Χριστουγεννιάτικα κείμενα

Page 1

.«Sjgte·

ΡΓΑΙΝίΙΜΟΣ Ε Κ Δ Ο Ι Ε Π Ι Σ Χ Ο Λ Ι Κ Ω Ν ΒΙΒΛΙΩΝ


10

(( Μεταλαμβάνει ο δούλος τού Θεού Ε μμανουήλ, εις το όνομα του Πατρός και τοϋ Υίοϋ και του 'Αγίου ΙΙνεύματος )), λέει για τρίτη φορά ό παπάς, δακρύζοντας τώρα κι αυτός. — Α μ ή ν ! Ε ίπε με βαθιά φωνή ό μυστικός Χριστιανός. Σ ε λίγα λεπτά οί τρεις σκιές χάνονται και πάλι στους σκοτεινούς δρόμους τοϋ Η ρακλείου και βιαστικά γυρίζουν στο σπίτι τους. Αυτή τή φορά δέ βρέθηκε καμμιά γριά στο δρόμο να τούς γνωρίση μέ τό φως τής λαμπάδας και να ξαναπή : — Θεέ μου, δεν κάνεις τό θαύμα σου, για να σωθούν από έ'ναν κακό Τούρκο οί χριστιανοί ; Μόνο ό παπα-Γρηγόρης ήξερε, ότι ό Μεχμέτ μπέης ήτανε χριστιανός, πιο πολύ πιστός άπό πολλούς, πού λέγον­ ται μονάχα χριστιανοί. Ο Α Γ ΙΟ Σ Β Α Σ ΙΛ Ε ΙΟ Σ — "Αγιος Βασίλης ερχεται άπό τήν Καισαρεία . . . "Ολη ή γειτονιά άντηχοϋσε ά π ’ τα χαρμόσυνα κάλαντα, πού τραγουδούσαν τα παιδάκια τήν παραμονή τής πρωτοχρο­ νιάς. Καί τό βράδυ, μαζεμένη γύρω στο τζάκι ή οικογένεια τοϋ παπα-Θύμιου, καμάρωνε τα δώρα, πού χάρισε ό ενας στον άλλο, και περίμενε τήν ώρα τής βασιλόπιτας. Ό Γιώργος, μαθητής τής πέμπτης τοϋ δημοτικού σχο­ λείου, επάνω κάτω έ'ντεκα χρονών, κρατοϋσε στα χέρια του ενα χρυσοδεμένο βιβλίο και στριφογύριζε ά π ’ δλες τ'ις με­ ριές και ξεφύλλιζε τ'ις εικόνες του. Και ή Μαρία, ενα χρόνο μικρότερη, κρατοϋσε καί χάϊδευε και καμάρωνε μια πανώρια κούκλα. * Και πάλι αντήχησαν στη γειτονιά οί χαρούμενες φωνές των παιδιών :


11 — "Αγιος Βασίλης ερχεται από τήν Καισαρεία . . . — Πού είναι ή Καισαρεία, μπαμπά ; ρώτησε ή Μαρία. — Είναι πέρα σΐήν Ανατολή, παιδί μου. Μά τή λένε Καισαρεία καί όχι Καισαρεία. — Καί γιατί τά παιδιά ΐή λένε έ'τσι ; — Γιατί έ'τσι ταιριάζει καλύτερα στο τραγούδι τους. Μήπως θέλετε να σάς πώ την ιστορία του "Αϊ-Βασίλη ; Έ τ σ ι θα περάση καί ή ώρα, δσο να κόψωμε τή βασιλόπιτα. Χαρούμενα τα παιδιά τριγύρισαν τον παπα-Θύμιο. Ή παπαδιά εριξε κι άλλα ξύλα στη φωτιά, έ'δωσε σ’ δλους άπό εναν κουραμπιέ κι ό παπάς άρχισε την ιστορία. — "Οπως σάς είπα καί πρωτύτερα, ή Καισάρεια είναι βαθιά στην Ανατολή, σε μιά χώρα, πού τή λένε Καππαδοκία. Έ κ εϊ γεννήθηκε ό "Αι-Βασίλης τριακόσια τριάντα χρόνια ύστερ’ άπ’ τή γέννηση του Χρίστου. Οι γονείς του, δπως οί περισσότεροι πατριώτες του, ήταν ειδωλολάτρες. Ή μητέρα του, ή Έμμέλεια, ήταν μιά σπάνια γυναίκα κι εδωσε στο παιδί της πολύ καλή ανατροφή. Πόσα χρωστοϋμε δλοι οί Χριστια­ νοί στήν καλή αύτή μητέρα ! "Οταν μεγάλωσε ο Βασίλειος, πήγε στήν Α θ ή ν α νά σπουδάση κι εκεί γνωρίστηκε με τον "Αγιο Γρηγόριο. Έ γ ι ν ε στήν αρχή δικηγόρος. Στήν πατρίδα του ήταν καί δάσκαλος μερικά χρόνια. Α λ λ ά ούτε το ενα ούτε τό άλλο επάγγελμα τού γέμιζε τήν "ψυχή. Με τό δυνατό του μυαλό είδε, πώς ή νέα θρησκεία τού Χριστού ήταν καλύτερη άπ’ τήν παλιά. Έ β λ ε π ε κάθε μέρα νά κυνηγοϋν τούς Χριστιανούς καί νά τούς βασανίζουν. Ό αύτοκράτωρ ήταν κι’ αύτός ειδωλολάτρης καί δεν ήθελε νά πληθαίνουν οί Χριστιανοί. Ή ψυχή του Βασιλείου δεν μπορούσε νά ύποφέρη τις


12

αδικίες αύτές. Σε ηλικία 27 χρόνων εγινε Χριστιανός, μοί­ ρασε δλη ΐήν περιουσία του στους φτωχούς και ξεκίνησε να γνωρίση κι άλλους τόπους, να γνωρίση κι άλλους Χριστιανούς, ν^άγωνιστήξκι αύτός για τη θρησκεία τού Χριστού.

Θέλοντας να ίδή με τά£μάτια του τα μέρη, πού γεννήθηκε κι εζησε ό Χριστός, ταξίδεψε στην Αίγυπτο, στην Π α ­ λαιστίνη, στη Συρία, στη Μεσοποταμία. Στην Αίγυπτο γνώ ­ ρισε και τον "Αγιο Αντώνιο. Βλέπω στα μάτια σας, παιδιά μου, ν’ άναγαλλιάζη ή ψυχή σας άκούοντας τα ταξίδια αύτά, σά να τα ζηλεύετε. Μά λέτε, πώς ήταν εύχάριστα τα ταξίδια αύτά ; Ε κ είνο ν τον καιρό ούτε^ σιδηρόδρομοι υπήρχαν, ούτε ατμόπλοια, ούτε αύτοκίνητα. Μην ξεχνάτε, πώς ούτε χρήματα είχε πια ό Βασίλειος. Μην ξεχνάτε και πόσο κυνηγούσανε παντού τούς Χρι­ στιανούς καί θα καταλάβετε πόσο βασανισμένο ήταν αύτό το μεγάλο ταξίδι του Βασιλείου. Σ ’ ενα άλλο του ταξίδι στον Πόντο, πού είχε κι ενα πα­ τρικό του κτήμα, άποφάσισε να ζήση κάμποσο καιρό στην ερημιά, μόνος του σαν _!καλόγερος. Διάλεξε μια τοποθεσία ήσυχη και τερπνή κι άφοσιώθηκε στη λατρεία τού Θεού. Άκούστε, πώς περιγράφει ό ίδιος, σ’ ενα γράμμα στο φίλο του Γρηγόριο, τον τόπο, πού διάλεξε να ζήση : — ((Αφού άπελπίστηκα πιά, δτι θα μ’ άκολουθήσης, ζήτησα καταφύγιο εδώ, στον Πόντο. Και ό Θεός μ’ οδήγησε σ’ εναν τόπο, πού μ’ εύχαριστεΐ πάρα πολύ. Θυμάσαι καμιά φορά, πού παίζοντας πλάθαμε με τή φαντασία μας όμορφες τοποθεσίες; Τέτοιο είναι κα'ι τό μέ­ ρος, πού ζώ σήμερα. Είναι ενα ψηλό βουνό σκεπασμένο άπό πυκνό δάσος. Έ δ ώ κι εκεί τρέχουν κρύα και κατακάθαρα νε­


13

ρά. Στα πόδια τού βουνού είναι μια πεδιάδα, πού ποτίζεται άφθονα άπό τα νερά αυτά. Στήν πεδιάδα αύτή μόνα τους έχουν φυτρώσει όλων τών λογιών τά δέντρα καί τόσο πυκνά, πού καμιά φορά δυσκολεύεται κανένας νά περάση. Μπροστά στήν τοποθεσία αύτή δεν είναι τίποτε τό νησί τής Καλυψώς, πού τόσο θαύμασε τήν ομορφιά του ό "Ομηρος». Πολλο'ι φίλοι του πηγαίνανε νά τον ίδούν στήν ερημική ζωή του' πήγε κι ό Γρηγόριος, μά πολύ λίγο έ'μεινε μαζί του, γιατί δεν τού άρεσε ή ζωή τής ερη­ μιάς. Ά λ λ α κι ό Βασί­ λειος αναγκάστηκε ν’άφήση τή μοναχική ζωή. Οί διωγμοί τών Χρι­ στιανών εξακολουθού­ σαν άγριώτεροι καί ή έξάπλωση τής νέας θρησκείας τού Χριστού κινδύνευε νά σταματήση. Ό αύτοκράτορας Ίουλιανός προ­ στάτευε με φανατισμό τήν είδωλολατρεία. Γύρισε στήν πατρίδα του ό Βασίλειος καί χειροτονήθηκε παπάς, τον ίδιο σχεδόν καιρό μέ τό Γρηγόριο. Με τη ρητο­ ρική του δύναμη έ'δωσε θάρρος στούς κατατρεγμένους Χ ρι­ στιανούς καί μέ τήν απλή καί φιλάνθρωπη ζωή του έ'δωσε τό καλύτερο παράδειγμα τού αληθινού Χριστιανού. Καί δταν ενας μεγάλος λιμός ξαπλώθηκε σ’ δλη τήν Καππαδ@κία καί


14

ιόν Πόντο, ό Βασίλειος τρέχοντας παντού, μάζευε βοηθή­ ματα από τούς πλουσίους και μοίραζε στους φτωχούς καί παρηγορούσε τούς δυστυχισμένους, θυσιάζοντας και τή λίγη περιουσία, πού τού ειχε άπομείνει. Σ έ ηλικία σαράντα χρόνων, ό Βασίλειος εγινε Ε πίσ κο­ πος Καππαδοκίας κι έ'μεινε πάντα ό πατέρας τού λαού κι ό φίλος των δυστυχισμένων. Φορώντας πάντα τό ίδιο ράσο και τρώγοντας μόνο ψωμί καί χόρτα, εξοικονομούσε δ,τι χρεια­ ζόταν για τούς φτωχούς κι έχτισε στην Καισαρεία μεγάλο νοσοκομείο καί πτωχοκομεΐο. Κι ετσι δλος ό βίος του ήταν ενα πολύτιμο στήριγμα τής χριστιανοσύνης. Ό νέος αύτοκράτορας Ούάλης — εχθρός κι αύτός τού Χριστιανισμού — έστειλε στην Καισάρεια εναν αξιωματικό, τό Μόδεστο, για να φοβίση τό Βασίλειο καί να τόν άναγκάση να πάψη τό κήρυγμά του καί τις φιλανθρωπίες του. Ατάραχος έ'μεινε ό Βασίλειος στις φοβέρες τού αξιω­ ματικού. — Πώς, τού λέει αυτός, δε φοβάσαι τή δύναμή μου ; — Καί γιατί να τή φοβηθώ ; απάντησε ό Βασίλειος. Τί μπορεΐς να κάμης ; — Τί μπορώ να σού κάμω; "Ολα είναι στην εξουσία μου. Μπορώ να δημέψω την περιουσία σου, μπορώ να σ’ εξο­ ρίσω, μπορώ να σέ βασανίσω ακόμη καί να σέ θανατώσω. — Με τίποτε άλλο να μέ φοβερίσης, γιατί αύτά δεν τά φοβούμαι. Τή δήμευση δεν τή φοβούμαι, γιατί δεν εχω τί­ ποτε άλλο από δυο τριμμένα ράσα καί λίγα βιβλία. Τήν εξο­ ρία δεν τή φοβούμαι, γιατί δλη τή γη τή θεωρώ πατρίδα μου. Τά βάσανα δεν τα φοβούμαι, γιατί τό σώμα μου είναι τόσο αδύνατο, ώστε θα νεκρωθή, πριν προφτάσης να τό βασανί­


15

σης. Κ αί τέλος, δέ φοβούμαι τό θά νατο, γιατί αυτός θ α με φέρη συντομότερα κοντά στο Θεό. — Π οτέ δεν άκουσα τέτοια λόγια, άποκρίθηκε ό αξιω­ ματικός με αληθινή κατάπληξη. — Γιατί καί ποτέ δέν απάντησες αληθινό Ε π ίσ κ ο π ο . Έ μ ε ΐ ς είμαστε ήσυχοι καί ταπεινοί, δχι μοναχά μπροστά στό βασιλιά, άλλα καί στον τελευταίο άνθρω πο. 'Ά μ α όμως πρό­ κειται για τήν πίστη μας στό Θεό, ούτε τή φωτιά φοβόμαστε, ούτε τό σπαθί, οΰτε τά άγρια θηρία' αύτά τά θεωρούμε δ ια ­ σκέδαση. Αύτά ας τά μάθη ό αύτοκράτορας μια γιά πάντα. — Τέτοιος, εξακολούθησε ό παπα-Θ ύμιος, ήταν, παιδιά μου, ό σπάνιος αυτός Ε π ίσ κοπ ο ς. Κ α ί μέ τό άσθενικό του σώμα καί μέσα σέ πολλές κακουχίες αυτός εξακολούθησε νά περιοδεύη παντοΰ, νά έλεή τούς δυστυχισμένους, νά παρηγορή τούς θλιμμένους, νά δίνη θάρρος στούς βασανισμένους Χριστιανούς. Κι άπό τούς κόπους καί τις στερήσεις π έθα νε σέ ήλικία πενήντα χρονών, τήν ήμέρα τής πρωτοχρονιάς. "Ολος ό τόπος έ'χασε τόν πατέρα του καί τον προστάτη του. Χιλιάδες α π ’ δλη τήν επαρχία έ'τρεξαν στην κηδεία του. Χριστιανοί καί Ι ο υ δ α ί ο ι καί είδωλολάτρες έ'κλαψαν μαζί τήν ήμέρα αύτή. ’Α πό τόν πυκνό συνωστισμό πολλοί βρήκαν τό θάνατο κι οί άλλοι τούς καλοτύχιζαν, πού π έθ α ν α ν μαζί μέ τό Βασίλειο. — Καί τώρα, παιδιά μου, εΐπε τελεκόνοντας ό παπα-Θύμιος, άς ζητήσωμε τήν ευχή τού Ά ι - Β α σ ίλ η καί ας κόψωμε τή βασιλόπιτα γιά τήν καλή χρονιά.


