Γιώργος Γλυκοφρύδης
The Belvedere Διήγημα
Ελεύθερη διανομή. Από το "Το βιβλίο του Κακού", Μαγικό κουτί, 2009.
Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
«Σκέφτηκες ποτέ όταν απέδρασε, μήπως σ’ αναζητούσε;» Ο Μπάρνι κούνησε αρνητικά το μεγάλο του κεφάλι. «Μου είχε πει κάποτε πως, όταν ήταν “εφικτό”, προτιμούσε να τρώει τους αγενείς. “Αγενείς ελευθέρας βοσκής” τους αποκαλούσε.» Ο Μπάρνι γέλασε, πράγμα σπάνιο. Είχε μικρά δόντια, μωρουδίστικα, και η ευθυμία του έδειχνε ελαφρά παρανοϊκή, σαν την αγαλλίαση ενός μωρού όταν φτύνει την κρέμα του στα μούτρα του θείου που του κάνει γκίλι-γκίλι. Thomas Harris Hannibal
1
2007, Δεκέμβριος, Αθήνα
2
1. Αν περπατούσε μπροστά σου, ακόμη και τώρα που ο στενός συνοικιακός δρόμος ήταν ημιφωτισμένος, θα την είχες για γυμνασμένο κορίτσι, γύρω στα 25. Ή έστω, λίγο παραπάνω. Κι ακόμη κι αν η υγρασία των λευκών, σπασμένων σε σημεία, πλακών του πεζοδρομίου, προσέθετε σχετικό μυστήριο στον βηματισμό της πάνω στις μαύρες γόβες της, η γοητεία της παρέμενε προσεγγίσιμη. Λινό φόρεμα. Ανοιχτό πράσινο. Μακρύ. Και τα μαλλιά της ίσια. Καρέ. Μαύρα ή περίπου. Κι η ίδια καθόλου ψηλή. Αλλά όχι και κοντή. Μικροκαμωμένη είναι το σωστό. Γιατί το κοντή θα το αδικούσε εκείνο το σώμα. Κι εκείνος ο χειμώνας ήταν κοντά στους 10 βαθμούς Κελσίου τη νύχτα, όχι και τίποτε το αδιανόητο δηλαδή, αλλά το μεδούλι στο περόνιαζε, όπως όλοι οι γκρίζοι Αθηναϊκοί χειμώνες που σέβονται τον εαυτό τους. Έτσι, οι δύο επιβάτες του μικρού λαχανί αυτοκινήτου με την χαλασμένη εξάτμιση που πρόβαλε πίσω της, έμειναν άναυδοι από το θέαμα εκείνης της γυναίκας. «Ρε, Κωστάκη... Πω πω... Τι παιδί είναι αυτό... Τι κάνει τέτοια ώρα εδώ, ρε...» είπε ο συνοδηγός στον οδηγό «Κόψε λίγο, κόψε... Να δω λίγο, να δω...». «Δε κρυώνει;» αναρωτήθηκε ο Κωστάκης. «Δε κρυώνουν αυτές, ρε...» του απάντησε ο συνοδηγός κι έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο καθώς το αυτοκίνητο κυλούσε ήσυχα δίπλα της ακολουθώντας το βηματισμό της. Εκείνη στράφηκε και κοίταξε. Κι αν κάτι διέκρινε ο συνοδηγός ήταν δύο μάτια στο χρώμα του αστραφτερού γαλάζιου με βαθύ μπλε μακιγιάζ να τα βαθμολογεί ακόμη ψηλότερα. Αν υπήρχαν βαθμοί να τα βαθμολογήσουν. Γύρισε το κεφάλι της πάλι εμπρός. «Δε το πιστεύω...» είπε ο συνοδηγός «Ρε, Κώστα, αυτή είναι κούκλα... Τι κάνει εδώ πέρα;» «Μην είναι ’κάνα τραβέστο να σου πω εγώ μετά...» Κι ο Κώστας, πάτησε λίγο το γκάζι δείχνοντας διάθεση να φύγουν από εκεί. Την άφησαν λίγο πίσω τους. «Κάτσε, ρε, μαλάκα! Τι κάνεις;» «Δε κοιτάς πρώτα λίγο τον καθρέφτη; Που θα μου πεις τι κάνω... Καμακιάρη μου εσύ... Ε; Για κοίτα...» Ο συνοδηγός κοίταξε στον καθρέφτη και είδε μια μαύρη Porsche να σταματά δίπλα στην κοπέλα. Εκείνη, έσκυψε, άνοιξε την πόρτα, και μπήκε μέσα με μια εύστοχη και γρήγορη κίνηση. Λες και είχε εκπαιδευθεί για κάτι τέτοιο. «Α!» κάγχασε ο συνοδηγός «Είχες δίκιο, ρε, μεγάλε... Ε, γαμώ τη τρέλα μου γαμώ...» «Γιωργάρα μου! Όταν εσύ πήγαινες εμείς γυρνούσαμε, μωρέ!» απάντησε ο Κώστας και πάτησε κι άλλο γκάζι. Το λαχανί αυτοκίνητο χάθηκε ίσια μπροστά. Η Porsche έστριψε δεξιά στο βάθος του δρόμου. Και δέκα λεπτά αργότερα βγήκε σε μια πλατιά λεωφόρο. Η λεωφόρος ήταν στ’ αριστερά του δρόμου. Όχι στα δεξιά. Αλλά η Porsche έστριψε δεξιά. Όπως και να ‘χει, τριάντα λεπτά αργότερα μετά την εμφάνισή της στη λεωφόρο και γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα μακρύτερα, σταμάτησε γλυκά μπροστά στα λευκά σκαλιά του επιβλητικού ξενοδοχείου στο κατάφωτο κέντρο της πόλης. Οι πόρτες του αυτοκινήτου άνοιξαν και βγήκε η κοπέλα με το λινό φόρεμα. Κι ο οδηγός. Γύρω στα εξήντα. Ή και πενήντα. Δεν ήταν ευδιάκριτη η ηλικία του από το στήσιμό του, γιατί ήταν ευθυτενής κι ευκίνητος. Αλλά το πέρα από τα σαράντα φαινόταν εύκολα, γιατί ο κάποιος πιθανά παραμένων
3
