LMS028
ΜΟΥΣΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
Δικοινοτική Συναυλία Μουσικής Δωματίου Σάββατο, 17 Σεπτεµβρίου 2016 | 19:30 Κινηµατοθέατρο Παλλάς, Λευκωσία Η συναυλία τελεί υπό την αιγίδα του Έντιμου Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, Δρα Κώστα Καδή Under the auspices of the Minister of Education and Culture, Dr Costas Kadis Bu konser Sayın Eğitim ve Kültür Bakanı Dr. Kostas Kadis'in himayelerinde gerçekleşiyor
ΧΟΡΗΓΟΙ:
Νικόλας Κωσταντίνου [πιάνο] Narden Sonel [πιάνο] Γιώργος Γεωργίου [κλαρινέτο] Νίκος Πίττας [βιολί] Ayşe Karaoğlan [βιολί] Sinem Sadrazam [βιόλα] Μιράντα Παπανεοκλέους [τσέλο]
Πρόγραμμα Béla Bartók (1881–1945) Αντιθέσεις, Sz. 111, BB 116 (1938), για βιολί, κλαρινέτο και πιάνο I. II. III.
Verbunkos [Χορός Στρατολόγησης] Pihenő [Ανάπαυση] Sebes [Γρήγορος Χορός]
Ernő Dohnányi (1877–1960) Σουίτα Βαλς*, έργο 39 (1943), για δυο πιάνα I. II. III. IV.
Valse symphonique [Συμφωνικό Βαλς] Valse sentimentale [Συναισθηματικό Βαλς] Valse boiteuse [Κουτσό Βαλς] Valse de fête [Πανηγυρικό Βαλς]
Διάλειμμα [15’] Johannes Brahms (1833–1897) Κουιντέτο σε Φα ελάσσονα, έργο 34 (1864), για δυο βιολιά, βιόλα, τσέλο και πιάνο I. II. III. IV.
Allegro non troppo Andante, un poco Adagio Scherzo: Allegro Finale: Poco sostenuto—Allegro non troppo
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα κινητά τηλέφωνα, τα ξυπνητήρια ρολογιών και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές που μπορεί να προκαλέσουν θόρυβο πρέπει να είναι κλειστά. Παρακαλούμε τους αξιότιμους ακροατές μας, όπως μειώσουν την ένταση στο βήχα τους όσο γίνεται περισσότερο. Το κάπνισμα απαγορεύεται εντός του κτιρίου. Απαγορεύεται η ηχογράφηση και η φωτογράφηση τόσο εντός της αίθουσας, όσο και στο φουαγιέ, χωρίς την γραπτή άδεια από το LMS.
*
Παγκύπρια Πρεμιέρα
Μπέλα Μπάρτοκ (1881–1945) Αντιθέσεις, Sz. 111, BB 116 (1938), για βιολί, κλαρινέτο και πιάνο Προς το τέλος της δεκαετίας του ’30, ο βιολονίστας Joseph Szigeti (1892–1973), σε συνεργασία με τον Benny Goodman (1909–86), κλαρινετίστα μουσικής swing, ανέθεσαν τη σύνθεση ενός έργου για κλαρινέτο, βιολί και πιάνο στον Μπέλα Μπάρτοκ. Η βασική ιδέα ήταν η σύνθεση ενός έργου σε δύο κινήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να εκτελεστούν ξεχωριστά. Ο Μπάρτοκ ολοκλήρωσε μια πρώτη μορφή το Σεπτέμβριο του 1938 (Κινήσεις Α’ και Γ ’ από τις μεταγενέστερες Αντιθέσεις), αλλά ο Szigeti και ο Goodman θεώρησαν την μορφή αυτήν υπερβολικά μεγάλη σε διάρκεια, γιατί ανέμεναν ένα έργο συμβατό με τη χρονική διάρκεια των δίσκων shellac της εποχής. Η σύνθεση με τις δύο κινήσεις παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 9 Ιανουαρίου 1939 στη Νέα Υόρκη με τον Benny Goodman στο κλαρινέτο, τον Joseph Szigeti στο βιολί και τον Endre Petri στο πιάνο. Μετά τη συναυλία, ο Μπάρτοκ αναθεώρησε το έργο προσθέτοντας μια αργή μεσαία κίνηση. Στην τελευταία εκδοχή του έργου δόθηκε ο τίτλος Αντιθέσεις. Η εκδοχή με τις τρεις κινήσεις ηχογραφήθηκε από τον Szigeti, τον Goodman και τον Μπάρτοκ (αφότου είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ), στις 30 Μαΐου 1940 στη Νέα Υόρκη. Με τον τίτλο Αντιθέσεις, ο Μπάρτοκ διερευνά κυρίως τις ηχοχρωματικές διαφορές μεταξύ των οργάνων και πολύ λιγότερο το κατά πόσο συνδυάζονται μεταξύ τους. Η πρώτη κίνηση, «Verbunkos» (Χορός Στρατολόγησης), σε μέτριο χρόνο, είναι σε μια τριμερή, αλλά περίπλοκη δομή. Το πρώτο θέμα, το οποίο ανοίγει το έργο έχει ύφος εμβατηρίου (με pizzicati στο βιολί, εμπνευσμένα από την κίνηση «Blues» της Σονάτας για βιολί του Ραβέλ), είναι λιτό και παιχνιδιάρικο και υπόκειται σε παραλλαγή πριν από ένα δεύτερο θέμα (meno mosso), λαϊκό σε ύφος, το οποίο επίσης αναπτύσσεται. Η τρίτη ενότητα της κίνησης φαίνεται αρχικά να είναι μια επιπλέον ανάπτυξη˙ το θέμα της αρχής επιστρέφει σε μιαν κατακερματισμένη και τονικά ασταθή μορφή. Το κλαρινέτο παρουσιάζει μια Cadenza (ενώ στο φινάλε θα είναι η σειρά του βιολιού). Η δεύτερη κίνηση, «Pihenő» (Ανάπαυση), είναι ένα αργό ιντερλούδιο, χαρακτηριστικό της «Νυχτερινής μουσικής» του Μπάρτοκ, που σμίγει το μυστήριο με την ηρεμία, και προτείνει ακόμη και τη μουσική gamelan στο μέρος του πιάνου. Τέλος, έρχεται το «Sebes» (Γρήγορος Χορός). Εδώ, ο κλαρινετίστας αλλάζει από κλαρινέτο σε Λα σε κλαρινέτο σε Σι ύφεση, ενώ ο βιολονίστας παίρνει ένα σκόπιμα κακοχορδισμένο όργανο, μιμούμενος στην αρχή ένα βιολιστή του χωριού. (Τα συμβατικά όργανα επιστρέφουν στο ήπιο κεντρικό τμήμα της κίνησης.) Αν και ο Μπάρτοκ χρησιμοποιεί θέματα με ουγγρικό ύφος, τελικά μάλλον δε χρησιμοποιεί αυθεντικά λαϊκά τραγούδια. Ο βιολονίστας παίζει μια Cadenza, η οποία οδηγεί στην τρίτη ενότητα, και η ιδιαίτερα δεξιοτεχνική κίνηση τελειώνει με μια γκροτέσκ, διαπεραστική και κωμική coda. (Σημειώσεις για τον Ψηφιακό Δίσκο Béla Bartók Kontraste, Mikrokosmos, Membran Music Ltd, 223546 και του James Reel)
Ernő Dohnányi (1877–1960) Σουίτα Βαλς, έργο 39 (1943), για δύο πιάνα Ο Ernő Dohnányi και ο Μπέλα Μπάρτοκ ήταν τόσο διαφορετικοί σε χαρακτήρα που αυτό αποτυπωνόταν και στη μουσική που συνέθεταν. Παρόλα αυτά, η φιλία τους διαμορφώθηκε νωρίς και στηριζόταν κυρίως πάνω στην έλξη των αντιθέτων˙ ενισχύθηκε από την αμοιβαία επαγγελματική εκτίμηση και τα κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως ήταν η τιμιότητα, η αδυναμία για συμβιβασμό και η σταθερότητα, καθώς και το ενδιαφέρον για ό, τι νέο συμβαίνει στο αντικείμενό τους. Αυτά παρέμεναν εξάλλου και τα ουσιώδη κοινά χαρακτηριστικά της φιλίας τους, κατά τη διάρκεια όλων των πολιτικών αλλαγών και εξουσίας της εποχής τους. Παρά το γεγονός ότι η μουσική του Dohnányi δεν αντικατοπτρίζει το ενδιαφέρον του για την καινοτομία, ως ερμηνευτής ωστόσο υπήρξε ένας ενθουσιώδης αρωγός νέων τάσεων. Η παρακάτω δήλωση του Μπάρτοκ δεν ήταν τυχαία: «Τα επιτεύγματά του ως πιανίστα και μαέστρου Φιλαρμονικών συναυλιών είναι, με την αυστ ηρή έννοια του όρου , ανεκτίμητη. Είναι ένας εξαίρετος αγωγός˙ τα προγράμματα του συμπεριλαμβάνουν εκτός από τα συνήθη παλαιότερα έργα και πιο σύγχρονες συνθέσεις. ...» Παρά την πολύ μικρή διαφορά ηλικίας που είχαν, μόλις τέσσερα χρόνια, η καριέρα τους διαμορφώθηκε σε διαφορετικούς χώρους. Κατά συνέπεια, ο Dohnányi υπήρξε για μεγάλο διάστημα ένα είδος μέντορα για τον Μπάρτοκ. Αργότερα ο Μπάρτοκ είχε την ευκαιρία να του ανταποδώσει τη βοήθεια καθώς τον υπερασπίστηκε πολλές φορές, όταν αυτός είχε άδικα δεχθεί επίθεση με αντιφατικές κατηγορίες. «... Στις δύσκολες στιγμές, όταν άλλοι καλλιτέχνες έχουν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα ή «έχουν κρυφτεί στο κέλυφός τους», ο Dohnányi εξακολουθεί να ασκεί ηρωικά το πολύπλευρο έργο του, προσφέροντας ανακούφιση και απόλαυση σε χιλιάδες συμπατριώτες του.» Εντέλει, ο Dohnányi αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ουγγαρία το 1944. Αυτός, ο οποίος είχε κάνει τόσα πολλά για την Ουγγαρία, προστατεύοντας τη θέση και τη ζωή πολλών από τους συναδέλφους του κατά τη διάρκεια της δίωξης των Εβραίων, είχε επώνυμα κατηγορηθεί ως προδότης, συνεργάτης των Ναζί και εγκληματίας πολέμου. Προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα από την Αυστρία και να αποκαταστήσει τον εαυτό του από τις ψευδείς κατηγορίες. «... Δεν ξέρω για πιο πράγμα κατηγορούμαι˙ έχω ακούσει, όμως, ότι έχω δήθεν παραδώσει Εβραίους στα χέρια της Γκεστάπο. No vedremo! Το θέμα προέρχεται από την ουγγρική επιτροπή του Σάλτσμπουργκ και όπως έχω πληροφορηθεί υποκινείται από την Πέστη...». Το γεγονός ότι αυτή την περίοδο ο Dohnányi ήταν σε θέση να ασχοληθεί με ένα τέτοιο έργο, όπως η Σουίτα Βαλς, δείχνει την απαράμιλλη ηθική του δύναμη. Το κομμάτι εύστοχα έχει χαρακτηριστεί από τον βιογράφο και μαθητή τού Dohnányi, Bálint Vázsonyi, ως εξής: «Η τεσσάρων κινήσεων σουίτα - ένα από τα πιο υπέροχα έργα του Dohnányi – αναφέρεται στις ζωηρές πολύχρωμες φουρτούνες της ζωής: στο χιούμορ και στην ομορφιά που σύντομα πρόκειται να επανέλθουν.» Ίσως, κανένας άλλος Ούγγρος συνθέτης δεν ήταν τόσο πολύ οικείος με τον κόσμο του βιεννέζικου βαλς όσο ο Dohnányi. Δια μέσου του ιδιώματος του βαλς, ο Dohnányi είναι ικανός να εκφράσει τα πάντα χωρίς να μας αφήσει να συνειδητοποιήσουμε ότι ακούμε μουσική σε χρόνο 3/4 για σχεδόν εικοσιπέντε λεπτά.
