Πρόγραμμα Franz Liszt (1811–1886) Romance oubliée [Ξεχασμένη Ρομάνς], για βιόλα και πιάνο, S. 132 (LW D16) Johannes Brahms (1833–1897) Σονάτα για κλαρινέτο και πιάνο σε Φα ελάσσονα, έργο 120 αρ. 1 I. II. III. IV.
Allegro appassionato – Sostenuto ed espressivo Andante un poco Adagio Allegretto grazioso Vivace
Διάλειμμα (15’) Fryderyk Chopin (1810–1849) Νυχτερινό σε Ρε ύφεση μείζονα, έργο 27/2 Τρία Βαλς, έργο 64 I. II. III.
σε Ρε ύφεση μείζονα. Vivace assai σε Ντο δίεση ελάσσονα. Tempo giusto σε Λα ύφεση μείζονα. Moderato
Wolfgang Amadeus Mozart (1756–1791) Τρίο σε Μι ύφεση μείζονα, KV498 (1786) “Kegelstatt”, για κλαρινέτο, βιόλα και πιάνο I. II. III.
Andante Menuetto – Trio Rondeaux. Allegretto
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα κινητά τηλέφωνα, τα ξυπνητήρια ρολογιών και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές που μπορεί να προκαλέσουν θόρυβο πρέπει να είναι κλειστά. Παρακαλούμε τους αξιότιμους ακροατές μας, όπως μειώσουν την ένταση στο βήχα τους όσο γίνεται περισσότερο. Το κάπνισμα απαγορεύεται εντός του κτιρίου. Απαγορεύεται η ηχογράφηση και η φωτογράφηση τόσο εντός της αίθουσας, όσο και στο φουαγιέ, χωρίς την γραπτή άδεια από το LMS.
Programme Franz Liszt (1811–1886) Romance oubliée, for viola and piano, S. 132 (LW D16) Johannes Brahms (1833–1897) Sonata for clarinet and piano in F minor, op. 120 no. 1 I. II. III. IV.
Allegro appassionato – Sostenuto ed espressivo Andante un poco Adagio Allegretto grazioso Vivace
Intermission (15’) Fryderyk Chopin (1810–1849) Nocturne in D flat major, op. 27/2 Three Waltzes, op. 64 I. II. III.
in D flat major. Vivace assai in C sharp minor. Tempo giusto in A flat major. Moderato
Wolfgang Amadeus Mozart (1756–1791) Trio in E flat major, KV498 (1786) “Kegelstatt”, for clarinet, viola and piano IV. V. VI.
Andante Menuetto – Trio Rondeaux. Allegretto
IMPORTANT NOTICE: All mobile phones must be switched off. Would patrons also please stifle coughing as much as possible and ensure that watch alarms and any other electrical devices, which may become audible are switched off. No smoking in the auditorium or foyer. No recording or photographic equipment may be taken into the auditorium, nor used in any other part of the Hall without the prior written permission of the Hall Management.
Σημειώσεις Προγράμματος Romance oubliée [Ξεχασμένη Ρομάνς], S. 132 (LW D16) Franz Liszt (22 Οκτωβρίου 1811, Raiding, Αυστρία – 31 Ιουλίου 1886, Bayreuth, Γερμανία) Εκτός από μια μεταγραφή της συμφωνίας του Berlioz Harold en Italie, η Romance oubliée είναι το μόνο πρωτότυπο έργο του Liszt για βιόλα και πιάνο. Το 1880, ο εκδότης Arnold Simon θέλησε να ανατυπώσει μια πρωιμότερη Ρομάνς του συνθέτη σε Μι ελάσσονα (1848) για σόλο πιάνο, η οποία ήταν βασισμένη στο τραγούδι Ô pourquoi donc (Ω, Γιατί, 1843). Αντ 'αυτού, ο Liszt αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την κύρια μελωδική ιδέα του παλαιότερου έργου ως σημείο αφετηρίας μιας εντελώς καινούργιας σύνθεσης. Έτσι, η Ξεχασμένη Ρομάνς συντέθηκε ως αναδρομή στο προηγούμενο έργο. Ο Alan Walker αναφέρει ότι αυτό ίσως να συμβολίζει την ανάγκη του Liszt να βρει παρηγοριά στις μνήμες του παρελθόντος. «Ο Liszt», συνεχίζει ο Walker, «αναφερόταν σε αυτού του είδους έργα ως τα «ξεχασμένα» του κομμάτια, μια σαρδόνια αναφορά σε συνθέσεις που είχαν ξεχαστεί πριν ακόμη ακουστούν». Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σε μια στιγμή ιεροπρεπούς υπερβατικότητας προς το τέλος της Ξεχασμένης Ρομάνς, τα σπασμένα αρπίσματα στη βιόλα κάνουν αναφορά στην προαναφερθείσα μεταγραφή και συγκεκριμένα, στο Canto Religioso της δεύτερης κίνησης της συμφωνίας. Το έργο γράφτηκε για τον βιολίστα δεξιοτέχνη Hermann Ritter (1849–1926), αν και ο συνθέτης προετοίμασε επίσης εκδόχες (με διαφορετικά μέρη στο πιάνο) για βιολί και για τσέλο, καθώς και μια νέα μεταγραφή για πιάνο.