νεανικός βηματισμός δεν υπήρχε πουθενά στο βάδισμά του. Ένας κουστουμαρισμένος υπάλληλος πήρε το αυτοκίνητο για να το παρκάρει. Εκείνος κι εκείνη ανέβηκαν μ’ ελαφρά εύθυμα βήματα τα σκαλιά και διέσχισαν τον λαμπερό κι ευρύ χώρο υποδοχής μέχρι τους ανελκυστήρες. Χάθηκαν σ’ έναν από αυτούς. Εβδομάδες μετά, ο Αστυνόμος που θα ερευνούσε τον διπλό ανατριχιαστικό φόνο, σκέφτηκε ότι το βάδισμα του συγκεκριμένου άνδρα δεν θα είχε τον νεανικό βηματισμό ούτε όταν θα ήταν νέος. Και το συμπέρασμα δεν το έβγαλε μόνο από τα σχετικά αρχεία της Interpol που είχαν αρχίσει να καταφτάνουν κατά δεκάδες μετά που τα είχε ζητήσει στέλνοντας μία λεπτομερέστατη ιατροδικαστική αναφορά, αλλά και από την περιγραφή του μοναδικού καημένου κι ούτως ή άλλως μεθυσμένου αυτόπτη μάρτυρα εκείνης της μικρής νυχτερινής ώρας. «Ένας νεαρός, γύρω στα εξήντα, εμένα ξένος μου φάνηκε αλλά όχι αλλοδαπός, ευρωπαίος μάλλον, γιατί πολύ φινιρισμένος ήταν στο ντύσιμό του, τράβηξε πρώτα τον έναν έξω από το αμάξι, και τον φίλησε στο στόμα. Αλλά μετά αυτός άρχισε να σκούζει αλλά μετά σταμάτησε. Ξαπλώθηκε στο δρόμο σα το ψόφιο ψάρι. Ύστερα, ο οδηγός πήγε να φύγει. Ή μάλλον είχε φύγει από πριν. Έτρεχε να ξεφύγει δηλαδή μάλλον. Δεν θυμάμαι ήταν νύχτα δεν έβλεπα καλά. Αλλά ο νεαρός τον πρόλαβε. Βασικά, δεν έτρεχε ο νεαρός. Περπατούσε σφαίρα... Όπως οι αθλητές ας πούμε, κι έτσι τον έφτασε τον οδηγό, τον πρόλαβε. Και τον άρπαξε από τα μαλλιά. Αυτό το θυμάμαι πεντακάθαρα. Τον άρπαξε από τα μαλλιά όπως αρπάζουν τα γίδια. Από πίσω. Αλλά αυτόν τον φίλησε στο μάγουλο. Ναι... Ακούστε κύριε Αστυνόμε... Δεν ξέρω αν τον φίλησε. Εγώ νομίζω πως τον δάγκωσε. Αλλά εντάξει... Τα ‘χα κοπανίσει και λίγο οπότε συμπαθάτε με, ε... Αμέσως μετά εκείνος που του είχε φάει το μάγουλο άρχισε κι αυτός να σκούζει, αλλά σταμάτησε κι αυτός αμέσως. Γιατί ο νεαρός τον πάτησε στο κεφάλι με την μπότα... Πήδηξε πάνω στο κεφάλι του δηλαδή...» Στις αναφορές της Interpol υπήρχε μία παράγραφος που έλεγε πως στις πολύ παλιές καταγραφές της Γαλλικής αστυνομίας, ακόμη κι από την δεκαετία του ’60, ήταν σημειωμένο το ότι πιθανότατα οι καρδιακοί παλμοί αυτού του άνδρα δεν ανέβαιναν ποτέ πάνω από τους 75 ακόμη και την στιγμή που μάσαγε τα μάγουλα των θυμάτων του. Ή τις γλώσσες τους καθώς τις ξερίζωνε κλείνοντάς τις ανάμεσα στα σαγόνια του ενώ το θύμα ήταν ακόμη ζωντανό με όλες του τις αισθήσεις. «Κλαρίς, είσαι θυμωμένη μαζί μου...» «Χάνιμπαλ, εγώ μάλλον θα ξαπλώσω...» Αλλά δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Έβγαζε ήδη το φόρεμά της. Ο Χάνιμπαλ είχε μείνει ακίνητος μπροστά στην πόρτα της σουίτας. Την είχε αφήσει να κλείσει μόνη της, πίσω του. Ακούμπησε την μαγνητική κάρτα αθόρυβα στο τραπεζάκι του χολ και κρέμασε το ίδιο αθόρυβα το παλτό του. Περπάτησε για την κρεβατοκάμαρα. Η Κλαρίς φαινόταν να κοιμάται ήδη. Έβγαλε τα ρούχα του με μετρημένες κινήσεις. Άλλοτε θα άκουγε λίγη μουσική και θα διάβαζε κάτι, αλλά τώρα δεν έκανε τίποτε απ’ όλα αυτά. Λεπτά αργότερα ξάπλωσε δίπλα της.
4
2. Η Ελλάδα δεν της άρεσε. Και δεν καταλάβαινε γιατί είχε επιλέξει αυτή τη χώρα ο Χάνιμπαλ γι’ αυτές τις σύντομες, έστω, διακοπές τους. Στο κάτω κάτω τουρισμό έκαναν. Εδώ ήταν ανάγκη να έρθουν; Η Αθήνα, βέβαια, δεν ήταν επακριβώς αυτό που θα ονόμαζε άσκημη πόλη. Το αντίθετο μάλιστα. Υπήρχαν, δε, και κάποια σημεία που τα θεωρούσε πραγματικά αξιόλογα. Κι η ζωή των κατοίκων είχε κάτι το μποέμ που την γοήτευε την Κλαρίς, χωρίς να φτάνει το αριστοκρατικό χάδι των δειλινών του Μπουένος Άϊρες ούτε κατά διάνοια, αλλά, όπως και να ήταν, δεν ήταν και για πέταμα. Αλλά στο γενικό πλαίσιο, η Ελλάδα, αν η Αθήνα εκπροσωπούσε τελικά υπό μία έννοια την Ελλάδα, δεν της άρεσε. Και με τις παραπάνω σκέψεις είχε αποκοιμηθεί. Ο Χάνιμπαλ, όμως, δεν κοιμόταν. Χωρίς να παράγει κανέναν ήχο, ούτε η αναπνοή του δεν ακουγόταν, ακίνητος δίπλα της με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, και τα μάτια ανοιχτά καρφωμένα στο ταβάνι, χαμογελούσε. Κι αν και τα είχε πλύνει τα δόντια του και είχε κάνει και τις πλύσεις με το μοναδικό άοσμο απολυμαντικό ούλων που είχε βρει στην Φλωρεντία, τότε παλιά, και που πάντα κουβαλούσε μαζί του, τη γεύση απ’ τη βρομερή απ’ τα κρεμμύδια και τα τζατζίκια γλώσσα του συνοδηγού δεν είχε καταφέρει να την διώξει. Εννοείται δεν την έφαγε. Εννοείται την έφτυσε στο ρείθρο του πεζοδρομίου εκείνη την ίδια στιγμή που την έκοψε, αλλά την άθλια γεύση της την είχε προλάβει, δυστυχώς για εκείνον. Αλλά παρόλα αυτά, χαμογελούσε. Η επίσκεψή τους στην Ακρόπολη, στην υπό διάλυση κομματιών της για μεταφορά τους στο ολοκαίνουριο Μουσείο της, κάτω από έναν βαρύτατο ουρανό στα όρια του μαύρου μέσα σ’ έναν υγρό και ταυτόχρονα παγωμένο και μολυσμένο αέρα, λες κι ο Ιερός Βράχος αντιδρούσε σ’ αυτή την πρώτη μετά από 2.500 χρόνια μετακόμισή του, τον είχε αφήσει άναυδο. Τον είχε κατακτήσει, μάλλον, θα ήταν το σωστό. 