Event 35: Échos de la vie; Soirée de chansons

Page 1


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Sérénade (Σερενάτα), ICG 161 (1855–57)

Charles Gounod (1818–1893)

Mimi Pinson, IGP 49 (1881)

Gabriel Pierné (1863–1937)

«Clair de lune» («Υπό το Σεληνόφως»), αρ. 2, από τα Δύο Τραγούδια, έργο op. 46 (1887)

Gabriel Fauré (1845–1924)

Nuit d’Étoiles (Νύχτα των Αστεριών), ICD 56, CD 2, L. 4 (1880)

Claude Debussy (1862–1918)

Pantomime (Παντομίμα), ICD 58, CD 47, L. 31 (1883) «Kitty-Valse» («Βαλς Κίτι»), από τη Σουίτα Dolly, έργο 56/4

Gabriel Fauré

Barcarolle (Βαρκαρόλα), για πιάνο τέσσερα χέρια, έργο 26 (1890)

Gabriel Pierné

Badinage (Πείραγμα), για πιάνο τέσσερα χέρια, ΙΑΜ 1

Antonin Marmontel (1850–1907)

«Paysages belges. Chevaux de bois» («Βελγικά τοπία. Ξύλινα αλογάκια») και «Aquarelles I. Green» («Ακουαρέλες Α’. Πράσινο») από τον κύκλο Ariettes oubliées (Ξεχασμένες Άριες), ICD 5, CD 63, L. 60 (1885-87, αναθ.1903) Pierrot (Πιερότος), ICD 65, CD 30, L. 15 (1881) Je t’aime* (Σ’ αγαπώ), ερωτική βοκαλίζ για μια τρελή σοπράνο (2003, έκδοση 2007)

Claude Debussy

Isabelle Aboulker (b. 1938)

Διάλειμμα (15’) Εννέα Τραγούδια+ (2000, αναθ. 2017) Κωνσταντίνος Στυλιανού βασισμένα σε Ιαπωνικά ποιήματα των μοναχών Ζεν και ποιητών Χαϊκού (b. 1972) I. II. III. IV. V. VI. VII. VIII. IX.

And had my days... (Και αν οι μέρες μου…) Like dewdrops… (Όπως και τα δροσόφυλλα…) Dawn breaks... (Η αυγή χαράζει…) My whole life long... (Όλη μου τη ζωή…) Here in the shadow... (Εδώ, στου θανάτου τη σκιά…) The one I loved... (Αυτός που αγάπησα…) To hell with the wind... (Στον διάολο ο άνεμος…) The night I understood... (Τη νύχτα αντιλήφθηκα…) At long last... (Φεύγω επιτέλους…)

*Παγκύπρια πρώτη εκτέλεση +Παγκόσμια πρώτη εκτέλεση


PROGRAMME Sérénade, ICG 161 (1855–57)

Charles Gounod (1818–1893)

Mimi Pinson, IGP 49 (1881)

Gabriel Pierné (1863–1937)

“Clair de lune”, from Deux chansons, op. 46 No. 2 (1887)

Gabriel Fauré (1845–1924)

Nuit d’Étoiles, ICD 56, CD 2, L. 4 (1880)

Claude Debussy (1862–1918)

Pantomime, ICD 58, CD 47, L. 31 (1883) Barcarolle, for piano four hands, op. 26 (1890)

Gabriel Pierné

“Kitty-Valse”, from Dolly Suite, op. 56/4

Gabriel Fauré

Badinage, for piano four hands, ΙΑΜ 1

Antonin Marmontel (1850–1907)

“Paysages belges. Chevaux de bois” and “Aquarelles I. Green” Claude Debussy from the song cycle Ariettes oubliées, ICD 5, CD 63, L. 60 (1885-87, αναθ.1903) Pierrot, ICD 65, CD 30, L. 15 (1881) Je t’aime+, vocalise amoureuse pour soprano éperdue (2003, pub. 2007)

Isabelle Aboulker (b. 1938)

Intermission (15’) Nine Songs+ (2000, rev. 2017) based on Japanese poems by Zen monks and Haiku poets I. II. III. IV. V. VI. VII. VIII. IX.

And had my days... Like dewdrops… Dawn breaks... My whole life long... Here in the shadow... The one I loved... To hell with the wind... The night I understood... At long last…

* Pancyprian premiere + World premiere

Constantinos Stylianou (b. 1972)


ΣΤΙΧΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ & ΣΧΟΛΙΑ / SONG TEXTS & COMMENTARY Στη δεκαετία του 1840 και του 50, το γαλλικό λόγιο τραγούδι, γνωστό ως romance, αναπτύχθηκε υπό την επιρροή του Γερμανικού lied. Ιδιαίτερα έντονη επιρροή υπήρξε ο Franz Schubert, ο οποίος χρησιμοποίησε το πιάνο για να δημιουργήσει την ανάλογη ατμόσφαιρα και να συμμετέχει σε διάλογο με τον τραγουδιστή, αντί να παρέχει ρυθμική και αρμονική στήριξη. Ωστόσο, οι Γάλλοι συνθέτες δεν δέχτηκαν πλήρως τις ιδέες του Schubert. Προσπαθώντας να παραμείνουν πιστοί στις δικές τους παραδόσεις, συχνά εμπλούτιζαν τις συνθέσεις τους με χαρακτηριστικά γαλλικά στοιχεία, όπως, για παράδειγμα, τη σαφήνεια και τη χάρη, καθώς και τη λακωνικότητα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Sérénade του Gounod, με την οποία αρχίζει η αποψινή μας συναυλία. In the 1840s and ‘50s, French art-song, known as romance, developed under the influence of the German lied. Especially influential was Franz Schubert, who used the piano to conjure up atmosphere and engage in dialogue with the singer, rather than provide rhythmic and harmonic support. However, the French composers did not accept Schubert’s premises fully. Trying to be true to their own traditions, they enriched their compositions with such elements that were characteristic of French music. These included clarity and gracefulness as well as concision. An example par excellence is Gounod’s Sérénade, which opens tonight’s recital.

Sérénade, ICG 161 (1855–57) Ποίηση / Text: Victor Hugo (1802–1885) Μουσική / Music: Charles Gounod (1818–1893) Η δεκαετία του 1850 ήταν σημαδιακή ως προς τη φήμη του συνθέτη ως συνθέτη όπερας. Η δεκαετία ξεκίνησε με την όπερα Sappho, το 1851 και με έργα όπως την όπερα La nonne sanglante (Η αιματηρή καλογριά, γραμμένη για τη Viardot) και τη Le médecin malgré lui (Γιατρός με το στανιό), ενώ κορυφώθηκε με την όπερα Faust το 1859. Το τραγούδι Sérénade από το 1857 (το μοναδικό που ο Gounod μελοποίησε σε κείμενο του Hugo), χρονολογείται από τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής του συνθέτη και η δημοτικότητά του είναι δικαιολογημένη. Ένας ρυθμός βαρκαρόλας χρησιμοποιείται εδώ, χωρίς η μουσική να επηρεάζεται από το ποίημα! Η εικόνα συμπεριλαμβάνει το λίκνισμα ενός παιδιού ή ενός αγαπημένου και όχι μιας βάρκας πάνω σε κυματιστά νερά. Ο συνθέτης, όπως πάντα, δημιουργεί μια μελωδία από το τίποτα, ένα ταλέντο ολότελα δικό του. Ως συνήθως, με τον Gounod, αυτό είναι ένα τραγούδι στο οποίο οι καλλιτέχνες πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη της αλλαγής ηχοχρώματος και διάθεσης μεταξύ των στροφών, ιδιαίτερα στην τρίτη, όπου το τραγούδι και το χαμόγελο ενδίδουν στον ύπνο. Το τέλος κάθε στροφής προσφέρει μια τεράστια πρόκληση για τον τραγουδιστή, αλλά τίποτα δεν θα ήταν καταλληλότερο και λιγότερο ανώφελο από αυτήν την επίδειξη. Τα, χωρίς λέξεις, μελίσματα είναι ο τελευταίος λόγος στη γοητεία· είναι σαν η φωνή να χαϊδεύει τον τυχερό αποδέκτη αυτής της σερενάτας, πρώτα προς μια κατεύθυνση, απάνω, και στη συνέχεια από την άλλη, προς τα κάτω. (Graham Johnson © 1993)


The 1850s were remarkable years for the composer’s ascent to operatic fame. The decade began with Sappho in 1851 and via such works as La nonne sanglante (The bloody Nun, written for Viardot) and Le médecin malgré lui (The Doctor In Spite of Himself), culminated in Faust in 1859. The song Sérénade from 1857 (Gounod’s only Hugo setting) was thus written in the most creative years of the composer’s life, and its popularity is richly deserved. A barcarolle rhythm is used here without a drop of water in the poem; the imagery involves cradling and rocking—of a child or a loved one rather than of a boat on the lapping waves. The composer as always seems able to spin a tune out of nothing—a genius which was all his own. As usual with Gounod it is a song in which the artists have to take the responsibility for change of colour and mood between the verses, particularly in the third where singing and smiling cede to sleeping. The end of each strophe provides a formidable coloratura challenge for the singer, but nothing could be more appropriate and less gratuitous than this display. The wordlessly seductive melismas are the last word in charm; it is as if the voice affectionately strokes the lucky recipient of this serenade, first in one direction up the stave, and then down the other. (Graham Johnson © 1993)

Quand tu chantes, bercée Le soir entre mes bras, Entends-tu ma pensée Qui te répond tout bas ? Ton doux chant me rappelle Les plus beaux de mes jours ... Ah ! chantez, chantez, ma belle, Chantez toujours !

Quand tu ris, sur ta bouche L’amour s’épanouit, Et soudain le farouche soupçon S’évanouit. Ah ! le rire fidèle Prouve un cœur sans détours ... Ah ! riez, riez, ma belle, Riez toujours !

Quand tu dors, calme et pure, Dans l’ombre, sous mes yeux, Ton haleine murmure Des mots harmonieux. Ton beau corps se révèle Sans voile et sans atours ... Ah ! dormez, dormez, ma belle, Dormez toujours !

Όταν τραγουδάς, κουρνιασμένη Το βράδυ μες στην αγκαλιά μου, Ακούς τη σκέψη μου Που σου σιγοαπαντά; Το γλυκό σου τραγούδι μού θυμίζει τις πιο ευτυχισμένες μέρες μου... Αχ! τραγουδάτε, τραγουδάτε, όμορφή μου, Τραγουδάτε πάντα!

Όταν γελάς, στο στόμα σου Ανθίζει η Αγάπη Και ξαφνικά η άγρια καχυποψία Διαλύεται. Αχ! Το πιστό γέλιο Δείχνει μια καρδιά χωρίς ενδοιασμούς... Αχ! γελάτε, γελάτε, όμορφή μου, Να χαμογελάτε πάντα!

Όταν κοιμάσαι, ήρεμη και αγνή, Στα σκοτεινά, καθώς σε κοιτάζω, Η αναπνοή σου ψιθυρίζει Αρμονικές λέξεις. Το όμορφο σώμα σου αποκαλύπτεται χωρίς ρούχα ούτε στολίδια... Αχ! κοιμήσου, κοιμήσου, όμορφή μου, Ας κοιμάσαι πάντα!

© μετάφραση: Evanguèlia Toutzari


When you sing, cradled In my arms of an evening, Do you hear my thoughts Which respond deep inside me? Your sweet song brings back memories Of my most happy days ... Oh! sing, sing, my lovely one, Sing for ever!

When you laugh, on your lips Love blossoms, And immediately wild suspicion Evaporates. Oh! familiar laughter Reveals your open heart ... Oh! laugh, laugh, my lovely one, Laugh for ever!

When you sleep, calm and pure, In the shade under my gaze, Your breath murmurs Pleasing words. Your body is revealed in its beauty, Without disguise or adornment ... Oh! sleep, sleep, my lovely one,

© translation: Georges Pirie Στα επόμενα χρόνια εμφανίστηκε ένα νέο είδος τραγουδιού, γνωστό ως mélodie, και μαζί με αυτό, μια νέα παράδοση άρχισε να διαμορφώνεται. Τόσο οι τραγουδιστές, όσο και οι πιανίστες που ερμήνευαν τα τραγούδια αυτά στα σαλόνια του Παρισιού, αναμενόταν ότι θα ερμήνευαν τη μουσική σε μέτρια ηχητική ένταση, αποφεύγοντας συνάμα εμφανείς επιδείξεις, όπως ακαλαίσθητα πυροτεχνήματα και απρεπείς συναισθηματισμούς. Από τη δεκαετία του 1870, αυτές οι mélodies άρχισαν να λαμβάνονται πιο σοβαρά υπόψη και σταδιακά άρχισαν να παρουσιάζονται σε αίθουσες συναυλιών. The following years a new kind of song, the mélodie, emerges which were performed in the Paris salons, and a certain tradition began to form. It was expected that both singers and pianists would have performed their music in a moderate volume, avoiding overt exhibitionistic demonstrations, such as vulgar pyrotechnics and unseemly displays of emotion. From the 1870s these mélodies began to be taken more seriously and gradually find their way into the concert hall.

Mimi Pinson, IGP 49 (1881) Ποίηση / Text: Louis Charles Alfred de Musset (1810–1857) Μουσική / Music: Gabriel Pierné (1863–1937) Ο Gabriel Pierné είχε την τύχη να μελετήσει μουσική υπό την καθοδήγηση τέτοιων εξεχόντων μουσικών, όπως ο Antoine Marmontel (1816–1898), ο César Franck (1822–1890) και ο Jules Massenet (1842–1912). Η κύρια δραστηριότητά του ήταν η διεύθυνση ορχήστρας, έχοντας διευθύνει την ορχήστρα Concerts Colonne από το 1903, αρχικά ως βοηθός μαέστρου και από το 1910 ως το 1933 ως ο κύριος μαέστρος. Ταυτόχρονα, ο Pierné ήταν σε θέση να αφιερωθεί στη σύνθεση και το έργο του συμπεριλάμβανε διάφορα έργα για πιάνο, μελωδίες, σκηνική μουσική, όπερες, ορατόρια, μπαλέτα και μουσική δωματίου. Το στυλ του Pierné είναι πολύ προσωπικό, κλασικό σε μορφή και σύγχρονο στο πνεύμα, με εξισορροπητική τεχνική και ατομικότητα, πειθαρχία και ένστικτο. Η Mimi Pinson του Alfred de Musset είναι μια σύντομη κωμική ιστορία που γράφτηκε το 1845. Ο ήρωας, Eugene Aubert, είναι ένας νεαρός φοιτητής της ιατρικής που ενδιαφέρεται μόνο για τις σπουδές του και δεν επιθυμεί να έχει ερωτικές υποθέσεις με νεαρές εργαζόμενες γυναίκες, γνωστές ως grisettes, καθώς φοβόταν ότι τίποτα καλό δεν θα μπορούσε ποτέ να βγει από μια τέτοια υπόθεση. Ο φίλος του, ο Marcel, προσπαθεί να του γνωρίσει τη γειτόνισσά του, δεσποινίς Pinson, ένα κορίτσι που εργαζόταν σε εργοστάσιο λινού, και οργανώνει ένα δείπνο για να μπορέσουν οι δυο να συναντηθούν.


