«Ντα ζίβε Γκρτσια» («Ζήτω η Ελλάδα») Τα τελευταία λόγια που είπε στην ελληνοσλαβική πριν τον απαγχονισμό του ο Γραικομάνος Μακεδονομάχος Κώττας Χρήστος ή Καπετάν Κώττας
Του Κωνσταντίνου Ν. Μαδεμλή Η ελληνοσλαβική γλώσσα και η κατασκευή της βουλγαρικής συνείδησης στη Θρακομακεδονία. Για το «Μακεδονικό ζήτημα» έχουν γραφεί αξιόλογες επιστημονικές εργασίες και διατριβές από σπουδαίους επιστήμονες και έτσι πιστεύω ότι μια παραπάνω μελέτη δεν πρόκειται να συνεισφέρει και πολλά. Από την άλλη όμως διαπιστώνω από καθημερινές συζητήσεις ότι υπάρχουν πολλοί, και ειδικά νέοι οι οποίοι δεν έχουν τις γνώσεις ή τον χρόνο να μελετήσουν τα συγγράμματα αυτά, τα οποία είναι πάρα πολλά, και πιο να διαλέξει κανείς; Έτσι αγνοούν πολλά και σημαντικά ιστορικά τεκμηριωμένα γεγονότα που αποδεικνύουν την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Σαν να μη φτάνει αυτό, υπάρχει και η παραπληροφόρηση από τους Βόρειους γείτονες οι οποίοι βλέπουν την Μακεδονία ως κομμάτι της «Μεγάλης Βουλγαρίας» και τους σλαβόφωνους κατοίκους τους θεωρούν «Βουλγάρους» ή άλλοι που βλέπουν μια «Ενωμένη Μακεδονία» και την Μακεδονία ως τμήμα αυτού του ανιστόρητου (παν)σλαβικού κατασκευάσματος. Από την άγνοια αυτή προκύπτουν ερωτήματα, όπως: -
υπάρχουν σήμερα Σλάβοι στη Μακεδονία και στη Θράκη; τι είναι σλαβοφωνία; σημαίνει υποχρεωτικά ότι ο σλαβόφωνος είναι και Σλάβος; ποιος είναι Σλάβος και ποιος Βούλγαρος και ποιος «εθνικά Μακεδόνας»;
Σε προσκαλώ λοιπόν φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη να κάνουμε ένα ταξίδι μαζί στην ιστορία της Μακεδονίας και να δούμε τα γεγονότα χωρίς εμπάθεια και μισαλλοδοξία, χωρίς όμως να εμβαθύνουμε σε επιστημονικά δύσκολα ζητήματα. Έτσι μαζί θα δούμε φίλοι μου: -
την πολιτιστική και γλωσσική εξέλιξη των πρώτων Σλάβων των σλαβηνιών της Μακεδονίας και την διαφορά τους από τους Σεβέρους Σλάβους της ΜοισίαςΒουλγαρίας
-
πώς ο σλαβικός πολιτισμός που έφεραν μαζί τους οι Σλάβοι των σλαβηνιών 7έσβησε και αντικαταστάθηκε από τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό
-
τις εχθρικές επιθέσεις και τις βραχύχρονες καταλήψεις τμημάτων της Μακεδονίας από τους Βουλγάρους Τσάρους
-
ότι ο διαχωρισμός σε βυζαντινές μητροπόλεις και βουλγαρικές μητροπόλεις που έγινε στις αρχές του 10ου αιώνα είναι διαχρονικός
-
την εξέλιξη της πρωτοσλαβικής γλώσσας στις διάφορες σλαβικές γλώσσες όπως και τις διαφορές της ελληνοσλαβικής( ή ντόπιας όπως λέγεται) γλώσσας με την σλαβοβουλγαρική
1
-
ότι στις βυζαντινές μητροπόλεις της Μακεδονίας όπου υπήρχαν σλαβόφωνοι, η ομιλούμενη γλώσσα ήταν η ελληνοσλαβική και λόγια γλώσσα η ελληνική από τον 7ο αιώνα μ.Χ. μέχρι σήμερα, ενώ στις βουλγαρικές μητροπόλεις ομιλούμενη η σλαβοβουλγαρική και λόγια στις αρχές του 10ου αιώνα ήταν η παλαιοσλαβονική μέχρι την διάλυση του βουλγαρικού κράτους το 1393, μετά λόγια ήταν η ελληνική μέχρι το 1850 περίπου και από κει και πέρα μέχρι σήμερα ή σλαβοβουλγαρική διάλεκτος του Βελίκου Τάρνοβου
-
η Βουλγαρική Αναγέννηση δεν ήταν αποτέλεσμα μια εθνικής επαναστατικής κίνησης αλλά προϊόν της πανσλαβικής ιδέας, της ένωσης δηλαδή όλων των «Σλάβων» της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας σε ένα νέο έθνος και ένα νέο κράτος, επίσης
-
πώς και από ποιούς φυτεύτηκε και καλλιεργήθηκε η έννοια του «Σλάβου» στη Μακεδονία
-
παραδείγματα ότι «σλαβοφώνος» δεν σημαίνει «Σλάβος» και θα δούμε την διαφορά «Γραικομάνων» και «Βουλγαρομάνων» στη Μακεδονία και τη διαφορά «Βουλγαρομάνων» και Βουλγάρων
-
με λεπτομέρεια την πλαστογράφηση της ιστορίας στην Δυτική και Ανατολική Μακεδονία με ονόματα και ημερομηνίες και θα δούμε τους πραγματικούς ξένους πρωτεργάτες και τους συνεργάτες-συνεργούς οι οποίοι ήταν προσηλυτισμένοι Μακεδόνες λόγιοι οι οποίοι αναπαρήγαγαν την πανσλαβική ιδέα
-
διαφορές στη χρήση του όρου ‘Έλληνα’ και ‘Ρωμιού’ από τους ιστορικούς ερευνητές στο ιστορικό γίγνεσθαι στη Μακεδονία.
Φιλοδοξία μας είναι να καλύψουμε την μακεδονική ιστορία από την αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα μέχρι την Βουλγαρική Εξαρχία, δηλαδή το 1870. Δεν φιλοδοξώ να δώσω απαντήσεις αλλά περισσότερο, με μια αναδρομή μαζί σας στη ιστορία, να προβληματιστούμε και να εξετάσουμε από διαφορετική οπτική γωνία αυτά που διαδραματίστηκαν. Ξεκινάμε λοιπόν. Υπάρχει η στατική θεώρηση της ιστορίας και η δυναμική. Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε και να το παρομοιάσουμε με την διαφορά μιας φωτογραφίας και μιας κινηματογραφικής ταινίας . Μια φωτογραφία αποτυπώνει μια συγκεκριμένη στιγμή, ένα συγκεκριμένο γεγονός, ενώ η ταινία αποδίδει και την εξέλιξη αυτού που αποτυπώνει η φωτογραφία. Έτσι μια φωτογραφία μπορεί να ερμηνευτεί πολλές φορές με πολλούς τρόπους, ενώ στην ταινία αποτυπώνεται η μεταβολή και η εξέλιξη του γεγονότος. Η στατική θεώρηση λέει ότι τον 7ο αιώνα μ.Χ. ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οι Σλάβοι στις σλαβηνίες και από τότε παραμένουν μέχρι τις ημέρες μας. Επίσης ότι οι Βούλγαροι ήρθαν και κατέλαβαν μέρη της Μακεδονίας και της Θράκης τον 9ο και 10ο αιώνα επομένως οι σημερινοί κάτοικοι της Θρακομακεδονίας είναι Βούλγαροι. Αυτή είναι η εύκολη θεώρηση της ιστορίας και αυτή που προπαγανδίζουν οι βόρειοι γείτονες μας. Θα πρέπει λοιπόν να μας απασχολήσει η ιστορική πορεία των σλαβικών εθνοτήτων που ήρθαν σε άμεση επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό και θα ασχοληθούμε με τον λεγόμενο εξελληνισμό των Σλάβων και τι κρύβεται πίσω από αυτόν.
2
Θα ξεκινήσουμε με την μεταβολή του πληθυσμού στην Θρακομακεδονία από τον 7ο αιώνα και μετά. Όμως επειδή η περιήγησή μας ενδέχεται να κουράσει διαβάζοντας την στην οθόνη του υπολογιστή, σκέφτηκα στην ηλεκτρονική μορφή να γράψω κάπως περιληπτικά τα πράγματα και στην έντυπη, την οποία μπορείτε να «κατεβάσετε» σε pdf μορφή. Α. Έλληνες, Ρωμαίοι και Ρωμιοί. Εδώ καταρχήν θα πρέπει να αναφερθούμε στην πολυδιάστατη και πολύπτυχη έννοια του ονόματος Έλληνας. Παραθέτω δίπλα χάρτη με τις αποικίες των αρχαίων Ελλήνων για να φανεί ότι Έλληνας και ελληνισμός δεν είναι υποχρεωτικά συνδεδεμένος με τη γεωγραφική Ελλάδα. Παντού μιλιέται η ελληνική γλώσσα με τις διαφορετικές τοπικές διαλέκτους, Με τον Μέγα Αλέξανδρο τον 3ο π.Χ αιώνα έχουμε την εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και μέσω αυτής του ελληνικού πολιτισμού στο τότε «γνωστό κόσμο» και τη καθιέρωση Η διασπορά του Οικουμενικού Ελληνισμού στην αρχαιότητα της «κοινής ελληνικής» παντού στη αχανή Μακεδονική Αυτοκρατορία. Οι «κοινή ελληνική» είναι η φυσική εξέλιξη των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων. Η εποχή μετά τον Αλέξανδρο τον Μέγα ονομάστηκε από τον Johann Droysen (1808-1884) Ελληνιστική-Hellenistic period όρος που αποτυπώνει τον ελληνικό χαρακτήρα της μακεδονικής αυτοκρατορίας. Μετά την κατάρρευση των Ελληνομακεδονικών κρατών των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχουμε την επικράτηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Ελληνικός πολιτισμός όμως εξακολουθεί να υφίσταται όπως φυσικά και η ελληνική γλώσσα σε όλη την αυτοκρατορία. Η λατινική γλώσσα μπορεί να ήταν επίσημη γλώσσα της διοίκησης της αυτοκρατορίας αλλά δεν αντικατέστησε την κοινή ελληνική που παραμένει η γλώσσα του εμπορίου, της τέχνης, της παιδείας και του πολιτισμού. Ο Paul Veyne στο βιβλίο του ‚Die Kunst der Spätantike‘ αναφέρει στην σελίδα 20 ότι ¨Η τέχνη των Ρωμαίων ήταν μια εξελληνισμένη τέχνη (hellenisierte Kunst)‘ . Ο Ρωμαϊκός πολιτισμός είναι ένας εξελληνισμένος πολιτισμός, άλλωστε η επιστημονική κοινότητα μιλά για Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Ο όρος «Έλληνας» στα πρώτα χριστιανικά χρόνια είναι ο δωδεκαθεϊστής, ο ειδωλολάτρης και δεν δηλώνει υποχρεωτικά καταγωγή. Δεν είναι κατά ανάγκη «Έλληνας» ο κάτοικος της Ελλάδας. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνταν και το ¨γένος¨ για να προσδιοριστεί η καταγωγή. Για παράδειγμα υπάρχει η καταγραφή στο κατά Μάρκο Ευαγγέλιο «η δε γυνή ην Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τω γένει» δηλαδή φαίνεται ότι προσδίδεται με το «Έλληνας» ο θρησκευτικός και όχι κατ’ ανάγκην ο εθνικός χαρακτήρας, γιατί αν η ίδια η γυνή βαπτιζόταν τι θα άλλαζε;
3
Απλώς δεν θα ήταν πλέον «Ελληνίς» αλλά χριστιανή, αλλά δεν θα άλλαζε το γένος! Σημαντικό ορόσημο είναι η αναγνώριση της χριστιανικής θρησκείας με το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. από τον Μέγα Κωνσταντίνο και η ανακήρυξη στις 27 Φεβρουαρίου του 380 του Χριστιανισμού ως επίσημης Θρησκείας της αυτοκρατορίας από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Τι γίνεται όμως με το ελληνικό ή (και) εξελληνισμένο ρωμαϊκό πολιτισμό στη νέα χριστιανική αυτοκρατορία; Ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε σε όλη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και παρόλο που εβραίοι είναι οι πρώτοι απόστολοι της νέας Θρησκείας χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα (το Ευαγγέλιο θα μεταφραστεί μετά από δύο αιώνες στην λατινική γλώσσα). Ο χριστιανισμός είναι θρησκεία και δεν είναι εθνότητα. Οι χριστιανοί που ασπάζονται την νέα θρησκεία δεν αλλάζουν εθνότητα. Εδώ να αναφέρω ως παράδειγμα τον Άγιο Δημήτριο (περ. 270-306 μ.Χ.) τον Μακεδόνα εκ Θεσσαλονίκης. Ήταν αξιωματικός του Ρωμαϊκού Στρατού, χιλίαρχος για την ακρίβεια και μαρτύρησε για την πίστη του στον χριστιανισμό. Αν αναρωτηθούμε τι εθνικότητα ήταν, σίγουρα μπορεί να πει κανείς ότι ήταν Έλληνας Μακεδόνας αλλά και Ρωμαίος πολίτης και χριστιανός. Δεν άλλαξε εθνικότητα, όπως δεν άλλαξαν τα εκατομμύρια των χριστιανών που μαρτύρησαν για την πίστη τους. Αυτό που αλλάζει λοιπόν είναι μόνο η κατάργηση της ειδωλολατρίας και ότι είναι συνυφασμένο με αυτήν. Είναι ιστορική πραγματικότητα όμως ότι πολλοί αρχαίοι ειδωλολατρικοί ναοί μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς και πολλοί, ναι, δυστυχώς καταστράφηκαν. Η μετατροπή όμως και σε μερικές περιπτώσεις η ταύτιση-παρομοίωση των αρχαίων θεοτήτων με αγίους της ορθόδοξης παράδοσης χαρακτηρίζει την συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Όπως και η βαθμιαία απορρόφηση και αντικατάσταση αρχαιοελληνικών θρησκευτικών συμβόλων και εορτών οι οποίες ενσωματώνονται στην νέα θρησκεία και φτάνουν μέσω της λαϊκής παράδοσης μέχρι της μέρες μας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι με την επισημοποίηση του Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι σε τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής χριστιανισμού έχουμε μια νέα Μεγάλου Μετεώρου μορφή του ελληνικού πολιτισμού, τον ελληνορθόδοξο σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ειδικά στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, την Ρωμανία αυτήν που ονομάζουμε (κακώς) Βυζάντιο. Ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός δεν ήρθε δηλαδή εκ του μη όντος, από το πουθενά αλλά ήταν η συνέχιση του ελληνορωμαϊκού που ήταν συνέχεια του αρχαίου ελληνικού.
4
Όπως όλοι οι ζωντανοί πολιτισμοί διαμορφώνονται, έτσι και ο νέος ελληνορθόδοξος Ρωμαϊκός έχει τα στοιχεία του αρχαίου ελληνικού, έχει την ελληνική γλώσσα και τη ελληνική παιδεία, απλώς αντί για το δωδεκάθεο έχουμε την ορθόδοξο χριστιανική πίστη. Ο χριστιανισμός γκρέμισε μεν την ελληνική ειδωλολατρία αλλά ο νέος ελληνορθόδοξος Ρωμαϊκός πολιτισμός είναι η συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού. Μεγάλη η συνεισφορά των Αγίων Τριών Ιεραρχών αλλά και άλλων Πατέρων στην ενσωμάτωση της κλασσικής ελληνικής φιλοσοφίας στα πιστεύω της νέας θρησκείας. Κατά τη περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι υπήκοοι λέγονται και αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμαίοι, και όχι Έλληνες, γιατί ο όρος ‘Έλληνας’, όπως είπαμε τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες είναι συνυφασμένος με τον ‘εθνικό’ δηλαδή τον ‘ειδωλολάτρη’. Οι πρώτοι χριστιανοί της Ελλάδας και της λοιπής Βυζαντινής Ρωμαικής αυτοκρατορίας ονομάζονται Ρωμαίοι και η αυτοκρατορία ονομάζεται Ρωμανία( "Imperium
Romaniae") μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Παρόλο που η λέξη «Έλληνας» στους πρώτους αιώνες της Ρωμανίας είναι συνυφασμένη με την αρχαία ελληνική λατρεία
Η Ρωμανία τον 5ο μ.Χ. αιώνα
προοδευτικά, από τον 11ο αιώνα μ.Χ. η αφομοίωση της χριστιανικής θρησκείας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού σε μια νέα οντότητα που λέγεται ελληνοορθοδοξία φέρνει στο προσκήνιο πάλι τον όρο «Έλληνα» αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο. Έλληνας είναι πλέον ο χριστιανός Ρωμαίος αυτό φαίνεται και από την ιστοριογραφία από τον 11ο αιώνα και μετά. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι δύο όροι «Έλληνας» και «Ρωμαίος-Ρωμιός» ήταν ταυτόσημοι. Ο οριστικός σύγχρονος προσδιορισμός του ποιος είναι Έλληνας θα διατυπωθεί στη Πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 - 16 Ιανουαρίου 1822) :
«Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες…..». Δηλαδή η Εθνοσυνέλευση μονοσήμαντα και χωρίς παρερμηνείες προσδιορίζει ότι Έλληνες είναι οι Χριστιανοί της Επικράτειας. Αλλά ας γυρίσουμε στους πρώτους αιώνες της Ρωμανίας ή του Βυζαντίου όπως συνηθίζεται να λέγεται. Ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (905-959 μ.Χ.) στο βιβλίο του «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» γράφει: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι οι κάτοικοι του κάστρου της Μάνης δεν είναι από τη γενιά των Σλάβων που μιλήσαμε πιο μπροστά, αλλά κατάγονται από τους παλαιότερους Ρωμιούς, οι οποίοι ως τα τώρα ονομάζονται Έλληνες από τους ντόπιους,
5
γιατί σε πολύ παλιά χρόνια ήταν ειδωλολάτρες και προσκυνούσαν τα είδωλα σαν τους αρχαίους Έλληνες, και οι οποίοι αφού βαφτίστηκαν επί της βασιλείας του αοίδιμου Βασιλείου, έγιναν χριστιανοί.». «Αοίδιμος Βασίλειος» είναι ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (811–886). Πρώτον έχουμε την ταύτιση Ρωμιών και Ελλήνων και δεύτερον έχουμε την πληροφορία ότι η αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία υπήρχε μέχρι τον 9ο μ.Χ. αιώνα στη Πελοπόννησο, και τρίτον ότι υπήρχαν Σλάβοι στη περιοχή της Μάνης.
Β. Οι Σλάβοι. Έχει μεγάλη σημασία να καταλάβουμε τί ακριβώς έγινε με την κάθοδο των Σλάβων στα Βαλκάνια, γιατί θεωρώ από την άγνοια, την ημιμάθεια και την προπαγάνδα δημιουργείται μια ασαφής και ανακριβής εικόνα για τις σλαβικές γλώσσες και τις σλαβικές εθνογενέσεις.
Β.1 Τα σλαβικά φύλα Θεωρώ ότι είναι λάθος και από τις μεγαλύτερες πλάνες η εικόνα και η εντύπωση που καλλιεργείται από ορισμένους κύκλους ότι οι Σλάβοι ήταν ειρηνικός λαός και ότι οι πρώτοι έποικοι των Σλαβηνιών ήταν «φιλήσυχοι». Ακριβώς το αντίθετο ισχύει. Οι Σλάβοι ήταν ένας βάρβαρος και επιθετικός λαός που αποκλειστικός τους στόχος ήταν να εισβάλουν στην πλούσια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τις βορεινές προγονικές τους εγκαταστάσεις, για να αρπάξουν, να καταστρέψουν και να απαγάγουν για να εκβιάσουν χρηματικές αποζημιώσεις. Οι βυζαντινοί ιστοριογράφοι αναφέρονται σε πολλά σημεία για τους πολέμους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων εναντίων των βαρβάρων Σλάβων. Από την άλλη δεν ήταν και δεν είναι λίγοι αυτοί που προσπαθούν να μεταδώσουν μια ομιχλώδη εικόνα, ότι δηλαδή η Βουλγαρία, η Θρακομακεδονία και η υπόλοιπη Ελλάδα, μάλιστα και η Πελοπόννησος «πλημμύρησαν» από τους «φιλήσυχα» Σλαβικά φύλλα και εξαφανίστηκε ο ελληνικός πολιτισμός και οι «Έλληνες». Από τους πρώτους ανθέλληνες ο περιηγητής και αρχαιολόγος και αξιωματικός πυροβολικού W. M. Leake (1777-1860) στο ‘Researches in Greece’ (London 1814) βλέπει παντού «σλαβοποίηση» και «αλβανοποίηση» του ελληνικού πληθυσμού στα Βαλκάνια. Ως πιο διάσημος όμως ανθέλληνας ανακηρύχθηκε ο Jakob Philipp Fallmerayer (17901861) με το έργο του ‘Geschichte der Halbinsel Morea’ (1830). Έτσι στη δημοσίευση των θέσεων του στη ‘Zeitung für die elegante Welt‘ του 1830, σελίδα 250 και επόμενες, ισχυρίζεται ότι ‘το γένος των Ελλήνων(Hellenen) είναι στην Ευρώπη εξαφανισμένο’ „Das Geschlecht der Hellenen ist in Europa ausgerottet [...] Και: ‘Ούτε μια σταγόνα του ευγενούς και καθαρού Ελληνικού αίματος ρέει στις φλέβες του χριστιανικού πληθυσμού της σημερινής Ελλάδας’ Denn auch nicht ein Tropfen edlen und ungemischten Hellenenblutes fließt in den Adern der christlichen Bevölkerung des heutigen Griechenlands (1830).“
6
Επομένως είχαμε, κατά την άποψη του πλήρη σλαβοποίηση της Ελλάδας και εξαφάνιση του ελληνισμού και επομένως οι ελεύθεροι Έλληνες (Griechen) ήταν Σλάβοι και Αλβανοί. Μεγάλη ήταν η αντίδραση από Έλληνες και ξένους λόγιους και ιστορικούς στην ανιστόρητη αυτή θεωρία την εποχή εκείνη. Από τους Έλληνες αναφέρω μόνο τον μεγάλο Ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891). Είναι αυτός που αντέκρουσε με ιστορικά επιστημονικά κριτήρια και ισοπέδωσε την θεωρία του Fallmerayer. Από τους Γερμανούς θα αναφερθώ στον Johann Wilhelm Zinkeisen (1808-1863) ο οποίος στο ογκωδέστατο έργο του ‘Geschichte Griechenlands Vom Anfange geschichtlicher Kunde bis auf unser Tage’, αποδεικνύει με μεγάλη ακρίβεια τις λανθασμένες θέσεις του Fallmerayer αναφερόμενος συγκεκριμένα σε βυζαντινές πηγές και που ακριβώς έσφαλε. Όλο το έργο του Zinkeisen αποδεικνύει την ιστορική συνέχεια του ελληνικού γένους, από τις αρχές της ιστορίας μέχρι το 1832. Το ότι οι βάρβαροι Σλάβοι εισέβαλαν στον ελλαδικό χώρο είναι αναμφισβήτητο. Αλλά θυμηθείτε το παράδειγμα με την φωτογραφία και την ταινία. Υπάρχει μεν η παρουσία των Σλάβων αλλά υπάρχει και η μεταβολή! Σήμερα επικαλούνται τις θέσεις του Fallmerayer ανιστόρητοι ανθέλληνες για να αμφισβητήσουν την συνέχεια του ελληνικού γένους και κατά κόρον χρησιμοποιούνται οι θέσεις του ειδικότερα στο Μακεδονικό Ζήτημα. Ας εξετάσουμε λοιπόν ποιοι ήταν αυτοί οι Σλάβοι που κατά τον Fallmerayer αλλά και αρκετών σύγχρονων οπαδών του, είμαστε «απόγονοί» τους. Είπα προηγουμένως κάθοδος, αλλά από πού κατέβηκαν οι Σλάβοι; Ακόμη και σήμερα δεν είναι επιστημονικά εξακριβωμένη η γενέτειρα των Σλάβων και δεν μπορούμε να μιλούμε με βεβαιότητα για ένα έθνος. Οι Σλάβοι ανήκουν σε μια μεγάλη γλωσσική και πολυεθνική οικογένεια και ουσιαστικά όταν μιλάμε για αυτούς πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ήταν πολυάριθμες μικρές αυτοδύναμες κοινότητες χαμηλού πολιτιστικού επιπέδου ( ¨niedrigem Zivilisationsniveau¨ κατά Rene Pfeilschifter ‚Die Spätantike‘. Σελ. 245).
Οι περιοχές των πρώτων Σλάβων
Άξιον απορίας είναι ότι λείπει από τους αρχαίους Έλληνες και αρχαίους Λατίνους ιστοριογράφους η αναφορά στις φυλές των Σλάβων στους προχριστιανικούς αιώνες, παρόλο που υπάρχει ακριβής καταγραφή για την εθνότητα των διαφόρων βαρβαρικών φυλών της Βόρειας Ευρώπης της εποχής εκείνης.
Όμως πολλές είναι οι βυζαντινές πηγές για την κάθοδο των Σλάβων στη Βαλκανική χερσόνησο
7
Β.1.1. Σλαβικές επιδρομές Έτσι καταγράφεται το 547/548 μ.Χ. η πρώτη επίθεση Σλάβων στην Αδριατική συγκεκριμένα στο Δυρράχιο. Ο Johann Wilhelm Zinkeisen στο βιβλίο του ‘Geschichte Griechenlands Vom Anfange geschichtlicher Kunde bis auf unser Tage’, σελίδα 674 αναφέρει ότι το 550 μ.Χ., περίπου 3.000 Σλάβοι περνούν τον Δούναβη με κατεύθυνση τον Έβρο καταλαμβάνουν το ρωμαϊκό οικισμό στο Τόπειρους (έξω από την σημερινή Ξάνθη) σκοτώνουν 15.000 άνδρες και παίρνουν μαζί τους γυναίκες και παιδιά. Δεν αναφέρεται ακριβής αριθμός των σκλάβων των Σλάβων αλλά σίγουρα θα είναι πολλαπλάσιος των φονευθέντων. Εγείρετε έτσι το ερώτημα πόσο ¨καθαροί¨ ήταν οι μετέπειτα Σλάβοι, όχι μόνο από την αναφερθείσα αρπαγή αλλά και από άλλες που ακολούθησαν τους επόμενους αιώνες. Το 550 μ.Χ. μια μεγάλη ομάδα Σλάβων επιτίθεται στη Ναϊσό (σημερινό Niš) και τρέφει φιλόδοξα σχέδια να καταλάβει την Θεσσαλονίκη, μετά από αποτυχημένη όμως προσπάθεια το 584 μ.Χ. φεύγουν βόρεια στα όρη της Δαλματίας με σκοπό να καταλάβουν την βόρεια Ιταλία των Οστρογότθων. Από κει ξανακατεβαίνουν στα νοτιοανατολικά Βαλκάνια πολιορκούν και καταστρέφουν την Αδριανούπολη και συγκεντρώνονται σε περιοχή που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Κωνσταντινούπολη (Peter Heather, ‘Invasion der Barbaren. Die Entstehung Europas’ σελίδα 362). Δεν υπάρχουν αναφορές για εγκατάσταση Σλάβων μέχρι το 570 μ.Χ., αλλά υπάρχουν καταγραφές μόνο για επιδρομές και καταστροφές. Εκείνη τη χρονική περίοδο όμως αλλάζουν όλα με την εισβολή των Αβάρων. Οι Άβαροι ήταν τουρκόφωνο φύλο και ήταν το πιο ισχυρό σε μια νομαδική ομοσπονδία στα όρια της Κίνας. Χάνοντας όμως την ηγεσία από αντίπαλο τουρκικό φύλο, εκδιωχθέντες ζήτησαν το 558 μ.Χ. άσυλο από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Ο Ιουστινιανός Α΄ ο Μέγας (527-565) τους ανέθεσε την προστασία των βορείων συνόρων του, κάτι που δεν τους άρεσε. Συνασπιζόμενοι με άλλους τουρκόφωνους Βούλγαρους νομάδες κατέλαβαν το 570 στις πεδιάδες της Ουγγαρίας. Η εμφάνιση των Αβάρων αλλάζει τον ρόλο και την ιστορία των Σλάβων. Η σχέση των Αβάρων και των Σλάβων είναι αρκετά μπερδεμένη γιατί σε πολλές περιπτώσεις έχουμε συμμαχία μεταξύ τους ενάντια στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και άλλοτε εχθρικές συγκρούσεις μεταξύ τους. Η επιθετικότητα πάντως των Αβάρων ανάγκασε πολλά σλαβικά φύλλα να εγκαταλείψουν τα Καρπάθια και να μετοικήσουν νοτιότερα. Καθοριστικής σημασίας ήταν η αντιπαλότητα των σλαβικών φύλων και οι κατ’ επανάληψη ήττες τους από τον Χά(γα)νο των Αβάρων Βαϊανό, ο οποίος είχε συνάψει ειρήνη με τον Μαυρίκιο.
8
Η εκστρατεία του Μαυρικίου εναντίον των Περσών στον πόλεμο που ξεκίνησε από τον Ιουστίνο Β΄ το 572 μ.Χ. τον ανάγκασε να αποτραβήξει τα Ρωμαϊκά στρατεύματα από τη Βαλκανική και στην ουσία να την αφήσει έρμαιο της ληστρικής διάθεσης των Αβάρων και των Σλάβων. Στα «Χρονικά της Μονεμβασιάς» αναφέρονται τα γεγονότα από την επικράτηση και την προσωρινή εγκαθίδρυση Σλαβικών οικισμών στη Πελοπόννησο. Τα πράγματα άλλαξαν δέκα χρόνια μετά όταν ο Μαυρίκιος μετά την νικηφόρο εκστρατεία με τους Πέρσες ήρθε και εκδίωξε τους Σλάβους από την Πελοπόννησο. Το σκηνικό με την αποδυνάμωση της ρωμαϊκής στρατιωτικής παρουσίας επαναλαμβάνεται το 604 μΧ όταν ο διάδοχος του Μαυρικίου Φωκάς εκστρατεύει εναντίων των Περσών. Μάλιστα το 614 κινδύνευσε η Θεσσαλονίκη να πέσει στα χέρια των Αβάρων και το 626 ακόμα και η Κωνσταντινούπολη. Μαζί με τις πολιορκίες έρχεται και η σλαβική εγκατάσταση όλο και περισσότερο στη νότιο Βαλκανική. Από τον ιστορικό Θεοφάνη πληροφορούμαστε ότι το έτος 657 μ.Χ. «…τούτω τω έτει επιστράτευσεν ο βασιλεύς κατά Σκλαβηνίας, και ηχμαλώτευσεν πολλούς και υπέταξεν». Αυτό που είναι άγνωστο είναι αν όλα αυτά τα σλαβικά φύλλα των Βαλκανίων εκτός της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν και συνεννοούνταν μεταξύ τους, είχαν και το αίσθημα της ενότητας αφού όπως προανέφερα ανήκαν σε μια πολυεθνική οικογένεια. Από ορισμένους ιστορικούς που αναφέρονται στις επιδρομές των βαρβάρων γράφουν ¨φύλλα ομιλούντα την σλαβική γλώσσα¨ για να δηλώσουν την ανομοιογένεια, ότι δηλαδή δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι ήταν όλα τα βάρβαρα φύλα ήταν και σλαβικά .
Β.1.2. Μετοικήσεις Σλάβων στη Μικρά Ασία Έτσι εκ πρώτης όψεως φαίνεται μια έντονη παρουσία των Σλάβων στο ελλαδικό χώρο. Η κατάσταση αλλάζει όμως δυναμικά στα τέλη του 680 μ.Χ. όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄(685-711 μΧ) εξαναγκάζει σε μετοικισμό 30.000 Σλάβους της Μακεδονίας στην Μικρά Ασία (Peter J. Heather S 362). Αλλά και ο Ostrogorsky στην «Ιστορία του Βυζαντίου» αναφέρεται σε μετακινήσεις Σλάβων: «Αργότερα προστέθηκαν ως στρατιώτες στα θέματα της Μ. Ασίας πολλοί Σλάβοι απ' αυτούς που εγκατέστησε εκεί η βυζαντινή κυβέρνηση..» (σελ. 90). Επίσης: «Φαίνεται ότι μετά την εκστρατεία του Κώνστα Β' μεγάλες μάζες Σλάβων μεταφέρθηκαν στη Μ. Ασία. Από την εποχή αυτή και πέρα συναντάμε Σλάβους στη Μ. Ασία καθώς και Σλάβους στρατιώτες στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Το 665 ένα σύνταγμα από 5.000 Σλάβους στρατιώτες λιποτάκτησε προς τους Άραβες και εγκαταστάθηκε στη Συρία. (σελ. 97)». Ο Zinkeisen μάλιστα στο προαναφερθέν έργο του στην σελίδα 735 αναφέρει: «ο Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος (668-711) το 686 και 687 έστειλε τα στρατεύματά του εναντίων των Βουλγάρων στη Θράκη και ο ίδιος επικεφαλής εξεδίωξε τους Βουλγάρους στα μέρη όπου υπήρχε η συμφωνία με τους Ρωμαίους και δυτικά εναντίων των σλαβικών φύλων τα οποία είχαν διεισδύσει μέχρι της Θεσσαλονίκης, τα οποία και έθεσε υπό τον έλεγχό του.
9
Το μεγαλύτερο μέρος των σλαβικών αυτών φύλων περίπου 30.000 άνδρες το μετέφερε στην Μικρά Ασία στο βυζαντινό Θέμα του Οψικίου (Thema Obsequium). .. Ένα μικρό τμήμα παρέμεινε στη Μακεδονία και σε αυτούς παραχωρήθηκαν μόνιμες εγκαταστάσεις στα ορεινά τμήματα του Στρυμώνα με σκοπό να φυλούν τις διαβάσεις προς την Θράκη.» Αλλά και στη σελίδα 745:
« Ο Κωνσταντίνος Κοπρώνυμος (741-775) στις νεοαναγερθείσες πόλεις στη Θράκη έφερε Σύρους και Αρμένιους από την Θεοδοσιούπολη (σ.σ. σημερινό Erzurum Τουρκίας) και Μαλάτεια (σ.σ. σημερινή Malatya στη Τουρκία). Το έτος δε 762 μετέφερε περί τους 208.000(διακόσιες οκτώ χιλιάδες) Σλάβους στη Βιθυνία. Στο έργο του Πατριάρχη Νικηφόρου «Ιστορία σύντομος από του Μαυρικίου βασιλέως» στην ενότητα Ρ.49 πληροφορούμαστε το έτος 768 ότι Σλάβοι, είχαν απαγάγει 2.500 χριστιανούς από τις νήσους Σαμοθράκη, Ιμβρο και Τένεδο και τους οποίους εξαγόρασε ο «Κωσταντίνος (σ.σ. ο Κοπρώνυμος) δε τους των Σλαβηνών αποστέλει άρχοντας..» Μετά δηλαδή από συνεχείς μακροχόνιες επιδρομές και καταστροφές έχουμε μόνιμη εγκατάσταση Σλάβων στο νότιο Βαλκανικό χώρο στις λεγόμενες σλαβηνίες.
Β.1.3. Σλαβηνίες, οι εγκαταστάσεις ομάδων Σλάβων στα βυζαντινά εδάφη. Παράλληλα με τον όρο σλαβηνία ο οποίος δηλώνει χωροταξική κατανομή στη Μακεδονία υπάρχουν και οι Ζουπανίες οι οποίες δηλώνουν οργανωτική-διοικητική μορφή στην οποία επικεφαλής είναι ο Ζουπάνος ως αρχηγός. Για τη Μακεδονία όμως δεν έχουμε αναφορές στην οργανωτική αυτή μορφή, δηλαδή στις Ζουπανίες ενώ υπάρχουν πολλές για τις περιοχές των Δαλματίων όπου ζουν οι «Χρωβάτες» δηλαδή οι Κροάτες και οι «Σέρβιοι» δηλαδή οι Σέρβοι. Από το βιβλίο του Στράτου Θεοδοσίου, «ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ – H ιστορική πορεία των βαλκανικών κρατών από την κάθοδο των σερβικών φύλων στα Βαλκάνια έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης» αναφέρω τα παρακάτω: «..Κατά διαστήματα οι σερβικές ζουπανίες ενώνονταν σε εύθραυστες συμμαχίες-κράτη, που τότε τα διοικούσαν οι λεγόμενοι μεγάλοι Ζουπάνοι. Αυτά ήταν η Ζέτα (Zeta) ή Διόκλεια (Doclea ή Duklja), δηλαδή το σημερινό Μαυροβούνιο, η Ράσκα (Raška ή Rascia), η Νέρετβα (Neretva), η Παγκάνια (Pagania), η Κονάβλη (Konavli), η Ζαχούμλιε (Zachlumia ή Zahumlje), δηλαδή η σημερινή Ερζεγοβίνη, και η Τραβούνια (Travunia) για να αναφέρουμε τα κυριότερα.» Από τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» και άλλες πηγές, όπως λ.χ. τον Ιωάννη Καμινιάτη και τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, γνωρίζουμε τα ονόματα των σημαντικότερων σλαβικών φύλων που είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία:
10
Οι Δρουγουβίτες στην περιοχή δυτικά της Θεσσαλονίκης πιθανόν κοντά στη Βέροια και ως το Μοναστήρι, οι Σαγουδάτοι — για τους οποίους υπάρχει και η άποψη ότι δεν είναι Σλάβοι αλλά κελτολατινόγλωσσο φύλο που ήλθε από την περιοχή του Δούναβη— στα νότια των πρώτων,
Οι Μακεδονικές Σλαβηνίες με τα ονόματα των σλαβικών φύλων
οι Ρυγχίνοι στα στενά της Ρεντίνας ή κατά μία άποψη στις εκβολές ή ορθότερα στον κάτω ρου του Αλιάκμονα,
οι Βαϊοννίτες ίσως στην Ήπειρο, οι Βελεγιζίτες στην περιοχή της Δημητριάδος στη Θεσσαλία, οι Στρυμονίτες στην περιοχή του Στρυμόνα, οι Σμολεάνοι στην περιοχή μεταξύ του άνω Νέστου και του άνω Άρδα, και στην Πελοπόννησο Μελιγγοί και Εζερίτες. (Αλκμήνης Σταυρίδου-Ζαφράκα, Διεθνές Συμπόσιο "ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ') ή αναλυτικότερα «Κατάλογος Σλαβικών φυλών».
Β.1.4. Κοινωνική δομή των σλαβηνιών Ο όρος «σλαβηνία» δηλώνει όπως είπαμε γεωγραφικό χώρο (π.χ. Σλαβηνίαι Στρυμόνος), τη φυλή (π.χ. Σλαβηνίαι Δρουγουβιτών) καθώς και τον τρόπο κοινωνικής και διοικητικής οργάνωσης των εποικιστών. Οι σλαβηνίες σχηματίστηκαν από «γένη», που απαρτίζονταν από ομάδες οικογενειών με κοινό συνεκτικό κρίκο την αναγωγή σε κοινούς προγόνους.