Σονάτα για κλαρινέτο και πιάνο σε Φα ελάσσονα, έργο 120 αρ. 1 Johannes Brahms (7 Μαΐου 1833, Αμβούργο, Γερμανία – 3 Απριλίου 1897, Βιέννη, Αυστρία) Μετά την ολοκλήρωση των τεσσάρων πιανιστικών συλλογών του (έργα 116– 119), ο εξηντάχρονος Brahms προγραμμάτιζε να αποσυρθεί από τη σύνθεση. Παρόλα αυτά, ακούγοντας, το 1894, τον διακεκριμένο κλαρινετίστα Richard Mülhlfeld (1856–1907) ένιωσε και πάλι την ανάγκη να συνθέσει. Το αποτέλεσμα ήταν τέσσερα έργα ειδικά γραμμένα για τον Mülhlfeld: το Τρίο, έργο 114, το Κουιντέτο, έργο 115, και τις δύο Σονάτες, έργο 120, τις οποίες ολοκλήρωσε το καλοκαίρι του 1894 στο Bad Ischl (Αυστρία). Η πρεμιέρα έγινε στη Βιέννη στις 8 Ιανουαρίου (αρ. 2) και 11 Ιανουαρίου 1895 (αρ. 1). Προτού συνθέσει τις σονάτες, ο Brahms ζήτησε από τον Mühlfeld να του παίξει όλο το ρεπερτόριο για κλαρινέτο, κάνοντάς του πλήθος ερωτήσεων σχετικά με τα τεχνικά και τονικά χαρακτηριστικά του οργάνου. Οι δυο σονάτες, όχι μόνο επιδεικνύουν θαυμάσια το κλαρινέτο, αλλά παράλληλα τα δυο όργανα συνυπάρχουν αρμονικά. Επιπλέον, τα έργα αυτά καταδεικνύουν την χαρακτηριστική και άψογη δομή της όψιμης μουσικής δωματίου του Brahms. Πράγματι, ο Brahms δεν θα μπορούσε να ήταν πιο κοντά στον Mozart όσο αφορά θέματα απλότητας. Ο Brahms θεωρούσε τον εαυτό του ως συνεχιστή της κλασσικής παράδοσης, την οποία είχε κληρονομήσει διαμέσου του Bach και του Mozart. Μάλιστα, η πλειοψηφία των έργων του και ιδιαίτερα οι δύο αυτές σονάτες επιβεβαιώνουν την πιστή αφοσίωσή του στην παράδοση αυτή. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Κλασσικών συνθετών, και ιδιαίτερα του Haydn, η πρώτη κίνηση (Allegro appassionato) της Σονάτας σε Φα ελάσσονα,
παρά το συναισθηματικά πλούσιο περιεχόμενό της, είναι κατά βάση μονοθεματική. Το υλικό που χρησιμοποιείται σε όλη την πρώτη κίνηση παρουσιάζεται στην εισαγωγή. Η έκθεση ξεδιπλώνεται σε τρία τμήματα αντί των συνηθισμένων δύο, συν την κατακλείνουσα ενότητα. Το πρώτο θέμα με τις αναφορές του στον φρύγιο τρόπο είναι πολύ εκφραστικό, ενώ το δεύτερο, σε Ρε ύφεση μείζονα, είναι κάπως νοσταλγικό. Στην πραγματικότητα το δεύτερο θέμα ξεκινά με το μοτίβο της εισαγωγής αλλά σε δυο φορές πιο αργό βηματισμό. Το τρίτο τμήμα επαναφέρει το ρυθμό της κίνησης καθιερώνοντας την τονικότητα της Ντο ελάσσονας, οδηγώντας έτσι την έκθεση στο τέλος της. Η αρχική γλυκύτητα της ανάπτυξης ξαφνικά ξεσπά στην απομακρυσμένη τονικότητα της Ντο δίεση ελάσσονας. Το δεύτερο θέμα σε σμίκρυνση και σε συνδυασμό με το τρίτο θέμα μάς οδηγεί στην επανέκθεση θεμάτων, η οποία συμπίπτει και με την κορύφωση της κίνησης. Η ένταση οδηγεί σταδιακά στο εκτεταμένο Sostenuto ed espressivo, το οποίο οδηγεί την κίνηση σε ένα ήρεμο τέλος. Η δεύτερη κίνηση, Andante un poco Adagio, στην σχετική μείζονα είναι ένα στοργικό νανούρισμα σε τριμερή μορφή. Ο αφηγηματικός χαρακτήρας της μελωδίας, η οποία συνοδεύεται από μια αργοπορημένη αρμονική γραμμή, αποδίδει μια τρυφερή έκφραση αγάπης. Η τρίτη κίνηση, σε στυλ παρόμοιο με αυτό του χορού Ländler, θυμίζει τη μουσική που ο Brahms θα μπορούσε να είχε ακούσει σε διάφορες μπυραρίες της εποχής. Ωστόσο, η κίνηση διατηρεί ένα βιεννέζικο χαρακτήρα. Το Φινάλε, σε Φα μείζονα, ακολουθεί τη δομή μιας ρόντο-σονάτας με καθρεπτική επανέκθεση (ABACBA). Είναι μια χαρούμενη και ζωηρή κίνηση γεμάτη εκπλήξεις που έρχονται ως ευπρόσδεκτη επίλυση στην υπόλοιπη σονάτα.