Κατά τη διάρκεια του δείπνου, και μετά από την κατανάλωση αρκετών ποτών, η Mimi προθυμοποιείται να τραγουδήσει ένα τραγούδι που έγραψαν γι’ αυτήν οι συνεργάτες της. Το τραγούδι είναι μια χιουμοριστική απεικόνιση των αρετών. Η ιστορία της Mimi Pinson έτυχε μεγάλης δημοτικότητας, τόσο πολύ ώστε, το 1924, γυρίστηκε σε σιωπηλή ταινία, σε σκηνοθεσία Théo Bergerat. Ο Pierné, πήρε τις τρεις από τις έξι στροφές του αρχικού γαλλικού τραγουδιού της ιστορίας και συνέθεσε τη δική του έκδοση. Gabriel Pierné was lucky to have studied music under the guidance of such prominent musicians such as Antoine Marmontel (1816–1898), César Franck (1822–1890) and Jules Massenet (1842– 1912). His principal activity was conducting, having conducted the Concerts Colonne since 1903, first as deputy conductor and from 1910 until 1933 as principal conductor. At the same time, Pierné was able to devote himself to composition, and his output consists of various works for piano, melodies, incidental music, operas, oratorios, ballets and chamber music. Pierné forged a very personal language, classical in form and modern in spirit, balancing technique and individuality, discipline and instinct. Alfred de Musset’s Mimi Pinson is a brief comical tale written in 1845. The main character, Eugene Aubert, is a young medical student who was very keen on his studies, and did not wish to have erotic affairs with grisettes, young working women, as he was afraid that nothing good could ever come out such an affair. His friend, Marcel, trying to manipulate him into engaging with Mademoiselle Pinson, a linen worker and their neighbour, arranges a dinner so that the two could meet. During the supper, and after drinking one too many drinks, Mimi offers to sing a song that her workmates wrote for her. The song is a humorous portrayal of Mimi’s virtues. The tale of Mimi Pinson enjoyed great popularity, so much so that, in 1924, it was made into a silent film, directed by Théo Bergerat. Pierné, took three of the six verses from the original French song of the tale and composed his own version.

Mimi Pinson est une blonde, Une blonde que l'on connaît. Elle n'a qu'une robe au monde, Landerirette ! Et qu'un bonnet. Le Grand Turc en a davantage. Dieu voulut, de cette façon, La rendre sage. On ne peut pas la mettre en gage, La robe de Mimi Pinson.

Mimi Pinson porte une rose, Une rose blanche au côté. Cette fleur dans son cœur éclose, Landerirette ! C'est la gaîté. Quand un bon souper la réveille, Elle fait sortir la chanson De la bouteille. Parfois il penche sur l'oreille, Le bonnet de Mimi Pinson.

Mimi Pinson peut rester fille ; Si Dieu le veut, c'est dans son droit. Elle aura toujours son aiguille, Landerirette ! Au bout du doigt. Pour entreprendre sa conquête, Ce n'est pas tout d'un beau garçon ; Peut-être honnête, Car il n'est pas loin de sa tête, Le bonnet de Mimi Pinson

© μετάφραση: Evanguèlia Toutzari


Η Mimi Pinson είναι μια ξανθιά, Μια ξανθιά που τη γνωρίζουμε. Έχει μόνο ένα φόρεμα στον κόσμο, Landerirette! * Και μόνο ένα καπέλο. Ο Μεγάλος Τούρκος έχει περισσότερα. Ο Θεός θέλησε, μ’ αυτόν τον τρόπο, Να την κάνει σοφή. Δεν μπορούμε ενέχυρο να βάλουμε, Το φόρεμα της Mimi Pinson.

Η Mimi Pinson βάζει ένα τριαντάφυλλο, Ένα λευκό τριαντάφυλλο στο πλάι. Αυτό το λουλούδι μες στην καρδιά της ανθίζει, Landerirette! Είναι η χαρά. Όταν ένα καλό δείπνο την ξυπνά, Βγάζει το τραγούδι Από το μπουκάλι. Μερικές φορές κρέμεται στ’ αυτί της, Το σκουφάκι της Mimi Pinson.

Η Mimi Pinson μπορεί να παραμείνει κοπέλα. Αν ο Θεός θέλει, στην κρίση Του είναι. Θα έχει πάντα τη βελόνα της, Landerirette! Στο ακροδάχτυλο. Για να επιχειρήσει να τη σαγηνεύσει, Δεν αρκεί να είναι όμορφο ένα αγόρι. Μάλλον έντιμο να είναι, Επειδή δεν είναι μακριά από το κεφάλι της, Το σκουφάκι της Mimi Pinson. © μετάφραση: Evanguèlia Toutzari

Mimi Pinson is a blonde, A blonde that we know. She has only one dress in the world, Landerirette!* And a hat. The Grand Turk has more. God wanted, this way, To make her wise. We cannot have it as a pledge, The dress of Mimi Pinson.

Mimi Pinson is wearing a rose, A white rose at the side. This flower in his heart is blooming, Landerirette! It's gaiety. When a good dinner wakes her up, She brings out the song From the bottle. Sometimes it leans on the ear, The cap of Mimi Pinson.

Mimi Pinson can remain a girl; God willing, it is in his right. She will always have her needle, Landerirette! At the fingertip. To undertake her conquest, It's not enough to be a handsome boy; Maybe honest, Because it is not far from his head, The cap of Mimi Pinson. © translation: Nicolas Costantinou

*επιφώνημα που χρησιμοποιείται σε ρεφρέν γαλλικών λαϊκών τραγουδιών *exclamation used in French folk song refrains

Clair de lune (Υπό το Σεληνόφως), op. 46/2 (1887) Ποίηση / Text: Paul Verlaine (1844–1896) Μουσική / Music: Gabriel Fauré (1845–1924) Ο Fauré είναι ένας από τους σημαντικότερους αντιπροσώπους του γαλλικού λόγιου τραγουδιού. Έγραψε περίπου εκατό τραγούδια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το «Clair de Lune» χρονολογείται από μια περίοδο κατά την οποία ο συνθέτης ελκυόταν από τους συμβολιστές, τους ποιητές του Παρνασσού, και, πιο πολύ αγαπούσε τα ποιήματα του Paul Verlaine. Το «Clair de lune» είναι το πρώτο στη δεύτερη συλλογή από είκοσι δύο ποιήματα του Verlaine, με τίτλο Fêtes galantes (Ιπποτικές Γιορτές , pub 1869), που διακατέχεται από εικόνες της σελήνης. Φανταστικοί χαρακτήρες χορεύουν σε μια αλλόκοτη ύπαιθρο. Αρλεκίνοι και Κολομπίνες (χαρακτήρες της ιταλικής commedia


dell' arte) πηδούν, στριφογυρίζουν και χορεύουν βαλς σε μελαγχολικά πάρκα, γύρω από τα μαγευτικά σιντριβάνια σε αναζήτηση ενός ουράνιου τόπου που συνεχώς ξεθωριάζει. Όταν έθετε στίχους σε μουσική, ο Fauré παραδέχτηκε: «Πάνω από όλα, προσπαθώ να αντλήσω το γενικό συναίσθημα ενός ποιήματος, παρά να επικεντρωθώ στις λεπτομέρειές του». Το στυλ της σύνθεσής του ήταν μια φρέσκια και ελεύθερη προσέγγιση στην τονική αρμονία, και συχνά χρησιμοποιούσε τρόπους για να επιτύχει ροή, ευχέρεια και αμφισημία. Έδιδε πάντα προτεραιότητα στην αρμονία, και παρόλο που ήταν ένας μεγάλος μελωδός, οι μελωδίες του αναπτύσσονται μέσα από τις χαρακτηριστικές του αρμονικές αλυσίδες, αντί να στέκονται ανεξάρτητες. Ήταν κάπως νεοκλασικιστής στην ιδιοσυγκρασία, επιδιώκοντας τη δομική σαφήνεια, τη συνέχεια και την αριστοτεχνία. Εκτιμούσε τη λεπτομέρεια, τη λεπτότητα, τη φυσικότητα, την ειλικρίνεια, την ευαισθησία, καθώς και την κομψότητα, και δεν του άρεσαν οι συναισθηματισμοί, το επιφανειακό και οτιδήποτε υπερβολικό. Το «Clair de lune» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Société nationale de musique, τον Απρίλιο του 1888, ενορχηστρωμένο, από τον τενόρο Maurice Bagès. Παρεμπιπτόντως, ο Claude Debussy μελοποίησε το ποίημα δύο φορές, μία φορά το 1881, για την ερωμένη του, σοπράνο Marie-Blanche Vasnier (γ. 1848), και στη συνέχεια, το 1891 ως μέρος του κύκλου Fêtes galantes I. Ανάμεσά τους, ως προς τη χρονολογία, είναι το τραγούδι του Fauré – «εξαιρετικά αδιάφορο με την παλαιότερη εκδοχή του αντιπάλου του, και αδιατάρακτο από τη μετέπειτα» (Johnson). Η μόνη ομοιότητα μεταξύ του τραγουδιού του Fauré και του πρώτου τραγουδιού του Debussy είναι ότι και οι δύο συνθέτες επέλεξαν να θέσουν το τραγούδι στη μορφή ενός μινουέτου, μια προφανής αναφορά στον δέκατο όγδοο αιώνα. Ο Graham Johnson παρατήρησε ότι «κάτω από την αδιάκοπη επιφάνεια αυτής της μουσικής [του Fauré], το πάθος και ο αυθορμητισμός περιορίζονται σφιχτά από εθιμοτυπία και ίντριγκες». Συνεχίζει: «Μετά τη δωδεκάμετρη εισαγωγή, η φωνή και το πιάνο εμπλέκονται σ’ ένα χαλαρό pas de deux, που μερικές φορές συναντιέται (όπως στο ‘Au calme clair de lune triste et beau’), αλλά φαίνεται να οδηγείται πάντα από ανεξάρτητες οντότητες. Το ποίημα του Verlaine αντικατοπτρίζει το χάσμα μεταξύ της δημόσιας έκφρασης και της ιδιωτικής ζωής· αυτός που γράφει ποιήματα ιπποτικής αγάπης δεν είναι απαραιτήτως ένας ιπποτικός εραστής.» Fauré is one of the quintessential masters of French art-song. He composed approximately 100 songs throughout his life. “Clair de Lune” dates from a period, during which the composer was drawn to the symbolists, the Parnassian poets and, most profoundly, to Paul Verlaine (1844–1896). “Clair de lune” is the first in Verlaine’s second collection of twenty-two poems, entitled Fêtes galantes (Gallant Festivals, pub. 1869), which is dominated by the image of the moon. Ghostly characters dance in a spectral countryside; Harlequins and Columbines (characters of the Italian commedia dell'arte) jump, turn, and waltz in melancholic parks, around majestic fountains in quest of a heavenly place which perpetually fades away. When setting a poem to music, Fauré has admitted: “I seek above all to extricate the general feeling of a poem, rather than to concentrate on its details.” His compositional style was a fresh, free, approach to tonal harmony, often freely using modes to achieve flow, fluency, and ambiguity. He would always give priority to harmony, and although he was a great melodist, his melodies grow from his individual harmonic progressions, rather than stand on their own. He was somewhat of a neoclassicist in temperament, striving for a clarity of form, continuity, and craftsmanship. He valued nuance, subtlety, naturalness, sincerity, sensibility, as well as elegance, and he disliked sentimentality, the superficial and anything excessive. “Clair de lune” received its first performance at Société nationale de musique in April 1888, in an orchestrated version prepared by the composer and sung by tenor Maurice Bagès. Incidentally, Claude Debussy set the poem to music twice, once in 1881, for his mistress, the soprano Marie-Blanche Vasnier (b. 1848), and then again in 1891, as part of his cycle Fêtes galantes I. Between these, in terms of chronology, is Fauré’s song – “sublimely indifferent to his rival’s earlier setting, and unperturbed by the later” (Johnson). The only similarity between Fauré’s song and Debussy’s first setting is that both composers chose to set the song in the form of a minuet,


an obvious reference to the eighteenth century. Graham Johnson observed that “under the unruffled surface of this [Fauré’s] music, passion and spontaneity are tightly corseted by etiquette and intrigue”. He continues: “After the celebrated twelve-bar introduction, voice and piano perform a nonchalant pas de deux, sometimes coalescing (as at ‘Au calme clair de lune triste et beau’) yet always seeming to lead independent existences. Verlaine’s poem reflects the chasm between public utterance and private life; he who writes poems of courtly love is not necessarily a courtly lover.” Votre âme est un paysage choisi Que vont charmant masques et bergamasques Jouant du luth et dansant et quasi Tristes sous leurs déguisements fantasques.

Tout en chantant sur le mode mineur L'amour vainqueur et la vie opportune, Ils n'ont pas l'air de croire à leur bonheur Et leur chanson se mêle au clair de lune,

Au calme clair de lune triste et beau, Qui fait rêver les oiseaux dans les arbres Et sangloter d'extase les jets d'eau, Les grands jets d'eau sveltes parmi les marbres.

Η ψυχή σας είναι ένα εκλεκτό τοπίο Όπου γοητευτικές μάσκες και μπεργκαμάσκες Παίζοντας λαούτο και χορεύοντας και μισολυπημένες πηγαίνουν κάτω από τις φανταστικές μεταμφιέσεις τους.

Καθώς τραγουδάνε σε ελάσσονα κλίμακα Τη νικήτρια Αγάπη και την καλότυχη ζωή, Δεν φαίνεται να πιστεύουν στην ευτυχία τους Και το τραγούδι τους αναμιγνύεται με το φεγγαρόφωτο,

Στο ήρεμο φεγγαρόφωτο το λυπημένο κι όμορφο, Που κάνει τα πουλιά να ονειρεύονται στα δέντρα Και τα σιντριβάνια να κλαίνε με αναφιλητά από την έκσταση, Τα μεγάλα ευκίνητα σιντριβάνια ανάμεσα στα μάρμαρα. © μετάφραση: Evanguèlia Toutzari

Your soul is a chosen landscape Bewitched by masquers and bergamaskers, Playing the lute and dancing and almost Sad beneath their fanciful disguises.