Και θαρθουνχρονιάρες μέρες: τά Χριστούγεννα με χ αφρόπλαστα χριστόψωμά τους πρώτα και τ* Άι-Βασιλιοΰ μέ των παιδιών τά κάλαντα και με των νερών τ1 αγιάσματα τά Φώτα. Κι υστέρα τα πάθη τού Χριστοί κι ή Ανάσταση πού το ολόχαρο χωριό Μ τη γιορτάσι], των βουνών βροντοξυπνώντας τούς αντίλαλους, σπέρνοντας λαμπάδων φέγγισμα στα δάση. ê'

Και με τά λαμπριάτικα καλοκαιριάσματα, στήνοντας χορό στα όλόανθα χαμομήλια, 0’ άνεμίξουν κάτω άπό μηλιάς χιονόκλαδα κόκκινες ποδιές και κίτρινα μαντήλια. Γ. ΔροσΙνης


ΤΑ Κ Α Λ Α Ν ΤΑ (Χριστουγεννιάτικο)

Ά π ό τού "Αγίου Φιλίππου ακόμη λογάριαζα τις εισ­ πράξεις, πού θ α εΐχα από τα κάλαντα τών Χριστουγέννων. Και για τα κάλαντα αυτά τρία πράματα μου χρειάζονταν : σακούλα να βάλω τα λεπτά, σύντροφος νά τά πούμε και φυλλάδα, πού να τά εχη γραμμένα. Τ α δυο πρώτα τα είχα εξασφα­ λισμένα. Σακούλα θ α μου εραβε ή μάνα μου, σύντροφο θα είχα τον έξάδερφό μου τό Γιώργη, δυο χρόνια μεγαλύτερο άπό μένα και δυο χρόνια μικρότερο άπό τον αδερφό μου τον Κωστή. Τό ζήτημα τής φυλλάδας δμως μ5 ανησυχούσε πολύ. Ό μπαρμπα-Σωτήρος, ό μεγαλύτερος καταστηματάρχης τού χωριού μας, είχε λογιών-λογιών φυλλάδες, και μόνο τά κ ά ­ λαντα δεν ειχε ό εύλογημένος. Διαδόθηκε δμως φήμη, ότι στο Καμάρι, χωριό μιάμιση ώρα μακριά άπό τό δικό μας, ειχε τέτοιες φυλλάδες ό Μήτσος τού Ά ν ΐώ ν η . Ό Γιάννης ό Χαβέλης τΙς προάλλες πήρε μια δεκάρα άπό τά βαφτίσια τού αδερφού του και επειδή ό μπάρμπα-Σωτήρος δεν ειχε ούτε σουγιάδες, για να πάρη ενα σουγιά, πήγε στο Καμάρι. Έ κ ε ΐ λοιπόν, μας ελεγε καί μάς


54

ορκιζόταν, είδε και φυλλάδες, πού λέγανε τα κάλαντα. Τ ώ ρα έ'πρεπε να βρεθή κι ή σχετική δεκάρα για τήν α ­ γορά τής φυλλάδας. Π ρ ά μ α πολύ δύσκολο. Ν α μπορούσα τουλάχιστο να προεξοφλούσα μια δεκάρα από τάς εισπράξεις των Χριστουγέννων ! 'Α λλά πού να βρεθή προεξοφλητής ! "Ένας μόνο τέτοιος μπορούσε να ύπάρχη, ή μάνα μου— π α ­ τέρα δεν είχα. Ά λ λ α ελα πάλι, πού ή μάνα μου είχε πάρα πολύ λίγες δεκάρες καί δεν τής περίσσευαν να ριψοκινδυνεύση ούτε μια σέ προεξοφλήσεις ; Μια μέρα δμως ή μάνα μου πούλησε λεμόνια από τόν κήπο μας και πήρε εφτά δραχ­ μές. Τό βράδυ λοιπόν τής ίδια ς ήμέρας μου έ'δωσε κι έμ.ένα τή δεκάρα, πού ζητούσα κάθε μέρα. Τήν άλλη μέρα έσφιγγα σφιχτά στην παλάμη μου τήν πολυπόθητη δεκάρα και αντί γιά τό σχολείο τράβηξα γιά τό Καμάρι, α π ’ όπου, πριν γίνη μεσημέρι, γύρισα στό σπίτι μέ τή φυλλάδα στό ταγάρι μου. Τώρα ερχόταν ή σειρά τής σακούλας. Τό πράμα ήταν πολύ εύκολο. "Έσκισε ή μάνα μου μια λόξα από τή φουστα­ νέλα τού μακαρίτη τού πατέρα μου και μου τήν έ'φτιασε. Τήν έ'δεσα μ’ .ενα σπάγγο γερό, για να βαστά το β ά ρ ο ς... τού π α ­ ρά, και τήν κρέμασα εμπρός στό στήθος μου κατάσαρκα. ’Έ τσι αισθανόμουν τήν επαφή της, πού δε γαργάλιζε μόνο τήν επι­ δερμίδα μου, άλλα και τή φαντασία μου. Τή φανταζόμουν γεμάτη πενταροδεκάρες, πού θ α τις έκανα λίρες. Κ α ι ξέρετε, πώς τις πενταροδεκάρες τις κάναμε λίρες ; Τις βάζαμε κατα­ γής στό χώμα και με τή φτέρνα μας γυμνή τις τρίβαμε, τις τρί­ βαμε πολλή ώρα, ώσπου έ'φευγε ή σκουριά και γίνονταν λίρες! Ό σύντροφος πια ήταν σίγουρος, ό Γιώ ργης τού μπάρ­ μπα μου τού Γιάννη. Μ αζί μ’ αυτόν κάναμε όλες τις επιχει­ ρήσεις και δλες τις τρέλες. Μαζ'ι βόσκαμε τις προβατίνες,' ε­ γ ώ τήν Τούρκα— τήν ελεγα ετσι, γιατί ήταν πολύ άγρια —?


55

κι εκείνος τις Ψ ώ ρ ες— τις ελεγε έ'τσι, γιατί ήταν σωστές ψ ώ ­ ρες— μαζι μαζεύαμε χορτάρι για τό γαϊδούρι τους στή Γ ο ύ ­ βα μαζ'ι τό καβαλικεύαμε τό γαϊδούρι. Ά λ λ α ό αφιλότιμος ποτέ δεν μ5 έ'βαζε και μένα μια φορά στο σαμάρι* πάντα δεύτερη θέση, στα καπούλια. Τέλος πάντων, έφτασε κι ή πολυπόθητη παραμονή τών Χριστουγέννων. Διπλή χαρά, παύση τών μαθημάτω ν και κάλαντα. Ά π ό νύχτα νύχτα ακόμη ήμουν στο πόδι. Ή σακούλα κι ή φυλλάδα έτοιμα* τό Γιώργη περίμενα. Ή ώρα όμως περ­ νούσε κι ό Γιώργης δε φαινόταν. Α ν υ π ο μ ο ν η σ ία μεγάλη* τί συμβαίνει ; "Έξαφνα στο γειτονικό σπίτι άκούεται : (( Καλήν εσπέραν, άρχοντες, άν είναι ορισμός σας, Χριστού τήν θ ε ία ν γέννησιν να πώ στ’ αρχοντικό σ α ς . . . ) ) . — Μωρέ, άλλα παιδιά τα λένε ! Φ ώ ν α ξ α ’ καί στή στιγμή βρέθηκα στού μπάρμπα μου τού Γ ιά νν η τό σπίτι. — Ό Γιώργης, πού είναι ό Γιώ ργης ; ρώτησα μέ τρο­ μάρα τήν έξαδέρφη μου τήν Ε λ π ί δ α . — Ό Γιώργης ; ήρθ" ό Κωστής ό δικός σας, πρωί πρωί καί τον πήρε να πάνε να πουν τά Χριστούγεννα. "Ω, συμφορά μου! Τέτοια παρασπονδία τού έξαδέρφου μου ποτέ δεν τήν περίμενα. Τ ώ ρα τί νά γίνη ; ανάγκη νά βρώ άλλο σύντροφο, αλλιώς ή σακούλα θ α έ'μενε άδεια ! Δρόμο λοιπόν μέσα στις γειτονιές για σύντροφο ! Ά λ λ α δλα τά παιδιά ήταν πια ζευγαρω μένα και άπό τ'ις ανοιχτές πόρτες τών σπιτιών άκουγόταν : (( Κ αλήν εσπέραν, άρχοντες, άν είναι ορισμός σας, Χριστού τήν θ εία ν γέννησιν να πώ στ" αρχοντικό σ α ς . . . » Κ αι οί εύθυμες φωνές τών παιδιών ήταν για μένα πένθιμη συνοδεία τής μοναξιάς μου και τής έγκαταλείψεως. Γύρισα στο σπίτι, δπου πεσμένος προύμυτα έ'κλαιγα δλη τήν ήμέρα. ..


•56

Ι ό βράδυ, όταν είδα άπό μακριά τόν άδερφό μου τόν Κωστή ν α γυρίζη στό σπίτι, τόν υποδέχτηκα με βροχή άπό κοσμητικά έπίθετα. Β ρε παιδάκι μου, του λέει ή μάνα μου, πήγαινε καί μ* α *τί)ν νά τά πής* θα μου σκάση τό παιδί άπό τά κλάματα ! Ο άδερφος μου, εί'τε άπό φόβο είτε άπό συμπάθεια, με πήρε άπό το χέρι καί βγήκαμε στη γύρα για τα Χριστούγεννα .Η ή γα μ ε στοϋ κουμπάρου μ α ςτοΰ Γ ιάννη του Ινούρκαcpa. « l à είπαν άλλοι!)) μάς είπαν. Π ή γα μ ε στοϋ μαστροΦωτη. ( ( l à είπ α ν άλλοι ! » μάς είπαν. Π ή γα μ ε στοϋ Ναοΰμη, τό ιδιο κι εκεί. Π ήρε πιά νά νυχτο>νη, οι πόρτες εκλειναν, τό κρύο έτσουζε κι επρεπε ν α γυρίσωμε στό σπίτι. Ούτε 6 Ναπολέων, οταν έχασε τή μάχη τοϋ Βατερλώ, δε θ α είχε τόση άπελπισία, όση είχα εγώ στην καρδιά καί στο πρόσωπο εκείνο τό βράδυ. Π νιγό μ ο υ ν στά δάκρυα. Κ α ι η καημένη η μαλ'ούλα μου, για νά μην κάμω λυπη­ τερά Χριστούγεννα : ((Έ λ α , παιδί μου, είπέ τα εδώ)), μου είπε. Κι εγώ μέ συχνές διακοπές άπό τούς λυγμούς άρχισα: • · (( Καλήν εσ π έρ α ν. . . άρχοντες, δ ν . . . ε ί ν α ι . . . ό . . . ό . . . ορισμός σας . . . » Ά φ ο ϋ είπα έτσι καμιά δεκαριά στίχους — Έ , φτάνει, μοϋ λέει ή μάνα μου, καί τοϋ χρόνου! Κ αί μοϋ εβαλε στην παλάμη ενα. . . φράγκο ! Μόλις το κοίταξα καλά καλά στό λυχνάρι καί τό είδα ετσι άσημένιο καί γυαλιστερό, «ώοχοπ!» φώναξα μ’ ενθου­ σιασμό κι έκαμα μιά τούμπα στά στρωσίδια, πού μάς είχε έτοιμα ή μάνα μας νά κοιμηθοϋμε. Τ ί σημαίνει, α ν σέ λίγες μέρες τό φράγκο μέ τρόπο πήγε πάλι στη θέση του ; Ή χαρά μοϋ έμεινε. Καημένη μανούλα. . .