Νυχτερινό σε Ρε ύφεση μείζονα, έργο 27/2 Τρία Βαλς, έργο 64 Fryderyk Chopin (1810–1849) Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, τα ‘Νυχτερινά’ ήταν συνήθως συνθέσεις για φωνητικά σύνολα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1810 όμως, ο Ιρλανδός John Field (1782–1837) άρχισε να γράφει κομμάτια πιάνου με αυτόν τον τίτλο, συλλαμβάνοντας τα ως μια εκδοχή του φωνητικού αυτού είδους, σαν «τραγούδια χωρίς λόγια». Ακολουθώντας το παράδειγμα του Field, ο Chopin όχι μόνο υιοθέτησε το νυχτερινό, αλλά το εμπλούτισε μάλιστα με μια νέα γκάμα εκφραστικότητας διατηρώντας ‘μια αισθητή παρουσία του φωνητικού είδους μέσα στο πιανιστικό αντίστοιχο' (J. Kallberg). Το Νυχτερινό σε Ρε ύφεση μείζονα είναι συνεχές και με κατεύθυνση και η δομή του εξαιρετικά λεπτή. Στην ουσία, το έργο εξερευνά τις πολλές πλευρές μίας βασικής διάθεσης αντί να παρουσιάζει δραματικές συγκρούσεις. Τα τρία βαλς έργο 64 είναι η τελευταία συλλογή τέτοιων έργων που ο Chopin δημοσίευσε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Σύμφωνα με τον Jim Samson, οι τρεις αυτοί χοροί αποτελούν το συλλογικό αποκορύφωμα της συμβολής του συνθέτη στο βαλς. Σε αυτά, ο ‘Chopin παρουσιάζει τόσο τις αντιθέσεις όσο και τις διαμορφωμένες απόψεις του για το χορό, ενώ ταυτόχρονα επαναλαμβάνει και τελειοποιεί τις χειρονομίες των προηγούμενων έργων’. ‘Σε αυτά τα όψιμα βαλς’, συνεχίζει ο Samson, ‘η τέχνη του Chopin είναι η πιο εκλεπτυσμένη’. Όπως και οι Μαζούρκες, αυτά τα βαλς δε γράφτηκαν με σκοπό να χορευτούν. Αντίθετα, πρόκειται για «χορευτικά ποιήματα», όπως τα αποκαλεί ο Blair Johnston, τα οποία απευθύνονται στην ψυχή και όχι στο σώμα, αντανακλώντας τις διαθέσεις του συνθέτη από τρεις πολύ διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Η ιλιγγιώδης ορμή του πρώτου Βαλς μεταφέρεται μέσα από μια αέναη κίνηση δομημένη πάνω σε ένα μοτίβο ημιολίων (ρυθμική αναλογία 2:3) ως προς το ρυθμικό σχεδιασμό του. Το βαλς αυτό είναι κοινώς γνωστό ως «το Βαλς του λεπτού», προφανώς μια ονομασία από τον εκδότη Breitkopf & Härtel, ο οποίος βρήκε το έργο σύντομο και μικροσκοπικό σαν μια μικρογραφία. Επιπλέον, ο Camille Bourniquel, ένας από τους βιογράφους του Chopin, αναφέρει ότι ο Chopin εμπνεύστηκε το βαλς αυτό ενώ παρακολουθούσε τον σκύλο της Georges Sand, Marquis, να κυνηγάει την ουρά του. Το Βαλς σε Ντο δίεση ελάσσονα είναι ένα παράδειγμα του μελαγχολικού τύπου του βαλς – ένα διαμάντι ποίησης, το οποίο αποδίδεται με ένα συνοπτικό και ουσιώδη τρόπο. Το δεύτερο αυτό Βαλς χαρακτηρίζεται από ένα μοναδικό είδος οικειότητας και λυρισμού και είναι πολύ εύστοχο και εξωστρεφές. Το τελευταίο από τα τρία βαλς διαφέρει σημαντικά από τα άλλα δύο. Στα λόγια του Mieczysław Tomaszewski: «Με μια πρώτη ματιά, είναι χαρούμενο, έντονο, ζωηρό ακόμη. Αμέσως μετά όμως, αυτές οι πρώτες εντυπώσεις διαλύονται. Αυτό που παραμένει είναι η μουσική που φαίνεται να αναζητά – αδιάκοπα, αλλά χωρίς ελπίδα – τον σωστό της τόνο, ή ίσως μια διέξοδο». Το Βαλς σε Λα ύφεση μείζονα είναι έργο για ειδήμονες. Όπως το έθεσε ο James Huneker, «είναι για ανώτερες ψυχές που χορεύουν με πνευματική χαρά».
Τρίο σε Μι ύφεση μείζονα, KV498 (1786) “Kegelstatt”, για κλαρινέτο, βιόλα και πιάνο Wolfgang Amadeus Mozart (1756–1791) Ο Mozart είχε συνθέσει το Τρίο σε Μι ύφεση μείζονα το 1786 για μια ιδιωτική μουσική βραδιά στο σπίτι του ερασιτέχνη φλαουτίστα Nikolaus Joseph von Jacquin (1727–1817). Ο Nikolaus είχε δύο παιδιά: τον Gottfried (1767–1792) ένα ερασιτέχνη τραγουδιστή και συνθέτη, και τη Franziska (1769–1850) η οποία έπαιζε πιάνο. Ο Mozart συμβούλευε συχνά σε θέματα σύνθεσης τον Gottfried, ενώ παράλληλα έδινε μαθήματα πιάνου στη Franziska. Η οικογένεια οργάνωνε συχνά μουσικές βραδιές, κατά τις οποίες ακούγονταν τα τραγούδια του Gottfried μαζί με μερικά από αυτά του Mozart. Σε μια τέτοια βραδιά, προγραμματίστηκαν μερικά από τα πολυφωνικά τραγούδια του Mozart με συνοδεία από χαμηλόφωνα κόρνα (είδος άλτο κλαρινέτου). Για τη συγκεκριμένη βραδιά ο Mozart συνέθεσε το εν λόγω Τρίο. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το μέρος του πιάνου είχε γραφτεί για τη Franziska, ενώ ο Mozart θα έπαιζε τη βιόλα (που προτιμούσε, αντί του βιολιού). Ο διάσημος κλαρινετίστας Anton Stadler (1752–1812) θα έπαιζε το μέρος του κλαρινέτου. Η Franziska ήταν σίγουρα μια από τις πιο «επιμελείς και πρόθυμες μαθήτριες» του Mozart, όπως ο ίδιος έλεγε. Το παρατσούκλι «Kegelstatt» αναφέρεται σε ένα δημοφιλές παιχνίδι στη Γερμανία, μια μορφή «μπόουλινγκ στο γρασίδι», κατά το οποίο οι παίκτες άφηναν μια ξύλινη σφαίρα να κυλήσει μέσα από ένα μονοπάτι για να ρίξουν ξύλινες κορύνες. Ο τίτλος φαίνεται να έχει προστεθεί, εκ παραδρομής, από ένα μεταγενέστερο εκδότη. Στο αυτόγραφο του έργου «Δώδεκα Ντουέτα για δύο κόρνα», KV487 (496a), το οποίο είχε ολοκληρωθεί περίπου μια βδομάδα πριν από το Τρίο, ο Mozart έγραψε ότι το είχε συνθέσει καθώς έπαιζε Kegel.
