Πρόγραμμα
Carl Frühling (1868–1937) Φαντασία, για φλάουτο και πιάνο, έργο 55 Ernő Dohnányi (1877–1960) Δύο Κομμάτια για Φλάουτο, έργο 48 (1958–59) I. Άρια Sergei Prokofiev (1891–1953) Σονάτα για φλάουτο και πιάνο σε Ρε μείζονα, έργο 94 (1943) I. II. III. IV.
Moderato Scherzo. Presto Andante Allegro con brio
Διάλειμμα (15’) Frank Martin (1890–1974) Μπαλάντα (1939) για φλάουτο και πιάνο Franz Doppler (1821–1883) Andante και Ρόντο, για δύο φλάουτα και πιάνο, έργο 25 (1874) Franz Liszt (1811–1886), μετ. J. Bálint Ουγγρική Ραψωδία αρ. 2, S.244/2
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα κινητά τηλέφωνα, τα ξυπνητήρια ρολογιών και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές που μπορεί να προκαλέσουν θόρυβο πρέπει να είναι κλειστά. Παρακαλούμε τους αξιότιμους ακροατές μας, όπως μειώσουν την ένταση στο βήχα τους, όσο γίνεται περισσότερο. Απαγορεύεται η ηχογράφηση και η φωτογράφηση, τόσο εντός της αίθουσας, όσο και στο φουαγιέ, χωρίς τη γραπτή άδεια από το LMS.
Programme
Carl Frühling (1868–1937) Fantasie, for flute and piano, op. 55 Ernő Dohnányi (1877–1960) Two Pieces for Flute, op. 48 (1958–59) I. Aria Sergei Prokofiev (1891–1953) Sonata for flute and piano in D major, op. 94 (1943) I. II. III. IV.
Moderato Scherzo. Presto Andante Allegro con brio
Interval (15’) Frank Martin (1890–1974) Ballade (1939), for flute and piano Franz Doppler (1821–1883) Andante and Rondo, for two flutes, op. 25 (1874) Franz Liszt (1811–1886), arr. J. Bálint Hungarian Rhapsody No. 2, S.244/2
IMPORTANT NOTICE: All mobile phones must be switched off. Would patrons also please stifle coughing as much as possible and ensure that watch alarms and any other electrical devices, which may become audible, are switched off. No recording or photographic equipment may be taken into the auditorium, nor used in any other part of the Hall without the prior written permission of the Hall Management.
Σημειώσεις Προγράμματος Carl Frühling (1868–1937) Φαντασία, για φλάουτο και πιάνο, έργο 55 Ο Carl Frühling ήταν Αυστριακός συνθέτης και πιανίστας, ο οποίος σπούδασε στο Gesellschaft der Musikfreunde (Σύλλογος Φίλων Μουσικής), από το 1887– 89, μελετώντας πιάνο με τον Anton Door (1833–1919) και μουσική θεωρία με τον Franz Krenn (1816–1897). Οι πιο σημαντικές συνθέσεις μουσικής δωματίου του, ακολουθούν σταθερά την όψιμη ρομαντική μουσική παράδοση και αποφεύγουν τις νεωτεριστικές τάσεις. Δυστυχώς, η ακριβής ημερομηνία σύνθεσης της Φαντασίας είναι άγνωστη. Το έργο είναι μια λυρική, κυρίως, σύνθεση με τρία διαφορετικά τμήματα που ακολουθούν το ένα το άλλο χωρίς παύση και με κάθε νέο κύριο τμήμα, ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος. Με την επαναφορά στο τέλος του εισαγωγικού τμήματος, ο συνθέτης προσδίδει στο έργο μια κυκλική έννοια.
Ernő Dohnányi (1877–1960) Δύο Κομμάτια για Φλάουτο, έργο 48 (1958–59) Ο Ernő Dohnányi ολοκλήρωσε τις μουσικές του σπουδές στην Εθνική Ουγγρική Βασιλική Ακαδημία Μουσικής στη Βουδαπέστη (σήμερα γνωστή ως Μουσική Ακαδημία Franz Liszt), μελετώντας πιάνο με τον μαθητή του Liszt (1811–1886), István Thomán (1862–1940), και σύνθεση με τον στενό φίλο του Brahms, Hans Koessler (1853–1926). Σε αντίθεση με τον Dohnányi, οι περισσότεροι νεαροί μουσικοί προτιμούσαν να συνεχίζουν τη μουσική τους μόρφωση σε ανώτερα ιδρύματα στο εξωτερικό, όπως αυτά στη Βιέννη. Την τολμηρή απόφαση του Dohnányi να συνεχίσει τις σπουδές του στην ίδια τη χώρα του, ακολούθησαν σύντομα ο Béla Bartók (1881–1945) και ο Zoltán Kodály (1882–1967). Το 1900, ο Dohnányi ήταν ήδη ένα διεθνές μουσικό φαινόμενο, τόσο στον τομέα του πιάνου, όσο και σ‘ αυτόν της σύνθεσης. Οι πιανιστικές του ικανότητες είχαν συγκριθεί με αυτές του Ignacy Paderewski (1860–1941) και του Eugen d’Albert (1864–1932), ενώ ο ίδιος είχε χαρακτηριστεί ως «θεϊκά εμπνευσμένη ιδιοφυία», η οποία θα υλοποιούσε την Ουγγρική συμφωνική μουσική. Η πολιτική κατάσταση στην Ουγγαρία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ανάγκασε τον Dohnányi και την οικογένειά του να εγκατασταθούν στο Ταλαχάσι της Φλόριντα, όπου το 1949 ο Dohnányi αποδέχτηκε θέση στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, ως Καθηγητής πιάνου και συνθέτης της Πανεπιστημιούπολης (in residence). Παράλληλα, ο Dohnányi, σε ετήσια βάση, επισκεπτόταν το Πανεπιστήμιο του Οχάιο στην Αθήνα, ως καλλιτέχνης της Πανεπιστημιούπολης. Εκεί, ο Dohnányi συμμετείχε ενεργά στη
μουσική εκπαίδευση της δεκαπεντάχρονης Ellie (γ. 1936· αργότερα η Eleanor Lawrence), κόρης του John Calhoun Baker (1895–1999), Προέδρου του Πανεπιστημίου, η οποία μάθαινε φλάουτο. Ως αποτέλεσμα, ο Dohnányi έγραψε για αυτήν δύο κομμάτια (την Άρια για φλάουτο και πιάνο και την Πασσακάλια για σόλο φλάουτο), ενώ μια τρίτη σύνθεση, ένα τρίο χωρίς τρία φλάουτα, παρέμεινε ημιτελής λόγω του ξαφνικού θανάτου του Dohnányi, στις 9 Φεβρουαρίου 1960. Η Άρια, χρονολογείται από την άνοιξη του 1958, ενώ η Passacaglia, από το καλοκαίρι του 1959. Ο φλαουτίστας Robert Waln και ο μαθητής του συνθέτη, Eduard Kilényi (1910–2000) έδωσαν την πρώτη παρουσίαση της Άριας στο Tallahassee, το 1962. Η Eleanor περιγράφει την Άρια ως «ένα ζωντανό, παθιασμένο μικρό κομμάτι, πλούσιο με ρομαντισμό και λαχτάρα – μια τέλεια καμέα των χαρακτηριστικών αυτών που τόσο εύκολα με συγκινούν στον Brahms και, κατά κάποιο τρόπο, ένα σκίτσο χαρακτήρα του ρομαντικού εφήβου που τότε υπήρξα».