ΤΑ Χ ΡΙΣ Τ Ο ΥΓΕΝ Ν Α

ΕΙΣ

ΤΟ Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ο Ν ΠΑΛΑΤΙΟΝ

Ό Μιχαήλ Καλαπόδης ήτο έμπορος τυρού εις τήν Κωνσταντινοΰπολιν. Έ λ α β ε σύζυγον την Πουλχερίαν και είχεν αποκτήσει εξ αυτής εν μόνον τέκνον, τήν γαλανόφθαλμον Χριστοδοΰλην. "Οταν ήλθον και έγκατεστάθησαν εις τήν Κωνσταντινούπολιν, πολλοί έμποροι άπό τήν Βενετίαν, τόσον συναγω­ νισμόν εκαμνον πρός τούς ‘Έλληνας εμπόρους, ώστε 6 Καλα-


99

πόδης ήνα γκάσ θη νά κλείση το κατάστημά του και εις ολίγον καιρόν κατήντησε ν α γ ίν η επαίτης. Ή επ α ιτεία ήτο α νεγνω ρ ισ μ έν η έπισήμω ς εις τό Β υ ζά ν ­ τιον ώ ς επ ά γ γελ μ α . Έ π Ι πολλούς α ιώ ν α ς εμ ο ίρ α ζο ν δω ρεάν από τό αύτοκρατορικόν τα μ ε ΐο ν εις τούς έ π α ίτ α ς τόν άρτον και τό έλ α ιο ν τής ο ίκ ο γενεία ς των. Έ π ε ι τ α ε ιχ ο ν κα'ι άλλους πόρους οί έπ α ιτα ι. Κ ά θ ε φ ο ­ ράν πού ό βασιλεύς ή ή βασίλισσα έξήρχοντο α π ό τό ΓΙαλάτιον, κατά τώς επισήμους έορτάς, έσκόρπιζον ά φ θ ο ν α χρυσά ν ο μ ί­ σματα, εντός μετα ξω τώ ν σακκιδίω ν, γ ύ ρ ω α π ό τό α ρ μ α των. Ε π ίσ η ς , ότ αν κα νείς α π ό τούς πλουσίους ά ρ χο ντα ς άνεκαλύπτετο, ο τι εκ α μ νε σ υ νω μ ο σ ία ν κ α τά τού βασιλέως, ό δχλος και κυρίως οί έ π α ιτ α ι ε ι χ ο ν τό δικ α ίω μ α νά θρ α ύσ ο υ ν τήν θ ύ ρ α ν του μ εγά ρου του σ υ νω μ ότου κ α ι ν* ά ρπ ά σ ουν ολην τήν π ερ ιο υ σ ία ν του. Ε ις μ ία ν φοβερών επ ιδ η μ ία ν ή Π ο υ λ χ ε ρ ία ά π έθ α ν ε ν . Ό Κ αλαπόδης έσκέφθη εις τή ν α ρ χή ν ν 9 α π ο σ υ ρ θη εις τι μοναστήριον τής Β ιθ υ ν ία ς , όπου ήτο η γο ύ μ ενο ς ε ϊς στενός σ υ γγ ε­ νής του. ’Λ λ λ ’ ή α γ ά π η πρός τή ν κόρην του Χ ρισ τοδούλη ν μέ τά χρυσά μαλλιά το ν έκράτησεν εις τήν Κ ω νσ τα ντινο ύ π ο λιν. Κ αι ήξιζε τόν κόπον. Ή Χ ριστοδούλη μέ τήν κρυσταλλίνην φ ω νήν της εκελάδει ά π ό τή ν π ρ ο π α ν μέχρι τής εσπέρας. ΤΗ τ ο εσπέρα τω ν Χ ρ ισ το υ γέν ν ω ν . Ή Χ ριστοδούλη δεν ήδύνατο ν α κρύψ η τήν χα ρ ά ν της. 71Ιτο ευτυχής και υ π ερ ή φ α νο ς, διότι ό πατήρ της, ο Μ ι­ χαήλ Κ α λα π ό δη ς, ό επαίτης, θ α έδ είπ ν ει α π ό ψ ε εις τ ή ν πολυτελεστέραν α ίθ ο υ σ α ν τω ν α ν α κ τό ρ ω ν μ α ζί μέ τό ν αύτοκράτορα. Ή πτω χή συνοικία, δπ ο υ κατώ κουν, ε ιχ ε ν ά να στα τω θη . Αύτοκρατορικοί ύπηρέται ε ι χ ο ν φ έρ ει κ α θ α ρ ά φ ορέματα, σάπωνας και α ρ ώ μ α τα δ ιά τόν προσκεκλημένον του βασι-


100 λέως. Ή τ ο , βλέπετε, αρχαία συνήθεια εις τό βασιλικόν γεύμα τής μεγάλης εορτής, εις εν άπό τά δεκαεννέα τρα­ πέζια τής μεγάλης αιθούσης, να παρακάθηνται και δώδεκα πτωχοί επαϊται. Έ φ ε ρ α ν εις τον Κ αλαπόδην χρωματιστόν ύποκάμισον. Ή Χριστοδούλη έθαμβοτ&η άπό τήν μεγαλοπρεπή ενδυμα­ σίαν και τήν δόξαν του πατρός της. Τ ήν εσπέραν ύπηρέται του αύτοκράτορος ήλθον καί παρέλαβον τον Μιχαήλ άπό τον οίκον του. Τον άνεβίβασαν εις εν φορεΐον, διά νά μη λα­ σπωθούν τά πολυτελή υποδήματά του. Ε μ ­ πρός άπό τήν συνοδεί­ αν επροχοόρει είς υψη­ λός υπηρέτης άπό εκεί­ νους, οί όποιοι στέκον­ ται πλησίον τής τραπέζης μέ άργυράς λεκάνας καί χειρόμακτρα, διά νά καθαρίζουν οί προσκεκλημένοι τά δάκτυλα, μέ τα οποία συνήθιζον τότε νά τρώγουν. Έ φ ό ρ ε ι λινόν ύποκάμισον λευκόν μέ κοντόν μετάξινον μανδύαν. Τό ίδιον εγινε καί είς άλλας ενδεκα μικροσυνοικίας τής Κωνσταντινουπόλεως. Ε ίς ώρισμένην ώραν οί επαϊται έ'φθαναν είς τήν μεγάλην πλα τεία ν, τήν δενδροφυτευμένην, έ'μπροσθεν τού παλα­ τιού.


101

Ι δ ο ύ ΐο ίερόν Π α λά τιον όλόφωτον ! Παραπλεύροος ή μεγάλη οικοδομή τού Πατριαρχείου και πλησίον αυτών ό όγ­ κος τής 'Α γία ς Σοφίας. Α μέτρη τοι βραχίονες αύλικών υπηρετών κρατούν υψη­ λά άνημμένους φανούς και φωτίζουν τάς συνοδείας τών μεγιστάνοον, ερχομένων διά τό γεϋμα. Έ ά ν λογαριάσωμεν, δτι κάθε άρχων, διά νά ελθη εκεί, έχρειάζετο σωματοφυλακήν πεντήκοντα ανθρώπων, φανταζόμεθα τί συνωστισμός ήτο εις τήν είσοδον τοϋ ιερού Παλατίου, άφοΰ οι προσκεκλημένοι έφθαναν τούς διακοσίους τέσσαρας. Ό Μιχαήλ Καλαπόδης ήνοιξε καλά τούς οφθαλμούς του, 0ιά να μή τοϋ διαφυγή τίποτε άπό δσα έ'βλεπεν. Ε ΐχ εν ύποσχεθή εις τήν Χριστοδούλην, δτι θα τής διηγείτο δλα τά θαυμάσια τού Παλατίου. Και εκείνη ήτοιμάζετο, μέ δσα θα μάθη, νά παίξη εις τήν γειτονιάν μέ τάς φ ίλα ςτη ς τό πρόσωπον μιας μικράς αύτοκρατείρας. Οί επαΐται επερίμεναν νά είσέλθουν πρώτοι οί επίσημοι εις τόν Τρίκλινον ή Χρυσοτρίκλινον, τήν τραπεζαρίαν τοϋ Παλατίου. Έ π ί τέλους ήλθε και ή σειρά των. Καί ό Κ α λ α ­ πόδης παρ* ολίγον νά τά χάση άπό τά θαυμάσια πράγματα, ϊο. όποια έ'βλεπε. Μεγάλα χρυσά καί άργυρα πολυκάνδηλα, μέ ελαιον λαμπρόν ώς μέλι, έφοιτιζον τήν άπέραντον αίθουσαν. "Αλλα από αυτά ειχον τό σχήμα άνθους, άλλα μικρών πλοίων καί άλλα διάφορα περίεργα σχήματα. Ή οροφή τοϋ Τρίκλινου ήτο ολόχρυσος. Α ί τράπεζαι ήσαν άργυραΐ. Τ ά τραπεζομάνδηλα κατεσκευασμένα μέ χονδρόν λινόν χρυσοΰφαντον άπό τά περίφημα υφαντήρια τών Θηβών. Τ ά πιάτα, τά μαχαιροπήρουνα καί τά άλλα σκεύη τών δεκαεννέα τραπεζών ήσαν άπό καθαρόν γρυσόν.


102

Η τράπεζα, όπου θα έ'τρωγεν ό αύτοκράτωρ, ήτο ολό­ κληρος άπό άργυρον, γεμάτον άπό πολύχρωμα πετράδια, τά όποια έσκόρπιζον λάμψεις. Α ν α π α υ τικ ά καθίσματα άπο μυροβόλα ξΰλα τών Ι ν δ ιώ ν , στολισμένα μέ μαργαριτάρια, εύρίσκοντο και άπό τάς δύο πλευράς τών τραπεζών. Έπεκράτει άκόμη τό άρχαϊον εθιμον νά τρώγουν είς τά επίσημα γεύμα­ τα γυρμένοι είς τον δεξιόν αγκώνα καί άκουμβώντες είς μα­ λακά προσκέφαλα όλοκέντητα. "Ολοι εΐχον όδηγηθή εις τάς θέσεις των. Πλησίον τής τραπέζης του βασιλέως, ό όποιος ετρωγε μόνος του, έτοποθετήθησαν δώδεκα μεγιστάνες. "Οταν είσήλθον είς τό Τρίκλινον, ειχον άφαιρέσει δλοι τούς μανδύας των καί εμειναν με τά πολυτελή υποκάμισά των. Μόνον είς τούς στρατηγούς έπέτρεπον νά φέρουν καί τούς κοντούς μανδύας των. Μέ τήν σειράν έκάθισαν οί άλλοι προσκεκλημένοι καί τελευταίοι οί δώδεκα επαϊται. Ο ί αύλικοί υπέδειξαν είς αύτούς νσ. προσέχουν τί σκοπόν θα επαιζον τά μεγάλα χρυσά όργανα τού Πα?ι,ατίου. Καί δταν θα έπαίζετο ό βασιλικός ΰμνος, θα επρεπε δλοι νά σηκωθούν καί νά ζητωκραυγάσουν υπέρ τού αύτοκράτορος. Ε π ίσης, εάν ό βασιλεύς έ'στελλεν είς αύτούς κανέν όρεκτικόν άπό τήν ιδιαιτέραν του τράπεζαν, πάλιν θα επρεπε να σηκωθούν καί να ζητωκραυγάσουν. Ό Καλαπόδης με πολλήν προσοχήν τά ήκουεν δλα αύτά και εκοιτας,ε διαρκώς τήν μεγάλην πύλην τής εισόδου, άπό τήν όποίαν θα επρόβαλλεν ή βασιλική οικογένεια. Ά λ λ α μέ τήν ιδίαν αγωνίαν επρόσεχε καί εις τήν μικράν είσοδον. Έ κ ε ΐ εστέκοντο ολόκληρα τάγματα υπηρετών τής τραπέζης. Ολοι ήσαν φορτωμένοι με εκλεκτά ψαγητά. Μίαν μόνον λύ­ πην εΐχεν ό Καλαπόδης. Δέν ήξευρε πώς νά άποκρύψη μικρον τι φαγώσιμον καί νά τό φέρη είς τήν άγαπητήν του κόρην, τήν Χριστοδούλην του μέ τά χρυσά μαλλιά.


103

Η Ν Υ Χ Τ Α ΤΩ Ν Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Ω Ν Χριστούγεννα ! Περίχαρα ή καμπάνα κράζει, κι ή μάνα στο παιδί και το παιδί Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α ! στη μάνα κι ό κόσμος όλος τραγουδεί. Κι ή νύχτα λάμπει άπό τό μάγο αστέρι, όπου τούς μάγους οδηγεί. Τ ό έπουράνιο μυστικό τό ξέρει καί χαίρεται ουρανός και γή. Κ. Π α λ α μ δ ς


18

Έφτασαν τά Χριστούγεννα

Είναι τώρα λίγες μέρες, πού στό σχολείο μιλοϋν για τή μεγάλη γιορτή πού πλησιάζει. Χριστούγεννα ! Τά παιδιά μαθαίνουν πολλά άπό τήν Ιστο­ ρία τής Γέννησης του Κυρίου. νΑκουσαν γιά τό όλόλαμπρο άστέρι πού χρύ­ σωσε μέ τό φως του όλη τή φύση, γύρω στό τα­ πεινό σπήλαιο τής Βηθλεέμ. ’Άκουσαν γιά τις γλυκές ψαλμωδίες τών άγγέλων. Έμαθαν γιά τούς καλούς βοσκούς πού είχαν τήν τύχη, πρώτοι πρώτοι έκεΐνοι άπ’ ολους τούς άνθρώπους, νά δουν τό ΧΡΙΣΤΟ ! ’Άρεσε πολύ στά παιδιά, άμα άκουσαν μέ πόσο σεβασμό ετρεξαν οί καλοί βοσκοί γιά νά προσκυνήσουν τό Χριστούλη μέσα στή φτωχική καί μουχλιασμένη σπηλιά. Διάβασαν μαζί μέ τό δάσκαλό τους σχετι­ κές ιστορίες άπό διάφορα βιβλία. Έμαθαν άκόμη πώς οί ακτίνες, άπό τό χρυσό άστέρι εφτασαν πολύ μακριά καί φώτισαν τούς τρεις μάγους. Ό δάσκαλος παρουσίασε στά παιδιά ώραΐες ζωγραφιές πού έδειχναν τούς τρεις μάγους μέ τά μακριά άσπρα μαλλιά. Σ ένα βιβλίο διάβασαν πώς οί μάγοι : 56


Ξεκίνησαν άπό τά κάστρα τους μακριά καί πήγαν νά ’βρουν τό Μεγάλο Βασιλιά. Πέρασαν κάμπους, πέρασαν γκρεμούς. Διαβήκαν άπό φίλους κι άπ’ έχθρούς. Κι ύπόψεραν πολύ. Κουράστηκαν σκληρά. Μά τ ’ άστρο φώτιζε τό δρόμο τους μπροστά. ^Ηρθαν τέλος στό σπήλαιο τό μακρινό. Κι ήβραν σά βρέφος έκεΐ μέσα τό Χριστό !... Πέσαν καί τον προσκύνησαν πιστά· δώρα του πρόσφεραν βασιλικά. Σ μ ύ ρ ν α του χάρισαν, Δ ι β ά ν ι καί Χρυσό, Δέν είπαν στόν Ηρώδη, οτι ήβραν τό Χριστό.