Το έργο είναι πιο κοντά σε ένα divertimento (μια ελαφριά και διασκεδαστική σύνθεση σε μορφή σουίτας) παρά σε ένα τρίο, καθώς ανοίγει με ένα Andante σε 6/8 και όχι με το συνηθισμένο Allegro. Παρόλα αυτά, η κίνηση είναι γραμμένη σε μορφή σονάτας χωρίς επαναλήψεις. Ένα εκτεταμένο Μινουέτο-και-Τρίο ακολουθεί το οποίο φέρεται να είναι πιο λαϊκό παρά κομψό. Το έργο τελειώνει με ένα ελαφρύ ροντό σε κοινό χρόνο, το κύριο θέμα του οποίου προμηνύει τον Schubert. Ο Mozart τιτλοφόρησε την κίνηση στον γαλλικό πληθυντικό «rondeaux» και όχι στον ιταλικό ενικό «rondo» ‘θέλοντας ίσως να δείξει ότι υπάρχουν περισσότερες παραλλαγές από τις συνηθισμένες μεταξύ των επανεμφανίσεων του κύριου θέματος’ (D. Bade). Το φινάλε είναι αξιοθαύμαστο για τα ιντερμέδια του, με τα οποία το πιάνο προβάλλεται. Επιπλέον, η κίνηση ολοκληρώνεται με ιδιαίτερο τρόπο, με το κλαρινέτο να κάνει αναφορές σε προηγούμενες ιδέες (R. Staff). Δρ Νικόλας Κωσταντίνου
Programme Notes Romance oubliée, S. 132 (LW D16) Franz Liszt (22 October 1811, Raiding, Austria – 31 July 1886, Bayreuth, Germany) The Romance oubliée, apart from a transcription of Berlioz’s Harold en Italie, is Liszt’s only original work for viola and piano. In 1880, Liszt’s publisher wanted to reprint Liszt’s earlier Romance in E minor (1848) for solo piano, based on the song Ô pourquoi donc (1843). Instead, Liszt decided to use the main melodic idea of the older piece as the starting point of a completely new composition. Thus, the Romance oubliée was created in retrospection of the earlier work, as if Liszt’s troubled spirit was seeking consolation in the memories of the past, as Alan Walker noted. ‘Liszt’, continues Walker, ‘referred to this music as his “forgotten” pieces, a sardonic reference to compositions that were forgotten before they were even played.’ It is interesting to note that at a moment of solemn transcendence, towards the end of the Romance oubliée, the broken viola arpeggios reference the aforementioned transcription, specifically, the Canto Religioso ‘arpeggiato’ from the second movement of Berlioz’s Symphony. The work was written for the violist virtuoso Hermann Ritter (1849–1926), although the composer also prepared versions (with different piano parts) for violin and for cello, as well as a new piano transcription.
Sonata for clarinet and piano in F minor, op. 120 no. 1 Johannes Brahms (7 May 1833, Hamburg, Germany – 3 April 1897, Vienna, Austria) After completing his last four collections of piano pieces (published as opp. 116– 119) the sixty-year-old Brahms was planning to retire from composition. But soon after hearing the prominent clarinettist Richard Mülhlfeld (1856–1907), in 1894, he was once more motivated to pick up the pen and compose again. The result was four works compositions explicitly for Mülhlfeld: the Trio op. 114, the Quintet op. 115, and the two Sonatas op. 120, which were completed during the summer of 1894 in Bad Ischl (Austria). The two artists performed the sonatas in public in Vienna on January 8 (No. 2) and January 11, 1895 (No. 1). Before composing the sonatas, Brahms asked Mühlfeld play the entire clarinet repertoire to-date for him, overwhelming him with questions about the technical and tonal characteristics of the instrument. The works marvellously show the clarinet to its best advantage, in ideal symbiosis with the piano. In the hands of the mature composer the works avoid anything superficial, and demonstrate once again the faultless structure, which is typical of Brahms’ late chamber music. In the last two sonatas of the composer’s oeuvre, Brahms could not have been more Mozartian in his approach to simplicity. Brahms believed himself to be a follower of the classical tradition inherited to him via Bach, and Mozart, and indeed the majority of his output and particularly the two clarinet sonatas, confirm the loyal devotion to that legacy. Following the example of the Classical composers, and especially Haydn, the first movement (Allegro appassionato) of the F minor Sonata, despite its richness in emotional context, is fundamentally monothematic. The material used throughout the first movement is introduced in
the introduction. The exposition unfolds in three sections instead of the usual two, plus the closing theme. The first theme with its Phrygian mode implications is very expressive, while the second, in D flat major, is somewhat nostalgic. In fact it opens with the opening gesture now in augmentation. The third section reascertains the pace of the movement and establishes the key of c minor, which brings the exposition to its end. The initial sweetness of the development section suddenly erupts in the distant key of c sharp minor. The second theme in diminution in conjunction with the third theme drives us to the recapitulation of the sonata, which coincides with the movement‘s culmination. The recapitulation unfolds as expected and the tension gradually resolves in an extended Sostenuto ed espressivo coda, that brings the movement to a tranquil ending. The second movement, Andante un poco Adagio, in the tonic area of the relative major is an affectionate lullaby in ternary form. The melody’s recitative-like character accompanied by a delayed bass line define a tender but slightly repentant expression of affection. The quasi-Ländler and trio third movement, is reminiscent of folk music Brahms might have heard in Biergartens of the time. However, the movement retains a Viennese quality throughout. The Finale (F major) is a Rondo-sonata form with mirror recapitulation (ABACBA). It is a joyful and vivacious piece full of surprises that come as a welcome resolution to the rest of the sonata.