Singing as they go in a minor key Of conquering love and life’s favours, They do not seem to believe in their fortune And their song mingles with the light of the moon,

The calm light of the moon, sad and fair, That sets the birds dreaming in the trees And the fountains sobbing in their rapture, Tall and svelte amid marble statues. © translation: Richard Stokes

Nuit d’Étoiles (Νύχτα των Αστεριών), ICD 56, CD 2, L. 4 (1880) Ποίηση / Text: Théodore de Banville (1823–1891) Μουσική / Music: Claude Debussy (1862–1918) Ο Debussy ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τη mélodie ως φοιτητής, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Κονσερβατουάρ (1872–1884). Όπως πολλοί νεαροί συνθέτες, έτσι και ο Debussy προτιμούσε το είδος για τη σύντομη διάρκεια και λόγω του ότι τα λόγια μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μέσο


για μουσική ευρηματικότητα. Το Nuit d'Étoiles, είναι η παλαιότερη σύνθεση στο ύφος μιας mélodie, καθώς επίσης και η πρώτη του δημοσιευμένη σύνθεση. Ο Roger Nichols επισημαίνει ότι «ο Debussy ταιριάζει τη ‘γαλήνια μελαγχολία’ του Banville με αρμονίες που κινούνται αργά και δεν εξελίσσονται ιδιαίτερα, ενώ η φωνητική γραμμή τονίζει την 7η, 6η και 3η βαθμίδα της μείζονας κλίμακας [...]. Ο Debussy διαφοροποιεί τις δύο επαναλήψεις του εισαγωγικού ρεφραίν, ενεργοποιώντας τις σταθερές συγχορδίες στο πιάνο, αρχικά με αρπίσματα, και αργότερα, με ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο τριών φθίνουσων φθόγγων, χωρίς εμείς οι ακροατές να έχουμε ποτέ αμφιβολία για το πού βρισκόμαστε στο τραγούδι ή προς τα πού κατευθύνεται. Debussy first encountered the mélodie during his time as a student at the Conservatoire (1872–1884). Like many young composers, Debussy favoured the medium for its convenience in being short and in having words as a prop to invention. Nuit d’Étoiles, is the earliest composition in the tradition of the mélodie, as well as his first published composition. Roger Nichols has pointed out that ‘Debussy matches Banville’s ‘sereine mélancolie’ with harmonies that move only slowly and not very far, while the vocal line emphasises the 7th, 6th and 3rd notes of the major scale […]. Debussy varies the two repeats of the opening refrain by activating the solid piano chords, first with arpeggios, then with a repeated falling three-note figure, but we, as listeners, are never in doubt as to where we are in the song or where it is going.’ Nuit d'étoiles, Sous tes voiles, Sous ta brise et tes parfums, Triste lyre Qui soupire, Je rêve aux amours défunts.

Έναστρη Νύχτα, Κάτω από τα πέπλα σου, Κάτω απ’ τ’ αεράκι και τ’ αρώματά σου, Λύρα θλιμμένη Που αναστενάζει, Ονειρεύομαι μακαριστές αγάπες.

La sereine Mélancolie Vient éclore au fond de mon cœur, Et j'entends l'âme de ma mie Tressaillir dans le bois rêveur.

Je revois à notre fontaine Tes regards bleus comme les cieux; Cette rose, c'est ton haleine, Et ces étoiles sont tes yeux.

Nuit d'étoiles …

Nuit d'étoiles …

Η γαλήνια Μελαγχολία έρχεται ν’ ανθίσει στα βάθη της καρδιάς μου, Και ακούω την ψυχή της αγαπημένης μου Να σκιρτά μέσα στο ονειροπόλο δάσος.

Ξαναβλέπω στη βρύση μας Τα βλέμματά σου μπλε σαν τους ουρανούς. Αυτό το τριαντάφυλλο είναι η ανάσα σου, Και αυτά τα αστέρια είναι τα μάτια σου.

Έναστρη Νύχτα...

Έναστρη Νύχτα ... © μετάφραση: Evanguèlia Toutzari

Night of stars, beneath your veils, Beneath your breeze and fragrance, Sad lyre That sighs, I dream of bygone loves.

Serene melancholy Now blooms deep in my heart, And I hear the soul of my love Quiver in the dreaming woods.

Once more at our fountain I see Your eyes as blue as the sky; This rose is your breath And these stars are your eyes.

Night of stars ...

Night of stars ...

© translation: Richard Stokes


Pantomime (Παντομίμα), ICD 58, CD 47, L. 31 (1883) Ποίηση / Text: Paul Verlaine Μουσική / Music: Claude Debussy Το 1880, η γοητεία του Debussy με τη mélodie μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, όταν συναντήθηκε με την τριάντα δύο ετών Marie-Blanche Vasnier, η οποία ήταν από τις πρώτες σοπράνο μιας γυναικείας χορωδίας που συνόδευε ο συνθέτης, ενώ ήταν ακόμη φοιτητής στο Κονσερβατουάρ. Η κυρία Vasnier ήταν μια κολορατούρα σοπράνο με μια ελαφριά, ψηλή και ευκίνητη φωνή. Η σχέση τους, γρήγορα έγινε πολύ οικεία και η ίδια έγινε η μούσα του συνθέτη. Από το τέλος του 1880 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1884, ο Debussy έγραψε είκοσι εννέα τραγούδια γι’ αυτήν. Το Pantomime, είναι το πρώτο τραγούδι μιας σειράς δεκατριών τραγουδιών, γνωστή και ως «Recueil Vasnier» («Η Συλλογή της Vasnier»), την οποία ο συνθέτης παρουσίασε στη μούσα του τον Ιανουάριο του 1885, προτού αναχωρήσει για τη Villa Médici στη Ρώμη. Ο Nichols ισχυρίζεται ότι το τραγούδι «μπορεί να ακουστεί ως εισαγωγή στην ατμόσφαιρά της συλλογής, χρωματισμένη από τους χαρακτήρες της commedia dell’ arte και ως επέκταση της αφοσίωσης του Debussy στη μούσα του: «Αυτά τα τραγούδια που έχουν ζήσει μόνο διαμέσου αυτής, και τα οποία θα χάσουν τη γοητεία και τη χάρη τους, αν παύσουν να περνούν από τα μελωδικά και νεραϊδίσια χείλη της». Το Pantomime είναι το δεύτερο από δύο μελοποιήσεις ποιημάτων βασισμένα στον Πιερότο, τα οποία, ο Debussy συνέθεσε μεταξύ του 1881 και της αρχής του 1883 (το πρώτο είναι το τραγούδι Pierrot, το οποίο θα ακούσετε αργότερα στο αποψινό πρόγραμμα). Ο Πιερότος, μια συντομευμένη μορφή του ονόματος Pierre (Πέτρος), απεικονίστηκε αρχικά ως παλιάτσος και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι η αφέλειά του. Όπως παρατηρεί ο Joseph DuBose, «σε πολλές αναπαραστάσεις, παρουσιάζεται να λαχταράει την αγάπη της Κολομπίνας, συνήθως ανεπιτυχώς, καθώς αυτή συνήθως ραγίζει την καρδιά του, αφήνοντάς τον για τον Αρλεκίνο. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αι., ο χαρακτήρας του Πιερότου εδραιώθηκε για πάντα από τον φημισμένο μίμο Jean-Gaspard Deburau (1796–1846), οι παραστάσεις του οποίου χρησίμευαν ως αρχέτυπο για όλες τις μελλοντικές μετενσαρκώσεις του χαρακτήρα. Πολλοί καλλιτέχνες άρχισαν να συμπορεύονται με τον Πιερότο και τη δυστυχία του λυπημένου κλόουν. Μέχρι τα τέλη του αιώνα, η εικόνα του κατέληξε να είναι σε θέση να αντιπροσωπεύσει τον ίδιο τον καλλιτέχνη και τους υποστηρικτές των διαφόρων σχολών σκέψης – οι Παρακμιακοί, οι Συμβολιστές, οι Μοντερνιστές- οι οποίοι, τον χρησιμοποίησαν για τους δικούς τους ξεκάθαρους σκοπούς». Στο τραγούδι τα πάντα είναι ελαφριά, ευάερα, επουσιώδη, ακόμη και χιουμοριστικά. Ωστόσο, το χιούμορ είναι σκοτεινό, αντίστοιχο με την απεικόνιση του Πιερότου του Verlaine ως αδηφάγος μεθύστακας. Ωστόσο, το «επίκεντρο του Debussy» συνεχίζει ο DuBose, «δεν είναι τα δεινά του Πιερότου, ούτε η ανησυχία του Κάσσανδρου για τον αποκληρωμένο ανιψιό του ή τις σκευωρίες του Αρλεκίνου για να απαγάγει την Κολομπίνα στη δεύτερη και τρίτη στροφή, αλλά για την ίδια την Κολομπίνα. Μόνο αυτή φαίνεται ευγενής σε σύγκριση με τους άλλους τρεις και ο Debussy την παρουσιάζει έτσι, στην τόσο δραματικά διαφορετική μουσική που συνοδεύει την τέταρτη στροφή. Πάρα ταύτα, η σκοτεινή κωμική μουσική της εισαγωγής, εμπλουτισμένη με χωρίς λόγια μελίσματα της φωνής, ολοκληρώνει το τραγούδι. In 1880, Debussy’s fascination with the mélodie grew even greater when, he had met the thirty-twoyear-old Marie-Blanche Vasnier, who was among the first sopranos in a ladies’ choir that the composer accompanied, while still a student at the Conservatoire. Mme Vasnier was a coloratura soprano with a light, high and agile voice. Their relationship very quickly became very intimate and she assumed somewhat the role of his muse. Between the end of 1880 and February 1884, Debussy wrote twenty-nine songs for her. Pantomime, is the first song in a series of thirteen songs, also known as ‘Recueil Vasnier’, which the composer presented to his muse in January 1885, before his departure for


the Villa Médici in Rome. Nichols argues that the song “may be heard as an introduction to its atmosphere coloured by the characters of the commedia dell’ arte, and as an extension of Debussy’s dedication to his muse: ‘These songs that have lived only through her, and that would lose their charm and grace if ever they ceased to pass through her melodious fairy lips.’” Pantomime is the second of two settings of poems based on Pierrot that Debussy produced between 1881 and early 1883 (the first is Pierrot, which will be heard later in tonight’s programme). Pierrot, a shortened form of the name Pierre (Peter), was originally portrayed as a buffoon, and a trademark characteristic of Pierrot is his naiveté. In many representations, as Joseph DuBose observed, “he is seen longing for the love of Columbine, usually unsuccessfully as she typically breaks his heart by leaving him for Harlequin. During the first half of the 1800s, the character of Pierrot was forever solidified by the famed pantomime Jean-Gaspard Deburau (1796–1846), whose performances served as the archetype for all future reincarnations of the character. Many artists began to turn sympathy towards Pierrot and the plight of the sad clown. By the close of the century, he had further become a representation of the artist himself and the proponents of the various schools of thought— the Decadents, the Symbolists, the Modernists—used him to their own explicit purposes.” In the song everything is light, airy, insubstantial, even humorous. Yet, the humour is dark, matching Verlaine’s depiction of Pierrot as a gluttonous drunkard. “Debussy’s focus, however”, continues DuBose, “is not upon Pierrot’s plight, neither Cassandre’s concern for his disinherited nephew or Harlequin’s machinations to kidnap Columbine of the second and third stanzas, but instead on Columbine herself. She alone appears noble compared to the other three and Debussy’s treats her so in the dramatically different music accompanying the fourth stanza. Yet, the darkly comical music of the opening, embellished with the wordless melismas of the voice, concludes the song. Pierrot, qui n'a rien d'un Clitandre, Vide un flacon sans plus attendre, Et, pratique, entame un pâté.

Cassandre, au fond de l'avenue, Verse une larme méconnue Sur son neveu déshérité.

Ο Pierrot, που δεν έχει τίποτα από Κλίτανδρο*, Αδειάζει ένα μπουκάλι χωρίς να περιμένει άλλο. Και, πράγμα πρακτικό, ξεκινάει ένα πατέ.

Ο Κάσσανδρος, στο τέλος της λεωφόρου, Χύνει ένα υποτιμημένο δάκρυ Για τον απόκληρο ανιψιό της.

Colombine rêve, surprise De sentir un cœur dans la brise Et d'entendre en son cœur des vox

Ce faquin d'Arlequin combine L'enlèvement de Colombine Et pirouette quatre fois.

Αυτός ο αχρείος ο Αρλεκίνος σκαρώνει Την απαγωγή της Κολομπίνας Και κάνει τέσσερις πιρουέτες.

Η Κολομπίνα ονειρεύεται, έκπληκτη που νιώθει μια καρδιά μέσα στο αεράκι Και που ακούει φωνές μέσα στην καρδιά της.

© μετάφραση: Evanguèlia Toutzari


Pierrot, who is no Clitandre*, gulps down a bottle without delay and, being practical, starts on a pie.

Cassandre, at the end of the avenue, sheds an unnoticed tear for his disinherited nephew.

Colombine dreams, amazed To sense a heart in the breeze And hear voices in her heart.

That rogue of a Harlequin schemes how to abduct Colombine and pirouettes four times. © translation: Richard Stokes

*

Ο Κλίτανδρος, ήταν ένας ειλικρινής ευγενής, χαρακτήρας φαντασίας του Μολιέρου, ο οποίος εμφανίζεται στο θεατρικό, Les Femmes Savantes (Οι ψευτοσπουδαίες, πρεμιέρα 1672). * Clitandre was an honest, noble, imaginary character of Moliere, who appears in the theatrical, Les Femmes Savantes (The Learned Ladies, premiere 1672).