Sergei Prokofiev (1891–1953) Σονάτα για φλάουτο και πιάνο σε Ρε μείζονα, έργο 94 (1943) Ο Prokofiev συνέθεσε τη μοναδική του Σονάτα για φλάουτο και πιάνο το 1943, όταν ζούσε στην πόλη Perm, στα βουνά των Ουραλίων. Η Perm, ήταν μια από τις πολλές απομακρυσμένες τοποθεσίες, όπου η σοβιετική κυβέρνηση έστελνε τους εξέχοντες καλλιτέχνες, ώστε να τους προφυλάξει από τα θύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το έργο έλαβε την πρεμιέρα του στη Μόσχα, στη Ρωσία, στις 7 Δεκεμβρίου 1943, με τον Nicolai Ivanovich Kharkovsky στο φλάουτο και τον Sviatoslav Richter (1915–1997) στο πιάνο. Μετά από αίτημα του εξέχοντος σοβιετικού βιολονίστα, David Oistrakh (1908–1974), το επόμενο έτος, ο Prokofiev μετέγραψε το έργο για βιολί, εκδίδοντάς το ως τη δεύτερη Σονάτα για βιολί και πιάνο. Η έκδοση αυτή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 17 Ιουνίου 1944, από τον ίδιο τον Oistrakh και τον πιανίστα Lev Oborin (1907–1974). Ο Prokofiev παραδέχθηκε ότι ο γενικός χαρακτήρας της Σονάτας, αν και «ακατάλληλος» για τις περιβάλλουσες συνθήκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν «ευχάριστος». Ίσως, όχι χωρίς λόγο. Ο βιογράφος του Prokofiev, Israel Nestyev, μάς πληροφορεί ότι μεγάλο μέρος του θεματικού υλικού είχε σχεδιαστεί πριν από τον πόλεμο και φαίνεται να είναι εμπνευσμένο από τον Γάλλο φλαουτίστα Georges Barrère (1876–1944), τον οποίο ο Prokofiev είχε ακούσει στη Νέα Υόρκη, τη δεκαετία του 1920. Τη Σονάτα διέπει «μια κλασική, καθαρή και διαφανή ηχητική παλέτα», όπως εξηγεί ο συνθέτης, και χαρακτηρίζεται από μια χαριτωμένη μελωδική επεξεργασία, κάπως παρόμοια με την παλαιότερη Κλασσική Συμφωνία. Το διάφανο και γαλήνιο Moderato μοιράζεται πολλά από τα νεοκλασικά
χαρακτηριστικά της νωρίτερης Σονάτας για πιάνο αρ. 5 (1923). Το ακόλουθο Scherzo είναι, σύμφωνα με τους Maurice Hinson και Wesley Roberts, «η κομψότητα προσωποποιημένη». Αρχικά, ανάλαφρη και παρορμητική, η κίνηση, σύντομα υιοθετεί έναν «όλο και πιο σαρδόνιο τόνο», όπως παρατηρεί ο Daniel Jaffé. Το Andante ξεδιπλώνεται με μια «συναισθηματική δροσιά και μετρημένο ρυθμό» (Hinson και Roberts), ενώ μάλιστα περιέχει, επίσης, ένα εντυπωσιακό πέρασμα, το οποίο φέρεται να ανακαλεί το στιλ των Blues: όντας θαυμαστής της τζαζ, ο Prokofiev, σε κάποια στιγμή, πραγματοποιούσε ημι-παράνομες συναντήσεις με άλλους συναδέλφους λάτρεις του είδους, στο διαμέρισμά του, στη Μόσχα, όπου έπαιζε ηχογραφήσεις που είχε φέρει μαζί του από τις περιοδείες του στη Δύση (Jaffé). Το Finale είναι ρωμαλέο και γιορτινό σε ρωσικό ύφος, όπως άλλωστε είναι συχνά τα φινάλε του Prokofiev.
Frank Martin (1890–1974) Μπαλάντα (1939) για φλάουτο και πιάνο Ο Ελβετός συνθέτης Frank Martin δεν είχε σπουδάσει ποτέ σε μουσική σχολή. Αντ’ αυτού, είχε λάβει όλη τη μουσική του εκπαίδευση κατά την εφηβεία του από τον Joseph Lauber (1864–1952), ο οποίος τού δίδαξε πιάνο, αρμονία και σύνθεση. Ο Martin συνέθεσε συνολικά έξι μπαλάντες για διάφορα σόλο όργανα (σαξόφωνο, φλάουτο, πιάνο, τρομπόνι, τσέλο, βιόλα) και συνοδεία μεταξύ 1938 και 1972. Η μπαλάντα για το φλάουτο και το πιάνο χρονολογείται από τις αρχές του 1939 και ενορχηστρώθηκε το 1941. Το κομμάτι προοριζόταν ως το επιβεβλημένο έργο του Διεθνούς Διαγωνισμού Μουσικής Εκτέλεσης της Γενεύης, του οποίου νικητής ήταν ο André Jaunet (1911–1988). Ο Martin χρησιμοποιεί το σόλο όργανο ως αναπαράσταση της ανθρώπινης φωνής, αναλαμβάνοντας, έτσι, το ρόλο του αφηγητή. Ο Martin παραδέχτηκε ότι χρησιμοποίησε τον τίτλο Ballade, «με τη ρομαντική έννοια του όρου, όπως στις Ballades d'Ossian [ο Ossian ήταν ένας ημι-θρυλικός κελτικός ποιητής και πολεμιστής]. Σε αυτό υπάρχει ένας υπαινιγμός για κάτι επικό· είναι μια αφηγηματική ιστορία. Με αυτό το νόημα πρέπει κανείς να ακούσει». Το έργο είναι κάπως επεισοδιακό στη δομή, κινούμενο από το ένα τμήμα στο άλλο, χωρίς διακοπή.