Η κοινωνική δομή ήταν πατριαρχική. Οι κάτοικοι ενός τόπου αποτελούσαν μια κοινοβιακού τύπου κοινής ιδιοκτησίας ενότητα (obschtina, zadruga, Rod), τα μέλη της οποίας έφεραν ένα κοινό όνομα, και επικεφαλής ήταν ένας εκλεγμένος ηγέτης o Starosta, o «ρήγας», ο οποίος ήταν και ο διαχειριστής της κοινής ιδιοκτησίας. Η έννοια της κληρονομιάς ήταν ξένη στην ενότητα. Περισσότερες τέτοιες ενότητες σχημάτιζαν το φύλο (pljeme). Έτσι αναφέρεται για παράδειγμα ότι η φυλή των Δραγουβίτων είχε πολλούς «ρήγες», όχι ότι ήταν πολυάριθμο φύλο αλλά είχε πολλούς αντιπροσώπους. Η ιδιομορφία τους ήταν ότι αποτελούσαν γεωγραφικές αυτόνομες διοικητικές μονάδες που ήταν υποχρεωμένες να πληρώνουν «πάκτο» (ήταν δηλαδή «υπόφοροι») στις βυζαντινές αρχές.
11
Αρχικά οι «ρήγες» τους λογοδοτούσαν απευθείας στον αυτοκράτορα χωρίς να περνούν από την τοπική επαρχιακή διοίκηση. Η βυζαντινή διοικητική ευφυία ενσωμάτωσε τους «ρήγες» αυτούς στις δικές της διοικητικές δομές δίνοντας σε αυτούς ρόλους μέσα στη βυζαντινή διοίκηση. Έτσι οι αρχηγοί-«ρήγες» πρώτοι είναι αυτοί που εκ των πραγμάτων ενσωματώθηκαν στο ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό τον οποίο πολιτισμό, με τη ισχύ και την επιρροή που είχαν μετέφεραν στους δικά τους σλαβικά φύλα. Θεωρώ ότι με αυτόν τον τρόπο έγινε ένας ήπιος εκχριστιανισμός των Σλάβων των σλαβηνιών. Η μετάβαση από τον σλαβικό πολιτισμό στον ελληνοχριστιανικό έγινε δηλαδή χωρίς αντιδράσεις αφού αυτοί (οι «ρήγες») που θα μπορούσαν να αντιδράσουν είναι αυτοί που δρομολόγησαν και την αλλαγή γιατί ήταν ενσωματωμένοι στην βυζαντινή διοίκηση. Άρα δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι υπήρξε βίαιος εξελληνισμός, όπως ισχυρίζονται σήμερα ορισμένοι. Άλλωστε αν υπήρχε διαταγή για (βίαιο) εκχριστιανισμό θα μας ήταν γνωστή από τους ιστοριογράφους, κάτι που δεν υπάρχει. Ο Κεδρηνός Γεώργιος ιστορικός του 11ου αιώνα αναφέρει στη σελίδα 370 του έργου του «Σύνοψις Ιστορική» τον Πατριάρχη Νικήτα Α΄(766-780) ότι ήταν «σθλαβικής» δηλαδή σλαβικής καταγωγής. Βλέπουμε δηλαδή ότι εκατό χρόνια πριν τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων το 864 μ.Χ. έχουμε Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης σλαβικής καταγωγής. Από τον 9ο αιώνα, βασικά μετά τις εκστρατείες του Θεόκτιστου ( Zinkeisen, σελίδα 767) δηλαδή επί βασιλείας Μιχαήλ Γ΄ του Μέθυσου (839-867) πουθενά δεν είναι καταγεγραμμένη εξέγερση ή στάση των Σλάβων των σλαβηνιών ενάντια στο Ρωμαϊκό κράτος. Δηλαδή μετά τον εκχριστιανισμό και στην ουσία μετά τον εξελληνισμό τους δεν υπάρχει κοινωνική αντίδραση ούτε στάση ούτε επανάσταση.
Β.1.5. Η αποσλαβοποίηση των Σλαβηνιών Οι βυζαντινοί στη προσπάθεια της ομαλής λειτουργίας του κράτους μετάθεταν πληθυσμιακές ομάδες από το ένα σημείο της αυτοκρατορίας στο άλλο. Είδαμε τις μαζικές μετακινήσεις των Σλάβων προς την Μικρά Ασία. Μια άλλη μεγάλη μετακίνηση προς της σλαβηνίες και ειδικά των Δραγουβιτών ήταν οι Σιρμησιανοί. Οι Σιρμιασιανοί ή Σιρμησιανοί ή Σερμησιάνοί ήταν Ρωμιοί αιχμάλωτοι των Αβάρων στο Σίρμιο της Πελαγονίας (πλησίον της Μητροβίτσα Κοσσυφοπεδίου), εξ ου και το όνομα τους και οι οποίοι είχαν εξελιχθεί μέσα το κράτος των Αβάρων σε πολυάριθμη κοινότητα. Αυτοί λοιπόν μετά την διάλυση του κράτους των Αβάρων μετακόμισαν στις σλαβηνίες της Μακεδονίας και συγκεκριμένα στη περιοχή που είχαν εγκατασταθεί οι Δραγουβίτες (βόρεια της Θεσσαλονίκης). Από γραπτές πηγές φαίνεται ότι οι Δραγουβίτες επωμίστηκαν τον επισιτισμό των νέων εποίκων, κατόπιν αυτοκρατορικής διαταγής, πράγμα που δηλώνει ότι οι Σερμησιανοί ήταν μια πολυπληθής ομάδα. Βλέπουμε ότι δεν έχουμε μια ακατοίκητη περιοχή στην οποία εγκαθίστανται οι Σλάβοι όπως θέλουν ορισμένοι σήμερα να παρουσιάσουν,
12
αλλά αναμείχθηκαν με τους ντόπιους ελληνικούς μακεδονικούς πληθυσμούς αλλά και με ελληνικούς πληθυσμούς που εποικίζουν στην ίδια περιοχή μετά από αυτούς. Δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο τα μικτά ή αμφίμικτα όπως αναφέρονται στην βυζαντινή βιβλιογραφία χωριά («κώμες»). Αναφέρονται μάλιστα περιπτώσεις αμφίμικτων χωριών από Δραγουβίτες και Σαγουδάτες, γεγονός που ενισχύει την υπόθεση ότι οι Σαγουδάτοι δεν ήταν σλαβικό αλλά κελτολατινόγλωσσο φύλο. Ο Νικηφόρος Α' (802-811)συμπεριέλαβε τις σλαβηνίες στην πρώτη κάκωση. Κακώσεις ονομάζονταν τα τολμηρά οικονομικά μέτρα που απέβλεπαν στην ανάκαμψη του εμπορίου και την αύξηση των εσόδων του βυζαντινού κράτους.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Οι πρώτοι Σλάβοι του 7ου αιώνα που εισέβαλαν στα νότια Βαλκάνια ήταν εχθροί των Ρωμαίων Μακεδόνων της εποχής εκείνης γιατί οι ληστρικές τους επιδρομές είχαν σκοπό τις δολοφονίες, την κλοπή θησαυρών και την αρπαγή γυναικών και παιδιών. Μετά από λίγους αιώνες έχουμε την εγκατάσταση στις Σλαβηνίες και κατόπιν την υποχρεωτική μετεγκατάσταση πολλών Σλάβων από τη Μακεδονία στη Μ. Ασία και με το πέρασμα του χρόνου οι λίγοι εναπομείναντες Σλάβοι κάτοικοι των σλαβηνιών αφομοιώθηκαν από τον ελληνικό πληθυσμό, εκχριστιανίστηκαν, μετατράπηκαν σε αγρότες από κτηνοτρόφους και συνεργάστηκαν με τη βυζαντινή διοίκηση (τους ανατέθηκε η φύλαξη κλεισουρών και περασμάτων) στην αντιμετώπιση του κινδύνου από τα βόρεια βαρβαρικά φύλα. Αυτό σε συνδυασμό με την εκ των πραγμάτων ανάμειξη των εποίκων με τους ντόπιους ρωμαϊκούς πληθυσμούς (π.χ. μεικτούς γάμους κλπ..) και την βαθιά προσήλωση των πτωχών κοινωνικά στρωμάτων στον χριστιανισμό και την καθοδήγηση μέσα από το καθεστώς των μητροπόλεων που πάντα ήταν σε ελληνικά χέρια έχουμε μια πλήρη αποσλαβοποίηση ήδη από τις πρώτες γενεές. Γεννιέται εύλογα το ερώτημα για την περίοδο αυτή: Αυτοί οι άρπαγες και βάρβαροι Σλάβοι ήταν δυνατόν να είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Υπήρχαν Σλάβοι Μακεδόνες τότε; Πως ονόμαζαν οι ίδιοι οι Σλάβοι τους εαυτούς τους; Σίγουρα όχι ¨Μακεδόνες¨ ! Και προπάντων τι πολιτισμό είχαν;
13
Β.2 Σλαβικός Πολιτισμός Σύγχρονες μελέτες διαχωρίζουν συγκεκριμένους αρχαιολογικούς σλαβικούς πολιτισμούς για τους οποίους υπάρχουν και αρχαιολογικά ευρήματα. Δύο είναι οι επικρατέστεροι πολιτισμοί στην νότιο Βαλκανική: η τύπου Penkovka ή Ipotesti-Candesti και η τύπου PragueKorchak ή Kortschak. Στο διπλανό διάγραμμα φαίνεται η ονοματολογία των σλαβικών πολιτισμών και η προέλευσή τους. Τα σλαβικά φύλα που εποίκησαν στην Θρακομακεδονία έφεραν μαζί τους το αντίστοιχο τύπο πολιτισμού. Θα ρωτούσε εύλογα κανείς: έχουμε αρχαιολογικά δείγματα από τους σλαβικούς οικισμούς στα μέρη μας;
Οι διάφοροι σλαβικοί πολιτισμοί και οι περιοχές προέλευσής τους
Η νότια Βαλκανική κατοικείται από αρχαιοτάτων χρόνων και απόδειξη αυτού είναι ότι υπάρχουν παντού αρχαιολογικά ευρήματα ακόμη και από νεολιθικούς οικισμούς, δηλαδή πριν από το 3.000 και 4.000 π.Χ. Και όμως από αρχαιολογικές έρευνες υπάρχει η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχουν ευρήματα της σλαβικής κουλτούρας τύπου Kortschak και Penkowka στη Μακεδονία, ενώ για την ίδια χρονική περίοδο 7ου μχ αιώνα έχουμε αποδείξεις στη Σερβία και Κροατία συγκεκριμένα στις Bakar Muntjac, Osijek, Η εξέλιξη των σλαβικών πολιτισμών από το 700 π.Χ. μέχρι το 700 μ. Χ. Stinjevac und Vinkovci. (Peter J. Heather, σελίδα 366) Τι σημαίνει αυτό; Δεν έχουμε συνέχεια του σλαβικού πολιτισμού στη Μακεδονία και προπάντων δεν έχουμε συνέχεια στη σλαβική παράδοση σε ελληνικό έδαφος! Οι πρώτοι Σλάβοι των σλαβηνιών της Θρακομακεδονίας αφομοιώθηκαν πλήρως στον ελληνορθόδοξο πολιτισμό και στον τρόπο ζωής των ντόπιων Ελλήνων Μακεδόνων της εποχής εκείνης, γι’ αυτό δεν υπάρχουν κατάλοιπα των αρχέγονων σλαβικών παραδόσεων που να αποδεικνύονται αρχαιολογικά.
14
Ποια ήταν η παλιά σλαβική θρησκεία και ποια ήταν η σλαβική μυθολογία; Ρίχνοντας μια ματιά στη ιστορία και μυθολογία των Σλάβων θα διαπιστώσει κανείς ότι τίποτε από την πρώτη παράδοση των Σλάβων δεν έχει μείνει στην σημερινή μακεδονική παράδοση. Οι σλαβικές θέοτητες Stribog, Chors, Simargl, Mokosch και οι ημίθεοι Svarog, Svarožić, Perun, Veles, για να αναφέρω μερικά ονόματα, ανήκουν στην κοινή παράδοση των Σλάβων. Στην διπλανή εικόνα παραθέτω είδωλο του Svarozic της σλαβικής θεότητας του Ήλιου και της Γονιμότητας.
Η σλαβική θεότητα
Svarozic
Χαρακτηριστικά αγγεία του πολιτισμού Kortschak και Penkowka
Υπάρχει σήμερα χωριό στη Μακεδονία που να έχει αναφορά στην παράδοσή του σε αυτούς και όχι στο Μεγαλέξανδρο και στον Ηρακλή; Ούτε ένα. Και αν ναι τότε είναι όντως σλαβικό και οι κάτοικοι του Σλάβοι.
Αν πάλι μπορεί κανείς από αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι Βούλγαροι ή Σλαβομακεδόνες να (από) δείξει ότι υπάρχει συνέχεια στον σλαβικό πολιτισμό τύπου Kortschak και Penkowka στη Μακεδονία, τότε να δεχθούμε ότι υπάρχει σλαβικός πολιτισμός στη Μακεδονία. Η αρχαιολογική σκαπάνη στη Μακεδονία έχει φέρει στο φως παλαιολιθικά και νεολιθικά ευρήματα που χρονολογούνται 4 και 5 χιλιάδες χρόνια πίσω αλλά τίποτε από ένα πολιτισμό που έδρασε για λίγα χρόνια προτού περίπου χίλια πεντακόσια χρόνια. Αιτία ; Ο εκχριστιανισμός. Οι χριστιανοί πλέον Σλάβοι των σλαβηνιών της Μακεδονίας εντάσσονται θρησκευτικά στις υπάρχουσες δομές της ελληνορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν έχουμε δηλαδή ίδρυση νέων Μητροπόλεων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων οι οποίες επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αυτή της «τιμής ένεκεν» Μητρόπολης των Δραγουβιτών. Δηλαδή οι σλαβόφωνοι ανήκουν στο ίδιο ποίμνιο με τους ελληνόφωνους Ρωμαίους, καλύτερα ελληνόφωνους Μακεδόνες και έχουν το ίδιο ποιμενάρχη. Πουθενά και σε κανένα βυζαντινό χρονικό της εποχής εκείνης δεν αναφέρεται η απαίτηση για διαχωρισμό για να γίνεται η θεία λειτουργία στην σλαβική γλώσσα. Γιατί; Γιατί απλούστατα την χρονική περίοδο του εκχριστιανισμού τους δεν υπήρχε σλαβική γραφή. Επομένως οι εκχριστιανισμένοι Σλάβοι έχουν υιοθετήσει την ελληνική παιδεία και την ελληνική γραφή. Η σλαβική γραφή ήταν απαίτηση των υπολοίπων Σλάβων. Και ήρθε η στιγμή να ασχοληθούμε με τους Σλάβους της Μοισίας.
15
Γ. Οι Βούλγαροι Το σκηνικό και την Ιστορία αλλάζουν ριζικά στα Βαλκάνια με την κάθοδο τους οι Πρωτοβούλγαροι.
Γ.1. Οι Σλάβοι της Μοισίας, οι Πρωτοβούλγαροι και οι Σλαβοβούλγαροι. Η Πρωτοβούλγαροι είχαν το βασίλειό τους την «Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία» το 7ο αιώνα μΧ στη αρχαία Φαναγόρεια στη Κριμαϊκή χερσόνησο Από κει ένα κομμάτι με αρχηγό τον Ασπαρούχ Χαν ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Βόρεια Βουλγαρία στη Μοισία. Οι Πρωτοβούλγαροι ήταν τουρκικό φύλλο και δεν είχε καμμιά σχέση με τους Σλάβους, ούτε γλωσσικά ούτε πολιτισμικά.
Η Παλιά Μεγάλη Βουλγαρία στην Κριμαϊκή Χερσόνησο τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Στη βόρεια Θράκη, στη Μοισία όμως υπήρχαν πριν την κάθοδο των Πρωτοβουλγάρων το 681 μ.Χ. οι επτά σλαβικές φυλές, Seven Slavic tribes.
Μετά από πολλές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ Σλάβων και Πρωτοβουλγάρων διαμορφώθηκε το νέο βουλγαρικό έθνος (εθνογένεση Βουλγάρων). Στο νέο κράτος οι ολιγάριθμοι αλλά πολιτικά και στρατιωτικά κυρίαρχοι Πρωτοβούλγαροι έδωσαν το όνομα στο νέο έθνος, ενώ οι πολυάριθμοι Σλάβοι συγκρότησαν τη λαϊκή βάση και έδωσαν τη γλώσσα. Ο Ostrogorsky γράφει:
Η περιοχή της Μοισίας, στην οποία εισέβαλαν οι Βούλγαροι, είχε ήδη την εποχή εκείνη εκσλαβισθεί σε μεγάλο βαθμό και εποικισθεί από τους Σεβέρους και από άλλες επτά σλαβικές φυλές Με την επικράτηση των Βουλγάρων αυτοί έγιναν υποτελείς τους και, όπως φαίνεται, συνεργάσθηκαν μαζί τους στον αγώνα κατά των Βυζαντινών. Με τον τρόπο αυτό συγκροτήθηκε στο έδαφος της παλαιάς επαρχίας Μοισίας μεταξύ του Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου, ένα σλαβοβουλγαρικό κράτος. Βέβαια οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι αποτελούσαν αρχικά δύο διαφορετικές εθνικές ομάδες, που οι βυζαντινές πηγές θα διαχωρίζουν καθαρά για Το πρώτο Βουλγαρικό Χανάτο-Ηγεμονία. αρκετό χρόνο. Ο χώρος εθνογένεσης των Βουλγάρων. Ωστόσο οι Βούλγαροι με την πάροδο του χρόνου αφομοιώθηκαν μέσα στην μάζα των Σλάβων. (σελ. 104) 16
Επομένως κρατάμε ότι η εθνογένεση των Βουλγάρων έγινε στη βόρεια Βουλγαρία-Μοισία και έχουμε την πρώτη Βουλγαρική Ηγεμονία-Χανάτο. Αλλά και στον Douglas Dakin διαβάζουμε: «Μέχρι το 1019 οι Βούλγαροι είχαν αναμειχτεί με τα σλαβικά φύλα και το όνομα «Βούλγαρος» σήμαινε πια όλον τον σλαβόφωνο πληθυσμό, ενώ ο παλιός όρος «Σκλαβηνοί» είχε περιπέσει σε αχρησία . Ακόμη και ελληνόφωνοι από τις περιοχές στις οποίες είχαν εγκατασταθεί οι Σλάβοι αποκαλούνταν Βούλγαροι . Η λέξη Βουλγαρία υποδήλωνε μια βυζαντινή επαρχία μέχρι το 1185. Στη διάρκεια αυτών των 166 ετών η επαρχία αυτή, χάρη στην παρουσία Ελλήνων στρατιωτών, εμπόρων, τεχνιτών και Βυζαντινών αξιωματούχων, εξελληνίστηκε. Οι Έλληνες όχι μόνο κυριαρχούσαν στις πόλεις αλλά και στην ύπαιθρο, καθώς οι Σλάβοι έποικοι δεν είχαν ποτέ εκτοπίσει εξ ολοκλήρου τους αρχικούς πληθυσμούς.» (Douglas Dakin, «The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913», σελ.15 και 16) Ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων έγινε το 864 μ.Χ. Η κυριλλική γραφή εφευρέθηκε το 890 περίπου οπότε άρχισαν να μεταφράζονται στα σλαβικά η Αγία Γραφή και οι βυζαντινοί ψαλμοί. Στο διάστημα αυτό των τριάντα χρόνων περίπου η γλώσσα της εκκλησίας ήταν η ελληνική. Η αντικατάσταση της ελληνικής από την κυριλλική γραφή βρήκε την έντονη αλλά μάταια αντίδραση της Κωνσταντινούπολης.
Η Βάπτιση του Τσάρου Βορίς A΄ σε Μιχαήλ
Η παλαιοσλαβονική, με την οποία θα ασχοληθούμε παρακάτω διεξοδικά, έγινε η εκκλησιαστική γλώσσα και η επίσημη του Βουλγαρικού κράτους παράλληλα με την ελληνική η οποία εξακολουθεί να υπάρχει στην Βουλγαρία. (Joachim Herrmann, ¨Welt der Slawen. Geschichte, Gesellschaft, Kultur¨ σελ. 77) Έτσι στη Βουλγαρία πρωτοβούλγαροι και σλαβικές φυλές ενώνονται σε μια νέα οντότητα που λέγεται πλέον «Βουλγαρική» ο πολιτισμός «βουλγαρικός» και η θρησκεία «βουλγαρορθόδοξη» η δε γλώσσα «Σλαβοβουλγαρική» ή απλώς «Βουλγαρική» (προσοχή, παλαιοσλαβονική είναι η επίσημη γλώσσα και γλώσσα των εκκλησιαστικών κειμένων). Μιλάμε πλέον για το έθνος το Βουλγαρικό ή Σλαβοβουλγαρικό όπως πολλές φορές αναφέρεται για να δηλώσει την συνύπαρξη των δύο διαφορετικών φύλλων.
Γ.2. Οι διαφορές των Σλάβων των σλαβηνιών και των Σλαβοβουλγάρων. Βυζαντινές και Βουλγαρικές Μητροπόλεις. Βλέπουμε δηλαδή ότι οι Σλαβηνίες ήταν εγκαταστάσεις Σλάβων στη Ρωμανία οι οποίες ενσωματώθηκαν στο ρωμαϊκό κόσμο, ενώ στη Βουλγαρία οι επτά Σλάβικές φυλές ενσωματώθηκαν-συγχωνεύτηκαν με τους πρωτοβουλγάρους στον νέο Βουλγαρικό έθνος (‘Verschmelzung von Slawen und Protobulgaren‘, Joachim Herrmann, ¨Welt der Slawen. Geschichte, Gesellschaft, Kultur¨ σελ. 78.)
17
Δηλαδή όπως συγχωνεύτηκαν οι επτά σλαβικές φυλές με του Πρωτοβουλγάρους για την δημιουργία του νέου Σλαβοβουλγαρικού έθνους, έτσι και οι Σλάβοι των Σλαβηνιών της Θράκης και της Μακεδονίας συγχωνεύτηκαν με τους βυζαντινούς ντόπιους Ρωμαίους Μακεδόνες και Θρακιώτες στο ήδη υπάρχον Ρωμαϊκό έθνος. Δεν έχουμε δηλαδή την δημιουργία νέου σλαβικού έθνους στις Σλαβηνίες!. Οι πρώτοι Σλάβοι των σλαβηνιών αφομοιώθηκαν με τους Ρωμαίους Μακεδόνες και ονομάστηκαν Ρωμαίοι. Οι Σλαβοβούλγαροι μετά τον εκχριστιανισμό τους αποκτούν τις δικές τους Βουλγαρικές Μητροπόλεις ενώ όπως είπαμε οι πρώτοι Σλάβοι των σλαβηνιών εντάσσονται στις βυζαντινές Μητροπόλεις. Ενώ στις βυζαντινές μητροπόλεις υπάρχει μια πολιτιστική αφομοίωση (Akkulturation), δηλαδή μια ενσωμάτωση στον ελληνικό πολιτισμό, στις βουλγαρικές μητροπόλεις έχουμε την δημιουργία του νέου βουλγαρικού πολιτισμού που στηρίζεται και έχει τις ρίζες του στο σλαβικό πολιτισμό Kortschak Penkowa και στις τουρκικές καταβολές των πρωτοβουλγάρων. Επομένως έχουμε δύο διαφορετικές καταστάσεις στη Νότιο Βαλκανική: -
τους Ρωμαίους των σλαβηνιών της Θρακομακεδονίας, μετά την συγχώνευση των Σλάβων των σλαβηνιών με τους Ρωμαίους εντόπιους κατοίκους
-
και τους Σλαβοβουλγάρους της Μοισίας(πλέον Βουλγαρίας), μετά την συγχώνευση των Σεβέρων Σλάβων της Μοισίας με τους πρωτοβουλγάρους. Δεν υπάρχουν πλέον Σλάβοι, αλλά Ρωμαίοι και Βούλγαροι.
Αυτό αποδεικνύεται άλλωστε από τους βυζαντινούς ιστοριογράφους οι οποίοι καταγράφουν την ιστορία την περίοδο αυτή δηλαδή 8ο και 9ο αιώνα μ.Χ.. Έτσι μετά από έναν αιώνα αναφέρει ο Ιωάννης Σκυλίτσης (11ος αιώνα) στο έργο του «Σύνοψις Ιστοριών»: τὸ Ῥωμαίων γένος τὸ τῶν Βουλγάρων δὲ γένος , τὸ Τούρκων γένος, γένος δὲ Κελτικὸν οἱ Βάραγγοι, τὸ γένος ἐξ Ἀρμενίων Σκυθικὸν γένος, γένος τῶν Πατζινάκων Πάρθων γένος Αλλά πουθενά το γένος των Σλάβων ή Σθλάβων. Το γεγονός ότι ο Βούλγαρος Τσάρος Συμεών Α΄ (893-927) (αυτο)στέφεται ¨Βασιλεύς των Ρωμαίων και Βουλγάρων ¨ (βουλγαριστί «император на ромеите и българите») δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τα έθνη που υπήρχαν στην Μακεδονία. Ούτε έθνος Σλάβων λοιπόν, ούτε έθνος Μακεδόνων, ¨Βασιλεύς των Βουλγάρων και Ρωμαίων¨. Τρείς αιώνες αργότερα και λίγο πριν την πτώση της Ελληνικής-Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο Σέρβος Τσάρος ή Κράλης Stefan Uroš IV Dušan (1308-1355) που καταλαμβάνει τμήματα της Μακεδονίας ονομάζεται «Τσάρος των Σέρβων και Ελλήνων». Ούτε Βουλγάρων ούτε ¨Μακεδόνων¨!
18
Στέφανος ¨ελέω Θεώ¨ Τσάρος των Ελλήνων και Κράλης Σέρβων…
Οι σλαβικές φυλές των σλαβηνιών μετά από μερικά χρόνια παύουν να κρατούν τα ονόματά τους και έτσι δεν είναι γνωστό ποιοι είναι οι Δραγουβίτες, ποιοι οι Σαγουδάτοι κλπ γιατί δεν υπάρχει κάτι που να τους ξεχωρίζει. Οι σλαβηνίες μετά από μερικές γενεές και την πλήρη ενσωμάτωση στη ελληνορθόδοξη παράδοση και την ανάμειξη με τους ντόπιους Ρωμαίους έπαψαν να υπάρχουν σαν σλαβική οντότητα. Ένα ενδιαφέρον τεκμήριο επ΄ αυτού βρίσκουμε στο βιβλίο ανώνυμου συγγραφέα του 12ου αιώνα «Τιμαρίων. Ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη» (εκδόσεις Ζήτρος, σελ. 52,53). Αναφέρεται ως Ψευδο-Λουκιανικό σατιρικός διάλογος μεταξύ ενός Καππαδόκη ονόματι Τιμαρίωνα ο οποίος θέλει να επισκεφτεί τα «Δημήτρια» στη Θεσσαλονίκη και του φίλου του Κύδωνα. Εξηγεί λοιπόν ο Τιμαρίων: «Τα Δημήτρια είναι μια γιορτή, όπως τα Παναθήναια στους Αθηναίους και τα Πανιώνια στους Μιλησίους. Και γίνεται για τους Μακεδόνες το πιο μεγάλο πανηγύρι, γιατί συγκεντρώνονται σε αυτό ¨ου μόνον αυτόχθων όχλος και ιθαγενής, αλλά πάντοθεν και παντοίοις, Ελλήνων των απανταχού, Μυσών (δηλαδή Βουλγάρων) των παροικούντων γένη παντοδαπά Ίστρου (δηλ. Δούναβη) μέχρι της Σκυθικής (δηλ. Ν. Ρωσίας) Καμπανών Ιταλών, Ιβήρων (δηλ. Ισπανών), Λυσιτανών (δηλ. Πορτογάλων) και Κελτών των επέκεινα των Άλπεων». Πολλά συμπεράσματα βγαίνουν από αυτό το κείμενο, το σημαντικότερο ίσως είναι ότι από το 12ο αιώνα και μετά αρχίζει να (ξανα)χρησιμοποιείται ο όρος Έλληνας όχι μόνο για να προσδιορίσει τους αρχαίους αλλά και για τους σύγχρονούς του Ρωμιούς. Ένα άλλο είναι ότι περιγράφει την περιπέτεια κατά την διοργάνωση κυνηγιού στην κοιλάδα του Αξιού και στην περιοχή γύρω από την Θεσσαλονίκη όπου απουσιάζουν οι αναφορές σε σλαβόφωνα γένη και φυλές. «Και γίνεται για τους Μακεδόνες….Ου μόνον αυτοχθόνων …αλλά Ελλήνων απανταχού», δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την εθνική σύσταση των πέριξ της Θεσσαλονίκης και γενικότερα Αξιού, εκεί που θα περίμενε δηλαδή κανένας τους Δραγοβίτες. Φίλοι μου ας μου επιτραπεί ένα μεγάλο ιστορικό άλμα για να επιβεβαιώσω αυτή τη θέση. Το γεγονός ότι οι μεταγενέστερες γενεές των σλαβόφωνων στην Μακεδονία, όπου υπήρχαν οι σλαβηνίες, δεν γνώριζαν τα ονόματα των πρώτων σλαβικών φύλων θα το επιβεβαιώσει ο Πατριάρχης του σύγχρονου μακεδονισμού Krste Misirkov(1874-1926) ο οποίος γράφει το 1903 στις «Μακεδονικές Υποθέσεις» στη σελίδα 147 : «Έτσι το πρώτο όνομά μας ήταν Σλάβοι, ήμασταν τότε οι Σλάβοι. Αλλά τα περισσότερα γι΄ αυτό το όνομα και για το λαό μας τα γνωρίζουμε όχι από τους Ρωμαίους(σημ. δική μου, εννοεί Λατίνους) ούτε από κάποια παράδοσή μας αλλά από τους Βυζαντινούς ιστορικούς»,.
19
Δηλαδή στις αρχές του 20 αιώνα ακόμη και οι «κατασκευαστές» του «μακεδονικού έθνους» δεν γνωρίζουν τίποτε για το «έθνος τους» που να προέρχεται από κάποια παράδοση, αλλά ότι γνωρίζουν το διαβάζουν από τους «Βυζαντινούς» ιστορικούς. Συμπέρασμα: Από την αρχή της εθνογένεσης και του εκχριστιανισμού των Σλαβοβουλγάρων έχουμε μια τεράστια διαφορά στον πολιτισμό και στην παιδεία ανάμεσα στις βουλγαρικές και βυζαντινές Μητροπόλεις. Η παιδεία στις βυζαντινές μητροπόλεις ήταν ελληνική και η γραφή φυσικά η ελληνική. Αυτή την παιδεία διδάχθηκαν οι πρώτοι Σλάβοι έποικοι και στην οποία εκφράστηκαν και δημιούργησαν για τους επόμενους αιώνες. Αντίστοιχα στις σλαβοβουλγαρικές μητροπόλεις ισχύει το αντίστοιχο με την βουλγαρική ορθόδοξο παράδοση. H ρωμαϊκή-ελληνική-βυζαντινή παράδοση στηρίζεται στη αρχαία ελληνική ιστορία ενώ η σλαβοβουλγαρική στη σλαβική και στην βουλγαρική ιστορία.
Γ.3 Οι επιδρομές των Βουλγάρων στην Θρακομακεδονία. Όπως αναφέραμε η εθνογένεση των Βουλγάρων οριστικοποιείτε με τον εκχριστιανισμό τους το 864 μΧ. Είναι ένα κράμα των Πρωτοβουλγάρων με τις επτά φυλές των Σεβέρων Σλάβων της Μοισίας. Η ιστορία της Βουλγαρίας χωρίζεται, στις εξής περιόδους. 1. Πρώτη βουλγαρική ηγεμονία (681-1018), δηλ. 337 έτη 2. Η διάλυση της πρώτης ηγεμονίας μετά την ήττα στο Κλειδί το 1018 και ο πρώτος εξελληνισμός (1018-1185), δηλ. 166 έτη 3. Δεύτερη Βουλγαρική ηγεμονία (1185-1393) δηλ. 208 έτη.
Ο χάρτης δείχνει το χώρο της εθνογένεσης της Βουλγαρίας.
4. Κατάλυση της δεύτερης ηγεμονίας και υποδούλωση στους Οθωμανούς, εκκλησιαστικά υπαγωγή στο ελληνικό Πατριαρχείο, ο δεύτερος εξελληνισμός (1393-1878), δηλ. 485 έτη 5.
Τρίτη Βουλγαρική ηγεμονία (από το 1878
έως σήμερα) Δηλαδή για τον γεωγραφικό χώρο που λέγεται Μοισία (η καθαυτό Βουλγαρία): από την αρχή και δημιουργία του βουλγαρικού κράτους το 681 μ.Χ. μέχρι το 1878 που ανακηρύχθηκε αυτόνομη η σημερινή Βουλγαρία έχουμε συνολικά 548 έτη υπό βουλγαρική κατοχή και 752 υπό ελληνική, χωρίς να υπολογίζονται οι χιλιετίες πριν το 681, δηλαδή πριν την έλευση των Πρωτοβουλγάρων.
20
Ανέφερα την ιστορία του βουλγαρικού κράτους-ηγεμονίας όμως ας δούμε και την κατοχή και την κατάληψη μερών της Μακεδονίας από τους Βουλγάρους. Οι Πρωτοβούλγαροι που ήταν και η άρχουσα τάξη των Σλαβοβουλγάρων της πρώτης βουλγαρικής ηγεμονίας ως απόγονοι των τουρκόφωνων νομάδων είχαν στο αίμα τους τις κατακτήσεις και τις καταστροφές άλλων λαών. Έτσι εποφθαλμιώντας τα πλούτη της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εισβάλουν στην Θρακομακεδονία. Ο πρώτος Βούλγαρος Τσάρος που επιτέθηκε και κατέλαβε ένα μέρος της Μακεδονίας ήταν ο εκχριστιανισμένος Boris A’-Μιχαήλ (852-889), (47 χρόνια κατοχής). Έπειτα ο Συμεών Α΄ (893-927), (34 χρόνια κατοχής) και μετέπειτα ο Σαμουήλ (997-1014) (17 χρόνια κατοχής). Μετά την συντριβή των Βουλγάρων στο Κλειδί και τον θάνατο του Σαμουήλ έχουμε την διάλυση και την επικράτηση των Ρωμαίων. Οι τρεις αυτοί τσάροι για 98 χρόνια είχαν τμήματα της Μακεδονίας υπό κατοχή.
Η Βουλγαρία επί Τσάρου Βόριδος Α΄(852-889)
Σημαντικό πάντως είναι ότι δεν έχουμε μαζικές μετοικεσίες και μεταναστεύσεις
πληθυσμών αλλά μόνο κατοχή εδαφών. Ο Σαμουήλ μετέφερε την πρωτεύουσά του από τα Σκόπια στην Αχρίδα και την οποία ανακήρυξε σε πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο. Μετέτρεψε την βυζαντινή αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής προσωρινά, για λίγα χρόνια σε Βουλγαρικό Πατριαρχείο της Αχρίδας. Όπως φαίνεται στο διπλανό χάρτη στο βραχύβιο αυτό σχήμα που λέγεται ¨Πατριαρχείο της Αχρίδας¨ λείπουν οι βυζαντινές Μητροπόλεις της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης! Αξίζει όμως να δούμε τι ακριβώς είναι η Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας γιατί ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται ως σύμβολο βουλγαρικής παρουσίας στη Μακεδονία. Στην αρχή ονομαζόταν Αρχιεπισκοπή της Πρώτης Ιουστινιανής, που είχε ιδρυθεί από τον Ιουστινιανό A' τον 6ο αιώνα στην ίδια περιοχή με κέντρο τη Λυχνιδώ και, ως τόπος καταγωγής του τότε αυτοκράτορα, απολάμβανε ειδικά προνόμια. Το Βουλγαρικό Πατριαρχείο της Αχρίδας (1020)
Η Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας ιδρύθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα από το Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο, μετά τις νίκες του κατά των Βουλγάρων, για να αντικαταστήσει το βουλγαρικό πατριαρχείο που είχε ιδρύσει εκεί ο τσάρος Σαμουήλ. Μάλιστα η Αρχιεπισκοπή ήταν υπό τον έλεγχο του Αυτοκράτορα και όχι του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης δίνοντας έτσι ελληνικό στίγμα στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας.
21
Άλλη η Ρωμαϊκή Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας και άλλο το σύντομο Πατριαρχείο της Αχρίδας του Τσάρου Σαμουήλ. Γι’ αυτό και στα Ύστερα Βυζαντινά χρόνια είναι γνωστή ως Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (ή Αχριδών), A' Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας και στην εκκλησιαστική ιεραρχία ερχόταν πρώτη στην τάξη μετά τα πατριαρχεία. Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας υπαγόταν από τον 11ο αιώνα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης μέχρι το 1767, κατόπιν καταργήθηκε. Η σημερινή Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας είναι αυτοκέφαλη εκκλησία των Σκοπίων και υπάγεται στο Σερβικό πατριαρχείο. Γεγονός είναι ότι ο Βούλγαρος Τσάρος ο Σαμουήλ (997-1014) καθιστά την Αχρίδα πρωτεύουσα του κράτους του. Η Αχρίδα θα γίνει, όπως και η Πρεσλάβα και αργότερα το Βελίκο Τάρνοβο πνευματικό κέντρο της πρώτης βουλγαρικής ηγεμονίας. Η Αχρίδα ήταν δηλαδή μόνο για λίγα χρόνια επίκεντρο της βουλγαρικής διανόησης, τόσο όσο ήταν η βουλγαρική κατοχή στην Δυτική Μακεδονία. Για τους κατασκευαστές του σημερινού Σλαβομακεδονικού έθνους θεωρείται ως η κορωνίδα του ¨μακεδονικού¨ πολιτισμού. Αν είναι όμως έτσι θα πρέπει και η ΠρεΣλάβα και το Βελίκο Τάρνοβο να θεωρηθούν και αυτά ¨μακεδονικά¨ πνευματικά κέντρα. Μετά τον Σαμουήλ έχουμε κατάρρευση του βουλγαρικού κράτους και από το 1018 έως το 1185, δηλαδή για 166 έτη την κατάληψη της Βουλγαρίας από τους Βυζαντινούς και όπως αναφέρεται είναι η πρώτη περίοδος του εξελληνισμού των Βουλγάρων. Την κατάσταση αλλάζει το 1187 ο Iwan Assen Α΄ με τον αδελφό του Θεόδωρο-Πέτρο, οι οποίοι δεν ήταν καν Βούλγαροι αλλά απόγονοι Βλάχικής και Κουμανικής οικογένειας και διορισμένοι επίτροποι από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ἰσαάκιο Β’ Άγγελο στην περιοχή Lowech της Βόρειας Βουλγαρίας. Με την βοήθεια των Κουμάνων οργανώνουν εξέγερση η οποία είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση της Βόρειας Βουλγαρίας-Μοισίας στους εξεγερμένους, δηλαδή πάλι στον χώρο της εθνογένεσης τους και η οποία γίνεται η αρχή της δεύτερης βουλγαρικής ηγεμονίας. Όπως και οι προκάτοχοί τους, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία της βυζαντινής αυτοκρατορίας ξεκινούν την κατάκτηση της Θρακομακεδονίας. Έτσι ο Iwan Assen I. (1187-1196) (9 χρόνια κατοχής) ο διάδοχός του Kalojan Assen (1197-1207) (10 χρόνια κατοχής) και ο Iwan Assen II. (1216-1240) (24 χρόνια κατοχής)καταλαμβάνουν πάλι τμήματα της Μακεδονίας.
