LMS033
09/12/2018 | 18:00 ΚΙΝΗΜΑΤΟΘΕΑΤΡΟ ΠΑΛΛΑΣ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΞΑΡΧΟΝΤΕΣ Κουαρτέτα για Βιολί, Βιόλα, Τσέλο και Πιάνο
SIMOS PAPANAS
Concert Master of Thessaloniki State Symphony Orchestra
MÁTÉ SZÜCS
Principal viola of the Berliner Philharmoniker
WO L F G A N G A M A D E U S M O Z A RT |
ΧΟΡΗΓΟI / SPONSORS:
PÉTER SOMODARI
Principal cello of the Wiener Philharmoniker
NICOLAS COSTANTINOU Piano
RO B E RT S C H U M A N N | J O H A N N E S B R A H M S
ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ Ανερχόμενα Αστέρια Έργα των J. S. Bach, L. V. Beethoven, Fr. Chopin, Cl. Debussy, Fr. Liszt Δαυίδ Αναστασίου [πιάνο] Σάββατο, 9 Μαρτίου 2019, 7:00 μ.μ. Αίθουσα συναυλιών Μουσικής Ακαδημίας ΑΡΤΕ
UPCOMING EVENTS Rising Stars Works by J. S. Bach, L. V. Beethoven, Fr. Chopin, Cl. Debussy, Fr. Liszt David Anastasiou [piano] Saturday, 9 March 2019 | 19:00 Arte Music Academy
ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ / TICKETS www.soldoutticketbox.com
Κουαρτέτα για Βιολί, Βιόλα, Τσέλο και Πιάνο Quartets for Violin, Viola, Cello and Piano
WOLFGANG AMADEUS MOZART Barbara Krafft, 1819
ROBERT SCHUMANN
Eduard Bendemann, 1859 Robert-Schumann Haus, Zwickau
JOHANNES BRAHMS
Kurt Hofmann Collection, Hamburg
Πρόγραμμα Wolfgang Amadeus Mozart (1756–1791) Κουαρτέτο για βιολί, βιόλα, τσέλο και πιάνο σε Μι ύφεση μείζονα, KV493 (1786) I. II. III.
Allegro Larghetto Allegretto
Robert Schumann (1810–1856) Κουαρτέτο για βιολί, βιόλα, τσέλο και πιάνο σε Μι ύφεση μείζονα, έργο 47 I. II. III. IV.
Sostenuto assai – Allegro ma non troppo Scherzo. Molto vivace Andante cantabile Finale. Vivace
Διάλειμμα (15’) Johannes Brahms (1833–1897) Κουαρτέτο για βιολί, βιόλα, τσέλο και πιάνο αρ. 3 σε Ντο ελάσσονα, έργο 60 I. II. III. IV.
Allegro non troppo Scherzo. Allegro Andante Finale. Allegro comodo
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα κινητά τηλέφωνα, τα ξυπνητήρια ρολογιών και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές που μπορεί να προκαλέσουν θόρυβο πρέπει να είναι κλειστά. Παρακαλούμε τους αξιότιμους ακροατές μας, όπως μειώσουν την ένταση στον βήχα τους όσο γίνεται περισσότερο. Το κάπνισμα απαγορεύεται εντός του κτιρίου. Απαγορεύεται η ηχογράφηση και η φωτογράφηση, τόσο εντός της αίθουσας, όσο και στο φουαγιέ, χωρίς τη γραπτή άδεια από το LMS.
Programme Wolfgang Amadeus Mozart (1756–1791) Quartet for violin, viola, cello and piano in E-flat major, KV493 (1786) I. II. III.
Allegro Larghetto Allegretto
Robert Schumann (1810–1856) Quartet for violin, viola, cello and piano in E-flat major, op. 47 I. II. III. IV.
Sostenuto assai – Allegro ma non troppo Scherzo. Molto vivace Andante cantabile Finale. Vivace
Intermission (15’) Johannes Brahms (1833–1897) Quartet for violin, viola, cello and piano no. 3 in C minor, op. 60 I. II. III. IV.
Allegro non troppo Scherzo. Allegro Andante Finale. Allegro comodo
IMPORTANT NOTICE: All mobile phones must be switched off. Would patrons also please stifle coughing as much as possible and ensure that watch alarms and any other electrical devices, which may become audible are switched off. No smoking in the auditorium or foyer. No recording or photographic equipment may be taken into the auditorium, nor used in any other part of the Hall without the prior written permission of the Hall Management.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Wolfgang Amadeus Mozart (1756–1791)
Κουαρτέτο για βιολί, βιόλα, τσέλο και πιάνο σε Μι ύφεση μείζονα, KV493 (1786) Ο Mozart, σύμφωνα με τον βιογράφο του, Georg Nissen (1761–1826), άρχισε να γράφει κουαρτέτα για πιάνο, αφού έλαβε εντολή να γράψει τρία τέτοια έργα από τον βιενέζικο εκδότη Franz Anton Hoffmeister (1754–1812). Το πρώτο, στο G minor (KV478), συντάχθηκε το 1785, λίγο πριν ξεκινήσει ο Μότσαρτ την όπερα Le nozze di Figaro, ενώ το δεύτερο, στο E-flat, το επόμενο έτος, μετά την ολοκλήρωση της όπερας. Το Ledra Music Soloists πραγματοποίησε το πρώτο κουαρτέτο στις 9 Απριλίου 2006, με μέλη του Meta4 String Quartet και τον Νικόλα Κωσταντίνου. Η ανάθεση από τον Hoffmeister φαίνεται περίεργη, καθώς ο συνδυασμός βιολιού, βιόλας, βιολοντσέλου και πιάνου ήταν σχετικά καινούργιος την εποχή εκείνη. Ωστόσο, ο Mozart, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία να συμπεριλάβει τη βιόλα, το αγαπημένο του έγχορδο όργανο, άρχισε με ανυπομονησία τη σύνθεση. Ο Hoffmeister δημοσίευσε το Κουαρτέτο σε Σολ ελάσσονα είτε προς το τέλος του 1785 είτε στις αρχές του 1786. Ωστόσο, οι χαμηλές πωλήσεις ανάγκασαν τον Hoffmeister να ακυρώσει την παραγγελία του, πληρώνοντας τον Mozart μόνο για το έργο που είχε ήδη παραλάβει. Παραμένει άγνωστο γιατί ο Mozart αποφάσισε να γράψει το Κουαρτέτο σε Μι ύφεση. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι το έπραξε για χρήση στις δικές του συναυλίες (όπως αυτή στην Πράγα, στις αρχές του 1787). Το έργο τελικά δημοσιεύθηκε από τον Carlo Artaria (1747–1808), το 1787. Το Κουαρτέτο είναι ένα εκλεπτυσμένο και ισορροπημένο έργο, γεμάτο με απαλή και χαλαρή μεγαλοπρέπεια, παρόμοια με αυτήν που συναντάμε και σε άλλα έργα του Μozart, σε Μι ύφεση, της ίδιας εποχής. Το έργο κυμαίνεται ανάμεσα τόσο στο ύφος ενός κοντσέρτου, όσο και σε υφές μουσικής δωματίου. Το εναρκτήριο Allegro είναι γεμάτο από λυρικά θέματα. Το μεγαλοπρεπές αρχικό θέμα αντιπαραβάλλεται από ένα πιο λυρικό δεύτερο σε Σι ύφεση μείζονα, του οποίου, η πρώτη φράση προαναγγέλλεται με παραπλανητικό τρόπο από το πιάνο, πριν ανατεθεί και αναπτυχθεί από το βιολί. Αυτή η πρώτη φράση του θέματος «τρέφει ολόκληρη την ανάπτυξη με τις πλούσιες μετατροπίες της» (Richard Wigmore), η οποία περνά από όχι λιγότερες από εννέα διαφορετικές τονικότητες, πριν φτάσει στην αρχική τονικότητα. Στην επανέκθεση, το δεύτερο θέμα προσεγγίζεται με τον ίδιο παραπλανητικό, αλλά και ανορθόδοξο τρόπο, καθώς η αρχική φράση του θέματος ακούγεται στην ίδια τονικότητα, όπως στην έκθεση. Τώρα αρχίζει με το βιολί και τη βιόλα, με το τσέλο να ακολουθεί σε μίμηση. Το πιάνο αποκαθιστά αυτήν την τονική ανωμαλία, επιστρέφοντας αμέσως στο αρχικό κλειδί της Μι ύφεσης. Ο Wigmore υποστηρίζει ότι «αυτή η λανθασμένη είσοδος στην επανέκθεση απαιτεί μια λύση στην coda, όπου τα έγχορδα επαναλαμβάνουν το θέμα σε τριμερή κανόνα με την απλούστερη εναρμόνιση τονικής και δεσπόζουσας αρμονίας».