Franz Doppler (1821–1883) Andante και Ρόντο, για δύο φλάουτα και πιάνο, έργο 25 (1874) Ο Franz Doppler αρχικά καταγόταν από την Πολωνία. Μετά από πολλές επιτυχίες στη Βιέννη και στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, αποφάσισε, το 1838, να εγκατασταθεί στη Βουδαπέστη, όπου δραστηριοποιήθηκε ως φλαουτίστας και ως συνθέτης. Μεταξύ άλλων, έχει συνθέσει τέσσερις ουγγρικές όπερες, οι οποίες υπήρξαν πολύ δημοφιλείς. Η μουσική του συνδυάζει επιρροές από την ιταλική, τη ρωσική, την πολωνική και την ουγγρική μουσική. Το 1858, ο Doppler μετακόμισε στη Βιέννη, όπου έπαιζε φλάουτο για το Hofoper, όπου υπηρέτησε αρχικά ως βοηθός και αργότερα ως επικεφαλής μαέστρος του μπαλέτου. Από το 1865 και μετά, δίδαξε φλάουτο στο Ωδείο της Βιέννης. Μεγάλο μέρος της μουσικής που συνέθεσε για φλάουτο προοριζόταν κυρίως για δική του χρήση, παρουσιάζοντας τόσο τις ερμηνευτικές, όσο και τις συνθετικές δεξιότητές του. Το παρόν Ντουέτο γράφτηκε για να επιδείξει όχι μόνο το ταλέντο του ιδίου, αλλά και αυτό του μικρότερου αδελφού του, Karl (1825– 1900), κατά τη διάρκεια μιας από τις πολλές περιοδείες τους. Η εκτενής μελωδία του εισαγωγικού Andante εξελίσσεται δραματικά με πλούσιες αρμονικές διφωνίες στα δύο φλάουτα. Το Rondo διαθέτει σύνθετα ρυθμικά στρώματα και διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ουγγρικού τσιγγάνικου χορού.
Franz Liszt (1811–1886), μετ. J. Bálint Ουγγρική Ραψωδία αρ. 2, S.244/2 Τον Δεκέμβριο του 1839, μετά από δεκαέξι χρόνια απουσίας, ο Franz Liszt επιστρέφει στην πατρίδα του, Ουγγαρία, μετά από πρόσκληση του κράτους, το οποίο επιθυμούσε να τον τιμήσει και να τον αναγνωρίσει επίσημα, ως καλλιτέχνη και φιλάνθρωπο. Τον προηγούμενο χειμώνα, είχε προσφέρει σημαντική οικονομική στήριξη στην Ουγγαρία, προκειμένου να μετριαστούν οι ζημιές που προκλήθηκαν από τη μαζική υπερχείλιση του Δούναβη. Στις 4 Ιανουαρίου 1840, μετά από ένα θρυλικό ρεσιτάλ, ο Liszt έλαβε το περίφημο «Ξίφος Τιμής». Αξιοποιώντας τη διαμονή του στην Ουγγαρία, ο Liszt αποφάσισε να επισκεφθεί έναν οικισμό τσιγγάνων, ώστε να γνωρίσει καλύτερα τη μουσική και τις μουσικές παραδόσεις τους. Την εποχή εκείνη, οι τσιγγάνικες μπάντες ήταν τα πιο διαδεδομένα μουσικά σχήματα στη χώρα, τα οποία εκτελούσαν τη λαϊκή μουσική της Ουγγαρίας, την οποία πολλές φορές εμπλούτιζαν με τις δικές τους μουσικές παραδόσεις. Το αποτέλεσμα αυτής της εμπειρίας ήταν το έργο Magyar Dallok («Ουγγρικές Εθνικές Μελωδίες»), μια σειρά από κομμάτια πιάνου, βασισμένα στο υλικό που ο Liszt κατέγραψε όσο ακόμη βρισκόταν στον οικισμό. Έντεκα χρόνια αργότερα, ο Liszt αποφάσισε να αναθεωρήσει τα έργα αυτά και να τα δημοσιεύσει ως τις πρώτες δεκαπέντε Ουγγρικές Ραψωδίες (1851–53). Σύμφωνα
με τον Alan Walker, «οι ραψωδίες [...] διαφυλάσσουν τα δύο βασικά στοιχεία που αποτελούν τη «δομή» ενός τυπικού τσιγγάνικου αυτοσχεδιασμού: το lassan («αργό μέρος») και το friska («γρήγορο μέρος»). Ταυτόχρονα, οι ραψωδίες ενσωματώνουν μια σειρά από ειδικά εφέ, μοναδικά για την «ηχητική παλέτα» της τσιγγάνικης μπάντας». Τέτοιες πρακτικές αποτελούσαν, επίσης, κοινό χαρακτηριστικό της λεγόμενης μουσικής Verbunkos. Η λέξη προέρχεται από τη γερμανική λέξη Werbung, που σημαίνει «Χορός Προσηλυτισμού». Το verbunkos, αρχικά, είχε σκοπό να «δελεάσει τα αγόρια του χωριού να εγγραφούν στον στρατό, παρουσιάζοντας εικόνες μιας εύθυμης και ξέγνοιαστης στρατιωτικής ζωής» (Johnathan Bellman). Τέτοια κομμάτια ξεκινούσαν συνήθως με ένα αργό τμήμα, γνωστό ως hallgató («να ακουστεί»), το οποίο ακολουθούσε ένα πιο γρήγορο τμήμα, γνωστό ως cifra («φανταχτερό»). Τα κομμάτια Verbunkos, συνήθως άρχιζαν «αργά με μετρημένα και αξιοπρεπή βήματα από τον διοικητή και γινόντουσαν πιο έντονα και πιο χαρούμενα, καθώς άνδρες από την κατώτερη στρατιωτική ιεραρχία συμμετείχαν στον χορό». Η μουσική ήταν, συνήθως, σε διπλό μέτρο και προχωρούσε σταδιακά, από τον αρχικό αργό ρυθμό, σε ένα ταχύτερο φινάλε. Το verbunkos εμπλουτίστηκε με πολύ αυτοσχεδιασμό και διάφορα διακοσμητικά στοιχεία, καθώς και φανταχτερές επιδείξεις δεξιοτεχνίας. Δραματικά, η μετάβαση, από ένα αργό σε ένα γρήγορο μέρος, υπονοούσε, επίσης, μια σταδιακή αλλαγή διάθεσης, κινούμενη από μια βαριά και σκοτεινή ατμόσφαιρα, σε μια φωτεινή και χαρούμενη. Η Ουγγρική Ραψωδία αρ. 2, η οποία ολοκληρώθηκε το 1847, είναι ίσως η πιο δημοφιλής. Εκδόθηκε το 1851, με αφιέρωση στον Ούγγρο συγγραφέα και πολιτικό, κόμη László Teleki (1811–1861). Η Ραψωδία ήταν τόσο επιτυχημένη, που ο Liszt αποφάσισε να την ενορχηστρώσει, το 1857. 2017 © Δρ. Νικόλας Κωσταντίνου
Programme Notes Carl Frühling (1868–1937) Fantasie, for flute and piano, op. 55 Carl Frühling was an Austrian composer and pianist, who studied at the Gesellschaft der Musikfreunde from 1887–1889 where he was taught the piano by Anton Door (1833–1919) and music theory by Franz Krenn (1816–1897). His more substantial chamber music compositions, are firmly within the Romantic tradition and eschew modernist tendencies. Unfortunately, the date of composition of the Fantasie is unknown. A pre-dominantly lyrical composition, the work features three distinct sections that follow each other uninterrupted, and with each new main section the tempo becomes faster. By restating the opening section at the end, Frühling gives the work a cyclical sense.