19. Ή σχολική γιορτή των Χριστουγέννω ν και της Πρωτοχρονιάς Στά σπίτια γίνονται πολλές έτοιμασίες για τΙς μεγάλες γιορτές πού έρχονται. Τά παιδιά γιόρτασαν καί στό σχολείο τά Χριστούγεννα καί τήν Πρωτοχρονιά. Στη μεγαλύτερη αίθουσα τού σχολείου έ­ στησαν μιά όμορφη σπηλιά. Τήν έκαναν μέ πέ­ τρες καί μέ τούβλα. Ε πάνω τή σκέπασαν μέ χλωρά χορταράκια καί σκόρπισαν χνούδι άπό μπαμπάκι, γιά νά δείχνη, πώς ήταν χιονισμένη. Στό βάθος τής σπηλιάς έβαλαν ενα μικρό κουτάκι άντί γιά φάτνη. Μέσα είχαν ένα βρέφος καμωμένο άπό πηλό πού παράσταινε τό Χριστούλη. Γύρω είχαν τόν Ιωσήφ, τήν Παναγία, βοσκούς καί προβατάκια. 'Όλα ήταν άπό πηλούς χρωματιστούς· τά έ­ καναν τά παιδιά μέ πολλή προσοχή καί μέ τέχνη. Άναψαν κι ενα μικρό καντηλάκι. Τά παράθυρα ήταν σκοτεινιασμένα μέ γ α ­ λάζιες κόλλες. Επάνω σ’ αύτές.τίς κόλλες ήταν κολλημένες σκηνές άπό τή Γέννηση καί τήν Πρω­

58


τοχρονιά : τό λαμπρό άστρο μέ τις όλόχρυσες άκτίνες· οΐ μάγοι μέ τΙς καμήλες τους· οί μάγοι πού προσκύνησαν, μέ τά δώρα στά χέρια· οί βοσκοί μέ τ’ άρνιά· οί άγγελοι' ό Άγιο-Βασίλης μέ τά δώ­ ρα- παιδιά μέ καράβια, μέ τύμπανα καί μέ σιδε­ ράκια, πού έλεγαν τά κάλαντα. Κι άλλες πολλές σκηνές, όμορφα τοποθετημένες, φάνταζαν σάν άληθινές. Κι δλα αύτά ήταν σχεδιασμένα καί βγαλμένα μέ τό ψαλίδι άπό χρυσόκολλες κι άπό διάφο­ ρες γυαλιστερές κόλλες. Είναι όμορφα, πολύ όμορφα στολισμένη ή αίθουσα τής γιορτής. Είναι καλεσμένοι κι οί γονείς τών παιδιών. Καί κοιτάζουν παντού- δέν ξέρουν τί νά πρωτοθαυμάσουν. "Ολα τούς άρέσουν ! Αρχίζει ή γιορτή. "Ολα τά παιδιά ψέλνουν τά κάλαντα : Χριστός γεννάται σήμερον στή Βηθλεέμ τήν πόλη, οι Ούρανοί άγάλλονται καί χαίρει ή φύσις δλη. Λένε καί ποιήματα καί τραγουδούν Χριστου­ γεννιάτικα τραγούδια. Τά μικρά παιδιά παρασταίνουν τούς μάγους.

59


Τά μεγάλα παρασταίνουν τούς βοσκούς μέ τούς άγγέλους γύρω άπό τή σπηλιά. Έπειτα άρχισαν ποιήματα και τραγούδια τής Πρωτοχρονιάς. Παιδιά μικρά καί μεγάλα, κρατώντας στά χέρια τόν «Άβέρωφ», τό μεγάλο χάρτινο καράβι τους, άρχισαν .· Αρχιμηνιά και άρχιχρονιά κι άρχή καλός μας χρόνος. Άγιο-Βασίλης έρχεται άπό τήν Καισαρεία. Κι άμέσως παρουσιάστηκε ό γέροντας μέ τά χιονάτα γένια, μέ τή χοντρή τήν κάπα του, φορτωμένος ενα σάκο μέ δώρα. Τά παιδιά τόν ρώτησαν.· Βασίλη, πόθεν έρχεσαι ; καί πόθεν κατεβαίνεις ;

60


Ό γέροντας άπάντησε: Άπό τή μάνα μου έρχομαι καί στό σχολειό πηγαίνω. Τά παιδιά είπαν : Βασίλη, ξέρεις γράμματα; πές μας τήν Ά λ φ α Βήτα κι ελα κόψε μας τήν πίτα. Κι αμέσως ό γέροντας· έκοψε καί μοίρασε τήν πίτα, πού τού παρουσίασαν κορίτσια άπό τις μεγάλες τάξεις. Καί κάποιο παιδάκι ψάχνοντας τήν πίτα ξεφώνισε : «τό βρήκα ! τό βρήκα !> Όλοι χάρηκαν πού βρήκε τό νόμισμα ενα καλό παιδάκι και είπαν : «Εύγε, εύγε. Καί τού χρόνου ! Καί τού χρόνου!... Χρόνια πολλά !». Έπειτα μοίρασε καί δώρα ό Άγιο-Βασίλης : κούκλες, τόπια, στρατιωτάκια, κάλτσες, ρούχα, παπουτσάκια, κασετίνες, μαντιλάκια, χαρτί, πένες, παιχνιδάκια. Ή γιορτή τελείωσε. Οί γονείς, γεμάτοι χα­ ρά, εύχαρίστησαν τό δάσκαλο κι έφυγαν. Τά μαθήματα επαψαν γιά δεκαπέντε μέρες.


Δόξα Σοι τφ δείξαντι τό φώς

Δόξα έν ύψίστοις θεφ

κα'ι έπί γης εΙρήνη

έν άνθρώποις εύδοκία. ( Έχχληοιαστιχή Δοξολογία )



30. Η ΓΕΝΝΗΣΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Νά ’μουν του στάβλου εν’ άχυρο, ενα φτωχό κομμάτι, τήν ώρα π ’ άνοιξε ό Χρίστος στον ήλιο του το μάτι ! Νά ίδώ τήν πρώτη του ματιά καί το χαμόγελό του τό στέμμα των άκτίνων του γΰρο στό μέτωπό του. Νά λάμψω άπό τή λάμψι του κι εγώ σά διαμαντάκι, κι άπό τή θεία του πνοή νά γίνω λουλουδάκι, νά μοσκοβοληθώ κι εγώ άπό τήν εύωδία πού άναψε στά πόδια του των Μάγων ή λατρεία !

‘ / f ü l l

'

Κοιστής Παλαμάς


31. ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ 1 . 'Ο στϋλος τής γης

Κάτω άπο τή γή υπάρχει ενα μεγάλο δένδρο, ωσάν στύ­ λος πελώριος καί γερός, καί βαστάει τή γή. Έ τσ ι ελεγαν οί παλαιότεροι. Έ κεΐ κάτω εύρίσκονται δλο το χρόνο οί Καλλικάντζαροι καί δουλεύουν νύκτα καί ημέρα. Προσπαθούν να κόψουν τό στύλο, πού βαστάει τή γή, γιατί θέλουν νά τήν ίδοϋν νά γκρεμίζεται καί να γελούν. Κτυποΰν λοιπόν μέ μι­ κρά τσεκουράκια καί πριονίζουν με πριονάκια. Κάθε χρόνο, μόλις ζυγώνουν νά τό κόψουν, νά σου καί ερ/ονται καί τά Χριστούγεννα. —'Άιντε, πάμε τώρα νά γλεντήσωμε λίγο έπάνω στή γή, πειράζοντας τούς άνθρώπους, γιορτές ημέρες πού ήρθαν. Παμε, καί στο γυρισμό μας τό άποκόβομε. Έρχονται λοιπόν κοντά μας. Στο γυρισμό τους ομως


81 ευρίσκουν τό δένδρο νά έχη θρέψει. Καί τότε άρχίζουν πάλι άπο την άρχή. Εύτυχώς πού είναι, κουτούτσικοι

οί Καλλικάντζαροι,

γιά τούτο κάθε χρόνο πάντα τα ’ίδα κάμνουν καί πάντα τα ΐδια παθαίνουν μέ τούτο το θεόρατο δένδρο, πού κρατάει τή γη ολόκληρη μέ τά χωριά της καί με τις πολιτεΐές της. 2 . 'Ο μ υλω νά ς καί ό Κ αλλικ ά ντζα ρος

Μιά φορά ένας μυλωνάς είχε ωραία φωτιά μέ κάρβου­ να στο μύλο του καί έψηνε μιά σούβλα κρέας. Έ κ ε ΐ πού έγύριζε τή σούβλα του, βλέπει στην άλλη μεριά έναν Καλλικάντζαρο καί έγύριζε μιά σούβλα μέ βατράχους ! Δ εν τού έμίλησε διόλου. "Υστερα άπο λίγο τον έρωτα ό Καλλικάν­ τζαρος πώ ς τον λέγουν. —Ε α υ τ ό μέ λέγουν, του λέγει ό μυλωνάς. Έ κ ε ΐ πού έγύριζε τή σούβλα καί το κρέας ήταν ροδο­ κόκκινο καί έμοσχομύριζε, ό Καλλικάντζαρος βάζει στήν ίδική του σούβλα μέ τούς βατράχους επάνω στο κρέας. Π άτ! δεν άργεΐ ό μυλωνάς καί του φέρνει μιά μέ ένα άναμμένο δαυλί καί, καθώς ό Καλλικάντζαρος ήταν γυμνός, τον κατάκαψ ε! Φωνές καί κακό ό Καλλικάντζαρος ! — Βοηθάτε, άδέρφια, γιατί μ’ έκαψαν ! — Βρέ, ποιός σ’ έκαψε; του λέγουν οί άλλοι Καλλικαντζαροι ά π ’ έξω. —Ό Ε α υ τ ό ς μ’ έκαψε, τούς λέγει έκεΐνος άπο μέσα. —Ά μ ’ σάν έκάηκες άπο τον έαυτό σου, τί σκούζεις έτσι ; Καί έτσι τήν έπαθε ο καλός σου ό Κ αλλικάντζαρος} γιατί ό μυλωνάς έφάνηκεν έξυπνότερός του. Εκλογή Κ. Ρωμαίου

6


32. ΑΓΙΟΣ Β ΑΣ ΙΛΗΣ

Έ λα τε στο τραπέζι μας άπόψε, για τή χαρά να κάμωμε μια θέσι. Την πίττα μας, πατέρα, τώρα κόψε, νά ιδοΰμε το φλουρί σέ ποιόν θά πέση. Κι ας μένη έ'τσι στρωμένο άπόψε, άς μένη κι ή σόμπα μας άς καίη έκεΐ στο πλάι Ά π όψ ε με την κάπα χιονισμένη θά ’ρθη κι ο "Αϊ-Βασίλης για νά φάη. Σ τέλιος Σ περάντσας



ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΑΘΗΝΑΙ 1965


A'. ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ

2. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤ Ο ΜΕΤΩΠΟ

Προφυλακές Όλύτσικα Η πείρου 24 Δεκεμβρίου 1912. Ξαστεριά' κλαράκι, δέν κουνιέται. Το φεγγάρι φωτίζει καθαρά, κατακάθαρα τά βουνά τής Μανωλιασας και του Όλύτσικα, πού τέτοια ώρα μάς φαίνονται διπλά στον δγκο καί στο ΰψος. Μπορεΐ κανείς νά διακρίνη τις προφυλακές μας επάνω σ' αυτά, σωρούς άπο φαντάρους ριγμένους τον εναν έπάνω στον άλλο, νά ξεκουραζωνται στην αστροφεγ­ γιά, πού είναι γ ι’ αύτούς πολύτιμη· γιατί δέν άφήνει τούς Αρβανίτες νά μεταχειριστούν εναν άπο τούς φοβερούς τρό­ πους πού ξέρουν, τον αιφνιδιασμό, γιά νά φτάσουν τη γραμ­ μή καί νά τούς επιτεθούν. Θ’ άναπαυθοΰν άπόψε. Που καί που, κανένας άπο τούς στρατιώτες μας πετιέται ξαφνικά καί δώστου πάνω κάτω νά ζεστανη λιγο το παγωμένο του κορμί. Το δυνατό κρύο μάς περονιάζει τά κόκαλα καί κάνει τή μέση μας καί τις πλάτες νά πονούν. — Μιά βραδιά είναι κι αύτή καί θά περάση, βρέ παιδιά’ δλοι υποφέρουν σήμερα γιά τήν πατρίδα* δλα θά περασουν, είπα. Οΰτε κουβέντα πι ά . . . Γύριζα καί δέν μπορούσα νά βγάλ'ο άπο το μυαλό μου πώς ή βραδιά έκείνη ήταν Χριστουγεννιάτικη. Απο τους στρατιώτες μου κανένας δέν το ειχε σκεφτή. ’Ήμουν νευρικός καί προσπαθοΰσ να συνηθίσω τον εαυτό μου στή συγκίνηση πού θά δο,,,ιμαζα με τη χαρα


των στρατιωτών μου γιά κάτι έκτακτο πού τούς προετοίμα­ ζα γιά τή βραδιά αύτή. Βρισκόμουν άπέξω άπό το καλυβάκι μας, οτανάκουσα το στρατιώτη, πού εγραφε ενα γράμμα, νά ρωτά πόσες του μηνός είχαμε. « Ρώτα τον κύρ λοχία », του ειπε ενας. — Είκοσι τέσσερεις, του φώναξα, κι άποτραβήχτηκα βια­ στικός. — Βρε παιδιά, εϊκοσι τέσσερεις! Χριστούγεννα σήμερα καί δεν το σκεφτήκαμε. . . Γιά σκεφτητε, βρε παιδιά. .. ’Έφτασαν στ’ αύτιά μου τά λόγια αυτά άπό δέκα στό­ ματα. Είχα αρκετά τραβηχτή άπο τό φυλάκιο, όταν είδα τούς φαντάρους μου εναν εναν νά βγαίνουν άπό τό καλυβάκι καί νά μέ πλησιάζουν' σε λίγο ήταν δλοι γύρω μου. —Άκοΰς, Χριστούγεννα, κύρ λοχία, καί νά μήν τό κατα­ λάβουμε καθόλου ! . . . Πώς Θά τήν περάσουν τή σημερινή μέρα τά καημένα τά σπίτια μας. . . "Αχ ! δόλια μάνα ! Καί κοίταζαν ο ενας τόν άλλον κι όλοι μαζί εμένα. Τί ζητούσαν άπό μένα ; κι έγώ είχα σπίτι καί μάνα' ή άλήθε>.α είναι οτι έγώ ήμουν ό μόνος άνώτερός τους έκεΐ. Ήμαστε ολοι περισσότερο περήφανοι, γιατί μιά τέτοια μέρα τΰσο ύποφέραμε' ήμουν άκόμη πιο εύτυχισμένος έγώ, γιατί περίμενα επειτα άπό λίγο κάτι νά παρουσιάσου στούς στρατιώτες μου, πού άπό μέρες τώρα ζοΰσαν μόνο μέ ψωμί, κι αυτό σάν άντίδωρο. Σε λίγο εν(,·ς ενας τραβήχτηκαν πάλι στό καλυβάκι κι εμεινα μόνος. Χριστούγεννα ! Πώς περνούσαμε άλλες χρονιές μέ τόν πατέρα, τή μητέρα καί τ’ άδερφάκια μας ! Ά π ό νωρίς ψώ­ νια καί ψώνια. Τά μικρά τί χαρές ! Γέμιζε τό σπίτι άπό γέ­ λια κι άπαιτήσεις. 8


