφορία που είχε σημειώσει ο γέρος αστυνομικός: Από τον τόπο του εγ κλ ή ματος έλειπαν τα εσώρουχα της βαρονέσας. Ο Μοκ έτρεξε στο γραφείο των ντετέκτιβ. Μέσα ήταν μόνο ο Σμόλορτς. «Κουρτ» φώναξε «να ελέγξετε το όλλοθι όλων των φετιχιστών με μητρώο». Χτύπησε το τηλέφωνο. «Καλη μέρα σας» ακούστη κε η στεντόρεια φωνή του Π ιόντεκ. «Θα ήθελα να ανταποδώσω και να σας προσκαλέσω σε γεύμα στο μπαρ του Φίσερ. Στις δύο. ·Εχω μερικές ενδιαφέρουσες πλη ροφο ρίες για την υπόθεση της Μαριέτα φον ντερ Μ 6λτεν». «Εντόξει». Χωρίς όλλη λέξη, ο Μοκ έ κλεισε το τηλέφωνο.
Μ πρέσλaου, 15 Mafou 1933 Δύο το μεσπ μέρ ι
Στο μπαρ του Φίσερ γινόταν χαμός, όπως πόντα την ώρα του μεση[ 54 ]
μεριανού φαγητού. Την πελατεία αποτελούσαν κυρίως αστυνομι κοί και ένστολοι ναζ[, στους οποίους άρεσε πολύ να συχνάζουν στο αγαπημένο μπαρ του ειδώλου τους. του Χάινες. Ο Π ιόντεκ καθόταν αραχτός στη μικρή α[θουσα. Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν στο ενυ δρείο δίπλα στο παράθυρο και με τις αντανακλάσεις τους χάιδευαν το φαλακρό κρανίο του. Ανάμεσα στα παχουλά σαν λουκάνικα δά χτυλά του κρατούσε ένα αναμμένο τσιγάρο. Παρατηρούσε έναν τόνο-μινιατούρα που κολυμπούσε στο ενυδρείο και έβγαζε πε ρίεργους ήχους. Με το στόμα του έκανε τις ίδιες κινήσεις με το ψά ρι. Το διασκέδαζε πολύ, και κάθε λίγο και λιγάκι χτυπούσε το τζάμι του ενυδρείου. Μόλις αντίκρισε τον Μοκ, που έφτασε πέντε λεπτά νωρίτερα, ταράχτη κε κάπως. Γρήγορα όμως συγκρατήθη κε, ση κώθηκε και τον χαιρέτησε επιδεικτικά. Ο αστυνόμος έδειξε λιγότερη χαρά για τη συνάντηση. Ο Π ιόντεκ άνοιξε μια αση μένια τσιγαροθήκη με την επιγραφή «Στον αγαπη μένο Σύζυγο και Πατέρα για την επέτειο των 50ών του γενεθλίων
-
Η σύζυγος και ο ι κόρες». Από μέσα
ακούστηκε μουσική, και απλώθη κε το άρωμα τσιγάρων με γαλάζια τσιγαρόχαρτα. Ο σερβιτόρος π ή ρε την παραγγελία και απομα κρύνθη κε αθόρυβα. «Δεν το κρύβω, κύριε αστυνόμε» έσπασε την τεταμένη σιωπή ο Π ιόντεκ «ότι στην Γκεστάπο όλοι θα ήταν ευτυχισμένοι αν κάποιος σαν εσάς ήθελε να συνεργαστεί μαζί μας. Κανείς δεν γνωρίζει τόσα όσα ο ·Εμπερχαρντ Μοκ για τα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά πρόσωπα της πόλης. Κανένα από τα απόρρητα αρχεία δεν διαθέτει τόσες πλη ροφορίες όσες εσείς, και κανένας δεν μπορεί να σας συ ναγωνιστεί». «Ω, με υπερτιμάτε, κύριε λοχαγέ. .. » τον έκοψε ο Μοκ. [ 55 ]
Ο σερβιτόρος έφερε και έβαλε μπροστό τους δύο πιότα με χέλι περιχυμένο με σόλτσα όνηθου και γαρνιρισμένο με τσιγαρισμένο κρεμμύδι. «Δεν σας προτείνω μετόθεση στην Γκεστόπο ... » Ο Π ιόντεκ δεν παρεξηγήθηκε με την αδιαφορία του Μοκ. «Αυτό που ξέρω για σας μου επιτρέπουν να πιστεύω πως δεν θα δεχόσασταν μια τέτοια πρόταση. (Ναι, εννοείται, αλλά από "OIOV μπορείvα ξέρει κάτι αυτός Ο xovτρός; Φόρστvερ, θα σε καταστρέψω, κοπρόσκυλο.) Από την όλλη
μεριό όμως είσαστε έξυπνος όνθρωπος. Κοιτόξτε το μέλλον, και να θυμόσαστε: Το μέλλον ανή κει σ' εμένα και στους ανθρώπους μου». Ο Μοκ έτρωγε με μεγόλη όρεξη. Τύλιξε γύρω από το πιρούνι το τελευταίο κομμότι ψαριού, το βούτηξε στη σόλτσα και το κατα βρόχθισε. Για μερικό δευτερόλεmα δεν ξεκόλλησε τα χείλη του από το ποτή ρι με πικόντικη μπίρα από το Σβόιντνιτς. Μετό σκουπί στηκε με τη χαρτοπετσέτα και ασχολήθη κε με τον κόκκινο τόνο μινιατούρα. «Νομίζω πως έχετε κότι να μου πείτε σχετικό με τη δολοφονία της Μαριέτα φον ντερ Μόλτεν... » Ο Π ιόντεκ δεν έχανε ποτέ την αυτοκυριαρχία του. Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα πλακέ κουτόκι από κασσίτερο, το όνοιξε και πρόσφερε στον Μοκ, από το μυαλό του οποίου πέρασε μια περίεργη υποψία: Αν δεχόταν το πούρο, αυτό θα σήμαινε πως δεχόταν και την πρόταση για μετόθεση στην Γκεστόπο; Με μια απότομη κίνηση τρόβηξε πίσω το ήδη απλωμένο χέρι του. Το χέρι του Π ιόντεκ έτρεμε λίγο. «Ελότε, πόρτε ένα πούρο, είναι πολύ καλό, είναι μόρκας». Ο Μοκ εισέπνευσε τον καπνό τόσο δυνατό, που αισθόνθηκε ένα τσίμπημα στα πνευμόνια. [ 56 ]
«Δεν θέλετε να συζητάτε για την Γκεστάπο. Ας μιλήσουμε τότε γ ια τη Δίωξη Εγκλήματος». Ο Π ιόντεκ γέλασε φιλικά. «Γνωρίζετε πως ο Μιλχάουζ αποφάσισε να βγει σε πρόωρη σύνταξη; Το αργότερο σε ένα μήνα. Σήμερα πήρε την απόφαση. Ενημέρωσε τον αντιστράτη γο Χάινες, ο οποίος συμφώνησε. Δηλαδή τέλη lουνίου θα υπάρχει μια κενή θέση για το αξίωμα του αρχηγού της Δίωξης Εγκλή ματος. Άκουσα πως ο Χάινες έχει κάποιον υποψήφιο από το Βερολίνο, πρό ταση του Νέμπε. Ο Άρτουρ Νέμπε είναι εξαιρετικός αστυνομικός, αλλά τι ξέρει αυτός για το Μπρέσλαου; Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι ο καλύτερος υποψήφιος είναι κάποιος που γνωρίζει τις συνθήκες και το περιβάλλον του Μπρέσλαου ... Για παράδειγμα εσείς». «Η γνώμη σας, αναμφίβολα, είναι η καλύτερη σύσταση για τον υπουργό Εσωτερικών Γκέριγκ και για τον αρχηγό της πρωσικής αστυνομίας Νέμπε». Ο Μοκ προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να κρύψει κάτω από την καυτή ειρωνεία το ονειροπόλη μα που του προκάλεσαν τα λόγια του γκεσταπίτη. «Κύριε αστυνόμε ...» Ο Π ιόντεκ τυλίχτη κε στον καπνό του πού ρου. «Οι δύο προαναφερθέντες κύριοι δεν σπαταλ 6νε το χρόνο τους σε επαρχιακές διαφωνίες. Απλώς θα εγκρίνουν την πρόταση του κυβερνήτη της Σιλεσίας Μπρούκνερ. Και ο Μπρούκνερ θα προτείνει αυτόν που θα στηρίξει ο Χάινες. Και ο Χάινες για όλα τα ζ ητήματα σχετικά με το προσωπικό επικοινωνεί με τον προϊστάμε νό μου. ·Εγινα αντιληmός;» Ο Μοκ είχε μεγάλη πείρα σε συνομιλίες με ανθρώπους όπως ο Π ιόντεκ. Νευρικά ξεκούμπωσε το γιακά του πουκαμίσου του και σκούπισε το μέτωπο με το καρό μαντίλι του: « Ζεστάθη κα κάπως μετά το γεύμα. Μήπως θέλετε να κάνουμε έναν περίπατο στην τάφρο; ...». [ 57]
Ο Π ιόντεκ κοίταξε γρήγορα το ενυδρείο με τον τόνο. (Μήπως είδε το μικρόφω νο;)
«Δεν έχω χρόνο για βόλτες» είπε στον Μοκ καλόκαρδα. «Εκτός αυτού , ακόμη δεν σας μετέφερα την πλη ροφορία σχετικά με τη δε σποινίδα Φον ντερ Μάλτεν». Ο αστυνόμος ση κώθη κε, φόρεσε το παλτό και το καπέλο του. «Κύριε λοχαγέ , ευχαριστώ για το θαυμάσιο γεύμα. Αν θέλετε να μάθετε την απόφασή μου -την έχω κιόλας πάρει-, σας περιμένω έξω». * * *
Δύο νεαρές μητέρες με καροτσάκια που βόλταραν δίπλα στο άγαλ μα του ·Ερωτα που ίππευε τον Πήγασο αντάλλασσαν σχόλια για τους δύο κομψά ντυμένους άντρες που περπατούσαν μπροστά. Ο ψηλότερος ήταν γεροδεμένος. Η ανοιχτού χρώματος γκαμπαρντί να κολλούσε σφιχτά στους ώμους του. Ο κοντύτερος, κρατώντας το μπαστούνι του , κοίταζε προσεχτικά τα λουστρίνια του. «Δες, Μαρί» είπε σιγανά η λεπτοκαμωμένη ξανθιά «αυτοί πρέ πει να είναι μεγάλοι κύριοι». «Ούτε κουβέντα» μουρμούρισε η γεματούτσικη Μαρί, με μια μαντίλα στο κεφάλι «Ίσως είναι καλλιτέχνες, αλλιώς γιατί δεν βρί σκονται στις δουλειές τους; Όλος ο κόσμος τέτοια ώρα εργάζεται και δεν φλυαρεί στο πάρκο» . Η παρατή ρηση της Μαρί ήταν σωστή μέχρι ενός σημείου. Αν ο
Π ιόντεκ και ο Μοκ εξασκούσαν κάποια μορφή τέχνης εκείνη τη στιγμή , αυτή ήταν ο ραφιναρισμένος εκβιασμός, οι συγκαλυμμένες απειλές και οι λεπτές προκλ ήσεις. «Κύριε αστυνόμε , γνωρίζω από τον αρχηγό μου ότι ο Νέμπε εί[ 58 ]
ναι πεισματόρης, και ότι ίσως θελήσει να τοποθετήσει στην κορυ φή της Δίωξης Εγκλή ματος του Μπρέσλαου έναν δικό του όνθρω πο, ακόμα και αν δεν συμφωνήσει ο Χόινες ή ο Μπρούκνερ. Ενώ εσείς μπορείτε να κατοχυρώσετε τη θέση σας, και να είστε ο μονα δικός υποψήφιος, χωρίς αvταγωνισμό ... » «Με ποιον τρόπο;» «Ω, είναι πολύ απλό ... » Ο Π ιόVΤεK έπιασε τον Μοκ από τον ώμο. «Κάποια μεγάλη και εvτυπωσιαKή επιτυχία θα σας ανεβάσει σ' αυ τήν τη θέση. Φυσικό κάποια μεγόλη επιτυχία aUV η υποστή ριξη του Χόινες και του Μπρούκνερ. Και τότε θα υποκύψει ακόμα και ο αρ χηγός της πρωσικής αστυνομίας, ο αδιάλλακτος Νέμπε ... » Ο Μοκ σταμάτησε, έβγαλε το καπέλο του και έκανε αέρα. Ο ήλιος έλαμπε στις σκεπές των σπιτιών από την άλλη πλευρά της τόφρου. Ο Π ιόVΤεK έπιασε από τη μέση τον αστυνόμο και του ψιθύ ρισε στο αυτί: «Ναι, αγαπητέ κύριε, μια επιτυχία ... Και οι δύο ξέρουμε ότι η κα λ ύτερη επιτυχία για σας θα ήταν τώρα η σύλληψη του δολοφόνου της Μαριέτα φον VΤερ Μόλτεν». «Κύριε λοχαγέ, υποθέτετε ότι πάνω απ' όλα μ' ενδιαφέρει η θέ ση του Μ ιλχόουζ... Αλλά ίσως δεν είναι έτσι. .. Ίσως έχω άλλα σχέ δια ... Και επιπλέον είναι όΓVωστo αν θα βρω το δολοφόνο πριν από την αποχώρηση του Μ ιλχόουζ». Ο Μοκ ήξερε ότι τα λόγια του δεν αKoύγovταν ειλικρινή, και ότι δεν μπορούσε να εξαπατήσει τον Π ιόVΤεK - ο οποίος έσκυψε στο αυτί του Μοκ, σKανδαλίζovτας τις δύο γυναίκες: «·Εχετε ήδη βρει το δολοφόνο. Είναι ο ΙσίVΤOΡ ΦΡΙVΤλέVΤερ. Χτες το βρόδυ ομολόγησε. Αυτό έγινε στα γραφεία μας, στη Νόι vτoρφ Στράσε. Αλλό το γvωρίζω μόνο εγώ και ο Σμιvτ, ο υφιστάμε[ 59 ]
νός μου. Αν το θελήσετε, θα ορκιστούμε και οι δύο πως εσείς στο αρχηγείο της αστυνομίας αναγκάσατε τον Φριvτλέvτερ να ομολο γήσει». Ο Π ιόVΤεK έπιασε τη λεπτή παλάμη του Μοκ και την έκλεισε σε γροθιά. «Ορίστε, κρατάτε στην παλάμη του χεριού σας την κα ριέρα σας».
Μπ ρέσλαοu, Τ ρ ίτπ 16 Mafou 1933 Δύο τπ νύχτα
Ο Μοκ ξύπνησε με μια πνιγμένη κραυγή. Το πουπουλένιο πάπλω μα βάραινε στο στήθος του σαν να 'ταν εκατό κιλά. Το μουσκεμένο από τον ιδρώτα νυχτικό τυλίχτη κε γύρω από τα πόδια του. Πέταξε απότομα το πάπλωμα, σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο γρα φείο του, άναψε τη λάμπα με το πράσινο αμπαζούρ και έστησε το σκάκι στο τραπέζι. Μάταια προσπαθούσε να διώξει τον εφιάλτη των τύψεών του. Μπροστά στα μάτια του εμφανίστηκε πάλι το όνειρο που είχε δει πριν από λίγο: Το κουτσό κοριτσάκι τον κοιτού σε. Μολονότι τους χώριζε το ποτάμι, μπορούσε πολύ καθαρά να δει τα μάτια του γεμάτα πάθος και μίσος. Είδε επίσης τη γυναίκα του επιστάτη του αγροκτή ματος, που προχωρούσε προς το μέρος του. Τον πλησίασε με χορευτικό βή μα. Με έκπληξη κοίταξε το γε μάτο σπυριά πρόσωπό της. Κάθισε, σή κωσε ψηλά το φόρεμά της και άνοιξε τα πόδια της. Στους μηρούς και στην κοιλιά της υπήρχαν συφιλιδικές παραμορφώσεις. Ο αστυνόμος άνοιξε διάπλατα το παράθυρο και επέστρεψε στον ασφαλή κόσμο του πράσινου φωτός. Ήξερε πως δεν επρόκει το να κοιμηθεί ως το πρωΙ Και οι δύο η ρωίδες του ονείρου είχαν [ 60 ]
π ρόσωπα που γνώριζε πολύ καλό - το κορίτσι της Μαριέτα φον vτερ Μάλτεν, και η συφιλιδική Φαίδρα της Φρανσουάζ Ντεμπρού. * * *
Schlesische Tageszeitung της 1 9ης ΜαΤου 1 933 Σελ ίδα 1 : «ο αστυνόμος ·EμπεΡXαρvτ Μοκ της Δίωξης Εγκλήμα τος του Μπρέσλαου συνέλαβε, έπειτα από έρευνα μερικών η μερών, το δράστη της δολοφονίας της βαρονέσας Μαριέτα φον ντερ Μάλτεν, της γκουβερνάντας της Φρανσουάζ Ντε μπρού και του εισπράκτορα του τρένου Φραντς Ρέπελ . Αποκα λ ύφθηκε πως ο δράστης είναι ο έμπορος Ισίντορ Φ., 60 χρονών, ψυχικά ασθενής. Περισσότερες λεmομέρειες στη σελ ίδα 3». Σελ ίδα 3: «ο Ισίντορ Φ. δο λοφόνησε με εξαιρετικά αποτρόπαιο τρόπο τη δεκαεφτάχρονη βαρονέσα και τη σαρανταδυάχρονη γκουβερνάντα της Φρανσουάζ Ντεμπρού. Ο δράστης βίασε και τις δύο γυναίκες, και στη συνέχεια τις κομμάτιασε. Π ροηγουμέ νως είχε σκοτώσει τον εισπράκτορα του βαγονιού - αφού χτύ πησε το θύμα στο κεφάλ ι, έβαλε στο πουκάμισό του δύο σκορ πιούς, που τσίμπησαν θανάσιμα τον άτυχο εισπράκτορα. Στο βαγόνι έγραψε μια επιγραφή στην κοmική γλώσσα: "Και για τον πλούσιο, και για τον φτωχό - θάνατος και σκουλήκια". »Τον επιλ ηmικό Ισίντορ Φ. παρακολουθούσε εδώ και αρκε τό καιρό ο δόκτωρ Χέρμαν Βάισμπεργκ από το Εβραϊκό Νοσο κομείο. Η γνωμάτευση του γιατρού ανέφερε: 'Έπειτα από κρί σεις επιληψίας, ο ασθενής παρέμενε για αρκετή ώρα σε κατά σταση απώλ ειας συνείδησης, μολ ονότι έδινε την εντύπωση εντελώς ενσυνείδητου ατόμου. Μετά τις κρίσεις η σχιζοφρένεια [ 61 ]
που τον ταλαιπωρούσε από τα νεανικό του χρόνια ζωντόνευε. Τότε γινόταν απρόβλεπτος, φώναζε κότι σε πολλές όγνωστες γλώσσες και είχε τρομακτικές, αποκαλυπτικές φαντασιώσεις. Σ' αυτή την κατόσταση ήταν σε θέση να κόνει τα πόντα". »Το μέρος όπου κρατείται ο κατηγορούμενος είναι γνωστό μόνο στην αστυνομία. Η δίκη θα γίνει σε λίγες μέρες». Vo/kischer Beobachter της 20ής Μαίου 1 933 Σελίδα 1 : «Σιχαμένος Εβραίος βεβήλωσε και κομμότιασε δύο Γερμανίδες. Π ροηγουμένως σκότωσε με αποτρόπαιο τρόπο γερμανό σιδη ροδρομικό υπόλληλο. Αυτό το αίμα διψό για εκ δίκηση !». Berlίner Morgenpost της 2 1 ης Μαίου 1 933 Σελίδα 2: «Σή μερα το βρόδυ αυτοκτόνησε στο κελί του το βα μπίρ του Μπρέσλαου lσίντορ Φριντλέντερ. Σκότωσε τον εαυτό του με τρόπο εξίσου μακόβριο όπως και τα θύματό του: Έκοψε με τα δόντια τις φλέβες του ... ». Bres/auer Zeitung της 2 ας lουλίου 1 933 Απόσπασμα συνέντευξης με τον αστυνομικό διευθυντή Έμπερ χαρντ Μοκ, τον νέο αρχηγό της Δίωξης Εγκλήματος της αστυ νομίας του Μπρέσλαου, σελίδα 3: «Από πού γνώριζε ο Φριντλέντερ την κοπτική γλώσσα;» «Σπούδασε σημιτικές γλώσσες στην Ανώτερη Σχολή Ταλ μούδ στο Λούμπλιν». [ 62 ]
«ο δολοφόνος έγραψε το ΚΟmικό κείμενο στο παλαιοσυ ριακό αλφάβητο - πολύ δύσκολο ακόμα και για έναν εξαιρετι κό ση μιτολ6γο' πόσο μάλλον για έναν μέτριο mυχιούχο μιας ανώτερης εβραϊκής σχολής... » «ο κατηγορούμενος μετά τις κρίσεις επιληψίας είχε αποκα λυmικές φαντασιώσεις, μιλούσε διάφορες άγνωστες σε αυτόν γλώσσες, έπεφτε σε έκσταση. Τότε έκανε την εμφάνισή της η επικίνδυνη σχιζοφρένεια από την οποία έπασχε από τα παιδικά του χρόνια και αποκάλυmε υπερφυσικές ικανότητες». «Τελευταία ερώτηση. Οι πολίτες του Μπρέσλαου μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι;» « Οι κάτοικοι μιας τόσο μεγάλης πόλης όπως το Μπρέσλαου αντιμετωπίζουν διάφορους κίνδυνους συχνότερα απ' ό,ΤΙ οι άν θρωποι της επαρχίας. Αλλά θα εξουδετερώσουμε όλες τις απει λές. Αν -Θεός φυλάξοι- εμφανιστούν κι άλλοι εγκλη ματίες, θα τους συλλάβω οπωσδήποτε».
[ 63 ]
111
Βερολίνο, Τετάρτη 4 l ουλίου 1934 Πέντε και μ ι σ ή το πρω ί
ο Χέρμπερτ Άνβαλντ όνοιξε τ α μότια κ α ι αμέσως τ α έκλεισε. Είχε μια μικρή ελπlδα ότι, όταν θα τα ξανόνοιγε, θα αποδεικνυόταν πως όλα γύρω του ήταν μια θλιβερή ψευδαlσθηση. Μόταια όμως. Το καταγώγιο στο οποίο τώρα βρισκόταν ήταν η ακλ όνητη πραγματι κότητα, η καθαρή αλήθεια. Το μικρό γραμμόφωνο έπαιζε συνέχεια το ίδιο ρεφρέν του τραγουδιού της Μόρλεν Ντίτριχ που είχε ακού σει χτες: «Ich bin νοπ Kopf bis Fuss a uf Liebe eingeste l lt. . » . .
Κούνησε το κεφόλι του. ·Ενας γλυκός πόνος χύθη κε αργό στην κρανιακή κοιλότητα, και η καπν!λα έτσουξε τα μότια του. Ο Άν βαλντ έκλεισε τα βλέφαρα. Ο πόνος δυνόμωσε και έγινε πια ανυπό φορος. Στο λαιμό τον έπνιγε και τον έκαιγε ένας χοντρός όγκος με γεύση γλυκού κρασιού και εμετού. Τον κατόπιε - πέρασε από τον ξερό φόρυγγα σαν καυτός πύραυλος. Δεν ήθελ ε να πιει, ήθελε να πεθόνει. Άνοιξε τα μότια και ανακόθισε στο κρεβότι. Τα εύθραυστα κό καλα των κροτόφων του έτριξαν σαν να τα είχαν σφίξει στη μέγγε νη. Κοίταξε γύρω του και διαπίστωσε πως πρώτη φόρα έβλεπε το χώρο. Δίπλα του κοιμόταν μια μεθυσμένη γυναίκα, φορούσε μόνο ένα βρόμικο, γλιστερό από τον ιδρώτα μεσοφόρΙ. Κοντό στο τρα πέζι, στην καρέκλα, κοιμόταν ένας όντρας με φανελόκι. Η μεγόλη του παλόμη με ένα τατουόζ σε σχή μα όγκυρας όγγιζε τρυφερό το πεσμένο στον υγρό μουσαμό μπουκόλι. Στο περβόζι στο παρόθυ[ 64 ]
ρο σιγόσβην ε η λάμπα παραφίνης. Μια γραμμή από το φως της αυγής χυνόταν μέσα στο δωμάτιο. Ο Άνβαλντ κοίταξε τον καρπό του χεριού του , όπου συνήθως φορούσε ρολόι Τώρα δεν υπήρχε. Α, ναι, χτες, σε μια στιγμή γεν ναιοδωρίας, το χάρισε σε κάποιο ζητιάνο. Του καρφώθη κε μια έμ μονη σκέψη - να βγει αποκεί μέσα. Αλλά δεν ήταν εύκολο, αφού δεν ήξερε πού ήταν τα ρούχα του. Παρόλο που δεν του έλειπαν οι παράλογες ιδέες, δεν θα έβγαινε στο δρόμο μόνο με το σώβρακο. Με ανακούφιση διαπίστωσε ότι -παλιά συνήθεια από το ορφανο τροφείο- είχε δέσει τα παπούτσια του από τα κορδόνια γύρω από το λαιμό του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και παραλίγο να πέσεΙ. Τα πόδια του άνοιξαν καθώς γλίστρησε στο υγρό πάτωμα, τα χέρια πήγαν πέρα δώθε προσπαθώντας να βρουν ένα στήριγμα. Το βρή καν - το αρι στερό στο άδειο μεταλλικό παιδικό κρεβατάκι, το δεξί στο σκαμπό, όπου κάποιος είχε αδειάσει το περιεχόμενο του σταχτοδοχείου. Τα μηνίγγ ια του χτυπούσαν, ο ι πνεύ μονες δούλευαν γρήγορα, ένας τραχύς ήχος έβγαινε από το λάρυγγα. Ο Άνβαλντ πάλεψε για λίγο με τον εαυτό του - ήθελε να ξαπλώσει δ ίπλα στη νύμφη, μό λις την κοίταξε όμως και μύρισε την οσμή από τα χαλασμένα δό ντια και τα σάπια ούλα της. απέρριψε κατηγορη ματικά αυτήν τη σκέψη. Κάπου στη γωνία αντίκρισε το τσαλακωμένο κοστούμι του. Ντύθη κε όσο μπορούσε γρηγορότερα στον σκοτεινό διά δρ ο μο , σύρθηκε έξω στο δρόμο και αποτύπωσε στη μνή μ η του το όνομά του: Βέσερ Στράσε. Δεν ε ίχε ιδέα πώς βρέθ η κε εκεί. Σ φύ ριξε σε μια άμαξα που περνούσε. Ο βοηθός της Δίωξης Εγκλή ματος έπινε για πέμπτη μέρα συνέχεια. Με μικρές διακοπές έπινε εδώ και έξι μήνες. [ 65 ]
Βερολί νο, Πέμ πτπ 5 lοuλίοu 1934 Οχτώ το π ρ ω ί
Ο αστυνομικός διευθυντής της Δίωξης Εγκλή ματος Χάινριχ φον ΓKράπερσvτoρφ είχε τα νεύρα του. Χτυπούσε με τη γροθιά το τρα πέζι και τσίριζε. Ο Άνβαλντ είχε την εντύπωση πως το κατάλευκο κολάρο του πουκαμίσου του προϊσταμένου του σε λίγο θα έσπαγε από την πίεση του φουσκωμένου βουβαλόσβερκού του. Δεν έδινε και πολλή σημασία στις φωνές. Πρώτον, επειδή οποιεσδήποτε σκέ ψεις περνούσαν από το μυαλό του πνίγονταν στο χοντρό φ ίλτρο του χτεσινοβραδινού μεθυσιού· και, δεύτερον, επειδή ήξερε ότι «ο παλιοβούβαλος από το Στέτιν» ακόμη δεν είχε οργιστεί για τα καλά. «Κοιτάξτε τα μούτρα σας, Άνβαλντ». Ο Φον ΓKράπεΡΣVΤOρφ έπιασε το βοηθό του από τις μασχάλες και τον έστησε μπροστά στον καθρέφτη με την ανάγλυφη κορνίζα. Η κίνηση αυτή προξένησε στον Άνβαλντ μεγάλη ευχαρίστηση , ήταν σαν ένα άξεστο αντρικό χάδι. Αντίκρισε στον καθρέφτη ένα λεmό, αξύριστο πρόσωπο, που μαρτυρούσε την πενθή μερη μέθη. Τα κοκκινισμένα μάτια του χάνονταν στις πρησμένες κόγχες, τα χείλη του ήταν στεγνά και τα μαλλιά του κολλούσαν στο οργωμένο από βαθιές ρυτίδες μέτωπό του. Ο Φον ΓKράπεΡΣVΤOρφ τράβηξε τα χέρια του από τον Άνβαλντ και τα σκούπισε με αποστροφή. Στάθηκε πίσω από το γραφείο και πήρε πάλι την πόζα του Κέρβερου. «Είστε τριάντα χρονών και φαίνεστε για σαράντα. Κατρακυλάτε στο βούρκο σαν την τελευταία πόρνη! Και η αιτία; Οποιαδήποτε πατσαβούρα με αθώο προσωπάκι. Σύντομα κάθε αλήτης του Βε ρολίνου θα μπορεί να σας εξαγοράζει για ένα ποτήρι μπίρα! Και [ 66 ]
εγώ δεν θέλω στην υπη ρεσία μου πόρνες που εξαγοράζονται!» Π ή ρε μια ανάσα και βρυχήθη κε: «Σας απολύω, αλήτη Σνάπσβαλντ! Σας πετάω έξω! Ο λόγος: πενθή μερη αδικαιολόγητη απουσία». Ο αστυνομικός διευθυντής κάθισε και άναψε πούρο. Καπνίζο ντας και ξεφυσώντας σύννεφα καπνού, δεν άφηνε από τα μάτια του τον καλύτερο κάποτε υπάλληλό του. Το φίλτρο της μέθης στα μάτησε να λειτουργεί. Ο Άνβαλντ συνειδητοποίησε ότι σε λίγο θα έμενε χωρίς μισθό, και το αλκοόλ θα το έβλεπε μόνο στα όνειρά του. Αυτή η σκέψη έφερε αποτέλεσμα. Κοίταξε ικετευτικά τον ερ γοδότη του, ο οποίος ξαφνικά άρχισε να διαβάζει κάποια αναφορά από την προηγούμενη μέρα. "Υστερα από λίγο είπε αυστηρά: «Σας απολύω από την αστυνομία του Βερολίνου. Από αύριο ξε κινάτε δουλειά στο αρχηγείο της αστυνομίας του Μπρέσλαου. Εκεί ένα πολύ ση μαντικό πρόσωπο θέλει να σας αναθέσει μια αρκετά δύσκολη αποστολή. Λοιπόν; Η δέχεστε την πρότασή μου, ή κατα λ ήγετε να ζητιανεύετε στην Κουρφίρστενταμ. Αν βέβαια σας το επιτρέψουν τα παιδιά εκεί...». Ο Άνβαλντ προσπαθούσε να μην κλάψει Δεν σκεφτόταν την πρόταση του αρχηγού του, αλλά πώς θα συγκρατούσε το κλ άμα του. Αυτήν τη φορά η οργή του Φον ΓKράπερσvτoρφ ήταν αληθινή. «Θα πας στο Μπρέσλαου ή όχι, αλήτη;» Ο Άνβαλντ κούνησε καταφατικά το κεφάλι Ο αστυνομικός διευθυντής η ρέμησε αμέσως. «Θα συναντηθούμε στο σταθμό της Φρίντριχ Στράσε στις οχτώ το βράδυ, στην αποβάθρα 3. Εκεί θα σας δώσω μερικές σημαντικές λεmομέρειες. Τώρα πάρτε πενήντα μάρκα και περιποιηθείτε τον εαυτό σας. Θα μου τα επιστρέψετε όταν τακτοποιηθείτε στο Μπρέ σλαου». [ 67 ]
Βερολίνο, 5 l ουλίου 1934 Οχτώ το Β ράδυ
Ο Άνβαλντ έφτασε στην ώρα του. "Ηταν καθαρό ζι φρεσκοξυρισμέ νος και -το πιο ση μαντικό- ξεμέθυστος. Φορούσε ένα καινούργιο ελαφρύ, ανοιχτό μπεζ κοστούμι και κατόλληλα επιλεγμένη γραβά τα. Στο χέρι κρατούσε μια λίγο φθαρμένη τσάντα και μια ομπρέλα. Με το στραβά φορεμένο καπέλο του, έμοιαζε με έναν αμερικανό ηθοποιό που ο Γκράπερσντορφ δεν ήξερε το όνομά του. «Ναι, τώρα είστε σωστός». Ο αστυνομικός διευθυντής πλησlασε τον πρώην υπάλληλό του και εlπε ένρινα: «Φυσήξτε!». Ο Άνβαλντ έκανε ό,τι του ζήτησε. «Ούτε μΙα μπίρα;» Ο Φον Γκράπερσντορφ δεν το πίστευε. « Ούτε μία μπίρα». Ο αστυνομικός διευθυντής τον έπιασε από τον ώμο και άρχισαν να προχωρούν στην αποβάθρα. Η ατμομηχανή έβγαζε σύννεφα από ατμούς. « Ακούστε με π ροσεχτικά. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα κάνετε στο Μπρέσλαου, αλλά είναι μια δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή. Η ανταμοιβή που θα λάβετε θα σας επιτρέψει να μην ξαναδουλέψε τε μέχρι το τέλ ος της ζωής σας. Τότε μπορείτε να γίνετε τύφλα στο μεθύσι, αλλά κατά τη διαμονή σας στο Μπρέσλαου ούτε μία στα γόνα ... Καταλαβαίνετε;» Ο αστυνομικός διευθ υντή ς Φον Γκρά περσντορφ χαμογέλασε με ειλικρlνεια. « Π αραδέχομαι ότι συμ βούλευσα τον Μ ιλχάουζ, τον παλιό μου φίλο από το Μπρέσλαου, να μην σας επιλέξεΙ. Αλλά εκείνος πείσμωσε. Δεν ξέρω γιατί. ·Ισως κάπου άκουσε πως παλιά ήσασταν καλός αστυνομικός ... Και τώρα στο θέμα μας. Θα έχετε το κουπέ όλο δ ικό σας. Να περάσετε ευ[ 68 ]
χάριστα. Ορίστε και ένα αποχαιρετιστή ρ ιο δώρο από τους συνα δέλφους σας. Θα σας φανεί χρήσιμο για να συνέλθετε τελείως από το μεθύσι». Έκανε νόη μα με το δάχτυλό του, και μια καλλίγραμμη μελαχρι νή γυναίκα με χαριτωμένο καπελάκι στο κεφάλι τούς πλησίασε. Έδωσε ένα χαρτάκι στον Άνβαλντ: «Είμαι δώρο από τους συναδέλ φους σου. Να πας στο καλό και πού και πού να έρχεσαι στο Βερολί νο». Ο Άνβαλντ κοίταξε γύρω του, και πίσω από το nfpimfPo με τα παγωτά και τις λεμονάδες αντίκρισε τους συναδέλφους του να του κάνουν αστείες γκριμάτσες και άπρεπα νοήματα. Ένιωσε αμηχα νία. Η κοπέλα όμως καθόλου.
Μ π ρέσλαου, Π αρασκευή 6 l ουλίου 1934 Πέντε κ α ι μ ι σ ή το από γ ευ μα
Ο διευθυντής της Δίωξης Εγκλήματος Έμπερχαρντ Μοκ ετοιμαζό ταν για το Τσόποτ, όπου σκόπευε να περάσει τις δύο βδομάδες της καλοκαιρινής άδειάς του. Το τρένο αναχωρούσε σε δύο ώρες, οπό τε καθόλου παράξενο που στο σπίτι του επικρατούσε απερίγραmη ακαταστασία. Η σύζυγος του Μοκ αισθανόταν σαν το ψάρι στο νε ρό. Η κοντή και παχουλή ξανθιά γυναίκα έδινε τις τελευταίες εντο λές στους υπηρέτες με δυνατές φωνές. Ο Μοκ καθόταν βαριεστη μένος στην πολ υθρόνα και άκουγε ραδιόφωνο. Ενώ έψαχνε έναν άλλο σταθμό, χτύπησε το τη λέφωνο. « Εδώ οικία του βαρόνου Φον ντερ Μάλτεν» ακούστηκε η φωνή του μπάτλερ Ματίας. «Ο κύριος βαρόνος σάς περιμένει όσο το δυ νατόν συντομότερα, κύριε αστυνομικέ διευθυντή». [ 69 ]
Συνεχίζοντας να ψάχνει τον άλλο ραδιοφωνικό σταθμό, ο διευ θυντής της Δίωξης Εγκλή ματος είπε με ήρεμη φωνή: «Άκουσε, έμπιστε δούλε, αν ο βαρόνος θέλει να με δει, τότε να κάνει αυτός τον κόπο να 'ρθει εδώ "όσο το δυνατόν συντομότερα", επειδή σε λίγο φεύγω για διακοπές». «Την περίμενα τέτοια απάντηση, ·Εμπερχαρντ». Ο Μοκ άκουσε στο ακουστικό τη βαθιά και ψυχρή φωνή του βαρόνου. «Την είχα προβλέψει, και επειδή εκτιμώ το χρόνο σου άφησα δίπλα στη συ σκευή μια κάρτα με έναν αριθμό τηλεφώνου. ·Εκανα πολύ κόπο να την αποκτήσω. Και αν δεν έρθεις αμέσως, θα πάρω αυτό τον αριθ μό. Θέλεις να μάθεις με ποιον θα συνομιλήσω;» Ο Μοκ έπαψε ξαφνικά να ενδιαφέρεται για τα εμβατήρια που μετέδιδε το ραδιόφωνο και μουρμούρισε: «·Ερχομαι αμέσως». ·Επειτα από ένα τέταρτο έφτασε στην Άιχεν Άλεε. Χωρίς καν να χαιρετήσει, προσπέρασε τον μπάτλερ, που στεκόταν ακίνητος στην πόρτα, γρυλίζοντάς του: «Ξέρω πού είναι το γραφείο του βαρόνου!». Ο οικοδεσπότης τον περίμενε όρθιος στην ανοιχτή πόρτα. Φο ρούσε μια μακριά, καπιτονέ ρόμπα και δερμάτινες παντόφλες. Ο ξεκούμπωτος γιακάς του πουκαμίσου του αποκάλυπτε ένα μετα ξωτό φουλάρι. Χαμογελούσε, αλλά τα μάτια του ήταν βουρκωμέ να. Το λεπτό, ρυτιδωμένο πρόσωπο ήταν ξαναμμένο. « Ε ίναι μεγάλη μας τιμή που ο αξιότιμος κύριος αστυνο μικός διευθυντής έκανε τον κόπο να μας επισκεφτεί» μόρφασε με ένα ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπο. Α μέσως όμως σοβαρεύτη κε. «Πέρασε μέσα, κάθισε, άναψε ένα πούρο και μην κάνεις ερωτή σεις!» ί 70 ]
«Θα κόνω μία». Ο Μοκ ήταν εκνευρισμένος. «Σε ποιον θα τηλε φωνούσες;» «Από αυτό θ' αρχίσω. Αν δεν ερχόσουν, θα τηλεφωνούσα στον Ούντο φον Β όιρς, αρχηγό των Ες Ες στο Μπρέσλαου. Κατόγεται από μια εξαιρετική οικογένεια ευγενών, και έχει κόποια συγγένεια με τους Φον ντερ Μόλτεν. Αυτός οπωσδήποτε θα με βοηθούσε να φτόσω στον νέο αρχηγό της Γκεστόπο, τον ·Εριχ Κρόους. Ξέρεις ... εδώ και μία βδομόδα ο Βόιρς είναι στα κέφια του. Τη "Ν ύχτα των Μεγόλων Μαχαιριών" έβγαλε και αυτός το μαχαίρι του και εξόντω σε τους μισητούς εχθρΟύς του - τον Χέλμουτ Μπρούκνερ, τον Χανς Πόουλ Χόιντενμπρεκ και μερικούς όλλους των Ες Ες. Ω, και ξέρεις τι έγινε με το αγαπητό μας πουλόκι, τον κατακτητή των αγορίστικων καρδιών Έντμουντ Χόινες! Τα Ες Ες τον σκότωσαν στο όμορφο βαυαρικό Μπαντ Βίσεε. Τον βρήκαν στο κρεβότι, και όχι με όποιον όποιον, αλλό με τον ίδιο τον αρχηγό των Ταγμότων Εφόδου Ερνστ Ρεμ, ο οποίος λίγα λεπτό αργότερα είχε την ίδια μοίρα με τον αγα πη μένο του ... Και ο αγαπητός μας, διαχυτικός Π ιόντεκ γιατί κρεμό στηκε στον κήπο του; Λένε πως έδειξαν στη λατρεμένη γυναίκα του μερικές φωτογραφίες με το γερο-Βόλτερ, με σκούφια γιαγιός στο κεφόλι, να κόνει σε κόποια εννιόχρονη αυτό που οι αρχαίοι αποκαλούσαν λεσβιακό έρωτα. Αν δεν αυτοκτονούσε, θα τον είχαν κανονίσει τα παλικόρια στη Νόιντορφ Στρόσε». Ο βαρόνος, αφοσιωμένος λότρης του Ομή ρου, αγαπούσε τις καθυστερήσεις. Ακόμη ήταν μόνο στην εισαγωγή. «Θα σου κόνω μια σύντομη και κοφτή ερώτηση: Θέλεις να μό θει ο Κρόους για τα χαρτιό που έχω φυλαγμένα και τα οποία απο δεικνύουν ακλ όνητα ότι ο αρχηγός του Τμή ματος Δίωξης Εγκλή μα τος ήταν μασόνος; Απόντησε ναι ή όχι Το γνωρ ίζεις ότι ο μόλις λί[ 71 ]
γων η μερών αρχηγός της Γκεστάπο επιδιώκει πυρετωδώς να απο δείξει στους εντολοδόχους του στο Βερολίνο ότι είναι άνθρωπος αξίας, και ότι η απόφασή τους ήταν σωστή; Τώρα έχουμε στην Γκεστάπο έναν άνθρωπο που είναι πιο χιτλερικός και από τον ίδιο τον Χ ίτλερ. Μ ήπως θέλεις ο Χίτλερ του Μπρέσλαου να μάθει όλη την αλήθεια για την καριέρα σου;» Ο Μοκ άρχισε να στριφογυρίζει στην καρέκλα. Το εξαιρετικό πούρο τώρα είχε ξινή γεύση. Είχε μάθει για τη σχεδιαζόμενη επίθε ση εναντίον του Ρεμ και των οπαδών του στη Σιλεσία, αλλά με άγρια ικανοποίηση είχε απαγορεύσει στους άντρες του να παρέμ βουν με οποιονδήποτε τρόπο. «Να σκοτωθούν μεταξύ τους, τα γουρούνια» είπε στον έναν και μόνο άνθρωπο στην αστυνομία που εμπιστευόταν. Και είχε ο ίδιος προμηθεύσει με χαρά τα Ες Ες με μερικές ενοχοποιητικές φωτογραφίες. "Ηθελε να γιορτάσει την πτώση του Π ιόντεκ, του Χάινες και του Μπρούκνερ με σαμπάνια. Αλλά τη στιγμή της πρόποσης το χέρι του ξαφνικά κοκάλωσε. Είχε καταλάβει ότι οι ρουφιάνοι είχαν αρχίσει τις εκκαθαρίσεις αναμε ταξύ τους, αλλά συνέχιζαν να κυβερνούν. Και έπειτα από μερικούς κακούς θα έρχονταν ακόμα χειρότεροι Η πρόβλεψή του ήταν σω στή: Ο 'Εριχ Κράους ήταν ο χειρότερος απ' ό λους τους χιτλερικούς που γνώριζε. «Μην απαντάς, τσαγκάρη από το Βάλντενμπουργκ, μικρή πόρ νη, μέτριε καριερίστα! Ακόμα και στις ερμηνείες σου στον Οράτιο υπή ρχε η φινέτσα του καλαποδιού ενός τσαγκάρη . Ne u ltra crepidam .* Αγνόησες τις προειδοποιήσεις μας και μας πρόδωσες. Για την καριέρα σου. Αποχώρισες από τη στοά. Και υπηρετούσες
*
« Κο Ιτα τα καλαπόδ ια σου, τσαγκά ρη », δ ηλαδή « κο Ιτα τη δου λειά σου ». (Σ .τ. Μ.)
[ 72 ]
κρυφά την Γκεστάπο. Μ ην ρωτάς από πού τα ξέρω ... Φυσικά και όλ' αυτά τα έκανες για την καριέρα σου. Αλλά στην καριέρα σου περισ σότερο απ' όλα σε βοήθησε η κόρη μου. Θυμάσαι; Η ίδια που έτρε χε κουτσαίνοντας κοντά σου. Θυμάσαι πόσο σ' αγαπούσε; Όταν σε έβλεπε, σε φώναζε "Αγαπητέ κύριε ·Εμπι" ... » Ο Μοκ σηκώθηκε απότομα. «Τι θέλεις; Αφού σου παρέδωσα το δολοφόνο. Μ ίλα, όπως υποσχέθη κες, "σύντομα και κοφτά", και άφ η σε τις κικερώνειες επιδείξεις! » Ο Φον ντερ Μάλτεν δεν αποκρίθη κε. Πλησίασε τ ο γραφείο του και έβγαλε από το συρτάρι ένα μεταλλικό κουτί βιεννέζικα σοκολα τάκια. Το άνοιξε και το έφερε στη μύτη του Μοκ. Ένας σκορπιός ήταν καρφιτσωμένος στο κόκκινο βελούδο. Δίπλα υπή ρχε μια γα λάζια κάρτα με τους γνωστούς κοmικούς στίχους για το θάνατο. Αποκάτω είχε προστεθεί στα γερμανικά: «ο πόνος σου είναι ακόμη μικρός». «Το βρήκα στο γραφείο μου». Ο Μοκ κοίταξε το γεωκεντρικό μοντέλο του κόσμου και είπε πιο ή ρεμα τώρα: «Ψυχοπαθείς υπάρχουν παντού. Στην πόλη μας επίσης. Και σί γουρα ανάμεσα και στους υπηρέτες σου ... Γιατί ποιος άλλος θα κα τάφερνε να μπει στην τόσο αμπαρωμένη κατοικία σου;». Ο βαρόνος έπαιζε με το χαρτοκόmη. Ξαφνικά τράβηξε το βλέμμα από το παράθυρο. «Θέλεις να δεις για να πιστέψεις; Θέλεις πραγματικά να δεις το dessous της κόρης μου; Το έκρυψα. Ήταν στο κουτάκι μαζί με το σκορπιό κ αι το γράμμα». Ο Μοκ θυμήθη κε ότι πράγματι από τον τόπο του εγκλήματος [ 73 ]
έλειπαν τα εσώρουχα της Μαριέτα. Και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο είχε διατόξει έναν αστυνομικό να ελέγξει όλους τους φετιχιστές. Ο Φον ντερ Μόλτεν όφησε το χαρτοκόπτη και είπε με τη φωνή του να τρέμει από οργή: «Άκουσε, Μοκ. Αποτέλειωσα στο υπόγειο το "δολοφόνο" που μου έφερες ... Τον τρελό γερο-Εβραίο ... Μόνο έναν όνθρωπο μισώ περισσότερο από σένα, τον αληθινό δολοφόνο. Θα βόλεις όλα τα δυνατό σου, Μοκ, και θα βρεις το δολοφόνο. Όχι ... όχι ... όχι μόνος σου. Κόποιος άλλος θα ξανακάνει τη νέα έρευνα. Κόποιος απέξω, που δεν έχει σχέση με καμία από τις συμμορίες του Μπρέσλαου. Εκτός αυτού, εσύ έπιασες ήδη το δολοφόνο ... Πώς θα γίνει; Θ' αρχί σεις να τον ξαναψόχvεις; Θα χάσεις τη θέση και το παράση μό σου ... ». Ο βαρόνος έσκυψε στο γραφείο, και τα δύο πρόσωπα βρέθη καν σε απόσταση ενός εκατοστού. Η δυσάρεστη αναπνοή του ενό χλησε τον Μοκ. «Θα με βοηθήσεις ή θα καταστρέψω την καριέρα σου; Θα κά νεις ό,τι σε διατόξω, ή να τηλεφωνήσω στον Βόιρς και τον Κράους;» «Θα σε βοηθήσω, μόνο που δεν ξέρω πώς. Τι θέλεις να κάνω;» απάντησε χωρίς δισταγμό. «Π ρώτη έξυπνη ερώτηση». Στη φωνή του βαρόνου δια κ ρινό ταν ακόμη η οργή. «Έλα μαζί μου στο σαλόνι Θα σου συστήσω κά ποιον». * * *
Όταν ο βαρόνος όνοιξε την πόρτα του σαλ ονιού, δύο άντρες που κάθονταν στο τραπεζάκι σηκώθηκαν απότομα από τις θέσεις τους. Ο ένας, σγουρομάλλης, μέτριου αναστή ματος, έδινε την εντύπωση σαν να τον είχαν πιάσει στα πρόσα οι γονείς του ενώ κοίταζε πορνο[ 74 ]
γραφικές φωτογραφίες. Ο μικρότερο ι;, λεmός, με καστανά μαλλιά, ε (χε στο βλέμμα του την ίδια βαρεμάρα και ικανοποίηση που παρα τηρούσε ο Μοκ στον εαυτό του τα πρωινά του Σαββατοκύριακου. «Κύριε διευθυντή» στράφη κε ο βαρόνος στον Μοκ «να σας γνωρίσω το δόκτορα Γκέοργκ Μάας από το Κένιγκσμπεργκ, και το βοηθό της Δίωξης Εγκλή ματος της αστυνομίας του Βερολίνου κύ ριο Χέρμπερτ Άνβαλντ. Ο δόκτωρ Μάας είναι επίκουρος καθηγη τής του Πανεπιστη μίου του Κένιγκσμπεργκ, σπουδαίος σημιτολό γος και ιστορικός. Ο βοηθός Άνβαλντ είναι ειδικός σε θέματα εγκλ η μάτων σεξουαλικής φύσης. Αγαπητοί κύριοι, αποδώ ο αρχη γός του Τμή ματος Δίωξης Εγκλ ή ματος της αστυνομίας του Μπρέ σλαου, ο αστυνομικός διευθυντής "Εμπερχαρντ Μοκ». Οι δύο άντρες έγνεψαν με το κεφάλι κ αι έπειτα, ακολουθώντας το παράδειγμα του βαρόνου, κάθισαν. Ο οικοδεσπότης συνέχισε τελετουργικά: «Σύμφωνα με την ευγενική του διαβεβαίωση, ο διευθυντής της Δίωξης Εγκλ ή ματος θα σας παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια. Οι φά κελ οι και οι βιβλ ιοθή κες είναι στη διάθεσή σας. Ο κύριος διευθυ ντής συμφώνησε από αύριο να προσλάβει το βοηθό Άνβαλντ επι κεφαλ ής του Τμή ματος Ειδικών Υποθέσεων. Τα είπα σωστά, κύριε διευθυντή;». ο Μοκ, έκπλ η κτος με την «ευγένεια» του βαρόνου, έγνεψε με το
κεφάλ ι «·Εχοντας πρόσβαση σε όλους τους φακέλους και τις πληροφο ρ ( ες, ο βοηθός Άνβαλντ θα αρχίσει την άκρως απόρρητη έρευνά του για τη δολοφονία της κόρης μου. Μήπως παρέλειψα κάτι, κύριε αστυνομικέ διευθυντή;» «"Οχι, τίποτα δεν παραλείψατε, κύριε βαρόνε» επιβεβαίωσε ο [ 75 ]
Μοκ, σκεφτόμενος με ποιον τρόπο και ποια μέσα θα απάλυνε το θυμό της γυναίκας του όταν θα μάθαινε πως τις πρώτες μέρες των διακοπών θα τις περνούσε μόνη της.
Μ π ρέσλαου, ΣάΒΒατο 7 l ουλίου 1934 Οχτώ το π ρ ω ί
Στο Μπρέσλαου η ζέστη ήταν πια πολύ έντονη. Η λεκάνη στην οποία βρισκόταν η πόλη ψηνόταν από τα καυτά ρεύματα του αέρα. Οι πωλητές λεμονάδας κάθονταν κάτω από τις ομπρέλες τους στις γωνίες των δρόμων, σε μαγαζιά και σε άλλα ενοικιαζόμενα γι' αυτόν το λόγο καταστήματα. Δεν χρειαζόταν να διαφημίζουν το προϊόν τους. Όλοι είχαν και βοηθο ύ ς, που τους έφερναν κουβάδες με πάγο από τις αποθήκες. ·Ενα πλήθος που έκανε συνεχώς αέρα γέμιζε τις καφετέριες και τα ζαχαροπλαστεία στ ην όμορφη ΓKάρτΕV Στράσε. Ιδρωμένοι μουσικοί έπαιζαν κυριακάτικα εμβατήρια και βαλς στη Λιμπιχσέε, όπου η κουρασμένη αστική τάξη ανΈΤΤVεε την ξερή σκό νη κάτω από τις καστανιές και τα πλατάνια. Οι πλατείες και τα πάρκα ήταν γεμάτα από γεροντάκια που έπαιζαν σκατ και από εκνευρισμέ νες νταντάδες που προσπαθο ύ σαν να η ρεμήσουν τα παιδιά που ζεσταίνονταν. Οι μαθητές του γυμνασίου που δεν είχαν πάει διακο πές είχαν πια ξεχάσει τα η μιτόνια, τη Δωροθέα και τον Χέρμαν,* και τώρα έπαιρναν μέρος στους αγώνες κολύμβησης στο Μπουργκερ βέρντερ. Το λούμπεν προλεταριάτο από τις φτωχογειτονιές γύρω από το Ρινγκ και την Μπλ ίχερ Π λατς άδειαζε δεξαμενές μπίρας, και
*
« Hermann und Dorothea », επικό ποίημα του ΓκαίΤΕ του 1 798. (Σ .τ.Ε.)
[ 76 ]
μετό τις πρωινές ώρες στοιβαζόταν στις εισόδους των πολυκατοικι ών και στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Η νεολαία κυνηγούσε μανιω δώς τους αρουραίους που αλώνιζαν στα σκουπίδια. Στα παρόθυρα κρέμονταν όχαρα βρεγμένα σεντόνια. Η ατμόσφαιρα στο Μπρέ σλαου ήταν αΠOΠVΙΚΤΙKή. Οι παραγωγοί και οι πωλητές παγωτών και λεμονόδας έτριβαν τα χέρια τους. Τα ζυθοποιεία δούλευαν στο φουλ. Ο Χέρμπερτ Άνβαλντ ξεκινούσε την έρευνό του. * * *
Οι αστυνομικοί κόθονταν στην αίθουσα συσκέψεων χωρίς σακόκια και με λυμένες τις γραβότες. Εξαίρεση αποτελούσε ο βοηθός του Μοκ, ο Μαξ Φόρστvερ, ο οποίος, μολονότι ίδρωνε μέσα στο κο στο ύμι του, που τον στένευε, και με τη δεμένη γραβότα του, δεν επέτρεπε στον εαυτό του την παραμικρή ατη μελησιό στην εμφόνι-. σή του. Δεν ήταν και πολύ αγαπητός. Ο λόγος της αντιπόθειας ήταν η αλαζονεία και η μνησικακία που εκτόξευε στους υφισταμένους του σε μικρές αλλό δηλητη ριώδεις δόσεις. Είτε κριτίκαρε κόποιο καπέλο ως ντεμοντέ, είτε κολλούσε σε κόποιον με αξύριστο πρόσω πο ή λεκιασμένη γραβότα, είτε διαφωνούσε για κότι δευτερεύον, που κατό τη γνώμη του δεν κολ6 κευε την εικόνα του αστυνομικο ύ . Αλλό εκείνο το πρωινό ο καύσωνας του είχε αποσπόσει όλα τα επι χειρή ματα σχετικό με την γκαρνταρόμπα των υφισταμένων του. Η πόρτα όνοιξε και μπή κε ο Μοκ συνοδευόμενος από έναν λε mό όντρα με καστανοκόκκινα μαλλιό, γύρω στα τριόντα. Ο και νο ύ ργιος αστυνομικός έδινε την εντύπωση ανθρώπου που του έλειπε ο ύπvoς. Π ροσπαθο ύ σε να κρύψει το χασμουρητό του, αλλό τα δακρυσμένα μότια του τον πρόδιδαν. Ο ΦόΡΣΤVερ έκανε μια γκριμότσα κοιτόζοντας το ανοιχτό μπεζ κοστούμι του. [ 77 ]
Ο Μοκ, όπως συνήθως, άναψε πρώτα τσιγάρο. Και σχεδόν όλοι οι αστυνομικοί ακολούθησαν τον αρχηγό τους. «Καλη μέρα σας. Αποδώ ο καινούργιος συνάδελφός σας, ο βοη θός Χέρμπερτ Άνβαλντ. Μέχρι πρόσφατα εργαζόταν στην αστυνο μία του Βερολίνου. Ο βοηθός Άνβαλντ, που από σή μερα προσλαμ βάνεται επικεφαλής του Τμή ματος Ειδικών Υποθέσεων, διεξάγει μια έρευνα, και για την πορεία της θα λογοδοτεί αποκλειστικά σ' εμένα. Να υπακούτε στις εντολές του. Για όσο θα κρατήσει η έρευ να, ο βοηθός Άνβαλντ θα είναι σαν προϊστάμενός σας. Αυτή είναι η απόφασή μου. Φυσικά δεν αφορά τον κύριο Φόρστνερ». Ο Μοκ έσβησε το τσιγάρο και σώπασε. Οι άντρες του ήξεραν ότι θα ακο λουθούσε το πιο ση μαντικό σημείο της σύσκεψης. «Κύριοι, σε περί mωση που οι εντολές του κύριου Άνβαλντ σάς αναγκάσουν να αφήσετε για λίγο τις τρέχ ο υσες υποθέσεις κατά μέρος, κάντε το. Η υπόθεση του νέου μας συνάδελφου είναι πιο ση μαντική αυτήν τη στιγμή. Τελείωσα. Παρακαλώ να επιστρέψετε στα καθήκοντά σας». * * *
Ο Άνβαλντ εξέταζε με περιέργεια το γραφείο του Μοκ. Όσο και να 'θελε, δεν μπορούσε να βρει τίποτα προσωπικό σ' εκείνο το δωμά τιο, δεν πρόσεξε τίποτα που να μαρτυρο ύ σε αυτόν που το χρησι μοποιούσε. Τα πάντα είχαν τη θέση τους και όλα ήταν τόσο καθαρά σαν αποστειρωμένα. Ξαφνικά ο διευθυντής χάλασε την αρμονία των αντικειμένων - έβγαλε το σακάκι του και το κρέμασε στην κα ρέ κλα. Ανάμεσα από τις γαλάζιες τιράντες με το χαρακτηριστικό σχέδιο (γυμνές, αγκαλιασμένες γυναίκες), φούσκωνε με περηφά νια η λίγο πεταχτή κοιλιά του. Ευχαριστημένος που επιτέλ ους αντί κρισε άνθρωπο με σάρκα και αίμα, ο Άνβαλντ χαμογέλασε. Ο Μοκ ί 78 ]
δεν το πρόσεξε, εκείνη τη στιγμή παρόγγελνε από το τηλέφωνο δύο φλιτζόνια δυνατό τσόι. «Λένε πως το τσόι ξεδιψόει θαυμόσια όταν κόνει ζέστη. Θα δού με ... » Π ρόσφερε στον Άνβαλντ ένα πούρο. Αργό και μεθοδικό έκοψε την όκρη ενός. Ο βοηθός του Μοκ Ντίτμαρ Κρανκ έφερε το σερβί τσιο και το τσόι. «Από πού θέλετε ν' αρχίσετε, κύριε Άνβαλντ;» «Κύριε διευθυντή, έχω μια ιδέα ... » «Ας αφήσουμε τους τίτλους. Δεν είμαι τόσο τυπικός όσο ο βα ρόνος». «Μόλιστα, όπως επιθυμείτε. Πέρασα τη χτεσινή νύχτα διαβόζο ντας τους φακέλους της δικογραφίας. Θα ήθελα να μόθω πώς βρί σκετε τον παρακότω συλλογισμό: Κόποιος έμπλεξε τον Φριντλέ ντε ρ, ergo κόποιος θέλει να κρύψει το δολοφόνο. · Ισως ακριβώς αυτός ο "κόποιος" να είναι ο δολοφόνος. Π ρέπει να βρω αυτόν ή αυτούς που έμπλεξαν τον Φριντλέντερ, δηλαδή, για να το θέσω δι αφορετικό, αυτούς που σας τον πέταξαν όπως στα δόντια του λύ κου. Θα ξεκινήσω λοιπόν από το βαρόνο Φον KέπερλΙVΓK, επειδή αυτός σας υπέδειξε τον Φριντλέντερ». Ο Άνβαλντ χαμογέλασε κρυ φό. «Παρεμπιmόντως, πώς μπορέσατε να πιστέψετε ότι ένας εξη ντόχρονος μέσα σε μισή ώρα σκότωσε τον σιδηροδρομικό, μετό ή ρθε δύο φορές σε σεξουαλική επαφή -ενώ εύκολα μαντεύει κα νείς πως τα θύματα δεν τον διευκόλυναν-, ύστερα δολοφόνησε και τις δύο γυναίκει;, έγραψε στον τοίχο τις μουντζο ύ ρες του, και τελ ι κό έφυγε πηδώντας από το παρόθυρο και εξαφανίστηκε μέσα στην ομίχλη; Δείξτε μου ένα εικοσόχρονο παλικόρι που θα μπο ρο ύ σε να το κόνει αυτό». [ 79 ]
«Αγαπητέ κύριε ... » Ο Μοκ γέλασε. Του άρεσε ο αφελής ενθουσι ασμός του Άνβαλντ. «Οι επιληπτικοί εμφανίζουν αρκετά συχνά ασυνήθιστες, υπεράνθρωπες δυνάμεις, κυρίως μετά την κρίση. Πα ρόμοιες συμπεριφορές είναι συνέπεια κάποιων μυστή ριων ορμο νών, όπως με ενη μέρωσε ο γιατρός του Φριντλέντερ, ο δόκτωρ Βάισμπεργκ. Δεν είχα λόγους να μην τον εμπιστευτώ». «Ακριβώς. Εσείς τον εμπιστευτή κατε. Εγώ δεν εμπιστεύομαι κα νέναν. ·Ισως κάποιος να τον ανάγκασε να σας μιλήσει για τις ασυνή θιστες ικανότητες των επιληπτικών, για την έκσταση των δερβίση δων και για άλλες τέτοιου είδους ... » -ο Άνβαλντ δεν μπορούσε να βρει την κατάλληλη λέξη- « . . . άλλες τέτοιου είδους χαζομάρες». Ο Μοκ έπινε αργά το τσάι του. «Είστε πολ ύ KατηγoρημαΤΙKό� νεαρέ μου». Ο Άνβαλντ ήπιε μεμιάς το μισό φλιτζάνι τσάι. Ηθελε να δείξει στο διευθυντή πόσο σίγουρος αισθανόταν σε τέτοια θέματα. Και ήταν ακριβώς αυτή η σιγουριά που του έλ ειπε. Συμπεριφερόταν σαν μικρό παιδί που τη νύχτα έβρεξε τα σεντόνια του, και το πρωί αφού ξύπνησε δεν ήξερε τι να κάνει. (Με επέλεξαν. Είμαι ο εκλεκτός. Θα βγάλω πολλά χρήματα.) Τέλ ειωσε το τσάι του.
«Παρακαλ ώ, θα ήθελ α το πρακτικό της ανάκρισης». Π ροσπα θούσε να δώσει σοβαρότητα στη φωνή του. «Τι το θέλετε το πρακτικό;» Τώρα ο τόνος της φωνής του Μοκ δεν ήταν τόσο ευχάριστος. «Εργάζεστε στην αστυνομία πολλ ά χρόνια, και ξέρετε ότι καμιά φορά χρειάζεται να στριμωχτεί ο ανα κρινόμενος. Το πρακτικό είναι ρετουσαρισμένο. Καλ ύτερα να σας τα πω εγώ. Αφο ύ εγώ τον ανέ κ ρινα». Κοίταξε στο παράθυρο και άρχισε να επινοεί με τη φαντασία του. «Τον ρώτησα για άλλ οθι. Δεν είχε κανένα. Αναγκάστη κ α να τον χτυπήσω. ( Ο Κόνραντ από την Γκε[ 80 ]
στάπο τον έκανε να μιλήσει γρήγορα, αναμφίβολα. Έχει τις μεθόδους του.) Όταν ρώτησα για τους μυστ ή ριους στίχους με τους οποΙους
είχε γεμίσει τα χοντρά τετράδιά του, γέλασε και είπε πως ή ταν απο στολή για τα αδέλφια του, που θα πάρουν εκδίκηση. (Άκουσα πως ο Κόνραντ κόβει τους τένοντες με ξυριστική λεπίδα. ) Ή μουν αναγκα
σμένος να χρησιμοποιήσω πιο δραστική μέθοδο. ·Εφερα την κόρη του. Αυτό είχε αποτέλεσμα. Αμέσως ησύχασε και ομολόγησε. Αυτό έγινε». (Φτωχό κορίτσι. .. Ναι, την παρέδωσα στον Πιόντεκ... Την έκανε εξαρτημένη από τη μορφίνη, και έστελνε στο κρεβάτι της διάφορους υψηλόβαθμους.)
« Και πιστέψατε έναν τρελό άνθρωπο, τον οποίο απειλήσατε με αυτό τον τρόπο;» Ο Άνβαλντ άνοιξε με έκπληξη τα μάτια του. Ο Μοκ ειλικρινά το διασκέδαζε. Υιοθέτησε τη στάση του Μ ιλ χάου ζ απέναντι στον Άνβαλντ - ο καλόκαρδος παππούς που χαϊ δεύει το κεφάλι του γεμάτου φαντασία εγγονού. « Τι άλλο θέλατε να κάνω;» Στα χείλ η του σχη ματίστηκε ένα ειρω νικό χαμόγελο. «"Εχω έναν τρελό επιληmικό ο οποίος, όπως υπο στηρίζει ο γιατρός του, μπορεί να κάνει θαύματα αφότου πάθει κρί ση. Η έλλειψη άλλοθι, οι μυστήριοι στίχοι στα τετράδια ... Αν κι εσείς είχατε τέτοια στοιχεία, τότε ποτέ δεν θα είχατε τελειώσει την έρευ να. Μ ήπως το ίδιο σχολαστικός ήσασταν και στο Βερολίνο, και γι' αυτό στο τέλος ο γεΡO-ΓKράπεΡΣVΤOρφ σας έστειλε στην επαρχία;» « Κύριε διευθυντή, αλήθεια, σας έπεισαν όλ' αυτά;» Ο Μοκ άρχισε να δεΙχνει τον εκνευρισμό του. Λάτρευε το συναί σθη μα αυτό - να ελέγχει τα κύματα της συγκίνησης, και να μπορεί να τα απελευθερώνει οποιαδήποτε στιγμή. « Διεξάγετε έρευνα ή φτιάχνετε το ψυχολογικό μου πορτρέτο;» φώναξε. [ 81 ]
Αλλό δεν το έπαιξε σωστό. Ο Άνβαλντ δεν τρόμαξε καθ όλου. Ο διευθυντής της Δίωξης Εγκλήμ ατο ς δεν ήξερε π ως οι φωνές δεν τον επηρέα ζαν. Τις ό κουγε πολύ συχνό στην παιδικ ή του ηλικία . «Συγγνώμη» είπε ο βοηθό ς. «Δεν ήθελα να σας θί ξω». «Γιε μου» -ο Μοκ έγειρε πίσω στην καρέκλα του και όρχισε να παίζει με τη βέρα του, ενώ μέσα στο μυαλό του ύφαινε τα χαρακτη ριστικό του Άνβαλντ- «αν ήμουν τό σο ντελικότος, δεν θα μπορού σα είκοσι πέντε χρόνια τώρα να δ ουλεύω στην αστυνομία». Π ρόσε ξε αμέσως την προσποιητή ταπείνωση του Άνβαλντ. Αυτό τον ιντρίγκαρε τόσο πολύ, που αποφόσισε να συμμετόοχει στο έ ξυπνο παιχνίδι «Δεν χρειόζεται να ζητότε συγγνώμη. Με αυτό τον τρόπο φανερώνετε την αδυναμία σας. Θα σας δώσω μια καλή συμβουλή: Πόντα να κρύβετε τα δικό σας αδύνατα ση μεία, ενώ θα ξεσκεπόζε τε εκείνα των όλλων. Τότε μπορείτε να τους τσακίσετε. Ξέρετε τι ση μαίνει "έχω κότι για κόποιον" ή "τον κρατόω στο χέρι" ή "τον σφίγγω στη μέγγενη"; Αυτή η "μέγγενη" για τον έναν είναι ο τζόγος, για τον όλλο τα αρμονικό εφηβικό κορμιό, για έναν τρίτο η εβραϊ κή καταγωγή του. Σφίγγοντας αυτήν τη "μέγγενη", αυτό το "κότι", κέρδισα αμέτρητες φορ ές». «Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την αδυναμία μου εναντίον μου; Μπορείτε να με σφίξετε στις "δαγκόνες του φόβου";» « Και γιατί να το κόνω αυτό; » Ο Άνβαλντ έπαψε να είναι ταπεινός. Αυτή η συζήτηση τον ευχα ρ ιστούσε πολύ. Αισθανόταν σαν εκπρόσωπος ενός σπόνιου επι στημονικού πεδίου, που ξαφνικό συναντούσε στο τρένο έναν όλλο παλαβιόρη του ίδιου πεδίου και προσπαθούσε να μην μετρόει τις στόσεις που περνούσαν αμείλικτα. «Γιατί; Γιατί ερευνώ μια υπόθεση την οποία εσείς κλ είσατε με [ 82 ]
απίστευτη επιτυχία». (Απ' ό, τι ξέρω, αυτή η lPEuva σε βοήθησε πολύ στηv καρ ιέρα σου.)
«Τότε, κύριε, κάντε την έρευνά σας, και μην μου κάνετε ψυχολο γική ανάλυση !» Ο Μοκ αποφάσισε να εκνευριστεί λιγάκι. Ο Άνβαλντ έκανε αέρα για λίγο με την εφη μερίδb Breslauer Zeitung. Μετά ρισκάρισε: «Ακριβώς αυτό κάνω. Κάνω την έρευνά μου. Άρχισα από εσάς». Στο δωμάτιο ακούστη κε το ειλικρινές γέλιο του Μοκ. Ο Άν βαλντ τον συνόδευσε δειλά. Ο Φόρστνερ κρυφάκουγε ανώφελα. «Μου αρέσετε, γιε μου». Ο Μοκ τέλειωσε το τσάι του. «Αν έχετε κανένα πρόβλη μα, να μου τη λ εφωνήσετε οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Έχω μια "μέγγενη" σχεδόν για κάθε πολίτη αυ τής της πόλης». «Αλλά για μένα ακόμη όχι;» Ο Άνβαλντ έβαλε στο πορτοφόλι την κομψή κάρτα. Ο Μοκ σηκώθηκε δεlχνοντας ότι η συζήτηση είχε τελειώσει. «Και γι' αυτό ακόμη σας συμπαθώ».
Μ π ρ έσλαου, 7 lουλίου 1934 Πέντε το από γευ μα
Το γραφείο του Μοκ ήταν το μοναδικό (εκτός από την κουζίνα) βο ρινό δωμάτιο στο διαμέρισμα των πέντε δωματίων στη Ρέντιγκερ Π λατς 1 . Το καλοκαίρι ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσε να απο λαύσει λίγη ευχάριστη δροσιά. Ο διευθυντής μόλις είχε τελειώσει το μεση μεριανό φαγητό που του είχαν φέρει από το εστιατόρ ιο «Γ κ ραγιέτσκα», που μόνο η αυλή το χώριζε από το κτίριο στο οποίο [ 83 ]
κατοικούσε. Καθόταν στο τραπέζι και έπινε μια κρύα μπίρα Χάζελ μπαχ που λίγο πριν είχε πάρει απ ό την αποθήκη του. Όπως συνή θως, μετά το φαγητό κάπνιζε και διάβαζε ένα βιβλίο που κατέβαζε τυχαία από ένα ράφι της βιβλιοθήκης. Αυτήν τη φορά πήρε το έργο ενός απαγορευμένου συγγραφέα - το Ψυχοπαθολογία της καθημε ρ ι νής ζωής του Φρόιντ. Διάβαζε την παράγραφο για τα εκφραστικά
λάθη και τις παραδρομές, και σιγά σιγά άρχισε να τον παίρνει ο ύπνος, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι σήμερα είχε αποκαλέσει τον Άνβαλντ «γιε μου». Ήταν μια έκφραση ασυνήθιστη για τον Μοκ. Θεωρούσε τον εαυτό του κλ ειστό τύπο, και επηρεασμένος από τον Φρόιντ πίστευε ότι ακριβώς τα εκφραστικά λάθη αποκα λύ πτουν τις κρυφές ανάγκες και τους πόθους μας. Το μεγαλύτερο όνειρο του Έμπερχαρντ ήταν να αποκτήσει γιο. Είχε χωρίσει την πρώτη γυναίκα του έπειτα από τέσσερα χρόνια γάμου, όταν τον κεράτωσε με έναν υπηρέτη επειδή δεν άντεξε άλλ ο ν' ακο ύ ει τις όλο και πιο σκλ η ρές κατηγορίες του ότι ήταν στείρα. Μετά είχε πολλές ερωμένες. Αν κάποια είχε μείνει έγκυος, θα την παντρευό ταν χωρίς δισταγμό. Δυστυχώς όμως, η μία μετά την άλλη, οι ερω μένες του είχαν παρατήσει τον κακόκεφο νευρωτικό και είχαν πάει με άλλους, δη μιουργώντας λιγότερο ή περισσότερο ευτυχισμένα σπιτικά. Όλες είχαν κάνει παιδιά. Στην ηλικία των σαράντα, ο Μοκ ακόμη δεν πίστευε ότι ήταν στείρος και συνέχισε να αναζητά μητέ ρα για το γιο του. Στο τέλος βρήκε μια πρώην φοιτήτρια ιατρικής την οποία είχε διώξει η οικογένειά της για το εξώγαμο παιδί της. Την κοπέλα την είχαν διαγράψει από το πανεπιστήμιο και είχε κα ταλήξει μετρέσα ενός πλούσιου κλεπταποδόχου. Ο Μοκ την είχε ανακρίνει για κάποια υπόθεση στην οποία ήταν μπλεγμένος ο κλ ε πταποδόχος αυτός. Μερικές μέρες αργότερα η 'IVΓKα Μάρτενς μεί 84 ]
τακ όμισε σ' ένα διαμέρισμα της TσβίVΓKερ Στράσε το οποίο είχε νοικιάσει για εκείνην ο Μοκ, ενώ ο κλεmαποδόχος, αφού ο αστυ νόμος τον έσφιξε στη «μέγγενη», έφυγε πολύ πρόθυμα για το "ί γκνιτς και ξέχασε την ερωμένη του. Ο Μοκ ήταν ευτυχισμένος. Πή γαινε στην ΊVΓKα κάθε μέρα για πρωινό, έπειτα από εντατική προ σπάθεια στο κολυμβητήριο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι της. Έπειτα από τρεις μήνες η ευτυχία του έφτασε στο αποκορύφωμά της: Η ΊVΓKα ήταν έγκυος. Ο Μοκ πήρε την απόφαση να ξαναπα ντρευτεί. Π ίστεψε το παλιό λατινικό ρητό ότι ο έρωτας νικά τα πά ντα
-
amor omnia vincit. Ύστερα από λίγους μήνες η ΊVΓKα έφυγε
από το σπίτι στην TσβίVΓKερ Στράσε και γέννησε το δε ύτερο παιδ ί του καθηγητή της, του δόκτορα Καρλ Μέισνερ, ο οποίος στ ο μετα ξύ είχε πάρει διαζύγιο και παντρεύτη κε την ερωμένη του. Ο Μοκ έχασε την πίστη του στον έρωτα. Έ παψε να ζει με αυταπάτες και παντρε ύτηκε μια πλο ύ σια, άτεκνη Δανέζα, τη δεύτερη και τελευ ταία σύζυγό του. Τις αναμνήσεις του διευθυντή τις διέκοψε το χτύπημα του τηλε φώνου. Χάρηκε ακούγοντας τη φωνή του Άνβαλντ. «Τηλεφωνώ με την άδειά σας. Έχω κάποιο πρόβλη μα με τον Βάισμπεργκ. Τώρα ονομάζεται Βίν κλερ και κάνει πως δεν ξέρει τί ποτα για τον Φριντλέντερ. Δεν ήθελ ε να μιλήσει μαζί μου και παρα λ ίγο να αμολήσει τα σκυλιά του. Μ ήπως έχετε "κάτι" γι' αυτόν;» . Ο Μοκ σκέφτη κε ακριβώς για ένα λεmό. «Μάλλον έχω. Αλλά δεν μπορώ να το συζητήσω απ' το τηλέφωνο. Ελάτε στο σπίτι μου σε μία ώρα. PΈVΤιγKερ Πλατς 1 , διαμέρισμα 6». Κατέβασε το ακουστικό και πήρε τον αριθμό του Φόρστνερ. Όταν ο βοηθός του το σήκωσε, του έκανε δύο ερωτήσεις και άκου σε τις αναλ υτικές απαντήσεις. Σε λίγο το τηλέφωνο χτ ύ πησε ξανά. [ 85 ]
Η φωνή του Έριχ Κράους είχε δύο αντίθετους τόνους - ο αρχηγός
της Γκεστάπο ρωτούσε και διέταζε ταυτόχρονα. «Μοκ, ποιος είναι αυτός ο Άνβαλντ και τι γυρεύει εδώ;» Ο Έμπερχαρντ δεν χώνευε αυτό τον αλαζονικό τόνο. Ο Βάλτερ Π ιόντεκ ζητούσε πάντα ταπεινά πλη ροφορίες, μολονότι ήξερε ότι ο Μοκ δεν μπορούσε να του αρνηθεί, ενώ ο Κράους τις απαιτο ύ σε. Παρόλο που εργαζόταν στο Μπρέσλαου μόλις μία βδομάδα, πολ λοί κιόλας τον μισούσαν λόγω έλλειψης τρόπων. «Νεόπλουτος από το Φρανκενστάιν και φανατικός» ψιθύριζαν οι γνήσιοι αριστοκρά τες του Μπρέσλαου. «Λοιπόν, σας πήρε ο ύπνος;» «ο Άνβαλντ είναι πράκτορας της Άμπβερ». Ο Μοκ ήταν προε τοιμασμένος, ήξερε ότι μια αληθινή απάντηση θα έβαζε σε κίνδυνο τον Βερολινέζο. Ταυτόχρονα αυτή η απάντηση προστάτευε τον Άνβαλντ, επειδή ο αρχηγός της Άμπβερ του Μπρέσλ αου, ο σιλ ε σιανός αριστοκράτης Ράινερ φον Χάρντενμπουργκ, μισο ύ σε τον Κράους. «Ερευνά για πολωνούς πράκτορες στο Μπρέσλαου». «Κι εσάς τι σας χρειάζεται; Γιατί δεν πήγατε διακοπές, όπως σχεδιάζατε;» «Με κράτησε ένα προσωπικό θέμα». «Τι θέμα;» Ο Κράους πάνω απ' όλα ε κτιμο ύ σε τα στρατιωτικά εμβατή ρια και τη σταθερή οικογενειακή ζωή. Ο Μοκ ένιωθε αποστροφή γι' αυτό τον άνθρωπο ο οποίος ξέπλενε προσεχτικά και μεθοδικά από τα χέρια του το αίμα των φυλακισμένων που ο ίδιος βασάνιζε, και ύ στερα καθόταν ή ρεμα στο οικογενειακό τραπέζι. Τη δεύτερη μέ ρα μετά την ανάλη ψ η των καθηκόντων του, ο Κράους ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου με τα ίδια του τα χέρια έναν έγγαμο κρατο ύ μενο ο [ 86 ]
οπο ( ος δεν ήθελε να αποκαλύψει πού συναντήθηκε με την ερωμέ νη του, υπάλληλο του πολωνικού προξενείου. "Υστερα παινευόταν σ' όλο το αρχηγείο της αστυνομίας, λέγοντας πόσο μισούσε τη συ ζυγική απιστία. Ο Μοκ πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε διστά ζοντας : «·Εμεινα λόγω φιλενάδας ... Αλλά σας ζητώ διακριτικότητα ... Κα ταλαβαίνετε ... ». «Πφφφ». Ο Κράους πέταξε το ακουστικό. Ο Μοκ πλησίασε το παράθυρο, και το βλέμμα του έπεσε σε μια σκονισμένη καστανιά - τα φύλλα της δεν κουνιόνταν καθόλου, δεν ε (χε καν ένα ελαφρύ αεράκι. Ο νερουλάς πουλούσε νερό στους κατοίκους των ισογείων, παιδιά έτρεχαν στην αυλή του εβραϊκού κοινοτικού σχολείου φωνάζο ντας και ση κώνοντας σύννεφα σκόνης. Ο Μοκ ήταν λίγο εκνευρι σμένος. Ή θελ ε να ξεκουραστεί, και ούτε τώρα, μετά τη δουλειά, εί χε ησυχ ( α. Π ή ρε το σκάκι και άνοιξε το βιβλίο Σκακι στι κές παγίδες του Ο ύ μπερμπραντ. Είχε ήδη καταπιαστεί να μελετάει δ ιάφορους συνδυασμο ύ ς, και είχε ξεχάσει την κούραση και τη ζέστη, όταν χτ ύ πησε το κουδο ύνι της πόρτας. (Στο δ ι άβολο, σίγουρα ο Άνβαλντ ε ί ναι. Ελπίζω να πα ίζει σκάκι ) Ο Άνβα λντ ήταν παθιασμένος με αυτό το παιχνίδι Καθόλου πα ράξενο λοιπόν που ξη μερώθη κε πάνω από τη σκακιέρα πίνοντας καφέ και λ εμονάδα. Ο Μοκ, ο οποίος απέδιδε προγνωστικές δια στάσεις και στην πιο απλ ή κίνηση, έβαλε στοίχη μα ότι το αποτέλε σμα της τελευταίας παρτίδας θα προφήτευε την επιτυχία της έρευ νας του Άνβαλντ. Την τελευταία αυτή παρτίδα την έπαιζαν από τις δύο μέχρι τις τέσσερις η ώρα. Έληξε με ισοπαλ ία.