Η σουίτα ξεκινά με το Valse symphonique [Συμφωνικό βαλς], ένας στροβιλίζων χορός σε μορφή σονάτας, ο οποίος προσδίδει στην κίνηση ένα αυθεντικό χαρακτήρα εισαγωγής. Το Valse sentimentale [Συναισθηματικό βαλς] που ακολουθεί αναφέρεται με τον τίτλο του στην αλλόκοτη και κάπως νοσταλγική επίκληση της ομορφιάς του παρελθόντος και όχι σε συναισθηματισμούς, με την υποτιμητική έννοια. Η έννοια του τίτλου της επόμενης κίνησης, Valse boiteuse [Κουτσό Βαλς], εξηγήθηκε από τον ίδιο τον Dohnányi σε μια επιστολή του : «Η τρίτη κίνηση της σουίτας μου έχει τον τίτλο «Valse boiteuse» λόγω της εναλλαγής μεταξύ 3/4 και 2/4...» Αυτός ο σύντομος χαρακτηρισμός όμως δεν προδίδει καθόλου το χιούμορ του εν λόγω βαλς. Αλλάζοντας συνεχώς το μέτρο, ο συνθέτης «αναστατώνει» τη χορευτική κίνηση, η οποία είναι συνυφασμένη με γρήγορα περάσματα σε τρίτες. Χρησιμοποιώντας διάφορες έξυπνες μετατροπίες, ο συνθέτης εντείνει την ιδέα της χωλότητας, ενώ την ίδια στιγμή, αφήνει τον ακροατή να αναρωτηθεί που θα καταλήξει η κίνηση. Η σουίτα κλείνει με ένα μεγαλοπρεπές Valse de Fête [Πανηγυρικό βαλς], το οποίο συμπεριλαμβάνει όχι ένα, αλλά τρία βαλς. Επιπλέον, το θέμα από την πρώτη κίνηση, επιστρέφει στο κατακλείδων τμήμα συνδυασμένο με τα θέματα της τελικής κίνησης, αποχαιρετίζοντας έτσι αυτήν τη συναρπαστική συλλογή χορών. Lajos Them
Γιοχάνες Μπραμς (1833–1897) Κουιντέτο σε φα ελάσσονα, έργο 34 (1864), για δύο βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλο και πιάνο Όταν ο Γιοχάνες Μπραμς έγραψε σε χαρτί το Κουιντέτο του για πιάνο, έργο 34, το φθινόπωρο του 1864, ολοκλήρωνε μια προσπάθεια δύο ετών ωσότου βρει τελικά την καλύτερη μορφή για το έργο. Τόσο οι φίλοι του όσο και ο ίδιος ο Μπραμς εξέφρασαν διάφορες επιφυλάξεις για τις δύο προηγούμενες μορφές, ένα κουιντέτο εγχόρδων (1862) και μια σονάτα για δύο πιάνα (1864). Ο Μπραμς αναδιατύπωσε διαδοχικά κάθε μορφή και τελικά κατέστρεψε το αρχικό κ ουιντέτο εγχόρδων. Ωστόσο, λόγω των συνεχών του επιφυλάξεων, ο Μπραμς δεν έστειλε το Κουιντέτο για πιάνο στον εκδότη Jakob Melchior Rieter-Biedermann μέχρι τον Ιούλιο του 1865. Το έργο αυτό παρουσιάστηκε εντέλει σε έντυπη μορφή στο τέλος του 1865 ή στις αρχές του 1866. Η Σονάτα δεν τυπώθηκε παρά μόνο έξι χρόνια αργότερα, φέροντας τον αριθμό έργου 34bis. Η αρχική κίνηση (Allegro non troppo) έχει ένα εντυπωσιακά σοβαρό βάρος χάρη στην ένταση που υπάρχει μεταξύ της ενεργητικής και της ελεγειακής δύναμης. Το εισαγωγικό θέμα, το οποίο παρουσιάζουν στην αρχή σε οκτάβες το πιάνο, το πρώτο βιολί και το τσέλο, παρουσιάζει αμέσως τα δύο βασικά δομικά χαρακτηριστικά της κίνησης. Το πρώτο είναι η ένταση μεταξύ της βασικής τονικότητας της φα ελάσσονας και της επιδεσπόζουσας τονικότητας της Ρε ύφεση μείζονας – μια ένταση που εκφράζεται διαμέσου πολλών μετατροπιών με μικρές έκτες και πέμπτες. Το δεύτερο αφορά τη σχέση μεταξύ μελωδίας και υφής, όπου η συγχορδιακή μελωδία η οποία περιέχεται στην κύρια ιδέα των τεσσάρων μέτρων, μεταμορφώνεται αμέσως μετά την πρώτη μικρή παύση για ανάσα σ’ ένα πέρασμα φορτωμένο με πάθος στο πιάνο. Η έκθεση περιλαμβάνει συνολικά πέντε διαφορετικά, αλλά όχι εντελώς άσχετα μεταξύ τους θεματικά μέρη. Η ανάπτυξη επικεντρώνεται στη συνέχεια σε δύο από αυτά: το κύριο θέμα και το δευτερεύον χορευτικό θέμα σε ντο δίεση ελάσσονα το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα εισαγωγικό άλμα οκτάβας και παρεστιγμένους ρυθμούς. Η επεξεργασία stretta των κύριων μοτίβων,
κατά την οποία το ένα ξεκινά αμέσως μετά το άλλο σε δι αφορετικές φωνές και ως εκ τούτου παρουσιάζονται συμπιεσμένα το ένα μέσα στο άλλο, ενισχύει την ενεργητική ώθηση προς τα εμπρός. Η coda θέτει για λίγο το κύριο θέμα στα ηλύσια πεδία της μείζονας τονικότητας. Για δεκαοκτώ μέτρα μπορεί κανείς να αισθανθεί πω ς το αρχικό κουιντέτο εγχόρδων πρέπει να ακουγόταν στις πιο όμορφες του στιγμές, μιας και το πιάνο περιορίζεται σε αυτό το σημείο σε ένα ισοκράτημα στο μπάσο πριν σιγήσει εξολοκλήρου. Το τέλος ακολουθεί και πάλι τη σοβαρή, ενεργητική φλέβα της κίνησης στο σύνολό της. Η αργή κίνηση (Andante, un poco Adagio) συνδυάζει πίκρα και γλυκύτητα μ’ ένα τρόπο τυπικό για τον Μπραμς. Το βασικό μελωδικό μοτίβο, το οποίο χαρακτηρίζεται από συγκοπές και το οποίο αμφιταλαντεύεται μεταξύ διαστημάτων τρίτης, ενώ ταυτόχρονα κινείται σε τρίτες και έκτες, αναπτύσσεται σε μια σχεδόν ατελείωτη μελωδία. Το μεσαίο τμήμα που ακολουθεί, εισάγει μια νέα κίνηση σε τριήχα, ενώ συνάμα σχετίζεται με το κύριο θέμα δια μέσου της μελωδίας και της συνεχής κίνησης σε έκτες και τρίτες. Το κυρίως μέρος του επακόλουθου Scherzo (Allegro) εναλλάσσεται συνεχώς μεταξύ των χρόνων 6/8 και 2/4. Τρία βασικά στοιχεία διαμορφώνουν την πορεία του: η αινιγματική ελεγειακή αρχή (συγκεκαλυμμένη από συγκοπές και συγχορδίες), η χαρακτηριστική ιδέα με παρεστιγμένους ρυθμούς, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ανήσυχη και περιπλανητική αρχή, και το υμνητικό θέμα σε Ντο μείζονα που δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά μια μεγαλοπρεπή παραλλαγή της δεύτερης ιδέας σε χρόνο 6/8. Τα τρία αυτά στοιχεία ωθούν την κίνηση π ρος τα εμπρός, με τη ρυθμικά λακωνική μεσαία ιδέα περιοδικά να ενεργοποιεί ένα εκτεταμένο, εν μέρει χορευτικό και εν μέρει διεισδυτικό, Fugato το οποίο οδηγείται σε κορύφωση. Η ευρύς μελωδία του Τρίο σε ντο μείζονα έρχεται, φαινομενικά, σε πραγματική αντίθεση με αυτό, αλλά κατ’ ακρίβεια προέρχεται από το υμνητικό θέμα του κυρίως τμήματος του Scherzo και, όπως και το προαναφερθέν Fugato, διακυβεύει διστακτικά σε αντιστικτικά εδάφη. Η αργή εισαγωγή (Poco sostenuto) του φινάλε φέρνει στο προσκήνιο χρωματικό και εναρμονικό γράψιμο με έναν ακραίο για τον Μπραμς τρόπο. Προσεγγίζει την υποβόσκουσα τονικότητα της φα ελάσσονας με κυκλικές κινήσεις, οι οποίες ξεσπούν με πάθος και εντέλει φαίνεται να διακόπτονται. Μια ισχυρή αντίθεση επέρχεται με το ελαφρώς χορευτικό κ υρίως θέμα του επόμενου Allegretto non troppo. Όπως έχει ήδη υπογραμμίσει ο μουσικολόγος Christian Martin Schmidt, η «μουσική ιδέα της κίνησης» βρίσκεται στη «διαμεσολάβηση των δύο θεματικών τμημάτων», δηλαδή , του κύριου και δευτερεύοντος θέματος. Το φινάλε επαναλαμβάνει τα θέματα αυτά καθώς και τις επιπλοκές που προκύπτουν συνολικά τρεις φορές, αρχικά στην έκθεση και επανέκθεση της σονάτας-ρόντο με μόνο μια συντομευμένη ανάπτυξη η οποία ενσωματώνεται στην ανακεφαλαίωση. Η τρίτη, ένας στην κυριολεξία διπλός κύκλος, λαμβάνει χώρα στο έντονο καταληκτικό τμήμα, Presto, non troppo, το οποίο αποτελεί σχεδόν το ένα τρίτο της κίνησης, αν κρίνουμε από τον αριθμό μέτρων. Εδώ, τα δύο θέματα εμφανίζονται πρώτα το ένα μετά το άλλο και ακολούθως υπερθετημένα. Όπως και στ ο φινάλε του Διπλού Κονσέρτου του Μπραμς, έργο 102 (το οποίο κυβερνάται, ομολογουμένως, από άλλες αρχές), το μέρος αυτό είναι ένα «τυποποιημένα» επιδέξιο θεματικό υλικό το οποίο βρίσκει τη λιτή «αληθινή» μορφή και επίδρασή του προς το τέλος της κίνησης. Η ισχυρή εντατικοποίηση και η συγχώνευση του χρωματικά εμποτισμένου θυγατρικού θέματος με τις κρυφές αναφορές του στην αργή εισαγωγή, μαζί με το πρώτο θέμα, γίνεται το επίκεντρο και η έμφαση της κίνησης. Το φινάλε ολοκληρώνεται με μιαν απότομη
χειρονομία που παραπέμπει στο τέλος της Παθητικής Σονάτας, έργο 13 του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν. Ήταν σκόπιμη η ομοιότητα αυτή; Εν πάση περιπτώσει, τονίζεται για μια ακόμη φορά το γεγονός ότι ο Μπραμς μετέτρεψε το Κουιντέτο για Πιάνο σε ένα από τα πιο φορτισμένα, συναισθηματικά, έργα του. Αν και πολλοί από τους συγχρόνους του χρειάστηκαν πολύ καιρό να το κατανοήσουν, το Κουιντέτο σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πιο σημαντικά και πασίγνωστα έργα μουσικής δωματίου του. (Michael Struck, Σημειώσεις για τον Ψηφιακό Δίσκο Brahms Piano Quintet op. 34, Musikproduktion Dabringhaus und Grimm, 1218-2)
Βιογραφικά ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ο Νικόλας Κωσταντίνου έχει την ικανότητα να εντυπωσιάζει το κοινό τόσο με τις τολμηρές επιλογές του από παραδοσιακό και μοντέρνο ρεπερτόριο, όσο και με τις εμφανίσεις του με ασυνήθιστα μουσικά σχήματα. Έχει επαινεθεί από κριτικούς μουσικής ως «… καλλιτέχνης με βαθύτατα αισθήματα, ο οποίος είναι ικανός να ερμηνεύει μουσική με ολόκληρη την ψυχή και το είναι του…» και οι ερμηνείες του έχουν χαρακτηριστεί ως «κολοσσιαίες» και «δραματουργικά πλούσιες». Έχει δώσει συναυλίες στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και έχει φιλοξενηθεί στο Wigmore Hall (Λονδίνο), στο Musikverein (Βιένη), στο Beethoven-Haus (Βόννη) και στη Μουσική Ακαδημία Ferenc Liszt (Βουδαπέστη). Ο Δρ Κωσταντίνου έχει εμφανιστεί σε διεθνή Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου, όπως το Kuhmo, το Oulunsalo Soi (Φινλανδία), το Gödöllő (Ουγγαρία), το Ledra Music Soloists και τα Κύπρια (Κύπρος). Έχει εμφανιστεί με τη Philharmonia Orchestra, τη Ρωσική Φιλαρμονική Ορχήστρα Δωματίου Αγ. Πετρούπολης, την Ορχήστρα Κονσέρτου Βουδαπέστης, την Ορχήστρα Μουσικής Δωματίου Failoni και τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, με μαέστρους όπως τον Esa Heikkilä, τον Konrad von Abel, το ν Juri Gilbo, τον Νότη Γεωργίου και τον Maciej Zoltowski. Συνεργάστηκε επίσης με καταξιωμένους καλλιτέχνες, όπως ο Gustav Rivinius, ο Erkki Rautio, ο David Cohen, ο Péter Somodari, ο Vilmos Szabadi, ο Tytus Miecznikowski, ο Gábor Varga, η Chloë Hanslip, και ο Kazuhiro Tagaki, καθώς και με τα κουαρτέτα εγχόρδων Meta4 και Akadémia. O Δρ Κωσταντίνου έχει παρουσιάσει με το βιολονίστα Νίκο Πίττα ολόκληρο το έργο του L. V. Beethoven για βιολί και πιάνο (2013– 14), με τον τσελίστα Péter Somodari το έργο για βιολοντσέλο και πιάνο (2015–16). Παράλληλα, παρουσιάζει συχνά έργα Κυπρίων συνθετών στην Κύπρο και στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων και πρώτων παγκόσμιων παρουσιάσεων. Ο Νικόλας Κωσταντίνου είναι απόφοιτος του μουσικού τμήματος του Πανεπιστημίου του Σέγκεντ, του Πανεπιστημίου Μουσικής Ferenc Liszt στη Βουδαπέστη, του Ινστιτούτου Μουσικής στο Cleveland του Οχάιο, καθώς και του Βασιλικού Κολλεγίου Μουσικής του Λονδίνου, κ αι είναι κάτοχος των τίτλων Master of Music in Performance, και Διδακτορικού (PhD). Η διδακτορική του διατριβή έχει τίτλο Η Μουσική Δωματίου του Ernő Dohnányi˙ Παράδοση, Καινοτομία και Ουγγρική Ταυτότητα. Έχει δουλέψει με τη Μárta Gulyás, τον Dr Daniel Shapiro, τον Sándor Falvai, τον Ferenc Kerek, τον Julian Jacobson, την Τάνια Οικονόμου και τη Βάντα ΟικονόμουΚωνσταντίνου. Μελέτησε επίσης, μεταξύ άλλων, με τον Dmitri Bashkirov, τον Νικόλα Οικονόμου, τον Vadim Suchanov και τον Ferenc Rados. Μαθητές του έχουν κερδίσει βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου και μουσικής δωματίου και έχουν γίνει δεκτοί σε αναγνωρισμένες σχολές στο εξωτερικό, όπως την Ανώτατη Μουσική Σχολή "Βασίλισσα Σοφία" της Μαδρίτης και το Κονσερβατουάρ Νέας Αγγλίας στη Βοστώνη των ΗΠΑ. Ο Δρ Κωσταντίνου έχει επαινεθεί για τη διδακτική του προσφορά από επώνυμους του χώρου. Επί του παρόντος ζει και διδάσκει στη Λευκωσία, είναι Λέκτορας πιάνου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και καθηγητής πιάνου στο Μουσικό Λύκειο Λευκωσίας.