Το Larghetto, σε Λα ύφεση μείζονα, είναι μια εγκάρδια κίνηση στη μορφή σονάτας. Μεγάλο μέρος της υφής της είναι πλούσια σε ρυθμικές αναφορές στο μινουέτο. Παρόλα αυτά, η κίνηση είναι πιο έντονη και λιγότερο διακοσμητική από αυτήν του προηγούμενου Κουαρτέτου. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη είναι φλογερή, ξεκινώντας από μια «δραματική επανερμήνευση», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Wigmore, της αρχικής φράσης σε Σι ύφεση ελάσσονα. Αυτή η στιγμή αντηχεί στην coda και η κίνηση ολοκληρώνεται με μια «γαλήνια αίσθηση ηρεμίας» (Daniel Heartz). Το φινάλε είναι ένα θαυμάσιο και χαρούμενο ρόντο, με τα δύο βασικά θέματα να ακολουθούν το ύφος μιας γκαβότ. «Τα σκίτσα του Mozart αποκαλύπτουν ότι είχε απορρίψει δύο σκίτσα του θέματος του φινάλε προτού καταλήξει σε μια εκδοχή που τον ικανοποιούσε. Και πάλι υπάρχει μια αφθονία χαριτωμένων και πικάντικων μελωδιών, αν και ο επικεφαλής πρωταγωνιστής της κίνησης είναι μια ιδέα που αρχικά φαίνεται να είναι απλώς μεταβατική: μια απότομη ομοφωνία στα τρία έγχορδα, στην οποία το πιάνο ανταποκρίνεται με μια φράση με συγκοπές που φαίνεται να εκλιπαρεί. Αυτή η ιδέα σπάνια απουσιάζει για μεγάλο χρονικό διάστημα· επεκτείνεται χρωματικά λίγο πριν την αρχική επιστροφή του κύριου θέματος και, ανακαλώντας την πρώτη κίνηση, ακούγεται σε στενή μίμηση στην coda» (Wigmore).
Robert Schumann (1810–1856)
Κουαρτέτο για βιολί, βιόλα, τσέλο και πιάνο σε Μι ύφεση μείζονα, έργο 47 Το Κουαρτέτο για πιάνο του Schumann σε Μι ύφεση μείζονα, χρονολογείται από το 1842, το έτος κατά το οποίο ο Schumann έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις μουσικής δωματίου. Ο Robert και η σύζυγός του, η νεαρή δεξιοτέχνης πιανίστα Clara Wieck (1819–1896), είχαν παντρευτεί μόνο δύο χρόνια νωρίτερα, μετά από μια μακρά και κουραστική δίκη εναντίον του πατέρα της Κλάρας, Friedrich Wieck (1785–1873), ο οποίος δεν ήθελε να δώσει τη συγκατάθεσή του για τον γάμο. Τα πρώτα τους χρόνια ως ζευγάρι ήταν πραγματικά ευτυχισμένα. Όπως έγραψε σ’ ένα φίλο της, η Κλάρα και ο σύζυγός της χαίρονταν μαζί «πολλές μουσικές απολαύσεις», οι οποίες δεν περιορίζονταν μόνο στη σύνθεση και στο παίξιμο του πιάνου, αλλά επεκτείνονταν και στην ανάλυση των φυγών του Bach και στη μελέτη κουαρτέτων εγχόρδων του Haydn, του Mozart και του Beethoven. Η γνώση που ο Schumann απορρόφησε από αυτήν τη μελέτη αντικατοπτρίζεται σε όλα τα έργα του 1842. Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού, λοιπόν, ο Schumann είχε γράψει τρία κουαρτέτα εγχόρδων (έργο 41), ένα κουιντέτο για πιάνο (έργο 44), το οποίο ήταν και το πρώτο του είδους στο ρεπερτόριο, το παρόν Κουαρτέτο, και ένα τρίο, αυτήν τη φορά, για πιάνο, κλαρινέτο και βιολί, το οποίο ονόμασε Phantasiestücke («Κομμάτια Φαντασίας») (το έργο δημοσιεύθηκε αργότερα ως έργο 88). Ο Schumann άρχισε να γράφει το Κουαρτέτο στις 24 Οκτωβρίου, μόλις δώδεκα ημέρες αφότου τελείωσε το Κουιντέτο και το ολοκλήρωσε μέσα σε ένα μήνα. Το έργο είναι «γεμάτο με χαρακτηριστικές Σουμανικές χειρονομίες και μια αστείρευτη πηγή πλούσιων, ρομαντικών μελωδιών» (Laurie Shulman). Η πρώτη κίνηση ξεκινάει με μια αργή εισαγωγή, Sostenuto assai, παρόμοια με αυτή με την οποία ο Beethoven αρχίζει το Κουαρτέτο εγχόρδων του, έργο 127, παρεμπιπτόντως, στην ίδια τονικότητα. Σε αντίθεση με τον Beethoven, το Sostenuto του Schumann αποτελείται από ένα μοτίβο το οποίο προέρχεται από το κύριο μελωδικό υλικό του ακόλουθου Allegro ma non troppo. Το Allegro ξεκινά με μια τρυφερή, αλλά ρυθμική χειρονομία που συνοψίζει το εισαγωγικό υλικό και η οποία, ακολουθείται από ένα αυτοσχεδιαστικό πέρασμα στο πιάνο. Το δευτερεύον θέμα, που εισάγεται από μια συγκοπή και μια ανιούσα κλίμακα staccato, είναι αντιστικτικό, αποκαλύπτοντας το όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον του Schumann για την αντίστιξη. Στο τέλος της έκθεσης, ο Schumann, και πάλι ακολουθώντας το παράδειγμα του προκατόχου του, επιστρέφει στο Sostenuto, προαναγγέλλοντας έτσι την έναρξη της ανάπτυξης. Το εισαγωγικό υλικό επιστρέφει και πάλι στο τέλος του μέρους αυτού, βοηθώντας στο αποκορύφωμα της κίνησης, που οδηγεί χωρίς παύση στην επανέκθεση. Το Scherzo, σε Σολ ελάσσονα, είναι μια γρήγορη και φανταστική κίνηση που φέρνει στο μυαλό τον κόσμο των ξωτικών και των πνευμάτων του Mendelssohn. O Schumann συμπεριλαμβάνει δύο, αντί ένα, αντιθετικά τρίο, αμφότερα διασκορπισμένα με σύντομες αναφορές στο εισαγωγικό μέρος. Οι συγκοπές στο δεύτερο τρίο είναι αρκετά χαρακτηριστικές της μουσικής του Schumann.
Το τριμερές Andante cantabile, σε Σι ύφεση μείζονα, είναι ένα ερωτικό και νοσταλγικό τραγούδι χωρίς λόγια, το οποίο παρουσιάζεται πρώτα από το τσέλο και στη συνέχεια σε διάλογο με το βιολί. «Ο σταθερός ρυθμικός παλμός και η περιστασιακή ευαίσθητη περίτεχνη υφή αλληλοσυνδέουν τη μελωδία με παιχνιδιάρικη γοητεία, στοργή και ένα είδος ελευθερίας που κινείται με άνεση και ευκολία, παρά τη μεγαλοπρεπή βαρύτητα του ίδιου του ερωτικού τραγουδιού» (Shulman). Μετά από ένα σύντομο μεσαίο μέρος σε στυλ ενός ύμνου, η μελωδία επιστρέφει, τώρα στη βιόλα, η οποία ακολούθως συνεχίζει σε κανόνα με το βιολί. Την τελευταία λέξη έχει το τσέλο, το οποίο τραγουδάει τη μελωδία μιαν τελευταία φορά πάνω από ένα συνεχές ισοκράτημα σε Σι ύφεση στο πιάνο. Η κίνηση τελειώνει με μια ήσυχη coda, που περίτεχνα προαναγγέλλει το Finale. Το Vivace, το οποίο ακολουθεί τη δομή ενός ελεύθερου ρόντο, επιστρέφει στη ζωηρότητα της αρχικής κίνησης. Η έντονη αντιστικτική γραφή αποτίνει φόρο τιμής όχι μόνο στον Bach, αλλά και στον Beethoven, ο οποίος συχνά έγραφε φυγές στο τέλος των πολυμερών σονατών του.