Ο τελευταίος μάλιστα κατόρθωσε για λίγα χρόνια να υποδουλώσει ολόκληρη τη Μακεδονία.
22
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η χρονική περίοδος της πρώτης βουλγαρικής κατοχής σε τμήματα της Μακεδονίας ανέρχεται σε 98 χρόνια, ακολουθεί η διάλυση της Βουλγαρίας και η βυζαντινή κυριαρχία για 166 χρόνια και έπεται η δεύτερη βουλγάρικη κατοχή της Μακεδονίας που κρατά 43 χρόνια. ΣΥΝΟΛΙΚΑ δηλαδή 142 χρόνια κράτησε η κατοχή τμήματος της Μακεδονίας από τους Βουλγάρους. Γ.4 ΟΙ Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία. Οι Βούλγαροι για πρώτη φορά εμφανίστηκαν το 1202-4 ως κατακτητές σε τμήματα της Ανατολικής Μακεδονίας και αργότερα το 1230-46, συνολικά δηλαδή έχουμε μόνο 18 χρόνια βουλγαρικής κατοχής! Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Μόσχου Η. Κούκου, «Η προσφορά Θρακών εκπαιδευτικών στα γράμματα και στο έθνος» (Αλεξανδρούπολη 1996): « …τον 13ο αιώνα, οι κάτοικοι του Μελενίκου αρνούνταν να υποταχτούν στους Βουλγάρους λέγοντάς τους: "...ημείς δε πάντες και εκ Φιλιππουπόλεως ορμώμεθα καθαροί το γένος Ρωμαίοι"
Τα όρια της πρώτης Βουλγαρικής ηγεμονίας
καθώς και οι κάτοικοι της περιοχής Μεσημβρίας που δηλώνουν: "...μη είναι δ' εύλογον Ρωμαίους υπό Βουλγάρω τελείν...", μας δίνουν να καταλάβουμε και σήμερα ότι είχαν ξεκάθαρη στη συνείδησή τους την ελληνική τους καταγωγή πράγμα που ασφαλώς είναι καρπός μιας μακρόχρονης παιδαγωγικής επίδρασης και διδασκαλίας των αγνώστων σε μας και ταπεινών δασκάλων της εποχής.» Απέναντι στα 18 χρόνια Βουλγαρικής κατοχής στην Ανατολική Θρακομακεδονία (1202-4 και 1230-46) έχουμε 4.000 χρόνια ελληνικού πολιτισμού σε ολόκληρη τη Θρακομακεδονία!
Γ.5. Οι Βογόμιλοι, οι αντιεξουσιαστές του μεσαίωνα.
Τάφος στη Νεκρόπολη των Βογομίλων στη Radimlja στην Βοσνία.
Ο σαφής και διαχρονικός διαχωρισμός των βουλγαρικών και βυζαντινών μητροπόλεων διαταράχθηκε μόνο μια φορά, τον 10ο αιώνα από μια αίρεση των οποίων οι οπαδοί στους βυζαντινούς συγγραφείς αναφέρονται ως Παυλικανοί ενώ στη σύγχρονη ιστοριογραφία ως Βογόμιλοι. Έχει ενδιαφέρον η αναφορά στους Βογομίλους γιατί κάποιοι παραποιώντας την ιστορική αλήθεια αποδίδουν στους Βογομίλους εθνική υπόσταση. Τι ήταν οι Βογόμιλοι;
23
Δανείζομαι από το βιβλίο του Bruno W. Koppensteiner, «Bosnien und die Bogomilen» τα παρακάτω: «Τον 9ο αιώνα έχουμε την ενίσχυση των βορείων συνόρων του Βυζαντίου με την μεταφορά Αρμενίων Παυλικανών μαχητών τα οποία κινδύνευαν από τους Βουλγάρους της πρώτης Βουλγαρικής δυναστείας (802-1018). Οι Παυλικανοί Αρμένιοι ανήκαν στην αίρεση των Μανιχαϊστών, επικεφαλής των οποίων ήταν Κωνσταντίνος μετέπειτα Παύλος ο Αρμένιος (688-712). Η αίρεση αυτή μεταδόθηκε στους ντόπιους κατοίκους και ήταν η μαγιά για την ίδρυση νέας αίρεσης το 10ο αιώνα η οποία υπό τον μοναχό Ιερεμία εξαπλώθηκε πρώτα στη Βουλγαρία μετά στη Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, μάλιστα υπάρχουν μνημεία. Ήταν θρησκευτική αίρεση, σήμερα θα λέγαμε αντιεξουσιαστές ή αναρχικοί. Δεν είχαν όμως εθνικό χαρακτήρα. Μετά την κατάλυση της πρώτης Βουλγαρικής δυναστείας από τους Βυζαντινούς εκδιώχθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Βοσνία.» Έχει βέβαια μεγάλο ενδιαφέρον η Κοσμοθεωρία και η πορεία των Βογομίλων και προπάντων η αναστάτωση που έφεραν στους κόλπους της Βουλγαρικής και Βυζαντινής εκκλησίας, αλλά δεν είναι επί του παρόντος. Να αναφέρω μόνο ότι οι Βογόμιλοι έδρασαν και στην περιοχή της Μακεδονίας περισσότερο δε στις περιοχές των Δραγουβιτών. Στο Χάρτη δίπλα φαίνονται γραμμοσκιασμένες οι περιοχές που εξαπλώθηκαν οι Βογόμιλοι. Πάντως ήταν μια θρησκευτική αίρεση, σήμερα θα την λέγαμε «σέκτα» που ξεκίνησε από την Βουλγαρία, εξαπλώθηκε στη Μακεδονία από κει στο Μαυροβούνιο, την Ιταλία μέχρι και την Γαλλία όπου είναι γνωστοί με το όνομα «Καθαροί», «Catharism», «Katharer». Η εξάπλωση των Βογομίλων στα Βαλκάνια
Σήμερα την παρουσία τους και το πέρασμα τους από την Μακεδονία θυμίζουν λιγοστές εκκλησίες και προπάντων ταφικά συγκροτήματα που είναι χαρακτηριστικά της αίρεσής τους. Την ύπαρξη των Βογομίλων επικαλούνται σήμερα αυτοί που θέλουν να δείξουν την ύπαρξη μη ελληνορθόδοξων μνημείων στη Μακεδονία και ως εκ τούτου την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των βυζαντινών μητροπόλεων και προπάντων την σλαβική παρουσία στη Μακεδονία. Σαφώς και υπήρχαν οι Βογόμιλοι αλλά ήταν θρησκευτική και όχι εθνική κοινότητα, η ύπαρξη τους είναι ιστορικά καταγεγραμμένη αλλά κανένα στοιχείο ούτε θρησκευτικό, ούτε πολιτιστικό άφησαν πίσω τους. Μόνο οι ξεχασμένοι τάφοι τους. Μέχρι εδώ πιστεύω ότι έγινε κατανοητό ότι πριν την υποδούλωση στους Οθωμανούς και οι βυζαντινές και η βουλγαρικές μητροπόλεις έχουν μεγάλες διαφορές όσον αφορά τον πολιτισμό και την παιδεία. Υπάρχει κάτι όμως που συνδέει τις δυο ¨αντίπαλες¨ πλευρές; Βεβαίως και υπάρχει θα έλεγε κανείς!
24
Είναι η σλαβική γλώσσα που μιλούν οι σλαβόφωνοι των βυζαντινών μητροπόλεων και οι σλαβόφωνοι των βουλγαρικών. Μάλιστα πολλοί περιηγητές μιλούν για την βουλγαρική γλώσσα στα νότια βαλκάνια και ότι όλες οι σλαβικές διάλεκτοι της Μακεδονίας είναι μέρος της βουλγαρικής γλώσσας. Είναι γνωστή αυτή η θέση και πολύ σημαντική γιατί σε αυτή την παραδοχή στηρίζεται όλη η πανσλαβική θεωρία και η Βουλγαρική Αναγέννηση όπως θα δούμε παρακάτω. Τι ενώνει και τι διαχωρίζει λοιπόν τις σλαβικές διαλέκτους της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας;
Δ. Οι Σλαβικές γλώσσες Δ.1. Η Προσλαβική γλώσσα (Proto-Slavic-Urslawisch ) και η εξέλιξή της Έχει μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε επακριβώς την εξέλιξη της ιστορίας της σλαβικής οικογένειας γλωσσών στα Βαλκάνια και τον διαχωρισμό των σλαβικών γλωσσών της νότιας βαλκανικής χερσονήσου γιατί εδώ βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση της ιστορικής αλήθειας, γιατί η εσφαλμένη ονοματοδοσία οδήγησε σε καταστροφικά λάθη. Η σλαβική γλωσσική οικογένεια. Αριστερά οι σλαβικές γλώσσες με λατινικό αλφάβητο και δεξιά με κυριλλικό.
Καταρχήν να δούμε την αρχική-μητρική μορφή της σλαβικής οικογένειας γλωσσών που ονομάζεται από την επιστημονική κοινότητα ΠροσλαβικήΠρωτοσλαβική Proto-Slavic ή γερμανιστί Urslawisch (auch: Protoslawisch). Η Πρωτοσλαβική δεν έχει γραφή! Είναι η πρώτη κοινή γλώσσα όλων των Σλάβων των Βαλκανίων (Proto-Slavic/CommonSlavic) μέχρι τον εκχριστιανισμό τους, δηλαδή μέχρι τον 9ο αιώνα μ.Χ. Το ότι είναι έτσι το διαπιστώνουμε τον 9ο αιώνα όταν στην Μοραβία (σημ. Τσεχία) ένας Σλάβος ηγεμόνας αποφάσισε να εκπολιτίσει τον λαό του και μεταξύ της λατινικής και της βυζαντινής παιδείας διάλεξε την βυζαντινή. Ο ΡαστιΣλάβ της Μοραβίας , αυτός είναι ο Σλάβος ηγεμόνος, έστειλε το 862 αίτημα στον βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ προκειμένου να σταλούν ειδικοί για να μεταφράσουν τα πιο σημαντικά χριστιανικά λειτουργικά βιβλία στα σλαβικά. «Το έθνος μας είναι βαφτισμένο αλλά δεν έχουμε δασκάλους. Δεν καταλαβαίνουμε ούτε την ελληνική ούτε τη λατινική. Δεν καταλαβαίνουμε τα γράμματα ούτε τη σημασία τους. Γι’ αυτό, στείλτε μας δασκάλους για να μας κάνουν γνωστά τα λόγια των Γραφών και το νόημά τους».
25
Βέβαια πέρα από το θρησκευτικό ζήτημα o Ραστισλάβος ζητά και τεχνογνωσία και καλλιέργεια που δείχνει την υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού έναντι τότε του δυτικού πολιτισμού. Ήταν μια επιλογή που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη του χριστιανοσλαβικού πολιτισμού και την σύνδεσή του με τον βυζαντινό πολιτισμό. Οι «δάσκαλοι» είναι οι Έλληνες Θεσσαλονικείς Κύριλλος και Μεθόδιος. Ο Παΐσιος Χιλανδαρινός στη «ΣΛΑΒΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», σελίδα 143 γράφει: «Οι Κύριλλος και Μεθόδιος έζησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Εικονομάχου. Γεννήθηκαν στη πόλη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας τους ονομαζόταν Λέων, ήταν ανώτερος αξιωματούχος, πλούσιος και ενάρετος άνθρωπος. Ο άγιος Μεθόδιος έγινε Σλάβος ή Βούλγαρος βοεβόδας και έμαθε τη σλαβική γλώσσα. Μετά από δέκα χρόνια παραιτήθηκε από το στρατιωτικό αξίωμα και αποδέχτηκε το μοναχικό σχήμα.» Επειδή πολλοί μύθοι και παραμύθια γράφονται να αναφέρω ότι οι Κύριλλος και Μεθόδιος που ήταν Θεσσαλονικείς και η μητρική τους γλώσσα ήταν η ελληνική έμαθαν την σλαβική γλώσσα από τους νεόφερτους Σλάβους έποικους και σε αυτή τη γλώσσα μιλούσαν με τον Ράστισλαβ. Υπάρχει βέβαια και η μη εξακριβωμένη πληροφορία ότι η μητέρα τους ενδέχεται να ήταν σλαβικής καταγωγής. Επομένως την γλώσσα, την προσλαβική (Proto-Slavic) που μιλούν στη Θεσσαλονίκη οι σλαβικές φυλές μιλούν και στη Μοραβία και παντού στη Βαλκανική (με μικρές διαφορές οι διάφορες τοπικές διάλεκτοι). Το πρώτο σλαβικό αλφάβητο που ανακαλύπτουν οι Κύριλλος και Μεθόδιος λέγεται γλαγολιτικό (862 μ.Χ.). Τα κείμενα που γράφουν στα γλαγολιτικά είναι εκκλησιαστικά και φυσικά τα πρώτα βιβλία που εκδίδονται είναι τα Ιερά Ευαγγέλια. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν βασίζεται στην σλαβική διάλεκτο την οποία έμαθαν και είναι αυτή που μιλούν οι Σλάβοι στην περιοχή γύρω από την Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη, δηλαδή οι Δραγουβίτες. Αυτό είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο. Οι ίδιοι οι μεταφραστές, δηλαδή Κύριλλος, Μεθόδιος και οι βοηθοί τους, ονομάζουν αυτήν την γλώσσα «slovjensk- slovĕnьskъ» (ούτε «βουλγαρική», ούτε «σερβική» ούτε «μακεδονική» κλπ). Αυτό είναι το πρώτο όνομα της γραπτής γλώσσας.
26
Στην επιστημονική κοινότητα από τα μέσα του 18ου αιώνα βαπτίζεται η γλώσσα αυτή παλαιοσλαβονική- Old Church Slavonic γερμανιστί «Altslawisch, Kirchenslawisch». Η παλαιοσλαβονική αποτυπώνεται σε δύο γραφές, την γλαγολιτική την οποία εφηύραν οι Κύριλλος και Μεθόδιος και οι βοηθοί τους το 861 και την κυριλλική η οποία κατασκευάζεται στη Πρεσλάβα, πνευματικό κέντρο της πρώτης βουλγαρικής ηγεμονίας μερικές δεκαετίες αργότερα, περί το 900 μ.Χ. από τον Κωσταντίνο της ΠρεΣλάβας. Εμφανής είναι η απεικόνιση του ελληνικού αλφαβήτου στο κυριλλικό. Η μεν γλαγολιτική γραφή κυριάρχησε στα δυτικά Βαλκάνια για αρκετούς αιώνες και για μικρό διάστημα στην Αχρίδα η οποία είχε καταστεί και αυτή πνευματικό κέντρο του βουλγαρικού πολιτισμού, η δε κυριλλική στο υπόλοιπο σλαβικό ορθόδοξο κόσμο. Ενώ η πρώτη αποτύπωση και η πρώτη μετάφραση στην παλαιοσλαβονική έγινε με κορμό την σλαβική διάλεκτο της Θεσσαλονίκης, στην πορεία και στην εξέλιξη της, όπως ειδικοί ερευνητές θεωρούν σήμερα, η παλαιοσλαβονική δεν είναι μία γλώσσα αλλά ένα τεχνητό μείγμα πολλών διαλέκτων της προσλαβικής. Δηλαδή μια λογοτεχνική «γλώσσα» η οποία όμως δεν μιλιέται και ως εκ τούτου μετά από καιρό αποσυνδέθηκε από τις ομιλούμενες σλαβικές γλώσσες. Επομένως η παλαιοσλαβονική πρέπει να θεωρηθεί ως λόγια-λογοτεχνική γλώσσα, που εκφράζει διάφορες σλαβικές γλώσσες όπως της σλαβικής της περιοχής Μακεδονίας του 9ου αιώνα, της παλαιοβουλγαρικής της Πρεσλάβας, της παλαιοσλοβενικής της Μοραβίας, της παλαιοπανονικής του Mosapurc(περιοχή Λίμνης Μπάλατον-Platensee), τα παλαιοβοημικά, τα παλαιορωσσικά, τα παλαιοκροατικά και τα παλαιοσερβικά. Όλες αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως διάλεκτοι της παλαιοσλαβονικής. Εδώ βρίσκεται φίλοι μου μια από τις μεγαλύτερες πλάνες του πανσλαβισμού όπως θα δούμε πιο κάτω, που ισχύει μέχρι και σήμερα. Οι Βούλγαροι ονομάζουν την παλαιοσλαβονική κακώς παλαιοβουλγαρική γλώσσα, αφού η παλαιοβουλγαρική ήταν ένα κομμάτι μόνο της παλαιοσλαβονικής.
Δ.2. Η Παλαιοσλαβονική και η Σλαβοβουλγαρική Όταν λέμε όμως παλαιοβουλγαρική εννοούμε εκείνες τις διαλέκτους η οποίες μιλιόταν μόνο στις βουλγαρικές μητροπόλεις και η οποία παλαιοβουλγαρική είναι ο συγκερασμός της προσλαβικής των Σεβέρων Σλάβων με την τουρκική πρωτοβουλγαρική των Πρωτοβουλγάρων. Προσοχή λοιπόν!
27
Βαπτίζοντας την παλαιοσλαβονική ως παλαιοβουλγαρική θεωρούν ότι όλες οι διάλεκτοι της Θρακομακεδονίας και της Βουλγαρίας προέρχονται από αυτήν. Η εσφαλμένη αυτή υπόθεση συνεπάγεται λάθος συμπεράσματα και αποτελέσματα. Η παλαιοβουλγαρική εξελίχθηκε συν το χρόνο στην σλαβοβουλγαρική γλώσσα.
Σλαβικές διάλεκτοι νοτίων Βαλκανίων
Στην νότια σήμερα Βαλκανική είναι καταγεγραμμένες 55 διαφορετικές σλαβικές διάλεκτοι. Οι Βούλγαροι ισχυρίζονται αν δείτε τον αντίστοιχο σύνδεσμο-link (Bulgarian dialects), ότι είναι ΟΛΕΣ διάλεκτοι της Σλαβοβουλγαρικής γλώσσας. Όμως ένα είναι αναμφισβήτητο, ότι η παλαιοσλαβονική είναι συνδεδεμένη με την εκκλησιαστική παράδοση των όλων σλαβικών λαών. Η παλαιοσλαβονική και η κυριλλική γραφή είναι η γλώσσα και της σλαβοβουλγαρικής εκκλησίας και της βουλγαρικής λογοτεχνίας και παιδείας, δηλαδή είναι συνδεδεμένη με την καλλιέργεια της βουλγαρικής γλώσσας, επομένως αφορούν μόνο στην επικράτεια των βουλγαρικών μητροπόλεων. Στις βυζαντινές μητροπόλεις δεν είχαμε ποτέ παλαισλαβονική γλώσσα, με εξαίρεση την περίοδο των βουλγαρικών κατοχών για τις οποίες αναφέρθηκα παραπάνω.
Δ.3 Η Ελλληνοσλαβική γλώσσα Δ.3.1. Η εμφάνιση της ελληνοσλαβικής. Γεννιέται έτσι το ερώτημα ποια γλώσσα και ποιες ήταν οι σλαβικές διάλεκτοι των σλαβόφωνων των βυζαντινών μητροπόλεων. Στην Μακεδονία έχουμε για όλους τους ορθοδόξους, ελληνόφωνους και σλαβόφωνους ελληνορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση, ελληνική παιδεία, ελληνική γλώσσα και γραφή. Οι Μακεδόνες χριστιανοί Ρωμαίοι πριν τον 7ο αιώνα μΧ μιλούσαν μόνο την ’κοινή’ ελληνική. Ελληνοσλαβική σε Ευαγγέλιο του 1863 στη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης
Τα αρχαία ελληνικά μακεδονικά τα μιλούσαν οι Μακεδόνες χίλια χρόνια πριν και αυτά εξελίχθηκαν στην χιλιετή πορεία στη κοινή ελληνική .
Το ίδιο ισχύει και για την Θράκη. Και οι αρχαίοι Αθηναίοι μιλούσαν στην αρχαιότητα την αττική διάλεκτο αλλά τον 7ο μΧ αιώνα και οι Αθηναίοι την κοινή ελληνική μιλούσαν, όπως όλος ο οικουμενικός ελληνισμός και στη συνέχεια όλη η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
28
Η γλώσσα και ο πολιτισμός συμβαδίζουν και εξελίσσονται, ειδικά με την εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού και τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό. Στις περιοχές που υπάρχουν τα αμφίμικτα χωριά των σλαβηνιών και κωμοπόλεις αναπτύσσεται μια νέα γλώσσα η ελληνοσλαβική από την συμβίωση του σλαβικού με το ρωμαϊκό στοιχείο. Έτσι η γλώσσα των πρώτων Σλάβων, δηλαδή η προσλαβική (Proto-Slavic) όπως ανέφερα, εμπλουτίζεται μετά τον εκχριστιανισμό με τη ελληνική κοινή γλώσσα και μιλιέται και από τους Σλάβους έποικους ΚΑΙ τους ντόπιους Ρωμαίους! Η αντίληψη και η υπόθεση ότι η νέα γλώσσα μιλιέται μόνο από τους Σλάβους θεωρώ ότι είναι εκτός πραγματικότητας και οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα. Στο κομμάτι που αναφερθήκαμε στον εποικισμό των Σλάβων των σλαβηνιών είδαμε ότι υπήρχε ανάμειξη των σλαβικών φύλων με τους ντόπιος Μακεδονικούς πληθυσμούς αλλά και από μεταγενέστερους των Σλάβων εποίκων των Ρωμαίων Σερμησιανών στις σλαβηνίες. Αποτέλεσμα αυτού του συγκερασμού ήταν η δημιουργία αμφίμικτων περιοχών. Οι κάτοικοι των δίγλωσσων ή αμφίμικτων περιοχών ήταν Ρωμαίοι πολίτες, δηλαδή ομόεθνοι και ομόθρησκοι με τους ελληνόφωνους Ρωμιούς της ίδιας εκκλησιαστικής κοινότητας. Ο σλαβικός πολιτισμός τύπου Kortschak και Penkowka δεν υπάρχει πλέον και το σημαντικότερο είναι ότι δεν εξελίσσεται ο πρωτόγονος αυτός πολιτισμός αλλά αντικαθίσταται από το ανώτερο πολιτισμό της εποχής εκείνης, τον ελληνικό, το είδαμε παραπάνω αυτό. Βλέπουμε δηλαδή ότι η κοινωνική δομή των πρώτων Σλάβων με τον εκχριστιανισμό τους αλλάζει όπως και ότι η σλαβική πολιτιστική τους ταυτότητα σβήνει. Η αποσλαβοποίηση και η ομοιογενειοποίηση των νέων δημιουργούν νέα δεδομένα. Οι Σλάβοι των σλαβηνιών ασπαζόμενοι τον χριστιανισμό υιοθετούν εκ των πραγμάτων την ελληνορθόδοξο πολιτισμό. Ας δούμε την καθημερινότητα των Σλάβων μέσα σε μια θρησκευτική ενότητα, όπως είναι η βυζαντινή μητρόπολη και στην οποία έχουν ενσωματωθεί μαζί με τους ελληνόφωνους Ρωμαίους. Ανήκουν σε μια οργανική θρησκευτική ομάδα όπου τα πάντα από την γέννηση μέχρι τον θάνατο αλλά και μετά τον θάνατο όλο γυρίζουν γύρω από την πίστη στην νέα θρησκεία και η αλληλοεπίδραση με τους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς είναι πολύ μεγάλη. Έτσι η στενή επαφή με τους ντόπιους Μακεδόνες επιφέρει και μια γλωσσική αναπροσαρμογή και των δύο ομάδων. Και οι δύο μιλούν μια κοινή απλή γλώσσα στην οποία συνυπάρχουν και τα πρωτοσλαβικά και τα ελληνικά. Γι’ αυτό θεωρώ ότι ο ορισμός της γλώσσας ως «ελληνοσλαβική» αποδίδει το πραγματικό όνομα της γλώσσας περισσότερο από την ονομασία «ντόπια» ή «εντόπικα», γιατί το «ντόπιος-α-ο» είναι επίθετο και προσδιορίζει κάτι (δηλ. λέμε «ντόπια ντομάτα»…).
29
ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΜΩΣ! Υπάρχουν περιοχές της Μακεδονίας που δεν έχουν εποικίσει οι Σλάβοι και εξακολουθείται να μιλιέται η ελληνική γλώσσα ΑΝΕΛΙΠΠΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ μέχρι και σήμερα! Ο διπλανός χάρτης του Ami Boué (1847) αποτυπώνει τις περιοχές της Μακεδονίας που μιλιέται η ελληνοσλαβική, το βαθύ πράσινο και η ελληνική το ανοικτό πράσινο. Ο χάρτης βέβαια αλλιώς ερμηνεύει την ύπαρξη της ελληνοσλαβικής στη Μακεδονία, αλλά παρακάτω θα αναλύσω διεξοδικά το πρόβλημα. Σημασία έχει ότι περιγράφει το κομμάτι όπου μιλιέται η ελληνική γλώσσα. Και όταν λέμε ελληνική γλώσσα εννοούμε την κοινή ελληνική του 5ου μ.Χ. αιώνα και όχι την αρχαία μακεδονική γλώσσα.
Αν υπήρχε η αρχαία μακεδονική τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι θα μιλιόταν μόνο από τους Ρωμαίους Μακεδόνες (το ανοικτό πράσινο στον χάρτη)! Γιατί προτού την εγκατάσταση των Σλάβων στις σλαβηνίες (το βαθύ πράσινο) ΜΟΝΟ οι Ρωμαίοι ελληνόφωνοι Μακεδόνες μιλούσαν ελληνικά, αφού οι έποικοι μιλούσαν τα προσλαβικά! Και είναι δυνατόν να έχουν τα προσλαβικά σχέση με τα αρχαία μακεδονικά ελληνικά; ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Σε γενικές γραμμές μπορούμε να θέσουμε τα όρια της σλαβοβουλγαρικής και της ελληνοσλαβικής εκεί που βρίσκονται τα όρια των αντίστοιχων βουλγαρικών και βυζαντινών μητροπόλεων. Για τις Βουλγαρικές μητροπόλεις: τα προσλαβικά των Σεβέρων Σλάβων της Μοισίας συγχωνεύεται με τα πρωτοβουλγαρικά των Πρωτοβουλάρων που ανήκουν στην τουρκική γλωσσική οικογένεια και γεννιέται η σλαβοβουλγαρική γλώσσα της οποίας η γραφή της είναι κυριλλική και η λόγια γλώσσα είναι η παλαιοσλαβονική, Για τις βυζαντινές μητροπόλεις: τα προσλαβικά των Σλάβων των σλαβηνιών τα οποία συγχωνεύεται με τα ελληνικά και προκύπτει η ελληνοσλαβική γλώσσα η οποία έχει μεν ελληνική γραφή και λόγια γλώσσα τα ελληνικά. Η απουσία γραπτού λόγου της ελληνοσλαβικής επιβεβαιώνει την θέση ότι οι σλαβόφωνοι των πρώτων γενεών χρησιμοποιούν την ελληνική γραφή και την ελληνική ως λόγια γλώσσα.
30
Ένας χάρτης που περιγράφει κατά την γνώμη μου καλύτερα αυτά τα όρια είναι αυτός που παραθέτω δίπλα και απεικονίζει την συνθήκη του 1307 μεταξύ των Βουλγάρων και Ρωμαίων μετά την ήττα των τελευταίων στη μάχη της Σκαφίδας το 1304 στον Πόρο, σημερινό Μπουργάς. Αντικατοπτρίζει για μένα την πραγματική κατάσταση μεταξύ ελληνορθοδόξων Μητροπόλεων και αντίστοιχων βουλγαρικών. Αν δει κανείς το χάρτη τον επανακτημένων βουλγαρικών μητροπόλεων της Εξαρχίας του 1870 θα έλεγα ότι συμπίπτει με τα όρια αυτά. Αυτό ο διαχωρισμός ισχύει μέχρι της υποδούλωσης και των δύο από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Δ.3.2. Η ελληνοσλαβική στην Τουρκοκρατία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το Μακεδονικό Λεξικό του 16ου αιώνα μ.Χ. του Ciro Gianneli: Un Lexique Macedonien Du XVI Siecle (παραθέτω φωτογραφίες από το εξώφυλλο και τις πρώτες σελίδες. Στο βιβλίο μεταφράζεται «Ένα Μακεδονικό Λεξικό του 16ου αιώνα» και αναφέρει ότι είναι από την περιοχή και την διάλεκτο της Καστοριάς, συγκεκριμένα από το Βογατσικό (πατρίδα του Ίωνος Δραγούμη). Ορισμένοι αναφέρονται στο βιβλίο αυτό θέλοντας να δείξουν ότι υπήρχε «μακεδονική γλώσσα» και αυτό ήταν ένα λεξικό της. Όμως ο τίτλος είναι «μακεδονικό λεξικό» και όχι «λεξικό της μακεδονικής γλώσσας». Επίσης αναφέρει λέξεις και εκφράσεις (μόνο) από την περιοχή Καστοριάς. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι είναι γραμμένο με ελληνικούς χαρακτήρες και η προφορά με λατινικούς. Φανερό είναι ότι η ελληνοσλαβική γραφόταν με ελληνικούς χαρακτήρες την εποχή εκείνη(16ος αιώνας μ.Χ).
31
Γιατί όχι στα κυριλλικά; Απλά, κανείς στη Θρακομακεδονία στις βυζαντινές μητροπόλεις δεν διδάχθηκε ποτέ την κυριλλική γραφή, ως εκ τούτου η κυριλλική ήταν παντελώς άγνωστη στη Μακεδονία, με εξαίρεση των λίγων χρόνων βουλγαρικής κατοχής Άλλα γραπτά μνημεία στην ελληνοσλαβική την περίοδο της Τουρκοκρατίας , εκτός του Λεξικού έχουμε περί τα μέσα του 19ου αιώνα στις βυζαντινές μητροπόλεις της κεντρικής Μακεδονίας και είναι τα Ευαγγέλια του Κονίκοβο της Μητροπόλεως Βοδενών του 1852, το οποίο είναι γραμμένο στην ελληνοσλαβική και φυσικά με ελληνικούς χαρακτήρες. και το Ευαγγέλιο της Κουλακιάς (Χαλάστρας) της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης του 1863. Το Ευαγγέλιο του Κορνίκοβο γραμμένο το 1852 στην ελληνοσλαβική με ελληνική γραφή.
Αντίθετα για την περίοδο της Τουρκοκρατίας στις βουλγαρικές παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις έχουμε την εκτύπωση των «Δαμασκηναρίων» το 16ο και 17ο αιώνα στη κυριλλική γραφή όπως και το «Κυριακοδρόμιο» του Sofroni Vratsa που γράφτηκε το 1807. Και τα δύο είναι γραμμένα σε διαλέκτους της σλαβοβουλγαρικής γλώσσας της εποχής που γράφτηκαν και όχι της παλαιοσλαβονικής η οποία εξέπνευσε στις βουλγαρικές μητροπόλεις. Επίσης μπορώ να αναφέρω πολλά παραδείγματα εκδόσεων στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις βιβλίων που είναι τυπωμένες στη κυριλλική.
Το ¨Κυριακοδρόμιο¨ του Sofroni Vratsa γραμμένο το 1807 στην σλαβοβουλγαρική με κυριλλική γραφή.
Θα αρκεστούμε μόνο σε μια, της πρώτης γραμματικής του Neofit Rilski (1793-1881) της σλαβοβουλγαρικής γλώσσας που είναι του 1835.
Βλέπουμε λοιπόν δύο σημαντικά πράγματα τα οποία θα μας ακολουθήσουν στην πορεία μας. Πρώτον ότι υφίσταται γλωσσικός διαχωρισμός στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας μεταξύ βυζαντινών μητροπόλεων με την ελληνοσλαβική και των παλιών βουλγαρικών με τη σλαβοβουλγαρική. Δεύτερον και σημαντικότερο ότι δεν υπάρχει απαγόρευση από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης της παλαιοσλαβονικής γλώσσας, όπως ισχυρίζονται ακόμη και σήμερα οι πανσλαβιστές και οι Βούλγαροι. Και όχι μόνο δεν υπάρχει απαγόρευση αλλά συντηρεί και γύρω στα 200 εκκλησιαστικά σχολεία στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις στα οποία διδάσκονται και τη παλαιοσλαβονική γλώσσα. Στην νεότερη ιστορία η διδασκαλία της κυριλλικής γραφής και της «βουλγαρικής» γλώσσας στη μεν Δυτική Μακεδονία θα γίνει για πρώτη φορά στην Αχρίδα το 1861, Angel Grupchev, στη δε Ανατολική Μακεδονία από τον Georgi Ivanov Zimbilev στο Gorno Brodi (Άνω Βροντού, Σέρρες) το 1868. Αλλά το θέμα θα μας απασχολήσει παρακάτω όπου θα αναφερθώ λεπτομερώς.
32
Ο πρώτος που ασχολήθηκε με την ελληνοσλαβική ήταν ο μεγάλος ερευνητής Κωνσταντίνος Τσίουλκας το 1907, Μακεδόνας και βαθύς γνώστης της ντόπιας γλώσσας ο οποίος προσπάθησε να αποδείξει ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των λέξεων και ρημάτων της ελληνοσλαβικής διαλέκτου της Καστοριάς είχε αρχαιοελληνικές ρίζες στην πραγματεία του (Κωνσταντίνος Τσιούλκας).
« Ο Κωνσταντίνος Τσίουλκας το 1907 εξέδωσε στην Αθήνα το 350 σελίδων πόνημά του «Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαυοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την ελληνικήν», για να πολεμήσει τη βουλγαρική και πανσλαβιστική προπαγάνδα στην περιοχή της Μακεδονίας. O Τσιούλκας, που ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε καμία σλαβική γλώσσα, προσπάθησε να αποδείξει ότι η γλώσσα των Σλαβοφώνων της Μακεδονίας δεν ήταν βουλγαρική, αλλά αρχαιοελληνική διάλεκτος! Για να αποδείξει ότι η γλώσσα των Σλαβόφωνων βρισκόταν εγγύτερα στα αρχαία ελληνικά απ' ό,τι τα νέα ελληνικά, παρέθεσε κατάλογο περισσότερων από 4.000 ομηρικών λέξεων και συνέκρινε πόσες εξ αυτών επιβιώνουν στη λαϊκή, δηλαδή τη δημοτική, (650) και πόσες στη "σλαβοφανή" Μακεδονική (1260). Το συμπέρασμα, για τον Τσιούλκα, ήταν ότι η "σλαβοφανής" Μακεδονική ήταν Μακεδονική και αδερφή της ελληνικής" και ο "Μακεδονικός λαός" αυτόχθων και καταγόμενος από τους αρχαίους Μακεδόνες.» Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι ο Τσιούλκας ήταν μια μεγάλη μορφή και σπουδαίος ερευνητής της σύγχρονης ελληνοσλαβικής γλώσσας.
Δ.3.3. Η ελληνοσλαβική σήμερα Για να καταλάβει κάποιος που δεν έχει άκουσμα από την ελληνοσλαβική σκέφτηκα να εξηγήσω πως έγινε ο συγκερασμός της προσλαβικής Proto-Slavic με την ελληνική με ένα παράδειγμα από την σημερινή ελληνοσλαβική ή όπως συνήθως λέγεται (ε)ντόπια. Παράδειγμα: «θέλω να πάρω το λεωφορείο από την στάση και να πάω στο γραφείο του δικηγόρου για μια φορολογική υπόθεση μου»; Στη διάλεκτο της Δράμας ακούγεται ως εξής: «Σέταμ να ζέμαμ λεοφορείοτου ουτ στασητου ι να ίνταμ να γραφίεοτου ουτ δικογόροτου ζα ενο φορολογικότου υπόθεση» Σε διάλεκτο της κεντρικής Μακεδονίας: »Σάκαμ ντα α ζιέβαμ αυτοκίνα τα ουτ τσικαλίστε ή ντα όνταμ να ντικηγκόρ ζα ήντνα μόια ραμπότα..». Σε διάλεκτο της δυτικής Μακεδονίας: «Σάκαμ ντα ουζέβαμ λεωφορείοτο ουτ στάση ντα όνταμ να γραφείοτο να δικηγόροτο ζα αντνά φορολογική υπόθεση» Δηλαδή στα προσλαβικά που είναι η κοινή βάση όλων των σλαβικών γλώσσων προστίθενται οι γλωσσικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής.