Τρία έργα για πιάνο, τέσσερα χέρια Three works for piano, four hands Η Σουίτα Dolly, μια συλλογή έξι κομματιών για πιάνο τέσσερα χέρια, είναι το μοναδικό ντουέτο για πιάνο του Fauré (και επίσης, το μοναδικό με τίτλους διαφορετικούς από αυτούς που περιγράφουν μουσικές μορφές). Το έργο γράφτηκε μεταξύ 1894 και 1897 προς τιμήν της Hélène (το παρατσούκλι της οποίας ήταν Dolly), κόρης της Emma Bardac (1862–1934) – μνηστής του συνθέτη κατά την περίοδο αυτή. Η πρεμιέρα δόθηκε από τους πιανίστες Alfred Cortot και Édouard Risler, το 1898. Το Νανούρισμα (το πρώτο στη σουίτα) γράφτηκε για τα πρώτα γενέθλια της Hélène, ενώ τα υπόλοιπα μέρη ήταν έτοιμα για τα επικείμενα γενέθλια της μικρής, καθώς και για άλλες οικογενειακές επετείους. Η τέταρτη κίνηση «Kitty-Valse» είναι μια παράφραση του ονόματος Ketty, το όνομα του σκύλου της Bardac. Η Βαρκαρόλα, έργο 26 του Gabriel Pierné γράφτηκε το 1890 για τις δεσποινίδες Élise Castelnau και Gabrielle de Bellot. Το έργο, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι αφηγείται μουσικά, την όμορφη βαρκάδα δύο ερωτοπαρμένων, σε μια ειδυλλιακή λίμνη στην ύπαιθρο της Γαλλίας. Σε αντίθεση, το Badinage (Πείραγμα) του Antonin Marmontel, είναι μια λαμπρή και δεξιοτεχνική μινιατούρα από την πένα ενός ταλαντούχου συνθέτη, πιανίστα και παιδαγωγού, υιού του φημισμένου συνθέτη Antoine Marmontel (ο οποίος είχε ως μαθητές μερικούς από τους σπουδαιότερους συνθέτες του εικοστού αιώνα, όπως τον Isaac Albéniz, τον Claude Debussy, τον Vincent d’Indy και τον Pierné). Ο Antonin διετέλεσε μαέστρος χορωδίας στην Όπερα του Παρισιού και από το 1901, υπήρξε καθηγητής πιάνου στο Κονσερβατουάρ Παρισίου. To έργο πρέπει να είχε γραφτεί πριν από το 1893 και αφιερώθηκε στους μαθητές του συνθέτη, τα αδέλφια Fernande et Marthe Richard.

Fauré’s Dolly Suite, a collection of pieces for piano four-hands, is the only work for piano, four hands, in Fauré’s oeuvre (and also the only work containing pieces bearing titles other than those of a musical form). The suite was written between 1894 and 1897 in honour of Hélène, nicknamed Dolly, who was the daughter of singer Emma Bardac (1862–1934), his mistress at the time. The premiere was given by Alfred Cortot and Édouard Risler in 1898. The Berceuse (the first in the Suite) was composed for Hélène's first birthday, and the remaining pieces also appeared in time for the child's


subsequent birthdays and other family occasions. The “Kitty-Valse” was an alteration of the name Ketty, the name of Bardac's dog. Gabriel Pierné’s Barcarolle, op. 26, was written in 1890 for Élise Castelnau and Gabrielle de Bellot. One could easily say that the work, narrates musically the beautiful boat excursion of two lovers in an idyllic lake in the countryside of France. In contrast, Antonin Marmontel's Badinage (Banter) is a brilliant and virtuosic miniature by the pen of a talented composer, pianist and pedagogue, a son of renowned composer Antoine Marmontel (who had as students some of the most important composers of the twentieth century, such as Isaac Albéniz, Claude Debussy, Vincent d'Indy and Pierné). Antonin has served as a choir conductor at the Paris Opera and, since 1901, he has been a piano professor at the Conservatoire de Paris. The piece must have been written sometime before 1893 and was dedicated to the siblings Fernande et Marthe Richard, who were students of the composer.

Paysages belges. Chevaux de bois (Βελγικά Τοπία. Ξύλινα Αλογάκια) & Aquarelles I. Green (Ακουαρέλες Α’. Πράσινο) Ariettes oubliées (Ξεχασμένες Άριες), ICD 5, CD 63, L. 60 (1885-87, αναθ.1903) Ποίηση / Text: Paul Verlaine Μουσική / Music: Claude Debussy Τα έξι τραγούδια σε στίχους του Verlaine, τα οποία δημοσιεύτηκαν το 1903 ως Ξεχασμένες Άριες, ήταν αναθεωρήσεις παλαιότερων τραγουδιών που είχαν γραφτεί μεταξύ των ετών 1885 και 1887. Ο Nichols υποστηρίζει ότι «η αφιέρωση της έκδοσης του 1903 στην Mary Garden, «την αξέχαστη Μελισάνδη», δε σημαίνει, απαραίτητα, ότι οι αλλαγές που ο Debussy είχε κάνει, σχεδιάστηκαν για τη φωνή της· το πιο πιθανό είναι ότι απλά αντανακλούσαν την εμπειρία του ως συνθέτη». Το τραγούδι «Ξύλινα αλογάκια» (αρ. 3) χρονολογείται αρχικά από τον Ιανουάριο του 1885, όταν ο συνθέτης επρόκειτο να φύγει από το Παρίσι, αφήνοντας συνάμα την ερωμένη του, Mme Vasnier, για μια μακρά διαμονή στη Ρώμη. Ήταν σαν να «αποχαιρετούσε την ευχάριστη φασαρία του Παρισιού, ενώ η θαυμάσια coda με τα χτυπήματα καμπανών μπορεί και πάλι να είχε προσωπικές αναφορές» (Nichols). Το «Πράσινο» (αριθ. 4) είναι ένα «υπέροχο φρέσκο και σαγηνευτικό τραγούδι αγάπης, στο οποίο η ευκίνητη φωνητική γραμμή επιλύεται, επιτέλους, σε μια σειρά χαμηλών επαναλαμβανόμενων φθόγγων, καθώς ο εραστής γέρνει, επιτέλους, στο στήθος της αγαπημένης του» (Nichols). The six Verlaine songs published in 1903 as Ariettes oubliées were revisions of originals composed between 1885 and 1887. Nichols argues that “the dedication of the 1903 edition to Mary Garden, ‘unforgettable Mélisande’, did not necessarily mean that the changes Debussy made were designed for her voice, more likely that they merely reflected his experience as a composer”. Chevaux de bois (no. 3), dates originally from January 1885, when the composer was about to leave Paris, and his mistress Mme Vasnier, for a lengthy stay in Rome. It is as if “he is saying goodbye to the friendly bustle of Paris, and the wonderful coda with its tolling bell again may have had a personal resonance” (Nichols). Green (no. 4) is a “wonderfully fresh and seductive love song, in which the agile vocal line at last settles on a series of low repeated notes as the lover too settles on his beloved’s breast” (Nichols).


Tournez, tournez, bons chevaux de bois, Tournez cent tours, tournez mille tours, Tournez souvent et tournez toujours, Tournez, tournez au son des hautbois.

Tournez, tournez, chevaux de leur cœur, Tandis qu'autour de tous vos tournois Clignote l'œil du filou sournois, Tournez au son du piston vainqueur.

Tournez, tournez, sans qu'il soit besoin D'user jamais de nuls éperons Pour commander à vos galops ronds, Tournez, tournez, sans espoir de foin

C'est ravissant comme ça vous soûle D'aller ainsi dans ce cirque bête ! Bien dans le ventre et mal dans la tête, Du mal en masse et du bien en foule.

Et dépêchez, chevaux de leur âme : Déjà voici que la nuit qui tombe Va réunir pigeon et colombe, Loin de la foire et loin de madame.

Γυρνάτε, γυρνάτε, καλά ξύλινα αλογάκια, Κάντε εκατό στροφές, κάντε χιλιάδες στροφές, Γυρνάτε συχνά και γυρνάτε συνέχεια, Γυρνάτε, γυρνάτε στον ήχο των όμποε.

Γυρνάτε, γυρνάτε, αλογάκια της καρδιάς τους, Παρόλο που γύρω από όλα τα τουρνουά σας ανοιγοκλείνει το μάτι του ύπουλου αλήτη, Γυρνάτε στον ήχο του πιστονιού που νικάει.

Για να δώσετε το παράγγελμα στα κυκλικά σας καλπάσματα, Γυρνάτε, γυρνάτε, χωρίς προσμονή για σανό

Ο χοντρός στρατιώτης, η πιο χοντρή υπηρέτρια Είναι πάνω στις πλάτες σας σαν να είναι μέσα στο δωμάτιό τους. Επειδή, τη μέρα αυτή, στο δάσος της Cambre, Τα αφεντικά παρευρίσκονται και τα δυο αυτοπροσώπως.

Είναι υπέροχο το πώς αυτό σάς μεθάει το να πάτε έτσι σ’ αυτό το ηλίθιο τσίρκο! Καλά στην κοιλιά και χάλια στο μυαλό, Κακό για τη μάζα και καλό για το πλήθος

Le gros soldat, la plus grosse bonne Sont sur vos dos comme dans leur chambre; Car, en ce jour, au bois de la Cambre, Les maîtres sont tous deux en personne.

Γυρνάτε, γυρνάτε , χωρίς να υπάρχει ανάγκη Να φθείρετε ποτέ άχρηστα σπιρούνια

Tournez, tournez ! le ciel en velours D'astres en or se vêt lentement. Voici partir l'amante et l'amant. Tournez au son joyeux des tambours !

Και βιαστείτε, άλογα της ψυχής τους: Ήδη να την η νύχτα που πέφτει Και που θα ενώσει το περιστέρι με την περιστέρα, Μακριά από την αγορά και μακριά από την κυρία. Γυρνάτε, γυρνάτε! ο βελούδινος ουρανός Ντύνεται αργά-αργά με χρυσά αστέρια Να τους που φεύγουν η ερωμένη κι ο εραστής. Γυρνάτε στον χαρούμενο ήχο των τύμπανων!

© μετάφραση: Evanguèlia Toutzari


Turn, turn, you fine wooden horses, Turn a hundred, turn a thousand times, Turn often and turn for evermore Turn and turn to the oboe’s sound.

Turn, turn, horses of their hearts, While the furtive pickpocket’s eye is flashing As you whirl about and whirl around, Turn to the sound of the conquering cornet!

Gee-gees, turn, you’ll never need The help of any spur To make your horses gallop round: Turn, turn, without hope of hay.

And hurry on, horses of their souls; Nightfall already calls them to The red-faced child and the pale Astonishing how drunk it makes supper mother, you, And disperses the crowd of The lad in black and the girl in Riding like this in this foolish happy revellers, pink, fair: Ravenous with thirst. One down-to-earth, the other With an empty stomach and an showing off, aching head, Turn, turn! The velvet sky Each buying a treat with his Discomfort in plenty and masses Is slowly decked with golden Sunday sou. of fun! stars. The church bell tolls a mournful knell— Turn to the joyful sound of drums!

© translation: Richard Stokes

Aquarelles I. Green (Ακουαρέλες Α’. Πράσινο) Voici des fruits, des fleurs, des feuilles et des branches Et puis voici mon cœur qui ne bat que pour vous. Ne le déchirez pas avec vos deux mains blanches Et qu’à vos yeux si beaux l’humble présent soit doux.

J’arrive tout couvert encore de rosée Que le vent du matin vient glacer à mon front. Souffrez que ma fatigue à vos pieds reposée Rêve des chers instants qui la délasseront.

Sur votre jeune sein laissez rouler ma tête Toute sonore encore de vos derniers baisers; Laissez-la s’apaiser de la bonne tempête, Et que je dorme un peu puisque vous reposez.

Ορίστε φρούτα, λουλούδια, φύλλα και κλαδιά Ορίστε κι η καρδιά μου που χτυπά μόνο για σας. Μην την ξεσκίζετε με τα δυο λευκά σας χέρια Και γλυκό ας είναι στα τόσο όμορφα μάτια σας το ταπεινό παρόν.

Έρχομαι πάλι φορτωμένος όλος με νοτιά Που ο πρωινός άνεμος έρχεται και παγώνει στο μέτωπό μου. Υποφέρετε που η κούρασή μου που στα πόδια σας κείται Ονειρεύεται τις αγαπημένες στιγμές που θα την ξεκουράσουν.

Στο νεαρό σας στήθος αφήστε το κεφάλι μου να κυλήσει Γεμάτο ακόμα από τους ήχους των τελευταίων σας φιλιών Αφήστε το να ηρεμήσει από τη σφοδρή καταιγίδα, Και να κοιμηθώ λιγάκι, αφού ξεκουράζεστε.

© μετάφραση: Evanguèlia Toutzari


Here are flowers, branches, fruit, and fronds, And here too is my heart that beats just for you. Do not tear it with your two white hands And may the humble gift please your lovely eyes.

I come all covered still with the dew Frozen to my brow by the morning breeze. Let my fatigue, finding rest at your feet, Dream of dear moments that will soothe it.

On your young breast let me cradle my head Still ringing with your recent kisses; After love’s sweet tumult grant it peace, And let me sleep a while, since you rest. © translation: Richard Stokes

Pierrot (Πιερότος), ICD 65, CD 30, L. 15 (1881) Ποίηση / Text: Théodore de Banville (1823–1891) Μουσική / Music: Claude Debussy Αυτή είναι η πρώτη μελοποίηση ποιημάτων, με αναφορά στον Πιερότο, που έγραψε ο Debussy. Όπως και η Παντομίμα, το τραγούδι είναι χιουμοριστικό και είναι χτισμένο σε μια αναφορά ενός δημοφιλούς λαϊκού τραγουδιού από τον 18ο αιώνα με αναφορά στον Πιερότο, του «Au clair de la lune» («Στο φως του φεγγαριού»), το οποίο χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλο το τραγούδι, πάντα σε διαφορετικές μορφές και τρόπους. Στο τέλος, υπάρχει, μάλιστα, μια αναφορά στον μίμο, Jean Gaspard Deburau, ο οποίος είχε προσωποποιήσει τόσο επιτυχημένα τον Πιερότο. This is the first setting of poems based on Pierrot that Debussy wrote. Like Pantomime, the song is humorous and is built on a quotation from a popular folk song from the 18th century with reference to Pierrot, ‘Au clair de la lune’ (“Under the Moonlight”), which is used almost throughout the song, always appearing in different guises and modes. At the end there is even a reference to the mime, Jean Gaspard Deburau, who had so gloriously personified Pierrot. Le bon Pierrot, que la foule contemple, Ayant fini les noces d'Arlequin, Suit en songeant le boulevard du Temple. Une fillette au souple casaquin En vain l'agace de son œil coquin ; Et cependant mystérieuse et lisse Faisant de lui sa plus chère délice, La blanche lune aux cornes de taureau Jette un regard de son œil en coulisse À son ami Jean Gaspard Deburau.