Johannes Brahms (1833–1897)
Κουαρτέτο για βιολί, βιόλα, τσέλο και πιάνο αρ. 3 σε Ντο ελάσσονα, έργο 60 Σύμφωνα με τον Botstein, «η μουσική δωματίου του Brahms αντιπροσωπεύει ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής μουσικής του 19ου αιώνα». Πράγματι, ο Brahms έγραψε αριστουργήματα μουσικής δωματίου καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Όντας ακόμη νεαρός, ο Brahms έγραψε δεκάδες κουαρτέτα εγχόρδων και άλλα έργα μουσικής δωματίου, τα οποία ακολούθως κατέστρεφε, καθώς δεν ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Με την πράξη του αυτή, εξασφάλιζε ότι οι επόμενες γενιές δε θα είχαν πρόσβαση σε αυτές τις «αποτυχημένες» προσπάθειες. Μεταξύ αυτών των πρώιμων συνθέσεων, υπήρχε και ένα κουαρτέτο πιάνου, σε τρεις κινήσεις, σε Ντο δίεση ελάσσονα, το οποίο ο Brahms συνέθεσε το 1855–56. Το έργο περιλάμβανε ένα Andante σε Μι μείζονα και ένα φινάλε στο στυλ ενός σκέρτσο. Μετά από πολλές ιδιωτικές παρουσιάσεις, ο Brahms απέσυρε το έργο και σταμάτησε να το αναθεωρεί. Πέντε χρόνια μετά, συνέθεσε δύο νέα κουαρτέτα για πιάνο, τα οποία δημοσίευσε ως τα έργα 25 και 26. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Brahms αποφάσισε να επανεξετάσει το παλαιότερό του Κουαρτέτο, αναθεωρώντας τις εξωτερικές κινήσεις και μεταφέροντάς τις στη Ντο ελάσσονα. Επίσης, αντικατάστησε το παλαιότερο Andante με ένα νέο, πάλι σε Μι μείζονα και πρόσθεσε ένα φινάλε. Στη συνέχεια, κατέστρεψε την προηγούμενη βερσιόν. Ο Brahms δημοσίευσε το κουαρτέτο αυτό, ως το έργο 60 και έδωσε την πρεμιέρα του στο Musikvereinsaal της Βιέννης, τον Νοέμβριο του 1875, με μέλη του Κουαρτέτου Hellmesberger (που ιδρύθηκε το 1849 από τον αυστριακό βιολιστή Joseph Hellmesberger (1828–1893)).
«Για τον Brahms, όπως και για τον Beethoven, η Ντο ελάσσονα ήταν μια τονικότητα τρομερής έντασης, ανησυχίας, βίας και δράματος» (Botstein). Το Κουαρτέτο αρχίζει με μια δραματική και ελεγειακή εισαγωγή που θέτει αμέσως, όχι μόνο τη διάθεση της κίνησης, αλλά και τον συνολικό χαρακτήρα του κουαρτέτου. Μια «άδεια» συγχορδία στο πιάνο, μια πένθιμη καμπάνα σε τέσσερα Ντο, ξεκινάει την κίνηση. Τα έγχορδα απαντούν, μουρμουρώντας μια φράση, πλούσια σε κατιούσες δευτέρες, οι οποίες είναι γνωστές ως το μοτίβο της «Κλάρας», μια αναφορά στην Clara Schumann (1819–1896). Αυτή η εισαγωγική φράση επαναλαμβάνεται απροσδόκητα έναν τόνο χαμηλότερα και η δραματική αφήγηση βυθίζεται ολοένα και βαθύτερα, φθάνοντας στα βάθη της δεσπόζουσας, πριν ξαφνικά επανέλθει με μια στεντόρεια δήλωση των μοτίβων της «Κλάρας». Το 1868, ο Brahms αποκάλυψε τη σημασία αυτής της ζοφερής εισαγωγής στον φίλο του, μουσικολόγο, Hermann Deiters (1833–1907), με την εξής φράση: «Τώρα φανταστείτε έναν άνθρωπο που πρόκειται να αυτοπυροβοληθεί, γιατί τίποτα άλλο δεν υπάρχει για αυτόν να κάνει». Ο Botstein μας πληροφορεί ότι ο Brahms έκανε μια αναφορά στο τελικό κεφάλαιο του έργου του Johann Wolfgang von Goethe (1749–1832) Die Leiden des jungen Werthers («Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», 1774), κατά το οποίο ο ήρωας αυτοκτονεί λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά του με μιαν παντρεμένη γυναίκα. Ο Brahms μπορεί να έχει ταυτιστεί με τον ήρωα του Goethe, καθώς έτρεφε παρόμοια συναισθήματα για την Clara, η οποία ήταν σύζυγος του αγαπημένου του φίλου, Robert Schumann (1810–1856). Ο Botstein σχολιάζει: «Μετά τον θάνατο του Schumann, το 1856, ο νεαρός Brahms προσπάθησε να επιλύσει τα παθιασμένα συναισθήματά του για την Clara, τα οποία μέχρι στιγμής είχαν φτάσει στο απόγειό τους. Κατά πόσο αυτή η συγκεκριμένη ψυχική οδύνη—ο συναισθηματικός χείμαρρος που περιέβαλλε την απόφασή του να αποκηρύξει μια επίσημη ένωση με τη γυναίκα που αγαπούσε για να αφιερώσει τη ζωή του στην τέχνη του— αντικατοπτρίζεται στο Κουαρτέτο μπορεί να είναι μόνο μια εικασία, αλλά παραμένει το γεγονός ότι η πρώτη κίνηση του έργου 60 αποτελεί ίσως μία από τις πιο ισχυρές και ενδοσκοπικές αφηγήσεις του συνθέτη». Το δεύτερο θέμα, στη ζεστή τονικότητα της Μι ύφεσης μείζονας, έρχεται σε αντίθεση με τη μοτιβική επεξεργασία του προηγούμενου υλικού. Είναι μια εκτενής μελωδία, η οποία ακολουθείται από τέσσερις παραλλαγές. Με την ανάπτυξη, η μουσική οδηγείται σταδιακά προς την κορύφωση, η οποία συμπίπτει με την επανέκθεση και η οποία προσεγγίζεται διαμέσου μιας απροσδόκητης πτώσης. Η επανέκθεση εξελίσσεται ομαλά, μέχρι που μια νέα πορεία για κλιμάκωση οδηγεί σε μια ακόμα μεγαλύτερη κορύφωση, προτού το αρχικό μοτίβο ολοκληρώσει το Allegro con moto. Η δεύτερη κίνηση είναι γραμμένη σε ρυθμό 6/8 και είναι πολύ παρόμοια σε στυλ με άλλα σκέρτσο του Brahms (ειδικά αυτό από το Κουιντέτο για Πιάνο, έργο 34 και την κίνηση Sonatensatz για βιολί και πιάνο). Αντί για ένα τρίο, υπάρχει ένα «λιγότερο δαιμονικό τμήμα», το οποίο υπονοεί την τονική μείζονα, αλλά πότε δεν καταλήγει σε αυτήν, και το οποίο «χαρακτηρίζεται από ένα μελωδικό περίγραμμα εμπλουτισμένο με ουγγρικούς ρυθμούς. Οι τελευταίες στιγμές της κίνησης είναι τόσο ογκώδεις σε ορχηστρικό ήχο, όσο αυτές στην coda της πρώτης κίνησης» (Botstein).
