O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
Ο (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μόνο για τους ενήλικους αναγνώστες! Τί είναι άραγε αυτό που θα διαβάσετε στη συνέχεια; Μια χριστουγεννιάτικη αλληγορία για παιδιά αλλά µε ενήλικους ήρωες; Ενα παραµύθι για το παδί που όλοι εµείς οι µεγάλοι κρύβουµε – συχνά µε πολύ περισσότερο άγχος ή και ντροπή απ’ όσο θα έπρεπε...- βαθιά µέσα µας; Με τυπικά κριτήρια των ειδών γραφής θα µπορούσε να είναι ένα από αυτά τα δύο όπως όµως θα µπορούσε και να είναι αµφότερα ταυτόχρονα, ίσως και µαζί µε µερικά ακόµα πράγµατα... Αν όµως θυµηθούµε και κρατήσουµε στο νου µας ότι η λέξη παραµύθι έχει την ίδια ακριβώς γλωσική καταβολή µε την παραµυθία (δηλαδή την παρηγοριά, την ανακούφιση της ψυχής, ουσιαστικά δηλαδή την φροντίδα για επούλωση των τραυµάτων και πληγών της τελευταίας) θα µπορούσε να είναι και κάτι άλλο, ολότελα διαφορετικό από όλα τα προαναφερθέντα. Θα µπορούσε ίσως κάποτε να υπήρχε, να ζούσε κάπου ένα παιδί. Ενα παιδί σαν όλα τα άλλα της ηλικίας του εκτός από µία και µοναδική διαφορά...Είχε µια απίστευτα ζωηρή, «καλπάζουσα» που θα έλεγαν και οι παλαιότεροι οµιλητές της καθαρευούσης, φαντασία. Πιο απλά µια τροµερή, κυριολεκτικά αχαλίνωτη φαντασία η οποία δεν έπαυε να λειτουργεί σχεδόν ποτέ, ακόµα και όταν το παιδάκι εκείνο έκανε άλλα παράγµατα, ήταν στην τάξη του στο σχολείο, διάβαζε τα µαθήµατα του ή και όταν έπαιζε µε τους φίλους του. Αν υπήρχε κάτι που έκανε όλη την ηµέρα ήταν να φαντάζεται, να φαντάζεται πάρα πολλά και διάφορα... Για να ακριβολογούµε δύο ήταν τα πράγµατα που έκανε, το πρώτο ήταν να φαντάζεται και το άλλο, ως αποτέλεσµα των όσων φανταζόταν, να ψάχνει, να ψάχνει συνέχεια, µε όσους και όποιους τρόπους έχει ένα παιδί για κάτι τέτοιο, τα πάντα γύρω του, να εξερευνά όσο µπορούσε περισσότερο τον κόσµο. Το δεύτερο µπορεί να ήταν λίγο ασυνήθιστο αλλά δεν ήταν και τοσο περίεργο για την ηλικία του, η αδιάκοπή και άνευ ορίων φαντασία του όµως έκανε τους άλλους και πριν απ’ όλους τους γονείς του κατ’ αρχήν να ναν αναρωτιούνται, στη συνέχεια να αρχίσουν να τροµάζουν και τελικά να ανησυχούν πολύ σοβαρά για αυτό. Και έτσι πήγαινε συνέχεια, φανταζόταν πράγµατα, έψαχνε, το ψάξιµο τον έκανε να φαντάζεται ακόµα περισσότερα και ούτω καθεξής...Ωσπου όλη αυτή η φαντασία κάθε στιγµή που ήταν ξύπνιος άρχισε να επηρεάζει και τα όνειρα που έβλεπε στον ύπνο του και να τα κάνει όλο και πιο παράξενα. Αυτό όµως δεν το εξοµολογήθηκε ποτέ και σε κανένα και φυσικά λiγότερο απ’ όλους στις γονείς του. Με το έστω και παιδικό µυαλό του καταλάβαινε ότι αυτό θα τους έκανε να ανησυχήσουν ακόµα περισσότερο... Μια νύχτα λοιπόν είδε ένα όνειρο πιο παράξενο από τα άλλα...