33
Με το παράδειγμα αυτό να επισημάνω ότι η πτωχή προσλαβική δεν είχε στο αρχικό της λεξιλόγιο λέξεις και εκφράσεις που περιγράφουν πολύπλοκες και πολυσύνθετες καταστάσεις και γεγονότα και προπάντων νέα αντικείμενα με αποτέλεσμα να τα δανείζεται από την ελληνική. Όπως τότε έτσι και σήμερα. Αν ρωτήσετε σήμερα σλαβόφωνους Μακεδόνες θα διαπιστώσετε ότι οι περισσότερες λέξεις είναι σλαβοποιημένες ελληνικές. Δηλαδή ο Δήμαρχος γίνεται «δήμαρχοτου» ο Πρόεδρος «πρόεδροτου» αλλά και πολλά ελληνικά ρήματα και εκφράσεις που προέκυψαν στο διάβα των αιώνων με τη μια κατάληξη σλαβοποιούνται κλπ. Μια ανάρτηση όπως αυτήν που διαβάζετε φίλοι μου τώρα ή μια διάλεξη ή επιστημονική πραγματεία, στην ντόπια γλώσσα, την ελληνοσλαβική θα ήταν αδύνατη χωρίς την χρησιμοποίηση της ελληνικής γλώσσας. Είναι μια αδυναμία την οποία γνωρίζουν όλοι. Ως επαλήθευση αυτών αναφέρω ότι όλα τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα που χρησιμοποιούν οι φιλοσκοπιανοί και φιλοβούλγαροι εντός Ελλάδας στις αναρτήσεις τους στο διαδίκτυο και στις εφημερίδες που εκδίδουν ενώ προπαγανδίσουν την «μητρική μακεδονική γλώσσα» χρησιμοποιούν μόνο την ελληνική γλώσσα και την ελληνική γραφή. Είναι τόσο φυσιολογικό που δεν προξενεί καμία έκπληξη! Από την άλλη αφού μιλούν για «μακεδονική γλώσσα» γιατί δεν γράφουν σε αυτή τη γλώσσα αλλά γράφουν μόνο στα ελληνικά και μάλιστα όταν θέλουν να αποτυπώσουν γραπτά μακεδονικά τραγούδια τα γράφουν με ελληνικούς ή λατινούς χαρακτήρες; Πιο απλά, για απλές καθημερινές συζητήσεις αρκεί η ελληνοσλαβική αλλά αν θέλει κάποιος να ανακοινώσει κάτι η να γράψει θα χρησιμοποιήσει την ελληνική. Αυτό γινόταν τον 7ο μ.Χ αιώνα, αυτό γίνεται και σήμερα. Η λόγια γλώσσα της ελληνοσλαβικής είναι η ελληνική! Νομίζω δεν χρειάζεται να επεκταθώ παραπάνω, απλώς να συμπληρώσω ότι στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας η ελληνοσλαβική υιοθέτησε και τούρκικες λέξεις. Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση και θα αναφέρω την ιστορία του μακεδονικού χωριού μου Πλεύνα-Πετρούσα το οποίο ιδρύθηκε μεν στις αρχές του 19ου αιώνα αλλά θεωρώ ότι η ιστορία του δεν διαφέρει και πολύ από αυτό που γινόταν τους προηγούμενους αιώνες στη Μακεδονία με τα αμφίμικτα χωριά και την χρήση της ελληνοσλαβικής. Η Πετρούσα ήταν ένα αμφίμικτο χωριό. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν σλαβόφωνοι όπως τα όμορα χωρία Πύργοι-Μπουμπλίτσι και Ξηροπόταμος-Βισοτσάνη. Στην συνέχεια εμπλουτίστηκε με οικογένειες από μέρη της Θρακομακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας. Γνωρίζουμε επακριβώς ποιες οικογένειες, από πού ήρθαν και πότε κατοίκησαν στη Πλεύνα. Οι νέοι κάτοικοι που προστέθηκαν από Ήπειρο, συγκεκριμένα από την Σέπερη της Επαρχίας Δρυινούπολης Ηπείρου, από την Γαλάτιστα Χαλκιδικής και από την Τρίκαλα Θεσσαλίας ήταν ελληνόφωνοι. Μέσα σε λίγα χρόνια έμαθαν οι νέοι έποικοι την ελληνοσλαβική με αποτέλεσμα το χωριό στη ουσία να είναι δίγλωσσο, αλλά προς τους έξω να φαίνεται σλαβόφωνο.
34
Ο γνωστός Βούλγαρος εθνολόγος Vasil Kanchov (1862-1902) όταν κατέγραψε το πληθυσμό του χωριού στις αρχές του 20ου αιώνα, το βρήκε όλο «βουλγαρικό» δηλαδή σλαβόφωνο, όπως φαίνεται δίπλα στη εικόνα που παραθέτω (επεξ. από μένα), από το Βιβλίο του «Μακεδονία. Εθνογραφία και Στατιστικά» εκδ. 1900, Σόφια. Η στατιστική Kanchov για την περιοχή Πλεύνας το 1900
Δηλαδή το σλαβόφωνο ιδίωμα, η ελληνοσλαβική, όπως έχω τονίσει αρκετές φορές χαρακτηρίστηκε, λόγω της προσλαβικής της καταγωγής από τους πανσλαβιστές κακώς ως βουλγαρική με αποτέλεσμα ό ομιλών την ελληνοσλαβική
να βαπτίζεται ως Βούλγαρος. Έτσι βλέποντας τον πίνακα του Vasil Kanchov να βγαίνει το συμπέρασμα ότι στη Πλεύνα ζούσαν στις αρχές του 20ου αιώνα 2.140 Βούλγαροι και 12 Τσιγγάνοι και στη Προσοτσάνη 1.600 Βούλγαροι, 800 Τούρκοι, 480 Βλάχοι και 50 Τσιγγάνοι. Δηλαδή και στα δύο χωριά ούτε ένας Έλληνας! Αυτό θεωρώ ότι είναι ο ορισμός της πλαστογράφησης της ιστορίας. Όταν γνωρίζουμε επακριβώς και για τις δύο κωμοπόλεις την ακριβή σύνθεση του πληθυσμού και την προσφορά στον Μακεδονικό Αγώνα μετά από λίγα μόνο χρόνια μετά την καταγραφή. Στην Πλεύνα πάντως μετά από λίγα χρόνια και ειδικά μετά την Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν πολλοί πρόσφυγες (έχω αναλυτική κατάσταση όλων των προσφύγων ) από Ανατολική Ρωμυλία, Μικρά Ασία και Πόντο. Όλοι τους μετά την εγκατάστασή τους στην Πλεύνα έμαθαν και μιλούσαν και μιλούν το ελληνοσλαβικό ιδίωμα της Πλεύνας!. Δηλαδή έγιναν Σλάβοι-Βούλγαροι κατά τον Kanchov επειδή «αναγκάστηκαν» να μάθουν το τοπικό σλαβικό ιδίωμα; Το ότι η ελληνοσλαβική ανήκει στη σλαβική γλωσσική οικογένεια δεν αμφισβητείται από κανέναν σήμερα, όμως αυτό που είναι άνευ αμφισβήτησης είναι ότι πρώτον η γλώσσα αυτή είχε πάντοτε ελληνική γραφή και δεύτερον ότι ο αυτός που μιλά την ελληνοσλαβική δεν είναι Σλάβος. Η σημερινή «σλαβομακεδονική» ή «μακεδονική» γλώσσα των Σκοπίων όπως θα δούμε παρακάτω είναι η εκβουλγαρισμένη το 1862 ελληνοσλαβική της περιοχής της Αχρίδας και Μοναστηρίου.
Δ.4 Η ελληνοσλαβική, η σλαβοβουλγαρική και τα «βουλγαρικά» κατά την ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ. Τέλη του 15ου αιώνα έχουμε την διάλυση του Ρωμαϊκού και Βουλγαρικού κράτους και την υποδούλωση στους μουσουλμάνους Οθωμανούς Τούρκους. Ο Σουλτάνος δεν γνωρίζει εθνότητες, κατά το αραβικό πρότυπο, αλλά θρησκευτικές κοινότητες, milliet.
35
Πέντε ήταν τα milliet: i) το μουσουλμανικό (Τούρκοι, Αλβανοί, Άραβες, κλπ), ii)το Ρωμαϊκό -Rum milliet (όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί), iii)το Αρμενικό και iv)το Ρωμαιοκαθολικό και v) το Εβραικό. Δηλαδή έχουμε 3 χριστιανικά milliet! Η κατανομή των πέντε milliet στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Εδώ φίλοι μου να σταθούμε για λίγο.
Ο διαχωρισμός αυτός θεωρείται από ορισμένους ως πράξη ανεξιθρησκείας των κατακτητών Οθωμανών Τούρκων.
Δεν ήταν όμως, γιατί στους επόμενους αιώνες θα ακολουθήσουν σκοτεινοί χρόνοι καταπίεσης, δίωξης των χριστιανικών πληθυσμών, βίαιοι εξισλαμισμοί και αυτό το μαρτυρούν οι αναρίθμητοι Ρωμιοί Νεομάρτυρες που προτίμησαν τα φρικτά μαρτύρια και το θάνατο από τον εκμουσουλμανισμό (δείτε ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ). Η ένταξη των Σλαβοβουλγάρων των βουλγαρικών μητροπόλεων στο Rum milliet δηλαδή στους Έλληνες Χριστιανούς σηματοδοτεί σημαντικές εξελίξεις στο θέμα της θρησκείας της εκπαίδευσης και της γλώσσας. Δηλαδή επανέρχεται ο εξελληνισμός των βουλγαρικών μητροπόλεων μετά από 300 χρόνια (1018-1185 ο πρώτος εξελληνισμός της Βουλγαρίας). Οι Οθωμανοί ονομάζουν όλη την περιοχή Μακεδονίας και Βουλγαρίας Rumeli που σημαίνει χώρα των Rum δηλαδή των Ρωμιών. Ούτε Σλάβων, ούτε Βουλγάρων, ούτε Μακεδόνων. Η χώρα των Ρωμιών λοιπόν για τις οθωμανικές αρχές και δεν ξεχωρίζουν εξελληνισμένους Βουλγάρους και Έλληνες αλλά όλοι θεωρούνται Ρωμιοί. Να πούμε καταρχήν ότι ο όρος «Μακεδονία» ήταν άγνωστος στην οθωμανική διοίκηση μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Η αρχική ονομασία ήταν Rumeli Beylerbeyliği και συμπεριλάμβανε όλες τις βυζαντινές μητροπόλεις της Μακεδονίας και τις παλιές βουλγαρικές. Συγκεκριμένα αποτελούνταν από 19 Σαντζάκια: Σόφια, Βίντιν, Κιουστεντίλ, Μπλαγκόεγραντ, Φιλιππούπολη Θεσσαλονίκη, Τρίκαλα, Ιωάννινα, Η Ρούμελη κατά την διάρκεια της Σκόδρα, Αυλώνα, Ελμπασάν, Πέκ (στη σημερινή Τουρκοκρατίας Γιουγκοσλαβία) στην Αχρίδα, Δελβίνου, Σκόπια, Κρούσεβο, Πρίζρεν, Στιπ και η Βουλτσέτριν.
36
Μόλις το 1864 διαιρέθηκε στα τρία βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσόβου, όπως φαίνεται στη διπλανή εικόνα. Η υπαγωγή των βουλγαρικών μητροπόλεων στο ελληνικό Πατριαρχείο και ο εξελληνισμός τους δεν έγινε με εχθρική κατάληψη των μητροπόλεων, αλλά στο πνεύμα των milliet κάθε θρησκευτική ομάδα και ουσιαστικά κάθε υπόδουλος μπορούσε να διαλέξει το milliet που ήθελε. Μην ξεχνάμε ότι το ελληνικό Πατριαρχείο και οι χριστιανοί είναι υπόδουλοι των Οθωμανών! Προφανώς αυτοί που δεν ήθελαν τον ορθόδοξο χριστιανισμό και το θεωρούσαν εχθρό των παραδόσεων τους, όπως οι «εθνικοί» ή οπαδοί της «πατρώας θρησκείας» Έλληνες φυσικά και δεν ανήκαν στο Rum milliet και δεν είναι Ρωμιοί. Πολλοί είναι εκείνοι που εκμουσουλμανίστηκαν οικειοθελώς.
Τα Βιλαέτια της Μακεδονίας κατά την Τουρκοκρατία.
Το Rum milliet είναι η κοινότητα των ελληνορθόδοξων Ρωμιών η οποία θα διαφυλάξει και θα συνεχίσει την ελληνική παράδοση των αρχαίων και βυζαντινών χρόνων.
Η ορθοδοξία και μόνο αυτή είναι ο θεματοφύλακας του ελληνικού πολιτισμού. Αυτό κρατήστε το γιατί θα μας χρειαστεί στην επανάσταση των Ρωμιών του 1821. Δεν υπάρχει άλλο milliet στην Οθωμανική αυτοκρατορία που να συνεχίζει την ελληνική παιδεία της Ρωμαικής αυτοκρατορίας. Ο μεγάλος Φιλέλληνας, πατέρας της «ανθρωπιστικής παιδείας» στη Βαυαρία („Vater der humanistischen Bildung“), καθηγητής πανεπιστημίου της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Ειρηναίος Θείρσιος(1784-1860)(γερμ. Friedrich Thiersch), παρά την επιθετική στάση των Βαυαρών ενάντια στη ελλαδική εκκλησία θα παραδεχθεί ότι : «Ήταν οι ιερείς που κράτησαν χωρίς διακοπή ζωντανή στο έθνος τη μνήμη του παρελθόντος. Μακριά από τον σκοταδισμό, ο ελληνικός κλήρος έβαλε ως κυρίαρχο στόχο την διαρκή εκπαίδευση του λαού.» Στον Torsten Szobries στο ¨Sprachliche Aspekte des "nation-building" in Mazedonien¨ σελίδα 48, διαβάζουμε την έκπληξη του (αλλά αυτή είναι κοινή αντίληψη στους περισσοτέρους δυτικούς ιστορικούς) ότι: «Στην Δυτική Ευρώπη επικρατεί για πολλούς αιώνες η άποψη ότι στη Μακεδονία στο μεγαλύτερο μέρος κατοικείται από Τούρκους και Έλληνες (Griechen). Μόνο στα μέσα του 19ου αιώνα έφταναν πληροφορίες ότι υπάρχουν σλαβικές εγκαταστάσεις στα Βαλκάνια. Gottfried Hensel: Europa Polyglotta, "Multilingual Europe, showing the genealogy of the languages, together with the alphabets and modes of writing of all peoples."
ανατολικά Βαλκάνια.
37
Έτσι στο εθνολογικό χάρτη Europa Polyglotta του 1730 εμφανίζονται μόνο η ελληνική και η τουρκική γλώσσα στα
Ο δε Franz August O’Etzel το 1821 χαρακτηρίζει τους Έλληνες(Griechen) ως την μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα στα Βαλκάνια.» Αυτό που δεν φαίνεται να κατανοούν όλοι οι σύγχρονοι ιστορικοί και αναλυτές είναι ότι υπάρχει διαφορά στην έννοια του όρου «Έλληνα» όπως το χρησιμοποιούν αυτοί και την έννοια του Ρωμιού κατά την Τουρκοκρατία. Προπάντων ο όρος «Σλάβος» για την Μακεδονία ήταν άγνωστος για εκατονταετίες μέχρι την βίαιη και ανιστόρητη ταύτιση που δρομολόγησαν οι πανσλαβιστές το 19ο αιώνα που ονόμασαν και βάπτισαν αυθαίρετα τους σλαβόφωνους Σλάβους. Μέχρι τον 19ο αιώνα όλοι όπως έγραψα πολλές φορές ήταν όλοι Ρωμιοί, είτε ελληνόφωνοι, είτε σλαβόφωνοι, είτε βλαχόφωνοι. Για αυτούς τους ιστορικούς και αναλυτές «Έλληνας» είναι εξ ορισμού μόνον ο ομιλών την ελληνική γλώσσα. Στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων δεν συνάντησα τον όρο Ρωμιός- Romií- Romäer για την περίοδο αυτή και δεν υπάρχει ακριβής προσδιορισμός ποιος λεγόταν Ρωμιός και ποιος Έλληνας την Τουρκοκρατία. Εξαίρεση αποτελεί ο Johann Wilhelm Zinkeisen ο οποίος στο ‘Geschichte Griechenlands Vom Anfange geschichtlicher Kunde bis auf unser Tage (1832)’ δηλαδή Ιστορία της Ελλάδας από την αρχή της ιστορικής γνώσης μέχρι σήμερα (1832) αναφερόμενος στην βυζαντινή περίοδο της ελληνικής ιστορίας αναφέρει τους υπηκόους της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως Romäer δηλαδή Ρωμιός και όχι ως Έλληνες ή Βυζαντινούς. Όμως οι Ρωμιοί δεν μιλούν αναγκαστικά μόνον ελληνικά!. Το Πατριαρχείο των Ρωμιών επί Τουρκοκρατίας όπως και επί της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε διάφορες γλωσσικές κοινότητες, έτσι έχουμε Ρωμιούς ελληνόφωνους, σλαβόφωνους, βλαχόφωνους, τουρκόφωνους και αραβόφωνους πληθυσμούς. Οι ιστορικοί ερευνητές του Μακεδονικού Ζητήματος (θέλουν να) βλέπουν τον εξελληνισμό ως μια επιφανειακή διαδικασία απαλλοτρίωσης του παλιού σλαβοβουλγαρικού πολιτισμού από τον ελληνικό. Ο Χάρτης του Jovan Cvijić δείχνει την για την διαχρονική κατανομή του Ελληνικού-Βυζαντινού πολιτισμού (χρυσό χρώμα) και του ΣλαβικούΠατριαρχικού πολιτισμού. Βλέπει κανείς ότι υπάρχει μια ενιαία εικόνα στον ελλαδικό και στο βουλγαρικό χώρο.
Οι πολιτιστικές Ζώνες στα Βαλκάνια κατά Jovan Cvijić (1918)
Πολλοί έμπειροι και αναγνωρισμένοι μελετητές του Μακεδονικού ζητήματος αναφέρουν πολύ βιαστικά και με μια ανησυχητική αφέλεια ότι «κάποιοι πληθυσμοί ¨εξελληνίστηκαν¨, ιδίως στις πόλεις ενώ η ύπαιθρος ήταν ΒούλγαροιΣλάβοι». Το ερώτημα μου είναι πως το γνωρίζουν αυτό και γιατί τέτοια γενίκευση;
Προφανώς αναφέρονται στην σλαβοφωνία. Για μεν τις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σλαβόφωνοι «θα πρέπει» να ήταν Βούλγαροι. Για τις βυζαντινές μητροπόλεις όμως;
38
Εδώ τα πράγματα μπερδεύονται και δεν υπάρχει ενιαία και ξεκάθαρη εικόνα. Ας δούμε μερικά παραδείγματα. Ο όρος «εξελληνισμός» συναντάται στην διεθνή βιβλιογραφία ως , «graecisierung» κατά Jutta de Jong (‘Der nationale Kern des makedonischen Problems’. Σελίδα 26,27) ή «gräzisierung» κατά Prof.Dr.Gustav Weigand (‘Ethnographie von Makedonien’, Leipzig 1924 σελίδα 7, 8, 29, και κατά Fikret Adanir (‘Die Makedonische Frage’, σελίδα 62), και κατά Mehmet Hacisalihoglu (‘Die Jungtürken und die Makedonische Frage’, σελίδα 76,111,225,235,264,267). Έτσι ο Prof. Dr. Gustav Weigand στο ‚Ethnographie von Makedonien‘ χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο gräzisiert στην σελίδα 7 για τους αρχαίους Μακεδόνες και Θράκες για να δηλώσει ότι εξελληνίστηκαν από τους Αθηναίους και στην σελίδα 29 το ίδιο όρο για τον εξελληνισμό των Σλάβων. Περιγράφοντας τις εθνότητες της Μακεδονίας στις αρχές του 1900, αναφέρει μεταξύ άλλων: (στην πρώτη θέση οι Βούλγαροι, δεύτερη οι Τούρκοι, τρίτη οι Έλληνες, τέταρτη οι Αλβανοί, πέμπτη οι Αρουμάνοι, έκτη οι Εβραίοι, έβδομη οι Τσιγγάνοι, όγδοη οι Σέρβοι): «στην τρίτη θέση βρίσκονται οι Έλληνες με τους εξελληνισμένους (Gräzisierten Gräkomanen) Γραικομάνους». Ενώ η Jutta de Jong στο ‚Der nationale Kern des makedonischen Problems‘ στην σελίδα 26 περιγράφει σε δύο σειρές μια ανιστόρητη θέση. Ισχυρίζεται λοιπόν ότι μετά τον 6ο αιώνα μΧ. η εγκατάσταση των Σλάβων στη Μακεδονία είχε ως αποτέλεσμα τον εκσλαβισμό του ντόπιου πληθυσμού. Μόνο οι πόλεις διατήρησαν τον εξελληνισμένο χαρακτήρα τους (graecisierten Charakter), δηλαδή υιοθετεί της στρεβλές θέσεις του Fallmerayer. Δύο είναι οι θεωρίες για τους σλαβόφωνους Ρωμιούς της Μακεδονίας. Η μία τους θεωρεί Βουλγάρους η άλλη Σλαβομακεδόνες. Συνδέεται η σλαβοφωνία, αποδίδεται και μεταφράζεται ως στοιχείο εθνικής συνείδησης από ορισμένους ως βουλγαρική και από άλλους ως σλαβομακεδονική. Και οι δύο όμως απόψεις δεν λαμβάνουν υπ’ όψη πιθανόν από άγνοια και μια κατά την γνώμη μου πολυπληθέστατη ομάδα σλαβοφώνων οι οποίοι αισθάνονται την περίοδο που περιγράφουμε, δηλαδή 18ο και 19ο αιώνα Ρωμιοί και ονομάζονται και χαρακτηρίζονται αργότερα ως Γραικομάνοι. Παρακάτω θα ασχοληθούμε εκτενώς με την περίπτωση των Γραικομάνων, δηλαδή των σλαβόφωνων Ρωμιών. Πάντως η μεγάλη κοινωνική ομάδα των Γραικομάνων αγνοείται συστηματικά από τους ξένους αναλυτές και ιστορικούς της περιόδου αυτής. Θεωρούνται όλοι οι σλαβόφωνοι ως Σλάβοι. Έχει την εξήγησή του αυτό και θα το αναλύσουμε διεξοδικά. Ο γνωστός για τα φιλοβουλγαρικά του συναισθήματα Weigand προβάλλοντας τα βουλγαρικά συμφέροντα βλέπει στη Μακεδονία μόνο Βουλγάρους αναφέροντας μόνο μια φορά τους Γραικομάνους, χωρίς να αναφέρει στον αναγνώστη την πραγματική διάσταση
39
του γλωσσικού προβλήματος, δηλαδή ότι οι Γραικομάνοι είναι κατά την δική του ορολογία ¨Βούλγαροι¨ με ελληνική εθνική συνείδηση. Η δε Jutta de Jong βλέπει και αναφέρει στο βιβλίο της μόνο Σλαβομακεδόνες και πουθενά Βουλγάρους στη Μακεδονία και πουθενά αναφορά για το σημαντικότατο πρόβλημα των ¨Γραικομάνων¨. Συγκεκριμένα τα έθνη που υπάρχουν κατά την Jutta de Jong είναι: Αλβανοί, Αρμένιοι, Αρουμάνοι, Έλληνες (Griechen), Μεγλενίτες (Βλάχοι Μογλενών), Σέρβοι, ΜακεδονοΣλάβοι (Makedo-Slaven), Σπανιόλοι (εβραίοι από Ισπανία), Τούρκοι και Τσιγάννοι. Πουθενά στην Μακεδονία κατά την ίδια δεν υπάρχουν Βούλγαροι!. Στη εικόνα βλέπουμε από την σελίδα 80 του βιβλίου της την σχέση εθνικοτήτων και θρησκευμάτων στην Μακεδονία. Κατά τον Torsten Szobries στο ‘Sprachliche Aspekte des "nation-building" in Mazedonien’ στην σελίδα 47 υπάρχουν κατά σειρά Σλάβοι, Τούρκοι, Έλληνες και Αλβανοί, Τσιγγάνοι(Ρομά), Αρομάνοι, Μεγλενίτες, Τσερκέζοι, Αρμένιοι και Τάταροι. Και εδώ πουθενά Βούλγαροι!. Ενώ ο Mehmet Hacisalihoglu στο ¨Die Jungtürken und die Makedonische Frage (18901918)¨ βλέπει μόνο «Βουλγάρους της Μακεδονίας» και όχι Σλαβομακεδόνες. Αυτές είναι οι δύο αντιλήψεις, η επικρατούσα όμως κοινή θέση για όλους είναι ότι στις πόλεις υπήρχαν Έλληνες ενώ στην ύπαιθρο Σλάβοι-Βούλγαροι. Τι είναι όμως «εξελληνισμός, graecisierung»; Στόχος και σκοπός του Πατριαρχείου δεν ήταν η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας αλλά η διατήρηση και εξάπλωση της ελληνορθοδόξου πίστης και του ελληνικού πολιτισμού. Αυτό θα μας το πει πολύ εύστοχα, ο Τούρκος Ερευνητής του 19ου αιώνα, ο Tunali Hilmi στο «Mazedonien, Seine Vergangenheit, Gegenwart, Zukunft‘, Kairo 1898, σελίδα 10», αναφερόμενος στην ιστορία της Βουλγαρίας "από το σχίσμα (1054)μέχρι την παρούσα κατάσταση (το 1898 δηλαδή)": «Εδώ βρίσκονται οι ΣΤΟΧΟΙ της ανατολικής εκκλησίας (Πατριαρχείου). Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (die Gräzisierung der Welt…)»… Ενώ στην αρχαιότητα ίσχυε το Ισοκρατικό «Ἓλληνὲς εἰσι οἱ μετέχοντες τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας» αυτό στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους δηλαδή στην Τουρκοκρατία μετετράπηκε στο ¨ΡωμιοίΈλληνες είναι οι μετέχοντες τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό και θρησκεία¨. Εξελληνισμός δεν σημαίνει επαναλαμβάνω εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας αλλά ενσωμάτωση στον βυζαντινό ρωμαϊκό πολιτισμό.
40
Αυτό όμως ισχύει μόνο για τους εξελληνισμένους Βούλγαρους των παλιών βουλγαρικών Μητροπόλεων, γιατί οι σλαβόφωνοι Ρωμιοί των βυζαντινών μητροπόλεων ήταν πάντοτε Ρωμαίοι πολίτες και πριν την άλωση την Κωνσταντινούπολης και σήμερα! Χωρίς κανένας αναλυτής να προσδιορίσει επακριβώς τι είναι εξελληνισμός παραμένει στον αναγνώστη η εικόνα αποτυχημένης πολιτισμικής αλλαγής. Δηλαδή θεωρούν ότι, ναι μεν επήλθε εξελληνισμός αλλά στην ουσία παραμένει η βουλγαρική παράδοση. Αυτό που φαίνεται είναι ότι επιβάλλεται στον σλαβόφωνο πληθυσμό ένας ξένος πολιτισμός και μια ξένη παιδεία. Εδώ γίνεται μια ανιστόρητη γενίκευση και δεν ξεχωρίζεται η πραγματική κατάσταση που επικρατεί στις βυζαντινές μητροπόλεις από αυτή των παλιών βουλγαρικών. Θα το δούμε στην πορεία αυτό το ενδιαφέρον θέμα του υποτιθέμενου εξελληνισμού γιατί εδώ βρίσκεται και το κλειδί για να αντιληφθούμε την πλαστογράφηση της ιστορίας της Μακεδονίας. Πάντως με την υπαγωγή στο ελληνικό Πατριαρχείο λοιπόν και τον εξελληνισμό παύει η θεία λειτουργία στις βουλγαρικές μητροπόλεις. Παρόλα ταύτα διδάσκεται υποτυπωδώς στα βουλγαρικά εκκλησιαστικά σχολεία, για χρήση των λιγοστών μοναστηριών που εξακολουθούσαν να διατηρούν το παλαιοβουλγαρικό εκκλησιαστικό τυπικό. Τα μοναδικά μοναστήρια στα οποία ζει η παλαιοβουλγαρική παράδοση είναι στο Άγιο Όρος τα μοναστήρια Ζωγράφου και Χιλανδαρίου και στην Νοτειοδυτική Βουλγαρία το Μοναστήρι της Ρίλα (Fikret Adanir, Die Makedonische Frage, σελίδα 60). Εδώ βρίσκεται η μεγάλη πλάνη των νεοβουλγάρων που προσπαθούν να επιρρίψουν την ανυπαρξία της λόγιας βουλγαρικής γλώσσας και την έλλειψη συγγραμμάτων στη υπαγωγή στο «εχθρικό» ελληνικό Πατριαρχείο . Η γλώσσα διδάσκεται, όμως διανοούμενοι δεν υπάρχουν ή δεν θέλουν να γράψουν στη παλαιοσλαβονική, δηλαδή στην λόγια βουλγαρική. Παρόλα ταύτα όμως στην διάρκεια των 500 χρόνων υπάρχουν λιγοστά έργα που γράφονται στην κυριλλική γραφή στη Βουλγαρία αλλά στις καθομιλούμενες σλαβοβουλγαρικές διαλέκτους και όχι στην παλαιοσλαβονική την οποία δεν καταλαβαίνει κανείς πλέον. Είναι κυρίως θρησκευτικά έργα, όπως τα «Δαμασκηνάρια» που είναι μετάφραση του έργου ὁ «Θησαυρός», του Ρωμιού Μακεδόνα Αγίου Δαμασκηνού του Στουδίτου (1500-1577), τα οποία είναι μεταφράζονται στις καθομιλούμενες διαλέκτους και όχι στη λόγια παλαιοσλαβονική για να γίνεται αντιληπτή από τους πιστούς που την άκουγαν. Ο Καθηγητής Βαλκανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας κ. Κωνσταντίνος Νιχωρίτης αναφέρεται σε αυτήν την επίδραση.
41
«Τά Δαμασκηνάρια (Дамаскините) ἐμφανίσθηκαν στήν Βουλγαρία ἀπό τά τέλη τοῦ 16ου μέχρι τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα.» Κατά τον καθηγητή Νιχωρίτη: «Τό λογοτεχνικό αὐτό εἶδος τῶν Δαμασκηναρίων διαδίδεται ἐκτενέστατα κατά τήν περίοδο τοῦ 17ου -18ου αἰ., καί πληροῖ τίς Τα Δαμασκηνάρια (Дамаскините) λογοτεχνικές ἀνάγκες τοῦ «βουλγαρικοῦ» ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ τήν περίοδο αὐτήν. Το αποτέλεσμα του εξελληνισμού των βουλγαρικών μητροπόλεων είναι η εμπέδωση της ρωμαίικης συνείδησης και στους Βουλγάρους, πιθανόν όχι σε όλους. Εκτός από τα λιγοστά μοναστήρια που συντηρούν την παλιά βουλγαρική εθνική συνείδηση οι υπόλοιποι αποκτούν ρωμαίικη συνείδηση. Δηλαδή στις αρχές του 19ου αιώνα έχουμε ένα Rum milliet στο οποίο δεσπόζει η ελληνορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και υπάρχει παντού η ελληνική παιδεία η οποία βρίσκεται στην ευθύνη του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Επομένως για ποιά «βουλγαρική» γλώσσα τους τέσσερις αιώνες της Τουρκοκρατίας μιλάμε; Τότε θα πει κανείς και δικαιολογημένα πότε και πως φτάσαμε στο σημείο αυτό οι ομιλούντες την ελληνική να θεωρούνται Έλληνες από τους ιστορικούς και την σλαβική Βούλγαροι; Όλα ξεκινούν από την οθωμανική διοίκηση, η οποία καταγράφοντας τους υπόδουλους πληθυσμούς δεν μπορεί να ξεχωρίσει εθνότητες αλλά γλώσσες. Από δω ξεκινά η πλάνη. Ο διάσημος Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεμπή(Evliya Çelebi, 16111684) στις περιηγήσεις του στη Μακεδονία ξεχωρίζει ελληνικό, βουλγαρικό και λατινικό πληθυσμό. Αναφέρει για ορισμένες περιοχές ότι μιλούσαν βουλγαρικά (bulgarca), ρωμαϊκά (rumca), αλβανικά-αρναούτικα (arnavudca) και την τουρκική γλώσσα (lisan-i tiirki) Τα ίδια θα γράψει δύο αιώνες μετά ένας άλλος περιηγητής o Βικτόρ Μπεράρ (Victor Bérard, 1864-1931). Και αυτός αναφέρεται σε ελληνικά και βουλγαρικά χωριά στη Μακεδονία. Οι οθωμανικές αρχές και οι περιηγητές μη μπορώντας να ξεχωρίσουν τις Σλαβοβουλγαρικές διαλέκτους από τις ελληνοσλαβικές σλαβοθρακομακεδονικές διαλέκτους τις ονομάζουν όλες συλλήβδην ¨βουλγαρικά¨. Για την εποχή εκείνη δεν είχε επιπτώσεις ο διαχωρισμός αυτός, πολύ περισσότερο αποτύπωνε μια κοινωνική τάξη, αφού τα ¨βουλγαρικά¨ μιλιούνταν από τις γεωργοκτηνοτροφικές ομάδες της υπαίθρου της Ρούμελης (Μακεδονίας και Βουλγαρίας).
42
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Στους τέσσερις αιώνες υποδούλωσης στους Οθωμανούς Τούρκους έχουμε ένα δεύτερο εξελληνισμό των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων, όμως έχουμε και μοναστήρια τα οποία κρατούν την παλιά βουλγαρική παράδοση και τα εκκλησιαστικά σχολεία που διδάσκεται η παλαιοσλαβονική για θρησκευτικούς λειτουργικούς σκοπούς μόνο. Δεν υπάρχουν όμως στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις βουλγαρικά κοσμικά-δημόσια σχολεία που να διδάσκεται η σλαβοβουλγαρική γλώσσα και έτσι δεν αναπτύσσεται. Με λίγα λόγια δεν έχουμε μία «βουλγαρική γλώσσα». Στις βυζαντινές φυσικά δεν διδάχθηκε ποτέ η παλαιοσλαβονική πριν την υποδούλωση πόσω μάλλον τώρα που όλη η ορθόδοξος κοινότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι στον έλεγχο του ελληνικού Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Παρόλα ταύτα ο όρος «βουλγαρική» γλώσσα χρησιμοποιείται από τις οθωμανικές αρχές για να χαρακτηρίσει όλες τις σλαβόφωνες διαλέκτους της σλαβοβουλγαρικής και της ελληνοσλαβικής. Στην σύγχυση αυτή της ονομασίας στηρίζονται οι πανσλαβιστές και με πρώτο τον Παΐσιο Χιλανδαρινό εμψυχώνουν τους σλαβόφωνους να μάθουν την «βουλγαρική» γλώσσα.
Ε. Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΙΩΝ ΤΟΝ 19Ο ΑΙΩΝΑ Ε.1 Η προετοιμασία της Επανάστασης του γένους Η πολιτική και η στρατηγική του Πατριαρχείου στους αιώνες αυτούς ήταν να διαφυλάξει όρθιο το εθνικό φρόνημα των Ρωμιών ραγιάδων όπως αποκαλούνταν όλοι ορθόδοξοι χριστιανοί από την καταπίεση του οθωμανικού ζυγού. Από τον Πόντο, στην Καππαδοκία, στα παράλια της Μικράς Ασίας και τα νησιά, στη Θράκη στην Μακεδονία Ήπειρο Στερεά Ελλάδα, Κρήτη και στην Κύπρο, όλοι οι ραγιάδες έχουν ένα κοινό σκοπό, την απελευθέρωση. Είναι όλοι Ρωμιοί, είτε είναι ελληνόφωνοι, είτε τουρκόφωνοι Καππαδόκες, είτε σλαβόφωνοι και βλαχόφωνοι της Θρακομακεδονίας, είτε αραβόφωνοι της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου και έχουν όλοι την ίδια εθνική ρωμαίικη συνείδηση και αισθάνονται ως ΕΝΑ γένος, το γένος των Ρωμιών. Και ένα είναι το ζητούμενο ή καλύτερα το «ποθούμενο» κατά τον Άγιο Κοσμά των Αιτωλό: η Παλιγγενεσία, η ελεύθερη Ρωμιοσύνη, Ρωμαίοι Αρματολοί η απελευθέρωση του Βυζαντίου, η Ρωμανία και η πρωτεύουσα της, η Κωνσταντινούπολη. Η ανάσταση του γένους αφορούσε δηλαδή όλο το Rum milliet και χρειαζόταν προετοιμασία. Η πολιτιστική κατάσταση όμως σε όλα τα μήκη και πλάτη της νότιας Βαλκανικής δεν ήταν η ίδια. Υπήρχαν περιοχές που είχαν αναπτύξει έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, ιδιαίτερα στα μεγάλα και μικρά αστικά κέντρα της Μακεδονίας και άλλες απομακρυσμένες από τα κέντρα, οι οποίες ήταν για εκατονταετίες υποβαθμισμένες. Επομένως χρειαζόταν αγώνας για να τους προσεγγίσει και να τους επιμορφώσει το ελληνικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
43
Δύο μεγάλες μορφές ιερωμένων εμφανίζονται περί το 1750 οι οποίοι καθένας με διαφορετικούς στόχους προσπαθούν να αφυπνίσουν τους καταπιεσμένους στη Μακεδονία, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Άγιος των Βουλγάρων Παΐσιος Χιλανδαρινός. Ε.1.1. Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779)
Το 1749 πήγε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους (χερσόνησος του Άθω), όπου έκανε σπουδές ανωτέρου επιπέδου στη θεολογία και τη φιλοσοφία. Εκεί υπήρξε μοναχός για δύο περίπου χρόνια στη μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Το 1759 εγκατέλειψε το μοναστήρι και με εντολή του Πατριάρχη Σεραφείμ ξεκίνησε τις περιοδείες του στη Δυτική και Βόρεια Ελλάδα και την Ήπειρο προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο τότε εξισλαμισμό των Ρωμιών. Παρακινούσε με θέρμη τους Ορθοδόξους Χριστιανούς να ιδρύσουν σχολεία που θα διδάσκουν την ορθοδοξία. Το σχολείο αντιμετωπίζεται από τον Κοσμά σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της ορθοδοξίας και η ελληνική εκπαίδευση σαν ένα εργαλείο κατήχησης στην ορθοδοξία . Εκτός από τη σημασία της Ελληνικής γλώσσας αναφέρεται συχνά και στο "ποθούμενο" που ήταν η απελευθέρωση του γένους Μέσα σε 16 χρόνια ίδρυσε περίπου 200 σχολεία. Στις Διδαχές του παρότρυνε τους γονείς να σπουδάζουν τα παιδιά τους Ελληνικά, τα οποία είναι η «γλώσσα της Εκκλησίας». «Να σπουδάζετε και εσείς, αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε. Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσεις τα ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογεί η Εκκλησία μας». Εδώ να πω ότι τον Άγιο Κοσμά δεν τον ενδιέφερε τόσο η γλώσσα που μιλούσαν οι Ρωμιοί αλλά η διδασκαλία και η προετοιμασία για την εξέγερση.