12 Δεκεμβρίου, μια ανάσα από τα Χριστούγεννα, μ’ ένα κρύο που για την Αθήνα δεν ήταν ότι πιο αναμενόμενο, το μυαλό του είχε σταματήσει σ’ αυτήν την εικόνα που μερικές ημέρες πριν είχε παρακολουθήσει από κοντά. Στην “απόλυτη μεταφορά”, όπως την είχε ονομάσει. Το ίδιο βράδυ της Πρώτης Πράξης του θεατρικού «Η απόλυτη μεταφορά», όπου πρωταγωνιστούσε η πρώτη Καρυάτιδα, θέλησε να δειπνήσουν κάπου κοντά στην θάλασσα. Κι αφού προτίμησε να χρησιμοποιήσουν την νοικιασμένη τους Porsche παρά ένα ταξί, μετά, αληθινά ικανοποιημένος από το γεύμα με ψάρια όντως καλά μαγειρεμένα και σερβιρισμένα, θέλησε να σταματήσουν για ένα ζεστό κονιάκ, κάπου. Τυχαία, κάπου. Είχε όμορφη νυχτερινή διάθεση απόψε εκείνος, κι η Κλαρίς όλο γελούσε γέρνοντας συχνά στον ώμο του. «Κλαρίς, αγάπη μου, θα το ρισκάρω...» «Δηλαδή;» Και τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα τόσο βαθύ που τον έκανε σχεδόν να ξεχάσει τι ήθελε να ρισκάρει και να σκεφτεί πως το μόνο που ήθελε να ρισκάρει ήταν η αντοχή του μέσα στο σώμα της μαζί με τους στεναγμούς της. Αλλά κοίταξε μπροστά του την λεωφόρο κι επανάφερε το μυαλό του. «Δηλαδή, λέω να στρίψουμε εδώ κάπου στα δεξιά και να ψάξουμε για κάποιο μικρό μπαρ να πιούμε ένα κονιάκ...» Παύση. Μόνο ο μπάσος κινητήρας ακουγόταν. «Φοβάσαι την άγνωστη πόλη, Κλαρίς;» την ρώτησε τελικά. «Όχι... Καθόλου...» του είπε κι άπλωσε το χέρι της να του χαϊδέψει τα μαλλιά στο σβέρκο. Έστριψαν και μπήκαν στους συνοικιακούς δρόμους. Οι πολυκατοικίες είχαν φαρδιά μπαλκόνια και τα δέντρα ήταν αρκετά στα πεζοδρόμια. Κι ο φωτισμός από τους λαμπτήρες του δήμου ένα περίεργο χρώμα ανάμεσα στο πορτοκαλί και στο κίτρινο. Κυρίως πορτοκαλί,
5
όμως. Αλλά δεν συνέχισαν για πολύ την περιπλάνησή τους. Εκείνος ένιωσε να χάνει τον προσανατολισμό του κι εκείνη δεν φαινόταν να έχει την παραμικρή διάθεση εξερεύνησης. Τράβηξαν πίσω για την λεωφόρο. Αλλά ένα στενό πριν την έξοδο ο Χάνιμπαλ είδε την ταμπέλα. Κόκκινη και γαλάζια ζωγραφισμένη με φωτεινό neon πάνω στον τοίχο. Που τσιτσίριζε, κιόλας, κάποιες στιγμές. Σταμάτησε απότομα. Έκανε όπισθεν. Μπήκαν στο ημιφωτισμένο στενό. “The Belvedere” έλεγε η ταμπέλα αλλά ωραία θέα δεν έδειχνε να έχει πουθενά, γιατί το bar ήταν μικρό και μοβ προς μαύρο, μέσα, απ’ ό,τι διακρινόταν από τα παράθυρα, και γεμάτο κόσμο. Και στο ισόγειο ενός παμπάλαιου κτιρίου που καλό θα ήταν να παραμείνει όρθιο μέχρι να φύγουμε όπως σκέφτηκε ο Χάνιμπαλ γελώντας βραχνά ενώ πάρκαρε την Porsche σαράντα μέτρα πιο κάτω σ’ έναν άδειο χωμάτινο χώρο. Ο συναγερμός του αυτοκινήτου που έδινε σήμα πως ενεργοποιήθηκε αντήχησε στις γύρω πολυκατοικίες για λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, το οποίο όμως ήταν αρκετό για να στρέψει το κεφάλι του πορτιέρη προς το μέρος του Χάνιμπαλ και της Κλαρίς, που έρχονταν. Ο Χάνιμπαλ πέρασε το χέρι του στον ώμο της και στερέωσε το παλτό του στους δικούς του ώμους, καλύτερα, καθώς το είχε απλά ρίξει, έτσι, χωρίς να το φορέσει. Εκείνη σταύρωσε τα χέρια της. Περπατούσαν ραχάτικα. Όπως πιθανόν ταίριαζε στην παγωμένη αλλά τόσο όμορφη γεμάτη αστέρια βραδιά. «Θα τουρτουρίζεις σε λίγο αγάπη μου και θα είσαι αστεία...» είπε ο Χάνιμπαλ στην Κλαρίς που επέμενε να φορά μόνο το πράσινο λινό φόρεμά της και την έκλεισε βαθύτερα στην αγκαλιά του. Η Κλαρίς σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον ουρανό. Χαμογέλασε στο θαμπό γαλαξία. Κρυστάλλινη φαινόταν η νύχτα. «Περίεργη είναι αυτή η χώρα... Ίσως κι ενδιαφέρουσα, τελικά...» απάντησε αφηρημένα στον Χάνιμπαλ. Ο πορτιέρης τους άνοιξε πρόθυμα.
