L'odyssée des mots Τέταρτη ενότητα: συναισθήματα - γνωρίσματα του χαρακτήρα 1. νοσταλγία Η λέξη νοσταλγία είναι σύνθετη λέξη. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «νόστος» που σημαίνει επιστροφή και το ουσιαστικό «ἄλγος» που σημαίνει πόνος. Η λέξη νόστος παράγεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα νέομαι που σημαίνει επανέρχομαι, επιστρέφω και σημαίνει λαχτάρα για επιστροφή στην πατρίδα, βαθύς πόθος, ανάμικτος με συναισθήματα θλίψης. 2. πανικός
Αφροδίτη, Πάνας και Έρωτας Αθήνα Εθνικό αρχαιολογικό μουσείο
Η λέξη πανικός προέρχεται από το όνομα του θεού Πάνα. Ο Πάνας ήταν ένας θεός, προστάτης των κηνυγών και των κτηνοτρόφων που ζούσε στα βουνά της Αρκαδίας. Είχε πόδια τράγου, μυτερά αυτιά, δυο κέρατα στο κεφάλι και το προσωπό που καλυπτόταν από πυκνή γενειάδα. Η λέξη πανικός λοιπον προέρχεται από τον ταραχοποιό και θορυβώδη χαρακτήρα που οι αρχαίοι απέδιδαν στο μυθικό θεό, καθώς και στις αιφνιδιαστικές εμφανίσεις του. 3. υστερία - υστερικός Ο όρος υστερία, που δηλώνει μια ψυχική διαταραχή, προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «ὑστέρα» που σημαίνει μήτρα. Η πάθηση ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι αρχικά πιστευόταν ότι πρόκειται για ασθένεια που αφορά μόνο τις γυναίκες και οφείλεται σε διαταραχές της λειτουργίας της μήτρας. Η λέξη ὑστέρα παράγεται από το «ὕστερος» (=τελευταίος) γιατί η μήτρα είναι το τελευταίο, το κατώτατο μέρος των οργάνων στην κοιλιά μιας γυναίκας. Το επίθετο υστερικός δηλώνει αυτόν που ανήκει ή αναφέρεται στην υστερία. 4. μανία - μανιακός Η λέξη μανία παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «μαίνομαι» που σημαίνει είμαι πολύ οργισμένος, ξεσπώ ορμητικά. Η λέξη χρησιμοποιείται ως το δεύτερο συστατικό σε άλλες σύνθετες λέξεις που εκφράζουν συγκεκριμένους τύπους παραφροσύνης (νυμφομανία , κλεπτομανία, μεγαλομανία, κλπ). Από το ουσιαστικό μανία παράγεται το επίθετο μανιακός που δηλώνεις αυτόν που κατέχεται από μανία, τον τρελό, τον ανισόρροπο. 5. ενθουσιασμός Η λέξη ενθουσιασμός που σημαίνει ζωηρή διάθεση για κάτι ευχάριστο, παράγεται από το ρήμα ενθουσιαζω το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το επίθετο «ἔνθεος» (ἐν και θεός). Το επίθετο ἔνθεος σημαίνει ότι εμπνέομαι ή κατέχομαι από το θεό, ότι βρίσκομαι σε έκσταση ή σε κατάσταση παραφοράς που προέρχεται από πάθος.
Linda Alexopoulou – Theodoros Tomaras
Page 1
L'odyssée des mots 6. μελαγχολία Η λέξη μελαγχολία είναι σύνθετη λέξη. Παράγεται από το αρχαίο ελληνικό επίθετο «μέλας» (γενική μέλανος) που σημαίνει μαύρος και το ουσιαστικό «χόλος ή χολή». Η λέξη μελαγχολία ανήκει σε μια ομάδα λέξεων που εκφράζουν ψυχολογικές διαθέσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία κάποιων εσωτερικών οργάνων του ανθρώπινου οργανισμού. Αυτήν την αντίληψη διατύπωσε πρώτος ο Ιπποκράτης. Χαρακτηριστικές εκφράσεις της νέας Ελληνικής που δηλώνουν αυτή την αντίληψη είναι: «μου κόπηκε η χολή», «μου έπρηξε το συκώτι», «μου κόπηκαν τα ήπατα», «μου πάγωσε το αίμα», «μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι» κ.α. 7. εγωισμός Η λέξη εγωισμός που δηλώνει την υπερβολική αγάπη κάποιου για τον εαυτό του, αποτελεί μεταφορά στα Ελληνικά του Γαλλικού όρου egoisme που παράγεται από το πρώτο ενικό πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ» ή «ego» = Λατινικά. 