NARDEN SONEL Η Narden Sonel γεννήθηκε στην Κύπρο, στις 14 Απριλίου 1991. Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων, αρχικά με τη μητέρα της. Σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών, η Narden πέρασε με επιτυχία την Όγδοη βαθμίδα ABRSM. Μετά την αποφοίτησή της από το αγγλόφωνο γυμνάσιο 19 Mayis Turk Maarif College (2009), ενεγράφη στο Goldsmith College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ως φοιτήτρια ενός Ολοκληρωμένου Πτυχίου Μουσικής, μελετώντας πιάνο με τον Andrew Zolinsky. Παράλληλα, η Narden παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο του Blackheath στο Λονδίνο. Στη συνέχεια, το 2011 ενεγράφη στο πρόγραμμα Πτυχιακών Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, όπου μελέτησε με τον Raymond Clarke, και έλαβε μέρος σε πολυάριθμα εργαστήρια ερμηνείας. Παράλληλα, συνόδευε εθελοντικά αρκετούς μουσικούς και τραγουδιστές σε διάφορες συναυλίες τους. Σε αναγνώριση των υπηρεσιών της, το Πανεπιστήμιο της απένειμε βραβείο συνοδείας στο τέλος του πρώτου έτους σπουδών. Επιπλέον, έχει τακτικά εμφανιστεί σε σημαντικούς χώρους συναυλιών στην περιοχή του Μπρίστολ, όπως στον καθεδρικό ναό Clifton, στην Εκκλησία του Αγίου Παύλου, στο Bristol Music Club και στις Αίθουσες Victoria. Πριν την ολοκλήρωση των πανεπιστηµιακών της σπουδών, η Narden είχε εμφανιστεί σε συναυλίες στην πατρίδα της, σε χώρους όπως στο Αβαείο του Bellapais, και δραστηριοποιήθηκε στην οργάνωση φιλανθρωπικών συναυλιών για στήριξη του Νοσοκομείου Κερύνειας. Αφού αποφοίτησε με διάκριση στην ερμηνεία, η Narden συνέχισε, με υποτροφία, μεταπτυχιακές σπουδές στην ερμηνεία στο Βασιλικό Κονσερβατουάρ Σκωτίας, όπου μελέτησε με τη Sinae Lee και τον Βίκτωρ Sangiorgio. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της εκεί, η Narden εμφανίστηκε στο Φεστιβάλ Πιάνου του Κονσερβατουάρ, ενώ παράλληλα της απενεμήθη το βραβείο Hope Scott Trust, το οποίο της επέτρεψε να παρακολουθήσει καλοκαιρινά μαθήματα στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής της Δανίας. Η Narden ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της, το 2015 με διάκριση. Μετά από ακρόαση, η Narden επιλέχθηκε ως τακτική συνεργάτης της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου για τη σεζόν 2015–16, ενώ παράλληλα διατελεί μέλος της Ορχήστρας Allegro Vivace. Πρόσφατες εμφανίσεις της περιλαμβάνουν συναυλίες στο Edinburgh Fringe Festival και το Φεστιβάλ Πιάνου Naci Talat. Η Narden είναι σήμερα καθηγήτρια σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο στην Κύπρο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ο Γιώργος Γεωργίου γεννήθηκε στη Λευκωσία, το 1984. Σπούδασε κλαρινέτο υπό τους Julian Farrell και Joy Farall στο Guildhall School of Music and Drama και αποφοίτησε από το City University του Λονδίνου με BMus και Master in Advanced Instrumental Studies. Έχει εμφανιστεί ως σολίστ με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Πανεπιστημίου City και τους θρυλικούς Moscow Virtuosi, υπό τη διεύθυνση του Vladimir Spivakov. Έχει δώσει ρεσιτάλ σε Κύπρο, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ και έχει συνεργαστεί επανειλημμένα με αρκετά μουσικά σχήματα, όπως το Κουαρτέτο Εγχόρδων Apple Hill (ΗΠΑ), και το Κουαρτέτο Εγχόρδων Semplice, με τους οποίους διατέλεσαν “artists in residence” στο Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Apple Hill, το καλοκαίρι του 2010. Ο Γιώργος Γεωργίου έχει επιδείξει έντονο ενδιαφέρον προς τη σύγχρονη μουσική και ως εκ τούτου, έδωσε πολλές παγκύπριες πρεμιέρες έργων από συνθέτες όπως οι Κάρτερ, Μπέριο, Μαντοβάνι και Στοκχάουζεν. Είναι επίσης υποστηρικτής των Κυπρίων συνθετών και έχει συνεργαστεί επανειλημμένα με αρκετούς από αυτούς, δίνοντας παγκόσμιες και παγκύπριες πρεμιέρες των έργων τους. Από το 2008, ο Γιώργος Γεωργίου ζει στην Κύπρο, όπου εργάζεται ως συντονιστής της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων. Προσφάτως, έχει διοριστεί καλλιτεχνικός διευθυντής του Due Capi Music Agency. Είναι μέλος του Κουαρτέτου Claretini και του Amphiliki Ensemble και ιδρυτής του Cyprus Clarinet Studio. Τα μ ελλοντικά του σχέδια περιλαμβάνουν την κυκλοφορία ενός CD με έργα για κλαρινέτο από σύγχρονους Κύπριους συνθέτες.
ΝΙΚΟΣ ΠΙΤΤΑΣ Ο Νίκος Πίττας γεννήθηκε στη Λευκωσία, το 1982. Αποφοίτησε από το Εθνικό Ωδείο Κύπρου σε ηλικία 16 ετών, λαμβάνοντας επίσης το Δίπλωμα LRSM από το Royal Schools of Music. Συνέχισε τις σπουδές του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής στο Peabody Conservatory του Johns Hopkins University, με κα θηγητή τον Herbert Greenberg, απ’ όπου απέσπασε τα πτυχία BM, MM και GPD. Έχει εκπροσωπήσει την Κύπρο στην Ορχήστρα Νέων της Μεσογείου. Το 1999, κατόπιν διαγωνισμού, ανακηρύχθηκε «Σολίστ της Χρονιάς» και προσκλήθηκε ως σολίστ στη Γλασκώβη από την Ορχήστρα Δωματίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, έχει εμφανιστεί ως σολίστ με την Κρατική Ορχήστρα Κύπρου, με τη Συμφωνική Ορχήστρα Morravian της Τσεχίας και με τους Pharos Trust Soloists. Έχει παίξει σε συναυλίες μουσικής δωματίου με τους Ledra Soloists και με το Ensemble Philharmonia, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Σπύρου Πίσυνου. ‘Εχει δώσει ρεσιτάλ για διάφορους φιλανθρωπικούς σκοπούς, στο Προεδρικό Μέγαρο, για τα Ηνωμένα Έθνη και για άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το 1999 προσκλήθηκε από την Χαρά Καλομοίρη και τ ην Ελένη Μουζάλα για ρεσιτάλ στη Σάμο προς τιμήν του αείμνηστου Μανώλη Καλομοίρη. Στις ΗΠΑ έχει εμφανιστεί μεταξύ άλλων στο Kennedy Center, στην Washington DC και στο Music Festival του Aspen, όπου είχε την τιμή να συνεργαστεί με το διεθνούς φήμης πιανίστα Leon Fleischer και το μαέστρο David Zinnman.
‘Εχει κερδίσει πρώτα βραβεία στους διαγωνισμούς του Towson University Fine Arts, στον Παναμερικανικό Διαγωνισμό ASTA, στο National School Orchestra Association, καθώς και σε Πανελλήνιο διαγωνισμό βιολιού, όπου τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο από την UNESCO. Έχει διατελέσει πρώτο βιολί στην ορχήστρα Baltimore Concert Artists, στην Annapolis Symphony Orchestra, στην Alexandria Symphony Orchestra of Washington, DC, στην Orquesta Simfonica de Castilla y Leon στην Ισπανία, στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης και στη Βergen Philharmonic Orchestra στη Νορβηγία. Από το 2012, εκτελεί καθήκοντα ως Β’ κορυφαίος της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου.
AYŞE KARAOĞLAN Η Τουρκοκύπρια βιολονίστα Ayşe Karaoglan γεννήθηκε στην Πεντάγεια. Μετά την ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσής της στο Δημοτικό Σχολείο Λεύκας, αρχικά ενεγράφη στο Κρατικό Ωδείο Άγκυρας και στη συνέχεια, το 1986, συνέχισε τη μουσική της παιδεία στην Αυστραλία, όπου είχε μεταναστεύσει με την οικογένειά της. Τα ακαδημαϊκά της προσόντα περιλαμβάνουν Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στο Βιολί (1992, με υψηλή διάκριση) από το Κονσερβατουάρ του Σίδνεϊ, τάξη της Charmian Gadd, και Δίπλωμα (1989, με διάκριση) από το Κρατικό Κονσερβατουάρ Μουσικής, τάξη του Chris Kimber. Όντας ακόμη φοιτήτρια, η Ayşe είχε εμφανιστεί ως σολίστ με τη Συμφωνική Ορχήστρα Κονσερβατορίου του Σίδνεϊ. Επιπλέον, παρακολούθησε πολλά σεμινάρια, με καλλιτέχνες όπως ο Valery Klimov, ο Ιγκόρ Ozim, η Alice Shonfield και ο Mintcho Minchev. Η επαγγελματική της εμπειρία περιλαμβάνει συνεργασίες με την Ορχήστρα Όπερας και Μπαλέτου Αυστραλίας (Όπερα του Σίδνεϊ, 1991–95) και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σίδνεϊ (1990–92). Επιπλέον, έχει εμφανιστεί με το Εθνικό Σχήμα Αυστραλίας (1989–90) και με την Ορχήστρα Bach του Σίδνεϊ (1987–90). Το 1995, η Ayşe εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα, όπου αρχικά διετέλεσε μέλος των πρώτων βιολιών της Κρατικής Όπερας και Μπαλέτου Άγκυρας και αργότερα, από το 2001 μέχρι το 2007, ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωτή εξάρχοντα στην ίδια ορχήστρα. Παράλληλα, είχε συνεργαστεί και με τη Συμφωνική Ορχήστρα Σιγκαπούρης. Ως σολίστ, η Ayşe έχει εμφανιστεί στο Φεστιβάλ Κύπρια 2004 με τη Philharmonia Orchestra του Λονδίνου. Παράλληλα, έχει δώσει πολλά ρεσιτάλ στην Τουρκία, τόσο ως σολίστ, όσο και ως μέλος κουαρτέτου εγχόρδων. Από το 2007, η Ayşe είναι μέλος του τμήματος των πρώτων βιολιών της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου, ενώ ταυτόχρονα είναι μέλος του Κουαρτέτου Εγχόρδων Amici.
SINEM SADRAZAM Η Sinem Sadrazam γεννήθηκε στην Κερύνεια το 1985, όπου και ξεκίνησε τη μουσική της παιδεία στην ηλικία των έξι χρόνων, παίρνοντας μαθήματα πιάνου. Το 1996 έγινε δεκτή στο Κρατικό Κονσερβατουάρ Άγκυρας του Πανεπιστημίου Hacettepe, μελετώντας βιόλα με τη Feza Gökmen, απ’ όπου και αποφοίτησε το 2007, με δίπλωμα πτυχίου. Ακολούθως, η Sinem παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Δραματικών Τεχνών στο Graz (Αυστρία), μελετώντας μουσική δωματίου με τον Stephan Goerner και βιόλα με τον Christian Euler. Η Sinem διετέλεσε μέλος της Ακαδημαϊκής Ορχήστρας Hacettepe, της Ισπανικής Εθνικής Ορχήστρας Νέων, της Εθνικής Ορχήστρας Νέων Νορβηγίας, της Ορχήστρας Νέων Μεσογείου, της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων Κύπρου, της Ορχήστρας Δωματίου Con Fuoco (Αυστρία), της Erzgebirgische Philharmonie Aue (Γερμανία) και της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου. Από το 2013, η Sinem ζει και εργάζεται στην Κύπρο, διδάσκοντας βιόλα, τόσο στο Πανεπιστήμιο Ανατολικής Μεσογείου, όσο και στο Πανεπιστήμιο της Εγγούς Ανατολής. Παράλληλα, διατελεί μέλος της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας.