όχι κακό, άσχηµο ή τροµαχτικό, απλά πολύ παράξενο. Δεν ήταν όµως αυτός ο λόγος που το παιδάκι ξύπνησε αγχωµένο, ίσως ακόµα και λίγο εκνευρισµένο...Ούτε καν γιατί το όνειρο αυτό δεν θα µπορούσε ποτέ να πραγµατοποιηθεί, για κάποιο λόγο δεν είχε πιστέψει ποτέ ότι τα όνειρα, τουλάχιστον αυτά που βλέπουµε στον ύπνο µας, µπορούν ποτέ να γίνουν πραγµατικότητα. Αιτία του εκενυρισµού του ήταν εκριβώς ότι αυτό το παράξενο όνειρο ήταν τόσο διαφορετικό, τόσο συναρπαστικό ώστε ήθελε να το πει, να το διηγηθεί σε κάποιον. Δεν ήξερε όµως σε ποιον και, αυτό ήταν το χειρότερο, ούτε µε ποιο τρόπο να το ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
κάνει...για κάποιον λόγο του φαινόταν αδύνατο να περιγράψει το όνειρο του µιλώντας γι’ αυτό. Είχε ξαναδεί δυο - τρία όνειρα που τον έκαναν να αισθανθεί το ίδιο και είδε µερικά ακόµα στις λίγες εβδοµάδες που ακολούθησαν...Κανένα όµως δεν είχε µείνει στο νου του τόσο έντονα όσο εκείνο και κανένα δεν του είχε προκαλέσει τόσο πολύ την επιθυµία να το πει σε ή µάλλον να το µοιραστεί µε κάποιους άλλους. Μια επιθυµία που µεγάλωνε αντί να µειώνεται όσο περνούσε ο καιρός... Ωσπου µιαν ηµέρα, χωρίς να καλοκαταλαβαίνει και το ίδιο γιατί, πήγε στην σχολική του τσάντα, την άνοιξε, πήρε από µέσα ένα απ’ τα τετράδια του και ένα στιλό και περπάτησε προς ένα άλλο δωµάτιο του σπιτιού, εκεί που πήγαινε τις στιγµές που δεν έιχε να κάνει τίποτ’ άλλο και µπορούσε να παραδοθεί άνετα στην φαντασία του. Η µητέρα του, καθώς ήταν ακόµα σε ηλικία που κάποιος µεγάλος έπρεπε να επιβλέπει τη µελέτη του για το σχολείο, τον κοίταξε µε ενδιαφέρον. «Τί έχεις να κάνεις, αριθµητική ή ορθογραφία;». Το παιδάκι δεν απάντησε... «Τί µάθηµα έχεις να κάνεις;», ρώτησε και πάλι η µητέρα του. Πάλι το παιδάκι δεν έβγαλε λέξη από το στόµα του...Η µαµά είχε αρχίσει να νευριάζει και ήταν φανερό στη φωνή τηε όταν είπε σε πιο δυνατό τόνο «σε ρώτησα κάτι!». Μην έχοντας επιλογή πια το παιδί αναγκάστηκε να απαντήσει «τίποτα, τα έχω κάνει όλα». «Γιατί πήρες τότε το τετράδιο σου;». Σιωπή...«Παιδί µου δεν είναι κακό, από περιέργεια σε ρωτάω µόνο, τί θα κάνεις µε το τετράδιο σου;». «Θα γράψω κάτι...». Η µαµά έβαλε τα γέλια. «Και τί θα γράψεις;». «Λέξεις...». «Λέξειις; Πολλές κιόλας;». «Ναι, λέξεις...». Η µητέρα άρχισε και πάλι να εκνευρίζεται. «Κοίταξε, το ξέρω πολύ καλά ότι διαβάζεις εδώ και δυο χρόνια, επέµενες τόσο πολύ που σου µάθαµε...