44
Ε.1.2. Παΐσιος Χιλανδαρινός (1722–1773)
Για τον Παΐσιο δεν υπάρχουν δυστυχώς πολλές ιστορικές αναφορές. Γεννήθηκε το 1722 πιθανόν στο Bansko. Από το 1745 μέχρι το 1762 που συγγράφει την «Σλαβοβουλγαρική Ιστορία» στη Μονή Ζωγράφου στο Άγιο Όρος μετά από την ρήξη του με την Μονή Χιλανδαρίου είναι ιερομόναχος στο Άγιο Όρος. Μετά την συγγραφή του έργου του ταξιδεύει στη Βουλγαρία στην οποία δημοσιοποιεί την μοναδική εργασία του. Έτσι η πιο ουσιαστική συμβολή του Παΐσιου είναι η ανάδειξη της θεωρίας του πανσλαβισμού που με την καταγραφή του έργου του «Σλαβοβουλγαρική Ιστορία» το 1762 και την χειρόγραφη αναπαραγωγή του ξεκινά η δημιουργία της νέας Βουλγαρικής συνείδησης. Ο Παΐσιος, οπαδός του πανσλαβισμού ενδιαφέρετε για την αφύπνιση της παλιάς βουλγαρικής εθνικής συνείδησης που έχει ξεφτίσει. Το μόνο επιχείρημα που επικαλείται είναι η «βουλγαρική γλώσσα» και πάνω σε αυτό προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη για την χαμένη ιστορική μνήμη. Ω, ασυλλόγιστε και ανόητε, γιατί ντρέπεσαι να ονομαστείς Βούλγαρος και δε διαβάζεις και δε μιλάς την δική σου γλώσσα;’ "Σλαβοβουλγαρικη Ιστορία, Εκδ.Κυριακίδη, σελ 36, Τι θέλω να πω με αυτή την σύγκριση; Ο Κοσμάς ο Αιτωλός προετοιμάζει τους Ρωμιούς ελληνόφωνους, σλαβόφωνους και βλαχόφωνους για επανάσταση εναντίον των Οθωμανών, ενώ το ενδιαφέρον του Παΐσιου είναι να αφυπνίσει τους Βουλγάρους που στην εποχή του δεν είχαν εθνική συνείδηση. Αυτός είναι ο πρώτος που μιλά για την νέα βουλγαρική εθνική συνείδηση, επομένως στα μέσα του 19ου δεν υπήρχε βουλγαρική συνείδηση, σήμερα θα λέγαμε «δεν υπήρχαν εθνικά Βούλγαροι»! Ε.2 Η επαναστατική δραστηριότητα τον 19ο αιώνα στη Μακεδονία και την Βουλγαρία. Η συμβολή-προτροπή του Παΐσιου να μιλούν οι σλαβόφωνοι τα «βουλγαρικά» δεν συνιστά επαναστατική ιδεολογία σε αντίθεση με την διδασκαλία του Αγίου Κοσμά για ανατροπή του οθωμανικού κράτους. Είναι απλά μια καθαρά εκκλησιαστική κίνηση του Παΐσιου ανεξαρτητοποίησης από το ελληνικό Πατριαρχείο χωρίς κανέναν επαναστατικό και ανατρεπτικό μηχανισμό. Από ελληνικής πλευράς υπάρχει μια πλούσια επαναστατική προετοιμασία και ετοιμότητα της οποίας κύριος εκφραστής είναι ο Ρήγας Βελεστινλής. Από βουλγαρικής; ΚΑΝΕΙΣ!
45
Μόνο ο Παίσιος και οι μαθητές του και αυτοί το μόνο που ζητούν είναι να γίνεται η Θεία Λειτουργία στα σλαβικά. Εδώ αντίπαλος δεν είναι η Οθωμανική αυτοκρατορία αλλά το ελληνικό Πατριαρχείο. Η πανσλαβική θεωρία και ιδέα δεν θέλει επαναστατική σύγκρουση με τους Τούρκους, δεν έχουν άλλωστε τις υποδομές για κάτι τέτοιο, αλλά μια αυτονόμηση μέσα στο Σουλτανάτο της πράγμα το οποίο έγινε μετά το 1876. Η Επανάσταση και η παλιγγενεσία του1821 ήταν η εξέγερση των Ρωμιών ενάντια στην οθωμανική τυραννία. Ήταν η επανάσταση του ΓΕΝΟΥΣ, η παλιγγενεσία. Αλλά ποιο είναι το «γένος»; Οι Ελληνόφωνοι Έλληνες μόνο; Αν στηριζόταν η επανάσταση του 1821 στους ελληνόφωνους δεν θα είχε γίνει ποτέ! Στο ίδιο γένος δεν ήταν οι βλαχόφωνοι πρώτος και καλύτερος ο Ρήγας και οι περισσότεροι αρματολοί, πολεμιστές και ευεργέτες και οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες που με την Μακεδονική Λεγεώνα και αρχιστράτηγο τον Τάσο Καρατάσο (1764-1830) πήραν μέρος σε αποφασιστικές μάχες ενάντια στον κατακτητή. Αυτοί δεν ήταν το ίδιο «γένος»; Όλοι Ρωμιοί δεν ήταν; Το ότι απελευθερώθηκε το 1821 μόνο η Ελλάδα, ένα μικρό τμήμα της Ρωμανίας και ονομάστηκαν «Έλληνες» οι κάτοικοι της ελεύθερης Ελλάδας είναι ένα μεγάλο θέμα το οποίο δεν θα ήθελα να αναπτύξω πολύ στο σημείο αυτό. Αλλά μια μικρή αναφορά επιβάλλεται γιατί έχει σχέση με την ιστορία της Μακεδονίας. Ο πρώτος σύγχρονος ορισμός του ποιος είναι Έλληνας είναι γραμμένο και διατυπωμένο στη Πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 - 16 Ιανουαρίου 1822) :
«Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων». Αλλά είναι μόνο αυτοί οι Ρωμιοί της απελευθερωμένης Ελλάδας Έλληνες; Σαφώς και όχι! Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ελληνικές επαναστάσεις στη Μακεδονία. -
-
Η πρώτη επανάσταση ήταν σχεδόν ταυτόχρονη με αυτήν της 25ης Μαρτίου 1821 και ξεκίνησε την 17η Μαίου 1821 στη Χαλκιδική με πρωτεργάτη τον Μακεδόνα Σερραίο Εμμανουήλ Παππά (17721821). Η επανάσταση της ηρωικής Νάουσας τον Μάρτιο του 1822 που κατέληξε με το ολοκαύτωμα τον Απρίλιο του 1822 Επανάσταση του 1854 Επανάσταση του 1878 Επανάσταση το 1896
46
Οι επαναστάσεις αυτές στη Μακεδονία των ελληνόφωνων, σλαβόφωνων και βλαχόφωνων Ρωμιών οι οποίες κατέληξαν όλες με τον πιο βίαιο και αιματηρό τρόπο από τον Σουλτάνο είχαν έναν σκοπό. Την ανάσταση της Ρωμανίας, της Ρωμιοσύνης. Στις αρχές του 19ου αιώνα έχουμε ως γνωστόν την δημιουργία των εθνών-κρατών στα Βαλκάνια. Είναι η εποχή του «Διαφωτισμού» στην οποία δεσπόζουν επαναστατικές μορφές εθνικών ηρώων. Ποια έθνη όμως υπήρχαν και ποια έθνη διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους; Αναμφίβολα μια μεγάλη επαναστατική μορφή με όραμα είναι ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος Βλέπουμε στο «Σύνταγμα του Ρήγα» που απευθύνεται στον «ελληνικό λαό, τουτέστιν ο εις τούτον το βασίλειον κατοικών, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και γλώσσας..» το δε «βασιλείον» κατά τον Ρήγα είναι η «Ρούμελη (Ελλαδα, Θρακομακεδονία και Ανατ. Ρωμυλία), Μικρά Ασία, Μεσόγειοι νήσοι και Βλαχομπογδανία» (Άρθρο 2). Βουλγαρία πουθενά!
Ο Μεγαλέξανδρος του Ρήγα Φεραίου Βιέννη 1797
Στο Άρθρο 7 αναφέρει μάλιστα και τις διάφορες γενεές-φυλες: « Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου. Έλληνες, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένιδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς»
Ούτε οι Βούλγαροι ούτε οι «Μακεδόνες» λοιπόν είναι γνωστοί ως γενεά στα τέλη του 18ου αιώνα! Αυτά οραματίζεται ο Ρήγας πριν την επανάσταση του 1821. Να σημειωθεί ότι ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος ήταν Βλαχόφωνος! Παρόλα ταύτα στον Θούριο του αναφέρει: «Βουλγάροι κι᾿ Ἀρβανῆτες, Ἀρμένοι καὶ Ῥωμιοί, Ἀράπηδες καὶ ἄσπροι, μὲ μιὰ κοινὴν ὁρμή, Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,.». Ένας άλλος μεγάλος ηγέτης και Κυβερνήτης της ελεύθερης Ελλάδας ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) που υπέβαλλε τον Απρίλιο 1828 σχέδιο για την αναδιοργάνωση των Βαλκανίων στον Τσάρο εν όψει του πολέμου που είχε κηρύξει εναντίον της Τουρκίας. Το σχέδιο Καποδίστρια πρόβλεπε την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα πέντε ημιαυτονόμων κρατών, δηλαδή της Δακίας, της Σερβίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Ελλάδος. Και εδώ κατά τον Καποδίστρια ούτε Βουλγαρία ούτε Βούλγαροι (δες π. Ρωμανίδης). Το σχέδιό του απορρίφθηκε με τη συνθήκη της Αδριανουπόλεως (14.9.1829). Ο Καποδίστριας ήθελε ως πρωτεύουσα του νέου κράτους την Κωνσταντινούπολη, την έδρα του Σουλτάνου! Θα έλεγε κανείς, μα αφού δεν υπήρχε κατά τον Ρήγα βουλγαρικό έθνος πώς αναφέρεται στους Βουλγάρους.
47
Εδώ θα επικαλεστώ πάλι τον Torsten Szobries, ο οποίος στο βιβλίο του : ‘Sprachliche Aspekte des "nation-building" in Mazedonien’ (δηλαδή «Γλωσσ(ολογ)ικές απόψεις για την εθνογένεση στη Μακεδονία») στη σελίδα 44 που αναφέρεται στη σύγχρονη Βουλγαρική εθνική κίνηση: ¨Από τα μέσα του 18ου αιώνα ξεκίνησε να σχηματίζεται η βουλγαρική μεσαία τάξη (Kaufmannstum) η οποία εξελίχθηκε μέσω αντιπροσωπειών μεγάλων δυτικών Εταιρειών και κατέληξε να έχει δικά εμπορικά γραφεία σε μεγάλες πόλης της Δύσης….. Από αυτούς τους κύκλους καταγόταν και ο Petar Beron, ο οποίος στην Kronstadt εξέδωσε τη ‚Riben bukvar’ κατά τα πρώτυπα των ελληνικών και σερβικών αλφαβηταρίων και το οποίο απετέλεσε το πρώτο αναγνωστικό στην βουλγαρική γλώσσα¨. Ο ίδιος αναφέρει ως πηγή τον Fikret Adanir (‚Die Makedonische Frage‘ σελ. 59) ο οποίος αναλύει λεπτομερέστερα την άνοδο της βουλγαρικής μεσαίας τάξης και ο οποίος περιορίζει την δραστηριότητα μόνο στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις (Svistov, Vidin, Ruse, Sliven..). Όμως ο Petar Beron (1799-1871) από το Kotel της κεντρικής Βουλγαρίας, από τους πρωτοπόρους της Βουλγαρικής Αναγέννησης. ο οποίος σπούδασε ιατρική στο Μόναχο μαζί με τον Αναστάσιο Πολυζωίδη (τον Δικαστή που δεν υπέγραψε την θανατική καταδίκη του Κολοκοτρώνη) από το Μελένικο, παρόλο που το 1824 εξέδωσε το πρώτο βουλγαρικό Αναγνωστικό «Riben bukvar» δηλώνει Έλληνας (Grieche) κατά εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο το Μονάχου. Μάλιστα υπογράφει ως «Ιατρός Πέτρος Χατζή Βερών» στην εγγραφή του το Η ελληνική υπογραφή του Petar Beron στο 1824 1826 (δηλαδή 2 χρόνια μετά την Πανεπιστήμιο του Μονάχου 1826/27 συγγραφή του βουλγαρικού αναγνωστικού) „Beron Hadsi, von Kodile Prov(inz) Trazina, aus Griechenland, Cand. d. Med. ..“, Δηλαδή από την Κοτύλη, της Θράκης από Ελλάδα. Το Riben bukvar του Petar Beron
Λεπτομερή αναφορά στην ζωή του και την δράση του στο «Οι Έλληνες φοιτητές του Μονάχου (από 1826 έως 1844)» του Κωνσταντίνου Σωτ. Κοτσωβίλη Τι θέλω να πω με αυτό. Το ¨Βούλγαρος¨ δεν προσδιόριζε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα μια εθνότητα αλλά είχε περισσότερο γεωγραφικό προσδιορισμό. Ήταν κομμάτι του Rum milliet της Ρωμιοσύνης. Που ήταν λοιπόν οι Βούλγαροι; Αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι παρά την πλούσια ελληνική επαναστατική δραστηριότητα στην Μακεδονία, όπως ανέφερα πιο πάνω, δεν υπάρχει κανείς επαναστάτης που να δηλώνει εθνικά Βούλγαρος! Αυτό είναι ιστορικά τεκμηριωμένο! Υπάρχουν τελικά Βούλγαροι όμως στις αρχές του 19ου αιώνα στη Μακεδονία και στην Βουλγαρία;
48
Η απάντηση είναι, ναι υπάρχουν, αλλά είναι στις αρχές αμελητέα ποσότητα και μάλιστα ιερωμένοι οπαδοί του Παϊσίου Χιλανδραρινού και των μαθητών του, οπαδοί του πανσλαβισμού. Ο πανσλαβισμός όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω είναι η θεωρία που κατασκευάστηκε από Σλάβους καθολικούς Βενεδικτίνους μοναχούς τον 15ο αιώνα μ.Χ. και επεδίωκε την ένωση όλων των Σλάβων της Ευρώπης σε μια ενιαία εθνική οντότητα. Βέβαια από πίσω βρισκόταν η επιθυμία και η επιδίωξη το καθολικισμού παπισμού πάνω στην ορθόδοξη σλαβική εκκλησία. Έτσι οι πανσλαβιστές θα ψάξουν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και στην εξελληνισμένη Βουλγαρία για οπαδούς.
Η Βουλγαρική Αναγέννηση ήταν προϊόν του πανσλαβισμού με πρώτο εκφραστή επί μακεδονικού εδάφους τον Παΐσιο Χιλανδαρινό, ο οποίος αναπαρήγαγε την πανσλαβική ιδέα.
49
ΣΤ. Πανσλαβισμός και Βουλγαρική Αναγέννηση ΣΤ.1.ΤΟ ΠΑΝΣΛΑΒΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Αφύπνιση, Παλιγγενεσία ή κατασκευή της βουλγαρικής συνείδησης στη Μακεδονία; Οι κατασκευασμένοι Βούλγαροι Μακεδονίας και η πλαστογράφηση της ιστορίας. Ο πανσλαβισμός ξεκίνησε ως ιδέα του Κροάτη Καθολικού-Βενεδικτίνου μοναχού Vinko Pribojević (μέσα του 15ου αιώνα-1532) για ένωση όλων των Σλάβων ξεκινώντας από τους «Ιλλυρίους» Σλάβους. Συνεχιστής της ιδεολογίας αυτής ο επίσης Κροάτης Βενεδικτίνος μοναχός Mavro Orbini (1563–1614) ο οποίος συνέγραψε το «Βασίλειο των Σλάβων», «Il regno degli Slavi», Pesaro, 1601» αναφερόμενος στους Σλάβους της Δαλματίας, Κροατίας, Βοσνίας, Σερβίας, Ρωσίας και Βουλγαρίας. Βλέπουμε ότι απουσιάζει η αναφορά για Σλάβους σε Μακεδονία, Θράκη και λοιπή Ελλάδα. Είναι καταπληκτικό να διαπιστώνει κανείς ότι οι πρώτοι πανσλαβιστές γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν Σλάβοι στη Μακεδονία και στη Θράκη. Και αυτός είναι ο λόγος που οι πανσλαβιστές μιλούν μόνο για Βουλγάρους και όχι για Μακεδονοσλάβους, στην αρχή τουλάχιστον του 19ου αιώνα. Το έργο αυτό θα αποτελέσει το κορμό της «Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας» του Παϊσίου Χιλανδαρινού το 1762, ο οποίος σπούδασε στο Sremski Karlovci στη Vojvodina της Σερβίας το «Il regno degli Slavi» μαζί με το «Annales Ecclesiastici» του Cesare Baronio (1538 –1607) (Friedrich Hayer, σελ. 240) Ο Orbini όπως και όλοι οι τότε πανσλαβιστές θεωρούν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Αριστοτέλης ήταν Σλάβοι, γιατί θεωρούν τους Σλάβους απόγονους των Ιλλυρίων. Αυτό τον πανσλαβισμό τον ονομάζω «πανσλαβισμό δυτικού τύπου» γιατί από πίσω κρύβεται η Ουνία και ο Παπισμός σε αντίθεση με τον «πανσλαβισμό ανατολικού τύπου» που από πίσω βρίσκεται ο Τσάρος και τα συμφέροντα της Ρωσίας. Ουνία είναι η προσπάθεια του Πάπα από το 1596 να ενσωματώσει στην σφαίρα επιρροής του τις ορθόδοξες εκκλησίες. Ένας άλλος Κροάτης Βενεδικτίνος μοναχός ο Juraj Križanić (1618 - 1683) θέλοντας με το «ιεραποστολικό» του έργο να διδάξει τον πανσλαβισμό δυτικού τύπου στην τσαρική Ρωσία, συλλαμβάνεται από τους Ρώσους και στέλνεται στα κάτεργα της Σιβηρίας ως κατάσκοπος του Πάπα. Βλέπουμε δηλαδή ότι στην πρώιμη φάση του πανσλαβισμού πρώτοι οι καθολικοί Σλάβοι προσπαθούν να θέσουν τις βάσεις για την ομοιογενοποίηση των Σλάβων που πίσω από την προσπάθεια αυτή είναι ο έλεγχος του Πάπα δηλαδή η Ουνία.
50
Η συγγραφή της «Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας» του Παϊσίου Χιλανδαρινού το 1762 θεωρείται ως ορόσημο στην εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων από όλους τους ιστορικούς. Στόχος των πανσλαβιστών είναι η αποκοπή του θρησκευόμενου λαού από το Πατριαρχείο και ακολούθως η ανακήρυξη ανεξάρτητης Βουλγαρικής εκκλησίας. Θεωρώ ότι υπάρχουν δύο περίοδοι της Βουλγαρικής Αναγέννησης. Η μία ξεκινά το 1762 με την συγγραφή από τον Παΐσιο της «Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας» και στην οποία ξεκινά ο αγώνας για την ανεξαρτησία της βουλγαρικής εκκλησίας. Η δεύτερη και η πιο αποτελεσματική ξεκινά μετά το 1ο συνέδριο των πανσλαβιστών το 1842 μέχρι την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870.
ΣΤ. 2 1η περίοδος της Βουλγαρικής Αναγέννησης (1762-1842) Κάτι που είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να το πω στο σημείο αυτό είναι ότι στην πρώτη περίοδο έχουμε καθαρά εκκλησιαστικό αγώνα χωρίς να έχουμε φανερή εθνική βουλγαρική κίνηση και κατ’ επέκταση επαναστατική δραστηριότητα. Αυτή θα εκδηλωθεί στη δεύτερη περίοδο. Η εθνική δηλαδή αντίδραση ήταν συγκαλυμμένη κάτω από την διεκδίκηση για ανεξάρτητη βουλγαρική εκκλησία και η αντίδραση δεν ήταν ενάντια στον Τούρκο κατακτητή αλλά στο ελληνικό Πατριαρχείο, το οποίο ήταν αντίθετο στο αίτημα αυτό. Δηλαδή αντίπαλος στον αγώνα αυτόν δεν ήταν οι Οθωμανοί Τούρκοι αλλά οι ΡωμιοίΈλληνες και ειδικά το ελληνικό Πατριαρχείο και οι Φαναριώτες. Άλλωστε αν δούμε και αργότερα τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Βουλγάρων θα διαπιστώσουμε ότι επιδίωξη ήταν πάντοτε η Αυτονόμηση και όχι η Ανεξαρτησία της Βουλγαρίας. Αυτονομία σημαίνει ομόσπονδο κρατίδιο κάτω από την επιρροή του Σουλτάνου, όπως έγινε από το 1876 μέχρι το 1913. Άλλωστε δεν υπάρχουν Βούλγαρο-Τουρκικοί πόλεμοι στην νεότερη ιστορία, μόνο στους Βαλκανικούς πολέμους έχουμε σύγκρουση Τουρκίας και Βουλγαρίας. Η αντίδραση των Βουλγάρων ιερωμένων παίρνει σάρκα και οστά στις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά είναι μεμονωμένες κινήσεις κληρικών. Σε αυτή τη πρώτη περίοδο ξεκίνησε η πανσλαβική ιδέα της εισαγωγής της βουλγαρικής γλώσσας στη θεία λειτουργία από τον Παΐσιο Χιλανδαρινό και μεταδόθηκε στο μαθητή του Sophronius of Vratsa (1739–1813) ο οποίος χειροτονήθηκε Ρωμιός επίσκοπος στις 17 Σεπτεμβρίου 1764 στη Βράτσα της Βόρειας Βουλγαρίας. Μάλιστα το 1806 εξέδωσε το πρώτο Βουλγαρικό Βιβλίο το "Kiriakodroumion siretsch Nedelnik" σε κυριλλική γραφή, στη σλαβοβουλγαρική διάλεκτο του Βελίκου Τάρνοβου, και όχι στη παλαιοσλαβονική. Μαθητής του Σοφρωνίου ήταν ο Neofit Bozveli (1785-1848) ο οποίος συνεχίζει τον «Αγώνα για την ανεξάρτητη Βουλγαρική εκκλησία» το 1824. Τι ακριβώς ήταν αυτός ο «αγώνας» και ποιες η δραστηριότητες των «αγωνιστών»;
51
Sophronius of Vratsa (1739-1813)
Πρώτος ο Sophronius of Vratsa Βούλγαρος επίσκοπος μεν επίσημα όμως Ρωμιός , στέλνει αντιπροσωπεία στη Αγ. Πετρούπολη τον Οκτώβριο του 1804 αποτελούμενη από τον Atanas Nikolaev Nekovic και τον Ivan Atanasov Zambin για να διαβιβάσουν το αίτημα του για υποστήριξη της Ρωσίας για σλαβική Θεία Λειτουργία στη μητρόπολή του στη Βράτσα. Επειδή όμως δεν είχαν επίσημα έγραφα που να τους νομιμοποιούν ως εκκλησιαστικούς αντιπροσώπους γύρισαν χωρίς αποτέλεσμα. Μόλις το Φεβρουάριο του 1808 ο Zambin αποκτά από τον Σοφρώνιο γραπτή εξουσιοδότηση για προώθηση των αιτημάτων του για να τα παρουσιάσει στο Υπουργείο Εσωτερικών της Ρωσίας. Τον Ιουλίου του 1808 ο Σωφρόνιος συναντάται με τον Ρώσσο στρατηγό M.A. Miloradovic ο οποίος του επιβεβαιώνει ότι η Βουλγαρική υπόθεση έγινε πλέον γνωστή στην Ρωσία.
Το 1824 τίθεται για πρώτη φορά εγγράφως στο Πατριαρχείο θέμα Βουλγάρου επισκόπου από τον Dimitraki Hadzhitoshev δραστήριο έμπορο από την Βράτσα οπαδού του Σωφρονίου της Βράτσα. Το ίδιο γίνεται και το 1829 από σλαβόφωνους προύχοντες από τα Σκόπια, με επικεφαλής τον Hadji Trajko Doychinovich από την περιοχή Ρέκα (κοντά στη Δίβρη και τη Λαζαρούπολη). Το ίδιο αίτημα από τους κατοίκους του Tarnovo το 1835 για τη χειροτονία σε επίσκοπο του δραστήριου μοναχού Neofit Bozveli Το 1836 μετά από πίεση του κόσμου απομακρύνεται ο επίσκοπος του Σάμοκοβ Ιγνατίος Β΄. Το 1844 οι ιερωμένοι Neofit Bozveli και ο Ilarion Makariopolski καταθέτουν δύο αιτήματα στο Πατριαρχείο Κωνστανινούπολης για το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας. Το 1848 απομάκρυνση του μητροπολίτου Σάμοκοβ Ματθαίου. Το 1849 Στην Κωνσταντινούπολη κτίζεται η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία «Άγιος Στέφανος» Την Άνοιξη του 1856 ομάδα Βουλγάρων στη Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την θέσπιση του Hatti-Humayun, δηλαδή της οικονομικής μεταρρύθμισης στη Οθωμανική Αυτοκρατορία κατατίθεται αίτημα για την απρόσκοπτη εκλογή Επισκόπου της αρεσκείας τους. Το Ιούλιο του 1859 κάτοικοι του Κιλκίς ζητούν από τον Πάπα να προσχωρήσουν στην Ουνία και θέτουν προϋποθέσεις. (Η Ουνία εκτός από το Κιλκίς είχε επιτυχίες και στην Έδεσσα, Γιαννιτσά, Θεσσαλονίκη και Δοϊράνη (Fikret Adanir, σελ.66, 67)) Στις 29 Οκτωβρίου 1859 το Πατριαρχείο χειροτονεί τον Παρθένιο Ζωγράφου Partenij Zografski Επίσκοπο Δοιράνης για να αντισταθεί στον επερχόμενο κίνδυνο της Ουνίας. Ο Παρθένιος βαθύς γνώστης της Παλαιοσλαβονικής, διετέλεσε καθηγητής Παλαιοσλαβονικής στη Σχολή της Χάλκης, εισάγει την Θεία Λειτουργία στα παλαιοσλαβονικά, γεγονός που θεωρείται μεγάλη επιτυχία για τους Βούλγαρους Αναγεννηστές. Ο Αγώνας κορυφώνεται το Πάσχα του 1860 γνωστή ως «Velikdenska aktsiya» "Επιχείρηση του Πάσχα", κατά την οποία ο επίσκοπος Ilarion Makariopolski δεν μνημονεύει το όνομα του Πατριάρχη αλλά αντ’ αυτού το όνομα του Σουλτάνου.
52
Το 1861 έχουμε το επόμενο κρούσμα Ουνίας με τον Joseph Sokolski να χειροτονείτε στη Ρώμη από τον πάπα ως Αρχιεπίσκοπος Ουνίας στη Βουλγαρία. Στις 6 Δεκεμβρίου το 1869 γίνεται το Εθνικό Συμβούλιο του Gaytaninovo στο Νευροκόπι στο οποίο θα αναφερθώ διεξοδικά παρακάτω. Τελικά τον Μάρτιο του 1870 με τον σουλτανικό φιρμάνι ιδρύετε η Βουλγαρική Εξαρχία και πραγματοποιείται το Σχίσμα στην Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία, αφού αποκόπηκε από το σώμα του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Το σχίσμα ακυρώθηκε το 1945. Αυτός είναι εν ολίγοις ο «Αγώνας για την Ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία». Βασικός στόχος από την αρχή του πανσλαβισμού δυτικού και ανατολικού τύπου είναι η δημιουργία ξεχωριστού βουλγαρορθόδοξου milliet μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία. Στο πανσλαβισμό δυτικού τύπου εντάσσονται οι προσπάθειες και απόπειρες προσηλυτισμού σλαβόφωνων κληρικών και λαϊκών από Ιησουίτες καθολικούς μοναχούς ήδη από τον 17ο αιώνα όταν εγκαταστάθηκαν σε διάφορες πόλεις και σε νησιά της Ελλάδας. Τα αποτελέσματα ήταν όμως πενιχρά και απογοητευτικά. Η δεύτερη προσπάθεια έγινε αρχές του 18ου αιώνα με την αποστολή άλλων καθολικών καλογέρων, των Λαζαριστών. Η δράση τους ήταν περισσότερη κοινωνική παρά θρησκευτικού προσηλυτισμού σε αντίθεση με την δράση των αυστηρών καθολικών Ιησουιτών. Στόχος η διείσδυση σε πτωχά στρώματα σλαβόφωνων μέσω φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Η προσπάθεια αυτή στέφτηκε με επιτυχία γιατί είχαμε όπως είδαμε και χειροτονία Ουνίτη επισκόπου Κιλκίς από τον Πάπα.
ΣΤ. 3 2η περίοδος της Βουλγαρικής Αναγέννησης Η πρώτη περίοδος ανήκει όπως είδαμε αποκλειστικά στους ιερωμένους και μοναχούς για την μετάφραση της Θεία Λειτουργίας στα σλαβικά και δεν έχουμε ανάμειξη αξιόλογη λογίων Βουλγάρων.
ΣΤ. 3.1. Τα πανσλαβικά Συνέδρια Τα πράγματα αλλάζουν όμως με τα Συνέδρια των Σλάβων. Συγκεκριμένα το 1842 γίνεται το πρώτο συνέδριο των Πανσλαβιστών στην Πράγα στο οποίο προέδρευε ο František Palacký με πρωτοβουλία των Δυτικών Σλάβων. O Palacký στην αναφορά του καταγράφει τον κίνδυνο της ολοκληρωτικής ηγεμονίας της Ρωσίας (Universalmonarchie) πάνω στο κίνημα των πανσλαβιστών, αυτό και σε συνδυασμό με το βαθύ θρησκευτικό διαχωρισμό των δυτικών καθολικών Σλάβων (Κροατών, Τσέχων, Αυστριακών, Πολωνών κλπ), δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μια εθνική ένωση των Σλάβων. Η ένωση και συνεργασία θα πρέπει να είναι λοιπόν καθαρά πνευματική και πολιτιστική. Η Ρωσία στέλνει στο συνέδριο αυτό μόνο έναν αντιπρόσωπο, το γνωστό Mikhail Alexandrovich Bakunin (1814-1876), τον μετέπειτα ιδρυτή, θεμελιωτή και θεωρητικό
του αναρχισμού. 53
Στο συνέδριο αυτό αποφασίζεται η πολιτιστική συνεργασία όλων των Σλάβων και η παρουσίαση αποτελεσμάτων στο επόμενο πανσλαβικό συνέδριο Στο συνέδριο παρουσιάζεται για πρώτη φορά από τον Σλοβάκο σύνεδρο Pavel Jozef Šafárik (1795–1861) ένας χάρτης των Σλάβων της Βαλκανικής. Ο Χάρτης είναι του 1842 και συγκαταλέγει «αυθαίρετα» στους Σλάβους τους Σλαβόφωνους πληθυσμούς της Θρακομακεδονίας!. Και λέω αυθαίρετα γιατί την εποχή που χαρτογραφήθηκε δηλαδή περί το 1840 δεν υπήρχαν «Σλάβοι» στη Μακεδονία και Θράκη αλλά μόνο Σλαβόφωνοι Ρωμιοί.
Ο "εθνολογικός" Χάρτης των Σλάβων του Pavel Jozef Šafárik (1842)
Οι πανσλαβιστές χαρακτηρίζουν τους Σλαβόφωνους Ρωμιούς σε πρώτη φάση ως Βουλγάρους, λόγω της ελληνοσλαβικής γλώσσας. Πριν το 1850 δεν υπήρχε ούτε ένας Βούλγαρος στη Μακεδονία όπως θα τεκμηριώσω πιο κάτω. Επομένως λείπει η επιστημονική τεκμηρίωση για τον αναφερόμενο Χάρτη Šafárik. Αποτυπώνει μια προσδοκώμενη, επιδιωκόμενη και όχι μια υφιστάμενη κατάσταση! Στην πρώτη περίοδο της Βουλγαρικής Αναγέννησης όπως είδαμε έχουμε αποκλειστικά την δραστηριότητα των ιερωμένων με πάγιο αίτημα την γλώσσα της θείας λειτουργίας. Μέχρι τότε δεν είχαμε καμιά συμμετοχή λογίων Βουλγάρων (δεν υπήρχαν άλλωστε Βούλγαροι λόγιοι την περίοδο αυτή) στην εκκλησιαστική αυτή κίνηση. Όλοι οι λόγιοι δηλώνουν Ρωμιοί-Έλληνες. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ελληνοδιδάσκαλοι γνωρίζουν και ταυτίζονται με την ελληνική παιδεία. Πολλές οι αναφορές και οι αποδείξεις που θα μπορούσα να γράψω για αυτό. Η υπόθεση του Petar Beron που ανέφερα προηγουμένως πιστεύω είναι αντιπροσωπευτική. Θα δούμε παρακάτω αναλυτικότερα το θέμα με την μεταστροφή αυτή των μετέπειτα Βουλγάρων λογίων. Η μεγαλύτερη ¨ζημιά¨ που έγινε ήταν αυτή που μεσολάβησε μεταξύ του πρώτου δηλαδή του 1842 και του δευτέρου συνεδρίου το οποίο πραγματοποιήθηκε το Μάιο του 1867 στη Μόσχα, και στο οποίο προέδρευσε ο Fjodor Michailowitsch Dostojewski (1821-1881). Ουσιαστικά η αφύπνιση των Βουλγάρων λογίων θα έρθει μετά το πρώτο συνέδριο των πανσλαβιστών και είναι το αποτέλεσμα της εντολής των πανσλαβιστικών κύκλων για συλλογή τραγουδιών σε καθορισμένους πράκτορες, να βρουν και να προσηλυτίσουν ντόπιους σλαβόφωνους Ρωμιούς λόγιους. Το διάστημα αυτό των 25 περίπου χρόνων ήταν καθοριστικό για την διαμόρφωση της νέας βουλγαρικής συνείδησης στη Μακεδονία και στη Βουλγαρία που μετά το 1850 αποκτά εθνικό χαρακτήρα. Δηλαδή δεν έχουμε αυτόφωτους αλλά ετερόφωτους πανσλαβιστές Βούλγαρους λόγιους.
54
Στο πρώτο συνέδριο φάνηκαν θεωρώ οι αντικρουόμενες απόψεις και συμφέροντα του δυτικού πανσλαβισμού και ανατολικού πανσλαβισμού-πανρωσσισμού. Αυτό που αποφασίστηκε ήταν η συνεργασία και η προώθηση σε καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό επίπεδο η ένωση του πανσλαβισμού. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού θεωρήθηκε πολύ σημαντική η καταγραφή της σλαβικής μνήμης, των σλαβικών δημοτικών τραγουδιών και η παρουσίαση στο επόμενο συνέδριο. Όπως προανέφερα οι πανσλαβιστές χρησιμοποίησαν τον χάρτη Šafárik στο οποίο ήταν καταγεγραμμένη η κατανομή των σλαβικών φύλων. Ο χάρτης αυτός αλλά και όλοι οι χάρτες που θα χαρτογραφηθούν αργότερα θα χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη «Σλαβο-Βουλγάρων» σε συνέδρια και θα είναι χρήσιμα εργαλεία για τις συνθήκες που θα καθορίσουν τα νέα σύνορα στα Βαλκάνια. Όπως φαίνεται τμήματα της Μακεδονίας και η Βουλγαρία χρωματίζονται ως σλαβικέςβουλγαρικές εκτάσεις. Η γλώσσα είναι εύκολα να αποτυπωθεί, αν και σε περιοχές που υπάρχει διγλωσσία χρωματίζονται ως σλαβικές. Δηλαδή οι Ρωμιοί σλαβόφωνοι της Μακεδονίας χωρίς να ρωτηθούν αποτυπώνονται ως Σλάβοι και χειρότερα ως Βούλγαροι. Όπως προανέφερα η τουρκική διοίκηση μη μπορώντας να ξεχωρίσει την ελληνοσλαβική από την σλαβοβουλγαρική ονόμασε την γλώσσα «βουλγαρική» και τους ομιλούντες Βουλγάρους. Για να δούμε λοιπόν ποιοι είναι οι «Βούλγαροι» και ποιοι οι Έλληνες. Πρώτος παρεξηγημένος όρος είναι ο Έλληνας–Γκρσκι-Гръцки. Ο όρος χρησιμοποιείται από τους πανσλαβιστές για να περιγράψει του ελληνόφωνους Ρωμιούς. Οι βλαχόφωνοι Ρωμιοί λέγονται Βλάχοι-Власи και ο σλαβόφωνος Ρωμιός βαπτίζεται Βούλγαρος- Българи. Οι πανσλαβιστές ξεχωρίζουν τους Βουλγάρους σε τρεις κατηγορίες: στους Βούλγαρους της Μοισίας (миэийски български) στους Μακεδονικούς Βούλγαρους (македонски български ) και στους Θρακικούς Βουλγάρους (тракийски български). Ας δούμε όμως χρονολογικά την εξέλιξη των εθνολογικών χαρτών και δεδομένων για της βυζαντινές μητροπόλεις. Δίπλα έχουμε τον εθνολογικό χάρτη του A. Boue του 1847 δηλαδή παράλληλα με αυτό του Jozef Šafárik Βλέπουμε ότι και αυτός υιοθετεί την αντίληψη των πανσλαβιστών που σημαίνει ότι αυτή η θεώρηση έχει επιβληθεί στους επιστημονικούς ευρωπαϊκούς κύκλους και όλοι θεωρούν όπως φαίνεται στις σημειώσεις του Χάρτη (Völkertafel -Πίνακας λαών) τους σλαβόφωνους ως Βούλγαρους.
55
Γιατί όμως οι σλαβόφωνοι δεν είναι Βούλγαροι όπως παρουσιάζονται στους εθνολογικούς χάρτες; Όπως είδαμε στον «Αγώνα για την ανεξάρτητη Βουλγαρική εκκλησία» ο προσηλυτισμός στην πανσλαβική ιδέα γίνεται με το «θέλεις να ακούσεις την Θ. Λειτουργία στα βουλγαρικά» με απώτερο σκοπό την εκλογή Βουλγάρων ιερωμένων και την απόσχιση από το Πατριαρχείο. Όποιος σλαβόφωνος «θέλει να ακούσει» βαπτίζεται Βούλγαρος και όποιος δεν θέλει Γραικομάνος. Μη ξεχνάμε ότι οι πανσλαβιστές απευθύνονται μόνο στους σλαβόφωνους Ρωμιούς. Αυτή η διαδικασία όμως κρατάει δεκαετίες μέχρι να φτάσει στο οργανωμένο κίνημα συλλογής υπογραφών. Επομένως όλοι αυτοί οι λεγόμενοι εθνολογικοί χάρτες στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στη σλαβοφωνία και όχι στον (οριστικό) εθνικό διαχωρισμό που οριστικοποιείται μόλις το 1870. Άρα αυτοί που «θέλουν να ακούσουν» είναι για μεν τις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις (πάλι) εθνικά Βούλγαροι, για δε τις βυζαντινές «σλαβόφωνοι φιλοβούλγαροι» τους οποίους ονομάζω «Βουλγαρομάνους» αφού ποτέ στην ιστορία δεν είχαν βουλγαρική συνείδηση. Αυτοί που «δεν θέλουν» παραμένουν «σλαβόφωνοι Ρωμιοί» που οι ίδιοι αισθάνονται και ονομάζουν τους εαυτούς τους Ρωμιούς-Έλληνες, οι δε πανσλαβιστές τους αποκαλούν «Γραικομάνους». Αυτό ισχύει και για στις παλιές βουλγαρικές και για στις βυζαντινές μητροπόλεις. Νομίζω ότι περιέγραψα αρκετά απλά την αντίληψη των πανσλαβιστών. Δηλαδή ο διαχωρισμός «Βουλγάρων» και «Φιλοβουλγάρων-Βουλγαρομάνων» και «σλαβόφωνων Ρωμιών-Γραικομάνων» βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο αν θέλουν βουλγαρική Θ. Λειτουργία. Ο όρος Γραικομάνοι συναντάται στους εθνολογικούς χάρτες στα τέλη του 19ου αιώνα και ως «Greco-Bulgaren» όπως για παράδειγμα του Γάλλου γεωγράφου Alexandre Synvet (την οποία παραθέτω δίπλα) και Karl Sax Αυστροουγγρικού Προξένου, στην Ανδριανούπολη, και οι δύο χάρτες του 1877.
Εθνολογικός Χάρτης του Alexandre Synvet (1877)
Ο Χάρτης του Synvet αποδίδει καλύτερα την κατάσταση της εποχής εκείνης που προσδιοριζόταν από την συνεχή μεταβολή των σλαβόφωνων Μακεδόνων.