ΜΙΡΑΝΤΑ ΠΑΠΑΝΕΟΚΛΕΟΥΣ Η Μιράντα Παπανεοκλέους άρχισε μαθήματα βιολοντσέλου σε ηλικία οκτώ ετών, με την Άντρη Χατζηγεωργίου. Σε ηλικία δώδεκα ετών έγινε μέλος της τότε Κρατικής Ορχήστρας Νέων Κύπρου όπου διετέλεσε κορυφαία των βιολοντσέλων, ενώ στο πλαίσιο του προγράμματος ανταλλαγής μαθητών διετέλεσε μέλος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Saddleback College στην Καλιφόρνια. Συνέχισε τις σπουδές της στην Αθήνα, παίρνοντας Πτυχίο Μουσικολογίας από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δίπλωμα στο βιολοντσέλο από το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών, με καθηγήτρια την Ντάνα Χατζηγεωργίου. Εργάστηκε στη Συμφωνική Ορχήστρα των Χρωμάτων και την Εθνική Λυρική Σκηνή Αθηνών και διετέλεσε κορυφαία των βιολοντσέλων στην Παιδική Όπερα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Αθηνών. Από το 1999 κατέχει τη θέση της υποκορυφαίας των βιολοντσέλων στη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου. Εκτός από τη δραστηριότητά της ως μέλος της ορχήστρας, εμφανίζεται με σύνολα μουσικής δωματίου στην Κύπρο και το εξωτερικό, στηρίζοντας όλα τα είδη μουσικής καθώς και έργα Κυπρίων συνθετών. Είναι μέλος του Κουαρτέτου Εγχόρδων Amiche με το οποίο δίνουν τακτικές συναυλίες. Παράλληλα, διδάσκει βιολοντσέλο στη Μουσική Σχολή της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων Κύπρου.
MÜZIKAL YOLCULUK
İki toplumlu Oda Müziği Konseri
Nicolas Costantinou [piyano] Narden Sonel [piyano] George Georgiou [klarnet] Nikos Pittas [keman] Ayşe Karaoğlan [keman] Sinem Sadrazam [viyola] Miranda Papaneocleous [viyolonsel] 17 Eylül 2016, Cumartesi | 19:30 Pallas Cinema-Theatre, Lefkoşa
Program Béla Bartók (1881–1945) Zıtlıklar, Sz. 111, BB 116 (1938), keman, klarnet ve piyano için I. II. III.
Verbunkos [Recruiting Dans] Pihenő [Rahatlama] Sebes [Hızlı Dans]
Ernő Dohnányi (1877–1960) Vals süiti*, op. 39. (1943), iki piyano için I. II. III. IV.
Valse symphonique [Senfonik Vals] Valse sentimentale [Duygusal Vals] Valse boiteuse [Aksak Vals] Valse de fête [Şenlik Valsi]
Ara [15’] Johannes Brahms (1833–1897) Fa minör kenteti, op. 34 (1864), iki keman, viyola, viyolonsel ve piyano için I. I. II. III.
Allegro non troppo Andante, un poco Adagio Scherzo: Allegro Finale: Poco sostenuto—Allegro non troppo
ÖNEMLİ UYARI: Tüm cep telefonları tamamen kapalı durumda olmalıdır. Ses çıkarabilecek her türlü elektronik aygıt da kapalı duruma getirilmelidir. Bina içerisinde sigara içmek yasaktır. Gerek salon içerisinde gerekse girişte LMS yönetimi tarafından önceden yazılı izin alınmaksızın ses kaydı yapmak veya fotoğraf çekmek yasaktır.
*
Pan-Kıbrıs Prömiyeri
Program Notları Béla Bartók (1881–1945) Zıtlıklar, Sz. 111, BB 116 (1938), viyolin, klarnet ve piyano 1930’lu yılların sonuna doğru, keman sanatçısı Joseph Szigeti (1892–1973) swing klarnetcisi olan Benny Goodman (1909–86)’a birlikte çalışmayı teklif eder; ikili Béla Bartók’tan klarnet, keman ve piyano için yazılmış bir eser almaya karar verdiler. Amaç her bir bolümün tek başına da çalınabileceği, iki-bölümlü bir beste ortaya çıkarmaktı. Bartók ilk nüshayı (Zıtlık’ın I. ve III. bolumleri) 1983 yılının eylül ayında bitirmesine rağmen bu versiyon, Szigeti ve Goodman tarafından çok uzun bulunmuştu; bunun sebebi ise zamanın gramofon kayıtları ile uyumlu olabilecek uzunlukta bir eser gözetliyor olmalarıydı. Klarnette Benny Goodman, kemand Joseph Szigeti ve piyanoda Endre Petri’nin bulunduğu bu iki-bölümlü bestenin premiyeri 9 Ocak 1939’da New York’ta gerçekleştirildi. Konserden sonra Bartók besteyi tekrar gözden geçirerek, yavaş bir orta bölüm ekledi, ve bu haliyle besteye Zıtlıklar adı verildi. Üç-bölümlü bu versiyon Szigeti, Goodman ve Bartók (ABD’ye yerleştikten sonra) tarafından 30 Mayıs 1940’da New York’ta kaydedildi. Bestenin Zıtlıklar adını taşıması, Bartók’un enstrümanları birbirleri ile uzlaştırıp harmanlamaktan ziyade aralarındaki tını farklılıklarına odaklanmasından dolayıdır. "Verbunkos" (Celp Dansı) adlı ilk bölüm orta tempodadır ve karışık bir ABA yapısındadır. Ravel’in Keman Sonatındaki Blues bölümünden esinlenilmiş keman pizzicatolarının bulunduğu ilk marş teması keskin ve oyun havasındadır. Bu tema, folklorik müzik tarzında olan ikinci meno mosso temasının başlamasına kadar çeşitli değişikliklerden geçer. Bölümün üçüncü kısmı ilk olarak gelişmenin devamı gibi devam eder ve burada, açılış teması, parçalı ve ton olarak rahatsız edici bir formda tekrar belirir. Klarnet kadenzaya başlar; final kısmında sıra artık kemandadır. Yavaş bir tempoda (Lento) olan "Pihenő" (Rahatlama) adlı ikinci bölüm, Bartók'un karakteristik ‘gece müziği’ özelliğini taşıyan yavaş bir interlüddür ve piyonada gamelan muziğini ön plana çıkarır. Bölümün “Sebes” (Hızlı Dans) kısmı geldigi zaman, klarnetçi enstrümanını La klarnetinden Si bemol klarnetine değiştirir ve kemancı kasti bir şekilde akordu bozulmuş bir enstrümanı basit bir köy kemancısı gibi çalmaya başlar (geleneksel enstrumanlar bölümün daha yumuşak orta kısmında geri gelirler). Bartók her ne kadar Macaristan-stili temalar kullanmış olsa da, halka (folk) ait bir melodiden yararlanmayı tercih etmez. Kemancı üçüncü kısma geçerken kadenzaya başlar ve oldukca fazla virtüözlük içeren bölüm grotesk, acı ve komik bir sonla finalize edilir. (Béla Bartók Kontraste, Mikrokosmos, Membran kompakt diskine ilişkin notlar, Music Ltd, 223546 ve James Reel)
Ernő Dohnányi (1877–1960) Vals süiti, op. 39. (1943), iki piyano için Ernő Dohnányi ve Béla Bartók karakter olarak da en az yaptıkları müzik kadar farklıydılar. Buna karşın, erken yaşta oluşan ve genel olarak zıtlıkların cazibesi üzerinde şekillenen dostlukları, karşılıklı profesyonel anlayış ve ortak özellikler ile güçlenmiştir. Bu özellikler; onurlu duruş, yetinememe, durağan olamama ve bunların yanı sıra kendi alanlarında her türlü yeniliğe açık olma özellikleridir. Ayrıca, bu özellikler dönemlerindeki tüm siyasi değişiklikler ve iktidar değişiklikleri sürecinde dostluklarının ortak özelliklerinin özü olarak kaldı. Dohnányi’nin müziği yeniliğe ilişkin ilgisini yansıtmasa da, kendisi icracı olarak yeni trendleri ortaya koyma hususunda oldukça meraklıydı. Bartók’un Dohányi ile ilgili yaptığı bu açıklama tesadüf olamazdı: “Piyanist ve filarmoni orkestrası şefi olarak ortaya koyduğu başarılar tam anlamıyla paha biçilemez bir değer taşımaktadır. İnanılmaz bir şeftir; programları geleneksel eski besteler yanında birçok yeni beste de içermektedir”. Aralarındaki yaş farkı sadece dört yaş olmasına rağmen bu iki müzisyenin kariyerleri farklı alanlarda şekillenmiştir. Buna bağlı olarak, Dohnányi uzun bir süre boyunca Bartók için bir nevi montör rolüne bürünmüştü ancak daha sonra, Bartók’un Dohnányi’nin yardımına karşılık verme şansı oluşmuştu. Bartók, Dohnányi çelişkili eleştirilerle saldırıya uğradığı zamanlarda onu birçok kez bu sözleri ile savunmuştu: “Zor anlarda, birçok sanatçı ülkeyi hâlihazırda bırakmışken” veya “kabuklarına çekilmişlerken”, Dohnányi kahramanca çok boyutlu eserini icra etmeyi sürdürdü ve binlerce hemşerisine rahat nefes aldırıp, onları memnun etmeyi başardı”. Sonunda Dohnányi 1944 yılında Macaristan’dan ayrılmak zorunda bırakıldı. Yıllar boyunca Macaristan için birçok şey yapmış olup Yahudilerin kovulması esnasında birçok meslektaşının konumunu ve hayatlarını koruyan, kurtaran Dohnányi, hain, Nazi işbirlikçisi ve savaş suçlusu sıfatlarıyla eleştirilmişti. Avusturya'da iken, maruz bırakıldığı sahte eleştirilerden dolayı kendini aklama çabasına girmiştir iken göstermiştir: ”...Ne ile suçlandığımı bilmiyorum; güya Yahudileri Gestapo’nun eline bırakmışım diye duydum. No vedremo! Bu mesele, bilgilendirildiğim üzere Pest tarafından yönlendirilen Salzburg Macar Komitesi tarafından ortaya atıldı”. O dönemde Dohnányi’nin Vals süiti, Op. 39a, gibi bir eserle meşgul olması, onun müthiş manevi gücünü ortaya koymaktadır. Bu eser, Dohnányi’nin öğrencisi ve biyografi yazarı olan Bálint Vázsonyi tarafından isabetli bir şekilde şöyle tanımlanmıştı: “Dört bölümlü süit -Dohnányi’nin en harikulade eserlerinden biri – hayatın canlı, renkli telaşlarına değinmektedir: Pek yakında yeniden dönecek olan mizah ve güzellik”. Belki de başka hiçbir Macar besteci Dohnányi kadar Viyana Vals dünyası ile bu denli sıkı fıkı değildi. Dohnányi, yaklaşık yirmi beş dakika boyunca ¾ ’lük bir parça dinlediğimizi bize unutturarak valsin diliyle her şeyi aktarma becerisine sahiptir. Süit, sonat formunda dönmeli bir dans olan ve bölüme otantik bir giriş özelliği veren Valse symphonique [Senfonik Vals] ile başlar. Ardından gelen Valse sentimentale [Duygusal Vals] ise, isminin hakkını vererek olumsuz duygusallığa değil, geçmişin güzelliğine ilişkin bir nostaljik yakarmayı teşkil ediyor. Bir sonraki bölüm olan Valse boiteuse [Aksak Valsin] manası ise Dohnányi tarafından bir mektubunda bizzat açıklanmıştı : «Süitin üçüncü bölümünün başlığı “Aksak Vals”tir, çünkü sürekli ¾’lük ile 2/4’lük arasında gidip geliyor”. Fakat bu kısa nitelendirmede söz konusu valsin mizahi kısmı eksiktir. Besteci, ölçüyü devamlı surette değiştirerek dans hareketini “kızıştırıyor” ve
bunu hızlı üçüncü geçişlerle iç içe geçiriyor. Besteci, çeşitli zekice modülasyonlar kullanmak suretiyle aksaklık ideasını genişletirken, aynı anda dinleyiciyi bu hareketin ne şekilde sonlanacağı sorusunu sormaya sevk ediyor. Süit, görkemli bir Valse de Fête [Şenlik Valsi] ile noktalanıyor. Bir değil, üç vals birden içeren Valse de Fête bölümünde, birinci bölümdeki vals teması final bölümünün teması ile kombine bir ş ekilde bu büyüleyici dans dizisini sonlandırmak üzere geri dönmektedir. Lajos Them
Johannes Brahms (1833–1897) Fa minör kenteti, op. 34 (1864), iki keman, viyola, viyolonsel ve piyano için Johannes Brahms, 1864 yılının sonbaharında piyano için kentet, op. 34’ü kağıda geçirdiğinde, iki yıllık bir çalışmayı tamamlamış ve eserinin en iyi şekline ulaşmıştı. Daha önce oluşturduğu iki versiyonu (yaylı kenteti için olan versiyonu (1862) ve iki piyano için sonat versiyonu (1864)) ile ilgili gerek arkadaşları gerekse bizzat Brahms çeşitli çekinceler ortaya koymuşlardı. Her versiyonu yeniden düzenledikten sonra en başta yazdığı orjinal yaylı kenteti yok etti. Brahms bitmek bilmeyen şüphelerinden ötürü Piyano Kentetini yayıncı Jakob Melchior Rieter-Biedermann’a göndermek için 1865 yılının Temmuz ayına dek bekledi. Bu eser, son şekliyle 1865 yılının sonunda veya 1866 yılının başında basıldı. Sonat ise altı yıl sonraya kadar basılı olarak ortaya çıkmadı ve altı yıl sonra op. 34bis numarasıyla yayımlandı. Açılış bölümü (Allegro non troppo) etkileyici bir biçimde ciddiyet içeren yapısını enerjik ve ağıtsal kuvvet alanları arasındaki gerilimden alır. Giriş teması, piyano, birinci keman ve viyolonsel tarafından oktavlar halinde girişte duyurulur ve yazımın aynı anda iki önemli yapısal özelliğini ortaya koyar. Bu özelliklerden birincisi temelde yatan Fa minör ve altıncı derece tonu olan Re bemol majör arasındaki gerilimdir – bu gerilim minör 6lı ve 5liler aracılığı ile birlikte gerçekleşen birçok modülasyonlar ile ifade edilir. İkinci ozellik ise melodi ve biçim arasındaki ilişkiyi etkiler, dört ölçülük öncü fikirdeki akortsal melodi nefes için verilen ilk kısa arada hemen tutku dolu piyano pasajlarına dönüşür. Serim (ekspozisyon) toplamda beş farklı, ama birbirinden bağımsız olmayan, tematik alanlardan oluşur. Gelişme (development) bu tematik alanlardan iki tanesi üzerinde yoğunlaşır: ana tema ve girişindeki oktav sıçrayışı ile noktalı ritmleriyle birlikte dans eden Do diyez minor ikincil teması. Ana motifler stretta uygulamasıyla birlikte birbirinin hemen ardından farklı seslerde başlayıp dolayısıyla birbiri içine geçer ve bu da ileriye doğru olan enerjik hareketi sağlamlaştırmaktadır. Koda (final)'da ana tema major modunun ilahi tonları ile sunulmuştur. Onsekiz ölçü boyunca Yaylı Kentetinin orjinaldeki en iyi anlarında nasıl duyulduğunu hissetmek mümkün; piyano bu noktada kendi kendini bas pedali ile sınırlandırır ve hepbirlikte sessizliğe bürünürler. Kapanış yine bolümün ciddiyet içeren ve enerjik damarı için alan tanır. Yavaş bölüm (Andante, un poco Adagio) acı ile tatlılığı harmanlaması ile birlikte tipik Brahms tavrını sergiler. Senkoplu ana melodik motif üçlü bir aralık üzerinde sallanır (üçlü ve altılı yürüyüşler ile birlikte) ve bu tema destekleyici eşliği ile birlikte gelişerek neredeyse sonu olmayan bir melodiye dönüşür. Bu durum tamamen sonlanmadan önce, orta kısıma hali hazırda ulaşılmış olunur. Bu kısım üçlemelerden oluşan yeni bir hareketi ortaya koyar ama melodisi ve altılılar ile üçlülere olan sevgisi sayesinde ana temayla olan ilişkisini sürdürmeye devam eder.