8. συμπάθεια -συμπαθητικός Η λέξη συμπάθεια είναι μία σύνθετη λέξη που παράγεται από την πρόθεση «συν» και το ουσιαστικό «πάθος» (από το ρήμα πάσχω). Το επίθετο συμπαθητικός δηλώνει αυτόν που προκαλεί συμπάθεια ή συγκεντρώνει τη συμπάθεια. 9. φανατικός Η λέξη φανατικός παράγεται από το λατινικό επίθετο «fanaticus» που σημαίνει ἁυτός που συχνάζει σε ναό, το οποίο με τη σειρά του παράγεται από το ουσιαστικό της Λατινικής «fanum» που σημαίνει ναός. 10. παράδοξος Η λέξη παράδοξος σημαίνει απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος. Είναι μια σύνθετη λέξη που προέρχεται από την πρόθεση «παρά» και το ουσιαστικό της αρχαίας Ελληνικής «δόξα» που σημαίνει γνώμη (από το ρήμα δοκώ = νομίζω). 11. δυναμικός Το επίθετο δυναμικός που σημαίνει ισχυρός, δυνατός, ενεργητικός, παράγεται από την αρχαία ελληνική λέξη «δύναμις», η οποία με τη σειρά της παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «δύναμαι» = έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ. 12. τυπικός Η λέξη τυπικός δηλώνει αυτόν που συμπεριφέρεται πάντοτε σύμφωνα με τους κανόνες, τον υποδειγματικό. Προέρχεται από το ουσιαστικό «τύπος» που σημαίνει «είδος, ίχνος, σημάδι από χτύπημα» (πχ. ο «τύπος των ήλων = τα σημάδια των καρφιών στο σώμα του σταυρωμένου Χριστού καθώς παράγεται από το αρχαίο Ελληνικό ρήμα τύπτω που σημαίνει χτυπώ).
Linda Alexopoulou – Theodoros Tomaras
Page 2
L'odyssée des mots 13. αριστοκρατικός Η λέξη αριστοκρατικός δηλώνει αυτόν που ανήκει στην τάξη των ευγενών ή αυτόν που αναφέρεται σε άτομα με αριστοκρατική καταγωγή, κατ’ επέκταση αναφέρεται σε άτομα που ανήκουν σε πλούσια οικογένεια. Είναι σύνθετη λέξη από το επίθετο «ἄριστος» (= αυτός που κατάγεται από αυγενείς, που ανήκει στην τάξη των ευγενών) και το ουσιαστικό «κράτος» (= η δύναμη επιβολής, η εξουσία). 14. εξωτικός Η λέξη εξωτικός δηλώνει αυτόν του προέρχεται από το εξωτερικό, τον ξένο αλλά και τον ασυνήθιστο. Παράγεται από το επίρρημα «έξω» με την κατάληξη «–ικός». 15. πρακτικός Η λέξη πρακτικός δηλώνει αυτόν που διευκολύνει κάποια εργασία και προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «πράττω» που σημαίνει ἑκτελώ, κάνω. 16. βάρβαρος Για τους αρχαίους Έλληνες βάρβαρος αρχικά ήταν κάθε λαός που δεν μιλούσε ελληνικά, κάθε άνθρωπος που δεν είχε για μητρική του γλώσσα τα ελληνικά. Και από πού παράγεται η λέξη; Από την επανάληψη της συλλαβής βαρ-. Όταν ακούει κανείς μια γλώσσα που δεν την ξέρει, οποιαδήποτε και να είναι η γλώσσα αυτή, τη νιώθει σαν μια σειρά από συλλαβές δίχως νόημα. Ο πρώτος που έπλασε τη λέξη βάρβαρος θα άκουσε κάποιους ξένους να μιλούν, και με την επανάληψη της συλλαβής βαρ- θέλησε να αποδώσει την παράξενη ακουστική εντύπωση που του έκανε ο ακατανόητος αυτός λόγος. 17. λακωνικός Λακωνικός ονομάζεται αυτός που ανήκει τη Λακωνία, αλλά και αυτός που μιλά με λίγα λόγια, σύντομα και με ακρίβεια. Οι Σπαρτιάτες και οι Λάκωνες γενικότερα, φημίζονταν ιδιαίτερα για το σύντομο τρόπο έκφρασής τους. Οι Σπαρτιάτες μάθαιναν τα παιδιά τους να αποφεύγουν τη φλυαρία και να μιλούν σύντομα και περιεκτικά. Η διατύπωση μιας φράσης με λίγες λέξεις και έξυπνο περιεχόμενο ονομάστηκε λακωνισμός. 18. ανώνυμος Το επίθετο ανώνυμος που σημαίνει αυτόν που δεν έχει όνομα , παράγεται από το στερητικό «αν-» και το ουσιαστικό «ὁνυμα» που σημαίνει όνομα και αποτελεί τύπο της αιολικής διαλέκτου (οι Αιολείς ήταν μία από τις αρχαίες ελληνικές φυλές).
Linda Alexopoulou – Theodoros Tomaras
Page 3