— Μαμά, το βράδυ να μέ σηκώσης νά πάω στην εκκλησία. — Καλά, κοιμήσου τώρα, αν θέλης νά σηκωθής. Πώς πεταγόμαστε τή νύχτα άπο τον υπνο, δταν άκούαμε το γλυκό, χαρμόσυνο ήχο τής καμπάνας. Στο δρόμο, έκεΐνο το βράδυ, κανένας φόβος· ενας ενας, νέοι, γέροι, γριές, παιδιά, χωμένοι στά παλτά τους, τραβούσαν γιά τήν εκ­ κλησία' άλήθεια, πώς μάς άρεσε κιέμάς τών παιδιών ή έκκλησία εκείνο τό βράδυ’ καί τήν άλλη μέρα τί χαρά ! Χρι­ στόψωμα, γαλοπούλες, φρούτα’ παντού γιορτάσιμα ρούχα, στά σπίτια, στούς δρόμους, παντού. Ουτε σχολείο έκεΐνες

τις ημέρες, οΰτε τίποτε. Καί τώρα, επάνω στον Ό λύτσικα έχομε το κανόνι γιά καμπάνα καί το ύπαιθρο για εκκλησία- κάτι είμαστε κι έμεϊς τώρα. Πολλές φορές ό στρατηγός θά σκέφτηκε : « κι άπο κεΐ καλά είμαστε άσφαλισμένοι »" κι οί στρατιώτες επάνω στή Μανωλιάσα, πού τούς φυλάγαμε τά πλευρά, πάν­ τα πιο ήσυχα θά κοιμόνταν, δταν μάς ένιωθαν πλάι τους. Τί τιμή άλήθεια ! Καλά ήταν τά περασμένα Χριστούγεννα, μά τά τωρι­ νά είναι εκείνα πού δέ θά ξεχάσωμε ποτέ. Οί στρατιώ­ τες μου κοιμούνται" τί όνειρα νά βλέπουν ; άσφαλώς οί π ε­ ρισσότεροι θά είναι στά σπίτια τους, μερικοί καί στήν έκκλησία τού χωριού τους. . . Βήματα άπο τό μονοπάτι, πού ειχα προσδιορίσει γιά τήν επιστροφή τού Δεναξά καί τού Πράγια, μ’ έκαμαν νά τρέξω πρός τά εκεί. — Καλώς όρισες, Δεναξά' τί γίνεται, βρέ παιδί ; πού εί­ ναι ό Πράγιας ; — Γειά σου, κύρ λοχία' χρόνια πολλά" μέ τό καλό στά σπίτια μας, καί τού λόγου σου μέ μακρύ σπαθί. Μέ μακρύ σπαθί" ώστε τό καταλάβαιναν οί στρατιώτες 9


μου, ότι κάτι. μπορούσε νά βγή καί γιά μένα άπο τή νίκη, σκέφτηκα. —'Ό Πράγιας, κύρ λοχία, έξακολούθησε ό Δεναξάς, ψή­ νει το κρέας κάτω στή ρεματιά' σέ μιά ώρα θά είναι έτοιμο' εξι οκάδες χοιρινό πρώτης γραμμής' εχομε κι άλάτι καί π ι­ πέρι’ ενα παγούρι κονιάκ, τρία κουτιά λουκούμια καί δυο ψωμιά χωριάτικα φίνα' μοϋ είπε ό ύποσιτιστής πώς θά μάς στείλουν καί χριστόψωμα' μά αυτά, νά σου πώ, κύρ λοχία, δέν τά περιμένω' είδα νά δουλεύουν δυο τρεις στούς φούρνους άπό κείνους, πού δέν ελεγαν καλημέρα σέ φούρναρη στήν πατρίδα. —'Άφησε τά σακίδια, Δεναξα, άπέξω άπο τό καλύβι καί πήγαινε, παιδί μου, νά βοηθήσης τόν Πράγια. Έ φ υ γε κι έγώ τράβηξα στό καλύβι. Τούς βρήκα δλους νά κοιμούνται. —’Έ , παιδιά, σηκωθήτε, τούς είπα επιτακτικά' δέ σε­ βάστηκα κείνη τή στιγμή τόν ύπνο τους. Ξαφνιασμένοι πετάχτηκαν δλοι επάνω κι άπλωσαν τά χέρια στά τουφέκια. — Τί εϊναι ; τί τρέχει, κύρ λοχία ; Είχαν συνηθίσει τό­ σον καιρό σέ τέτοια ξυπνήματα. — Καθίστε κάτω, τούς είπα' άφήστε τά όπλα' δέν είναι τίποτε' κάτι ήθελα νά σάς πώ. Κάθισαν ό ενας δίπλα στον άλλον, τακτοποιώντας τούς μανδύες καί τις παλάσκες τους, πού τόσον καιρό τώρα εγιναν άναπόσπαστες άπό τήν τουαλέτα του ύπνου τους. —5Ακουστέ, παιδιά, νά σάς πώ. Τέτοια μέρα καί ώρα — ήταν περασμένα μεσάνυχτα — οί καμπάνες στά χωριά καί στις πόλεις χτυπούν, κι οί Χριστιανοί πάνε στήν έκκλησία νά γιορτάσουν τή γέννηση τού Χριστού μας καί νά τού ζητή­ 10


σουν τήν ευλογία του. Κι εμ είς εδω πανω που είμαστε, δεν πάψαμε νά είμαστε χριστιανοί κι έχομε άκόμη περισσότερη άνάγκη άπό τή βοήθεια του. Γι αυτό κι εγω σας ξύπνησα νά κάνωμε τήν προσευχή μας καί νά πούμε κανένα χριστου­ γεννιάτικο τροπάριο’ έγω ξερω μερικά κ' οιν ζερη και κα­ νένας άπό σάς, τό λέει’ δεν έκανα καλά, παιδιά ; — Καλά έκανες, κύρ λοχία. Γονάτισα καί γονάτισαν κι οί στρατιώτες μου’ έκανα τό σταυρό μου, τόν έκαναν κι αύτοί μέ τό κεφάλι κάτω. « Χ ρ ι σ τ ό ς γ ε ν ν α τ α ι , δ ο ξ'ά σ α τ ε . . . ». Ά κ ούσ τη κ ε σιγανή, ραγισμένη άπό τή συγκίνηση ή φω­ νή μου’ μερικοί στρατιώτες μου σταυροκοπιούνται διαρκώς κι άλλοι σταματούν γιά λίγο, γιά νά ξαναρχίσουν π ά λ ι’ όλοι μουρμουρίζουν καί βοηθούν. Τ ά δάκρυά μας κατρακυλοΰν στις άπλυτες γενειάδες μας- ή συγκίνηση μας παρέλυε τά σαγόνια καί μας έκοβε τή φωνή στό λαρύγγι Δ εν ξέρω πώ ς τελείωσε εκείνο τό τροπάρι' ενας στρα­ τιώ της άρχίζει τώρα δυνατότερα : — «Ή Παρθένος σήμερον

τόν

Τ π ε ρ ο ύ-

σ ι ο ν ' τ ί κ τ ε ι . . . )). Βοηθούμε δλοι καί κρατούμε το ϊσ ο ’ ή πρώ τη συγκινηση πέρασε καί ή ψαλμωδία μας τώρα άκούεται πιο άρμονική· δυο στρατιώτες μου κρυφομιλουν καί παίρνοντας τά τουφέκια τους ετοιμάζονται νά β γ ο υ ν τούς κοίταξα στα μάτια. — Ν ά ’ρθουν κι έκεΐνοι οί καημένοι ν’ άκούσουν λίγη λει­ τουργία, μου είπαν καί υπονοούσαν τούς διπλοσκοπούς. Κι έφυγαν. Τ ά λόγια αύτά μέ συγκίνησαν τόσο πολύ, πού νόμισα γιά μια στιγμή πώ ς θά σταματήση ή καρδιά μου. Τ ό στηθος μου στένευε, τά μάτια μου έτρεχαν, το σώμα μου ετρεμε. 11


Λειτουργία ! Πραγματική λειτουργία άπ5 ανθρώπους πού ρ-ϊχε εξαγνίσει ό πόλεμος καί πού τήν καρδιά τους πλημ­ μύριζαν τά πιο εύγενικά αισθήματα. ΤΗταν πραγματική προσευχή έκείνη. •—‘■Λ'Η γ έ ν ν η σ ί ς σ ο υ , Χ ρ ι σ τ έ , ό Θ ε ό ς ήμ ώ ν » ψάλλαμε τώρα. Τή στιγμή έκείνη οί διπλοσκοποί, πού τούς άλλαξαν οι άλλοι δυό, πού βγήκαν πρωτύτερα, πρόβαλαν τό κεφάλι τους στο καλύβι. Έ καναν τό σταυρό τους καί γονάτισαν κι αύτοί. Δεν ξέραμε τίποτε άλλο νά πούμε κι ή λειτουργία τε­ λείωσε. Οί στρατιώτες μου σταυροκοπιόνταν άκόμη, όταν γύ­ ρισα μέ το σακίδιο, πού ειχε άφήσει εξο) άπό τό καλύβι ό Δεναξάς' άνοιξα ενα κουτί λουκούμια καί τό πρότεινα στούς στρατιώτες μου νά πάρουν άπό ενα· τό πήραν τούς έδωσα καί τό παγούρι με τό κονιάκ. — Πιέτε λιγάκι, παιδιά, νά ζεσταθήτε καί νά εύχηθήτε γιά τή σημερινή μέρα. ’Ή πιαν ολοι καί τελευταίος έγώ' τρέμαμε όλοι. Μερικοί δέν μπορούσαμε ούτε νά εύχηθοΰμε’ σηκώναμε μόνο τό πα­ γούρι στήν ύγεία τών άλλων, χωρίς νά μιλούμε καθόλου. Νά κι ό Δεναξάς μέ τον Π ράγια μέ τό ψημένο κρέας τεμαχισμένο σ’ ενα άντίσκηνο' οί στρατιώτες τά ’χασαν. —’Ά ! κύρ λοχία, ποιος τό περίμενε ! Κι ένιωθα τά χ έ­ ρια τους νά μου χαϊδεύουν τά γένια, τά μαλλιά, τις πλάτες, τά χέρια’ ή εύγνωμοσύνη τους γιά τή μικρή μου φροντίδα γ ι’ αύτούς μιά τέτοια μέρα ξέσπασε στά χάδια έκεΐνα. Πόσο ήμουν εύχαριστημένος γιά τή δική τους εύχαρίστηση. —Ε μ πρός, παιδιά' τρώτε κι ό Θεός νά δώση τό Πάσχα νά τό κάνωμε στά σπίτια μας νικητές. Ή άλήθεια είναι πώς ολοι ψαχουλεύαμε, χωρίς νά τρώη

12


κανείς. 'Η συγκίνηση μάς zl y z κόψει τελείως τήν όρεξη. "Οπότε τά θυμήθηκα τ·χ Χριστούγεννα εκείνα, ποτέ δεν μπόρεσα νά συγκρατήσω τήν καρδιά μου νά μην τρεμη και τά μάτια μου νά μήν τρέχουν. . . Χα ρ αλ . Β α σ ιλ ογεώ ργης

3. Ν Υ Χ Τ Α

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ

Τήν άγια νύχτα τή χριστουγεννιάτικη λυγοΰν τά πόδια καί προσκυνοΰν γονατιστά στη φάτνη τους τά αδολα- βόδια. Καί ό ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται καί λέει μέ πίστη άπ’ τής ψυχής τ ’ άπόβαθα : « Χρίστος γεννιέται ! » Τήν άγια νύχτα τή χριστουγεννιάτικη κάποιοι ποιμένες ξυπνούν άπο φωνές ύμνων μεσούρανες στή γη σταλμένες. Κι άκούοντας τά 'Ωσαννά άπ’ άγγέλων στόματα στον σκόρπιο άέρα, τά διαλαλοϋν σέ χειμαδιά ήλιοφώτιστα μέ τή φλογέρα. Τήν άγια νύχτα τή χριστουγεννιάτικη — ποιός δεν το ξέρει ; — των μάγων κάθε χρόνο τά μεσάνυχτα λάμπει το άστέρι. Γ ε ώ ρ γ ι ο ς . Δροοίνης

13


κανείς. Έ συγκίνηση μας εΐγ ζ κόψει τελείως τήν όρεξη. "Οπότε τά θυμήθηκα τ-ί Χριστούγεννα εκείνα, ποτέ δεν μπόρεσα νά συγκρατήσω τήν καρδιά μου νά μήν τρέμη καί τά μάτια μου νά μήν τρέχουν. . . Χα ρ αλ . Β α σ ιλογεώ ργης

3. Ν Υ Χ Τ Α

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ

Τήν άγια νύχτα τή χριστουγεννιάτικη λυγοΰν τα πόδια καί προσκυνοΰν γονατιστά στή φάτνη τους τά άδολα- βόδια. Καί ό ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται καί λέει μέ πίστη απ’ τής ψυχής τ* άπόβαΟα : « Χριστός γεννιέται ! » Τήν άγια νύχτα τή χριστουγεννιάτικη κάποιοι ποιμένες ξυπνοΰν άπό φωνές ύμνων μεσούρανες στή γή σταλμένες. Κι άκούοντας τά 'Ωσαννά άπ* άγγέλων στόματα στον σκόρπιο άέρα, τά διαλαλοΰν σέ χειμαδιά ήλιοφώτιστα μέ τή φλογέρα. Τήν άγια νύχτα τή χριστουγεννιάτικη — ποιός δέν τό ξέρει ; — των μάγων κάθε χρόνο τά μεσάνυχτα λάμπει τό άστέρι. ‘

j/

f

Γ ε ώ ρ γ ι ο ς Δροαίνης

13


ΑΝΑΓΝΟΣΤΙΚΟΝ Β' Δ Η Μ Ο Τ Ι Κ Ο Υ '

i.S

:·^ < v. nrt'