Ernő Dohnányi (1877–1960) “Aria” from Two Pieces for Flute, op. 48 (1958–59) Ernő Dohnányi received his education at the National Hungarian Royal Academy of Music in Budapest (today: Franz Liszt Academy of Music) studying piano with Liszt’s (1811–1886) student István Thomán (1862–1940) and composition with Brahms’ close friend Hans Koessler (1853–1926). Unlike Dohnányi, most aspiring young artists usually preferred to pursue their education in esteemed institutions abroad such as that in Vienna. Dohnányi’s daring decision to continue his education in his own country was soon to be followed by Béla Bartók (1881–1945) and Zoltán Kodály (1882–1967). By 1900s Dohnányi was an international phenomenon both as a pianist and as a composer, being compared with pianists such as Ignacy Paderewski (1860–1941), and Eugen d’Albert (1864–1932), and hailed as the “god-inspired genius” who would create the Hungarian symphonic music. The political situation in Hungary during the Second World War forced Dohnányi and his family to settle in Tallahassee, Florida where, in 1949, Dohnányi accepted a position at the Florida State University, as Professor of Piano and Composer-inResidence. Additionally, Dohnányi was visiting the Ohio State University in Athens (OH) on an annual basis as artist-in-residence. While there, Dohnányi became actively involved in the musical education of the President of the University, John Calhoun Baker’s (1895–1999) fifteen-year-old Ellie (b. 1936; later Eleanor Lawrence), who was learning the flute. As a result, Dohnányi wrote for her two pieces (the present “Aria” and a “Passacaglia” for solo flute), while a third composition, an untitled trio for three flutes, remained unfinished due to Dohnányi’s sudden death on 9 February 1960. The Aria for flute and piano dates
from the spring of 1958, while the Passacaglia for solo flute from the summer of 1959. Robert Waln and Eduard Kilényi (1910–2000) gave the first performance of the Aria in Tallahassee in 1962. Eleanor describes the Aria as ‘a billowing, passionate little piece brimming with romance and longing – a perfect cameo of the qualities which spoke to me so eloquently in Brahms, and, in a way, a character sketch of the romantic teenager I was at the time’.
Sergei Prokofiev (1891–1953) Sonata for flute and piano in D major, op. 94 (1943) Prokofiev composed his only Sonata for flute and piano in 1943, while in the city of Perm in the Ural Mountains. Perm, was one of many remote locations where the Soviet government sent its prominent artists in order to keep them safe from the casualties of WWII. The work received its premiere in Moscow, Russia on December 7, 1943 with Nicolai Ivanovich Kharkovsky on the flute and Sviatoslav Richter (1915–1997) on the piano. Upon the request of the prominent Soviet violinist, David Oistrakh (1908–1974), Prokofiev transcribed the work for violin the following year, and the work became the Second Sonata for violin and piano. Under this guise, the work received its first performance by Oistrakh himself and Lev Oborin (1907–1974) on June 17, 1944. Prokofiev admitted that the Sonata’s overall character, although ‘inappropriate’ for the surrounding circumstances of WWII, was ‘pleasant’. Perhaps, not without reason; Prokofiev’s biographer Israel Nestyev informs us that much of its thematic material had been sketched before the war, and seems to have been inspired by the French flautist Georges Barrère (1876–1944), whom Prokofiev heard in New York City in 1920s. The Sonata has ‘a classical, clear [and] transparent sonority’, Prokofiev explains, featuring a graceful melodic treatment, somewhat similar to his earlier Classical Symphony. The transparent and serene Moderato shares many of the neoclassical qualities found in his earlier composed Piano Sonata No. 5 (1923). The following Scherzo is, according to Maurice Hinson and Wesley Roberts, ‘elegance personified’. Initially light and capricious, the movement soon adopts an ‘increasingly sardonic tone’, as Daniel Jaffé observes. The Andante unfolds with an ‘emotional coolness and measured rhythm’ (Hinson and Roberts), and it ‘contains a striking passage of bluesy rumination: an admirer of jazz, Prokofiev at one stage held semi-clandestine meetings with fellow aficionados in his Moscow apartment in which he played recordings he had brought back from his foreign tours’ (Jaffé). The Finale is robust and festive in the Russian style, as Prokofiev's finales frequently are.
Frank Martin (1890–1974) Ballade (1939), for flute and piano Swiss composer Frank Martin had never studies at a music conservatory. Instead he had received all his musical education during his adolescence from Joseph Lauber (1864–1952), who taught him piano, harmony and composition. Martin composed a total of six Ballades for different solo instruments (saxophone, flute, piano, trombone, cello, viola) and accompaniment between 1938 and 1972. The Ballade for flute and piano dates from early 1939 and it was orchestrated in 1941. The piece was intended as the obligatory piece for the Concours international d’exécution musicale de Genève, of which the winner was André Jaunet (1911–1988). Martin uses the solo instrument as a representation of the human voice, and assumes the role of a narrator’s voice. Martin admitted that he used the title Ballade, “in the romantic sense of the term, as in the Ballades d’Ossian [a semi-legendary Gaelic poet and warrior]. In this there is an evocation of something epic; it is a story that is told. It is with this meaning in mind that one should listen.” The work is somewhat episodic in construction, moving from one section to another without break.