[ 87 ]
Μπ ρέσλαου, Κ υρ ι α κπ 8 l ουλίου 1934 Εννιά το π ρω ί
Το μαύρο Άντλερ του Μοκ σταμάτησε μπροστά στην άθλια πολυ κατοικία στην Τσίτεν Στράσε όπου έμενε ο Άνβαλντ. Ο βοηθός άκουσε το κλάξον καθώς κατέβαινε τις σκάλες. Οι δύο άντρες έσφι ξαν τα χέρια. Ο Μοκ ακολούθησε τη Ι άιντλιτς Στράσε, πέρασε το τεράστιο κτίριο του Τσίρκου του Μπους, έστριψε αριστερά, διέσχι σε τη Ιό νεν Πλατς και σταμάτησε στο τυπογραφείο των ναζί στη Ιό νεν Στράσε. Κατέβ η κε από το αυτοκίνητο, και σε λίγο γ ύ ρ ισε κρατώντας κάτω από τη μασχάλη του ένα πακέτο. Έστριψε απότο μα και αύξησε την ταχύτητα για να μπει έστω και λίγος αέρας στο αυτοκίνητο, που ζεματούσε. Ήταν νυσταγμένος και λιγομίλητος. Πέρασαν κάτω από τη γέφυρα και βρέθη καν στη μακριά και όμορ φη Γκάμπιτς Στράσε. Ο Άνβαλντ κοίταζε με ενδιαφέρον τις εκκλ η σίες. Ο Μοκ τού εξηγούσε ποια ήταν ποια - πρώτα το μικρό παρεκ κλ ήσι των ιησουιτών, που έμοιαζε σαν να ήταν κολλη μένο με το διπλανό κτίριο, και μετά η πρόσφατα ανεγερμένη εκκλησία του Βασιλέα Χριστού. Ο Μοκ οδηγούσε γρήγορα, προσπερνώντας τα τραμ των τεσσάρων διαφορετικών γραμμών. Πέρασε το δη μοτικό νεκροταφείο, διέσχισε τη Μέντσελ Στράσε, την Κούρασιερ Άλεε, και πάρκαρε απέναντι από το χτισμένο με το ύβλα στρατόπεδο φρουρών στην Γκάμπιτς Στράσε. Εδώ, σε μια σ ύγχρονη πολυκατοι κία με τον αριθμό 1 58, σε ένα μεγάλο και άνετο διαμέρισμα, κατοι κο ύ σε ο δόκτωρ Χέρμαν Βίνκλ ερ, μέχρι πρόσφατα Βάισμπεργκ. Η υπόθεση του Φριντλέντερ είχε αλλάξει τη ζωή του. Ο καλός άγγε λος αυτής της μεταμόρφωσης ήταν ο λοχαγός Βάλτερ Π ιόντεκ. Η γνωριμία τους δεν είχε ξεκινήσει ενθαρρυντικά: Μ ια μαγιάτικη [ 88 ]
βραδιά του 1 933 ο Π ιόντεκ είχε εισβάλει στο παλιό του διαμέρι σμα, τον είχε βρίσει άγρια, και έπειτα με γλυκιά φωνή τού είχε δώ σει δύο εναλλακτικές - ή θα ανακοίνωνε με αξιόπιστο τρόπο στον τύπο ότι ο Φριντλέντερ μετά τις κρίσεις επιληψίας του μετατρεπό ταν σε Φρανκενστάιν ή θα πέθαινε. 'Οταν είδε το γιατρό ακόμη να διστάζει, ο Π ιόντεκ πρόσθεσε ότι η αποδοχή της πρώτης εναλλα κτικ ής σή μαινε και βελτίωση των οικονομικών του. 'Ετσι λοιπόν ο Βάισμπεργκ είπε ναι, και η ζωή του άλλαξε. Χάρη στην εύνοια του Π ιόντεκ απέκτησε καινούργια ταυτότητα, και στο λογαριασμό του στην επιχείρηση των Άιχμπορν και Σία έμπαινε κάθε μήνα ένα σε βαστό ποσόν, το οποίο -μολονότι δεν ήταν πάρα πολύ μεγάλο ήταν αρκετά ικανοποιητικό για τον οικονομικά μετρημένο γιατρό. Δυστυχώς η dolce vita κράτησε λίγο. Π ρ ιν από λίγες μέρες ο Βίν κλερ είχε μάθει από τις εφη μερίδες για το θάνατο του Π ιόντεκ. Την ίδια μέρα τον επισκέφτηκαν άντρες της Γκεστάπο και διέκοψαν τη συμφωνία του γενναιόδωρου λοχαγού. 'Οταν προσπάθησε να δια μαρτυρηθεί, ένας άντρας της Γκεστάπο, χοντρός και κτηνώδης, έ κ ανε -όπως δήλωσε- αυτό που τον είχε διατάξει ο αρχηγός του: Έσπασε τα δάχτυ λα του αριστερού χεριο ύ του Βίνκλ ερ. Μετά την επίσ κ εψη αυτή ο γιατρός αγόρασε δύο εκπαιδευμένους Μα ύ ρους Δανούς, παραιτήθηκε από την αμοιβή της Γκεστάπο και προσπα θούσε να ζει απαρατήρητος. Ο Μοκ και ο Άνβαλντ τρόμαξαν όταν πίσω από την πόρτα του Βίνκλερ άρχισαν να γαβγίζουν κ αι να ουρλιάζουν σκυλιά. «Ποιος είναι;» ακούστηκε από τη μισάνοιχτη πόρτα. Ο Μο κ μόνο έδειξε την αστυνομική του ταυτότητα - έτσι κι αλ λιώς η κάθε λέξη θα πνιγόταν στα σκυ λ ίσια ουρλιαχτά. Ο Βίνκλερ ησύχασε με δυσκο λ ία τα κυνηγόσκυλα, τους πέρασε λουρί και κά[ 89 ]
λεσε στο σαλόνι τους όχι και τόσο ευχόριστους επισκέmες. Αυτοί, σαν υπό διαταγός, όναψαν τσιγόρο και κοίταξαν γύρω το χώρο, που θύμιζε περισσότερο γραφείο παρό σαλόνι Ο Βίνκλ ερ, μέτριου αναστή ματος, κοκκινομόλλης, γύρω στα πενήντα, ήταν το τέλειο υπόδειγμα σχολαστικού γεροντοκόρου. Στον μπουφέ, αντί για πο τήρια και καρόφες, υπή ρχαν ντοσιέ ντυμένα με ύφασμα. Στις ρόχες τους ήταν γραμμένα προσεχτικό τα ονόματα των ασθενών του. Ο Άνβαλντ σκέφτηκε πως πιο εύκολα θα γκρεμιζόταν αυτό το σύγ χρονο κτίριο παρό θα όλλαζε θέση κόποιο από τα ντοσιέ. Ο Μοκ διέκοψε τη σιωπή. «Αυτό τα σκυλόκια είναι για προστασία;» ρώτησε χαμογελώ ντας και δείχνοντας τους Δανούς, που, ξαπλωμένοι στο πότωμα, παρατη ρούσαν τους ξένους με δυσπιστία. Ο Βίνκλερ τα έδεσε στο βαρύ δρύινο τραπέζΙ. «Ναι» απόντησε στεγνό ο γιατρός, τυλίγοντας το σώμα του με το μπουρνούζι «Τι σας φέρνει στο σπίτι μου αυτό το κυριακότικο πρωινό;» Ο Μοκ παρέβλεψε την ερώτηση. Χαμογέλασε φιλικό. «Για προστασία ... Ναι, ναι .. Από ποιον; Μήπως από αυτούς που σας έσπασαν τα δόχτυλα, γιατρέ;» Ο γιατρός έδειξε αμήχανος, και με το καλό του χέρι πήρε τσιγό ρο. Ο Άνβαλντ τού πρόσφερε φωτιό. Ο τρόπος με τον οποίο το κό πvιζε μαρτυρούσε ότι ήταν ένα από τα ελ όχιστα τσιγόρα στη ζωή του. «Τι θέλετε;» «''Τι θέλ ετε; Τι σας φέρνει στο σπίτι μου;"» Ο Μοκ μιμήθηκε τον Βίν κλερ. Ξαφνικό κρότησε μια ασφαλ ή απόσταση και τσlριξε: «Εγώ κόνω τις ερωτήσεις, Βόισμπεργκ!». [ 90 ]
Ο γιατρός με το ζόρι ηρέμησε τα σκυλιά, που όρμησαν γρυλίζο ντας προς τον αστυνομικό και παραλίγο να αναποδογυρίσουν το τραπέζι στο οποίο ήταν δεμένα. Ο Μοκ κάθισε, περίμενε ένα λεmό και συνέχισε πιο ή ρεμα: «Δεν θα σου κάνω ερωτήσεις, Βάισμπεργκ, μονάχα θα σου θέ σω τα αιτή ματά μας. Θέλουμε να μας διαθέσεις όλες τις ση μειώσεις σου αναφορικά με τον Ισίντορ Φριντλέντερ». Ο γιατρός άρχισε να τρέμει, παρά τα ζεστά κύματα αέρα μέσα στο η λ ιόλουστο δωμάτιο. «Δεν τις έχω πια. Τις παρέδωσα στο λοχαγό Βάλτερ Π ιόντεκ». Ο Μοκ τον κο (ταξε προσεχτικά. Έπειτα από ένα λεmό ήξερε πως έλ εγε ψέματα. Ο Βάισμπεργκ έρ ιχνε πού και πού το βλέμμα του στο δεμένο με γάζα χέρι του. Αυτό μπορούσε να ση μαίνει είτε «Θα μου σπάσουν και αυτοί το χέρι» είτε «Θεέ μου, τι θα γίνει αν επιστρέψει η Γκεστάπο και ζητήσει το υλικό;». Ο Μοκ θεώρησε τη δε ύτερη πιθανότητα πιο κοντά στην αλήθεια. ·Εβαλε πάνω στο τρα πέζι το πακέτο που είχε πάρει από το τυπογραφείο. Ο Βάισμπεργκ έσκισε το χαρτί, άνοιξε το δέμα και άρχισε να ξεφυλλίζει το φυλλά διο, που ακόμη δεν ήταν συρραμμένο. Το λεmό του δάχτυλο γλί στρησε σε μία από τις σελ ίδες και ο γιατρός χλώμιασε. «Ναι, κ ύ ριε Βίνκλ ερ, είσαστε στη λίστα. Προς το παρόν πρόκει ται για δοκιμαστική εκτύπωση . Μπορώ να επικοινωνήσω με τον ε κ δότη και να σβήσω το καινούργιο σας όνομα - ή και το παλιό σας. Να το κάνω, κύριε Βάισμπεργκ;» * * *
Μέσα στο αυτοκίνητο η θερμοκρασία ήταν υ ψηλότερη απ' ό,τι έξω, είχε περίπου 35 βαθμούς. Ο Άνβαλντ πέταξε στο πίσω κάθι[ 91 ]
σμα το σακάκι του και ένα τεράστιο χαρτόκουτο καλυμμένο με πράσινο χαρτί. Το άνοιξε. Μέσα υπή ρχαν αvτίγραφα σημειώσεων, άρθρων, καθώς και ένας πρωτόγονος δίσκος γραμμοφώνου. Η επι γραφή στο καπάκι του κουτιού έλεγε: «Ι. Φριvτλέvτερ - Π ρόγνωση: Επιληψία». Ο Μοκ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και πρόλαβε την ερώτηση του Άνβaλvτ: «Είναι η λίστα με τους νοσοκόμους, τους γιατρούς, τους κτηνία τρους, τις μαίες και τους άλλους υπηρέτες του Ιπποκράτη που είναι εβραϊκής καταγωγής. Θα δημοσιευτεί αυτές τις μέρες». Ο Άνβαλvτ κοίταξε ένα από τα τελευταία ονόματα - δό κτωρ Χέρμαν Βίνκλ ερ, Γκάμπιτς Στράσε 1 58. «Είστε σε θέση να το σβήσετε;» «Ούτε καν θα προσπαθήσω». Ο Μοκ ακολούθησε με το βλέμμα του δύο κοπέλες που έκαναν βόλτα μπροστά στον κόκκινο τοίχο του στρατοπέδου. «Νομίζετε πως θα ρισκάρω μια σ ύ γκρουση με τον αρχηγό των Ες Ες Oύvτo φον Βόιρς και με τον αρχηγό της Γκε στάπο Έριχ Κράους για ένα γιατρουδάκο που έλεγε ανοησίες στις εφημερίδες;» Στο βλέμμα του Άνβαλvτ διέκρινε καθαρή ειρωνεία: « Π ρέπει όμως να παραδεχτείτε ότι αυτές οι ανοησίες δεν έκα ναν κακό στην καριέρα σας».
[ 92 ]
lν
Μ πρέσλαου, Κ υ ρ ιακπ 8 l ο υ λ ί ο υ 1934 Μεσπμέρ ι
Ο Άνβαλντ καθόταν στο εργαστήριο της αστυνομίας και μελετού σε το υλ ικό του Βάισμπεργκ, και όλο και περισσότερο μεγόλ ωνε η πεποίθησή του για την ύπαρξη των παραφυσικών φαινομένων. Θυμήθηκε την αδελφή Ελ ίσαμπετ από το ορφανοτροφείο. Αυτή η λεπτοκαμωμένη, σεμνή γυναίκα με το συμπαθητικό χαμόγελο είχε προσελ κύσει ανεξήγητα, τρομακτικά περιστατικά στο ορφανο τροφείο. Κατά τη διαμονή της εκε ί -ποτέ πριν και ποτέ μετά- τη νύχτα παρή λαυναν πομπές σιωπη λ ών ανθρώπων με πιτζάμες, στην τουαλέτα έπεφταν με κρότο τα μπρούντζινα καπάκια από τα ντεπόζιτα, στη λέσχη μια σκοτεινή φιγούρα καθόταν στο πιάνο, ενώ το τη λέφωνο χτυπούσε κάθε μέρα την ίδια ώρα. Όταν η αδελ φ ή Ελ ίσαμπετ έφυγε, με τη δική της θέλ ηση, τα μυστηριώδη φαινό μενα σταμάτησαν. Από τις ση μειώσεις του Βάισμπεργκ, ή Βίνκλ ερ, προέκυπτε ότι ο Φ ριντλέντερ διέφερε από την αδελφή Ελ ίσαμπετ στο ότι αυτός δεν προκαλούσε περιστατικά ή καταστάσεις, αλλά τα προέβλεπε. Αμέ σως μετά τις κρίσεις επιλ η ψ ίας επαναλάμβανε φωναχτά, σαν ένα άχαρο ρεφρέν, πέντε ή έξι λέξεις. Ο δόκτωρ Βάισμπεργκ κατέγρα ψε ε ( κοσι πέντε τέτοιες περιπτώσεις, από τις οποίες τις είκοσι τρεις τις ση μείωσε, ενώ τις δύο τις έγραψε στο δίσκο γραμμοφώνου. Το υλ ι κ ό που συγκέντρωσε το πέρασε από λ επτομερή ανά λ υση, τα αποτελ έσματα της οποίας παρουσίασε στο εικοστό τεύχος του [ 93 ]
ετήσιου περιοδικού Zeitschrift 'ϋ, Parapsychologie und Metaphysik. Το όρθρο του είχε τίτλο «Οι θανατολογικές προγνώσεις του lσί ντορ Φ.». Ο Άνβαλντ είχε μπροστό του ένα αντίγραφο του όρθρου. Διόβασε στα γρήγορα τη μεθοδολογική εισαγωγή, και μετό όρχισε να μελετό με προσοχή τα βασικό επιχειρή ματα του Βόισμπεργκ: Διαπιστώθηκε πέρα από κόθε αμφιβολ ία ότι οι λέξεις που ξεφώ νιζε ο ασθενής είναι παλαιοεβραϊκής προέλευσης. Σε αυτό το συμπέρασμα έφτασε έπειτα από ανόλ υση τριών μηνών ο ση μι τολόγος από το Βερολ ίνο καθηγητής Άρνολντ Σορ. Το αποδει κνύει ακλόνητα η γλωσσολογική του πραγματογνωμοσύνη. Την έχουμε συμπεριλόβει στο υλ ικό μας και μπορούμε να την παρα χωρήσουμε σε όσους τυχόν ενδιαφέρονταΙ. Τα προφητικό μη νύματα του ασθενούς μπορούν να χωριστούν σε δύο μέρη - σε ένα κωδικοποιημένο επώνυμο, και στις συνθή κες θανότου του κατόχου του. Έπειτα από τρία χρόνια έρευνας, κατόφερα να αποκωδικοποιήσω τα 23 από τα 25 μηνύματα. Είναι πολ ύ δύ σκολο να βρεθεί η απόντηση για τα δύο τελευταία, παρό λο που καταγρόφη καν σε δίσκο γραμμοφώνου. Τα μηνύματα που απο κωδικοποίησα μπορούν να χωριστούν σε αυτό που αποτελ ούν ήδη τετελεσμένα γεγονότα (1 Ο), και σε αυτό που αφορούν ότο μα ακόμη εν ζωή ( 1 3) . Π ρέπει να υπογραμμιστεί πως οι περισσό τερες προγνώσεις του lσίντορ Φ. αναφέρονται σε ότομα όγνω στα σε αυτόν, πρόγμα που επιβεβαίωσε η κόρη του ασθενούς. Τα ότομα αυτό συνδέονται με δύο τρόπους: 1 . Ολα ζούσαν ή ζουν στο Μπρέσλαου. 2. Ολα βρή καν τραγικό θόνατο. Condicio sine qua ποπ για να κατανοηθε ί ολόκλ ηρο το μή
νυμα είναι να βρεθεί και να αποκωδικοποιηθεί το επώνυμο που [ 94 ]
περιέχεται σε αυτό. Εκφράζεται με δύο τρόπους - είτε με τον ήχο είτε με τη ση μασία της εβραϊκής λέξης. Την εβραϊκή λέξη geled, «δέρμα», για παράδειγμα, την αποκωδικοποιήσαμε ως Gold (παρόμοιος ήχος, τα ίδια σύμφωνα: g, Ι, d) . Π ρέπει ωστόσο
να ση μειωθεί ότι το συγκεκριμένο επώνυμο ο ασθενής θα μπο ρούσε να το εκφράσει και με «ση μασιολογικό» τρόπο. Π ράγμα τι, η λέξη Gold, ο «χρυσός» στα γερμανικά, θα μπορούσε να κω δικοποιηθεί με τη συνώνυμή της στην εβραϊκή γλώσσα zahaw. Αυτός είναι ο δεύτερος τρόπος, στον οποίο το επώνυμο κρύβε ται μέσα στη ση μασία, και όχι στον ήχο της εβραϊκής λέξης. Αυ τό μπορούμε να το δούμε, για παράδειγμα, στην εβραϊκή λέξη hamad, «κράνος», που ο λοφάνερα υποδεικνύει το γερμανικό επώνυμο Helm, που δεν ση μαίνει τίποτε άλλ ο παρά «κράνος». Δεν έλ ειψαν και σε αυτή την περίmωση κάποιες διαστρεβ λώ σεις: Για παράδειγμα, η εβραϊκή λέξη 5a;r σημαίνει «κατσίκα», Bock στα γερμανικά, και η προφητεία αφορούσε έναν νεκρό με το επώνυμο Beck. Π ιο ενδιαφέρουσα και πιο συναρπαστική ήταν η αποκωδι κοποίηση των εβραϊκών yawal και adama, «ποταμός» και «χω ράφι», Flu55 και Feld στα γερμανικά. Οπότε το επώνυμο θα έπρεπε να είναι είτε το Feldfl u ss είτε το F l ussfeld. Μελετώντας όμως τις επίση μες καταγραφές θανάτων, έπεσα πάνω στο επί θετο Rhei nfelder. Οι άλλ ες λ έξεις επιβεβαίωσαν τις συνθή κες θανάτου - ξυ λοδαρμός με στρατιωτική ζώνη. Με λ ίγα λ όγια, R h e i n είναι ο «ποταμός» Ρ ήνος. Από το Rhei nfe l d ως το Rheinfelder ο δρόμος είναι μικρός.
Ακολουθεί ο πλ ήρης κατάλογος των προφητειών που αφο ρούν νεκρά άτομα (ο κατάλογος των εν ζωή ατόμων βρίσκεται [ 95 ]
στο αρχεlο μου, αλλ ό δεν τον δη μοσιεύω για να μην προκαλ έ σω περιπές συγκινήσεις). ΕβραΊκές λέξεις
Επώνυμα
Λεπτoμtρειες
Τι πραγΜCΠΙKά
σχπικά με
σuνέβη
το θάνοτο στην προφητεlα
choron - θεΊK� φλόγα
ge/ed = Gold
θεΊK� φλόγα. αποκαΤδια, συναγωy�
srefo - αποκαΤδια ge/ed - δέρμα
Ο Άμπραχαμ rKOAvr, ψάλτης, πέθανε σε πυρκαγιά στη συναγωy�.
/ονοπ - λευκό
λευκό = Weiss
mΟΥίm - νερό
νερό, Xεlλη,
Η Ρεγκlνε Βάις
αναπνo�, �λιoς
πνlγηκε σε παραθαλάσσιο θέρετρο.
Ρe - χειλη nefesh - αναπνo� shemesh - �λιoς σύννεφο,
Ο Μόριτς Βlνερ
φλεγόμενο άρμα,
πέθανε σε αερο-
bino - aITia
διασκορπισμένα
πορικό δυστύχημα.
er - καταθέτω
οστά
οw - σύvvεφο
bino-er = Wiener
esh - φωTId
bαzo, - διασκορπισμένος otsonim - οστά δόρυ, κρανlο,
Ο P1xapvr Χάινριχ
μουρμουρητό,
σκοτώθηκε από
gu/go/er - κρανlο
κάρο,
αυτοκlνητο καθώς
merkov - κάρο
κόβω στα δύο
romoch - δόρυ shoo - μουρμουρητό
hen-ruoch = Heinrich
κουβαλούσε σωλ�νες.
hen-ruoch - ανασαίνω
Ένας από αυτούς
pαsok - κόβω στα δύο
του άνοιξε στα δύο το κρανlο.
kommo - πόσο μεγάλο pαsok - διαιρεμένο
kommo pαsok = Κέμπσκι
άλογο, oπλ�,
Ο Χάιvrς Κέμπσκι
αυλ�
πέθανε από κλοτσιά
porosh - άλογο
αλόγου στο κεφάλι
οkev - οπλ�
στην αυλ� του.
hαzer - auA�
[ 96 ]
ganna - κήπος sair - κατσίκα
κατσίκα = Bock - Beck
chira - σφήκα
κήπος. σφήκες.
Ο Φρίντριχ Μπεκ
κεντριό,
πέθανε στον κήπο του
επικονιόζω
zeninim - κεντρί
από τσίμπημα σφήκας στο λαιμό.
ΖαΓα - επικονιόζω chebel - θηλι ό
κρόνος = Heim
safak - εμετός
θηλιό , εμετός.
Ο Ρόινχαρντ Χελμ,
κρασί, περίπωμα
αλκοολικός,
chemer - κρασί
κρεμόστηκε σε μια
afer - κρόνος
τουαλέτα την οποία
galal - περίπωμα
είχε γεμίσει εμετό.
ίsh - όντρας
όντρας = Mann
ΟΓ - φωτιό
σφαίρα, όρπα,
Η Λουίζε Μαν,
χορός. φωτιό, όπλο
αρτίστα σε βαριετέ,
shelach - σφα ίρα
πυροβολήθηκε επί
nebel - όρπα
σκηνή ς.
macho/ - χορός ke/ί - όπλο Υαναl - ποταμός
ποτόμι =
μαστιγώνω, σίδερο,
Ο Φριτς Ραϊνφέλντερ
βόδι
(ήταν χοντρός, εξού
adama - χωρόφι
ο Ρήνος,
m(w hi - μαστιγώνω
Rhein, KaI
και «βόδι»)
barshel - σίδερο
χωρόφι = Feld,
χτυπήθη κε με την
aluf- βόδι
οπότε
πόρπη μιας
Rheinfelder
στρατιωτικής ζώνης.
Ο Χανς Μόρκαρντ
eben - nέTpa
meri kardom =
πέτρα, όροφος.
gαg - όροφος
Marqua rdt
δρόμος, πετόω
σπρώχτηκε από το
γρήγορα μακριό
παρόθυρο ενός
sil/a - δρό μος
ουρανοξύστη.
meri - αντίσταση
•
kardom - τσεκούρι nas - πετόω γρή γορα μακριό
Από τα παραδείγματα αυτό φαίνεται ξεκόθαρα ότι οι προφη τείες του ασθενούς Φ . μπορούν να ερμηνευτούν σωστό μόνο μετό το θόνατο του προσώπου που υποδει κνύουν. Ας δούμε το παρόδειγμα 2. Υπόρχουν αρκετές πιθανές ερμηνείες. Το ότομο που αναφέρεται στην προφητεία θα μπορούσε να ονομόζεται [ 97 ]
Weisswasser (<<λευκό νερό») - στο Μπρέσλαου μένουν δεκαπέ
ντε οικογένειες με αυτό το όνομα. Και κόποιος Weisswa sser θα μπορούσε να χτυπηθεί από κυνόγχη (<<χείλη», «αναπνοή») κό νοντας ηλιοθεραπεία (<<ήλιος»). Ο νεκρός θα μπορούσε να ονο μόζεται και So n ne mund (<<χείλη», «ήλιος») - υπόρχουν τρεις οικογένειες στο Μπρέσλαου. Π ροβλεπόμενος θόνατος: πνιγ μός (<<αναπνοή») με βότκα (μία βότκα του Ντόντσιχ ονομόζεται S i I berwasser, «αργυρό νερό»).
Σας διαβεβαιώνω ότι και τις υπόλοιπες περιπτώσεις θα μπο ρούσα να τις ερμηνεύσω με πολλούς τρόπους. Γι' αυτό δεν δη μοσιεύουμε τον κατόλογο με τα ότομα των οποίων ο θόνατος δεν έχει επιβεβαιωθεί. Ας πούμε μονόχα ότι περιλ αμβόνει ογδόντα τρία ονόματα και διόφορες περιπτώσεις τραγικού θα νότου. Μήπως αυτή η ποικι λ ία ερμηνειών μειώνει τη ση μασία των προφητειών του Ισίντορ Φ .; Ούτε στο ελόχιστο. Οι περιπλεγμέ νες και σκοτεινές προβλέψεις του ασθενούς μου αφαιρούν από το ότομο τη δυνατότητα οποιασδήποτε όμυνας. Είναι αδύνα τον να φανταστεί κανείς πιο κακόβου λ η και απόνθρωπη μοιρο λατρία - επειδή, ναι , θα δη μοσιεύαμε έναν κατόλ ογο ογδόντα τριών ανθρώπων από τους οποίους οι δεκατρείς θα χαθούν με τραγικό τρόπο. Και δεκατρείς όντως θα πεθόνουν - ή ίσως δώ δεκα, ή ίσως δέκα! Αλλό ξαφνικό, έπειτα από καιρό, θα ελ έγξου με τις λ ηξιαρχικές πρόξεις θανότου και θα ανακαλ ύψουμε νε κρούς που δεν ήταν στον κατόλογο, αλλό τους οποίους υποδή λωναν οι προφητείες του Ισίντορ Φ . Στις προβλέψεις του το ότομο είναι θύμα, είναι εκτεθειμένο στις Άρπυιες των σκοτει νών δυνόμεων, είναι μια μαριονέτα της οποίας οι περήφανες ί 98 ]
δηλώσεις για ανεξαρτησία τσακί ζονται από τον ωμό ήχ ο των εβραϊκών συμφώνων, και της οποίας η m i ssa defu nctorum* εί ναι απλώς το ειρωνικό γέλιο του ευχαριστη μένου με τον εαυτό του δημιουργού. Μετό τη θλιβερή αυτή παρατήρηση ακολουθούσαν βαρετό επι στη μονικό σχόλια τα οποία συνέκριναν τον Φρlντλέντερ με ότομα προικισμένα με μαντικές ικανότητες και με διάφορα μέντιουμ που προέβλεπαν κατό την ύπνωση. Ο Άνβαλντ, με λιγότερη προσοχή, έφτασε στο τέλος του όρθρου του Βάισμπεργκ και άρχισε να μελε τόεl εκείνες τις ογδόντα τρεις ερμηνείες, που, πιασμένες με μπρού ντζινους συνδετήρες, αποτελούσαν έναν ξεχωριστό φάκελο ανάμε σα στο υπόλοιπο υλ ικό και τις σημειώσεις. Γρήγορα όμως βαρέθη κε. Για επιδόρπιο όφησε τις φωνητικές προφητείες. Διαισθανόταν πως ε(χαν κάποια σχέση με το θόνατο της βαρονέσας. ·Εβαλε το γραμμό φωνο να παίζει και άρχισε να ακούει τα μυστηριακό μηνύματα. Αυτό που έκανε ήταν παρόλογο, γιατί στο γυμνάσιο ο Άνβαλντ απουσίαζε συστη ματικά από τα προαιρετικό μαθή ματα της γλώσσας της Βί βλου, και τώρα θα μπορούσε να ακούει κέτσουα και να μην το πάρει είδηση. Αλλά οι τραχείς ήχοι τού προξενούσαν την ίδια αρρωστημέ νη αμηχανία και γοητεία στην οποία είχε υποκύψει βλέποντας για πρώτη φορά τα ευλ ύγιστα ελλ ηνικό γράμματα. Ο Φρlντλέντερ έβγα ζε ήχους που έμοιαζαν με πνιγμού. Οι φθόγγοι μια θρόιζαν, μια σφύ ριζαν, και μια φορό το κύμα που βγήκε από τα πνευμόνια του παρα λ ίγο να ξεσκίσει τον σφιγμένο λόρυγγό του. ·Επειτα από είκοσι λεπτό αυτού του επίμονου ρεφρέν, οι ήχοι κόπηκαν.
*
Νεκρώσιμη ακολουθlα. (Σ.τ.Μ. )
[ 99 ]
Ο Άνβαλντ διψούσε. Για λίγο απόδιωξε τη σκέψη μιας μπίρας με αφρό. Σηκώθη κε, έβαλε όλο το υλικό -εκτός από το δίσκο- στο χαρτόκουτο και πήγε στην παλ ιά αποθήκη γραφικής ύλης, η οποία τώρα, εξοπλισμένη με ένα γραφείο και ένα τηλέφωνο, ήταν στη διά θεσή του. Τηλεφώνησε στο δόκτορα Γκέοργκ Μάας και έκλε ι σε μαζί του ένα ραντεβού. ·Επε ιτα κατευθύνθη κε προς το γραφείο του Μοκ με τον κατάλογο των ογδόντα τρ ιών ονομάτων κα ι με τις εντυ πώσεις του. Καθ' οδόν συνάντησε τον Φόρστνερ, που εκείνη την ώρα έβγαινε από το γραφείο του διευθυντή. Ο Άνβαλντ παραξε νεύτηκε βλέποντάς τον εδώ κυρ ι ακάτ ι κα. "Ηταν έτο ι μος να κ άνει κανένα αστείο για τη βαρ ι ά δουλειά στην αστυνομία, αλλά ο Φόρ στνερ τον προσπέρασε χωρίς να πε ι κ ουβέντα και κατέβηκε γρή γορα τ ι ς σκ άλες. (Έτσι δείχνει ο άνθρωπος τον οπο {ο ο Μ οκ έπι ασε στη μέγγενη.) ·Εκανε λάθος. Ο Φόρστνερ πάντα ήταν στη μέγγενη. Μόνο που καμ ι ά φορά ο Μοκ την έσφ ιγγε λίγο περ ι σσότερο. Κα ι αυτό είχε κάνε ι πρ ιν από λίγο.
Μπ ρέσλαου, 8 l ουλίου 1934Δύο και μ ι σ ή το μεσημέρ ι
Ο συνταγματά ρχης των Ες Ες ·Ερ ιχ Κρ ά ους κρατο ύ σε με πολ ύ μεγά λη προσοχή τα επαγγελ ματικά του θέματα μακρ ιά από τα προσω π ι κ ά του. Στα τελ ευταία φυσ ι κ ά αφ ι έρωνε πολ ύ λ ιγότερες ώ ρες, αλλά ο χρόνος αυτός ήταν μετρημένος με ακρίβε ια, για παράδε ιγ μα η Κυριακή ήταν η μέρα ξεκούρασης. ·Επε ιτα από τον απογευμα τινό ύπνο, από τ ις τέσσερ ις μέχρ ι τ ις πέντε, συνήθ ι ζε να κουβεντ ιά ζει με τους τέσσερις γ ι ους του. Τα αγόρ ι α κ ά θονταν στο μεγάλ ο [ 1 00 ]
στρογγ υλό τραπέζι και έλεγαν στον πατέρα την πρόοδό τους στο σχολείο, την ιδεολογική τους δραστηριότητα στη Χιτλερική Νεο λαία και τις αποφάσεις που αναγκάζονταν να πάρουν στο όνομα το υ F ϋ h rer. Ο Κράους έκοβε βόλτες στο δωμάτιο, σχολίαζε καλό καρδα όσα άκουγε και έκανε πως δεν έβλεπε τις κλεφτές ματιές στο ρολόι και τα χασμουρητά. Αλλά την πρώτη του Κυριακή στο Μπρέσλαου δεν μπόρεσε να την περάσει σαν κανονικός άνθρωπος. Τη γεύση του μεσημερια νού φαγητού τη χάλασε η ξινή σκέψη του αντιστράτηγου Ράινερ φ ον Χάρντενμπουργκ, αρχηγού της Άμπβερ του Μπρέσλαου. Μ ι σούσε αυτό τον κουρδισμένο αριστοκράτη με το μονόκλ με όλη τη δύναμη της ψυχής του - αυτό ζι ο γιος ενός αλ κοολικού οικοδόμου. Ο Κράους έτρωγε το νόστιμο σνίτσελ του με κρεμμυδάκ ί α και σχε δόν ένιωσε το στομάχι του να γου ργουρίζει από ευχαρίστηση. Ξαφνικά ση κώθηκε από το τραπέζι οργισμένος, πέταξε την πετσέ τα και πέρασε στο γραφείο του, όπου για πολλοστή φορά εκείνη τη μέρα τηλεφώνησε στον Φόρστνερ. Αντί για τις αναλυτικές πληρο φορίες για τον Άνβαλντ, για ένα λεmό άκουγε να χτυπά το τη λέφω νο χωρίς να το ση κώνει κανείς. (Ήθελα να '{ερα πού πήγε αυτός ο γιος της πουτάνας.) Π ήρε τον αριθμό του Μοκ, αλλά όταν ο αστυνο
μικός διευθυντής απάντησε ο Κράους τού το έκλεισε. (Δεν θα μάθω τίποτα απ' αυτό τον πολυλογά γλείφτη πέρα απ' όσα μου έχει ήδη πε/. )
Η κατωτερότητα που ένιωθε απέναντι στον Φον Χάρντενμπουργκ, τον οποίο γνώριζε από το Βερολίνο ακόμη, ήταν κάπως κατανοητή για τον Κράου ζι απέναντι στον Μοκ όμως ... ήταν σχεδόν άξια περι φρόνησης, και γι' αυτό τον πλήγωνε τόσο πολύ. Γύριζε γύρω από το γραφείο σαν οργισμένο ζώο. Ξαφνικά στα μάτησε και χτύπησε με την ανοιχτή παλάμη το μέτωπό του. (Α υτός ί 1 01 ]
ο καύσωνας, διάβολε, με σκοτώνει. Δεν μπορώ να σκεφτώ.) Κόθισε
όνετα στην πολυθρόνα και τηλεφώνησε. Π ρώτα στον Χανς Χόφ μαν, μετό στον Μοκ. Και στους δύο έδωσε μερικές διαταγές με ξε ρή φωνή. Ο τόνος της φωνής του όλλ αξε προς το τέλος της συνομι λίας του με τον Μοκ - από τον παγωμένο τόνο της φωνής του προϊ σταμένου σε ένα ανισόρροπο ουρλιαχτό. Ο Μοκ είχε αποφασίσει πως το βρόδυ θα έφευγε για το Τσόποτ. Την απόφαση την είχε πόρει μετό την επίσκεψη στον Βίνκλερ. Το τηλεφώνημα του Κρόους είχε διακόψει τον απογευματινό ύπνο του διευθυντή. Ο γκεσταπίτης είχε θυμίσει σιωπηρό στον Μοκ την εξόρτησή του από τη μυστική αστυνομία και είχε απαιτήσει γρα mή αναφορό για τις ενέργειες του Άνβαλντ για λογαρ ιασμό της Άμπβερ. Ο Μοκ είχε αρνηθεί με ήρεμη φωνή, λέγοντας ότι είχε δι καίωμα πια να ξεκουραστεί και ότι το βρόδυ έφευγε για το Τσόποτ. «Και η φ ιλενόδα σας;» «Αχ, οι φ ιλενόδες ... Μια υπόρχουν, μια δεν υπόρχουν ... Ξέ ρετε ... » «Δεν ξέρω!»
Μπ ρέσλαου, 8 l ουλίου 1934
Τ ρε ι ς το από γ ευ μα ο Χανς Χόφμαν ήταν μυστικός πρόκτορας της αστυνομίας εδώ και
πόρα πολλό χρόνια. Είχε υπηρετήσει τον αυτοκρότορα, την αστυ νομία της δη μοκρατίας, και τώρα την Γκεστόπο. Όλες τις επαγγελ ματικ ές του επιτυχίες τις χρωστούσε στην καλοσυνότη εμφόνισή του - λεmή σιλουέτα, μικρό μουστόκια, καλοχτενισμένα αραιό [ 1 02 ]
μαλλ ιό, μελένια, καλόκαρδ α, γελαστό μότια. Π οιος θα πίστευε ότι αυτός ο συμπαθητικός ηλικιωμένος κύριος ήταν ένας από τους κο ρυφα ίους μυστικούς πρόκτορες; Σίγουρα ο Άνβαλντ και ο Μόας δ εν τον υποψιόζονταν, και δ εν έδωσαν καμιό προσοχή στον περιποιημένο γεροντόκο που καθό ταν στο διπλανό παγκόκι. Ειδικό ο Μόας δεν ενδιαφερόταν για την παρουσ ί α κανενός από τους όλλους περ ιπατητές, και ρητόρευε φωναχτό, ενοχλώ ντας κόπως τον Άνβαλντ, όχι μ όνο με την ψ ιλή φωνή του, α λλό κυρίως με το περιεχόμενο των ξεσπασμ ότων του, που επικεντρώνονταν γύρω από το γυναικείο σώμα και τις ερωτι κ ές απολαύσεις του. « Κοιτόξτε, αγαπητέ μου Χέρμπερτ ... μπορώ να σας αποκαλώ με αυτό τον τ ρόπο, έτσι δ εν είναι;» Ο Μόας πλατόγισε τα χε ίλη του βλέ ποντας μια νέ α και καλλίγραμμη ξανθιό που βόλταρε με μια μεσό κοπη γυναίκα. «Κοιτ όξτε πόσο τέλεια κο λλόει το λεmό φουστόνι στους μη ρούς αυτής της κοπέλας. Μόλλον δ εν φορόει μεσοφόρι. .. »
Ο Άνβαλντ όρχισε να δ ιασκε δόζει με την πόζα του σότ υ ρου. Π ή ρε τον Μόας από το μπρότσο και πέρασαν στη Λιμπιχσέε. Απο πόνω τους υ ψων όταν ένας π ύ ργος, με τ ο όγαλ μα της φτερωτής ρωμαϊκής θεό ς της ν ί κης στ ην κορυφή του . Τα σιντ ριβόνια που ανόβλυζαν ελό χιστα δ ρ ό σιζαν την ατ μόσφαιρα. Το πλήθος στρ ι μωχνόταν στις ταρότσες. Ο γεροντόκος τούς ακολουθ ο ύσε με αρ γό βή ματα, καπν ίζοντας τσιγόρο με την κεχριμπαρένια π ίπα του. «Αγαπητέ κ ύριε» -ο Άνβαλντ επέτρεψε επ ίσης στον εαυτό του κόποια οι κει ότητα - «αλ η θε ύει πως οι γυνα ίκες το κ αλ ο κ α ίρι γίνο νται πιο απαιτ ητικές;». «Από πού το ξέ ρετε;» «Από τον Ησ ίοδο. Θα ήθελα τη γν ώμη σας ως ειδικού. Όντως [103]
είναι σωστή αυτή η όποψη που διατυπώθηκε πριν από είκοσι εφτό αιώνες; Ο ποιητής υποστη ρίζει ότι το καλοκαίρι "μαχλόταται δε γυ vaϊKES,
όφαυ ρ ότατοι δέ τοι δνδρεs είσίν"». Ο Άνβαλντ παρέθεσε
στα αρχαία ελληνικό το απόσπασμα από το Έργα και Ημέρες του Ησ ί ο δου.
Ο Μόας δεν έδωσε ση μασ ία στον ειρωνικό τόνο της φωνής του Άνβαλντ. Ενδιαφέρθη κε όμως να μόθει από πού γνώριζε αρχα ί α ελληνι κ ό ο βοηθός αστυνόμος. «Απλώς στο γυμνόσιο είχα καλό δόσκαλο αρχαίων ελληνικών» απόντησε ο Άνβaλντ. «Λέτε ότι στο γυμνόσιο ... Το ξέρετε, κύριε Χέρμπερτ, πως οι ση μερινές μαθήτριες του γυμνασίου είναι καλό πλη ροφορημένες και αρκετό ώριμες; nρόσφατα στο Κένιγκσμπεργκ πέρασα ένα μεθυ στ ι κ ό απόγευμα. Έχετε διαβόσει το Καμασούτρα; ·Εχετε ακούσει τί ποτα για το φόγωμα του φρούτου μόVΓKO; Να φανταστείτε ότι αυτό το επιφανειακό αθώ ο κορ ίτσι κατόφερε να δ αμόσει το πουλό κ ι μου όταν, σχεδόν έτοιμο, θέλησε να ξεφύγει από τον έλεγχο. Δεν πήγαν χαμένα τα ιδιωτι κ ό μαθή ματα σανσ κ ριτικής που έκανα ... »
Ο Άνβαλντ εκνευρ ίστη κε πολύ με την αναφορό της χυδαίας μαθή τριας. · Εβγαλε το σακό κι και ξε κούμπωσε το για κό του πουκαμ ίσου του. Σ κεφτόταν έντονα ποτήρια γεμότα μπ ί ρα - το ελαφρύ βούισμα μετό το πρώτο, τη ζόλη μετό το δεύτερο, το μπέρδεμα της γλώσσας μετό το τρ ίτο, το καθαρό μυαλό μετό το τέταρτο, την ευφορ ία μετό το πέμmο ... Κο ίταξε τον σγουρομόλλη, μελαχρινό όντρα με τα αραιό γέ νια και διέ κοψε τους συλλογισμούς του - όχι πολύ ευγενι κό: «Δόκτορα Μόαζ, σας παρακαλώ να α κο ύσετε αυτόν το δίσκο. Θα σας δανείσω το γραμμόφωνο από το εργαστή ριο της αστυνομ ί ας. Αν συναντήσετε προβλή ματα στη μετόφραση, να επι κοινωνήσετε [104]
μαζί μου. Ο καθηγητής Αντρέα και κόποιος Χέρμαν Βίνκλερ είναι στη διόθεσή σας. Τα κείμενα είναι πιθανόν στην εβραϊκή γλώσσα » . «Δεν ξέρω αν σας ενδιαφέρει » -ο Μόας κοίταξε τον Άνβαλντ με μνησικακ ία- «αλλό πρόσφατα κυκλοφόρησε η τρίτη έ κ δ οση της γραμματικής της εβραϊκή ς, γραμμένης από μένα. Τη γλώσσα αυτή τη γνωρ ίζω αρκετό καλό, και δεν χρειόζομαι απατεώνες του είδους του Αντρέα. Τον Βίνκλερ δεν τον ξέρω, και δεν επιθυμώ να τον γνωρίσω » . Γύρισε απότομα και έκρυψε το δίσκο κότω από το σακόκι του. «Σας χαιρετώ. Ελότε α ύ ριο να πόρετε τη μετόφραση των κειμέ νων. Π ιστεύω πως θα τα καταφέρω » πρόσθεσε με πικαρισμένο τον τόνο της φωνής του. Ο Άνβαλντ δ εν έδ ωσε ση μασία στην ειρωνε ία του Μόας. Εδώ και λίγα λεπτό προσπαθούσε πυρετωδώς να θυμηθεί τι ήθελε να τον ρωτήσει. ·Εδ ιωχνε νευρικό από το μυαλό του τις εικόνες με τα ποτ ή ρια τα γεμότα αφρ ώδη μπ ί ρα, και από τ' αυτιό του τις φωνές των παι δ ι ών που έτρεχαν στα μονοπ ότια. Τα φύλλα των μεγόλων πλ ατανι ώ ν σχη μότιζαν ένα θ όλ ο, κ ότω απ ό τον οπο ί ο κρεμ όταν μια παχιό ομίχλ η απ ό σκ όνη. Ο Άνβαλντ αισθόνθηκε τον ι δ ρ ώτα να τρέχει σαν ποτόμι ανόμεσα στις ωμοπλότες του. Κοίταξε τον Μόας, που ολ οφ όνερα περ ί μενε μια συγγνώμη, και ε ίπε με στεγνό λαιμ ό : «Δ ό κτορα Μόας, γιατί αποκαλέσατε τον καθηγητή Αντρ έα απα τεώ να;» .
Ο Μόας ξέχασε μόλλον την προσβολή , γιατ ί ξαφνικό ζωντό νε ψ ε και ε ίπε: «Μπορε ίτε να το πιστέψετε ότι αυτ ός ο κ ρετίνος α νακ όλ υψε με ρ ι κ ές και νο ύργιες κοπτ ικ ές επιγραφές; Τ ις επεξεργόστηκε, και ύ στερα, βασισμένος σε αυτές, τροποπο ί ησε τ ην κοπτ ι κ ή γραμματι κ ή . Θα ή ταν θ αυμόσια ανα κ όλυ ψη, αν παρα βλέπαμε το γεγονό ς [105]
ότι τις επιγραφές τις συνέθεσε ο ίδιος. Απλώς χρειαζόταν ένα θέμα για τη μετα δ ι δ ακτορική του διατριβή. Αποκάλυψα την απάτη στο Semitische Forschungen. Ξέρετε με ποια επιχειρή ματα;». «Με συγχωρείτε, κύριε Μάας, αλλά βιάζομαι Ευχαρίστως μιαν άλλη φορά να ακούσω τη συναρπαστική αυτή ιστορία. Πάντως συ μπεραίνω ότι εσείς και ο Αντρέα δεν ε ί σαστε φίλοι, έτσι δεν είναι;» Ο Μάας δ εν άκουσε την ερώτηση. Κάρφωσε το αχόρταγο βλέμ μα του στο πλούσιο σώμα μιας κοπ έλας με πο δ ιά γυμνασίου που περνούσε ακριβώς μπροστά τους. Αυτό δ εν δ ιέφυγε της προσοχής του γεροντάκου, που πέταξε τη γόπα του τσιγάρου από την κεχρι μπαρένια πίπα του.
Μπρέσλαου, 8 l ουλίου 1934 Τ ρε ι ς κ α ι μ ι σή το από γ ευ μα
Ο Φόρστvερ ήπιε το τρ ίτο του σvαπς μέσα σε ένα τέταρτο και έφα γε ένα βραστό λου κάνικο γαρνιρισμένο με καυτερό ραπανάκι Η μεγάλ η δόση του αλ κοόλ τον ηρέμησε λιγάκι Καθόταν άκεφος σε μια ιδιαίτερη αίθουσα, χωρισμένη από τον υπόλοιπο χώρο με μια βελούδινη βυσσινί κουρτίνα, και προσπαθούσε με το δυνατό ποτό να χαλ αρώσει το σφίξιμο της μ έγγενης στην οπο ί α τον ε ίχε πιά σει ο Μοκ πριν από λίγο. Ήταν δύ σκολ ο, αφο ύ οι δ αγκ άνες της ήταν δυο τ ερ άστ ιες και μισητές δυνά μεις - ο Έ μπερχαρντ Μοκ και ο Έρ ιχ Κ ρ ά ους. Βγαίνοντας από το δ ιαμέρισμά του στην Κάιζερ Β ίλχελμ Στράσε, άκουσε το επίμονο χτύπημα του τ η λεφώνου. Ήξερε πως τ ηλεφωνούσε ο Κ ρ άους για πλ η ροφορ ίες σχετ ι κά με την αποστολή του Άνβαλντ. Περιμένοντας στο πεζοδρόμιο στ η στάσ η τ ων τ ραμ, [106]
του 2 και του 1 7, μέσα στη ζέστη, συλλογιζόταν την ανη μποριά τη δική του, του Μοκ, του Κράους και προπάντων του βαρόνου Φον KέπερλΙVΓK. Βλ αστή μησε τα άγρια όργια στην έπαυλη και στους κήπους του βαρόνου στο Καντ, όπου ανήλικες γυμνές νύμφες και σγουρομάλληδες έρωτες πρόσφεραν αμβροσία, και η πισ ίνα ήταν γεμάτη γυ μνούς χορευτές και χορεύτρ ιες. Ο Φόρστvερ ένιωθε ασφαλής κάτω από τα φτερ ά του παντο δύναμου Π ιόντεκ, ακόμα περισσότερο όσο ο αρχηγός του είχε άγνοια για την ι διωτική ζωή και τις επαφ ές του βοηθού του. Δεν τον απασχολο ύσε ο Μοκ, μο λονότι ήξερε από τον Π ιόντεκ πως, έπειτα από την απερ ίσκεmη παρατή ρηση του βαρόνου Φον Κέπερ λινγκ, ο αστυνόμος απο κτούσε όλο και περισσότερες πλ η ροφορίες για το άτομό του. Η θεαματική προαγωγή του στη θέση του διευθυντή του Τμή ματος Δίωξης Εγκλή ματος τον είχε κοιμίσει και είχε εξασθενίσει τελείως τ η ν προσοχή του. Οταν τ η « Ν ύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» έπε σε ο Χάινες, ο Π ιόντεκ και όλη η ηγεσία των Ταγμάτων Ασφαλείας του Μπρέσλαο υ, ο ΦόΡΣΤVερ -τυπικά υπάλληλος της Δίωξης Εγκλή ματος- σώθ ηκε, αλλά έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Εξαρτήθη κε ολοκλ η ρωτικά από τον Μοκ. Μ ια λέξ η, ένας ψίθυ ρος στον Κ ρ άους για τις επαφές του, και ο Φό ρστvερ θα έπεφτε στην ανυπαρξία μαζί με τους πρώην προστάτες του. Κα θώς ήταν ομοφυλόφ ιλος, σίγουρα θα του φέρονταν δυο φορές πιο σκλ η ρά. Απ ό την πρώτη μέρα ανάλ η ψης των καθη κόντων του, ο καινούρ γιος αρχηγός της Γκεστάπο είχε αναγγείλει ότι , αν έβρισκε έναν ομοφυλόφ ιλο στο τμήμα του, «αυτός θα έχει το ίδιο τέλος με τον Χάινες». Ακόμα και αν άφηνε ήσυχο τον ΦόΡΣΤVερ, αστυνομικ ό άλ λ ου τμή ματος, σ ίγου ρα θ α σταματούσε να τον στη ρ ίζει. Και τότε ο Μ οκ θ α τον τσάκιζε με μεγάλη ευχαρ ί στηση. [107]
Ο Φόρστνερ προσπόθησε να ηρεμήσει τα νεύρα του με ένα τέ ταρτο, τώρα μικρότερο όμως, σvαπς. Άλειψε ένα ψωμόκι με καυτε ρό ραπανό κι και λίπο ς. Το έφαγε και έκανε μια γκριμότσα. Κατόλ α βε πως ο Μοκ, όχι ο Κρόους, ήταν αυτός που έσφιγγε τη μέγγενη με περισσότερη δύνα μ η . Αποφόσισε να αναστείλει τη συνεργασία του με την Γκεστόπο ό σο ο Άνβαλντ δ ιεξήγε τη μυστη ριώδη του έρευνα. Τη σιωπή του μπορο ύσε να τη δ ικαιολογήσει στον Κρόο υς ως αποτέλεσμα της ασυνή θιστης μυστικότητας της έρευνας . Σε αυ τή την περίπτωση η πτώση του ήταν απλώς πιθανή . Αν όμ ως δυσ α ρεστούσε τον Μοκ αρνούμενος να συνεργαστεΙ, τότε η καταστρο φή του ήταν αναμφ ίβολη . Όταν πια, με αυτό τ ο σκεπτικό, ξεχώρισε τ η ν αλήθεια από την πιθανότητα, ο Φόρ στνερ ανακουφίστηκε. Ση μείωσε στην ατζέντα του την ανεπίσημη εντολή του Μοκ: « Να γίνει ένα λεπτομερές ντο σιέ για το υπη ρετικ ό προσωπικό του βαρόνου Ολιβιέ φον ντερ Μόλτεν». Έπειτα κοίταξε το σκεπασμένο με πόγο ποτηρόκι και ήπιε μεμι ό ς το ΣVαπς του.
Μπ ρέσλαου, 8 l ο υλίου 1934 Τ έσσερ ι ς παρά τέταρτο το από γ ευμα
Ο Άνβαλντ καθόταν στο τραμ της γραμμής 1 8 και κοίταζε με μεγό λο ενδιαφέρον τη θ αυμόσια κρεμαστή γέφυρα την οποία δ ιέσχιζε. Από δ εξιό περνούσαν φευγαλέα κτίρια από κόκκινα τού βλα και μια εκκλησία τυλιγμέν η με παλιές καστανιές, και από αριστερό γερές πολ υκατο ικίες. Το τραμ σταμότησε σε κόποια πλ ατεία γεμότη κί νηση. Ο Άνβαλντ μέτρησε τις στόσεις, στην επ ό μεν η θα κατέβαινε. [108]
Το τραμ ξεκίνησε και γρήγορα αύξησε ταχύτητα. Ο Άνβαλντ προ σευχόταν να πήγαινε γρηγορότερα. Η αιτία ήταν μια μεγάλη σφή κα που είχε αρχ ί σει τον τρελό χορό της γύ ρω από το κεφάλι του. Αρχικά προσπάθησε να ε ίναι ήρεμος, μόνο τίναζε ελαφρά το κεφά λ ι μια δεξ ιά και μια αριστερά. Αλλά οι κινήσεις αυτές ξύπνησαν το ενδ ιαφέρον του εντόμου, που επέλεξε τη μύτη του Άνβαλντ. (Θυ
μάμαι: βάζο με χυμό βύ σσινου στο παντοπωλείο στο Βερολίνο, εξορ Υισμlνες σφήκες που τσιμπούσαν τον μικρό Χlρμπερτ, ytλlo του πω λητή, μυρωδιά από φλούδες κρεμμυδιών πάνω στα τσιμπήματα.) Έχασε τον αυτοέλεγχό του και ά ρχισε να χτυπάει ακαν όνιστα με τα χέρια του. Κάποια στιγμή πέτυχε τη σφή κα . Τη χτύπησε ελαφρά με τα δάχτυλά του, και αυτή έπεσε στο πάτωμα του τραμ. "Ηταν έτοι μος να τη λ ιώσει με το παπο ύτσι του, όταν ξαφνικ ά το τραμ φρένα ρε και ο αστυνομικός έπεσε πάνω σε μια παχουλή κυρία. Το έντομο π έταξε με βόμβο και κάθισε στην παλάμη του Άνβαλντ, αλλά αντ ί για τσ ίμπη μα ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα εφη μερίδας, και έπειτα άκουσε τον χαρακτη ριστικό ήχο. Κοίταξε με ευγνωμοσύνη το σω τήρα του - έναν μέτριου αναστή ματος γεράκο με συμπαθητικό παρουσιαστικ ό , που μόλις πατούσε τον επιτιθέμενο. Ο Άνβαλντ τον ευχαρ ί στησε ευγενικά. (Από πού τον ξlρω;) Και κατέβη κε στη στάση. Ακολουθώντας τις ο δ ηγίες του Μοκ, πέρασε απ έναντι και β ρ έθη κε ανάμεσα σε δ ιάφορα κτίρια γραφείων. Σε ένα από αυτά δ ιά βασε την επιγραφή : «ΠΑΝΕΠΙΠΗΜΙΑΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ». Έστριψε αρι στερά. Οι τοίχοι έβγαζαν μεγάλη θερμότητα, στην κυριολεξία έκαι γαν, τα υπόγεια βρομοκοπούσαν ποντικοκτόνο. Έφτασε μέχρι το ποτάμι, στ η ρίχτηκε στα κάγκελα και έβγαλε το σακάκι του. ·Εχασε τον προσανατολισμό του, μάλλον είχε πάρει λάθος δρόμο. Κοίτα ξε μήπως βρει κάποιον να τον ρωτήσει για τη Χάνσα Στράσε. Στα κά[109]
γκελα πλησίασε μια χοντρή υπη ρετριο ύλα, κουβαλώντας tVOV με γάλο κου βά γεμάτο στάχτη . Αργά, χωρίς Va εvοχλείται από τηv παρουσία του μάρτυρα, άρχισε Va τηv πετάει στο ποτάμι Ξαφvικά σηκώθη κε αέρας - προάγγελος καταιγίδας. Η στάχτη αvέμισε γύ ρω απ ' τοv κου βά και έπεσε στο πρ ό σωπο, το λαιμό και τους ώμους του εξοργισμέvου Άvβαλντ. Ο αστυvόμος έστειλε προς τη μεταvιω μέvη ήδη κοπελίτσα μια σειρ ά απ ό βρισιές, και πήγε Va ψάξει για κάποια βρύση με καθαρό vερό. Δεv βρή κε, οπότε αρκέστη κε Va τιvάξει τη στάχτη από το πουκάμισό του και Va σκουπίσει το πρό σωπο με tVa μαντιλάκι Η περιπέτεια με τη σφή κα και τη στάχτη, και το ότι δ εv γvώριζε το Μπρέσλαου Eixav aaV αποτέλεσμα Va αργήσει στο ραντεβού με τη Λέα Φριντλέντερ . Όταv επιτέλους βρήκε τη Χάvσα Στράσε και το φωτογραφικό και κιvη ματογραφ ικό στο ύντιο «Φαταμοργκά Va», η ώρα ήταv κιόλας τέσσερις και τέταρτο. Στη βιτρίvα ήταv κα τεβασμέvη μια ροζ κουρτίvα, και στηv είσοδο καρφωμέvη μια επι γραφή που έλεγε: «ΕΙΣΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΣΩ ΑΥΛΗ». Ο Άvβαλντ ακο λ ο ύθ ησε τηv ο δ ηγ ί α. Χτυπούσε αρκετή ώ ρα. Έπειτα από μερικά λ επτά η π ό ρτα άv οι ξε και εμφαvίστηκε μια κοκκιvομάλλα υπη ρέ τρια. Με ξεvική προφορά δήλωσε ότι η «δεσποιvίς Σουζάvα» δ εv δ εχ όταv αργοπορ η μέvους πελάτες . Ο Άvβαλντ ήταv ήδη πολύ εκvευρισμέvος. Π ροσπέρασε τηv κοπέλα χωρ ίς KOV Va ψάξει για ευγεvικά λόγια και κάθισε στη μικρή αίθουσα αvαμοvής. «Π είτε, παρακαλώ, στη δεσπο ιvίδα Φριντλέντερ πως είμαι ξε χωριστό ς πελάτης». Άvαψε ή ρεμα τσιγάρο. Η υπηρ έτρια έφυγε με μια κεφάτη έκ φ ραση στο πρόσωπο. Ο Άvβαλντ άvοιξε όλες τις πόρτες εκτός από εκείvη όπου εξαφαvίστηκε η κοπέλα. Η πρ ώτη ο δηγούσε σε tVa [110]
μπόνιο με γαλόζια πλακό κια. Την προσοχή του τρόβηξε η μπανιέ ρα, ασυνήθιστου μεγέθους, σε μια ψη λή βόση, και ο μπιντές. Αφού εξερε ύνησε όλο τον παρόξενο εξοπλ ισμό, ο Άνβαλντ μπή κε στον μπροστινό μεγόλο χώρο, όπου στεγαζόταν το κινη ματογραφικό στούντιο «Φαταμοργκόνα» . Στη μέση υπή ρχε ένα μεγόλο ντιβόνι με χρυσές και κό κκινες μαξιλόρες. Γύρω ήταν τοπο θετη μένοι προ βολείς και μερικό ψόθινα παραβόν, όπου κρέμονταν κομψό δ αντε λένια εσώρουχα. Δεν υπή ρχε αμφιβολία για το ε ίδος των ταινιών που γ ύριζαν εκε ί . Άκουσε ένα θόρυ βο. Στρόφ η κε και στην πόρτα αντ ί κρισε μια ψηλή, μελαχρινή γυνα ί κα. Φορούσε μονόχα κόλτσες και μαύρη δ ιόφανη ρό μπα. · Εβαλε τα χέ ρια της στους γοφούζ, απ 0καλύmοντας έτσι όλ α τα μυστικό του όμορφου σώματός της. «Αργήσατε μισή ώρα . Οπότε δεν έχουμε πολύ χρόνο». Μ ιλούσε αργό, τονίζοντας τις συ λλ αβές. Πλησί ασε το ντι βόνι κουνώ ντας τους γοφο ύ ς. Έδ ινε την εντύπωση πως τα δύο μέτρα που περπ ότησε ήταν πόνω απ ό τις δ υν ό μεις της. Κόθ ισε βαριό, και με το λεmό χέρι της του έκανε ν ό η μα να καθίσει κι αυτός. Ο Άν βαλντ πήγε προσεχτικό κοντό της, κι εκείνη τον τρόβηξε προς το μέρος της. Έμοιαζε λ ες και ποτέ δεν θα κατόφερνε να του ξεκου μπώσει το παντελόνι Τη δ ι έκοψε και πήρε το μικρ ό της πρόσωπο στα χέρια του. Τον κοίταξε έκπλη κτη . Οι κόρες των ματιών της όνοιξαν τελείως, KaMmOVTac:; τις ίριδ ες. Ο ι σκιές δ ι έγραφαν το πρόσωπο της Λέα στο μισοσκότα δ ο - χλωμό και όρρωστο . Τίναξε το κεφ όλ ι, η ρό μπα γλίστρησε από τους ώμους τηζ, φανερώνοντας φρέσκα ση μόδια απ ό σύριγγες. Ο Άνβαλντ ένιωσε το τσιγόρο να του κα ί ει τα χείλη . Το έφτυσε γρήγορα, στοχεύοντας στην πορσε λόνινη λεκόνη . Η γόπα έσβησε στο λ ιγοστό νερό. Έβγαλε το σακόκι και το καπέλο του. Κόθ ισε στην πολ υ θ ρόνα απέναντι από τη Λέα. [111]
Οι ακτίνες του ήλιου που έδ υε περνο ύ σαν από τις ροζ κουρτίνες και χόρευαν στον τοίχο. «Δεσποινίς Φριντλέντερ, θέλω να μιλήσουμε για τον πατέρα σας. Μόνο λίγες ερωτήσεις...» Η Λέα κατέβασε το κεφάλι, στήριξε τους αγκώνες στους μηρούς, σαν να την έπαιρνε ύ πνος. «Για ποιο λόγο; Π οιος ε ίστε;» Ο Άνβαλντ μάλλον περίμενε τις ερωτήσεις αυτές. «Ονομάζομαι Χέρμπερτ Άνβαλντ και είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ. Δ ιεξάγω μια έρευνα για το θάνατο της Μαριέτα φον ντερ Μάλτεν. Ξέρω ότι ο πατέρας σας εξαναγκάστηκε να ομολογήσει την ένοχή του. Γνωρίζω επίσης τις ανοησίες του Βάισμπεργκ - ή αλλιώς Βίν κλερ ...» Σταμάτησε. Ο λ αιμ ός του στέγνωσε. Π ήγε στο νεροχ ύτη στη γωνία και για ένα λεπτό έπινε νερό κατευθείαν από τη βρύση . Μετά κάθισε πάλι στην πολυθρόνα. Το νερό που ήπιε εξατμιζόταν μέσα από το δέρμα του. Σκούπισε με το χέ ρι το κ ύ μα του ι δρώτα και έκα νε την πρώτη ερώτηση . «Κάποιος έμπλεξε τον πατέρα σας. Ίσως ακριβώς οι δ ολοφόνοι Π είτε μου, ποιος είχε λόγο να τον παρουσιάσει ως δ ολοφόνο;» Με μια αργή κίνηση η Λέα έκανε πέρα τα μαλλ ιά από το μέτωπό της. Δεν μίλησε. «Αναμφίβολα ο Μοκ» απάντησε στον εαυτό του. « Χάρη στην ανεύρεση του "δ ο λ οφ ό νου " πή ρε προαγωγή . Π ραγματικ ά όμως μου είναι δύ σκολο να σκεφτώ ότι ο δ ιευθυντής είναι τόσο αφελ ής. Ή μήπως οι δολοφόνοι της βαρονέσας τον ο δ ήγησαν σ' εσάς; Ο βαρόνος Φον KέπερλΙVΓK; Οχι, δ εν στέκεΙ. Κανένας ομοφυλόφ ιλος δεν είναι σε θέση να βιάσει δύ ο γυναίκες μέσα σ' ένα τέταρτο της [112]
ώρας . Επιπλέον ο βαρόνος, υποδεικνύοντας το μαγαζί σας ως το μέρος όπου αγό ρασε τους σκορπιο ύς, έλεγε την αλήθεια, επομ έ νως δεν φαίνεται όλα τούτα να κατασκευάστη καν εκ των υστέρων . Εν συντομ ία, τον πατέρα σας τον πρόσφερε στον Μοκ κ άποιος που ήξερε ότι ο βαρόνος αγόρασε κάποτε από εσά ς σκορπιούς, και που επ ί σης ήξερε για την ψυχική ασθένεια του πατέρα σας. Αυτός ο κ ά ποιος βρή κε στο πρόσωπο του πατέρα σας το ιδ ανικ ό θύ μα. Ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει για τους σκορπιούς και για την ασθένεια του πατέρα σας; Για σκεφτείτε λίγο. Μ ήπως ή ρθε κάποιος άλλος εκτός από τον Μοκ που ρωτούσε για το άλλοθ ι του πατέρα σας; Μ ήπως κάποιος ιδιωτικός ντετέκτιβ, όπως εγώ;» Η Λέα Φριντλέντερ ξάπλωσε στο πλά ι και στήριξε το κεφ άλι στο λυγισμένο χέρι της. Στο στό μα είχε ένα τσιγάρο. «Αν σας πω, θα πεθάνετε ... » Γέλ ασε σιγανά. «Είναι πολύ διασκε δαστικό . Μπορώ να εκδίδω καταδικαστικές αποφάσεις». Γ ύρισε ανάσκελα, και το τσιγάρο έπεσε από τα βαμμένα χείλη τη ς. Ο Άνβαλντ με μια γρήγορη κ ίνηση το π έτα ξε στην πορσελάνι ν η λ εκάν η. Ση κωνόταν από το ντιβάνι, όταν η Λέα κρεμάστηκε από το λαιμό του. Θέλοντας και μη, ξάπλωσε πλά ι της. Και οι δύ ο τώρα ήταν ξαπλωμένοι μπρούμυτα, ο ένας κοντά στον άλλο. Το μάγουλο του Άνβαλντ άγγ ιζε τον βελούδινο ώ μο της. Η Λέα έβαλε το χέρι του άντρα στην πλάτη της και του ψιθύρισε στο αυτ ί: «Θα πεθάνετε. Αλλά τώρα είστε πελάτης μου. Οπ ότε κάντε αυτό που πρ έπει να κάνετ ε. Ο χρ όνος τελει ώνει. .. » Γ ια τη Λέα Φριντλέντερ ο χρ όνος πραγματικά τέλειωσε. Αποκοι μήθ η κε. Ο Άνβαλντ γύ ρισε αν ά σκελα την αναίσθητη κοπ έλα και σήκωσε τα βλέφαρά τ η ς. Τα μάτια της ήταν γυρισμένα προς τα πά νω. Π άλεψε για λίγο με τον πόθο που τον πλημμ ύριζε . Συγκρατήθη [113]
κε όμως, έβγαλε τη γραβάτα και ξεκούμπωσε το πουκάμισο ως τη μέση. Χαλάρωσε και δ ροσίστηκε λίγο μ ' αυτό τον τρόπο, βγή κε στο χολ, και έπειτα σε έναν άλλ ο χώρο που προηγουμένως δ εν ε ίχε δ ει - σ' ένα σαλόνι γεμάτο έπιπλα σκεπασμένα με μαύρα καλύμματα. Εδώ επικρατούσε μια ευχάριστη δροσιά - τα παράθυρα έβλεπαν στην αυλή. Μια πόρτα ο δηγού σε σε μια κου ζίνα. Ούτε ίχνος της υπηρέτριας. Παντού βρόμικα σκεύη και μπουκάλια από μπ ίρες και λεμονάδ ες. (ΤΙ κάνει σ' αυτό το σπίτι η υπηρέΓρια; Μάλλον γυρίζει ται
νίες μαζί με την κυρία της.. ) Π ή ρε ένα από τα κα θαρά ποτή ρια και το .
μισογέμισε νερό. Με το ποτήρι στο χέρι, πέρασε σ' ένα δωμάτιο χω ρίς παράθυρα, το οπο ί ο τέλειωνε την παράξενη διαδοχή. (Αποθήκη;
Δωμάτιο υπηρεσίας;) Σχεδόν όλο το χώρο τον καταλάμβανε ένα σι δερένιο κρεβάτι, ένα σκαλιστό σεκρετέρ και μια τουαλέτα με ένα πορτατίφ με όμορφο, λεmό σχή μα. Στο σεκρετέρ υπήρχαν καμιά δ εκαριά βιβλία δεμένα με ξεθωριασμένο ύφασμα. Στις ράχες ήταν τυπωμένοι με ασήμι οι τίτλοι Ένα ήταν χωρίς τίτλο, και αυτό κέντρι σε την περιέργεια του Άνβαλντ. Το άνοιξε - ένα μισογραμμένο με στρόγγυλα γράμματα ση μειωματά ριο. Στην πρώτη σελίδα έγραφε καλλιγραφικά: «Λέα Φριντλέντερ. Η μερολόγιο». Έβγαλε τα παπο ύ τσια του, βολεύτη κε στο κρεβάτι και βυθίστηκε στην ανάγνωση . Δεν ήταν συνηθισμένο η μερολόγιο, μάλλον ήταν πρό σφατα γραμ μένες αναμνήσεις από την παιδική και νεανική ηλικία της Λέα. Ο Άνβαλντ συνέκρ ινε τη φαντασία του με τη σκηνή ενό ς θεά τρου που στηνόταν και ξεστηνόταν συνέχεια. Συχνά έβλεπε μπρο στά στα μάτια του, έντονα ρεαλιστική, τη σκηνή που μόλις διάβαζε. Έτσι, όταν δ ιάβαζε τα απομνη μονεύ ματα του Γκούσταβ Νάχτιγκαλ, ένιωθε κάτω από τα π όδ ια του την καυτή άμμο της ερή μου, και στα ρουθούνια του τη μυρωδιά των καμήλων και των οδ η γών της φυ[114]
λής Τιμπού. Μόλις σταματούσε να διαβάζει, η κουρτίνα έπεφτε, τα επινοη μένα σκηνικά εξαφανίζονταν. Όταν επέστρεφε στο βιβλίο, επέστρεφαν και τα σκηνικά, άρχιζε και π άλ ι να κα ί ει ο ήλιος της Σαχάρας. ·Ετσι και τώρα έβλεπ ε ό,τι διάβ αζε: Το πάρκο, τον ήλιο να περνάει μέσα από τα φύλλα των δέντρων . Οι ακτίνες αντανακλο ύ σαν στις δαντέλες των φουστανιών των νεαρών μητέρων, και δίπλα τους έτρεχαν μικρά κορίτσια. Κοίταζαν τις μανάδ ες ίσια στα μάτια και έχωναν τα κεφάλια κάτω από τις μασχάλες τους. Δίπλα βόλταρε μια ωραία κοπέλα μ' έναν χοντρό πατέρα, που περπατούσε με μικρά βή ματα και με πνιχτή φωνή έβριζε τους άντρες που έτρωγαν με τα βλέμματα την κόρη του. Ο Άνβαλντ έ κλεισε τα μάτια του και πήρε μια άνετη θέση. "Υστερα γύρισε πάλ ι στις σελίδες του ημερολογίου. Τώρα έβλεπε μια σκοτεινή αυλή. ·Ενα μικρό κορίτσι είχε πέσει από τα κ άγκελα που ήταν για το τίναγμα χαλιών και φ ώναζε «Μα μά!». Πλ ησ ί ασε ο πατέρας και αγκ άλ ιασε τη μικρή. Το στόμα του μύρι ζε τον γνώριμο καπνό. Το μαντ ίλ ι του πατέρα σκούπισε τα δά κρυα που κυλο ύ σαν στα μ άγουλά της. Άκουσε ένα θόρυβο στην κουζίνα. Κοίταξε και είδε μια μαύρη γάτα που περπατούσε μεγαλόπρεπα στο περβάζι Η ρέμησε και συ νέχισε να διαβάζει Το σκηνικό που έβλεπε τώρα ήταν κάπως θολό. Ένα βαθύ πρά σινο χρώμα γέμιζε την εικόνα με μεγάλους λεκέδες. Δάσος. Τα φύλ λα των δέντρων κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια δύο μικρ ώ ν παι διώ ν που, πιασμένα χέρι χέρ ι, ακολουθούσαν ένα μονοπάτι Παιδιά ά ρρωστα, παραμορφωμένα , πνιγμ ένα στο σκοτεινό πράσινο χρώ μα του δάσους, στην υγρασία του μούσκλου και στο σκλη ρό άγγι σμα των χόρτων. Δεν ήταν φαντασία ... Ο Άνβαλντ κοιτο ύσε τον πί[115]
νακα που κρεμόταν πόνω από το κρεβότι. Διόβασε την επιγραφή: «Χόιμ Σουτίν. Εκδ ιωγμένα παιδιό». Ακούμπησε το ξαναμμένο μόγουλό του στο προσκ έφαλο του κρεβατιού. Κοίταξε το ρολόι Πλησί αζε εφτό η ώρα. Ση κώθη κε με δ υσκολία και πήγε στο στούντιο. Η Λέα Φριντλέντερ είχε ξυπνήσει από τον ναρκωτικό λήθαργο, παρέμενε όμως ξαπλωμένη στο ντιβόνι, με τα πόδια ανοιχτ ό . «Πληρώσατε;» Έστειλε στον Άνβαλντ ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα των ε ί κοσι μόρ κων. Η κοπ έλα τεντώθη κε, και ακούστη κε ένα κρακ στις αρ θρώσεις της. Τίναξε δύο φορές το κεφόλι και τσlρ ιξε: «Σας παρακαλώ να πηγαίνετε ... ». Τον κοίταξε ικετευτικό, γύ ρω από τα μότια της είχαν κόνει την εμφόνισή τους μαύροι κύκλοι «Δεν αισθόνομαι καλό ... » Ο Άνβαλντ κού μπωσε το πουκόμισο, έδ εσε τη γραβότα, φόρε σε το σακόκι Έκανε για λίγο αέ ρα με το καπέλο. «Θυ μόστε για ποιο θέμα μιλήσαμε, ποια ερώτηση σας έκαν α; Για ποιον με προειδοποιήσατε;» «Μην με κουρόζετε όλλο! Ελότε μεθαύριο την lδια ώ ρα ... » Τ ρό βηξε τα γόνατα ως το πιγούνι της, σαν ένα μικρό, ανυπερόσπιστο κορίτσι Π ροσπαθούσε να συγκρατήσει τις νευρικές συσπόσεις και το τρεμούλιασμα του σώματός της. «Και αν μεθαύ ριο δ εν μόθω τ ί ποτα; Π ού να ξέ ρω πως δ εν θα ποτίσεις το σώμα σου με τίποτα αηδίες;» «Δεν έχετε όλλη επιλογή ... » Η Λέα τινόχτη κε απότομα και κόλ λ ησε απεγνωσμένα στο σώμα του. «Μεθαύ ριο ... με θ αύ ριο ... σας ικετεύω ... » [116]
(Στόμα που μυρίζει γνώριμη μάρκα καπνού, ζεστή αγκαλιά μη τέρας, εκδιωγμένα παιδιά.) Τ ο αγκάλ ιασμά τους αποτυπώθ η κε στον το ίχο-καθ ρέφτη του στο ύντιο. Έβλεπε το π ρόσωπό το υ . Δά κρυα π ο υ δ εν τ α είχε συνειδητοποιήσει είχαν σχηματίσει δ υο αυ λά κια στη στάχτη που είχε φέρει στα μ άγουλά του ο κακόβου λος αέρας.