·

< & 2 п г ь ·~ ν v ο / ,,/·% / -

, 'Л m

^ ■?' G Yi > S t

Λλ У? ,-f» » ··* -

$ ?Ъ т < 5х U i lb

Ο Ρ Γ Α Ν Ι Σ Μ Ο Σ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ω Σ Δ Ι Δ Α Κ Τ Ι Κ Ω Ν Β Ι Β Λ Ι Ω Ν 1972


66. Τά Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α του γ έ ρ ο - Μ ά ν δ ο υ . Ε ΐν α ι π α ρ α μ ο ν ή τω ν Χ ριστουγέννω ν. Ό γέρο-Μ ά νθος κατέβηκε α π ό τά κτήμ α ­ τ ά το υ σ το χω ριό, θ έ λ ε ι νά έ ο ρ τ ά σ η τή μ ε γ ά λ η ε ο ρ τ ή μέ τ α π α ι δ ι ά του, νά π ά η κ α ί σ τή ν ε κ κ λ η σ ία νά μ ε τ α λ ά β η . Σ τ ο χ ω ­ ριό έ χ ε ι μ ε γ ά λ ο υ ς γ υ ι ο ύ ς κ α ι δ ώ δ ε κ α έγγ ό ν ια . " Ο λ α π η γ α ί ν ο υ ν σ το σ χ ο λ ε ί ο καί κ ά θ ο ν τ α ι μ α ζ ί σ τό ϊδ ιο σπίτι. Τή ν ύ κ τα , π ο ύ έ κ τ ύ π η σ ε ν ή κ α μ π ά ν α , ολοι έ ξ ε κ ίν η σ α ν γ ι α τή ν ε κ κ λ η σ ία . Ό π α π ­ π ο ύ ς φ ο ρ ει τήν κ α ι ν ο ύ ρ γ ι α φ ο ρ ε σ ιά του καί π ε ρ π α τ ε ΐ ο λ ό ρ θ ο ς σ ά ν κ υ π α ρ ίσ σ ι. Ζ η ­ λ ε ύ ε ις νά τον β λ έ π η ς π ω ς π ε ρ π α τ ε ΐ . Σ τ ή ν ε κ κ λ η σ ία ά ν α ψ ε μ ιά μ ε γ ά λ η λ α μ ­ π ά δ α . Π ροσ κύνησ ε κ α ί ά σ τ ΐά σ τη κ ε τή ν ά ­ γ ι α εικ ό να μέ τή ν Γέννησι το υ Χριστού. Τ ά π α ι δ ι ά έ π ή γ α ν κ ο ν τ ά σ το ν ψ ά λ τ η νά β ο η ­ θήσουν. « Ή γ έ ν ν η σ ί ς Σ ου, Χριστέ ό θ ε ό ς ήμών... ». Τί γ λ υ κ ά π ο ύ ά κ ο ύ ο ν τ α ι οί ψ α λ μ ω δ ίε ς ! Τί ώ ρ α ι ε ς π ο ύ ε ίν α ι οί ά γ ι ε ς ε ύ χ έ ς , που δ ι α β ά ζ ε ι ό π α π ά - Ν ικ ό λ α ς I ' Ό λ α ό π α π ­ π ο ύ ς τ ά π α ρ α κ ο λ ο υ θ ε ί μέ π ρ ο σ ο χ ή . ' Ό τ α ν ή θ ε ία λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α έ τ ε λ ε ίω σ ε , ό 123


γέρ ο -Μ ά ν θ ο ς έπλησίασε και έκοινώνησε. 'Έ π ε ιτ α ό π α π ά -Ν ικ ό λ α ς έκοινώνησε και τά παιδιά καί τούς ά λλους και τούς εδωκε άντίδωρο. Γεμάτοι ά π ό τή χά ρ ι του θ ε ο ύ γ υ ρ ί­ ζουν τώρα ολοι στό σπίτι. Α ρ χ ίζ ε ι πια να χαράζη. Οί πετεινοί φωνάζουν πώ ς εξημέ­ ρωσε. Κικιρίκου! κικιρίκου! Ό π α π π ο ύ ς κάθεται στη γωνιά. 'Ό λ ο ι σκύβουν καί του φιλούν τό χέρι. Πρώτα οί νύμφες, ύστερα οί γυιοί, ύστερα τά έγγόνια. — Χρόνια πολλά, πα ππ ο ύ ! Νά μάς ζήσης ! Νά έορτάσωμε καί του χρόνου καλά Χρι­ στούγεννα ! Ό π α π π ο ύ ς συγκινημένος τούς δίνει τήν εύχή του.

124


67. Τό οπ ήλα ιον καί ή φάτνη. Τά πα ιδιά στο διπλανό δωμάτιο έσχεδίασαν τό Σπήλαιο και τή Φάτνη. Μέσα έτοποθέτησαν μιά μεγάλη καί ω ρα ία εικό­ να μέ τήν Γέννησι του Χρίστου. "Ολα ελα125


βαν μ έ ρ ο ς στη Χ ρ ισ τ ο υ γ ε ν ν ιά τ ικ η α ύ τή εορτή, γ ι ά ν ά ε υ χ α ρ ισ τ ή σ ο υ ν τόν π α π π ο ύ . Τό Σ π ή λ α ι ο έ φ ω τ ι ζ ό τ α ν μέ α ν α μ μ έ ν α κερ ά κ ια . ’Έ χ υ ν α ν τ έ τ ο ιο ψώς, πο ύ ένόμιζε κ α ν έ ν α ς , π ώ ς ε ύ ρ ίσ κ ε τ α ι σέ σ π ή λ α ι ο α λ η ­ θινό. Ό π α π π ο ύ ς κ ο ιτ ά ζ ε ι κ α ι δεν μ π ο ρ ε ί νά κ ρ α τ ή σ η τήν σ υ γ κ ίν η σ ί του. Σ η κ ώ ν ε ι τό χ έ ρ ι καί κά νει τό ν σ τ α υ ρ ό του. Τά π α ιδ ιά ψάλλουν: «Ή Παρθένος σή­ μ ερον τόν 'Υ π ερ ο ύ σ ιο ν τίκ τει...» . Τ ά τ ρ ο ­ π ά ρ ι α α υ τ ά τ ά ε ί χ α ν μ ά θ ε ι ςττό σ χ ο λ ε ίο . Και τήν εο ρ τή έκεΐ τή ν ε ί χ α ν ίδεί καί τ ώ ρ α τ ή ν έ κ α μ α ν σ τό σ π ίτι. Γ ι’ α ύ τ ό καί τή ν έσ χ ε δ ί α σ α ν κ α λ ά . Α π ’ ο λ ε ς τ ις φ ω νές γ λ υ ­ κύτερη ε ίν α ι το υ Λ ά μ π ρ ο υ . Α ύ τ ό ς ή τ α ν τό π ιο μικρό έ γ γ ό ν ι τού π α π π ο ύ . "Α μ α έ τ ε λ ε ίω σ ε ν ή εο ρ τή , ό π α π π ο ύ ς έ π ή ρ ε τ ά έ γ γ ό ν ι α κ ο ν τά το υ καί τ ά έχάιδεψε. Μέ δ υ σ κ ο λ ία ευρισκε λ ό γ ι α γ ι ά νά τ ά ε ύ χ α ρ ισ τ ή σ η . Τ έ τ ο ια ώ ρ α ί α Χ ρ ισ τ ο υ γ ε ν ν ιά τ ικ η ε ο ρ ­ τή ό π α π π ο ύ ς δεν ε ΐχ ε ξ α ν α γ ι ο ρ τ ά σ ε ι .

I


68. Χ ρ ισ το ύ γεννα . Στη γωνιά μας κόκκινο τ ’ αναμμένο τζάκι. Τούφες χιόνια πέφτουνε στο παραθυράκι. "Ολο άπόψε ξάγρυπνο μένει τό χωριό και κτυπα Χριστούγεννα τό καμπαναριό. ’Έ λ α ,Έ σ ύ , π ο ύ ’Α ρ χά γγε λ ο ι Σ ’ ανυμνούν άπόψε, πάρε από τήν πίττα μας, πού εύοοδιφ, και κόψε. "Ελα, κι ή γωνίτσα μας καρτερεί νά ’ρθής. Σου ’στρωσα, Χριστούλη μου, γιά νά ζεσταθής. Στέλιος Σπεράντσας


69. 'Η παραμονή τής Πρωτοχρονιάς. Είναι παραμονή τής Πρωτοχρονιάς. Τά πα ιδιά είναι ολο χαρά. Φθάνει ό "Αγιος Βασίλης, ό γ ε λ α σ τ ό ς π α π π ο ύ ς μέ τό σκου­ φί και με τήν παράξενη φορεσιά. 'Έ ρ χ ε ­ ται καταφορτωμένος. Ό λ ό κ λ η ρ ο σακκί έ­ χει στή ράχι του. Καί τί δέν έχει μέσα στό σακκί! Σφυρίχτρες, στρατιωτάκια, κού­ κλες μεγάλες, κούκλες μικρές, ποδηλατάκια. Γιά κάθε παιδί έχει καί ένα δώρο. Γι’ αύτό καί τά παιδιά τόν περιμένουν καί τόν τραγουδ.οΟν: Α ρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι άρχή καλός μας χρόνος, "Α γιο-Β α σ ίλης έρχεται άπό τήν Καισαρεία. Βαστά εικόνα καί χαρτί, χ α ρ τί καί κ α λ α μ ά ρ ι.... "Ολοι οί δρόμοι είναι γεμ άτοι κόσμο. Παιδιά μέ τρουμπέτες, μέ μπαλόνια, μέ ποδηλατάκια, μέ κοϋκλες, μέ ο,τι νά είπής, γυρίζουν χαρούμενα. 'Ό π ο υ στρέψεις τά μάτια, βλέπεις κόσμο. Τά μ α γ α ζιά γ ε μ ά ­ τα. "Αλλοι μπαίνουν, άλλοι βγαίνουν. Δέν προφθάνουν νά πωλουν οί κ ατα σ τη μ α ­ τάρχες. 128


71. Π ρ ω τ ο χ ρ ο ν ι ά Ό "Αι - Β α σ ίλ η ς έ ρ χ ε τ α ι μέ γ έ λ ι α και μέ δώ ρα. Κ α ιν ο ύ ρ γιο ς χ ρ ό ν ο ς έ φ θ α σ ε μ ’ ε λ π ίδ ε ς και χ α ρ ά . Ό ά λ λ ο ς χ ρ ό ν ο ς ’γ έ ρ α σ ε και φ ε ύ γ ε ι μ α κ ρ ιά μας. Σ α ν όνειρο ε π έ ρ α σ ε μέ τήν Π ρ ω το χ ρ ο ν ιά . Ό "Αι - Β α σ ίλ η ς έ ρ χ ε τ α ι, κ α ιν ο ύ ρ γ ιο ς χ ρ ό ν ο ς έφ θασε. Ό ά λ λ ο ς χ ρ ό ν ο ς ’γ έ ρ α σ ε , σαν όνειρο ε π έ ρ α σ ε . 'Ό λ ο ι μαζί πάλι, πα ιδιά, ή λ θ ’ ή χρυσ ή, κ α λ ή χρ ο ν ιά . Γ ιο ρ τ ά σ τ ε τήν Π ρ ω τ ο χ ρ ο ν ιά μέ μια κ α ρ δ ιά κ α ί μέ χ α ρ ά . *Α& ανάοιος Κ ό κ κ ινο ς

131



ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Γ' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΒΑΡΕΛΛΑ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑ Κ ΤΙΚ Ω Ν ΒΙΒΛΙΩΝ 1977


4 0 . Χ Ρ ΙΣΤΟ ΥΓΕΝ Ν Α ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ Μ έ ρ ω τά τε ποΰ θά π εράσουμε φ έτο ς τά Χ ρ ισ το ύ ­ γεννα. Μ ά ποϋ άλλου; φ υ σ ικ ά στό σπίτι της θεία ς ‘ Ελέ­ νης. Κοντά στη γιαγιά, στό άναμμένο τζάκι καί σ τ ό ν ..· προπάππο μέ τά μεγάλα μουστάκια. Ά π ό τίς παραμονές τώ ν Χ ρ ισ το υ γέν ν ω ν ή γιαγιά μέ τή μητέρα μου καί τή θ εία ‘ Ελένη άρχίζουν τίς έτο ιμ α σίες. Σκουπίζουν τό σπίτι καί τό κάνουν νά λαμποκοπά. Ε μ είς τά παιδιά ά σ β εσ τώ νο υ μ ε τή ν αΰλή καί τίς γλά­ στρες. Τήν παραμονή σηκώ νονται άπό τά χαράματα, κο­ σ κινίζουν τό αλεύρι, βάζουν μέσα ζάχαρη, βούτυρο καί άρχίζουν νά ζυμ ώ νουν μέσα στή μικρή σκάφη. 'Ύστερα παίρνουν ή κάθε μιά ζυμάρι καί πλάθουν τά χρ ισ τό ψ ω ­ μα καί τά κουλούρια. Κάνουν πολλά κουλούρια, για τί θά έρ θ ο υ ν γιά έπι130