Ο καλός Πιερότος, τον οποίο το πλήθος καμαρώνει, Μόλις τελείωσε ο γάμος του Αρλεκίνου, Παίρνει σκεφτικός το Boulevard du Temple. Μια κοπελίτσα με απαλό μικρό πανωφόρι Μάταια τον ταράζει με το πονηρούτσικό της μάτι. Και όμως μυστηριώδης και καμαρωτή Με το να γίνεται η αγαπημένη του νοστιμιά Το λευκό φεγγάρι με κέρατα ταύρου Ρίχνει μια ματιά πίσω από τα παρασκήνια Στον φίλο του, Jean Gaspard Deburau. © μετάφραση: Evanguèlia Toutzari

Good old Pierrot, watched by the crowd, having done with Harlequin’s wedding, drifts dreamily along the boulevard of the Temple. A girl in a flowing blouse vainly leads him on with her teasing eyes; and meanwhile, mysterious and sleek, cherishing him above all else, the white moon with horns like a bull ogles her friend Jean Gaspard Deburau.

© translation: Richard Stokes


Je t’aime, vocalise amoureuse pour soprano éperdue (Σ’ αγαπώ, ερωτική βοκαλίζ για μια τρελή σοπράνο), (έκδ. / pub. 2007) Music: Isabelle Aboulker Η Isabelle Aboulker γεννήθηκε το 1938 στο προάστιο του Παρισίου Boulogne-Billancourt. Ο πατέρας της ήταν ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Marcel Aboulker (1905–1952), ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αλγερία, ενώ ο μητρικός παππούς της ήταν ο συνθέτης Henry Février (1875–1957). Ενώ παρακολουθούσε μαθήματα σύνθεσης και πιάνου στο Conservatoire National Supérieur de Musique στο Παρίσι, άρχισε να συνθέτει για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Στη συνέχεια εργάστηκε στο ίδιο Κονσερβατουάρ ως η βασική συνοδός και καθηγήτρια φωνής, αλλά και ως συγγραφέας πολλών εκπαιδευτικών έργων. Το 1980 στράφηκε στη σύνθεση οπερών και στη συνέχεια, πολλών άλλων φωνητικών έργων, καθώς και μουσικής που απευθύνεται σε παιδιά. Δείχνει εξαιρετική προσοχή στην προσωδία και απαιτητική ως προς την επιλογή των λιμπρέτι, η ίδια θεωρεί τον εαυτό της κληρονόμο της γαλλικής παράδοσης των Debussy, Ravel και Poulenc. Το Je t'aime είναι ένα κωμικό και δραματικό τραγούδι για την ερωτική εμμονή μιας γυναίκας πάνω σε έναν άντρα, ο οποίος δεν ανταποδίδει τις αδιάκοπες εκλιπαρήσεις της. Το τραγούδι είναι εξαιρετικά δεξιοτεχνικό για τον τραγουδιστή, καθώς καλείται να τραγουδήσει γρήγορα αρπίσματα, staccato, με τρόπο που φέρνει στο μυαλό την περίφημη άρια του Mozart «Der Hölle Rache» της Βασίλισσας της Νύχτας, από την όπερα Die Zauberflöte (Ο Μαγικός αυλός). Isabelle Aboulker was born in 1938 in the Parisian suburb of Boulogne-Billancourt. Her father was the Algerian-born film director and writer Marcel Aboulker (1905–1952) and her maternal grandfather was the composer Henry Février (1875–1957). While following a course in composition and keyboard studies at the Conservatoire National Supérieur de Musique in Paris, she started composing for the theatre, the cinema and television. She then worked for the Conservatoire as their chief accompanist and voice teacher and authored several educational works. In 1980 she turned to composing operas and subsequently many other vocal works, as well as music that would appeal to children. Attentive to prosody and demanding in the choice of libretti, she considers herself an heir to the French tradition of Debussy, Ravel and Poulenc. Je t’aime is a comical and dramatic song about a woman’s erotic obsession over a man who does not yield to her incessant pleadings. The songs is highly virtuosic for the singer, as she is asked to sing fast arpeggios, staccato in a manner that brings to mind Mozart’s famous aria “Der Hölle Rache” of the Queen of the Night from Die Zauberflöte (The Magic Flute).


Ah je t'aime ! Mon amant me délaisse Il ne veut plus de moi ! Je me jette à ses genoux, je pleure, je défaille ! Je me jette à ses genoux mais il reste de marbre Mon amant ne veut plus de moi ! Pourtant je l'aime ! Que je l'aime ! Je l'aime, je l'aime tant ! Mmm que je t'aime ! T'aime… Quand même… je t'aime !

Ω, σ’ αγαπώ! Ο καλός μου με εγκαταλείπει Δεν με θέλει πια! Πέφτω στα πόδια του, κλαίω, λιποθυμώ! Πέφτω στα πόδια του, αλλά αυτός, μαρμάρινο άγαλμα Ο καλός μου δεν με θέλει πια! Ωστόσο, τον αγαπώ! Πόσο τον αγαπώ! Τον αγαπώ, τον αγαπώ τόσο πολύ! Μμμ, πως σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ... Ακόμα ... Σ 'αγαπώ!

Oh, I love you! My lover abandons me He does not want me anymore! I throw myself on his knees, I cry, I faint! I throw myself on his knees but he remains still as a marble My lover does not want me anymore! Yet I love him! How I love him! I love him, I love him so much! Mmm, how I love you! Love you… Still ... I love you!

© μετάφραση: Νικόλας Κωσταντίνου

© translation: Nicolas Costantinou

Nine Songs, based on Japanese poems by Zen monks and Haiku poets (2000, rev. 2017) Μουσική / Music: Constantinos Stylianou Στην Ιαπωνία υπάρχει μια μακρά παράδοση συγγραφής ποιημάτων όταν ένα άτομο αισθάνεται ότι πλησιάζει τον θάνατο, γνωστή ως «ποιήματα θανάτου». Αυτά τα ποιήματα, όχι μόνο δείχνουν την ομορφιά της ιαπωνικής ποίησης, αλλά, μας βοηθούν, επίσης, να κατανοήσουμε καλύτερα τη στάση των συγγραφέων απέναντι στη ζωή και τον θάνατο. Τα ποιήματα αυτά γράφονται από σχεδόν όλους όσοι έχουν μια ποιητική κλίση, από μοναχούς Ζεν και ποιητές χαϊκού, μέχρι και καθημερινούς ανθρώπους από όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Από ιστορικής απόψεως, η μορφή ποίησης η οποία χρησιμοποιήθηκε ευρέως, ήταν αυτή της tanka (σύντομο ποίημα), η οποία αποτελείται από πέντε σειρές στίχων με συλλαβικό σχήμα 5-7-5-7-7. Αυτοί οι πέντε στίχοι υποδιαιρούνταν συχνά σε δύο ενότητες: οι πρώτοι τρεις στίχοι αποτελούσαν την πρώτη και οι δύο τελευταίοι τη δεύτερη. Αργότερα, οι ποιητές άρχισαν να γράφουν ποιήματα, χρησιμοποιώντας μόνο την πρώτη ενότητα, και αυτή η μορφή έγινε γνωστή ως χαϊκού. Αυτή η εξέλιξη, καθιστά το χαϊκού μία από τις συντομότερες ποιητικές μορφές, τόσο στις ανατολικές, όσο και στις δυτικές παραδόσεις. Αυτό δεν συνέβη τυχαία. Κάθε μέρος στην tanka αντιστοιχούσε σε μια ποιητική εικόνα. Συνήθως, η πρώτη ενότητα αφορούσε τη φύση, ενώ η δεύτερη, την αντίδραση του ποιητή σε αυτή. Η πρόκληση ήταν να συμπεριληφθεί η συναισθηματική ή διαλογιστική αντίδραση του ποιητή στην περιγραφή της φύσης στην πρώτη ενότητα. Αυτό απαιτούσε μεγάλη ακρίβεια, δεδομένου του μικρού αριθμού συλλαβών που ήταν διαθέσιμος, αλλά, αν γινόταν καλά, θα παρείχε απόλυτη σαφήνεια, και μέσω της σαφήνειας αυτής, ένας τεράστιος κόσμος εννοιών ξεδιπλωνόταν. Ο ιαπωνικός πολιτισμός είναι, ίσως, ο μόνος που έχει παράδοση να συντάσσει, εκτός από διαθήκες (δηλαδή την πρακτική πλευρά διανομής υλικών αγαθών), ένα «αποχαιρετιστήριο ποίημα στη ζωή» (το οποίο απευθύνεται στην πνευματική πλευρά), με πολλούς Ιάπωνες να το κάνουν αυτό όταν αισθάνονται ότι βρίσκονται κοντά στο τέλος. Θα μπορούσε κάποιος να γράψει το ποίημα θανάτου του εκ των προτέρων ή, μερικές φορές, στις τελευταίες στιγμές του. Περιστασιακά, αντιφατικές ιδεολογίες και πεποιθήσεις ενδεχομένως να πρόσθεταν ένα στρώμα δισταγμού ανάμεσα στην


επιθυμία συγγραφής ενός τέτοιου ποιήματος, και στην αμφισβήτηση κατά πόσο μια τέτοια πράξη ήταν «φυσική». Αυτό, όμως, γίνεται μέσα από τη διαδικασία συγγραφής του ίδιου του ποιήματος! Η ειρωνεία της κατάστασης δεν ξεφεύγει από τους Ιάπωνες και πολλοί επέλεξαν να γράψουν ένα σατιρικό ποίημα. Ένας επιπλέον παράγοντας ήταν η αντιπαράθεση ποιημάτων βαθιάς πνευματικής φύσης με εκείνων που επαινούσαν τις σαρκικές απολαύσεις. Αυτή η πολλαπλότητα είναι αυτό που τα κάνει τόσο συναρπαστικά. Τα ποιήματα για αυτόν τον κύκλο τραγουδιού επιλέχθηκαν από τη συλλογή Ιαπωνικά Ποιήματα Θανάτου, σε μετάφραση του Yoel Hoffmann. In Japan there is a long tradition of writing a poem when a person feels that they are approaching death, known as death poems. These poems not only demonstrate the beauty of Japanese poetry, but also help us understand more about their attitudes (cultural and religious) toward life and death. They are written by just about anyone with a poetic leaning, from Zen monks and haiku poets to everyday people from all levels of society. Seen from a historical perspective, one form of poetry became widely used, that of the tanka (short poem), which consisted of 5 lines of verse with a 5-7-5-7-7 pattern of syllables. These five lines were often subdivided into two units, the first 3 lines forming one unit and the resulting last 2 the other. Later on, poets started writing poems using only the first unit, and that form became known as haiku. This development renders the haiku one of the shortest verse form in both Eastern and Western traditions. This did not happen by chance. Each unit in the tanka would correspond to a poetic image. Usually the first would be taken from nature, whereas the second would be the poet’s reaction to it. The challenge then was to include the poet’s emotional or meditative response within the first unit’s description of nature. This would require a feat of precision, given the small number of syllables available, but one, which if done well, would provide absolute clarity on the one hand, and on the other, through that clarity, open up vast worlds of meaning. Japanese culture is probably the only one where in addition to writing a will (that is the practical side that involves distribution of material goods) there is this tradition of writing a ‘farewell poem to life’ (that is addressing the spiritual side), and many Japanese do this when they feel they are near the end. They may write their death poem in advance or sometimes in their very last moments. Sometimes, conflicting ideologies and beliefs might add a layer of hesitation between the desire to write a death poem versus questioning how ‘natural’ such an act is. This, however, is done via the process of writing the poem itself! The irony of the situation does not escape the Japanese, and many choose to write a satirical poem. An even further layer is the juxtaposition of poems that are deeply spiritual in nature and ones that praise pleasures of the flesh. This multiplicity is what makes them so fascinating to read. The poems for this song cycle were chosen from the compilation Japanese Death Poems translated by Yoel Hoffmann. I.

And had my days... (Oroku, first part of 17th c.) And had my days been longer, still the darkness would not leave this world. A long death’s path among the hills, I shall behold the moon.

Και αν οι μέρες μου ήταν περισσότερες, το σκοτάδι δεν θα είχε ακόμη αφήσει τον κόσμο αυτόν. Στου θανάτου το μακρύ μονοπάτι, ανάμεσα στους λόφους, Τη σελήνη θε να δω.


Πίσω από κάθε καθημερινό περιορισμό, κρύβεται μια ένταση συναισθημάτων που είναι ιδιαίτερα εμφανής στα ποιήματα του θανάτου από εραστές, και των δύο φύλων. Υπάρχει μια σημαντική παράδοση, ιδιαίτερα από την περίοδο Χεϊάν (794–1185) και μετά, ρομαντικών ιστοριών συνυφασμένων με την ποίηση. Τα περισσότερα από αυτά γράφτηκαν από γυναίκες και περιλαμβάνουν τραγικές ιστορίες αγάπης με τραγικό τέλος, τον θάνατο. Αργότερα, στην περίοδο Έντο (1600–1867), τα θέατρα ανέβαζαν ρομαντικά θεατρικά με τη θεματολογία «η αγάπη, τόσο ισχυρή όσο ο θάνατος». Τα γυναικεία ποιήματα θανάτου περιείχαν συχνά μια αντίφαση: αφενός την αφοσίωση στους άνδρες που αγαπούσαν, και αφετέρου την επιθυμία τους να βρουν καταφύγιο από τις πολλές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Ένα τέτοιο ποίημα είναι το ακόλουθο που γράφτηκε από την Oroku, κατά το πρώτο μέρος του 17ου αιώνα. Η Oroku αντιμετωπίζεται σκληρά από την πεθερά της και τελικά, γίνεται αυτόχειρας. Το ποίημα εμφανίστηκε στη διαθήκη της. Φανερώνει μια λαχτάρα για σωτηρία από την κακομεταχείριση και τις καθημερινές δυσκολίες. Στο ποίημα, το φεγγάρι είναι ένα τέτοιο μέρος. Behind everyday restraint lurks an intensity of emotion that is particularly evident in death poems by lovers, of both sexes. There is a significant tradition, especially from the Heian period (794–1185) onwards, of stories of romance interwoven with poetry. Most of them were written by women and they include tragic tales of love ending in death. Later on in the Edo period (1600–1867), theatres staged romantic plays featuring ‘love as strong as death’. Death poems by women often contained a contradiction: on the one hand loyalty for the men they loved, but on the other a longing for a place of refuge from the many hardships they encountered. Such a poem is the following written by Oroku in the first part of the 17th century. She is treated cruelly by her mother-in-law and finally kills herself. The poem appeared in her will. It indicates a longing for salvation from mistreatment and daily hardships. In the poem the moon is such a place. II.