Μπ ρέσλαου, 8 l ουλίου 1934 Εφτά κ α ι τέταρτο το Βράδυ
Ο σοφέρ του Μοκ, ο Χάιντς Στάουμπ, φρέναρε απαλά και πάρκαρε το Άντλερ στο πλακόστρωτο μπροστά από τον Κεντρικό Σταθμό. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το αφεντικό του ερωτη ματικά. «Σε παρακαλώ, περ ί μενε λίγο, Χά ιντς. Α κό μ η δεν κατεβα ί νουμε». Ο Μ ο κ έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα φάκελο. Άνοιξε το γράμμα, γραμμένο με μικρ ά, άνισα γρά μματα. Το δ ιάβασε προσε χτικά μ ί α ακόμα φορά: Αγαπητέ κ ύριε Άνβαλντ! Θέλω να έχετε, στην αρχή της δικής σας έρευνάς, όλη την αλήθεια σχετικ ά με την πορε ία της δ ικής μου. Σας δηλώνω ότι ποτέ δεν πίστεψα στην ενοχή του Φριντλέντερ. Ούτε η Γκεστά πο πίστεψε. Ό μως και εγώ και η Γ κεστάπο χρειαζόμασταν τον Φ ριντλέντερ δολοφόνο. Ε μένα η κατηγορία εναντίον του Εβραίου με βοήθησε στην καριέρα μου, η Γκεστάπο τον χρησι μοποίησε στην προπαγάνδα της. Υπή ρξε θύμα σκευωρ ίας. Θα [117]
ήθελα ωστόσο να αναλύσω το σκεmικό σας: «Ό ποιος έμπλεξε τον Φριντλέντερ είναι ο δ ολοφόνος». Δεν είναι όμως η Γκεστό πο πίσω από το θόνατο της βαρονέσας. Π ρ όγματι ο μακαρίτης λοχαγός των Ταγμότων Εφόδου Βάλτερ Π ιόντεκ εκμεταλλεύτη κε με υπερβ όλλ οντα ζήλο τις πλ η ροφορίες που του έδ ωσε ο βαρόνος Βίλχελμ KέπερλΙVΓK (ο οποίος παρεμπιmόντως έχει πολλούς φίλους στην Γκεστόπο), αλλά θα ήταν σκέτος παραλο γισμός να υποστηρίξουμε πως η μυστική αστυνο μία έφτασε στο έγκλη μα μόνο για να καταστρέψει έναν μ έτριο έμπορο, και έπειτα να χρησιμοποιήσει το όλο θέμα για προπαγανδιστικούς λόγους. Η Γκεστάπο μάλλον θα είχε προβεί σε μια πολύ καλύτε ρα οργανωμένη προβοκότσια για να δ ικαιολογήσει ένα μεγόλο πογκρόμ εναντίον των Εβραίων. Σε αυτή την περίmωση καταλ λ ηλότερος ως θύ μα θ α ήταν κόποιος χιτλ ερικός αξιωματο ύ χος, όχι η βαρονέσα. Το ότι π ί σω από το έγκλη μα δ εν κρύ βεται η Γκεστάπο δεν σημαίνει πως οποιαδήποτε έρευνα γι ' αυτό το θέ μα θα αρ έ σει στους ανθρώπους της. Σε περίmωση που κόποιος βρει τους πραγματικούς δ ολοφόνους, ολόκλ ηρη η τερόστια προπαγαν διστική δραστηριότητό της θ α γελ οιοποιη θεί από τις αγγλικές και γαλλ ι κ έ ς εφημερ ίδες. Θέλ ω να σας προει δ οποιήσω γι ' αυ τούς τους ανθρώπους - είναι αδίστακτοι, και μπορούν να ανα γκ ά σουν τον κα θένα να παραιτηθε ί από την έ ρευνα. Αν -Θεός φυλόξοι- βρεθείτε στην Γκεστόπο, σας παρακαλώ να επιμείνε τε πεισματικό πως είστε πρόκτορας της Άμπβερ που προσπα θεί να αποκαλύψ ει ένα δί κτυο πολωνών μυστικών πρακτόρων στο Μπρέσλαου. Το γρό μμα αυτό είναι η απόδειξη της εμπιστοσύνης μου [118]
απέναντ ί σας. Και η καλύτερη απόδειξη της δικής σας θα είναι να το καταστρέψετε. Μετά τιμής, Έμπερχαρντ Μοκ yr.:
Φεύγω για διακοπές στο Τσόποτ. Κατά την απουσία μου το
υπη ρεσιακό Άντλερ είναι στη διάθεσή σας. Ο Μοκ έβαλε το γράμμα στο φάκελο και το έδωσε στο σοφέρ. Κατέβη κε από το αυτοκ ίνητο να πάρει λί γο αέρα. Το πεζο δρό μιο και οι το ίχοι του στα θ μού έκαιγαν. Η μέρα έμοιαζε με καμ ίνι Κάπου μακρι ά έξω απ ' την πόλη χάνονταν τα μικρά προμηνύματα μιας κα ταιγ ίδας. Ο δ ιευθυντής της Δίωξης Εγκλή ματος σκούπισε το πρό σωπό του με ένα μαντ ίλ ι και προχώρησε στην είσο δ ο, αψηφ ώντας τα ξελιγωμένα χαμόγελ α των ιερ όδ ουλων. Ο Χάιντς Στάουμπ κου βαλούσε δύο βαλίτσες. Καθώς ο Μοκ έφτανε στην αποβάθρα του, κ άποιος τον πλ ησ ί ασε και τον έπ ιασε απ ' τον αγκ ώνα. Ο βαρόνος Φον ντερ Μάλτεν, παρ ά τον καύσωνα, φορούσε ένα κομψό μάλλι νο κοστούμι με ασημ ένιες ρ ίγες. «Μπορώ να σε ξεπροβοδίσω, Έμπερχαρντ;» Ο Μοκ έγνεψε με το κεφάλι, αλλά δ εν κατάφερε να κρύψει από το πρόσωπό του την απορία και την απροθυμία. Ο Φον ντερ Μάλ τεν δεν το πρόσεξε και προχωρούσε σιωπηλός. Ήθελε ad infinitum να καθυστερήσει την ερώτηση που έπρεπε να κάνει στον Μοκ. Σταμάτησαν μπροστά στο βαγόνι της πρώτης θέσης. Ο σοφέρ ανέ βασε στο κουπέ τις βαριές βαλίτσες, ο εισπράκτορας έκανε νόη μα στους ταξιδιώτες να ανέβουν στο τρένο. Ο βαρόνος έπ ιασε με τα χέρια το πρόσωπο του Μοκ και τον τράβηξε κοντά του σαν να ήθε[119]
λε να τον φ ιλήσει, αλλό αντί για φ ιλί τού έκανε την ερώτηση. Και αμέσως μετό έκλεισε τ' αυτιό του για μην ακούσει την απόντηση. «Π ες μου, ·Ε μπερχαρντ, είπες στον Άνβαλντ ότι εγώ·σκότωσα τον δύστυχο Φριντλέντερ;» Ο Μοκ ένιωσε θριαμβευτής. Ο Χόιντς Στόουμπ κατέβη κε από το βαγόνι αναγγέλλ οντας πως το τρένο αναχωρο ύσε. Ο Μοκ χα μογελ ούσε, ο βαρόνος έκλεινε τα μότια και τ' αυτιό του, ο εισπρό κτορας ζητούσε ευγενικό από τους επιβότες να ανέβουν. Ο αξιω ματούχος της αστυνομ(ας τρόβηξε τα χέρια του βαρόνου απ ' τα αυτιό του. «Ακόμη δεν του το είπα ... » «Σε ικετεύω, μην το κόνεις!» . Ο εισπρόκτορας είχε αρχίσει να χόνει την υπομονή του, ο Στόουμπ επέμενε, ο βαρόνος τον κοίταζε με ικετευτική οργή, ο Μοκ χαμογε λ ούσε, η μηχανή έβγαζε σύννεφα ατμο ύ , ο Μοκ μπή κε στο κουπέ και φώναξε απ ' το παρόθυρο: «Δεν θα του το πω αν μου πεις γιατί ενδιαφέρεσαι τόσο». Το τρ ένο ξεκινούσε αργό, ο εισπρ όκτορας έ κλ εισε την πόρτα, ο Στόουμπ αποχαιρετούσε κουνώντας το χέρι, και ο Φον ντερ Μόλ τεν κρεμόστηκε απ ' το παρόθυρο και με δυνατή φωνή είπε τρεις λέξεις. Ο Μοκ έπεσε έκπλη κτος στα μαξιλόρια του καθίσματος, ο βαρόνος απομακρ ύνθη κε απ' το παρόθυρο, το τρένο αύξησε τα χ ύτητα, ο εισπρόκτορας κουνούσε με φρίκη το κεφ όλ ι, ο Στόουμπ κατέβαινε τις σκόλες, ένας ζητιόνος τραβούσε το βαρόνο από το μαν(κι (<<ο σεβαστός κ ύ ριος παραλίγο να πέσει κότω από τις ρ ό δες»), και ο Μοκ καθόταν ακίνητος στο κουπέ και επαναλόμβανε στον εαυτό του ότι αυτό που όκουσε δεν ήταν φροϊδ ική ψευδαί σθηση. [120]
Μπ ρέσλαου, 8 l ουλίου 1934 Οχτώ πα ρά τέτα ρτο το Βράδυ
Ο Μόας βρισκόταν στο τριών δ ωματίων διαμέρισμό του στην Ταουέ ντσιν Στρόσε 23 και ό κουγε το δίσκο γραμμοφ ώνου που έτριζε όσχημα αναπαρόγοντας τις εβραϊκές λέξε ις. Βουτούσε με πόθος τη μύτη της πένας του στο στρογγυλό μελανο δ οχε ί ο και γέμιζε το χαρτί παρόξενους, λοξούς χαρακτή ρες. Ξεχόστηκε εντελώς δ ου λεύ οντας. Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του κανένα δι σταγμό, καμιό αμφιβολία. Το κουδούνι της πόρτας απέσπασε την προσοχή του από τη γλώσσα της Βίβλου. Έσβησε το φως και απο φόσισε να μην ανοίξει Άκουσε έναν ήχο στην κλειδ αρι ό. (Θα είναι
μάλλον ο περίεργος ιδιοκτήτης της πολυκατοικίας. Θα νομίζει ότι λεί πω και θέλει να ρίξει μια ματιά.) Ση κώθη κε και προχώρησε οργισμέ νος στο χολ, σ ίγουρος πως θα έβλεπε τον πονηρό ι δ ιοκτήτη, με τον οποίο είχε προλόβει να τσακω θεί ήδη από την πρώτη μέρα για το θέμα του ενοικίου. Ο Μόας δ εν πλή ρωνε βέβαια ούτε ένα πφένιχ από την τσέπη του, αλλό για να μην τον περόσεl για χαζό τού π έτα ξε κόποιες σπόντες για εξωφρενικό κέρδ η. Οι όντρες που αντίκρισε δεν του όρεσαν επίσης. Στο χολ, εκτός από τον τρομαγμένο ιδιοκτήτη, στέκονταν τρεις ένστολοι Ες Ες. Και οι τρεις χαμογελούσαν σαρκαστικό. Αλλό ο Μόας δεν είχε καθόλου όρεξη γι ' αστεία.
Μπ ρέσλαου, 8 lουλίου 1934 Οχτώ το Βράδυ
Καθώς επέστρεφε με μια όμαξα στο σπίτι του, ο Άνβαλντ είχε ξαί121]
πλώσει στο κόθισμα και κο(ταζε γεμότος φόβο τις σκεπές των κτι ρίων. Είχε την α ί σθ ηση πως οι παρόλληλες γραμμές των απέναντι σκεπών ενώνονταν αποπόνω του σαν ένα κυματιστό ταβόνι. Έκλ ει σε τα μότια και για ένα λεmό επαναλό μβανε στον εαυτό του: «Είμαι καλό , δ εν έχω τ ίποτα». Σαν αντ ίλογος ήρθε πόλι στα μότια του ο π ί νακας του Χόιμ Σουτίν «Εκδιωγμένα παι δ ιό». Το αγόρι με τα κοντό παντελονόκια κότι έδ ειχνε με το χέ ρι στο κορΙτσι με το παραμορ φωμένο πόδι. Περπατούσε με κόπο, κρατώντας σφιχτό το χέρι του συντρόφου της. Το κ ίτρινο μονοπότι έκοβε στο βόθος τον σκούρο μπλε ουρανό και συναντούσε το επίμονο πρόσινο χρώμα του δό σους. Στο λ ιβόδι έσκαγαν τα κό κκινα αποστή ματα λουλουδιών. Ο Άνβαλντ όνοιξε ξαφνικό τα μότια και αντίκρισε το τερόστιο, όλο γένια πρόσωπο του αμαξό, που κοίταζε ύποmα τον πελότη του. «Είμαστε στην Τσίτεν Στρόσε». Ο Άνβαλντ χτύπησε δυνατό τον αμαξό στον ώμο. (Είμαι καλά,
δεν έχω τ(ποτα.) Χαμογέλασε πλατιό. «Υπόρχει σ' αυτή την πόλη κόνα καλό μπουρδέλο; Αλλό να εί ναι, όπως καταλ αβαίνετε, πρώτης τόξης. Κοπελιές με πισινο ύ ς σαν φορόδες. Τέτοιες μ ' αρέσουν». Ο αμαξός μισόκλεισε το μότι, έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του μια μικρή κόρτα και την έδωσε στον πελότη: «Εδώ ο αξιότιμος κύριος θα βρει όποια γυναίκα γουστόρει». Ο Άνβαλντ πλ ή ρωσε και πήγε στο γωνιακό εστιατόριο του Κό λερτ. Ζή τ ησε από τον αρχισερβιτόρο το μενού και, χωρίς καν να το κοιτόξει, έδ ειξε με το δόχτυλο ένα τυχαίο φαγητό. Έγραψε στη χαρτοπετσέτα τη διεύθυνσή του και την έδωσε στον ευγενικό σερ βιτόρο. [122]
Στο σπίτιδεν βρήκε δροσιά. Έκλεισε το παράθυρο που έβλεπε νοτιο δ υτικά και υποσχέθηκε στον εαυτό του να το ανο ίξει μόνο αρ γά τη ν ύχτα. Ξεντύθηκε και ξάπλωσε στο xαλl. Δεν έκλεινε τα μάτια του, φοβόταν πως ο πίνακας του Σουτίν θα επέστρεφε. Κάποιος χτύ πησε δ υνατά την πόρτα. Ο σερβιτόρος έφερε το φαγητό σκεπασμέ νο με αση μ ένιο καπάκι και, αφού εισέπραξε το πουρμπου άρ, έφυγε.
Ο Άνβαλντ μπή κε στην κουζίνα και άναψε το φως. Στηρίχτη κε στον το ί χο και έψαξε ψ ηλαφητά τη λεμονάδ α που ε ί χε αγορ άσει την προηγού μενη μ έρα. Το στομάχι του σφίχτη κε, ο λαιμός του στέ γν ωσε: Κάρφωσε το βλέ μμα του στη μεγάλη κατσαρίδα που, τα ραγμένη από το ρεύ μα αέρα, εξαφανίστη κε γρήγορα κάπου κάτω από τον μπρΟύντζινο νεροχύτη. Ο Άνβαλντ έ κλεισε με βρόντο την π όρτα της κουζίνας. Κάθ ισε στο τραπέζι και ήπιε μεμιάς το μισό μπου κ άλ ι λ εμονάδας, νομίζοντας πως έπινε βότκα. Πέρασε ένα τέταρτο ώσπου να φ ύ γει από τα μάτια του η εικόνα της κατσαρ ίδ ας. Κο ίταξε το φαγητό. Σπανάκι με αυγό μάτι Σκέπα σε γρήγορα το πιάτο για να αποφ ύγει την επόμενη εικόνα - η ξύλι νη κοκκινωπή επένδυση στην τραπεζαρία του ορφανοτροφείου, οι αναγούλες, ο πόνος της μύτης όπως την έσφιγγε με δ υο δάχτυ λ α, το αη διαστικό σπανά κι που έπεφτε στο στόμα με κουτάλ ι από αλουμίνιο. Σαν να προκαλούσε τον εαυτό του, σή κωσε πάλι το καπ ά κι και ά ρχισε, χωρ ί ς να σκ έφτεται, να ανακατε ύ ει με το πιρούνι του το φα γητό. Έσπασε το λεπτό περ ίβλη μα του κρό κου, που ξεχύθ η κε άφ θ ονος στο ασπρ άδι: Ο Άνβαλντ σχη μάτισε με το πιρούνι το γνώ ριμο τοπίο - ένα ολισθη ρό ελικοει δέ ς μονοπ άτι μ έσα στο βαθύ πράσινο του σπανακιο ύ. Στήριξε το κεφάλι στην άκρη του τραπε ζ ιο ύ , κατέβασε τα μου δ ιασμ ένα χέρια, και πριν τον πάρει ο ύ πνος [123]
γύρισε πάλι στο τοπίο από τον πΙνακα του Σουτίν. Κρατούσε το χέ ρι της ·Ερνα. Το άσπρο δέρμα του κοριτσιού ήταν σε έντονη αντίθε ση με το μπλ ε χρώμα της σχολικής της ποδιάς. Ο ά σπρος ναυτικός γιακάς σκέπαζε τους λεmούς της ώμους. Περπατούσαν στο στενό μονοπάτι, στον σκοτεινό δ ι άδ ρομο των δέντρων. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Σταμάτησε και ά ρχισε να τη φ ιλάει Κρα τούσε στην αγκαλιά του τη Λέα Φριντλέντερ. ·Ενα λιβάδ ι .. στα κο τσάνια των χόρτων γλιστρού σαν ζωύφια. Του ξεκο ύ μπωνε γρήγο ρα τα ρούχα του. Η αδελφή Ντοροτέα από το ορφανοτροφείο να φωνάζει: «Π άλι χέστη κες, κοίτα να δ εις πόσο ευχάρ ιστο ε ί ναι να κα θ αρίζει κανείς τα σκατ ά σου». Καυτή ά μμος να πέφτει στο σχι σμένο δέ ρμα. Η καυτ ή άμμος της ερή μου να κατακάθεται στο πέ τρινο δάπεδο. Στον ερειπωμένο τά φο να εισβάλλει ένας μ αλλ ιαρός τράγος. Ίχνη από οπλές πάνω στην άμμο. Ο άνεμος μπάζει την άμ μο από τις ακανόνιστες ρωγμές στους τοίχους. Από την οροφή π έ φτουν μικροί, αεικίνητοι σκορπιο ί. Τον κυκλώνουν και υψώνουν τις δ η λητηριώδεις κοιλ ιές τους. Ο ·Ε μπερχαρντ Μοκ πετά ει στο πλάι το τουρμπάνι του. Τα φοβερά πλάσματα σκάνε κάτω από τα σαν δάλ ια του. Δυο σκορπιοί που κανείς δεν τους εΙχε προσέξει χορεύουν στην κο ιλ ιά του Άνβαλντ. Κοιμισμ ένος, φώναζε και χτυπο ύ σε την κοιλ ι ά του. Από το κλ ει στό παράθυρο φαινόταν το λαμπερό φεγγάρι Παραπατώντας, ο αστυνομικός πλησ ίασε το παράθυρο και το άνοιξε δ ιάπλ ατα. ·Ε ριξε τα σκεπάσματα στο πάτωμα και ξάπλωσε λουσμένος στον ι δ ρώτα. Η ν ύχτα στο Μπρέσλαου ήταν ανελέητη.
[124]
ν
Μπ ρέσλαου, Δευτέρα 9 l ουλίου 1934 Εννιά το π ρ ω ί
Το πρωινό έφερε λίγη δροσιά. Ο Άνβ αλντ μπή κε στην κου ζίνα και την επιθ εώ ρησε επιμελώς. Ούτε ί χνος της κατσαρίδας. "Ηξερε πως τη μ έ ρα κρύ βονται στις χαραμάδες και στις ρωγμές των τοίχων, κά τω από τα σοβατεπί των πατωμάτων. "Ηπιε λίγη ζεστή λ εμον άδα. Αψηφώντας τον ι δ ρώτα, με μια σειρά γρήγορες κινήσεις της ξυρι στ ικής λεπίδας απαλλάχτη κε από τις σκλ η ρ έ ς τρ ίχες. Μετά έχυσε π άνω του μια κανάτα κρ ύ ο νερό, φόρεσε καθαρά εσώρουχα και πουκά μισο, κάθισε στην παλ ιά, φθαρμένη πολυθρόνα και το στο μ άχι του δέχτη κε την επ ίθεση της νικοτίνης. Κάτω απ ' την πόρτα βρή κε δύο γράμματα. Με κάποια συγκίνη ση διάβασε τις προειδοποιήσεις του Μο κ, και έπειτα έκαψε το γράμμα στο σταχτοδοχείο. Χάρηκε με τα ν έ α του Μάας: Ο επιστή μονας δήλωνε στεγνά ότι είχε μεταφράσει τις κραυγέ ς του Φρ ι ντλέντερ, και ότι περίμενε τον Άνβαλντ στις δέ κα η ώρα στο δ ιαμέ ρισμά του στην Ταου έντσιν Στρ άσε 1 4. Μελέτησε για λίγο το χάρτη του Μπρέσλαου και τελικά εντόπισε την οδό. Αφού είχε πάρει φό ρα, έκαψε και αυτό το γράμμα. ·Ενιωθε γεμάτος δύναμη και ενέρ γεια. Δεν ξέχασε τίποτα - πή ρε το πιάτο με το φαγητό, π έταξε το περιεχόμενό του στον καμπινέ στον η μ ιώ ροφο, πήγε τα σκεύη στο εστ ιατόρ ιο, όπου έφαγε ένα ελ αφρό πρωινό, και κάθισε στο τιμόνι του μαύρου Άντλερ. Το αυτοκίνητο το είχε φέρει το πρωί ο σοφέρ του Μοκ. Καθώς το αμάξι βγή κε από τη σκι ά, μέσα του όρμησε ένα [125]
κύμα ζέστης. Ο ουρανός ήταν άσπρος, ο ήλιος με το ζόρι προσπα θούσε να διαπεράσει το νέφος που κρεμόταν πάνω από το Μπρέ σλαου. Ακολούθησε το χάρτη για να μην χα θ εί - πρώτα στην Γκρέ μπσενερ Στράσε, μετά, στη Ζόνεν Πλ ατς, έστριψε αριστερά στη μικρή Τέλεγκραφ Στράσε, πέρασε το τηλεγραφείο, το ελληνιστικό μέγαρο του Μουσείου Καλών Τεχνών, και πάρκαρε στην Άγκνες Στράσε, στη σκιά της συναγωγής. Στο κτίριο στην Ταουέντσιν Στράσε 1 4 στεγαζόταν η Μπανκ Αλ γκεμάινε Ντόιτσε Κρέντιτ-Άνσταλτ. Η είσο δ ος προς τα δ ιαμερίσμα τα ήταν στην πίσω αυλή. Ο θυρωρός ά φησε ευγενικά τον επισκέ mη του καινούργιου ενοικιαστή, του δόκτορα Μάας, να περάσει Ο εκνευρισμός του αστυνομικού λόγω του καύσωνα μεγάλωσε ακό μα περισσότερο όταν βρέθη κε στην άνετη, πολυτελέστατη σουίτα με μπάνιο, ένα δ ιαμέρισμα που είχε νοικιάσει για τον Μάας ο βαρό νος. Ο Άνβαλντ ήταν συνηθισμένος στις δύ σκολες συνθή κες. Δεν μπορούσε όμως να πνίξει τη ζήλια του συγκρίνοντας το ωραίο δ ια μέρισμα με τη δ ι κή του τρύπα, γεμάτη κατσαρίδες και με την τουα λέτα στον ημιώροφο. Ο Μάας δεν μπή κε καν στον κόπο να προσποιηθεί πως χαιρό ταν για την επίσκεψη. Τον έβαλε να καθίσει πίσω από το γραφείο του και του πέταξε μερικές σελίδες γραμμένες με ίσια, καθαρά γράμματα. Ο ίδ ιος έκοβε βόλτες στο δ ωμάτιο, ρουφώντας το τσι γάρο του τόσο λαίμαργα λες και δεν είχε καπνίσει εδώ και μήνες. Ο Άνβαλντ κοίταξε το κομψό γραφείο και τα ακριβά αντικε ίμενα (βά ση για γράμματα από πράσινο δέρμα, διακοσμητικό δοχείο με άμ μο, γουστόζικο μελανοδοχείο, μπρούντζινο πρες παπιέ σε σχή μα γυναικείου ποδιού) και με δυσκολία συγκράτησε την πίκρα και το μίσος του. Ο Μάας έ κοβε βόλτες φανερά αναστατωμένος, η δίψα [126]
στέγνωνε το λαιμό του Άνβαλvτ, στα τζόμια χτυπιόταν οργισμένη μια σφή κα. Ο αστυνομικός κοίταξε τα φουσκωμένα μόγουλα του Μόας, δίπλωσε τις σελίδες και τις έβαλε στο πορτοφόλι. «Σας ευχαριστώ, κύ ριε Μόας. Θα τις μελετήσω στο γραφείο μου» ε ίπε τoνίζovτας τη λέξη «μου» και κατευθύν θ ηκε προς την έξοδο. Ο Μόας έτρεξε πίσω του, KOυνώVΤας τα χέρια. «Μα, αγαπητέ Χέρμπερτ, είστε συγχυσμένος ... Αυτός ο καύσω ν ας ... Διαβόστε την ανόλυσή μου εδώ, σας παρακαλώ ... Συγχωρέ στε με για τον εγωισμό μου, αλλό θα ήθελα να έχω τη γνώμη σας για τη μετό φραση αμέσως. Π εριμένω ερωτήσεις και παρατηρή σεις ... Είστε μορφωμένος όνθρωπος ... Σας παρακαλώ ... » Ο Μόας έκανε κύκλους γύρω από τον επισκέmη του, βγόζο VΤας από την τσέπη του μια τσιγό ρα, μια πούρα και μια τον αvαmή ρα του. Ο ΆνβαλVΤ ευχαρίστως πή ρε ένα πούρο, το ρο ύφηξε μερι κ έ ς φορές και όρχισε να μελετό τις αποκαλ υmικές κραυγές του ΦΡΙVΤλέντερ. Μόνο μια ματιό έριξε στη λεmομερή περιγραφή της μεθόδου και στις σημειώσεις για τα ση μιτικό φωνήεvτα. Συγκε VΤρώθη Kε στη μετόφραση των προφητειών. Η πρώτη έλεγε: chavura
-
«πληγή », makak
-
«κακοφορμ ίζω», arar
-
«ερείπιο»,
shamayim «ουρανός», και η δ εύτερη: yeladin - «παιδιό», akrabbim -
-
«σκορπιο ί», sevacha - «κόγκελα», amotz- «λευκός». Στη συνέχεια
ο Μόας δ ιατ ύ πων ε κόπο ιες αμφιβολίες: «Λόγω της όχι καθαρής ηχογρ όφησης, η τελευταία λέξη της δ εύτερης προφητείας μπορεί να ερμηνευτε ί ως choll - "όμμος", ή chul
-
" στριφογυρ ίζω", " χο
ρεύω" ή "πέφτω"».
Ο Άν βαλVΤ χαλό ρωσε, η σφήκα έ φυγε από το μικρό όνοιγμα του εξαερισμού. Το σκεmικό του Μόας ήταν το εξής: [127]
Φαίνεται πως το ότομο που υποδεικνύει ο Φριvτλέvτερ στην πρώτη προφητεία θα πε θόνει από το απόστημα μ ιας πληγής (<<πληγή», «κακοφορμ ίζω») προερχόμενης από κατόρρευση κτιρ ίου (<<ερείπιο»). Το κλ ει δί για την ταύτιση του προσώπου βρίσκεται στη λέξη amayim, «ου ρανός». Ο νεκρός μπορεί να είναι κόποιος που το επώνυμό του αποτελε ίται από τους φθόγ γους S, a, m, a, Υ, ί, m, για παράδειγμα κόποιος Schei m ή κόποιος με το επίθετο H i m mel, H i m mler κτλ. Θεωρού με ότι η δ εύτερη προφητεία έχει ήδη εκπληρωθεΙ Αφορό -κατό τη γν ώμη μας- τη Μαριέτα φον vτερ Μόλτεν (<<παιδί», «λευκή ακτή» - έτσι αποκαλ ο ύσαν το νησί Μόλτα), η οπο ί α δ ολοφονήθη κε σε ένα βαγόνι του οποίου ο τοίχος ήταν διακοσμημένος με κάθετες ρίγες (<<κόγκελα») . Μέσα στη σκι σμένη κοιλιό της βρέθη καν σκορπιοί που στριφογ ύ ριζαν. Ο αστυνομικός δεν θέλησε να δείξει πόσο μεγόλη εντύπωση του έκανε αυτή η ανόλυση. ·Εσβησε τη γόπα του πούρου και σηκώθη κε. «Δεν έχετε καμία παρατή ρηση;» Ο εγωισμός του Μόας περίμε νε επαίνους. Κοίταξε κλεφτό το ρολόι του. Ο ΆνβαλVΤ θυμήθη κε μια σκηνή από το ορφανοτροφείο: Είχε πρήξει τον παιδαγωγό του να κοιτάξει τον πύργο που ε ίχε χτίσει με τουβλόκια ο μικρός Χέρμπερτ. «Δόκτορα Μόας, η ανόλυση είναι τόσο ακριβής και ορ θή, που δ εν αφήνει περιθώρια για ερωτήσεις. Σ ας ευχαριστώ πολύ ». Άπλω σε το χέρ ι να τον αποχαιρετήσει Ο Μόας έκανε πως δεν το πρόσεξε. «Αγαπητέ Χέρμπερτ» -μιλούσε γλ υ κό- «να σας κερ όσω μια πα γωμένη μπ ίρα;». [128]
Ο Άνβαλντ το σκέφτη κε για λίγο. (Αξιότιμε κύριε, κοιτάξτε παρα
καλώ τον πύργο μου. «Δεν έχω χρόνο. . » ) .
«Δεν πίνω αλ κοόλ, αλλά ευχαρίστως θα πιω μια παγωμ ένη λε μονάδα ή σόδα». «Βεβαίως!» Το πρόσωπο του Μάας έλαμψε. Π ηγαίνοντας στην κουζίνα, ξανακοίταξε το ρολόι' Από επαγγελματική συνήθεια, ο Άνβαλντ επι θεώρησε το γρα φείο ακόμα πιο προσεχτικά απ ' ό,τι την πρώτη φορ ά . (Γιατί θέλει
οπωσδήποτε να με καθυστερήσει;) Κάτω από το πρες παπι έ υπή ρχε ένας κομψός φάκελος με τυπωμένο οικόσημο. Τον άνοιξε χωρ ίς να διστάσει και έβγαλε από μέσα μια σκληρή μαύρη κάρτα δ ιπλωμένη στα δύ ο. Με αση μένιο μελάνι ήταν καλλιγραφικ ά γραμμένο: Σας προσκαλώ σε χορό μεταμφιεσμένων σή μερα το βράδυ (δηλαδή Δευτέρα 9 lουλ ί ου) στις εφτά η ώ ρα. Θα λάβει χώρα στην κατοικία μου στην Ουφερτσάιλε 9. Για τις κυρίες είναι υπο χρεωτική η ενδυ μασία της Εύας. Με χαρά θα δ ούμε και τους κυρ ί ους με την ενδυ μασ ί α του Αδά μ. Βίλχελμ, βαρόνος Φον KέπερλΙVΓK Ο Άνβαλντ είδε τη σκιά του Μά ας κα θώς εκείνος έβγαινε από την κουζίνα. Έβαλε γρήγορα την πρόσκληση στη θέση της. Δέ χτ η κε με χαμόγελο το χοντρό ε ξάγωνο ποτή ρ ι' Το ήπ ιε, προσπα θώντας να καταλάβει όσα είχε διαβάσει' Ο ι σκέψεις του στριφο γύρ ιζαν αν άκατες, και δεν άκουγε καν το διαπεραστικό φαλσέτο του Μάας, καθώς ο σημιτο λόγος, χωρ ί ς να στενοχωρ ι έται για την έλλειψ η προσοχής του ακροατή του, παρουσ ί αζε με μεγ άλ η ζω ντάν ια την επιστη μονική δ ιαμάχη του με τον καθηγητή Αντρέ α. [129]
Όταν έφτασε στο θέ μα της γραμ ματι κής, χτύπησε το κου δ ούνι της πόρτας. Ο Μάας κο ίταξε το ρολόι του και πετάχτη κε στο χο λ. Από την ανο ιχτή πόρτα του γραφείου ο Άνβαλντ είδε μια μαθή τρια γυ μνασίου. (Διακοπές, ζέστη, και αυτή φοράει σχολική ποδιά.
Μάλλ ον ακόμη ισχύει αυτός ο ηλίθιος κανονισμός που υποχρεώνεl τα παιδιά να φοράνε ποδιά όλο το χρόνο. ) Ψιθύ ρισαν για λίγο, και μετά ο Μάας τη χτ ύ πησε τολμηρ ά στον πισινό. Το κορ ίτσι χαχάνι σε. (Γι' αυτό λοιπόν με καθυστερούσε. Ήθελε να αποδείξει πως αλή
θευαν αυτά που έλεγε για τις πρόστυχες μαθήτριες γυμνασίου. ) Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την περιέργε ιά του και βγή κε από το γραφε ί ο. Α ισθάνθ η κε ένα ξαφνικό σφ ίξιμο στο στομάχι και μια γλυ κ ι ά γεύση στο στόμα. Μπροστά του στεκόταν η μαθήτρια γυ μνασίου Έρνα. « Επιτρέψτε μου, κύ ριε Άνβαλντ . . . η δεσποινίς Έλσα φον Χέρ φεν, μαθήτριά μου. Κάνω ι δ ιαίτερα μαθή ματα λατινικών στη δε σποινίδα». Ο Μάας μιλ ούσε με όλο και πιο ψ ιλ ο ύ ς τόνους. «Δεσποι ν ί ς ·Ελσα, αποδώ ο βοηθός αστυνόμος της Δίωξης Εγκλ ή ματος κύ ριος Άνβαλντ, φίλος και συνεργάτης». Ο αστυνο μικός παρα λίγο να λιποθυμήσει αντικρ ίζοντας τα έντονα πράσινα μάτια της κοπ έλας. « Εμείς μάλλον γνωριζόμαστε ... » ψ ιθύρ ισε και στηρίχτηκε στο κο ύ φωμα της πόρτας. «Δεν νομίζω ... » - το άλτο της κοπέλας δεν ε ίχε τ ίποτα το κοινό με τη σιγανή, μελωδική φωνή της ·Ερνα, και η μεγάλη ελιά στην πα λά μη της με το αλ αβάστρινο δέ ρμα εκε ίνης. Κατάλαβ ε ότι μπροστά του είχε μια σωσία της Έρνα. «Συγγν ώμη ... » Ανάσανε με ανακούφιση. «Μο ιάζετε πάρα πολύ με μια γνωστή μου από το Βερολίνο. Αγαπητέ δόκτορα, έχετε βο[130]
λευτεί θαυμάσια στο Μπρέσλαου. Είστε εδώ μόλις τέσσερις μέρες και έχετε κι όλ ας απο κτή σει μαθήτρια ... Και τι μαθήτρια ... Ν α μην σας ενοχλώ. Αντίο». Π ριν κλείσει την πόρτα πίσω από τον Άνβαλντ, ο Μάας έκανε μια άσεμνη χειρονομία: ·Ενωσε τον αντίχειρα με το δείκτη του αρι στερού του χεριο ύ , και μ έσα στον κύκλο που σχηματ ί στηκε έβαζε και έβγαζε πολλέ ς φορές το δ είκτη του δ εξιού του χεριού. Ο Άν βαλντ ξεφύσηξε με περιφρόνηση και κατέβη κε τρέχοντας μερικά σκαλ οπάτια. "Υστερα ανέβη κε πάνω από το δ ιαμέρισμα του σημι τολόγου, στη σκ άλ α δ ίπλα στο βιτρό που ε κτεινόταν σε όλο το ύψος του κτιρ ί ου και σκόρπιζε στο κλιμακοστάσιο πολύχρωμες ακτίνες. Στήριξε τον αγκώνα του σε μια κόγχη του τοίχου που έ κρυ βε ένα μικρό αντίγραφο της Αφροδίτης της Μήλου. Ζήλευε τον Μάας, και η ζήλια για μια στιγμή θόλωσε το μυαλό του. Χαιρέτησε με δ υσαρ έσκεια τις αναμνήσεις που έρχονταν. "Ηξε ρε πως, μολονότι δ εν θα ήταν ευχάριστες, θα βοηθούσαν να περά σει η ώ ρα. Π ή ρε απόφαση να περιμένει την ·Ελσα φον Χέρφεν για να μάθει πόσο άξιζε η γοητεία του Μάας. Και να τες πάλι οι αναμνήσεις. "Ηταν στις 23 Νοεμβρίου 1 921. Εκείνη τη μέρα θα απολάμβανε τη σεξουαλική μύηση. Μόνο αυτός απ' όλα τα παιδ ιά στο δ ωμάτιο δ εν ε ίχε ακ ό μη γυνα ίκα. Ο φίλος του Γ ιόζεφ είχε υποσχεθεί να τα κανον ί σει όλα. Η νεαρή παχουλή μαγεί ρισσα του ορφανοτροφείου ε ίχε δ εχτε ί την πρόσκλ ηση των τριών οικότροφων και ε ίχε έρθει στη μικρή αποθή κη όπου φ ύλαγαν τον εξοπλ ισμό της γυμναστικής, χρησιμοποιημένα σεντόνια και πετσέ τες. Δύο μπουκάλια κρασί βο ήθησαν. Ι δρωμένη, ξάπλωσε στο στρώμα της γυμναστικής. Π ρώτος ήταν ο Γιόζεφ. Δεύτερος κλ η ρώ θη κε ο χοντρός Χάνες. Ο Άνβαλντ περίμενε υπομονετικά τη σειρά [131]
του. -σταν ο Χόνες τέλειωσε και κατέβη κε από τη μαγείρισσα, εκεί νη χαμογέλασε μόγκικα στον Άνβαλvτ: «Εσύ όχι Φτόνει». Το αγόρι γύρισε στο δωμότιό του και έχασε πια την όρεξη για γυνα ί κες. Αλλό η μο ί ρα δ εν τον όφησε να περιμένει για πολύ. Δεκα εννιόχρονος πια, πρώτος και εξαιρετικός μαθητής, όρχισε να κόνει μαθή ματα στην κόρη ενός πλούσιου βιομηχόνου. Αποκόλυmε στη δ εκαεφτόχρονη, λίγο ιδιότροπη κοπέλα τα μυστικό της ελληνικής σύVΤαξης, κι εκείνη του αποκόλυmε πρόθυμα τα μυστικό και τα κόλ λη του σώματός της. Ο ΆνβαλVΤ ερωτεύτηκε παρόφορα. -σταν έπει τα από μισό χρόνο σκλ ηρής, αλλό πολύ ευχόριστης, εργασίας ζήτη σε από τον πατέρα της κοπέλας την αμοιβή του, εκείνος, έ κπλ ηκτος, είπε πως του είχε δώσει τα χρή ματα μέσω της κόρης του, η οπο ία το επιβεβα ίωσε παρουσία του πατέρα της. Ο βιομήχανος αvτέδρασε με όσχ η μο τρόπο. Δύο υπηρέτες του ξυλοκόπησαν τον ΆνβαλVΤ, και έπειτα πέταξαν από την έπαυλη τον «πρόστυχο απατεώνα». Φαινόταν πως ο ΆνβαλVΤ είχε αφήσει πια όλες τις αυταπότες. Δυστυχώς τις ξαναβρή κε χόρη σε μιαν όλλη μαθήτρια γυμνασίου, τη φτωχή και όμορφη ·Ερνα ΣτόVΓKε, που προερχόταν από καλή εργατική οικογένεια της βερολινέζικη ς συνοικίας BέVΤΙVΓK. Τρια VΤόXΡOνOς, με λαμπρή αστυνομική καριέρα μπροστό του, σκεφτό ταν το γόμο. Ο πατέρας της ·Ερνα, ένας τίμιος και σκλ η ρός σιδ η ρο δ ρομικός, είχε δ ακρύσει όταν ζήτησε το χέρι της κόρης του. Ο Άν βαλVΤ έκανε χαρτιό για δόνειο από το αστυνομικό ταμείο. Π ερίμε νε να πόρει η ·Ερνα το απολυτήριό της και σκεφτόταν να βρει ένα σπίτι ·Επειτα από τρεις μήνες έπαψε να σκ έφτεται οτιδήποτε εκτός από το αλκοόλ. Δεν πίστευε στον αφιλοκερδή έρωτα και στο πόθος των μαθη[132]
τριών γυμνασίου. Επομένως και τώρα δ εν π ί στευε σ' αυτό που ε ίχ ε δει πριν από λίγο. Η ωραία κοπέλα εκδιδόταν στο όσχη μο τέρας . Ακούστηκε ν ' ανοίγει η πόρτα του δ ιαμερίσματος. Ο Μόας φι λιόταν με τη μαθήτριό του, κλείνοντας τα μότια. Χτύπησε ξανό την κοπ έλα στον πισινό δυνατό και μετό κλε ίδ ωσε την πόρτα. Ο Άν βαλντ όκουσε πώς χτυπούσαν τα γοβόκια της στις σκόλες. Κατέβη κε προσεχτικό, τα τακούνια ακούγονταν στην ε ίσοδ ο της πολ υ κα τοικίας, ένα γοητευτικό «Γεια σας» έφτασε στα τριχωτό αυτιό του θυρωρού. Αποχαιρέτησε κι αυτός το θυ ρωρό, αλλό δεν βγή κε αμέ σως. Ξεπρόβαλ ε λίγο το κεφόλι του και παρατηρούσε: Η κοπέλα μπή κε σε μια μαύ ρη Μερσεντές, κι ένας μουσότος σοφέρ έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθη κε. Ξεκ ίνησε αργό. Ο Άνβαλντ πήγε γρήγορα στο Άντλερ του, έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε κι αυτός. Π ρόσεξε οργισμένος πως έχανε από τα μότια του τη Μερσε ντές. Αύξησε την ταχύτητα και παραλίγο να πατήσει έναν κύριο με καπ έλ ο που δ ιέσχιζε το δ ρ όμο. ·Επειτα από δύο λ επτό ήταν σε ασφαλή απόσταση π ί σω από τη Μερσεντές, που έτρεχε στον γνω στό στον Άνβαλντ δ ρ όμο - στη Ιόνεν Πλατς και την Γ κρ έ μπσενερ Στρόσε. Και τα δύο αυτοκίνητα μπή καν στο ρεύμα των αυτοκινή των, των αμαξών και των λιγοστών κόρων. Ο Άνβαλντ έβλεπε μόνο το σβέρκο και το κεφόλι του σοφέρ. (Εκείνη, κουρασμένη, προφα
νώς ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα.) Πήγαιναν όλο ευθεία. Ο Άνβαλντ παρατηρο ύ σε τα ονόματα των ο δώ ν: Σ υνέχισαν στην Γ κρ έ μπσε νερ Στ ρ όσε. Μετό πέρασαν δίπλα από τα τείχη του νεκροταφείου, πόνω από τα οποία υψωνόταν μια τριγωνική σκεπή . (ΣΙΥουρα είναι
το κρεματόριο, ακριβώς όπως στο Βερολίνο.) Το υπό παρακολ ο ύθη ση αυτοκ ίνητο αύξησε ταχύτητα και εξαφαν ίστηκε. Ο αστυνόμος πότησε γκόζι και πέρασε τη γέφυρα σε κόποιο μικρό ποταμό. Στην ί133]
αριστερή μεριό πρόσεξε μια πινακίδα με την επιγραφή «Μπρέσ λαου». Έστριψε στον πρώτο δρόμο αριστερό. Βρέθη κε σε μια γε μότη δέντρα, όμορφη λ εωφόρο, κατό μή κος της οποίας υπή ρχαν βίλες και μικρό σπίτια κρυμμένα μέσα στις φλαμουριές και τις κα στανιές. Η Μερσεντές ήταν παρκαρισμ ένη μπροστό από μια γω νιακή έπαυλη . Ο Άνβαλντ έστριψε δ εξιό σε ένα στενό και έσβησε τη μηχανή. Ήξερε από πείρας πως η παρακολ ούθηση με αυτοκίνη το είναι λ ιγότερο αποτελεσματική απ ' ό,τι με τα πόδια. Βγή κε από το Άντλερ και προχώρησε σιγό προς τη δ ιασταύ ρωση. Είδε πως η Μερσεντές έκανε στροφή, και ύστερα από δύο δευτερόλεπτα το αυτοκ ίνητο χόθ η κε, έστριψε δεξιό και πήγε προς το Μπρέσλαου. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία: Ο σοφέρ ήταν μόνος του. Ση μείωσε τον αριθμό του αυτοκινήτου και πλησίασε την έπαυλη . Ήταν ένα χαρακτηριστικό κτίριο σ ε νεογοτθικό στιλ. Τα κλειστό παντζούρια του είχαν κότι το μυστη ριώδες. «'Ολα τα πορνεία είναι κλειστό τέτοια ώρα» μουρμούρισε στον εαυτό του κοιτόζοντας το ρολόι. Ήταν περήφανος για τη φωτογρα φική του μνήμη. Έβγαλε από το πορτοφόλι την κόρτα που είχε πό ρει χτες από τον αμαξό. Κοίταξε τη διεύθυνση στην κόρτα και στην έπαυλη . Εδώ ήταν - Σέλβιτς Στρόσε. (Αυτό το προάστιο είναl σίγου
ρα το Οπεράου, όπως στην κάρτα.) Π ότησε για πολλή ώρα το κουδούνι στην είσο δο. Στο πλ ακό στρωτο φόνηκε επιτέλους ένας όντρας με κορμοστασιό πυγμόχου. Πλησί ασε τα κόγκελ α και πρ όλαβ ε όλες τις ερωτήσεις του Άνβαλντ: «Το κλ αμπ μας λειτουργεί από τις εφτό». «Αστυνομία. Τμή μα Δίωξης Εγκλή ματος. Θ α ήθελα να κόνω με ρικές ερωτήσεις στο αφεντικό σου». «ο κα θένας μπορε ί να πει πως είναι αστυνομικός. Δεν σε γνωρ([134]
ζω, και τους γνωρ ίζω όλους στη Δίωξη Εγκλή ματος. Και ύ στερα όλοι από τη Δίωξη Εγκλή ματος ξέρουν ότι εδώ είναι αφεντικίνα και όχι αφεντικό». «Ορίστε η ταυτότητά μου». «Εδώ γράφει " αστυνομία Βερολίνου ", και είμαστε στο Οπεράου, κοντά στο Μπρέσλαου». Ο Άνβαλντ βλαστή μησε την αφη ρημάδα του. Από το Σάββατο κιόλας τον περ ί μενε στο Τμήμα Π ροσωπ ικού η ταυτότητα του Μπρέσλαου. Την είχε ξεχάσε Ι. Ο πυγμάχος τον κο ίταζε αινιγματικά κάτω από τα πρησμένα βλέφαρά του. Ο Άνβαλντ στεκόταν σε μια μεγάλη κη λίδα ήλιου και μετρούσε τις ράβδους στα διακοσμημένα κάγκελα της περίφραξης. «Ή θα μου ανοίξεις, βλάκα, ή θα τη λεφωνήσω στον αναπλ η ρω τή του προϊσταμ ένου μου, τον Μαξ Φό ρστvερ» ε ίπε υψώνοντας τη φων ή του. « Θέλεις να έχει προβλή ματα η αφεντικ ίνα σου;» Ο μπράβος ήταν άυπνος και δεν είχε προλάβει ακόμη να ξεμε θύσεΙ. Π ερπάτησε αργά μ έχρι την καγκελό πορτα. «Ξεκουμπίσου αποδώ, αλλιώς ... » Ζοριζόταν να σκεφτεί κάτι που θ α α κουγόταν απειλ ητικό, αλλά ο Άνβαλντ είχε ήδη προσέξει πως η πό ρτα δ εν ήταν εντελώς κλ ειστή . Έπεσε πάνω της με όλο του το βάρος. Η σιδ ερένια καγκελόπορτα πέτυχε ακριβώς το πρόσωπο του μπράβου. Ο Άνβαλντ βρέθη κε μ έ σα, κι έ κανε ένα βήμα στο πλάι για να μην λεκιαστεί από το αίμα που έτρεχε άφθονο από τη μύτη του φύλακα. Ο άντρας συνήλθε γρήγορα. Σή κωσε το χέρι, και ο Άν βαλ ντ έχασε την αναπν οή του: Η φοβερή γροθιά τον πέτυχε στην καρωτίδα. Π ν ίγοντας το βήχα του, απ έφ υγε το δ ε ύτερο χτ ύ π η μα την τελευταία στιγμή. Η γροθιά του μπράβου αυτήν τη φορά έπεσε με όλ η της τη δύναμη στη σι δ ερένια καγκελόπορτα. Για με[135]
ρικά δευτερόλεπτα, μην πιστεύοντας στα μάτια του, κοίταξε την τσακισμένη παλάμη του. Ο αστυνομικός βρέθη κε αστραπιαία πίσω του και πήρε φόρα σαν να ήθελε να κλοτσήσει μια μπάλα. Στόχευ σε με ακρίβεια - η μύτη του παπουτσιο ύ του πέτυχε το φύλακα στον καβάλο. Το δ εύτερο χτύπη μα, στον κρόταφο, ήταν το τελειω τικό. Ο φύλακας παραπατο ύ σε σαν με θ υσμένος, προσπαθώντας να κρατήσει την ισορροπ ί α του. Με την ά κρη του ματιού του ο Άν βαλντ πρόσεξε μερικές φιγούρες που έβγαιναν τρέχοντας από την έπαυλη . Δεν έκανε να τραβήξει περίστροφο. Ή ξερε πως το είχε αφήσει στο αυτοκίνητο. «Σταθείτε!» Μ ια αποφασιστική γυναικεία φωνή σταμάτησε τους τρεις φύ λακες που έτρεχαν να τιμωρήσουν τον άνθρωπο που είχε χτυπήσει το φ ίλο τους. Η παχουλή γυ ν αίκα στεκόταν στο παράθυρο του πρώτου ορόφου και κο ίταζε προσεχτικά τον Άνβαλντ. «Ποιος είστε;» φώ να ξε με εμφανώς ξενική προφορά. Ο ξυλο κοπημένος μπράβος είχε χάσει την ισορροπία του, και τώρα, πεσμένος χάμω, έπιανε με το καλό του χέρι την κοιλ ιά του. Ο Άνβαλντ τον λυπήθη κε: ·Εφαγε ξύλο επειδή εκτελο ύσε πολύ έντιμα τα καθή κοντά του. Κοίταξε προς τα π άνω και απάντ η σε: « Βο ηθός αστυνόμος της Δίωξης Εγκλή ματος Χέρμπερτ Άν βαλντ». Η Μαντάμ λε Ζεφ εκνευρ ίστη κε, αλλά όχι τόσο ώστε να χάσει τη ν ψυχραιμία της: «Λέτε ψέματα. Απειλ ούσατε να τ η λ εφων ήσετε στον ΦόΡΣΤVερ. Δεν είναι αυτός ο αρχηγός της � ίωξης Εγκλή ματος». «Κατ' αρχά ς σας παρακαλώ να μου μιλάτε στον ενικ ό». Ο Άν βαλντ χαμογελούσε ακούγοντας την προφορά της. « Και, κατά δεύ[136]
τερο, ο προϊστάμενός μου είναι ο διευθυντής της Δίωξης Εγκλή μα τος, ο Έμπερχαρντ Μοκ, αλλά δεν μπορώ να του τηλεφωνήσω. ·Εχει φύγει για διακοπές». «Ορίστε, κύριε, περάστε». Η Μαντάμ ήξερε ότι ο Άνβαλντ δ εν έλ εγε Ψέματα. Την προη γού μενη μέρα ο διευθ υντής Μοκ είχε ακυρώσει την παρτίδα σκάκι επειδή έφευγε για μία βδομάδα. Κ ι έπειτα τον φοβόταν θανάσιμ α, και θα άνοιγε ακόμα και σε διαρρή κτη που θα έμπαινε με το όνομα του Μοκ στα χείλη . Ο Άνβαλντ δ εν κοίταξε τ α σφιγμένα πρόσωπα των μπράβων κα θώς τους προσπερνούσε. Μπή κε στο χολ και δ ιαπίστωσε πως ο οί κος της Αφροδίτης με τη δια κόσμησή του δ εν είχε τ ίποτα να ζηλέψει από τους αντίστοιχους του Βερολίν ου. Το ίδιο θα μπορούσε να πει και για το γραφε ίο της ιδ ιοκτήτριας. Χωρίς τυπικότητες, κάθ ισε στο περβάζι του ανοιχτο ύ παραθύρου. ·Εξω σέρνονταν τα παπούτσια του φύλακα, που τον τραβο ύ σαν οι φlλoι του. Ο Άνβαλντ έβγαλε το σακάκι του, έβηξε και έκανε μασάζ στο μώλωπα στο λαιμό του. «Λίγο πριν έρθω, μπροστά από το κλ αμπ σας σταμάτησε μια μαύρη Μερσεντές, από την οποία κατέβη κε μια κοπέλα με πο δ ι ά γυ μνασίου. Θέλω να τη δω». Η Μαντάμ σή κωσε το ακουστικό και είπε μερικές λέξεις ( μάλ λ ον στα ουγγρικά) . «Σε λίγο. Τώρα κ άνει μπάνιο». Το «σε λίγο» ήταν πο λύ σύντομο. Τα μάτια του Άνβαλντ δ εν πρόλαβαν να χαρούν ένα μεγάλο αντίγραφο της «Γυμνής Μάγια» του Γκόγια, όταν στην πόρτα στάθη κε η σωσίας της Έρνα. Η σχολι κή πο δ ιά είχε παραχωρήσει τη θέση σε ροζ το ύλια. «Έρνα» - έκρυψε γρήγορα την γκάφα του κάτω από τον ειρωνι[137]
κό τόνο της φωνής του. «Με συγχωρείτε, Έλσα ... Σε ποιο γυμνάσιο πηγαίνετε;» «Εδώ εργάζομαι» είπε εκείνη με ψιλή φωνή. «Α, ναι, εδώ» - τη μιμούνταν. «Τότε λοιπόν C υ ί bono μαθαίνει η δεσποινίς λατινικά;» Η κοπ έλ α σώπασε, κατεβάζοντας ταπειν ά τα μάτια της. Ο Άν βαλντ γύρισε ξαφνικά προς το μέρος της ιδιοκτήτριας του μπουρ δέλου: «Εσείς τι κάνετε ακόμη εδώ; Σας παρακαλώ, βγείτε έξω!». Η Μαντάμ υπάκουσε χωρ ί ς δ εύτερη κου βέντα, κλ είνοντας το μάτι στην κοπέλα. Ο Άνβαλντ κ άθ ισε π ί σω από το γραφείο, απο λαμβάνοντας για λίγο τους ήχους του καλοκαιρινού κήπου. «Τι κάνετε με τον Μάαc;;» «Να σας δείξω;»
(Έτσι τον κοίταζε και η Έρνα όταν εκείνος εισέβαλε στην γκαρσο νιέρα του Κλάους ΣμέτερλlνΥΚ. Από καιρό είχαν στο μάτι το ασήμαντο διαμέρισμα στη βερολινέζικη συνοικία του Σαρλότενμπουργκ. Ήξε ραν πως ο τραπεζίτης ΣμέτερλlνΥΚ γο ύσταρε ανήλικα κοριτσάκια. Η επιδρομή ήταν πετυχημένη.) «'Οχ Ι. Δεν χρειάζεται ν α μ ο υ δ είξετε» είπε με κουρασμένη φων ή . «Π οιος σας προσέλαβε; Πο ιος είναι ο εργοδότης του μουσάτου σο φέρ;» Η κοπ έλα δ εν χαμογελούσε πια. «Δεν γνωρ ίζω. Ο μουσάτος εμφανίστηκε ξαφνικά και είπε πως κ ά ποιο κορ ό ι δ ο γουστά ρει κορ ίτσια γυμνασίου. Τι με πείρα ζε; Πλή ρωνε καλά. Με πηγαίνει σ' αυτόν και με φέρνει πίσω. Α, σή μερα θα με π ά ρει σε κ άποιο μεγαλύτερο γλέντι. Μάλλον θα γίνει στο σπί τι του αφεντικού του. Θα σας τα πω όλα όταν επιστρέψω». [138]
Ο Άvβαλντ είχε aVOKpiVEI στη ζωή του αμέτρητες πόρvες, κ α ι ήταv σίγουρος πως η κοπέλα δεv έλεγε ψέματα. « Καθίστε!» της είπε δ είχνοντας τηv καρέκλα. «Τώρα θα κόvετε μια δ ουλειό για μέvα. Το βρόδυ της δεξίωσης θα φροντίσετε όλ α τα παρόθυρα Va EivaI TOuMXIOΤOV μισόvοιχτα, κυρ ίως οι μπαλκοvό πορτες. Καταλαβαίvετε; Μετό θα έχω για σας και όλλες δ ουλειές. Οvομόζομαι Χέρμπερτ Άvβαλντ. Από σή μερα υπη ρετείτε εμέvα, αλλ ιώς θα καταλήξετε στο βούρκο! Θα σας ρίξω στα χέρια τωv χει ρ ότερωv μαστροπώv της πόλης! » Γvώ ρι ζε πως τα λόγια του ήταv περιπό . (Κάθε πόρνη περισσότε
ρο απ' όλα φοβάται την εξουσία του αστυνομικού.) Άκουσε το τρίξι μο τωv ίδιωv τωv φωvητικώv του χορδώv. «Φέρτε μου κότι παγωμέvο! Καλύτερα μια λεμοvόδα!» ·Oτav η κοπέλα έφυγε, έβγαλε το κεφόλι του από το παρόθυρο. Δυστυχώς ο καύσωvας δεv κατόφερε Va κόψει τις αvαμvήσεις του.
(<<Τη ΓVωρίζετε, έτσι δεν είναι, Άνβαλντ;» Ο Ά νβαλντ κλότσησε με δύναμη την πόρτα του δωματίου. Ο τραπεζίτης Σμέτερλιvyκ έκλεισε τα μάτια του στη λάμψη των φλας. Προσπαθούσε να καλυφθεί με το πάπλωμα.) «Ορίστε η λεμοvόδα σας». Χαμογέλασε γοητευτικό oτov ωρα ί ο αστυvομικ ό. «·Εχετε για μέvα κόποια ειδική αποστολή; Θα τηv κόvω ευχαρ ίστως ... »
(ΤΟ σώμα του Σμέτερλιvyκ ήταν ακινητοποιημένο. Ενωμένο σε μια ερωτική αγκαλιά. Το χοντρό σώμα έτρεμε, το λυγερό κορμί στριφογύρι ζε. Ένας αδιάσπαστος coitus EfxE ενώσει τον χοντρό τραπεζίτη με την όμορφη σαν όνειρο αρραβωνιαστικιά του Άνβαλντ, την Έρνα Στάvyκε.) Ο αστυvομικός σηκώθη κε και πλ ησίασε τη χαμογελ αστή · Epva ΣτόVΓKε. Τα πρόσιvα μότια σκεπόστη καv με μια λεmή KOUPTiVa από δό κρυα. Τη χαστο ύ κισε με όλη του τη δύvαμη. Κατεβαίvοντας [139]
τις σκόλες, όκουσε το πνιχτό κλόμα της. Στο μυαλό του βούιζε το ρητό του Σόμιουελ Κόλεριτζ: «"Οταν ο όνθρωπος κόνει τις σκέψεις του πρόσωπα και πρόγματα, είναι τρελός. Αυτός ε ίναι ο ορισμός του τρελού».
Μπ ρέσλαοu, 9 l οuλίοu 1934 Μ ί α το μεσπμέρι
Ο Άνβ αλντ καθόταν στο γραφείο του στο αρχηγείο της αστυνο μίας, απολαμβόνοντας τη δροσιό που επικρατούσε στο χώρο, και περίμενε τηλεφώ νημα από τον ενωμοτό ρχη της ΔΙωξης Εγκλή μα τος Κουρτ Σμόλορτς, τον μονα δ ικό όνθρωπο -κατό τη γνώμη του Μοκ- που μπορο ύσε να εμπιστεύεται. Το μικρό παρόθυρο κότω από το ταβόνι έβλεπε βόρεια, στη μία από τις π έντε πίσω αυλές του μεγόρου της αστυνομίας. Κατέβασε το κεφόλι στο γραφεΙο, και τον πήρε ο ύπνος για κόνα τέταρτο. Τον διέκοψε ο Σμόλορτς, που ή ρθε αυτοπροσώπως. «Ορίστε το σμόκιν και η μόσκα». Ο κοκκινομόλλης, εύσωμος όντρας χαμογέλασε φιλικό. «Και τώρα η σ η μαντική είδ η σ η : Η μαύ ρη Μερσεντές με τον αριθμό κυκλοφορίας που μου δώσατε ανή κει στο βαρόνο ΒΙλχελμ φον KέπερλΙVΓK». « Ευχαριστώ. Ο Μοκ δ εν σας υπερεκτ ίμησε. Αλλό αυτό πο ύ στο διόβ ολ ο το βρή κατε;» Έδ ειξε τ η βελούδινη μόσκα. Αντί για απόντηση, ο Σμόλορτς έβαλε το δόχτυλο στα χείλη και αποχώ ρησε από το δ ωμ ότιο. Ο Άνβαλντ όναψε πούρο, έπιασε με τα χέρια το σβέρκο του και τέντωσε πολλές φορές το σώμα του. Όλ α όρχιζαν να ξεκαθ αρ Ιζουν και να σχη ματίζουν ένα σύνολο. Ο [140]
βαρόνος Φ ον Κέπερλινγκ πραγματοποίησε το μεγαλύτερο όνειρο του Μά ας, στέλνοντάς του την όμορφη μαθήτρια. «Από πού το ήξε ρε;» σημείωσε σ' ένα χαρτί. (Δεν έχει σημασία. Ο Μάας δεν κρύβει τις
αδυναμίες του. Χτες στο πάρκο τις εξέφρασε φωναχτά.) «Για ποιο λό γο;» - η μύτη της πένας έτρ ιξε πάλι στο χαρτ ί. (Για να ελέγχει τον Μάας, και άμεσα και τη δική μου έρευνα.) ·Εγραψε στο χαρτί την επό μενη ερώτηση: «Γιατί;». ·Εβαλε τη μνή μη του να δουλέψε ι και έφερε μπροστά στα μάτια του μερικές αράδες από το γράμμα του Μοκ: « .. Ο μακαρίτης λοχαγός των Ταγμάτων Εφόδου Βάλτερ Π ι ό ντεκ .
εκμεταλλεύτηκε με υπερβάλλοντα ζήλο τις πλη ροφορίες που του έδωσε ο βαρόνος Βίλχελ μ Κέπερλ ινγκ (ο οποίος παρεμπιπτόντως έχει πολλούς φ ίλ ους στην Γ κεστάπο) [ ... ] Σε περίπτωση που κ ά ποιος βρει τους πραγματικούς δολοφόνους, ο λόκληρη η τερ άστια προπαγανδιστική δ ραστη ριότητά της θα γελοιοποιηθεί από τις αγ γλ ικές και γαλλικές εφημερ ίδ ες. Θέλ ω να σας προει δοποιή σω γι ' αυτο ύ ς τους ανθ ρώπους - είναι α δίστακτοι, και μπορο ύν να ανα γκάσουν τον καθένα να παραιτηθεί από την έρευνα». Ο Άνβαλντ ένιωσε ένα κ ύ μα περηφάνιας. Φόρεσε τη μάσκα. «Αν η Γκεστάπο μάθει το λόγο της έ ρευνας, σ ίγουρα θα τη στα ματήσει, φοβούμενη τη γελο ιοποίησή της στη Γαλλία και την Αγ γλί α» μουρμο ύ ρισε κοιτάζοντας τον μικρό κα θ ρ έφτη που κρεμ ό ταν στον το ίχο. «Π αρ ' όλα αυτά ακό μη πιστε ύ ω ότι στην Γκεστάπο υπάρχουν άνθρωποι που θα θ ελήσουν να σταματήσουν την έρευ νά μου για εντελώς δ ιαφορετικούς λόγους». Η βελούδινη μάσκα σκ έπα ζε τα δύ ο τρ ίτα του προσώπου του. · Εκανε έναν αστείο μορφασμό και χτύπησε τα χέρια. «·Ισως τους συναντήσω στο χορό του βαρόνου» είπε δυνατά. «"Η ρθ ε η ώρα να πάτε στο χορό, κύ ριε Άνβαλντ!» [141]
Μπρέσλαου, 9 lουλίου 1934 Ε φτά και μ ι σ ή το Β ράδυ
Χωρίς την παραμικρή δ υσκολία, και μόνο με την απώλεια ενός χαρτονομίσματος των π έντε μό ρκων, ο Άνβaλντ έπεισε το θυρωρό της πολυκατοικίας στην Ουφερτσόιλε 9 ότι επιθυμούσε να κόνει μερικό σκίτσα του Ζωολογικού Κήπου με βραδινό φωτισμό. Ο αστυνομικός όνοιξε την πόρτα της σοφ ίτας με το κλ ειδί που του έδωσε ο θυρωρός και ανέβη κε από την ετοιμόρροπη σκόλα σε μια στέγη με απαλή κλίση. Η όλλη στην οποία ήθελε τώρα να ανέβει ήταν τρία μέτρα πιο ψη λό. ·Εβγαλε από το σόκο ένα χοντρό σκοιν ί, που στην όκρη του ήταν δ εμένος ένας σι δ ερένιος γόντζος με τρ ί α δόντια. Π έρασαν περίπου δέ κα λεmό μέχρι να πιαστεί κ όπου ο γό ντζος. Ο Άνβαλντ σκαρφόλωσε με κόπο στην πιο ψηλή στέγη. ηταν βρέθη κε εκε ί, έβγαλε το λίγο λερωμένο ντρίλινο παντελόνι και τη μακριό πο δ ιό. Κότω από τη μεταμφίεση αυτή κρυβόταν το σμό κιν και τα λουστρίνια του. ·Ελεγξε αν είχε τσιγόρα και κοίταξε γύρω του. Γρήγορα βρή κε αυτό που γ ύ ρευε - έναν σκουριασμένο σωλήνα εξαερισμού με τριγωνική κορυφή. Πέρασε το γόντζο στο σωλήνα και πολύ αργό, προσέχοντας να μην λερωθεί, κατέβη κε με το σκοι ν ί λίγα μέτρα προς τα κότω. Έπειτα από δύο λεmό τα πόδια του όγγιξαν το πέτρινο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού. ·Ε μεινε εκεί αρκε τή ώρα. Ανέπνευσε βαθιό, περιμένοντας να φύγει ο ιδρώτας. Μόλις συνήλθε λίγο, κοίταξε τα φωτισμένα παρόθυρα. Π ρόσεξε πως στο μπαλ κόνι έβλεπαν τα παρόθυρα από δύο δ ωμότια. Σε λίγο βρέθη κε στο φως του ενός. Π αρατήρησε με ενδιαφέρον τη σκηνή που εξελισσόταν μέσα στο δ ωμ ότιο. Στο πότωμα ήταν πεσμένα τα τε ντωμένα σώματα δύο αντρών και δύο γυναικών . Π έρασε μισό λε[142]
mό μέχρι να καταλάβει τ η ν περίπλοκη στάσ η . Δίπλα στον χαμ η λ ό καναπ έ ήταν αραγμένος ένας γυμνός άντρας με μάσκα, και από τις δύο μεριές γονάτιζαν δυο κοπέλες με μαθητικές πο δ ιές. Π ήγε στο δ ε ύτερο παράθυρο. ·Εν ας παρ άξενος ήχος τον ανησύχ η σε. "Ηταν από τα χτυπή ματα ενός μαστίγιου: Δύο κοπέλες με μακριές μπότες και μαύρες στολές μαστίγωναν έναν αδύνατο ξανθό άντρα, δ εμένο με χειροπ έδ ες στο γυαλ ιστερό πορτάκι μιας κεραμικής σόμπας. Ο άντρας φώναζε όταν οι σιδερένιες άκρες του μαστίγιου χτυπούσαν το γεμ άτο μελανιές σώμα του. Και τα δύο παράθυρα ήταν διάπλατα ανοιχτά. Η ποτισμένη με μυρω διά λ ιβανιο ύ ατμόσφαιρα έτρεμε από τα λ ιγότερο ή περισσό τερο προσποιητά βογκ η τά των γυναικών. Ο Άνβαλντ μπήκε από την μπαλκονόπορτα στο πρώτο δ ωμάτιο. Όπως σωστά υπέθεσε, κανείς δεν του έδωσε τ η ν παραμικρή ση μασία, ενώ αυτός τους κο ί ταξε όλους πολύ προσεχτικά. Αναγνώρισε χωρίς δυσκολία το πε ταχτό σαγόνι του Μάας και την ελιά στ η ν παλάμη της <<μαθήτριας». Βγή κε στο χολ και έκλεισε απαλά την πόρτα π ί σω του. Στον τοίχο του ευρύχωρου διαδρόμου υπή ρχαν κοιλώματα με μικρές μαρμά ρινες στήλες. Οδηγημένος από το χαμελ αιοντικό του ένστικτο, έβγαλε το σμόκιν και το πουκάμισο και τα κρ έμασε σε μία από τις στήλες. Κάτω ακούγονταν απαλοί ήχοι έγχορδων οργάνων. Ανα γνώρ ισε το «Αυτοκρατορικό κουαρτέτο» του Xά ιvτv. Κ ατέβη κε τις σκάλες και ε ίδ ε τρεις δ ι άπλατα ανοιχτές πόρτες. Στάθη κε στη μία και κοίταξε τριγύρω. Τα τραβηγμένα γυ άλ ινα χω ρ ί σματα στα τρ ία μεγάλα δωμάτια σχη μάτιζαν μια τεράστια αί θου σα μή κους τριάντα μέτρων και πλάτους σαράντα. Όλ ος ο χώρος ήταν γεμάτος ξύλινα τραπεζάκια με φρο ύτα, ποτήρια και μπου κ ά λια σε κάδ ους με π άγο, και πολλ ο ύ ς χαμη λούς καναπέδες και ντι[143]
βάνια όπου πάνω βρίσκονταν γυμνά σώματα που κινο ύ νταν άγρια. Ο βαρόνος διεύθυνε το κουαρτέτο με τη βοήθεια μιας ασυνήθι στης μπαγκέτας - ενός ανθ ρώπ ινου οστο ύ . ·Ε νας υπη ρέτης με όμορφα μάτια, με μία μόνο λωρίδα υφάσματος να του σκεπάζει τα γεννητικά όργανα, γέμιζε μέχρι πάνω τα ψη λό ποτήρια με κρασί. Ο Γανυμήδης διέκοψε για λίγο τη δουλειά του και άρχισε να τριγυρί ζει με χάρη ανάμεσα στους καλεσμένους, σκορπώντας παντού πέ ταλα από τριαντάφυ λλα. Φρόντιζε να μείνει ευχαριστημένος ο κά θε καλεσμένος, κι έτσι ένιωσε μεγάλη έκπληξη βλέποντας τον ψ η λό άντρα με τα καστανοκόκκινα μαλλιά που είχε σταθεί για λίγο στην πόρτα και μετά κάθισε σ' ένα ντιβάνι, από όπου κύλησε στο πάτωμα ένα γυναικε ί ο ζευγάρι Πλησίασε με χορευτικό βήμα τον Άνβαλντ και ρώτησε με μελωδική φωνή: «ο αξιότιμος κύρ ιος χρειάζεται κάτι;». «Ναι Έλειψα για λίγο στην τουαλέτα και η παρτενέρ μου εξαφανίστη κε». Ο Γανυμήδης σή κωσε τα φρύδια και είπε: «Κανένα πρόβλη μα, θ α σας δώσουμε άλλ η ». Από τον Ζωολογικό Κήπο ερχόταν η μπόχα κοπριάς, και πότε πότε ανέβαιναν ψηλό ως τον ουρανό γρυλίσματα εκνευρισμένων απ ό τη ζέστη ζώων. Ο ποταμός "Οντερ παρέδωσε στην ξερή ατμό σφαιρα τα υπολ είμματα της υγρασί ας του. Ο β αρ όνος πέτα ξε το οστό και άρχισε να κάνει στριmίζ. Οι μου σικοί, με άγριο πάθος, άρχισαν να χτυπάνε με τα δοξάρια τους τις τεντωμένες χορδές. Ο βαρόνος, εντελώς γυμνός, έβαλε μια κόκκι νη γενειάδα στο πρόσωπο και τον ψηλό σκο ύ φο του Ναβουχοδο νόσορα στο κεφ άλ ι του. Μερικοί γλεντζέδες είχαν χάσει τη δύναμή τους, και τώρα γλ ιστρούσαν στον ίδιο τους τον ιδρώτα. Μερικά [144]
ζευγάρια, τρία και κουαρτέτα προσπαθούσαν μάταια να εντ υπωσι άσουν τους άλλους με πρωτότυπα χάδια. Ο Άνβαλντ κοίταξε πάνω από τα κορμιά και συνάντησε το βλέ μμα του Ναβο υχοδ ονόσορα, ο οπο ίος στο μεταξύ είχε φορέσει ένα βαρύ χρυσό άμφιο. (Είμαι
σαν κατσαρίδα σε άσπρο χαλί έτσι όπως κάθομαι μόνος μου, ντυμένος ανάμεσα σε τόσους γυμνούς ανθρώπους. Κανείς απ' αυτο ύς δεν είναι μόνος. Δεν ε(ναι λ οιπόν παράξενο που αυτός ο μαλάκας με κοιτάζει.) Ο Ν α βουχοδονόσορας κο ίταζε, τα έγχορδα όργανα άλλ α ξαν σε κρουστά, οι γυναίκες βογκούσαν από ψεύτικη απόλαυση, οι άντρες ούρλ ιαζαν σε μια β Ιαιη έκσταση. Ο Άνβαλντ άρχισε να ιδρώνει κάτω από το επίμονο βλέμμα του βαρόνου. Αποφάσισε να δ εχτεί την πρόσκληση δύ ο λ εσβιών που από ώρα τον καλούσαν κοντά τους. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Γανυ μήδη ι;, κρατώντας από το χ έρι μια κάπως ζαλισμένη πλατινέ ξανθιά με μια βελούδινη μ άσκα. Ο Ναβουχοδονόσορας έπαψε να τον κοι τάζει. Η κοπέλα γονάτισε μπροστά στον καναπέ του Άνβαλντ. Έκλει σε τα μάτια του. (Ας κερδίσω κάτι κι εγώ από την όλη υπόθεση.) Αλλά, αντl για τα απαλά χέ ρια και τα χείλη του κοριτσιού, ένιωσε σκλ η ρά, ροζιασμ ένα δάχτυλα να τον πιέζουν δ υνατά στον καναπέ. ·Ενας τε ρ ά στιος μελ αχρινός άντρας με μια αετίσια μύτη είχε πιάσει με τα χέρια του τον Άνβαλντ από τα μπράτσα. Ο υπη ρέτης του βαρόνου κρατούσε το σμόκιν του Άνβαλντ και ένα σωρό προσκλήσεις για το χορό. Ο άντρας άνοιξε το στόμα του, μύριζε σκόρδο και καπνό: « Π ώς βρέθη κες εδώ; Δείξε την πρόσκληση!». Ο Άνβαλντ είχε ακούσει αυτή την προφορά όταν ανέκρινε στο Βε ρολίνο έναν τούρκο εστιάτορα μπλεγμένο σε λαθρεμπόριο οπ ίου. Π αρ έμεινε ξαπλωμένοι;, παράλ υτος όχι τό σο από το δ υνατό σφί ξιμο, όσο από την εικόνα του παρ άξενου τατου άζ στην αριστερή παλά [145]
μ η του άντρα. ·Ετσι όπως τον είχε πιάσει, μεταξ ύ του δείκτ η και του αντίχειρα ε ίχε εμφανιστεί ένας μεγάλος, στρόγγυλος μυς, που έτρε με με τ η ν παραμικρή κ ίν η σ η - κ άνοντας το τατουάζ σε σχή μα σκορπιο ύ να κινε ίται. Ο άντρας ήθελε να ακινητοποιήσει το θ ύ μα του ακόμα περισσότερο, αλλά , καθώς περνο ύ σε το π όδ ι του από τον καναπέ για να καθίσει καβάλα πάνω στον αστυνομικό, αυτός λύγισε γρήγορα το δ ικό του στο γόνατο και πέτυχε το λάτρ η του σκόρδου στο ευαίσθ η το σ η μείο. Από τον π όνο ο άντρας τράβ η ξε το χέρι του από τον ώμο του Άνβαλντ, ο οπο ί ος, αποκτώντας ξανά τ η ν ελευθερία των κινήσεών του, χτύπ η σε με το μέτωπο το πρ ό σω πο του αντιπάλου του. Αισθάνθ η κε κ άτι υγρό στο κεφάλι του. Ο άλλος, τραυ ματισμένος, έχασε τ η ν ισορροπία του και έπεσε από τον καναπέ. Ο αστυνομικός έτρεξε προς τη ν έξοδο. Καν ένας δεν έδ ειξε ενδιαφέρον για τον καβγά: Η ορχήστρα συν έχιζε την τρελα μέν η μελωδία τ η ς, οι περισσότεροι καλεσμένοι κυλιούνταν στο υγρ ό παρκέ. Το μοναδ ικό εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσει ο Άν βαλντ ήταν ο Γαν υ μήδ η ς, ο οποίος νωρίτερα είχε ξεγλιστρήσει από τ η ν αίθου σα και ακριβώς αυτή ν τ η στιγμή έ κλεινε τ η ν εξώπορτα. Ο Άνβαλντ τού έδ ωσε μια γερή κλ οτσιά στ η μασχάλ η , η δεύτερ η το ν πέτυχε στα πλευρά. Ο υπ η ρέτ η ς όμως πρόλαβε να κλ είσει τ ην πόρτα και να ρ ίξει το κλ ειδί στ η ν τρ ύ πα για τα γράμματα. Το κλ ει δί ακο ύστ η κε απ ό τ ην άλλ η μεριά, στο πλ ατ ύ σκαλο. Το τρ ίτο χτ ύ π η μα, στο κεφ ά λ ι, αποτέλειωσε τον Γανυμήδ η , που έχασε τις αισθήσεις του. Μ ην μπορώντας να ανοίξει τ ην πόρτα, ο Άνβαλντ ανέβ η κε τ ην εσωτερι κή σκάλα προς τον επάν ω όροφο του δ ιαμερίσματος. Π ίσω του ά κουγε τ η βαριά ανάσα του ξένου. Ο κρότος ενό ς πυροβο λ ισμο ύ ξέσκισε τον α έ ρα και ανη σύχ η σε ελ αφρώς τους γλεντζέδες, που ί l 46]
τώρα ξεκουράζονταν μετά τη σκληρή τους εργασία. Ο αστυνομι κός αισθάνθηκε έναν πόνο στο αυτί και ζεστό αίμα να κυλόει στο λαιμό του. (Γαμώτο, πάλι δεν έχω πιστόλι, μου χάλαγε τη γραμμή του
σμόκ/v. ) Έσκυψε και τράβηξε μία από τις βαριές βέργες που κρα τούσαν το κόκκινο χαλί στη σκάλα. Με την άκρη του ματιού του πρόσεξε ότι ο αντίπαλός του ετοιμαζόταν πάλι να πυροβολήσει Ο κρότος ακούστη κε μόλ ις ο Άνβαλντ ε ίχε βρεθεί στον επάνω όρο φο. Η σφαίρα πέτυχε μια μαρμάρινη στήλη και εξοστρακίστηκε στο κοίλωμα του τοίχου. Ο αστυνομικός όρμησε προς την π όρτα. Στην κλειδαρι ά υπή ρχε ένα μεγάλο κλειδ l. Το γ ύρ ισε και όρμησε στο πλατύσκαλο. Ο άλλος συνέχιζε να τον κυνηγάει Οι σφαίρες έπεφταν βροχή στα κεραμικά πλ ακάκια που διακοσμούσαν τους τοίχους. Ο Άνβαλντ άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας στα τυφλό. Έναν όροφο πιο κάτω, μπροστά από την κύρια είσοδο του δ ιαμερί σματος, στεκόταν ένας αργοπορημένος καλεσμένος. Π ίσω από τη μαύ ρη μάσκα ξεπρόβαλλαν σκλη ρά, κόκκινα μαλλιά. Ξεση κωμέ νος από τους πυροβολισμούς, κρατούσε ένα περίστροφο στο χέρΙ. Μόλις είδε τον Άνβαλντ, φώναξε: «Ακίνητος, πυροβολώ!». Ο αστυνομικός έσκυψε, πήρε στάση και πέταξε τη βέργα. Π έτυ χε τον κοκκινομ άλλ η στο μέτωπο. Εκείνος, πέφτοντας στο πάτωμα, πυροβόλησε δύο φορές στο ταβάνι. Έπεσαν σουβάδες και σκόνη. Ο Άνβαλντ σή κωσε τη βέργα και με ένα π ήδ η μα πέρασε την κουπα στή . Βρέθη κε στο πλατύσκαλο του αποκάτω ορόφου. Τρέχοντας, σκοντάφτοντας και πέφτοντας, έφτασε επιτέλους στον ημιώροφο. Έκανε πίσω ένα β ή μα: Από τις σκάλες ανέβαιναν τέσσερις άντρες κρατώντας μεγάλα φτυάρια για το καθ άρ ισμα του χιονιο ύ. Ο Άν βαλντ υπέθεσε ότι ο θυρωρός και τρεις φίλο ι του ε ίχαν μπει στο [147]
κυνήγι. Γύρισε και άνοιξε το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή. Πή δηξε στα τυφλά και έπεσε σε ένα ξύλινο κάρο. Σκλήθρες ξύλου καρφώθη καν στο σώ μα του, η φτέρνα του στραμπουλlχτη κε μ ' έναν διαπεραστικό πόνο. Διέσχισε την αυλή κουτσαlνοντας. Από τα παράθυρα άναψαν φώτα, και ο Άνβαλντ φάνηκε σαν σε πιάτο. Ο κρότος των πυροβολισμών αντηχούσε στο άδειο πηγάδ ι της αυ λής. Συνέχισε να τρέχει κοντά στους τοίχους των κτιρ ί ων, προσπα θώντας να μπει σε κ ά ποιο σπ ίτι απ ό την πίσω π όρτα. Δυστυχώς όλες ήταν αμπαρωμένες. Οι διώκτες του ήταν κοντά. Κατρακύλησε σε κάτι σκαλ οπάτια που ο δ ηγο ύ σαν κάτω - στο υπόγ ειο του επόμε νου κτιρίου. Αν κι εκεί η πόρτα ήταν κλειστή, τότε οι διώκτες του θα τον στρίμωχναν. Αλλά η πόρτα υποχώρησε. Ο Άνβ αλντ κλ είδωσε από μέσα ακριβώς τη στιγμή που έφτανε ο πρώτος δ ιώκτης. Ο ι μυ ρωδιές από σάπιες πατάτες, κρασ ί και περιπώ ματα αρουρα ί ων το ύ φάνη καν τόσο ευχάριστες. Ακού μπησε στον τοlχο και αφέθη κε να πέσει στο πάτωμα, γδέρνοντας την πλάτη του στα ασοβάτιστα τού βλα. ·Επιασε με το χέρι το αυτί του. Ρίγ η τράνταζαν το κορμί του, το αίμα κυλ ούσε πάλι σε σταγόνες στο λαιμό του. Το στραμπουλιγμέ νο πόδ ι του έκαιγε από τον πόνο. Στο μέτωπο, στις ρίζες των μαλ λ ιώ ν, εκε ί ό που τα δόντια του ξένου τού ε ίχαν αφήσει μια μεγ άλ η γρατσουνιά, το αίμα είχε πήξει σαν ζελές. "Ηξερε πως, μέχρι οι δ ιώ κτες να αποκλείσουν όλο το τετράγωνο, θα πέρναγ αν μερικά λε mά, προσπάθησε λοιπόν να βγει από το λαβύρινθο του υπογείου. Βάδ ιζε στο απόλυτο σκοτ άδ ι, στα τυφλά , τρομ άζοντας τους αρουραίους και γεμίζοντας με ιστούς αράχν η ς το πρόσωπό του. ·Εχασε την αΙσθηση του χρόνου, τον έπιασε ν ύστα. Τη νίκησε απο τελεσματικά ένα μακρινό αμυ δρό φως. Εντόπισε εύκολα από πού ερχόταν. Άνοιξε ένα σκονισμένο παράθυρο και, έπειτα απ ό μερι[148 ]
κές όστοχες προσπόθειες, κατόφερε τελ ι κό να βγει έξω, γδέ ρνο ντας το δέρμα στ η ν κοιλ ιό και στα πλ ευρό του. Έκλ εισε το παράθυ ρο και κοίταξε γ ύ ρω. Από το πεζοδρόμιο και το δρό μο τον χώριζαν πυκν οί θόμνο ι. Π ίσω τους ακούγονταν όνθρωποι που έτρεχαν ε δώ κι εκε Ι Ξόπλωσε ανόσκελα, αναπνέοντας βαθιό. (Πρέπει να περιμέ
νω μερικές ώρες.) Κοίταξε και βρήκε μία ι δ ανική κρυψώνα. Το μπαλ κόν ι του διαμερί σματος στο ισόγειο το σκέπαζε μια πυκνή κλ η μα ταριό, που κρεμόταν μέχρι κότω. Ο Άν βαλντ χώθ η κε εκεί μέσα κι έχασε τις αισθήσεις του. Τον ξύ πνη σε η υγρασία τ η ς γ η ς και η η συχ ία γ ύ ρω του. Περνώ ντας προσεχτικό αν όμεσα από τα δέντρα και τα παγκόκια στ η ν ό χθ η του ποταμού Ό ντερ, έφτασε στο παρκαρισμένο μπροστό από το Πολυτεχν είο αυτοκίνη το. Οδήγ η σε με δυσκολία. Πον ούσε και ήταν μες στα αίματα. Ανέβ η κε στον όροφό του κρατώντας σφι χτό με τα χέρια του τ ην κουπαστή. Στ ην κουζίνα δ εν όναψε φως για ν α μ ην βλέπει τις κατσαρίδες. Ήπιε ένα ποτή ρι νερ ό, πέταξε στο χολ το σκισμένο παντελό νι του σμόκιν, όνο ιξε το παρόθυρο στο δωμότιο και σωριόστ η κε στο ανακατωμένο πόπλωμα.