Bir sonraki bölümün, Scherzo (Allegro), ana kesiti sürekli olarak 6/8lik ve 2/4luk zamanlar arasında değişkenlik gösterir. Bölümün seyrini üç ana element şekillendirir: karanlık ağıtsal başlangıç evresi (senkopları ve armonileri içcrisinde örtülü bir biçimde), çarpıcı noktalı bir fikir (ara vermeksizin gezinen başlangıç ile sert kontrast oluşturur) ve ilahisel Do major teması (noktalı fikrin 6/8lik görkemli varyantı olan bir tema). Bu güçler bölümü ileriye taşır, ritmik olarak minimal olan ortanca fikir aralıklı olarak uzayan, yarı sendeleyen, yarı nüfuz eden hareket halindeki fugato için ortam sağlar ve tutkulu bir biçimde doruğa ulaşır. Trio’nun geniş Do major melodisi bu duruma aykırı bir tavır sergilemesine rağmen yine de Scherzo’nun ana kesitindeki koral benzeri temadan türetilerek –önceden belirtilen fugato gibi- kontrpuan alanına girişi denemek için bir şans yakalar. Finale bölümünde, orjinal sonata-rondo formundan farklı olarak serim ve yeniden serim kısımlarının arasına yerleştirilen bağımsız geliştirme kısmı yerine, yeniden serim kısmı içerisine entegre edilmiş çok kısa bir geliştirme kullanılmıştır. Finale bölümünün yavaş başlangıcı (Poco sostenuto), kromatik ve anarmonik yazımı öyle bir tarzda kullanıma sokar ki, bu Brahms için uç noktadır. Temelde yatan Fa minor tonu içerisinde turlamasıyla birlikte bu kısım tutkulu bir biçimde patlama noktasına erişip en sonunda hareketsizleşir. Finale bolümünün bir sonraki kısmı olan Allegretto non troppo’nun narince sendeleyen ana teması güçlü bir kontrast oluşturmaktadır. Muzikolog Christian Martin Schmidt’in gözlemlerinden çıkardığı sonuca göre bölümün müzikal fikri, iki tematik alanın (ana ve ikincil temalar) ortak noktalarında bulunabilir. Gergin Presto, non troppo kapanış kısmında iki tema önce birbirini ardına duyurulduktan sonra birleştirilmiş olarak duyurulur ve bu birleştirilme bölümün odak noktası haline gelir. Finale haşin bir hareket ile ve Beethoven'ın pathétique Sonatı, op. 13' ün sonunu hatırlatan bir biçimde sonlanır. Bu benzerlik bilinçli bir ş ekilde mi yaratılmıştı? Herhalükarda bu, Brahms'ın Piyano Kentetinin en tutkulu eserlerinden biri olduğunu vurgulayan bir özelliktir. Akranları tarafından anlamlandırılması uzun bir süre alsa da, bu eser Brahms'ın en öne çıkan oda müziği eserlerinden bir tanesidir. (Michael Struck, Liner notes to Brahms Piano Quintet op. 34, Compact disc, Musikproduktion Dabringhaus und Grimm, 1218-2)
Biyografiler NİKOLAS KOSTANTİNU Nikolas Kostantinu, gerek geleneksel repertuvardan çağdaş repertuvara kadar yaptığı cesur seçimler, gerekse alışılagelmedik müzik oluşumlarıyla bir araya gelerek seyirciyi etkileme kabiliyeti olan biridir. Müzik eleştirmenleri, kendisini şu övgü dolu kelimelerle anlattılar: “… müziği tüm ruhu ve tüm benliğiyle yorumlamayı başarabilen çok derin duygular taşıyan bir sanatçı”. Ayrıca, müzik eleştirmenleri yorumlarını “muazzam” ve “dramaturjik açıdan zengin” olarak tanımlamıştır. Avrupa ve Birleşik Devletler’de konserler verdi ve Wigmore Hall’da (Londra), Musikverein’de (Vien), Beethoven-Haus’da (Bonn) ve Franz List Müzik Akademisi’nde (Budapeşte) konuk edildi. Dr. Kostantinu, Kuhmo, Oulonsalo Soi (Finlandiya), Gödöllő (Macaristan), Ledra Music Soloists ve Kipria (Kıbrıs) gibi uluslararası oda müziği festivallerinde yer aldı. Philharmonia Orchestra, Rus Filarmoni Orkestrası’nın St. Petropolis Oda Orkestrası, Budapeşte Konser Orkestrası, Failoni Oda Müziği Orkestrası ve Kıbrıs Senfoni Orkestrası ile, Konrad von Abel, Juri Gilbo, Noti Yeorğiu ve Maciej Zoltowski gibi maestrolarla birlikte sahneye çıktı. Ayrıca, Gustav Rivinius, Erkki Rautio, David Cohen, Péter Somodari, Vilmos Szabadi, Tytus Miecznikowski, Gábor Varga, Chloë Hanslip, Kazuhiro Tagaki ve Meta4 ile Akadémia Yaylı Çalgılar Kuarteti gibi oldukça önemli sanatçılarla da birlikte çalıştı. Dr. Kostantinu, Kemancı Nikos Pittas ile birlikte L.V. Beethoven’ın keman ve piyanoya ilişkin tüm eserini (2013-14), Çellist Péter Somodari ile birlikte viyolonsel ve piyanoya ilişkin eseri icra etti (2015–16). Paralel olarak, sık sık Kıbrıs ve yurtdışındaki bestecilerin eserlerini icra etmektedir. Bunlara ilk dünya çapındaki performanslar da dâhildir. Nikolas Kostantinu, Budapeşte’deki Szeged Üniversitesi Frans Liszt Müzik Akademisi, Ohayo Eyeleti Cleveland Müzik Enstitüsü mezunudur, aynı zamanda, Birleşik Krallık’taki Londra Kraliyet Koleji’nde doktora çalışmalarını tamamlamıştır. Master of Music in Performance konulu master ve doktora (PhD) tezleri mevcuttur. Doktora tezinin başlığı şu şekildedir: Ernő Dohnányi’nin Oda Müziği, Gelenek, İnovasyon ve Macar Kimliği. Ayrıca, Μárta Gulyás, Dr Daniel Shapiro, Sándor Falvai, Ferenc Kerek, Julian Jacobson, Tanya İkonomu ve Vanda İkonomu-Kostantinu ile birlikte çalıştı. Bunların yanı sıra Dmitri Bashkirov, Nikolas İkonomu, Vadim Suchanov ve Ferenc Rados ile çalıştı. Birlikte çalıştığı öğrencileri uluslararası piyano ve oda müziği yarışmalarında çeşitli ödüller kazandılar, Madrid’deki “Kraliçe Sofya” Ulusal Müzik Akademisi ve ABD’nin Boston eyaletindeki New England Konservatuvarı gibi yurtdışındaki tanınmış ve üst düzey fakültelerden kabul aldılar. Dr. Kostantinu camianın ünlü kişileri tarafından verdiği eğitim hizmetine ilişkin önemli övgüler almıştır. Şu anda Lefkoşa’da yaşıyor ve eğitmenlik yapıyor. Lefkoşa Üniversitesi’nde öğretim görevlisi olup Lefkoşa Müzik Lisesi’nde piyano dersi vermektedir.
NARDEN SONEL Narden Sonel, piyano çalmaya dört yaşında annesi Yeşim Sonel ile başlamış, on dört yaşında ABRSM Piyano Performans Grade 8 sınavını tamamlamıştır. Lise eğitiminin son yıllarında Dr. Marc Heeg ile çalışmış ve lise eğitimini 19 Mayıs Türk Maarif Koleji’nde tamamladıktan sonra müzik eğitimi için İngiltere’ye yerleşmiştir. Londra’daki Goldsmiths, Londra Üniversitesi’nde lisans eğitimine başladığı sırada Blackheath Konservatuarı müzik kurslarına da katılmış, daha sonra da Bristol Üniversitesi’nde lisans eğitimini tamamlamıştır. Bristol Üniversitesi’ndeki eğitimi sırasında bir çok müzisyene gönüllü olarak piyano ile eşlik yapmış, okul tarafından eşlikçi ödülüne layık görülmüş ve çeşitli konserlerde yer almıştır. Clifton Katedrali, Victoria Rooms, St Paul’s Kilisesi ve Bristol Music Club gibi önemli konser salonlarında konserler vermiştir. Universite eğitimi boyunca Andrew Zolinsky, Nicola Eimer ve Raymond Clarke ile piyano çalışmalarını sürdürmüştür. Narden, 2014 yılında piyano performans üzerine yüksek lisans eğitimi için İskoçya Kraliyet Konservatuarı’na burslu öğrenci olarak katılmaya hak kazanmış ve buradan yüksek derece ile mezun olmuştur. Burada Sinae Lee ve Victor Sangiorgio ile çalışmıştır. İskoçya Kraliyet Konservatuarı’nda öğrenci iken Avrupa’nın en geniş çaplı sanat festivali olan Edinburgh Fringe Festivali ve İ skoçya Kraliyet Konservatuarı Piyano Festivali gibi önemli festivallerde yer almıştır. 2015 yılında kazandığı Hope Scott Trust ödülü ile Danimarka Kraliyet Müzik Akademisinde gerçekleştirilen müzik kampında yer almıştır. Narden, Kıbrıs’ta Bellapais Manastırı, Naci Talat Vakfı gibi konser salonlarında performanslar sergilemiş, Girne Akçiçek Hastanesi yararına konser düzenlemiştir. Başarılı giriş sınavının ardından Kıbrıs Senfoni Orkestrası ile zaman zaman performanslar sergilemektedir, ayni zamanda da Kıbrıs Senfoni Orkestrası himayesi altındaki Allegro Vivace Orkestrasının üyesidir. Bunların yanı sıra Narden özel bir üniversitede öğretim görevlisi olarak çalışmaktadır. Narden, ikinci yüksek lisans eğitimi için Ekim ayında İspanya’daki Liceu Konservatuarı’na katılmayı planlamaktadır.