Αλλο διάβασµα και άλλο γράψιµο όµως. Τρεις µήνες έχεις που πηγαίνεις στην πρώτη δηµοτικού, ακόµα κάνετε καλλιγραφία και µαθαίνετε να βάζετε τα γράµµατα το ένα δίπλα στο άλλο για να φτιάξετε µία λέξη. Μη µε κοροίδεύεις λοιπόν εµένα µε λέξεις και βλακείες και πες µου τί θάλεις το τετράδιο!». «Σου είπα, θα γράψω λέξεις!». Και µε αυτά τα λόγια το παιδάκι έτρεξε στο σηµείο του σπιτιού που ήταν το «καταφύγιο» του και άρχισε να χαράζει αργά µάλλον παρά να γράφει στο χαρτί τα αδέξια ακόµα, µεγάλα, µακρόστενα, µε γωνίες στο επάνω µέρος και τις «ουρές» τους να ενώνονται γράµµατα του (το είδος ακριβώς που ένας γραφολόγος µε ικανές γνώσεις ψυχολογίας θα χαρακτήριζε ως απολύτως ενδεικτικό µιας υπερ-αναλυτικής προσωπικότητας µε τάσεις όσο το δυνατόν µεγαλύτερης εµβάθυνσης στην ουσία των πραγµάτων αλλά ταυτόχρονα και µε το «βλέµµα στραµµένο προς τα άνω» µόνιµα, µια έφεση δηλαδή στο οραµατικό και άρα και στο δηµιουργικό στοιχείο). Αν λοιπόν το κάπως περίεργο αυτό στα πέντε του µόλις παιδάκι υπήρξε στ’ αλήθεια – γιατί θα µπορούσε πολύ ωραία όλο αυτό να είναι ένας ακόµα χριστουγεννιάτικος µύθος, έτσι δεν είναι; τότε η παρακάτω ιστορία αποδεικνύει ότι βρήκε και µε το παραπάνω τον τρόπο να λέει τα όνειρα του σε κάποιους άλλους. Είναι όµως η απόδειξη και για κάτι άλλο, ότι όσο και αν δεν το πίστευε ποτέ το ίδιο τελικά πραγµστοποίησε τουλάχιστον ένα και µοναδικό όνειρο από τα τόσα παράξενα που έβλεπε στον ύπνο του και δεν ήταν άλλο από εκείνο, το πιο ιδιαίτερο όνειρο ίσως που είδε ποτέ. Γιατί – αν φυσικά όλα αυτά είναι αλήθεια – αυτό που ονειρεύτηκε εκείνο το βράδυ το παιδάκι δεν ήταν τίποτ’ άλλο από τον Άι Βασίλη! Οχι όµως σαν ένα καλό παππού που µοιάζει µε τον δικό τους και µοιράζει δώρα όπως τον βλέπουν τα περισσότερα παιδάκια... Είδε έναν σοβαρό Άι Βασίλη ο οποίος µπορούσε να µιλήσει εξίσου σοβαρά ακόµα και µε ένα παιδί της ηλικίας του και δεν του φάνηκε καθόλου περίεργο όταν το παιδί αυτό του ζήτησε να το πάρει µαζί του στο σπίτι και εργαστήριο του, εκεί στον µακρινό Βορρά. Ανέβασε το παιδί στο έλκηθρο ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
του και το εναέριο ταξίδι διήρκεσε πολύ λίγο αλλά και δεν εντυπωσίασε το παιδί που άλλο είχε στο νου του. Ετσι µόλις έφτασαν στην κατοικία του Άι Βασίλη τον ρώτησε αµέσως κα χωρίς περιστροφές «πού είναι λοιπόν;». «Ποιο, τί;», απόρησε ο Αγιος. «Το εργαστήρι σου, εκεί που φτιάχνεις όλα αυτά τα παιχνίδια και τα βάζεις σε πακέτα. Δείξτο µου, θέλω να δω πώς το κάνεις όλο αυτό κάθε χρόνο!». Ο Αγιος σκυθρώπιασε και αµέσως µετά το ύφος του