Μπρέσλαου, Τ ρ ίτπ 10 l οuλίοu 1934 Εννιά το πρω ί
Ο Άν βαλντ ξύπνη σε, αλλό δεν μπορο ύσε να τραβήξει τ ο αυτί του από το μαξ ιλόρι - ε ίχε κολλήσει από το ξεραμένο α ί μα. Αν ακόθισε με κόπο στο κρεβότι. Τα μ αλλ ι ό του στέκονταν ό ρ θ ια και ήταν κολ λ η μ ένα από το α ί μα. Το στ ήθος του όλ ο γρατσουνι ές και μώλ ωπες. Η φτέ ρν α του τον πονο ύ σε, ο πρ η σμ ένος αστρ όγαλος ε ί χε πόρε ι [149]
ένα μοβ χρώμα. Χοροπηδώντας στο ένα πόδι, πλησίασε το τη λέ φωνο και πήρε το βαρόνο Φον ντερ Μόλτεν. Έπειτα από ένα τέταρτο έφτασε στον Άνβαλντ ο προσωπικός γιατρός του βαρόνου, ο δόκτωρ Λόντσμαν. ·Επειτα από όλλο ένα τέταρτο βρ ίσκονταν στην κατοικία της οικογένειας Φον ντερ Μόλ τεν. Τέσσερις ώρες αργότερα ο ασθενής Άνβαλντ -χορτότος απ ό ύπνο, με έναν επίδεσμο στο κεφόλι και στο σκισμένο αυτί, με το στραμπουλιγμένο πόδι του τώρα ακινητοπο ι η μένο σε νόρθη κα από ξυλόκια μπαμπού και με κίτρινους μώλωπες σε όλο το σώμα KόΠVιζε το μακρύ, εκλεκτό πούρο του μόρκας Ahnuri Shu απ ό του Π ρεντέτσκι και διηγούνταν στον εργοδότη του τις περιπέτειες της προηγού μενης μέρας. Οταν ο βαρόνος -αφο ύ τον όκουσε- πήγε στο γραφείο του, ο Άνβαλντ τη λ εφώνησε στο αρχ ηγείο της αστυ νομίας και ζήτησε από τον Κουρτ Σμόλορτς να του ετοιμόσει για τις έξι το βρόδυ ό,τι υπή ρχε σχετικό με το βαρόνο Φον KέπερλΙVΓK. Μετό συνδέθηκε με τον καθηγητή Αντρέα και έκλεισε μαζί του ένα ραντεβού. Ο σοφέρ του βαρόνου Φον ντερ Μόλτεν τον βοήθ η σε να κατέ βει τις σκόλες και να βολευτεί στο αυτοκίνητο. Ξεκίνησαν. Ο Άν βαλντ ρωτούσε με ενδιαφέρον σχεδόν για κόθε σπίτι, κόθε δρόμο. Ο σοφέρ απαντούσε υπομονετικό: « Περνόμε τη Χοεντσόλερν Στρόσε ... Από αριστερό έχουμε τη μεγόλη δ εξαμενή ... Από δ εξιό την εκκλ ησία του Αγίου Ιωόννη ... ΝαΙ, συ μφωνώ, είναι όμορφη εκκλησία. Χτίστ η κε πρόσφατα ... Ν α και η κυκλική δ ιασταύρωση . Η Ραϊχπρεζιντέντεν Πλατς. Και συνεχί ζει η Χοεντσόλερν Στρόσε ... Ν αι, τώρα μπαίνουμε στην Γκόμπιτς Στρόσε. Ν αι; Την ξέ ρετε την περιοχή; Θα περ όσουμε κότω απ ό τ η γέφυρα και θα βρεθούμε πια στ η δική σας Τσίτεν Στρόσε ...» [150]
Η διαδρομή μέσα στο δροσ ερό αυτοκίνητο έδ ωσε στον Άν βαλντ μεγάλη χαρά. ("Ομορφη πόλη.) Δυστυχώς το δ ικό του Άντλερ καιγόταν από το πρωί από τις αχτίνες του ήλιου, που τώρα ήταν πολύ ψηλό. Μόλις κάθισε στο τιμόνι, ο ι δρώτας έτρεξε ποτάμι κάτω από το πουκά μισο και το σακάκι του. Άνοιξε τα παράθυρα, π έταξε στο πίσω κάθισμα το καπέλο και πάτησε το γκάζι μέχρι που ακού στη καν τα λό στιχα να στριγκλίζουν, ελπίζοντας να δροσιστεί από τον αέρα. Δεν τα κατάφερε: Οι πνεύμονές του γέμισαν ξερή σκόνη. Σαν να μην του έφτανε αυτό, άναψε και τσιγάρο, στεγνώνοντας τε λείως το στόμα του. Ακολουθώντας τις οδηγίες του σοφ έρ του Φον ντερ Μάλτεν, έφτασε χωρίς να συναντήσει κάποιο πρόβλη μα στη Σχολή Ανατο λικών Σπουδών στη Σμιντεμπρούκε 3 5. Ο καθηγητής Αντρέα τον περίμενε ήδ η . Άκουσε με προσοχή τον Άνβαλντ να μιμείται την προφορά του ξένου της προηγο ύμενης μέρας. Μολονότι οι φρά σεις, τις οποίες ο αστυνομικός επανέλαβε πολλές φορές, ήταν πολύ σύντο μ ες (<<Πώς βρέθ η κες εδώ; Δείξε την πρόσκλησ η !»), ο κα θηγ η τ ής δεν είχε αμφιβολίες: Ο ξένος που μιλούσε γερμανικά στο χορό του βαρόνου ήταν σίγουρα Το ύ ρκος. Ι κανοποιημ ένος με τη γλωσ σολογική του διαίσθηση, ο Άνβαλντ αποχαιρ έτησε τον καθηγητή και πήγε στο αρχηγείο της αστυνομίας. Στ η ν είσοδο συν άντησε τον Φόρστvερ. Αντάλλα ξαν ένα βλέ μ μ α και α μ έσως ο ένας αναγν ώρισε τον άλλο - επ ίδεσ μος στο κεφ ά λ ι του Άνβαλντ και σκίσιμο στο φρ ύδι του ΦόΡΣΤVερ. Χαιρετήθ η καν με προσποιητή α δ ιαφορία. « Βλέπω πως το χτεσινό βράδυ δεν το περάσατε στη συγκ έ ντρωση του Στρατού της Σωτη ρίας στην Μπλίχερ Πλατς» γέλασε ο Σ μ όλορτς χαιρετώντας τον Άνβαλντ. [151]
«Δεν είναι τίποτα, είχα ένα μικρό ατύχη μα». Κοίταξε το γραφείο - ο φάκελος του Φ ον KέπερλΙVΓK ήταν εκεl. «Δεν είναι και πολύ χο ντρός». «Σίγουρα ένας πιο χοντρ ός θα βρίσκεται στα αρχεΙα της Γκε στάπο. Π ρέπει να έχει κανε ί ς μ έσο για να φτάσει μ έχρι εκε ί. Κ ι εγώ δεν έχω ... » Σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπό του με ένα καρό μαντ ίλι «Ευχαριστώ πολύ, Σ μ όλορτς. Α ... » Ο Άνβαλντ έτριψε νευρικά τη μ ύτη του. «Σας παρακαλώ πολύ μ έχρι αύριο να μου ετοιμάσετε μια λΙ στα με όλους τους Τούρκους που έ μεναν στο Βερολίνο τον τελευ ταίο ενάμιση χρόνο. Υπάρχει εδώ τουρκικό προξενεΙο;» «Ναι, στη Νόιντορφ Στ ρ άσε». «ΕκεΙ σίγουρα θα σας βο ηθήσουν. Ευχαριστώ, μπορείτε ν α πη γα Ινετε». Ο Άν βαλντ έ μεινε μ όνος στο δροσερό γραφείο του. Ακού μπ η σε το μέτωπο στη ν πρά σιν η επιφ άνεια του γραφεΙου. Έν ιωσε να πλη σιάζει στο κρΙσιμο ση με ίο της καλ ής και της κακής του δ ιάθεσης. Συ ν ειδ η τοποίησε με λύπη ότι αντιδρούσε δ ιαφορετικά από τους άλ λους: Ο άγριος κα ύσωνας απελευθέ ρωνε μέσα του τη δ ραστη ριο ποί η ση και την ενέργεια, ενώ η ευχάριστη δροσιά του γραφείου τη ν υποταγή και την απάθεια. (Οι άλλοι άVΘρωπOI είναι μικρόκοσμοι, δεμέ
νοι με την κίνηση του σύμπαντος, ενώ εγώ όχΙ. Διαφέρω απ' αυτούς. Δεν μου το έλεγαν από την παιδική μου ακόμη ηλ,κ{α; Είμαι σαν ένα απομο νωμένο μικρό σύμπαν όπου ΕΠικρατεί βαρ ύτητα προς πολλές Kαrευ θύVΣεlς, που ενώνει τα πάντα σε μια βαριά και συμπυκνωμένη μάζα.) Ση κ ώθ η κε απότομα, έβγαλε το πουκ ά μισο και έσκυψε πάνω από το ν ιπτή ρα. Έπλυνε τις μασχάλες και το σβέρκο του, ενώ μόρ φαζε από τον πόνο. Κάθισε στη ν καρέκλα και άφ η σε το ν ερό ν α κυλήσει στο τραυματισμένο στήθος του σε μικρά ρυ άκια. Σκούπιί152]
σε το πρόσωπο και τα χέρια του με τη φανέλα του. (Να είσαι δρα στήριος! Να λειτουργείς.η Σή κωσε το ακουστικ ό και έδωσε εντολή στον κλητήρα να του φέρει τσιγάρα και λεμονάδα. ·Ε κλεισε τα μά τια και έκανε εύκολα έναν έλεγχο στο χάος των εικόνων. Τις χώρισε και τις τακτοπο ί ησε: «Σκορπιοί στην κοιλιά της Μαριέτα φον ντερ Μάλτεν. Σκορπιός στο χέρι του Τούρκου. Τού ρκος σκ ότωσε τη Μαριέτο». Η ιδέα του τον χαροποίησε με τη λογική της, ταυτόχρονα όμως τον π άγωσε η προοmική των αναποτελεσματικ ών ερευν ών. (Τούρ
κος σκότωσε τη βαρονέσα. Τούρκος είναι φ ύλακας στην οικία του βα ρ όνο υ Φον Κέπερλ ινγκ, το βαρόνο τον καλύπτει η Γκεστάπο, ergo ο Τούρκος έχει σχέση με την Γκεστάπο, ergo στη δολοφονία της βαρονέ σας είναι μπλ εγμένη η Γκεστάπο, ergo μπροστά στην Γκεστάπο είμαι αδύναμος και ανήμπορος σαν παιδΙ) ·Εν α χτύπημα στην πόρτα. Χτύ-πη-μα. Ο κλητήρας έφερε μια αγκαλιά μπουκάλια και δύο πακέτα βαριά τσιγάρα Berg m a n n Privat. Το τσιγά ρο τον ζάλισε για λlγο. "Ηπιε τ η λεμονάδα, έ κλ εισε τα
μάτια, και πάλι οι σκέψεις-εικόνες μετατράπη καν σε σκέψεις-φρά σεις. (Η Λ έα Φριντλέντερ γνωρίζει ποιος υπέδειξε στον Μοκ τον πατέρα
της, καθιστώντας τον θύμα σκευωρίας. Κάλλιστα θα μπορούσε να είναι κάποιος από την Γκεστάπο. Αν φοβάται να μου πει, θα την αναγκάσω. Δεν θα της δώσω μορφίνη, θα την τρομοκρατήσω με τη σύριγγα, θα κάνει ό,τι θέλω!) Απομάκρυνε την ερωτική παρα ί σθηση «θα κάνει ό,ΤΙ θέλω» και σηκώθη κε. (Να είσαι δραστήριος!) Άρχισε να κόβει βόλτες στο δωμ άτιο, εκφράζοντας φωναχτά τις αμφιβολίες του: «Π ο ύ θα τη ν αναγκ άσεις να μιλήσει; Στο κελί . Π οιο κελί; Εδώ, στο αρχηγε ί ο τ η ς αστυνομ ί ας. Αφού έχεις τον Σμόλορτς. Θαυμά σια ... Κλείσε μια τέτοια κούκλα σ' ένα κελί, και μέσα σε μ ία ώρα θα [153]
το μόθουν όλοι οι δεσμοφ ύ λακες και οι αστυνομlκοί. Και σίγουρα και η Γ κεστόπο». Τις στιγμές της μεγαλ ύ τερης απογοήτευση ς ο Άνβαλντ έστρεφε τις σκέψεις του σε ένα εντελώς διαφορετικό θέ μα. Έτσι και τώρα: Άρχισε να μελετό το φόκελο του βαρόνου. Μέσα βρή κε μερικές φωτογραφίες από όργια σε κάποιον κήπο και μια λίστα με όΓVωστό του ονόματα - ατόμων που συμμετε ίχαν στα γλέντια αυτό. Κανένα δ εν πρόδι δε τουρκική καταγωγή . Για τον οικο δ εσπότη των δ εξιώ σεων υπή ρχαν λ ιγοστό στοιχεία - το απλό βιογραφικό ενός μορ φωμένου πρώσου αριστοκρότη και μερικό υπη ρεσιακό σημειώ ματα από τις συναντήσεις του βαρόνου με το λοχαγό των Ταγμό των Εφόδου Βάλτερ Π ιόντεκ. Κο ύ μπωσε το πουκό μισο και έσφιξε τη γραβότα του. Κατέβ η κε αργά στα αρχεία, και με την ευκαιρία παρέλαβε και την αστυνομική του ταυτότητα. (Να είσαι δραστήριος!) Στα υπόγεια του αρχηγε ί ου της αστυνομίας τον περίμενε μια πικρή απογοήτευση. Με διαταγή του υπηρεσιακού αρχηγο ύ της αστυνομίας δόκτορα ΈVΓKελ, ο φό κελος του Π ιόντεκ είχε μεταφερθεί στα αρχεία της Γ κεστόπο. Επέ στρεψε στο γραφείο του με το ζόρι - η πρησμέν η φτέρνα του τον πονούσε, οι πληγές και οι γρατσουνιές τον έ καιγαν. Κόθ ισε και με βραχνιασμέν η φωνή ρώτησε τον Μοκ, που έκανε ηλιοθεραπεία στην παραλία του Τ σόποτ: «Πότε θα επιστρέψεις, Έμπερχαρντ; Αν ήσουν εδώ, θα έπαιρνες από την Γ κεστόπο το φόκελο του Π ιόντεκ και του Φον KέπερλΙVΓK ... θα έβρισκες μια κρυψώνα για να ανακρ ίνουμε τη Λέα, να τη ν υπο βάλουμε σε αντιναρκωτική αγωγή ... Σίγουρα θα έβρισκες στη μν ή μ η σου κόποια μέγγενη για τον παλαβό βαρόνο ... Πότε θα επιστρέ ψεις επιτέλους;». ί154]
Η νοσταλγΙα για τον Μοκ ήταν νοσταλγ Ι α για τα χρή ματα του βαρόνου, για τροπικά νησιά, για σκλάβες με δέρμα σαν μετάξι. ..
(Ωρα ίο πύργο έχτισες, Χέρμπερτ, με τα τουβλάκια. Να ε{σαι δραστή ριος, ανάγκασε τη Λέα να μιλ ήσει, μπορείς να το κάνεις; Ωρα ίο πύργο έχτισες, Χέρμπερτ. )
i 155]
νι
Μπ ρέσλαου, Τ ρ ίτπ 10 l ουλίου 1934 Ε φτά το Β ράδυ
Στην κεντρική οδό στην οποlα έβγαζε η Χόνσα Στρόσε, ο Άνβαλντ βρή κε ένα μικρό εστιατόριο. Από επαγγελματική συνήθεια σημεί ωσε το όνομα του ι δ ιοκτήτη και τη δ ιεύθυνσή του: Πόουλ ΣΙντελ, Τ ιεργκόρτεν Στρόσε 33. Έφαγε τρία βραστό λ ουκόνικα με φό βα από μπιζέλια και ήπιε δύο μπουκόλια μεταλλικό νερό. Δέκα λεmό αργότερα, λίγο βαρύς, βρισκόταν μπροστό από το φωτογραφικ ό στο ύντιο «Φαταμοργκόνα». Χτύπησε αρκετή ώρα, πεισματικό και δυνατό, την κλειστή πόρτα. (Σίγουρα πάλ ι πήρε τη
δόση τη ς, αλλά θα είναι η τελ ευταία φορά.) Ο γερο-θυρωρό ς βγήκε αργό από την είσοδο στο πεζοδρόμιο. «Δεν έχω δει τη δεσποινίδα Σουζόνα να βγαίνει' Η υπηρέτριό της έφυγε πριν από μία ώρα ... » μουρμούρ ισε κοιτόζοντας τη ν ταυ τότητα του Άνβαλντ. Ο αστυνομικός έβγαλε το σακόκι του και όφησε με αγανόκτ η ση τον ιδρώτα του να κυλήσει - ο ύτε καν προσπόθησε να σκουπιστεί. Κόθ ισε σ' ένα πέτρινο παγκ ό κι στην αυλή, δίπλα σε έναν μισοκοιμι σμένο συνταξιούχο με τρύπιο καπέλο. Π ρόσεξε πως ένας φεγγίτης στο διαμέρισμα της Λέα δεν ήταν τελ εΙως κλειστός. Σκαρφόλωσε με κόπο στο περβόζι - τον πονο ύσε η πρησμένη φτέρνα του, ένιω θε το γεμότο του στομόχι βαρύ. Π έ ρασε το χέρι από μέσα και γ ύ ρι σε το χερούλι' Για λίγο πόλεψε με την μπερδεμένη κουρτίνα και τις φτέρες στο περβόζι. Σ ' αυτό το σπίτι αισθανόταν σαν στο δ ικ ό του. [1 56]
Έ βγαλε το σακάκι, το γιλέκο και τη γραβάτα του και τα κρέμασε στην πλάτη μιας καρέκλας. Άρχισε να ψάχνει τη Λέα. Κατευθύνθη κε στο στο ύντιο, όπου υπέθετε ότι θα κοιμόταν ζαλισμένη. Π ρ ιν φτάσει εκεί, έστριψε προς το μπάνιο: Τα μπιζέλια και τα λουκάνικα έστελναν προειδ οποιητικά μηνύματα. Η Λέα Φρ ιντλέντερ ήταν στο μπάνιο. Τα πόδια της κρέμονταν π άνω απ ό τη λ εκ άνη. Τα μπούτια και οι γάμπες της ήταν λερωμέ να από κ όπρανα. "Ηταν τελ είως γυμνή . Το χοντρ ό καλώδ ιο που ε ί χε τυ λ ιχτεί γ ύ ρω από το λαιμό της ήταν δ εμ ένο σ ' ένα σωλήνα στο ταβάνι Το mώ μα ακουμπούσε με την πλότη στον το ί χο. Τα βαμμένα κόκκινα χείλη ήταν ανοιχτά, φανερώνοντας τα δόντια και τα ο ύλ α, και ανά μεσά τους μια μελανιασμένη, πρησμ έν η γλώσσα. Ο Άνβαλντ έκανε εμετό στον μπιντ έ. Μετά κ άθισε στην άκρη της μπανιέρας και προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. "Ηδη έπειτα από λίγα λεmά ήταν σίγουρος ότι η Λέα δεν είχε αυτο κτονήσεΙ. Στο μπάνιο δεν υπή ρχε καν ένα σκαμπό, τ ίποτα που να μπορούσε να το σπρώξει με τα πόδ ια της. Και δεν θα μπορο ύσε να πηδήξει από τη λ εκάνη επειδή δεν ήταν αρκετά ψ ηλή . Θα έπρεπε να περάσει το χοντρ ό καλώδιο από το σωλήνα στο ταβάνι, και με τά, κα θώς θα κρατιόταν με το ένα χέ ρι, με το άλλο να βάλει τη θηλιά στο λαιμό της. (Κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο ακόμα και για ακροβάτη,
πολύ περισσότερο για μια ναρκομανή που σήμερα την πήδηξαν του λάχιστον μ(α ντουζίνα τύποι. Φαίνεται πως κάποιος πολύ δυνατός στραγγάλισε τη Λέα, κρέμασε το καλώδιο στο μπάνιο, σήκωσε την κο πέλα και πέρασε τη θηλ ιά στο λαιμό της. Ξέχασε μονάχα να βάλει κά ποια καρέκλα που θα το έκανε αξιόπιστο.) Ξαφνι κά άκουσε την κουρτ ίνα του παραθ ύρου από το οποίο [157]
μπή κε να κυματίζει Είχε ρεύμα. (Πρέπει να είναι ανοιχτό και άλλο πα
ράθυρο στο διαμέρισμα.) Στην πόρτα στεκόταν ένας μεγαλόσωμος μελαχρινός άvτρας. Σή κωσε το χέρι απότομα. Ο ΆνβαλVΤ πήδηξε στο πλάι, πατωVΤας ένα μεταξωτό μεσοφόρι που ήταν πεταμένο στο πάτωμα. Το δεξί του π όδ ι γλίστρησε πίσω, όλο το βάρος του σωματός του στηρί χτ η κε στην πρησμένη φτέρνα του. Δ εν άvτεξε. Το αριστερό του πόδι λύγισε, και ο ΆνβαλVΤ έσκυψε μπροστά στον Τούρκο. Εκείνος ένωσε τα χέρια και του έδωσε μια γροθιά αποκάτω - στο πιγούνι. Ο αστυνομικός έπεσε ανάσκελα μέσα στη μεγάλη μπανιέρα. Π ριν κα ταλάβει τι συνέβαινε, αvτίKρισε αποπάνω του το πρόσωπο του ξέ νου και τη μεγάλη σιδερένια γροθιά του. Το χτ ύ πημα στο η λ ιακ ό πλέγμα το ύ έκοψε την αναπνοή . Βήχας, πνιχτή ανάσα, θολού ρα, πvιxτή ανάσα, πvιxτή ανάσα, νύχτα, πνιχτή ανάσα, νύχτα, νύχτα.
Μπ ρέσλαου, 10 l ουλίου 1934 Οχτώ το Β ράδυ
Το παγωμένο νερό βοήθησε τον Άνβαλvτ να ξαναβρεί τις αισθή σεις του. Καθόταν ολόγυμνος σ' ένα κελί χωρίς παράθυρο, δεμένος σε μια καρέκλ α. Τον κο ίταζαν δύο άVΤρες με μαύρες, ξεκού μπωτες στολές των Ες Ες. Ο KOVΤός είχε στραβωσει το λεπτό , έξυπvo πρό σωπό του σε μια γκριμάτσα που έμοιαζε με χαμ όγελ ο. Του Άνβαλvτ τού θύμιζε το δάσκαλο μαθη ματικων του στο γυμνάσιο, που έκανε έναν παρόμοιο μορφασμό όταν κάποιος απ ό τους μαθητές δεν μπορούσε να λύσε ι την άσκηση. (Θέλω να σας προειδοποιήσω γι '
αυτο ύς τους ανθρώπους - είναι αδίστακτοι, και μπορο ύ ν να αναγκά[158]
σουν τον καθένα να παραιτηθεί από την έρευνα. Αν -Θεός φυλάξοl βρεθείτε στην Γκεστάπο, σας παρακαλώ να επιμείνετε πεισματικά πως είστε πράκτορας της Άμπβερ που προσπαθεί να αποκαλύψει ένα δί κτυο πολ ωνών μυστικών πρακτόρων στο Μπρέσλαου.) Ο γ κεσταπίτης ό ρχισε να βηματίζει στο κελί, όπου η οσμή του ιδρώτα ήταν σχεδόν χειροπια στ ή . «Άσχη μα τα πρόγ ματα, ε, Άνβαλντ;» Ήταν φανερ ό πως περίμε νε απόντηση . « Ναι .. » χαχόνισε ο χτυπημένος όνθρωπος. Η γλώσσα του ακού μπησε σ' ένα σπασμένο μπρο στ ινό δόντι
«Όλ ο ι ε ίναι κακοί σ' αυτή την πόλη ». · Εκανε έν αν κύκλο γ ύ ρω απ ό την καρέκλ α. «Μόλι στα, Άνβαλντ. Τι γ υρεύεις εδώ ... σ' αυτή ν τη Βαβυλώνα, ποιος όνεμος σ' έφερε στα μέρη μας;» Άν αψε τσιγόρο και ακού μπησε το αναμμένο σπίρτο στο κεφόλι του κρατο ύμενου. Η μυρω δ ιό από τα μαλλιό που καίγονταν έκοβε τ ην αναπν οή . Ο δεύτερος βασανιστής, ένας ιδρωμένος χοντρός, έ ρ ι ξε στο κεφόλι του Άνβαλντ μια βρεγ μένη πατσα βού ρα και έσβησε τη φωτιό. Η ανακο ύφισ η δεν κρότησε γ ια πολύ. Ο ίδ ιος γ κε σταπ ίτης έσφιξε με το ένα χέρι τη μ ύτ η του Άνβαλντ, ενώ με το όλ λο φίμωσε το στόμα του με τ ην πατσαβούρα. «Βερολινέζε, τι δ ου λειό έχεις στο Μπρέσλαου;» μουρμο ύ ρισε ο όλλος. « Α ρκετό, Κό νραντ». Απαλλαγ μένος από τη βρομερή πατσαβούρα, ο Άν βαλντ ό ρχι σε να βήχει Ο αδ ύνατος γ κεσταπ ίτης περ ί μεν ε υπομονετικό τ ην απόντ η σ η . Όταν δ εν τ η ν πή ρε, κο ίτα ξε το βοηθό του. «ο κύριος Άνβαλντ δεν θέλει να απαντήσει, Κόνραντ. Φαίν εται πως ν ιώθει ασφαλή ς. Νομίζει πως είναι προστατευμένος. Και ποιος τον προστατε ύει;» Άνοιξε τα χέ ρια. «Μήπως ο διευθυντής τ η ς Δίω[159]
ξης Εγκλήματος Έ μπερχαρντ Μοκ; Αλλ ά ο Μοκ δ εν είναι εδώ. Κόν ραντ, βλέπεις κάπου τον Μοκ;» «Οχ Ι, κύρ ιε συνταγματάρχη». Ο αδύνατος άντρας έσκυψε το κεφάλ ι και ε ίπε με ναζιάρικη φωνή : «Ξέρω, ξέρω, Κόνραντ. Οι μέθοδο ί σου ε ίναι αποτελεσματικές. Τίποτα δεν μένει μυστικό όταν ανακρ ίνεις τους ασθενε ί ς σου. Επί τρεψέ μου όμως αυτό τον ασθενή να τον γιατρέψω εγώ . Μπορώ ; » «Φυσικά, κύριε συνταγματάρχη». Ο Κόνραντ βγή κε από το κελί χαμογελώντας. Ο συνταγματάρ χης άνοιξε μια παλιά, λίγο φθαρμέν η τσάντα και έβγαλε από μέσα ένα μπουκόλι του ενός λίτρου κ αι ένα γ υ όλινο βαζάκΙ. Το περιεχό μενο του μπου καλιού - ένα π η χτό υγρό- το έχυσε στο κεφάλι του Άνβαλντ. Ο κρατού μενος ένιωσε στη γλώσσα μια γλυκιά γεύσ η . «Ξέρεις, Άνβαλντ, ε ίναι μελί με νερ ό». Ο βασανιστή ς πή ρε το βαζάκΙ. «Και ξέρεις τι ε ίναι αυτό ; ·Ελ α, έλα ... Σε λίγο θα σου φύγει η περιέργεια». Κο ύνησε το βαζάκΙ. Απ ό μέσα α κο ύστη καν σιγανά βουίσματα εντόμων. Ο Άνβαλντ κ ο ίταξε και ε ίδε δύο μεγόλες σφή κ ες που με ορμή π η δ ο ύ σαν η μια πάνω από τ η ν όλλη κ αι χτυπιόνταν στα τοι χώματα του γυάλινου βάζο υ. «Α μ άν, τι φο βερά τέρατα ... » ε ί πε ο γκεσταπ ίτ η ς σαν να κλα ψού ρ ιζε. Ξαφνι κ ά πήρε το βαζά κ ι κ αι το έσπασε στον το ίχο. Π ριν οι απο προσανατολισμένες σφή κ ες αρχ ί σουν να πετάνε στο μικρ ό κελ ί. ο κ ρατού μ ενος έ μεινε μόνος. Ο Άνβαλντ ποτέ δεν φανταζόταν πως αυτά τα μεγάλα έντο μ α βγάζουν ήχο υ ς σαν μ ι κ ρά που λ ι ά με τα φτερ ά τους. Ο ι σφή κες [ 160]
επιτ έθ η καν πρώτ α στη μικρή, καλυμμένη με συρματόπλεγμ α λ ά μπα, αλλά αμέσως άλλαξαν κα τε ύθ υνση . Έκαναν παράξενους κ ύ κ λ ους μέσα στ ο γεμάτ ο υγρασία κελί , και με τ ο παραμικρό τρε μο ύλ ιασμα του αέρα κατ έ βα ιναν πιο χαμηλά. Σ ύ ντομα βρέθη καν γύρω από τ ο κεφάλι του Άνβαλντ, τα προσέλ κυσε η μυρωδιά του μελιού. Ο Άνβαλντ προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη φαντασία τ ου για να φ ύ γει από τ ο κελ ί. Τα κατάφερε. (Περπατού σε σε μια
παρ αλία που την έλουζαν απαλά κύματα. Από το πέλαγος φυσο ύ σε μια ανάλ αφρη α ύρα . Οι πατούσες του βο ύλ ιαζαν στη ζεστή άμμο. Ξα φ νικά σηκώθηκε αέρας, η άμμος έκαιγε, τα αφρισμ ένα κύματα, αντί να σκάνε απαλά στην παραλία, όρμησαν με ένα άγριο βουητό καταπά νω στον Ά νβαλντ.) Η φαντασ ί α του αρνήθη κε να τον υπακο ύ σει. Ένιωσε ένα ελα φρ ύ ρε ύ μα α έ ρα κοντά στα χείλη του, που ήταν κολλη μένα από το μ έλ ι και τ ο νερό. Άνοιξε τα μάτ ια και αντίκρισε ένα έντομο που στό χευε τα χείλη τ ου. Το φύσηξε δ υνατά. Η σφή κα, σπρωγμένη από το ρε ύμα α έρα, κ άθισε στον το ίχο του κελιού. Στ ο μετα ξύ η δεύτερη είχε αρχίσει να κάνει κύ κλους γύρω από το κεφάλι του. Ο Άνβαλντ κ ουνιόταν σπασμω δ ικά μαζί με τ ην καρέκλ α και τ ίναζε το κεφ άλι δεξ ι ά κ αι αριστερά. Η σφή κα κάθισε στον ώμο του και κάρφωσε το κεντρ ί στο δέρμα τ ου. Ο κρατο ύ μενος τ ην τσάκισε με τ ο πιγο ύνι του, κ αι αμέσως ένιωσε έναν διαπεραστικό πόνο. Το σαγόνι και ο ώ μος ενώθ η κ αν σ' ένα μεγάλο, μελανό πρήξιμο. Το λ ιωμ ένο έντο μο χοροπ η δούσε αδύναμα στο π άτωμα. Η άλλη σφή κα ξεκόλλησε απ ό τον τοίχο κ αι, έτοιμη για επ ίθ εση, έψαχνε το στό μα του Άν βαλντ. Ο Άνβαλντ γ ύ ρισε το κεφάλ ι στο πλ άι, και το έντομο, αντί να πετύχει τ ο στόμα του, βρέθ η κ ε στην ά κ ρη του ματιο ύ. Ο πόνος και το πρήξιμο απλ ώθη κ αν σε όλο το αριστερ ό του μάτ ι. Ο Άνβαλντ [161]
τίναξε το κεφόλι και έπεσε μαζί με την καρέκλα στο τσιμέντο. Σκο τόδι σκέπασε το αρ ιστερό του μότι. Μετό το δεξί. ·Ε νας κου βός με παγωμένο νερό τον βοήθησε να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Με ένα ν όη μα του χεριού, ο συνταγματόρχης έδιω ξε το βοηθό του. ·Επιασε την καρέκλα από την πλότη και, χωρίς τον παραμικρό κόπο, επανέφερε τον Άνβαλντ στην κόθετη θέση. «Μαχητικός είσαι». Κοίταζε με έγνοια το πρησμένο πρόσωπο του κρατούμενου. «Δύο σφή κες σού επιτέθη καν, και τις σκότωσες και τις δύο». Το δέρμα του αστυνομικού πονούσε φοβερό εκεί που είχε πρη στεΙ. Τα έντομα ακόμη κουνιόνταν στο σκλη ρό πότωμα. «Πες μου, Άνβaλντ, φτόνει; Ή μήπως θέλεις να ζητήσω ξανό τη βοήθεια αυτών των επιθετικών όντων; Ξέρειι;, εγώ τα φοβόμαι πε ρισσότερο από σένα. Πες μου, Άνβαλντ, φτόνει;» Ο κατηγορούμενος έγν εψε καταφατικό με το κεφόλι. Στο κελί μπή κε ο χοντρός βασανιστής και τοποθέτησε μια καρ έκλ α μπρο στό στον αξιωματικό. Αυτός κόθισε ανόπο δα, στήριξε τους αγκώ νες στη ρόχη της και κοίταζε φ ιλικό το θύμα του. «Για ποιον δ ουλεύ εις;» « Για την Άμπβερ». «Η αποστολή σου;» «Έχω διαταγή να ξεσκεπό σω τις πολ ωνικές μυστικές υπη ρεσίες πλη ροφοριών». « Γ ιατί σ' έφ εραν από το Βερολίνο; Δεν υπή ρχε καν ένας κατόλ ληλ ος στο Μπρέσλαου;» «Δεν ξέρω. Π ή ρα διαταγή». Ο Άνβαλντ ό κουγε τη φωνή που έβγαινε από τις φων ητικές του χορδές σαν να ήταν ξέν η - τη ν κόθε λέξ η τη συνόδευε έν ας πόνος ί162]
στο λάρυγγα και στους μυς του προσώπου, που ε ίχαν παραλύσει από τα τσιμπήματα στο μάτι και στο σαγό νι «Λύστε με, σας παρακαλώ» ψιθύρισε . Ο συνταγματά ρχης τον κοίταζε αμ ίλητος. Στο έξυπνο βλέμ μα του έλαμψε κάποιο ζεστό αίσθη μα. «Ξεσκεπάζεις τις πολωνικές μυστικές υπηρεσ ίες πλη ροφο ριών ... Και τι σχέση έχουν ο βαρόνος Φον KέπερλΙVΓK και ο βαρό νος Φον ντερ Μάλτεν με αυτό το θέμα;» «Στο χορό του βαρόνου Φον KέπερλΙVΓK ήταν ένας άνθρωπος τον οπο ί ο παρακολουθούσα από καιρό. Και ο Φον ντερ Μάλτεν δεν έχει καμία σχέση με το θέμ α». «Π ώς λέγεται αυτός ο άνθρ ωπος;» Η φιλ ι κή έκφραση στο πρόσωπο του βασανιστή του εξαπάτησε τον Άνβαλντ. Π ή ρε μια βαθιά ανάσα και ψι θύ ρισε: «Δεν μπορ ώ να απαντήσω ... ». Ο γκεσταπίτης γέλασε λίγο, κι έπειτα άρχισε έναν περίεργο μο νόλογο. Τ ις ερωτήσεις τις έκανε με μια χοντρή φωνή, και απαντο ύ σε στον εαυτό του με μια ψιλή, τρεμουλιαστή φωνή: «Ποιος σε σακάτεψε στο χορό του βαρόνου; ·Ενα καθοί κι, κ ύριε αξιωματικέ. Το φοβάσαι το καθο ί κι; Ναι, κ ύ ριε αξιωματικέ . Και τις σφήκες δεν τις φοβάσαι; Τις φοβάμαι, κ ύριε αξιωματικέ. Πώς; Αφού σκότωσες δύο! Και χωρίς τη βοήθεια χεριών! Α, ναι, καταλαβα ίνω, Άν βαλντ, δύο ήταν λίγες για σένα ... Μπορεί να γίνουν περισσότερες... ». Ο γκεσταπίτης τελείωσε το μονόλογό του και έσβησε αργά το τσιγάρο του στον πρησμένο ώ μο του Άνβαλντ. Μ ια ξένη φωνή σχεδόν ξέσκισε το λαρύγγι του. Ο Άνβαλντ έπε σε στο πάτωμα, ουρλιάζοντας. Ένα λεπτό. Δύο. Ο συνταγματάρχης φ ώναξε : [163 ]
«Κόνραντ!». Ένας κουβός με νερό έκανε τον κρατούμενο να σωπόσει. Ο βα σανιστής όναψε και όλλο τσιγόρο και φύσηξε την όκρη του. Ο Άν βαλντ κόρφωσε με τρόμο το βλέμμα του στο αναμμένο τσιγόρο. «Το όνομα του υπόπτου;» « Πόβελ Κρίστεκ». Ο γκεσταπίτης σηκώθη κε και βγή κε έξω. Έπειτα από πέντε λε πτό επέστρεψε μαζί με τον Τούρκο που ήδη γνώριζε ο Άνβαλντ. «Λες ψέματα, ηλίθιε. Δεν υπή ρχε κανείς με αυτό το όν ομα στου βαρόνου, έτσι δεν είναι;» Εί χε απευ θυνθεί στον Τούρκο, ο οποίος, έχοντας βόλε ι τα γυα λ ι ό του, κο ίταζε με προσοχή τις προσκλ ήσεις. Κούνησε το κεφόλι του, επιβεβαιώνοντας με αυτό τον ανατολίτικο τρ όπο τα λόγια του γκεσταπίτη, που ρουφούσε λαίμαργα το τσιγόρο. «Σπατόλη σες το χρόνο μου και γελοιοπο ί ησες τις μεθόδ ους μου. Με στενοχώρησες. Με πλήγωσες!» Αναστέναξε και ρο ύφ η ξε τη μύτη του. «Φρόντισέ τον εσύ. Ί σως ε ί σαι πιο αποτελεσματικ ός». Ο Τούρκος έβγαλε από μια τσόντα δύ ο μπουκόλ ια με μέλι αραιω μένο με λίγο νερό και τα έχυσε αργό στο κεφόλι, τους ώμους και την κοιλιό του κρατού μενου - ι δ ιαίτερα στα γεννητικ ό του ό ργανα. Ο Άνβαλντ ό ρχισε να φων όζει. Από το λ αρ ύγγι του έβγαιναν τε λ ε ίως ακατανόητες λέξεις, αλλό ο Τού ρκος κατόλαβε: «Θα μ ιλήσω!». Κο ίταξε το συνταγματόρχη . Ε κε ίνος με ένα νόη μα τον δ ιέταξε να συνεχίσει' Ο Τού ρκος έβγαλ ε απ ό την τσόντα ένα βόζο και το έφερε μπροστό στα μότια του Άν βαλντ. Μ ια ντουζίνα σφή κες έπε φταν οργισμένες η μια πόνω στην όλλ η, συστρ έ φοντας τις χοντρές κοιλιές τους. [1 64]
«Θα μιλήσω!» Ο Το ύρκος κρατούσε το βόζο στο τεντωμέvο χέρι του και ετοι μαζόταv VQ το ρίξει στο τσιμεντέvιο πότωμα. «Θα μιλήσω!» Ο Τούρκος όφησε το βόζο από το χέρι του. «Θα μιλ ήσω!» Το βόζο πλησίασε το πότωμα. Ο Άvβαλντ δεv κατόφερε va συ γκρατήσει τα ούρα του. Γύρω του σχη ματ ίστηκε μια λιμvούλ α. Το βόζο προσγειώθη κε στο πότωμα. Η κύστ η του όδειασε. Έχασε τις αισθήσεις του. Το βόζο δ εv έσπασε. Μοvόχα χτ ύπ η σε στο μπετόv, βγόζοντας lvav πvΙXΤό ήχο. Ο Τούρκος απομακρύvθη κε με αηδία από Tov αvαίσθ ητο κρα τού μεvο. Α μέσως εμφαvίστηκε ο χοντρός Κόvραντ. Έλυσε Tov Άv βαλντ από τηv καρέκλα και TOV έπιασε από τις μασχόλες. Τα πόδια του atpvoVTav στ η λιμvούλ α από ούρα. Ο συνταγματόρχης μού γκρισε: « Καθαρίστε τα ούρα και πηγαίvετέ TOV στο Ό σβιτσερ Βαλντ». Έκλεισε τηv πόρτα π ίσω από TOV Κόvραντ και κοίταξε Tov Τούρκο. «Γιατί κοιτόζεις περίεργα, "EPKIV;» « Α φού έσπασε, συνταγματ όρχη Κρό ους. 'HTav έτοιμος VQ κε λα η δήσει». «Είσαι υπερβολικό οξύθυμος, "EPKIV». Ο Κρό ους κοιτο ύσε τις σφή κες, που χτυπιόνταv μέ σα στο βόζο, φτιαγμΈVO από γυαλί Ιέvας. «Tov είδες καλό; Π ρέπει VQ ξεκουραστεί τώρα. Τους ξέρω αυτούς. Θ' αρχίσει VQ μας λέει tVa σωρό ψέματα, που θα χρειαστεί μία βδομόδα VQ τα ελέγξουμε. Κ ι εγώ δεv μπορώ VQ TOV κρατήσω τόσο πολύ και ρό. Ο Μοκ έχει ακό μη πολλή δύvαμη, και με τηv Άμπβερ έχει καλές σχέσεις. Εκτός αυτού, τώρα ο Άvβαλντ fIVaI δικός μου. Av αποφασί[165 ]
σεl να φύγει, οι άνθρωποί μου στο Β ερολίνο θα τον τσακίσουν. Αν πάλι μείνει εδώ, θα τον καλέσω ξανά. Και στην πρώτη και στη δεύτε ρη περίmωση θα είναι αρκετό να δ ει μια απλή μέλισσα για ν ' αρχίσει να κελαη δάει ·Ε ρκιν, γι ' αυτό τον αστυνομικό από σή μερα εγώ κι εσύ είμαστε δύο δαίμονες που δεν θα τον αφήσουν ποτέ ... »
Μπ ρέσλαοu, Τετάρτπ 1 1 l ουλίου 1934 Τ ρεις το π ρ ω ί
Η δ ροσιά κάλυψε σαν υγρό σάβανο τη γη. Οι δ ροσοσταλίδες έλα μπαν σαν μαργαριτάρια στα χόρτα, στα φύλλα των δέντρων και στο γυμν ό σώμα του άντρα. Στην επαφή με το δέ ρμα εξατμίζονταν αμέσως. Ο αστυνομικ ό ς ξύπνησε. Για πρώτη φορά εδώ και μ έ ρες αισθάνθ η κε λίγη δ ροσιά. Ση κώθη κε με μεγάλο κό πο και, σέ ρνο ντας το πρησμένο πόδι του και π έφτοντας πάνω στα δέντρα, βγή κε σ' ένα δ ρομάκι στρωμένο με χαλίκι. Άρχισε να περπατάει προς ένα σκοτεινό κτίριο που έριχνε μια άγαρμπη σκιά μέσα στη νύχτα. Εκεί νη τη στιγμή τον χτύπησε φως. Δίπλα στο κτίριο υπή ρχε ένα αυτο κίνητο, που με τους προβολείς του αποκάλυmε μέσα στο σκοτάδι τη γύ μνια του Άνβαλντ. Άκουσε μια φωνή, «Α κ ίνητος!», και μετά ένα πνιχτό γυναικείο γέλιο και τον ήχο από χαλί κι που έ σκαγε κάτω από τα παπούτσια αντρών που περπατούσαν. Άγγιξε τον πονεμ ένο λ αιμό του, ένα τραχύ π άπλωμα τρίφτη κε στο πλ ηγωμένο σώμα του. Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε το ανακουφιστικό φως ενός πορτατίφ. Π ίσω από χοντρ ά γυαλιά τον κοιτούσαν τα έξυπνα μ άτια του δόκτορα Άμπραχαμ Λάντσμαν, προσωπικού γιατρού του βα ρ όνου Φον ντερ Μάλτεν. [166]
«Π ού βρίσκομαι;» Έκανε μια προσπόθεια να χαμογελόσεl. Ένιωσε περίεργα που για πρώτη φορό δεν ευθυνόταν το αλ κοόλ για την απώλεια της μνή μης του. «Είμαστε στο σπίτι σας». Ο δόκτωρ Λόντσμαν ήταν άυπνος και σοβαρός. «Σας έφεραν οι αστυνομικο ί που περιπολούσαν στον δι αβόητο Σουηδικό Π ρομαχώνα στο "Οσβιτσερ Βαλντ. Εκεί το καλο κα ίρι συχvόζOυν πολλό κοριτσόκια. Και ό που συχvόζoυν κοριτσό κια κότι κακό συνήθως συμβαίνεΙ. Αλλά ας έρθουμε στο θέ μα μας: Σας βρή καν στα πρόθυρα κατάρρευσης. Επαναλαμβόνατε επίμο να το όνομ ό σας, το επώνυμο του Μοκ και του βαρ όνου, και τη δι εύθυνσή σας. Οι αστυνομικο ί δεν ήθελαν ν ' αφήσουν έτσι έναν με θυσμένο, όπως υπέθεσαν, συνόδελφο και σας έφεραν στο σπ ίτι σας. Από εδώ τη λεφ ώνησαν στο βαρόνο. Τώρα πρέπει να σας αφή σω. Ο κύριος βαρόνος σός προσφ έρει αυτό το ποσό». Χάιδεψε με τα δόχτυλά του ένα φόκελο στο τραπέζΙ. «Σας έχω αφήσει αλοιφή για το πρήξιμο και τα τραύ ματα. Θ α βρείτε οδηγ ί ες για τη χρήση και τη δοσολογία του κόθ ε φαρμόκου πόνω στα μπουκόλια. Τα πε ρισσότερα τα βρήκα στο φαρμακε ίο μου, αφού η ώρα ε ίναι περα σμένη. Ε ίναι πέντε το πρωί. Σας χαιρετώ. Θα έρθω το μεση μέρι, όταν θα έχετε ξεκουραστεί ». Τα βλέφαρα του δόκτορα Λόντσμαν έκλεισαν πάνω από τα έξυ πνα μότια του. Το ίδιο και του Άνβαλντ πόνω από τα πρησμένα μό τια του. Αλλά δ εν μπ όρεσε να κοιμη θ εί, τον ενοχλούσαν οι ζεστοί το ίχοι, που τώρα έβγαζαν την κόψα της μέρας. Με λίγες κινήσεις κατέβη κε από το κρεβότι στο βρόμικο χαλί, έσυρε τα πόδια του με κόπο μέχρι το περβόζι, τρόβη ξε τις βαριές κουρτίνες και όνοιξε το παρόθ υρο. ·Επεσε στα γόνατα και γ ύ ρισε σιγό σιγά στο κρεβ ότl. Ξόί 167]
πλωσε π άνω στο πάπλωμα και, αποφε ύγοντας τα πρησμένα ση μεία -ηφα ί στεια π όνου-, σκουπ ίστη κε μ ' ένα λινό μαντ ίλ ι Μόλις έκλεινε τα μάτια του, στο δωμάτιο εισέβαλλαν σύννεφα εντόμων. Όταν τους έκλεινε το παράθυρο, οι το ίχοι τον έπνιγαν με την καυτή τους ανάσα και απ ό τις τρ ύ πες ξεμύτιζαν κατσαρίδες - μερικές έμοιαζαν με σκορπιούς . Με λίγα λό για, δ εν τον έπαιρνε ο ύπνος με το παρ άθ υρο κ λειστό , αλλά και δ εν μπορο ύ σε να κοιμηθεί με τα μ άτια ανοιχτά.
Μπρέσλαοu, Πέμπτπ 12 l οuλίοu 1934 Οχτώ το π ρω ί
Το πρω ί δ ρόσισε λιγάκι Κοιμήθηκε δύο ώρες . Όταν ξύ πνησε, είδε τέσσερα άτομα καθισμένα δίπλα στο κρεβάτι του . Ο βαρόνος μι λούσε σιγανά με το δόκτορα Λάντσμαν . Όταν πρόσεξε πως ο ασθε νής άνοιξε τα μάτια του, έκανε νόη μα στους δύο νοσοκόμους που στέκονταν στον τοίχο. Αυτοί έπιασαν τον αστυνομικό από τις μα σχ άλες και τον πήγαν στην κουζίνα, όπου τον έβαλαν μέσα σε μια μεγάλ η ξύλ ινη σκάφη γεμ άτη με χλιαρό νερ ό . Ο ένας έπλ υνε με σφουγγάρι το πονεμένο σώ μα του Άνβαλντ, ο άλλ ος φρόντισε το αξύ ριστο πρόσωπό του με τη βοήθεια μιας ξ υριστικής λεπίδας . Έπειτα από λίγο ήταν πάλι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, στα καθα ρ ά , κολλαρισμένα σεντόνια . Άφησε τα πονεμ ένα μέλη του στη δ ρ άση της αλοιφής και των βαλσάμων του δό κτορα Λάντσμαν . Ο βαρόνος περίμενε υπομονετικά να τελειώσει ο γιατρός για να κάνει τις ερωτήσεις του. Ο Άνβαλντ μ ιλ ούσε δύο τέταρτα περΙπου - κά νοντας παύσεις και τραυλίζοντας. Δ εν μπορούσε να ελέγξει την [168]
ταραγ μένη σ ύνταξή του. Ο βαρόνος άκου γε, αλλά σαν να αδιαφο ρο ύ σε. Κάποια στιγ μή ο αστυνομικός σταμάτησε και αποκοιμήθη κε. Ονειρευόταν χιονισμένες κορυφές, παγ ωμένες εκτάσεις και κρύους αρκτικο ύ ς ανέμους . Ο άνεμος φυσούσε και ξέ ραινε το δέ ρ μα. Από πο ύ ερχόταν αυτό το κρ ύ ο, απ ό πο ύ ερχόταν αυτός ο άνε μος; Άνοιξε τα μάτια κ α ι, στον σκοτεινό ήλιο που έδ υε, αντ ίκρισε ένα αγόρι να του κάνει αέ ρα με μια διπλωμένη εφη μερίδα. « Ποιος είσαι;» Μετά βίας μπορο ύ σε να κουνήσει το δ εμένο με επίδεσμο σαγόνι του. «Χέλμουτ Στάινερ, μάγ ειρας του κύριου βαρ όνου. Θα σας φροντίζω ώ σπου να έ ρθει α ύ ριο ο δόκτωρ Λάντσμαν να σας εξετάσει». «Τι ώρα είναι;» « Εφτά το βράδυ».
Ο Άνβαλντ προσπάθησε να περπατήσει μ έσα στο δ ωμ άτιο. Με δυσκολία στηριζόταν στην πρησμένη του φτέρνα. Στην καρέκλα ε ί δε καθαρισμένο και σιδερωμένο το μπεζ κοστούμι του. Φ ό ρεσε γρή γορα το μακρ ύ εσώρουχό του και κο ίταξε γ ύρω να βρει τσιγάρα. «Π ή γαινε στο εστιατόριο στ η γων ί α και φέρε μου ένα κομμάτι χοιριν ό μπούτι με λάχανο και μπίρα. Π άρε και τσιγ άρα». Π ρόσε ξε οργ ισμένος πως στην Γκεστάπο τού είχαν πάρει την τσιγ αροθή κη και το ρολόι του. Ό σο το αγόρι έλειπε, πλύθηκε στο νεροχ ύτη της κουζίνας και κάθισε κου ρασμένος στο τραπέζι, χωρ ίς να κοιτάξει τον κα θρέφτη . Το ζεστό φαγ ητό βρέθη κε γ ρή γ ορα μπροστά του - ένα κομμάτι παχ ύ χοιριν ό μέσα σε φρέσκο λάχανο. Το καταβρ όχθισε όλο σε ελάχιστο χρόνο. ·Οταν κοίταξε τη στρογ γ υλή κοιλ ι ά του μπουκαλ ιού της μπίρας από το Κίπκε -σταγόν ες νερού έτρεχαν από το δροσερό στό μιο, το μπουκάλι έ κλεινε με ένα πορσελάνινο άσπρο καπάκι με νικ έλ ινο κλ ε ίδ ωμα-, θ υμή θ η κε την [169]
απόφασή του για ολοκλη ρωτική αποχή από το ποτό. Γέλασε ειρω νικά και κατέβασε μονομιάς το μισό μπουκ άλ ι. Άναψε τσιγάρο και το ρούφηξε λαίμαργα. «Σου είπα να πάρεις μπούτι χοιρινό με λάχανο και μπίρα, έτσι δ εν ε ίναι;» «Ναι». « Είπα καθαρά "μπίρα " ;» «Μάλιστα». «Για φαντάσου, το ε ίπα αυθόρμητα. Και, ξέρεις, όταν μ ιλά με αυ θόρμητα, δεν μιλάμε εμείς - κάποιος άλλ ος μ ιλάει για μας. Οπότε, όταν σου είπα να πάρεις μπίρα, δ εν ή μουν εγώ αυτός που το είπε, αλλά κ άποιος άλλ ος, καταλαβα ίνεις;» «Δηλαδή ποιος;» ρώτησε το αγόρι τελείως μπερδεμένο. «ο Θεό ς!» Ο Άνβαλντ ξέσπασε στα γέλια, και γελούσε μέχρι που ο πόνος παραλίγο να τρυπήσει το κεφ άλ ι του. Έφερε το μπουκ άλ ι στο στόμα του και το άδειασε σε λίγα δευτερόλεmα. Ντύθη κε αδέ ξια. Π ίεσε με κόπο το καπέλο του πάνω στον επίδεσμο. Χοροπηδώ ντας στο ένα πόδι, νίκησε την κυκλική σκάλα και βρέθη κε στο δ ρό μο, που ήταν λουσμένος στο φως του ηλιοβασιλέματος.
[170]
νιι
Τ σόποτ, Παρασκευπ 13 l ουλίου 1934 Μ ί α κ α ι μ ι σ π το μεσπμέρ ι
Ο Έμπερχαρντ Μοκ βόλταρε στο μόλο του Τσόποτ, διώχνοντας τη σκέψη του μεση μεριανού γεύματος, που όλο και πλησίαζε η ώρα του. Δεν πεινούσε, επειδή ανάμεσα στα γεύματα έπινε πολλά ποτή ρια μπίρα συνοδευόμενα από λ ουκάνικα Φρανκφούρτης. Και επι πλέον επειδή για το γεύμα θα έπρεπε να θυσιάσει τη θέα των κορι τσιών που βόλταραν κοντά στο καζίνο, τα νωχελικά σώματά τους καθώς τεντώνονταν τόσο προκλ η τικά κάτω από το λεπτό μετάξι των φορεμάτων και των μαγιό τους. Ο Μοκ τίναξε το κεφάλι και προσπά θησε ξανά να διώξει την επίμονη σκέψη που τον τραβούσε πεισματι κά προς τη μακρινή πόλη που πνιγόταν στην αποπνι κτ ική ατμόσφαι ρα, προς τα στενά τετράγωνα τα γεμάτα πολυκατοικίες, με σκοτεινές πίσω αυλές, προς τα επιβλητικά κτίρια σε κλασικιστικό στιλ με τη λευκή αμμόπετρα, ή σε νεογοτθικό στιλ με το μαύρο τούβλο, προς τα νησά κια τα φορτωμ ένα με εκκλησίες, που τα περιέβαλλαν τα σκουροπράσινα νερά του ποταμο ύ Όντερ, προς τις κρυμμένες μέσα στο πράσινο επαύλεις και τα ανάκτορα, όπου «ο κύΡΙΟζ» απατά <<την κυρία» και αντ ίστροφα, και όπου το υπη ρετικό προσωπικό γίνεται ένα με τις ταπισερ ί στους τοίχους. Η επ ίμονη σκέψη τραβο ύσε τον Μοκ προς την πόλη στην οπο ία κάποιος έριχνε σκορπιο ύς στην κοι λ ι ά όμορφων σαν όνειρο κοριτσιών, και αποτυχη μένοι άντρες με βρόμικο παρελθόν διεξήγαν μια έρευνα η οπο ία πάντα τέλειωνε με ήπα. Ήξερε πώς να ονομάσει τις σκέ ψεις του - τύψεις. [171]
Γεμάτος μπίρα, λ ουκάνικα και βαριές σκέψεις, ο Μοκ μπή κε στο σπα όπου μαζί με τη σύζυγό του είχαν νο ικιάσει μια σουίτα. Στο εστιατόριο τον χαιρ έτησε από μακρι ά τ ο ικετευτικό βλέμμα της γυ ναίκας του, που στεκόταν δίπλα σε δύο γριές κυρίες οι οποίες δ εν είχαν σκοπό να την αφήσουν ο ύτε στιγμή . Ο Μ οκ πρόσεξε ότι δ εν φόραγε γραβάτα, και έκανε στροφή για να πάει στη σουίτα και να διορθώσει το ενδυματολογικό fa ux pas. Π ροχωρώντας στο χολ του ξενοδοχείου, με την άκρη του ματιού του αντίκρισε έναν ψη λό άντρα ντυμένο με σκούρα ρούχα, ο οποίος σηκώθη κ ε από την πο λ υ θρόνα και ερχόταν προς το μέρος του. Ο Μοκ σταμάτησε από ένστικτο. Ο άντρας τού έκοψε το δρό μο και, σφ ίγγοντας το καπέλο στο στήθος του, υποκλίθη κε ευγενικά. « Α, εσύ είσαι, Χέρμαν ... » Κοίταξε με προσοχή το κουρασμένο πρόσωπο του σοφέρ του βαρόνου Φ ον ντερ Μάλτεν.
Ο Χέρμαν Βούτκε υποκλίθ η κε ξανά και παρέδωσε στον Μοκ ένα φάκελο με τα χρυσά αρχικά του βαρόνου. Ο Μοκ διάβασε το γράμμα τρεις φορές, το έβαλε μέσα στο φάκελο και μουρμούρισε στο σοφέρ: «Π ερίμενε εδώ». Ύ στερα από λίγο, κουβαλώντας ένα σακ βουαγιάζ, μπή κε στο εστιατόριο. Π λ ησίασε το τραπέζι, κεραυνοβο λ η μένος από τα βλέμ ματα των δύο γυναι κών και από το απελπισμένο βλέμμ α της συζύ γου του. ·Ε σφιξε τα δόντια της για να καταπιεί την π ί κρα της απο γοήτευσης. Ήξερε πως οι κοινές διακοπές τους είχαν φτάσει στο τ έλος τους - α κόμα μία μάταιη προσπάθεια να σώσει ένα γάμο χωρίς έρωτα. Δεν χρειαζόταν καν να έχει μαζί του το σάκο για να καταλάβει ότι σε λίγο θα έ φευγε από το θέρετρο το οποίο ονειρευ όταν εδώ κ αι χρόνια. Α ρ κούσε να τον κοιτάξει στα μ άτια: θολωμέ να, μελαγχολι κά και σκλη ρά - όπως πάντα. [172]
Μπ ρέσλαου, 13 lουλίου 1934 Δέκα το Βράδυ
Ύστερα από έναν δίωρο περ ίπατο στο κέντρο της πόλης ( στο Ρ ινγκ και στα σκοτεινά σοκάκια κοντά στην Μπλίχερ Πλατι;, που ήταν γε μότα από αλητάκια και πόρνες), ο Άνβαλντ είχε καθίσει στην μπι ραρ ί α του Ό ρλιχ «Ό ρβι» στην Γκάρτεν Στράσε, κοντά στην Οπερέ τα, και κο ίταζε το μενού - υπή ρχαν πολλά ε ίδ η καφέ, κακάο, μια μεγάλη ποικιλία λικέ ρ και μπίρα του Κίπκε. Αλλά υπή ρχε και κάτι άλλο που το ήθελε πάρα πολύ. Έκλεισε το μενο ύ . Ο σερβιτόρος ήταν ήδη δίπλ α του. Ζήτησε κονιάκ και ένα σιφόνι κρύο μεταλλικό νερό. Άναψε τσιγάρο και κοίταξε γύρω του. Μαλακές καρέκλες σε τετράδες περικ ύ κ λ ωναν τα σκού ρα τραπέζια, και στην ξύλινη επ έν δ υση του το ί χου κρέμονταν έγχρωμα ορεινά τοπία. Π ράσινο βελούδο χώριζε τις ι διαίτερες αίθουσες, και νικέλινες βρύσες έχυ ναν ρυάκι την αφρισμ ένη μπ ί ρα στα κρ ί κερ. Γέλ ια, συζητήσεις και σύννεφα απ ό αρωματικ ό καπν ό γέμιζαν το εστιατόριο. Ο Άνβαλντ άκουγε προσεχτικά τις κου βέντες των πελ ατών και προσπαθούσε να μαντέ ψει τα επαγγέλ ματά τους. Κατ άλαβε εύκολα πως οι περισ σότεροι ήταν μικροβιομήχανοι και ιδιοκτήτες μεγάλων βιοτεχνι ών που που λούσαν τα προϊόντα τους σε δ ι κά τους μαγαζάκια δ ίπλα στα εργαστή ριά τους. Δεν έλ ειπαν οι μεσ ίτει;, οι υπάλλη λοι και οι φοιτ ητές με τα διακριτικά των φοιτητικών οργανώσεων. Στο εστια τόριο έκοβαν βόλτες και χαμογελ ο ύ σαν φανταχτερ ά ντυμ ένες γυ να ίκες. Αλλά για κ άποιον άγνωστο στον Άνβαλντ λόγο προσπερ νούσαν το τραπέζι του. Κατάλαβε το γιατί μ όλ ις κο ίταξε τη μαρμά ρινη επιφ άνεια: Στο κεντ η μ ένο με λουλούδ ια τραπεζομ άντιλο σκαρφάλωνε ένας μα ύρος σκορπι ός . Κουνούσε γρήγορα την κοι[173]
λιά του και τέντωνε προς τα πάνω το δηλητηριώδες κεντρί του, αμυνόμενος με αυτό τον τρόπο στη σφήκα που προσπαθούσε να του επιτεθεί. Ο αστυνομικός έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να συ γκρατήσει τη φαντασία του. Ψαχούλεψε καχύποπτα το γνώριμο σχή μα του μπουκαλιού που είχαν ακουμπήσει στο τραπέζι του πριν από λίγο. Το άνοιξε και το σή κωσε στο στό μα του: Ο δ ια λ υμέ νος χρυσός έκαψε ευχάριστα τα χείλη και το λόρυγγά του. Άνοιξε τα μάτια. Τα τέρατα εξαφαν ί στη καν απ ό το τραπέζι. Τώρα ήθελε να γελόσει με τις φοβίες του. Με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο, κοίτα ξε το πακέτο τσιγάρων Salem με την εικόνα μιας μεγάλης σφή κας. Γέμισε το ποτή ρι από λεπτό γυαλί και ήπιε λίγο κονιάκ. Άναψε και τσιγάρο. Το αλκοόλ, ενισχυμένο με μια μεγάλη δό ση νικοτίνης, ει σχώρησε στο αίμα του. Άρχισε να κρυφακούει τις συζητήσεις στα διπλ αν ά τραπέζια. «Κύριε Σουλτς, μην στενοχωριέστε ... Δεν είναι ήδη πολλά τα κα κά που συμβαίνουν στον κόσμο; ... Αλήθεια, κύριε Σουλτς» έλεγε ασυνάρτητα ένας τύπος με ένα καπέλο σχεδόν κολλη μένο στο κε φάλι του «σας λέω, ούτε τη μέρα, ούτε την ώρα. Αυτή είναι η αλή θ εια ... Ας πάρουμε για παρ άδ ειγμα το τελ ευτα ί ο συμβάν. Το τραμ έστριβε από την Τέιχ Στράσε στην Γκάρτεν Στράσε, κοντά στο φού ρνο του Χίρσλικ ... Κα ι έπεσε πάνω στην άμαξα που πήγαινε στον σταθμό. Ο αλήτης ο αμαξάς επέζησε, αλλό η γυναίκα και το παιδί σκοτώθη καν. Αυτό το γουρούνι τούς πήγε τελ ικά, αλλό στον άλλο κόσμο ... Κανε ί ς δ εν ξέρει ούτε τη μέρα ούτε την ώρα ... Ούτε εγώ, ούτε εσείς, ούτε εκείνος ... Ε εσύ, σακατεμένε, τι κοιτάζεις έτσι;». Ο Άνβαλντ κατέβασε το βλέμμα του. Το έξαλλο σιφόνι σφύριξε. Σήκωσε το τραπεζομάντιλο και είδε δύο σφή κες που ένωναν τις [174]
κοιλιές τους, συνουσιόζονταν. Ίσιωσε γρήγορα το όσπρο τραπεζο μ όντιλο, που τώρα έγινε σεντόνι Μ ε αυτό το σεντόνι κόλυψαν τον τραπ ε ζίτη Σμέτε ρλΙVΓK, παθιασμένα ενωμένο μ ε την όμορφη μα θήτρια γυ μνασίου, την Έρνα. Ήπι ε δύο ποτή ρια κονιόκ στη σε ιρό και κοίταξε στο πλόι, απο φ ε ύγοντας το βλέμμα του μ ε θυσμένου χοντρο ύ, που φανέρωνε στον κύρ ιο Σουλτς τα μυστή ρια της ζωής. «Πώς Κότω από το όγαλμα της Μόχης και της Ν ίκης στην KΈVιγKς Πλατς; Εκ ε ί, λε ς, πόν ε; Συνήθως υπη ρέτρι ες και γκου β ε ρνόντε ς; Έχε ις δίκιο, εξαιρετική ε υκαιρία. Δεν χρε ιόζεται να φλ ε ρτόρε ις και να κορδώνεσαι Το μόνο που ζητόνε από σένα ε ίναι αυτό που ζητός κι εσύ απ ' αυτές ... » Ο αδύνατος φοιτητής έπινε μποζολέ κατε υ θ ε ίαν από το μπουκόλι, και όλ ο π ε ρισσότε ρο όναβ ε το πόθος του. «Ναι Είναι ξε κόθαρη η κατόσταση. Πλησιόζε ις, χαμογελός και την παίρ νε ις στο σπίτι. Δεν χόνε ις ούτε χρή ματα, ούτε τιμή. Αχ, τι πε ιρόζε ι ο ανταγωνισμός των στρατιωτών!... Συγγνώμη, γνωριζόμαστε;» «Όχι, σκ εφτόμουν» αποκρίθη κε ο Άνβαλντ. (Θα ήθελα να μιλή
σω με κάποιον. Ή να παίξω σκάκΙ. Ναι, σκάκΙ. Όπως τότε στο ορφανο τροφείο. Ο Καρλ ... αυτός ήταν παθιασμένος σκακιστής. Βάζαμε ανά μεσα στα κρεβάτια τη χάρτινη βαλίτσα, και πάνω της τη σκακιέρα. Μια φορά καθώς παίζαμε μπήκε στον κοιτώνα ο μεθυσμένος παιδαγω γός.) Ο Άνβαλντ όκουσε τώρα κα θ αρό το θόρυ βο από τα πιόνια που σκορπ ίστη καν και ένιωσε τις κλ οτσιές που έδωσε στη βαλίτσα και στα κρυμμένα κότω από το κρ ε βότι σώματό τους. Δυο ποτήρια, δ υο γουλιές, δυο ελπίδ ε ς. « Κύρι ε Σουλτς, ε ίναι καλό που απ όλυσαν αυτούς τους καθηγη τές. Δεν θα δ ι δόσκε ι ένας Ε βραίος τα Γε ρμανόπουλα ... Δ εν θα μο ... μο ... Δ εν θα μολύνει ... » [175]
Ακούστηκε το τσιτσίρισμα της φλόγας μιας λά μπας αερ ίου, το ανυπόμονο σφ ύριγμα του σιφονιού: Π ιες κι άλλο! «Αχ, αυτο ί οι πολωνοί φοιτητές! Τελείως αμ ό ρφωτοί! Κα ι τι απαιτήσεις! Και τι συμπεριφορ ά! Κ αλά που τους έβαλαν μυαλό στην Γκεστάπο. Βρίσκονται σε γερμανική π όλ η, να μιλάνε λ οιπ όν γερμανικά!» Ο Άνβαλντ πήγε σκοντάφτοντας στην τουαλέτα. Στο δρόμο του όμως συνάντησε πο λλά εμπ όδια - ακανόνιστες σαν ίδ ες στο πάτωμα, τραπέζια που δυσκόλευαν το βάδισμά του, σερβιτό ροι που τριγύ ριζαν μ έσα σε σύννεφα καπνού. ·Εφτασε επιτέλους στον προορισμό του. Κατέβασε το παντελόνι και στήριξε τα χέρια στον τοίχο, και πάλ ι ό μως έγερνε μια δεξιά και μια αριστερ ά. Μέσα στο μονότονο βού ισμα, άκουγε τους παλ μούς της καρ δ ιάς του. Έ στη σε αυτ ί για λίγο. Ξαφνικά ά κουσε μια κραυγή και είδε το ελ κυστικ ό σώμα της Λέα Φριντλέντερ να κρέμεται απ ό το ταβάνι. Ό ρμ η σε πίσω στην α ίθ ουσα. Ήθελε να πιει για να ξαναφέρει στο μυαλό τ η ν εικόνα αυτή. «Α, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω, κύριε διευθυντή τ η ς Δί ωξ η ς Εγκλήματος! Μόνο εσείς μπορείτε να με βοηθήσετε!» φώναξε με χαρά στον Μοκ, που καθόταν στο τραπ έζι του και κ άπνιζε ένα χο ντρό πούρο. «Ή ρεμα, Άνβαλντ, όλα είναι ψέματα! Η Λέα Φριντλέντερ ζει». Ένα δυνατό, τριχωτό χ έρι χτυπούσε μαλ ακά τον ώμο του. «Μ η ν στενοχωριέσαι, μα ζί θα τη λύσουμε την υπόθεση». Ο Άνβαλντ κοίταξε τη θέση στην οποία πριν από λίγο καθόταν ο Μοκ. Τώρα εκεί ήταν ο σερβιτόρος και τον κοίταζε μ ' ένα διασκε δαστικό βλέμμα. «Καλά που ξυπνήσατε, κύριε. Θα μου ήταν δ υσάρεστο να διώ[ 176]
ξω έναν πελάτη που δίνει τόσο μεγάλα πουρμπουάρ. Να φωνάξω άμαξα ή ταξί;»
Μπρέσλαου, ΣάΒΒατο 14 l ουλίου 1934 Οχτώ το π ρ ω ί
Ο πρωινός ήλιος πλαισίωνε τ ο ρωμαϊκό προφίλ τ ο υ βαρόνου Φον ντερ Μάλτεν και τα κυ ματιστά μαύρα μαλλ ιά του ·Ε μπερχαρντ Μοκ. Ο ι δύο κύριοι κάθονταν στον κήπο του βαρόνου και έπιναν αρω ματικό καφέ. «Πώς ήταν το ταξίδι;» «Ευχαριστώ, πολύ καλό. Ανησύχησα λίγο λόγω της ταχύτητας και της κο ύ ρασης του σοφ έρ σου». «Α, ο Χέρμαν είναι από σίδερο. Δ ιάβασες την αναφορά του Άν βaλντ;» «Ναι, πολύ λεπτομερής. Έκανες πολύ καλά που μου την έστει λες αμέσως». «Την έγ ραφε όλη τ η μ έρα χτες. Λέει πως πάντα μετά το μεθύσι τού έρχεται όρεξη γ ια δουλειά». «Μέθυσε; Αλήθεια;» «Δυστυχώς. Στου "Ωρλιχ, κοντά στην Οπερέτα. Τ ι σκοπε ύεις να κάνει<;, Έμπερχαρντ; Π οια είναι τα σχέδιά σου στο εξής;» «Σκοπεύω να ασχοληθώ με τον Μάας και τον Φον KέπερλΙVΓK». Ο Μοκ άφ η σε ένα μεγάλ ο σύννεφο καπνού. «Αυτοί θα με οδη γ ή σουν στον Τούρκο». «Και τι σχέσ η έχει ο Μάας;» «ο βαρόνος Φον KέπερλΙVΓK εξαγόρασε τον Μάας με τις πρό [177]
στυχες μαθήτριες της Μαντάμ λε Ζεφ. Ο Άνβαλντ έχει δί κιο: Ο Μάας είναι αρκετά έξυπνος για να μην ξέρει πως έχει να κάνει με κόρες της Κορ(ν θου, και από την άλλη είναι αρκετά εγωιστής για να το παρα δ εχτε ί. Είναι, πιστε ύ ω, του ίδ ιου τ ύ που με τον καθηγητή Αντρέα. Για ποιο λόγο τον εξαγόρασε ο βαρόνος Θα μάθουμε. Κα ι μετά θα στριμώξω τ ο βαρόνο. Είμαι σ ίγουρος πως θα μ ο υ παραδώ σει τον Το ύ ρκο στο πιάτο. Ο Άνβαλντ δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω. Γνωρίζει λίγο το Μπρέσλαου, και έπειτα τον φοβέρισαν άσχημα. Τώρα αναλαμβάνω εγώ». «Με ποιον τρόπο θ α τους αναγκάσεις να μιλήσουν;» «Ω, σε παρακαλώ ... Αυτό άφησέ το σ' εμένα. Α, έρχεται ο Άν βαλντ. Καλη μέρα! Δεν σας βλέπω και πολ ύ καλά. Σε υδροχλωρικό οξύ πέ σατε;» «Είχα μερικά προβλή ματα» απ άντησε ο ασθενής σε ανάρρωση και υποκλίθη κε. Ο Μοκ τον χαιρέτησε εγκάρδια και είπε: «Δεν χρειάζονται στενοχώριες. Η Γ κεστάπο δ εν θ α σας ξαναε νοχλήσεΙ. Το κανόνισα πριν από λίγο».
(Ναι, καλά το μεrαXειρίστηKε, σκεφτόταν ο βαρόνoςxαιρεrώvτας διά χειραψίας τον ΆνβαλVΤ. Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση του ΦόρΣΤVερ.) «Σας ευχαριστώ» είπε με βραχνιασμένη φωνή ο Άνβαλντ. Σ υν ήθως την τρίτη μέρα μετά το μεθύσι υποχωρο ύ σαν οι σω ματικοί πόνοι, αλλά ερχόταν η κατάθλ ιψη. Αυτό θα γινόταν και τώ ρα αν δ εν υπήρχε ένας άνθ ρωπος - ο Έμπερχαρντ Μοκ. Η εικόνα του άντρα με το άψογα ραμμένο, ανοιχτόχρωμο κοστούμι τον ηρε μούσε. Κοίταξε μεταμελ η μένος τον Μοκ, και για πρ ώτη φορ ά αι σθάν θ ηκε πως κάποιος νοιαζόταν γι ' αυτόν, πως κάποιος τον φρό ντιζε. [178]
«Συγγνώμη. Μέθυσα. Δεν έχω καμία δικαιολογία». «Π ρόγματι. Τιποτα δεν σας δικαιολογεί . Και αν μεθ ύ σετε ξανό, διακόmω τη συνεργασία μας και επιστρέφετε στο Βερολίνο. Κα ι ο αστυνομικός δ ιευθυντής Φον Γκρόπερσντορφ δ εν θα σας υποδε χτεί εκεί με ανοιχτές αγκόλες!» Ο Μοκ κοίταξε αυστη ρό τον υποτα χτικά σκυμμένο Άνβαλντ. Μετά τον έπιασε από τον ώ μο. «Δεν θα ξαναμεθύσετε ό μως. Απλούστατα δεν θα έχετε αφορμή . Επ έστρε ψα από το Τσόποτ και θα σας φροντ ίσω . Θα διεξαγόγουμε μαζί την έ ρευνα. Επιτρέψτέ μας, κύ ριε βαρόνε» -στρόφ η κε στο βαρόνο Φον ντερ Μόλτεν, που παρατη ρούσε τη σκηνή με κόποια δυσφο ρία- «να πηγαίνουμε. Έχουμε ραντεβού με το διευθυντή τ η ς Πανε πιστη μιακής Βιβλιοθή κης, το δό κτορα Xάρτvερ».
Μπ ρέσλαου, 14 l ουλίου 1934 Ενν ι ά το π ρ ω ί
Αν κ α ι ήταν πρωί, ο ήλιος έ καιγε ανελέητα τ α τζόμια κ α ι τ η ν οροφή του Άντλερ. Ο Άνβαλντ οδηγούσε, ενώ ο Μοκ τον ενη μέρωνε για τους δ ρ ό μους και τα κτίρια. Διέσχισαν την Κρίτενερ Βεγκ, κατό μή κος της οποίας εκτείνονταν εργατικές πολυ κατοικίες εναλλόξ με μικρό σπιτόκια με κήπους γεμάτους λουλ ο ύδ ια. Π έ ρασαν τη συνο ριακή στήλη του Μπρέσλαου και μπή καν στο Κλέτεντορφ. Μέσα στην όπνοια που επικρατο ύσε, μοσχομύ ριζε η ζάχαρη απ ό το ερ γοστόσιο του Λί μπιχ. Από δεξιό φόνηκε φευγαλέα η πρόσφατα χτι σμένη εκκλησία των ευαγγελιστών, χωρισμένη με χαμηλή περ ί φραξη από το κρυμμένο μέσα στο πρόσινο πρεσβυτέριο. Το αυτο κίνητο π έρασε με βαρύ κρ ότο πάνω απ ό τις ακανόνιστες π έτρες [179]
της Κλέτεντορφερ Στράσε. Ο Μοκ, σκεφτικός, σταμάτησε να σχο λιάζει την περιοχή . Διέσχιζαν ένα όμορφο προάστιο γεμάτο κή πους και βίλες. «Αχά, ε ί μαστε στο Οπαρόφ; Μόνο που μπή καμε από την άλλ η πλευρά, έτσι;» «Ναι, μόνο που είναι Οπεράου, όχι Οπαρόφ». Ο Άνβαλντ δεν χρειαζόταν να ρωτήσει για το δρόμο. Πάρκαρε το αυτοκίνητο μπροστά από το σπίτι της Μαντάμ λε Ζεφ. Μέσα στην ησυχία, ακούγονταν οι σιγανέ ς φωνές, παρά την πρωινή ώρα, μερικών που κολυμπούσαν σε μια αθλ ητική πισίνα περίπου δ ιακό σια μέτρα μακριά. Ο Μοκ δ εν κατέβη κε. ·Εβγαλε την τσιγαροθήκη και κέρασε τον Άνβαλντ. Το ριγωτό γαλάζιο τσιγαρόχαρτο υγράν θη κε μες στα δάχτυλά του. «Π εράσατε μεγάλη ταπείνωση, Χέρμπερτ ... » Σε κάθε λέξη, από τη μύτη και το στόμα του Μοκ έβγαιναν μικρά σύννεφα καπνού. « Πέρασα κι εγώ μια παρόμοια. Και γι ' αυτό ξέρω πώς να πνίξετε μέ σα σας την π ίκρα. Χρειάζεται να επιτεθείτε, να πιάσετε κάποιον απ ' το λ αιμό, να αρπάξετε, να δ αγκώσετε. Να παλέψετε! Να δ ράσε τε! Χέρμπερτ, σε ποιον θα επιτεθού με σή μερα; Στον πουλη μένο ερωτιάρη, τον Μάας. Ποιον θα χρησιμοποιήσουμε εναντίον του;» Δεν απάντησε, μόνο έδειξε με το κεφάλι του την έπαυλη, που τη χτυπούσε ο καυτός ήλιος; Έσβησαν τα τσιγάρα και ξεκίνησαν. Κανε ί ς δεν τους στα μάτησε, ούτε στην πύλη, ούτε στην αυλή. Οι φύλακες χαιρετούσαν ευγενικά τον Μοκ. Έπειτα από μερικά επίμονα κου δ ουνίσματα, η πόρτα άνοιξε λίγο. Ο Μ οκ την άνοιξε δ ιάπλατα με μια κλοτσιά και ξεφώνι σε στον τρομαγμένο υπηρέτη: «Πού είναι η Μαντάμ;». [180]
Η Μαντάμ κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες, κουμπώνοντας ταυ τόχρονα τη ρόμπα της. "Ηταν σχεδόν το ίδιο τρομαγμένη όσο και ο υπη ρ έτης. «Αχ, τι συνέβη; Γιατί ο αξιότιμος κύριος έχει τέτοια νεύρα;»
Ο Μοκ πάτησε το ένα πόδ ι του στο σκαλοπάτι, ακούμπησε τα κλεισμένα σε γροθιές χέρια στους γοφούς του και ούρλιαξε με τέτοια δύναμη, που κουνήθηκαν και τα κρύσταλλα της λόμπας στο χολ. «Τι γίνεται εδώ μέσα, να πάρει ο δ ι άολος! Ο συνεργάτης μου δέχτη κε επίθεση σ' αυτόν το χώρο. Εγώ τι πρέπει να σκεφτώ;» «Συγγνώμη, έγινε μια παρεξήγησ η . Ο νεαρ ός κύριος δεν είχε ταυτότητα. Σας παρακαλώ, περάστε στο γραφείο μου ... Κουρτ, φ έ ρε μπ ί ρες, σόδες, πάγο, ζάχαρη και λεμόνια».