Like dewdrops… (Senryu, 1827) Like dewdrops on a lotus leaf I vanish.

Όπως και τα δροσόφυλλα σε ένα φύλλο λωτού θα εξαφανιστώ.

Ο Senryu (ο παλαιότερος) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς κριτικούς χαϊκού κατά την περίοδο Έντο. Εκτιμάται ότι είχε κρίνει περίπου δυόμιση εκατομμύρια ποιήματα, και αυτά που θεωρούσε ως καλύτερα, δημοσιεύθηκαν στη συνέχεια. Αυτό το ποίημα γράφτηκε από τον γιο του (επίσης γνωστό ως Senryu) το 1827, ο οποίος αργότερα διαδέχθηκε τον πατέρα του, ως επικεφαλής της σχολής Senryu. Από την εποχή Νάρα (710–94) και Χεϊάν, η παρομοίωση της ζωής με εκείνη ενός λουλουδιού, το οποίο ανθίζει παροδικά και στη συνέχεια μαραίνεται ή με δροσοσταλίδες που εξατμίζονται κατά την ανατολή του ηλίου, ή με μια ψευδαίσθηση ή όνειρο που ξεθωριάζει, γίνεται η σταθερή θεματολογία σε όλη την ιαπωνική ποίηση. Αυτή η φευγαλέα, προσωρινή κατάσταση πραγμάτων, αναφέρεται μεταφορικά στη φύση του ανθρώπου. Τίποτα δεν είναι μόνιμο, τίποτα δεν είναι σταθερό. Senryu (elder) was one of the most influential haiku critics in the Edo period. It is estimated he critiqued about 2.5 million poems. The ones he deemed best were then published. This poem was written by his son (also known as Senryu) in 1827. This Senryu succeeded his father as head of the Senryu school. Originating in the Nara (710–94) and Heian periods, the comparison of life to that of a flower, which blossoms briefly and then withers, or to dewdrops that evaporate at sunrise, or to a fading illusion or dream, became a constant theme throughout Japanese poetry. This fleetingness, this temporary state of affairs, became a metaphor for man’s nature. Nothing is fixed, nothing is stable.


III.

Dawn breaks... (Saimu, 1679) Dawn breaks and blossoms open gates of paradise.

Η αυγή χαράζει και τα άνθη ανοίγουν πύλες παραδείσου.

Ο παράδεισος θεωρείται ως η έναρξη κάτι καινούργιου. Η αγάπη των Ιαπώνων για τη φύση διαπερνά τα πάντα, ακόμα και τον θάνατο. Το λουλούδι συμβολίζει την ομορφιά, όμως ο θάνατος δεν αναφέρεται ποτέ ως πτώμα, αλλά ως πέταλα μαραμένων λουλουδιών. Νωρίτερα, κατά την περίοδο Χεϊάν, αυτή η αγάπη για τη φύση οδήγησε τους Ιάπωνες να ασπαστούν τον κλάδο Tendai του Βουδισμού, ο οποίος κηρύσσει ότι το πνεύμα του Βούδα βρίσκεται παντού στον φυσικό κόσμο. Αυτό είναι παρόμοιο με την κινεζική ταοϊστική φιλοσοφία που θεωρεί ότι ο άνθρωπος είναι ριζωμένος στη φύση και τις μεταβαλλόμενες εποχές. Paradise is seen as the dawn of something new. The Japanese’s love of nature permeates everything, even death. The flower symbolises beauty, yet death was never referred to as a corpse, but as wilting flower petals. Earlier, during the Heian period, this love of nature led them to embrace the Tendai branch of Buddhism. This says that Buddha’s spirit dwells everywhere in the natural world. This is similar to Chinese Taoist philosophy which regards man’s being rooted in nature and the changing seasons. IV.

My whole life long... (Dairin Soto, 1568) My whole life long I’ve sharpened my sword And now, face to face with death I unsheathe it, and lo– The blade is broken– Alas!

Όλη μου τη ζωή, το ξίφος μου ακόνιζα Και τώρα, πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο Το ξιφουλκώ, και όχου– Η λεπίδα είναι κομμένη– Αλίμονο!

Στην εποχή του Καμακούρα (1185–1392), η Ιαπωνία κυβερνιόταν από την τάξη των πολεμιστών ή σαμουράι. Ο κυρίαρχος πολιτισμός ήταν εμπλουτισμένος με ηρωικά κατορθώματα και πίστη στα αφεντικά. Εντούτοις, διαμέσου αυτής της κατάστασης, η ελίτ των σαμουράι ανέπτυξε μια προτίμηση για τον βουδισμό Ζεν. Σε αντίθεση με άλλες βουδιστικές αιρέσεις, το Ζεν δεν αναγνωρίζει ανώτερη εξωτερική δύναμη. Η λύση δεν έρχεται εκτός του εαυτού, αλλά εσωτερικά, μέσα στο μυαλό. Επομένως, απαιτεί μια καθαρή συνείδηση, η οποία θα οδηγούσε σε μια σαφή κατανόηση της πραγματικότητας. Ως αποτέλεσμα, η αγνή πραγματικότητα δεν αναγνωρίζει πολικότητες, όπως αυτή της «ζωής» και του «θανάτου». In the Kamakura period (1185–1392), Japan was ruled by the class of warriors, or samurai. The predominant culture was one of heroic deeds and loyalty to one’s lord. However, within that, the elite of the samurai developed a taste for Zen Buddhism. As opposed to other Buddhist sects, Zen recognises no higher external power. Solution comes not outside oneself, but within, in one’s mind. Therefore, it requires a purified consciousness that would lead to a clear understanding of reality. As a result, pure reality does not recognise polarities such as ‘life’ and ‘death’.


V.

Here in the shadow... (Dokyo Etan, 1721) Here in the shadow of death it is hard To utter the final word. I’ll only say, then, “Without saying” Nothing more, Nothing more.

Εδώ, στου θανάτου τη σκιά, δύσκολα μπορώ να εκφωνήσω την τελευταία λέξη. Μόνο αυτό, λοιπόν, θα πω «Χωρίς να πω» Τίποτα περισσότερο, Τίποτα περισσότερο.

Ο Dokyo Etan ήταν αρχικά σαμουράι, αργότερα στράφηκε προς τον διαλογισμό Ζεν ως η πραγματική ουσία του τρόπου Ζεν. Για τους οπαδούς των αιρέσεων εσωτερικής διαφώτισης, αυτό που έχει σημασία είναι περισσότερο η κατάσταση του νου του ετοιμοθάνατου και όχι ο έλεγχος των καταστάσεων. Αυτό σημαίνει ότι, κατά τη στιγμή του θανάτου, τόσο η επιθυμία για ζωή, όσο και η σωτηρία στο επόμενο στάδιο δεν θεωρούνταν διαφωτισμένες. Αυτό μεταφράζεται στα ποιήματα θανάτου, τα οποία εκφράζουν όχι μόνο την παράδοση στον θάνατο, αλλά και την αδιαφορία για τις προοπτικές ενός κόσμου πέραν αυτού. Αυτή η σκέψη οδήγησε, επίσης, στην απόρριψη της ίδιας της πράξης της γραφής ποιημάτων θανάτου. Για τους Βουδιστές Ζεν, ο διαφωτισμός προέρχεται από ένα είδος συνείδησης, απαλλαγμένο από οποιαδήποτε θεωρητική σκέψη. «Όταν ένας απλός άνθρωπος κερδίζει τη γνώση», λέει η γραφή Ζεν, «είναι σοφός. Όταν ένας σοφός κερδίζει κατανόηση, είναι απλός». Η ταοϊστική φιλοσοφία το αποκαλεί «ελευθερία από τα δεσμά». Όσοι ασχολούνται με το πώς τα πράγματα «φαίνονται» δεν μπορούν να απελευθερωθούν. Η υποθετική σκέψη για την πραγματικότητα θεωρείται ως η ρίζα όλων των κακών. Dokyo Etan was originally a samurai, he later turned to Zen meditation as the true essence of the Zen way. For followers of the inner enlightenment sects what matters the most is the dying person’s state of mind rather than controlling circumstances. This means that at the time of death, both lust for life and salvation in the next are not considered enlightened. This translated into death poems that express not only resignation to death, but even indifference to the prospects of a world beyond. Such thinking also led to a rejection of the very act of writing death poems. For Zen Buddhists enlightenment comes from a type of consciousness free from any theoretical thinking. ‘When a simple man gains knowledge,’ says Zen scripture, ‘he is wise. When a wise man gains understanding, he is simple.’ Taoist philosophy calls this ‘freedom from bondage’. Those who are preoccupied with how things ‘look’ cannot free themselves. Speculative thought about reality is seen as the root of all evil. VI.

The one I loved... (Ise Monogatari, Heian period, 794–1185) The one I loved, Refused to hear my pleadings He abandoned me, And now my life fades away. Αυτός που αγάπησα, Αρνήθηκε να ακούσει τις εκλιπαρήσεις μου Μ’ έχει εγκαταλείψει, Και τώρα η ζωή μου ξεθωριάζει.


Ποίημα από τη συλλογή Ise Monogatari (Ιστορίες του Ise, περίοδος Χεϊάν). Η λογοτεχνία της περιόδου Χεϊάν γράφτηκε κυρίως από κυρίες της αυλής και περιέχει ιστορίες τραγικής αγάπης. Αυτό το ποίημα αναφέρεται στην ιστορία μιας γυναίκας, της οποίας ο σύζυγος πηγαίνει να εργαστεί για έναν ευγενή και δεν ακούει από αυτόν, για τρία χρόνια. Τελικά, αφού ενδίδει σε έναν επίμονο μνηστήρα, ο σύζυγός της επιστρέφει. Παρά την παραδοχή της ότι η καρδιά της εξακολουθεί να ανήκει σ' αυτόν, ο σύζυγος, τής γυρίζει την πλάτη και ξαναφεύγει. Δεν καταφέρνει, όμως, να τον βρει και γράφει το τελευταίο της ποίημα σε έναν βράχο, με αίμα βγαλμένο από το δάχτυλό της. Δεδομένου ότι οι περισσότερες θρησκείες απαγορεύουν την αυτοκτονία, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πλήρως την έννοια του θανάτου με αυτοκτονία, ως επιλογή για όσους αντιμετωπίζουν διλήμματα από τα οποία δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο. Υπάρχει, επίσης, μια αντίφαση εδώ, στο ότι, παρά την αυτοκτονία που εμφανίζεται ως μορφή διαμαρτυρίας, καταλήγει να ενισχύει το status quo. Poem taken from Ise Monogatari, meaning Tales of Ise (Heian period 794–1185). The literature of the Heian period was written mostly by ladies of the court and contains stories of tragic love. This poem refers to the story of a woman whose husband goes to work for a nobleman and doesn’t hear from him in 3 years. She finally gives in to a persistent suitor, but her husband returns. Despite her declaration that her heart still belongs to him, the husband turns his back on her and leaves again. She fails to find him and writes her last poem on a rock with blood drawn from her finger. Given that most religions forbid suicide, it is difficult to fully understand the notion of death by suicide as an option for those caught in dilemmas from which they could not find a way out. There is also a contradiction here in that, despite suicide appearing as a form of protest, it ends up reinforcing the status quo. VII.

To hell with the wind... (Nampo Jomyo, 1308) To hell with the wind! Confound the rain! I recognise no Buddha. A blow like a stroke of lightning– A world turns on its hinge.

Στον διάολο ο άνεμος! Καταραμένη βροχή! Δεν αναγνωρίζω κανέναν Βούδα. Ένα πλήγμα σαν ένα χτύπημα αστραπής– Ο κόσμος δείχνει τα δόντια του.

Στην αρχαία Ιαπωνία, μια από τις πιο επίμονες πεποιθήσεις για τον θάνατο συνδέεται με τα βουνά. Τα βουνά ήταν το μέρος όπου οι θεοί κατοικούσαν και επομένως, ήταν ιερά. Οι κορφές έγιναν τοποθεσίες για τα ιερά Shinto και αργότερα, για βουδιστικούς ναούς. Ο θάνατος θεωρήθηκε ως ένα ταξίδι στο βουνό. Ο Βουδισμός εξαπλώθηκε στο ιαπωνικό έδαφος, στα τέλη του 7ου αιώνα. Ως αποτέλεσμα, οι νεκροί ανυψώνονται σε άλλους τόπους έξω από το γήινο βασίλειο, η Αγνή Γη στη Δύση, την οποία κυβερνούσε ο Βούδας του Αιώνιου Φωτός, Αμίδα. Με έναν χαρακτηριστικά αισιόδοξο τρόπο, οι Ιάπωνες βρήκαν το μέσο για τη σωτηρία: αν κάποιος καλούσε το όνομα του Βούδα προτού πεθάνει, θα μπορούσε να σωθεί από την κόλαση. In ancient Japan one of the most persistent beliefs about death connected it to mountains. Mountains were the place where gods resided and therefore sacred. The summits became sites for Shinto shrines and later for Buddhist temples. Death was seen as a mountain journey. Buddhism spread to Japanese soil at the end of the 7th century. As a result the dead soar to another place outside the earthly realm, the Pure Land in the West ruled by Amida the Buddha of Everlasting Light. In a typically optimistic way, the Japanese found the means of salvation: if one called Buddha’s name before dying they could be saved from hell.


VIII.

The night I understood... (Retsuzan, 1826; Shiei in 1715) The night I understood Τη νύχτα αντιλήφθηκα this is a world of dew, Ότι αυτός είναι ένας δροσερός I woke up from my sleep. κόσμος, Από τον ύπνο μου ξύπνησα. “Of such a time as this, the proverb speaks: this, too, shall pass.” «Για τέτοιες εποχές σαν αυτή, η παροιμία λέει: θα περάσει και αυτό».

Αυτό το τραγούδι περιέχει δύο ποιήματα: το πρώτο, Τη νύχτα αντιλήφθηκα, έχει γραφτεί από τον Retsuzan το 1826, και το δεύτερο, Για τέτοιους καιρούς σαν αυτόν, από τον Shiei το 1715. This song contains two poems: The night I understood, written by Retsuzan in 1826, and Of such a time as this, written by Shiei in 1715.

IX.

At long last... (Senseki, 1742) At long last I am leaving: In rainless skies, a cool moon– Pure is my heart.

Φεύγω επιτέλους· Στα καθαρά ουράνια, ένα δροσερό φεγγάρι– Η καρδιά μου είναι αγνή.