YORGOS YEORGİU Yorgos Yeorgiu 1984 yılında Lefkoşa’da doğdu. School of Music and Drama okulunda Julian Farrell ve Joy Farall’dan klarnet eğitimi aldı ve BMus ve Master in Advanced Instrumental Studies dereceleriyle Londra’daki City Üniversitesi’ni tamamladı. City Üniversitesi Orkestrası ve efsanevi Vladimir Spivakov şefliğinde Moscow Virtuosi ile solist olarak sahneye çıktı. Kıbrıs, Yunanistan, İ rlanda, Birleşik Krallık ve ABD’de resitaller verdi, Apple Hill yaylı çalgılar dörtlüsü (ABD) ve Semplice yaylı çalgılar dörtlüsü gibi birçok müzik topluluğu ile defalarca çalıştı. Bu müzik toplulukları ile 2010 yılı yazında Apple Hill Oda Müziği Festivali’nde “artists in residence” şeklinde performans sergilemişti. Yorgos Yeorgiu çağdaş müziğe çok yoğun bir ilgi gösterdi. Bu çerçevede Carter, Berio, Mantovani ve Stockhausen gibi bestecilerin eserlerinin premierini Kıbrıs çapında icra etti. Kıbrıslı bestecilerin de destekçisidir ve bunlardan birçoğu ile defalarca çalıştı. Bu bestecilerin eserleri ile dünya çapında ve Kıbrıs çapında defalarca premier yaptı. Yorgos Yeorgiu 2008 yılından buyana Kıbrıs’ta yaşamaktadır ve Kıbrıs Genç Senfoni Orkestrası Koordinatörü olarak çalışmaktadır. Yakın geçmişte Due Capi Music Agency’nin Sanat Yöneticisi görevine getirildi. Claretini Kuartet ve Amphiliki Ensemble üyesidir. Cyprus Clarinet Studio’nun kurucusudur. Çağdaş Kıbrıslı bestecilerin klarnet için oluşturdukları eserlerden oluşan bir CD çıkarmak gelecekteki planları arasındadır.
NİKOS PİTTAS Nikos Pittas 1982 yılında Lefkoşa’da doğdu. 16 yaşında Kıbrıs’ın Ethnikon Odeon Okulu’ndan mezun oldu. Ayrıca, İngiltere’deki Kraliyet Müzik Okulu’ndan LRSM diploması da aldı. Eğitim hayatını Amerika Birleşik Devletleri’nde sürdürdü. John Hopkins Üniversitesi Peabody Konservatuarı’nda Profesör Herbert Greenberg ile çalıştı. Pittas, bu üniversiteden BM, MM ve GPD diplomalarını aldı. Akdeniz Gençlik Orkestrası’nda Kıbrıs’ı temsil etti. 1999 yılında yarışma sonucunda “Yılın solisti” seçildi ve Avrupa Birliği Oda Orkestrası tarafından Glasgow’a solist olarak davet edildi. Ayrıca, Kıbrıs Devlet Orkestrası, Çek Cumhuriyeti’nden Morrovian Senfoni Orkestrası, Pharos Trust Soloists ile solist olarak sahneye çıktı. Ledra Soloists ve Maestro Spiros Pisinos’un şefliğinde Ensemble Philharmonia ile oda müziği konserleri verdi. Çeşitli kar amacı gütmeyen kuruluşlar için Cumhurbaşkanlığı Sarayı’nda yardım amaçlı resitaller verdi. Birleşmiş Milletler himayesinde düzenlenen konserlerde yer alırken birçok farklı kültürel etkinliklerde de konser verdi. 1999 yılında Müteveffa Manolis Kolomiris’in anısına verilecek resital için Hara Kalomiri ve Eleni Muzala tarafından Samos (Sisam) Adası’na davet edildi. ABD’de Kennedy Center, Washington DC, Aspen’deki Müzik Festivali’nde ve daha birçok yerde sahneye çıktı. Orada dünyaca ünlü piyanist Leon Fleischer ve maestro David Zinnman ile çalışma şerefine nail oldu. Towson Üniversitesi’nin Güzel Sanatlar Bölümü’nün düzenlediği yarışmada, ASTA Panamerikan Yarışmasında, National School Orchestra Association yarışmasında ve
Yunan Ulusal Keman Yarışması tarafından düzenlenen yarışmada birincilikler ve çeşitli ödüller kazandı. Bu yarışmada UNSESCO tarafından altın madalya ile onurlandırıldı. Baltimore Concert Artists’te, Annapolis Symphony Orchestra’da, Alexandria Symphony Orchestra of Washington’da, DC’de, İspanya’da Orquesta Simfonica de Castilla y Leon’da, Selanik’te Devlet Orkestrası’nda ve Norveç’te Βergen Filarmoni Orkestrası’nda birinci keman olarak performans sergiledi. 2012 yılından beridir Kıbrıs Senfoni Orkestrası’nda ikinci keman olarak çalışıyor.
AYŞE KARAOĞLAN Kıbrıslı Türk Keman sanatçısı Ayşe Karaoğlan Yeşilyurt'ta dünyaya geldi. Lefke İstiklal İlkokulu'nu bitirdikten sonra Ankara Devlet Konservatuarı Keman bölümü'ne başladı. 1986 yılında ailesi ile birlikte Avustralya'ya göç eden sanatçı, eğitimine orada devam etti. Akademik başarıları arasında; 1992'de Sydney Konservatuarı Keman Bölümünden Profesör Charmian Gadd yönetiminde Üstün başarı derecesiyle aldığı Yüksek Lisans diploması, ve 1989'da Sydney Üniversitesi Keman Bölümünden Profesör Chris Kimber yönetiminde akademik başarı derecesiyle aldığı Lisans Diploması yer almaktadır. Sanatçı, öğrencilik yılları sırasında sıkça Sydney Konservatuarı Senfoni Orkestrası'nda solist performans sergilemiştir. Ayşe Karaoğlan ayrıca Valery Klimov, Igor Ozim, Alice Shonfield ve Mintcho Minchev ile ustalık derslerine katılmıştır. Sanatçı, 1991–95 yılları arasında Avustralya Opera ve Bale Orkestrası'nda (Sydney Opera House), 1990–92 yıllarında Sydney Senfoni Orkestrası'nda, 1989–90'da Australian National Ensemble ve 1987–90'da Sydney Bach Orkestrası'nda çalıştı. 1995'te birinci keman üyesi olduğu Ankara Devlet Opera ve Bale Orkestrası'nın 2001–7 tarihleri arasında Yardımcı Konsermaster olarak görev yaptı. İlave olarak, 2005 yılında Singapore Senfoni Orkestrası'nda görev aldı. 2004'te Kypria Festivali için Flarmoni Orkestrası'nda (Londra) solist olarak yer aldı, ayrıca hem solist hem de yaylı çalgılar dörtlüsü olarak Türkiye'de birçok resital vermiştir. Sanatçı, 2007'den bu yana Kıbrıs Senfoni Orkestrasında Birinci Keman Üyesi Olarak görev yapmaktadır. Yine 2007'den beri Amici Quartet ile birlikte düzenli olarak konserler vermektedir.
SİNEM SADRAZAM Sinem Sadrazam (Girne-Kıbrıs, 1985): 1996 yılında Hacettepe Üniversitesi Ankara Devlet Konservatuvarı Yaylı Çalgılar Viyola Bölümüne kabul edildi ve Yrd.doç. Feza Gökmen ile başladığı eğitimini 2007 yılında başarıyla tamamladı. Viyola çalışmalarını Avusturya Graz Müzik Akademisinde Prof. Christian Euler ile sürdürdü ve Post Graduate diplomasını aldı. Aynı zamanda üyesi bulundugu “Acros Quartet” ile Prof. Stephan Goerner’in sınıfında Oda Müziği Masterini tamamladı. Katıldığı Master Classlarda, Viladimir Bukac, Tatjana Masurenko, Betil Başeğmezler ve Ulrich Eichenauer ile çalıştı. Amerika’daki Apple Hill oda müziği kurslarına 2011 yılından beri her yıl katılmaktadır. 2003 yılından bu yana Hacettepe Akademik Orkestrası, Kıbrıs Gençlik Senfoni Orkestrası, Norveç Ulusal Gençlik Orkestrası, İspanya Ulusal Gençlik Orkestrası, Akdeniz Gençlik Orkestrası, Erzgebirgische Filarmoni (Eduard von Winterstein Theater, AnnabergBuchholz) ve Kıbrıs Senfoni Orkestrası ile çeşitli konserler verdi. Doğu Akdeniz Üniversitesi ve Yakın Doğu Üniversitesi müzik öğretmenliği bölümlerinde öğretim görevlisi olarak çalıştı. K.K.T.C Cumhurbaşkanlığı Senfoni Orkestrası viyola sanatçısıdır.
MIRANDA PAPANEOKLEUS Miranda Papaneokleus, viyolonsel derslerine Andri Hatziyeorğiu eğitmenliğinde sekiz yaşında başladı. On iki yaşında baş viyolonsel olarak Kıbrıs Devlet Gençlik Orkestrası’nda yer aldı. Öğrenci değişim Programı çerçevesinde California’daki Saddleback College Senfoni Orkestrası’nda yer aldı. Öğrenimini Atina’da sürdürdü, Atina Milli ve Kapodistrian Üniversite’sinden Müzikoloji derecesi aldı. Ayrıca, Helen Müzik Okulu’ndan da Viyolonsel Performansı Diploması aldı. Helen Müzik Okulu’nda Profesör Dana Hatziyeorğiu ile çalıştı. Renk Senfoni Orkestrası’nda çalıştı ve Helen Milli Operası’nın Çocuk Operası’nda baş viyolonsel olarak çalıştı. 1999 yılından buyana Kıbrıs Senfoni Orkestrası’nda ikinci viyolonsel pozisyonundadır. Orkestra üyeliğinin yanı sıra, tüm müzik türlerini ve Kıbrıslı bestecilerin eserlerini desteklemek suretiyle Kıbrıs ve yurtdışındaki birçok oda müziğinde yer almaktadır. Düzenli olarak konser veren Amiche Yaylı Kuartet’in üyesidir. Aynı zamanda, Kıbrıs Devlet Gençlik Orkestrası’nda viyolonsel dersleri vermektedir.
MUSICAL JOURNEYS
Bi-communal Chamber Music Concert Nicolas Costantinou [piano] Narden Sonel [piano] George Georgiou [clarinet] Nikos Pittas [violin] Ayşe Karaoğlan [violin] Sinem Sadrazam [viola] Miranda Papaneocleous [cello]
Saturday, 17 September 2016 | 19:30 Pallas Cinema-theatre, Lefkosia
Programme Béla Bartók (1881–1945) Contrasts, Sz. 111, BB 116 (1938), for violin, clarinet and piano I. II. III.
Verbunkos [Recruiting Dance] Pihenő [Relaxation] Sebes [Fast Dance]
Ernő Dohnányi (1877–1960) Suite en Valse*, op. 39 (1943), for two pianos I. II. III. IV.
Valse symphonique Valse sentimentale Valse boiteuse Valse de fête
Intermission [15’] Johannes Brahms (1833–1897) Quintet in F minor, op. 34 (1864), for two violins, viola, cello and piano IV. V. VI. VII.
Allegro non troppo Andante, un poco Adagio Scherzo: Allegro Finale: Poco sostenuto—Allegro non troppo
IMPORTANT NOTICE: All mobile phones must be switched off. Would patrons also please stifle coughing as much as possible and ensure that watch alarms and any other electrical devices, which may become audible are switched off. No smoking in the auditorium or foyer. No recording or photographic equipment may be taken into the auditorium, nor used in any other part of the Hall without the prior written permission of the Hall Management.