Ο Μοκ βολεύτηκε χωρίς τυπικότητες στην καρέκλα π ί σω από το γραφε ίο τη ς Μαντάμ, και ο Άνβαλντ στον δ ερμάτινο καναπ έ. Η Μαντάμ κάθισε στ η ν άκρη μιας καρέκλας και κοιτούσε φοβισμένα πότε τον έναν και π ότε τον άλλον αστυνομικό. Ο Μοκ παρέτεινε τη σιωπή . Μπή κε ο υπη ρέτης. «Τέσσερις λ εμονάδες» διέταξε ο Μοκ. «Δύο στον κύριο». Τέσσερα ψ η λό ποτή ρια ίδρωναν σ' ένα μικρό τραπεζάκι Η πόρ τα έκλεισε πίσω απ ' τον υπ η ρέτη. Ο Άνβαλντ ήπιε αμέσως τη ν πρώ τη λεμονάδα. Τη δεύτερη τ η ν απόλαυσε πίνοντάς τ η ν πολύ αργά. «Φωνάξτε μου αμέσως την ψευτο-μαθήτρια του γυμνασίου και μιαν άλλ η όμορφ η δεκαοχτάχρονη. Να είναι "παρθένα " . Καταλα βαίνετε τι εννοώ; Μετά να μας αφήσετε μόνους». Η Μαντάμ χαμογέλασε με ν ό η μα και εξαφανίστ η κε από μπρο στά από τ η μεγαλει ότ η τά του. Το ελαφρά βαμμένο μάτι της μισό κλεισε πον η ρά. "Ηταν ευτυχισμέν η που ο αξιότιμος κύριος είχε η ρε μήσεΙ. [181]
Τ η «μαθήτρια» τη συνόδευε ένας κοκκινομόλλης όγγελος με ανοι)(Τό καστανό μ άτια και λ ευκή, δ ιόφανη επιδερμίδα. Δεν επέ τρεψαν στις κοπέλες να κα θί σουν. ·Ε μειναν όρθιες στη μέση του δ ωματ ί ου, αμήχανες και ανυπερόσπιστες.
Ο Άνβαλντ ση κώθηκε και έ κανε βόλτες στο δωμότιο, σταυρώνο ντας πίσω τα χέρια του. Ξαφνικά σταμάτησε μπροστά στην «·Ερνα». «Άκουσέ με προσε)(Τικό. Σή μερα ο μουσότος σοφέρ θα σε πόει στον Μάας. Θα πεις στον Μόας ότι μια φίλη σου από το γυμνόσιο επιθυμεί να τον γνωρίσει και να του προσφέρει λίγη ευτυχία. Και ότι τον περιμένει στο ξενοδοχείο ... σε ποιο;» ρώτησε τον Μοκ. «Στη "Χρυσή Χήνα " , στη Γιούνκερ Στρόσε 27/297». «Εσύ» -ο Άνβαλντ γ ύ ρισε προς την κοκκινομ άλλα- «θα τον πε ριμένεις εκεί στο δ ωμάτιο 104. Ο θυρωρός θα σου δώσει το κλειδί. Θα παριστόνεις την αθώα και θα του δοθείς έπειτα απ ό πολλούς ενδ οιασμούς. Η Μαντόμ θα σε δ ασκαλέψεΙ. Ο πελότης πρέπει να πιστέψει πως έχει να κάνει με παρθένα. Μετά εσύ» - έδειξε με το δό)(Τυλο την «·Ερνα»- «θα μπεις στην παρέα τους. Να μην τα πολυ λογώ , πρέπει να κρατήσετε τον Μάας για δύ ο ώρες στο ξενοδο χείο. Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση σας αν δεν τα καταφέρετε. Αυτό. ·Εχετε ερωτήσεις;» « Ναι» ακούστηκε το άλτο της <<μαθήτριας». «ο σοφέρ θα συμ φωνήσει να μας πόει μέχρι εκεί;» «Δεν τον ενδιαφέρει το πού πηδιέσαι με τον Μόας, αρκε ί να εί ναι με τον Μόας». «·Εχω κι εγώ μία ερώτηση» ε ίπε με βραχν ιασμένη φωνή ο κοκκι νομάλλης όγγελος. (Γιατ{ όλ ες έχουν τόσο xovτρές φωνές; Δεν πειρ ά
ζεΙ. Και πάλι ε{ναι πιο τίμιες από την Έρ να ΣτάVΓKε με τη μελωδική, σι γανή φωνούλα.) « Πού θα βρω ποδιό μαθήτριας;» [ 182]
«Φόρεσε ένα απλό φορεματάκ ι Είναι καλοκαίρι, και δεν απαιτο ύν όλα τα γυμνάσια από τις μαθήτριές τους να φοράνε ποδιές. Πες του ότι ντ ρεπόσουν να έρθεις στο ραντεβο ύ στο ξενοδοχείο με ποδ ιά».
Ο Μοκ σηκώθη κε αργά. «Έχετε άλλες ερωτήσεις;»
Μπ ρέσλαοu, 14 l ουλίου 1934 Δέκα το π ρω ί
Πάρκαραν τ ο Άντλερ μπρο στά στο αρχηγείο της α στ υνομίας. Στην είσοδο του σκοτεινού μεγάρου, από τα υπόγεια του οποίου έβγαι ν ε δ ροσιά, οι δύο άντ ρες χωρί στ η καν: Ο Μοκ πήγε στον Φόρστνερ, ενώ ο Άνβαλντ στο αρχε ί ο με τα απο δ εικτικ ά στοιχεία. · Επειτα απ ό ένα τέταρτο συναντ ήθη καν στο θυρωρείο. Και οι δύ ο κρατο ύσαν κ άτω απ ό τη μασχάλ η τους ένα πακέτο. Με λύ πη άφησαν τους χο ντ ρο ύ ς τοίχους του αρχηγείου. ·Εξω αμ έσως τους έπνιξε η κάψα. Δίπλα στο αυτοκίνητο περ ί μενε ο φωτογρ άφος Χέλ μουτ ·Ελ ερς. Στο μεγάλο, φαλ ακρ ό κεφ άλ ι του αντ ανακλούσαν οι α κτίνες του ήλιου. Ανέβη καν και ο ι τρεις στ ο αυτοκίνητο, και οδήγησε ο Άν βαλντ . Π ρ ώτα πήγαν σ' ένα καπνοπωλείο στ η Σβάιvτv ιτσερ Στρά σε, όπου ο Μοκ αγόρασε τα αγαπη μ ένα του πούρα, και μετά γ ύ ρι σαν πίσω. Πέ ρασαν την εκκλησία της Αγίας Δωροθέας, το ξενοδ ο χε ίο «Μόνοπολ», το Δ η μοτικό Θέατρο, το εμπορικό πολ υ κατά στ η μα του Βέρτχαϊμ, και έστ ριψαν δ εξιά στ η Ταουέντσιν Στράσε. Στα μάτ η σαν λίγα μέτρα πιο πέρα. Από μια σκιασμένη πύλη βγή κε ο Κουρτ Σ μόλορτς και πλ ησίασε το αυτοκ ίν ητο. Κάθισε δί πλα στ ον ·Ελ ερς και είπε: ί 183]
«ΕκεΙ εΙναι, εδώ και πέντε λεmό. Ο σοφέρ του Κέπερλινγκ την περιμένει». ·Εδειξε με το χέρι το σοφέρ, που κόπνιζε τσιγάρο στηριγμένος στη Μερσεντές. Έκανε αέρα με το μικρό, σκλη ρό πηλή κιό του ήταν φανερό ότι έσκαγε απ ' τη ζέστη, καθώς φορούσε τη λιβρέα με τα χρυσό κουμπιό και τα αρχικά του βαρόνου. Έπειτα από λίγο στο ζεστό σαν φούρνος πεζοδρόμιο εμφανίστηκε φανερά αναστατω μένος ο Μόας, με την κολλη μένη στο πλ ευρό του όμορφη <<μαθή τρια». Μ ια περαστική κυρία έφτυσε αηδιασμένη. Μπή καν στη Μερ σεντές. Ο σοφέρ δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη . Ακούστηκε η μηχανή. Έπειτα από λΙγο το κομψό παρμπρίζ της λιμουζίνας χόθη κε από τα μ ότια τους. «Κύριοι» εΙπε σιγανά ο Μοκ «έχουμε δύο ώρες. Ας αφήσουμε τον Μόας να χαρεί λίγο κι αυτός. Σύντομα θα είναι δ ικ ό ς μας... ». Βγή καν με ανακούφιση από το αυτοκίνητο και κατέφυγαν στη σκιό της πύλης. Ο κοντός θυρωρός τούς έκοψε το δρόμο και ρώτη σε κόπως τρομαγμένος: «Οι κύριοι;». Ο Μοκ, ο ·Ελερς και ο Σμόλορτς δεν του έδωσαν ση μασία. Ο Άν βαλντ τον στρίμωξε στον τοίχο και έσφιξε δ υνατό με το ένα χέρι τα τριχωτό μόγουλό του. Τα χείλη του θυρωρού πή ραν το σχήμα τρο μαγμ ένου ρύγχους. «Είμαστε από την αστυνομία, αλλά εσύ δεν μας είδες. Κατάλα βες, ή θέλεις να έχεις προβλή ματα;» Ο θ υρωρό ς έγνεψε με το κεφ όλ ι πως κατόλαβε, το έβαλε στα πόδια και κρύφτη κε στην πίσω αυλή . Ο Άνβαλντ με δυσκολία έφτα σε στον πρώτο όροφο και κατέβασε το μπρούντζινο χερούλι της πόρτας. Μολονότι η κουβέντα με το θ υρωρό και το ανέβασμα της [184]
σκ άλας δεν του πή ραν πάνω από δύο λεmά, οι δύο αστυνομικοί και ο φωτογρ άφος όχι μόνο είχαν μπει αθόρυβα στο δ ιαμ έ ρ ισμα, αλλά είχαν κιόλας αρχίσει τη λεmομερειακή και μεθοδική έρευνά τους. Ο Άνβαλντ τούς ακολούθησε. Εφοδιασμένοι με γάντια, σή κω ναν και κο ίταζαν διά φορα αντικείμενα, και ύστερα τα έβαζαν πίσω ακριβώς στην ίδια θέση. Έπειτα από μ ί α ώρα συναντήθη καν όλοι στο δ ωμ άτιο-γραφείο του Μάας, το οπο ί ο ερεύνησε ο ίδ ιος ο Μοκ. « Κα θίστε». Ο Μοκ τούς έδειξε τις καρ έ κλες γύρω από το στρογ γυ λό τραπεζάκι «Ερευνήσατε την κουζίνα, το μπάνιο, την κρεβα τοκ άμαρα και το σαλόνι; Καλή δουλειά. Δεν βρή κατε τ ίποτα ενδια φέρον, ε; Το περίμενα. Ωστόσο εδώ κ άτι υπ άρχει ... Α υτό εδώ το τετράδιο. Έλερς, πιάσε δουλειά!»
Ο φωτογρ άφος έβγαλε τον εξοπλισμό του. Έστησε στο γραφείο το τρ ίποδο και τοπο θέτησε τη φωτογραφική μηχανή Zeiss. Στ η ν επιφ άνεια του τραπεζιού έβαλε το τετρ άδιο που βρήκε ο Μοκ και πίεσε το καλώδ ιο της μηχανής. Το φ λ ας ά στραψε μία φορά. Στη φωτογραφική μεμβρ άνη αποτυπώθη κε το εξώφυλλο: «Το χρονικό
του Ιμπν Σαχ(μ. Μεταφρασμένο από το δόκτορα Γ κέ οργκ Μάας». Το φλ ας ά στραψε άλλ ες δ εκαπ έντε φορέζι μ έ χρι που φωτογραφήθη καν όλες ο ι σελίδες, γραμμένες με ίσια, μικρά γράμματα. Ο Μοκ κοίταξε το ρολόι και είπε: « Αγαπητοί κ ύριοι, προλάβαμε. Έλερς, τι ώρα μπορείτε να έχετε έτοιμες τις φωτογραφίες;». «Στις π έντε». «Θα τις παραλάβε ι ο Άνβαλντ. Αποκλειστικά και μόνο αυτ ός, καταλάβατε;» «Μάλιστα». «Σας ευχαριστώ». [185]
Ο Σμόλορτς κλείδωσε την πόρτα με την ίδια ευκολία που την άνοιξε. Ο Άνβαλντ κοίταξε από το βιτρό, και στο πολύχρωμο, αμυ δρό φως είδε το θυρωρό να σκουπίζει την αυλή και να κοιτάζει γύ ρω γύρω τα παράθυρα. Π ιθανότατα δεν γνώριζε σε ποιο δ ιαμέρι σμα είχαν εισβάλει. Ύστερα από μερικ ά δ ευτερ όλεmα ήταν και οι τέσσερις μέσα στο αυτοκίνητο. Ο δ ήγησε ο Μοκ. Από την Άγκνες Στράσε πήγαν προς το αρχηγείο της αστυνομίας, όπου ο Έλερς και ο Σμόλορτς κατέβη καν. Ο Μοκ και ο Άνβαλντ έστριψαν στη Σβάι VΤVιτσερ Στράσε, μετά στην Τσβίνγκερ Πλατς και, αφού πέρασαν το καφεκοmείο και την εμπορική λέσχη, μπή καν στη γεμάτη κ ίνη ση Σού μπρικε. Π έρασαν τα καταστήματα του Π έτεΡΣVΤOρφ και των Αδελφών Μπάρας με τη γυ άλ ινη υ δρόγειο στην κορυφή, και άφησαν πίσω τους το Παλαιοντολογικό Μουσείο και το παλιό αρ χηγείο της αστυνομ ί ας. Έφτασαν στον ποταμό 'Οντερ. Δίπλ α στο γυμνάσιο του Αγίου Ματσιέι έστριψαν δ εξιά, και πολύ σύντομα βρέθη καν στο Ντόμινσελ. Π ροσπέρασαν τον μεσαιων ικό κα θεδρι κό ναό και το κόκκινο κτ ί ριο του Γεωργιανο ύ Ιεροδιδασκαλείου, και βρέθη καν στην Άνταλμπερτ Στράσε. Λίγο αργότερα μπροστά τους υποκλ ινόταν το παιδί στην είσοδο του εστιατορίου «Λέσινγκ». Μέσα επικρατούσε μια ευχάριστη δροσιά, η οποία στην αρχή το ύ ς επέτρεψε να ανασάνουν ξανά ελεύθερα, μετά όμως τους προ κ άλεσε νύστα. Ο Άνβαλντ έ κλ εισε τα μάτια του. Είχε την α ίσθηση πως τον νανούριζαν απαλά κύ ματα. Οι χτύποι των μαχαιροπ ί ρου νων. Ο Μοκ είχε ορμήσει με δύο πιρούνια στον τραγανό ροζ σολο μό που κολυμπούσε μες στη σάλτσα από χρ ένο. Κοίταξε με χαμό γελ ο τον Άνβαλντ, που τα μάτια του έκλειναν. «Ξυπνήστε, κύ ριε Άνβαλντ». Άγγιξε τον ώμο του ά ντρα. « Θα κρυώσει το φαγητό σας». ί186]
Καπνίζοντας πού ρο, παρακολουθούσε τον Άνβαλντ να τρώει λαίμαργα το μπιφτέκι με ξινό λάχανο κα ι πατάτες. «Μ ην παρεξηγηθείτε, κύριε Χέρμπερτ» -ο Μοκ έβαλε το χέρι του στη φουσκωμ ένη κοιλιά του- «εγώ χόρτασα. Ενώ εσείς, όπως βλέπω, έχετε όρεξη. Μ ήπως θέλετε να πάρετε το κομμάτι του σο λομού που μου περίσσεψε; Δεν το πείραξα καθόλου». « Ευχαρί στως» χαμογέλασε ο Άνβαλντ . « Κανείς ποτέ δεν έχει μοιραστεί μα ζί μου το φαγητό του». Έφαγε με όρεξη το ψάρι και ήπιε μια γουλιά δυνατό τσάι.
Ο Μοκ έχτιζε στο μυαλό του το πορτρέτο του Άνβαλντ. Το σύ νολο όμως είχε κενά: Έλ ειπαν οι λ εmομέρειες από τα βασανιστή ρια στα υπ όγεια της Γκεστάπο. Αλλά δ εν του ερχόταν στο μυαλό καμι ά ερ ώτηση, κανένα κόλπο που θα μπορούσε να προκαλέσει τις ομολογ ί ες του Άνβαλντ. Άνοιξε το στόμα του πολλές φορές, και άλλες τόσες το έκλεισε αμ έσως, επειδή νόμ ισε πως ό,ΤΙ και αν έλεγε θ α ήταν σαχλό και κουτό. Μετά συμβιβάστηκε με τη σκέψη πως τ η ν επόμενη βδομάδα δ εν θα σκιαγραφο ύ σε στα κορ ίτσια της Μα ντάμ λε Ζεφ το ψυχολογικό πορτρέτο του Άνβαλντ. «Η ώρα είναι μία και μισή. Π ριν από τις τέσσερις και μισή σάς παρα καλώ να κοιτάξετε το φάκελ ο του Κέπερλ ΙVΓK και να σκεφτείτε πώς μπορούμε να τον τσακώσουμε. Και να κοιτάξετε, σας παρακαλώ, και τους φακέλους όλων των Τού ρκων. Ίσως βρείτε κάτι. Στις τέσσερις και μισή θα παραλάβετε τις φωτογραφίες από τον Έλερς και θα μου τις φέρετε στο σπίτι μου. Σας αφήνω το αυτοκίνητο. Συνεννοηθήκαμε;» «Μάλιστα» . «Τότε γιατί κοιτάζετε παράξενα; Θέλετε τίποτα;» «Ό χι, όχι. .. Απλώς κανε ίς ποτέ δεν έχει μοιραστε ί μαζί μου το φαγητό του». [187]
Ο Μοκ γέλασε δυνατό και χτύπησε φ ιλι κό στον ώμο τον Άν βαλντ. «Μην το παίρνετε σαν ένδειξη κόποιας ι δ ιαίτερης συμπόθειας» είπε ψέματα. «Είναι συνήθεια απ ό την παι δική μου η λ ικ ί α. Πόντα έπρεπε ν ' αφήνω το πιότο όδειο, να τα τρώω όλα ... Τώρα θα φωνό ξω μια όμαξα και θα πόω στο σπίτι Π ρέπει να πόρω έναν υπνόκο. Αντ ί ο».
Ο ύπνος πή ρε το δ ιευ θ υντή του Τμή ματος Δίωξης Εγκλή ματος στην όμαξα. Στο μεταίχμιο του ύπνου και του ξύπνου, θυμήθη κε ένα κυριακότικο πρωινό πριν από ένα χρόνο. Καθόταν με τη σύζυ γό του στην τραπεζαρία και έτρωγε λ αίμαργα χοιρινό πλ ευρό με σόλτσα ντομότας. Η γυναίκα του έτρωγε και αυτή, πρώτα το κρέας, με μεγόλ η όρεξη . Κόποια στιγμή κο ίταξε ικετευτικ ό το πιότο του Μ οκ, ο οποίος ό φηνε τις καλύτερες μπουκιές για το τέλος: «Σε πα ρακαλώ, δώσε μου λίγο κρέας». Ο Μοκ δεν αποκρίθη κε, και γέμισε το στόμα του με όλο το κρέας που είχε μείνει στο πιότο. «Είμαι σ ί γουρη πως δ εν θα έδινες ούτε στα παι δ ιό σου, αν φυσικό μπορού σες να κόνεις παιδιό» είπε εκείνη και σηκώθηκε θυμωμένη. (Πάλι
δεν είχε δίκιο. Έδωσα. Και μάλιστα σΙ έναν ξένο!)
Μπ ρέσλαου, 14 l ουλίου 1934 Δύο το από γ ευμα
Ο Άνβαλντ βγή κε απ ' το εστιατό ριο και μπήκε στο αυτοκ ίνητο. Κο ί ταξε το φόκελο με τις σφραγίδες της Γκεστόπο και το πακέτο που είχε πόρε ι νωρίτερα την ίδ ια μέρα από το αρχείο. Το όνοιξε και ανατρίχιασε - μια παρόξενη, στραβή γραφή · μαύρο αίμα σε γαλό[188 ]
ζ ια ταπετσαρ ία. ·Εβ αλε ξανά στο πακέτο τη ματωμένη επιγραφ ή και βγή κε από το αυτοκίνητο. Κάτω από τη μασχάλη κρατούσε το φά κελο της Γκεστάπο και την κουβέρτα με την οποία ο Μοκ σκ έπαζε το π ίσω κάθισμα. Δεν είχε ό ρεξ η να διασχίζει την πόλη, που έμοια ζε με καμίνι Κατευθύνθη κε προς τους ψ ηλούς πύργους της εκκλ η σ ίας του Αγίου Μ ιχαήλ στο Βάστεϊχ Παρκ. Τ ην παράξενη ονομασία του π άρκου τού την εξήγησε ο Μοκ στη δ ια δρομή: Στο Μεσαίωνα οι γυνα ίκες έπλεναν ρούχα στη λιμνούλα που βρισκόταν εκεί. Τώ ρα έτρεχαν και έπαιζαν ζωηρά παι δάκια, και τα περισσότερα πα γκ άκια ή ταν πιασμένα από γκου βερνάντ ες και υπηρέτριες που κουτσομπ όλ ευαν χαριτωμένα και ταυτόχρονα φ ώνα ζαν και μ άλω ναν τ α παιδιά που πλ ατσού ριζαν στα ρηχά νερά. Τα υπόλοιπα πα γκάκια τα έπιαναν στρατιώτες, η αλητεία της γειτονι άς και αγ όρια που κάπνι ζ αν περήφανα τα τσιγάρα τους.
Ο Άνβ α λντ έβγαλε το σακά κι του, ξάπλωσε πάνω στην κου βέ ρ τα και άρχισε να μελετά το φάκελο του Φον Κέπερλινγκ. Δ υστυχώς δεν βρή κε τίποτα με το οποίο θα μπορούσαν να τσακώσουν το βα ρόνο. Κα ι μ άλιστα ό σα έκανε στο διαμέρ ισμά του και στα άλλ α ακί νη τά του είχαν την ευλ ογία της Γκεστάπο. (Ο Μοκ μο ύ είπε ότι σκόμα και ο Κράο υς, μολ ονότι αρχικά έγινε έξαλλος μαθαίνοντας για τον ομο
φ υλόφιλο πράκτορά του, γρήγορα συνειδητοποίησε τα πλεονεκτήμα τα. ) Η τελευτα ί α παρ άγραφος έδωσε μια ελπ ίδ α στον Άνβαλντ αφορούσε τον υπ η ρέτη του βαρόνου, τον Χ ανς Τέτγ κες. Γύ ρ ισε ανά σκελα και, με τη βοήθεια μερικών άγριων και υπο δηλωτ ι κών εικόνων, επινόησε έναν τρ ό πο ε ξό ντωσης του βαρό νου. Ε υχαριστ η μένος με τ ην ιδέα του, άρχισε να διαβάζει τ ους φακ έλους των Τ ο ύ ρ κων που ε ίχαν μητρώο στην Γκεστάπο και στ η Δ ίωξη Εγκλ ή ματος. Η τ αν οχτώ - ο ι πέντε έφυγαν από το [189]
Μπρέσλαου πριν από τις 9 l ουλίου, τη μ έρα που έγινε ο χορός του βαρόνου, και οι άλλοι τρεις αποκ λε ίονταν λόγω ηλικ lας, αφο ύ ο δράστης που επιτέθη κε στον Άνβαλντ δ εν μπορο ύσε να είναι εl κοσι χρον ώ ν (ό πως οι δύ ο τού ρκοι φοιτητές του Π ο λ υτεχνείου), ούτε και εξήντα (όπως ένας έ μπορος με μητρώο στην Γ κεστ άπο λόγω της αδάμαστης ροπ ής του στον τζόγο) . Φυσικά τα στοιχεlα από τη Διεύθυνση Αλλοδαπών και από το του ρ κ ι κό προξενείο που περ ί μενε να του φ έρει ο Σμόλορτς ί σως περιε ί χαν κάποια επι πλέον πλ η ροφορ ία για τους Τούρκους που ε ί χαν την τύχη να μην βρεθούν στα χαρτιά της αστυνομ ί ας. "Οταν απογοητεύτη κε από τα στοιχεία που αφορούσαν τους Τούρκους, ο Άνβαλντ έβαλε όλες τις πνευματικ ές του δ υνάμεις να κατασκευ ά σει μια « μ έγγενη» για το βαρόνο. Αλλά οι φωναχτέ ς αντιρρήσεις ενός αγοριού που, τσιρίζοντας κοντ ά στον Άνβαλντ, προσπαθούσε να βρει το δί κιο του καθόλου δεν βοηθούσαν την αυτοσυγκέντρωσή του. Στηρίχτη κε στον αγκώνα και άκουσε την καλόκαρδ η φωνή της γριάς γκου βερνάντας που προσπαθ ο ύσε να το καλμάρει, και την υστερική φωνούλα του μικρού. «Μα, Κλά ους, σου επαναλαμβάνω: Ο κύριος που ή ρθε χτες είναι ο μπαμπάς σου». «"Οχ ι! Δεν τον ξέρω! Η μαμ ά έλεγε πως δ εν έχω μπαμπά!» Ο μι κρός, εκνευρισμένος, χτυπι όταν στο ξερό χώμα. « Η μαμ ά έλεγε έτσι επειδή όλοι πίστευαν πως τον μπαμπά σου τον σκότωσαν οι άγριοι Ινδιάνοι στη Βραζιλία». « Η μαμά ποτέ δεν λέει ψέματα!» Η ψιλή φωνή του παιδιού είχε αρχίσει να σπά εΙ. « Μα δ εν σου είπε ψέματα ... Σου ε ί πε ότι δ εν έχεις μπαμπά επει δή νόμ ιζε πως δ εν ζεΙ. Τώρα ό μως ο μπαμπ άς ή ρθε ... Δηλαδή ξέ[190]
ρουμε ότι ζει. .. Τώρα πια έχεις μπαμπά» εξηγο ύ σε η νταντά με απί στευτη υπομονή.
Ο μικρ ός δ εν υποχωρο ύ σε. Πέταξε με θυμό στο χώμα το ξ ύλ ινο όπλο του και τσίριξε: «Λες ψέματα! Η μαμά δεν λέει ψέματα! Γιατί δεν μου είπε ότι εί ν αι ο μπαμπάς;». «Δεν πρ όλ αβε. Το πρω ί έφυγαν για το Τρέμπνιτς. Θ α επιστρ έ ψουν αύριο το βράδυ και θα σου τα πουν όλα ... » «Μαμά! Μαμά! » άρχισε να τσιρίζει το αγοράκι και έπεσε στο χώ μα, χτυπώντας τα χέρια και τα π όδια του. Σήκωνε σύννεφα σκόνηζι γεμίζοντας το φρεσκοσιδερωμένο ναυτικό κοστούμι του. Η νταντά προσπάθησε να το σηκώσει από το χώμα. Το αποτέλε σμα ήταν ο Κλάους να της ξεφύγει και να μπή ξει τα δόντια του στο παχουλό της μπράτσο.
Ο Άν βαλντ σηκώθη κε, μάζεψε τα χαρτι ά του, δίπλωσε την κου βέρτα και πήγε κουτσα ίνοντας μέχρι το αυτοκίνητο. Δεν κοίταξε πίσω επειδή φοβόταν πως, αν το έκανε, θα έπιανε τον Κλάους από το γ ιακά και θα τον έπνιγε στη λιμνούλα. Τις εγκλη ματικές αυτές σκέψεις δεν τις προκάλεσαν οι τσιρίδες του παιδιού, οι οποίες έσκι ζαν σαν νυστέρι το τραυ ματισμένο κεφάλι και τα μελ ανιασμένα σ η με ί α όπου τον ε ίχαν τσιμπήσει τα έντομα, όχι, δεν εξοργίστηκε από τις φωνές, αλλά από το άμυαλο, τυφλό πείσμα με το οπο ί ο το παραχαϊδεμένο μπάσταρδο απ έρριπτε την απρόσμενη ευτυχία τη ν επιστροφή ενός γονιού που εμφανίστηκε ξαφνικά έπειτα από χρόνια. Δεν κατάλαβε καν ότι μιλ ούσε στον εαυτό του: « Πώς να ε ξηγήσεις σ' έναν τέτοιον πεισματάρη ότι οι αντιδρά σεις του είναι ανό η τες; Θέλε ι ξύλο, ίσως τότε δ ει την ηλι θιότητά του. Έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν θα καταλάβαινε αν τον πλησίαζα, τον [191]
έπαιρνα στα γόνατά μου και του έλεγα: "Κλάους, σου έχει συμβεί ποτέ να στέκεσαι στο παράθυρο με το πρόσωπο κολλη μένο στο τζάμι, να παρατη ρείς τους περαστικούς άντρει;, και για τον καθένα, χωρίς εξαίρεση, να λες είναι ο μπαμπάς μου, ε ίναι πάρα πολύ απα σχολη μένος και γι ' αυτό με έχει δώ σει στο ορφανοτροφε ί ο, αλλά σύντομα θα με π άρει απο δώ; " ».
[192]
νlll
Μπ ρέσλαου, ΣάΒΒατο 14 lουλίου 1934 Δύο κ α ι μ ι σ π το μεσημέρ ι
Ο Κουρτ Σμόλορn; καθόταν στη μικρή πλατεία στη Ρέντιγκερ Πλαn; και περ ίμενε τον Μοκ, ανησυχώντας όλο και περισσότερο για το πε ριεχό μενο της αναφορ ός του σχετικό με τα αποτελέσματα της πα ρακολο ύθ ησης του Κόνραντ Σμιντ, του βαριού χεριού της Γκεστό πο, τον οπο ίο οι δ εσμοφύλακες και οι κρατού μενοι αποκαλο ύσαν «χοντρο-Κόνραντ». Τα αποτελέσματα αυτό θα βοηθο ύσαν να βρε θεί ένας τρόπος π ί εσης, δηλ α δή μια «μέγγενη για τον Κόνραντ», όπως το έθεσε μεταφορικό ο Μοκ. Τα στοιχεία που ε ίχε συγκεντρώ σει ο Σμόλορτς έδειχναν ότι ο Σμιντ ήταν σαδιστής, και ότι ο αριθ μό ς των λιπαρών κυπόρων του ήταν εντελώς δ υσαν όλ ογος μ ε τη φαιό ουσία του εγκεφόλου του. Π ριν βρει δ ουλει ό στις φυλακές, εργαζόταν ως υ δ ραυλ ικός, παλαιστής στο τσίρκο και φύλακας στα ποτοποιεία του Κόνα. Κόποια στιγμή κατέληξε στις φυλακές για κλο πή οινοπνεύματος. Βγή κε έπειτα από ένα χρόνο, και εδώ κοβόταν η χρονολογική συνέχεια του μητρώου του. Αποκεί και πέρα ο φόκε λό ς του αφορούσε αποκλειστικό τον Κόνραντ το δ εσμοφύλακα. Έ κανε αυτό το επόγγελ μα στην Γ κεστόπο εδώ κι ένα χρόνο. Ο Σμ ό λορτς κοίταξε την πρώτη ση μείωση -«πότης βότκας» κότω από την επικεφαλίδα «Αδύνατα σημεία»- και έ κανε οργισμένος μια γκριμό τσα. Καταλόβαινε πολύ καλό πως αυτό δεν θα ικανοποιούσε τον προϊστόμενό του. Στο κότω κότω η βότκα μπορούσε να αποτελέσει « μέγγενη» μ όνο για έναν αλκοολικό, και ο χοντρο-Κόνραντ σίγουρα [193]
δεν ήταν αλκοολικό ς . Η δεύ τερη ση μείωση ο.εγε «μπλέκεται εύκο λα σε φασαρ ίες». Ο Σ μ όλορτς δεν ήξερε πώ ς θα μπορο ύσαν να εκ μεταλλευτούν αυτό το στοιχε ίο εναντ ίον του Σμιντ, αλλό δ εν ήταν δουλειό του να σκέφτεται. Με την τρίτη και τελευταία ση με ίωση -«είναι μόλλον δ ιεστραμμένος σεξουαλικό, σα διστή ς »- όρχισε να ελπίζει ότι η σκληρή δουλειό μια ς βδ ομ όδας δ εν πήγε χαμένη. Ή ταν τσαντισμ ένο ς και με τον Μοκ επειδή του απαγόρευσε να ακολουθήσει τον απλό υπη ρεσιακ ό δρό μο και, αντ ί αυτό ς, ο Σμό λορτς, να απολαμβόνει τώρα κόπου μια μπ ί ρα, αφήνοντα ς νωρίτε ρα την αναφορ ό στο γραφείο του προϊσταμένου του, έπρεπε να περιμένει στημένο ς μπροστό από το σπ ίτι του, ποιο ς ξέρει για πό ση ώρα ακόμα. Τελικό απο δ είχτη κε πω ς δ εν ήταν πολλή ώρα. Ύστερα από ένα τέταρτο ο Σμόλορτς καθόταν στο δ ιαμέρισμα του Μοκ με το τόσο ονειρεμένο κρίκερ μπίρα ς στο χέρι, περιμ ένοντα ς με κόποια ανη συχ ί α τη γνώμ η του αφεντικού του. Αλλό αυτή αφορούσε τη σ ύ νταξη και το ύφο ς τ ης γραφή ς, ήταν στιλ ιστική ς φ ύ ση ς . «Τι γίνεται, Σμόλορτς, δεν ξέρετε να συντόσσετε τις σκέψεις σας σωστό και με υπ η ρεσιακό ύφος;» γο.ασε ηχηρό ο διευθυντή ς τη ς Δίωξ ης Εγκλή ματο ς . «Αφού στα υπη ρεσιακό ση μειώματα γρόφουμε " ροπή προ ς οινοπνευματώδη ποτό " και όχι "πότ ης βότκας" . Καλό, καλό, είμαι ευχαριστ η μένο ς με τη δουλειό σας. Και τώ ρα πηγα ίνετε σπίτι σας, πρέπει να ξαπλώσω λίγο, έχω μια σ η μαντική επίσκεψ η ».
Μπ ρέσλαοu, 14 l οuλίοu 1934 Πέντε κ α ι μ ι σ ή το από γ ευμα
Ο νεοδ ιορισμένο ς διευθυντή ς τ ης Πανεπιστ η μιακή ς Β ιβλιοθήκη ς [194]
δό κτω ρ Λέο Χά ρτν ε ρ τέντωσ ε το κοκαλιάρικο κορμί του και για εκατοστή φορά βλαστή μησ ε από μέσα του τον αρχιτέκτονα που σχεδί ασε, σε ρυθμό μπαρόκ, το επιβλητικό μοναστήρι των αυγου στινιανών, τώρα μέγαρο της Παν επιστημιακής Β ιβλιοθή κης στη Νό ιε Σαντ Στράσε . Το σφάλμα του αρχιτέκτονα -κατά τον Χάρ τνερ- ήταν ότι η πιο ωραία mέρυγα, την οπο ί α προς το παρ όν ο διευθυντής χρησιμοποιούσε ως γραφ ε ίο του, έβλεπε βόρεια. Εκεί επικρατούσε μια δ ροσιά ε υχάριστη για όλ ους εκτό ς από τον κάτο χό της. Η δ υσαρέσκ ε ιά του για τις θερμοκρασίες τις χαμηλότερες των 20 βαθμών Κελσί ου ήταν δικαιολογη μένη. Αυτός ο εξαίρετος γνώστης των ανατολικών γλωσσών είχε επιστρέψει πριν από λlγες βδομάδες από τη Σαχά ρα, όπου ε ίχε μ ε ίνει για τρ ία σχεδόν χρ όνια μελ ετώντας τις γλώσσε ς και τα ήθη των φυλών της ερή μου. Τώρα το Μπρέσλαου με το καυτό κα λ οκαίρι του του χάριζε τη ζέστη που τό σο αγαπο ύσε, η οποία δ υστυχώς σταματούσε μόλις δ ιάβαινε το κατώφλ ι του γραφ ε ίου του. Οι χοντροί τοίχοι και οι πέτρινες κου παστές, που τόσο άντεχαν στη ζέ στη, τον εκνε ύριζαν περισσότερο απ ό τις τσουχτερ ές ν ύχτες της Σαχάρας, όταν ο ύπνος τον απομό νωνε από το κρύο που επικρατούσε. Εδώ ό μως, στον κλ ειστό χώρο του γραφε ί ου του, έπρεπε να λ ειτουργε ί, να παίρνει αποφ ά σεις και με παγωμένα χέρια να υπογράφει ένα σωρό χαρτιά. Το κρύο που επικρατο ύσε στο γραφείο επηρέαζε εντελώς δια φορετικ ά τους δύο άντρ ε ς που είχαν αρ άξε ι στις δερμάτινες πολυ θρόνες. Και οι δύο αν έπν εαν βαθιά, ε ισπνέοντας, αντ ί για την κάψα και τη σκόνη του δ ρόμου, τους μ ύ κητες και τα μικρόβια που είχαν μαζευτεί στις κιτρινωπές σελίδες των τόμων. Ο Χάρτνερ πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο. Στα χέρια του κρα τούσε το κομμάτι της ταπετσαρ ίας με τους «στίχους του θανάτου». [195]
«Παράξενο ... Η γραφή μοιάζει με αυτήν που ε ίδ α στο Κάιρο, σε αραβικά χειρόγραφα του 1 1 ου και του 1 20υ αιώνα». Στο λ επτό, διανοουμενίστικο πρόσωπό του ζωγραφίστη κε η απορία. Τα κο ντοκουρεμένα, γκρίζα μαλλιά του ήταν σηκωμένα στην κορυφή του κεφαλιού του. «Αλλά δεν είναι η αραβική γλώ σσα που ξέρω. Για να είμαι ε ιλικρινής, δ εν μου μοιάζει καθόλου για σημιτική. Ν αι, αφήστε το για λίγες μέρες, πιθαν όν να το αποκωδικοποιήσω όταν βάλω κάποια άλλη γλώσσα κάτω από το αραβικό κείμενο ... Βλέπω ότι έχετε και κάτι άλλο για μένα. Τι φωτογραφίες είναι αυτές, κύ ριε ... ; κύριε ...;» «Άν βαλντ. Ε ίναι αντ ίγραφα των σ η μ ε ιώσεων του δό κτο ρα Γκέοργκ Μάας· πρόκειται, όπως υποστηρίζει ο ίδ ιος, για μετάφρα ση του αραβικού χρονικού του Ι μΠV Σαχίμ. Θα σας παρακαλ ούσα με, κ ύ ριε δ ιευ θυντή, να μας δώσετε περισσότερες πληροφορίες για το χρονικό αυτό, το συγγραφέα και τη μετάφραση». Ο XάΡΤVερ έριξε μια γρήγορη ματι ά στο κε ί μενο του Μάας. ·Επειτα από λίγο ένα γεμάτο οίκτο χαμόγελο σχη ματίστηκε στο πρόσωπό του. «Στις λίγες προτάσεις που βλέπω, αναγνωρ ίζω πολλά χαρακτη ριστικά της ακαδη μαϊκής γραφής του Μάας. Αλλά προς το παρόν, μέχρι να δ ω το πρωτότυπο, θα κρατήσω για τον εαυτό μου τις πα ρατηρήσεις και τα σχόλιά μου. Π ρέπει να ξέρετε, κ ύ ριοι, ότι ο Μάας ε ίναι γνωστός για τις φαντασιώσεις του, το κουτό πε ί σμα του και μια ιδια ίτερη idee fiχe η οπο ί α τον κάνει να βρ ί σκει λίγο πολύ κρυμ μένα αρχέτυπα αποκαλυπτικών οραμάτων της Παλαιάς Δ ια θήκης σε κάθε αρχαίο κείμενο. Οι επιστη μονικές του δη μοσιεύσεις είναι γεμάτες αρρωστη μένες και πυρετώδεις εικόνες αφανισμού, θαν ά του και αποσύνθεση ς, τις οπο ί ες βρίσκει παντού, ακόμα και στα [196]
ε ύθυμα και ε ρωτικό κ ε ίμ ενα. Το βλέπω και σ' αυτήν τη μ ετόφρ αση, αλλό μόνο η ανόγνωση του πρωτοτύπου θα μου επιτρέψ ει να απα ντ ήσω αν αυτό τα στοιχε ία προ έρχονται από το μ εταφραστή ή από το συγγραφέα του χρονικού, τον οποίο, εδώ που τα λέ μ ε, δ εν τον ξέρω».
Ο Χόρτνε ρ ήταν ένας κλασικός επιστή μονας του γραφ ε ίου, τις ανακαλύψ ε ις του τις έ καν ε μόνος του, τα συμπ ε ρόσματα της έρ ε υ νός του τα ε μπιστε υότα ν σε ε ι δικό π ε ριοδικό, ενώ την ε υφορία του πρωτοπ ό ρου της επιστή μης τη μοιραζόταν μ ε τους ανέμους της ερή μου. Για πρώτη φορό έπ ε ιτα από πολλό χρ ό ν ια ε ίχ ε μπροστό του ακροατήριο, που, αν και μικρ ό, όκ ουγε μ ε μ εγόλη προσοχή τις εξ η γήσε ις και τις θεωρ ί ες του. Α κό μα και ο ίδιος φαινόταν να απο λαμβόνει τον βαθύ, βαρύ τόνο της φωνής του. « Γν ωρίζω καλό τον Μόας, τον Αντρέ α και όλλους επιστήμον ε ς που αναλύουν αν ύπαρκτα έργα, κατασκευόζουν νέα θ ε ωρητικ ό σχ ή ματα και πλόθουν τους ή ρωές τους απ ό τον π η λό της ίδιας τους τ η ς φαντασίας. Επομένως. για να αποκλ ε ίσουμ ε οποιαδήποτε από τ η απ ό τ ην πλ ε υρ ό του Μόας. πρ έπει να μόθουμ ε μ ε τι ασχολ ε ίται τώ ρα: Αν πρ όγμ ατι μεταφρ όζε ι κόπο ιο αρχαίο έργο, ή αν το κατα σκευόζει μόνος του στην όβ υσσο της φαντασ ί ας του». Άνοιξε τ η ν πό ρτα και ε ίπ ε στο βοηθό του: «Στέλ ιν, φωνόξτε μου το βιβλιοθη κονόμο. Να φέρε ι μαζί του και τον κατόλογο όσων έχουν δ ανε ιστε ί οτιδήποτε». Στρόφ η κε προς τους επισκέπτες του: «Θα ελέγξουμε τι δ ιαβόζε ι ο όγγ ελ ος του αφανισμο ύ ». Π ήγε κοντό στο παρόθυρο, και για λίγο όκουγε τις φων ές των αγοριών που κολ υ μπο ύ σαν στον ποταμ ό Όντε ρ και που τώρα ε ί χαν όλα βγ ε ι στον καταπρόσινο λοφίσκο απέν αντι από τον κα θ ε δ ρικ ό ναό. Τίνα ξε το κ ε φ όλ ι και θυμήθη κε τους επισκ έπτες του. ί 197]
«Ορίστε, ορίστε, πάρτε έναν καφέ. Σερβιριστείτε. Ο δυνατός, γλυκός καφές είναι ό,ΤΙ πρέπει μια πολύ ζεστή μέρα - αυτό το ξέ ρουν καλά οι Β ε δ ου ίνοι ·Ενα πούρο; Να φανταστείτε ότι είναι το μοναδικό πράγμα που νοστάλγησα στη Σαχάρα. Υπογραμμίζω,
πράγμα, όχι άνθρωπο . Φ υσικά πήρα μαζί μου ένα ολόκληρο μπαού λο πούρα, αλλά αποδείχτη κε πως οι λαοί Τιμπού είναι ακόμα μεγα λύτεροι λάτρεις των πούρων. Σας διαβεβαιώνω ότι το θέαμα των ανθρώπων αυτών ήταν τόσο τρομακτικό, που θ α τους έδ ινα τα πά ντα μόνο και μόνο για να μην τους βλέπω. Ωστόσο τους εξαγόρασα με πούρα για να μου διηγηθ ο ύν τις ιστορίες των προγόνων και της φυλής τους. Αποδείχτη καν χρήσιμοι για τη μεταδιδακτορική δια τριβή μου, την οπο ί α παρέδ ωσα πρόσφατα στο τυπογραφείο». Ο XάΡΤVερ τυλίχτη κε σ' ένα σύννεφο καπνο ύ. Ετοιμαζόταν να παρουσι ά σει τα επιχειρή ματα της διατριβής του, όταν ξαφνικά ο Άνβαλντ τού έκανε μια ερώτηση : «Υπάρχουν πολλά ζωύφια εκεί;». « Ναι, πολλά. Φ ανταστείτε μόνο - κρύα νύχτα, γκρεμοί, γυμν ά και μυτερ ά, όλο προεξοχές βράχια, άμμος που εισχωρεί παντού, άνθρωποι φοβεροί, με πρόσωπα διαβόλ ου, τυ λ ιγμ ένοι με μαύρες ενδ υμασίες, και στο σεληνόφως να έρπουν φίδια και σκορπιοί. .. » «Τέτοιο πρόσωπο έχει ο θάνατος... » «Τι είπατε, κύριε αστυνομικέ;» «Τίποτα, συγγνώμη . Αφηγείστε τόσο υποβλητικά, που ένιωσα την πνοή του θανάτου ... » «Κι εγώ την ένιωσα πολλές φορές στη Σαχάρα. Ευτυχώς δ εν με παρέσυρε, και μου επιτράπηκε να τους δω ξανά». Έδειξε τη λεπτή ξανθιά και το εφτάχρονο περίπου αγό ρι που μπή καν απρόσμενα στο γραφείο. [198]
«Συγγν ώμη, αλλά χτύπησα δύο φορές ... » είπε η γυναίκ α με κα θαρά πολωνική προφορά. Ο Μοκ και ο Άνβαλντ σηκώθη καν από τις πολυθρόνες και έμει ν αν όρθιοΙ. Ο Χάρτνερ κοίταξε τρυφερά την οικογένειά του. Χάιδε ψε το κεφάλι του αγοριού, το οποίο, φανερά συνεσταλμένο, κρύ φτη κε πίσω από τη μητέρα του. «Δεν πειράζει, αγαπητή μου. Επίτρεψέ μου να σου συστήσω τον α ξιότιμο κ ύριο δ ιευθυντή της Δίωξ ης Εγκλή ματος ·Ε μπερχαρντ Μοκ, και το βοηθό του κύριο Χέρμπερτ ... ; Χέρμπερτ ... ;» «Άν βαλντ». «Μάλιστα, το βοηθό του κύριο Άνβαλντ. Κύριοι, αποδώ η σύζυ γός μου Τερέζα Γιάνκιεβιτς- Χάρτνερ και ο γιος μου Μάνφρεντ». Α κολο ύθ ησαν οι τυπικές υποκλίσε ις. Οι κύ ριοι έσκυψαν π άν ω από το όμορφο, λεmό χέρι της κυρίας Χάρτνερ. Το αγόρι υποκλίθη κ ε ευγεν ικά και κά ρφωσε τα μάτια στον πατέρα του, ο οποίος, ζητώ ντας συγγνώμη από τους επισκέmες του, ά ρχισε να συζητά ει σιγα ν ά με τ η σύζυγό του. Η κυρία Γιάνκιε βιτς-Χάρτνερ, με την πρωτότυ π η ο μ ορφιά της, ξυπν ούσε ένα θερμό, αλλά λιγάκι διαφορετικό, εν δ ιαφέρον στους δύο άντρες - τον Μοκ τον κατε ύθ υνε το έν στικτο του Καζανόβα, τον Άν βαλντ ο δ ιαλογισμός του Τισιανο ύ . Δεν ήταν η πρώτ η Πολων ή που του έκανε τέτοια εντύπωση . Καμιά φορά έπιανε τον εαυτό του να κάνει τη ν παράλογη σκέψη ότι οι εκπρόσωποι του γ υναικείου φύλου αυτού του έθνους είχαν μέσα τους κάτι το μαγικό.
Η Μήδεια ήταν Σλάβα, σκεφτόταν κάτι τέτοιες στιγμές. Κοιτάζοντας τα λεmά χαρακτ η ριστικά της, τη σηκωμέν η μύτη και τα δεμένα σε κ ότσο μαλλιά της, ακούγοντας το χαριτωμένο, μαλακό της «bitte», προσπάθ η σε να απελευθερώσει από το καλοκαιρινό της φόρεμα το ευγενικό περίγραμμα του σώματός της, τις καμπύλες, τις στρογγυ[ 199]
λές γάμπες, το περήφανα σηκωμένο στήθος. Δυστυχώς το αντικεί μενο των δ ιαφορετικών -αν και ί σως κατά βάθος παρό μοιων- ανα στεναγμών τους τους αποχαιρέτησε και έφυγε, τραβώντας πίσω της το συνεσταλμένο αγοράκι. Στην πόρτα προσπέρασε το γέρο, καμπουριασμένο βιβλιοθη κονόμο, ο οπο ί ος της χάρισε μια λιγωμέ νη ματιά, κάτι που δ εν ξέφυγε του συζύγου της. «Δώστε μου τον κατάλογο που κουβαλάτε κάτω απ' τη μασχά λη σας, Σμετάνα» είπε ο Κάρτνερ ψυχρά.
Ο βιβλιοθη κονόμος, αφού έ κανε αυτό που τον διέταξαν, επέ στρεψε στα καθή κοντά του, ενώ ο Κάρτνερ άρχισε να μελετάει τη λοξή, γοτθική καλλιγραφί α του Σ μετάνα. «Μάλιστα, κ ύ ριοι. . Ο Μάας εδώ και μία βδομάδα δ ιαβάζει ένα .
χειρόγραφο του 1 40υ αιώνα με τον τίτλο Corpus rerum Pers;carum. Αύ ρ ιο θα πάρω το βιβλίο για μελέτη και θα συγκρίνω τη φωτογρα φ η μένη μετάφρασ η με το πρωτότυπο. Σήμερα θα ασχοληθώ με την επιγραφή στο βαγό ν ι και με τις προφητείες του άτυχου Φρι ντλέντερ. Και ίσως μάθω κάτι για τον Ι μπν Σαχίμ. Μεθαύριο πιθα νόν να έχω τις πρώτες απαντήσεις. Θα έ ρ θω σε επαφή μ ' εσάς, κύ ριε δ ιευ θ υντή».
Ο Κάρτν ερ έ βαλε τα γυαλ ιά του και έπαψε να ασχολείται με τους συνομιλ η τές του. Η αναζήτ η ση της αλήθειας κοίμισε τελείως το ρητορικό και διδα κτικό π άθος του. Όλ η την προσοχή του την αφιέρωσε στη ματωμ έν η επιγραφή και, μουρμουρίζοντας, έκανε τις πρώτες δ ιαισθητικές υποθέσεις. Ο Μοκ και ο Άνβαλντ σηκώθη καν και αποχαιρέτ η σαν τον εξαίρετο επιστή μονα. Δεν απάντησε, απασχολ η μένος πια μόνο με τις σκέψεις του. « Πολύ ευγενικός αυτός ο Κά ρτνερ. Σε τέτοια θέσ η πρ έπει σ ί γουρα να έχει πολλές ευθύνες. Π αρ ' όλα αυτά είναι δ ιατεθ ειμέν ος [200]
να μας βο η θήσει. Πώς είναι δ υνατόν;» ρώτ η σε ο Άνβαλντ, βλέπο ντας ότι τα λόγια του έκαναν να σχ η ματιστεί ένα παράξενο χαμόγε λο στο πρόσωπο του Μοκ. «Αγαπ η τέ Χέρμπερτ, έχει απέναντΙ μου μια υποχρέωσ η . Και μά λιστα μια υποχρέωσ η που -σας διαβεβαιώνω - δ εν θ α τ η ν ξεπλ η ρώσει ποτέ, ακόμα και με τ η ν πιο χρονοβόρα επιστ η μονική πραγ ματογνωμοσύν η ».
[201 ]
ΙΧ
Κ α ντ, Κ υ ρ ι α κ ή 15 l ο υλίου 1934 Οχτώ το Βράδυ
Ο βαρόνο ς Φο ν KέπερλΙVΓK έκανε περίπατο στο μεγάλο πάρ κο που περιέβαλλε την έπαυλή του . Η δύση του ήλιου πάντα ξυπνού σε μέσα του ανήσυχα προαισθή ματα και περίεργε ς νοσταλγ ί ε ς . Τον εκνεύριζαν οι ψ ιλές, μεταλλικέ ς φωνές των παγονιών στο πάρ κο, το πλ ατσούρισμα στο νερό στην πισ ίνα όπου έπαιζαν οι φίλοι του. Τον πείραζαν τα γαβγ ί σματα των σκυλιών και τα αδάμαστα, γεμάτα περιέργεια παιδιά του χωριού, που παρακολουθούσαν συ νέχεια τι γιν όταν πίσω από την περ ί φραξη τη ς έπαυλη ς -ακό μα και το βράδυ -, καθισμένα πάνω σε δέντρα και φ ράχτες . Μ ισούσε τα θρασύτατα, βρομιάρικα κωλόπαιδα, που, μόλι ς τον αντίκριζαν, ξέ σπαγαν σε ειρωνικά γέλια. Κοίταξε τον τοίχο γύ ρω από την έπαυλη και είχε την εντ ύ πωση πω ς τα έβλεπε και τ' άκουγε. Π αρ ' όλ η τη ν οργή που φούντωσε μέσα του, προχώρησε προ ς την έπαυλη με τα αξιοπρεπέστατα βή ματά του. Με μια κίνηση του χεριού σταμάτησε τον Γιόζεφ, τον μπάτλ ερ. «Πού είναι ο Χανς;» ρώτησε ψυχρά. «Δεν ξέρω, κύριε. Κάποιο ς του τηλεφώνησε και βγή κε τρέχο ντα ς από την έπαυλη, πολύ αναστατωμένο ς ». «Γιατί δεν με ενη μέρωσες;» «Θεώρησα πω ς δ εν θα ήταν σωστό να σας ενοχλήσω στον περί πατό σα ς».
Ο βαρόνο ς κοίτα ξε ή ρεμα το γέρο υπηρ έτη και μέτρησε από [202]
μέσα του μέχρι το δέκα. Με μεγάλη δυσκολία συγκρατήθη κε, κ αι μετά πρόσθεσε: « Γιόζεφ, σε παρακαλώ να με κρατάς ενήμερο για όλα όσα αφο ρούν τον Χανς, ακόμα και για κάτι που σου φαίνεται ασή μαντο. Αν στο εξής δεν τηρήσεις αυτή την εντολή έστω και μία φορά, θα κα ταλήξεις ζητιάνος μπροστά από την εκκλη σία της Αγίας Δωρεάς». Ο βαρόνος βγή κε έξω με γοργά βή ματα και, στρέφοντας το πρόσωπό του προς τον ήλιο που έδυε, φώναξε το όνομα του αγα πημένου του υπη ρέτη. Του απάντησαν εχθρικά βλέμματα από το φράχτη. Κατευθύνθηκε τρέχοντας προς τη σιδερένια πύλη. Τον κυ νηγο ύσαν ειρωνικές ματιές· η βραδιά γινόταν αποπνικτική. « Χανς. πού είσαι;» φώναξε ο βαρόνος. Σκόνταψε στο ίσιο έδα φος. « Χανς, πού είσαι, δεν μπορώ να σηκωθώ». Η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο αποπνικτική, πύ κνωνε το μολύβι στο σώμα του βαρόνου. Π ίσω από τον το ίχο της έπαυλης άστραψαν οι κάννες αυτόματων. Οι σφαίρες σφύριζαν στο στρω μ ένο με χαλίκι δρομάκι και σή κωναν σύννεφα σκόνης, πληγώνο ντας το ντελικάτο σώμα του βαρόνου - δεν του επέτρεπαν ούτε να σηκωθεί. ούτε να πέσει χάμω. « Χανς, πού είσαι;» Ο Χανς καθόταν δίπλα στον Μαξ Φόρστvερ στο πίσω κάθισμα της Μερσεντές. Έκλαιγε με λυγμούς. Το κλάμα του ανέβηκε σε κρε σέντο όταν στο αυτοκίνητο όρμησαν δύο άντρες με αυτόματα όπλα που κάπνιζαν. Κατέλαβαν τις μπροστινές θέσεις. Το αυτοκί νητο ξεκίνησε με φόρα. « Μ ην κλαις. Χανς» είπε ο ΦόΡΣΤV ερ φιλικά. « Απλώς έσωσες τη ζωή σου. Και εγώ τη δική μου».
[ 203]
Μπ ρέσλαου, 15 l ουλίου 1934 Οχτώ το βράδυ Ο Κουρτ Βιρτ και ο Χανς Τσουπίτσα ήξεραν πως δεν μπορούσαν να αρνηθούν στον Μοκ. Αυτοί οι δύο κακοποιοί, που μπροστό τους έτρεμε όλο το παρόνομο Μπρέσλαου, είχαν διπλό χρέος απέναντι στον «καλό θείο Έμπερχαρντ». Π ρώτον, επειδή τους γλίτωσε από το βέβαιο σκοινί της κρεμόλας· και, δεύτερον, επειδή τους επέτρε ψε να συνεχίσουν την κερδοφόρα επιχείρησή τουζ, που παρέβαινε κόθε ισχύοντα στη Γερμανία νόμο. Ως αντόλλαγμα καμιό φορό τούς ζητούσε να κόνουν αυτό που ήξεραν καλύτερα απ ' όλα. Ο Βιρτ γνώρισε τον Τσουπίτσα πριν από είκοσι χρόνια, το 1 9 1 4, πόνω στο φορτηγό πλοίο « Π ρίγκιπας Χόινριχ», που έκανε δρομο λόγια μεταξύ Ντόντσιχ και Άμστερνταμ. Έγιναν κολλητοί φίλοι αμέ σως, χωρίς περιπό λόγια - ο Τσουπίτσα ήταν μουγγός. Έξυπνος, δέκα χρόνια μεγαλύτεροζ, όχι πολύ ψ ηλός και λεπτόζ, ο Βιρτ πή ρε υπό την προστασία του τον μεγαλόσωμο και μουγγό εικοσόχρονο όντρα, και δεν το μετόνιωσε. "Ηδη ένα μήνα αργότερα ο Τσουπίτσα τού έσωσε τη ζωή . "Ηταν σε μια ταβέρνα στην Κοπεγχόγη . Τρεις με θυσμένοι ιταλοί ναύτες είχαν θελήσει να μόθουν καλούς τρόπους στον λεπτό, μικρόσωμο Γερμανό - δηλαδή πώς να πίνει κρασί. Στο πλαίσιο της πολιτιστικής αυτής επιμόρφωσης έχυσαν γαλόνια ολό κληρα ξινό δανέζικο κρασί κατευθείαν στο λαιμό του Βιρτ. Κι όταν ο Βιρτ έπεσε λιώμα στο πότωμα, οι Ιταλο ί θεώρησαν ότι εντέλει ήταν αδύνατον να εκπολιτίσουν αυτό τον Γερμαναρό, οπότε ήταν καλύτερα ένας όχρηστος σαν κι αυτόν να εξαφανιστεί από προσώ που γης. Είχαν ήδη αρχίσει να κόνουν πρόξη την απόφασή τους με τη βοήθεια δύο σπασμένων μπουκαλιών, όταν στο πανδοχείο μπή[204]
κε ο Τσουπίτσα, ο οποίος λίγα λεπτά νωρίτερα είχε κοντέ ψει να γκρεμίσει το ξύλινο αποχωρητή ριο όπου είχε στριμώξει ένα από τα αμέτρητα κορίτσια που παρηγορούσαν τους ναυτικούς στην Κο πεγχάγη . Αλλά δεν είχε χάσει όλη του την ενέργεια στην αγκαλιά της. Έπειτα από μερικά λεπτά οι Ιταλοί έπαψαν να κουνιούνται Την επόμενη μέρα ο σκυθρωπός σερβιτόρος -που η όψη του θα τρό μαζε πολλούς- έτρεμε σαν το ψάρι καθώς, απαντώντας στις ερω τήσεις των αστυνομικών, προσπαθούσε να τους μεταφέρει με το περιορισμένο λεξιλόγιό του τον ήχο της σάρκας που σκίζεται, το σπάσιμο του γυαλιού, τα βογκητά και το αγκομαχητό. Όταν ο Βιρτ συνήλθε, ζύγισε τα υπέρ και τα κατά του επαγγέλματος του ναυτι κού και τελικά, στο Άμστερνταμ, το εγκατέλειψε για πάντα. Ο Τσου πίτσα, ο αχώριστος σύντροφός του, ξεμπάρκαρε κι αυτός οριστικά σε terra firma. Αλλά δεν έκοψαν κάθε δεσμό με τη θάλασσα. Ο Βιρτ σκέφτη κε ένα μέσο επιβίωσης άγνωστο στην Ευρώπη εκείνη την εποχή - τον εκφο βισμό των λαθρεμπόρων στα λιμάνια. Οι δυο τους έστησαν έναν αποτελεσματικότατο μηχανισμό, όπου ο Βιρτ ήταν ο εγκέφαλος και ο Τσουπίτσα τα μπράτσα. Ο Βιρτ έκανε τις διαπραγματεύσεις με τους λαθρέμπορους. Εάν αυτοί αποδεικνύο νταν ανυπάκουοι, ο Τσουπίτσα τούς απήγαγε και τους σκότωνε χρησιμοποιώντας μεθόδους που επινοούσε ο Βιρτ. Σύντομα όλες οι αστυνομίες της μεταπολεμικής Ευρώπης τούς καταζητούσαν στις αποβάθρες του Αμβού ργου και της Στοκχόλμη ς, όπου είχαν αφήσει διαμελισμένα τα πτώματα των θυ μάτων τους' στα πορνεία της Βιέννης και του Βερολίνου, όπου ξόδευαν βουνά από υποτιμη μένα, όλο και πιο άχρηστα μάρκα. Τους είχαν πλησιάσει πολύ. Ευ καιριακοί συνεργάτες είχαν αρχίσει να τους προδίδουν όλο και πιο συχνά, με αντάλλαγμα άχρηστες υποσχέσεις. Ο Βιρτ έπρεπε να επι[205]
λέξει - ή να φύγουν για την Αμερική, όπου θα είχαν να ανταγωνι στούν τη μαφία, έναν αιμοσταγή και ανελέητο αντίπαλο στον το μέα του εκφοβισμού, ή να καταφύγουν σ' ένα ήσυχο και ειρηνικό μέρος κόπου στην Ευρώπη. Η πρώτη επιλογή ήταν πολύ επικίνδυ νη, η δεύτερη πρακτικό αδύνατη, μιας και δεν υπή ρχε ευρωπαίος αστυνομικός που να μην κουβάλαγε στην τσέπη του τις φωτογρα φίες τους, με την ελπίδα να τους πιόσει και να δοξαστεί. Κανένας δεν κέρδισε αυτήν τη δόξα, αλλό υπήρξε κόποιος που την απαρνήθηκε συνειδητό - ένας αστυνομικός από το Μπρέσλαου, ο διευθυντής της Δίωξης Εγκλήματος Έμπερχαρντ Μοκ, ο οποίος τα μέσα της δεκαετίας του 1 920 ήταν επικεφαλής του Τμή ματος Ηθών της περιφέρειας του Κλόινμπουργκ. Ήταν λίγο μετό την εντυπωσι ακή προαγωγή του. Όλες οι εφημερίδες είχαν γρόψει για τη λαμπρή καριέρα του σαραντόχρονου αστυνομικού που από τη μια μέρα στην όλλη είχε γίνει ένα από τα ση μαντικότερα πρόσωπα στην πό λη - αναπληρωτής του διευθυντή του Τμή ματος Δίωξης Εγκλ ή μα τος της αστυνομίας του Μπρέσλαου δόκτορα Μ ιλχόουζ. Στις 1 8 Μαίου 1 925, κατά τη διόρκεια ενός ελέγχου ρουτίνας σ' ένα πορ νείο της Καστάνιεν Άλεε, ο Μοκ, τρέμοντας από νευρικότητα, κόλε σε σε βοήθεια έναν αστΙJφύλακα που περιπολούσε στο δρόμο και μπούκαραν μαζί σ' ένα από τα δωμότια, όπου το ντουέτο Βιρτ και Τσουπίτσα συνουσιαζόταν με ένα τρίο γυναικών. Φοβούμενος ότι οι δύο κακοποιοί θα πρόβαλλαν αντίσταση, ο Μοκ τούς πυροβόλη σε καλού κακού, πριν καν προλάβουν να ξεκολλήσουν από τα κο ρίτσια, που τους είχαν καβαλήσει. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια του αστυφύλακα, τους έδεσε, νοίκιασε μια όμαξα και τους μετέφερε στο Κόρλοβιτς. ΕκεΙ, στην όχθη του ποταμού, ο Μοκ παρουσίασε στους δύο δεμένους και αιμόφυρτους κακοποιούς τους όρους του : [206]
Δεν θα τους οδηγούσε στο δικαστήριο, αρκεί να δέχονταν να εγκα τασταθούν μόνιμα στο Μπρέσλαου και να τον υπακούουν άνευ όρων. Εκείνοι δέχτη καν ανεπιφύλακτα. Επιφυλόξεις για το όλο θέ μα δεν υπήρξαν ούτε από την πλευρά του αστυφύλακα Κουρτ Σμό λορτς, που έπιασε με τη μία τη συλλογιστική του Μοκ - αν μη τι άλλο γιατί αφορούσε άμεσα και τη δική του καριέρα. Έτσι ο ι δύο κακοποιοί μεταφέρθη καν σε ένα συγκεκριμένο πορνείο εμπιστο σύνης, όπου, δεμένοι στα κρεβάτια τους με χειροπέδες, δέχτη καν τις πρώτες βοήθειες. Έπειτα από μία βδομάδα, αφού ανάρρωσαν, ο Μοκ τούς παρουσίασε τους όρους του: Για τον εαυτό του ήθελε το σεβαστό ποσό των χιλίων δολαρίων, και άλλα πεντακόσια για τον Σμόλορτς. Δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στο γερμανικό νόμισμα, που εκείνη την εποχή χαροπάλευε από τη μοιραία ασθένεια, τον πληθωρισμό. Είπε στον Βιρτ ότι σε αντάλλαγμα θα έκανε τα στραβά μάτια στις γκανγκστερικές μεθόδους εκφοβισμού των λαθρεμπό ρων που, κατά τη μεταφορά των παράνομων εμπορευμάτων τους στο Στέτιν, έκαναν στάση και στο ποτάμιο λιμάνι του Μπρέσλαου. Το επιχείρημα που έκανε τον Βιρτ να δεχτεί άνευ όρων την πρότα ση ήταν συναισθη ματικής φύσης: Ο Μοκ είχε χωρίσει τους δύο αχώριστους συντρόφους, και διαβεβαίωσε τον Βιρτ πως, αν τα χρή ματα δεν έφταναν στα χέρια του μέσα σ' ένα λογικό χρονικό διά στη μα, θα παρέδιδε τον Τσουπίτσα στα χέρια της δικαιοσύνης. ·Ενα δεύτερο ση μαντικό επιχείρημα ήταν η προοmική μιας ήρεμης και σταθερής ζωής, αντί για την αδιάκοπη περιπλάνηση. ·Επειτα από δεκαπέντε μέρες ο Μοκ και ο Σμόλορτς ήταν δυο πλούσιοι άνθρω ποι, ενώ ο Βιρτ και ο Τσουπίτσα -έχοντας γλιτώσει από το τσεκούρι του δή μιου- μπή καν σε μια terra incognita, ένα παρθένο έδαφος που γρήγορα το καλλιέργησαν με τον δικό τους τρόπο. [207]
Εκείνο το βρόδυ απολόμβαναν τη ζεστή τους βότκα στην τα βέρνα του Γκούσταβ Τιλ στην Μπόνχοφ Στρόσε. Ο ανθρωπόκος με την κατασημαδεμένη, αλεπουδίσια μούρη του, και το βου βό, γιγα ντόσωμο Γκόλεμ που τον συνόδευε ήταν ένα πολύ ασυνήθιστο ζευγόρι. Μερικοί πελότες τούς κοίταζαν και κρυφογελούσαν. Μό λιστα ένας από τους θαμώνες, ένας θρασύτατος χοντρός, ροδομό γουλος τύπος με δέρμα όλο ρυτίδες, το διασκέδαζε απροκόλυπτα - κόθε τρεις και λίγο τέντωνε το παχουλό του δόχτυλο, τους έδει χνε και έσκαγε στα γέλια. Επειδή δεν αντιδρούσαν στα πειρόγματό του, τους πέρασε για δειλούς. Και τίποτα δεν τον ευχαριστούσε πε ρισσότερο από το να βασανίζει φοβισμένα ανθρωπόκια. Ση κώθη κε και, με βαριό και αργό βή ματα πόνω στα υγρό σανίδια του πα τώματος, πλησίασε τα θύματό του. Σταμότησε δίπλα στο τραπέζι τους και γέλασε βραχνό. «Λοιπόν, μισή μερίδα ... Θα πιεις παρέα με το θείο Κόνραντ;» Ο Βιρτ ούτε που σή κωσε τα μότια του. Πολύ ήρεμος, έκανε με το δόχτυλό του αφηρη μένα σχή ματα στον υγρό μουσαμό. Ο Τσου πίτσα κοίταζε συλλογισμένος το αγγουρόκι τουρσί που κολυμπού σε στο πηχτό ζουμί του. Τελικό ο Βιρτ κοίταξε τον Κόνραντ - ανα γκαστικό. Ο χοντρός τού είχε ζουλήξει τα μόγουλα και πήγαινε να του χώσει με το ζόρι ένα μπουκόλι βότκα στο στόμα. «Τσακίσου αποδώ, χοντρογούρουνο!» Ο Β ιρτ απώθησε με δυ σκολία τις μνή μες του από την Κοπεγχόγη . Ο χοντρός ανοιγόκλεισε τ α μότια σαν ν α μ η ν είχε ακούσει καλό και όρπαξε τον Βιρτ από τα πέτα. Χωρίς να προσέξει το γίγαντα που ση κωνόταν από την καρέκλα του, πήρε φόρα για να του ρίξει μια κεφαλιό, πριν όμως το κεφόλι του συγκρουστεί με το πρόσωπο του όλλου, από το πουθενό εμφανίστηκε μπροστό του η ανοιχτή παλό[208]
μη του Τσουπlτσα, και το μέτωπό του έπεσε πάνω της. Η ίδια παλά μη άρπαξε τον χοντρό από τη μούρη, τον έσπρωξε βlαια και τον κόλλησε πάνω στο μπαρ. Ο Βιρτ στο μεταξύ δεν έμεινε άπραγος. Μ' ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στον πάγκο, βούτηξε τον Κόνραντ απ' το γιακά και του κοπάνησε το κεφάλι πάνω στην υγρή από την μπίρα επιφάνεια. Ο Τσουπίτσα εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή . Άνοιξε τα χέ ρια του και τα ξανάκλεισε απότομα. Το κεφάλι του χοντρού βρέθη κε ανάμεσα σε δύο γροθιές. Το διπλό χτύπημα τσάκισε τους κροτά φους του, ο κόσμος σκοτείνιασε γύρω του. Ο ΤσουπΙτσα έσυρε το ακίνητο σώμα από τις μασχάλες, ενώ ο Β ιρτ τού άνοιγε δρόμο. Όσοι ήταν στην ταβέρνα είχαν παραλύσει από το φόβο. Κανένας τους δεν θα ξαναγελούσε πια με το περίεργο ζευγάρι. Ήξεραν όλοι ότι ο Κόνραντ Σμιντ δεν θα unlKumE έτσι στον πρώτο τυχόντα.
Μπρέσλαου, 15 l ουλίου 1934 Εννιά το Βράδυ Στην ανακριτική αίθουσα 2 στο κτίριο του αρχηγεΙου της αστυνο μΙας εlχε τοποθετηθεί μια καρέκλα οδοντίατρου με δερμάτινα λου ριά στα σημεία που ακουμπούσαν τα χέρια και τα πόδια, και μια με ταλλ ι κή δέστρα στο ύΨος της μέσης. Εκείνη την ώρα τα λουριά ήταν σφιγμένα γύρω από τα γεροδεμένα, παχιά μέλη ενός άντρα τόσο τρομοκρατη μένου, που κόντευε να καταπιεΙ το πανί που τον φίμωνε. «Γνωρίζετε, κύριοι, ότι αυτό που φοβάται περισσότερο απ' όλα ένας σαδιστής είναι ένας άλλος σαδιστής» Ο Μοκ αποτελείωσε ήρεμα το τσιγάρο του. «Έχε υπόψη σου, Σμιντ, πως αυτοί οι δύο» -έδειξε τον Βιρτ και τον Τσουπίτσα- «είναι οι μεγαλύτεροι σαδιστές σε ολόκληρη [209]
την Ευρώπη. Και ξέρεις τι τους ευχαριστεί περισσότερο απ' όλα; Δεν. θα το μάθεις αν απαντήσεις όμορφα και ήρεμα στις ερωτήσεις μου». Ο Μοκ έκανε νόη μα στον Βιρτ να βγάλει το πανί από το στόμα του Κόνραντ. Ο κρατούμενος ανάσανε βαριά. Ο Άνβαλντ τού έκανε την πρώτη ερώτηση: «Τι έκανες στον Φριντλέντερ όταν τον ανέκρινες, και τον ανά γκασες να ομολογήσει ότι σκότωσε τη Μαριέτα φον ντερ Μάλτεν;». «Τίποτα, απλώς μας φοβήθηκε, τίποτ' άλλο. Είπε ότι αυτός τη σκότωσε». Ο Άνβαλντ έδωσε το σύνθη μα στο ντουέτο. Ο Β ιρτ τράβηξε προς τα κάτω το σαγόνι του Κόνραντ, και ο Τσουπίτσα έχωσε στο στόμα του μια χοντρή σιδερένια ράβδο. Με μια μικρή τανάλια έσφιξε τον πρώτο επάνω κοmήρα και τον έσπασε στα δυο. Ο Κόν ραντ ούρλιαζε σχεδόν για μισό λεmό. Ο Τσουπίτσα τράβηξε το σί δερο. Ο Άνβαλντ τού ξανάκανε την ερώτηση. «Δέσαμε την κόρη του Εβραίου στον καναπέ. Ο Βάλτερ μάς είπε να τη βιάσουμε αν ο πατέρας δεν ομολογούσε ότι είχε σφάξει εκεί νη την άλλη στο τρένο». «Ποιος Βάλτερ;» « ο Π ιόντεκ». «Και τότε ομολόγησε;» « Ναι Γιατί στο διάβολο με ρωτάει αυτό το πράγμα;» είπε ο Κόν ραντ απευθυνόμενο ς στον Μοκ. « Αφού εσείς τα -» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Ο Μοκ τον διέκοψε: «Αλλά εσείς την πηδήξατε την Εβραία έτσι κι αλλιώς. Έτσι δεν είναι, Σμιντ;» « Εννοείται». Τα μάτια του Κόνραντ ήταν κρυμμένα πί σω από βαριέ ς δίπλες σάρκας. [210]
«Και τώρα πες μας, ποιος είναι ο Τούρκος που μαζί βασανίσατε τον Άνβαλvτ;» «Αυτό δεν το ξέρω. Το αφεVΤΙKό είπε απλώς ότι αυτόν εδώ» έδειξε με τα μάτια του τον ΆνβαλVΤ- «εμείς ... και οι δύο ... ξέρετε ... ». Ο Μοκ έδωσε στον Τσουπίτσα το σύνθη μα. Το σίδερο χώθη κε ξα νά ανάμεσα στα σαγόνια του Kόνραvτ, και ο Τσουπίτσα τράβηξε από τομα την τανάλια προς τα κάτω. Ο,τι είχε απομείνει από το σπασμένο δόvτι έτριξε μέσα στο ούλο. Με το επόμενο σινιάλο ο Τσουπίτσα έσπασε ένα μικρό κομμάτι από τον δεύτερο επάνω κοπτήρα. Ο Κόν ραVΤ πνιγόταν από το αίμα, άσθμαινε, αγκομαχούσε. ·Επειτα από λίγο του έβγαλαν το σίδερο από τα δόvτια. Δυστυχώς ο ΣμιVΤ δεν μπορού σε πια v' αρθρώσει ούτε λέξη - η κάτω γvάθoς του είχε εξαρθρωθε Ι. Του Σμόλορτς τού πήρε αρκετή ώρα να την ξαναφέρει στη θέση της. «Σε ξαναρωτάω. Π οιος είναι ο Τούρ κος; Πώς τον λένε και τι ακριβώς κάνει στην Γκεστάπο;» «Δεν ξέρω. Ορκίζομαι». Αυτήν τη φορά ο ΣμιVΤ έσφιξε τόσο γερά τα σαγόνια του, που στάθη κε αδύνατον να του χώσουν το σίδερο. Τότε ο Βιρτ έπιασε ένα σφυρί και ακού μπησε ένα τεράστιο καρφί πάνω στο χέρι του δεμένου άvτρα. Κατέβασε το σφυρί. Ο Kόνραvτ ούρλιαξε - όχι για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα. Ο Τσουπίτσα έκανε μια επίδειξη των αvτανακλαστΙKών του. Με το που άνοιξαν τα σαγόνια του γκεστα π (τη, το σίδερο χώθη κε και πάλι ανάμεσά τους. «Θα μιλήσεις, ή θέλεις να χάσεις κι άλλα δόVΤια;» ρώτησε ο Άν βαλVΤ. «Θα μιλήσεις;» Ο κρατούμενος ένευσε καταφατικά. Το σίδερο τραβήχτη κε. « Κεμάλ Έρκιν. Η ρθε στην Γκεστάπο για εκπαίδευση. Το αφεVΤΙ κό τον έχει σε μεγάλη εκτίμηση. Δεν ξέρω τίποτ' άλλο». [211]
«Π ού μένει;» « Δεν ξέρω». Ο Μοκ ήταν σίγουρος ότι ο Κόνραντ τούς είχε πει τα πάντα - κι ακόμα περισσότερα, δυστυχώς. Γιατί μ ' εκείνη τη μισοτελειωμένη φράση του, «Αφού εσείς τα -», είχε αγγίξει τη σκοτεινή μυστική συμφωνία του Μοκ με τον Π ιόντεκ. Ξώφαλτσα ευτυχώς. Ο Μοκ δεν μπόρεσε να καταλάβει αν κάποιος από τους παρόντες είχε μαντέ ψει το υπόλοιπο της φράσης. Κοίταξε τον κουρασμένο αλλά φανε ρά συγκινημένο Άνβαλντ και τον Σμόλορτς, ή ρεμο, όπως συνήθως.
(Όχι, δεν πρέπει να κατάλαβαν τίποτα.) Ο Βιρτ και ο Τσουπίτσα κοίτα ζαν τον Μοκ όλο προσδοκία. « Δεν πρόκειται να βγάλουμε τίποτ' άλλο από αυτόν, κύριοι». Ο Μοκ πήγε κοντά στον Κόνραντ και τον φί μωσε ξανά. « Βιρτ, φρόντι σε να μην μείνει ούτε ίχνος απ ' αυτό τον άνθρωπο, κατάλαβες; Επι πλέον σας συμβουλεύω να φύγετε από τη Γερμανία. Σας είδαν όλοι στην ταβέρνα να χτυπάτε τον Σμιντ. Αν είχατε φερθεί σαν σωστοί επαγγελματίες και τον περιμένατε απέξω, θα μπορούσατε να συνε χίσετε τη δουλειά σας απόλυτα ασφαλείς. Αλλά το παρατραβήξατε. Ήταν ανάγκη να τον πλακώσετε μέσα στην ταβέρνα; Δεν το 'ξερα ότι μπορείτε να γίνετε τόσο βίαιοι αν σας δώσει κάποιος λίγη βότ κα. Κρίμα. Αύ ριο που ο Κόνραντ δεν θα εμφανιστεί στη δουλειά του ... το πολύ μεθαύριο, όλη η Γκεστάπο του Μπρέσλαου θα ψά χνει τις πολύ ιδιαίτερες φάτσες σας. Μέσα σε τρεις μέρες θα σας αναζητούν σ' ολόκληρη τη Γερμανία. Σας συμβουλεύω να φύγετε από τη χώρα. Π ηγαίνετε κάπου πολύ μακριά ... Θεωρώ ότι έχετε ξε πλη ρώσει το χρέος σας».