Έχουμε δηλαδή εξέλιξη στους εθνολογικούς χάρτες οι οποίοι διορθώνουν την εσφαλμένη απόδοση του ¨εθνολογικού¨ χάρτη του Šafárik ο οποίος παρουσίαζε όλους τους σλαβόφωνους Ρωμιούς ως Σλάβους και ακόμη χειρότερα ως Βουλγάρους, πράγμα ψευδές και ανιστόρητο.
56
Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι πρώτοι εθνολογικοί πίνακες αποτυπώνοντας τους σλαβόφωνους ως εθνικά Βούλγαρους και οι επόμενοι διορθώνοντας την πραγματική κατάσταση δημιουργούν μια λανθασμένη εικόνα για την μεταβολή. Γιατί κάποιος βλέποντας τους χάρτες των Šafárik(1842), Boue(1847), Lejean (1861), Mackensie&Irby (1867), Erben (1868), Elisée Reclus (1876) και τους μετέπειτα βελτιωμένους όπου οι μικτές περιοχές παρουσιάζονται με διαφορετικό χρωματισμό όπως του Kiepert (1876), Synvet (1877), Sax (1877) καταλαβαίνει και αντιλαμβάνεται ότι έχει επέλθει σημαντική αλλαγή στην εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας. Όμως η αντιπαράθεση των χαρτών θα έβγαζε το λανθασμένο συμπέρασμα ότι από μια κατάσταση κατά την οποία όλοι οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας είναι σλάβοι μεταβαίνουμε σε μια μικτή Βουλγαρομάνων και Γραικομάνων. Εδώ έχει σημασία να καταγράψουμε ποια είναι η μακρόχρονη υφιστάμενη κατάσταση και ποια είναι η αλλαγή. Αυτό το κομμάτι στη Μακεδονία που περιγράφουν όλοι οι χάρτες ως το 1876 και χαρακτηρίζουν ως Βουλγαρικό είναι αποκλειστικά χριστιανικό Ρωμαίικο. Εθνολογικός Χάρτης του Προξένου της Αυστροουγγαρίας στην Αδριανούπολη Carl Sax (1877)
Δηλαδή, όλοι οι ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι και βλαχόφωνοι πριν την πρώτη χαρτογράφηση του
1842 ήταν όλοι Ρωμιοί. Με την εμφάνιση της πανσλαβικής προπαγάνδας έχουμε στην αρχή, στις αρχές του 19ου αιώνα μια αλλαγή της εθνικής συνείδησης από καθαρά ρωμαίικης προοδευτικά στη νέα βουλγαρική συνείδηση. Η κατάσταση αποκρυσταλλώνεται μετά το 1870, δηλαδή με την εγκαθίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στη Μακεδονία οπότε στα κομμάτια της σλαβόφωνης Μακεδονίας γίνεται ο διαχωρισμός σε Γραικομάνους και Βουλγαρομάνους. Με απλά λόγια, πριν την εμφάνιση της πανσλαβικής ιδέας ήταν όλοι οι σλαβόφωνοι Γραικομάνοι (κατά την ορολογία των πανλαβιστών) ή καλύτερα χριστιανοί Ρωμιοί. Σήμερα περιγράφουν μερικοί ¨επιτήδειοι¨ ότι την περίοδο αυτή, δηλαδή της πανσλαβικής διείσδυσης στη Μακεδονία «άλλοι έγιναν Γραικομάνοι και άλλοι Βουλγαρομάνοι». Ενώ η σωστή θέση είναι, όπως είπαμε επανειλημμένως ότι για αιώνες ήταν όλοι Ρωμιοί και μετά τις αρχές του 19ου αιώνα μερικοί υποκύπτοντες στην πανσλαβική προπαγάνδα του «να ακούσω τη θεία Λειτουργία στα βουλγαρικά» αλλάζουν και από Ρωμιοί γίνονται Βούλγαροι, ενώ αυτοί που «δεν θέλουν» παραμένουν Ρωμιοί.
57
Επομένως η αφύπνιση της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στη Μακεδονία επιφέρει αλλαγή στην αποτύπωση των εθνολογικών χαρτών και επειδή δεν υπάρχουν ποσοτικά στοιχεία παριστάνεται με ραβδώσεις δηλώνοντας έτσι την μεταβλητότητα της σύνθεσης του πληθυσμού, των Γραικομάνων και των Βουλγαρομάνων δηλαδή. Οι Γραικομάνοι είναι η αχίλλειος φτέρνα του πανσλαβισμού. Και εξηγούμαι. ΟΙ Γραικομάνοι είναι κατά τους πανσλαβιστές οι Σλάβοι-«Βούλγαροι» που δεν θέλουν να ακούσουν την θεία Λειτουργία στα «βουλγαρικά» και παραμένουν στην ελληνική εκκλησιαστική παράδοση. Επομένως δεν είναι Βούλγαροι αν και μιλούν «βουλγαρικά». Από την άλλη όμως δεν χαρακτηρίζονται «σκέτο» Έλληνες- Γκρσκι γιατί διεκδικούνται με την προσδοκία να γίνουν κάποτε Βούλγαροι, τους θεωρούν ακόμη και σήμερα ως «εν δυνάμει» Βούλγαρους. Ιστορικά «Βούλγαροι» δεν ήταν ποτέ και αναφέρομαι πάντα μόνο στους σλαβόφωνους των βυζαντινών μητροπόλεων! Τι είναι αυτό όμως που διαχωρίζει και ξεχωρίζει τον Γραικομάνο από τον Βούλγαρομάνο; ΤΙΠΟΤΕ! Η μόνη διαφορά του Γραικομάνου από τον Βούλγαρομάνο είναι ότι ο ένας αποφάσισε ότι θέλει Χάρτης του Safarik με την ονομασία Εθνολογικός. να ακούσει την Θ. Λειτουργία στα σλαβικά και ο Στην ουσία είναι γλωσσικός. άλλος όχι! Αποτυπώνει την ελληνόφωνη και σλαβόφωνη Αυτή είναι η μόνη διαφορά, Μακεδονία. Σλαβόφωνοι όμως είναι και οι ούτε γλώσσα, Γραικομάνοι που έχουν ελληνική συνείδηση. Στον χάρτη φαίνονται ως Βούλγαροι. ούτε πολιτισμός, ούτε θρησκεία, απολύτως τίποτε. Μόνο η επιθυμία για το άκουσμα ή όχι της θείας λειτουργίας. Τι ξεχωρίζει όμως τον Βουλγαρομάνο των βυζαντινών μητροπόλεων από τον Βούλγαρο των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων; ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ! Εξήγησα πιο πάνω της διαχρονικές διαφορές μεταξύ παλιών βουλγαρικών και βυζαντινών μητροπόλεων. Τι τους ενώνει; Μόνο η επιθυμία για το άκουσμα της θείας λειτουργίας στα «βουλγαρικά», δηλαδή η επιθυμία των πανσλαβιστών. Ούτε η γλώσσα, ούτε ο πολιτισμός, ούτε η ιστορική παράδοση!. «Να ακούσω την λειτουργία στα σλαβικά» θεωρώ ότι ήταν το τέχνασμα, ο Δούρειος Ίππος του πανσλαβισμού για να αλλοιώσει την ιστορία της Μακεδονίας.
58
Οι πανσλαβιστές στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις με αυτό το σύνθημα ήθελαν την αναγέννηση της παλιάς βουλγαρικής εκκλησιαστικής παράδοσης. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα του οποίου το μέγεθος δεν ήταν εμφανές από την αρχή, η λεγόμενη «βουλγαρική» γλώσσα. Η παλαιοσλαβονική γλώσσα παρόλο που διδασκόταν στα εκκλησιαστικά σχολεία των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων ήταν άγνωστη στο θρησκευόμενο λαό. Απλά δεν καταλάβαιναν την εκκλησιαστική γλώσσα που στους αιώνες της Τουρκοκρατίας είχε σβήσει. Από την άλλη η παλαιοσλαβονική στις βυζαντινές ήταν παντελώς άγνωστη. Το σύνθημα με τη γλώσσα ήταν δηλαδή από την αρχή παραπλανητικό. Ποια ήταν τότε ή περίφημη «βουλγαρική γλώσσα» των πανσλαβιστών που οι διάλεκτοι της Βουλγαρίας και της Μακεδονίας ήταν κομμάτια αυτής της γλώσσας;
Εκτός από την παλιά γλώσσα του παλιού βουλγαρικού κράτους την παλαιοβουλγαρική-σλαβοβουλγαρική δεν υπήρχε καμιά άλλη γλώσσα. Επομένως η βουλγαρική γλώσσα στην οποία αναφέρονται οι πανσλαβιστές είναι ένα κατασκεύασμα, μια άλλη πλάνη, στηρίζονταν δηλαδή σε μια γλώσσα που δεν υπήρχε. Η γενική χρήση του όρου «βουλγαρική» περιλάμβανε όλες τις ελληνοσλαβικές και σλαβοβουλγαρικές διαλέκτους, αλλά δεν υπήρχε καμμιά συγκεκριμένη γλώσσα. Σαφώς υπάρχουν οι σλαβοβουλγαρικές διάλεκτοι οι οποίες διατηρούν την κυριλλική γραφή, όπως και οι ελληνοσλαβικές με ελληνική γραφή. Και όπως ανέφερα κατά κόρον, τους συνδέει μόνο η κοινή προσλαβική- Proto-Slavic που συνδέει όλες τις σλαβικές γλώσσες. Δεν υπάρχει βουλγαρική γλώσσα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οπότε η Εξαρχία για να βάλει ένα τέλος στην Βαβέλ των διαλέκτων όρισε μία, την διάλεκτο του Βελίκου Τάρνοβου ως την επίσημη βουλγαρική. Από κει και πέρα η επίσημη «βουλγαρική γλώσσα» είναι αυτή η διάλεκτος. Μόνο από τα μέσα το 19ου αιώνα έχουμε πράγματι βουλγαρική γλώσσα! Μια απόδειξη για το γλωσσικό χάος των ελληνοσλαβικών και σλαβοβουλγαρικών διαλέκτων αποτελεί και η Μετάφραση του Ευαγγελίου η οποία ξεκίνησε το 1820 από τον μοναχό Θεοδώσιο στο Bistritsa της Ρουμανίας και ολοκληρώθηκε το 1823 σε μια σλαβοβουλγαρική διάλεκτο που όταν τυπώθηκε το 1835 στη Αγία Πετρούπολη δεν μπορούσε να το διαβάσει κανείς γιατί η διάλεκτος όπως αναφέρεται δεν ήταν «ούτε σλαβική ούτε βουλγαρική». Την επόμενη προσπάθεια έκανε το 1835 ο Neofit Rilski στη ελληνοσλαβική διάλεκτο της περιοχής Νευροκοπίου αλλά με κυριλλικούς χαρακτήρες και ολοκληρώθηκε το 1838. Αλλά και αυτή η γλώσσα δεν ήταν κατανοητή από πολλούς και του ζητήθηκε να επεξεργασθεί και να διορθώσει την μετάφραση, πράγμα που δεν έκανε ο Rilski. Έτσι δόθηκε στον Petko Rachov Slaveykov το 1862 ο οποίος την ολοκλήρωσε για να μη πολυλογώ τον Ιούνιο του 1871! Από αυτό καταλαβαίνεται φίλοι μου τη γλωσσική σύγχυση που επικρατούσε την εποχή εκείνη.
59
Αν υπήρχε πραγματικά ΜΙΑ βουλγαρική γλώσσα όπως ήθελαν οι πανσλαβιστές, γιατί δεν μεταφράστηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα; Επομένως το πανσλαβικό ψευτοεπιχείρημα με την θεία λειτουργία ήταν από την αρχή ψευδές και παραπλανητικό. Όμως πάνω σε αυτό αποκλειστικά και μόνο έγινε ο διαχωρισμός σε σλαβόφωνους Γραικομάνους και σλαβόφωνους Βουλγαρομάνους και Βουλγάρους!. Είναι δυνατόν να εξαρτάται η εθνικότητα για το ποιος είναι Έλληνας και ποιος Βούλγαρος από αυτό και μόνο; Και όμως η ιστορία έδειξε ότι είναι. Το ζητούμενο είναι ότι δεν υπήρχε κάποια ανάγκη και κάποιο πρόβλημα των κατοίκων να ακούσει την Θ. Λειτουργία στα βουλγαρικά, είναι ένα τέχνασμα το οποίο εφηύραν οι πανσλαβιστές εκτός Μακεδονίας και Βουλγαρίας και αναζητήθηκαν πράκτορες που θα το προωθήσουν. Η προσπάθεια των πανσλαβιστών και των ντόπιων Μακεδόνων πρακτόρων ήταν η συλλογή υπογραφών αυτών που θέλουν σλαβική Θ. Λειτουργία, ειδικά μετά το 1870 όταν εδραιώθηκε η βουλγαρική Εξαρχία. Κατά την θεωρία του πανσλαβισμού οι Γραικομάνοι δεν είναι εθνότητα ξεχωριστή. Αυτό είναι μια αντίφαση, γιατί η θεωρία τους στηρίζεται στο ότι όποιος μιλάει βουλγαρικά είναι Βούλγαρος, ενώ οι Γραικομάνοι παρόλο που μιλούν βουλγαρικά έχουν ελληνική συνείδηση! Στους χάρτες του Safarik αλλά και των μεταγενέστερων όταν χρωματίζονται οι περιοχές που κατοικούν Σλάβοι-Βούλγαροι συνυπολογίζονται και οι Γραικομάνοι. Αυτό είναι δεδομένο, αλλά γεννάται το εξής ερώτημα. Πως θα γίνει η ομογενειοποίηση των Βουλγαρομάνων των βυζαντινών μητροπόλεων με ρωμαίικο παρελθόν και των Βουλγάρων των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων; Η γλώσσα που μιλάει κάθε ομάδα είναι διαφορετική, οι Βούλγαροι σλαβοβουλγαρική και οι Βουλγαρομάνοι ελληνοσλαβική! Η απάντηση είναι ο «εκβουλγαρισμός» των σλαβόφωνων Ρωμιών μέσω της εκκλησίας και της νέας βουλγαρικής παιδείας η οποία εμφανίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα.
ΣΤ. 3.2. Ο εκβουλγαρισμός των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων Δεν θα σταθώ πολύ στην δράση των πανσλαβιστών στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις. Στις βυζαντινές μητροπόλεις της Μακεδονίας υπάρχουν μικτοί πληθυσμοί, σλαβόφωνοι, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι κλπ, καμία μητρόπολη δεν έχει αμιγώς σλαβόφωνους ενώ αμιγώς ελληνόφωνες μητροπόλεις στη Θρακομακεδονία υπάρχουν πολλές. Στις παλιές βουλγαρικές το να ακούσουν την παλιοβουλγαρική θεία Λειτουργία ίσως να ήταν μια ιστορική δικαίωση, μια επιστροφή στα παλιά. Εδώ ο διαχωρισμός σε Έλληνες, Γραικομάνους και Βουλγάρους είναι σαφής και η προσπάθεια μάλιστα της συλλογής των δημοτικών τραγουδιών ξεκίνησε πιο μπροστά από το πρώτο πανσλαβικό συνέδριο το 1842. Αυτός που πρωτοστάτησε ήταν ο Ουκρανός πανσλαβιστής ανατολικού τύπου Yuriy Ivanovich Venelin (1802-1839).
60
Με τις περιοδείες του o Venelin στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις συναντά πολλούς σλαβόφωνους Ρωμιούς διανοούμενους που τους κερδίζει για την ιδέα της Βουλγαρικής Αναγέννησης. Ο Venelin θα «ανακαλύψει» τους άγνωστους μέχρι τότε Βουλγάρους από τον διάσημο Σέρβο μεταρρυθμιστή Vuk Stefanović Karadžić (1787-1864) και θα γράψει το 1829 το έργο του «Αρχαίοι και σημερινοί Βούλγαροι» (Hayer, σελ. 165). Ενδιαφέρον έχει την εποχή αυτή, δηλαδή αρχές του 19ου που οι Ρώσοι ανακαλύπτουν τους Βουλγάρους, η ενόχληση των Σέρβων που μέχρι τότε είχαν την εύνοια των Ρώσων. Έτσι ο Σέρβος λόγιος ο Spiridon Gopčević (1855-1936) θα γράψει για την περίοδο αυτή αλλά πολύ περισσότερο μετά την εκδήλωση της ρωσικής «Σλαβοφιλίας»( κίνημα των Ρώσσων λογίων από το 1820-1860 ότι «οι Ρώσσοι προσπαθούν αν ανακαλύψουν Βουλγάρους, εκεί που δεν υπάρχουν» (‚Sie bemühten sich, überall dort Bulgaren zu erfinden, wo es keine gibt‘, Hayer, σελ. 146) Από τους πρώτους που κέρδισε ο Venelin για την βουλγαρική υπόθεση ήταν ο Vasil Evstatiev Aprilov (1789-1847) φανατικός φιλέλληνας έμπορος της Οδησσού. Τον έπεισε να απαρνηθεί την ελληνική ιδέα και να στρέψει την προσοχή του στην αναγέννηση του Βουλγαρικού λαού. O Aprilov θα γίνει διώκτης του ελληνισμού, το 1835 δε ιδρύει με τον επίσης έμπορο Nikola Steph. Palausow (1776–1853) και τον ιερωμένο Neofit Rilski (1793-1881) το πρώτο βουλγαρικό σχολείο της νεότερης ιστορίας της Βουλγαρίας και συγκεκριμένα στην γενέτειρα του, στο Gabrowo της Μοισίας. Κάτι που είναι πολύ σημαντικό και να το αναφέρω για να φανεί περισσότερο ο διαχωρισμός και η διαφορά των παλιών βουλγαρικών και βυζαντινών μητροπόλεων είναι η έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα των Βουλγάρων που οργανώνεται και διεξάγεται μόνο στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις δηλαδή στην Μοισία. Πρωτοστάτης σε αυτό τον αγώνα είναι ο ελληνοδιδάσκαλος Georgi Stoykov Rakovski (1821– 1867) από το Kotel της κεντρικής Βουλγαρίας ο οποίος είναι ο πρώτος λόγιος που επιδιώκει τον ένοπλο αγώνα ενάντια στους Οθωμανούς. Ο Rakovski περνά μια πολυτάραχη ζωή, καταδικάζεται σε θάνατο στο Βουκουρέστι, αλλά λόγω της ελληνικής του υπηκοότητας γλυτώνει και φυγαδεύεται στη Μασσαλία όπου σπουδάζοντας και μελετώντας τους Γάλλους επαναστάτες καταστρώνει το σχέδιο του για την Αναγέννηση της Βουλγαρίας κατά το πρότυπο της Γαλλικής επανάστασης. Επανερχόμενος στη τουρκοκρατούμενη Βουλγαρία αναπτύσσει έντονη επαναστατική δραστηριότητα. Το 1840 μαζί με τον Ilarion Makariopolski(1812–1875) δημιουργεί στην Αθήνα την «Σλαβοβουλγαρική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία» (Славянобългарско ученолюбиво дружество). Το 1854 δημιουργεί την πρώτη ένοπλη ομάδα-Τσέτα και ονομάζει τους μέλη της Κομιτατζήδες. Ο Rakovski βρίσκεται το 1861 στο Βελιγράδι, είναι ήδη πράκτορας των πανσλαβιστών, (Friedrich Hayer, σελ. 275) και δημιουργεί το 1862 την πρώτη βουλγαρική λεγεώνα First Bulgarian Legion(Първата българска легия) η οποία μπορεί να μη είχε επιτυχίες και να διαλύθηκε σύντομα, όμως στρατολογήθηκαν λόγιοι οι οποίοι θα συνεχίσουν το επαναστατικό έργο στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις. Θεωρώ ότι Rakovski είναι ο δημιουργός της φιλοσοφίας και του πυρήνα όλων των επόμενων Κομιτατζήδικων οργανώσεων :
61
Bulgarian Secret Central Committee (Таен централен български комитет) το 1866 στο Βουκουρέστι (αν και ο ίδιος ο Rakovski διαφωνούσε με τρόπο ίδρυσής) . Bulgarian Revolutionary Central Committee (Български революционен централен комитет) το 1869 στο Βουκουρέστι. Η σημαία της Εξέγερσης του Απριλίου 1876
- Internal Revolutionary Organisation (Вътрешна революционна организация) το 1870 στο Λόβετς της βορειοκεντρικής Βουλγαρίας.
Η τελευταία δημιουργία του Vasil Levski(1837-1873) θα παίξει κυρίαρχο ρόλο στην εξέγερση του Απριλίου 1876 που θα γίνει στη κεντρική Βουλγαρία και αποτέλεσμα της οποίας είναι ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος του 1876 ο οποίος με την σειρά του είχε ως αποτέλεσμα την αυτονόμηση του πριγκιπάτου της Βουλγαρίας την 3 Μαρτίου του 1878 με την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Αυτές οι οργανώσεις και οι ενέργειες αφορούσαν όλες μόνο τις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις και μόνο τον χώρο της παλιάς Βουλγαρίας-Μοισίας.
ΣΤ. 3.3. Ο εκβουλγαρισμός των βυζαντινών μητροπόλεων Ο στόχος του πανσλαβισμού ήταν η δημιουργία ενός σλαβικού κράτους-έθνους που θα περιέκλειε όλους τους σλαβόφωνους των ελληνικών και των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων, όπως ανέφερα ποιο πάνω, η ομογενοποίηση των σλαβόφωνων σε μια νέα βουλγαρική εθνότητα. Ο χάρτης του Safarik ήταν ενδεικτικός. Το ζητούμενο ήταν να συνδεθεί η ελληνοσλαβική γλώσσα με το κατοχικό παρελθόν της πρώτης και δεύτερης βουλγαρικής ηγεμονίας στη Μακεδονία τον 9οκαι 10ο και 11ο αιώνα. Αυτή είναι μια υπόθεση που επικαλούνται και υποστηρίζουν ακόμη και σήμερα οι συνεχιστές της πανσλαβικής ιδέας και της βουλγαρικής αλυτρωτικής πολιτικής της «Μεγάλης Βουλγαρίας». Αλλά και εγχώριοι υποστηρικτές του «μακεδονισμού» που αρέσκονται με αναφορές σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα στους Βογομίλους και τις βουλγαρικής κατοχής του Συμεών και του Σαμουήλ, ως δική τους ιστορίας. Θέλουν να παρουσιάζεται η κατοχή της Μακεδονίας από την πρώτη και δεύτερη βουλγαρική ηγεμονία ως δική τους ιστορίας. Δηλαδή, επιχειρείται να παραποιηθεί, να πλαστογραφηθεί η ιστορική αλήθεια των εθνικά Ρωμαίων σλαβόφωνων των σλαβηνιών υπερτιμώντας την ολιγόχρονη βουλγαρική κατοχή και λόγω της συγγένειας της ελληνοσλαβικής με την σλαβοβουλγαρική γλώσσα να παρουσιαστούν ως ίδιες και οι πρώτοι Σλάβοι των σλαβηνιών να βαπτιστούν από τους πανσλαβιστές ως Βούλγαροι.
62
Οπότε οι απόγονοι των πρώτων Σλάβων του 7ου αιώνα μετά από 12 αιώνες περίπου, αφού μόνο στα μέσα του 19ου αιώνα έχουμε την ευρεία διάδοση της πανσλαβικής ιδέας, στην ουσία μετά από 50 γενεές (αν κάθε γενεά υπολογισθεί στα 25-30 χρόνια, στην εκατονταετία έχουμε 4 γενεές) να θεωρηθούν οι σλαβόφωνοι των Σλαβηνιών ότι είνάι Βούλγαροι και υπερήφανοι ειδικά για τους Τσάρους Σαμουήλ και Συμεών. Από αυτά που ανέφερα πιο πάνω για την εγκατάσταση των Σλάβων των σλαβηνιών, την ανάμειξη με τους ντόπιους Ρωμιούς και την εγκατάσταση μεταγενέστερα των Σερμησιάνων και την αναμφισβήτητη ύπαρξη των αμφίμικτων χωριών , σε συνδυασμό με την πλήρη αποσλαβοποίηση την ενσωμάτωση στην ελληνορθόδοξη παράδοση και την για 50 γενεές συνεχή υπαγωγή στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης δεν αφήνει κανένα περιθώριο να μιλάμε για Σλάβους στη Μακεδονία. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι είναι βιολογικά απόγονος των πρώτων Σλάβων του 7ου μ.Χ. αιώνα (μετά δεν είχαμε εμπλουτισμό από άλλα σλαβικά φύλα). Να το δεχθούμε. Αλλά μόνο αυτός, γιατί εκατοντάδες χιλιάδες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας στο παρελθόν και σήμερα δεν μπορεί όλοι να είναι βιολογικά απόγονοι αποκλειστικά των πρώτων σλάβων. Αλλά πρέπει και αυτός που πιστεύει ότι είναι Σλάβος της Μακεδονίας να δεχθεί ότι η παράδοση των προγόνων του των 50 γενεών δηλαδή, δεν έχει καμία σχέση με σλαβικό πολιτισμό και ότι από τον εκχριστιανισμό του 9ου αιώνα μέχρι σήμερα ανελλιπώς είναι ελληνική. Πόσο Σλάβος μπορεί λοιπόν να αισθάνεται ένας σλαβόφωνος Ρωμιός; Η επιδίωξη του πανσλαβισμού ήταν να θεωρούνται οι σλαβόφωνοι ως απόγονοι των Σλάβων, οπότε με τον υπάρχοντα και από όλους αποδεκτό χαρακτηρισμό της γλώσσας ως «βουλγαρικής» η ταυτοποίηση θα φαινόταν εύκολη υπόθεση, αν δεν υπήρχαν οι «καταραμένοι» Γραικομάνοι. Δηλαδή με άλλα λόγια κατάφεραν οι πανσλαβιστές να πείσουν το αμόρφωτο ποίμνιο των βουλγαρικών και βυζαντινών μητροπόλεων ότι υπάρχει ταύτιση γλώσσας και εθνικής συνείδησης. Επομένως όποιος μιλάει τα «βουλγαρικά» είναι Βούλγαρος. Βέβαια αυτό προς τα τέλη του 19ου αιώνα άλλαξε και τα «βουλγαρικά» της Μακεδονίας έγιναν ξαφνικά «μακεδονικά» και επομένως όποιος μιλάει «μακεδονικά» είναι «εθνικά Μακεδόνας». Οπότε τι ποιο φυσικό να ζητήσει κανείς να ακούσει την θεία λειτουργία στα «βουλγαρικά», αφού αυτή ήταν η «μητρική» του γλώσσα. Αυτό από την μία πλευρά, από την άλλη όμως θα έπρεπε να έρθει η ρήξη με την υφιστάμενη κατάσταση. Δηλαδή με το «κατεστημένο» ελληνικό καθεστώς της εποχής, το εκκλησιαστικό που ήταν το ελληνικό Πατριαρχείο και το οικονομικό κατεστημένο, οι Φαναριώτες. Η ρήξη θα έρθει με την καλλιέργεια μίσους απέναντι στο ελληνικό Πατριαρχείο και στους Φαναριώτες και θα ζητηθεί η απόσχιση από την ελληνορθόδοξη παράδοση.
63
ΣΤ.3.4. Ο κατασκευασμένος εχθρός: ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ Προτού αναφερθώ στου Φαναριώτες θα ήθελα να κάνω μια μικρή αναφορά στο οικονομικό σύστημα κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και να δούμε λίγο την σωματειακή οργάνωση των υπόδουλων Ρωμιών. Θα δανειστώ από την εκπληκτική εργασία της Αγγελικής Χατζημιχάλη «Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Οι συντεχνίες - Τα ισνάφια» ορισμένα επιλεγμένα τμήματα που θα φωτίσουν λίγο την άγνοια μας πάνω στο θέμα αυτό. Στόχος είναι να φανεί η πραγματική διάσταση της υποτιθέμενης μονοπωλιακής δύναμης των Φαναριωτών και η λίγο ή πολύ άγνωστη δύναμη των ρωμαίικων συντεχνιών ή ισναφίωνεσναφίων όπως ονομάζονται στην Τουρκοκρατούνη Ρωμανία. «….Αμέσως μετά την τουρκική κατάληψη της Αδριανούπολης (1361), οι Έλληνες επαγγελματίες
και έμποροι αρχίζουν τη δράση τους. Σφιχτοδένονται ακόμη περισσότερο σωματειακά σχηματίζοντας έτσι και πυρήνες για αντίσταση. Οι σκληρές ανάγκες που γεννάει η δουλεία αναγκάζουν ολόκληρο τον ελληνικό λαό να οργανωθεί σε οικονομικές αυτονομίες και σιγά σιγά σε διοικητικές και πολιτικές έτσι που να αντιστέκεται δυναμικά στον κατακτητή. Δημιουργείται διοικητικό σύστημα με την κοινότητα, που τα περισσότερά της μέλη είναι βγαλμένα μέσα από τα ισνάφια και που με τον καιρό ανεβαίνει στα πιο συνθετικά σκαλοπάτια χάρις στην παντοδυναμία που αποκτούν με τα χρόνια τα Πατριαρχεία ακτινοβολώντας τα προνόμιά τους σε όλο τον ελληνισμό. Η κοινότητα και οι συντεχνίες διαδραματίζουν σπουδαιότατο ρόλο από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πετυχαίνουν να καταδυναστεύεται όσο γίνεται λιγότερο, ο ελληνικός λαός, που γερά οργανωμένος διατηρεί την εθνική του συνοχή. Μονάχες τους οι συντεχνίες διαλέγουν τώρα πια τη διοίκησή τους, που τυπικά την επικυρώνει ο τούρκος Μουφτής ή Κατής. Οι Πρόεδροί τους οι πρωτομαστόροι, που κρατούν την οικονομική υπόσταση του ελληνισμού, δεν διορίζονται από τον αυτοκράτορα ή τον έπαρχο, παρά εκλέγονται από το λαό. Είναι οι αντιπρόσωποί του σε όλες τις περιπτώσεις, οι βεκίληδες, καθώς και οι μεσάζοντες μεταξύ των αφεντάδων Τούρκων και των ραγιάδων Ελλήνων. ¨Οι συντεχνίες, τα ισνάφια, της Πόλης, γράφει ο Μ. Γεδεών, πολυπληθεστάτους εργάτας έχουσαι εκ πασών των επαρχιών της τουρκικής αυτοκρατορίας, επιστεύοντο κατά συγκατάθεσιν και επίνευσιν της τουρκικής κυβερνήσεως, υπ’ αυτής, και υπό του «ευσεβούς ημών Γένους» αντιπρόσωποι νόμιμοι του υπό τους σουλτάνους ορθοδόξου έθνους των ρωμαίων... εθεωρούντο ως μεγάλη βουλή, διά το ευσεβές ελληνικόν γένος¨... …..
Κάθε συντεχνία είχε στην πολιτεία της το μονοπώλιο για το ιδιαίτερό της επάγγελμα, όπως και στα βυζαντινά χρόνια. Αλλά και το κάθε επάγγελμα είχε και διάφορους κλάδους ειδικότητας που η κάθε μια αποτελούσε ιδιαίτερη συντεχνία. Το ίδιο, όπως και στο Βυζάντιο, έτσι και στην τουρκοκρατία μια μεγάλη συντεχνία απαρτιζόταν από ιδιαίτερες ειδικότητες, είχε δηλ. διάφορες υποδιαιρέσεις και διαχωρισμούς, μικρότερα ισνάφια, που και πάλι όλα μαζί σχημάτιζαν ένα μεγάλο. Το ισνάφι π.χ. των χρυσοχών διακρινόταν στην Πόλη σε εικοσιπέντε ειδικότητες, χρυσικούς, που είχαν ειδικευθεί σε μια ορισμένη τεχνική της χρυσοχοϊκής ή ασημουργίας και σε όσους είχαν συναφή επαγγέλματα….. … Η Ελλάδα είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο βιοτεχνικό εργαστήρι που το προωθούσαν οι καινούριες συνθήκες της τουρκοκρατούμενης χώρας. 64
Τα μεγάλα ισνάφια ανθίζουν κυρίως στις πόλεις που ήταν όχι μόνο διοικητικά αλλά και επαγγελματικά και εμπορικά κέντρα, κόμποι συγκοινωνιών, που διευκολύνουν τους μαστόρους της υπαίθρου να επικοινωνούν με τις πόλεις και όπου μπορούν να συγκεντρώνονται όλα τα βιοτεχνικά προϊόντα της κάθε περιφέρειας κατ’εξοχήν μάλιστα τα προϊόντα της οικιακής ή εργαστηριακής τέχνης που παράγονταν στα χωριά…. … Ελάχιστα είναι τα επαγγέλματα που επιδίδονται οι Τούρκοι, που εξακολουθούσαν πάντοτε να
είναι στρατιωτικοί, ή στρατοκρατικοί παράγοντες, ή δημόσιοι υπάλληλοι, ή εισοδηματίες τσιφλικούχοι με μεγάλα κτήματα. Οι Τούρκοι δε μπόρεσαν να ασχοληθούν με τα περισσότερα από τα επιτηδεύματα, το μεγάλο εμπόριο και τις συναλλαγές που ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των Ελλήνων. … Ολόκληρη λοιπόν σχεδόν η οικονομική της χώρας κατευθυνόταν από τους Έλληνες γιατί οι
Τούρκοι περιφρονούσαν κιόλας το εμπόριο και τη χειροτεχνία αφοσιωμένοι το περισσότερο στη γεωργία από καταγωγή και από παράδοση. …..Στην Αδριανούπολη, την πρωτεύουσα πόλη της βιοτεχνικότατης Θράκης, που πολλοί συγγραφείς αναφέρουν πως τα εργαστήριά της ήταν πολύ περισσότερα από 6.000-8.000, λειτουργούσαν το 1760, όπως γράφει ο Ι.Σαράφογλου 32 ενσάφια, ενώ άλλοι τα αριθμούν σε 80.
Το Καταστατικό του Μελενίκου («Σύστημα ή Διαταγαί») ψηφίστηκε από τους Έλληνες πολίτες του Μελενίκου το 1813, ως ένα πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης και συνοχής καταργώντας τις κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις, κατάλοιπο τις βυζαντινής περιόδου.
Στη Φιλιππούπολη, όπου σώθηκαν κανονισμοί περίφημοι των μεγάλων ισναφιών των αμπατζήδων (καποτάδων) και των δουλγκέρηδων (χτιστάδων μαστόρων) άκμασαν 25 μεγάλες συντεχνίες. Στο Διδυμότειχο λειτουργούσαν 10, στην Αίνο 17. Γενικά σε όλη τη Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, ακόμη και στα νησιά της Προποντίδας και τη Μικρασία, οι τέχνες και το εμπόριον ανθίζουν στα χέρια των Ελλήνων. Στη Χαλκιδική ανθίζουνε δύο γερές ομοσπονδίες, τα Χάσικα και τα Μαδεμοχώρια, που διοικούν 360 χωριά και καλοζούν από την εκμετάλλευση του μαντεμιού. Και η Κοινότητα του Άθω, που μολονότι τα μοναστήρια της δεν ήταν όλα ελληνικά, διοικούνταν ωστόσο από ένα κοινό συμβούλιο.