σκέψ εις ολοι οί σ υγγενείς καί τά παιδιά νά ποϋν τά κά­ λαντα. Θά έρ θ ο υ ν καί οί φίλοι νά ποϋν «χρόνια πολλά» στό θ εϊο Γιάννη. Τά τέσ σ ερ α χριστόψω μα είναι έτοιμα. Τό καθένα είναι καί μιά δημιουργία. Τά τρία θά τά φάμε εμείς τά Χ ριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά καί τά φ ώ τα . Τό τ έ ­ ταρτο θά τό φάνε τά ζώα. Έ τσ ι είναι τό έθιμο. Έ χο υν καί αΰτά τό μερίδιό τους στη χαρά μας, γιατί κουράζον­ ται καί αύτά μαζί μέ τό θ εϊο τό Γιάννη. Ξημερώ ματα τά Χ ρ ισ τούγεννα θά πάμε στήν ε κ ­ κλησία, νά παρακολουθήσουμε τή θεία λειτουργία. Στό χωριό λέμε καί τά κάλαντα μέ τόν Παΰλο καί τούς φ ίλους του. Παίρνουμε μαζί μας φυσαρμόνικες, τούμπανα καί τρίγω να. ’Ά ν ό νοικοκύρης εχει πολλά ζώα αρχίζουμε τά παινέματα καί του τραγουδούμε: «Έχεις χιλιάδες πρόβατα, εχεις μυριάδες γίδια, πού 'χουνε τά χρυσά μαλλιά καί τ' αργυρά κουδούνια. Γιομίζει ό κάμπος πρόβατα καί οί ραχούλες γίδια». Γιά νά μάς δώ σουν μεγάλο χαρτζιλίκι, λέμε πολλές ευχές: «Έδώ πού τραγουδήσαμε πέτρα νά μή ραΐσει κι ό· νοικοκύρης τοΰ σπιτιού χρόνους πολλούς νά ζήσει» Ό τ α ν πιά γυρίζουμε σπίτι, οί τσέπ ες μας είναι γεμ ά ­ τες καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, σταφίδες, κάστανα, μήλα, πορτοκάλια, μουστοκούλουρα καί χρισ τουγεννιάτικα τσουρέκια. Στό δρόμο ολοένα μασούμε. Στό σπίτι τά Χ ρισ τούγεννα μαγειρεύουν ή γαλοπού­ λα ή χήνα ή πάπια ή τή ν πιό παχιά κότα. "Εχουν κάμει πί­ τες μέ τυ ρ ί καί φύλλο, πού ανοίγουν μόνες τους ή γιαγιά μου μέ τή θεία 'Ελένη. Στή σάλα πάλι είναι άπλωμένα τά γλυκίσματα: Δίπλες, καρυδόψυχα περιχυμένη μέ π ετιμ έ­ ζι, μελομακάρονα καί κουραμπιέδες. Οί μεγάλες φ ρ ο υ ­ τιέρ ες είναι γεμάτες φρούτα. Ό θ είο ς μου καί γενικά οί αγρότες δέν έχουν αύτή τήν εποχή βιαστική καί βαριά δουλειά στά χωράφια. 131


Έ χουν τελειώ σ ει οΐ καλλιέργειες καί περνούν λίγο ξεκούραστα, ώσπου νά ξαναρχίσουν οί δουλειές. Παίζει λοιπόν μέ τό κεχριμπαρένιο κομπολογάκι του καί μοϋ λέει ιστορίες γιά τά καλικαντζαράκια. Αύτά πού προσπα­ θούν, λέει, μ' ενα τσεκούρι νά πελεκήσουν_καί νά κό­ ψουν την κολόνα πού βαστά τόν κόσμος tîv a i μαΰρα σάν τήν πίσσα μέ κατσικίσια αύτιά καί πόδια γαιδάρου καί μπαίνουν μέσα στά σπίτια άπό τίς καμινάδες, Ό θείος Γιάννης γελά,-όταν μου τά λέει όλα αύτά, αλλά γιά καλό καί γιά κακό μαζί jjé τόν Παύλο ρίχνουμε μιά ματιά στό φεγγίτη μήπως είναι άνοιχτός κι έρθουν μέσα στό σπίτι. Μιά φορά μάλιστα ή γιαγιά μου τηγάνι­ σε λαλαγγίτες καί τούς πέταξε στά κεραμίδια. ^-'Γιατί, γιαγιά, τούς πετάς στά κεραμίδια; ρώτησα μέ α­ πορία. — Γιά νά φάνε τά καλικαντζάρια, νά χορτάσουν καί νά φύγουν, μοϋ άποκρίθηκε. Καί άλλη μιά φορά εκαψε ξύλο άπό άγρια κερασιά, γιά γά ,τά διώξει. Ό λ α αύτά είναι πάρα πολύ ώραϊα, μά πιό ώραία ε ί­ ναι ή ανυπομονησία πού μέ πιάνει, ώσπου νά 'ρθει ή ώρα τού χριστουγεννιάτικου τραπεζιού! ΕΡΩΤΗ ΣΕΙΣ Μ

Пой θά π ερ ά σ ει τά Χ ρ ισ τ ο ύ γ ε ν ν ά το υ ό Π α να γιώ τη ς; Π οιά eivai τά ή θ η καί τά έ θ ιμ α τ ο ΰ χ ω ρ ιο ΰ ; Π όσ α χ ρ ισ τό ψ ω μ α κά νο υ ν καί γιά ποιόν; Μ έ π οιόν θ ά πει τά κάλα ντα ; Τί έ χ ο υ ν σ τίς τσ έ π ε ς τ ο υ ς τά παιδιά, ο τα ν γ υ ρ ίζ ο υ ν άπό τά κάλα ντα ; Τί ιδ έα έχ ει ό θ ε ιο ς Γιάννης γιά τά κα λ ικ α ν τζα ρ ά κ ια ; Π ώ ς έ δ ιω χ ν ε ή για γιά τά κα λ ικ α ν τζα ρ ά κ ια ; Τί μας μ α θ α ίν ε ι α ύ τό τ ό κ εφ ά λ α ιο ; Ε Ρ ΓΑ Σ ΙΑ Νά κά νεις μιά μικρή ε ρ γ α σ ία γιά τά χ ρ ισ τ ο υ γ ε ν ν ιά τ ικ α καί π ρω ­ τ ο χ ρ ο ν ιά τ ικ α έ θ ιμ α το ΰ σπ ιτιού σου ή νά γ ρ ά ψ ε ις τά κάλα ντα πού ξέρεις.


4 1 . Χ Ρ ΙΣ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν ΙΑ Τ ΙΚ Ο Τ Ρ Α Π Ε Ζ Ι

‘ Αχ, αχ, χ ρ ισ τ ο υ γ ε ν ν ιά τ ικ ο τ η ς φ α μ ε λ ιά ς τρ α π έζι, πού τ α ίρ ι τ α ίρ ' ή ό ρ εξη με τ η ν άγάπη π α ίζει! Τά π ο τη ρ ά κ ια ή χ ο ΰ ν γ λ υ κ ά , λα μ π ο κ ο π ο ύ ν τά πιάτα, γ ύ ρ ω φ α ιδ ρ ά γ ε ρ ά μ α τα καί π ρ ο κ ο μ μ έ ν α ν ιά τα ! Γά λος σ τή μ έ σ η ό λ ό ζ ε σ τ ο ς μ ο σ χ ο β ο λ ά , ρ ο δ ίζει, μ ο ιρ ά ζ ε ι ή μάνα γ ν ω σ τ ικ ά καί τή χ α ρ ά σ κο ρ π ίζει... Κ ω σ τής Παλαμάς «Τραγούδια της πατρίδος μου»


4 2 . ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ "Ενα αγοράκι βρισκόταν ολομόναχο επάνω στήν κο­ ρυφή τοϋ λόφ ου μέ τό ραβδάκι άνάμεσα στά πόδια του καί ένα πανεράκι κοντά του. Γύρω του έβοσκαν τ' άρνιά. Ό μικρός βοσκός είχε γερμένο τό κεφάλι πίσω καί τά μάτια προσηλωμένα στόν ουρανό. — Ίσ ω ς μπορεϊ νά ξαναγίνει, έλεγε καί ξανάλεγε μέ πί­ στη. Ίσ ω ς ν' άξιωθώ ν' άκούσω κι έγώ τούς άγγέλους νά τραγουδούν. Πόσες φ ορές τό αγόρι δέν είχε άκούσει γιά τό θαύ­ μα πού είχε γίνει τώ ρα καί τόσα χρόνια. Ό πατέρας του τού μιλούσε συχνά γιά τή νύχτα εκείνη, πού κατέβηκαν οί άγγελοι τραγουδώ ντας έπάνω άπό τήν ήσυχη Βη­ θλεέμ. Ό πατέρας του είχε πάει μέ τούς άλλους βο­ σκούς σ' ένα στάβλο, όπου μέσα άπό μιά στενή πορτούλα είχε δ εϊ μιά γυναίκα μ' ένα νεο γέννητο μωρό, πού έ­ λαμπε στήν άγκαλιά της. Ά ρ χ ισ ε νά πέφτει κρύο άπό τήν κορυφή τού λόφου. 134


Ό μικρός τύλιξε σ φ ιχ τά τή ν κάπα πάνω στό κορμάκι του. Πόσο θά ή θελε νά μην ήταν βοσκός. Οί βοσκοί ζοϋν πο­ λύ μοναχική ζωή. Μά τ ί παραπάνω ή θ ελ ε νά γίνει ενα σακάτικο πλασματάκι σάν κι αύτόν; Καμιά βαριά δ ου­ λειά δεν ήταν άξιος νά βγάλει πέρα οΰτε είχε καί κανένα άλλο χάρισμα. “Εβγαλε άπό τό πανεράκι του τό φ λα σ κί μέ τό γάλα, τό ψωμί καί τό τυ ρ ί καί άρχισε νά τρώ ει. — Τί ώραϊο πού είναι νά πεινά κανείς, είπε δυνατά μι­ λώντας στόν έα υτό του. Νά πεινά καί νά έχει νά φάει. Κάπου πίσω του ά κούσ τηκε μιά φωνή. Δ έν ήταν δυνατή, άλλ' αντήχησε ώς κάτω στήν πλαγιά. — Α λ ή θ ε ια . Είναι καλό νά εχει κανείς νά φάει, όταν πεινα. Ξαφνιασμένος, για τί νόμιζε πώς ήταν ολομόναχος μέ τίς σκέψ εις του καί τά πρόβατά του, γύρ ισ ε ό μικρός τό κεφάλι του καί κοίταξε πίσω άπό τήν καμπουριασμέ­ νη ράχη του. Είδε έναν άνθρωπο, πού ή κορμοστασιά του διαγραφ όταν ψηλή μέσα στό σ κο τεινό ουρανό. "Αλ­ λη φορά θά ένιω θ ε φόβο, για τί συχνά τρ ιγύρ ιζα ν λη­ στές τίς νύχτες σ' εκείν ες τίς έρημιές. Μά ό άνθρωπος αύτός, μ' όλο πού ήταν ψηλός καί μεγαλόσωμος, δέν τού προξενούσε φόβο., — Είσαι ξένος, κύριε; ρώ τησ ε ό βοσκός. —ι Ό χι! Ό χ ι! Δ έν είμαι ξένος. Κάθε άλλο παρά ξένος. Κάί μάλιστα τό ταξίδι μου άρχισε άπό αύτό έδώ τό μ έ­ ρος, πολλά χρόνια προτού ν' ά ντικρίσ εις έσύ, μικρέ μου τό φως. Ό μικρός τόν κοίταξε μέ συμπάθεια. — 'Ε τοιμαζόμουν νά φάω, τού είπε, δείχνοντάς του "ή ν πετσέτα, οπου είχε άπλώσει τά φαγητά του. Είμαι βο­ σκός, κύριε. Φυλάω τά πρόβατα τού πατέρα μου- θ έ λ ε ις νά κα θίσ εις νά μοιραστούμε τό φ α γητό μου; Ό ξένος, άλόρθος άπό πάνω του, έ φ εγ γ ε μ' ενα άπόκοσμο φως. Λ#

Μ

135


— Τί περίεργο νά είσαι κι εσύ βοσκός, εϊπε. Κι εγώ βό­ σκω τά κοπάδια τοΰ πατέρα μου. Είμαι κι εγώ μοναχός τά βράδια. Είσαι σίγουρος, πρόσθεσε, ενώ καθόταν, πώς τό φαγητό σου θά εϊναι άρκετό γιά δύο; Δε θέλω νά σοΰ σ τερήσ ω τίποτε. — Ώ , μά βέβαια! Έχω ένα φλασκί γάλα κι ένα σχεδόν ο­ λόκληρο καρβέλι ψωμί καί τυ ρ ί καί σύκα καί χουρμάδες. Γιά τήν πίτα δέν είπε τίποτε, γιατί ήθελε νά τή φάει μόνος. Ό ξένος έσκυψ ε νά δέσει ένα λουρί από τό σαν­ δάλι του καί ό μικρός είδε πώς τά πόδια του ήταν γεμά­ τα σκόνη. — Θά πόνεσαν τά πόδια σου, ώσπου ν' άνεβεϊς εδώ πά­ νω, είπε, καθώς μοίραζε τό ψωμί. Α ύτό τό βουναλάκι ε ί­ ναι δύσκολο νά τό ά ν εβ εϊ κανείς ώς τήν κορυφή. — Έχω ά νεβ εϊ σέ λόφους πιό απότομους άπό αυτόν, εί­ πε ό ξένος μέ άργή φωνή. Άπό πότε είσαι άνάπηρος; — Άπό τό τε πού γεννήθηκα έ χ ω αυτή τήν καμπούρα στήν πλάτη μου. Αύτή μέ κάνει πολύ δυστυχισμένο, μά ο,τι μάς έδω σ ε ό Θεός πρέπει νά τό ύπομένουμε. Ω σ τό σ ο είναι σκληρό νά περάσει κανείς όλη του τή ζωή μέ μιά καμπούρα στή ράχη σάν τίς καμήλες πού έ ­ φεραν μαζί τους οί Μάγοι, όταν ήρθαν άπό τήν Α ν α τ ο ­ λή. — Πώς; ρώ τησε μέ απορία ό άγνωστος, ξ έρ ε ις έσύ γιά τούς Μάγους; Α ύτό είναι πολύ περίεργο. ■- Σέ όλη τή Βηθλεέμ τούς ξέρουν καί ολοι θυμούνται τό μωρό πού γεννήθηκε στό σ τά β λο-κα ί τό έβαλαν στή φάτνη, γιατί δέν ύπήρχε άλλοΰ τόπος} Κι έγώ ξέρω πάρα πολλά, γιατί ό πατέρας μου ηταν ένας άπό τούς βο­ σκούς, πού είδαν τό άστέρι καί ακουσαν τήν ψαλμωδία τώ ν αγγέλων. Ή τα ν σάν καί σήμερα, τήν ίδια μέρα. — Μου φ έρνεις πολλές αναμνήσεις μέ αύτά πού μοΰ λές, παιδί μου, είπε ό ξένος μέ φ ω τεινό χαμόγελο. Σάν σήμερα γεννήθηκα κι έγώ. 136