6
3.
t.A.T.u., "Nas Ne Dagoniat" Η Κλαρίς νόμισε ότι το μπάσο της μουσικής την χτύπησε στο στήθος ενώ ταυτόχρονα ταρακούνησε τους γιακάδες του φορέματός της. «Παναγία μου!» «Χα! Ναιαι!» Ο Χάνιμπαλ ύψωσε το χέρι του σε μια κλειστή γροθιά ενώ άρχισε ταυτόχρονα να κουνιέται ρυθμικά. Ελάχιστα κουνιόταν. Ίσα που ταλαντευόταν. Αλλά ρυθμικά. «Αυτά είναι ρωσικά, Χάνιμπαλ!» του φώναξε ξανά η Κλαρίς αναφερόμενη μάλλον στους στίχους του μουσικού κομματιού που ακουγόταν. Ένα δυο γύρισαν και τους κοίταξαν. «Αυτά είναι ζώα! Αυτά είναι ζώα, Κλαρίς! Και περνούν καλά! Ναιαι!» Ο Χάνιμπαλ γελούσε με ξεφωνητά. Αλλά πανηγύριζε. Σχεδόν πανηγύριζε. Προχώρησε προς τον πάγκο του bar. Η Κλαρίς τον ακολούθησε. Κολλητά πίσω του. Εκείνος άνοιγε δρόμο ανάμεσα στις όρθιες παρέες. Έφτασαν μπροστά στον πάγκο. Ο Χάνιμπαλ ακούμπησε επάνω με τους αγκώνες. «Καλησπέρα!» φώναξε στον μπάρμαν στ’ Αγγλικά. «Καλησπέρα...» του απάντησε ο μπάρμαν χαμηλόφωνα. «Τι προτείνεις γι’ απόψε για μένα και τη γυναίκα μου, γενναίε; Ε;» τον ρώτησε ο Χάνιμπαλ παριστάνοντας κάποιον τραχύ Ιρλανδό Ιππότη αλλάζοντας την προφορά του. Ο μπάρμαν γέλασε πλατιά. «Προτείνω δύο όχι τουριστικές μαργαρίτες! Τις ξέρεις τις όχι τουριστικές;» απάντησε πάντα στ’ Αγγλικά αφήνοντας όμως την Ρωσική προφορά του να φανεί ακόμη περισσότερο. «Ω, ναι! Ναι! Μα αυτές θέλω, Ιβανόη!» Πάντα ταλαντευόμενος. Ακολουθώντας τώρα τον ρυθμό ενός καινούριου τραγουδιού που αντικατέστησε το παλιό. Πάντα Ρωσικά. Ρωσική pop πρέπει να ήταν αυτό ή κάτι τέτοιο. Δεν τον ένοιαζε όμως τον Χάνιμπαλ. Διόλου δεν τον ένοιαζε. Η Κλαρίς είχε ανοίξει τα μάτια της διάπλατα. Πάνω από δυο τρία αρσενικά ήταν καρφωμένα επάνω της. Πάλι άλλαξε το τραγούδι. Τώρα όμως η Κλαρίς κατάφερε να διακρίνει μια λέξη. “malchik gay”. Όχι, όχι. Δύο λέξεις. Κι η μελωδία είχε ένα παράπονο από κάτω. Πολύ εντύπωση της έκανε αυτό το τραγούδι. Και ήταν στ’ Αγγλικά. Αλλά όχι πως μπορούσε να καταλάβει κάτι. Ή, έστω, μόνο απροσδιόριστα πράγματα. Την κούφαινε η απίστευτη ένταση της μουσικής. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτε. Παράτησε και το τραγούδι και την προσπάθεια κατανόησης και όλα. Ήθελε να φύγει από εκεί μέσα. «Χάνιμπαλ!» Αλλά εκείνος δεν γύρισε να την κοιτάξει. Μάλλον δεν την άκουσε καν. Άπλωνε τα χέρια του να πάρει τα ποτά. Τα πήρε. Άνοιξε πάλι δρόμο ανάμεσα στις παρέες κι έφτασε μέχρι ένα παράθυρο όπου είχε ένα μικρό χώρο για τους όρθιους, σαν ράφι καρφωμένο στο περβάζι, για ν’ ακουμπούν τα ποτά τους εκεί. Έτοιμο ένα μπολ με ξηρούς καρπούς δίπλα. Κι ένα καθαρό τασάκι επίσης. Η Κλαρίς τον είχε ακολουθήσει. Στριμώχτηκε δίπλα του ενώ δεν είχε λόγο. Υπήρχε αρκετός χώρος για να σταθούν άνετα. «Φοβάσαι, Κλαρίς;» «Όχι... Ή, σχεδόν όχι... Μου είναι πολύ ξένο αυτό το μέρος...» «Είμαστε σε ξένο τόπο, Κλαρίς... Αλλά δεν θα πρέπει να σε φοβίζουν οι ξένοι τόποι, αγάπη μου...» Η μουσική γινόταν πιο υποφερτή εδώ που είχαν σταθεί οι δυο τους. «Χάνιμπαλ, γιατί διάλεξες αυτή τη χώρα... Δεν το κατάλαβα ποτέ...» Ήπιε λιγότερο κι απ’ όσο χρειαζόταν έστω για να βρέξει τα χείλη της. «Γιατί εδώ είναι που γεννήθηκαν όλα. Και γιατί παρόλα αυτά είναι μια άγνωστη χώρα. Αν υποθέσουμε πως ακόμη μοιάζουμε, με αυτούς που καταζητούν όλες οι αστυνομίες του
7
κόσμου, δηλαδή, αν υποθέσουμε πως ήμασταν αναγνωρίσιμοι, εφόσον, βέβαια, έλειπαν αισθητικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει...» Γύρισε τα μάτια του έναν γύρο. Ήταν πολύ σκυμμένος στο αυτί της για να μπορεί να τον ακούει ο οποιοσδήποτε, κι εκτός αυτού, τόσο κολλητά τους δεν υπήρχε κανείς. «Τότε λοιπόν, ακόμη κι αν λέγαμε ποιοι είμαστε, εδώ, είναι μία χώρα, όπου όχι μόνον δεν θα μας πίστευαν, αλλά θα το θεωρούσαν πραγματικό χιούμορ...» «Πως είσαι τόσο σίγουρος;» Ήπιε κι εκείνος μια γουλιά. Άφησε το ποτήρι κάτω προσεκτικά. «Κλαρίς... Κάθε τόπος έχει τους μύθους του... Αρκεί να διαβάζεις και σιγά σιγά μαθαίνεις... Όσο περισσότερους μύθους μαθαίνεις από τους τόπους που γνωρίζεις τόσο το καλύτερο... Εδώ, είναι