Franz Doppler (1821–1883) Andante and Rondo, for two flutes, op. 25 (1874) Franz Doppler was originally from Poland. After many successes in Vienna and the Austro-Hungarian Empire, in 1838 he decided to settle in Budapest where he was active as a flautist and as a composer. Among his works are four Hungarian operas, which were very well received. His music combines influences from Italian, Russian, Polish and Hungarian music alike. Doppler moved to Vienna in 1858 where he played the flute for the Hofoper and served first as an assistant and later as chief conductor of the ballet. From 1865 onwards he taught the flute at the Vienna Conservatory. Much of the music he composed for the flute was meant primarily for his own use, showcasing both his virtuoso abilities and his compositional skills. The present duo was composed to showcase the talents of both himself and his younger brother Karl (1825–1900) during one of their many tours. The long melody of the Andante sweeps and soars in a dramatic fashion with rich harmonies in the two flutes. The Rondo features complex rhythmic layers, and has the cheek and drive of a Hungarian gypsy dance.
Franz Liszt (1811–1886), arr. J. Bálint Hungarian Rhapsody No. 2, S.244/2 In December, 1839, after a period of absence for sixteen years, Franz Liszt returned to his homeland, Hungary, after an invitation from the state to officially acknowledge him as an international artist as well as thank him for the generous financial support he provided in order to alleviate the damages caused by the massive overflow of the Danube the previous winter. On January 4, 1840, after a legendary recital, Liszt received the famous “Sword of Honour”. Taking advantage of his days in Hungary, Liszt decided to visit a Gypsy encampment and to better acquaint himself with their music. At the time, Gypsy bands were the main performing groups in the country, playing the vernacular music of Hungary, while, at the same time, not hesitating to inflict it with their own traditions. The result of this experience was a series of piano pieces called Magyar Dallok (“Hungarian National Melodies”) which were based on material Liszt jotted down at the encampment. Eleven years later, He revised and published them as the first fifteen Hungarian Rhapsodies (1851–53). According to Alan Walker: ‘The rhapsodies […] preserve the two main elements which make up the “structure” of a typical Gypsy improvisation: the lassan (“slow”) and the friska (“fast”). At the same time, they incorporate a number of special effects unique to the “sonic surface” of the Gypsy band.’ Such practices were also common feature of the so called Verbunkos music. The word comes from the German word Werbung, meaning “recruiting dance”. The verbunkos was originally intended to ‘lure village boys into the army with depictions of a jolly and carefree army life’ (Johnathan Bellman). Such pieces would normally begin with a slow section, known as hallgató (“to be listened to”), and followed by a faster section known as cifra (“flashy”). Verbunkos pieces would usually begin ‘slowly with measured and dignified steps from the commanding officer and become wilder and more joyous as men from further down the military hierarchy began to join in’. The music was usually in duple meter and would gradually move from its initial slow pace to the faster finale. The verbunkos was enriched with a great deal of improvisation and ornamentation as well as flashy displays of virtuosity. Dramatically, the shift from slow to fast also implied a gradual change of mood, moving from the heavy and dark to the light and joyful. All these elements are retained in all of Liszt’s Hungarian Rhapsodies as well. The Hungarian Rhapsody No. 2 (completed in 1847) is perhaps the most popular of the set. It was published in 1851 with a dedication to Count László Teleki (1811–1861), a Hungarian writer and statesman. The Rhapsody was so successful, that Liszt decided to orchestrate it in 1857. 2017 © Dr Nicolas Costantinou
Βιογραφικά / Biographies János Bálint Ο Ούγγρος φλαουτίστας János Bálint γεννήθηκε το 1961, στην Ουγγαρία και είναι απόφοιτος της Ακαδημίας Μουσικής Franz Liszt, στη Βουδαπέστη (1984). Μετά την αποφοίτησή του, συνέχισε να μελετά φλάουτο με τον András Adorján. Ο κ. Bálint έχει κερδίσει, ταυτόχρονα, πολλά βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς, όπως αυτούς που πραγματοποιήθηκαν στην Ανκόνα και τη Λειψία. Μεταξύ των ετών 1981–91, υπηρέτησε ως το πρώτο φλάουτο της Ορχήστρας της Ουγγρικής Ραδιοφωνίας, ενώ το 1998, διορίστηκε Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Καλοκαιρινής Ακαδημίας Auer. Ένα χρόνο αργότερα, ίδρυσε και προέδρευσε του Ινστιτούτου Μουσικής Doppler, στην Ουγγαρία. Από το 2000, είναι ο πρώτος φλαουτίστας της Εθνικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Ουγγαρίας. Το 1986, το Ίδρυμα Cziffra στη Γαλλία τον είχε επιλέξει ως σολίστ, γεγονός το οποίο υπήρξε η έναρξη της διεθνούς σταδιοδρομίας του. Έκτοτε, ο κ. Bálint έχει εμφανιστεί στα σημαντικότερα φεστιβάλ μουσικής στην Ευρώπη και έχει δώσει συναυλίες σε μερικές από τις πιο διάσημες αίθουσες συναυλιών στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Μπρατισλάβα, στη Ρώμη, στην Ασίζη, στη Μόσχα, στο Ελσίνκι, στο Σάλτσμπουργκ και στη Βουδαπέστη. Επιπλέον, περιοδεύει συχνά στο Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι συνεργάτες του περιλαμβάνουν καλλιτέχνες, όπως ο Ruggiero Ricci, ο Gervase de Peyer, ο Pierre Pierlot, ο Miklós Perényi, ο Alain Marion, ο Maxence Larrieu, ο Georges Cziffra, ο Tamás Vásáry, ο Zoltán Kocsis, ο András Adorján, ο Ransom Wilson και ο Jean-Claude Gérard. Παράλληλα, έχει εμφανιστεί ως σολίστ με διάφορα μουσικά σχήματα και ορχήστρες, όπως η Αγγλική Ορχήστρα Δωματίου, η Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Μπρατισλάβας, οι Ευρωπαίοι Σολίστες από το Λουξεμβούργο, τα Κουαρτέτα Εγχόρδων Bartók και Kodály, καθώς επίσης με τις σημαντικότερες συμφωνικές και ορχήστρες δωματίου της Ουγγαρίας. Ο κ. Bálint πραγματοποιεί τακτικά ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εμφανίσεις, οι οποίες συχνά περιλαμβάνουν και ζωντανές αναμεταδόσεις παραστάσεων. Ο János κυκλοφόρησε συνολικά τριάντα ψηφιακούς δίσκους με δισκογραφικές εταιρίες, όπως η Νάξος, η Hungaroton και η Capriccio. Οι ηχογραφήσεις του, των μεταγραφών έργων του Paganini και του Mendelssohn με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βουδαπέστης και τον μαέστρο Piergiorgio Morandi, καθώς και η ηχογράφησή του με μεταγραφές έργων των Franck, Schubert και Dvořák με τον πιανίστα Zoltán Kocsis, και οι δύο με την εταιρία Hungaroton, έχουν απολαύσει τεράστια επιτυχία. Ο κ. Bálint καλείται τακτικά να εκτελέσει χρέη μέλους κριτικής επιτροπής σε πολλούς διεθνείς διαγωνισμούς φλάουτου και μουσικής δωματίου, σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Σερβία, οι ΗΠΑ, η Ιταλία, η Πολωνία, η Αυστρία, η Ρουμανία και η Ιαπωνία. Επί του παρόντος, ο κ. Bálint διδάσκει στην Accademia Flautistica της Imola και στη σχολή Hochschule für Musik, στο Detmold και δίνει τακτικά σεμινάρια ανά το παγκόσμιο. Οι μαθητές του έχουν λάβει περισσότερα από είκοσι βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς.