Nocturne in D flat major, op. 27/2 (1833–36) Three Waltzes, op. 64 (1846–47 [1840?]) Fryderyk Chopin (1810–1849) In the first half of the 19th century, pieces entitled “Nocturne” were usually compositions for vocal ensembles. In the early 1810s, the Irish John Filed (1782– 1837) started writing piano pieces with this title as an instrumental version of the vocal genre, a kind of ‘songs without words’. Chopin not only embraced the nocturne, but also introduced a new range of expressiveness into it while maintaining ‘a perceptible presence of the vocal genre within its pianistic namesake’ (J. Kallberg). The Nocturne in D flat major is through-composed and goal-directed, and its construction is immensely subtle. It fundamentally explores the many sides of one basic mood rather than presenting the kind of dramatic conflicts. The three waltzes op. 64 is the last set of such works Chopin published during his lifetime. They are, according to Jim Samson, ‘the collective high points of Chopin’s contribution to the waltz. In these, Chopin presents both contrasting and complementary views of the dance, while at the same time, he reiterates and refines the gestures of earlier pieces’. ‘In these late waltzes’, he continues, ‘Chopin’s art is at its most urbane’. Like his mazurkas, these waltzes are not intended to be danced. Rather, they may be construed as ‘dance-poems’, as Blair Johnston calls them, ‘for the soul and not the body, reflecting the composer’s attitudes from three very different points of view’. The giddy momentum of the first Waltz is carried through a moto perpetuo which builds a hemiola pattern into its rhythmic design. It is commonly referred to as the ‘Minute Waltz’, evidently an appellation from the publisher Breitkopf & Härtel, who found the work short, tiny, that is to say comparable to a miniature. Moreover, Camille Bourniquel, one of Chopin's biographers, reports that Chopin
got the inspiration for this waltz while watching Georges Sand’s dog Marquis chase its tail. The second Waltz is an exemplar of the mélancolique-type waltz – a gem of poetry, expressed in a concise and essential way. Imbued with a lyrical tone marked by a unique kind of intimacy, the C sharp minor Waltz is very subtle and externalized. The last of the three waltzes differs considerably from the other two. In Mieczysław Tomaszewski’s words: ‘At first glance, it is cheerful, high-spirited, boisterous even. The next moment, however, those first impressions are dispelled. What remains is music that seems to be seeking – relentlessly, but hopelessly – its proper tone, or perhaps a way out’. The Waltz in A flat major is a work for connoisseurs. As James Huneker put it, ‘It is for superior souls who dance with intellectual joy’.
Trio in E flat major, KV498 (1786) “Kegelstatt”, for clarinet, viola and piano Wolfgang Amadeus Mozart (1756–1791) Mozart composed the Trio in E flat major in 1786 for a private performance in the household of amateur flutist Nikolaus Joseph von Jacquin (1727–1817). Nikolaus had two children: Gottfried (1767–1792), an amateur singer and composer, and Franziska (1769–1850) who played the piano. Mozart would occasionally give compositional advice to Gottfried while he regularly gave piano lessons to Franziska. The family would often host musicales during which Gottfried’s songs were heard alongside some of Mozart’s. In one such evening, the programme featured some of Mozart’s part songs (songs written for two or more voices) with accompaniments by basset horns, a kind of alto clarinet. It was precisely for this occasion that Mozart composed the current Trio. Interestingly, the piano part was indented for Franziska, while Mozart played the viola (something he often preferred doing, rather than playing the violin). The clarinet part was given to the famous clarinettist Anton Stadler (1752–1812). Franziska was certainly one of Mozart’s most ‘diligent and eager’ students, as he himself admitted. The nickname ‘Kegelstatt’ refers to a popular game in Germany, a form of ‘lawn bowling’ in which players rolled a wooden ball down a path to knock over wooden bowling pins. It seems to have been added, perhaps in confusion, by a subsequent publisher. In the autograph of the ‘Twelve Duos for two Horns, KV487 (496a), which was completed about a week before dating this trio, Mozart wrote that it was composed while playing skittles (Kegel). The work is more near to a divertimento (a light and entertaining composition in the form of a suite) rather than to a trio, as it