έγινε αυστηρό, πολύ αυστηρό. Ηταν φανερό ότι δεν του άρεσε καθόλου η αυθάδεια αυτού του γεµάτου από περιέργεια πιτσιρικά. Εδειξε τόσο έντονα την απροθυµία του να ικανοποιήσει την επιθυµία του παιδιού και την δυσαρέσκεια του ώστε το παιδί... ξύπνησε! Και αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος που ξύπνησε τόσο κακόκεφο, το ότι δεν πρόλαβε να µάθει αυτό που ήθελε αλλά, ακόµα και αν το όνειρο συνεχιζόταν, ο Άι Βασίλης µάλλον σίγουρα δεν θα του έκανε την χάρη να του το αποκαλύψει. Αυτό ήταν το µόνο που δεν του άρεσε σε αυτό το, κατά τα άλλα, τόσο ενδιαφέρον όνειρο....Το είπαµε και παραπάνω, αυτό το παιδί έψαχνε, αναζητούσε και έψαχνε συνέχεια. Και όταν έχεις τέτοια χούγια από µικρός ποτέ βέβαια δεν σε εγκαταλείπουν. Αν λοιπόν το παιδί αυτό υπήρχε και φυσικά σήµερα έχει µεγαλώσει - και αρκετά µάλιστα...- χωρίς αµφιβολία θα είναι πολύ χειρότερος από τότε σχετικό µε αυτό το θέµα! Τότε το να βρει απάντηση σε µια από τις απορίες/ερωτήσεις του ήταν αρκετό για να ησυχάσει κάπως και να µην έχει άλλες για κανά – δυο ηµέρες, τώρα πια κάθε απάντηση οδηγεί σε τουλάχιστον....δύο ερωτήσεις! A constant seeker, τότε και τώρα περισσότερο από ποτέ... Η λέξη παραµύθι όµως είναι φυσικά σύνθετη, από το παρά και τον µύθο. Παραµύθι µε µια κουβέντα είναι αυτό που βρίσκεται δίιπλα, κινείται παράλληλα µε τον µύθο και τον προωθεί λίγο µακρύτερα...Η συγκριτική εθνολογία έχει εδώ και δεκαετίες αποφανθεί ότι καλά κρυµµένα, σχεδόν «κωδικοποιηµένα», µέσα στους µύθους όλων των λαών και των φυλών υπάρχουν ιστορικά και πολλά άλλα στοιχεία. Σε εποχές που δεν υπήρχε ακόµα η γραφή αυτός ο προφορικός τρόπος ήταν ο µοναδικός για να παραδώσει κάθε γενεά στην επόµενη πληροφορίες, ακόµα και πρακτική ενηµέρωση για την ίδια την ζωή. Η προαιώνια αυτή σοφία της ανθρωπότητας η οποία προφανώς εµπλουτίζεται συνέχεια και θα συνεχίσει να µεταδίδεται όσο θα υπάρχει το είδος µας µεταφέρεται κατά το µεγαλύτερο ποσοστό της στους νεότερους µέσω του DNA. Αυτό είναι οι πληροφορίες που εδρεύουν στο υποσυνείδητο, το ατοµικό και την προέκταση του που αποτελεί το άθροισµα όλων των επιµέρους ατοµικών, δηλαδή το συλλογικό. Αποµένουν οι πληροφορίες που εδρεύουν στο συνειδητό και αυτές µεταφέρονται µέσω του µύθου και της...