Έχει εκτελέσει όλη τη λογοτεχνία που περιλαμβάνει το φλάουτο ως σόλο όργανο, ρεπερτόριο το οποίο περιλαμβάνει πάνω από χίλια κομμάτια από την εποχή μπαρόκ μέχρι σήμερα, και έχει κάνει αρκετές μεταγραφές και διασκευές έργων γραμμένων για άλλα όργανα. Αρκετοί συνθέτες έχουν γράψει και αφιερώσει έργα σε αυτόν, και οι ερμηνείες του για τις συνθέσεις αυτές έλαβαν πολλά βραβεία. * Hungarian flautist, János Bálint was born in 1961 in Hungary. He graduated from Franz Liszt Academy of Music in Budapest in 1984. He complemented his education with masterclasses from András Adorján. Mr. Bálint has won numerous awards at international competitions concurrently, such as those held in Ancona and Leipzig. Between 1981–91, he has served as the first flute of the Hungarian Radio Symphony Orchestra, while, in 1998, he was appointed Artistic director of the Auer Summer Academy and, in 1999, he founded the Doppler Music Institute in Hungary of which he was the president. Since 2000, he is the first flautist of the Hungarian National Philharmonic Orchestra. In 1986, he became a featured soloist of the Cziffra Foundation, which helped launch his international career. Since then, Mr. Bálint has performed at some of the most important festivals in Europe, and appeared in some of the most prestigious venues in cities like London, Paris, Bratislava, Rome, Assisi, Moscow, Helsinki, Salzburg and Budapest. Furthermore, he has frequently toured in Israel and the United States. His partners include Ruggiero Ricci, Gervase de Peyer, Pierre Pierlot, Miklós Perényi, Alain Marion, Maxence Larrieu, Georges Cziffra, Tamás Vásáry, Zoltán Kocsis András Adorján, Ransom Wilson and Jean-Claude Gérard, while he has collaborated with various ensembles and orchestras such as the English Chamber Orchestra, the Radio Orchestra of Bratislava, the European Soloists from Luxembourg, the Kodály and Bartok String Quartets and the most important Hungarian symphony and chamber orchestras. Mr. Bálint regularly makes radio and TV recordings and which include the transmission of live performances. János has released a total of thirty cd recordings with labels such as Naxos, Hungaroton and Capriccio. His recordings of transcriptions of works by Paganini and Mendelssohn with the Budapest Symphony Orchestra and conductor Piergiorgio Morandi and by Franck, Schubert and Dvořák with pianist Zoltán Kocsis, both with Hungaroton, have enjoyed tremendous success. Mr. Bálint regularly serves as a jury member at several international flute and chamber music competitions in countries such as Hungary, Serbia, USA, Italy, Poland, Austria, Rumania and Japan. Mr. Bálint currently teaches at the Accademia Flautistica in Imola and the Hochschule für Musik in Detmold, and he gives regular master classes around the world. His students have received more than twenty prizes in International Competitions. He has performed all the literature that includes the flute as a solo instrument, which encompasses over a thousand pieces, ranging from baroque to contemporary, and has made several transcriptions and arrangements of works written for other instruments. Several composers have written and dedicated works to him, and his interpretations of these compositions received numerous awards.
Νικόλας Κωσταντίνου / Nicolas Costantinou Ο Νικόλας Κωσταντίνου έχει την ικανότητα να εντυπωσιάζει το κοινό, τόσο με τις τολμηρές επιλογές του από παραδοσιακό και μοντέρνο ρεπερτόριο, όσο και με τις εμφανίσεις του με ασυνήθιστα μουσικά σχήματα. Έχει επαινεθεί από κριτικούς μουσικής ως «… καλλιτέχνης με βαθύτατα αισθήματα, ο οποίος είναι ικανός να ερμηνεύει μουσική με ολόκληρη τη ψυχή και το είναι του…» (Kaleva) και οι ερμηνείες του έχουν χαρακτηριστεί ως «κολοσσιαίες» και «δραματουργικά πλούσιες» (D. Nicolau). Έχει δώσει συναυλίες στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και έχει φιλοξενηθεί στο Wigmore Hall (Λονδίνο), στο Musikverein (Βιένη), στο Beethoven-Haus (Βόννη) και στη Μουσική Ακαδημία Ferenc Liszt (Βουδαπέστη). Ο Δρ. Κωσταντίνου έχει εμφανιστεί σε διεθνή Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου, όπως το Kuhmo, το Oulunsalo Soi (Φινλανδία), το Gödöllő (Ουγγαρία), το Ledra Music Soloists και τα Κύπρια (Κύπρος). Έχει εμφανιστεί με τη Philharmonia Orchestra, τη Ρωσική Φιλαρμονική Ορχήστρα Δωματίου Αγ. Πετρούπολης, την Ορχήστρα Κονσέρτου Βουδαπέστης, την Ορχήστρα Μουσικής Δωματίου Failoni και τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, με μαέστρους όπως τον Esa Heikkilä, τον Konrad von Abel, τον Juri Gilbo, τον Νότη Γεωργίου και τον Maciej Zoltowski. Συνεργάστηκε επίσης με καταξιωμένους καλλιτέχνες, όπως ο Gustav Rivinius, ο Erkki Rautio, ο David Cohen, ο Péter Somodari, ο Vilmos Szabadi, ο Tytus Miecznikowski, ο Gábor Varga, η Chloë Hanslip, και ο Kazuhiro Tagaki, καθώς και με τα κουαρτέτα