Μια από τις ανώτατες μορφές που έφτασε το συνεταιριστικό σύστημα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ήταν π.χ. το περίφημο Κοινό του Μελενίκου, βυζαντινό εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο από τα μεγαλύτερα της Βαλκανικής. Το κοινό αυτό, που θυμίζει τα συστήματα των Δήμων, βασιζόμενο όχι μόνο στα κοινά συμφέροντα, αλλά και σε βαθύτερες κοινωνικές αρχές, θεμελίωσε ένα καθεστώς πλατιάς φιλανθρωπικής δράσης με την Αδελφότητα που διαχειριζόταν την εκκλησιαστική και σχολική περιουσία. …… Από το ταμείο των συντεχνιών τον κορβανά, συντηρούσαν γιατρούς, φαρμακεία, βοηθούσαν άρρωστους συντεχνίτες, γέροντες. Είχαν ταμείο προνοίας, για να περιθάλπουν με την ίδια στοργή χριστιανούς, χήρες, ορφανά, Τούρκους, Εβραίους. Δανείζανε με τόκο μετριότατο ή και άτοκα όσους γίνονταν μαστόροι ,και δεν μπορούσαν να πληρώσουν, τη μαστοριά. Δίνανε μηνιαία χρηματικά βοηθήματα σε κείνους που δεν είχαν δουλειά, φρόντιζαν όσους ατυχούσαν, προικοδοτούσαν και πάντρευαν κορίτσια, μάζευαν τα έκθετα παιδιά, μεριμνούσαν για τα νόθα, κάνανε κηδείες, μνημόσυνα φτωχών συντεχνιτών τους. 65
Ελευθερώνανε από τις φυλακές όσους κρατούνταν για χρέη, ή και παραπτώματα, τους προμηθεύανε κατάλληλα ρούχα, τους τρέφανε. Δίνανε φιλοδωρήματα σε Τούρκους διοικητικούς υπαλλήλους για να εξαγοράζουν τους χριστιανούς που σκλάβωναν οι Τούρκοι. Χτίζανε και συντηρούσαν σχολειά, διόριζαν και πλήρωναν δασκάλους. Οικοδομούσαν και διορθώνανε εκκλησιές, νοσοκομεία και κάθε είδος ευαγή καθιδρύματα. Τυπώνανε βιβλία, σπουδάζανε παιδιά, τα στέλνανε σε οικοτροφεία ή υπότροφους σε ανώτερες σχολές και σε πανεπιστήμια στην Ευρώπη. Από τους εράνους που κάνανε για κάποια επείγουσα ανάγκη, όπως σε περίπτωση πυρκαϊάς, δίνανε αμέσως την άλλη μέρα στα θύματα οι ταμίες των ισναφιών, χρήματα και μοιράζανε ρούχα, τρόφιμα. … Η μεγαλύτερη όμως εθνική υπηρεσία των συντεχνιτών παντού σε όλο τον ελληνισμό στάθηκε η ανεκτίμητη προσφορά τους στην εκπαίδευση της νεολαίας, στην ίδρυση και υποστήριξη των σχολείων, στη δωρεάν εκπαίδευση απόρων, στην εκτύπωση βιβλίων. …. Οι πρωτομαστόροι λοιπόν των ισναφιών φτάσανε σε όλη την Ελλάδα στα ανώτερα αξιώματα τόσο που στην Πόλη είχαν και ψήφο ισχυρή στα πράγματα του εκκλησιαστικού θρόνου. Ήταν όχι μόνο μέλη του Πατριαρχικού δικαστηρίου, αλλ’ είχαν και το δικαίωμα της εκλογής του Πατριάρχη, μαζί με την Ιερά Σύνοδο και τους Φαναριώτες προεστούς. Επίσης στη δωδεκαμελή Επιτροπή που εμπιστευόταν ο Πατριάρχης, το ταμείο της Εκκλησίας οι τέσσερεις ήταν αντιπρόσωποι των ισναφιών. Αλλά και οι γενικές συνελεύσεις που συγκαλούνταν στα πατριαρχεία για τις κοινές υποθέσεις, αποτελούνταν, το περισσότερο, από μέλη των ισναφιών.» Εδώ κλείνω την αναφορά μου για να δείξω ότι μπορεί οι Φαναριώτες να είχαν την δράση που θα δούμε παρακάτω και η οποία είχε περιορισμένη χρονική διάρκεια, αλλά δεν ήταν οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για την ανυπαρξία της βουλγαρική μεσαίας τάξης. ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ Τον 18ο αιώνα η τύχη ολόκληρου του ορθόδοξου μιλλέτ ήταν στα χέρια των "Φαναριωτών, μια χριστιανική ολιγαρχία - εθνοτική με καταγωγή ελληνική, αλβανική, ιταλικλή - τα μέλη της οποίας κυρίως ως φοροεισπράκτορες, στρατιωτικοί προμηθευτές, έμποροι κατόρθωσαν να γίνουν πλούσιοι. Έζησαν στην περιοχή "Φανάρι" (τώρα "Φενέρ") της Κωνσταντινούπολης, στο εμπορικό κέντρο του ελληνικού κόσμου στο οποίο από το 1600 εδρεύει και το Ελληνικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μουρούζης υποδέχεται Άγγλο Πρέσβη Οι Φαναριώτες προσπάθησαν εκτός από την οικονομική τους δύναμη να κερδίσουν και πολιτική επιρροή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πράγμα το οποίο πέτυχαν, στη συνέχεια, ως Dragomanoi και Hospodars στην Μολδοβλαχία. Μέσω παροιμιώδους απερίσκεπτης εκμετάλλευσης του αγροτικού κόσμου όλων των τουρκοκρατούμενων Βαλκανίων η οποία γενικά εφαρμόζεται κατά τον 18ο αιώνα, οι Hospodars συσσωρεύσουν τεράστιο πλούτο, τον οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιούν
66
επικερδώς για δανεισμό χρημάτων χρηματοδοτώντας την ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικά το ελληνικό Πατριαρχείο. Το αναγκαίο «δώρο» που έπρεπε να «προσφέρει» ένας νεοεκλεγείς Πατριάρχης στο σουλτάνο, προκειμένου να αποκτήσουν το αναγκαίο πιστοποιητικό επιβεβαίωσης (Berat), τον ενώ τον 16ο αιώνα ανέρχονταν σε 2.000 χρυσά νομίσματα, τον 17ο αιώνα αναρριχήθηκαν στα 100.000 . Μόνο οι Φαναριώτες ήταν σε θέση να «δανείσουν» τόσο μεγάλα ποσά, με αποτέλεσμα να αποκτούν μεγάλη επιρροή στην Διοίκηση του Πατριαρχείου και ειδικά στην εκλογή επισκόπων. Υποτίθεται ότι ο Πατριάρχης ο οποίος «δανείστηκε» πολλά για να εκλεγεί θα ζητούσε πολλά και από τους υποψηφίους Μητροπολίτες, όποιοι φυσικά έπρεπε να πληρώσουν. Με αυτό τον τρόπο εκλογής και οι Μητροπολίτες ζητούσαν από τον κατώτατο κλήρο τα αντίστοιχα. Αυτό σήμαινε ότι ο χριστιανικός πληθυσμός της Βαλκανικής Χερσονήσου είχε μερικές φορές να πληρώσει έως και 19 διαφορετικών φόρων στην εκκλησία, των οποίων το συνολικό ύψος ξεπερνούσε τους φόρους προς το οθωμανικό κράτος. Τους φόρους αυτούς του πλήρωναν όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί του Rum milliet. Η αισχροκέρδεια των Φαναριωτών είναι μια ιστορική πραγματικότητα Αυτό λοιπόν χρησιμοποιήθηκε έντεχνα από τους πανσλαβιστές ως προπαγανδιστικό στοιχείο, δηλαδή το ότι «οι φτωχοί Βούλγαροι εκμεταλλεύονται από τους Έλληνες, Φαναριώτες και το Πατριαρχείο». Το ότι το σύστημα το έλεγχαν οι Φαναριώτες είναι αναμφισβήτητο. Όμως οι Φαναριώτες δεν είχαν εθνικά συναισθήματα, τουναντίον. Ήταν υπάλληλοι του Σουλτάνου και δεν τους συνέφεραν οι επαναστάσεις. Στην χειρότεροι περίπτωση μόνο οι «αυτονομήσεις» κάτω από την οικονομική σκέπη του Σουλτάνου. Οι Έλληνες Φαναρίωτες που αναμείχθηκαν στην ελληνική επανάσταση του 1821 έχασαν στην κυριολεξία τα κεφάλαια και τα κεφάλια τους και όλη την ακίνητη περιουσία του. Επομένως στην περίοδο της Βουλγαρικής Αναγέννησης που ξεκινά αργότερα δεν υπάρχουν «Έλληνες» Φαναριώτες. Ακριβώς το αντίθετο μάλιστα. Έγραψα παραπάνω για «αυτονομήσεις». Ο Βούλγαρος Φαναριώτης Alexander Bogoridi (1822-1910) από το Kotel, ο οποίος ήταν δισέγγονος του Βούλγαρου Αναγγενηστή Sofroni Vratsa Επισκόπου της Βράτσα του πρωτεργάτη του «Αγώνα για ανεξάρτητη Βουλγαρική εκκλησία», έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την Αυτονόμηση της Ανατολικής Ρωμυλίας και μετέπειτα την προσάρτησή της στο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, που και τα δύο ήταν Αυτόνομα κράτη μεν αλλά υποτελή στον Σουλτάνο. Η ελληνικότατη Ανατολική Ρωμυλία χάθηκε χωρίς να πέσει μια ντουφεκιά και η Βουλγαρία διπλασίασε τα εδάφη της χάρη σε διπλωματικές κινήσεις Φαναριωτών. Επομένως δεν ευσταθούσε το επιχείρημα των πανσλαβιστών για την εποχή εκείνη. Οι Φαναριώτες εν κατακλείδι είχαν μεγάλο συμφέρον από την διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ενάντια σε κάθε επαναστατική δραστηριότητα που θα έπληττε την ακεραιότητά της.
67
ΣΤ.3.5 Η άνοδος της Βουλγαρικής μεσαίας τάξης. Το μονοπώλιο που είχαν όμως καταργήθηκε ουσιαστικά με την δεύτερη φάση της οικονομικής μεταρρύθμισης tanzimat, τη ονομαζόμενη hatt-i-hümmayun τον Φεβρουάριο του 1856 (Fikret Adanir, ‚Die Makedonische Frage‘, σελ.63) Σήμερα θα λέγαμε ότι η μεταρρύθμιση ήταν ένα «άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων». Δηλαδή ενώ πριν το 1856 οι Φαναριώτες ήταν οι αποκλειστικοί ρυθμιστές της Οικονομίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μετά την μεταρρύθμιση έχασαν το έλεγχο και «καθένας» μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμά που ήθελε. Η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί την αναζωπύρωση της Βουλγαρικής Αναγέννησης γιατί Βούλγαροι έμποροι πλέον συνεισφέρουν οικονομικά στην δημιουργία του νέου έθνους αφού δημιουργήθηκε μια βουλγαρική μεσαία τάξη, κάτι που μέχρι τότε δεν υπήρχε. Μια μεσαία τάξη από την οποία θα επανδρωθεί το νέο κράτος της Βουλγαρίας στις επόμενες δεκαετίες. Καταλαβαίνει κανείς το ενδιαφέρον που υπήρχε από τους νέους Βούλγαρους εμπόρους να ενισχύσουν την πανσλαβική ιδέα για δημιουργία νέου κράτους μακριά από τον ελληνικό έλεγχο. Επομένως στα μέσα του 19ου αιώνα δεν υπήρχε για τον «φτωχό Βούλγαρο» ο «κακός Έλληνας Φαναριώτης» πλέον, αλλά φρόντισαν οι πανσλαβιστές να μη το γνωρίζει ο απλός Βούλγαρος γιατί η εικόνα του «καταπιεστή Έλληνα» έπρεπε να διατηρηθεί. Ακόμη και σήμερα από ότι γνωρίζω στη Βουλγαρία υπάρχει ο δυσφημιστικός όρος «Φαναριώτης». Θα δανειστώ μερικές παραγράφους από τη καταπληκτική εργασία της κυρίας Prof. Nadia Danova, Καθηγήτριας του Ινστιτούτου Βαλκανικών Σπουδών της Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών στη Σόφια «Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ ΤΠΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ», σελίδα 6. . «Έτσι στην διαδικασία οικοδόμησης της βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας εμφανίζεται ο μύθος σύμφωνα με τον οποίον τα βουλγαρικά μεσαιωνικά έγγραφα καταστράφηκαν από τους Έλληνες μετά την άλωση της από τους Τούρκους, το 1396, με σκοπό να εξελληνισθούν οι Βούλγαροι. Η διαδικασία διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας των Βουλγάρων απαίτησε να κατασκευασθεί η αρνητική εικόνα του «άλλου» με τον οποίον γίνεται η σύγκριση υποχρεωτική φάση της διαδικασίας αυτής - για να αποδειχθεί ότι είμαστε οι καλύτεροι. Στην εθνική αφήγηση δεν έχει θέση μια θετική εικόνα του «άλλου» και, μάλιστα, όταν ο άλλος είναι πιο μπροστά στην οικονομική του ανάπτυξη και στη διαδικασία διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας. Αυτά τα στοιχεία της εθνικής μυθολογίας βρίσκονται στα έργα όλων των αντιπροσώπων της βουλγαρικής ρομαντικής ιστοριογραφίας, όπως και στα σχολικά εγχειρίδια στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.» Βέβαια η κυρία Danova περιγράφει με απαλά χρώματα την αντιπαλότητα που έστησε ο πανσλαβισμός για την κατασκευή του «κακού Έλληνα» για να επιτύχει την απόσχιση από την ελληνική παιδεία. Δεν θα επεκταθώ άλλο στο μεγάλο θέμα του ανταγωνισμού της βουλγαρικής και της ελληνικής παιδείας, το οποίο έχει φοβερά μεγάλο ενδιαφέρον.
68
Αυτό που θα πρέπει όμως να τονίσουμε και που αναφερθήκαμε πιο πάνω είναι ότι εδώ στηρίζεται όλο το πανσλαβικό τέχνασμα και η εξαπάτηση, δηλαδή η προβολή της ανάπτυξης της Αχρίδας επί Αγίου Κλήμεντος της Αχρίδας, μαθητή των Ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου και της γνωστής προσφοράς της Σχολής της Αχρίδας στη Βουλγαρική εκκλησιαστική παιδεία. Η Σχολή της Αχρίδας έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της βουλγαρικής γλώσσας ειδικά στις ημέρες του Αγίου Κλήμεντος και του μαθητή του Ναούμ, αλλά τόσο όσο διήρκησε η βουλγαρική κατοχή. Τρία ήταν τότε τα βουλγαρικά κέντρα του βουλγαρικού πολιτισμού το Τάρνοβο, η Πρεσλάβα και η Αχρίδα. Επομένως για όσους προσπαθούν να βαπτίσουν «μακεδονική» την γλώσσα της Αχρίδας ήταν τόσο «μακεδονική» όσο ήταν η γλώσσα στο Τάρνοβο και στη Πρεσλάβα. Οι σλαβόφωνοι όμως των σλαβηνιών ήταν μέτοχοι του ελληνικού πολιτισμού και είχαν την ελληνική γραφή. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τις δύο βουλγαρικές κατοχές έχουμε συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής παιδείας. Δεν έμεινε τίποτε στις βυζαντινές μητροπόλεις που να θυμίζει την βουλγαρική παρουσία. Εκτός αυτών των γραπτών κειμένων που παρήχθησαν κατά την διάρκεια των δύο κατοχών. Στόχος λοιπόν των πανσλαβιστών είναι να πείσουν τους σλαβόφωνους ότι είναι απόγονοι των Βουλγάρων του 9ου και 10ου αιώνα και ότι η γραφή της γλώσσας τους είναι η παλαιοβουλγαρική-κυριλλική. Επομένως έπρεπε να βρεθούν αντικείμενα που να αποδεικνύουν την παρουσία των Βουλγάρων στη Μακεδονία. Αυτά τα κείμενα παρήχθησαν όμως μόνο επί των Βουλγαρικών κατοχών της Μακεδονίας, οι οποίες ήταν συνολικά 98 η πρώτη κατοχή και 45 η δεύτερη, όπως είδαμε. Στα 143 χρόνια φυσικά και υπήρξαν γραπτά στη παλαιοβουλγαρική γλώσσα τα οποία υπήρχαν στην Αχρίδα και σε ορισμένα μοναστήρια της Μακεδονίας. Για μεν τις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις είναι εύκολη υπόθεση να πεισθεί ο πληθυσμός ότι έγινε η προσχώρηση στο Rum milliet και επομένως θέλουν την ανεξαρτησία τους, Στις ελληνικές μητροπόλεις που ήταν από ιδρύσεως του από τους πρώτους αιώνες τις χιλιετηρίδας ελληνικές και υπήρχε πάντοτε η ελληνορθόδοξος παράδοση τα πράγματα ήταν δύσκολα.
69
ΣΤ.3.6 Η πανσλαβική δράση στη Μακεδονία. Αυτόφωτοι και ετερόφωτοι Αναγεννηστές. ΣΤ.3.6.1. ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Για να επιτευχθεί η σύνδεση της βουλγαρικής κατοχής με την νέα προς διαμόρφωση βουλγαρική συνείδηση θα έπρεπε πρώτον κατά επιταγή των αποφάσεων του πρώτου πανσλαβικού συνεδρίου το 1842 να βρεθούν σλαβικά κείμενα γραπτά και δεύτερον να ορισθούν ως βουλγαρικά τα τραγούδια του μακεδονικού σλαβόφωνου πληθυσμού. Viktor Grigorowitsch (1815-1876)
Τους πανσλαβιστές ενδιέφερε όπως είπαμε κατά κόρον να συνδεθεί η περίοδος του Τσάρου Σαμουήλ στην Αχρίδα με την αντίληψη ότι Βούλγαροι κατακτητές και Σλάβοι των σλαβηνιών ήταν ίδιο έθνος.
Σε μια τέτοια αποστολή ο Ρώσσος Viktor Grigorowitsch (1815-1876) περιοδεύει της βουλγαρικές και βυζαντινές μητροπόλεις το 1844-47 με σκοπό την εύρεση μεσαιωνικών εγγράφων στη Μακεδονία από τις περιόδους της βουλγαρικής κατοχής. Έτσι επανεκδίδει το «Ευαγγέλιο της Αχρίδας» και τα «Γλαγολιτικά Τετράδια της Μονής Ρίλα» τα οποία είναι μεταφράσεις στην παλαιοσλαβονική των «Παραινέσεων» του Εφραίμ του Σύρου. Το 1845 είναι φιλοξενούμενος του ηγουμένου της σερραϊκής Μονής Τιμίου Προδόμου Θεοδοσίου Gologanov από το Ταρλίς (σημ. Βαθύτοπος Νευροκοπίου). Το 1846 όμως συναντάται με ένα ταλαντούχο Μακεδόνα Ρωμιό νέο τον οποίο θα μυήσει στις πανσλαβικές ιδέες και θα τον καταστήσει πρωτοπόρο του εκβουλγαρισμού στη Δυτική Μακεδονία, τον Dimitar Miladinov. Η περίπτωση Miladinov- Μηλαδύνη.
Dimitar Miladinov (1810-1862)
Πρώτος λοιπόν στη Δυτική Μακεδονία είναι ο Miladinov, Dimitar(1810-1862) ο οποίος με τους αδελφούς του Naum(1817-1897) και Konstantin(1830-1862) συλλέγει καθ’ υπόδειξη του Grigorowitsch δημοτικά τραγούδια της ελληνοσλαβικής γλώσσας τα οποία γράφει με κυριλλικούς χαρακτήρες και εκδίδεται έτσι η συλλογή «Βουλγαρικά Δημοτικά τραγούδια της Μακεδονίας» το 1861.
Ο «Δημήτριος Μηλαδύνης, ελληνοδιδάσκαλος εν Αχρίδι» όπως ο ίδιος υπογράφει είχε άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, γνωστός διδάσκαλος από το 1830 σε όλες τις πόλεις και χωριά του Μοναστηριού, προτού καν υποψιαστεί ότι υπάρχει βουλγαρικό έθνος.
70
Καθοριστικής σημασίας για την ζωή του αλλά και για το Μακεδονικό ζήτημα είναι η συνάντησή του με τον Grigorowitsch στην Αχρίδα το 1845 τον οποίο βοηθά στην έρευνά του για την επανέκδοση του «Ευαγγελίου της Αχρίδας». Στις 25 Φεβρουαρίου 1846 αναφέρει την υποταγή του στις διαταγές του Grigorowitsch και την πρόοδο των εντολών που πήρε από αυτόν. Εδώ ήδη στην πρώτη παράγραφο καταλαβαίνει κανείς την απάτη των πανσλαβιστών που στάθηκε η αιτία της απόσχισης από το Πατριαρχείο. Αυτό στην ουσία είναι το επιχείρημα με το οποίο μεταστρέφουν τους Μακεδόνες λόγιους εκείνης της εποχής μέχρι το Ιλλιντεν το 1903. Δηλαδή ξεκινώντας από την υπόθεση ότι αυτά τα «βουλγαρικά» που μιλούν είναι μέρος της βουλγαρικής γλώσσας, επομένως και οι ομιλούντες είναι Βούλγαροι και κομμάτι ενός βουλγαρικού έθνους. Γράφει λοιπόν ο Μηλαδύνης:
Η ιδιόχειρη επιστολή του Miladinov στον Grigorowitsch
«Εν τοσούτω αι προσπάθειαί μου περί της Βουλγαρικής μας διαλέκτου και των βουλγαρικών τραγουδιών είναι, κατά την παραγγελίαν σας είναι ανυπέρβλητοι». Παρόλα ταύτα παρακαλεί στο τέλος τον Grigorowitsch «περιμένων άμεσον απάντησιν σας εις ελληνικήν γλώσσα..». Σε άπταιστα ελληνικά είναι και όλες οι επιστολές του Μηλαδύνη προς φίλους και συνεργάτες, γραμμένα με ένα ύφος και έναν πλούτο έκφρασης που σήμερα σπάνια συναντούμε σε Έλληνες λογίους. Η ίδια επιστολή δακτυλογραφημένη
Μάλιστα στις 29 Αυγούστου 1852 σε επιστολή του προς τον εξέχοντα Βούλγαρο Alexandar Stoilow(1810-1891) ο οποίος έφερε το τίτλο του Εξάρχου στη Κωνσταντινούπολη και προοριζόταν για ηγεμόνας της νέας Βουλγαρίας αποδεικνύει την σύγχυση της νέας εθνικής συνείδησης που προσπαθεί ο πανσλαβισμός να επιβάλει στη Μακεδονία μεσω των πρακτόρων του, όπως ο Μηλαδύνης. Γράφει λοιπόν : «Αξιότιμε Αλέξανδρε Έξαρχε, Η καλή φήμη σας είναι φήμη εις καύχημα όλων τω εν τη Ευρωπαική Τουρκία Σλαβοβουλγάρων. Το δε αίσθημα του πατριωτισμού σου εύχομαι να διαδίδεται ως αστραπή προς πάντας τους ποτέ μεν ενδόξους (Σλάβνι), νυν δε ανασταινομένους εκ του βορβόρου της απαιδευσίας ομογενείς ημών απογόνους του Ιλλύρου, Κολλέδα, του Σίλνι Στέφαν Νεεμανόβηκ και των λοιπών» Θεωρεί δηλαδή ασπαζόμενος την ασαφή πανσλαβικής αντίληψης δυτικού τύπου την Πελασγο-Ιλλυρική προέλευση των Σλάβων και θεωρεί απογόνους των Ιλλυρών και του Σέρβου Τσάρου-Κράλη (Σίλνι Στέφαν Νεεμανόβηκ) τον Stefan Dusan (1331–1355) της δυναστείας Nemanjić. Ο Μιλαδύνης επισκέπτεται το 1853-1856 το Sremski Karlovci, όπως και ο Πατριάρχης της Βουλγαρικής Αναγέννησης Παΐσιος Χιλανδρανικός προτού έναν αιώνα και ενεργοποιείται στα πανσλαβικά όργανα εντυπωσιασμένος από το κίνημα των Ιλλυρίων (1830-1849).
71
Δηλαδή, παρά τις επαφές του Μιλαδύνη το 1845 με τον Grigorowitsch στη ουσία από δω και στο εξής ξεκινά τη ουσιαστική δράση του στην παραχάραξη της ιστορίας με αυτά που διδάχθηκε στο Sremski Karlovci. Οπαδός του πανσλαβισμού δυτικού (ιλλυριακού) τύπου γράφει σε μια επιστολή του προς τον Ρώσσο Τσάρο τις 8 Ιουνίου 1858, «εν Κουκουσίω»(Κιλκίς): «Μεγαλειότατε, Ράκη των αιώνων παρήλθον διακυματίσαντα ου μόνον το προϊστορικόν Πελασγικόν Βουλγαρομακεδονικόν και ιστορικόν Σλαυικόν, αλλ΄ ως γνωστών αιτιών και την μητρικήν γλώσσαν διεναυάγησαν, μη δυνάμενα δε, χάρις τω υψίστω, το χαρακτηριστικόν εξαλείψαι….» Η πανσλαβική δηλαδή συγκεχυμένη ιστορική αντίληψη που θέλει τον Μέγα Αλέξανδρο, Φίλλιπο Β΄ και Αριστοτέλη Σλάβους. Είναι βέβαια μια θέση την οποία την έχουν καταρρίψει οι Βούλγαροι, έστω και πολύ αργά αλλά ζει ακόμα στους λεγόμενους Σλαβομακεδόνες-Μακεντόνσκι. Όλες οι επιστολές υπάρχουν στο αρχείο του Βούλγαρου ιστορικού και συλλέκτη Nikola Traykov (1888-1963) ο οποίος έχει συλλέξει 49 επιστολές του Δημητρίου Μηλαδύνη, όλες (εκτός μιας) σε άπταιστα ελληνικά γραμμένες, όπως η επιστολή που ανήρτησα λίγο παραπάνω προς τον Grigorowitsch. Όπου ο Μηλαδύνης αναγκάζεται να γράψει κάτι στην μητρική του ελληνοσλαβική γλώσσα το γράφει φυσικά με ελληνικούς χαρακτήρες! Έτσι για παράδειγμα στην επιστολή προς τον Alexandar Stoilow, Έξαρχο που ανέφερα παραπάνω γράφει μεταξύ άλλων: «..τα δε προσκόμματα της ενταύθα Σλαβικής προόδου δεν είναι ούτε μικρά ούτε ολίγα, και κατά συνέπειαν των άλλων το μέγιστον ίσως το γραικικόν ιερατείον το ήτο πάντοτε, είναι απανταχού, και θέλει είσθαι ραδιούργος μηχανή κατά της σλαβικής γλώσσης (άμα σο ήμε μπόζιο νε κε δοτζέκαετ) και κατά την παροιμίαν χρειάζεται (να ζλό τάρνα ζλό κόπατζκα).» έτσι ακριβώς είναι γραμμένα στην επιστολή, με ελληνικούς χαρακτήρες δηλαδή! Ο Μηλαδύνης υπογράφει μέχρι τις αρχές του 1857, δηλαδή προτού το ταξίδι του στα πανσλαβικά κέντρα ως «Δημήτριος Μηλαδύνης», μετά γίνεται «Δημήτριος Μηλαδύν» και σε επιστολή του προς τον κύριο Ρόμπη σε επιστολή της 20 Αυγούστου 1857 ως «Δ.Χρ.Μηλάδυνοβ», σημάδι της βουλγαροποίησής του, παρόλα ταύτα όμως με ελληνικούς χαρακτήρες!. Η αλλαγή του ονόματος σηματοδοτεί θεωρώ μια βαθύτατη αλλαγή στη προσωπικότητα. Το παράδειγμά του θα ακολουθήσουν και άλλοι λόγιοι απαρνούμενοι την ελληνική τους ταυτότητα τους και το όνομα τους όπως ο Γρηγόρης Σταυρίδης ο οποίος θα γίνει Grigor Stawrew Parlitschew (1830-1893) ο Κοσμάς Αναστασίου Πασχάλης ο οποίος θα γίνει Kuzman Anastasov Shapkarev (18341909). Βλέπουμε ότι μπορεί τα χωριά, τα βουνά και τα λαγκάδια να είχαν σλαβικά ονόματα οι κάτοικοι όμως της Μακεδονίας είχαν πάντα ελληνικά ονόματα. Μόνο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα έχουμε τις αλλαγές των ελληνικών ονομάτων στα βουλγαρικά από τους προσήλυτους της πανσλαβικής ιδέας.. Από το 1856 βάζει ο Μηλαδύνης σε εφαρμογή το σχέδιο της εκμάθησης της «βουλγαρικής» γλώσσας παράλληλα με την ελληνική σε ελληνικά σχολεία, δηλαδή τα «βουλγαρικά» διδάσκονται σαν (ξένη) γλώσσα ενώ όλα τα άλλα μαθήματα στα ελληνικά..
72
Και αυτό για το απλούστατο λόγο ότι το πρώτο βουλγαρικό σχολείο στη Μακεδονία (τα σχολεία που δίδασκε ο Μιλαδύνης βουλγαρικά μετά το ταξίδι το 1856 ήταν ελληνικά) που δίδαξε την παλαιοβουλγαρική γραφή άνοιξε στην Αχρίδα το 1861, όπως αναφέρει ο Σταυρίδης-Παρλίτσεφ, από τον Angel Grupchev, και το οποίο στεγαζόταν στο μπακάλικο του και μαθητής του οποίου ήταν ο ίδιος ο Σταυρίδης. O Grupchev έμαθε τα παλαιοβουλγαρικά και την κυριλλική γραφή σε εκκλησιαστικό σχολείο της Σκόδρας το 1830. Παρόλη την λογικοφανή θέση ότι οι ελληνοσλαβικές είναι διάλεκτοι της βουλγαρικής γλώσσας λίγοι είναι αυτοί που ασπάζονται την πανσλαβική ιδέα. Παράδειγμα το φαινόμενο Σταυρίδης-Πάρλιτσεφ. O Γρηγόρης Σταυρίδης - Grigor Stawrew Parlitschew (1830-1893) είναι από τους πιο διάσημους μαθητές του Μηλαδύνη- Μιλαντίνοφ. Γνωρίστηκαν το 1848 στην Αχρίδα όπου μαθήτευε ο Σταυρίδης, όμως ο Μιλαντίνοφ αποκαλεί τον προσφιλή του μαθητή «γραικομάνο» δηλαδή Έλληνα (D. Kadach, Ελληνικά, σελ 114). Ο Γραικομάνος Σταυρίδης θα πάει το 1849 στην Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Είναι όμως λογοτεχνικό ταλέντο και φαινόμενο, θα βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών για το ποιητικό του ομηρικό έργο «Ο Αρματωλός», θα επιστρέψει στην Αχρίδα θα διδάξει ελληνικά και μόλις το 1862 μετά τον θάνατο των αδελφών Miladinov, ο οποίος θα του παρουσιαστεί ως δολοφονία από τους Φαναριώτες και το Πατριαρχείο θα μεταστραφεί και θα δηλώσει δημόσια ότι είναι Βούλγαρος. Grigor Stawrew Parlitschew (1830-1893)
Και όχι μόνο αυτό αλλά από το 1862 θα ξεκινήσει την παραποίηση και την πλαστογράφηση της ιστορίας.
Ο Parlitsev στην Αυτοβιογραφία του στο 18ο κεφάλαιο, σελ 84 αναφέρει: «Ο ελληνισμός αιώνες τώρα ήταν ριζωμένος στην Αχρίδα, ακόμη και τώρα αυξανόταν ολοένα και περισσότερο». «..με τη βοήθεια του Ιωακείμ Σαπουντζίεφ, εκβουλγαρίσαμε την παντελώς εξελληνισμένη πόλη της Αχρίδας» (σελίδα 81 ( στο βουλγαρικό προτότυπο: «….с помощта на Якима Сапунджиев побългарихме съвсем погърчений г.
Охрид» Αυτά τα είπε στις αρχές του 1862 όταν λέει ότι μόλις το 1861 ξεκίνησε απόν τον θείο του Grupchev η εισαγωγή της κυριλλικής γραφής στην Αχρίδα. Εκβουλγαρίσαμε λοιπόν! Τίποτε δεν άλλαξε όμως με τον εκβουλγαρισμό που επαγγέλλεται ο Parlitsev. Καμμία αλλαγή δεν έγινε, ούτε στον πολιτισμό, ούτε σε τίποτε άλλο. Το ΜΟΝΟ που άλλαξε ήταν ότι εισήγαγαν τον κυριλλικό αλφάβητο και μετέφραζαν εκκλησιαστικά κείμενα από την παλαιοσλαβονική στη ομιλούμενη ελληνοσλαβική της Αχρίδας. Στην ουσία εκβουλγάρισαν την ομιλούμενη ελληνοσλαβική γλώσσα, αυτό, και μόνο αυτό. Η εκβουλγαρισμένη αυτή γλώσσα σήμερα ονομάζεται αυθαίρετα «μακεδονική» και είναι η επίσημος γλώσσα των Σκοπίων.
73
Ο ίδιος ο Parlitsev στο κεφάλαιο 16 της Αυτοβιογραφίας του αναφέρει ότι από το 1861 μετέφραζαν τους ψαλμούς στη «μακεδονική διάλεκτο» της Αχρίδας την οποία θεωρεί «βουλγαρική», μαζί με τον Yakim Sapundzhiev. Το μπακάλικο του Grupchev έγινε εργαστήρι της ιστορικής παραχάραξης και της νέας βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στην Αχρίδα. Έτσι με τη μετάφραση εκκλησιαστικών κειμένων, επαναλαμβάνω εισάγεται η Κυριλλική γραφή στην ελληνοσλαβική διάλεκτο της Αχρίδας που αργότερα θα παίξει ένα σημαίνοντα ρόλο στον εκβουλγαρισμό της περιοχής. Ο Σταυρίδης αναφέρει στην Αυτοβιογραφία του ότι είχαν μεγάλες δυσκολίες να μεταφράσουν τα κείμενα ώστε αυτά να γίνονται αντιληπτά από τους πιστούς, αυτό δηλώνει πόσο ξένη γλώσσα ήταν η παλαιοσλαβονική. Όμως είναι μάταια η προσπάθεια αυτή της μετάφρασης μερικών ψαλμών στην διάλεκτο της Αχρίδας γιατί μετά από λίγες δεκαετίες αυτές αντικαταστάθηκαν με την επίσημη σλαβοβουλγαρική γλώσσα, που ήταν η διάλεκτος του Βελίκου Τάρνοβου και φυσικά της Βουλγαρικής εξαρχίας. Η ελληνοσλαβική διάλεκτος αυτή της Αχρίδας-Μοναστηρίου θα είναι υποψήφια επίσημη γλώσσα της Βουλγαρίας και θα «χάσει» από την ανατολική σλαβοβουλγαρική διάλεκτο του Βελίκου Τάρνοβου, ΟΜΩΣ θα βρει την δικαίωσή της 100 χρόνια αργότερα όταν θα ανακηρυχθεί ως «μακεδονική» και θα είναι η επίσημη σήμερα γλώσσα των Σκοπίων. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν ούτε ο Μιλαντίνοφ ούτε ο Παρλίτσεφ ότι δεν πρόκειται για διάλεκτο της βουλγαρικής, όπως τους έπεισαν οι πανσλαβιστές και ειδικά ο Grigorowitsch αλλά για αυτόνομη γλώσσα η οποία μόνο στη προσλαβική ταιριάζει, τόσο όσο ταιριάζει και με τα σερβικά. Αυτό το λέω γιατί λίγα χρόνια αργότερα στο έργο του Leonhard Masing‚ ‚Zur sprachlichen Beurteilung der Makedonischen Slaven‘,(St. Petersbug, 1890), όπως και όλοι οι γλωσσολόγοι της εποχής εκείνης αναρωτιούνται αν οι μακεδονικές ελληνοσλαβικές διάλεκτοι ήταν περισσότερο βουλγαρικές ή σερβικές. Αυτή και μόνο η αδυναμία ταυτοποίησης διαφοροποιεί και ενισχύει την θέση της ελληνοσλαβικής. Δηλαδή προς το τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει να ξεκαθαρίζει η πλάνη της «βουλγαρικής γλώσσας» μετά την επισημοποίηση (στα μέσα του 19ου αιώνα) της διαλέκτου του Βελίκου Τάρνοβου ως «βουλγαρικής γλώσσας». Δηλαδή εν ολίγοις «βουλγαρική γλώσσα» έγινε η διάλεκτος του Βελίκου Τάρνοβου! Αυτός ακριβώς είναι ο στόχος των πανσλαβιστών. Να συνδέσουν επαναλαμβάνω γλωσσικά, την βουλγαρική κατοχή της Αχρίδας πριν περίπου 800 χρόνια περίπου με την «βουλγάρικη» γλώσσα που μιλούν στις ημέρες τους. Βέβαια το «εξελληνισμένη» είναι φανερά η πανσλαβική αντίληψη της ιστορία της Μακεδονίας, θεωρώντας ότι πιο μπροστά ήταν βουλγαρική . Θα αναφερθώ πάλι ότι στην τόσο σημαντική αυτή καμπή της Μακεδονικής ιστορίας απουσίαζαν οι «εθνικά Μακεδόνες», «Εκβουλγαρίσαμε» και όχι «εκμακεδονίσαμε» γράφει Παρλίτσεφ την για αιώνες παντελώς εξελληνισμένη Αχρίδα!.
74
Η «μακεδονική γλώσσα» ήταν άγνωστη έννοια. Κατά τους πανσλαβιστές υπήρχε μόνο η βουλγαρική και οι μακεδονικές της διάλεκτοι. Κανείς από τους Μακεδόνες λόγιους της εποχής εκείνης που γράφουν πλέον από το 1850 σε κυριλλική γραφή δεν γνωρίζει για μακεδονική γλώσσα. Υπάρχει μια εξαίρεση την οποία οφείλω να αναφέρω, δηλαδή του Georgi Pulevski (18171895) από το Galičnik, βλαχικής καταγωγής ο οποίος είναι από τους πρωτοπόρους της ιδέας του «μακεδονικού έθνους», εξέδωσε μάλιστα ένα τρίγλωσσο λεξικό το 1875 στο οποίο η βάση είναι η τοπική διάλεκτος του Galičnik, την οποία αυθαίρετα ονομάζει «μακεδονική γλώσσα».
ΣΤ.3.6.2. ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Στη Μακεδονία μετά το πρώτο πανσλαβικό συνέδριο κάνει την εμφάνισή του ο Κροάτης Stefan Ilić Verković (1821-1893) O Verkovic γεννημένος το 1821 ξεκίνησε όπως και οι πρώτοι πανσλαβιστές δυτικού τύπου Βενεδεκτίνοι μοναχοί, ως καθολικός Φρατζισκανός μοναχός την δραστηριότητα του. Εντυπωσιασμένος από το κίνημα των Ιλλυρίων (1830-1849) παρατάει τον μοναχισμό για την ενεργή δράση στο κίνημα. Το 1843 ένα χρόνο μετά το συνέδριο των πανσλαβιστών στρατολογείτε από τον Υπουργό Εσωτερικών της Σερβίας Ilija Garašanin (1812-1874) και γνωστό πανσλαβιστή ως πράκτορας του, αρχικά στο Μαυροβούνιο και Αλβανία και από το 1850 στη Μακεδονία.
Stefan Ilić Verković (1821-1893)
Η αποστολή ήταν να πάει στη Μακεδονία και να πείσει τους σλαβόφωνους Μακεδόνες ότι δεν είναι Ρωμιοί αλλά Σλάβοι Η εντολή είναι „македонските славяни при разрешаването на Източния въпрос да се считат за славяни, а не гърци“
Δηλαδή «για την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος πρέπει οι Μακεδόνες Σλάβοι να θεωρηθούν Σλάβοι και όχι Έλληνες». Ο Verkovic εγκαθίσταται στις Σέρρες και είναι ο άνθρωπος που θα αλλάξει την ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας. Είναι ο αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εκβουλγαρισμό της περιοχής. Προς τους έξω και προς τις αρχές δηλώνει Αρχαιολόγος. Ο πραγματικός του στόχος ήταν μέσω δήθεν της συλλογής αρχαίων νομισμάτων, αρχαίων αντικειμένων και προπάντων τραγουδιών, να έρθει σε επαφή με Μακεδόνες τους οποίους θα χρησιμοποιήσει ως πολλαπλασιαστές της πανσλαβικής ιδέας. Όπως προανέφερα στόχος του πρώτου παν. Συνεδρίου ήταν η συλλογή δημοτικών ασμάτων. Ο Verkovic αναζητά και βρίσκει σε πρώτη φάση ελληνοδιδασκάλους, όπως τον Ivan Gologanov (1839-1895) από το Ταρλίς, το σημερινό Βαθύτοπο στο Δήμο Νευροκοπιου. Ο Ιωάννης Οικονόμου όπως ήταν το όνομα του Gologanov πριν το βουλγαροποιήσει ήταν ανεψιός του Θεοδοσίου Gologanov ηγουμένου της Μονής Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες, ο οποίος είχε φιλοξενήσει το 1845 τον Ρώσσο πράκτορα του πανσλαβισμού Viktor Grigorowitsch. Να θυμίσω και δω…. ….. ότι μπορεί τα χωριά, τα βουνά και τα λαγκάδια να είχαν σλαβικά ονόματα οι κάτοικοι όμως της Μακεδονίας είχαν πάντα ελληνικά ονόματα.