Το Andante διαθέτει μια από τις πιο εκτενείς και όμορφες μελωδίες σε όλο το έργο του Brahms. Το θέμα παρουσιάζεται πρώτα από το τσέλο και στη συνέχεια, σε διάλογο μεταξύ του βιολιού και του τσέλο. Για πρώτη φορά στο Κουαρτέτο, η συναισθηματική ένταση υποχωρεί, αποκαθιστώντας τη γαλήνη και τη ζεστασιά. Η τελευταία κίνηση, σε δομή σονάτας, ανοίγει με μια εκτεταμένη μελωδία στο βιολί πάνω από μια σταθερή συνοδεία συνεχόμενων ογδόων στο πιάνο, η οποία προσβλέπει στο φινάλε της μεταγενέστερης Σονάτας για βιολί σε Σολ μείζονα, έργο 78. Παρά την ασματική της φύση, η κίνηση διακατέχεται από ανησυχία και παράπονο, κάτι που γίνεται εμφανές, καθώς η αρχική αυτή μελωδία οδηγείται στο αποκορύφωμά της, το οποίο οδηγεί στο δεύτερο θέμα. Ακολούθως, ακούμε ένα θρησκευτικό σε ύφος χορικό (τρίτο θέμα), το οποίο έρχεται σε αντίθεση με το προηγούμενο υλικό. Η ανάπτυξη είναι αποσπασματική και πλούσια σε αρμονικές αλυσίδες, οι οποίες είναι σχεδόν ονειρικές και φέρονται να περιπλανούνται άσκοπα. Στο τέλος της επανέκθεσης, το χορικό εμφανίζεται μεγαλοπρεπώς στο πιάνο, οδηγώντας κατευθείαν στην coda, η οποία, σε αντίθεση με την πρώτη κίνηση, τελειώνει «απρόσμενα και διστακτικά» (Botstein). Έχει σχολιαστεί ότι το Κουαρτέτο σε Ντο ελάσσονα προκάλεσε στον Brahms περισσότερη ταλαιπωρία από οποιοδήποτε άλλο έργο και έτσι μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο αυτοβιογραφικό του έργο. Δρ Νικόλας Κωσταντίνου
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΙΜΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣ Ο Σίμος Παπάνας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1979. Σπούδασε βιολί, μπαρόκ βιολί, σύνθεση και μαθηματικά. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο Νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης, και τις ολοκλήρωσε στο Oberlin College και το Yale Universlty στις Η.Π.Α. Καθηγητές του υπήρξαν ο Arnaoudov, ο Taras Gabora, ο Erick Friedman (βιολί), η Marilyn Mc Donald (μπαρόκ βιολί) και ο Χρήστος Σαμαράς (σύνθεση). Έχει συμπράξει ως σολίστ με πολλές ορχήστρες, μεταξύ των οποίων οι: Ορχήστρα του Θεάτρου Bolshoi, Geneva Camerata, Kammerorchester Basel, Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, Φιλαρμονική της Σόφιας, Σολίστες της Σόφιας, Κρατική Ορχήστρα της Κύπρου, Συμφωνική του Μονάχου, Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, Μπαρόκ Ορχήστρα «1756» του Σάλτσμπουργκ, Louisiana Sinfonietta, American Bach Soloists και Philharmonia Moments Musicaux της Ταϊβάν . Ως σολίστ έχει επίσης ηχογραφήσει για τις εταιρίες Deutsche Grammophon, BIS και Centaur. Μεταξύ των φεστιβάλ στα οποία έχει συμμετάσχει, συγκαταλέγονται το Φεστιβάλ του Verbier, τα Sommets Musicaux Gstaad (Ελβετία), τα Bristol Proms, το Φεστιβάλ της Pollenca (Μαγιόρκα, Ισπανία), το Διεθνές Φεστιβάλ Βιολιού της Αγ. Πετρούπολης, το Φεστιβάλ Αθηνών και το Φεστιβάλ Μουσικής του Τόκυο. Οι συνθέσεις του έχουν παρουσιαστεί και ηχογραφηθεί σε πολλά μέρη του κόσμου (Η.Π.Α., Ρωσία, Καναδάς, Περού, Ιράν, Ιαπωνία, Ταϊβάν και στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες), συμπεριλαμβανομένων και θεατρικών φεστιβάλ όπου παρουσιάστηκε μουσική για θέατρο. Από το έτος 2003, είναι μόνιμος εξάρχων της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης.
MATE SZÜCS Ο Máté Szücs έχει πρόσφατα διοριστεί καθηγητής βιόλας στη Haute École de Musique της Γενεύης, στην Ελβετία. Μέχρι πρόσφατα, υπήρξε ο κορυφαίος του τμήματος της βιόλας στη διεθνούς φήμης Φιλαρμονική του Βερολίνου για επτά συναπτά έτη (2011–2018). Κατά τη διάρκεια της τελευταίας σεζόν, ο κ. Szücs εμφανίστηκε ως σολίστ, ερμηνεύοντας το Κοντσέρτο για βιόλα του Bartók. Προηγουμένως, ο κ. Szücs υπήρξε η πρώτη βιόλα μιας σειράς διάσημων ορχηστρών, όπως της Βασιλικής Φιλαρμονικής της Φλάνδρας, της Bamberger Symphoniker, της Sächsische Staatskapelle Dresden, της Ραδιοφωνικής Ορχήστρας της Φρανκφούρτης και της Deutsche Kammerphilharmonie Bremen. Δίπλα στα ορχηστρικά του καθήκοντα, ο κ. Szücs συμμετέχει τακτικά σε σύνολα μουσικής δωματίου. Έχει ήδη συμμετάσχει σε διάφορα σύνολα, όπως το Mendelssohn Ensemble, το Trio Dor, το Enigma Ensemble και το Fragments Ensemble, ενώ παράλληλα, έχει συμπράξει με πολύ αξιόλογους μουσικούς, όπως τους βιολονίστες Janine Jansen, Frank-Peter Zimmermann, Baiba Skride, Christian Tetzlaff, Vadim Repin, Ilja Gringolts, Kristóf Baráti, τον βιολίστα Vladimir Mendelssohn, τον τσελίστα István Várdai και τον πιανίστα Dénes Várjon. Επιπλέον, ο κ. Szücs είναι ένας ενθουσιώδης καθηγητής. Από το 2006, διδάσκει στο Καλοκαιρινό Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου (Δανία), ενώ κατά τη διάρκεια των ετών 2012–2014 έχει διδάξει βιόλα στο Φεστιβάλ Britten-Pears στο Aldeburgh (Αγγλία). Η προηγούμενη διδακτική του εμπειρία περιλαμβάνει θέσεις διδασκαλίας στο Μουσικό Πανεπιστήμιο του Saarbrücken, στην Ακαδημία Karajan της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, στο Πανεπιστήμιο Μουσικής του Hanns Eisler στο Βερολίνο και στην Ακαδημία Μουσικής Franz Liszt στη Βουδαπέστη. Επιπλέον, δίνει τακτικά μαθήματα σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Μίσιγκαν, το Λονδίνο, το Βερολίνο, οι Βρυξέλλες, το Στρασβούργο, η Σεούλ και το Τόκιο. Ο κ. Szücs έχει κερδίσει πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων και βραβεία σε αρκετούς εθνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς, όπως τα πρώτα βραβεία στον Διεθνή Διαγωνισμό Βιολιού και Βιόλας στη Λιέγη (Βέλγιο), τον Διαγωνισμό Βιολιού του Szeged (Ουγγαρία) και τον Ουγγρικό Διαγωνισμό Μουσικής Δωματίου, καθώς και το ειδικό βραβείο στον Ουγγρικό Διαγωνισμό Βιολιού Νέων Καλλιτεχνών. Επιπλέον, ήταν φιναλίστ στον Διεθνή Διαγωνισμό Βιόλας Jean Françaix στο Παρίσι και έλαβε βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Μουσικής Tenuto στις Βρυξέλλες. Ο κ. Szücs έχει αποφοιτήσει με τις υψηλότερες διακρίσεις από το Βασιλικό Κονσερβατουάρ των Βρυξελλών και το Βασιλικό Ωδείο της Φλάνδρας, ενώ παράλληλα, είναι κάτοχος διπλώματος από το Chapelle Musicale Reine Elisabeth.