εγχόρδων Meta4 και Akadémia. O Δρ Κωσταντίνου έχει παρουσιάσει με τον βιολονίστα Νίκο Πίττα και με τον τσελίστα Péter Somodari ολόκληρη τη σειρά έργων του L.V. Beethoven για βιολί και πιάνο (2013–14) και για βιολοντσέλο και πιάνο (2015–16). Παράλληλα, παρουσιάζει συχνά έργα Κυπρίων συνθετών στην Κύπρο και στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων και πρώτων παγκόσμιων παρουσιάσεων. Μελλοντικές εμφανίσεις του συμπεριλαμβάνουν ρεσιτάλ με έργα Σοπέν στη Βηρυτό, στο Λονδίνο, στη Λευκωσία και στην Αθήνα. Ο Νικόλας Κωσταντίνου είναι απόφοιτος του μουσικού τμήματος του Πανεπιστημίου του Σέγκεντ, του Πανεπιστημίου Μουσικής Ferenc Liszt στη Βουδαπέστη, του Ινστιτούτου Μουσικής στο Cleveland του Οχάιο, καθώς και του Βασιλικού Κολλεγίου Μουσικής του Λονδίνου, και είναι κάτοχος των τίτλων Master of Music in Performance, και Διδακτορικού (PhD). Η διδακτορική του διατριβή έχει τίτλο «Η Μουσική Δωματίου του Ernő Dohnányi: Παράδοση, Καινοτομία και Ουγγρική Ταυτότητα». Έχει δουλέψει με τη Μárta Gulyás, τον Dr Daniel Shapiro, τον Sándor Falvai, τον Ferenc Kerek, τον Julian Jacobson, την Τάνια Οικονόμου και τη Βάντα ΟικονόμουΚωνσταντίνου. Μελέτησε επίσης, μεταξύ άλλων, με τον Dmitri Bashkirov, τον Νικόλα Οικονόμου, τον Vadim Suchanov και τον Ferenc Rados. Μαθητές του έχουν κερδίσει βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου και μουσικής δωματίου και έχουν γίνει δεκτοί σε αναγνωρισμένες σχολές στο εξωτερικό, όπως την Ανώτατη Μουσική Σχολή «Βασίλισσα Σοφία» της Μαδρίτης και το Κονσερβατουάρ Νέας Αγγλίας, στη Βοστώνη των ΗΠΑ. Ο Δρ. Κωσταντίνου έχει επαινεθεί για τη διδακτική του προσφορά από επώνυμους του
χώρου. Επί του παρόντος ζει και διδάσκει στη Λευκωσία, είναι Λέκτορας πιάνου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και καθηγητής πιάνου στα Μουσικά Σχολεία Λευκωσίας. * Nicolas Costantinou is renowned for impressing his audience with his daring selection of repertoire, old and new, and his ability to perform with extraordinary instrumental ensembles. He has been hailed by critics as ‘…an artist of deep emotions, who is capable of performing music with his whole being and soul…’ (Kaleva) whilst his interpretations have been described as ‘colossal’ and ‘dramatic’ (D. Nicolau). He has given numerous concerts in Europe and the USA and has appeared in prestigious halls such as Wigmore Hall, the Brahms Saal of the Musikverein in Vienna, the Beethoven-Haus in Bonn, and the Grand Hall of the Franz Liszt Academy of Music in Budapest. He has been invited to perform at international festivals around Europe such as the Kuhmo Chamber Music Festival, the Oulunsalo Soi Music Festival (Finland), the Gödöllő Chamber Music Festival (Hungary), the Ledra Music Soloists International Chamber Music Festival and the Kypria Festival (Cyprus). He has performed with the Philharmonia Orchestra, the Russian Chamber Philharmonic St. Petersburg, the Budapest Concert Orchestra, the Failoni Chamber Orchestra, and the Cyprus Symphony Orchestra, with maestros such as Konrad von Abel, Juri Gilbo, Esa Heikkilä, Maciej Zoltowski and Notis Georgiou. In the field of chamber music, he has performed several outstanding musicians, such as Gustav Rivinius, Erkki Rautio, David Cohen, Péter Somodari, Vilmos Szabadi, Tytus Miecznikowski, Gábor Varga, Chloë Hanslip, and the Meta4 and Akadémia String Quartet. Future engagements include solo recitals with works by Fr. Chopin in Beirut, London, Lefkosia and Athens. Nicolas Costantinou graduated from the Ferenc Liszt Academy of Music in Szeged, the Ferenc Liszt University of Music in Budapest summa cum laude and holds a Master of Music in Performance from the U.S. Cleveland Institute of Music. Recently, he has been awarded a doctorate of philosophy (PhD) from London’s Royal College of Music under the supervision of Prof. Paul Banks, Dr. Julian Jacobson and Dr. Jane Roper. His thesis is entitled The Chamber Music of Ernő Dohnányi; Tradition, Innovation and ‘Hungarianness’. He has also studied with Márta Gulyás, Dr. Daniel Shapiro, Sándor Falvai, Ferenc Kerek, Tania Economou and Wanda Economou-Constantinou and he has participated in master classes held by acknowledged pianists such as Dmitri Bashkirov, Nicolas Economou, Vadim Suchanov and Ferenc Rádos. Nicolas is currently teaching promising new talent in his home country. Many of his students have won numerous prizes at international piano competitions, and have participated in esteemed piano master-classes with renowned professors. Some of his students have been accepted in highly esteemed Academies and Universities, amongst others the Reina Sofía Escuela Superior de Música in Madrid and the New England Conservatory of Music in Boston, USA. Dr Costantinou is currently a Lecturer at the University of Nicosia and also teaches at the Nicosia Music Schools.