ί212]
χ
Μπρέσλαου, Δευτέρα 16 l ουλίου 1934 Εννιά το πρωί Τ ο mώμα τ ο υ Κόνραντ Σμιντ βρισκόταν ήδη δέκα ώρες στ ο βυθό του ποταμού Όντερ όταν ο Μοκ και ο Άνβαλντ όναψαν τα εξαιρετι κό πούρα μόρκας Bairam από του Π ρεντέτσκι και ήπιαν την πρώτη γουλιό από τον βαρύ αραβικό καφέ. Ο Λέο Χόρτνερ δεν έκρυβε την ικανοποίησή του. Ήταν σίγουρος πως θα ξόφνιαζε και θα προ καλούσε το ενδιαφέρον των δύο ακροατών του. Κόβοντας βόλτες στο γραφείο, σχεδίαζε στο μυαλό πώς θα παρουσίαζε την αναφο ρό του, ταξινομώντας τα κρίσιμα ση μεία και συνθέτοντας μια εύ στοχη ανακεφαλαίωση. Αφού κατόλαβε, από τη σιγή που επικρα τούσε, ότι οι επισκέmες του ανυπομονούσαν, όρχισε την αφήγηση με μια δήθεν όσχετη αναδρομή. « Κύριοι, στη μελέτη του Ιστο ρία της περσικής λογοτεχνίας ο Βίλχελμ Γκρ ινχόγκεν αναφέρει ένα χα μένο ιστο ρικό έργο του 1 20υ αιώνα το οποίο περιέγραφε τις Σταυροφορίες. Το έργο αυ τό, με τον τίτλο Ο πόλεμος του στρατού του Αλλάχ ενάντια στους
άπιστους, υποτίθεται πως το έγραψε ένας μορφω μένος Π έρσης, ο Ιμπν Σαχίμ. Και τι μ ' αυτό; θα πείτε. Αφού χόθη καν πολλό έργα ... βρέθη κε όλλο ένα παλιό χειρόγραφο ... Και λο ιπόν; Αυτή η περι φρονητική στόση ωστόσο θα ήταν αβόσι μ η . Αν η εργασία του Ιμπν Σαχίμ είχε σωθεί μέχρι την εποχή μας, θα είχαμε μία ακόμα πηγή για τη συναρπαστι κή ιστορία των Σταυροφορ ιών, πηγή ιδιαίτερα ενδ ιαφέρουσα επειδ ή γρόφτ η κε από έναν όνθ ρωπο [213]
που βρισκόταν από την άλλη μεριά του οδοφ ράγματος - από ένα μουσουλμάνο». Ο Μοκ και ο Άνβαλντ ανταποκρίνονταν στις ελπίδες του καθη γητή. Αυτή η επική αναδρομή δεν ενόχλησε κανέναν από τους δύο μη απόφοιτους κλασικής φιλολογίας. Ο ΚάΡΤVερ ήταν ενθουσια σμένος. ·Εβαλε το λεπτό του χέρι πάνω στο σωρό των χαρτιών. «Αγαπητοί κύριοι, το όνειρο πολλών ιστορικών και επιστη μό νων των ανατολι κών σπουδών έχει εκπλη ρ ωθεί. Έχω μπροστά μου το χα μένο έργο του Ι μπν Σαχίμ. Π ο ιος το ανακάλυ ψε; Ν α ι, ναι, ο Γκέοργκ Μάας. Αλήθεια, δεν γνω ρίζω από πού έμαθε ότι το χειρόγραφο β ρ ίσκετα ι στην Π ανεπιστ η μιακή Β ιβλ ιοθ ή κη του Μπρέσλαου, αν ανακάλυψε μόνος του κάποια ένδειξη ή κάποιος του την έδωσε. Κα ι δεν είναι εύ κολο να βρεθεί ένα χειρόγραφο το οποίο, όπως αυτό εδώ, έχει δεθεί μαζί με δύο άλλα μικρότερα. Συνοψίζοντας, αυτή η ανακάλυψη θα φέρει στον Μάας παγκόσμια δόξα ... Ακόμα περισσότερο επειδή επιμελείται το αριστού ργη μα και ταυτόχρονα το μεταφράζει στα γερμανικά. Και πρέπει να παρα δεχτώ ότι το μεταφράζει πιστά και πολύ ωραία. Τα φωτογραφημέ να αντίγραφα που μου δώσατε είναι η λέξη προς λέξη μετάφραση ενός αποσπάσματος του χρονικού αυτού. Το απόσπασμα μιλάει για ένα μακάβριο έγκλη μα που διέπραξαν το 1 205 δύο άνθρωποι, ένας Τού ρκος και ένας σταυροφόρος, στα παιδιά του Αλ Σάουσι, αρχηγού της αίρεσης των γεζιτών. -σσοι γνωρίζουν την ιστορία των Σταυροφοριών θα μείνουν έκπλη κτοι, γιατί το 1 205, κατά την Τέ ταρτη Σταυροφορία, οι σταυροφόροι δεν πήγαν πιο πέρα από την Κωνσταντινούπολη ! Αλλά δεν μπορού με να αποκλείσουμε εξορ μήσεις στις απομακρυσμένες περιοχές της Ανατολίας ή της Μεσο ποταμίας - έστω μικρών ομάδων, που αναζητούσαν περιπέτειες [214]
και πλούτο και λήστευαν τα πάvτα, μερικές φορές μαζί με μου σουλμάνους. Οι γεζίτες γίνovταν συχνά στόχος επlθέσεων ... » Ο ΆνβαλVΤ ήταν όλο αuτlά. Ο Μοκ κοίταξε το ρολόι του και άνοιξε το στόμα του για να παρακαλέσει ευγεvlKά τον XάΡΤVερ να περάσει στην ουσία του θέματος. Εκείνος όμως το ερμήνευσε λανθασμένα: « Ναι, ναl, αξιότιμε κύριε, θα σας εξηγήσω αμέσως ποιοι ήταν οι γεζίτες. Α υτή η μυστική μάλλο ν αίρεση, που εμφαν ίστη κε τον 1 20 αιώνα και υπάρχει μέχρι σή μερα, γενικά θεωρε ίται σατανιστlκή. Π ρόκειται για μεγάλη απλοποίηση. Οι γεζίτες λατρεύουν πράγματι τον Σατανά, αλλά τον ήδη μετανlωμένο για τις αμαρτ ίες του Σατα νά. Παρ' όλη τη μετάνοιά του όμως συνεχίζεl να είναl παVΤOδύνα μος. Αυτόν το θεό του κακού τον ονομάζουν Μάλεκ Τάους, τον παρουσιάζουν με μορφή παγονιού και πιστεύουν πως κυβερνά τον κόσμο με τη βοήθεια έξι ή εφτά αγγέλων που έχουν επίσης τη μορφή σlδερένlων ή μπρoύvτζlνων παγονιών. ΣυνOψ ίζOVΤας, η θρησκεία των γεζιτών είναl ένα σύ μφυρμα του ισλαμισμού, του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού και του ζωροαστρισμού, δηλαδή όλων των θρησκειών των οποίων εκπρόσωποι πέρασαν από τα βουνά της Μ εσοποταμ ίας, δυτικά της Μ οσούλης, αφήνοντας θ ραύσματα των δογμάτων τους. Στην καθημερινή ζωή τους οι γε ζlτες είναl ήσυχοι, τίμιοι και απλοί -κάτι το οποίο τον ίζει ιδιαίτερα ο άγγλος περιηγητής και αρχαιολόγος του 1 90υ αιώνα Χένρ l Λα γlάρVΤ-, ένας λαός που επί αιώνες διώκεται από τους πάvτες σταυροφόρους, Άραβες, Τούρκους και Κούρδους. Οπότε μην σας εκπλήσσει που εναvτίoν των γεζιτών συμμάχησαν ακόμα και αυτο ί που πολεμούσαν μεταξύ τους, για παράδειγμα οι σταυροφόροι και οι Σαρακηνοί. Για όλους τους διώκτες τους, η λατρεία του θεού του κακού ήταν το πάτη μα που δικαιολόγησε τις πιο φριχτές σφαγές. [215]
Οι αποδεκατισμένοι γεζίτες άρχισαν να παίρνουν εκδlκηση από τους εχθρούς τους με τον ίδιο τρόπο, μεταφέροντας την εντολή της τιμωρίας από γενιά σε γενιά. Ζουν μέχρι σή μερα κοντά στα σύ νορα της Τουρκ ί ας και της Περσ ίας, και διατηρούν αμετάβλητα τα έθιμα και την παράξενη πίστη τους -» «Δόκτορα Χάρτνερ» δεν άντεξε ο ανυπόμονος Μοκ «είναι πολύ ενδιαφέροντα όλ' αυτά, αλλά σας παρακαλώ να μας πείτε αν η συ ναρπαστική αυτή ιστορία, εκτός του ότι ο Μάας την ξέθαψε και την έφερε στο φως της μέρας, έχει κάποια μεγαλύτερη σχέση με την υπόθεσή μας». « Ναι ·Εχει μεγάλη σχέση» απάντησε ο Χάρτνερ, που λάτρευε τις εκπλήξεις. «Ας ολο κλη ρώσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου κύριοι: Δεν ήταν ο Μάας αυτός που ξέθαψε το χρονικό, αλλά ο άνθρωπος που δολοφόνησε τη Μαριέτα φον ντερ Μάλτεν ... » Το απολάμβανε κοι τάζοντας τα γεμάτα απορ ί α πρόσωπα των ακροατών του. «Με όλη την ευθύνη, θεωρώ ότι η επιγραφή στον τοίχο του βαγονιού στο οπο ί ο βρέθη κε η άτυχη κοπέλα προέρχεται ακριβώς απ ' αυτό το περσικό χρονικό. Η μετάφραση λέει: "Και οι σκορπιοί χόρευαν στα σπλάχνα τους". Η ρεμήστε, σε λίγο θα προσπαθ ήσω να απαντήσω σε όλες σας τις ερωτήσεις ... Τώρα θα σας αποκαλύψω ακόμα μία ση μαντική πλη ροφορία: Μια ανώνυμη πηγή του τέλους του 1 30υ αιώνα, η οποία καταγράφηκε από κάποιο φράγκο χρονικογράφο, αναφέρει ότι τα ανήλικα παιδιά του αρχηγού των γεζιτών Αλ Σάου σι δολοφονήθη καν από κάποιο "γερμανό ιππότη". Στην Τέταρτη Σταυ ροφορία συμμετείχαν μόνο δύο συ μπατριώτες μας. Ο ένας σκοτώθη κε στην Κωνσταντινούπολη . Ο δεύτερος ονομαζόταν Γκόντφριντ φον ντερ Μάλτεν. Ναι, αγαπητο ί κύριοι, ήταν ο πρόγο νος του βαρόνου μας». 1216]
Ο Μοκ στραβο κατόπιε τη γουλιό του καφέ του, παραλίγο να πνιγεΙ στο ανοιχτόχρωμο κοστού μι του έπεσαν μαύρες σταγό νες. Ο Άνβαλντ ανατρ ίχιασε και ένιωσε τη δρόση της ορμόνης εκε ίνης η οπο ία στους ανθρώπους είναι υπεύθυνη για το ανασή κωμα κόθε τρίχας σε όλο τους το σώμα. Κόπνιζαν και οι δύο σιω πηλο ί . Ο Χόρτνερ, παρατηρώντας την εντύπωση που έκανε στους ακροατές του, δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρό του - η οπο ία μ ' έναν παρόξενο τρόπο ερχόταν σε μεγόλη αντίθεση με τις σκοτει ν ές ιστορίες των γεζιτών και των σταυροφόρων. Ο Μοκ διέκοψε τη σιωπή . « Κύριε διευθυντή, δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω για την τόσο βαθιό ανόλυσή σας. Και εγώ και ο βοηθός μου είμαστε απερ ί vpama αναστατωμένοι, καθώς όλη αυτή η ιστορία ρίχνει ένα νέο φως στο α ίνιγμα που μας απασχολεί. Επιτρέψτε μας όμως να σας κόνουμε κόποιες ερωτήσεις. Θα πρέπει να σας αποκαλύψουμε με ρικό μυστικό της έρευνός μας, τα οποία ελπίζω να κρατήσετε μόνο για τον εαυτό σας». «Εννοείται. Σας ακούω». «Από την ανόλυσή σας βγαίνει το συμπέρασμα πως η δολοφο νία της Μαριέτα φον ντερ Μ όλτεν ήταν μια εκδ ίκηση έπειτα από αιώνες. Το επιβεβαιώνει η ματωμένη επιγραφή στο βαγόνι, η οποία προέρχεται από ένα όγνωστο σε όλους κείμενο, το οποίο καθολικό θ εωρούνταν χαμ ένο. Π ρώτη ερώτηση : Θα μπορούσε ο καθηγητής Αντρέα, γνώστης των ανατολικών γραφών και γλωσσών, για κό ποιους λόγους να μην καταλόβει το απόσπασμα; Γιατί, αν αποκλε ί σετε μια τέτοια πιθανότητα, τότε ε ίναι ολοφόνερο πως μας παρα πλόνησε συνειδητό». «Αγαπητέ κύριε, ο Αντρέα δεν κατόλαβε την επιγραφή - πρόγ[217]
μα λογ ι κό: Είνα ι κυρ ίως τουρκολόγος και, απ' όσο ξέρω, δεν γνωρί ζε ι καμιά άλλη ανατολ ι κή γλώσσα εκτός της τουρκ ι κής, της αραβ ι κής, της εβραϊκής, της συριακής και της κοπτ ι κής. Το χρον ικό του Ιμπν Σαχίμ είναι γραμμένο στην περσική. Ο ι γεζίτες μιλούσαν περ σ ι κά, σή μερα χρησιμοποιούν την κουρδική γλώσσα. Δοκ ιμ άστε αν θέλετε να δώσετε σε έναν ε ι δ ι κό, στον μεγαλύτερο γνώστη της εβραϊκής γλώσσας, ένα κείμενο στα γ ίντις αλλά γραμμένο με το εβραϊκό αλφάβ ητο. Σας το εγγυώμα ι , δεν θα τα καταφέρεΙ. Ο Αντρέα γνωρίζε ι την αραβική γραφή επε ι δή τα τουρκ ι κά κείμενα μέχρ ι πρόσφατα γράφονταν μόνο στα αραβικά. Αλλά δεν γνωρίζε ι την περσική - και το ξέρω στα σίγουρα επειδή ήταν φο ιτητής του. Είδε λο ιπόν ένα κείμενο γραμμένο με το αραβικό αλφάβητο, αλλά δεν κατάλαβε σχεδόν τίποτα από το περιεχόμενό του. Κα ι επειδή προσπαθεί πάση θυσία να σώσει το επιστη μονικό του κύρος, επ ι νόησε μια μετάφραση δήθεν από την παλα ιοσυριακή. Την έβγαλε από το μυαλό του - και όχ ι για πρώτη φορά. ·Εχει βγάλε ι από το μυαλό του αρκετές κοπτικές επιγραφές, στις οποίες κα ι βάσ ισε το μεταδιδακτορικό του ... » Αυτήν τη φορά το λόγο τον πήρε ο Άνβαλντ: «Αν ο Μάας ανακάλυψε το χρονικό από το οποίο προέρχετα ι το απόσπασμα που βρέθη κε στον τοίχο του βαγονιού, τότε αυτός εί ναι ο δολοφόνος. Εκτός αν κάπο ιος άλλος, που ε ίχε νωρίτερα σχέ ση με το κείμενο, φόρτωσε τη δολοφονία στον Μάας. Κύριε δ ιευ θυντή, μήπως κάπο ιος πριν από τον Μάας ασχολήθη κε με οποιο δήποτε από τα τρία δεμένα μαζί χειρόγραφα;». «·Ελεγξα προσωπ ι κά στο αναγνωστή ριο τον κατάλογο όσων έχουν δανε ι στεί κάπο ι ο β ι βλίο τα τελευταία είκοσι χρόν ια και η απάντησή μου είνα ι όχ ι : Μετά το 1 9 1 3 -τη χρονιά που αρχίζει ο [218]
κατάλογος- κανένας εκτός από τον Μάας δεν χρησιμοπο ί ησε κά ποιο από τα τρία δεμένα μαζί χειρόγραφα». «Αγαπητέ Χέρμπερτ» ακούστη κε η φωνή του Μοκ «ο Μάας έχει ισχυρό άλλοθι: Στις 1 2 Μ αί ου 1 933 έκανε δύο ανακοινώσεις στο Κένιγκσμπεργκ, κάτι που επιβε βαιώνουν έξι φο ιτητές του. Π αρ ' όλα αυτά σίγουρα έχει κάποια σχέση με τους δολοφόνους, γιατί μας εξαπάτησε και μας μετέφρασε τελείως διαφορετικά το κείμενο από το βαγόνι Επιπλ έον, πώς ήξερε ότι το χειρόγραφο βρίσκεται εδώ; Μ ήπως βρή κε κάποια ένδειξη για το περσικό χρονικό εξετά ζοντας τη "νεκρολογία" της Μαριέτα; Αλλά, με συγχωρε ίτε, οι ερω τήσεις αυτές είναι για τον Μάας. Κύριε διευθυντή» -στράφηκε πάλι στον Χάρτνερ- «ε ίναι δυνατόν να έχει διαβάσει κανείς το χειρό γραφο χωρ ίς να φαίνεται το όνομά του στον κατάλογο;». « Κανένας βιβλιοθη κονόμος δεν θα δάνειζε χειρόγραφο χωρ ίς να το καταγράψει στον κατάλογο, και επιπλέον μόνο σε επιστή μο νες με τις κατάλληλες συστάσεις επιτρέπεται η χρήση του αναγνω στη ρίου των χειρογράφων». « Και αν ο βιβλιοθη κονόμος ήταν συνεννοη μένος με τον αναγνώστη να παραλε ίψει τη σχετική καταγραφή;» «Κάτι τέτοιο δεν μπορώ να το αποκλε ίσω». «Έχετε προσλάβει κανέναν mυχιούχο ανατολικών σπουδών;» «Αυτήν τη στιγμή όχι Π ρ ιν από δύο χρόνια όμως είχαμε ένα βιβλιοθη κονόμο γνώστη των αραβικών γλωσσών. Μετακόμισε στο Μάρμπουργκ, όπου πήρε έδρα στο πανεπιστήμιο». «Όνομα;» «Ότο Σπεχτ». «Με τρώει μια ερώτηση» είπε σιγανά ο Άνβαλντ, σημειώνοντας το όνομα. « Γιατί η δολοφονία της Μαριέτα φον ντερ Μάλτεν ήταν [219]
τόσο διαβολική; Μήπως επειδή με παρόμοιο τρόπο δολοφόνησαν τα παιδιά του αρχιγεζ ίτη, για να το θέσω έτσι; Τα μέσα που θα χρη σιμοποιούνταν για την εκδ ίκηση έπρεπε να αντιστοιχούν ακριβώς στο έγκλη μα που διαπράχθηκε πριν από αιώνες; Τι γράφει γι ' αυτό το θέμα το χρονικό;» Τουρτου ρίζοντας από το κρύο, ο Xάρτvερ ετοίμασε και άλλο φλιτζάνι ζεστό καφέ. «Πολύ καλή ερώτηση. Ας δώσουμε το λόγο στο περσικό χρονι κό».
[220]
χι
Μεσοποτα μ ία, Βουνά Τζα μ πάλ, απόσταση τρε ι ς μέρες με άλογο δυτικά της Μοσούλης 2 του μπνα Σαφάρ του 60 10u έτους Εγ ίρας
Μιλάει ο Ιμπv Σαχίμ, γιος του Χουσεί ν, ε{ θε ο Αλλάχ να τον ελ εήσει. Το κεφάλαιο αυτό περιέχει πληροφορίες για τη δ{καιη εκδίκηση που πήρε ο στρατιώτης του Αλλάχ από τα παιδιά του σατανικού πιρ, * είθε το όνομά του να ε{ναι καταραμένο εις τους αιώνας... Ο απογευ ματινός ήλιος κατέβαινε όλο και πιο χαμηλό στον γαλά ζιο ουράνιο θόλο. Το περίγραμμα των βουνών γινόταν όλο και πιο σκ λη ρό, κι η ατμόσφαιρα καθαρότερη. Πάνω από τον απότομο γκρεμό, προχωρούσε σιγά η πομπή από ιππείς. Στην πρώτη γραμ μή ήταν ο ι δύο αρχηγοί - ο σταυροφόρος και ο τούρκος πολεμι στής. Οταν έφτασαν στο τέλος του γκρεμού, πίσω από τον οποίο απλωνόταν μια ομαλή βουνοπλαγιά, σταμάτησαν τα άλογά τους και με φανερή ικανοποίηση άραξαν στη σκιά των πέτρινων μαιάν δρων από βράχους, που θύ μιζαν πύργους καθεδρικών. Οι σαρά ντα περίπου ιππείς, μισοί μουσουλμάνοι και μισοί χριστιανοί, έκα ναν το ίδιο. Ο σταυροφόρος έβγαλε με ανακούφιση το κράνος του. Το πίσω μέρος του είχε αφήσει ένα κόκκινο, πρησμένο σημάδι στο υγρό του σβέρκο. Ο ιδρώτας έσταζε στο μανδύα του, που ήταν στολισμένος με σταυρούς των ιπποτών της Μ άλτας. Το άλογό του,
*
Ο ι δ ρυτή ς σούφι κης αδελφότητας. ο «οδηγός», ο «δό σκαλος». (Σ.τ.Ε.)
[221]
με τα όμορφα χαλινάρια του, ανέπνευσε ελεύθερα - άσπρο ι αφρο ί έτρεχαν από το στόμα του. Η κούραση δεν φα ινόταν να ενοχλεί κα ι τόσο τον τούρκο ιππ ό τη, ο οποίος κο ίταζε με ενδ ιαφέρον το τόξο του σταυροφόρου. Φορούσε, όπως κα ι οι στρατ ι ώτες του, κράνος τυλ ιγμένο με λευκό ύφασμα, θώρακα, λευκό μέχρ ι λίγο κάτω από το γόνατο παντελόν ι και ψ ηλές μαύρες μπότες. Η εξάρτυση του Τούρκου κα ι των αντρών του αποτελούνταν από τόξα από κέρατα, από φαρέτρες με βέλη με τρία φτερά στ ι ς άκρες κα ι από αραβ ικ ά σπαθιά, τα λεγόμενα σαΤ φ. Ο αρχηγός κρατούσε επιπλέον έναν σ ι δερέν ι ο πέλεκυ με αση μένια αραβουργή ματα. Έπε ιτα από λίγο ο χριστιανός ιππότης σταμάτησε να σκουπίζει τον ι δρώτα του, και ο Σαρακηνός έχασε το ενδ ιαφέρον του για το τόξο. Άρχ ισαν και ο ι δύο να παρακολουθούν προσεχτ ι κά την κο ι λάδα που απλωνόταν πέρα από τη βραχώδη πλαγ ι ά. Ανάμεσα από τους πράσινους φοίνικες ξεπρόβαλλε ένας χαμηλός αλλά ευρύχω ρος ναός. Στους τοίχους του υπή ρχαν μικρές κόγχες όπου έκαιγαν λυχνάρ ι α, γεμίζοντας τα πάντα γύρω καπνό. Κάθε τόσο κάπο ιος πλησίαζε τα λυχνάρ ια, περνούσε το δεξί του χέρ ι πάνω από τη φλό γα, και ύστερα με το γεμάτο καπν ιά χέρ ι άγγ ι ζε το δεξί του φρύδι. Κα ι οι δύο αρχηγοί λίγη προσοχή έδωσαν στην παράξενη αυτή συ μπεριφορά' περ ι σσότερο τους ενδ ι έφερε ο αριθμός των ανθρώ πων στην κοιλάδα. Μέτρησαν με μεγάλη δυσκολία, ο καθένας χω ρ ι στά, κι έφτασαν περ ί που στο ίδ ιο συμπέρασμα: Κοντά στο ναό και στα γύρω σπίτια κινούνταν κάπου δ ι ακόσ ι α άτομα κα ι των δύο φύλων και όλων των ηλ ικι ών. Την προσοχή τους τράβηξαν ι δ ι αίτε ρα οι άντρες, ντυμένο ι με κολλητά πουκάμ ι σα και μαύρα τουρμπά ν ι α - αυτοί φρόντ ι ζαν να μην σβηστεί ούτε ένα λυχνάρι. Όταν κά[222]
ποιο κόντευε να καεί. βουτούσαν αμέσως στο λάδι καινούργια φι τίλια, και η φλόγα, τσιτσιρίζοντας, άναβε απ' την αρχή . Έπεσε η νύχτα. Στο φως των λυχναριών άρχισαν οι ιεροτελε στίες - άγρια, βίαια χοροπηδή ματα. Πάνω από την κοιλάδα υψώ θη κε ένα τραγούδι γεμάτο πάθος. Λαρυγγικές κραυγές ξέσκιζαν την ατμόσφαιρα. Ο σταυροφόρος ήταν σίγουρος πως γινόταν μάρ τυρας των οργίων της βασίλισσας της Βα βυλώνας Σεμ ίραμης, ο Τού ρκος άρχισε να νιώθει μια οδυνη ρ ή έξα ψ η . Κοιτάχτη καν και έδωσαν διαταγές στους στρατιώτες τους. Αργά και προσεχτικά, κα τέβη καν την ομαλή πλαγιά του βουνού. Ο ήχος από τα τύμπανα, τα φλάουτα και τα ταμπουρίνα ξέσκιζε την κοιλάδα. Οι γυναίκες ήταν σε έκσταση. Οι άντρες, σαν υπνωτισμένοι, γύριζαν γύρω από τον lδιο τους τον άξονα. Οι ιερείς θυσlαζαν πρόβατα, και με το κρέας τους τάιζαν τους φτωχούς. Ό σοι περίμεναν τη σειρά τους έτρωγαν περασμένα σε σπάγγους ξερά σύκα. Α κούστη κε θόρυ βος από πέταλα αλόγων, και οι πιστοί, τρο μαγμένοι, έστρεψαν τα πρόσωπά τους από την άγια φωτιά. Η σφα γή άρχισε. Τα σιδερόφρακτα, γεμάτα σταυρούς άλογα ποδοπα τούσαν τα ζωντανά φράγματα και πηδούσαν αποπάνω τους. Ανο ί γοντας με το σπαθ ί του στα δύο τ' ανθρώπινα κορμιά, ο σταυρο φόρος μεθούσε με το γλυκό συναίσθη μα της δικαιοσύνης: Από το πιστό όργανο της δόξας του Θεού, χάνονταν οι λάτρεις του Σατα νά. Ο Τούρκος εκτόξευε τα βέλη του στους καπνούς από τις φω τιές και τα λυχνάρια. Το αlμα χυνόταν στα φανταχτερά χιτώνια και τα χρωματιστά τουρμπάνια. Μερικο l από τους αμυνόμενο υς έ βγαλαν από τις ζώνες τους τα καμπυλωτά τους σπαθιά κα ι προ σπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους μανιασμένους επιδρομείς. Το σφύ ριγμα των χορδών των τόξων ακουγόταν σαν μια παράξενη [223]
μουσική . Τα βέλη διαπερνούσαν τα μαλακά σώ ματα, έσπαγαν τα κόκαλα, ξέσκιζαν τις τεντωμένες ίνες των μυών. Σε λίγο το πάθος των επιδρομέων στράφηκε ενάντια στις γυναίκες που είχαν επι βιώσει. Μέσα στα ατσάλινα χέρια χλώμιαζαν τα μελαχρινά πρόσω πα, πάγωναν τα όμορφα, συμμετρικά χαρακτηρ ιστικά· από το τράβηγμα των βίαιων κινήσεων λύνονταν οι όμορφα χτενισμένες πλεξούδες, μαρα ίνονταν τα άνθη που στόλιζαν τα μαλλιά, κου δούνιζαν στους κροτάφους τα χρυσά και αργυρά νομίσματα, χτύ παγαν τα επεξεργασμένα πετράδια που κάλυmαν τα μέτωπα, ρά γιζαν οι γυάλινες μικρές χάντρες. Μερικές γυναίκες κρύβονταν στα κοιλώματα των βράχων. Οι σταυροφόροι και οι Σαρακηνοί τις τραβούσαν και τις βιάζανε με τρελό πάθος. Ο σοι ακόμη δεν πρό λα βαν να δοκιμάσουν αυτή την ανταμοιβή αποτέλειωναν τους ελάχιστους επιζώντες άντρες. Οι αιχμάλωτες δέχονταν ταπεινά τη μοίρα τους. Ήξεραν πως θα τις τραβούσαν στο σκλαβοπάζαρο. Στην κοιλάδα άρχισε να πέφτει σιγή - μόνο πού και πού τη διέκο mav βογκητά πόνου ή ευχαρίστησης. Και οι δύο αρχηγο ί στέκονταν τώρα στην αυλή του ναού, μπρο στά στην ε ί σοδο του σπιτιού του ανθρώπου που έψαχναν τόσο καιρό - του άγιου πιρ Αλ Σάουσι. Π έντε σύμβολα ήταν λαξεμένα στον το ίχο του σπιτιού - φίδι, πέλεκυς, χτένα, σκορπιός και μια μι κρή ανθρώπινη φιγούρα. Δίπλα υπή ρχε μια όμορφα χαραγμένη αραβική επιγραφή : «ΘΕΟΣ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ΕΚΤΟΣ ΕΚΕΙΝΟΥ, ΤΟΥ ΑΓΑ Π ΗΤΟΥ, ΤΟΥ Α Ι Ω Ν Ι ΟΥ. ΟΣΑ ΚΑΤΟ Ι ΚΟΥΝ ΣΤΟ Ν ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΗ Α Ν Η ΚΟΥΝ Σ' ΕΚΕΙΝΟΝ».
Ο Τούρκος κοίταξε το σταυροφόρο και είπε στα αραβικά: «Είναι στίχος από τη δεύτερη Σού ρα του Κορανίου». Ο σταυροφόρος το γνώριζε το απόσπασμα. Το είχε α κούσει [224]
από τα χείλη των σφαγμένων Σαρακηνών καθώς πέθαιναν, από τα χείλη των αιχμόλωτων γυναικών καθώς προσεύχονταν. Δεν ταρό χτηκε και δεν έδωσε ση μασία στη μεγαλοπρεπή επιγραφή που στόχος της ήταν να προφυλόσσει και να ευλογεί το σπίτι του Αλ Σόουσι, όπως και δεν είχε δώσει ση μασ ία ένα χρόνο νωρίτερα στον Θεό των Βυζαντινών, όταν, αναζητώντας λόφυρα, βεβήλωσε και μίανε τους ναούς της Κωνσταντινούπολης. Μπή καν μέσα στο σπίτι Δύο τούρκοι στρατιώτες στόθη καν μπροστό στην πόρτα για να μην ξεφύγει κανένας, ενώ οι υπόλοιποι όρχισαν να ψόχνουν τον όγιο γέροντα. Αντί γι ' αυτόν έφεραν δυο τυλιγμένα χαλιό, τα οποία κουνιούνταν σπασμωδικό. Τα ξετύλιξαν, και μπροστό στα πόδια των αρχηγών βρέθη κε ένα τρομαγμένο κο ρίτσι κόπου δεκατριών χρονών και ένα λίγο μεγαλύτερο αγόρι - τα παιδιό του πιρ, ο οποίος δραπέτευσε στην έρημο. Ο αρχηγός των σταυροφόρων όρμησε χωρίς να πει λέξη στο κορίτσι και το ξόπλω σε στο π έτρινο πότωμα' έπειτα από λίγα λεmό απέκτησε όλλο ένα πολεμικό λόφυρο. Ο αδερφός του κοριτσιού κότι είπε για τον πατέ ρα του και για εκδίκηση. Στο φως ενός λυχναριού ο βιαστής είδε μερικούς σκορπιούς που βγή καν από ένα σπασμένο πήλινο δο χείο. Δεν τους φοβήθη κε' κόθε όλλο, η παρουσία των επικίνδυνων αυτών πλασμότων φούντωσε ακόμα περισσότερο την οργή του. Ολόγυρα φώναζαν οι ερεθισμένοι όντρες του, μύριζε το λόδι, χό ρευαν οι σκιές στους το ίχους. Ο χορτότος σταυροφόρος πήρε την απόφασή του: Τα παιδιό του ανώτατου ιερέα της σατανικής αίρε σης έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικό. Διέταξε να γυμνώ σουν την κοιλιό του αγοριού και του κοριτσιού. Σή κωσε το σπαθί του, τον πιστό του σύντροφο στη μόχη ad maiorem Dei gloriam, και έδωσε ένα σταθερό αλλό όχι πολύ δυνατό χτύπημα. Η λεπίδα [225]
διέγραψε ένα ημικύ κλιο και έσκισε με τη μύτη της τη βελούδινη κοιλιά του κοριτσιού και του αγοριού, καλυμμένη με το πρώτο νεα νικό τρ ίχωμα. Ξέσκισε το δέρμα, αποκαλύmοντας τα σπλάχνα. Ο σταυροφόρος έβγαλε το κράνος του και, πολύ επιδέξια, με τη βοή θεια του στιλέτου του, έριξε μέσα τους μικρούς σκορπιούς. Έπειτα έσκυψε σαν σε ιεροτελεστία πάνω από τα θύματά του. Οι εκνευρι σμένοι σκορπιοί βρέθη καν μέσα στα ζεστά έντερα. Άρχισαν να τσι μπούν στα τυφλά με το μυτερό κεντρί της κοιλιάς τους και να γλι στρούν στο α ίμα. Τα θύματα έζησαν αρκετή ώρα ακόμα, κοιτάζο ντας με φλογισμένα μάτια το δήμιό τους.
[226]
ΧΙΙ
Μπ ρέσλαου, Δεύτερα 1 6 l ουλίου 1934 Τ έσσερ ι ς το από γ ευμα Η ζέστη ανέβηκε τις απογευματινές ώρες, αλλά, κατά έναν περίερ γο τρόπο, ούτε ο Μοκ ούτε ο Άνβαλντ την ένιωσαν καθόλου. Τον δεύτερο παρ' όλ α αυτά τον ενοχλούσε ένας πόνος στο ούλο όπου πριν από μία ώρα ο οδοντίατρος του αφαίρεσε τη ρ ίζα. Και οι δύο κάθονταν στα γραφεία τους στο αρχηγείο της αστυνομ ίας και τους απασχολούσε η ίδια υπόθεση . Βρή καν το δολοφόνο - ήταν ο Κε μάλ Έρκιν. Και οι δύο επιβεβαlωσαν την πρώτη, προαισθητική υπο ψία στην οπο ί α έφτασαν από μια απλή σύνδεση - τατουάζ σε σχή μα σκορπιο ύ στην παλάμη του Τούρκου ... σκορπιός στην κοιλιά της βαρονέσας ... ο Τούρκος ήταν ο δολοφόνος. Μετά την ανάλυση του Χάρτνερ, το συμπέρασμα αυτό απέκτησε κάτι ακόμα, κάτι χω ρ ίς το οπο ίο κάθε έρευνα θα ήταν μια περιπλάνηση στο σκοτάδι ένα κίνητρο. Σκοτώνοντας τη Μαρlέτα φον ντερ Μάλτεν, ο Τούρ κος πήρε εκδίκηση για ένα έγκλη μα που διαπράχθη κε πριν από εφτά αιώνες, το 1 203, στα παιδιά του Αλ Σάουσl, του αρχηγού της α ί ρεσης των γεζιτών, από τον πρόγονο του βαρόνου, το σταυρο φόρο Γκόντφριντ φον ντερ Μάλτεν. Όπως είπε ο Χάρτνερ, η εντο λή για εκδίκηση περνούσε από γενιά σε γενιά. Ωστόσο ε ίχαν ανα κύψει μερικές αμφιβολίες: Γιατί τώρα, έπειτα από εφτακόσια χρό νια; Για να διαλυθούν οι αμφιβολίες, και για να γίνουν ακλόνητη βεβαιότ ητα οι υποψίες, χρειαζόταν απάντηση στο ερώτημα αν ο Έρκιν ήταν γεζίτης. Και για τον Έρκιν δεν γνώριζαν τίποτα περισσό1227]
τερο από το όνομα, την εθνικότητα και ό,τι τους είχε πει ο χοντρο Κόνραντ: «Ή ρθε στην Γκεστόπο για εκπαίδευση». Αυτό σήμαινε ότι ο Τούρκος έκανε κότι σαν την πρακτική του στην Γκεστόπο του Μπρέσλαου - ένα είδος μαθητείας. ·Ενα ήταν σίγουρο: Ο ύποmος έπρεπε να συλληφθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Και να ανακριθεί. Με τη χρήση όλων των δυνατών μέσων. Εδώ οι παρόλληλες σκέψεις των δύο αστυνομικών σκόντα φταν σε ένα φοβερό εμπόδιο: Η Γκεστόπο θα προφύλασσε τα μυ στικό της. Ήταν σίγουρο ότι ο Φόρστνερ, απελευθερωμένος από τη «μέγγενή» του μετό το θόνατο του βαρόνου Φον Κέπερλινγκ, δεν θα δεχόταν να συνεργαστεί με τον μισητό Μοκ. Οπότε ήταν πολύ δύσκολη η απόκτηση πλη ροφοριών για τον ·Ερκιν - για να μην μιλήσουμε για αποδεικτικό στοιχεία για τη σχέση του με μυ στικές οργανώσεις και αιρέσεις. Ο Μοκ ούτε καν χρειόστηκε να κου ρόσει τη μνή μη του για να ξέρει ότι ποτέ στο αρχηγείο της αστυνομίας δεν είχε συναντήσει κανέναν που να μο ιόζει με τον Έρκιν. Και δεν ήταν παρόξενο. Το παλιό Πολιτικό Τμήμα του αρχη γείου της αστυνο μίας, που στεγαζόταν στη δυτική mtpuya του κτιρίου της Σβόιvτvιτσερ ΣταVΤΓKρόμπεν 2/6, μετό την mώση του Π ιόντεκ και την κυριαρχία του Φόρστνερ, ήταν μια επικρότεια όπου δεν έφτανε το χέρι του Μοκ. Στο τμή μα αυτό είχαν διεισδύ σει οι χιτλερικοί από παλιό, και μετό το διόταγμα του Γκέρινγκ τον Φεβρουόριο το είχαν καταλόβει και επίση μα. Τώρα ήταν ένας ανε ξόρτητος, μυστικός οργανισμός, του οποίου οι πολλές υπη ρεσίες είχαν την έδρα τους σε νοικιασμένες επαύλεις στην όμορφη συ νοικία Κλόινμπουργκ, εντελώς απρόσιτες για οποιονδήποτε απέ ξω. Ο ·Ερκιν ίσως εργαζόταν σε κόποιαν απ ' αυτές τις επαύλεις, και σύχναζε μόνο στη Ν όιντορφ Στρόσε. Τα παλιό τα χρόνια ο Μο κ [228]
απλώς θα απευθυνόταν για πλη ροφορίες στον αρχηγό του συγκε κρι μένο υ τμή ματος στο αρχηγε ίο της αστυνο μίας. Τώ ρα δεν υπή ρχε περίπτωση να γ ίνει κάτι τέτο ιο. Ο εχθρικός αρχηγός της Γκεστάπο, ο Έριχ Κράους -δεξί χέρι του διαβόητου αρχηγού των Ες Ες Ούντο φον Βόιρς-, πιο εύ κολα θα παραδεχόταν ότι είχε εβραίους προγόνους παρά θα μετέφερε έστω και το παραμικρό κουτσομπολιό εκτός του τμή ματος. Η απόκτηση πλη ροφοριών για τον Έρκιν και στη συνέχεια η σύλλη ψ ή του ήταν το σημείο όπου τα -ίδ ια μέχρι τώρα- σχέδια του Μοκ και του Άνβαλντ διέφεραν. Η σκέψ η του διευθυντή πέτα γε στον αρχηγό της Ά μπ βερ του Μπρέσλαου Ράινερ φον Χάρ ντενμπουργκ· ενώ οι ελπίδες του Άνβαλντ εστίαζαν �o δόκτορα Γκέοργκ Μάας. Έχοντας στο μυαλό του μια πληροφορία που είχε μάθει εκείνο το πρωί, ότι μία από τις τηλεφωνήτριες ήταν ερωμένη του Ντίτμαρ Φεμπ, αναπληρωτή του Κράους, ο Μοκ βγή κε από το κτίριο της αστυνομίας και, μέσα από τη ΣβάΙVΤVιτσερ ΣταVΤΓKράμπεν, κατευ θύνθη κε προς τη μικρή πλατεία κοντά στο πολυ κατάστημα του Βέρτχαϊμ. Ασφυκτιώντας από τη ζέστη μέσα στον γυάλινο τηλεφω νικό θάλαμο, πήρε τον αριθμό του Φον Χάρντενμπουργκ. Εντωμεταξύ ο Άνβαλντ, τριγυρίζοντας μέσα στο κτίριο της αστυνομίας, προσπαθούσε μάταια να βρει τον αρχηγό του . Γεμά τος ανυπομονησία, αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλία. Άνοιξε την πόρτα στο δωμάτιο των βοηθών Δίωξης Εγκλή ματος. Ο Κουρτ Σμόλορτς κατάλαβε αμέσως και βγή κε στο διάδρομο. «Πάρτε έναν άντρα, Σμόλορτς, και πάμε να πιάσουμε τον Μάας. Ίσως πρέπει να τον καθίσουμε και αυτόν στην καρέκλα του οδο ντίατρου». ί229]
Ο Μοκ και ο Άνβαλντ αισθάνθη καν ταυτόχρονα ότι ο καύσωνας θα γινόταν τροπικός.
Μπρέσλαου, 16 l ουλίου 1934 Πέντε το από γ ευμα Στο διαμέρισμα του Μάας επικρατούσε απερ ίγραm η ακαταστα σία. Ο Άνβαλντ και ο Σμόλορτς, κουρασμένοι μετά τη γρήγορη έρευνά τουζ, κάθονταν στο μικρό σαλόνι και ανάσαιναν βαριά. Ο Σμόλορτς κάθε λίγο πήγαινε στο παράθυρο και έριχνε μια ματιά σε ένα μεθύστακα που, κολλη μένος στον το ίχο της πολυ κατοικίας, κοίταζε τριγύρω μ' ένα παράξενα νηφάλιο βλέμμα. Ο Μάας δεν ερ χόταν ακόμη. Ο Άνβ αλντ κάρφωσε το βλέμμα του σε μια σελίδα χαρτί, γραμ μένη στο χέρι. Ήταν κάτι σαν ένα ανολοκλή ρωτο προσχέδιο ανα φοράς, δυο ασυνάρτητες φράσεις. Στο πάνω μέρος έγραφε: « Η Άννα Σλόσαρτσικ, στ ο Ράβιτς. Μ ητέρα;» Και αποκάτω: «Έρευνα στο Ράβιτς. Στο γραφείο ντετέκτιβ ΙΙΆντολφ ΓιεντέρκοΙΙ πλη ρώθη καν εκατό μάρκα». Ο Άνβαλντ δεν έδινε πια ση μασία ούτε στ η ζέστη, ούτε στους ήχους του πιάνου από το απόπάνω διαμέρισμα, ούτε στο μουσκεμένο από ιδρώτα, λίγο στενό πουκάμισο που κολλούσε στο σώμα, ούτε καν στον πόνο που τον τσάκιζε μετά την εξαγωγή της ρίζας του δοντιού. Κάρφωσε το βλέμμα στο χαρτί και προσπα θούσε απεγνωσμένα να θυμηθεί πού είχε ακούσει πρόσφατα το όνομα Σλόσαρτσικ. Κοίταξε τον Σμόλορτζ, που ανακάτευε νευρικά μερικές κενές σελίδες που ήταν πεταμένες σ' ένα πιάτο για γλυκά, και ξαφνικά έβγαλε μια φωνή όπως ο Αρχιμήδης: [230]
«Εύρη κα!». Το όνομα αυτό είχε εμφανιστεί στο ντοσιέ του υπη ρετικού προ σωπικού του Φον ντερ Μόλτεν. Ανακουφίστη κε: Η Άννα Σλόσαρ τσικ δεν ήταν όγνωστη, σαν τον ·Ερκιν. Μουρμούρισε στον εαυτό του: «Θα τα μόθω όλα από το γραφείο "Άντολφ Γιεντέρκο"». «Ορίστε;» Ο Σμόλορτς στρόφη κε προς το μέρος του. «Τίποτα, απλώς σκεφτόμουν φωναχτό». Ο Σμόλορτς έσκυψε πόνω από τον ώμο του Άνβαλντ, διόβασε προσεχτικό το ση μείωμα του Μόας και γέλασε. «Γιατί γελότε;» «Αστείο όνομα ... Σλόσαρτσικ». « Πού βρίσκεται η πόλη ΡόβΙΤζ;» «Στην Πολωνία, πενήντα χιλιόμετρα από το Μπρέσλαου, αμέ σως μετό τα σύνορα». Ο Άνβαλντ έδεσε καλό τη χαλαρωμένη γραβότα του, έβαλε το καπέλο και κοίταξε με αηδία τα σκονισμένα παπούτσια του. « Εσείς, κύριε Σμόλορτς, και ο ψευτο-μεθύστακός σας θα περι μένετε εναλλόξ στο διαμέρισμα του Μόας μέχρι να έρθει Οταν εμ φανιστεί ο επιστή μονός μας, θα τον κρατήσετε και θα ειδοποιήσε τε τον Μοκ ή εμένα». Ο Άνβαλντ έκλεισε προσεχτικό την πόρτα πίσω του. ·Επειτα από λίγο επέστρεψε και κοίταξε τον Σμόλορτς με ενδιαφέρον: « Πείτε μου, γιατί το όνομα Σλόσαρτσικ σας έκανε να γελόσετε;» Ο Σμόλορτς χαμογέλασε αμήχανοζ. «Μου ή ρθε στο μυαλό η λέξη Schlosser, " κλειδαρός". Σκεφτείτε - μια γυναίκα με το επίθετο "Κλειδαρός" ... Χα χα ... Τι σόι κλειδαρός είναι αυτός χωρίς κλειδί... χα χα χα ... » [231]
Μπρέσλαου, 16 l ουλίου 1934
Έξι
το απόγευμα
Το πάρκο Τάιχεκερ πίσω από τον Κεντρικό Σταθμό τέτο ια ώρα έσφυζε από ζωή, καθώς εκεί αναζητούσαν λίγη δροσιά οι ταξιδιώ τες που άλλαζαν τρένο στο Μπρέσλαου και οι υπάλληλοι της διεύ θυνσης του σταθμού που έκαναν υπερωρίες πριν από τις ονειρεμέ νες διακοπές στο Τσόποτ ή στο Στράλσουντ. Κοντά στα nfpimfpa με τα παγωτά φώναζαν παιδιά, ενώ στα παγκάκια στρίμωχναν τα χοντρά οπίσθιά τους υπη ρέτριες, αναπαύονταν ασθενείς από το νοσοκομείο Μπετέσντα και κάπνιζαν πούρα πατεράδες, φρεσκα ρισμένοι έπειτα από ένα ντους στα λουτρά και χαλαρωμένοι από το διάβασμα εφημερίδων στο αναγνωστήριο της Τάιχεκερ Στράσε - παρατη ρώντας τις πόρνες που βόλταραν νωχελικά. Μπροστά στην εκκλησία του Σωτήρα ένας βετεράνος χωρ ί ς πόδια έπαιζε κλαρίνο. Βλέποντας τους δύο κομψά ντυμένους μεσήλικες, άρχισε να παίζει ένα κομμάτι από κάποια οπερέτα, ελπίζοντας σε μεγαλύ τερη ελεη μοσύν η . Τον προσπέρασαν αδιάφοροι Π ρόλαβε ν' ακούσει μόνο μια φράση: « Εντάξει, κύριε διευθυντή της Δίωξης Εγκλ ή ματος, θα ελέγξου με αυτό τον Έρκιν». Ο βετεράνος ίσιωσε την επιγραφή «Βερντέν - Θα πάρουμε εκ δίκηση» και σταμάτησε να παίζει Οι άντρες κάθισαν σ' ένα παγκάκι που άφησαν ελεύθερο δύο έφη βοι Κοίταξαν για λίγο τους νεαρούς που φορούσαν τη στολή των Ταγμάτων Εφόδου και κρατούσαν σκαπάνες να απομακρύνονται. Άρχισαν να μιλάνε. Ο ζητιάνος τέ ντωσε τ ' αυτιά του. Το φαλσέτο του αξιοπρεπούς ψ ηλού κυρίου ανακατευόταν με το χαμηλό μουρμουρητό του γεροδεμένου, πιο [232]
κοντού όντρα με το ανοιχτόχρωμο κοστούμι Η εξαιρετική ακοή του βετερόνου έπιασε εύκολα τους ψιλούς τόνους που δ ι απερνού σαν τη φασαρία του δρόμου, οι χαμηλοί τόνοι όμως χόνονταν μέ σα στο θόρυβο των αμαξών κα ι των αυτοκινήτων, και στο γρύλι σμα των τραμ στη γωνία της Σαντόβα με την Μπορόουερ Στρόσε: «Θα μόθω, εφόσον το επιθυμε ίτε, αν ο όντρας που ψόxvετε μι Μεl. .. τ ι; Α, μόλ ιστα ... κουρδικό». « ... » «Αγαπητέ μου κύριε δ ιευθυντή, ο αξιοθρήνητος αυτοκρότορός μας Γουλιέλμος αποκόλεσε την Τουρκία ''ανατολ ι κό φίλο"». « ... » « Να ι , ναι Ο ι στρατιωτ ι κές σχέσε ις ήταν πόντα καλές. Φαντα στείτε, ο πατέρας μου ήταν μέλος της στρατ ι ωτικής αποστολής του στρατηγού Φον ντερ Γκολτς, ο οπο ίος βοήθησε στην οργόνω ση -μόλλον τη δεκαετία του 1 880- του σύγχρονου τουρκικού στρατού . Μετό μπ ή κε θριαμβευτικό στην Τουρκία η Ντό ιτσε Μπανκ και κατασκεύασε ένα μέρος του σ ι δη ρόδρομου της Βαγδό της». « ... » « Και σή μερα εμείς οι Γερμανοί θυμόμαστε πως ο μεγαλύτερος πνευ ματικός αρχηγός του ι σλόμ κήρυξε το 1 9 1 4 "ιερό πόλεμο" στους εχθρούς μας. Καθόλου παρόξενο λο ιπόν που αρκετοί υψη λόβαθμο ι αξιωματούχοι της Τουρκίας εκπαιδεύονται σ' εμός. Εγώ ο ίδ ι ος γνώρ ισα μερικούς πρ ιν από τον πόλεμο, όταν ή μουν στο Βερολίνο». «
•••
»
«Ν α μείνετε ήσυχος. Δεν ξέρω πότε, αλλό σίγουρα θα σας τον προσφέρω στο πιότο αυτό τον ·Ερκιν». [233]
« ... » «Τίποτα, κύριε διευθυντή. Ευελπιστώ ότι κάποια στιγμή θα μου το ξεπλη ρώσετε». « ... » «Μέχρι να ξανασυναντηθού με σ' εκείνο το ευχάριστο μέρος που και οι δύο γνωρίζουμε». Ο βετεράνος έπαψε να ενδ ιαφέρεται για τους δύο άντρες, που έσφιξαν τα χέρια. Μ ια ομάδα μεθ υσμένοι νεαρο ί με λαστι χένια γκλο μπ έρχονταν προς το μέρος του. Καθώς περνο ύσαν από δΙπλα, τους έπαιξε το «Horst-Wessel -Lίed» . Δυ στυχώς στο τρ ύπιο από τις γαλλ ι κές σφαΙρες π ηλ ή κ ιό του δεν έπεσε ο ύτε ένα πφένιχ. ***
Στο μεταξύ στη Φράιμπουργκ Στράσε 5 ο Φραντς Χού μπερ, συνέ ταιρος στο γραφεΙο ντετέκτιβ «Άντολφ Γιεντέρκο», σταμάτησε ξαφνικά να ε ίναι καχύποπτος και να αρνείται τη συνεργασία. Αστραπιαία έχασε κάθε όρεξη να δει την αστυνομική ταυτότητα του Άνβαλντ, και δεν ήθελε πλέον να τηλεφωνήσει στο αρχηγείο της αστυνομΙας για να επιβεβαιώσει την ταυτότητά του. Ο Φραντς Χού μπερ έγινε ξαφνικά πολύ συνεργάσιμος και ευγενικός. Κοιτά ζοντας τη μαύρη τρύπα μιας κάννης, άρχισε να απαντάει εξαντλη τικά σε όλες τις ερωτήσεις: «Τι ακριβώς ήθελε ο Μάας; Τι δουλειά σάς ανέθεσε;». «·Εμαθε από το γερο-φύλακα του βαρόνου για το εξώγαμο παι δί που έχει ο Ολιβιέ φον ντερ Μάλτεν με κάποια καμαριέρα. Η μο ναδική γυναίκα που εργάστηκε ποτέ στου βαρόνου τώρα μένει στην Πολωνία, στο Ράβιτς. Ονομάζεται Άννα Σλόσαρτσικ. Μου ζη[234]
τήθη κε να μάθω αν όντως έχει παιδί με το βαρόνο, και τι έχει συμ βεl με αυτό το παιδί». « Π ήγατε στο Ράβιτς ο ίδιος;» «Οχι, έστειλα έναν από τους υπαλλήλους μου». «Και;» «Βρή κε την Άννα Σλόσαρτσικ». «Πώς την έπεισε να μιλήσει; Οι άνθρωποι δεν παραδέχονται εύ κολα τέτοιες αμαρτίες». «Ο Σούμπερτ, ο άνθρωπός μου, συστήθηκε ως δικηγόρος που έψα χνε τους κληρονόμους του δήθεν νεκρού βαρόνου. Αυτό σκέφτηκα». «·Εξυπνο. Και τι έμαθε ο άνθρωπός σας;» «Η πλούσια, μεσόκοπη κυρία, μόλις έμαθε για τη μεγάλη κλη ρονομιά που την περίμενε, παραδέχτηκε χωρίς δισταγμό το νεανι κό της αμάρτη μα και ξέσπασε σε κλάματα. Ο Σούμπερτ είδε κι έπα θε να την ηρεμήσει». «Δηλαδή μετάνιωσε για το αμάρτη μά της;» «Οχι ακριβώς. Εξοργίστηκε με τον εαυτό της που δεν ήξερε τί ποτα για το γιο της, που θα κλη ρονομούσε το βαρόνο. Γι' αυτό έκλαιγε». «Δηλαδή εlχε τύψεις;» «Έτσι φαίνεται». «ο βαρόνος λοιπόν έχει μαζί της έναν εξώγαμο γιο. Αυτό είναι γεγονός. Πώς ονομάζεται, πόσων χρονών εlναι και πού μένει;» «Η Σλόσαρτσικ υπη ρετούσε στο σπίτι του βαρόνου από το 1 90 1 μέχρι το 1 902 . Μάλλον τότε έμεινε έγκυος. Έκτοτε ο βαρόνος Ρού περτ φον ντερ Μάλτεν, πατέρας του Ολιβιέ, δεν προσέλαβε κα μία γυναίκα, ούτε καν μαγείρισσα. Δηλαδή ο γιος της πρέπει να εί ναι τριάντα ενός ή τριάντα δύο χρονών. Πώς ονομάζεται; Άγνωστο. 1235]
Σίγουρα δεν έχει το επώνυμο του βαρόνου. Η μητέρα του έλαβε ένα σεβαστό ποσόν για να μην μιλήσει, τέτο ιο ώστε να ζει άνετα μέχρι και σή μερα. Π ού μένει τώρα αυτός ο μπάσταρδος; Επίσης άγνωστο. Τι ξέρουμε; Ότι μέχρι την ενηλικίωσή του ζούσε σε κά ποιο ορφανοτροφείο στο Βερολίνο, όπου τον άφησε η αγαπη μένη του μητέρα όταν ήταν ακόμη βρέφος». «Σε ποιο ορφανοτροφείο;» «Δεν το ξέρει η ίδια. Το παιδί το πήγε εκεί ένας πολωνός έμπορος, γνωστός της». «Το όνομα του εμπόρου;» «Δεν ήθελε να το αποκαλύψει Έλεγε πως δεν έχει καμιά σχέση». «ο άνθρωπός σας τα πίστεψε όλ' αυτά;» « Γιατί να πει ψέματα η γυναίκα; Σας είπα ότι έκλαιγε, και ότι δεν γνωρίζει τη διεύθυνση του γιου της. Αν τη γνώριζε, θα χαιρόταν, αφού την περ ί μενε κλη ρονομιά». Ο Άνβαλντ έκανε την επόμενη ερώτ ηση μηχανικά: «Γιατί τον έδωσε σε ορφανοτροφείο; Αφού με τα χρή ματα του βαρόνου μπορούσε να ζήσει άνετα μαζί με το παιδί της». «Αυτό δεν το ρώτησε ο άνθρωπός μου». Ο αστυνομικός έβαλε το πιστόλι στ ην τσέπη. Ανέπνεε με δυ σκολία, ο λαιμός του είχε στεγνώσει από τη ζέστη. Τα ούλα του εί χαν πρ η στεί και πονούσαν. Τον ενοχλούσαν τα τσιμπήματα των εντόμων. Άνοιξε το στόμα και δεν αναγνώρισε τη φωνή του: «ο Μάας έμεινε ευχαριστημένος;». « Και ναι και όχι Έτσι κι αλλιώς κάναμε μόνο τη μισή δουλειά. Ο άνθρωπός μου επιβεβαίωσε ότι η Άννα Σλόσαρτσικ έχει παιδί με το βαρόνο. Αλλά δεν βρήκε ούτε το επώνυμό του, ούτε κάποια διεύ θυνσ η. Ο Μάας λοιπόν μας έδωσε μόνο τα μισά χρή ματα». ί236]
«Πόσα;» «Ένα κατοστάρικο». Ο Άνβαλντ άναψε το τουρκικό πούρο που είχε αγοράσει στη σκεπαστή αγορά της Γκάρτεν Στράσε. Ο δυνατός καπνός τού έκο ψε για λίγο την ανάσα. Συγκράτησε το σφίξιμο στο στήθος και άφη σε να φύγει προς το ταβάνι ένα σύννεφο καπνού. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο και χαλάρωσε τη γραβάτα του. Αισθάνθη κε άσχη μα: Π ρ ιν από λίγο τράβηξε το όπλο σ' αυτό τον άνθρωπο, και τώρα κάπνιζε πού ρο σαν να ήταν στο σπίτι κάποιου παλιού φίλου του.
(Ή ταν λάθος που εκνευρίστηκα και τρομοκράτησα τον άνθρωπο. Το πιστόλι μου του άνοιξε το στόμα. Μονάχα αυτό κατάφερε να κάνεΙ . Αλ λά δεν σιγούρε ψε πως μου είπε την αλήθεια. Ο Χούμπερ θα μπορούσε κάλλιστα να τα είχε επινοήσει όλ' αυτά.) Κοίταξε τα mUXia που κρ έ μονταν στον τοίχο και τις φωτογραφ ί ες. Σε μία απ ' αυτές ο Φραντς Χούμπερ έσφιγγε το χέρι κάποιου υψηλόβαθμου αξιωματικού. Κά τω από τη φωτογραφία υπή ρχε μια κομμένη λεζάντα από κάποια εφη μερίδα: « ο αστυνόμος που έσωσε το παιδί Φραντς Χού μπερ δέχεται συγχαρητήρια από το στρατηγό Φράιχερ φον Κα μπεν χάουζεν. Μπόιτεν 1 9 1 3 ». Ο Άνβαλντ χαμογέλασε συμβιβαστικά. Ήταν απογοητευμένος. « Κύριε Χού μπερ, συγγνώ μη που τράβηξα πιστόλι. Ήσασταν αστυνομικός, και εγώ σας συμπεριφέρθη κα σαν συνεργό υπόmου. Καθόλου περίεργο που ήσασταν δύσπιστος απέναντί μου, ακόμα περισσότερο που δεν είχα μαζί μου ταυτότητα. Έτσι που τα κατά φερα, θα φύγω χωρίς να ξέρω αν μου είπατε ψέματα ή όχι Παρ' όλα αυτά θα σας κάνω ακόμα μία ερώτηση. Χωρίς τη βοήθεια του όπλου. Μπορεί να μου πείτε την αλήθεια. Μου επιτρέπετε;» «Σας ακούω». [237]
«Δεν σας φάνηκε παράξενο που ο Μάας παράτησε τόσο εύκο λα τις υπη ρεσίες σας; Είναι φανερό πως ψάχνει τον εξώγαμο γιο του βαρόνου. Γιατί σταμάτησε στα μισά, πλήρωσε μισή αμοιβή και δεν προσπάθησε να συνεχίσει το ψάξιμο;» Ο Φραντς Χούμπερ έβγαλε το σακάκι του και πήρε μια σόδα. Κοίταξε για λίγο σιωπηλός τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες και Ta muxia. «ο Μάας γέλασε μαζί μου και με τις μεθόδους μου. Έλεγε πως τα σκάτωσα, πως μπορούσα να τη στριμώξω τη γριά. Αποφάσισε λο ιπόν να τα μάθει όλα μόνος του. " Ηξερα πως του αρέσει να καυ χιέται, γι ' αυτό τον ρώτησα με ποιον τρόπο θα έβρισκε το γιο του βαρόνου. Μου είπε πως με τη βοήθεια ενός γνωστού του θα την έκανε τη στρίγκλα να ξαναβρεί τη μνή μη της και να του αποκαλύ ψει πού βρίσκεται τώρα ο γιόκας της». Ο Χούμπερ άνοιξε το στόμα και αναστέναξε. «Άκουσε, γιε μου. Δεν με τρόμαξε το πιστόλι σου. Χέστηκα και για τον παλιο-Εβραίο τον Μάας και για σένα» είπε θυ μωμένος. «Δεν σου είπα ψέματα επειδή δεν ήθελα να σου πω ψέ ματα. Και ξέρεις γιατ ί ; Ρώτα τον Μοκ. Κι εγώ θα τον ρωτήσω για σένα. Και καλύτερα να εξαφανιστείς από την πόλη αν αποδειχτεί ότι ο Μοκ δεν σε γνωρίζει».
[238]
χlll
Μπ ρέσλαου, 1 9 l ουλίου 1934 Ο χτώ το β ράδυ Ο Άνβαλντ έφυγε όντως από το Μπρέσλαου, αλλά όχι εξαιτίας των απειλών του Χού μπερ. Καθ όταν σ' ένα βαγόνι της πρώτης θέσης, κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και παρακολουθούσε αδιά φορα το μονότονο τοπίο της Κάτω Σιλεσίας να ξετυλίγετα ι στο πορτοκαλ ί φως του ηλιοβασιλέματος . (Πρέπει να βρω τον απόγονο
του Φον ντερ Μάλτεν. Αν όντως κρέμεται μια κατάρα πάνω από τους απογόνους του βαρόνου, τότε διατρέχουν θανάσιμο κίνδυνο από τον Έρ κιν. Αλήθεια όμω ς, γιατί τον Ψ άχνω; Στο κάτω κάτω ο Μοκ κι εγώ έχουμε ήδη βρει το δολοφόνο. Όχι, όχι, δεν τον έχουμε βρει, απλώς μάθαμε την ταυτότητά του. Ο Έρκιν δουλεύει μέσω του Μάας· ε(ναι σε επιφυλακή, ξέρει ότι τον Ψάχνουμε. Δεν υπάρχει αμφιβολ (α ότι ο Έρ κιν ε(ναι ο (<γνωστός» που επρόκειτο να αποσπάσει την πληροφορ ία από τη Σλ όσαρτσικ. Επομένω ς, Ψ άχνοντας το γιο της Σλ όσαρτσικ, ψάχνω τον Έρκιν. Να πάρει η οργή, ο Έρ κιν μπορεί να βρ ίσκεται ήδη στο Ρά βιτς. Σε πο / ο ορφανοτροφείο του Βερολίνου να πήγε άρ αγε ο γιος; Μή πως τον ήξερα;) Χαμένος στις σκέψεις του, έκαψε τα δάχτυλά του με το τσιγάρο. Βλαστή μησε -όχι μόνο νοερά- και κοίταξε γύρω του: Όλ οι οι συνταξιδιώτες του στο νυχτερινό τρένο είχαν ακούσει τη χοντρή βρισιά. Ένα αγόρι γύρω στα οχτώ, κοντοστούπικο, εντελώς Βόρειο, ντυμένο μ ' ένα μπλε ναυτικό κοστούμι, πήγε και στάθη κε μπροστά του κρατώντας στο χέρι του ένα βιβλίο. Είπε κάτι στα πο λωνικά και άφησε το βιβλίο στην αγκαλιά του Άνβαλντ. Ύστερα [239]
έκανε απότομα μεταβολή, έτρεξε στη μητέρα του -μια νεαρή, εύ σωμη γυνα ίκα- και κόθισε στα γόνατό της. Ο Άνβαλντ κοίταξε τον τίτλο του βιβλίου και είδε ότι ήταν μια σχολική έκδοση της τραγω δίας του Σοφοκλή Οιδίπους Τύρα ννος. Το βιβλίο δεν ήταν του αγο ριού· κόποιος μαθητής γυμνασίου που πήγαινε διακοπές πρέπει να το ε ίχε ξεχόσει στο βαγόνι Το αγόρι και η μητέρα του τον κοίταζαν και περίμεναν. Ο Άνβαλντ τούς έδωσε να καταλόβουν με νοή ματα πως το βιβλίο δεν ήταν δικό του. Ρώτησε τους συνταξιδιώτες του. Εκτός από την κυρία με το παιδί, υπή ρχαν ακόμα ένας φοιτητής και ένας νεαρός με έντονα ση μιτικό χαρακτηρ ιστικό. Το βιβλίο δεν ανή κε σε κανέναν απ ' αυτούς, και ο φοιτητής, βλέποντας το ελληνι κό κείμενο, αντέδρασε με ένα «Θεός φυλόξοι». Ο Άνβαλντ χαμογέ λασε και ευχαρίστησε το παιδί ανασηκώνοντας ευγενικό το καπέ λο του προς την κατεύθυνσή του. Άνοιξε το βιβλίο στην τύχη και αντίκρισε τους γνώριμους ελληνικούς χαρακτή ρες που τόσο είχε αγαπήσει κόποτε. Ηταν περίεργος αν έπειτα από τόσα χρόνια θα ήταν ακόμη ικανός να καταλόβει κότl. Διόβασε από μέσα του και μετέφρασε το στ ίχο 685: «Βγήκε απ' τα λόγια αβόσιμη στ' αλήθεια υποψία· μα το άδικο βαθιό πληγώνει». (Ακόμη θυμάμαι καλά τα αρ
χα{α ελληνικά. Είχα μόνο δ ύο άγνωστες λέξεις. Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτό το μικρό λεξικό στο πίσω μέρος του βιβλίου.) Γύρισε μερικές σε λίδες και διάβασε το στίχο 1 068
-
λόγια της lοκάστης. Εδώ δεν είχε
κανένα πρόβλη μα με τη μετόφραση : «Μακόρι, δύστυχε, να μην μάθεις ποιος είσαι». Το αφοριστικό ύφος αυτής της φρόσης τού θύ μισε ένα παιχνίδι που έπαιζε κόποτε με την ·Ερνα - βιβλικές προφη τείες, έτσι το έλεγαν. Άνοιγαν τη Βίβλο στην τύχη και ακουμπούσαν το δόχτυλό τους σε κόποιο στίχο. Η φράση που npotKumE μ ' αυτό τον τρόπο υποτίθεται ότι ήταν μια προφητεία. Γελώντας σιγανά, ο [240]
Άνβαλντ έκλεισε τον Σοφοκλή, και αμέσως μετό τον ξανόνοιξε. Το παιχνίδι του διέκοψε ο πολωνός ελεγκτής, που ζήτησε το διαβατή ριό του. Εξέτασε τα χαρτιό του Άνβαλντ, όγγιξε το γείσο στο πηλή κιό του με το δόχτυλο και βγήκε από το βαγόν ι Ο αστυνόμος επέ στρεψε στις προφητε ί ες του, αλλό το επίμονο, σταθερό βλέμμα του αγοριού που του είχε δώσει τον Ο ιδίποδα Τύρ α ννο δεν τον όφηνε να συγκεντρωθεί στη μετόφραση . Ο μικρός καθόταν ακίνη τος και τον κοίταζε χωρίς καν να παίζει τα μότια του. Το τρένο ξεκί νησε πόλι Το αγόρι συνέχισε να τον καρφώνει με το βλέμμα του. Ο Άνβαλντ χαμήλωσε τα μότια του στο βιβλίο, τα ξανασή κωσε από τομα και αγριοκοίταξε το αγόρ ι Κανένα αποτέλεσμα. Σκέφτη κε να τραβήξει την προσοχή της μητέρας, αλλό εκείνη κοιμόταν βαθιό, οπότε βγή κε έξω στο διόδρομο και όνοιξε το παρόθυρο. Τραβώ ντας από την τσέπη του το πακέτο με τα τσιγόρα, όγγιξε -με ανα κούφιση- την καινούργια αστυνομική ταυτότητα που είχε παραλό βει από το Τμήμα Π ροσωπικού στο αρχηγείο της αστυνομ ί ας, αφό του έφυγε από το γραφείο του Χούμπερ. (Αν ένα παλιόπαιδο μπορεί
να με ταράζει τόσο πολύ, κάτι δεν πάει καλά με τα νεύρα μου.) Τ ρόβη ξε μια βα θ ιό ρουφηξιό, κα ίγοντας το ένα τέταρτο του τσιγόρου. Το τρένο μπή κε σ' ένα σταθμό. «Ρόβιτς» έγραφε μια μεγόλη πινακίδα. Ο Άνβαλντ ε ίπε αντ ίο στους συνεπιβότες του, έχωσε στην τσέ πη του τον Σοφοκλή και πήδηξε στην αποβόθρα. Βγ ή κε από το σταθ μό και στόθη κε δίπλα σε μια σειρό από φροντισμένες πρασι ές με λουλούδια. Άνοιξε το σημειωματόριό του και διόβασε: «Ούλικα Ρ ίνκοβα 3 ». Εκε ίνη τη στιγμή μια όμαξα σταμότησε μπροστό του. Ευχαριστημένος, ο Άνβαλντ έδειξε στον οδηγό το χαρτ ί με το όνο μα του δρόμου. Το Ρόβιτς ήταν μια όμορφη , νοικοκυρεμ ένη μικρή πόλη, γεμό[241]
τη λουλούδ ια, που αποπόνω τη ς δέσποζαν οι σκοπιέ ς τη ς φυλα κή ς, ψηλοί πύργοι από κόκκινο τούβλο. Το δειλινό που έπεφτε είχε τραβήξει τον κόσμο στου ς δρόμου ς . Θ ορυβώδεις παρέες εφή βων στέκονταν και χαζολογούσαν, πλευρίζοντα ς με θρόσο ς τι ς κοπέλες που έκαναν τον περ ίπατό του ς, γυναίκες κόθονταν σε μικρό σκα μνόκια μπροστό από τα κατώφλια ασβεστωμένων σπιτιών, όντρες με φαβορίτε ς και στενό γιλέκα ήταν μαζεμένοι έξω από τις ταβέρ νε ς, πίνοντα ς αφρισμένη μπίρα από μεγόλα ποτή ρ ι α και συζητώ ντας την εξωτερική πολιτική της Πολωνίας όρθιοι στο πεζοδρόμιο. Η όμαξα σταμότησε κοντό σε μια τέτοια μόζωξη . Ο Άν β αλντ έδωσε στον οδηγό μια χούφτα πφένιχ και κοίταξε ψ ηλό τον αριθμό του σπιτιού - Ρίνκοβα 3 . Μπή κε από την κεντρική είσοδο και κοίταξε γύρω αναζητώντας το θυρωρό. Αντί για το θυρωρό εμφανίστη καν δύο όντρες με καπέ λα. Με πολύ αποφασιστικό ύφος και οι δύο. Κότι ρώτησαν τον Άν βαλντ. Αυτός όνοιξε τα χέρια του και τους είπε -στα γερμανικό- το λόγο που ήταν εκεί. Ανέφερε το όνομα Άννα Σλόσαρτσικ. Η αντί δραση των δύο αντρών ήταν απλώς παρόξενη. Χωρίς να πουν λέξη, του έκλεισαν το δρόμο και τον οδήγησαν προς τα πόνω. Ο Άνβαλντ ανέβη κε διστακτικό τη μονοκόμματη ξύλινη σκόλα και β ρέθη κε στον πρώτο όροφο, όπου υπήρχαν δύο μικρό διαμερίσματα. Το έν α απ' αυτό ήταν ανοιχτό, φωτισμένο και γεμότο αρκετούς όντρες με μια έκφ ραση αυτοπεποίθησης. Το ένστικτο του Άνβαλντ δεν τον ξεγέλασε: Αυτό το ύφος έχου ν οι αστυνομικοί σε όλο τον κόσμο. Ο ένας από τους συνοδούς του έσπρωξε διακριτικό τον Άν βαλντ προς το φωτισμένο διαμέρισμα. Μόλις β ρέθη καν μέσα, του υπέδειξε με το χ έ ρι τη μακρόστενη κουζίνα. Ο Άνβαλντ μπή κε, κό θισε σ' ένα ξύλινο σκαμνί και όναψε τσιγόρο. Δεν πρόλα β ε καν να [ 242]
κοιτόξει γύρω του, όταν στην κουζίνα μπήκε ένας κομψοντυμένος όντρας συνοδευόμενος από έναν όλλο με μουστόκι σαν θαλόσ σιου ελέφαντα, που κρατούσε μια σκούπα. Ο όντρας με το μουστό κι κοίταξε πρώτα τον Άνβαλντ, ύστερα το δανδή, κούνησε το κεφό λι του κι έφυγε. Ο δανδής πλησίασε το σκαμνί του Άνβαλντ και του μίλησε σε πολύ καλό γερμανικό: «Τα χαρτιό σας. Όνομα, επώνυμο. Σκοπός της επίσκεψης». Ο Άνβαλντ τού έδωσε το διαβατήριό του και απάντησε: «Χέρμπερτ Άνβαλντ, βοηθός αστυνόμος της Δίωξης Εγκλήματο ς, από το αρχηγείο της αστυνομίας του Μπρέσλαου ... ». «Έχετε συγγενείς στο Πότσναν;» «Όχι». «Σκοπός της επίσκεψης;» «Αναζητώ δύο υπόmους δολοφονίας. Ξέρω ότι σκόπευαν να επισκεφτο ύν την Άννα Σλόσαρτσικ. Και τώρα θα ήθελα να μόθω ποιο ς με ανακρίνει». «Αστυνόμος Φέρντιναντ Μπανάσακ της αστυνομίας του Πό τσναν. Την αστυνομική σας ταυτότητα, παρακαλώ». «Ορίστε». Ο Άνβ αλντ προσπόθησε να δώσει στη φωνή του έναν σκλη ρό τόνο. «Τι είδους ανόκριση είναι αυτή; Κατηγορούμαι για κό τι; Θέλω να δω την Άννα Σλόσαρτσικ για ένα προσωπικό ζήτη μα». Ο Μπανάσακ γέλασε δυνατό. «Πείτε μου για ποιο λόγο ήρθατε να τη δείτε, διαφορετικά θα σας φ ιλοξενήσουμε σ' ένα κτίριο που έχει κάνει την πόλη μας ονο μαστή σε ολόκληρη την Πολωνία». Όσο τα έλεγε αυτά, δεν σταμά τησε να χαμογελάει Ο Άνβαλντ κατάλαβε πως, για να έχει έρθει ένας αστυνομικός από την πρωτε ύουσα της δυτικής Πολωνίας σε μια κωμόπολη [243]
όπως αυτή, τότε το όποιο μπλέξιμο είχε η Σλόσαρτσικ πρέπει να ήταν πολύ σοβαρό. Χωρίς περιπές εισαγωγές, είπε στον Μπανά σακ τα πάντα, κρατώντας μυστικό μόνο το λόγο για τον οποίο ο Έρκιν και ο Μάας αναζητούσαν τον νόθο γιο της Σλόσαρτσικ. Ο αστυνομικός κο ίταξε τον Άνβαλντ και αναστέναξε με ανακούφιση. «Με ρωτήσατε αν μπορείτε να μιλήσετε στην Άννα Σλόσαρτσικ. Η απάντησή μου είναι όχι, δεν γίνεται να μιλήσετε στην Άννα Σλό σαρτσικ. Την κομμάτιασε με τσεκούρι σή μερα το πρωί ένας άντρας τον οποίο ο θυρωρός περιέγραψε ως γερμανόφωνο Γεωργιανό».