η πατρίδα των μύθων. Έτσι, έχουν την πολυτέλεια να επιλέγουν μύθους. Ο δικός μας, γιατί ένας μύθος έχουμε καταντήσει πια, δεν τους κάνει, αγάπη μου. Τους φαίνεται... Πώς να το πω... Να χρησιμοποιήσω μια δική τους λέξη: Παιδαριώδης;» «Ναι, εντάξει. Σπάνια δίνεις απλοϊκές εξηγήσεις, Χάνιμπαλ, αλλά τούτη τη φορά τα κατάφερες. Παιδαριώδης η εξήγησή σου στο γιατί επέλεξες αυτή εδώ τη χώρα να το πω με την ίδια λέξη. Θες να πεις ότι απλά πρόκειται περί ενός λαού βλάκα και άξεστου οπότε νιώθεις ασφαλής; Και για τους δυο μας εννοώ... Νιώθεις ασφάλεια; Γιατί...» «Α! Κλαρίς!» την διέκοψε απότομα σηκώνοντας το χέρι του. «Σ’ αρέσει η φιγούρα του Μπάρνι να παρουσιάζεται ξοπίσω μας προσπαθώντας να καταλάβει αν όντως είμαστε εμείς; Γιατί είναι από τα πρώτα χρόνια του Μπουένος Άϊρες που συμβαίνει αυτό και...» Τώρα τον διέκοψε εκείνη. «Άρα εδώ δεν ήρθαμε για διακοπές. Ναι;» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από την Μαργαρίτα της. «Άρα εδώ ήρθαμε για να μείνουμε κρυμμένοι παρόλο που εγώ κόντεψα ν’ αλλάξω μέχρι και χρώμα στα μάτια μου;» Έκανε μια παύση. Κοίταξε γύρω της. «Σ’ αρέσει αυτό εδώ τώρα... Ε;» «Κλαρίς... Οι χώρες είναι πολύπλοκα πράγματα. Ιδίως οι αρχαίες χώρες... Είναι πολύπλοκα πράγματα... Μ’ αρέσει να μαθαίνω, Κλαρίς....» Η Κλαρίς έκανε πίσω απότομα. Σκούντησε έναν ψηλό τύπο που στεκόταν ακριβώς πίσω της κι έφυγε προς το εσωτερικό του μπαρ. Ο Χάνιμπαλ γύρισε και την κοίταξε. Την είδε να επιστρέφει. Στάθηκε εμπρός του. «Ζούσαμε στα κάστρα των μυαλών μας. Και τώρα...» Χαμογέλασε. Σήκωσε το χέρι της κι άρχισε να δείχνει τους γύρω της. Εμφανώς ειρωνικά. «Αυτό εδώ είναι Έλληνες, Χάνιμπαλ...» «Δεν είναι Έλληνες, Κλαρίς, Ρώσοι είναι. Η Ελλάδα είναι ο κυρίαρχος της ευρύτερης περιοχής και εδώ και κάμποσα χρόνια έχει σημαντικό μεταναστευτικό κύμα. Η Ευρώπη έχει αλλάξει. Έκανα λάθος επιλογή μπαρ. Συγχώρησέ με. Στο είπα, ήθελα να πάρω ένα ρίσκο... Έστριψα απλά το τιμόνι... Και να... Ούτε την γειτονιά γνωρίζω ούτε τίποτε. Μπορεί να είμαστε στο Ρωσικό Χάρλεμ της Αθήνας! Χα!» Την κοίταξε ευθεία στα μάτια. Το πρόσωπό του σοβάρεψε. «Συγγνώμη αν σου χάλασα το κέφι...» Κοίταξε το πλήθος των ανθρώπων. «Αλλά, δεν είναι ενδιαφέρων να βυθίζεσαι ξάφνου στις άκριες μιας χώρας;» «Ωραία... Δεν με καταλαβαίνεις πια, ε; Έγινα αυτό που ήθελες να γίνω γιατί το ήθελα. Αλλά τώρα τι;» «Πολύ όμορφο αυτό που είπες, Κλαρίς. Σε ευχαριστώ. Μερικές φορές σκέφτομαι τον πατέρα μου. Προχθές στο ηλιόλουστο μπαλκόνι μας σκεφτόμουν ότι το κάστρο από εδώ είναι σχετικά κοντά. Το Βίλνιους από την Αθήνα απέχει λίγο... Χίλια πεντακόσια μίλια αν το στρογγυλέψουμε... Μία και μισή ημέρα γρήγορο ταξίδι με το αυτοκίνητο, δύο, ας το πούμε έτσι... Άντε τρεις, να το κάνουμε εκδρομή...» Άρχισε να ζωγραφίζει με το δάχτυλό του μια διαδρομή ανάμεσα στα ποτήρια με τα ποτά και το μπολ με τους ξηρούς καρπούς. «Βόρεια Ελλάδα... Σερβία... Σλοβακία... Πολωνία... Λιθουανία... Ενδιαφέρων θα είναι...» Η Κλαρίς στράφηκε προς την έξοδο τόσο άξαφνα και γρήγορα που ο Χάνιμπαλ δεν κατάλαβε πολύ καλά τι συνέβη. Την είδε να φτάνει στην έξοδο και ν’ ανοίγει απότομα την πόρτα και να βγαίνει έξω. Πριν προλάβει καν να μετακινηθεί από εκεί που στεκόταν την είδε ν’ απομακρύνεται προς την αντίθετη πλευρά του δρόμου από εκεί όπου ήταν παρκαρισμένη η
8
Porsche, να προσπερνά το αυτοκίνητο, και να συνεχίζει ευθεία πάνω στο πεζοδρόμιο μέχρι που χάθηκε από το οπτικό του πεδίο καθώς ήταν και νύχτα κιόλας. Άφησε δίπλα στο μπολ ένα χαρτονόμισμα κι έφυγε κι εκείνος προς τα έξω σπρώχνοντας τους ανθρώπους. Βίαια τους έσπρωχνε. «Εεεε...» του φώναξε κάποιος. Αλλά ο Χάνιμπαλ δεν έδωσε σημασία. Βγήκε έξω. Στάθηκε στη μέση του δρόμου. Φόρεσε το παλτό του. Έβγαζε αχνό από το στόμα. Ύψωσε την μύτη του. Σκύλος στην πάχνη. Έσμιξε λίγο τα φρύδια του. Περίμενε. Παύση. Άκουγε το υπόκωφο μπάσο της μουσικής του μπαρ και τα αυτοκίνητα πέρα στη λεωφόρο. Τίποτε άλλο. Κατέβασε το κεφάλι. Προχώρησε προς την Porsche. Η Κλαρίς, είχε χαθεί.