Στα Ιαπωνικά η λέξη «μήνας» και «φεγγάρι» είναι η ίδια. In Japanese, the word for ‘month’ and ‘moon’ is the same.

(Μεταφράσεις ποιημάτων: Νικόλας Κωσταντίνου, σχόλια: Κωνσταντίνος Στυλιανού) (Translation of poems: Nicolas Costantinou, commentary: Constantinos Stylianou)


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ | BIOGRAPHIES Η Θεοδώρα Ράφτη είναι κολορατούρα σοπράνο από την Κύπρο, εγκατεστημένη στη Βιέννη. Ξεκίνησε μαθήματα τραγουδιού από την ηλικία των επτά ετών και υπήρξε σολίστ και μέλος της Παιδικής Χορωδίας του γνωστού Πολιτιστικού Ομίλου Διάσταση, στη Λεμεσό, για έντεκα χρόνια. Σήμερα, η Θεοδώρα είναι μέλος στο Opera Fuoco Young Artist Programme στο Παρίσι (μέχρι το 2020). Παράλληλα, ολοκληρώνει το Μεταπτυχιακό της Δίπλωμα στην Όπερα, στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών στη Βιέννη, υπό την καθοδήγηση της Claudia Visca, με υποτροφία του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη. Η Θεοδώρα, μεταξύ άλλων βραβείων, έχει κερδίσει το τρίτο βραβείο στους Διεθνή Διαγωνισμούς Τραγουδιού «Pietro Antonio Cesti» για μπαρόκ όπερα και Otto Edelmann (2019), το δεύτερο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Τραγουδιού József Simándy (2016), και ήταν φιναλίστ στον Διεθνή Διαγωνισμό Τραγουδιού Éva Marton (2016). Επίσης, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο Edward Brooks English Song Prize (2014), καθώς και την υποτροφία του Joseph Weingarten το (2014). Έχει κάνει σόλο εμφανίσεις σε πολλές χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ, στο Μεξικό και στην Κίνα. Συμμετείχε, επίσης, ως σολίστ σε διεθνή φεστιβάλ, όπως το Bachfest Leipzig (Γερμανία), το Budapest Spring Festival (Βουδαπέστη) και το London Festival of Baroque Music (Λονδίνο). Έχει τραγουδήσει σε αξιοσημείωτες αίθουσες, όπως το Musikverein (Βιέννη), το Philharmonie de Paris (Παρίσι), το Shanghai Symphony Hall (Σαγκάη), το Palacio de Bellas Artes (Πόλη του Μεξικού), το Cuvilliés Theatre (Μοναχό), το De Montfort Hall (Λέστερ), το Grand Hall και το Müpa (Βουδαπέστη). Πρόσφατα, εμφανίστηκε σε δύο παγκόσμιες περιοδείες, η πρώτη με τον γνωστό μαέστρο Martin Haselböck, και η δεύτερη με τον μαέστρο David Stern, μαζί με τους διάσημους καλλιτέχνες Andreas Scholl, Laurent Naouri και Markus Werba. Συμμετείχε, ακόμη, στην Παγκόσμια Πρεμιέρα του ορατόριου του M. Haydn Kaiser Constantin I. Feldzug und Sieg, το οποίο ηχογραφήθηκε σε ψηφιακό δίσκο. Έχει υποδυθεί ρόλους όπως αυτούς της Ermione (Oreste), της Tonina (Prima la musica e poi le parole), της Mademoiselle Silberklang (Der Schauspieldirektor), της Ilia (Idomeneo), της Despina (Così fan tutte), της Susanna (Le Nozze di Figaro), της Servilia (La clemenza di Tito), της Olympia (Les Contes d'Hoffmann), της Blanche de la Force (Dialogues des Carmélites) και της Greta Fiorentino (Street Scene). Σημαντικές της συναυλίες περιλαμβάνουν τον ομώνυμο ρόλο της Theodora του Händel, Λειτουργία σε Σι ελάσσονα, BWV232 του Bach, St. Matthew Passion, BWV244 του Bach, Der zufriedengestellte Aeolus, BWV205 του Bach, Les Illuminations του Britten, Carmina Burana του Orff, Die Jahreszeiten του Haydn, Requiem του Fauré και Magnificat του Rutter. Έχει δώσει σόλο ρεσιτάλ, σημαντικότερα των οποίων είναι στο Müpa και στο Solti Hall (Βουδαπέστη), στο Leighton House (Λονδίνο), και στο Karmeliterkloster (Φρανκφούρτη). Εκδηλώσεις της για το μουσικό θέατρο και την οπερέτα περιλαμβάνουν τραγούδια από το Phantom of the Opera, West Side Story, Mary Poppins, A Little Night Music, Sweeney Todd, Whistle Down the Wind, Tell Me on a Sunday, την οπερέτα Candide, και πολλά άλλα.


Προσεχείς εκδηλώσεις της αυτή τη σεζόν περιλαμβάνουν περιοδείες στις ΗΠΑ και στη Νότια Αμερική. Έχει, επίσης, προγραμματισμένες παραστάσεις στο Μοναχό, στη Βιέννη, στο Ζιελόνα Γκόρα στην Πολωνία, στο Wiener Konzerthaus (Βιέννη) και στο Teatro Colón (Μπουένος Άιρες). Επιπλέον, θα υποδυθεί τον κύριο ρόλο της σύγχρονης παιδικής όπερας Prinzessin LiebDieLiebe του Krah, με πολλές παραστάσεις για σχολεία της Βιέννης.

Theodora Raftis is a coloratura soprano from Cyprus, based in Vienna. She started singing lessons at the age of seven and was a soloist and member of the well-known Children’s Choir of the Diastasis Cultural Association in Limassol for eleven years. Today, she is a member of the Opera Fuoco Young Artist Programme in Paris (until 2020). In addition, she is about to complete her Master's Degree in Opera at Vienna's University of Music & Performing Arts, under the guidance of Claudia Visca, supported by the A.G. Leventis Scholarship. She has won numerous awards, some of which include third prizes at the 10th International Singing Competition for Baroque Opera «Pietro Antonio Cesti» and the International Otto Edelmann Singing Competition (both in 2019), second prize in the International József Simándy Singing Competition (2016), finalist in the International Éva Marton Singing Competition (2016), first prize in the Edward Brooks English Song Prize (2014) and the Joseph Weingarten Scholarship (2014). Theodora has made solo appearances in many European countries, the USA, Mexico and China. She has appeared as a soloist in international festivals such as the Bachfest Leipzig, Budapest Spring Festival and London Festival of Baroque Music. Performances in prestigious venues include Musikverein (Vienna), Philharmonie de Paris, Shanghai Symphony Hall, Palacio de Bellas Artes (Mexico City), Cuvilliés Theatre (Munich), De Montfort Hall (Leicester), Grand Hall (Budapest) and Müpa (Budapest). Recent career highlights include a world tour with conductor Martin Haselböck; as well as a world tour with conductor David Stern and acclaimed artists Andreas Scholl, Laurent Naouri and Markus Werba. Other notable engagements include the Modern World Premiere of M. Haydn’s Kaiser Constantin I. Feldzug und Sieg (to be released on CD). Some of the opera roles she has portrayed include Ermione (Oreste), Tonina (Prima la musica e poi le parole), Mademoiselle Silberklang (Der Schauspieldirektor), Ilia (Idomeneo), Despina (Così fan tutte), Susanna (Le Nozze di Figaro), Servilia (La Clemenza di Tito), Olympia (Les Contes d'Hoffmann), Blanche de la Force (Dialogues des Carmélites) and Greta Fiorentino (Street Scene). Whereas some of her concert engagements include the title role of Händel's Theodora, Bach's Mass in B Minor, BWV232, Bach's St. Matthew Passion, BWV244, Bach's Der zufriedengestellte Aeolus, BWV205, Britten's Les Illuminations, Orff's Carmina Burana, Haydn's Die Jahreszeiten, Fauré's Requiem and Rutter's Magnificat. Her solo recital appearances include performances in Müpa and Solti Hall (Budapest), Leighton House (London), Karmeliterkloster (Frankfurt), among others. Her musical theatre and operetta engagements include songs from The Phantom of the Opera, West Side Story, Mary Poppins, A Little Night Music, Sweeney Todd, Whistle Down the Wind, Tell Me on a Sunday, the operetta Candide, and many more. Some of her future events include tours in the USA and South America, as well as performances in Munich, Vienna, Zielona Góra in Poland, the Wiener Konzerthaus (Vienna) and Teatro Colón (Buenos Aires). She will also perform the leading role of Krah’s contemporary children’s opera Prinzessin LiebDieLiebe in numerous performances for Viennese schools.


Ο Νικόλας Κωσταντίνου έχει την ικανότητα να εντυπωσιάζει το κοινό, τόσο με τις τολμηρές επιλογές του από παραδοσιακό και μοντέρνο ρεπερτόριο, όσο και με τις εμφανίσεις του με ασυνήθιστα μουσικά σχήματα. Έχει επαινεθεί από κριτικούς μουσικής ως «… καλλιτέχνης με βαθύτατα αισθήματα, ο οποίος είναι ικανός να ερμηνεύει μουσική με ολόκληρη τη ψυχή και το είναι του…» (Kaleva) και οι ερμηνείες του έχουν χαρακτηριστεί ως «κολοσσιαίες» και «δραματουργικά πλούσιες» (D. Nicolau). Έχει δώσει συναυλίες στην Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Κύπρο, Ουγγαρία, Φιλανδία, Πορτογαλία, Τουρκία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και έχει φιλοξενηθεί στο Wigmore Hall (Λονδίνο), στο Musikverein (Βιέννη), στο Beethoven-Haus (Βόννη) και στη Μουσική Ακαδημία Ferenc Liszt (Βουδαπέστη). Ο Δρ. Κωσταντίνου έχει εμφανιστεί σε διεθνή Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου, όπως το Kuhmo, το Oulunsalo Soi (Φινλανδία), το Gödöllő (Ουγγαρία), το Ledra Music Soloists και τα Κύπρια (Κύπρος). Έχει εμφανιστεί με τη Philharmonia Orchestra, τη Ρωσική Φιλαρμονική Ορχήστρα Δωματίου Αγ. Πετρούπολης, την Ορχήστρα Κονσέρτου Βουδαπέστης, την Ορχήστρα Μουσικής Δωματίου Failoni και τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, με μαέστρους όπως τον Esa Heikkilä, τον Konrad von Abel, τον Juri Gilbo, τον Νότη Γεωργίου και τον Maciej Zoltowski. Ο Δρ. Κωσταντίνου συχνά συνεργάζεται με ένα ποικίλο φάσμα καταξιωμένων μουσικών, καθώς και τραγουδιστών. Οι συνεργασίες του στον τομέα της μουσικής δωματίου συμπεριλαμβάνουν διεθνώς αναγνωρισμένους σολίστες, όπως οι βιολονίστες Vilmos Szabadi, Chloë Hanslip, Kazuhiro Tagaki, Νίκος Πίττας, Wolfgang Schroeder, οι τσελίστες Gustav Rivinius, Erkki Rautio, David Cohen, Péter Somodari, Tytus Miecznikowski, οι φλαουτίστες János Bálint, Virginie Bove, ο ομποΐστας Francesco Quaranta, ο κλαρινετίστας Gábor Varga και τα κουαρτέτα εγχόρδων Meta4 και Akadémia. Η αγάπη του για το κλασικό, λόγιο τραγούδι συμπεριλαμβάνουν συνεργασίες με τραγουδιστές, όπως οι σοπράνο Μαργαρίτα Ηλία, Κατερίνα Μηνά, Ζώη Νικολαΐδου, η μέτζο-σοπράνο Έλλη Αλωνεύτου, ο τενόρος Christian Zenker και ο βαρύτονος Κύρος Πατσαλίδης. O Δρ Κωσταντίνου έχει παρουσιάσει με τον βιολονίστα Νίκο Πίττα και με τον τσελίστα Péter Somodari ολόκληρη τη σειρά έργων του L.V. Beethoven για βιολί και πιάνο (2013–14), και για βιολοντσέλο και πιάνο (2015–16). Παράλληλα, συχνά παρουσιάζει έργα Κυπρίων συνθετών στην Κύπρο και στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων και πρώτων παγκόσμιων παρουσιάσεων. Ο Νικόλας Κωσταντίνου είναι απόφοιτος του μουσικού τμήματος του Πανεπιστημίου του Σέγκεντ, του Πανεπιστημίου Μουσικής Ferenc Liszt στη Βουδαπέστη, του Ινστιτούτου Μουσικής στο Cleveland του Οχάιο, καθώς και του Βασιλικού Κολλεγίου Μουσικής του Λονδίνου, και είναι κάτοχος των τίτλων Master of Music in Performance, και Διδακτορικού (PhD). Η διδακτορική του διατριβή έχει τίτλο «Η Μουσική Δωματίου του Ernő Dohnányi: Παράδοση, Καινοτομία και Ουγγρική Ταυτότητα». Έχει δουλέψει με τη Μárta Gulyás, τον Dr Daniel Shapiro, τον Sándor Falvai, τον Ferenc Kerek, τον Julian Jacobson, την Τάνια Οικονόμου και τη Βάντα Οικονόμου-Κωνσταντίνου. Μελέτησε, επίσης, μεταξύ άλλων, με τον Dmitri Bashkirov, τον Νικόλα Οικονόμου, τον Vadim Suchanov και τον Ferenc Rados. Μαθητές του έχουν κερδίσει βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου και μουσικής δωματίου και έχουν γίνει δεκτοί σε αναγνωρισμένες σχολές στο εξωτερικό, όπως την Ανώτατη Μουσική Σχολή «Βασίλισσα Σοφία» στη Μαδρίτη, την Ανώτατη Σχολή Μουσικής Φρανς Λίστ στη Βαϊμάρη, το Βασιλικό Κονσερβατουάρ της Σκωτίας στη Γλασκόβη, τη Σχολή Purcell στο Λονδίνο και το Κονσερβατουάρ Νέας Αγγλίας, στη Βοστώνη των ΗΠΑ. Ο Δρ. Κωσταντίνου έχει επαινεθεί για τη διδακτική του προσφορά από επώνυμους του χώρου. Επί του παρόντος, ζει και διδάσκει στη