PETER SOMODARI Ο Péter Somodari υπηρετεί σήμερα καθήκοντα κορυφαίου βιολοντσελίστα, τόσο στην Κρατική Όπερα της Βιέννης, όσο και στη Φιλαρμονική Ορχήστρα Βιέννης. Παράλληλα, εμφανίζεται συχνά με γνωστούς καλλιτέχνες σε συναυλίες μουσικής δωματίου, όπως ο Christian Tetzlaff, ο Λεωνίδας Καβάκος, η Patricia Kopatchinskaja, η Tabea Zimmermann, ο Boris Pergamenschikow, ο Truls Mørk, ο Miklós Perényi, ο Alexei Lubimov και ο συνθέτης György Kurtág. Επιπλέον, έχει διατελέσει μέλος του Κουαρτέτου Keller (2001–04) και της Ορχήστρα Εγχόρδων Δωματίου Βουδαπέστης (1997–2001), όπου εκτός από κορυφαίος βιολοντσελίστας, συχνά εμφανιζόταν και ως σολίστ. Έχει, επίσης, διατελέσει μέλος της Κρατικής Ορχήστρας της Όπερας Ουγγαρίας καθώς και ως κορυφαίος βιολοντσελίστας της Συμφωνικής Ορχήστρας της Λουκέρνης (2004–12). Ο κ. Somodari είναι απόφοιτος της σχολής Hochschule für Musik Saar στο Saarbrücken και της Ακαδημίας Ferenc Liszt στη Βουδαπέστη. Έχει δουλέψει με τους καθηγητές László Mező, Miklós Perényi, Gustav Rivinius, Ferenc Rados και György Kurtág, λαμβάνοντας σημαντικές παρορμήσεις που τον τοποθετούν σήμερα ως ένα από τους σημαντικότερους τσελίστες της πατρίδας του, Ουγγαρίας. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Μουσικής στο Markneukirchen (2005), στον Διεθνή Διαγωνισμό Βιολοντσέλου της Πράγας και στον Εθνικό Διαγωνισμό Βιολοντσέλου της Ουγγαρίας (1993 και 1996). Ο Somodari έλαβε τα πρώτα του μαθήματα στο τσέλο στην ηλικία των τεσσάρων στη γενέτειρά του Veszprém.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ο Νικόλας Κωσταντίνου έχει την ικανότητα να εντυπωσιάζει το κοινό, τόσο με τις τολμηρές επιλογές του από παραδοσιακό και μοντέρνο ρεπερτόριο, όσο και με τις εμφανίσεις του με ασυνήθιστα μουσικά σχήματα. Έχει επαινεθεί από κριτικούς μουσικής ως «… καλλιτέχνης με βαθύτατα αισθήματα, ο οποίος είναι ικανός να ερμηνεύει μουσική με ολόκληρη τη ψυχή και το είναι του…» (Kaleva) και οι ερμηνείες του έχουν χαρακτηριστεί ως «κολοσσιαίες» και «δραματουργικά πλούσιες» (D. Nicolau). Έχει δώσει συναυλίες στην Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Κύπρο, Ουγγαρία, Φιλανδία, Πορτογαλία, Τουρκία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και έχει φιλοξενηθεί στο Wigmore Hall (Λονδίνο), στο Musikverein (Βιέννη), στο Beethoven-Haus (Βόννη) και στη Μουσική Ακαδημία Ferenc Liszt (Βουδαπέστη). Ο Δρ. Κωσταντίνου έχει εμφανιστεί σε διεθνή Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου, όπως το Kuhmo, το Oulunsalo Soi (Φινλανδία), το Gödöllő (Ουγγαρία), το Ledra Music Soloists και τα Κύπρια (Κύπρος). Έχει εμφανιστεί με τη Philharmonia Orchestra, τη Ρωσική Φιλαρμονική Ορχήστρα Δωματίου Αγ. Πετρούπολης, την Ορχήστρα Κονσέρτου Βουδαπέστης, την Ορχήστρα Μουσικής Δωματίου Failoni και τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, με μαέστρους όπως τον Esa Heikkilä, τον Konrad von Abel, τον Juri Gilbo, τον Νότη Γεωργίου και τον Maciej Zoltowski. Ο Δρ. Κωσταντίνου συχνά συνεργάζεται με ένα ποικίλο φάσμα καταξιωμένων μουσικών, καθώς και τραγουδιστών. Οι συνεργασίες του στον τομέα της μουσικής δωματίου συμπεριλαμβάνουν διεθνώς αναγνωρισμένους σολίστες, όπως οι βιολονίστες Vilmos Szabadi, Chloë Hanslip, Kazuhiro Tagaki, Νίκος Πίττας, Wolfgang Schroeder, οι τσελίστες Gustav Rivinius, Erkki Rautio, David Cohen, Péter Somodari, Tytus Miecznikowski, οι φλαουτίστες János Bálint, Virginie Bove, ο ομποΐστας Francesco Quaranta, ο κλαρινετίστας Gábor Varga και τα κουαρτέτα εγχόρδων Meta4 και Akadémia. Η αγάπη του για το κλασικό, λόγιο τραγούδι συμπεριλαμβάνουν συνεργασίες με τραγουδιστές, όπως οι σοπράνο Μαργαρίτα Ηλία, Κατερίνα Μηνά, Ζώη Νικολαΐδου, η μέτζο-σοπράνο Έλλη Αλωνεύτου, ο τενόρος Christian Zenker και ο βαρύτονος Κύρος Πατσαλίδης. O Δρ Κωσταντίνου έχει παρουσιάσει με τον βιολονίστα Νίκο Πίττα και με τον τσελίστα Péter Somodari ολόκληρη τη σειρά έργων του L.V. Beethoven για βιολί και πιάνο (2013–14), και για βιολοντσέλο και πιάνο (2015–16). Παράλληλα, συχνά παρουσιάζει έργα Κυπρίων συνθετών στην Κύπρο και στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων και πρώτων παγκόσμιων παρουσιάσεων. Ο Νικόλας Κωσταντίνου είναι απόφοιτος του μουσικού τμήματος του Πανεπιστημίου του Σέγκεντ, του Πανεπιστημίου Μουσικής Ferenc Liszt στη Βουδαπέστη, του Ινστιτούτου Μουσικής στο Cleveland του Οχάιο, καθώς και του Βασιλικού Κολλεγίου Μουσικής του Λονδίνου, και είναι κάτοχος των τίτλων Master of
Music in Performance, και Διδακτορικού (PhD). Η διδακτορική του διατριβή έχει τίτλο «Η Μουσική Δωματίου του Ernő Dohnányi: Παράδοση, Καινοτομία και Ουγγρική Ταυτότητα». Έχει δουλέψει με τη Μárta Gulyás, τον Dr Daniel Shapiro, τον Sándor Falvai, τον Ferenc Kerek, τον Julian Jacobson, την Τάνια Οικονόμου και τη Βάντα ΟικονόμουΚωνσταντίνου. Μελέτησε επίσης, μεταξύ άλλων, με τον Dmitri Bashkirov, τον Νικόλα Οικονόμου, τον Vadim Suchanov και τον Ferenc Rados. Μαθητές του έχουν κερδίσει βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου και μουσικής δωματίου και έχουν γίνει δεκτοί σε αναγνωρισμένες σχολές στο εξωτερικό, όπως την Ανώτατη Μουσική Σχολή «Βασίλισσα Σοφία» της Μαδρίτης και το Κονσερβατουάρ Νέας Αγγλίας, στη Βοστώνη των ΗΠΑ. Ο Δρ. Κωσταντίνου έχει επαινεθεί για τη διδακτική του προσφορά από επώνυμους του χώρου. Επί του παρόντος, ζει και διδάσκει στη Λευκωσία, είναι Λέκτορας πιάνου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και καθηγητής πιάνου στα Μουσικά Σχολεία Λευκωσίας.