opens with an Andante in 6/8 time rather than the usual Allegro. Nevertheless it is cast in sonata form without repeats. An expansive Menuetto-and-Trio follows that seems to be more folksy than elegant. The work ends with a light-hearted rondo in common time, the main theme of which foreshadows Schubert. Mozart inscribed the movement in the French plural ‘rondeaux’, rather than the Italian singular ‘rondo’, perhaps to show that ‘there are more variations than usual between the recurrences of the rondo theme’ (D. Bade). The finale is remarkable for its intermezzo-like passages in which the piano comes to the fore. Furthermore, it concludes in sublime fashion, with the clarinet offering commentary on earlier ideas (R. Staff). Dr Nicolas Costantinou
Βιογραφικά GÁBOR VARGA Ο κλαρινετίστας Gábor Varga γεννήθηκε το 1974 στην Ουγγαρία. Είναι απόφοιτος της Ακαδημίας Μουσικής Φρανς Λιστ της Βουδαπέστης. Από το 1997 διατελεί καθήκοντα πρώτου κλαρινέτου για τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ουγγρικής Ραδιοφωνίας. Μεταξύ των ετών 2005–2007 εργάστηκε ως το πρώτο κλαρινέτο στη Συμφωνική Ορχήστρα Σιγκαπούρης. Ο κος Varga έχει επίσης εμφανιστεί ως σολίστ σε χώρες όπως η Αυστρία (Musikverein), η Γαλλία, η Γερμανία (Gewandhaus), η Ισπανία, η Κίνα, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Ταϊβάν και η Φιλανδία. Έχει κερδίσει πολλά βραβεία σε διαγωνισμούς μουσικής όπως το πρώτο βραβείο στον ΙΑ’ Διεθνή Διαγωνισμό Κλαρινέτου στη Σεβίλλη (2001), ενώ παράλληλα, το 2001, του έχει απονεμηθεί το βραβείο Niveau από την Ουγγρική Ραδιοφωνία. Συχνά συνεργάζεται με καλλιτέχνες όπως τη Márta Gulyás, τον Vilmos Szabadi, τον Péter Nagy, τον Jenő Jandó, τον Tamás Vásáry και τον Miklós Perényi. Πολλοί συνθέτες, του έχουν αφιερώσει έργα τους, όπως το έργο Dream Dances του Kovács, το Csárdás του Fekete, το Διπλό Κοντσέρτο του Durko και το Κοντσέρτο του Szentpali. Παράλληλα, έχει ηχογραφήσει για την Ουγγρική Ραδιοφωνία, και έχει κυκλοφορήσει ψηφιακούς δίσκους στη Γερμανία και Ταϊβάν. Δίνει συχνά μαθήματα Master-class στην Ευρώπη, Ασία, Βόρειο και Νότιο Αμερική και συχνά παρουσιάζεται σε διάφορα μουσικά φεστιβάλ. Από το 2014 είναι καθηγητής κλαρινέτου στη Σχολή Μουσικής Tibor Varga του Πανεπιστημίου του Győr και στο Πανεπιστήμιο του Debrecen.
SINEM SADRAZAM Η Sinem Sadrazam γεννήθηκε στην Κερύνεια το 1985, όπου και ξεκίνησε τη μουσική της παιδεία στην ηλικία των έξι χρόνων, παίρνοντας μαθήματα πιάνου. Το 1996 έγινε δεκτή στο Κρατικό Κονσερβατουάρ Άγκυρας του Πανεπιστημίου Hacettepe, μελετώντας βιόλα με τη Feza Gökmen, απ’ όπου και αποφοίτησε το 2007, με δίπλωμα πτυχίου. Ακολούθως, η Sinem παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Δραματικών Τεχνών στο Graz (Αυστρία), μελετώντας μουσική δωματίου με τον Stephan Goerner και βιόλα με τον Christian Euler. Η Sinem διετέλεσε μέλος της Ακαδημαϊκής Ορχήστρας Hacettepe, της Ισπανικής Εθνικής Ορχήστρας Νέων, της Εθνικής Ορχήστρας Νέων Νορβηγίας, της Ορχήστρας Νέων Μεσογείου, της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων Κύπρου, της Ορχήστρας Δωματίου Con Fuoco (Αυστρία), της Erzgebirgische Philharmonie Aue (Γερμανία) και της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου. Από το 2013, η Sinem ζει και εργάζεται στην Κύπρο, διδάσκοντας βιόλα, τόσο στο Πανεπιστήμιο Ανατολικής Μεσογείου, όσο και στο Πανεπιστήμιο της Εγγούς Ανατολής. Παράλληλα, διατελεί μέλος της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ο Νικόλας Κωσταντίνου έχει την ικανότητα να εντυπωσιάζει το κοινό τόσο με τις τολμηρές επιλογές του από παραδοσιακό και μοντέρνο ρεπερτόριο, όσο και με τις εμφανίσεις του με ασυνήθιστα μουσικά σχήματα. Έχει επαινεθεί από κριτικούς μουσικής ως «… καλλιτέχνης με βαθύτατα αισθήματα, ο οποίος είναι ικανός να ερμηνεύει μουσική με ολόκληρη την ψυχή και το είναι του…» (Kaleva) και οι ερμηνείες του έχουν χαρακτηριστεί ως «κολοσσιαίες» και «δραματουργικά πλούσιες» (D. Nicolau). Έχει δώσει συναυλίες στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και έχει φιλοξενηθεί στο Wigmore Hall (Λονδίνο), στο Musikverein (Βιένη), στο Beethoven-Haus (Βόννη) και στη Μουσική Ακαδημία Ferenc Liszt (Βουδαπέστη). Ο Δρ Κωσταντίνου έχει εμφανιστεί σε διεθνή Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου, όπως το Kuhmo, το Oulunsalo Soi (Φινλανδία), το Gödöllő (Ουγγαρία), το Ledra Music Soloists και τα Κύπρια (Κύπρος). Έχει εμφανιστεί με τη Philharmonia Orchestra, τη Ρωσική Φιλαρμονική Ορχήστρα Δωματίου Αγ. Πετρούπολης, την Ορχήστρα Κονσέρτου Βουδαπέστης, την Ορχήστρα Μουσικής Δωματίου Failoni και τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, με μαέστρους όπως τον Esa Heikkilä, τον Konrad von Abel, τον Juri Gilbo, τον Νότη Γεωργίου και τον Maciej Zoltowski. Συνεργάστηκε επίσης με καταξιωμένους καλλιτέχνες, όπως ο Gustav Rivinius, ο Erkki Rautio, ο David Cohen, ο Péter Somodari, ο Vilmos Szabadi, ο Tytus Miecznikowski, ο Gábor Varga, η Chloë Hanslip, και ο Kazuhiro Tagaki, καθώς και με τα κουαρτέτα εγχόρδων Meta4 και Akadémia. O Δρ Κωσταντίνου έχει παρουσιάσει με το βιολονίστα Νίκο Πίττα και με τον τσελίστα Péter Somodari ολόκληρη τη σειρά έργων του L. V. Beethoven για βιολί και πιάνο (2013–14) και για βιολοντσέλο και πιάνο (2015–16). Παράλληλα, παρουσιάζει συχνά έργα Κυπρίων συνθετών στην Κύπρο και στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων και πρώτων παγκόσμιων παρουσιάσεων. Ο Νικόλας Κωσταντίνου είναι απόφοιτος του μουσικού τμήματος του Πανεπιστημίου του Σέγκεντ, του Πανεπιστημίου Μουσικής Ferenc Liszt στη Βουδαπέστη, του Ινστιτούτου Μουσικής στο Cleveland του Οχάιο, καθώς και του Βασιλικού Κολλεγίου Μουσικής του Λονδίνου, και είναι κάτοχος των τίτλων Master of Music in Performance, και Διδακτορικού (PhD). Η διδακτορική του διατριβή έχει τίτλο Η Μουσική Δωματίου του Ernő Dohnányi˙ Παράδοση, Καινοτομία και Ουγγρική Ταυτότητα. Έχει δουλέψει με τη Μárta Gulyás, τον Dr Daniel Shapiro, τον Sándor Falvai, τον Ferenc Kerek, τον Julian Jacobson, την Τάνια Οικονόμου και τη Βάντα Οικονόμου-Κωνσταντίνου. Μελέτησε επίσης, μεταξύ άλλων, με τον Dmitri Bashkirov, τον Νικόλα Οικονόμου, τον Vadim Suchanov και τον Ferenc Rados. Μαθητές του έχουν κερδίσει βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου και μουσικής δωματίου και έχουν γίνει δεκτοί σε αναγνωρισμένες σχολές στο εξωτερικό, όπως την Ανώτατη Μουσική Σχολή "Βασίλισσα Σοφία" της Μαδρίτης και το Κονσερβατουάρ Νέας Αγγλίας στη Βοστώνη των ΗΠΑ. Ο Δρ Κωσταντίνου έχει επαινεθεί για τη διδακτική του προσφορά από επώνυμους του χώρου. Επί του παρόντος ζει και διδάσκει στη Λευκωσία, είναι Λέκτορας πιάνου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και καθηγητής πιάνου στα Μουσικά Σχολεία Λευκωσίας.
Biographies GÁBOR VARGA Gábor Varga was born in 1974, Hungary. He was awarded his degree from the Liszt Academy of Music in Budapest in 1998. Since 1997 he is serving as a principal clarinet in the Hungarian Radio Symphony. He also performed as a guest solo artist in Finland, Slovakia, Romania, Austria (Musikverein), Germany (Gewandhaus), France, Spain, China and Taiwan. Mr. Varga is the winner of several international competitions: the Dohnányi Prize in 2000, the XI. International Clarinet Competition in Seville (Spain) as well as the Niveau Prize from the Hungarian Radio in 2001. Between 2005–07 he was engaged with the Singapore Symphony Orchestra. He has performed chamber music with notable musicians such as Márta Gulyás, Péter Nagy, Tamás Vásary, Jenő Jando, Miklós Perényi, Gustav Rivinius. During his career, he has performed several world premieres, including Kovács’s Dream Dances, Fekete’s Csárdás, Durko’s Double Concerto and Szentpali’s Concerto that were all dedicated to him. He has recorded for Hungarian Radio and published CDs in Germany and Taiwan. Mr. Varga is regularly giving master classes in Europe, Asia, North America, South America and taking part of various music festivals. Since 2014 he is Professor of Clarinet at Varga Tibor Faculty of Musical Arts, Győr and Professor of Clarinet at the University of Debrecen.
SINEM SADRAZAM Sinem Sadrazam was born in Kyrenia in 1985. She started her music education at the age of six with piano lessons. In 1996 she was accepted to study viola at the Ankara State Conservatory of Hacettepe University in Turkey, with Prof. Feza Gökmen. She was awarded a Bachelor degree in 2007. Following her studies in Turkey, Sinem holds a Master of the Arts degree from the University of Music and Dramatic Arts in Graz (Austria), where she took chamber music lessons with Prof. Stephan Goerner and viola lessons with Prof. Christian Euler. Sinem has been a member of the Hacettepe Academic Orchestra, the Spanish National Youth Orchestra, the Norwegian National Youth Orchestra, the Mediterranean Youth Orchestra, the Cyprus Youth Symphony Orchestra, the Con Fuoco Chamber Orchestra (Austria), the Erzgebirgische Philharmonie Aue (Germany) and Cyprus Symphony Orchestra. Since 2013, she lives in Cyprus where she teaches viola at the Eastern Mediterranean University and the Near East University. She is a member of the Presidential Symphony Orchestra.