9
4. Την είδε δυο δρόμους πιο κάτω. Όχι μακρύτερα. Και είδε το λαχανί αυτοκίνητο με την χαλασμένη εξάτμιση να κυλά δίπλα της με τη γλώσσα έξω. Σαν νταβατζής του μεσοπολέμου ήταν εκείνο το αυτοκίνητο. Δεν ήταν βέβαια και σαν τον Γκρούτας. Ούτε και σαν τον Βέρτζερ. Όχι, τόσο πολύ δεν ήταν. Δεν ήταν ένας από την αγέλη με τα ανθρωποειδή κοπρόσκυλα που έφαγε τη Μίσα. Που του την έκλεψε μέσα απ’ τα χέρια 50 χρόνια πριν, είναι το σωστό. Όχι, ούτε κατά διάνοια δεν ήταν έτσι. Αλλά σαν τον χασάπη που έβρισε την Λαίδη Μουρασάκι τότε στο Παρίσι, ήταν. Ναι, σαν εκείνο το δείγμα ανθρώπου που η εξελικτική αλυσίδα δεν το χρειαζόταν πια, ήταν. Και πιο πολύ η χαμογελαστή μούρη του συνοδηγού, ήταν. Πλησίασε αργά. Το λαχανί βόδι μάλλον τον είδε. Επιτάχυνε. Άφησε την Κλαρίς, ήσυχη. Ο Χάνιμπαλ, σταμάτησε δίπλα της. «Κλαρίς, αγάπη μου...» της είπε δυνατά ανοίγοντας το παράθυρο της πλευράς της «Συγχώρησέ με... Μπες μέσα... Θα τα φροντίσω όλα εγώ... Συγχώρησέ με...» Η Κλαρίς έσκυψε, άνοιξε την πόρτα, και μπήκε μέσα με μια εύστοχη και γρήγορη κίνηση. Λες και είχε εκπαιδευθεί για κάτι τέτοιο. Το λαχανί αυτοκίνητο χάθηκε ίσια μπροστά. Η Porsche έστριψε δεξιά στο βάθος του δρόμου. Η λεωφόρος ήταν στ’ αριστερά του δρόμου. Όχι στα δεξιά. Αλλά η Porsche έστριψε δεξιά. «Κλαρίς... Λίγη υπομονή, μόνο... Πέντε λεπτά υπομονή...» Πάτησε γκάζι κάνοντας τα ελαστικά να τσιρίξουν και στο πρώτο στενό έστριψε αριστερά. Έστριψε τόσο απότομα που η Porsche έδιωξε την ουρά της στα δεξιά. Επανήλθε στα επόμενα δευτερόλεπτα. «Χάνιμπαλ...» «Σσσς.... Λίγη υπομονή, θησαυρέ μου...» Πάτησε πάλι το γκάζι. Και ξανά αριστερά στο επόμενο στενό. Το λαχανί βόδι φρέναρε τόσο έντονα καθώς είδε την Porsche εμπρός του να το τυφλώνει με τους προβολείς αλογόνου στα είκοσι μέτρα, που από μέσα ακούστηκαν φωνές. Η Porsche σταμάτησε. Αλλά ο κινητήρας της δεν έσβησε. Ο Χάνιμπαλ άνοιξε την πόρτα. Την έκλεισε πίσω του. Την βρόντηξε πίσω του είναι το σωστό. «Χάνιμπαλ... Κάνεις λάθος, Χάνιμπαλ...» Αλλά η Κλαρίς το είπε στον εαυτό της. Δεν έλυσε τη ζώνη ασφαλείας. Δεν κούνησε τα χέρια της. Δεν έκανε τίποτε. Ο Χάνιμπαλ έφτασε το λαχανί βόδι από την πλευρά της πόρτας του συνοδηγού. Την άνοιξε. Την άνοιξε με τόση δύναμη που η Κλαρίς άκουσε τους μεντεσέδες της να τρίζουν. Ή έτσι νόμισε. Ο Χάνιμπαλ έπιασε τον συνοδηγό από το λαιμό και τον αγκάλιασε μ’ ένα κεφαλοκλείδωμα που η Κλαρίς νόμισε ότι άκουσε το σβέρκο του να τσακίζει. Γιατί μέσα από μία Porsche με κλειστά τα τζάμια είναι σχετικά δύσκολο ν’ ακούς το οτιδήποτε συμβαίνει έξω. Πόσο μάλλον το κόκαλο ενός σβέρκου που θρυμματίζεται στα είκοσι μέτρα μακριά. Αλλά παρόλα αυτά, η Κλαρίς, νόμισε πως το άκουσε κι αυτό. Αλλά τα μουγκά ουρλιαχτά του συνοδηγού καθώς ο Χάνιμπαλ του έσκιζε τη γλώσσα βυθισμένος στο στόμα του, ενώ ένα δευτερόλεπτο μετά την έφτυνε στον δρόμο, τα άκουσε. Αυτά τα ουρλιαχτά η Κλαρίς τα άκουσε στ’ αλήθεια. Ο συνοδηγός έπεσε στην άσφαλτο σπαρταρώντας. Ο οδηγός παραπατούσε ήδη. Προσπαθώντας να τρέξει παραπατούσε. Κυρίως από τον τρόμο. Ο Χάνιμπαλ άνοιξε το βήμα του ισιώνοντας το παλτό του.
10
«Δεν μπορείς να τρέξεις!» φώναξε στον κοκαλωμένο οδηγό στ’ αγγλικά. Τι λέει Θεέ μου... μουρμούρισε εκείνος μέσα του. Πήγε να τρέξει αλλά δεν ξεκίνησε. «Σου μιλώ κι εσύ δεν καταλαβαίνεις; Κουφός είσαι; Στάσου εδώ! Στάσου τώρα εδώ αμέσως!» του φώναξε ο Χάνιμπαλ πάντα στ’ αγγλικά αλλά μ’ έναν τόνο φωνής που ήταν σαν να έλεγε «Περίμενε ένα λεπτό! Δεν φταις εσύ! Περίμενε!» Ταυτόχρονα άνοιξε το βήμα του. Ο οδηγός πισωπάτησε. Αλλά και πάλι δεν έτρεξε. Ο Χάνιμπαλ τον πλησίασε στα τρία μέτρα. Χαμογελούσε. Εδώ ο οδηγός αποφάσισε να τρέξει. Ίσως κι από το αίμα στα σαγόνια του Χάνιμπαλ, σα μωρό που έχει πασαλειφτεί με φράουλα, που γυάλισε κάτω από το φως της λάμπας του δρόμου. Ο Χάνιμπαλ έκανε ένα άλμα τεσσάρων περίπου βημάτων κι έσπρωξε τον οδηγό δυνατά στην πλάτη. Τον έριξε κάτω. Έσκυψε και τον έπιασε από τα μαλλιά και τον σήκωσε όρθιο. Ο οδηγός πήγε να τον χτυπήσει με ένα από τα ελεύθερα χέρια του αλλά ο Χάνιμπαλ το έπιασε και το έστριψε σε τέτοιο σημείο που η εξάρθρωση του ώμου πρέπει να ακούστηκε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Και το ουρλιαχτό του οδηγού το ίδιο. Ο Χάνιμπαλ έπιασε όλο το κεφάλι του οδηγού με τα δυο του χέρια και το έφερε στο στόμα του όπως κάποιος που θα έδινε θερμό φιλί στο μάγουλο. Αλλά άνοιξε τα σαγόνια του. Και μετά από δυο τρεις κινήσεις του κεφαλιού του τράβηξε το μάγουλο σκίζοντάς το. Αφαιρώντας το σχεδόν ολόκληρο. Ο οδηγός ούρλιαξε πέφτοντας κάτω κρατώντας ολόκληρο το κεφάλι του σαν κάποιος που τον τρελαίνει κάποια αδιανόητη ημικρανία. Ο Χάνιμπαλ τον άφησε ξαπλωμένο εκεί για ένα δυο δευτερόλεπτα. Ο οδηγός κούνησε την μέση του σαν για να σηκωθεί. Ο Χάνιμπαλ σήκωσε το πόδι του ζυγίζοντάς το και το άφησε να σκάσει ολόκληρο με τη μπότα πάνω στο κρανίο. Το κρανίο έτριξε πάνω στην άσφαλτο κι αίμα άρχισε να κυλά αργά. Ο οδηγός έμεινε ακίνητος. Ο συνοδηγός βόγκηξε πιο πέρα. Ο Χάνιμπαλ περπάτησε αργά προς το μέρος του, έφτασε από πάνω του, κι έκανε τα ίδια. Του ράγισε το κεφάλι. Αίμα άρχισε να κυλά κι από εκεί. Περπάτησε κι άλλο. Έφτασε στην Porsche. Άνοιξε την πόρτα μπήκε και κάθισε. Η Κλαρίς δεν μίλησε. Ο Χάνιμπαλ έκανε πίσω και βολεύτηκε στο κάθισμα. Άγγιξε με τα δυο δάχτυλα του αριστερού χεριού τους κροτάφους του ξεκινώντας ένα απαλό μασάζ. Σαν κάποιος που μόλις σχόλασε από μία κοπιαστική εργάσιμη ημέρα. Ξεφύσησέ απαλά. Και σήκωσε το βλέμμα του μπροστά. «Η δικαιοσύνη, Κλαρίς, δεν είναι τυφλή, όσο κι αν το λένε...» της είπε κατεβάζοντας το χειρόφρενο και πατώντας γκάζι.