ανήλικης εκδοχής του, του παραµυθιού. Ακριβώς όµως επειδή τα παιδιά δεν είναι ακόµα ολοκληρωµένες και συγκροτηµένες προσωπικότητες το παραµύθι ενσωµατώνει και περιλαµβάνει πολλά περισσότερα στοιχεία του υππσυνειδήτου ή ακόµα και του µη συνειδητού απ΄όσα ο µύθος. Είναι αυτά λοιπόν τα στοιχεία που δεν ανήκουν στο συνειδητό και απορρέουν µέσα από κάθε παραµύθι που οδηγούν στο να αφήνει στους εκάστοτε δέκτες του και ένα υπόρρητο µήνυµα ή, ακόµα καλύτερα καθώς έχουµε να κάνουµε µε παιδιά, ένα «δίδaγµα». Αν λοιπόν το παραµύθι που ακολουθεί έχει πηγάσει όντως από µια αληθινή εµπειρία (γιατί υπάρχει πάντα και η πιθανότητα όσα διαβάσατε ως εδώ να είναι ένα δεύτερο παραµύθι το οποίο ο ταπεινός µα και πονηρός αφηγητής σας τοποθέτησε ως...bonus µόνο για εσάς, τους ενήλικους, πριν το κανονικό που απευθύνεται στα παιδιά, έτσι δεν είναι;) δεν µπορεί παρά το «δίδαγµα» αυτό που έχει να δώσει στα παιδιά να έχει να κάνει µε την εµπειρία η οποία το γέννησε. Και είναι ένα πάρα πολύ απλό «δίδαγµα», να συνηθίσουν από όσο µικρότερη ηλικία είναι δυνατόν να αναζητούν κα να ερευνούν. Αυτό πριν απ’ ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
όλα σηµαίνει ένα πράγµα, να αµφισβητούν τα πάντα και καταρχήν τις ίδιες τους τις απόψεις. Μόνον όταν θεωρήσεις πως τίποτα δεν είναι δεδοµένο και άρα δεν ξέρεις τίποτα αλλά γνωρίζεις πραγµατικά µόνον όσα µπορείς και να αποδείξεις στον εαυτό σου αρχίζεις να πλησιάζεις κάπως την αντικειµενική ουσία, δηλαδή την αλήθεια των πραγµάτων. Προσέγγιση της αλήθειας όµως συνπεπάγεται εξ ορισµού και προσέγγιση της πραγµατικότητας. Και αυτός είναι και ο ένας και µοναδικός τρόπος για να κάνει κανείς κάποια έστω από τα άλλα όνειρα του, όχι δηλαδή εκείνα που βλέπει στον ύπνο του, να γίνουν κάποτε και αυτά πραγµατικότητα. Αρα και να δικαιώσει την ύπαρξη τους...διαφορετικά γιατί να σπαταλήσει τόσο χρόνο από την ζωή του/της κάνοντας τα; Καλές Γιορτές σε όλους, σε εσάς και φυσικά στα παιδιά σας! 18-12-2011
ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
Μια ιστορία/παραµυθία εορταστικής φαντασίας (;) για τα παιδιά της ψηφιακής εποχής
Αθήνα, 31 Δεκεµβρίου, 21.45. Θα έρθει; ρώτησε µε αγωνία που δύσκολα µπορούσε να κρύψει ο Κωστάκης. Μην ανησυχείς, πάντα δεν έρχεται; απάντησε ο πατέρας του χαϊδεύοντας του το κεφάλι. Τεχεράνη, 31 Δεκεµβρίου, 22.45. Η δεκάχρονη Σεχραζάτ κοίταξε πρώτα από το παράθυρο ψηλά, προς τα επάνω και µετά γύρισε προς τη µητέρα της. Εκείνη δεν είπε τίποτα αλλά µόνο της χαµογέλασε, ήταν µια από εκείνες τις στιγµές που αισθανόταν τόσο ευτυχισµένη γιατί δεν έπρεπε να φοράει µπούργκα όπως η δική της µητέρα... Καράκας, 31 Δεκεµβρίου, 22.15. Πολύ νωρίς είναι ακόµα, αναφώνησε ξαφνικά και λίγο θυµωµένα ο οκτάχρονος Ούγκο (ήταν υπερήφανος για το ότι του είχαν δώσει το όνοµα ενός σηµαντικού για τη χώρα του ανθρώπου αν και οµολογουµένως δεν καταλάβαινε