*
Pan-Cyprian Premiere
Programme Notes Béla Bartók (1881–1945) Contrasts, Sz. 111, BB 116 (1938), for violin, clarinet and piano Towards the end of the 1930s violinist Joseph Szigeti (1892–1973) suggested working together with swing clarinettist Benny Goodman (1909–86); both artists agreed upon commissioning a work for clarinet, violin and piano from Béla Bartók. The idea was to write a two-movement work, whose individual movements could be performed separately. Bartók finished a first version in September 1938 (Movements I and III from the later Constrasts) but Szigeti and Goodman considered this version to be too long; they had hoped for a version which was compatible with the playing time of the shellac records of the day. The two movement composition enjoyed its premiere performance on 9 January 1939 in Ney York with Benny Goodman on clarinet, Joseph Szigeti on violin and Endre Petri on piano. Bartók revised the work following this concert and introduced a slow middle movement. The composition was given the title Contrasts in this form. The threemovement version was recorded by Szigeti, Goodman and Bartók (after he had moved to the USA) on 30 May 1940 in New York. The title Contrasts indicates that Bartók explores the timbral differences between the instruments rather than reconciling and blending them. The first movement, "Verbunkos" (Recruiting Dance), in moderate tempo, follows an ABA structure, but a complicated one. The marching first theme, featuring violin pizzicatos inspired by the Blues movement of Ravel's Violin Sonata, is angular and playful, and undergoes some variation before a second, folk-like meno mosso theme arrives and submits to its own development. The movement's third section initially seems like further development, the opening theme returning in fragmented and tonally unhinged form. The clarinet takes a cadenza; it will be the violin's turn in the finale. The second movement, "Pihenő" (Relaxation), marked Lento, is a slow interlude characteristic of Bartók's ‘night music,’ mingling mystery with repose, and even suggesting gamelan music in the piano part. Finally comes the "Sebes" (Fast Dance). Here, the clarinettist switches from an instrument in A to a B-flat clarinet, and the violinist picks up a deliberately mistuned instrument, sawing away in the beginning like a village fiddler. (The conventional instruments return in the movement's gentler central section.) Although Bartók employs Hungarian-style themes, he seems not to quote any authentic folk tunes. The violinist takes a cadenza going into the third section, and the highly virtuosic movement ends with a grotesque, shrill, comic coda. (Liner notes to Béla Bartók Kontraste, Mikrokosmos, Compact disc, Membran Music Ltd, 223546 & James Reel)
Ernő Dohnányi (1877–1960) Suite en Valse, op. 39 (1943), for two pianos Ernő Dohnányi and Béla Bartók were at least as different in character as was the music they composed. Nevertheless, their early-formed friendship rested on more than the attraction of opposites and was strengthened by mutual professional esteem and common traits. Honesty, the inability to compromise and steadfastness as well as openness to everything new in their field remained their essential common characteristics during all the changes of political trends of their time and the concomitant changes of power. Although Dohnányi’s own music does not reflect his interest in novelties, as a performer he was keen on introducing new trends. It was not by chance that Bartók stated: “His accomplishments as a pianist and conductor of philharmonic concerts is invaluable in the strict sense of the word. He is an outstanding conductor; his programmes include, in addition to the customary earlier works, more modern compositions as well. …” The difference of age between the two musicians is merely four years, yet their career developed at a different space. Consequently, Dohnányi played so to say the mentor’s part in Bartók’s life for a long time. Later on Bartók had the chance to return the help and took a stand for Dohnányi many a time when he was attacked unjustly, with contradictory charges. “…In the hours of tribulations when other artists have already left the country or ‘sulk in their tents’, Dohnányi carries on heroically his many-sided work, offering comfort and delight to thousands of his compatriots.” In the end, Dohnányi was compelled to leave Hungary in 1944. He who did so much for Hungary, saving the position and life of several of his colleagues during the persecution of Jews, was branded traitor, Nazi collaborator and war criminal. He tried to settle matters from Austria and clear himself of false accusations. “…I do not know what I am accused of; I have heard, however, that I am supposed to have delivered Jews in the hands of the Gestapo. No vedremo! The matter comes from the Hungarian committee of Salzburg and as I am informed it is heated from Pest…” It betrays Dohnányi’s unparalleled moral strength that he was able to occupy himself with such a work as the Suite en valse, op. 39a in this period. The piece is aptly characterized by Bálint Vázsonyi, Dohnányi’s pupil and biographer as follows: “The four-movement suite – one of Dohnányi’s most splendid works – is about the vivid colourful bustle of life; about humour and beauty that will gain ground again.” No other Hungarian composer has perhaps been so much at ease in the world of Viennese waltz. Dohnányi is capable of expressing everything in the waltz idiom without letting us realize that we have been listening to music in 3/4-time for nearly twenty-five minutes. The suite starts with Valse symphonique, a whirling dance in sonata-form which lends the movement genuinely overture character through its ‘curtain-rising-like’ mood. Valse sentimentale, the second piece alludes with its title to the awkward and somewhat nostalgic evocation of past beauties rather than to sentimentality in a pejorative sense. The meaning of the title of the subsequent Valse boiteuse was explained in a letter by Dohnányi himself: “The third movement of my suite is entitled ‘Valse boiteuse’ because of the alternation between 3/4- and 2/4-time …” This short characterization tells nothing of the humour of the piece: by changing the beat the composer constantly ‘upsets’ the dance movement interwoven with rapid third runs. He increases the thus created limping effect by means of cunning modulations and in the meantime gives the listener a wink implying ‘what does that all boil down to?’ The waltz suite closes with a grandiose
Valsede fête comprising three waltzes not one, moreover, the waltz theme of the first movement returns, combined with the themes of the final movement, in the subsequent finale to bid farewell to this fascinating dance set. Lajos Them
Johannes Brahms (1833–1897) Quintet in F minor, op. 34 (1864), for two violins, viola, cello and piano When Johannes Brahms set down his Piano Quintet op. 34 on paper in the autumn of 1864, he brought to a close a two-year struggle to find the best form for the work. Two earlier versions, a String Quintet (1862) and a Sonata for two pianos (1864), had prompted misgivings on the part of Brahms’s friends that were in part shared by the composer, and he recast each successive version and eventually destroyed the original String Quintet. However, due to incessant reservations, Brahms did not send the Piano Quintet to the publisher Jakob Melchior Rieter-Biedermann until July 1865. It was in print about the end of 1865 or early in 1866. The Sonata did not appear in print till six years after the Piano Quintet, bearing the opus number 34bis. The opening movement (Allegro non troppo) gains its impressively serious stature from the tension between energetic and elegiac fields of force. The opening theme, stated at the start by the piano, first violin and cello in octaves, presents two key structural features of the writing at once. The one is the tension between the underlying key of F minor and the submediant key of D flat major – a tension that finds expression in many sighing modulations with minor sixths and fifths. The other affects the relationship between melody and figuration, where the chordal melody contained in the four-bar leading idea is transformed immediately after the first small pause for breath into pathos-laden piano passages. The exposition comprises a total of five different but not entirely unrelated thematic fields. The development then concentrates on two of these thematic fields: the main theme and the subsidiary dancing C sharp minor theme with its opening octave leap and dotted rhythms. The stretta treatment of the main motifs, started immediately after one another in different voices and thus compressed into one another, reinforces the energetic forward momentum of the writing. The coda lifts the main theme for a while into Elysian major spheres. For eighteen bars one can sense how the original String Quintet must have sounded in its best moments, for the piano confines itself at this point to a bass pedal point before falling altogether silent. The close is again in the serious, energetic vein of the movement as a whole. The slow movement (Andante, un poco Adagio) blends bitterness and sweetness in a typically Brahmsian manner. The syncopated melodic main motif rocking over the interval of a third, along with the runs of thirds and sixths, develop in partnership with their supporting accompaniment into an almost endless melody. Before this is quite ended, the middle section has been reached. It introduces a new motion in triplets, but its melody and its love of sixths and thirds maintain the connection with the main theme. The main section of the subsequent Scherzo (Allegro) is constantly shifting between 6/8 and 2/4 time. Three main elements shape its course: the darkly elegiac starting phase, veiled in its syncopation and its harmonies, a striking dotted idea forming a stark contrast with the restlessly roaming beginning, and the hymnic C major theme that is nothing but
a grandiose 6/8 variant of the dotted idea. These forces carry the movement forward, with the rhythmically laconic middle idea intermittently setting an extended, half tripping, half penetrating fugato in motion and rising into a hammering drive. The spacious C major melody of the Trio seems to give voice to a true opposition to this, but it is derived from the chorale-like theme of the Scherzo main section and – like the fugato already mentioned – ventures tentatively into contrapuntal territory. The slow introduction (Poco sostenuto) of the Finale brings chromatic and enharmonic writing into play in a manner that is extreme for Brahms. It homes in upon the underlying key of F minor in circling movements that break out passionately and finally seem to freeze. A strong contrast is formed by the delicately tripping main theme of the following Allegretto non troppo. As the musicologist Christian Martin Schmidt has tellingly observed, the ‘musical idea of the movement’ is to be found in the ‘mediation of two thematic regions’, that is to say, the main and secondary themes. The Finale cycles through these themes and the complications arising from them a total of three times, originally in the exposition and recapitulation of a sonata-rondo with only an abbreviated development phase incorporated into the recapitulation. The third, strictly speaking doubled, cycle takes place in the intense Presto, non troppo closing section, which makes up almost a third of the movement measured by its bar count: here both themes appear first one after another and then superimposed. Much as in the Finale of Brahms’s Double Concerto op. 102 (ruled, it is true, by other principles), it is a ‘stylized’ light-footed thematic material that finds its unadorned ‘true’ form and effect towards the end of the movement. The strong intensification and combination of the chromatically infused subsidiary theme, with its concealed link to the slow introduction, and the main theme becomes the focus and emphasis of the movement. The Finale ends with a brusque gesture reminiscent of the end of Ludwig van Beethoven’s Sonata pathétique op. 13. Was this similarity intentional? At any rate it emphasizes once again that Brahms made his hard-fought Piano Quintet into one of his most pathos-laden works. While many of his contemporaries took a long time to make sense of it, it can be seen today as one of the most important and prominent of his chamber compositions. (Michael Struck, Liner notes to Brahms Piano Quintet op. 34, Compact disc, Musikproduktion Dabringhaus und Grimm, 1218-2)
Biographical Notes Nicolas Costantinou Nicolas Costantinou is renowned for impressing his audience with his daring selection of repertoire, old and new, and his ability to perform with extraordinary instrumental ensembles. He has been hailed by critics as ‘…an artist of deep emotions, who is capable of performing music with his whole being and soul…’ whilst his interpretations have been described as ‘colossal’ and ‘dramatic’. He has given numerous concerts in Europe and the USA and has appeared in prestigious halls such as Wigmore Hall, the Brahms Saal of the Musikverein in Vienna, the Beethoven-Haus in Bonn, and the Grand Hall of the Franz Liszt Academy of Music in Budapest. He has been invited to perform at international festivals around Europe such as the Kuhmo Chamber Music Festival, the Oulunsalo Soi Music Festival (Finland), the Gödöllő Chamber Music Festival (Hungary), the Ledra Music Soloists International Chamber Music Festival and the Kypria Festival (Cyprus). He has performed with the Philharmonia Orchestra, the Russian Chamber Philharmonic St. Petersburg, the Budapest Concert Orchestra, the Failoni Chamber Orchestra, and the Cyprus Symphony Orchestra, with maestros such as Konrad von Abel, Juri Gilbo, Esa Heikkilä, Maciej Zoltowski and Notis Georgiou. In the field of chamber music, he has performed several outstanding musicians, such as Gustav Rivinius, Erkki Rautio, David Cohen, Péter Somodari, Vilmos Szabadi, Tytus Miecznikowski, Gábor Varga, Chloë Hanslip, and the Meta4 and Akadémia String Quartet. Nicolas Costantinou graduated from the Ferenc Liszt Academy of Music in Szeged, the Ferenc Liszt University of Music in Budapest summa cum laude and holds a Master of Music in Performance from the U.S. Cleveland Institute of Music. Recently, he has been awarded a doctorate of philosophy (PhD) from London’s Royal College of Music under the supervision of Prof. Paul Banks, Dr. Julian Jacobson and Dr. Jane Roper. His thesis is entitled The Chamber Music of Ernő Dohnányi; Tradition, Innovation and ‘Hungarianness’. He has also studied with Márta Gulyás, Dr. Daniel Shapiro, Sándor Falvai, Ferenc Kerek, Tania Economou and Wanda Economou-Constantinou and he has participated in master classes held by acknowledged pianists such as Dmitri Bashkirov, Nicolas Economou, Vadim Suchanov and Ferenc Rádos. Nicolas is currently teaching promising children in his home country. Many of his students have won numerous prizes at international piano competitions, and have participated in esteemed piano master-classes with renowned professors. Some of his students have been accepted in highly esteemed Academies and Universities, amongst others the Reina Sofía Escuela Superior de Música in Madrid and the New England Conservatory of Music in Boston, USA. Dr Costantinou is currently a Lecturer at the University of Nicosia and also teaches at the Nicosia Music School.
NARDEN SONEL Narden Sonel was born in Cyprus on 14 April 1991. Her mother being a piano teacher, Narden started playing the piano at the age of four with her mother’s encouragement. Being instructed privately by her mother and other piano teachers, Narden has passed the ABRSM Grade 8 piano performing exam at the age of fourteen. After graduating from 19 Mayis Turk Maarif College, an English-language High school in Cyprus, in 2009, she enrolled the Goldsmith College which forms part of the University of London, as a foundation student of an Integrated Degree in Music studying with Andrew Zolinsky. Alongside the music education at the university, she has attended music courses at the Blackheath Conservatoire in London. Thereafter, in 2011, Narden enrolled the BA Music programme of the University of Bristol where she studied with Raymond Clarke. During her studies, Narden attended numerous performance workshops and voluntarily accompanied several instrumentalists as well as vocalists at their recitals during her three years residency at the Bristol University. In recognition of her service the university awarded her with an accompaniment prize at the end of her first year studies there. In addition, Narden has regularly performed at important concert venues around Bristol such as the Clifton Cathedral, St. Paul's Church, the Bristol Music Club and the Victoria Rooms. While still at the university, she has performed in concerts in her home country. She has appeared at the Bellapais Abbey, one of the most prestigious classical music venues in Kyrenia, and has been active in the organisation of fundraising concerts for the Kyrenia Hospital. Having graduated with first class marks in performance, Narden was accepted with a scholarship to pursue the MMus in performance at the Royal Conservatoire of Scotland, where she studied with Sinae Lee and Victor Sangiorgio. During her studies there, Narden performed at the RCS Piano Festival and received the Hope Scott Trust Award which allowed her to attend summer music performance courses at the Royal Danish Academy of Music. Narden completed her Master’s degree in 2015 with distinction. After her successful audition in June 2015, the Cyprus Symphony Orchestra selected Narden as one of their regular collaborators for the 2015–16 season, while at the same time she is a member of the Allegro Vivace Orchestra. Her recent performances include appearances at the Edinburgh Fringe Festival and the Naci Talat Piano Festival. Narden is currently a lecturer at a private university in Cyprus. Narden will be joining the Conservatori Superior de Música del Liceu in Barcelona, Spain in October 2016 in order to gain her second masters degree in piano performance.