75
Ο Verkovic με την βοήθεια του Gologanov συγκεντρώνει σε πρώτη φάση 355 δημοτικά τραγούδια με τον τίτλο «Δημοτικά τραγούδια των Βουλγάρων της Μακεδονίας» ("Народне песме македонски бугара") και τα εκδίδει το 1860 στο Βελιγράδι. Αυτά συμπεριλαμβάνονται και στο δίτομο έργο ‚VEDA SLOVENA‘ το οποίο εκδόθηκε το 1874 στο Βελιγράδι και το 1881 στην Αγ. Πετρούπολη. Το έργο με 23.809 στίχους περιέχει τραγούδια και ύμνους και αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία όπως για παράδειγμα στον Ορφέα, αλλά και σε ελληνικά ιστορικά πρόσωπα όπως τον Φίλιππο Β΄ και τον Μεγάλο Αλέξανδρο. Βασικός συντελεστής της συλλογής ήταν ο Gologanov. Η γνησιότητα του έργου αμφισβητείται μέχρι σήμερα! Πολλοί ειδικοί από διάφορες χώρες που εξέτασαν και εξετάζουν την ‚VEDA SLOVENA‘ απορούν πως είναι δυνατόν, αν είναι επινόηση του Gologanov, να έχει γράψει αυτός ένα τέτοιο τεράστιο έργο, ένας «χωριάτης δάσκαλος» από τις Σέρρρες. Γιατί αν είχε τέτοιο ταλέντο θα έγραφε και άλλα και θα υπήρχαν προγενέστερα και μεταγενέστερα έργα, κάτι που δεν υπήρχαν. Πρέπει να πω ότι το έργο είναι φυσικά γραμμένο στη τοπική ελληνοσλαβική διάλεκτο των Σερρών και επομένως είναι φυσιολογικό να υπάρχουν τραγούδια και μουσική παράδοση για τον Μεγαλέξανδρο και τον Ορφέα στα «βουλγαρικά»; Μήπως όμως αυτοί που τραγουδούσαν αυτά τα «βουλγαρικά» τραγούδια δεν ήταν Σλάβοι και Βούλγαροι; Ο Verkovic πέρα από την συλλογή των τραγουδιών και ποιημάτων είχε μια ακόμη σοβαρή αποστολή. Η οργάνωση της αντίσταστασης ενάντια στο πατριαρχείο και η ενδυνάμωση του εκκλησιαστικού αγώνα των Βουλγάρων για ανεξάρτητη εκκλησία, που ήταν ο πρωταρχηγός σκοπός των πανσλαβιστών. Ο ποιο αποτελεσματικός συνεργάτης στον «αγώνα» αυτόν ήταν ο Georgi Zimbilev ή Georgi Zyumbyulev (1820-1880) από το Λιμπιάχοβο, σημερινό Ίλιντεν (στα σύνορα ΕλλάδαςΒουλγαρίας). Το ελληνικό του όνομα το βρήκα ως Γεώργιο Ζουμπούλη και ως Ζυμπίλη σε διαφορετικές πηγές. Ο Zimbilev ήταν ελληνοδιδάσκαλος και σε πρώτη φάση ήταν συλλέκτης και αυτός των λαογραφικών θεμάτων που ενδιέφεραν τον Verkovic. Αργότερα αναμείχθηκε σημαντικά στην εισαγωγή της βουλγαρικής γλώσσας στην Ανατολική Μακεδονία και είναι ο πρώτος διδάξας την βουλγαρική γλώσσα το 1868 στο πρώτο βουλγαρικό σχολείο της Ανατολικής Μακεδονίας στο Γκόρνο Μπρόντι, σημ. Ανω Βροντού, Georgi Zimbilev και αυτός που «έσπειρε το σπόρο στο Νευροκόπι τη (1820-1880) Δράμα και τις Σέρρες» όπως γράφει το 1891 ο Βούλγαρος ιστορικός από την Αχρίδα Georgi Strezov(1834-1938). Η δραστηριότητα του Zimbilev ήταν μεγάλη.
76
Αποκορύφωμα αποτελεί και ταυτόχρονα μια μεγάλη καμπή στον «Αγώνα για ανεξάρτητη βουλγαρική Εκκλησία» η συνέλευση υπό την προεδρία του Elijah Dukov όλων των πρακτόρων-πολλαπλασιαστών του πανσλαβισμού συνεργατών του Verkovic στην Ανατολική Μακεδονία στις 6 Δεκεμβρίου 1869 στο χωριό Gaytaninovo (που βρίσκεται στα σημερινά σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας) γνωστή ως Naroden sŭbor v Gaĭtaninovo. Ήταν η επισημοποίηση της βουλγαρικής αντίδρασης ενάντια στη Μητρόπολη Νευροκοπίου κατά την οποία ζητήθηκε από το Πατριαρχείο η ανακήρυξη βουλγαρικής αυτονόμου εκκλησιαστικής επαρχίας «Νευροκοπίου-Μελενίκου-Δράμας-Σερρών» με Βούλγαρο επίσκοπο. Οι αντιπρόσωποι-σύνεδροι και οι συνεργάτες Verkovic του ήταν οι ακόλουθοι:
Από το Νευροκόπι (σημερινό Gotse Deltev) Elijah Dukov (1800-1895) Nicolas Mandušev (1838-1923), δάσκαλος Stoyan Shechinov (1795-1885). Έμπορος, γεννημένος στην Έδεσσα, στο σπίτι του οποίου στεγάστηκε το πρώτο βουλγαρικό σχολείο Νευροκοπίου το 1862. Georgi Kostov ή Isirlikliyata (1810-1990) Ο ¨ευεργέτης¨ από το Zagrade και έτερος συλλέκτης Βουλγαρικών τραγουδιών για τον Verkovic Nicolas Abadjiev Nikodim Markov Strachil Polizoev Από το Gaytaninovo Kostadin (Costa) Valchov Sarafov (1840-1911). Ελληνοδιδάσκαλος στις Σέρρες, εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής κοινότητας Νευροκοπίου στην πρώτη Σύνοδο της Εξαρχίας (23 Φεβρουρίου έως 24 Ιουλίου 1871) στην Πόλη. Αρθρογράφος σε διάφορες βουλγαρικές εφημερίδες στην Πόλη. Εδώ το 1874 συναντάται με τον επαναστάτη Todor Kableshkov (κλικ) και αποφασίζει την συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα. Μέλος της Οργάνωσης «Edinstvo-Ενότητας» που αγωνίζεται για την ενσωμάτωση της Θρακομακεδονίας στη Βουλγαρία και η οποία οργανώνει την εξέγερση της Κρέσνας-Ραζλόκ Peter Valchov Sarafov (1842-1915). Ελληνοδιδάσκαλος και Βούλγαρος πολιτικός, πατέρας του του αρχικομιτατζή Boris Sarafov. Τα πρώτα ελληνικά γράμματα τα έμαθε από τον George Ivanov Zimbilev στο χωριό του. Από κει στις Σέρρες όπου αποφοιτεί με διακρίσεις
77
Από το 1860 διδάσκει ελληνικά στο χωριό του. Συνεργάτης και αυτός του Verkovic. Στις 5 Μαρτίου του 1873 ανοίγει στο Μελένικο το πρώτο βουλγαρικό σχολείο. Συμμετείχε στην Εξέγερση του Απριλίου του 1876 και για το διάστημα 1882-1884 ήταν γενικός επιθεωρητής της βουλγαρικής εκπαίδευσης στην Ανατολική Μακεδονία. Nikola Petrov Padarev (1842-1910). Ελληνοδιδάσκαλος από την Αχρίδα, τέλειωσε το ελληνικό προγυμνάσιο στις Σέρρες, Δάσκαλος σε Gaytaninovo και Gorno Brodi, όπου άφησε εποχή για την ενεργητικότητα του . Μέλος της Οργάνωσης «Edinstvo-Ενότητας» το 1895 στην Dupnitsa και εκλέγεται σε υψηλά ιστάμενες θέσεις στην Οργάνωση. Συνεργάτης και αυτός του Verkovic στη συλλογή τραγουδιών αλλά και καθότι αρχαιολόγος ο Verkovic τον προμηθεύει με αρχαιολογικό υλικό (!), αλλά δεν συνεχίζω… Zachary Doychev Boyadzhiev (1840-1910), γεννημένος στο Χάσκοβο, δάσκαλος το 1869 στο Gaytaninovo, ως νεότερος μπορεί να μη συμμετείχε στην ομάδα του Verkovic για την συλλογή τραγουδιών, αλλά διατηρούσε γραπτή επαφή μαζί του Το σχολείο του έγινε κέντρο και ακαδημία εκπαίδευσης νέων δασκάλων της νέο-βουλγαρικής. Από το Libâhovo (σημερινό Ilinden) Khariton Karpuzov ή Krŭst’o Angelov Karpuzov ή pop Khariton (1829-1899). Αρχιμανδρίτης και Επίσκοπος, παππούς του αρχικομιτατζή Boris Sarafov. Τα πρώτα ελληνικά γράμματα τα μαθαίνει στη Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Σερρών, ιερέας μετά στο χωριό του Libâhovo το 1850. Πατριαρχικός ιερέας αλλά αγωνίζεται για την τέλεση της Θείας λειτουργίας στη Παλαιοσλαβονική. Εξορίζεται για ένα χρόνο στη Ρόδο το 1865. Δεν είχε μεγάλη μόρφωση αλλά η εμπλοκή του και η σχέση του με τον επίσκοπο της Βουλγαρικής Ουνίας Nil Izvorov (κλικ) στάθηκαν ανασταλτικός παράγοντας για την επισκοποίησή του, η οποία έρχεται στα γεράματα λόγω εθνικής προσφοράς. George Ivanov Zimbilev (1820-1880). Ελληνοδιδάσκαλος, ο βασικός υπαίτιος και υποκινητής της βουλγαρικής υπόθεσης στην Ανατολική Μακεδονία. Αναφερθήκαμε πιο πάνω για την δράση του. Από τη Kovatchevitsa Nikola Ivanov Banev (Vanev) ή Nicola Kovatchevski (1832-1882). Δάσκαλος και ιδρυτής του πρώτου σχολείου στο Νευροκόπι και αυτός συλλέκτης Βουλγαρικών τραγουδιών για τον Verkovic. Από το Skrebatno Atanas Grosdanov (1835). Παιδαγωγός, το 1855 ιδρύει στο χωριό του το πρώτο βουλγαρικό σχολείο. Από τους βασικούς συντελεστές της σύνταξης στις 20 Μαίου 1878 του κειμένου διαμαρτυρίας προς τις αντιπροσωπείες των μεγάλων Δυνάμεων για την συνθήκη του Βερολίνου των εκκλησιαστικών βουλγαρικών δήμων της Ανατολικής Μακεδονίας. Από το Laki Haji Pop Ivan Από το Μελένικο Ivan Sušicaliâta
78
Από το Lechovo Todor Olanov ή Ulanov (1817-1880). Πλούσιος έμπορος, βασικός παράγοντας της νέας βουλγαρικής εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής παρουσίας στο λεκανοπέδιο του Νευροκοπίου επίσης συλλέκτης Βουλγαρικών τραγουδιών και αυτός για τον Verkovic. Ένας από τους βασικούς διοργανωτές της συλλογής υπογραφών για την προσχώρηση στην Εξαρχία. Αυτός και ο Dimco Hadzhiivanov, (στοιχεία παρακάτω) είναι οι αντιπρόσωποι της περιοχής Σερρών στη πρώτη νεοΒουλγαρική Εθνοσυνέλευση ( από την 10η Φεβρουαρίου 1879 έως 16η Απριλίου 1879) στην οποία εκλέγονται 229 βουλευτές από δύο κόμματα. Από το Gorno Brodi Άνω Βροντού Dimko Hadzhiivanov ή Dimko Hadji (1813-1906). Πρόεδρος της βουλγαρικής κοινότητας του Γκόρνο Μπρόντι για σειρά ετών και συλλέκτης Βουλγαρικών τραγουδιών και αυτός για τον Verkovic. Το 1868 φέρνει τον George Zimbilev στο νεοϊδρυθέν βουλγαρικό σχολείο του χωριού του Ο Dimko καθιστά το Γκόρνο Μπρόντι εστία εκβουλγαρισμού της περιοχής. Από εδώ μαζί με τον Zimbilev οργώνουν στη κυριολεξία την Ανατολική Μακεδονία, οι πηγές αναφέρουν ότι συνέλεξαν από 140 χωριά υπογραφές για την Εξαρχία. Για την επιθετικότητα του απέναντι στους Γραικομάνους της περιοχής του εκδιώκεται το 1879 από της οθωμανικές αρχές αλλά καταφεύγει στο Άγιο Όρος και από κει στην Πόλη. Γαμπρός του είναι ο περιβόητος βοεβόδας Georgi Zimbilev, συνονόματος του δασκάλου George Zimbilev. Γιός του ο Dimo Hadzhidimov, ο γνωστός αριστερός ακτιβιστής της ΒΜΡΟ και οπαδός του Sandanski και του Μακεδονισμού, προς τιμή του οποίου μετονομάστηκε το Zhostovo σε Hadzhidimovo. Δηλαδή ο πατέρας αγωνιζόταν να πείσει ότι δεν είναι Έλληνες αλλά Βούλγαροι και ο γιος ότι δεν είναι Βούλγαροι αλλά Σλαβομακεδόνες. Από το Osikovo Elijah Paskov Από το Βώλακα: Hadji Georgi Popivanov, ή Hadji Georgi Yoanidi (1844-1905). Ελληνοδιδάσκαλος από τον Βώλακα, μαθητής του George Zimbilev. Ολοκληρώνει τις σπουδές του στην Αθήνα και για το διάστημα 1868-1974 διδάσκει ελληνικά στην Προσοτσάνη Από το 1870 προσπαθεί να εισαγάγει τα βουλγαρικά σε σχολεία και εκκλησίες. Ήταν πρόεδρος της βουλγαρικής κοινότητας Προσοτσάνης και από τους ποιο ενεργητικούς πολέμιους του ελληνισμού, το οποίον δίδασκε προ ετών στα παιδιά του σχολείου. Μια αντιφατική μορφή που ήρθε σε απευθείας ρήξη με τον Μητροπολίτη Δράμας Γερμανού και κατέληξε για δύο χρόνια (1876-1878) στην φυλακή. Θα μας απασχολήσει και σε άλλες αναρτήσεις μου ο ΧατζηγκεωργίεφHadji Georgi γιατί είχε πλούσια ανθελληνική δράση.
Hadji Georgi Popivanov, ή Hadji Georgi Yoanidi (1844-1905)
Αυτοί λοιπόν ήταν οι πρώτοι πλαστογράφοι της Ιστορίας της Ανατολικής Μακεδονίας. Βλέπουμε δηλαδή τους «καρπούς» της συνωμοτικής δουλειάς του Verkovic.
Μέχρι το 1850 περίπου που ήρθε ο Verkovic στις Σέρρες δεν υπήρχε κανείς «βούλγαρος» σε όλη την Ανατολική Μακεδονία. Οι πρώτοι που προσηλυτίστηκαν στην πανσλαβική ιδέα από αυτόν ήταν ο Ιωάννης Οικονόμου- Ivan Gologanov και ο Γεώργιος Ζουμπούλης- Georgi Zimbilev.
79
Αυτοί προσηλύτισαν αυτούς που ανέφερα προηγουμένως και αυτοί πάλι άλλους. Δηλαδή υπό μορφή χιονοστιβάδας ο προσηλυτισμός στην πανσλαβική ιδέα. Στις βυζαντινές μητροπόλεις μετά την προεργασία των προηγούμενων δεκαετιών ξεκινώντας οι προσηλυτισμένοι Βουλγαρομάνοι ελληνοδιδάσκαλοι θα καταφέρουν να συγκεντρώσουν υπογραφές αυτών των απληροφόρητων χωρικών που θέλουν να ακούσουν την Θ. Λειτουργία στα βουλγαρικά. Οι υπογραφές θεωρούνται ως απόδειξη και παραδοχή του εκβουλγαρισμού. Τι γίνεται μετά όμως; Πιο είναι το αποτέλεσμα της συλλογής υπογραφών;
ΣΤ.3.7. Οι νέες (και ταυτόχρονα παλιές) βουλγαρικές μητροπόλεις. Το Μάρτιο του 1870 η Ρωσία μέσω του Διπλωμάτη της Κόμη Ιγνατίεφ, Nikolay Pavlovich Ignatyev (1832-1908) καταφέρνει την αναγνώριση από τον σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ(18301876) των παλιών βουλγαρικών εκκλησιών και την εγκαθίδρυση της νέας Βουλγαρικής Εξαρχίας. Οι μητροπόλεις που αναγνωρίζει ο Σουλτάνος ως βουλγαρικές είναι: Ρουστσουκίου Rusçuk Russe, Σιλιστρίας, Silistra Σούμλας, Schumen Τουρνόβου, Weliko Tarnowo Σοφίας, Sofia Βράτσης, Vratsa Λοβτσού, Lòwetsch Βιδύνης, Widin Νύσσης, Nis Κεστεντηλίου, Kjustendil Σαμακοβίου, Samokow Βελισσού,Velissos(Veles) Συλίμνου Sliven. Αυτές και μόνο αυτές όμως! Οι υπόλοιπες της Θρακομακεδίας ήταν πάντα βυζαντινές μητροπόλεις και καμιά σχέση με το σλαβοβουλγαρικό πολιτισμό είχαν! Επομένως η αναβίωση μόνο των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων δεν είναι τυχαίος. Το φιρμάνι της 12ης Μαρτίου 1870 το οποίο εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των πανσλαβιστών, με το άρθρο 10 επιδιώκει την επέκταση της κυριαρχίας και στις βυζαντινές μητροπόλεις: «Είς άλλα μέρη έκτος τών άνω άριθμουμένων,
έάν ή ολομέλεια ή τουλάχιστον 2/3 των κατοίκων έπιθυμώσι νά υπαχθώσι τή Εξαρχία καί άφού αί σχετικαί αίτήσεις αυτών, αρμοδίως έξελεχθώσι καί έγκριθώσι, θά επιτρέπεται αυτοίς νά προσχωρήσωσι είς τήν 'Εξαρχίαν, προϋποτιθεμένου ότι ή ολομέλεια ή τουλάχιστον 2/3 του πληθυσμού είσιν σύμφωνα καθ΄ όλα έν τούτω. Έάν όμως τις ήθελε λάβει τούτο ώς πρόφασιν όπως σπείρη ζιζάνια καί σύγχισιν παρά τω πληθυσμώ, οι ένοχοι τοιούτων πράξεων θά τιμωρούνται συμφώνως τω νόμω. Γι’ αυτό τον λόγο είχαμε την συλλογή υπογραφών στις βυζαντινές μητροπόλεις για το ποιος θέλει να ακούσει τη θεία Λειτουργία στα βουλγαρικά. Από την στιγμή αυτή, δηλαδή το 1870 υπάρχει ο νέος χαρακτηρισμός Πατριαρχικός σλαβόφωνος για τους Γραικομάνους και Εξαρχικός για τους Βουλγαρομάνους.
80
Σφραγίδες Βουλγαρικής εκκλησιαστικής κοινότητας και Βουλγαρικού Αναγνωστηρίου-πολιτιστικού κέντρου Βοδενών-Εδέσσης.
Θα ιδρυθούν νέες εκκλησιαστικές κοινότητες εκεί που υπερισχύουν τα 2/3 του εξαρχικού πληθυσμού, οι οποίες θα ονομαστούν «βουλγαρικές κοινότητες». Δίπλα παραθέτω σφραγίδες από εκκλησιαστικές κοινότητες των Βοδενών-Εδέσσης. Βλέπετε φίλοι μου ότι από τον απλό διαχωρισμό σε αυτούς που θέλουν να ακούσουν την Θ. Λειτουργία στα βουλγαρικά φτάνουμε στον εθνικό προσδιορισμό
«Βούλγαρος» και Έλληνας. Δηλαδή χωρίς να προηγηθεί καμία βουλγαρική εθνική αφύπνιση στη Μακεδονία με μια μόνο υπογραφή για το άκουσμα της Θ. Λειτουργίας ορίστηκε ότι όποιος μιλάει «βουλγαρικά» είναι Σλάβος και ανήκει στο «βουλγαρικό έθνος». Τόσο απλά έγιναν όλα! Η επιθυμία των πανσλαβιστών αποτυπώνεται το 1877 στον διπλανό χάρτη ως πρόταση του Ρώσσου πρίγκιπα Tscherkassky και είναι η βάση για τον χάρτη της συμφωνίας του Αγίου Στεφάνου της 3 Μαρτίου 1878 μετά την ήτα των Οθωμανών στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο (Απρίλιος 1877 - Ιανουάριος 1878). Είναι ο Χάρτης της «Μεγάλης Βουλγαρίας». Εδώ φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη, φτάνοντας στο τέλος της περιήγησής μας, ίσως αναρωτήθηκες γιατί επιμένω τόσο πολύ και ενοχλητικά στον διαχωρισμό σε παλιές βουλγαρικές και βυζαντινές μητροπόλεις. Σίγουρα θα αναρωτηθεί κανείς και είναι λογικό ότι η συλλογή υπογραφών που έγινε στις βυζαντινές μητροπόλεις τι αποτέλεσμα είχε. Καταρχήν να πούμε ότι καμία βυζαντινή μητρόπολη ολοκληρωτικά δεν έγινε Εξαρχική-Βουλγαρική γιατί δεν υπήρχε ο κατάλληλος αριθμός υπογραφών. Η πλειοψηφία στις βυζαντινές μητροπόλεις είναι πατριαρχικοί, υπάρχουν δε αμιγώς ελληνικέςπατριαρχικές μητροπόλεις αλλά καμία εξαρχική-βουλγαρική μητρόπολη. Ένας πολύ ενδιαφέρον χάρτης στις αρχές του 20ου αιώνα είναι αυτός που παραθέτω δίπλα και δείχνει την εκπαιδευτική κατάσταση και το εκκλησιαστικό τοπίο στον ίδιο χώρο που δείχνει και ο χάρτης του Jozef Šafárik.
81
Οι μπλε κουκκίδες είναι σχολεία και εκκλησίες των Ελλήνων και Γραικομάνων, κόκκινες είναι τα αντίστοιχα των Βουλγαρομάνων. Η κατάσταση αυτή δεν ταίριαζε στα πανσλαβικά σχέδια και στο αυτόνομο πριγκιπάτο της Βουλγαρίας που μετά την ανακήρυξη του στις 3 Σεπτεμβρίου του 1878 έχει πλέον δική της εθνική υπόσταση και σχεδιάζει πλέον αυτόνομα της κινήσεις της. Αυτό που πρέπει να αναγνωρίσουμε στους νέους Βούλγαρους ηγέτες και διπλωμάτες είναι ότι ξέρουν να εκμεταλλεύονται την αντιπαλότητα των δύο πανσλαβιστικών τάσεων, της Ουνίας και της Ρωσσικής επεκτατικής πολιτικής. Ανάλογα με την συγκυρία αποφασίζουν σε ποιο άρμα θα επενδύσουν τις επιδιώξεις τους. Στη Μακεδονία αντιμετωπίζουν πρόβλημα με τους Γραικομάνους οι οποίοι αντιστέκονται σθεναρά στον εκβουλγαρισμό. Αποφασίζεται λοιπόν στη Σόφια ό,τι ότι δεν γίνεται με τη εκκλησιαστική και εκπαιδευτική βουλγαρική προπαγάνδα πρέπει να γίνει δια της βίας. Έτσι στις 23 Οκτωβρίου του 1893 ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη από Βουλγαρομάνους δασκάλους η VMORO–ΕΜΕΑΟ-BMOPO (Επαναστατική Οργάνωση Μακεδονίας Ανδριανούπολης, Вътрешната македоно-одринска революционна организация). Η Οργάνωση είναι πιστό αντίγραφο της βουλγαρικής Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης ΙRO-BMOPO (Internal. Revolutionary Οganisation, Вътрешна революционна организация) όπως ανέφερα παραπάνω στο κεφάλαιο για την Βουλγαρική Εξέγερση του Απριλίου του 1876. Επανδρώνεται με πέντε Μακεδόνες Βουλγαρομάνους βουλγαροδασκάλους ως ιδρυτικά μέλη, και προς τους έξω φαίνεται ότι αγωνίζεται για την αυτονόμηση της Μακεδονίας και της Ανδριανουπόλεως, δηλαδή το κομμάτι της Θράκης που απέμεινε μετά από την καταπάτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας (βόρειας Θράκης) από το νέο Βουλγαρικό πριγκιπάτο. Στόχος της VMORO–ΕΜΕΑΟ είναι άσκηση ένοπλης βίας στους Γραικομάνους για να υποταχθούν στα πανλσαβικά και στην ουσία βουλγαρικά σχέδια για τον σχηματισμό της Μεγάλης Βουλγαρίας. Το πεδίο δράσης είναι μόνο οι βυζαντινές μητροπόλεις και μόνο εκεί που ζουν οι σλαβόφωνοι Γραικομάνοι. Από το 1893 μέχρι το 1904 έχουν προβεί σε συστηματικές δολοφονίες διαφωνούντων Γραικομάνων, από την Δυτική Μακεδονία μέχρι την Ανατολική Θράκη-Ανδριανούπολη. Ο κατάλογος των συνολικά πάνω από 400ων δολοφονημένων Γραικομάνων προέδρων, παρέδρων, ιερέων, δασκάλων και επιφανών Γραικομάνων βρίσκεται στις αναφορές των Μητροπολιτών των βυζαντινών μητροπόλεων προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης και ο οποίος έχει εκδοθεί το 1904 από το Πατριαρχείο. Φαίνονται αναλυτικά οι δολοφονημένοι με ονοματεπώνυμο, τόπο καταγωγής τρόπο δολοφονίας-εξόντωσης και σε μερικές περιπτώσεις τα ονόματα των κομιτατζήδων της VMORO–ΕΜΕΑΟ. Ο ιερός αγώνας των Γραικομάνων ενάντια στην προσπάθεια αλλοίωσης των παραδόσεων τους είναι ο γνωστός «Μακεδονικός Αγώνας» που ξεκίνησε το 1904 και τελείωσε το 1908 μετά την επανάσταση των Νεότουρκων αξιωματικών τον που σήμανε το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού, γιατί τέτοιος ήταν ο «Μακεδονικός Αγώνας» στην ουσία.
82
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Τι γίνεται όμως σήμερα με τις βυζαντινές μητροπόλεις που μετά τους Βαλκανικούς και παγκόσμιους πολέμους βρίσκονται υπό την κατοχή της Βουλγαρίας και της βουλγαρικής εκκλησίας. Ανταλλαγές πληθυσμών φυσικά και έγιναν. Ελληνικοί πληθυσμοί εκδιώχθηκαν από τις προγονικές τους εστίες στις οποίες έζησαν για χιλιετηρίδες και μετοίκησαν ως πρόσφυγες στην ελεύθερη Μακεδονία. Το ίδιο θα ισχυριζόταν φυσικά και οι Βούλγαροι. Είναι όμως έτσι; Αυτοί που έφυγαν από τις βυζαντινές μητροπόλεις της Μακεδονίας δεν ήταν εθνολογικά ποτέ Βούλγαροι. Έγιναν μετά την πανσλαβική προπαγάνδα Βουλγαρομάνοι. Αυτές οι βυζαντινές μητροπόλεις που βρίσκονται σήμερα στην Βουλγαρία εκβουλγαρίστηκαν όπως είδαμε παραπάνω μάλιστα με παραπλανητικά και ψευδή επιχειρήματα, μάλιστα αναφέρθηκα λεπτομερώς για το πώς και ποιοι πλαστογράφησαν την ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας, και σε αυτή συγκαταλέγονται και οι παλιές βυζαντινές μητροπόλεις που σήμερα ανήκουν στην Βουλγαρία. Θα μπορούσε να ισχυριστεί σήμερα κανείς ότι έχουν εκβουλγαριστεί πλήρως; Θα έλεγα όχι! Αν παρατηρήσει κανείς τα έθιμα των παλιών βυζαντινών μητροπόλεων της Βουλγαρίας θα διαπιστώσει ότι οι κάτοικοι τους εξακολουθούν να αναβιώνουν αρχαία Θρακομακεδονικά Διονυσιακά έθιμα. Μπαμπούγερα Ανθή Σερρών (Νιγρίτα)
Έτσι θα δούμε τα Μακεδονικά «Μπαμπούγερα» τα οποία και στην βουλγαρική λέγονται babugeri(бабугери) και τα βρίσκουμε κυρίως στην νότια Βουλγαρία στις παλιές βυζαντινές μητροπόλεις. Τέτοια διονυσιακά έθιμα τα συναντάμε ως
Kukeri (кукери), στο Pernik, Razlog, Smolyan, Blagoevgrad, Gorna Vasilitsa.
Kukeri από το Razlog
Είναι δηλαδή οι παραδόσεις των ντόπιων πληθυσμών που υπήρχαν από χιλιετηρίδες στην περιοχή αυτή πολύ πριν την κάθοδο των Σλάβων και Βουλγάρων.
Οι πληθυσμοί αυτοί εκβουλγαρίστηκαν τους τελευταίους δύο αιώνες.
83
Θεωρώ ότι η εξισορροπούσα ιστορική δικαιοσύνη θα απαιτούσε οι πληθυσμοί αυτοί να ζητήσουν να ακούσουν την Θεία Λειτουργία στα ελληνικά, όπως για πολλούς αιώνες οι πρόγονοι τους για να έρθουν ποιο κοντά στον κληρονομικό τους πολιτισμό που ήταν ο Ρωμαϊκός και παλαιότερα ο Θρακικός και ο Μακεδονικός ελληνικός πολιτισμός.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ. Είδαμε φίλοι μου την εξέλιξη, πολιτιστική και γλωσσική των πρώτων Σλάβων των σλαβηνιών της Μακεδονίας και την διαφορά τους από τους Σεβέρους Σλάβους της Μοισίας-Βουλγαρίας. Διαπιστώσαμε ότι ο σλαβικός πολιτισμός τύπου Kortschak και Penkowka που έφεραν μαζί τους οι Σλάβοι των σλαβηνιών έσβησε και ενσωματώθηκε από τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό. Αυτό είναι ένα γεγονός το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα. Είδαμε τις εχθρικές επιθέσεις και καταλήψεις τμημάτων της Μακεδονίας από του Βουλγάρους Τσάρους. Επίσης την εξέλιξη της πρωτοσλαβικής στις διάφορες σλαβικές γλώσσες όπως και τις διαφορές της ελληνοσλαβικής γλώσσας με την σλαβοβουλγαρική. Ο διαχωρισμός σε βυζαντινές μητροπόλεις και βουλγαρικές μητροπόλεις διαπιστώσαμε ότι είναι διαχρονική. Στις βυζαντινές μητροπόλεις της Μακεδονίας όπου υπήρχαν σλαβόφωνοι η ομιλούμενη γλώσσα ήταν η ελληνοσλαβική και λόγια ή ελληνική από τον 7ο αιώνα μ.Χ. μέχρι σήμερα. Στις βουλγαρικές μητροπόλεις ομιλούμενη η σλαβοβουλγαρική και λόγια στις αρχές του 10ου αιώνα ήταν η παλαιοσλαβονική μέχρι την διάλυση του βουλγαρικού κράτους το 1393, μετά λόγια ήταν ή ελληνική μέχρι το 1850 περίπου και από κει και πέρα μέχρι σήμερα ή σλαβοβουλγαρική διάλεκτος του Βελίκου Τάρνοβου. Παρακολουθήσαμε την εξέλιξη της πανσλαβικής ιδέας η οποία έστησε την Βουλγαρική Αναγέννηση με την ιδέα της ένωσης όλων των «Σλάβων» της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας σε ένα νέο έθνος και ένα νέο κράτος Δηλαδή η Βουλγαρική Αναγέννηση ήταν πανσλαβικό προϊόν, όπως και η ιδέα της «Μεγάλης Βουλγαρίας». Διαπιστώσαμε ότι «σλαβοφώνος» δεν σημαίνει «Σλάβος» και είδαμε την διαφορά «Γραικομάνων» και «Βουλγαρομάνων» στη Μακεδονία. Με λεπτομέρεια περιγράψαμε την πλαστογράφηση της ιστορίας στην Δυτική και Ανατολική Μακεδονία με ονόματα και ημερομηνίες, είδαμε τους πραγματικούς πρωτεργάτες και το ετερόφωτους προσηλυτισμένους λόγιους οι οποίοι αναπαρήγαγαν την πανσλαβική ιδέα. Έτσι καλύψαμε την μακεδονική ιστορία από την αρχές του 7ου αιώνα μέχρι την Βουλγαρική Εξαρχία, δηλαδή το 1870. Θεωρώ ότι είδαμε τα σημαντικότερα γεγονότα από την εγκατάσταση των Σλάβων μέχρι την Βουλγαρική Εξαρχία. Απομένει λοιπόν να δούμε τι έγινε με την εγκαθίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στη Μακεδονία το 1870 και μετά.
84
Κλείνοντας λοιπόν την πρώτη ανάρτηση για την ιστορική πορεία της Μακεδονίας και ευχαριστώντας για την υπομονή που δείξατε, να πω ότι θα ακολουθήσει ανάρτηση για τους «Κομιτατζήδες της Ανατολικής Μακεδονίας» στην οποία θα αναφερθώ λεπτομερώς στο βίο και την πολιτεία των πρώτων Ληστών-Χαϊντούκων Βουλγαρομάνων της Περιοχής Νευροκοπίου μέχρι τους Σαντασκιστές Sandanists(Санданисти) και θα καλύψουμε όλον τον ένοπλο αγώνα της ΕΜΕΑΟ-VMRO στην περιοχή της ευρύτερης Ανατολική Η τσέτα Kocho Lyutata από το Libâhovo Νευροκοπίου Μακεδονίας και Θράκης. Δηλαδή στην νέα ανάρτηση θα εξετάσουμε τα γεγονότα στην Ανατολική Μακεδονία από το 1850 μέχρι την λήξη του Μακεδονικού Αγώνα το 1908.
Ευχαριστώ.! Μαδεμλής Κωνσταντίνος του Νικολάου Πτυχ. Φυσικός Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων(Computer System Analyst) π. Πρόεδρος Τοπικού Διαμερίσματος Πετρούσας π. Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Προσοτσάνης επ. Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Δραμινών Μελετών
85
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α. Έλληνες και Ρωμαίοι.
Β. Οι Σλάβοι. Β.1 Τα σλαβικά φύλα Β.1.1. Σλαβικές επιδρομές Β.1.2. Μετοικήσεις Σλάβων στη Μικρά Ασία Β.1.3. Σλαβηνίες, οι εγκαταστάσεις ομάδων Σλάβων στα βυζαντινά εδάφη. Β1.4. Κοινωνική δομή των σλαβηνιών Β1.5. Η αποσλαβοποίηση των Σλαβηνιών Β.2 Σλαβικός Πολιτισμός Γ. Οι Βούλγαροι Γ.1. Οι Σλάβοι της Μοισίας, οι Πρωτοβούλγαροι και οι Σλαβοβούλγαροι. Γ.2.Οι διαφορές των Σλάβων των σλαβηνιών και των Σλαβοβουλγάρων. Γ.3 Οι επιδρομές των Βουλγάρων στην Θρακομακεδονία. Γ.4 ΟΙ Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία. Γ.5. Οι Βογόμιλοι, οι αντιεξουσιαστές του μεσαίωνα. Δ. Οι Σλαβικές γλώσσες Δ.1. Η Προσλαβική γλώσσα (Proto-Slavic-Urslawisch ) και η εξέλιξή της Δ.2. Η Παλαιοσλαβονική και η Σλαβοβουλγαρική Δ.3 Η Ελλληνοσλαβική γλώσσα Δ.3.1. Η εμφάνιση της ελληνοσλαβικής. Δ.3.2. Η ελληνοσλαβική στην Τουρκοκρατία. Δ.3.3. Η ελληνοσλαβική σήμερα Δ.4 Η ελληνοσλαβική, η σλαβοβουλγαρική και τα «βουλγαρικά» κατά την ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ. Ε. Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΙΩΝ ΤΟΝ 19Ο ΑΙΩΝΑ . Ε.1 Η προετοιμασία της Επανάστασης του γένους Ε.1.1. Η Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) Ε.1.2. Παΐσιος Χιλανδαρινός (1722–1773) Ε.2 Η επαναστατική δραστηριότητα τον 19ο αιώνα στη Μακεδονία και την Βουλγαρία.
86
ΣΤ. Πανσλαβισμός και Βουλγαρική Αναγέννηση ΣΤ.1.ΤΟ ΠΑΝΣΛΑΒΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤ. 2 1η περίοδος της Βουλγαρικής Αναγέννησης (1762-1842) ΣΤ. 3 2η περίοδος της Βουλγαρικής Αναγέννησης ΣΤ. 3.1. Τα πανσλαβικά Συνέδρια ΣΤ. 3.2. Ο εκβουλγαρισμός των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων ΣΤ. 3.3. Ο εκβουλγαρισμός των βυζαντινών μητροπόλεων ΣΤ.3.4. Ο κατασκευασμένος εχθρός: ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΣΤ.3.5 Η άνοδος της Βουλγαρικής μεσαίας τάξης. ΣΤ.3.6 Η πανσλαβική δράση στη Μακεδονία. ΣΤ.3.6.1. ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤ.3.6.2. ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤ.3.7. Οι νέες (και ταυτόχρονα παλιές) βουλγαρικές μητροπόλεις.
87
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Fikret Adanir, ‘Die Makedonische Frage.’ Steiner Wiesbaden Douglas Dakin ‘The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913.’ Prof. Nadia Danova, ‘Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ ΤΠΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ’ Mehmet Hacisalihoglu, ‘Die Jungtürken und die Makedoische Frage (1890-1918)’ Friedrich Hayer, ‘Die orientalische Frage im kirchlichen Lebenskreis. Das Einwirken der Kirchen des Auslands auf die Emanzipation der orthodoxen Nationen Südeuropas 18041912’ Peter Heather, ‘Invasion der Barbaren. Die Entstehung Europas im ersten Jahrtausend nach Christus.’ Joachim Herrmann, ‚Welt der Slawen. Geschichte, Gesellschaft, Kultur‘ Tunali Hilmi, ‘Mazedonien, Seine Vergangenheit, Gegenwart, Zukunft‘, Kairo 1898 Jutta de Jong‚ ‘Der nationale Kern des makedonischen Problems‘ Bruno W. Koppensteiner, ‘Bosnien und die Bogomilen’ Konstantin Kotsowilis, ‘Die griechischen Studenten in München’ München 1995 Leonhard Masing‚ ‚Zur sprachlichen Beurteilung der Makedonischen Slaven‘, St. Petersbug 1890 Rene Pfeilschifter, ‚Die Spätantike. Der eine Gott und viele Herrscher‘, C-H-Beck Torsten Szobries, ‘Sprachliche Aspekte des "nation-building" in Mazedonien Die kommunistische Presse in Vardar-Mazedonien (1940-1943)’ Prof.Dr.Gustav Weigand, ‚Ethnographie von Makedonien’. Leipzig 1924 George Veloudis, ‘J. Ph. Fallmerayer und der neugriechische Historismus’ Johann Wilhelm Zinkeisen, ‘Geschichte Griechenlands Vom Anfange geschichtlicher Kunde bis auf unser Tage’ Στράτος Θεοδοσίου, ‘ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ – H ιστορική πορεία των βαλκανικών κρατών από την κάθοδο των σερβικών φύλων στα Βαλκάνια έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης’ ‘Τιμαρίων. Ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη’. Μετάφραση Π. Βλαχάκος, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ. Κρίστε Μισίρκωφ, 'ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ', Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2003
Γριγκόρ Παρλίτσερ (Γρηγόριος Σταυρίδης), ‘ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ’, εκδόσεις Μαύρη Λίστα.
88
Ελισάβετ Χατζηαντωνίου, ‘Συμβολή στον εντοπισμό της σλαβικής εγκατάστασης των Δρουγουβιτών’ Παΐσιος Χιλανδαρινός, ‘ΣΛΑΒΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ’, Μετάφραση Βαίτσα ΧΑΝΗΜΩΥΣΙΔΟΥ, εκδοτικός Οίκος Αφων. Κυριακίδη α.ε. Васил Иванов Кънчов, ‘Македония. Етнография и статистика (1900)’
89