11
5. Αγάπη μου, Ποτέ μα ποτέ δεν θέλησα κάτι που δεν θέλησες. Ποτέ μα ποτέ δεν ανέτρεψα την πρόθεσή σου. Ποτέ δεν στάθηκα εμπόδιο στις επιδιώξεις σου. Κι ούτε αμφισβήτησα ποτέ την ασφάλεια που μου προσέφερες. Είτε ανοίγοντας απλά την αγκαλιά σου, είτε ανοίγοντας δυσκολότερα αλλά πάντα επιτυχημένα το μυαλό μου για να βγάλεις από μέσα τον φόβο, είτε πετώντας το κακό στα Τάρταρα με την σιγουριά και την ευκινησία ενός ήρωα. Γιατί ήσουν πραγματικά ένας ήρωας. Γιατί ήμουν πραγματικά ένας ήρωας. Κι άρα δυο ήρωες μπορούν και κάνουν καλή παρέα, Ε; Όχι;
Χαμογέλασε απαλά μόλις τελείωσε αυτή τη φράση. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ή η ομίχλη έφτανε μέχρι τις γραμμές του τρένου, πράγμα απίθανο γιατί είχε πυκνή ομίχλη κι από τις δύο πλευρές του βαγονιού, ή το τρένο έσκιζε την ομίχλη. Κάτι από τα δύο πρέπει να συνέβαινε. Κι ένιωθε χαλαρή τώρα πια, τρεις ώρες αργότερα που είχε καταφέρει να βρει εισιτήριο στην πρώτη θέση εκείνου του Intercity για την Θεσσαλονίκη, αφού περίμενε στην ουρά εκείνου του άθλιου (έτσι τον είχε ονομάσει –άθλιο- ) σιδηροδρομικού σταθμού της Αθήνας για μια περίπου ώρα. Θα ήταν ήδη μεσημέρι. Γιατί το δωμάτιό τους πάνω ψηλά στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου “Μεγάλη Βρετανία” στην Αθήνα το είχε εγκαταλείψει νωρίς το πρωί. Γιατί ο Χάνιμπαλ εδώ και αρκετό καιρό είχε χάσει την ικανότητα, του να κοιμάται χωρίς να κοιμάται. Όταν κοιμόταν πια, κοιμόταν. Ιδίως εκείνες τις ευαίσθητες πολύ μικρές ώρες του ξημερώματος. Έτσι, δεν αντιλήφθηκε την Κλαρίς που όχι μόνο άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, αλλά έκανε κι ένα ελαφρύ ντους κι έβαλε και μερικά από τα απαραίτητα πράγματά της σε μια μικρή βαλίτσα. Έσκυψε πάλι στο καρμπόν αντίγραφο μπροστά της. Συνέχισε την ανάγνωση. Εκτός από το να είναι αληθινά ερωτευμένοι και βαθύτατα αγαπημένοι. Ήμουν πάντα η Μίσα. Ήμουν πάντα η Κλαρίς. Ήμουν πάντα όποια ήθελες. Ήμουν γιατί ήμουν κι όχι γιατί εσύ ήθελες να είμαι. Αυτό ήταν μια σύμπτωση. Όλη μας η ζωή ήταν μια σύμπτωση. Άλλωστε, στο είχα πει, ναι; Ότι πάντα ένιωθα ότι σε περίμενα από πάντα. Αλλά Χάνιμπαλ, αγάπη μου, είναι καιρός τώρα που έχεις φύγει. Έχεις επιστρέψει στο κάστρο σου έξω από το Βίλνιους. Εκεί κοντά στο ποτάμι. Χάνιμπαλ, αγάπη μου, είναι από εκείνον τον χειμώνα του 1941 που τρως τον εαυτό σου. Αλλά δεν φαινόταν. Γιατί όλοι εκείνοι οι θάνατοι των αγενών ελευθέρας βοσκής και των υπόλοιπων υπάνθρωπων πλασμάτων ήταν εξαίσιοι. Ηθελημένοι από τον Μεγαλοδύναμο. Μοιρασιές γευμάτων με πρώτο πιάτο το δίκαιο ήταν κι ας μην το έβλεπαν κάτι γελοίοι Διευθυντές Ψυχιατρείων ή κάτι παλαιοί συνάδελφοί μου, εκείνοι οι Δημόσιοι Υπάλληλοι για την Ομοσπονδιακή Τάξη και Ασφάλεια. Η Ιστορία στο έχει ήδη αναγνωρίσει και το ξέρεις. Αλλά, Χάνιμπαλ, αγάπη μου, νόμιζα ότι ο Εκδικητής είχε χορτάσει πια κι είχε μείνει πίσω στην Ιταλία. Νόμιζα ότι το αεροπλάνο για το Μπουένος Άϊρες το είχε χάσει. Νόμιζα πως όταν τον έσωσα από το τέρας που άκουγε στο όνομα Βέρτζερ, 7 χρόνια πριν από σήμερα, όλα τελείωσαν. Δεν πεινούσε άλλο πια. Νόμιζα ότι η ψυχή μου, του ήταν αρκετή μια που εκείνη του δόθηκε χωρίς εκείνος να την ζητήσει. Αλλά όχι... Γιατί επέστρεψες στην Ευρώπη, Χάνιμπαλ; Άλλωστε την έζησες την Ευρώπη. Έζησες τη βρώμα της Ιταλίας και τη μούχλα της Φλωρεντίας. Τα έζησες όλα αυτά και τα έφαγες μέχρι τέλους. Τώρα, εδώ, γιατί; Ναι, Χάνιμπαλ, μου το είπες από μόνος σου αλλά τώρα μπορώ να στο επιβεβαιώσω: Ναι είμαι θυμωμένη μαζί σου. Ναι είμαι αφόρητα πληγωμένη και τσακισμένη. Λιάνισες δύο αθώους, Χάνιμπαλ. Ναι αυτοί εκεί οι δύο ήταν αθώοι. Δεν ξέρω καν τι έλεγαν, δεν καταλάβαινα την γλώσσα τους, δεν με άγγιξαν ούτε γι’ αστείο, και τα γέλια τους δεν μου φάνηκαν, καν, προσβλητικά. Κι αν ήταν θαμώνες του μπαρ που με είχαν ακολουθήσει ακόμη χειρότερα για ‘σένα. Τα ζώα (όπως τους ονόμασες) δεν έχουν ευθύνες για τις πράξεις τους. Αν γίνουν επιθετικά τα διώχνεις. Αν γίνουν αρπακτικά τα σκοτώνεις. Αυτά τα δύο όμως τα συγκεκριμένα ζώα, μέσα σ’ εκείνο το κακάσχημο αυτοκίνητο, όχι μόνο επιθετικά δεν έγιναν, αλλά ούτε καν την ουρά κάτω από τα σκέλια δεν είχαν πρόθεση να βγάλουν. Σκότωσες δύο χαζούς, κακάσχημους φτωχούς, Χάνιμπαλ. Τους αθώους του Θεού. Σκότωσες δυο αμνούς, Χάνιμπαλ. Εμένα την ίδια.