— Ε μ ένα μοΰ κάνει γλυκά καί δώρα ή μητέρα μου, όταν έχω τά γ εν έθ λ ιά μου, είπε ô μικρός βοσκός. — Φοβούμαι πώς είμαι πολύ μεγάλος, γιά νά μου κάνουν γλυκά καί δώρα, είπε ό ξένος, καθώ ς σ η κώ θ η κε ορθός καί άκούμπησε τό χέρι του στήν πλάτη τού μικρού. Τώ ­ ρα πρέπει νά φύγω. 'Αντίο, παιδί μου. Ή φωνή του ήταν τόσ ο θλιμμένη, καθώς τά έλεγε αύτά, ώ στε ό μικρός σήκω σε τό κεφάλι του καί τόν κοί­ ταξε ανήσυχος. Ξαφνικά ένιω σ ε μιά μεγάλη ντροπή νά τόν πλημμυρίζει. — Ώ , έκανε ορμητικά. Ά π ό τό φαϊ πού σοϋ έδω σα δέν έφ αγες σχεδόν τίποτα καί οϋτε ενα γλυκό δέν είχες γιά τή γιορτή σου. Καί σ' αύτό φ τα ίω εγώ. Γιατί μέσα στό καλαθάκι μου έχω μιά πίτα πού σκόπευα νά τή φάω μό­ νος μου. Σέ παρακαλώ νά τήν πάρεις άπό μένα γιά δώ ­ ρο. Είναι άπό αύγά, μέλι καί βούτυρο. — Είσαι καλό παιδί, είπε ό ξένος χαϊδεύοντας άπαλά τή ράχη τού μικρού καμπούρη. Μοΰ έδω σ ες τό ψω μί σου, μέ ξεδίψασες μέ τό γάλα σου, τώ ρα μοϋ π ροσφέρεις καί τό γλυκό σου. Καθώς θά πηγαίνω στό δρόμο μου, θά σέ σ κέφ τομαι καί θά παρακαλώ τόν πατέρα μου νά σου δίνει χίλια καλά. ‘Ό τα ν ό βοσκός σήκω σε τό κεφάλι, ό ξένος είχε φ ύ ­ γει καί ό λόφος ήταν πάλι έρημος. Α ν α σ τέν α ξε βαθιά καί σηκώ θηκε ολόρθος. Μά έν ιω θ ε τό κορμί του παρά­ ξενα ελαφρό. Μιά περίεργη γαλήνη γέμιζε τή ν ψυχή του. Καί μόνο όταν τύλιξε τήν κάπα του πιό σφιχτά στό κορμί του, είδε πόσο ίσ ιο ήταν τώ ρα καί πώς μπορούσε πιά νά παίζει κι έκεϊνο σάν ολα τ άλλα παιδιά τής ήλικίας TOU-

Κοίταξε πρός τόν ούρανό καί τού φ άνηκε πώς είδε μιά στρατιά άγγέλω ν νά τραγουδά μέσα στήν άγια ν ύ ­ χτα. Διασκευή

Γεωργία Ταρσούλη


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Τί περίμενε νά δει έκεϊνο τό βράδυ ό μικρός καμπούρης; Ποιός ήταν ό ξένος; Τί εννοούσε οταν έλεγε: «Είμαι βοσκός καί βόσκω τά πρόβατα τοϋ πατέρα μου»; καί «έχω ανεβεί σέ λόφους πιό άπότομους άπ' αύτόν»; Ποιό ηταν τό θαύμα πού έκανε ό Ίησοΰς σ' αύτό τό διήγημα; ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1 ) Νά κάμεις μιά πρόταση μέ τήν κάθε έννοια τής λέξεως μονα­ χός (μόνος) καί μοναχός (καλόγερος). 2) Πώς λέγεται ό ληστής τής θάλασσας; 3) Νά βρεις τή διαφορά πού ύπάρχει άνάμεσα στίς λέξεις: ό Ό ρημος κάμπος, ή έρημος, ή ερημιά.

~ 43. ΤΟ ΦΛΟΥΡΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ Τό πρώτο φ λουρί τής βασιλόπιτας, πού μοϋ έπεσε, βγήκε μοιρασμένο. Ή τα ν αληθινό φλουρί, γιατί ό πατέ­ ρας μου έβαλε στήν πίτα μιά χρυσή άγγλική λίρα. Πώς έρχονται τά πράγματα καμιά φορά! Ό πατέρας μου, όρθιος μπροστρά στό άγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε τήν πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομ­ μάτι ξεχωριστά, πρίν κατεβάσει τό μεγάλο μαχαίρι τού ψωμιού. Ά φ ο ΰ έκοψε τό κομμάτι τού σπιτιού, τώ ν 'Αγίων, τό δικό του καί τής μητέρας μου, πρίν άρχίσει τά κομμάτια τώ ν παιδιών, σταμάτησε, σάν νά θυμ ήθηκε κάτι. — =εχάσαμε, είπε, τό κομμάτι τοϋ φτω χοϋ. Α ύτό έπρεπε νά έρ θ ει ϋστερα άπό τούς 'Αγίους. ’Ά ς είναι όμως. θά μ

Ν

138


τ ό κ ό ψ ω τ ώ ρ α κ α ί υ σ τ έ ρ α θ ' α ρ χ ίσ ω τ ά κ ο μ μ ά τ ια τ ω ν π α ιδ ιώ ν . Π ρ ώ τ α ό φ τ ω χ ό ς . Κ α τ έ β α σ ε τ ό μ α χ α ίρ ι. — Τ ο ύ φ τ ω χ ο ύ , εϊπ ε. Ε π ειτα ε ρ χ ό τ α ν τ ό δ ικ ό μ ο υ κ ο μ μ ά τ ι. Κ α θ ώ ς τ ρ α ­ β ο ύ σ ε ό μ ω ς τ ό κ ο μ μ ά τ ι τ ο ΰ φ τ ω χ ο ύ , γ ιά νά κ ό ψ ε ι τ ό δ ι­ κό μου, τ ό χ ρ υ σ ό φ λ ο υ ρ ί κ ύ λ η σ ε π ά ν ω σ τ ό τ ρ α π ε ζ ο μ ά ν τ η λ ο . Τ ό κ ό ψ ιμ ο τ ή ς π ίτα ς σ τ α μ ά τ η σ ε . Κ ο ιτ ά ζ α μ ε ô ε ν α ς τ ό ν ά λ λ ο κ α ί ô π α τ έ ρ α ς ό λ ο υ ς μας. — Π ο ιο υ ε ίν α ι τ ώ ρ α τ ό φ λ ο υ ρ ί; ε ίπ ε ή μ η τ έ ρ α μ ο υ . Τ ο ύ φ τ ω χ ο ύ ή τ ο ΰ π α ιδ ιο ύ ; 'Ε γ ώ λ έ ω π ώ ς ε ίν α ι τ ο ΰ π α ιδ ιο ύ . Η κ α η μ έ ν η ή μ η τ έ ρ α ! Τ ό ε ίχ ε κ α η μ ό νά π έ σ ε ι σ ' έ μ έ ν α τ ό χ ρ υ σ ό φ λ ο υ ρ ί, γ ια τ ί π ο τ έ μ ο υ δ έ ν ε ϊχ α κ ε ρ δ ίσ ε ι τ ίπ ο τ ε . — Ο ΰ τ ε τ ο ΰ φ τ ω χ ο ΰ ε ίν α ι, είπ ε ό π α τ έ ρ α ς μ ο υ , ο ΰ τ ε τ ο ΰ π α ιδ ιο ύ . Τ ό σ ω σ τ ό σ ω σ τ ό . Τ ό φ λ ο υ ρ ί μ ο ιρ ά σ τ η κ ε . 139


Ηταν ανάμεσα στά δυά κομμάτια. Καθώ ς τά χώ ρ ισ ε τό μαχαίρι, έπ εσε κάτω. Τό μισό είναι τοΰ φ τω χο ύ καί τό μισό τοΰ τταιδιοΰ. — Καί τ ί θά γίνει τώ ρα ; ρ ώ τη σ ε σ τεν ο χ ω ρ η μ έν η ή μ η τέ­ ρα μου. Τί θά γ ίν ε ι;... Σ υλλο γιζόμ α σ τε κι έμεϊς. — Μ ή ν π ο ν ο κ ε φ α λ ά τ ε . . ε ί π ε ό πατέρας. 'Α νο ιξε τό π ορτοφ ολάκι του, έβγαλε άπό μέσα δυό μισές χ ρ υσ ές λ ίρ ες καί τίς άκούμπησε στό τραπέζι. — Νά τ ί θά γίνει. Α ύ τή φ υλά ξτε την, νά τή δ ώ σ ε τ ε σ τ ό ν π ρώ το φ τω χό, πού θά χτυπ ήσει τή ν πόρτα μας. Είναι ή τύχη του. ‘ Η άλλη μισή είναι τοΰ παιδιού. Καί μοΰ τή ν έδ ω σ ε. — Κ αλορίζικη! Καί τοΰ χρόνου παιδί μου. Είσαι εύ χα ρ ισ τημένος; "Η μουν καί μέ τό παραπάνω. ‘ Η ιδέα μάλιστα πώς είχα σ υ ν τρ ο φ έ ψ ε ι μέ τό φ τω χ ό μοΰ ά ρ εσ ε πολύ. — Θά το ΰ τή δώ σω εγώ μέ τό χέρι μου, είπα. Γ ελούσ αμε όλοι μέ τήν παράξενη τύχη μου. Τ άλλα παιδιά μέ πείραζαν: « Ό σ ύ ν τρ ο φ ο ς τοΰ φτω χού». Μ ο ­ νάχα ό πατέρας μου δέ γελο ύ σ ε. Ε κ ε ίν ο ς μέ τράβηξε κοντά του, μέ φ ίλ η σ ε καί μοΰ είπε: — Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί. Τό άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε ή πόρτα. Κάτι μοΰ έ λ ε γ ε πώς ήταν ό φ τω χό ς ξένος, πού έφ τα ν ε β ιασ τικός νά πάρει τό μ ερ ίδ ιό του. "Ετρεξα σ τή ν πόρτα μέ τή μισή λίρα. Ή τ α ν ένας γ έ ­ ρος, μέ κάτασπρη γενειά δ α , γυρ τός άπό τά χρόνια καί μουρ μ ο ύρ ιζε εύ χές τρ έμ ο ν τα ς άπό τό κρύο. — Πάρε, παππού..., τοΰ είπα. Ό γέρος, πού δέν έβλεπ ε καλά καί πού τοΰ είχε γυα λίσ ει, φ α ίνετα ι, παράξενα άπό μακριά τό χρυσ ό νό μ ι­ σμα, τό έ φ ε ρ ε κοντά στά μάτια του, γιά νά τό κοιτάξει καλύτερα. Δ έν μπορούσε νά π ισ τέψ ει πώς κρατούσ ε χρ υσ ά φ ι στά χέρια του τό ν καιρό έκεϊνο, πού όλοι έ δ ι­ 140


ναν σ τους φ τω χ ο ύ ς δίλεπτα καί μονόλεπτα. — Τί είναι αύτό, παιδάκι μου; με ρ ώ τησ ε. — Μ ισ ή λίρα εϊναι, παππού..., το ΰ είπα. Πάρε την. Δική σου είναι. Ό κα ημένος δ έν ή θ ε λ ε νά τό π ισ τέψ ει. Μήπως εκα μ ες λάθος, παιδάκι μου; Γιά ρ ώ τη σ ε τούς γο νείς σου. Τοΰ εξήγησα μέ τ ί τρόπο είχα μ ε μ ο ιρ α σ τ ε ί τό φ λ ο υ ­ ρί τής βασιλόπιτας. Ό γέρος ε τρ ε μ ε άπό τή χαρά του. Σ ήκω σε ψηλά τ ά ρ ρ ω σ τη μ έν α του μάτια καί είπε: — Ό Θ εός είναι μεγάλος! Νά ζήσεις, παιδάκι μου, καί νά σέ χαίρονται οί γ ο ν είς σου. Καί ό Θ εός νά σέ άξιώ σει νά έχεις πάντα ολα τά καλά, νά τά μοιρ άζεις μέ το ύ ς φ τ ω ­ χούς καί το ύ ς ά δικημένους. Τήν εύχή μου νά εχεις. Μ οϋ εδ ω σ ε τή ν εύχή του, σ ή κ ω σ ε πάλι ψηλά κατά τό ν ουρα νό τ' ά ρ ρ ω σ τη μ έν α του μάτια καί κα τέβ η κε μέ τό ραβδί του τή σκάλα. Π αύλος Νιρβάνας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Τί είχε βάλει μέσα στην πίτα ô πατέρας τοϋ συγγραφέα; Πώς εγινε ή μοιρασιά; Ποιός αποφάσισε τί θά γίνει μέ τό φλουρί καί τί; Τί ένιω θε ό μικρός μέ τήν ιδέα οτι συντρόφεψε τό φτωχό; Ποιός χτύπησε τήν άλλη μέρα τό πρωί τήν πόρτα; Τί εκανε ό φτωχός γέρος, όταν τοΰ εδωσε ό μικρός τή μισή λίρα; Ποιές εύχές τοΰ εδωσε; Τί συμπέρασμα βγάζεις άπ' αύτό τό κεφάλαιο; ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1 ) Πώς λέγεται: τό χάρτινο μαντίλι; ή χάρτινη πετσέτα; ό κόπτης των χαρτιών; ό αετός πού κάνουμε άπό χαρτί; ή θήκη πού φυλάγονται τά χαρτιά; τό νόμισμα άπό χαρτί; 2) Τί νόμισμα εχει: ή Αγγλία; ή Γαλλία; ή Α μ ερ ική ; ή Γερμανία;

141


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.