GEORGE GEORGIOU Innovation, Creativity and Tradition: Three words that characterize George Georgiou’s playing and approach to music. Always eager to explore new things, he has collaborated with most Cypriot Composers giving premieres of their works in Cyprus and abroad. His aim to give a new perspective into music has lead into the creation of new projects, ideas and collaborations with dancers, actors, painters and visual artists. Creativity doesn’t always work on new things but also in more ‘classically’ based music. As a result, he has given a fresh approach on a more classical repertoire bringing the audience to an easier understanding of different genres. Mr. Georgiou holds degrees from City University (BMun, MA in Advance Instrumental Studies) and from Neapolis University (MBA) and is a member of Mensa International since 2014. He has given concerts in Europe, the Middle East and the USA and is a member of the Evohe Wind Quintet, the Chronos Contemporary Music Ensemble, the Claretini Clarinet Quartet, the musician-in-residence at the Avaton Music Festival and the Artistic Director of Music at the Museum Concert Series. He records for HOOK RECORDS.
NIKOS PITTAS Nikos Pittas was born in Lefkosia, Cyprus. He started playing the violin under the guidance of Stavros Papandoniou at the Ethnikon Odeon of Cyprus where he also received piano, theory and history lessons. He has taken Master Classes with Professors such as Artash Terzian in Athens, Boris Kushnir and Arkadi Vinokourov in Vienna, Stelios Kafandaris in Karlsruhe, and Pinchas Zuckerman in USA. At the age of 16, he was awarded his violin diploma with distinction and awards, and was invited by Elena Mouzala and Hara Kalomiri to give a recital at the Island of Samos in honour of the memorable musician Manolis Kalomiris. The same year, he obtained his LRSM Certificate from the Royal School of Music in England. Mr. Pittas is the first prize-winner in a national music competition and represented Cyprus at the Mediterranean Youth Orchestra. In 2004 he received the first prize, Gold Medal from Unicef and Unesco, and special awards for best performance at the National Hellenic competition in Athens, including a recording contract from the Ministry of education in Greece. In 1999, Mr. Pittas was the first prize-winner of a Pan-Cyprian Competition and was declared “Soloist of the Year”. After that he made his debut with the Cyprus State Orchestra with the Introduction and Rondo Capriccioso by Camille SaintSaëns. In the summer of 1999, he was invited to play Bach’s Double Concerto for violin and oboe in C minor with the European Union Chamber Orchestra in Scotland. Mr. Pittas continued his musical training and education at the Peabody Conservatory of the Johns Hopkins University in Baltimore, Maryland, USA, where he received the degrees BM, GPD, and Masters in music, Under the guidance of Professor Herbert Greenberg, he played many recitals and won several competitions such as the Baltimore Music Club Competition, the Towson University of Fine Arts competition, and the Maryland ASTA Solo Competition.
In 2002, Mr. Pittas appeared with the State Chamber Orchestra of Cyprus, led by Spiros Pisinos, with the Tchaikovsky violin concerto. In spring, 2004, Mr. Pittas performed at the Kennedy Center in Washington D.C. for the Fulbright Scholarship Society. In June 2004, Mr. Pittas gave his second benefit concert at the Presidential Palace of Cyprus. In August, Mr. Pittas attends the Aspen Music Festival with full scholarship where Maestro David Zinman, the director of the festival, gives Mr. Pittas the opportunity to perform in chamber music with one of the most well known pianists and professors in the world, Leon Fleisher. In September 2005 Mr. Pittas performed H. Wieniawski’s second concerto with the Moravian Philharmonic in the Kypria festival in Cyprus. Mr. Pittas has been the concertmaster and the first violin coach of the Cyprus Youth Orchestra. He has been a soloist and the concertmaster of the National Conservatory of Music Orchestra and a soloist and guest member of the Cyprus Symphony Orchestra. He has been a leading member of the renowned Chamber music group The Pharos Soloists, a guest concertmaster for the Ensemble Philharmonia led by Spiros Pissinos, and performed for Ledra Music Soloists. In the states he has been freelancing with numerous orchestras including The Baltimore Symphony, The Concert Artists of Baltimore, the Annapolis Symphony Orchestra, the Mid-Atlantic Symphony, and the Alexandria Symphony. He has been a member of the Orquesta Simfonica de Castilla y Leon in Spain for three years, a member of the Thessaloniki State Orchestra, and a guest member of the Bergen Philharmonic Orchestra. He has given numerous recitals for the UN, for the relations of Cyprus with other nations and for various benefit concerts. He has also appeared in many TV and radio shows of the Cyprus Media. Mr. Pittas is a Scholar of the A.G Leventis Foundation and a Scholar of the Economou Foundation. Future engagements include recitals in Spain, solo concerts with the Cyprus Symphony Orchestra, and a CD recording made possible by the Greek Government and the Ministry of Education and Culture.
AYŞE KARAOĞLAN Turkish Cypriot violinist Ayşe Karaoğlan was born in Yeşilyurt. After completing her primary education in the Primary school of Lefke, she first went to the Ankara State Conservatory in Turkey and then, in 1986, immigrated with her family to Australia where she continued her education. Her academic achievements include a 1992 Graduate Diploma in Violin Performance (with high distinction) from the Sydney Conservatorium, class of Professor Charmian Gadd, and a 1989 Diploma (with distinction) from the State Conservatorium of Music, class of Professor Chris Kimber. As a student she has frequently performed as a soloist with Sydney Conservatorium Symphony Orchestra. Furthermore, she has attended several master classes with artists such as Valery Klimov, Igor Ozim, Alice Shonfield and Mintcho Minchev. Her professional experience includes collaborations with the Australian Opera and Ballet Orchestra (Sydney Opera House, 1991–95) and the Sydney Symphony Orchestra (1990– 92). In addition, she has performed with the Australian National Ensemble (1989–90) and the Sydney Bach Orchestra (1987–90). In 1995, Ayşe has moved to Ankara where she had served as a member of the first-violin section of the Ankara State Opera and Ballet and from 2001 until 2007 she had served as the orchestra’s Associate Concertmaster. At the same time, she had performed with the Singapore Symphony Orchestra in 2005. As soloist, Ayşe has appeared with the London Philharmonia Orchestra at the Kypria Festival 2004 and gave numerous recitals in Turkey both as soloist and as a member of a string quartet. Since 2007, Ayşe is a member of the first-violin section of the Cyprus Symphony Orchestra, while at the same time she is a member of the Amici String Quartet.
SINEM SADRAZAM Sinem Sadrazam was born in Kyrenia in 1985. She started her music education at the age of six with piano lessons. In 1996 she was accepted to study viola at the Ankara State Conservatory of Hacettepe University in Turkey, with Prof. Feza Gökmen. She was awarded a Bachelor degree in 2007. Following her studies in Turkey, Sinem holds a Master of the Arts degree from the University of Music and Dramatic Arts in Graz (Austria), where she took chamber music lessons with Prof. Stephan Goerner and viola lessons with Prof. Christian Euler. Sinem has been a member of the Hacettepe Academic Orchestra, the Spanish National Youth Orchestra, the Norwegian National Youth Orchestra, the Mediterranean Youth Orchestra, the Cyprus Youth Symphony Orchestra, the Con Fuoco Chamber Orchestra (Austria), the Erzgebirgische Philharmonie Aue (Germany) and Cyprus Symphony Orchestra. Since 2013, she lives in Cyprus where she teaches viola at the Eastern Mediterranean University and the Near East University. She is a member of the Presidential Symphony Orchestra.
MIRANDA PAPANEOCLEOUS Miranda Papaneocleous started cello lessons at the age of eight, with Andri Hadjigeorgiou. At the age of twelve she became a member of the Cyprus State Youth Orchestra as principal cellist. Also, within a student exchange programme she performed with the Saddleback College Symphony Orchestra in California. Thereafter, she continued her music studies in Athens, at the National and Kapodistrian University of Athens obtaining a Degree in Musicology, and at the Hellenic School of Music, earning a Diploma in Violoncello Performance, under the guidance of Danna Hadjigeorgiou. She has worked at the Symphony Orchestra of Colours and the Greek National Opera of Athens and has been the principal cellist at the Children’s Opera of the Greek National Opera. Since 1999 she is the sub-principal cellist of the Cyprus Symphony Orchestra. Apart from her activity as an orchestral member, she performs with various chamber music ensembles in Cyprus and abroad, promoting all music genres as well as works by Cypriot composers. She is a member of the Amiche String Quartet, which gives regular concerts. At the same time, she teaches the cello at the Music School of the Cyprus Youth Symphony Orchestra.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ / İKİ TOPLUMLU KOMİTE: Νικόλας Κωσταντίνου Βάντα Οικονόμου-Κωσταντίνου Μαρία Εργατίδου Χρίστος Κωσταντίνου Giovanni Galetti ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ / SANAT MÜDÜRÜ: Νικόλας Κωσταντίνου GRAPHIC DESIGN: Heimonides Applied Arts [ www.hemonides.eu ] ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ / ONUR ÜYESİ: Dr. Peter Laki PREMIUM SPONSORS / PREMIUM SPONSORLAR ( €2.000): Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού / EĞİTİM VE KÜLTÜR BAKANLIĞI KÜLTEREL HİZMETLER ΚΥΡΙΟΙ ΧΟΡΗΓΟΙ / ANA SPONSORLAR (€501 – €2.000): Δήμος Λευκωσίας / Lefkoşa Belediyesi Υπεραγορές Άλφα-Μέγα / Alfa-Mega Alışveriş Merkezi ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ / ÖZEL TEŞEKKÜRLER: Αργυρό Αγγελίδου Αντώνης Φραγκίσκου Φρειδερίκος Βαλετόπουλος Yagmur Olmez Έλενα Γιώργαλλου Fatoş Özgürsel Νίκος Ρολάνδης Çağdaş Polili Narden Sonel Η παραγωγή αυτή κατέστη δυνατή με την ευγενική στήριξη των / Bu etkinlik şu kurumların cömert destekleri ile gerçekleşti: Πολιτιστικών Υπηρεσιών Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού / Eğitim ve Kültür Bakanlığı Kültür Dairesi Δήμου Λευκωσίας / Lefkoşa Belediyesi Υπεραγορά Άλφα-Μέγα / Alfa-Mega Alışveriş Merkezi Το Ledra Music Soloists (LMS) είναι ένα μη κερδοσκοπικό νόμιμο σώμα που δημιουργήθηκε με σκοπό να προώθηση την κλασική μουσική στην Κύπρο και στο εξωτερικό φέρνοντας σε επαφή καταξιωμένους καλλιτέχνες να συνεργαστούν, να ανταλλάξουν εμπειρίες και να παρουσ ιάσουν την δουλειά τους σε συναυλίες. Ledra Music Soloists (LMS), saygın sanatçıları işbirliği yapmaları, deneyimlerini paylaşmaları ve çalışmalarını konser vererek sergilemeleri için bir araya getirerek Kıbrıs’ta ve yurtdışında klasik müziğin ileriye götürülmesi amacıyla kurulan kar amacı gitmeyen bir kuruluştur. Ledra Music Soloists (LMS) is a non-profit legal body, which was formed in an effort to promote classical music in Cyprus and abroad by inviting various established artists to collaborate, exchange experiences and finally present their work in concerts.
ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ Λ. φ. Μπετόβεν: Άπαντα για βιολοντσέλο και πιάνο – μέρος Β’ Péter Somodari [τσέλο] Νικόλας Κωσταντίνου [πιάνο] Σάββατο, 19 Νοεμβρίου 2016 Κινηματοθέατρο Παλλάς, Λευκωσία, 7:30 μμ
YAKLAŞMAKTA OLAN ETKINLIKLER L. F. Beethoven: Viyolonsel ve Piyano İçim Tüm Eserler– İkinci Kısım Péter Somodari [Viyolonsel] Nikolas Konstantinu [Piyano] Cumartesi, 19 Kasım 2016 Pallas Sineması, Lefkoşa, 19:30
UPCOMING CONCERTS L. v. Beethoven: Complete Works for Violoncello and Piano: Part II Péter Somodari [cello] Nicolas Costantinou [piano] Saturday, 19 November 2016 Pallas, Nicosia, 19:30
LMS028
ΜΟΥΣΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
Δικοινοτική Συναυλία Μουσικής Δωματίου Σάββατο, 17 Σεπτεµβρίου 2016 | 19:30 Κινηµατοθέατρο Παλλάς, Λευκωσία Η συναυλία τελεί υπό την αιγίδα του Έντιμου Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, Δρα Κώστα Καδή Under the auspices of the Minister of Education and Culture, Dr Costas Kadis Bu konser Sayın Eğitim ve Kültür Bakanı Dr. Kostas Kadis'in himayelerinde gerçekleşiyor
ΧΟΡΗΓΟΙ:
Νικόλας Κωσταντίνου [πιάνο] Narden Sonel [πιάνο] Γιώργος Γεωργίου [κλαρινέτο] Νίκος Πίττας [βιολί] Ayşe Karaoğlan [βιολί] Sinem Sadrazam [βιόλα] Μιράντα Παπανεοκλέους [τσέλο]