12
Μόνο να σε χάσω μπορώ. Καλά Χριστούγεννα, Δόκτωρ Χάνιμπαλ Λέκτερ. Συγχώρησέ με.
Δίπλωσε το χαρτί απαλά και παρατήρησε τα χέρια της να τρέμουν. Θα χαλάσω τα φρένα αυτού του τριτοκοσμικού τρένου και θα καρφωθώ μαζί του στον πρώτο βράχο. Να λιώσω εντελώς να τελειώνω. Τουλάχιστον η Ιστορία θα με αναφέρει ως σκοτεινή ερωμένη σου... Η ομίχλη έδειχνε να διαλύεται. Ο κάμπος πρόβαλε μακριά. Η πυκνή βλάστηση του βουνού έφευγε με πράσινες γραμμές στα πλευρά της αμαξοστοιχίας. Η Κλαρίς σηκώθηκε και πήγε μέχρι την τουαλέτα. Πήρε και την τσάντα της μαζί. «Το πλέον εύκολο είναι νεράκι της βρύσης σε μία σύριγγα. Αλλά πρέπει να βρεις μία αρτηρία. Όχι απλά μια φλέβα. Το θύμα θα έχει σπασμούς οι οποίοι μπορεί να γίνουν δυσάρεστοι, αλλά, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα...» της είχε πει κάποτε ο Χάνιμπαλ σ’ ένα από τα μαθήματα ανατομίας που τόσο του άρεσε να της παραδίδει. Έβγαλε από την τσάντα της την σύριγγα. Σιχαινόταν ν’ αγγίξει το οτιδήποτε μέσα σ’ εκείνο το βρομερό τετραγωνικό μέτρο που το ονόμαζαν τουαλέτα πρώτης θέσης κιόλας, αλλά το σκέφτηκε ξανά, κι ακούμπησε την τσάντα της δίπλα στον νιπτήρα. Έκλεισε τη λεκάνη και κάθισε. Σήκωσε το μανίκι κι έχωσε τη βελόνα. Δευτερόλεπτα μετά το κεφάλι της έφυγε ανεξέλεγκτο κι έσκασε με δύναμη πάνω σε κάτι που έμοιαζε με ντουλάπι. Λίγα δευτερόλεπτα κι άλλο πιο μετά, το σώμα της χτυπιόταν δεξιά κι αριστερά. Κι ένα λεπτό αργότερα, με τα μάτια ορθάνοιχτα και με αγχώδεις αναπνοές, έφυγε από εκείνο το τρένο αφήνοντας το υπέροχο σώμα της να ξεκινά την αποσύνθεσή του. Ήταν ελεύθερη, επιτέλους.
13
6. Το πρωινό ήταν γκρι. Κι ο αέρας παγωμένος. Αληθινά παγωμένος κι αυτό του έκανε μια σχετική εντύπωση του Χάνιμπαλ. Δεν το περίμενε αυτό για την Αθήνα. Αλλά παρόλα αυτά δεν μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Έμεινε στο μπαλκόνι. Το καρουζέλ κάτω στην Πλατεία Συντάγματος ήταν κατάφωτο. Ακόμη και μέσα στο φως της ημέρας έλαμπε. Και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο πιο εκεί. Δεκάδες πολύχρωμα παιδάκια γέμιζαν το χώρο. Οι φωνές τους έφταναν μέχρις εκείνον. Άνθρωποι παντού και αυτοκίνητα σε γλυκιά κίνηση. Η Βουλή στ’ αριστερά του υπόλευκη και σχεδόν πλαγιαστή, μεγαλόπρεπη, όμως. Και πέρα στον ουρανό, πάνω από το πράσινο του Ζαππείου, λευκά νήματα έκρυβαν τον ήλιο αφήνοντας όμως ζώνες από μπλε και ανοιχτό πορτοκαλί να απλωθούν παντού. Κρυστάλλινος πεντακάθαρος θόλος. Κοίταξε το ρολόι του. Έντεκα η ώρα... Να δεις που δεν θα έφυγε με αεροπλάνο... Με τρένο θα έφυγε... Για να με ξεγελάσει... Να δεις που θα κράτησε κι αντίγραφο της επιστολής της για να την διαβάσουμε μαζί... Χαμογέλασε. Φτωχή μου, Κλαρίς... ακόμη τους αμνούς σου προσπαθείς να γλιτώσεις... Πέρασε το πόδι του πάνω από την κουπαστή και μόλις ισορρόπησε πέρασε και το άλλο. Στάθηκε στο κενό. Άνοιξε τα χέρια. Μύρισε τον αέρα. Τι ομορφιά... Άφησε το σώμα του να γείρει κι έφυγε για το πεζοδρόμιο με το κεφάλι. «Μίσα! Γιατί με εγκατέλειψες;» φώναξε στο ένα δευτερόλεπτο που του απέμενε. Αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ο γδούπος του σώματός του στην άσφαλτο.
_._
14