Πότσναν, Τ ρίτπ 17 l ουλίου 1934 Τ ρεις το πρωί Ο Άνβaλντ τέντωσε τ α μουδιασμ ένα μέλη του. Ανέπνευσε με ανα κο ύ φιση τη δροσιά μ έ σα στην αίθουσα ανακρ ί σεων του αρχηγε ί ου της αστυνο μίας στην Ούλικα Μάγια 3 . Ο Μπανάσακ είχε σχεδόν τελειώσει τη μετάφραση στα γερμανικά της αναφοράς του για την υπόθεση της Άννα Σλόσαρτσικ και ετοιμαζόταν να φύγει. Αφότου επέστρεψαν από το Ράβιτς στο Πότσvαν, τους πήρε τη μισή νύχτα να συντάξουν τις επ ί ση μες αναφορ έ ς βάσει των οποίων την έρευ να για τη δολοφονία της γυναίκας θα αναλάμβαναν από κοινού το αρχηγείο της αστυνομίας του Μπρέσλαου, το οποίο εκπροσωπού σε ο βοηθός αστυνόμος της Δίωξη ς Εγκλήματος Χέρμπερτ Άν βαλντ, και το αρχηγε ί ο της περιφερειακής αστυνομ ί α ς του Π ό τσvαν, στο όνομα της οποίας ενεργούσε ο Φέρντιναντ Μπανάσακ. Η αιτιολόγηση ήταν μακροσκελής και περίπλοκη, και βασιζόταν στις δηλώσεις του Άνβαλντ. [244]
Αυτό το έγγραφο, μαζί με τη γερμανική του μετάφραση από τον Μπανάσακ -υπογεγραμμένο και από τους δύο αστυνομικούς-, θα περίμενε μ έχρι το πρωί για να το υπογράψει και ο αρχηγός της αστυνομίας του Πότσναν. Ο Μπανάσακ διαβεβαίωσε τον Άνβαλντ ότι επρόκειτο για μια απλή τυπικότητα και έτεινε το μικρό, παχου λό χέρι του. "Ηταν φανερά ευχαριστη μένος από την τροπή που εί χαν πάρει τα πράγματα. «Δεν θα προσπο ιηθώ καν ότι δεν είμαι πανευτυχής που σας φορτώνω εξολοκλήρου αυτήν τη βρομο-υπόθεση, Άνβαλντ. ·Ετσι κι αλλιώς δική σας είναι - μια υπόθεση που αφορά Τού ρκους και Γερμανούς. Αντίο. Αλήθεια, σκοπεύετε να το ξενυχτήσετε μελετώ ντας; Μου έχει με ίνει ακόμα μισή σελίδα αμετάφραστη. Θα σας τη μεταφράσω αύριο. Τώρα νυστάζω πάρα πολύ. Έχετε μπροστά σας όλο το χρόνο να απολαύσετε την υπόθεση !» Το βροντερό γέλιο του αντηχούσε στο διάδρομο για πολλή ώρα. Ο Άνβαλντ ήπιε τον δυνατό καφέ του, που είχε πια κρυώσει, και ξεκίνησε να μελετάει τα στοιχε ί α. Μόρφασε, ένιωθε πικρό το στόμα του. Πάρα πολύς καφές, πάρα πολλά τσιγάρα... ήταν επόμε νο. Ο αστυνόμος Μπανάσακ μιλούσε τα γερμανικά πολύ καλά, αλ λά τα έγραφε άθλια. Κατείχε καλά μόνο την επαγγελματική αστυ νομική ορολογία και φρασεολογία -είχε υπη ρετήσει στη Δ ίωξη Εγκλή ματος της πρωσικής αστυνομ ίας του Π ότσναν από το 1 905 μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, όπως είχε πει στον Άνβαλντ-, αλ λά το υπόλοιπο λεξιλόγιό του ήταν πολύ φτωχό και, σε συνδυασμό με τα αμέτρητα γραμματικά λάθη, το αποτέλεσμα ήταν για γέλια. Ο Άνβαλντ διάβαζε τις μικρές, αδέξιες προτάσεις και πραγματικά το διασκέδαζε. γ στερα αποφάσισε να παραβλέψει το ύφος. Αυτό που μετρούσε πάνω απ' όλα ήταν το περιεχόμενο, κι αυτό ήταν απόλυ[245]
τα κατανοητό. Σύ μφωνα με την αναφορό, ο Βαλέντι Μ ικολόιτσακ, επιστότης του κτιρίου όπου κατοικο ύσε το θύμα, κατέθεσε ότι, γύ ρω στις εννιό το πρω ί της 1 6ης lουλίου 1 934, ένας « καλοντυμένος ξένος, που έμοιαζε Γεωργιανός» -το οπο ίο, κατό τον επιστότη, σή μαινε μαύ ρα μαλλιό και σκούρο δέρμα- τον είχε ρωτήσει ποιο ήταν το διαμέρισμα της Άννα Σλόσαρτσικ. Ο επιστότης τού έδωσε την πλη ροφορία και επ έστρεψε στη δουλειό του (επισκεύαζε τα κλουβιό των κουνελιών που διατηρούσαν μερικοί ένοικοι) . Αλλό η εμφόνιση ενός τόσο ασυνήθιστου επισκ έπτη τον ε ίχε ανησυχήσει Η Σλόσαρτσικ ήταν μια πολύ μοναχική γυναίκα. Ο Μ ικολόιτσακ ανέβαινε κατό καιρούς μέχρι την πόρτα της και έστηνε αυτί. Δεν ε ίχε ακούσει ούτε δει ποτέ του τ ίποτα το ύποπτο. Κατό τις δέκα δί ψασε και πετόχτηκε μέχρι την κοντινότερη μπιραρία για μια μπίρα. Επέστρεψε γύρω στις έντεκα και μισή και χτύπησε την πόρτα της Σλόσαρτσικ. Τον ε ίχε παραξενέψει το ανο ιχτό παρόθυρο: Η λοξή γριό γεροντοκόρη δεν όνοιγε ποτέ τα παρόθυρό της, γιατί φοβό ταν σε βαθμό υστερ ίας τα ρεύ ματα και τους δολοφόνους - το δεύ τερο επειδή είχε τη φήμη της «πλούσιας». Σύμφωνα με τον Μ ικο λόιτσακ, όλοι ήξεραν ότι η δεσποινίς Σλόσαρτσικ «είχε περισσότε ρα κι από τον ίδιο το δή μαρχο». Όταν δεν πήρε απόντηση, ο επι στότης όνοιξε την πόρτα με το δικό του εφεδρικό κλειδί. Βρ ή κε το πτώμα της, με κομμένα και τα τέσσερα όκρα, μ έσα στην ξύλινη μπανιέρα. Έκλεισε την πόρτα και ειδοπο ί ησε την αστυνομ ί α. Τρεις ώρες αργότερα κατέφθασε στο Ρόβιτς ο αστυνόμος Φέρντιναντ Μπανόσακ μαζί με πέντε ντετέκτιβ. Διαπίστωσαν ότι ο θόνατο ς ε ί χε επέλθει από αιμορραγία. Δεν βρή καν οτιδήποτε που να υποδει κνύει ότι το κίνητρο ήταν η κλοπή . Από το διαμέρισμα δεν έλειπε τίποτα, εκτός από ένα όλμπουμ με φωτογραφίες, κότι που επιβε[246]
βαίωσε η κυρία Αμέλια Σικόροβα, φίλη της μακαρίτισσας. Ο επι στάτης κατέθεσε επίσης ότι η μακαρίτισσα δεν είχε ούτε συγγενείς, ο ύτε φίλους, με μόνη εξαίρεση τη Σικόροβα. Δ εν αλληλογραφούσε με καν έναν, εκτός από έναν έμπορο στο Πότσναν, του οποίου το όνομα κρατούσε μυστικό. (ο γείτονας υποψιαζόταν ότι το άτομο αυτό ήταν ο πρώην αγαπη μένος της Σλόσαρτσικ.) Ο Άνβαλντ αισθάνθη κε απερίγραπτα κουρασμένος. Για να διώ ξει την κούραση, πήρε από το πακ έτο του το τελευταίο τσιγάρο. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και επέστρεψε στις καθαρογραμμένες ση μειώσεις του Μπανάσακ. Δεν καταλάβαινε τίποτα, γιατί η τελευ τα ία μισή σελίδα ήταν γραμμένη στα πολωνικά - ο Μπανάσακ δεν την ε ίχε ακόμη μεταφράσει στα γερμανικά. Ο Άνβαλντ εξέτασε την πολωνική γραφή με θαυμασμό και απορία. Πάντα τον γοήτευαν αυ τά τα μυστηριώδη διακριτικά σημεία - τα μπαστουνάκια κάτω από τα a και τα e, η μικρή κυματιστή περισπωμένη πάνω στο Ι, οι οξε ί ες πάνω από τα s, τα Ζ και τα ο. Ανάμεσα σε όλες εκείνες τις λέξεις είδε γραμμένο και το επώνυμό του. Δεν τον εξέπληξε διόλου, καθώς, επι χειρη ματολογώντας ως προς το γιατ ί έπρεπε την έρευνα να την ανα λάβει η γερμανική αστυνομία, ο Μπανάσακ το ε ίχε ήδη αναφέρει αρκετές φορές. Τον εξέπληξε όμως το όνομα πριν από το επώνυμο. Δεν ήταν το δικό του. ·Εσκυψε πάνω από τη σελίδα, έτοιμος να το διορθώσει, αλλά τράβηξε απότομα το χέρι του. Μ ια σταγόνα μελάνι έσταξε από την πένα και λέκιασε την πράσινη τσόχα που κάλυπτε το τραπέζι . Τα μάτια του είχαν καρφωθεί, λίγες αράδες παρακάτω, ανά μεσα στις πολωνικές καλικαντζούρες, τους λοξούς τόνους και τις κ υματιστές περισπωμένες, ξανά στο επώνυμο Άνβαλντ. Αλλά ούτε τώρα το όνομα ήταν το δικό του. " Ηταν, δεύτερη φορά, ένα ανοίκειο, ξένο, αγέρωχο όνομα - το πολωνικό Μ ιέτσισλαβ. [247]
Ο Άνβαλντ ση κώθη κε, όνοιξε την πόρτα και μπή κε στην κεντρι κή αίθουσα του αστυνομικού τμή ματος, όπου πόνω σ' έναν ξύλινο πόγκο λαγοκοιμόταν, με το κεφόλι του κρεμασμένο στο στήθος, ο αστυνομικός υπη ρεσίας. Ο βοηθός του, ένας γέρος αστυφύλακας, πολύ κοντό στην ηλικία συνταξιοδότησης, διαπλη κτιζόταν με μια πεταλούδα της νύχτας μ ' ένα φανταχτερό λουλουδότο φόρεμα. Ο Άνβαλντ τον πλησ ί ασε και διαπίστωσε ότι ο γέρος μιλούσε γερμα νικό. Του ανέφερε τον αστυνόμο Μπανάσακ και του ζήτησε να του μεταφρόσει το υπόλοιπο πολωνικό κείμενο. Π ήγαν μαζί στην αί θουσα ανακρίσεων. Ο γέρος αστυφύλακας άρχισε να του μετα φρόζει με τα χίλια ζόρια: «Σύμφωνα με την κατόθεση του Βαλέντι Μ ικολόιτσακ ... αυτός πή γαινε τα γρόμματα της Σλόσαρτσικ στο ταχυδρομείο ... Δ ιόβασε και στοχάστηκε το όνομα του παραλαβήτη ... όχι ... πώς το λένε αυτό;». «"Παραλήmη". Τι εννοεί "στοχάστη κε";» «Μόλιστα ... "παραλήmη". "Στοχάστη κε" εννοεί ότι το έβαλε στο μυαλό του, το ξέρεΙ . Συνεχίζω . . . Παραλήmης ήταν ο Μ ιέτσισλαβ Άνβαλντ, ΠόΤΣVαν, Ούλικα Μ ικιέβιτσκα 2. Ο Βαλέντι Μ ικολόιτσακ απόρησε που η κυρ ί α έ στελνε γρόμματα σ' ένα μαγαζ ί . Το όνομα του μαγαζιού λέγεται ... » «"Είναι", εννοε ί ς». « Ναι, "είναι". Το όνομα του μαγαζιού ε ίναι "Εμπόριο Μεταξω τών Υφασμότων Μ ιέτσισλαβ Άνβαλντ και Σία" . Μετό λέει κάτι για ... χμμμ ... α ... κότι για άλμπουμ με φωτογραφίες ... Ε, τι πάθατε; Μπα, αυτός κοιμόται ... αποκοιμήθηκε!» Ο γέ ρος αστυφύλακας εγκατέλειψε με ανακούφιση το καθή κον του ως μεταφραστή, βγή κε από το δωμότιο και άφησε τον Άνβαλντ μόνο. Κλείνοντας την πόρτα, έριξε μια ανήσυχη ματιά στον κουρα[248]
σμένο γερμανό αστυνομικό, που είχε ακουμπήσει το μέτωπό του πόνω στην τραχιό πρόσινη τσόχα. Έκανε λόθος. Ο Άνβαλντ δεν κοιμόταν. Του ήταν πιο εύκολο να μεταφερθε ί στο χρόνο και στο χώρο με τα μότια κλειστό. Τώρα βρι σκόταν καθισμ ένος στο γραφείο του Φραντς Χούμπερ και είχε απέ ναντ ί του τον παλαίμαχο ντετέκτιβ. Μέσα στο γραφείο, με την ξύλι νη επ ένδυση στο υς το ίχους, αμέτρητοι κό κκοι σκόνης στρο βιλίζονταν στον αέρα και κατακόθονταν σαν αφρότο στρώμα πό νω σε χοντρο ύς φακέλους και γυόλινες επιφόνειες κόδρων, πίσω από τις οποίες κιτρ ίνιζαν από τον καιρό παλιές φωτογραφίες. Ο Φραντς Χούμπερ χτυπούσε μαλακό τη σκαλιστή αση μένια ταμπα κιέρα του στην επιφόνεια του γραφείου και μιλούσε αργοσέρνο ντας τις λέξεις: «Η Σλόσαρτσικ υπη ρετούσε στο σπ ίτι του βαρόνου από το 1 90 1 μέχρι το 1 902. Μόλλον τότε έμεινε έγκυος. Έκτοτε ο βαρόνος Ρούπερτ φον ντερ Μ όλτεν, πατέρας του Ολιβιέ, δεν προσέλαβε κα μΙα γυναίκα, ούτε καν μαγείρισσα. Δηλαδή ο γιος της πρέπει να εί ναι τριόντα ενός ή τριόντα δύο χρονών. Πώς ονομόζεται; Άγνωστο. Σlγουρα δεν έχει το επώνυμο του βαρόνου. Η μητέρα του έλαβε ένα σεβαστό ποσόν για να μην μιλήσει, τέτοιο ώστε να ζει όνετα μέχρι και σή μερα. Π ού μένει τώρα αυτός ο μπόσταρδος; Επίσης όγνωστο. Τι ξέρου με; Ότι μέχρι την ενηλικίωσή του ζούσε σε κό ποιο ορφανοτροφείο στο Βερολίνο, όπου τον όφησε η αγαπη μένη του μητέρα όταν ήταν ακόμη βρέφος». «Σε ποιο ορφανοτροφείο;» «Δεν το ξέρει η lδια. Το παιδί το πήγε εκεί ένας πολωνός έμπο ΡΟζ, γνωστός της». «Το όνομα του εμπόρου;» ί249]
«Δεν ήθελε να το αποκαλύψει Έλεγε πως δεν έχε ι καμ ι ό σχέση».
(Είμαι καλύτερος από τον Σ ούμπερ τ, τον ντετέκτιβ του γραφείου του Χούμπερ. Εγώ ξέρω το όνομα του εμπόρου. Είναι ίδιο με το δικό μου. Ένα ορφανοτροφείο στο Βερολ ίνο και ένας έμπορος υφασμάτων από το Πότσναν, ο Μιέτσισλαβ Ά νβ αλντ. Δύο πόλεις, δ ύο άνθρωποι, ένα επώνυμο, μια θανατική καταδ ίκη. )
Πότ σναν, 17 l οuλίοu 1934 Εφτά το πρωί Το εμπορικό κατόστη μα μεταξωτών υφασμότων του Μ ι έτσ ι σλαβ Άνβαλντ, στην Ούλ ι κα ΠόλνOΤΣVα, κοντά στο Σταθμό Εμπορευμό των, έσφυζε ήδη από δραστηρ ι ότητα εκείνη την ώρα. Εργότες κου βαλούσαν τόπ ι α με υφόσματα, άμαξες κα ι φορτηγό ανέβα ιναν συ νεχώς τη ρόμπα εκφόρτωσης, ένας Εβραίος έσπρωχνε ένα αυτο σχέδιο καρότσ ι φτιαγμένο από σανίδες καρφωμ ένες τη μια δίπλα στην άλλη, ο εμπορ ι κός αντιπρόσωπος της επιχείρησης Μπ ιελ σόφσκι κουνούσε την επαγγελματ ι κή του κόρτα μπροστά στη μύ τη του διευθυντή, ο ι όβακες κροτόλ ιζαν στην αίθουσα καταμέτρη σης εμπορευμότων, ο αστυνόμος Μπανόσακ κόπνιζε μια μικρή πί πα από ελεφαντόδοντο και ο Άνβαλντ επαναλάμβανε συνεχώς από μέσα του: « Είναι καθαρή σύμmωση ότ ι ο γιος της Σλόσαρτσ ικ και του βαρόνου Φον ντερ Μόλτεν μεγόλωσε σ' ένα ορφανοτροφε ί ο του Βερολίνου όπως κι εγώ, είναι καθαρή σύμmωση ότ ι τον πήγε εκεί ένας έμπορος που έχε ι το ίδ ιο επώνυμο μ ' εμένα, δεν είμα ι εγώ ο γιος του βαρόνου, είναι καθαρή σύ μmωση ότ ι ο γιος της Σλό σαρτσ ι κ κα ι του βαρόνου μεγάλωσε . . . ». [ 250]
« Μπορώ να σας βοηθήσω;» Ο καλοφτιαγμένος πενηντάρης έσφιγγε ένα χοντρό πού ρο ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Τι θα 'θελ ε από μένα η αγαπητή μας αστυνομία;» Ο Μπανάσακ σηκώθη κε και, με φανερή απροθυμία, έριξε μια ματιά στον αξύριστο Άνβαλντ, που κάτι μουρμούριζε μόνος του. Έβγαλε την αστυνομική του ταυτότητα και, πν ίγοντας έν α χασμου ρητό, είπε: «Αστυνόμος Μπανάσακ. Αποδώ ο βοηθός αστυνόμος της Δί ω ξης Εγκλή ματος της αστυνομίας του Μπρέσλαου Κλάους Ούμπερ βεγκ. Γνωρίζατε κάποιαν Άννα Σλόσαρτσικ από το Ράβιτς;». «Όχι.. . όχι, δεν ... πού ... ;» Ο έμπορος έριξε μια γρήγορη ματιά στην ταμ ία, που είχε αρχίσει ξαφνικά να μετράει σε πολύ αργό ρυθ μό. « Π ά με καλύτερα στο διαμέρισμά μου. ·Εχει πολλή φασαρία εδώ». Το διαμέρισμα ήταν μεγάλο και άνετο. Μπή καν, μέσω του κατα στήματος, σε μια κουζ ίνα. Δύ ο υπηρ έτριες έριξαν λιγωμένες ματιές στον νεαρό άντρα που του έλειπε ύπνος· το άγριο βλέ μμα του αφε ντικο ύ τους τις έκανε να σκ ύψουν και πάλι στην παχουλή χήνα που ξεπουπούλιαζαν. Τα βή ματα των τρι ών αντρών αντηχούσαν στο πλακόστρωτο δάπεδο. Ο έμπορος κάλεσε τους αστυνομικούς να περάσουν στη βιβλιοθή κη, όπου γυάλι ζαν δεκάδες δερμάτινες ρά χες ανέγγιχτων βιβλίων, και όπου βαθιές πράσινες πολυθρόνες άπλωναν προκλητικά τις μαλακές κοιλιές τους κάτω από ένα ψηλό φοινικοειδές. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε με το αεράκι η γλυ κερή, εμετική μυρωδιά ενός κοντινού σφαγε ίου. Ο Μιέτσισλαβ Άν βαλντ δεν περίμενε να επαναλάβει ο Μπανάσακ την ερώτησή του. « Ναι, γνωρίζω την Άννα Σλόσαρτσικ». «Μ ιλάτε γερμανικά;» Η πίπα του αστυνομικού ε ίχε στομώσει. [251]
«Ναι». «Μ ήπως θα μπορούσαμε να το γυρίσουμε στα γερμανικό; Θα κερδίσουμε χρόνο, γιατί ο βοηθός αστυνόμος Ού μπερβεγκ δεν μι λόει πολωνικό». «Βεβαίως». Ο Μπανόσακ κατόφερε επιτέλους να ανόψει καλό την πίπα του, και το δωμότιο γέμισε από αρωματικό καπνό. «Για να είμαστε ακριβείς, κύριε Άνβαλντ ... γνωρίζατε την Άννα Σλόσαρτσικ. Χτες το πρωί η φίλη σας δολοφονήθη κε». Το πρόσωπο του Μ ιέτσισλαβ Άνβαλντ παραμορφώθη κε από ένα μορφασμό πόνου. Δεν υπή ρξε καμιό λεκτική αντίδραση . Ο Χέρμπερτ Άνβ αλντ σταμότησε να επαναλαμβόνει το νοερό τροπό ρι του και όρχισε να κόνει ερωτήσεις: « Κύριε Άνβαλντ, εσείς πήγατε τον νόθο γιο της Άννα Σλόσαρ τσικ στο ορφανοτροφείο στο Βερολίνο;». Ο έμπορος δεν απόντησε. Ο Μπανόσακ μετακινήθηκε νευρικό στην πολυθρόνα του και είπε στα πολωνικό: « Καλέ μου όνθρωπε, αν θέλεις να μόθει η οικογένειό σου για το ρομόντσο σου με μιαν ανυπόληmη γυναίκα, αν θέλεις VQ βγεις από το μαγαζί σου με συνοδεία δύο ένστολους αστυνομικούς που θ α σε πόνε στο τμή μα, τότε μπορείς να επιμείνεις στη σιωπή σου». Ο ο ικοδεσπότης κοίταξε τον αξύριστο αστυνομικό με φλογισμένα μότια και απόντησε στα γερμανικό με σιλεσιανή προφορό: « Ναι, εγώ πήγα το παιδί στο ορφανοτροφείο στο Βερολίνο». «Γιατί το κόνατε αυτό;» « Η Άννα μού το ζήτησε. Γιατί δεν μπορούσε να αποχωριστεί η ίδια το παιδί». «Γιατί έπρεπε να το αποχωριστεί;» ί 252]
«Αγαπητέ ... αστυνόμε». Ο Μπανόσακ μόζεψε τη γλώσσα του την τελευταlα στιγμή, πάνω που ήταν έτοιμος να πει «Αγαπητέ Άν βαλντ». Θύμωσε με τον εαυτό του που είχε συμφωνήσει με την πε ρ lεργη απα ίτηση του αστυνομικού να τον συστήσει με ψεύτικο όνομα. « Να με συγχωρείτε, αλλό αυτή η ερώτηση είναι άσχετη με την υπόθεσή μας. n ρώτον, θα έπρεπε να την απευθύνετε στο θύμα · δεύτερον, η απόντηση δεν πρόκειται να μας δώσει το ζητούμενο - τη διεύθυνση του γιου». « Εγώ όμως δεν προτίθεμαι να έρθω ξανό στο nότσναν για να ρωτήσω κάτι που εσείς δεν με αφήσατε να ρωτήσω». Ο Χέρ μπερτ Άνβαλντ εξέτασε τα βιβλία πίσω από το κίτρινο τζόμι, θαυμόζοντας τη μεγόλη συλλογή μεταφρασμένης αρχαΙας ελληνικής λογοτεχν Ιας. ·Ενας στίχος του χορού από τον Ο ιδίποδα
Τύραννο αντήχησε σαν βροντερή φωνή μέσα στο κεφάλι του: «Σ ' εμός ετούτα, βασιλιό, φέρνουν μεγόλο φόβο. Μα ώσπου να μάθεις την αλήθεια από το μάρτυρα κράτησε την ελπίδα». «Ήταν πολύ νέα. Ήθελε να παντρευτεί». «Σε ποιο ορφανοτροφείο πήγατε το παιδί;» «Δεν ξέρω. ΣΙγουρα σε καθολικό». «nώ ς γίνεται να μην ξέρετε; Ήσασταν ή όχι στο Βερολίνο; n ήγα τε εκεί τυχαία με το παιδί, χωρίς να ξέρετε πού θα το αφήσετε; nώς ξέρατε αν θα το έπαιρναν οπουδήποτε;» «Δύο καλόγριες περίμεναν το παιδί στο σταθμό. Είχε αποφασι στεί από την οικογένεια του πατέρα». «nOIQ οικογένεια; "Ονομα!» «Δεν ξέρω. Η Άννα το κρότησε μυστικό και δεν το είπε ποτέ σε κανέναν. n ιστεύω ότι ανταμείφθη κε γενναιόδωρα για τη σιωπή τη ς». [253]
«Είχε αποφασιστεί τίποτ' άλλο;» «Να ι Η οικογένεια είχε πλη ρώσει προκαταβολικά για να φοιτή σει το αγόρι σε γυμνάσιο». Ο Χέρμπερτ Άνβαλντ ένιωσε ξαφνικά έναν δυνατό σπασμό πό νου στο στήθος του. Σηκώθη κε, βη μάτισε αργά γύρω στο δωμάτιο και αποφάσισε να σταματήσει τον πόνο με τη βοήθεια της ίδιας της αιτίας του. Έτσι άναψε τσιγάρο. Το αποτέλεσμα ήταν να τον πιάσει ένας άγριος ξερόβηχας. Όταν του πέρασε, απήγγειλε Σοφοκλ ή : «"Σ' εμάς ετούτα, βασιλιά, φέρνουν μεγάλο φόβο. Μα ώσπου να μάθεις την αλήθεια από το μάρτυρα κράτησε την ελπίδα"». «Συγγνώμη;» είπαν ταυτόχρονα ο Μ ιέτσισλαβ Άνβαλντ και ο Μπανάσακ, κοιτάζοντας τον αστυνομικό από το Μπρέσλαου σαν να ήταν τρελός. Αυτός πλησίασε την πολυθρόνα του Μ ιέτσισλαβ Άνβαλντ και του ψιθύρισε: «Τι όνομα είχαν δώσει στο παιδί;». « Εμείς το βαφτίσαμε, στο Οστρόφ. Ο καλός ιερέας δέχτη κε το λόγο μας ότι ή μασταν παντρεμένοΙ. Ζήτησε να δει μόνο το διαβα τήριό μου. Οι νονοί ήταν δυο τυχαίοι άγνωστοι που είχαν πληρωθεί γι ' αυτόν το σκοπό». «Πες μου, να πάρει η οργή, ποιο ήταν το όνομα του παιδιού !» «Το ίδιο με το δικό μου: Άνβαλντ. Το βαφτίσαμε Χέρμπερτ».
Πότσναν, 17 l ουλίου 1934 Δύο το μεσημέρι Ο Χέρμπερτ Άνβ αλντ είχε βολευτεί αναπαυτικά στον λουσάτο καί254]
ναπέ του σαλονιού στο βαγόνι της πρώτης θέσης. Διάβαζε Οιδ ίποδα
Τύραννο και δεν έδινε απολύτως καμιά σημασία στο πλήθος που γέμιζε την αποβάθρα του Πότσναν. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο εισπρά κτορας και ρώτησε ευγενικά τι θα ήθελε να φάει ο κύριος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από το α ρχα ίο ελληνικό κείμενο, ο Άνβαλντ παράγγειλε χοιρινό κότσι και ένα μπουκάλι πολωνική βότκα ΒaCΖΥήskί. Ο εισπράκτορας υποκλί θηκε και αποχώρησε. Το τρένο για το Μπρέσλαου ξεκίνησε. Ο Άνβαλντ σηκώθηκε και στάθη κε μπροστά στον καθρέφτη. «Τα βγάζω πέρα μια χαρά με τα λεφτά που παίρνω. Αλλά στα κομμάτια να πάεΙ. Το ξέρεις» είπε στο είδωλό του «ότι ο μπαμπάς μου έχει πολλά λεφτά; Και είναι πολύ κ αλ ός. Πλήρωσε για να πάω στο καλύτερο γυμνάσιο του Βερολίνου που ειδικεύεται στους κλα σικο ύς». Βολεύτηκε πάλι στον καναπέ και σκέπασε το πρόσωπό του με το ανοιχτό βιβλίο. Ρούφηξε με ηδονική ευχαρίστηση την αχνή μυ ρωδιά από το μελάνι του τυπογραφε ίου. Έκλεισε τα μάτια μήπως κι έτσι μπορέσει να φέρει πιο εύκολα στο νου του το θολό μέλλον, μια εικόνα που χτυπούσε επίμονα την πόρτα του συνειδητού του, πη δώντας πεισματικά σαν φωτογραφία σε στερεοσκόπιο που δεν λέει να γλιστρήσει σωστά στο κάδρο της. Ήταν μια από κείνες τις στιγ μές που το βουητό στ ' αυτιά του και η ελαφριά ζάλη προανάγγελ λαν μια επιφοίτηση, ένα προφητικό όνειρο, μια αστραπή μαντικής ικανότητα<;, μια μεταμόρφωση σε σαμάνο. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω το εστιατόριο με ενδιαφέρον. Ένιωσε έναν τσουχτε ρό πόνο. Οι πληγές του από τα τσιμπή ματα της σφή κας τον πονού σαν. Ο χοντρός παντοπώλης με τη βρόμικη ποδιά γέλασε καθώς του έδ ινε μια χούφτα φλούδες από κρεμμύδια. Και συνέχισε να χα[255 ]
μογελόει Γουρούνι, του φώναξε ο Άνβαλντ, ο μπαμπάς μου θα σε σκοτώσει Ο παντοπώλης όρμησε πάνω από τον πάγκο του προς το αγό ρι, κι αυτό κρύφτη κε πίσω από το δάσκαλό του, που μόλις είχε μπει στο μαγαζί. (Κύρ ιε, σας παρακαλώ, κοιτάξτε τον πύργο που
έφτια ξα με τα τουβλάκια. Να ι, Χέρμπερτ, έφτια ξες έναν πολύ ωρα (ο πύργο. Ο δάσκαλος τον χτύπησε καλοσυνάτα στον ώμο. Ξα νά. Και ξανά.) «Ορίστε, κύριε, η βότκα σας και το φαγητό σας». Ο Άνβαλντ π έταξε δίπλα το βιβλίο, ανακάθισε, ξεβούλωσε το μπουκάλι Ανατρίχιασε: Ένα παιδί φώναζε δυνατά. Ο μικρός Κλάους στο πάρκο Βάστεϊχ, σαν αναποδογυρισμ ένη δηλητηριασμένη κα τσαρίδα, χτυπούσε χέρια και πόδια στο χώμα ... «Δεν είναι αυτός ο μπαμπάς μου!» Ρυθμικό μουγκρητό από τροχούς τρένου. ·Επνιξε τις τσιρίδες του Κλάους. Ο Άνβαλντ σή κωσε το μπουκάλι Το καυτε ρό υγρό επέδρασε σχεδόν ακαριαία στο άδειο στομάχι του, καθά ρισε το μυαλό του, η ρέ μησε τα νε ύ ρα του. Ο αστυνομικός Άνβαλντ δάγκωσε με απόλαυση το ρόδινο κρέας. ·Επειτα από λίγα λεπτά στο πιάτο του είχε απομείνει μόνο ένα χοντρό κόκαλο. Τεντώθη κε ανα παυτικά στον καναπέ του. Το αλκοόλ έπλασε στο μυαλό του μια εικόνα - ένα σκιερό, βαθυπράσινο δάσος, και τις καμπουριασμένες φιγούρες των εκδιωγμένων παιδιών του Σουτίν. Δεν είναι όλα εκ διωγμένα, εξήγησε στον εαυτό του. Αυτό τον μικρό Πολωνό από το τρένο για το Ράβιτι;, για παράδειγμα, δεν θα τον εκδιώξει ποτέ κα νε ί ς πουθενά. Κι εσύ Πολωνός είσαι Η μητέρα σου ήταν Π ολωνή. Ανακάθισε και ήπιε δύο ποτήρια βότκα το ένα μετά το άλλο. Το μπουκάλι άδειασε. (Η καυτή άμμος της ερήμου κατακάθεται στο πέ
τρινο δάπεδο. Στον ερειπωμένο τάφο εισβ άλλει ένας μαλλι αρός τρά γος. 7χνη από οπλές πάνω στην άμμο. Ο άνεμος μπάζει την άμμο από [256]
τις ακανόνιστες ρωγμές στους το ίχους. Από την οροφή πέφτουν μι κρο ί, αεικίνητοι σκορπιο Ι Τον κυ κλ ώνουν και υ ψώ νουν τις δηλητη ριώδεις κοιλιές τους. Ο Έμπερχαρντ Μοκ τούς ποδοπατάει μεθοδικά. θα πεθάνω κι εγώ έτσι όπως πέθανε η αδερφή μου. Σοφοκλ ής: « Μακά ρι, δ ύστυχε, να μην μά θεις ποιος ε(σαι». )
[ 257]
χιν
Μπρέσλαου, Τ ρίτπ 17 l ουλίου 1934 Εφτά το Βράδυ Ο Έμπερχαρντ Μοκ βρισκόταν στο διαμέρισμά του στη Ρέντιγκερ Πλατζ, γυμνός από τη μέση και πάνω, και ξεκουραζόταν έπειτα από μια πολύ δύσκολη και εξουθενωτική για τα νεύρα του μέρα. Άνοιξε τη σκακι έ ρα, έ στησε τα πιόνια και προσπάθησε να βυθιστεί στις
Σκακιστικές παγίδες του Ούμπερμπραντ. Ανέλυε μια εξαιρετικά αρι στοτεχνική παρτίδα. Όπως συνήθως, έβαλε τον εαυτό του στη θέ ση του αμυνόμενου και, προς μεγάλη του ικανοποΙηση, βρήκε μια λύση που οδηγούσε σε πατ. Κοίταξε πάλι τη σκακιέρα και, στη θέση του λευκού βασιλιά, που ναι μεν δεν ήταν καταδικασμένος σε ρουά, αλλό δεν μπορούσε και να κινηθε ί, είδε τον εαυτό του, το διευθυντή της Δίωξης Εγκλή ματος Έμπερχαρντ Μοκ. Είχε υποχω ρήσει απειλού μενος από το μαύ ρο άλογο, που είχε το πρόσωπο του Ολιβιέ φον ντερ Μάλτεν, και τη μαύρη βασίλισσα, που έμοιαζε με τον αρχηγό της Γκεστάπο Έριχ Κράους. Ο λευκός αξιωματικός, που έμοιαζε με τον Σμόλορτς, στεκόταν άχρηστος σε μια γωνιά της σκακιέρας, και η λευκή βασίλισσα, ο Άνβαλντ, ήταν παραπεταμέ νος κάπου πάνω στο γραφείο του, μακριά από τη σκακιέρα. Ο Μοκ δεν απάντησε στο τηλέφωνο που χτύπησε επίμονα για τέταρτη ήδη φορά εκείνο το βράδυ. Περίμενε ότι θα άκουγε την ψυχρή φω νή του βαρόνου να τον καλεί στο σπίτι του για να του δώσει αναφο ρά. Τι να έλεγε στον Φον ντερ Μάλτεν; Ότι ο Άνβαλντ είχε εξαφανι στεί ποιος ξέρει πού; Ότι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και ο καινούρ [258]
γιος του ένοικος είχαν μπει στο διαμέρισμα του Μάας και είχαν βρει εκε ί τον Σμόλορτς; Ναι, φυσικά, θα μπορούσε να του πει ότι ε ίχαν ανακαλύψει την ταυτότητα του δολοφόνου. Αλλό πού ήταν ο δολοφόνος; Στο Μπρέσλαου; Στη Γερμανία; Ή μήπως στα βουνά το υ Κουρδιστάν; Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Ο Μοκ μέτρησε τα κουδουνίσματα. Δώδεκα. Ση κώθη κε και διέσχισε το δωμάτιο. Το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπάει. Την ίδια στιγμή ο Μοκ άρπαξε το ακουστικό. Θυμήθη κε τον κανόνα του XάρvτενμΠOυργK για τα τη λεφωνή ματα: Περίμενε μέχρι και το δωδέκατο χτύπ η μα. Π ήγε στην κουζίνα και πήρε ένα παστό λουκάνικο. Ήταν η μέρα που ο υπη ρ έτης του είχε ρεπό. Έκοψε με τα δόντ ια του ένα μεγάλο κομ μάτι, κι ύστερα έφαγε μια κουταλιά καυτερό ραπανάκι. Ενώ μασού σε και τα μάτια του δάκρυζαν ανεξέλεγκτα -το ραπανάκι ήταν πο λύ καυτερό-, σκεφτόταν τον νεαρό Βερολινέζο που, μετά τον εξευ τελισμό και το ξυλοκόπημα στα κελιά της Γκεστάπο, είχε υποκύψει στις απειλές των βασανιστών του και είχε εγκαταλείψει αυτήν τη διαβολική πόλη, που έβραζε από οργή . Το τη λέφωνο ξαναχτύπη σε. (Πού να βρίσκεται ο Ά νβαλντ;) Δ εύτερο κουδούνισμα. (Θα τον
περ ιποιηθώ κάποια στιγμή αυτό τον καταραμένο τον Φόρστερ.η Τρί το. (Κουρέλ ια έγιναν τα νεύρα μου σήμερα, και στην ουσία δεν έβγαλα
τίποτα.) Τέταρτο . (Ακριβώς γι ' αυτό . ) Π έμπτο. (ΚρΙμα για τον Ά νβαλντ. Θα ήταν καλό να έχω έναν σαν κι αυτόν στην υπηρεσία μου. ) Έκτο. (Πολύ κρίμα, είχε πιαστείκι αυτός σε μια «μέΥΥενη » .) Έβδομο. (Να πάω σε μια πουτάνα - μόνο αυτό θα με ηρεμήσει.) Όγδοο. (Δεν μπορώ να ση κώσω το τηλέφωνο με το στόμα γεμάτο. ) Ένατο. (Να ι, θα τηλεφω νήσω στη Μαντάμ. ) Δέκατο. (Λες να εΙναι ο Φον Χάρ ντενμπουργκ;) Το τηλέ φωνο χτύπησε για ενδέκατη φορά. Ο Μοκ όρμησε στο χολ και σή κωσε το ακουστικό αμέσως μετά το δωδέκατο κουδούνισμα. [259]
Στο αυτί του έφτασε ένα μεθυσμένο παραμιλητό. Διέκοψε σε αυ στηρό τόνο το χείμαρρο από ακατάληmες δικαιολογίες. «Πού είσαι, Άνβαλντ;» «Στο σταθμό». «Περίμενέ με στην αποβάθρα 1 . Έρχομαι να σε πάρω αμέσως. Επανάλαβε: Σε ποια αποβάθρα;» «Αποβάααθρα ... 1 ». ***
Ο Μοκ δεν βρήκε τον Άνβαλντ στην αποβάθρα 1 , ούτε σε καμιάν άλλη αποβάθρα του σταθμού. Ακολουθώντας το ένστικτό του, πή γε κατευθείαν στο αστυνομικό τμήμα του Μπάνσουτς. Μέσα σ' ένα από τα κελιά ήταν πεσμένος ο Άνβαλντ και ροχάλιζε του καλού και ρού. Δυνατά. Ο Μοκ έδειξε την ταυτότητά του στον κατάπλη κτο αστυνομικό υπη ρεσίας και ζήτησε ευγενικά τη βοήθειά του. Αμέ σως ο αστυνομικός φώνα ξε μερικές ξερέ ς εντολέ ς στους άντρες του, και εκείνοι έπιασαν τον μεθυσμ ένο από τι ς μασχάλες και τον κουβάλησαν μέχρι έξω, στο μαύ ρο Άντλερ. Ο Μοκ ευχαρίστησε τον ε ξυπ η ρετικό αστυνομικό και τους συναδέλφους του, έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο, και έπειτα από ένα τέταρτο της ώρας ήταν πίσω στη ΡΈVΤιγKερ Πλατς. Όλα τα παγκάκια τη ς πλατείας ήταν κα τειλημμένα. Οι άνθρωποι που ξεκουράζονταν εκεί μετά τη ζέστη τη ς μέρας παρακολούθησαν με έκπληξη και απορία τον κοντόχο ντρο κύριο με την ευτραφή κοιλίτσα να τραβάει ένα ακίνητο σώμα από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του. «ΕΙναι τύφλα στο μεθύσι» είπε γελώντας ένας περαστικό ς νεαρός. Ο Μοκ έβγαλε το λερωμένο από του ς εμετού ς σακάκι του μεθυ σμένου, το έκανε κουβάρι και το πέτα ξε στο μπροστινό κάθισμα [260]
το υ αυτοκινήτου. ·Επειτα σή κωσε το αριστερό χέρι του αναίσθητου άντρα, το πέρασε πάνω από το δικό του ιδρω μένο σβέρκο, τον αγκάλιασε με το δεξί του από τη μέση και, κάτω από τα χλευαστικά βλέμματα των αργόσχολων, τον έσυρε στο χολ της εισόδου. Ο θυ ρωρός, έτσι, για να τον εκνευρίσει, δεν φαινόταν πουθενά. «Μπαίνει όποιος θέλει εδώ μέσα, κι αυτός ο ηλίθιος είναι στου Κολ και πίνει μπίρες» μουρμούρισε φουρκισμένος. Άρχισε να ανεβαίνει σκαλί σκαλΙ Το μάγουλό του τριβόταν πά νω στο β ρόμικο, ιδρωμένο πουκάμισο του Άνβαλντ. Κάθε τόσο ανατρίχιαζε σύγκορμος, καθώς τον τύλιγε σαν σύννεφο η ξινή ανά σα του μεθυσμένου. Έκανε στάση σε όλα τα κεφαλόσκαλα και βλα στη μούσε σαν καροτσιέρ η ς, αδιαφορώντας για τους γείτονες. Ένας απ ' αυτούς, ο δικηγόρος Φριτς Πατσκόφσκι, που έβγαζε βόλ τα το σκύλο του, κοκάλωσε εμβρόντητος, και ο μεγαλόσωμος Πο μερανός κόντεψε να σπάσει το λουρί του. Ο Μοκ έριξε ένα εχθρικό βλέμμα στο γείτονα και δεν απάντησε στην υπεροπτική καλησπέ ρα του. Έφτασε επιτέλους στην πόρτα του και έστησε τον Άνβαλντ στον τοίχο. Με το ένα χ έ ρι τον κρατούσε να μην πέσει, και με το άλλ ο πάλευε να ξεκλειδώσει την πόρτα. Ένα λεπτό αργότερα βρί σκονταν και οι δύο μέσα στο διαμ έ ρισμα. Ο Άνβαλντ ήταν πεσμέ νος στο πάτωμα, στο χολ. Ο Μοκ είχε καθίσει στο μαονένιο τραπέζι τουαλέτας και βαριανάσαινε. Έκλεισε την πόρτα και κάπνισε ή ρε μα ένα τσιγάρο. Έπειτα βούτηξε τον Άνβαλντ απ ' το γιακά και τον έσυρε μέχρι το σαλόνι Εκεί τον έπιασε από τις μασχάλες, τον ανα σή κωσε, τον ξάπλωσε στη χαμηλή σεζ λOVΓK και έψαξε όλες τις τσέπες του. Τίποτα. (Κάπο ι ος πορτοφολάς τον έχε ι ξαφρίσει ήδη. ) Του έλυσε τη γραβάτα, του ξεκούμπωσε το πουκάμισο, του έβγαλε τα παπούτσια. Τα ρούχα του Άνβαλντ ήταν σε άθλια κατάσταση, [261]
γεμότα λαδιές και στόχτες. Στα ρουφηγμένα μόγουλό του απλώνο νταν σαν σκιό γένια δύο η μερών. Ο Μοκ παρατήρησε για λίγο τον υφιστόμενό του κι ύστερα πήγε στην κουζίνα, όπου όρχισε να κοι τόζει ένα ένα τα πρόσινα βόζα στο πιο ψηλό ρόφι. Το κόθε βόζο είχε από ένα χόρτινο καπόκι στερεωμένο μ ' ένα λεmό λόστιχο. Τε λικό διόλεξε ένα που περιείχε αποξηραμένα φύλλα μέντας. Έριξε δυο χούφτες σε μια πήλινη κανότα, κι έπειτα, με αρκετή δυσκολία, όναψε τη φωτιό στη μασίνα. Π όλεψε κόμποσο μέχρι να βρει το σω στό μότι και, όταν το βρή κε, ακού μπησε πόνω του ένα γυαλιστερό, εμαγιέ τσαγιερό. Μ ην ξέροντας έπειτα πώς να σβήσει τη φωτιό, έριξε πόνω της νερό από τη βρύση. Κατόπιν έκανε ένα κρύο μπό νιο και φόρεσε μόνο τη ρόμπα του. Κόθισε στο γραφείο του, όναψε ένα χοντρό τουρκικό πούρο -απ' αυτό που είχε φυλαγμένα για ει δικές περιστόσεις- και κοίταξε τη σκακιέρα. Ο βασιλιός-Έμπερ χαρντ Μοκ εξακολουθούσε να είναι ακινητοποιη μ ένος σε πατ. Τον απειλούσαν ακόμη το όλογο-Φον ντερ Μόλτεν και η βασiλισσα Κρόους. Τώρα όμως έμπαινε στη σκακιέρα και η λευκή βασίλισσα Άνβαλντ -ανακτημένη από κόπου- για να βοηθήσει το βασιλιό.
Μπρέσλαου, Τ ετάρτπ 18 l ουλίου 1934 Οχτώ το πρωί Ο Άνβαλντ όνοιξε τα πρησμένα μότια του και το πρώτο πρόγμα που είδε ήταν μια κανότα κι ένα ποτήρι πόνω στο τραπεζόκι. Με τρεμόμενα χέρια γέμισε το ποτή ρι με τσόι μέντας και το έφερε στο στόμα του. « Να σου φέρω ένα μαχαίρι να ξεκολλήσεις τα χείλη σου;» Ο [262]
Μοκ έδενε τη γραβότα του, σκορπίζοντας γύρω το πιπερότο όρω μα μιας ακριβής κολόνιας και χαμογελώντας καλοδιόθετα. «Ξέρεις, δεν είμαι έξω φρενών μαζί σου. Γιατί πώς να εξοργιστείς με κόποιον που τον έχεις μόλις ξαναβρεί ως διό μαγείας Κλικ. Ο Άνβαλντ τη μια στιγμή είναι εδώ, την όλλη χόνεταl. Κλικ. Ν α σου πόλι εδώ ο Άνβαλντ». Ο Μοκ σταμότησε να χαμογελόεl. «Κόνε μου ναι με το κεφόλι αν είχες σοβαρό λόγο που εξαφανίστη κες». Ο Άνβαλντ ένευσε καταφατικό. Π υροτεχνή ματα έσκασαν μέσα στο κεφόλι του. Έβαλε να πιει ακόμα ένα ποτή ρι μέντα. Ο Μοκ είχε σταθεί με τα πόδια ανοιχτό και παρατη ρούσε το βοηθό του να ξυ ΠVόει μετό το μεθύσΙ. Έπλεξε τα χέρια του και όρχισε να στρ ιφογυ ρίζει τους αντίχειρες. «Μόλιστα. Απ' ό,τι βλέπω, έχεις διόθεση να πιεις κότl. Που ση μαίνει ότι δεν θα ξερόσεις όλλο. Σου έχω ετοιμόσει ένα μπόνιο. Μέ σα στο λουτρό θα βρεις ένα δικό μου πουκόμισο και το κοστού μι σου πλυ μένο και σιδερωμένο. Του έδωσες και κατόλαβε χτες. Πλή ρωσα τα μαλλιό της κεφαλής μου στη γυναίκα του θυρωρού για τον κόπο της. Της πήρε τη μισή νύχτα να το καθαρίσεΙ. Έπλυνε και τα παπούτσια σου. Θα μου επιστρέψεις τα χρή ματα όταν πληρω θείς ξανό. Κόποιος σου έκλεψε το πορτοφόλι χτες. Επίσης φρόντι σε να ξυριστείς, φαίνεσαι σαν αλκοολικός αλήτης. Χρησιμοποίησε το ξυρόφι μου». Ο Μοκ μιλούσε κοφτό και κατηγορη ματικό. «Και τώρα όκουσέ με. Σε τρία τέταρτα από τώρα θα βρίσκεσαι εδώ και θα μου πεις τις περιπέτειές σου. Εν συντομία και με σαφήνεια. Μετό θα πόμε στην εκκλησία του Ιωόννη του Βαmιστή. Στις εννιό και τέ ταρτο θα μας περιμένει εκεί ο δόκτωρ Λέο XόΡΤVερ». ***
[263]
Κάθονταν στο δροσερό μισοσκόταδο. Το πολύχρωμο φίλτρο των βιτρό δεν άφηνε να μπει μέσα ο άγριος, επιθετικός ήλιος οι πέτρι νοι τοίχοι έπνιγαν τη βουή και το θόρυβο της πόλης που έλιωνε από τη ζέστη. Πέτρινες κοιμώμενες πριγκίπισσες της Σιλεσίας ανα παύονταν σε βαθ ιές, σιωπηλές κόγχες · λατινικά επιγράμματα στους τοίχους προέτρεπαν σε διαλογισμό περί της αιωνιότητας. Το ρολόι του Μοκ έδειχνε εννιά και είκοσι Είχαν καθίσει στην πρώτη σειρά, όπως ήταν συ μφωνη μένο, και περίμεναν να έρθει ο Χάρ τνερ. Αντί γι ' αυτόν, τους πλησίασε ένας κοντόσωμος ιερέας με στρατιωτικό κούρεμα και γυαλιά με λεπτό, αση μένιο σκελετό. Χω ρίς να πει λέξη, έδωσε στον Μοκ ένα φάκελο, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Ο Άνβαλντ πήγε να τον ακολουθήσει, αλλά ο Μοκ τον συ γκράτησε. ·Εβγαλε από το φάκελο ένα δακτυλογραφη μένο γράμμα και το πέρασε στο βοηθό του. «Διάβασε εσύ. Εγώ δεν βλέπω καλά μ ' αυτό το φως, και δεν θέ λω με τίποτα να βγούμε έξω σ' αυτή την καταραμένη ζέστη ». Λέγοντας α υτά, ο Μο κ συνειδητοπο ίη σε ότι μ ιλούσε πλέον στον ενικό με το γιο του βαρόνου Φον ντερ Μάλτεν. (Αφού μιλούσα
στη Μαριέτα στον Ενι κό, μπορώ να κάνω το ίδ ι ο και μ ' αυτόν.) Ο Άνβαλντ κοίταξε το επιστολόχαρτο με το ανάγλυφο χρυσό οικόσημο της Π ανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης στην κορυφή της σε λίδας, και αποκάτω τους κομψούς χαρακτή ρες της γραφομηχανής του διευθυντή . Αγαπητέ εξοχότατε, Ζητώ συγγνώμη που δεν θα μπορέσω να παρευρεθώ σTC συμφωνη μένο ραντεβού μας, αλλά οικογενειακοί λόγοι με ανά· γκασαν να φύγω εκτάκτως χτες βράδυ. Σας τηλεφώνησα αρκε [264]
τές φορές, αλλό λείπατε. Έτσι απευθύνομαι στην εξοχότητό σα ς μέσω αυτής της επιστολής, επειδή έχω αρ κετό ση μαντικό πρόγματα να σας μεταφέρω. Ολα όσα πρόκειται να σας πω βα σίζονται στο εξαίρετο βιβλίο του Ζαν Μποϊέ Ο ι Υεζίτες, το οποίο εκδόθηκε πριν από δέκα χρόνια στο Παρίσl. Ο συγγραφέας, πο λύ γνωστός γόλλος εθνογρόφος και ταξιδευτής, έμεινε τέσσε ρα χρόνια κοντό στους γεζίτες. Κέρδισε τη συμπόθεια και το σεβασμό τους σε τέτοιο βαθμό, που του επέτρεψαν να παρα στεί σε μερικές από τις ιεροτελεστίες τους. Ανόμεσα στις πολ λές ενδιαφέρουσες περιγραφές του θρησκευτικού λατρευτι κού αυτής της μυστικής αίρεσης, μία είναι ιδιαίτερα ση μαντική. Ο συγγραφέας μας έμεινε για ένα διόστημα κόπου στην έρημο (δεν λέει πού ακριβώς) μαζί με αρκετούς γέροντες γεζίτες. Εκεί επισκέφτη καν ένα γέρο ερημίτη που κατοικούσε μέσα σ' ένα σπήλαιο. Ο γέρος αυτός ερη μίτης συχνό εκτελούσε ένα χορό και έπεφτε σε έκταση, όπως οι τούρκοι δερβίσηδες. Στην κατό σταση αυτή απόγγελλε προφητείες σε μια ακατόληmη γλώσ σα . Ο Μποϊέ για πολύ καιρό παρακαλούσε τους γεζίτες να του εξηγήσουν τις προφητικές κραυγές. Στο τέλος εκείνοι δέχτη καν. Ο ερημίτης ισχυριζόταν ότι η ώρα της εκδίκησης για τα δολοφονημένα παιδιό του Αλ Σόουσl είχε φτόσεl. Ο Μποϊέ, όρl στος γνώστης της ιστορίας των γεζιτών, ήξερε ότι τα παιδιό αυ τό είχαν πεθόνεl κόπου στα τέλη του 1 20υ με αρχές του 1 30υ αιώνα. Επομένως ένιωσε έκπληξη που οι ορκισμένοι αυτοί εκδι κητές περίμεναν τόσο πολύ καιρό για να εκτελέσουν το ιερό καθή κον τους. Οι γεζίτες τότε του εξήγησαν ότι, σύ μφωνα με τους νόμους τους, η εκδίκηση ισχύει μόνο όταν μιμείται με από λυτη ακρίβεια το έγκλη μα το οποίο ξεπλη ρώνεΙ. Δηλαδή, αν κό[ 265]
ποιου του βγόλουν το μότι με στιλέτο, τότε ο εκδικητής του πρέπει να προβεί στην ίδια βόρβαρη πρόξη σε βόρος του δρό στη ή των απογόνων του, και μόλιστα όχι με οποιοδήποτε μα χαίρι, αλλό αποκλειστικό και μόνο με στιλέτο, και συγκεκριμένα -εδώ είναι το καλύτερο- με το ίδιο στιλέτο. Έτσι η εκδίκηση για τα σκοτωμένα παιδιό του Αλ Σόουσι θα ήταν σύ μφωνη με το νόμο τους εόν και μόνο εόν τα παιδιό των απογόνων του δολοφόνου σκοτώνονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η συγκυρία αυτή δεν είχε προκύψει για αιώνες, μέχρι τη στιγμή που ο θεός Μόλεκ Τόους παρουσιόστηκε στον ερημίτη και του ανόγγειλε ότι είχε φτόσει η πολυπόθητη ώρα. Οι γεζίτες τρέφουν βαθύτατο σεβασμό για τους ερημίτες και τους θεω ρούν φύλακες της παρόδοσης. Και η εκδίκηση είναι γι ' αυτούς μια ιερή παρόδοση . ·Ετσι, όταν ο ερημίτης τούς ανακοίνωσε ότι είχε φτόσει η σωστή ώρα, συγκεντρώθη καν και επέλεξαν έναν εκδικητή που στη δεξιό παλόμη του είχε κεντη μένο με τατουόζ το σύμβολο της εκδίκησης. Αν ο εκδικητής αποτύγχανε να εκ πλη ρώσει το καθή κον του, θα τον κρεμούσαν μπροστό στα μό τια όλων. Αυτό από τον Μποϊέ. Αγαπητέ εξοχότατε, είμαι κι εγώ ανίκανος, δυστυχώς, να απαντήσω στο ερώτημα που τόσο πολύ προβλη μότισε τον Ζ αν Μποϊέ. Έψαξα ολόκληρο το γενεαλογικό δέντρο των Φον ντερ Μόλτεν και πιστεύω ότι ξέρω γιατί δεν στόθη κε δυνατόν για τό σους αιώνες οι γεζίτες να πόρουν εκδίκηση. Τον 1 40 αιώνα η γενιό των Φον ντερ Μόλτεν διασπόστη κε σε τρεις κλόδους έναν σιλεσιανό, έναν βαυαρικό και έναν ολλανδικό. Τον 1 80 αιώνα οι δύο τελευταίοι χόθη καν οριστικό. Αλλό και ο κλ όδος της Σιλεσίας δεν ευδοκίμησε - σ' αυτήν τη γνωστή οικογένεια [266]
γαιοκτημόνων γεννιούνταν κυρίως μοναχογιοί, και, σας υπεν θυμίζω, για να ισχύσει η εκδίκηση, θα έπρεπε τα αδέρφια να εί ναι δύο, κόρη και γιος. Σε ολόκληρη την ιστορία της οικογέ νειας αδέρφια διαφορετικο ύ φύλου προέκυψαν μόνο πέντε φορές . Τις δύο το ένα από τα παιδιά πέθανε σε βρεφική ηλικία, τις άλλες δύο τα αγόρια πέθαναν κάτω από άγνωστες συνθή κες . Την τελευταία φορά η θεία του Ολιβιέ φον ντερ Μάλτεν, αδερφή του πατέρα του Ρούπερτ, πέρασε όλη της τη ζωή σε ένα αυστηρά κλειστό, απομονωμένο μοναστήρι' έτσι αποφεύ χθηκε αποτελεσματικά η εκδίκηση στο πρόσωπό της. Αγαπητέ εξοχότατε, σας έγραψα παραπάνω ότι ξέρω γιατί δεν έχει εκπλη ρωθεί ως τώρα η εκδίκηση . Δυστυχώς δεν μπο ρώ να απαντήσω και στο γιατί ο ερη μίτης είδε το όραμα και ανάγγειλε με κάθε επιση μότητα ότι η ώρα της εκδίκησης έχει φτάσει . Ο μόνος εν ζωή αρσενικός απόγονος του Γκόντφριντ φον ντερ Μάλτεν, ο Ολιβιέ, δεν είχε άλλα παιδιά εκτός από τη δύστυχη Μαριέτα . Απ' ό ,τι φαίνεται, ο φριχτός θάνατός της δεν ήταν παρά ένα τραγικό λάθο ι;, μια παρανόηση ενός τρελού γε ρο-σαμάνου, την οποία μάλλον προκάλεσε το χασίσι, που είναι τόσο διαδεδομένο στη χώρα του . Κλείνω τη μακροσκελή επιστολή μου ζητώντας συγγνώμη που δεν πρόλαβα να επαληθεύσω τη μετάφραση του Μάας στις δύο τελευταίες προφητείες του Φριντλέντερ. Στάθη κε αδύνα τον λόγω έλλειψης χρόνου ' με καθυστέρησαν πάρα πολύ η με λέτη της κατάρας των γεζιτών και κάποια οικογενειακά ζητήμα τα τα οποία επέβαλαν και την εσπευσμένη αναχώρησή μου . Ε ιλικρινά δικός σας, δόκτωρ Λέο Χάρτνερ ί267]
Ο Μοκ και ο Άνβαλντ κοίταξαν ο ένας τον όλλο. Ήξεραν πολύ καλό ότι οι προφητείες του ιερού γέρου της ερή μου δεν ήταν οι ασυναρτησίες ενός μαστουρωμένου τρελο-σαμόνου. Βγή καν από την εκκλησία και, χωρίς να ανταλλόξουν λέξη, μπή καν στο Άντλερ, που ήταν παρκαρισμένο στη σκιό μιας πελώριας καστανιός, μιας από τις πολλές που φύτρωναν στην πλατεία μπροστό από τον κα θεδρικό. «Μ ην ανησυχείς, γιε μου». Ο Μοκ κοίταξε τον Άνβαλντ με συ μπόνια. Δεν ήταν μια παραδρομή της γλώσσας. Είχε πει «γιε μου» συνειδητό. Θυμήθη κε το βαρόνο, κρεμασμένο από το παρόθυρο του τρένου, να φωνόζει: «Είναι γιος μου». «Θα σε πόω σπίτι τώρα. Το διαμέρισμό σου δεν είναι ασφαλές. Θα στείλω τον Σμόλορτς να πόρει τα πρόγματό σου. Μείνε στο σπίτι μου, κοιμήσου να ξεκου ραστείς, μην απαντήσεις στο τηλέφωνο και μην ανοίξεις την πόρτα σε κανέναν. Το βρόδυ θα σε πόω κόπου που θα ξεχόσεις και τον πατέρα σου, και όλα τα έντομ α».
[268]
χν
Μηρέσλαου, Τετάρτη 18 lουλίου 1934 Οχτώ το Βράδυ Τις Τετάρτες τα γλέντια στο σαλόνι της Μαντάμ λε Ζ εφ ήταν σε στιλ αρχαίας εποχής. Εκείνο το βράδυ ένας γυμνός σκλόβος, βαμ μένος ολόκλη ρος στο χρώμα του μαονιού, χτύπησε ένα πελώριο γκονγκ, και η αυλαία άνοιξε αποκαλύmοντας στους θεατές το σκηνικ ό - την πρόσοψ η ενός ρωμαϊκού ναού, μπροστά από τον οποίο χόρευαν άντρες και γυναίκες γυ μνοί, μέσα σε μια β ροχή από ροδοπέταλα που έπεφταν αργά από το ταβάνι Αυτό το βακ χικό όργιο -όπου οι χορευτές απλώς μιμούνταν τη συνουσία κράτησε περίπου είκοσι λεπτά, και ακολούθ ησε ένα διάλειμμα ανάλογης διάρκειας. Στο διάστημα αυτό κάποιοι από τους θεατές αποσύρθη καν σε ιδιαίτερα δωμάτια, ενώ άλλοι έπαιρναν δυνάμεις πίνοντας. Μετά το διάλειμμα ο σκλάβος χτύπησε ξανά το γκονγκ και στη σκηνή εμφανίστηκαν « Ρωμαίοι» και « Ρω μαίες» ντυ μένοι με λεmές εσθήτες, τις οποίες έβγαλαν σχεδόν αμέσως. ·Επεσαν κι άλλα ροδοπέταλα, η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική . Αυτήν τη φο ρά το βακχικό όργιο ήταν πραγματικό. ·Επειτα από μισή ώρα ερω τικών παιχνιδιών, οι ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες, αποσύρθη καν από τη σκηνή εξαντλη μένοι, η αίθουσα άδειασε, και στα ιδιαίτερα δωμάτια επικράτησε συνωστισμός. Εκείνο το βράδυ ο Ράινερ φον Χάρντενμπουργκ, ο ·Εμπερχαρντ Μοκ και ο Χέρμπερτ Άνβαλντ κάθονταν σ' ένα μικρό θεωρείο και παρακολούθησαν την εισαγωγή, τη μίμηση ενός βακχικού οργίου, [269]
από ψ ηλό. Με το που ξεκίνησε η παράσταση, ο Άνβαλντ είχε ήδη ερεθιστεί φανερά. Ο Μοκ το πρόσεξε, σηκώθη κε και πήγε στο γρα φείο της Μαντάμ. Αφού τη χαιρέτησε με πολλές διαχύσεις, της πα ρουσίασε το αίτη μά του . Η Μαντάμ συμφώνησε χωρίς δισταγμό και σή κωσε αμέσως το τηλέφωνο. Ο Μοκ επέστρεψε στη θέση του. Ο Άνβαλντ έσκυψε προς το μέρος του και του ψ ιθύρισε: «Πού βρίσκει κανείς το κλειδί για ένα απ' αυτά τα δωμάτια;». Ο Μοκ γέλασε βραχνά. «Περίμενε λίγο. Π ρος τι τόση βιασύνη;» « Κοιτάξτε ... έχουν πάρει τις ομορφότερες». «"Ολ ες είναι όμορφες εδώ. Δες αυτές που έρχονται προς το μέ ρος μας, για παράδειγμα». Δυο κορίτσια με σχολικές ποδιές πλησίαζαν στο τραπέζι τους. Και οι δύο αστυνομικοί τις γνώριζαν καλά. Τα κορίτσια όμως έκαναν πως τους έβλεπαν για πρώτη φορά. Κοίταξαν και οι δύο τον Άνβαλντ με λάγνο βλέμμα. Ύστερα εκείνη που έμοιαζε στην ·Ερνα τον έπιασε από το χέρι και χαμογέλασε. Ο Άνβαλντ σηκώθη κε, αγκάλιασε τις λεπτές μέσες των κοριτσιών, στράφη κε στον Μοκ και του είπε: «Ευχαριστώ». Αποσύ ρ θη καν οι τρεις τους σ' ένα δωμάτιο που στη μέση είχε ένα στρογγυλό τραπέζι και πάνω του μια πανέμορφη σκαλιστή σκακιέρα. Ο Φον Χάρντενμπουργκ, μ ' ένα χαμόγελο όλο νόη μα, έριξε μια ματιά στον Μοκ. Πάντα χαλάρωνε στο σαλόνι της Μαντάμ λε Ζεφ και σταματούσε να είναι τόσο σχολαστικός με τους πληθυντικούς και τους τίτλους. «"Ηξερες τι ήθελε ο νεαρός για να το ευχαριστηθεί. Ποιος είναι;» «Στενός συγγενής μου από το Βερολίνο». [270]
« Θα ακούσουμε λοιπόν τη γνώμη ενός Βερολlνέζου για το καλύτε ρο κλαμπ στο Μπρέσλαου. Ή μόλλον στα περίχωρα του Μπρέσλαου». «Τι να μας πουν οι Βερολlνέζοl; Αυτοί μονίμως μας χλευάζουν. Όχι και ο συγγενής μου όμως. Αυτός έχει πολύ καλούς τρόπους. Ξέρεις, πρέπει να κάνουν κάτι μ ' αυτά τα κόμπλεξ τους. Ειδικά όσοι κατάγονται από το Μπρέσλαου. Γιατί, όπως λέει και η παροιμία, ο αληθινός Βερολινέζος πρέπει να είναι από το Μπρέσλαου». « Ναι Πάρε παράδειγμα τον Κράους». Ο Φον Χάρντενμπουργκ έσιαξε το μονό κλ του. «Έ μεινε δύο χρόνια στο Βερολίνο, και ύστε ρ α, μετά την πτώση των Χάινες, Μπρού κνερ και Π ιόντεκ, ο Φον Βόιρς τον μετέθεσε στο Μπρέσλαου ως διοικητή της Γκεστάπο. Ο Κράους θεώρησε ότι του έδωσε την προαγωγή για να τον βγάλει από τη μέση. Και για να κρύψει την απογοήτευσή του, ο μοχθη ρός και χοντροκέφαλος αγροίκος έγινε ψηλομύτης. Δύο χρόνια Βερο λινέζος και, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, θα κριτικάρει τον επαρ χιωτισμό της Σιλεσίας. Έψαξα και έμαθα ... ξέρεις από πού είναι; Από το Φρανκενστάιν της Κάτω Σιλεσίας». Οι δύο άντρες γέλασαν δυνατά και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. Οι γυναίκες στη σκηνή υποκλίνονταν, χαρίζοντας γενναιόδω ρα τα κόλλη τους στους θεατές. Ο Μοκ έβγαλε ένα πακέτο τουρκικά τσιγάρα και πρόσφερε στον Φον Χάρντενμπουργκ. Ήξερε πως ο διευθυντής της Άμπβερ δεν ήθελε να τον πιέζουν, και ότι θα αποκά λυmε όλες τις πλη ροφορίες που είχε συγκεντρώσει για τον Έρκιν όποτε εκείνος ήθελε και όποια στιγμή τον βόλευε. Ο Μοκ περίμενε να μάθει περισσότερα απ ' όσα είχε συμπεράνει από την επιστολή του Xάρτvερ. Κυρίως ήθελε να μάθει πού βρισκόταν ο Κεμάλ Έρκιν. «Άτομα σαν τον Κράους δεν αντέχουν τους ανθρώπους σαν κι εμάς, αριστοκράτες, με οικογενειακή και πολιτιστική παράδοση» [271]
συνέχισε ο Κράους πάνω στο θέμα της ΣιλεσΙας. «αλους αυτούς τους Φον Σαφγκότσε, τους Φον Κράμερ και τους Φον Ντόρερ σμαρκ. Και προκειμένου να τονώνουν τον εγωισμό τους, χλευά ζουν τους γαιοκτή μονες και τους βαρόνους του άνθρακα αποκα λώντας τους απολιθώματα. Άσ' τους να γελάνε ... » Έπεσε σιωπή . Ο Φον Χάρντενμπουργκ παρακολουθούσε την παράσταση . Ο Μοκ αναρωτήθη κε αν η αποψινή ανάλαφρη βραδιά ήταν μια καλή ευκαιρία για να θίξει πιο ση μαντικά, πρακτικά ζητή ματα. Ύστερα από πολλή σκέψη το αποφάσισε: «Α propos, Ράινερ ... έχω να σου ζητήσω μια χάρη ... ». «·Εμπερχαρντ!» Ο Φον Χάρντενμπουργκ γινόταν όλο και πιο οι κείος. «Ακόμη δεν σου έκανα την πρώτη χάρη που μου ζήτησες, σχετικά με τον Τούρκο- Κούρδο, και μου ζητάς και δεύτερη ... αχι, όχι, αστειεύομαι Συνέχισε». « Κόμη» -ο Μοκ, σε αντί θεση με το συνομιλητή του, έγινε πιο τυπικός- «θα ήθελα να δουλέψω στην Άμπβερ». «Ω! Πώς κι έτσι;» Το μονόκλ του Φον Χάρντενμπουργκ αντανα κλούσε τις λάμψεις των κεριών. «Γιατί η υπη ρεσία μου έχει διαβρωθεί από τους βάρβαρους του Κράους» απάντησε ο Μοκ. «Αυτός ήδη με περιφρονεί, σε λίγο θ' αρχίσει να με διατάζει κιόλας. Θα καταλήξω να είμαι μόνο κατ' όνο μα διευθυντή ς, ένα ανδρείκελο, μια μαρ ιονέτα εξαρτημ ένη από άξεστους αλήτες, από τους βάρβαρους της Γκεστάπο. Κόμη, κατά γομαι από μια φτωχή εργατική οικογένεια του Βάλντενμπουργκ. Παρά την καταγωγή μου όμως, ή Ισως εξαιτίας της, θέλω να εΙμαι i nteger vitae scelerisq ue puru s». *
•
« Άνθρωπος αγνός. από το έγκλ η μα avtγyI)(TOC;», Οράτιος. Ωδές 1, 22, 1. (Σ.τ.Μ.)
[272]
«Ω, Έμπερχαρντ. Παρό την καταγωγή σου, ως προς το πνεύμα είσαι αληθινός αριστοκρότης. Σίγουρα όμως θα έχεις υπό ψη σου ότι, δουλεύοντας για μας, δεν θα είναι πόντα εύ κολο να συμπεριφέ ρεσαι σύ μφωνα με το απόφθεγμα του Ορότιου». «Αγαπητέ μου κόμη, έχασα την παρθενιό μου πριν από πόρα πολλό χρόνια, και δουλεύω για την αστυνομία από το 1 899, με μια μικρή διακοπή κατό τη διόρκεια του πολέμου, που υπη ρέτησα στη Ρωσία. Έχω δει πολλό, αλλό είμαι σίγουρος πως θα συμφωνήσεις μαζί μου ότι όλλο είναι να υπερασπίζεται κανείς την πατρίδα του χρησιμοποιώντας καμιό φορό και μη συμβατικές μεθόδους, και όλλο να είναι βοηθός ενός εκτελεστή». «Αντιλαμβόνεσαι φυσικό» -το μότι σπίθισε πίσω από το μο νόκλ- «ότι δεν θα μπορέσω να σου εξασφαλίσω κόποια ση μαντική θέση». «Θα απαντήσω παραφρόζοντας τη διόσημη ρήση του Ναπο λέοντα: "Καλύτερα δεύτερος, ή και πέμmος ή δέκατος, στο Παρίσι, παρό πρώτος στη Λυόν"». «Δεν σου υπόσχομαι τίποτα αυτήν τη στιγμή». Ο Φον Χόρντεν μπουργκ όρχισε να μελετόει με προσήλωση το μενού. «Δεν εξαρ τόται μόνο από μένα. Λοιπόν, εγώ θα πόρω παϊδ6κια με σόλτσα μανιταριών. Και τώρα το όλλο ζήτη μα. Σου έχω κότι σχετικό με τον Κεμόλ Έρκιν. Π ρώτον, είναι Κούρδος. Κατόγεται από πλούσια οικο γένεια εμπό ρων. Το 1 9 1 3 αποφοίτησε από μια αριστοκρατικ ή στρατιωτική σχολή δοκίμων τ η ς Κωνσταντινούπολης. Α ρίστευσε στις σπουδές του και διακρίθη κε για το ζήλο του στα γερμανικό. Η γλώσσα μας τότε, όπως και σή μερα, ήταν υποχρεωτική σε όλες τις εμπορικές και στρατιωτικές σχολές της Τουρκίας. Στον πόλεμο υπη ρέτησε στα Βαλκόνια και στην Αρμενία. Και εκεί τον περιέβαλ[273]
λε η σκοτεινή φήμη του εκτελεστή και σαδιqτή κατά τη διάρκεια της σφαγής των Αρμενίων. Ο τούρκος πλη ροφοριοδότης μου δεν θέλησε να μου δώσει περισσότερες λεmομέρειες γι' αυτήν τη σκο τεινή σελίδα στη ζωή του ·Ερκιν και στην ιστορία της Τουρκίας. Το 1 92 1 ,
ως νεαρός αξιωματικός των τουρκικών μυστικών υπη ρε
σιών, ο ·Ερκιν στάλθη κε για δύο χρόνια στο Βερολίνο για συμπλη ρωματικές σπουδές. Εκεί έκανε πολλούς φ ίλους. Με την επιστροφή του ανέβηκε ακόμα πιο ψ ηλά στην ιεραρχία της τουρκικής πολιτι κής αστυνομίας. Ξαφνικά το 1 924, παραμονές της προαγωγής του σε διοικητή των δυνάμεων της Σμύρνης, ζήτησε να μετατεθεί στο γερμανικό προξενείο του Βερολίνου, όπου είχε μόλις μείνει κενή η θέση του βοηθού στρατιωτικού ακόλουθου. Ο ·Ερκιν, όπως κι εσύ, προτίμησε να είναι δεύτερος στο Παρίσι, παρά πρώτος στη Λυόν. Το αίτη μά του αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά, και από το 1 924 αυτός ο φιλόδοξος Τούρκος ζει στη Γερμανία. Όλο αυτό το διάστη μα βρι σκόταν στο Βερολίνο ζώντας μια ήσυχη, μονότονη, διοικητική και διπλωματική ζωή, με μοναδική ποικιλία τα ταξίδια του στο Μπρέ σλαου. Ναι, ναι, Μοκ, τον ενδιέφερε πάρα πολύ η μικρή μας πόλη . Την επισκέφτηκε είκοσι φορές μέσα σ ε έξι χρόνια. Ε μείς τον παρα κολουθούσαμε διακριτικά από την αρχή. Ο φάκελός του είναι πολύ παχύς, αλλά το περιεχόμενο θα σε απογοητεύσει. Ο Έρκιν, όσον αφορά τη μικρή μας πόλη, αφιερώθη κε σ' αυτό που θα αποκαλού σαμε καλλιτεχνικές απολαύσεις. Π αρακολουθούσε συναυλίες, έκα νε τακτικές επισκέψεις σε μουσεία και βιβλιοθή κες. Δεν περιφρό νησε ούτε τα πορνεία μας, όπου έγινε ονομαστός για την τρομερή ζωτικότητα και αντοχή του. Έχουμε την κατάθεση μιας πόρνης η οπο (α ισχυρίζεται ότι ο ·Ερκιν, σε διάστημα μισής ώρας, ή ρθε δύο φορές σε συνουσία μαζί της χωρίς, τρόπος του λέγειν, να αποχωρι[274]
στεί καθόλου το σώμα της. Έγινε μόλιστα και φίλος με κόποιο βι βλιοθη κονόμο από την Πανεπιστη μιακή Βιβλιοθήκη, αλλό ξεχνόω το όνομό του. Τον Δεκέμβριο του 1 932 ζήτησε να περάσει από πρακτική εκπαίδευση στην κρατική αστυνομία στο Όπελν. Φαντό σου: Έχει μια άνετη θέση στο Βερολίνο, και αυτός ξαφνικό αποφα σίζει να μετακομίσει στην ερη μιό της υπαίθρου για να εκπαιδευτεί από επαρχιώτες Σιλεσιανούς! Π ροφανώς προτίμησε να είναι δέκα τος στο Όπελν παρό δεύτερος στο Βερολίνο!» Ο Φον Χάρντεν μπουργκ καθάρισε το μονόκλ του και παράγγειλε παϊδόκια σε μια περαστική σερβιτόρα. Χτύπησε το τσιγόρο του πόνω στη χρυσή του ταμπακιέρα με το ανόγλυφο οικόση μο, κοιτάζοντας επίμονα στα μάτια τον Μοκ. «Μ ήπως μπορείς να μου εξηγήσεις εσύ αυτή την περίεργη αγόπη του Κεμάλ Έρκιν για την όμορφη Σιλεσία μας, την Ελβετία του Βορρά;» Ο Μοκ άναψε τσιγάρο και δεν είπε τίποτα. Στη σκηνή ξεκίνησαν οι τελετές προς τιμή του Βάκχου. Ο Φον Χάρντενμπουργκ ξαναφό ρεσε το μονόκλ του και παρακολούθησε το θέαμα απορροφημένος: «Δες εκείνη την κοκκινομάλλα στα δεξιά. Αληθινή αρτίστα!». Ο Μοκ δεν κοίταξε. Είχε συγκεντρώσει όλη την προσοχή του στις ανταύγειες του φωτός έτσι όπως έπαιζαν μέσα στο σκούρο κόκκινο κρασί. Οι οριζόντιες ρυτίδες που αυλάκωναν το μέτωπό του έδειχναν ότι είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Ο Φον Χάρντεν μπουργκ τράβηξε τα μάτια του από τη σκηνή και σή κωσε το ποτή ρι του. « Ποιος ξέρει, ίσως οι εξηγήσεις σου βοηθήσουν εμένα και τους προϊσταμένους μου στο Βερολίνο να πάρουμε μια ευνοϊκή απόφα ση για τη μετάθεσή σου. Επιπλέον μαθαίνω ότι διαθέτεις ένα πολύ μεγάλο αρχείο με το προφίλ διάφορων ανθρώπων [275]
. . .»
Ένα ψ ηλό, εύσωμο κορ (τσι ή ρθε στο τραπέζ ι του ς και χαμογέ λασε στον Φον Χόρντενμπουργκ. Χαμογέλασε και ο Μοκ και σή κω σε το ποτήρι του. Τσούγκρ ι σαν σχεδόν αθόρυβα. «Λοιπόν, θέλε ι ς να συναντηθού με αύριο στο γραφείο μου; Κα ι τώρα θα μου επιτρέψεις. ·Εχω ένα ραντεβού μ ' αυτήν τη Μα ινόδα. Ο Βόκχο ς με καλεί στα μυστήριό του». ***
Εκείνο το βρόδυ ο Μοκ δεν έπα ι ξε σκόκ ι με τα κορίτσια του, για τον απλό λόγο ότ ι για εκείνες το σκόκι ήταν μια δευτερεύουσα απασχό ληση, και απόψε είχαν κληθεί να εκτελέσουν τον βασικό τους ρόλο μέσα στα κλε ι στό δωμότ ι α, με όλλους πελότες. Το ότι ο Μοκ δεν έπα ι ξε σκόκ ι δεν σήμα ινε ότ ι δεν ικανοπο ίησε τ ις όλλες, όσχετες προς το σκόκι, ανόγκες του. Γύρω στα μεσόνυχτα αποχαιρέτησε μια αφρότη καστανομόλλα και πήγε στο ι δ ι αίτερο δωμότιο που κατα λόμβανε συνήθω ς τα βρόδ ια τη ς Παρασκευή ς. Χτύπησε αρκετέ ς φορέ ς την πόρτα, αλλό δεν του απόντησε κανείς. Έτσ ι την όνοιξε, έχωσε μέσα το κεφόλ ι του και σόρωσε με το βλέμμα το δωμότιο. Ο Άνβαλντ, ολόγυμνο ς, ήταν ξαπλωμένο ς στο ντιβόνι, πόνω στις μα ροκινές μαξιλόρες. Οι δυο μαθήτρ ιες ντύνονταν σε αργού ς ρυθμούς. Με μ ια κοφτή χειρονομ (α ο Μοκ τού ς έκανε νόη μα να συντομεύουν. Ο Άνβαλντ στο μεταξύ, ντροπιασμένος, φόρεσε το πουκόμισο και το παντελόνι του. Μόλ ις έφυγαν τα κορίτσ ια, με νόζια και χασκόγελα, ο Μοκ ακούμπησε στο τραπέζ ι ένα μπουκόλ ι κρασί του Ρήνου και δύο ποτήρια. Ο Άνβαλντ, νιώθοντα ς ακόμη βαρύ το κεφόλ ι του από το χτεσινό μεθύσ ι, κατέβασε δύο ποτήρια μονοκοπανιό. «Πώ ς αισθόνεσαι; Λειτούργησε η αρχαιότερη και πιο αποτελε σματική θεραπεία για την κατόθλιψη μετό το μεθύσι;» ( 276]
«Αυτό το παυσίπονο έχει μικρή διόρκεια». «Δεν ξέρεις ότι το εμβόλιο για κόθε ασθένεια δεν είναι παρό ο ιός που την προκαλεί;» Του Μοκ προφανώς του όρεσε πολύ αυτή η ι ατρικής φύσης μεταφορό. «Γι' αυτό κι εγώ θα σε μολύνω για τα καλό: Ο Φον Χόρντενμπουργκ μου επιβεβαίωσε ότι ο ύποmός μας, ο Έρκιν, είναι ένας γεζίτης που έχει έρθει στο Μπρέσλαου με μια θανόσιμη αποστολή. Ήδη εκτέλεσε το μισό της σκέλος με όριστα». Ο Άνβαλντ τινόχτηκε στην καρέκλα του, χτυπώντας με τα γόνα τό του το τραπέζι του σκακιού. Τα ποτή ρια ταλαντεύτη καν πόνω στα λεmό πόδ ια τους. «Κύριε, εσείς μπορεί να παίζετε ρητορικό παιχνΙδια, αλλό αυτό που απειλεί εμένα δεν είναι καθόλου παιχνίδι' Κόπου εδώ γύρω, μπορεί και μέσα σ' αυτό το πορνείο, παραμονεύει ένας φανατικός που θέλει να μου ανοίξει την κοιλιό και να τη γεμίσει με σκορπιούς. Κοιτόξτε την ταπετσαρΙα ... πόσο όμορφα θα πρόβαλλαν εδώ οι στΙχοι στα περσικό, γραμμένοι με το αίμα μου. Μου συστήνετε το πορνείο σαν γιατρειό ... Υπόρχει όμως γιατρειό για κόποιον που το να βρίσκει τον πατέρα του -ο πιο βαθύς πόθος του- είναι ταυτό χρονα και η μεγαλύτερη κατόρα του;» Η φωνή του έσπασε, μπέρδευε τα λόγια του. Ο Άνβαλντ έκλαιγε σαν μωρό παιδί . με το πληγωμένο και πρησμένο πρόσωπό του να συσπόται από σπαραχτικούς λυγμούς. Ο Μοκ όνοιξε την πόρτα και έριξε μια ματιό έξω. Ένας μεθυσμένος πελάτης είχε στήσει καβγό μόνος του ανάμεσα στα άδεια τραπέζια κότω. Ο Μοκ έκλεισε την πόρτα, πήγε στο παρόθυρο και το άνοιξε λίγο ακόμα. Ο κήπος ευω δΙαζε από το ζεστό άρωμα των ανθών της νεραντζιός. Στο διπλανό δωμάτιο βογκούσε ένας πιστός του Βόκχου. « Μ ην υπερβόλλεις, Άνβαλντ». Ο Μοκ δαγκώθη κε. Ήθελε να του ί277]
πει: Μ ην κλαψουρίζε ι ς έτσι, είσα ι άντρας. ·Εδειξε την ενόχλησή του με ένα ηχηρό «πφφφ!». «Μ ην υπερ βάλλε ι ς. Α ρκεί να είσα ι πολύ προσεχτικός μέχρι να πιάσουμε τον ·Ερκιν. Τότε η κατάρα δεν θα εκπληρωθεί». Ο νεαρός δεν έκλα ιγε πια. Απέφευγε όμως συστηματικά το βλέμ μα του Μοκ. ·Ετριξε τους κόμπους των δαχτύλων του, έξυσε τη μικρή κοψιά στο πιγούν ι του, σκούπ ισε τα μάτια του από άκρη σ' άκρη. «Δεν έγ ινε τίποτα, Χέρμπερτ». Ο Μοκ τον καταλάβαινε απόλυ τα. «Π ο ι ος ξέρε ι, ίσως οι νευρώσεις μας πηγάζουν από το γεγονός ότ ι κρατ ι όμαστε να μην κλάψουμε. Στο κάτω κάτω κα ι οι ή ρωες του Ομήρου έκλα ιγαν. Κα ι μάλιστα πικρά!» « Κ ι εσείς ... κλαίτε κ ι εσείς καμ ι ά φορά;» Ο Άνβαλντ κοίταξε τον Μοκ γεμάτος ελπίδα. «αχ ι » είπε ψέματα ο Μοκ. Ο Άνβαλντ έγινε πυρ και μανία ξαφν ικά. Π ετάχτη κε όρθ ι ος κι άρχ ι σε να φωνάζει: «Ε, βέβα ια ... εσείς γ ιατί να κλαίτε; Εσείς δεν μεγαλώσατε σε ορφα νοτροφείο ... Εσάς κανείς δεν σας έβαζε να τρώτε τα σκατά σας όταν δεν μπορούσατε να καταπιείτε το σπανάκ ι ! Εσείς δεν έχετε για μητέ ρα μια πόρνη και για πατέρα έναν καταραμένο πρώσο αριστοκράτη, που το μόνο που έκανε γ ια το παιδί του ήταν να το κλείσει σ' ένα κα θολικό ορφανοτροφείο κα ι να πληρώσει για τ ις σπουδές του σε κά πο ι ο γυμνάσ ιο με ε ιδίκευση στους αρχαίους κλασικο ύς! Εσείς δεν ξυπνάτε το πρωί κα ι χαίρεστε που έχετε επ ιζήσε ι άλλη μία μέρα, που δεν σας έχουν ξεκο ιλ ιάσε ι και γεμίσε ι τα σπλάχνα με ζωύφια! Ακού στε με καλά, αυτοί περίμεναν εφτά α ιώνες γ ια ένα αγόρι κι ένα κορί τσι. .. Θα αφήσουν τώρα μ ια τέτο ι α ευκα ι ρία να πάει χαμένη; Ο σαμά νος τους δέχετα ι ακόμη την αποκάλυψη ... Ο θεός κατεβαίνει. .. )) . ί278]
Ο Μοκ δεν τον άκουγε πια. ·Εψα χνε απεγνωσ μ ένα στι ς περγα μηνές της μνή μ ης του, σαν ένα ς άνθρωπος που, μ ην αντέχοντα ς τη σιωπή σε μ ια ψυ χ ρή, επίση μ η δεξίωση, σπάει το μ υαλό του να βρει ένα αστείο, ένα ανέκδοτο, μια εξυπνάδα να πετάξει. .. Ο Άνβαλντ φώναζε · κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ο Άνβαλντ ούρλιαζε · ο χτύ πος έγινε πιο δυνατός. Ένα προσποιητό βογκητό ηδονής αντή χ ησε σε όλο τον κήπο από το διπλανό δω μ άτιο, μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο. Ο Άνβα λντ ήταν σε υστερία · κάποιος κοπάνησε την πόρτα. Ο Μοκ πετάχτη κε επάνω και έκανε μια στροφή. Η μικρή παλάμη του βρή κε το μάγουλο του βοηθού του που ούρλιαζε. Σιωπή. Κανέ νας δεν χτυπούσε την πόρτα. Η Μαινάδα από δίπλα μάζευε από το πάτωμα τα πεταμένα ρούχα της. Ο Άνβαλντ κοκάλωσε. Στα σκοτά δια του μυαλού του ο Μοκ βρήκε τη χαμένη σκέψη που αναζητούσε. Άκουσε την ίδια του τη φωνή να αντη χεί μέσα στο κεφάλι του : «Μην υπερβάλλεις. Αρκεί να προσέξεις πολύ μέχ ρι να πιάσουμε τον ·Ερκιν. Τότε η κατάρα δεν θα εκπλη ρωθεί. .. η κατάρα δεν θα εκπληρωθεί. .. ». Στεκόταν πολύ κοντά στον Άνβαλντ και τον κοίταζε στα μάτια. «Άκουσέ με, Χέρμπερτ. Ο δόκτ ωρ Χάρτνερ έγραφε ότι η εκδίκηση είναι άκυρη αν δεν αντιστοιχεί ακριβώς στο έγκλη μα το οποίο εκδικείται. Οι γεζίτες περίμεναν αιώνες μέχρι να γεννηθούν στην οικογένεια Φον ντερ Μάλτεν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, αδέρ φια ... Όμως έχουν υπάρξει ξανά αδέρφια διαφορετικού φύλου στην οικογένεια. Η θεία του Ολιβιέ φον ντερ Μάλτεν και ο πατέρας του Ρούπερτ. Γιατί οι γεζίτες δεν σκότωσαν αυτού ς, δεν βίασαν το κορίτσι, δεν έριξαν στα σπλάχνα τους σκορπιούς; Ο Χάρτνερ υπο θέτει ότι η εκδίκηση δεν μπορούσε να εκπλη ρωθεί μέσα σ' ένα κλειστό μοναστήρι». Ο Μοκ έκλεισε τα μάτια του και μίσησε τον [279]
εαυτό του. «Εγώ δεν συμφωνώ. Και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν ζούσε πια ο πατέρας τους. Τα δΙδυμα εΙχαν γεννηθεί μετό το θόνατο του πα τέρα τους, ο οποίος σκοτώθη κε στη Σόντοβα. Αυτό το ξέρω πολύ καλό. Ο συμφοιτητής μου στο πανεπιστή μιο Ολιβιέ φον ντερ Μόλ τεν μού έχει μιλήσει για τον ή ρωα παππού του. ·Ετσι η κατόρα δεν μπορούσε να εκπλη ρωθεί... Αν όμως πέθαινε ο Φον ντερ Μόλτεν ... » Ο Άνβαλντ πήγε στο τραπέζι, όρπαξε το μπουκόλι το κρασί, το έφερε στόμα του και το γύρισε ανόποδα. Ο Μοκ κοίταζε το κρασί που κυλούσε από το πιγούνι του και έβαφε το πουκόμισό του. Ο Άνβαλντ στρόγγισε το μπουκόλι μέχρι την τελευταία σταγόνα. Ύστερα σκέπασε με τα δυο του χέρια το πρόσωπό του και σφύριξε μέσα από τα δόντια του: « Εντόξεl. Θα το κόνω. Θα σκοτώσω το βαρόνο». Ο Μοκ σιχόθη κε τον εαυτό του. «Δεν μπορείς. Είναι ο πατέρας σου». Τα μότια του Άνβαλντ όστραψαν ανόμεσα από τα δόχτυλό του. «ΌχΙ. Εσύ είσαι ο πατέ ρας μου».