Λευκωσία, είναι Λέκτορας πιάνου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και καθηγητής πιάνου στα Μουσικά Σχολεία Λευκωσίας. Nicolas Costantinou is renowned for impressing his audience with his daring selection of repertoire, old and new, and his ability to perform with extraordinary instrumental ensembles. He has been hailed by critics as ‘…an artist of deep emotions, who is capable of performing music with his whole being and soul…’ (Kaleva) whilst his interpretations have been described as ‘colossal’ and ‘dramatic’ (D. Nicolau). He has given numerous concerts in Austria, Cyprus, Hungary, Germany, Greece, Finland, France, Portugal, Turkey, Switzerland, the UK and the USA and has performed at London’s Wigmore Hall, the Brahms Saal of the Musikverein in Vienna, the Beethoven-Haus in Bonn, and the grand Hall of the Franz Liszt Academy of Music in Budapest. He has been invited to perform at international festivals around Europe such as the Kuhmo Chamber Music Festival, the Oulunsalo Soi Music Festival (Finland), the Gödöllő Chamber Music Festival (Hungary), the Ledra Music Soloists International Chamber Music Festival and the Kypria Festival (Cyprus). His debut in London’s prestigious Wigmore Hall was received with favourable reviews. He has performed with the Philharmonia Orchestra, the Russian Chamber Philharmonic St. Petersburg, the Budapest Concert Orchestra, the Failoni Chamber Orchestra, and the Cyprus Symphony Orchestra, with maestros such as Konrad von Abel, Juri Gilbo, Esa Heikkilä, Notis Georgiou, Spiros Pisinos, Maciej Zoltowski and Ayis Ioannides. Dr Costantinou enjoys collaborating with a diverse range of instrumentalists and singers alike. His chamber music collaborations often include internationally acclaimed musicians and singers such as the violinists Vilmos Szabadi, Chloë Hanslip, Nikos Pittas, Wolfgang Schroeder, Kazuhiro Tagaki, the cellists Gustav Rivinius, Erkki Rautio, David Cohen, Péter Somodari, Tytus Miecznikowski, flautists János Bálint, Virginie Bove, oboist Francesco Quaranta, clarinetist Gábor Varga, and the Meta4 and Akadémia String Quartet. His passion for Art-Song has lead to collaborations with singers, such as, sopranos Margarita Elia, Katerina Mina, Zoe Nicolaidou, mezzo-soprano Elli Aloneftou, tenor Christian Zenker and baritone Kyros Patsalides. He regularly performs works by Cypriot composers in Cyprus and abroad including a number of world premieres. Dr Costantinou has recently performed for the first time in Cyprus Beethoven’s complete works for piano and violin (2013–14) with violinist Nikos Pittas and for piano and cello (2015–16) with cellist Peter Somodari. Nicolas Costantinou graduated from the Greek Hellenic Academy of Music, the Ferenc Liszt Academy of Music in Szeged, the Ferenc Liszt University of Music in Budapest summa cum laude and holds a Master of Music in Performance from the U.S. Cleveland Institute of Music. Recently, he has been awarded a doctorate of philosophy (PhD) from London’s Royal College of Music under the supervision of Prof. Paul Banks, Dr Julian Jacobson and Dr Jane Roper. His thesis is entitled The Chamber Music of Ernő Dohnányi; Tradition, Innovation and ‘Hungarianness’. He has also studied with Márta Gulyás, Dr Daniel Shapiro, Sándor Falvai, Ferenc Kerek, Tania Economou and Wanda Economou-Constantinou and he has participated in master classes held by acknowledged pianists such as Dmitri Bashkirov, Nicolas Economou, Vadim Suchanov and Ferenc Rádos. Nicolas is currently teaching promising new talent in his home country. Many of his students have won numerous prizes at international piano competitions, and have participated in piano master-classes with renowned professors. Some of his students have been accepted in to highly esteemed academies and universities, amongst others the Reina Sofía Escuela Superior de Música in Madrid, Hochschule für Musik Franz Liszt in Weimar, the Royal Conservatoire of Scotland in Glasgow, the Purcell School and the New England Conservatory of Music in Boston. Dr Costantinou is currently a Lecturer at the University of Nicosia and also teaches at the Nicosia Music Schools.


Το έργο του Κωνσταντίνου Στυλιανού περιλαμβάνει έργα για σόλο όργανα, μουσική δωματίου, ορχηστρικά καθώς και οπερετικά. Η μουσική του έχει εκτελεστεί από ορχήστρες διεθνούς κύρους όπως Philharmonia Orchestra, Bruckner Symphony Orchestra, Oxford Philomusica, Jeunesses Musicales World Orchestra, όπως επίσης τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, και παρουσιαστεί σε σημαντικά θέατρα όπως το Wigmore Hall στο Λονδίνο, το King’s Theatre στο Εδιμβούργο, το St David's Hall στο Κάρντιφ, Teatro La Fenice στη Βενετία, το Beethoven-Haus στη Βόννη, τη Ραδιοφωνία της Βιέννης, τα κεντρικά γραφεία της Unesco και τον Καθεδρικό Saint-Louis des Invalides στο Παρίσι. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Royal College of Music (BMus, MMus in Piano Performance), στο King’s College London (MMus in Composition), και στο Royal Holloway University of London, όπου απέκτησε το Διδακτορικό στη Σύνθεση, το 2005. Του έχουν απονεμηθεί δύο βραβεία σύνθεσης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Τον Φεβρουάριο 2009 δόθηκε η πρεμιέρα της όπερας του Πικνίκ στο πεδίο της μάχης (στα γερμανικά), βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό του Φερνάντο Αρραμπάλ, σε παραγωγή του Landestheater της πόλης Λιντζ στην Αυστρία, μέσα στα πλαίσια των εκδηλώσεων για Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2009, και η οποία έλαβε ενθουσιώδεις κριτικές. Περαιτέρω παραστάσεις δόθηκαν στην Κύπρο, και στην Ουγγαρία στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Μπάρτοκ. Πρόσφατα έργα περιλαμβάνουν τον κύκλο Δώδεκα Πρελούδια για πιάνο (2008–12), εκ των οποίων διάφορα έχουν εκτελεσθεί μέχρι τώρα στο Λόνδινο, Πράγα, Κάρντιφ, Ζυρίχη και Μόσχα, το Κοντσέρτο για Βιόλα σε ντο ελάσσονα, η πρεμιέρα του οποίου δόθηκε τον Ιανουάριο 2013, τον κύκλο τραγουδιών Συμφωνία, η πρεμιέρα του οποίου δόθηκε το Μάιο 2014 στο Μέγαρο Αθηνών, και την Σονάτα για Βιολί και Πιάνο (2015) (πρεμιέρα στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο στο Λονδίνο το 2016). Constantinos Stylianou’s work covers the whole spectrum from solo instrumental to symphonic and operatic. Works have been performed by leading orchestras such as the Philharmonia Orchestra, the Bruckner Symphony Orchestra, the Oxford Philharmonic Orchestra, the Jeunesses Musicales World Orchestra, as well as the Cyprus Symphony Orchestra, and in prestigious venues such as the Wigmore Hall in London, the King’s Theatre in Edinburgh, St David's Hall in Cardiff, the Teatro La Fenice in Venice, Beethoven-Haus in Bonn, the ORF concert hall in Vienna, and the Unesco Headquarters and Cathédrale Saint-Louis des Invalides in Paris. He studied piano and composition at the Royal College of Music, at King’s College London, and at Royal Holloway University of London where he was awarded the PhD in Composition in 2005. He is also the recipient of two Composition Awards by the Cyprus Ministry of Education and Culture. His opera Picknick im Felde (in German) was produced by and performed at the Linz Landestheater, as part of the official events for Linz European Cultural Capital 2009, and was received with enthusiastic reviews. The libretto (also by the composer) is based on the play by Fernando Arrabal. Following further performances in Cyprus, the opera was presented at the Bartók Festival in Hungary in the summer of 2009. Recently completed works include a set of Twelve Préludes for piano (2008–12), various selections of which have been performed so far in London, Prague, Cardiff, Zurich and Moscow, the Concerto for Viola in C minor, which was premiered in January 2013, a song cycle based titled Symphonia, which was premiered in May 2014 at the Athens Megaron, and the Sonata for Violin and Piano (premiered at the Hellenic Centre in London in 2016).


Η Σάρα Κακούρη παίζει πιάνο από την ηλικία των έξι χρονών και έχει καταφέρει να περάσει πολλές εξωτερικές εξετάσεις με διάκριση. Είναι μαθήτρια του Μουσικού Σχολείου Λευκωσίας. Δάσκαλος και μέντοράς της ο Δρ. Νίκολας Κωσταντίνου, με την καθοδήγηση του οποίου η Σάρα συνεχώς αναπτύσσει σε υψηλότερο επίπεδο τις δεξιότητές της και ταυτόχρονα συμμετέχει σε τοπικούς και διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου. Τον Ιούλιο 2018, συμμετείχε σε σεμινάρια εξειδίκευσης που προσφέρθηκαν από το Cultural Cross Roads, International Academy of Classical Music με την Elisaveta Blumina. Η τελευταία της επιτυχία ήταν η συμμετοχή της στον 4ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πιάνου για παιδιά «Thess Junior Piano Contest», που έγινε τον Φεβρουάριο 2019 στη Θεσσαλονίκη, όπου της απονεμήθηκε η δεύτερη θέση. Εκτός από την αγάπη της για τη μουσική και το πιάνο, η Σάρα ασχολείται με τον εθελοντισμό και παρά το νεαρό της ηλικίας της, ξέρει τη σημασία της ανιδιοτελούς προσφοράς και το πολύτιμο του εθελοντισμού. Είναι μέλος του Φιλανθρωπικού Σωματείου Αλκυονίδες που στηρίζει άπορες οικογένειες και συνανθρώπους μας και μέλος του καταφυγίου Hope for Homeless που φροντίζει αδέσποτα σκυλιά, επιλέγοντας, έτσι, οι ώρες ξεκούρασής της να μετατρέπονται σε ώρες προσφοράς. Sara Kakouri plays the piano from the age of six, and has already passed many external examinations with distinction. Since 2016, Sara is a pupil of the Nicosia Music School. Following her passion for music, under the guidance of her mentor, Dr. Nicolas Costantinou, she manages to continuously develop her skills to a higher level and at the same time she participates in numerous local and international piano competitions. In July 2018, she has participated in master-classes with Elisaveta Blumina, offered by Cultural Cross Roads, International Academy of Classical Music. Her latest achievement was her participation in the 4th Panhellenic Thess Junior Piano Contest, which took place on February 2019 in Thessaloniki, where she was awarded the second prize. Apart from her love for music and piano, Sara is engaged in volunteering and, despite her young age, she knows the importance of unselfish offering and the value of volunteering. She is a member of the Alkyonides Charity Group that supports poor families and fellow human beings, and the shelter Hope for Homeless Dogs that takes care of stray dogs. Ο Αλεξάντερ Χατσατριάν γεννήθηκε στη Λευκωσία, στις 11 Αυγούστου 2004. Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου από την ηλικία των έξι ετών, με τη Χλόη Μαυρονικόλα, στο Παγκύπριο Ωδείο. Παίζει, επίσης, άλλα όργανα όπως σαξόφωνο και κιθάρα, τα οποία ξεκίνησε το 2015 στο Acropolis Music Academy. Στη συνέχεια, συνέχισε τη μουσική του εκπαίδευση στο Μουσικό Σχολείο Λευκωσίας, παίρνοντας πρώτα μαθήματα πιάνου με τον Νικόλα Μελή και αργότερα με τον Δρ. Νικόλα Κωσταντίνου. Λαμβάνει, επίσης, μαθήματα σαξοφώνου με τον Χρίστο Ζένιο. Ενώ φοιτούσε στο Μουσικό Γυμνάσιο Ακροπόλεως, συμμετείχε σε πολλές συναυλίες παίζοντας πιάνο και σαξόφωνο και επίσης, τραγουδώντας στη Χορωδία. Επίσης, παρακολούθησε μαθήματα πιάνου με την Έλενα Μουζάλα. Τα κυριότερα γεγονότα των τελευταίων τριών ετών στη σταδιοδρομία του, ήταν η συναυλία Νεαροί Σολίστ, Η Συνεργασία του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Artsembrace, που διοργανώθηκε στο Kyriakides Piano Gallery και η συναυλία Νεαροί Σολίστες στο Θέατρο Παλλάς. Παίζει, επίσης, σαξόφωνο στη Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Κύπρου. Alexander Khatchatrian was born in Nicosia on August, 11, 2004. He started taking piano lessons from the age of six with Chloe Mavronicola at Pankyprion Odion. He also plays other instruments, like the saxophone and the guitar, which he started in 2015 at the Acropolis Music Academy. Subsequently, he continued his music education at the Nicosia Music School, taking piano lessons first with Nicolas Melis, and afterwards with Dr Nicolas Costantinou. Concurrently, he takes


saxophone lessons with Christos Zenios. He has participated in numerous concerts playing piano and saxophone and also singing in the Choir. He has also taken a masterclass with Elena Mouzala. During the past three years, he has participated, amongst others, at the concert Young Soloists; The Cooperation, organized by the non-profit organization Artembrace, and which took place at the Kyriakides Piano Gallery, and at the concert Young Soloists, at Pallas Theatre. He also plays saxophone in the Cyprus Youth Symphony Orchestra.

Ledra Music Soloists: Οδός Μαραθώνος 21, 2413 Λευκωσία τηλ: 22352355 web: www.ledramusic.org email: info@ledramusic.org ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: Νικόλας Κωσταντίνου Βάντα Οικονόμου-Κωνσταντίνου Μαρία Εργατίδου Χρίστος Κωνσταντίνου Giovanni Galetti GRAPHIC DESIGN: Hemonides Applied Arts ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ: Dr. Peter Laki Sponsors (μέχρι €2.000): Alphamega Hypermarket PREMIUM SPONSORS (πέραν των €2.000): Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ: Έλενα Γιώργαλλου Bertrand Dubart Χριστάκης Πουμπουρής Ευαγγελία Τουτζάρη Αντώνης Φραγκίσκου

Το Ledra Music Soloists (LMS) είναι ένα μη κερδοσκοπικό νόμιμο σώμα που δημιουργήθηκε με σκοπό να προωθήσει την κλασική μουσική στην Κύπρο και στο εξωτερικό, φέρνοντας σε επαφή καταξιωμένους καλλιτέχνες, ώστε να συνεργαστούν, να ανταλλάξουν εμπειρίες και να παρουσιάσουν τη δουλειά τους σε συναυλίες. Ledra Music Soloists (LMS) is a non-profit legal body, which was formed in an effort to promote classical music in Cyprus and abroad by inviting various established artists to collaborate, exchange experiences and finally present their work in concerts.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.