PROGRAMME NOTES Wolfgang Amadeus Mozart (1756–1791)
Quartet for violin, viola, cello and piano in E-flat major, KV493 According to his biographer, Georg Nissen (1761–1826), Mozart began writing piano quartets after he received a commission to write three such works from his Viennese publisher Franz Anton Hoffmeister (1754–1812). The first one, in G minor (KV478), was composed in 1785, just before Mozart begun work on his opera Le nozze di Figaro, while the second, in E-flat, the following year, after completion of the opera. Ledra Music Soloists performed the First Quartet on 9 April 2006 with members of the Meta4 String Quartet and Nicolas Costantinou. Hoffmeister’s request seems odd, as the combination of violin, viola, cello and piano was relatively new at the time. However, Mozart, seizing the opportunity to include the viola, his favourite stringed instrument, eagerly begun composition. Hoffmeister published the Quartet in G minor either towards the end of 1785, or early 1786. However, poor sales forced Hoffmeister to cancel his commission, paying Mozart only for the work that he had already published. It is unknown why Mozart decided to write the Quartet in E-flat. However, evidence suggests that he did so for use in his own concerts (such as the one in Prague, early in 1787). It was eventually published by Carlo Artaria (1747–1808) in 1787. The Quartet is a refined and balanced work, infused with a mellow and relaxed grandeur, similar to the one found in other works in E-flat from the same time. The work oscillates between concerto-like writing and chamber music textures. The opening Allegro is full of of lyrical themes. The grandiose opening theme is contrasted by a more lyrical second in B-flat major, which, at first, is deceptively announced by the piano and immediately taken up and developed by the violin. This preannouncement “fertilises the whole of the widely modulating development” (Richard Wigmore), which moves through no less than nine different tonalities before reaching the tonic. In the recapitulation, the second subject is introduced with the same preannouncement, and oddly enough, through the same key as in the exposition. It now begins with the violin and viola, with the cello following in imitation. The piano restores this tonic oddity by returning immediately to the home key of E-flat. Wigmore argues that, “this ‘wrong key’ entry in the recapitulation demands a resolution in the coda, where the strings reiterate the theme in three-part canon with the simplest tonic and dominant harmony.” The A-flat major Larghetto is a heartfelt movement in sonata form. Much of its texture is rich in rhythmical references to the minuet. In spite of this, the movement is more intense and less decorative that the one found in the earlier Quartet. For instance, the development is impassionate, beginning with a “dramatic re-interpretation”, to use Wigmore’s words, of the opening phrase in B-flat minor. This moment is echoed in the coda, and the movement ends in a “blissful sense of peace” (Daniel Heartz).
The finale is a wonderful and joyous rondo, with its two main themes fashioned in the style of a gavotte. “Mozart’s sketches reveal that he discarded two drafts of the finale’s […] theme before arriving at a version that satisfied him. Again there is an abundance of graceful and piquant melody, though the movement’s chief protagonist is an idea that at first seems to be merely transitional: a brusque unison for the three strings answered by a pleading syncopated phrase on the piano. This idea is rarely absent for long, chromatically expanded just before the initial return of the main theme and, in an echo of the first movement, sounded in close canonic imitation in the coda.” (Wigmore)
Robert Schumann (1810–1856)
Quartet for violin, viola, cello and piano in E-flat major, op. 47 Schumann’s Piano Quartet in E-flat major, dates from 1842, the year which Schumann wrote his first chamber music compositions. Robert and his wife, the young virtuoso pianist Clara Wieck (1819–1896), had been married for only two years, following a long and tiresome lawsuit against Clara’s father, Friedrich Wieck (1785–1873), who would not give his blessing. Their first years as a couple were truly blissful. As she wrote to a friend, she and her husband enjoyed “so many musical pleasures” together, which were surely not limited to composing and playing the piano, but also extended to analyzing the fugues of Bach and studying the string quartets of Haydn, Mozart and Beethoven. What Schumann was able to learn from this study is reflected in all the works of 1842. During the year, Schumann completed three string quartets (op. 41), a piano quintet (op. 44), the latter also being the first of its kind in the repertoire, the present Piano Quartet and a trio for piano, clarinet, and violin, which he called Phantasiestücke (“Fantasy Pieces”) (published later as op. 88). Schumann begun work on the Quartet on 24 October, only twelve days upon finishing the Quintet, and completed it within a month. It is “filled with characteristic Schumannesque gestures and a glorious fount of lush, romantic melodies” (Laurie Shulman). The first movement begins with a slow introduction, marked Sostenuto assai, similar to the one with which Beethoven begins his String Quartet, op. 127, incidentally, in the same key. In contrast with Beethoven, Schumann’s Sostenuto is made up of fragments taken from the main melodic material with which the ensuing Allegro ma non troppo begins. The Allegro is underway with a tender, but rhythmical, gesture summing up the introductory material that is followed by an improvisatory-like passage on the piano. The subsidiary subject, introduced by a syncopation and an upward a staccato scale, is contrapuntal, revealing Schumann’s growing interest in counterpoint. At the end of the exposition, Schumann, again following the example of his predecessor, returns to the Sostenuto, thus, marking the beginning of the development. The introductory material returns again at the end of the development aiding in its culmination, subsequently leading to the recapitulation.
The G minor Scherzo is a nimble and imaginative movement that brings to mind Mendelssohn’s world of elves and spirits. Schumann includes two contrasting trio sections, both interspersed with brief allusions to its opening staccato figure. The syncopation of the second trio is quite characteristic of Schumann. The ternary-shaped Andante cantabile, in B-flat major, is a loving and nostalgic song without words, sung first by the cello alone, and then in canon with the violin. “The constant, rhythmic pulse and occasional delicate filigree interlaces the melody with playful charm, affection and a kind of freedom that moves spaciously and easily in contrast to the stately, weightiness of the love song itself” (Shulman). After a brief, hymn-like middle section, the melody returns, now on the viola, which shortly thereafter engages in canon with the violin. The final word is left to the cello, which sings the melody one last time over a sustained B-flat pedal in the piano. The movement ends with a quiet coda, that artfully anticipates the Finale. A kind of free rondo, the Vivace recaptures the briskness of the opening movement. It’s intense fugal writing pays tribute, not only to Bach, but also to Beethoven who often likened to end his multimovement sonata works with fugues.