Μ πρέσλαοu, Πέμπτπ 19 l οuλίοu 1934 Τ έσσερ ι ς το πρωί Το μαύρο Άντλερ σταμότησε μπροστό από την έπαυλη των Φον ντερ Μόλτεν. Ένας όντρας βγήκε από το αυτοκίνητο και προχώρη σε τρεκλίζοντας προς την πύλη . Ο ήχος του κουδουνιού έσκισε στα δυο τη σιωπή. Το Άντλερ ξεκίνησε μ' ένα στρίγκλισμα των ελαστι κών. Ο όντρας που καθόταν στο τιμόνι κοίταξε από το πίσω τζόμι και είδε να καθρεφτίζεται εκεί το πρόσωπό του. [280]
« Ε ίσαι το πιο τιποτένιο κάθαρμα» είπε στα κουρασμένα μάτια που τον αντίκριζαν. «Ωθησες τον νεαρό να διαπράξει ένα έγκλη μα. ·Εχει γίνει πιόνι στα χέρια σου. Το πιόνι που θα εξαλείψει τον τελευ ταίο μάρτυρα του μασονικού παρελθόντος σου». ***
Ο βαρόνος Ολιβιέ φον ντερ Μάλτεν στάθη κε στο κατώφλι του τε ράστιου χολ της εισόδου. ·Eδειχvε σαν να μην είχε πέσει καθόλου στο κρεβάτι. Τυλίχτη κε σφιχτά με τη βυσσινί ρόμπα του και κοίταξε αυστηρά τον Άνβαλντ, που έγερνε μια αποδώ και μια αποκεί. «Για τι το πέρασες εδώ, νεαρ έ; Για αστυνομικό τμή μα, ή για κα μιά πανσιόν για μεθύστακες;» Ο Άνβαλντ χαμογέλασε και, για να μην φανεl ότι έσερνε τα λό για του, είπε όσο πιο νηφάλια μπορούσε: «Σας έχω μια κα ινούργια, ση μαντική πλη ροφορία ... ». Ο οικοδεσπότης μπήκε στο χολ, ένευσε στον Άνβαλντ να κάνει το ίδιο, και ύστερα έδιωξε τον νυσταγμένο μπάτλερ. Η μεγάλη αl θουσα με τους επενδυ μένους με ξύλο τοίχους ήταν γεμάτη πορ τρέτα των Φον ντερ Μάλτεν. Ο Άνβαλντ δεν διέκρινε καμία αυστη ρότητα και μεγαλοπρέπεια σ' εκείνα τα πρόσωπα, μάλλον πονηριά και ματαιοδοξlα. Κο ίταξε γύρω αναζητώντας - μάταια- ένα κάθ ι σμα. Ο βαρόνος έκανε πως δεν το πρόσεξε. «Τι το καινού ργιο έχεις να μου πεις για την υπόθεση; Σ ή μερα γευμάτισα με τον αστυνόμο Μοκ, οπότε λίγο πολύ είμαι ενή μερος. Τι μπορεl να προέκυψε στο μεταξύ;» Ο Άνβαλντ άναψε τσιγάρο και, ελλείψει σταχτοδοχείου, τίναξε τη στάχτη στο λουστραρισμένο πάτωμα. «Ωστε ο αστυνόμος Μοκ σάς ενημέρωσε σχετικά με την εκδίκη[ 281]
ση των γεζιτών. Σας ανέφερε μήπως ότι η εκδίκηση αυτή δεν έχει ολοκλη ρωθεί;» «Ν α ι 'Ένα τραγικό λόθος, μια παρανόηση ενός τρελού γερο σαμόνου"» επανέλαβε ακριβώς τα λόγια του Χόρτνερ ο Φον ντερ Μόλτεν. «Η ρθες να με δεις έτσι μεθυσμένος, στις τέσσερις τα χαρό ματα, για να με ρωτήσεις τι είπαμε με τον Μοκ;» Ο Άνβαλντ εξέτασε πιο προσεχτικό το βαρόνο και πρόσεξε αρ κετό ελαπώματα στην εμφόνισή του - το ανοιχτό κουμπί στο γιλέ κο, τα κορδόνια της σκελέας που κρέμονταν έξω από τη ρόμπα. Διπλώθηκε στα δύο από τα γέλια κι έμεινε σ' αυτή την περίεργη στόση αρκετή ώρα. Φαντόστηκε το γέρο αριστοκρότη να σφίγγε ται και να λαχανιόζει καθισμένος στη λεκόνη της τουαλέτας, και ξαφνικό να μπουκόρει ο γιόκας του μεθυσμένος, διαλύοντας την ιερή γαλήνη της αριστοκρατικής οικίας του. Τα χείλη του έκαναν ακόμη τις συσπόσεις του γέλιου όταν τα λόγια του, φουσκωμένα από οργή, ξεχύθη καν σαν χείμαρρος: «Καλέ μου πατερούλη, το ξέρουμε και οι δύο ότι οι προφητείες του ερημίτη είναι εκπλη κτικό σύμφωνες με την πραγματική κατό σταση της οικογένειας. Την ανεπίση μη φυσικό. Ο θεός των γεζιτών έχασε τελικό την υπομονή του και όρχισε να μετρόει και τα μπό σταρδα. Από την όλλη πλευρό, πώς γίνεται και σ' αυτή την ιπποτική οικογένεια ποτέ κανένας πολεμιστής δεν γκόστρωσε καμιό αιχμό λωτη, κανένας γαιοκτή μονας δεν στρίμωξε ποτέ κόποια νόστιμη χωριατοπούλα σ' έναν αχυρώνα; Όλοι τους ήταν εγκρατείς και από λυτα πιστοί στους γαμήλιους όρκους τους. Α κόμα και ο καλός μου πατερούλης. Στο κότω κότω εμένα μ ' έσπειρε πριν παντρευτεί». «Στη θέση σου, Χέρμπερτ, δεν θα αστειευόμουν». Ο τόνος του βαρόνου ήταν σταθερό υπεροmικός, αλλό το πρό[282]
σωπό του είχε ζαρώσεΙ. Μέσα σε μια στιγμή είχε μετα μορφωθ εί από περήφανο γαιοκτή μονα σε τρομαγμένο γεροντόκl. Τα καλο χτενισμένα μαλλιό του έπεφταν στα πλόγια, τα χείλη του είχαν σου φρώσει, αποκαλύπτοντας ότι δεν φορούσε μασέλες. «Δεν θέλω να με φωνόζεις με το μικρό μου όνομα». Ο Άνβαλντ δεν χαμογελούσε πια. « Γιατί δεν μου τα είπες όλα αυτό από την πρώτη στιγμή;» Πατέρας και γιος στέκονταν πρόσωπο με πρόσωπο. Λεπτές γραμμές από το φως της αυγής είχαν αρχίσει να τρυπώνουν στη μεγάλη αίθουσα. Ο βαρόνος θυμήθη κε τις νύχτες του lούνη του 1 902, τότε που τρύπωνε κρυφά στα διαμερίσματα των υπη ρετών, και τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα σεντόνια όταν έφ ευγε. Θυμή θηκε το μαστίγωμα που ο Ρούπερτ φον ντερ Μάλτεν, με το ίδιο του το χέρι, είχε επιβόλει σαν τιμωρία στον εικοσάχρονο τότε γιο του. Θυμή θη κε την έντρομη έκφ ραση της Άννα Σλόσαρτσικ όταν οι υπηρ έτες την πέταξαν κυριολεκτικά με τις κλοτσιές έξω από το αρ χοντι κό του βαρόνου. Έσπασε την εκκωφαντική σιωπή με μια ψυ χρή απόντηση: «Για την κατάρα των γεζιτών το έμαθα σή μερα. Και για τη στενή μας συγγένεια σκόπευα να σου μιλήσω εάν η έρευνα κατέληγε σε αδιέξοδο. Αυτό θα σε ενθάρρυνε να συνεχίσεις». «Στενή συγγένεια ... (((Δ εν έχεις κανένα συγγενή, έστω και μακρι νό;» ρώτησε ο δάσκαλος. «Κρίμα. Θα μπορούσες να κάνεις Χριστο ύ
γεννα μακριά από το ορφανοτροφείο, έστω για μία φορά» . ) Ακόμα και τώρα είσαι ένας υποκριτής. Δεν μπορείς να πεις ούτε καν τη λέξη . Δε φτάνει π ο υ μ ε ξεφορτώθη κες σ ε κάποιο όσυλο, πλη ρώνοντας εννιό χρόνια σπουδές σε ένα σχολείο για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο. Αλήθεια, πόσα έδωσες στον έμπορο από το ΠόΤΣVαν, τον [283]
Άνβaλντ, για το επώνυμό του; Π όσα έδωσες στη μόνα μου για να με ξεχόσει; Π όσο κοστίζει η διαφθορό μιας συνείδ ησης; Αλλό αυτή τελικό επαναστότησε. Σου φώναξε: Φέρε τον Άνβαλντ στο Μπρέ σλαου. Θα σου φανεί χρήσιμος. Τυχαίνει να είναι αστυνομικός, ας αναλόβει αυτός την έρευνα για τη δολοφονία της αδερφής του. Όμως θα του μ ιλήσω για τη στενή συγγένεια μόνο αν χρειαστεί με κάποιον τρόπο να τον παρακινήσω, σωστό; Η συνείδηση συνείδη ση, αλλό και η πρακτικότητα πρακτικότητα. ·Ετσι ήταν πόντα οι Φον ντερ Μ όλτεν;» «Αυτό που αποκαλείς πρακτικότητα» είπε ο βαρόνος υΨώνο ντας με περηφάνια το βλέμμα προς τα πορτρέτα των προγόνων του «εγώ θα το αποκαλούσα οικογενειακή τιμή. Σε κόλεσα για να συλλάβεις το δολοφόνο της αδερφής σου και να εκδικηθείς για το φριχτό της θόνατο. Σαν αδερφός, είχες το απόλυτο δικαίωμα να το κόνεις... ». Ο Άνβaλντ τράβηξε το όπλο του, σή κωσε την ασφόλεια και ση μόδεψε στο κεφόλι τον πρώτο πρόγονο στη σειρό των πορτρ έτων. Τρόβ ηξε τη σκανδόλη . Ακούστηκε μόνο ο ξερός κρότος του επι κρουστήρα. Ο Άνβαλντ όρχισε να ψόχνει τις τσέπες του φρενια σμένα. Ο βαρόνος τον έπιασε μαλακό από τον ώμο, αλλό τρόβηξε αμέσως το χέρι του. Ο αστυνομικός τον κοίταξε με μάτια θαμπό. «Δεν αντέχω ... Γερμανέ γεζίτη ... » Ο βαρόνος όρθωσε το ανόστη μό του, τεντώθη κε σαν χορδή. Συνέχισαν να στέκονται πρόσωπο με πρόσωπο μέσα στη θαμπή, ρόδινη λόμψη της αυγής. «Σύνελθε, σε παρακαλώ, και άκουσέ με μέχρι τέλους. Σου μίλη σα για την τιμή της οικογένειας. Που απορρέει από παράδοση αιώ νων, από την ιστορία των προγόνων μας. Όλα αυτό θα σταματού[284]
σαν να υπόρχουν. Ο θόνατός μου θα σήμαινε το τέλος τη ς οι κογέ ν ειός μας. Η τελευταία γενιό των Φ ον ντερ Μ όλτεν, ο κλόδος της Σιλεσίας, θα έσβηνε». Άρπαξε τον Άνβαλντ από τους ώμους και τον έκανε έναν γρήγορο κ ύ κλ ο, να δει όλα εκείνα τα μα κριό, συφιλιδι κό πρόσωπα. « Μ' αυτό τον τρόπο όμως η γενιό μας θα συνεχίσει να υπόρχει στο πρόσωπο του Χέρμπερτ φον ντερ Μόλτεν». Ξαφνικό έτρεξε σε έναν από τους τοίχους και κατέβασε ένα μυ τερ ό ξίφος με ολόχρυση λαβή, στολισμένη με μαργαριτόρια. Κρα τώντας το μπροστό, με τεντωμένα χέρια, πλησίασε τον Άνβαλντ. Τον κοίταξε για μερικές στιγμές συγκρατώντας το συναίσθη μό του. Σαν σωστός όντρας. Σαν σωστός ιππότης. « Γιε μου, συγχώρεσέ με» είπε χαμηλώνοντας το κεφόλι του. Κο « ίταξε όλ' αυτό γύ ρω σου. Είναι η κλη ρονομιό σου. Δέξου το θ υ ρεό κα ι το ιερό σ ύ μ βολο της ο ι κογένειός μας, το ξίφος του προπροπόππου σου Μπόλεκ φον ντερ Μόλτεν, ιππότη του Τρια κονταετο ύ ς Π ολέ μου . Βύθισέ το στην καρδ ιό του δολοφόνου. Π όρε εκδίκηση για την αδερφή σου». Ο Άνβαλντ δέχτηκε το ξίφος με επιση μότητα. Στόθηκε με τα πό δια ανοιχτό και χαμήλωσε το κεφόλι του σαν να επρόκειτο να χει ροτονηθεί. Του ξέφυγε ένα ψιλό, ειρωνικό γέλιο. «Αγαπητέ πατέρα, το πόθος σου με κόνει να γελόω. Π όντα έτσι μιλούσαν οι Φον ντερ Μόλτεν; Εγώ μιλόω πολύ πιο απλό: Είμαι ο Χ έρμπερτ Άνβαλντ, δεν έχω καμιό σχέση μαζί σου, και δεν δίνω πεντόρα για το πόνθεον των προγόνων που θα τελειώσει μ ' εσένα. Θ α ξεκινήσω δικό μου. Θα είμαι ο πρώτος της γενιός μου, νόθο ς μιας πολωνής καμαριέρας και αγνώστου πατρός. Και τι έγινε; Κανέ νας δεν θα το ξέρει έπειτα από εφτό αιώνες, και οι διεφθαρμένοι χρονικογρόφοι θα μου στήσουν ένα λαμπρό οικογενειακό ιστορι[285]
κό. Εγώ θέλω να ζήσω, να κόνω δική μου οικογένεια. Και η ζωή μου κρέμεται από την εξαφόνιση της οικογένειας Φον ντερ Μόλτεν. Η ζωή μου θα ανθίσει στα δικό σου ερείπια. Πώς σου φαίνεται η μετα φορό;» Σή κωσε το σπαθί και το κατέβασε. Το δέρμα στο κεφόλι του βαρόνου σκίστη κε στα δύο, αποκαλύπτοντας το κόκαλο του κρα νίου. Το αίμα μούλιασε την όψογη χωρίστρα. Ο Φον ντερ Μόλτεν όρμησε στη σκόλα φωνόζοντας: «Αστυνομία!». « Εγώ είμαι η αστυνομία». Ο Άνβαλντ ανέβηκε τη σκ6λα πίσω από τον πατέρα του. Ο γέ ρος σκόνταψε, έπεσε. Νόμισε πως ήταν ξαπλωμένος πόνω σ' ένα υγρό σεντόνι, στο δωματιόκι της καμαριέρας. Το χαλί στο χρώμα της όμμου που κόλυπτε τα σκαλοπότια ρουφούσε το σκούρο κόκ κινο υγρό. Τα θλιβερό κορδόνια της σκελέας του τυλίχτη καν γύρω από τις δερμότινες παντόφλες. «Σε ικετεύω, μην με σκοτώσεις ... θα πας φυλακή ... εδώ έχεις τό ση περιουσία ... » «"Είμαι ανελέητος και δεν εξαγορόζομαι" σου απαντόει ο θόνα τος». Ο Άνβαλντ ακού μπησε τη μύτη του σπαθιού κότω από τα πλευρό του βαρόνου. «Ξέρεις πώς δουλεύει αυτό; Ο πρόγονός σου ο Γκόντφριντ ήξερε, όταν ξεκοίλιαζε παρθένες της Αραβίας με το Ντουρεντ6λ' του». Ο Άνβαλντ ένιωσε τη μύτη του σπαθιού να συναντόει εμπόδιο και να σταματόει. Είχε καρφωθεί στο χαλί. Π ίσω από την πλότη του
*
Μυθικό μεσαιωνικό σπαθl που ανή κε στον Ορλάνδ ο, περιπλανώμενο ιππότ η , υπερασπιστή του KαρλoμόΓVOυ. (Σ .τ. Μ. )
[286]
βαρόνου. Άφησε το σπαθί να τρέμει καρφωμένο στο κουλ ουρ ι α σ μένο σώμα πόνω στη σκόλα και στρόφη κε προς το γέρο μπότλερ , που παρακολουθούσε τη σκηνή όφωνος από τον τρόμο. «Δες, γέροντα, ο ιππότης Χερlβέρτος φον Άνβαλντ ο Ανίκητος τιμώρησε τον έκφυ λο, τον οπαδό του Σατανό, το γεζίτη ... Δώσε μου τους σκορπιούς να εκπλη ρώσουμε την αιώνια προφητεία ... Δεν είναι εδώ; Περίμενε . . » .
Ενώ ο Άνβαλντ, πεσμένος στα τέσσερα, έψαχνε τους σκορπιούς στο πότωμα, ο σοφέρ του βαρόνου, ο Χέρμαν Βούτκε, εμφανίστη κε στο χολ και, χωρίς δεύτερη σκέψη, όρπαξε ένα βαρύ αση μένιο κηροπήγιο. Ο ήλιος ανότελλε. Οι όνθρωποl του Μπρέσλαου κοίτα ξαν τον ουρανό και βλαστή μησαν που ξη μέρωνε ακόμα μία απο ΠVIΚΤIKά ζεστή ημέρα.
[287]
χνι
Ό πελν, Τ ρίτπ 13 ΝοεμΒρίου 1934 Εννιά το πρωί Το τρένο Μπρέσλαου-Όπελν έφτασε με δύο λεmά καθυστέρηση, κάτι που ο Μοκ, συνη θισμένος στην απόλυτη ακρίβεια των γερμα νικ ώ ν τρ ένων, θεώ ρησε απαράδεκτο. (Δ εν είνα l να απορεί κανείς
που καταρρέουν τα πάντα, όταν μια χώρα την κυβερνάνε αυστριακοί δεκανείς. ) Το τρ ένο κύλησε αργά στην αποβάθρα. Στο παράθυρο ενός από τα βαγόνια ο Μοκ είδε έναν άντρα να χαμογελάει πλατιά και να χαιρετάει ποιος ξέ ρει ποιον χειρονομώντας. Έριξε μια ματιά στον Σμόλορτς. Είχε δει κι αυτός τον τύπο και όρμησε α μέσως προς την αί θουσα αναμονής με την ψ ηλή, περίτεχνη θ ολωτή ορο φή . Το τρένο σταμάτησε. Ο Μοκ εντόπισε τον Έρκιν στο ίδιο παρά θυρο, και ακριβώς πίσω του είδε τον άντρα με το πλατύ χαμόγελο να βοη θ άει μια κυρία να κατεβάσει τη βαριά βαλίτσα της. Ο Έρκιν πήδηξε σβέλτα από το βαγόνι και κατευθύνθη κε προς την αίθου σα του σταθμού. Ο άντρας με το πλατύ χαμόγελο πέταξε άγαρμπα τη βαλίτσα της άτυχης κυρίας στην απο βάθρα και τον ακολούθη σε βιαστικά. Στην αίθο υσα του σταθμού ο ι ταξιδιώτες ήταν λιγοστοί. Ο Τούρκος κινή θη κε προς την υπόγεια σή ραγγα που έβγαζε στην πό λη. Η κατηφορική ράμπα χωριζόταν κατά μή κος από μια σιδερένια μπάρα. Κινήθη κε στη δεξιά λωρίδα. Έπειτα από τόσα χρόνια ζωής στη Γερμανία, ήξερε πια πολύ καλό τι θ α πει πρωσική Ordnung, γι ' αυτό, όταν είδε έναν άντρα να έ ρχεται από την αντίθετη κατεύθυν[288]
ση, αλλό από τη δεξ ι ό πλευρό της μπόρας και κόντρα στο ρεύμα, το χέρι του χώθη κε ενστ ι κτωδώς στην τσέπη όπου είχε το π ιστόλι του. Αλλό έπε ιτα από λίγο το τρόβηξε. Ο άντρας πλησίαζε μανου βρόροντας συνεχώς το σώμα του έτσι ώστε να μην παρεκκλίνε ι απ ό μ ια φανταστική ευθεία γραμμή . Παράλληλα με τον μεθυσμέ νο, αλλό από τη σωστή πλευρό της μπάρας, ανέβαιναν τέσσερ ι ς όντρες των Ες Ες κα ι ένας σκυφτός υπαλληλόκος με καπέλο. Ο με θυσμένος έφτασε κοντό στον ·Ερκιν και του έφραξε το δρόμο. Γέρ νοντας μ ι α δεξ ι ά κα ι μια αρ ι στερά, προσπόθησε να φέρε ι στο στό μα του ένα στραβωμένο τσ ιγάρο. Ο Τούρκος, γελώντας από μέσα του γ ι α τ ι ς υποψ ίες του, του είπε ότ ι δεν είχε φωτ ιό και πήγε να τον προσπερόσει, αλλά δέχτη κε ένα χτύπημα στο στομόχι, τόσο δυνα τό που δ ι πλώθη κε στα δύο. Με την άκρη του ματ ιο ύ του είδε τους άντρες των Ες Ες να πηδάνε πόνω από την μπόρα. Δεν πρόλαβε να ακουμπ ήσε ι στον τοίχο, τον άρπαξαν από πίσω. Εμφανίστη κε η τα λα ίπωρη κυρία σέρνοντας τ η βαρ ι ά βαλίτσα της. ·Ενας κοντόχο ντρος όντρας με στενό παλτό κα ι καπέλο την παραμέρ ισε με μ ι α βία ι η σπρωξ ι ά. Κρατούσε ένα περίστροφο. Ο ·Ερκ ιν έχωσε το χέρι στην τσέπη του, αλλό αυτή ήταν η τελευταία κίνηση που μπόρεσε να κάνει Τον έσπρωξαν με δύναμη από πίσω, έπεσε πόνω στην μπάρα κα ι κρεμόστηκε με το κεφάλ ι πεσμ ένο μπροστά. Δύο από τους Ες Ες τον καθήλωσαν πάνω στο κάγκελο, και ο υπαλληλόκος με το καπέλο τού κατάφερε ένα φοβερό χτύπη μα στο κεφάλι μ ' ένα ρόπαλο από καουτσού κ. Ο Έρκ ιν δεν έχασε τ ι ς α ι σθήσε ις του, αλλά παρέλ υσε. Είδε τον κοντόχοντρο όντρα με το στενό παλτό να πλη σ ι άζε ι αργά, δείχνοντας στον υπεύθυνο ασφαλείας του σταθ μού την επαγγελματ ική ταυτότητά του γ ια να τον καθησυχάσει Χαμο γελούσε πλατ ι ά. Ο υπαλληλόκος με το λαστ ιχέν ιο ρόπαλο, φανερά [289]
οργισμένος από τα μέτρια αποτελέσματα του πρώτου χτυπή μα τος, σούφρωσε τα χείλη και ξανασή κωσε το γκλομπ.
Όπελν, Τετάρτπ 14 Νοεμ Βρίου 1934 Μ ί α το πρωί Ο όνεμος φυσούσε μέσα από τις χαραμόδες της πόρτας του γκαράζ. Το κρύο συνέφερε τον Έρκιν. Βρισκόταν σε μια αφύσικη, μισοκαθι σμένη στόση, με τα χέρια του δεμένα ψηλό σε δυο σιδερένιες λαβές που προεξείχαν από τον τοίχο. Ρίγησε από το κρύο. Ήταν γυμνός. Π ηγμένο αίμα κόλυmε τα μότια του. Έβλεπε τον κοντόχοντρο όντρα μέσα σε κόκκινη ομίχλη. Ο Μοκ τον πλησίασε και είπε ή ρεμα: «Επιτέλους, Έρκιν, έφτασε η μέρα. Ποιος θα εκδικηθεί για την άμοιρη Μαριέτα φον ντερ Mόλτεv; Εγώ θα το κόνω. Το καταλαβαί νεις αυτό πολύ καλά, έτσι δεν είναι; Όπως και να το κάνουμε, η εκ δίκηση είναι ιερό καθή κον σου. Ε ιλικρινό, μου αρέσουν πολύ οι νόμοι σας όσον αφορό την εκδίκηση». Έψαξε τις τσέπες του και πή ρε δήθεν απογοητευμένο ύφος. «Δεν έχω μαζί μου ούτε σφή κες, ούτε σκορπιούς. Να πόρει, τους ξέχασα. Να ξέρεις όμως, ο θόνατός σου θα μοιάζει με της Μαριέτα από μία άποψη τουλόχιστον. Θα έχεις χόσει την παρθενιό σου ... » Κο ίταξε κόπου πλάγια. Α πό τα σκοτόδια εμφανίστηκε ένας όντρας - πρόσωπο γεμότο πληγές, ξαναμμένα, μισόκλειστα μότια. Ένα ρίγος διαπέρασε το γυμνό κορμί του Τούρκου. Και το διαπέρα σε ξανό όταν όκουσε το κροτάλισμα μι�ς αγκρόφας και το θ ρόι σμα ενός παντελονιού που κατέβαινε. ***
[290]
Schlesische Ταgeszeitung της 22ας lουλίου 1 934, σελίδα 1 Ο ΘΛΙ ΒΕΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΜΑΣΟΝΟΥ
Τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμmης ο βαρόνος Ολιβιέ φον ντερ Μάλτεν, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της μασονικής στοάς Ώρος, δολοφονήθη κε μέσα στην κατοικία του στην Άιχεν Άλεε 1 3,
στο Μπρέσλαου. Δολοφόνος είναι ο νόθος γιος του Χέρ
μπερτ Άνβαλντ από το Βερολίνο. Σύμφωνα με το μάρτυρα Μα τίας NτέΡΙVΓK, μπάτλερ του βαρόνου, ο Άνβαλντ επισκέφτη κε νύχτα την κατοικία του Φον ντερ Μάλτεν για να του μεταφέρει κάποια ση μαντική είδηση. Σύμφωνα με πλη ροφορίες μας, ο Άν βαλντ είχε μάθει την ίδια εκείνη μέρα ότι ήταν ο εκτός γάμου γιος του βαρόνου, και γι' αυτό το θέμα ή θελε να μιλήσει μαζί του μια τόσο ασυνήθιστη ώρα. Η απελπισία του παιδιού που το έχουν απορρ ίψει, τα ισχυρά αρνητικά αισθή ματα ενός περι φρονη μένου έκθετου κυριάρχησαν της λογικής, και ο Άνβαλντ, έπειτα από μια σκλη ρ ή λογομαχία, κάρφωσε τον πατέρα του με ένα ξίφος και στη συνέχεια εξουδετερώθηκε από τον Χ. Βούτκε, το σοφέρ του βαρόνου, ο οποίος χτύπησε το δράστη, σχεδόν μέχρι θανάτου, μ ' ένα κη ροπήγιο. Ο κατηγορούμενος μεταφέρ θη κε σε κρίσιμη κατάσταση στην Π ανεπιστημιακή Κλινική, όπου και παραμένει φρουρού μενος από την αστυνο μία. Ένα μόνο συ μπέρασμα μπορε ί να βγει από τη θλιβερή αυτή ιστο ρ ία: Οι μασόνοι είναι διεφθαρμένοι και ανήθικοl. Π ρέπει να εκλείψουν από την κοινωνία μας.
[291]
Tygodnik IIustrowany της 7ης Δεκεμβρίου 1 934, σελίδα 3 (απόσπασμα από το όρθρο «Άβυσσος ανοησίας») . . . Οι προς δυσμός γείτονές μας εκμεταλλεύονται τα πόντα στο πλαίσιο της εκστρατείας τους εναντίον των Εβραίων και των μασόνων, ακόμα και τα πιο ειδεχθή εγκλή ματα. Ι δού ένα πα ρόδειγμα: Τον περασμένο μήνα ένας ψυχικό διαταραγμένος αστυνο μικός δολοφόνησε στο Μπρέσλαου έναν κοινωνικό αγαπητό και διακεκριμένο αριστοκρότη, μέλος της μασονικής στοός Ω ρος, τον οποίο ο δρόστης θεωρο ύσε πατέρα του. Εφη μερίδες φερέφωνα της γερμανικής προπαγόνδας, όπως η Volkischer Beobach ter, έχουν κ υ ριευτεί από αντ ι μασονική υστερία. Ο υποτιθέμενος πατέρας (δεν γίνεται καμιό αναφορό στη μητέρα) παρουσιόζεται ως ένας παλιόνθρωπος ο οπο ίος πέταξε το ίδιο του το παιδ ί στα σκουπίδια. Ο δρόστης, από την όλλη πλευ ρό, θεωρείται απ ' όλους ανεξαιρέτως ως ο δίκαιος όνθ ρωπος που πήρε εκδίκηση για όλες τις παρανομίες του πατέρα του. Ως αποτέλεσμα, ο ψυχικό διαταραγμένος μαχαι ρο βγόλτης, έπειτα από μια δίκη-παρωδ ία, καταδικόστη κε σε δύο έτη φυλόκιση. Breslauer Neueste Nachrichten της 29ης Νοεμβρίου 1 934, σελίδα 1 ΠΑΤΡΟΚΤΟΝΟΣ ΚΑΤΑΔΙ ΚΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΔΥΟ ΕΤΩΝ
·Επε ιτα από μ ία δίκη δ ιόρκειας σχεδόν τεσσόρων μηνών, ο [292]
πρώην βοηθός διευθυντή της Δίωξης Εγκλ ή ματος Χέρμπ ερτ Άνβαλντ -τον οποίο ο λαός αποκαλεί «ο νόθος εκδικητής»- κα ταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών και, από την αποφυλάκισή του και μετά, σε αναγκαστική ψυχιατρική θεραπεία, για τη δο λοφονία του πατέρα του βαρόνου Ολιβιέ φον ντερ Μάλτεν. Κα τά την αιτιολόγηση αυτής της απόφασης, το δικαστή ριο επισή μανε τις ακραίες ηθικές βλάβες που υπέστη το συγκεκριμένο παιδί -το οποίο μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο- από τον γνω στό φιλελεύθερο και φ ιλάνθρωπο αριστοκράτη . Η πλήρης ασυμφωνία μεταξύ λόγων και έργων του βαρόνου, η κατάφω ρη αδικία εις βάροc; του παιδιού του δικαιολογούν εν μέρει -κα τά την κρίση του δικαστηρίου- το έγκλη μα που διέπραξε, εν βρασμώ ψυχής και έπειτα από κατάφωρη πρόκληση, ο Άν βαλντ, ο onoiOC; πάσχει από νευρική διαταραχή ... Breslauer Zeitung τηc; 1 7ηc; Δεκεμβρίου 1 934 ΑΠΟΧΑ Ι Ρ ΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΔΙ ΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΩΞΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟ Μ Ι ΑΣ ΤΟΥ Μ Π Ρ ΕΣΛΑΟΥ Ε Μ Π Ε ΡΧΑΡΝΤ ΜΟΚ. Ο ΑΞΙΕΠΑΙ ΝΟΣ ΑΣΤΥΝ ΟΜ Ι ΚΟΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑ Ν Ε Ι ΑΛΛΗ ΚΥΒΕ Ρ Ν ΗΤιΚΗ ΘΕΣΗ
Σή μερα, υπό τον ήχο των εμβατη ρίων που παιάνιζε η μπάντα τηc; τιμητικήc; φρουράc;, το αρχηγείο της αστυνομίαc; του Μπρέ σλαου απη ύθ υνε επ ίσημο αποχαι ρετισμό στο διευθυντή ·Εμπερχαρντ Μοκ, ο OnOiOC; πρόκειται να αναλάβει άλλη κυβερ νητική θέση. Ο Μο κ, φανερά συγκινη μένοc;, είπε αντίο στην υπη ρεσία με την οποία συνδέθη κε αναπόσπαστα από πολύ [293]
νεαρή ηλικία. Από ανεπίσημες πηγές μάθαμε ότι δεν πρόκειται να φύγει από την πόλη, η οποία του οφείλει τόσα πολλά ... Schlesische Tageszeitung της 1 8ης Σεmεμβρίου 1 936, σελίδα 1 Σ Η Μ ΕΡΑ Η ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΕΚΔΙ ΚΗΤΗ
Ένα μεγάλο πλήθος κατοίκων του Μπρέσλαου συγκεντρώθη κε σή μερα στην Κλέτσκαου Στράσε, έξω από τη φυλαΚή, για να υποδεχτεί τον Χέρμπερτ Άνβαλντ, δράστη της αλησμόνητης εκδίκησης στο πρόσωπο του άνομου μασόνου πατέρα του Ολι βιέ φον ντερ Μάλτεν. Κάποιοι από τους συγκεντρωμένους κρα τούσαν πανό με αντιμασονικά συνθή ματα. Είναι αξιοση μείωτο ότι ο λαός της πόλης μας αντέδρασε τόσο ενεργά στην κατά φωρη αδικία που διέπραξε κάποιος κρυφο-μασόνος δικαστής, στέλνοντας για δύο χρόνια στη φυλακή αυτό τον ενάρετο άν θρωπο. Ο Άνβαλντ αποφυλακίστηκε στις δώδεκα το μεση μέρι και αμέσως επιβιβάστηκε σ' ένα αυτοκίνητο που περίμενε με σκοπό να τον μεταφέρει -όπως μάθαμε- σε μια συγκεκριμένη κλινική όπου, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, θα τεθεί υπό αναγκα στική ψυχιατρική παρακολούθηση. Αυτή η δικαστική απόφαση πρέπει να αλλάξει! Στον εξολοθρευτή των μασόνων αξίζει με τάλλιο, όχι περιορισμός σε ψυχιατρικό άσυλο. Η πράξη του και μόνο αποδεικνύει ότι μυ αλό του είναι ακέραιο και υγιές. Εβραίοι και μασόνοι! Δεν θα βγάλετε τρελό έναν έντιμο Γερμανό!
[294]
χν l l
Μπ ρέσλαου, Παρασκευή 1 2 ΟκτωΒρίου 1934 Δέκα το πρωί Το τερατώδες, μοντέρνο πολυώροφο συγκρότημα γραφείων στη γωνία Ρινγκ και Μπλίχερ Πλατς, όπου στεγάζονταν οι διοικήσεις αρκετών δη μοτικών υπηρεσιών καθώς και μια τράπεζα, διέθετε ένα πολύ ασυνήθιστο ασανσέρ. Το αποτελούσαν πολλά μικρά κου βού κλια χωρητικότητας ενός ατόμου, το ένα πάνω στο άλλο, σαν χάντρες περασμένες σε σκοινί. Αυτό το «κομπολόι» βρισκόταν σε συνεχή κίνηση, και οι επιβάτες έμπαιναν ή έβγαιναν από τις μικρές ανο ιχτές καμπίνες καθ' οδόν. Αν κάποιος ξεχνιόταν και δεν κατέ βαινε έγκαιρα, θα περνούσε είτε από τη σοφίτα είτε από το υπόγειο με απόλυτη ασφάλεια. Θα έπεφτε ξαφνικά απόλυτο σκοτάδι, και η καμπίνα, τρίζοντας και στριγκλίζοντας -με τη βοήθεια τεράστιων αλυσίδων- θα έπαιρνε προσωρινά οριζόντια θέση, για να επανέλ θει αμέσως μετά σε κάθετη και να συνεχίσει την άνοδο ή την κάθο δό της από την άλλη πλευρά. Απ' όταν χτίστηκε αυτό το μεγαθήριο από ενισχυμένο μπετόν, το ασανσέρ του είχε γίνει πηγή διασκέδα σης, ειδικά για τα κοπάδια των πιτσιρικάδων που γέμιζαν τους βρό μικους γύ ρω δρόμους και τις αλάνες της γειτονιάς. Οι επιστάτες του κτιρίου δεν έκαναν άλλη δουλειά από το να απομακρύνουν τα μικρά διαβολάκια, κι εκείνα κατέβαζαν συνεχώς καινούργιες ιδέες για να τους τη σκάνε. Εκείνη τη μέρα ειδικά ο επιστάτης Χανς Μπάρβικ είχε τα μάτια του δεκατέσσερα, καθώς μερικά απ' αυτά τα αλητόπαιδα προσπα[295]
θούσαν από το πρωί να τρυπώσουν κρυφό για να κόνουν τη συναρ παστική βόλτα σε όλους του ορόφους, σοφίτα και υπόγειο. Παρα τη ρούσε προσεχτικό κόθε ότομο που έμπαινε στο κτίριο. Ο τελευ ταίος που είχε μπει, μόλις πριν από ένα λεmό, ήταν ένας όντρας με μακρύ δερμότινο παλτό και καπέλο κατεβασμένο μέχρι τ' αυτιό. Ο Μπόρβικ ήθελε να του ζητήσει ταυτότητα, αλλό το ξανασκέφτη κε: Δοσοληψίες με τέτοιους τύπους σή μαιναν πόντα κακό μπλεξίματα. Λίγα λεmό αργότερα από μπροστό του πέρασε ένας αστυνομικός τον οποίο γνώριζε, ο Μαξ Φόρστνερ. Ο Μπόρβικ τον είχε συναντή σει για πρώτη φορό πέρυσι, όταν είχε δώσει κατόθεση για μια απο τυχη μένη απόπειρα ληστείας τραπέζης, και από τότε χαιρετούσε πόντα τον Φόρστνερ με μεγάλο σεβασμό. Αυτό συνέβαινε κόθε Παρασκευή, μιας και αυτήν τη μέρα ο αστυνομικός επισκεmόταν τακτικό την τρόπεζα, για λόγους όγνωστους στον Μπόρβικ. Ο Φόρστνερ μπή κε στο ασανσέρ και έχασε από τα μότια του τον δουλοπρεπή επιστότη. Η καμπίνα ανέβαινε αργά αργά. Πέρα σε τον πρώτο όροφο και βρέθηκε ανάμεσα στα δύο επίπεδα. Ο Φόρστνερ δεν ένιωθε άνετα όταν βρισκόταν ανάμεσα σε δύο ορό φους. Πάντα αισθανόταν ανακούφιση όταν το δάπεδο της καμπί νας ευθυγραμμιζόταν με το επίπεδο του ορόφου: Τότε μπορούσε να πηδήξει σβέλτα έξω, χαμογελαστός και άνετος. ·Οταν το ασαν σέρ πλησίασε τον δεύτερο όροφο, ο Φόρστνερ στην αρχή ένιωσε έκπλ ηξη, και μετά εξοργίστη κε. Ακριβώς μπροστά στην έξοδο στον όροφο στεκόταν ένας άντρας με δερμάτινο παλτό που δεν έδειχνε να έχει καμιά πρόθεση να παραμερίσει για να μπορέσει ο αστυνομικός να κατέβεΙ. « Κάνε στην άκρη» φώναξε ο Φόρστνερ. Ρίχτη κε προς το εμπόδιο. Η φόρα του όμως ήταν πολύ μικρή [296]
για να ξεπεράσει τη δύναμη και την ορμή με την οποία μπούκαρε στο ασανσέρ ο αγενής ξένος. Στρίμωξε τον Φόρστνερ στο βάθος της καμπ ίνας και τον κόλλη σε στον τοίχο. Το ασανσέρ πλησίαζε στον τρ ίτο όροφο. α Φόρστνερ προσπάθησε να τραβήξει το όπλο του. Την ίδια στιγμή αισθάνθη κε ένα δυνατό τσ ί μπη μα στο λαιμό. Το ασανσέρ συνέχιζε , τώρα πλησ ίαζε τον ένατο όροφο. α Φόρ στνερ δεν ένιωθε τίποτα πλέον , ούτε το σφυροκόπημα του μηχανι σμού , ούτε τα τραντάγματα της καμπίνας. Το ασανσέρ διέσχισε τη σοφΙτα οριζόντια, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, και βρέθ η κε πάλι στον ένατο όροφο. α άντρας με το δερμάτινο παλτό πήδηξε έξω και συνέχισε από τις σκάλες. α Χανς Μπάρβικ άκουσε ξαφνικά το στρίγκλισμα του μηχανι σμού και το δυνατό σκΟ ύξιμο των αλυσίδων. Ήταν τέτοιος ο σαμα τάς, που έκανε αυτόματα μία και μοναδική σκέψη: « Να πάρει, θα πιάστηκε πάλι κανενός το πόδι». Σταμάτησε το ασανσέρ και άρχισε να ανεβαΙνει από τις σκάλει;, ελέγχοντας όροφο τον όροφο, αλλά μόνο αφότου έφτασε στην κορυφή διαπΙστωσε ότι η υποψία του παραήταν αισιόδοξη . Ανάμεσα στην οροφή της καμπίνας και στο επίπεδο του ένατου ορόφου , σπαρταρούσε σφηνωμένο σε μια εντελώς αφύσικη στάση το πτώμα του Μαξ Φόρστνερ.
Δρέσδη, Δευτέρα 17 lουλίου 1950 Έξι και μ ι σ ή το Βράδυ Η πλατε ία δίπλα στο Ι απωνικό Παλάτι , όχι μακριά από την Καρλ Μαρξ Πλατ ι;, ήταν γεμάτη ανθρώπου ι;, σκυλιά και καροτσάκια με μωρά που έσκουζαν. Όσοι είχαν πιάσει θέση σε κάποιο παγκάκι στη [297]
σκιά μπορούσαν να δηλώνουν ευτυχείς. Στους ευτυχείς ανήκε και ο διευθυντής του ψυχιατρικού νοσοκομείου Ερνστ Μπένερτ, καθώς κι ένας ηλικιωμένος κύριος βυθισμένος στην ανάγνωση της εφη μερί δας του. Κάθονταν στο ίδιο παγκάκι, έχοντας πιάσει ο καθένας από μιαν άκρη. Ο ηλικιωμένος κύριος δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη όταν ο Μπένερτ άρχισε να μιλάει μόνος του , σχεδόν ψιθυριστά, αλ λά, όταν μια νεαρή μητέρα με το αγοράκι της πλησίασε και ρώτησε ευγενικά αν μπορούσε να καθίσει, οι δυο άντρες αντάλλαξαν ένα βλέμμα και αρνήθη καν και οι δύο. Η γυναίκα έφυγε μουρμουρίζο ντας κάτι περί γέρων, και ο Μπένερτ ξανάρχισε αμέσως τον ψιθυρι στό του μονόλογο. Ο ηλικιωμένος κύριος τον άκουσε μέχρι που τέ λειωσε, και τότε χαμήλωσε την εφημερίδα, αποκαλύπτοντας το ση μαδεμένο πρόσωπό του, και ευχαρίστησε χαμηλόφωνα το γιατρό. ***
Απόσπασμα από την απόρρητη αναφορά του πρά κτορα Μ-234 της μυστικής υπηρεσ(ας των ΗΠΑ στη Δρέσδη στις 7 ΜαΤου 7 945 ... κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της Δρέσδης σκοτώθη κε μεταξύ άλλων [ . . ] ο πρώην διευθυντής του Τμή ματος Δίω .
ξης Εγκλή ματος της αστυνομίας του Μπρέσλαου και μετέπειτα υποδιευθυντής του Τμή ματος Εσωτερικών Υποθέσεων της Άμπβε ρ Έμπερχαρντ Μοκ. Ήταν υπό την εποπτεία του πράκτο ρα GS- 1 42, από τις αναφορές του οποίου προκύπτει ότι, μεταξύ του 1 936 και του 1 945, ο Μοκ ερχόταν στη Δ ρέσδη κάθε δύο μήνες για να επισκεφτεί τον συγγενή του Χέρμπερτ Άνβαλντ σε διάφορα νοσοκομεία. Σύ μφωνα με τις πλη ροφορίες που συνέ[298]
λεξε ο πράκτορας GS - 1 42, από το 1 936 ο Άνβαλντ νοσηλευό ταν στο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Μάριεν Άλεε. Όταν τα Ες Ες έκλεισαν το νοσοκομείο, τον Φεβρουάριο του 1 940, ο Άνβαλντ δεν είχε την ίδ ια μοίρα με τους υπόλοιπους ασθενείς, που εκτε λέστη καν κάπου στα δάση κοντά στο χωριό Ρόσεντορφ. Αυτός κατέληξε στο νοσοκομείο των βετεράνων πολέμου στη Φρί ντριχ Στράσε. Τα επίση μα αρχεία του νοσοκομείου περιέχουν πλαστές πλη ροφορίες για τη δήθεν συμμετοχή του στην εκ στρατεία εναντίον της nολωνίας. ο ψευτο-βετεράνος επέζησε από το βομβαρδισμό της Δρέσδης, στο ίδιο αυτό νοσοκομείο. Από τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους βρίσκεται και πάλι στο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Μάριεν Άλεε. Ο πράκτορας GS- 1 42 δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει τι είδους συγγένεια υπάρχει με ταξύ Άνβαλντ και Μοκ, γιατί οι πλη ροφορίες που πή ρε από το προσωπ ικό του νοσοκομείο υ είναι μάλλον κουτσομπολιά σκανδαλολογικής φύσης. Λόγω των συχνών επισκέψεων, κά ποιοι ισχυρίζονται ότι ο Άνβαλντ είναι νόθος γιος του Μοκ, και άλλοι ότι είναι εραστής του.
Δρέσδη, Δευτέρα 17 lουλίου 1950 Μεσάνυχτα Ο διευθυντής Μπένερτ κατέβαινε αργά και αθόρυ βα την πλαϊνή σκάλα, που χρησιμοποιούνταν μόνο κατά τις εκκενώσεις του νοσο κομείου, οι οποίες, ευτυχώς, τώρα τελευταία δεν ήταν πια τόσο συ χνές. Η φωτεινή δέσμη του φακού του έκοβε στα δύο το πυκνό σκοτάδι. Απ' όταν είχε βομβαρδιστεί η πόλη, αυτή η σκάλα τον γέ[299]
μιζε τρόμο. Εκείνη την αλησμόνητη μέρα, στις , 3 Φ εβρουαρίου ' 945, όταν ακούστηκε η πρώτη βόμβα να σκόει, απ' αυτήν τη σκό λα είχε κατεβεί τρέχοντας ο Μπένερτ προς το υπόγειο, που είχε μετατραπεί σε προσωρινό καταφύγιο. Φώναζε το όνομα της κόρης του, την έψαχνε ανόμεσα στα συντρίμμια, αλλό μόταια. Οι φωνές του πνίγονταν κότω από τον τρομερό κρότο των βομβών και τις ανατριχιαστικές κραυγές των πληγωμένων. Έδιωξε τις οδυνη ρές αναμνήσεις και όνοιξε την πόρτα που οδη γούσε στον κήπο του νοσοκομείου. Ο ταγματόρχης Μαχμόντοφ περίμενε απέξω. Χτύπησε χαρωπό στον ώμο τον Μπένερτ, πέρασε από δίπλα του και όρχισε να ανεβαίνει. Έπειτα από λίγο έπαψαν να ακούγονται τα βήματό του στα σκαλοπότια. Ο Μπένερτ δεν ξανα κλείδωσε την πόρτα. Άρχισε να ανεβαίνει με το πόσο του. Στο κε φαλόσκαλο σταμότησε και κοίταξε από το παρόθυρο έξω στη νύ χτα. Στην πρασιό με το γρασίδι, λουσμένος στο φως του φεγγα ριού, βόδιζε γρήγορα ένας ηλικιωμένος όντρας με στρατιωτική στολή. Ο Μπένερτ σε όλη του τη ζωή δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτό το περπότη μα. Ά κουσε πόλι τον κρότο της βόμβας και τις γοερές κραυγές των πληγωμένων, και μέσα απ ' αυτό το ίδιο παρόθυρο εί δε έναν ηλικιωμένο όντρα με καμένο το πρόσωπό του και τα μαλ λιό του να κουβαλόει στην αγκαλιό του αναίσθητη την κόρη του. Ο νοσοκόμος Γιούργκεν Κοπ κόθισε στο τραπέζι με δυο συνα δέλφους του, τον Φρανκ και τον Βόγκελ, και όρχισε να μοιρόζει χαρ τιό. Όλο το κατώτερο προσωπικό του νοσοκομείου ήταν παθιασμέ νο με το σκατ. Ο Κοπ πόνταρε ένα μπουκόλι κρασί και κατέβασε το πιο γερό του χαρτί, βαλέ σπαθί. Δεν πρόλαβε να κερδίσει την παρτί δα όμως, γιατί από την απέναντι πλευρό του σκοτεινού προαυλίου ακούστηκε μια κραυγή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. [ 300]
«Ποιος ουρλιάζε ι έτσι;» αναρωτήθηκ ε ο Βόγκελ. «ο Άνβαλντ. Στο δωμάτιό του άναψ ε φως» γέλασε ο Κοπ. «Σί γουρα πάλι ε ίδ ε κατσαρίδα». Ο Κοπ ε ίχ ε δίκιο βέβαια, αλλά μόνο μέχρι ενός ση μ ε ίου. Π ράγ ματι ο Άνβαλντ φώναζ ε, αλλά όχι ε ξαιτίας μιας κατσαρίδας. Στο πάτωμα του δωματίου του, τινάζοντας αστε ία τις ανασηκωμέν ε ς κοιλιές τους, προχωρούσαν καμαρωτά τέσσε ρις όμορφοι μαύροι σκορπιοί της ε ρή μου.
Πέντε λεητά αρ γ ότερα Σκορπιοί σέρνονταν πάνω στο στρατιωτικό παντελόνι και στα δυο χέρια, που τα κάλυπταν πυκνές μαύρ ε ς τρίχ ε ς. ·Ενας απ ' αυτούς όρ θωσε το κ εντρί του και σκαρφάλωσε πάνω στο διπλοσάγονο. Τα λαντ ε ύτηκ ε για λίγο στα μισάνοιχτα χε ίλη, και ύστ ε ρα στάθη κ ε στην κορυφή της καμπύλης του παχουλού μάγουλου. ·Ενας άλλος ε ξε ρ ε ύνησε το αυτί και μπή κ ε να σε ργιανίσε ι στα πυκνά μαύρα μαλλιά. Και ένας άλλος σύρθη κε πάνω στο πάτωμα, σαν να ήθ ελ ε να απομακρυνθ ε ί από τη λίμνη του αίματος που χυνόταν από τον κομμένο λαιμό του ταγματάρχη Μαχμάντοφ.
Βερολίνο, Τετάρτη 19 l ουλίοu 1950 Οχτώ το Βράδυ Ο Άνβαλντ ξύπνησε σ' ένα σκοτε ινό δω μάτιο. Το πρώτο πράγμα που ε ίδ ε ήταν ένα ταβάνι όπου χόρ ε υαν αντανακλάσε ις ν ε ρού . Ση [301]
κώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο με ασταθή β ή ματα. Έξω κυ λούσε ένα ποτάμι. Πάνω σ' ένα κιγκλίδωμα καθόταν ένα ζευγάρι, αγκαλιασμένο τρυφερά. Πέρα μακριά άστραφταν τα φώτα μιας μεγαλούπολης. Ο Άνβαλντ κάπου την ήξερε αυτή την πόλη, αλλά η μνή μη του δεν τον υπάκουε. Τα η ρεμιστικά είχαν μειώσει την ταχύ τητα συνειρμού του στο μηδέν. Περιέφερε αργά το βλέμμα του στο χώρο. Την γκρίζα μονοτονία του πατώματος διέκοπτε μια κί τρινη γραμμή φωτός που έμπαινε από τη χαραμάδα μιας ελάχιστα ανοιχτής πόρτας. Ο Άνβαλντ έσπρωξε την πόρτα και μπή κε σ' ένα σχεδόν άδειο δωμάτιο. Τον αυστηρά λιτό διάκοσμο αποτελούσαν ένα τραπέζι, δυο καρέκλες και ένας βαθύς, αναπαυτικός καναπές. Στο πάτωμα και πάνω στον καναπέ υπή ρχαν σκόρπια πεταμένα ρούχα. Ο Άνβαλντ τα εξέτασε προσεχτικά και έπειτα από λίγο κα τάφερε να τα ταξινο μ ή σε ι με σαφήνεια στο μ υ αλό του, χρησιμοποιώντας ως κύριο κριτή ριο το γένος. Από την ανάλυσή του συ μπέρανε ότι ο άντρας που είχε πετάξει έτσι τα ρούχα του πρέπει να είχε απομείνει μόνο με το εσώρουχό του και μια κάλτσα, και η γυναίκα μόνο με τις κ άλτσες της. Έπειτα πήρε το μάτι του το ζευγάρι που καθόταν σ' ένα τραπέζι και χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι η ανάλυσή του ήταν σωστή . Π ράγματι, δεν είχε πέσει έξω: Η ζουμερή ξανθιά φορούσε μόνο τις κάλτσες της, και ο ηλικιωμένος άντρας με το κόκκινο, σημαδεμένο πρόσωπο μόνο το εσώρουχό του. Ο Άνβαλντ τον κοίταξε επίμονα για αρκετή ώρα, βλαστη μώ ντας και πάλι την αδύναμη μνή μη του. Το βλέμμα του έπεσε στο κέντρο του τραπεζιού, και ξαφνικά θυ μήθη κε ένα λογοτεχνικό μο τίβο που επαναλαμβανόταν συχνά στις αρχαίες ελληνικές τραγω δίες - την αναγνώριση. Όπου η μυρωδιά κάποιου, ή ο κυματισμός των μαλλιών του, ή ένα απλό αντικείμενο μπορούσε να αρχίσει να ί302]
ξετυλίγει μια ολόκληρη αλυσίδα συνειρμών, να ξαναζωνταν έψει τα λησμονη μένα χαρακτηριστικά ενός προσώπου, να αναβιώσει πα λιές καταστάσεις. Κοιτάζοντας σαν υπνωτισμένος την ανοιχτή σκα κιέρα πάνω στο τραπέζι, μια χορδή στη μνή μη του χτύπησε και ο Άνβαλντ έφτασε στη δική του αναγνώριση.
Βερολίνο, 19 l ουλίου 1950 Ώρα έντεκα το Βράδυ Ο Άνβαλντ ξύπνησε πάνω στον βαθύ, αναπαυτικό καναπέ. Το κορί τσι είχε εξαφανιστεί, μαζί της και τα εξαίσια ρούχα της. Δίπλα στον καναπέ όμως καθόταν ο ηλικιωμένος άντρας, κρατώντας αδέξια μια κούπα με αχνιστό ζωμό. Ο Άνβαλντ έσκυψε προς το μέρος του, πήρε την κούπα και ήπιε με μιαν ανάσα τη μισή. «Θα μπορούσατε να μου δώσετε ένα τσιγάρο, κύριε;» ρώτησε με μια παράξενα βαθιά και ηχηρή φωνή. « Μην με αποκαλείς "κύριε", γιε μου» . Ο άντρας πρόσφερε τσι γάρο στον Άνβαλντ από μια αση μένια ταμπακιέρα. «Περάσαμε τό σα και τόσα μαζί, ας αφήσουμε κατά μέρος τις τυπικότητες». Ο Άνβαλντ σωριάστηκε πίσω στο μαξιλάρι του καναπέ και πή ρε μια βαθιά εισπνοή . Χωρίς να κοιτάζει τον Μοκ, είπε ήρεμα: «Γιατί μου είπες ψέματα; Μ' έβαλες να σκοτώσω το βαρόνο, αλ λά αυτό δεν σταμάτησε την εκδίκηση των γεζιτών, κάθε άλλο! Γιατί με έστρεψες εναντίον του ίδιου μου του πατέρα;» . «Λες πως αυτό δεν σταμάτησε τους γεζίτες . Κι έχεις δ ίκιο. Αλλά πού να το ήξερα εγώ αυτό;» Ο Μοκ άναψε καινούργιο τσιγάρο, πα ρόλο που το προηγούμενο κάπνιζε ακόμη στο τασάκι «Θυ μάσαι [303]
εκείνη την αποπνικτική νύχτα του l ούλη στο πορνείο της Mαvτάμ λε Ζ εφ; Έπρεπε να σε είχα στήσει μπροστά σ' έναν καθρέφτη τότε. Ξέρεις τι θα είχες δει; Τον Οιδίποδα, με τα μάτια βγαλμένα. Δεν πί στευα ότι θα μπορούσες να ξεφύγεις από τους γεζίτες. Δύο τρό πους είχα να σε γλιτώσω απ' αυτούς - ή να σου δώσω μια ελπίδα και να σε απομονώσω, τουλάχιστον για κάποιο διάστη μα, ή να σε σκοτώσω εγώ ο ίδιος για να σε προστατεύσω από τους Τούρκους και τους σκορπιούς. Τι θα είχες διαλέξει; Στην κατάσταση που είναι τώρα το μυαλό σου, θα μου απαvτήσεις ότι θα είχες προτιμήσεις να πεθάνεις ... Σωστά;» Ο ΆνβαλVΤ έκλεισε τα μάτια του, τα έκλεισε σφιχτά για να συ γκρατήσει τα δάκρυα. «Παράξενη η ζωή μου ... Ο ένας με κλείνει σε ορφανοτροφείο, ο άλλος σε τρελάδικο. Και λέει πως ήταν για το καλό μου ... » «Χέρμπερτ, αργά ή γρήγορα θα είχες καταλήξει με τους τρε λούς. Αυτό είπε ο δόκτωρ Μπένερτ. Στο θέμα μας όμως ... Σε έβαλα να σκοτώσεις το βαρόνο Φον VΤερ Μάλτεν για να μπορέσω να σε απομονώσω» ξαναείπε ψέματα ο Μοκ. «Δεν π ίστευα ότι θα μπο ρούσες να ξεφύγεις από τους γεζίτες. Ήξερα όμως ότι χάρη σ' αυτό θα ήσουν σχετικά ασφαλής. Ήξερα επίσης τι να κάνω ώστε να μην φας πολλά χρόνια φυλακή. Σκέφτηκα: Ο ΆνβαλVΤ θα είναι προστα τευμένος μέσα στα τείχη της φυλακής, κι εγώ θα έχω το χρόνο να πιάσω τον Έρκιν. Σε τελική ανάλυση, η μόνη σου ελπίδα ήταν να βγει από τη μέση ο Έρκιν ... » «Και; Τον έβγαλες από τη μέση;» «Ν αι' Απολύτως. Ο Έρκιν εξαφανίστη κε, και ο ιερός δερβίσης του εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ακόμη σε κυνηγούσε. Το πί στευε μέχρι πρόσφατα, όταν έστειλε έναν άλλο εκδικητή, που τώ[304]
ρα κείτεται νεκρός στο δωμάτιό σου στην κλινι κ ή το υ Μπένερτ. στη Δρέσδη. Κι εσύ έχεις κερδίσει και πάλι λίγο χρόνο ... » «Μπράβο, Μοκ. Με προστάτευσες προς το παρόν». Ο Άνβαλντ ανακάθισε στον καναπέ και ήπιε τον υπόλοιπο ζωμό του. «Αλλά θα έρθει κι άλλος γεζίτης... Και θα πάει στον Φόρστνερ ή στον Μάας ... » « Κανένας δεν θα πάει στον Φόρστνερ. Ο αγαπητός μας Μαξ έπαθε ένα φο βερό ατύχημα στο Μπρέσλαου - τον έλιωσε ένα ασανσέρ ... » Το πρόσωπο του Μοκ έγινε ακόμα πιο κόκκινο, πρόβα λαν κάτασπρες οι ουλές. «Τι νόμισες; Σε προστατεύω όσο καλύτε ρα μπορώ, κι εσύ ακόμη σκέφτεσαι μόνο την κατάρα. Άμα δεν θέ λ εις να ζήσεις, έχεις όπλο, αυτοκτόνησε! Όχι εδώ μέσα όμως, γιατί θα προδώσεις ένα διαμέρισμα που ανή κει στη Στάζι. .. Γιατί νομίζεις ότι σε προστατεύω;» Ο Μοκ είχε βάλει τις φωνές. Ο Άνβαλντ δεν ήξερε την απάντηση σ' αυτή την ερώτηση, αλλά και ποτέ στη ζωή του δεν είχε φοβηθεί τις φωνές. «Τι έγινε τελικά μ' εσένα; Πώς μπή κες στη Στάζι;» «Η υπηρεσία προσλάμβανε πρόθυμα υψηλόβαθμους αξιωμα τικο ύ ς τη ς Άμπβερ, όπου είχα μετατεθεί από τα τέλη του 1 934. Σου τα είπα όλ' αυτά όταν σε επισκέφτη κα στη Δρέσδη». «Σκατά! ·Εμεινα πάρα πολύ καιρό στη Δρέσδη». Ο Άνβαλντ χα μογέλασε πικρά. « Επειδή δεν υπή ρχε καμιά δυνατότητα όλον αυτό τον καιρό να σε μετα φ έρω σε ασφαλές μέρος ... Μάθαινα από τον Μπένερτ ότι δεν ήσουν άρρωστος πια ... » Ο Άνβαλντ ση κώθη κε απότομα όρθιος, χύνοντας τα υπολείμ ματα του ζωμού στο πάτωμα. «Δεν είχα σκεφτεί τον Μπένερτ ... Τα ξέρει όλα για μένα ... » « Η ρέμησε». Το ση μαδεμένο πρόσωπο του Μοκ έδειχνε μόνο [305]
στωική ηρεμία. «ο Μπένερτ δεν πρόκειται να πει λέξη σε κανέναν. Μου χρωστάει μεγάλη ευγνωμοσύνη. ·Εβγαλα την κόρη του από τα ερείπια. Αυτό είναι το αναμνηστικό». ·Εδειξε το πρόσωπό του. «Μ ια ρουκέτα έσκασε στη στέγη και ένα κομμάτι φλεγό μενο πισσόχαρ το από το ταβάνι μού έκαψε το κεφάλι». Ο Άνβαλντ τεντώθηκε να ξεμουδιάσει και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είδε κάτω στο δρόμο άντρες της εθνοφρουράς να σέρ νουν έναν μεθυσμένο. ·Ενιωσε αδύναμος. «Μοκ, τώρα θα με κυνηγάει και η εθνοφρουρά για το φόνο του Τούρκου που βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιό μου στην κλινική του Μπένερτ! » «Δεν το νομίζω. Αύριο εσύ κι εγώ θα βρισκόμαστε στο Άμστερ νταμ, και σε μία βδομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες». Ο Μοκ διατή ρησε την αταραξία του. ·Εβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό χαρτί γεμάτο από άκρη σ' άκρη με αριθμούς. «Αυτό εδώ είναι ένα κωδι κοποιημένο τηλεγράφημα από το στρατηγό Τζον Φιτζπάτρικ, υψη λόβαθμο στέλεχος της ΣΙΑ. Η Άμπβερ ήταν μια δίοδος για τη Στάζι, και η Στάζι μια δίοδος για τη ΣΙΑ. Ξέρεις τι λέει το τηλεγράφ η μα; "Δίνω άδεια εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες για τον κύριο Έμπερ χαρντ Μοκ και το γιο του"». Ο Μοκ γέλασε δυνατά. «Αφού τα χαρ τιά σου είναι στο όνομα Άνβαλντ και δεν προλαβαίνου με να φτιά ξουμε καινούργια, ας συμφωνήσουμε ότι είσαι νόθος γιος μου ... » Μόνο που ο «νόθος γιος» δεν είχε καμιά διάθεση να γελάσει Α ισθανόταν χαρά, ναι, αλλά την επισκίαζε μια μελαγχολία, η θλιβε ρή ικανοποίηση που αισθάνεται κανείς όταν έχει επιτέλους σκοτώ σει έναν μισητό εχθρό του. «Τώρα κατάλαβα γιατί με προστάτευες μια ζω ή . " Η θελες ένα γιο ... » [306]
«Σκατά κατάλαβες!» Ο Μοκ έκανε πως αγανακτούσε. «Μου πα ριστάνεις τον ψυ χολόγο! Έχω μπλεχτεί κι εγώ πάρα πολύ σ' αυτή την υπόθεση, και φοβάμαι - κυρίως και πάνω απ' όλα για τον εαυτό μου. Εκτιμώ πολύ το στομάχ ι μου για να το δω να γίνεται φωλιά για σκορπιούς, πίστεψέ με». Κανείς από τους δυο δεν το πίστε ψε.
[307]
χνl l l
Νέα Υ όρκπ, ΣάΒΒατο 14 Μαρτίου 195 1 Τέσσερ ι ς το πρωί Το ξενοδοχείο «Τσέλσι» στην Π εντη κοστή Πέμmη Οδό ήταν σκο τεινό και σιωπηλό εκείνη την περασμένη ώρα. Οι περισσότεροι ένοικοι ήταν μόνιμοι - πλανόδιοι πωλητές και ασφαλιστικοί πρά κτορες που έπεφταν νωρίς για ύπνο τα Σαββατοκύριακα, ώστε να φεύγουν για δουλειά το επόμενο πρωί χωρίς να τσούζουν τα μάτια τους ή να μυρίζει η ανάσα τους αλκοόλ. Εξαίρεση αποτελούσε ο ένοικος ενός μεγάλου διαμερίσματος τριών δωματίων στον δέκατο έκτο όροφο. Όλο ι πίστευαν ότι ήταν συγγραφέας. Δούλευε στο γραφείο του μέχρι αργά τη νύχτα, κοιμόταν ως το μεσημέρι, έβγαινε κάποια στιγμή το απόγευμα, και συχνά τα βράδια απολάμβανε τη συντροφιά γυναικών. Εκείνο το βράδυ είχε τραβήξει μέχρι τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα - την ώρα που ένα κουρασμένο κορίτσι με μπλε φόρεμα με φαρδύ ναυτικό γιακά βγήκε από το διαμέρισμα του «λογοτέχνη». Κλείνοντας την πόρτα, έστειλε ένα φ ιλί προς το βάθος του δ ιαμερίσματος και προχώρησε προς το ασανσέρ. Με την άκρη του ματιού της είδε δυο άντρες να έρχονται από τον μακρύ διάδρομο του ξενοδοχείου. Ανατρίχιασε όταν διασταυρώθ η καν. Ήταν και οι δυο τρομακτικοί, ο ένας με τερατόμορφο πρόσωπο γεμάτο ουλές από εγκαύ ματα, και ο άλλος με τα άγρια, φλογισμένα μάτια ενός φανατικού. Το κορίτσι αναστέναξε με ανακούφιση όταν βρέθη κε κοντά στον νυσταγμένο νεαρό υπάλληλο του ασανσέρ. [308]
Οι δυο άντρες σταμάτησαν έξω από την πόρτα του 1 6F . Ο Μ ο κ χτύπησε διακριτικά. Η πόρτα άνο ιξε ελόχιστα. Στο άνοιγμ α εμφανlστη κε το κεφάλι ενός ηλικιωμένου άντρα. Ο Άνβαλντ άρπαξε το πόμολο και τράβηξε με δύναμη την πόρτα προς τα έξω. Το κεφάλι του άντρα πιάστηκε ανάμεσα στην πόρτα και στο κάσωμα. Το μεταλλικό πλαlσιο του συνέθλιψε το αυτί. Ο άντρας άνοιξε το στόμα του να ουρλιάξει, αλλά τότε του το στούπωσαν μ ' ένα μαντίλΙ. Ο Άνβαλντ άφησε την πόρτα. Ο γέρος υποχώρησε στο χολ του σπιτιού του και τράβηξε από το στόμα του το πρόχειρο φίμωτρο. Το αυτί του είχε ή δη αρχίσει να πρήζεταΙ. Ο Άνβαλντ τίναξε το χέρι του. Η γροθιά του χτύπησε το πρησμ ένο αυτΙ Ο γέρος έπεσε κάτω. Ο Μοκ έκλεισε την πόρτα, έσυρε τον χτυπη μένο στο δωμάτιο και τον κάθισε σε μια καρέκλα. Δύο σιγαστή ρες ση μάδεψαν σταθερά τον ένοικο του διαμερίσματος. «Έτσι και κουνηθεΙς ή βγάλεις άχνα, είσαι νεκρός». Ο Άνβαλντ προσπάθησε να μείνει ή ρεμος. Ο Μοκ στο μεταξύ περιεργαζόταν τα βιβλία πάνω στο γραφείο. Ύστερα στράφηκε και κοΙταξε ειρωνικά τον ανυπεράσπιστο άντρα. «Αλήθεια, Μάας, σου σηκώνεται ακόμη; Εξακολουθούν να σου αρέσουν οι μαθητριούλες, βλέπω ... » «Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε». Ο Μάας έτριψε το πονεμένο αυτί του. « Με περνάτε για κάποιον άλλο. Είμαι ο Τζορτζ Μέισον. Καθηγητής ση μιτικών γλωσσών στο Πανεπιστή μιο Κολού μπια». «Αλλάξαμε πολύ, ε, Μάας; Εγώ, ο Μοκ, παραμορφώθη κα από ένα κομμάτι φλεγόμενο πισσόχαρτο που έπεσε από ένα ταβάνι, και ο Χ έρμπερτ Άνβαλντ πάχυνε από τα πολλό μεζεδάκια που έτρωγε στο άσυλο». Γύρισε τις σελίδες ενός βιβλΙου πάνω στο τραπέζΙ. « Κι εσύ όμως δεν πας πΙσω. Έκανες προγούλια, και τα ωραία, σγουρά 1 309]
μαλλιά σου έχουν πέσει σχεδόν όλα. Αλλά το χούι παραμένει, έτσι δεν εlναι;» Ο άντρας είχε γουρλώσει τα μάτια του. Άνοιξε το στόμα του έντρομος, αλλά δεν πρόλαβε να φωνάξεΙ. Ο Μοκ τού πίεσε με δύναμη τα χέρια πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας, και ο Άνβαλντ, με μια αστραπια ία κίνηση, του έχωσε το μαντίλι σχεδόν μέχρι το λαιμό. ·Επειτα από μερικά δευτερόλεmα τα μάτια του Μάας άρχισαν να θολώνουν. Ο Άνβαλντ τράβηξε το μαντίλι και τον ρώτησε: «Γιατί με έδωσες στον Τούρκο, Μάας; Πότε σε εξαγόρασε; Πώς και δεν προτ ί μησες να με ίνεις πιστός στο βαρόνο Φον ντερ Μάλτεν; Η ευγνωμοσύνη του και τα χρή ματά του θα σε γλlτωναν για μια ζωή από το βάσανο να πρέπει να διδάξεις για να ζήσεις. Αλλά εσένα πάντα σου άρεσε να κάνεις τον καθηγητή ... Ειδικά σε ακόλαστες μαθητριούλες ... ». Ο Μάας έπιασε το μπουκάλι με το Jack Daniels από το τραπεζάκι δίπλα στην πολυθρόνα του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά κατευθείαν από το μπουκάλΙ. AEmtc; σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στο φαλακρό κεφάλι του. «Π οιο είναι κατά την άποψή σου, Άνβαλντ, το πιο ση μαντικό πράγμα στον κόσμο;» Ο Μάας έπαψε πια να κρύβεται πίσω από το ψεύτικο όνομά του. Χωρίς να περιμένει απάντηση, συν έχισε: «Το πιο ση μαντικό είναι η αλήθεια. Αλλά τι να σου κάνει η αλήθεια τις νύχτες που καταριέσαι το φύλο σου, όταν σε καίει ο πόθος, όταν με το κούνη μα του πισινού ενός τυχαlου θ ηλυκού καταρρέουν πύργοι πρωτότυπων
σ υλλογισμών
και
μεγαλο φ υ ε ίς
π υ ρ α μ ίδ ες
συμπερασμάτων που χτίστη καν το ένα πάνω στο άλλο; Μπορείς να ηρεμήσεις μόνο όταν ονομαστά ακαδη μαϊκά περιοδικά διψάνε για 1310]
τα άρθρα σου, και εξαίσια νυμφίδια για το φαλλό σου κάθε βράδυ ... Το έχεις ζήσει ποτέ αυτό, Άνβαλντ; Γιατί εγώ το έζησα πριν από δεκαέξι χρόνια στο Μπρέσλαου, όταν ο Κεμάλ Έρκιν μού έστειλε να μελετήσω κάποια άγνωστα χειρόγραφα και άφησε στα πόδια μου τα ουρί του παραδείσου ως αντάλλαγμα για μία και μοναδική επ ιστη μονική μου ανάλυση. Ή ξερα ότι τα κορίτσια δεν με αγαπούσαν, ούτε με ποθούσαν. Ε και λοιπόν; Αρκεί που ικανο ποιούσαν κάθε μέρα τα καπρίτσια μου. Που μου εξασφάλιζαν την ψυχική γαλήνη για να κάνω τη δουλειά μου. Χάρη σ' αυτές ελευθερώθη κα από τον απαιτητικό και ιδιότροπο δυνάστη που κρύ βεται μέσα στο παντελόνι μου . Και μπόρεσα να κάνω τη δουλειά μου χωρίς να πρέπει να τον σκέφτομαι. Δη μοσίευσα ένα χειρόγραφο που θεωρούνταν χαμένο, και η ανακάλυψη μου χάρισε παγκόσμια αναγνώριση . Όταν ο Έρκιν μού παραχώρησε, μαζί με ένα τεράστιο χρη ματικό ποσόν, και ένα αντίγραφο του χειρό γραφου -του χαμένου χειρόγραφου-, έφυγα από το Μπρέσλαου. Ήξερα ότι οι πόρτες θα άνο ιγαν για μένα σε οποιοδήποτε τμήμα ανατολικών σπουδών». Ήπιε άλλη μια γουλιά ουίσκι και μόρφασε. «Διάλεξα τη Νέα Υόρκη, αλλά με βρή κατε ακόμα κι εδώ. Πείτε μου μόνο: Γ ιατί; Π ρωτόγονη ε κδίκηση ; Εσείς είστε Ε υ ρωπαίοι, χριστιανοί... τι γίνεται με τη συγχώρεση;» « Κάνεις λάθος, Μάας. Ο Άνβαλντ κι εγώ έχουμε πολλά κοινά με τους γεζίτες, ή, για να είμαι ακριβής, έπειτα από τόσα που περάσαμε, πιστεύουμε στη δύναμ η της μοίρας». Ο Μοκ άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε αφη ρ η μένα μια πελώρ ια φωτεινή διαφ ή μ ιση των τσιγάρων Camel. « Εσύ, Μάας, πιστεύεις στο πεπρωμένο;» «Όχι ... » Ο Μάας γέλασε αποκαλύmοντας δυο σειρές κάτασπρα δόντια. « Π ιστεύω στις συ μmώσεις. Σύ μπτωση ήταν που ένας [311]
μαθητής μου με σύστησε στον Έρκιν, σύμπτωση που ανακάλυψα ποιος ήταν ο πατέρας σου, Άνβαλντ ... » «Και πάλι κάνεις λάθοι;, Μάας». Ο Μοκ βολεύτηκε σε μια άνετη πολυθρόνα και άνοιξε ένα λεπτό ντοσιέ. «Θα σου αποδείξω αμέσως ότι υπάρχει μοίρα. Θυμάσαι τις δύο τελευταίες προφητείες του Φριντλέντερ; Στη μετάφρασή σου η πρώτη έχει ως εξής: αΓαΓ "ερείπιο", chavura - "πληγή", mαkαk - "κακοφορμίζω", shαmayin "ουρανός". Η προφητεία αναφερόταν σ' εμένα. Mαkαk δεν είναι παρά το όνομά μου - Μοκ. Αποδείχτηκε αληθινή . Ο λοχαγός της Άμπβερ Έμπερχαρντ Μοκ πέθανε και γεννήθηκε ένας αξιωματικός της μυστικής κομουνιστικής αστυνομίας, της Στάζι, ο ταγματάρχης Έμπερχαρντ Μοκ. Διαφορετικό πρόσωπο, διαφορετικός άνθρωποι;, το ίδιο όνομα. Πεπρωμένο ... Και τώρα, Μάας, ας δούμε τη δεύτερη προφητεία. Λέει: yeladim - "παιδιά", αkrabbim - "σκορπιοί", αmotz - "λευ κός", sevαchα - " κάγκελα", chol - "ά μμος" ή ch ul "στριφογυρίζω" ή "πέφτω" και "πτώση". Π ίστευα ότι η προφητεία αυτή ήταν για τον Άνβαλντ (το yelαdim μοιάζει σαν ήχος με το Άνβαλντ) . Και παραλίγο να βγει αληθινή . Ένας ταγματάρχης της Στάζι, ένας γεροδεμένος Ουζμπέκος, με τις τσέπες του γεμάτες σκορπιούς, μπήκε στην ψ υχιατρική κλινική για να εκτελέσει τη μυστική αποστολή του. Ο Άνβαλντ θα πέθαινε μέσα σε λευκούς τοίχους (αmotz - "λευκός"), σ' ένα δωμάτιο με καγκελόφραχτα παράθυρα (sevαcha - "κάγκελα"), με σκορπιούς να στριφογυρίζουν (chul - "στριφογυρίζω") μέσα στην κοιλιά του. Ερμήνευσα όμως διαφορετικά την προφητεία και άλλαξα το πεπρωμένο. Ο Άνβαλντ μέσα στο άσυλο έγινε γλωσσολόγος -αυτοδίδακτος- και πολύ καλός στις ση μιτικές γλώσσες. Κι έτσι ο Ουζμπέκος και τα αδερφάκια του από την έρημο έμειναν στην κλινική της Δρέσδης .. » .
[312]
Ο Μοκ σηκώθηκε και άρχισε να βη μ ατίζει αργά πάνω κάτω στο δω μ άτιο, φουσκώνοντας μ ε περηφάνια το στήθος του. «Τα βλέπεις λοιπόν, Μάας; Εί μ αι το πεπρωμένο. Και το δικό σου ... Θ έλεις ν' ακούσεις τη δική μου ερ μ ηνεία της τελευταίας προφητείας; Ορίστε - amotz ίσον Μάας, και μετά ye/adim - "παιδιά", akrabbim "σκορπιοί" και chu/ - "πέφτω" ή "mώση". "Παιδιά", "σκορπιοί" και "πέφτω" ή "mώση" είναι οιωνοί για τον δικό σου θάνατο». Ο Μοκ σταμάτησε στο κέντρο του δωματίου και σ ή κωσε ψηλά τα δυο του χέρια. Ακίνητος σ' αυτήν τη στάση παγανιστή ιερέα, ανάγγειλε με επιβλητική φωνή : « Εγώ, ο ·Εμπερχα ρντ Μ οκ, η αδυσώπητη μο ίρα, εγώ, ο Έμπερχαρντ Μοκ, ο επικείμενος θάνατος, σε ρωτώ: Π ροτιμάς την mώση κάτω στο δρόμο από εδώ ψ ηλά, ή το φαρμάκι των σκορπιών, που είναι ακόμη μικρο!, παιδιά-σκορπιοί, σκορπιουδάκια, αλλά το φονικό δηλητήριο στάζει ήδη από τις ουρές τους;». Ο Μοκ τόνισε ιδιαίτερα τις λέξεις «παιδιά-σκορπιοί» και «mώση». Ο Μάας δεν είχε καταλάβει για ποιους σκορπιούς μιλούσε, μέχρι που ο Άνβαλντ άνοιξε ένα μικρό κουτί. Ο Μάας κοίταξε μέσα και έχασε το χρώμα του. Μ ικρά μαύρα αραχνοειδή στριφογύριζαν τις δαγκάνες τους και τέντωναν τις κοιλιές τους καθώς προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν έξω από το κουτί. Θυμήθη κε τη γερμανική γλώσσα, που εΙχε πολύ καιρό να την ακούσει. Μια λέξη, το ρήμα ausfallen - «πέφτω έξω», άρχισε να σφυρίζει και να αντηχεί στ' αυτιά του. Π ροχώρησε προς το ανοιχτό παράθυρο. ·Εξω στη σκοτεινή νύχτα, ο άντρας στην πινακίδα νέον απέναντι φύσηξε το τσιγάρο του κι έφτιαξε μια σειρά από δαχτυλίδια καπνού.
[313]