NICOLAS COSTANTINOU Nicolas Costantinou is renowned for impressing his audience with his daring selection of repertoire, old and new, and his ability to perform with extraordinary instrumental ensembles. He has been hailed by critics as ‘…an artist of deep emotions, who is capable of performing music with his whole being and soul…’ (Kaleva) whilst his interpretations have been described as ‘colossal’ and ‘dramatic’ (D. Nicolau). He has given numerous concerts in Europe and the USA and has appeared in prestigious halls such as Wigmore Hall, the Brahms Saal of the Musikverein in Vienna, the Beethoven-Haus in Bonn, and the Grand Hall of the Franz Liszt Academy of Music in Budapest. He has been invited to perform at international festivals around Europe such as the Kuhmo Chamber Music Festival, the Oulunsalo Soi Music Festival (Finland), the Gödöllő Chamber Music Festival (Hungary), the Ledra Music Soloists International Chamber Music Festival and the Kypria Festival (Cyprus). He has performed with the Philharmonia Orchestra, the Russian Chamber Philharmonic St. Petersburg, the Budapest Concert Orchestra, the Failoni Chamber Orchestra, and the Cyprus Symphony Orchestra, with maestros such as Konrad von Abel, Juri Gilbo, Esa Heikkilä, Maciej Zoltowski and Notis Georgiou. In the field of chamber music, he has performed several outstanding musicians, such as Gustav Rivinius, Erkki Rautio, David Cohen, Péter Somodari, Vilmos Szabadi, Tytus Miecznikowski, Gábor Varga, Chloë Hanslip, and the Meta4 and Akadémia String Quartet. Nicolas Costantinou graduated from the Ferenc Liszt Academy of Music in Szeged, the Ferenc Liszt University of Music in Budapest summa cum laude and holds a Master of Music in Performance from the U.S. Cleveland Institute of Music. Recently, he has been awarded a doctorate of philosophy (PhD) from London’s Royal College of Music under the supervision of Prof. Paul Banks, Dr. Julian Jacobson and Dr. Jane Roper. His thesis is entitled The Chamber Music of Ernő Dohnányi; Tradition, Innovation and ‘Hungarianness’. He has also studied with Márta Gulyás, Dr. Daniel Shapiro, Sándor Falvai, Ferenc Kerek, Tania Economou and Wanda Economou-Constantinou and he has participated in master classes held by acknowledged pianists such as Dmitri Bashkirov, Nicolas Economou, Vadim Suchanov and Ferenc Rádos. Nicolas is currently teaching promising new talent in his home country. Many of his students have won numerous prizes at international piano competitions, and have participated in esteemed piano master-classes with renowned professors. Some of his students have been accepted in highly esteemed Academies and Universities, amongst others the Reina Sofía Escuela Superior de Música in Madrid and the New England Conservatory of Music in Boston, USA. Dr Costantinou is currently a Lecturer at the University of Nicosia and also teaches at the Nicosia Music Schools.
ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ Το Γερμανικό Ρομαντικό Τραγούδι Έργα των Φρ. Σούμπερτ, Ρ. Σούμαν, Γ. Μπραμς, Ρ. Στράους Έλλη Αλωνεύτου [μέτζο-σοπράνο] Στέλιος Γεωργίου [τενόρος] Sinem Sadrazam [βιόλα] Νικόλας Κωσταντίνου [πιάνο] Σάββατο, 4 Νοεμβρίου 2017, 7:30 μμ Κινηματοθέατρο Παλλάς, Λευκωσία
Περιηγήσεις με τον ήχο του φλάουτου Έργα των E. Dohnányi, Fr. Martin, C. Frühling, Fr. Doppler, S. Prokofiev, Fr. Liszt János Bálint [φλάουτο] Νικόλας Κωσταντίνου [πιάνο] φιλική συμμετοχή: Ντίμης Δημητριάδης [φλάουτο] Σάββατο, 16 Δεκεμβρίου 2017 | 7:30 μμ Κινηματοθέατρο Παλλάς, Λευκωσία
UPCOMING CONCERTS The Romantic Lied Works by Fr. Schubert, R. Schumann, J. Brahms, R. Strauss Elli Aloneftou [mezzo-soprano] Stelios Georgiou [tenor] Sinem Sadrazam [viola] Nicolas Costantinou [piano] Saturday, 4 November 2017 | 19:30 Pallas Cinema-theatre, Lefkosia Wanderings with the sound of the flute Works by: E. Dohnányi, Fr. Martin, C. Frühling, Fr. Doppler, S. Prokofiev, Fr. Liszt János Bálint [flute] Nicolas Costantinou [piano] Guest appearance: Dimis Demetriades [flute] Saturday, 16 December 2017 | 19:30 Pallas Cinema-theatre, Lefkosia
ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ / TICKETS : www.soldoutticketbox.com
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: Νικόλας Κωσταντίνου Βάντα Οικονόμου-Κωσταντίνου Μαρία Εργατίδου Χρίστος Κωσταντίνου Giovanni Galetti GRAPHIC DESIGN: Hemonides Applied Arts ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ: Dr. Peter Laki PREMIUM SPONSORS (over €2.000): Πολιτιστικές ΥπηρεσΙες ΥπουργεΙου ΠαιδεΙας και Πολιτισμου ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ: Έλενα Γιώργαλλου Φρειδερίκος Βαλετόπουλος Η παραγωγή αυτή κατέστη δυνατή με την ευγενική στήριξη των: Πολιτιστικών Υπηρεσιών Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Το Ledra Music Soloists (LMS) είναι ένα μη κερδοσκοπικό νόμιμο σώμα που δημιουργήθηκε με σκοπό να προώθηση την κλασική μουσική στην Κύπρο και στο εξωτερικό φέρνοντας σε επαφή καταξιωμένους καλλιτέχνες να συνεργαστούν, να ανταλλάξουν εμπειρίες και να παρουσιάσουν την δουλειά τους σε συναυλίες. Ledra Music Soloists (LMS) is a non-profit legal body, which was formed in an effort to promote classical music in Cyprus and abroad by inviting various established artists to collaborate, exchange experiences and finally present their work in concerts.
Ledra Music Soloists: Οδός Μαραθώνος 21, 2413 Λευκωσία τηλ: 22352355 web: www.ledramusic.org email: info@ledramusic.org