Διομήδης Δημητριάδης / Diomedes Demetriades Ο Διομήδης Δημητριάδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1987 και πήρε τα πρώτα του μαθήματα στο φλάουτο από τη Svetlana Ristić, στην ηλικία των οχτώ. Το 2005 φοίτησε στο Guildhall School of Music and Drama, ως μαθητής της Sarah Newbold. Συνέχισε τις σπουδές του στο Royal Academy of Music, στο Λονδίνο, με την Kate Hill και τον Michael Cox, αποφοιτώντας το 2010 με το πτυχίο Bachelor of Music (Honours). Το 2012, ο Διομήδης αποφοίτησε από το Hochschule für Musik und Tanz Köln με το μεταπτυχιακό Master of Music in Solo Performance, όπου σπούδασε με τον καθηγητή Robert Winn. Παράλληλα, παρακολούθησε σεμινάρια με τον William Bennett, τη Lisa Beznosiuk, τον Ian Clarke, τον Gareth Davies, τον Paul Edmund-Davies, τη Lorna McGhee, τον Marc Grauwels, τον Wissam Boustany, τη Virginie Reibel, τον Keith Bragg, τον Reinhard Wieser, τον Mark David, τον Mark van de Wiel, τον James Watson, κ.α. Παράλληλα με τις σπουδές του στο φλάουτο, ο Διομήδης ξεκίνησε το 2006, να παρακολουθεί μαθήματα στο πίκολο, από τους καθηγητές Patricia Morris και Thaddeus Watson. Ο ενθουσιασμός και η αφοσίωσή του σε αυτό το όργανο τον οδήγησαν σε διάφορες επιτυχίες, όπως το Α’ βραβείο στο διαγωνισμό Jonathan Myall στο Λονδίνο, το 2010 και την επιλογή του ως κορυφαίου πίκολο στη Royal Liverpool Philharmonic Orchestra (υπό δοκιμασία 2011–12), καθώς και στη Gothenburg Symphony Orchestra (υπό δοκιμασία 2015–16), όπου και συνεργάστηκε στη συνέχεια για ένα χρόνο ως tutti Φλάουτο και πίκολο (2016–17). Ως ενεργός μουσικός σε ορχήστρες και σύνολα μουσικής δωματίου, ο Διομήδης υπήρξε μέλος της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων Κύπρου από το 2000, του New Music Ensemble (Γερμανία 2011), της Orion Symphony Orchestra (2007–10), της Orpheus Sinfonia Orchestra (2008), όπως και των Concert και Symphony Orchestras στο Royal Academy of Music (2006–10). Επίσης, υπήρξε μέλος της Al Bustan Festival Orchestra (Λίβανος 2016), της 24/04 Ορχήστρας (Αρμενία 2015), της Ορχηστρικής Ακαδημίας στο Παλάτι Esterházy (Αυστρία 2011) και συμμετείχε σε προγράμματα, όπως το International Flute Summer School (UK, 2009), το Rencontres Musicales Internationales en Wallonie (Βέλγιο 2008) και το Just Flutes στο Woldingham (2003 και 2004). Με τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου συνεργάζεται ως έκτακτος μουσικός, από το 2012. Ο κ. Δημητριάδης έχει συνεργαστεί με μαέστρους όπως ο Sir Colin Davis, ο Gustavo Dudamel, ο Herbert Blomstedt, ο Kent Nagano, ο Jukka Pekka Saraste, ο Santtu-Matias Rouvali, ο Vasily Petrenko, ο Yan-Pascal Tortelier, ο Francois-Xavier Roth, ο Peter Eötvös, ο Roberto Minczuk, ο Thierry Fischer, ο Tadaaki Otaka και η Susanna Maikki. Μετά από επιτυχημένες ακροάσεις το 2017, ο Διομήδης βρίσκεται σε δοκιμασία με τη City of Birmingham Symphony Orchestra (Ηνωμένο Βασίλειο) και την Ulster Orchestra (Ιρλανδία), για τη θέση του κορυφαίου πίκολο.
Diomedes Demetriades was born in Nicosia in 1987. He received his first flute lessons from Svetlana Ristić at the age of eight. In 2005, he enrolled at the Guildhall School of Music and Drama as a part-time student in the class of Sarah Newbold. In 2008, he completed his studies at the Royal Academy of Music, London in the class of Kate Hill and Michael Cox (Bachelor of Music, Honours) and, in 2012, at the Hochschule für Musik und Tanz Köln with Robert Winn (Master of Music in Solo Performance). He has also participated in master classes with William Bennett, Michael Hazel, Lisa Beznosiuk, Gareth Davies, Paul Edmund-Davies, Lorna McGhee, Marc Grauwels amongst others. Mr. Demetriades has also been receiving piccolo lessons from Patricia Morris and Thaddeus Watson. As a piccolo soloist, he won the Jonathan Myall Piccolo Prize at the Royal Academy of Music in 2010 and had his first successful audition as Principal Piccolo player for the Royal Liverpool Philharmonic Orchestra (Trial, 2011). He has been on trial with the Gothenburg Symphony Orchestra for the principal piccolo position (2015–16) followed by a one-year contract for the tutti flute/piccolo position (2016–17). He has also collaborated with the Gothenburg Opera Orchestra as an extra player. Diomedes has been playing for the Cyprus Symphony Orchestra as an extra player since 2012. He has collaborated with conductors such as Sir Colin Davis, Gustavo Dudamel, Herbert Blomstedt, Kent Nagano, Jukka Pekka Saraste, Santtu-Matias Rouvali, Vasily Petrenko, Yan-Pascal Tortelier, Francois Xavier Roth, Peter Eötvös, Roberto Minczuk, Thierry Fischer, Tadaaki Otaka and Susanna Maikki amongst others. An active orchestral and chamber music player, Diomedes has collaborated with the Cyprus Youth Orchestra (since 2000), the New Music Ensemble (Germany, 2011), the Orion Symphony Orchestra (2007–10), the Orpheus Sinfonia Orchestra (2008) as well as the Concert and Symphony Orchestras of the Royal Academy of Music (2006–10). He has also been a member of the Al Bustan Festival Orchestra (Lebanon 2016), 24/04 Orchestra (Armenia, 2015), the Orchestra Academy at the Esterházy Palace (Austria, 2011) and has participated in flute seminars such as the International Flute Summer School (UK, 2009), the Rencontres Musicales Internationales en Wallonie (Belgium, 2008) and Just Flutes, in Woldingham (UK, 2003 and 2004). Following two successful auditions in 2017, Mr. Demetriades is currently on trial with the City of Birmingham Symphony Orchestra (UK) as well as the Ulster Orchestra (Ireland) for the principal piccolo position.
Sergei Prokofiev (1891–1953)
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: Νικόλας Κωσταντίνου Βάντα Οικονόμου-Κωσταντίνου Μαρία Εργατίδου Χρίστος Κωσταντίνου Giovanni Galetti GRAPHIC DESIGN: www.hemonides.com ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ: Dr. Peter Laki Sponsors (μέχρι €2.000): Alphamega Hypermarket PREMIUM SPONSORS (πάνω από €2.000): Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ: Έλενα Γιώργαλλου Αντώνης Φραγκίσκου Η παραγωγή αυτή κατέστη δυνατή με την ευγενή στήριξη των: Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Το Ledra Music Soloists (LMS) είναι ένα μη κερδοσκοπικό νόμιμο σώμα που δημιουργήθηκε με σκοπό να προωθήσει την κλασική μουσική στην Κύπρο και στο εξωτερικό, φέρνοντας σε επαφή καταξιωμένους καλλιτέχνες να συνεργαστούν, να ανταλλάξουν εμπειρίες και να παρουσιάσουν τη δουλειά τους σε συναυλίες. Ledra Music Soloists (LMS) is a non-profit legal body, which was formed in an effort to promote classical music in Cyprus and abroad by inviting various established artists to collaborate, exchange experiences and finally present their work in concerts.
Ledra Music Soloists: Οδός Μαραθώνος 21, 2413 Λευκωσία τηλ: 22352355 web: www.ledramusic.org email: info@ledramusic.org