Johannes Brahms (1833–1897)
Quartet for violin, viola, cello and piano no. 3 in C minor, op. 60 According to Botstein, “Brahms’s chamber music represents one of the great achievements of nineteenth-century European music”. Indeed, Brahms wrote chamber music masterpieces throughout his career. During his early years Brahms wrote dozens of string quartets and other chamber music works, which he then destroyed, as he was not satisfied with the result. By doing so, he ensured that posterity would not have access to these “failed” efforts. Amongst these early compositions, there was a threemovement Piano Quartet in C-sharp minor that Brahms wrote in 1855–56. The work included an Andante in E major and a scherzo-like finale. After several private performances, Brahms withdrew it and gave up making further revisions. Five years later, he composed two new Piano Quartets, publishing them as opp. 25 and 26. Twenty years later, Brahms revisited his earlier rejected Piano Quartet. He reworked the original outer movements and transposed them into C minor, substituted the earlier E-major Andante with a new one and added a finale. Subsequently, he destroyed the earlier version. Brahms published the Quartet as his op. 60 and gave its premiere in Vienna’s Musikvereinsaal in November 1875 with members of the Hellmesberger Quartet (founded in 1849 by Austrian violinist Joseph Hellmesberger (1828–1893)). “For Brahms, as for Beethoven, C minor was a key of driving intensity, restlessness, forcefulness, and drama.” (Botstein) The Quartet opens with a dramatic and elegiac introduction that immediately sets not only the mood of the movement, but the overall character of the work. An ‘empty’ chord on the piano, a mournful bell on four Cs opens the movement. The strings answer, murmuring a phrase, rich in
descending seconds, which have been often called the “Clara” motive, a reference to Clara Schumann (1819–1896). The opening phrase is then unexpectedly repeated a whole-step lower and the dramatic narrative continuously immerses deeper and deeper into the depths of the dominant realm, before suddenly a stentorian statement of the “Clara” motive restores the movement. In 1868, Brahms revealed the meaning of this gloomy introduction to his friend, musicologist, Hermann Deiters (1833–1907) with the following, often quoted, remark: “Now imagine a man who is just going to shoot himself, because nothing else remains for him to do.” Botstein informs us that this was a reference to the last chapter of Johann Wolfgang von Goethe’s (1749–1832) Die Leiden des jungen Werthers (“The Sorrows of Young Werther”, 1774), in which the hero shoots himself over his unrequited love for a married woman. Brahms may have identified with Goethe’s hero, as he himself had similar feelings for Clara, who was the wife of his dear friend Robert Schumann (1810–1856). Botstein comments: “In the wake of Robert Schumann’s death in 1856, the young Brahms attempted to resolve his passionate feelings for Clara, which by this time had reached a feverish pitch. While it is only speculation whether or not this particular anguish—the emotional torrent surrounding his decision to renounce a formal union with the woman he loved in favor of dedicating his life to his art—is reflected in the Quartet, the consequent first movement of Op. 60 is one of his most powerful and introspective narratives.” The second subject, presented in the warm key of E-flat major, is in contrast to the motivic treatment of the previous material. It is an extended melody followed by four variations. The development gradually builds in tension finding its way to the recapitulation which unexpectedly coincides with a false cadence on A-flat major. The recapitulation continues as expected but towards the end there is a gradual and intense build up that leads to an even bigger climax, before the opening motive of the movement brings the movement to its end. The second movement is in a driving 6/8 rhythm, much similar in style with other Brahms scherzos (notably those from the Piano Quintet, op. 34 and the Sonatensatz for violin and piano). Instead of a trio, there is a “less demonic section” that hints at the tonic major, but never actually comes to rest in it, and “features a melodic outline inflected with Hungarian rhythms. The final moments of the movement are as massive in their orchestrally conceived sound as those in the coda of the first movement.” (Botstein) The Andante features one of the longest and most beautiful melodies in all of Brahms, that is first given to the cello and then appears in dialogue between the violin and cello. For the first time in the Quartet, the emotional tension subsides giving rise to serenity and warmth. The last movement, in sonata structure, opens with an extended melody on the violin over a steady accompaniment of continuous eighth notes on the piano, that looks forward to the Finale of the later Violin Sonata in G major, op. 78. In spite of its songlike grace, the movement is underlined by anxiety and discontent, which becomes evident as this initial melody rises to its climax which leads uninterruptedly to the second subject.
Following this, we hear a quasi-religious chorale, in fact the third subject, that comes in great contrast with the previous material. The sequential and fragmentary development section is almost dreamlike and meandering. At the end of the recapitulation, the chorale-like theme appears majestically on the piano, leading directly into the coda, which, unlike the first movement, ends “abruptly and irresolutely” (Botstein). It has been commented that the Quartet in C minor caused Brahms more suffering than any other work, and may thus, be regarded as his most autobiographical work. Dr Nicolas Costantinou
Ο Brahms στη βιβλιοθήκη του Δρ. Victor von Miller στη Βιέννη Brahms in the Vienna Library of Dr Victor von Miller
BIOGRAPHIES SIMOS PAPANAS Simos Papanas was born in Thessaloniki, Greece in 1979. At the age of 16 he had already completed his studies in violin and music theory at the New Conservatory of Thessaloniki. By that time he had already been a first prize winner at various Greek musical competitions, as well as the competition of the Hellenic Mathematical Society. He holds a M.S. in Mathematics from Yale University, as well as B. Music and B.A. with highest honors in Mathematics from Oberlin College. He has won first prize at the American Bach Soloists baroque violin competition (2000), the Kaufmann award in violin and Orr prize in mathematics by Oberlin College, and well as the first position for a Benefactors Scholarship by the University of Cambridge. In 2002 we won the concertmaster position of the Thessaloniki State Symphony orchestra, and he settled in Greece. Along with his orchestral work, Mr. Papanas is enjoying a successful career in Greece and abroad on both modern and baroque violins. His compositions for violin and chamber ensembles, as well as his music for theatre, have been presented by important artists in Europe, Asia and America. In March 2009 he premiered his Violin Concerto with the Athens State Orchestra. His music for Izumi Ashizawa's experimental Noh Theatre productions "Medusa" and "Blue Rocks", has been successfully presented at numerous international theatrical festivals (New York Fringe, Seattle, Tehran etc.), as well as the 22nd Tokyo Music Festival. Along with violinist G. Demertzis and the Thessaloniki State Symphony Orchestra, he has recorded for BIS the double violin concerto by N. Skalkottas. He has also recorded the 1st Violin Concerto of Dinos Constantinides (MAGNI). Mr. Papanas performed as a soloist with the Thessaloniki State Symphony Orchestra, the Athens State Orchestra, the Orchestra of Patras, the Athens Camerata, the Greek National Radio Orchestra, the Bolshoi Orchestra, the Munich Symphony Orchestra, the Southwest Germany Symphony Orchestra, the Sofia Philharmonic, the Sofia Sinfonietta, the Orchestra of the Black Sea, the Debrecen Symphony Orchestra, the Cyprus State Orchestra and the New Hellenic Quartet. He has played concerts in the U.S., Canada, Greece, Cyprus, Italy, France, Norway, Germany, Bulgaria, Hungary, F.Y.R.O.M., Egypt, Brazil, China and Japan. He has given master classes at the Thuringische Sommerakademie, the Louisiana State University and numerous summer fesitvals in Greece. Mr. Papanas studied violin with Peter Arnaoudov, Stelios Kafantaris, Taras Gabora (Oberlin Conservatory), Erick Friedman (Yale School of Music), baroque violin with Marilyn Mc Donald (Oberlin), and composition with Christos Samaras.
MÁTÉ SZÜCS Máté Szücs has been recently appointed viola professor at the Haute École de Musique in Genève, Switzerland. Until very recently, he has served as the principal viola of the world-renown Berlin Philharmonic for seven consecutive years (2011–2018). During the last season, Mr. Szücs appeared as soloist, performing Bartók’s Concerto for Viola, to high critical acclaim. Previously, Máté has served as the principal viola of a number of prestigious orchestras, such as the Royal Philharmonic Orchestra of Flanders, the Bamberger Symphoniker, the Sächsische Staatskapelle Dresden, the Frankfurt Radio Orchestra and at the Deutsche Kammerphilharmonie Bremen. Next to his orchestral duties, Mr. Szücs enjoys playing chamber music. He has been a member of various chamber ensembles, such as the Mendelssohn Ensemble, the Trio Dor, the Enigma and the Fragments Ensemble, and has performed alongside highly esteemed musicians, such as violinists Janine Jansen, Frank-Peter Zimmermann, Baiba Skride, Christian Tetzlaff, Vadim Repin, Ilja Gringolts, Kristóf Baráti, violist Vladimir Mendelssohn, cellist István Várdai and pianist Dénes Várjon. In addition, Mr. Szücs is an avid teacher. He has been, since 2006, teaching at the Thy Chamber Music Summer Festival (Denmark) and during the years 2012–2014 he has taught viola at the Britten-Pears Festival in Aldeburgh (England). His previous teaching experience includes teaching positions at the University of Music in Saarbrücken, at the Karajan Academy of the Berlin Philharmonic Orchestra, at the Hanns Eisler University of Music in Berlin and at the Franz Liszt Academy of Music in Budapest. Furthermore, he is regularly giving master classes in cities like New York, Los Angeles, Michigan, London, Berlin, Brussels, Strasbourg, Seoul and Tokyo. Mr. Szücs has won numerous prizes and awards in a number of national and international competitions, such as First Prizes at the International Violin and Viola Competition in Liège, Belgium, the Violin Competition of Szeged, Hungary and Hungarian Chamber Music Competition, as well as the special Prize at the Hungarian Violin Competition for Young Artists. Furthermore, he was a finalist at the International Viola Competition Jean Françaix in Paris and a laureate at the Tenuto International Music Competition in Brussels. Mr. Szücs has a graduated with the highest distinctions from the Royal Conservatory of Brussels and the Royal Conservatory of Flanders, and holds an honours diploma from the Chapelle Musicale Reine Elisabeth.
PÉTER SOMODARI Currently serving as the principal cellist of both the Vienna State Opera and the famous Vienna Philharmonic Orchestra, Péter Somodari often appears with renowned musicians in chamber music concerts. He has collaborated with such artists such as Christian Tetzlaff, Leonidas Kavakos, Patricia Kopatchinskaja, Tabea Zimmermann, Boris Pergamenschikow, Truls Mørk, Miklós Perényi, Alexei Lubimov and the composer György Kurtág. In addition, he has been a member of the Keller Quartet (2001–04) and the Budapest Strings Chamber Orchestra (1997–2001) where in addition to being their solo cellist he often appeared as a soloist as well. He has also served as a member of the Hungarian State Opera Orchestra and the solo cellist of the Lucerne Symphony Orchestra (2004–12). Mr. Somodari is a graduate of the Hochschule für Musik Saar in Saarbrücken and the Ferenc Liszt Academy of Music in Budapest. He has worked with such professors László Mező, Miklós Perényi, Gustav Rivinius, Ferenc Rados and György Kurtág having received such important impulses that today place him one of the foremost cellists of his home country, Hungary. He has been the recipient of numerous awards, including first prize at the 2005 International Music Competition in Markneukirchen. Péter received his first lessons in cello at the age of four in his hometown Veszprém.
NICOLAS COSTANTINOU Nicolas Costantinou is renowned for impressing his audience with his daring selection of repertoire, old and new, and his ability to perform with extraordinary instrumental ensembles. He has been hailed by critics as ‘…an artist of deep emotions, who is capable of performing music with his whole being and soul…’ (Kaleva) whilst his interpretations have been described as ‘colossal’ and ‘dramatic’ (D. Nicolau). He has given numerous concerts in Austria, Cyprus, Hungary, Germany, Greece, Finland, France, Portugal, Turkey, Switzerland, the UK and the US and has appeared in prestigious halls such as Wigmore Hall, the Brahms Saal of the Musikverein in Vienna, the Beethoven-Haus in Bonn, and the grand Hall of the Franz Liszt Academy of Music in Budapest. He has been invited to perform at international festivals around Europe such as the Kuhmo Chamber Music Festival, the Oulunsalo Soi Music Festival (Finland), the Gödöllő Chamber Music Festival (Hungary), the Ledra Music Soloists International Chamber Music Festival and the Kypria Festival (Cyprus). His debut in London’s prestigious Wigmore Hall was received with favourable
reviews. He has performed with the Philharmonia Orchestra, the Russian Chamber Philharmonic St. Petersburg, the Budapest Concert Orchestra, the Failoni Chamber Orchestra, and the Cyprus Symphony Orchestra, with maestros such as Konrad von Abel, Juri Gilbo, Esa Heikkilä, Notis Georgiou, Spiros Pisinos, Maciej Zoltowski and Ayis Ioannides. Dr Costantinou enjoys collaborating with a diverse range of instrumentalists and singers alike. His chamber music collaborations often include internationally acclaimed musicians and singers such as the violinists Vilmos Szabadi, Chloë Hanslip, Nikos Pittas, Wolfgang Schroeder, Kazuhiro Tagaki, the cellists Gustav Rivinius, Erkki Rautio, David Cohen, Péter Somodari, Tytus Miecznikowski, flautists János Bálint, Virginie Bove, oboist Francesco Quaranta, clarinetist Gábor Varga, and the Meta4 and Akadémia String Quartet. His passion for Art-Song has lead to collaborations with singers, such as, sopranos Margarita Elia, Katerina Mina, Zoe Nicolaidou, mezzosoprano Elli Aloneftou, tenor Christian Zenker and baritone Kyros Patsalides. He regularly performs works by Cypriot composers in Cyprus and abroad including a number of world premieres. Dr Costantinou has recently performed for the first time in Cyprus Beethoven’s complete works for piano and violin (2013–14) with violinist Nikos Pittas and for piano and cello (2015–16) with cellist Peter Somodari. Nicolas Costantinou graduated from the Greek Hellenic Academy of Music, the Ferenc Liszt Academy of Music in Szeged, the Ferenc Liszt University of Music in Budapest summa cum laude and holds a Master of Music in Performance from the U.S. Cleveland Institute of Music. Recently, he has been awarded a doctorate of philosophy (PhD) from London’s Royal College of Music under the supervision of Prof. Paul Banks, Dr Julian Jacobson and Dr Jane Roper. His thesis is entitled The Chamber Music of Ernő Dohnányi; Tradition, Innovation and ‘Hungarianness’. He has also studied with Márta Gulyás, Dr Daniel Shapiro, Sándor Falvai, Ferenc Kerek, Tania Economou and Wanda Economou-Constantinou and he has participated in master classes held by acknowledged pianists such as Dmitri Bashkirov, Nicolas Economou, Vadim Suchanov and Ferenc Rádos. Nicolas is currently teaching promising new talent in his home country. Many of his students have won numerous prizes at international piano competitions, and have participated in esteemed piano master-classes with renowned professors. Some of his students have been accepted in highly esteemed academies and universities, amongst others the Reina Sofía Escuela Superior de Música in Madrid and the New England Conservatory of Music in Boston. Dr Costantinou is currently a Lecturer at the University of Nicosia and also teaches at the Nicosia Music Schools.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: Νικόλας Κωσταντίνου Βάντα Οικονόμου-Κωσταντίνου Μαρία Εργατίδου Χρίστος Κωσταντίνου Giovanni Galetti GRAPHIC DESIGN: Hemonides Applied Arts ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ: Dr. Peter Laki Sponsors (μέχρι €2.000): Alphamega Hypermarket PREMIUM SPONSORS (πέραν των €2.000): Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ: Έλενα Γιώργαλλου Αντώνης Φραγκίσκου Το Ledra Music Soloists (LMS) είναι ένα μη κερδοσκοπικό νόμιμο σώμα που δημιουργήθηκε με σκοπό να προωθήσει την κλασική μουσική στην Κύπρο και στο εξωτερικό, φέρνοντας σε επαφή καταξιωμένους καλλιτέχνες να συνεργαστούν, να ανταλλάξουν εμπειρίες και να παρουσιάσουν τη δουλειά τους σε συναυλίες. Ledra Music Soloists (LMS) is a non-profit legal body, which was formed in an effort to promote classical music in Cyprus and abroad by inviting various established artists to collaborate, exchange experiences and finally present their work in concerts. Ledra Music Soloists: Οδός Μαραθώνος 21, 2413 Λευκωσία, τηλ: 22352355 email: info@ledramusic.org web: www.ledramusic.org
ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ Ανερχόμενα Αστέρια Έργα των J. S. Bach, L. V. Beethoven, Fr. Chopin, Cl. Debussy, Fr. Liszt Δαυίδ Αναστασίου [πιάνο] Σάββατο, 9 Μαρτίου 2019, 7:00 μ.μ. Αίθουσα συναυλιών Μουσικής Ακαδημίας ΑΡΤΕ
UPCOMING EVENTS Rising Stars Works by J. S. Bach, L. V. Beethoven, Fr. Chopin, Cl. Debussy, Fr. Liszt David Anastasiou [piano] Saturday, 9 March 2019 | 19:00 Arte Music Academy
LMS033
09/12/2018 | 18:00 ΚΙΝΗΜΑΤΟΘΕΑΤΡΟ ΠΑΛΛΑΣ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΞΑΡΧΟΝΤΕΣ Κουαρτέτα για Βιολί, Βιόλα, Τσέλο και Πιάνο
SIMOS PAPANAS
Concert Master of Thessaloniki State Symphony Orchestra
MÁTÉ SZÜCS
Principal viola of the Berliner Philharmoniker
WO L F G A N G A M A D E U S M O Z A RT |
ΧΟΡΗΓΟI / SPONSORS:
PÉTER SOMODARI
Principal cello of the Wiener Philharmoniker
NICOLAS COSTANTINOU Piano
RO B E RT S C H U M A N N | J O H A N N E S B R A H M S