γιατί ήταν τόσο σηµαντικός). Μην είσαι ανυπόµονος, ήρθε η λίγο κοφτή και µε όλη την αξιοπρέπεια κάποιου που κρατάει από µια αληθινά σπουδαία οικογένεια απάντηση του πατέρα του κάνοντας την σινιόρα Μπολιβάρ να κοιτάξει λίγο επιτιµητικά τον πάντοτε υπερβολικά αυστηρό σύζυγο της... Νέα Υόρκη – Μανχάταν, 31 Δεκεµβρίου, 11.55. Ο Τζον Γκετεµπέργκερ (Goethe-bergger και όχι Get-a-burger, όπως είχε κουραστεί να λέει σε τόσους και τόσους ανθρώπους που στη διάρκεια της ζωής του χρειάστηκε για οποιονδήποτε λόγο να γράψουν το ονοµατεπώνυµο του) φόρεσε το ζευγάρι των γυαλιών µε την ειδική ενίσχυση ακτίνων λέιζερ στους πολυπρισµατικούς φακούς τους και µε το χέρι του που στο οποίο ήδη ήταν φορεµένο το γάντι µε τους στερεοσκοπικούς αισθητήρες αφής στερέωσε καλύτερα το headset των ακουστικών στα αυτιά του ώστε το ενσωµατωµένο µικρόφωνο τους να πιάσει καλύτερα τον ήχο της φωνής του. -Ready? -Ready, άκουσε τη φωνή του υποδιευθυντή του στα ακουστικά του. -Beginning with the Oceanic region as always Teddy. -Attention everybody, starting countdown…Five, four, three, two, ONE! ήχησε ο σοβαρός και επαγγελµατικός τόνος της φωνής του Τέντι µέσα από το κλειστό κύκλωµα ενδοσυνεννόησης. -All systems go, είπε στον ίδιο τόνο ο Τζον Γκετεµπέργκερ και αφού πάτησε ένα κουµπί στο πληκτρολόγιο του έσπρωξε λίγο προς τα πίσω την πολυθρόνα του µε τα µάτια του όµως πάντα καρφωµένα στην διακοσίων ιντσών τρισδιάστατη οθόνη του που, όπως και αν την τοποθετούσε, πάντα εξείχε λίγο και από τις δύο άκρες του γραφείου του. Το δεξί του χέρι πσρέµεινε ασυναίσθητα σφιγµένο µέσα στο γάντι, έτοιµο να κινηθεί επάνω στην οθόνη αφής αν µια άµεση, ταχύτατη παρέµβαση για να διορθωθεί ένα απρόσµενο bug, από εκείνα που είχαν την κακή συνήθεια να εµφανίζονται πάντα την τελευταία στιγµή, ήταν αναγκαία...
ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
Αθήνα, 31 Δεκεµβρίου, 23.55. Ο εύσωµος, ντυµένος στα κατακόκκινα παππούς µε την µακριά λευκή γενειάδα έδωσε στον Κωστάκη το κουτί µε το ολοκαίνουργιο και totally interactive εκπαιδευτικό software package που είχε ζητήσει για δώρο ενώ το ύφος του µπαµπά του που κοίταζε από την άλλη πλευρά του σαλονιού θα µπορούσε πολύ ωραία να σηµαίνει ότι και εκείνος δεν αισθανόταν πολύ µεγαλύτερος από επτά ετών εκείνη τη στιγµή. Τεχεράνη, 31 Δεκεµβρίου, 23.55. Η Σεχραζάτ πήρε στο ένα από τα χεράκια της το πακέτο των optimal discs (η µεγαλύτερη χωρητικότητα που είχε υπάρξει ως τότε σε αποθηκευτικό µέσο) για το tablet της και µετά στο άλλο τα βιβλία τα οποία περιείχαν τα optimal discs - ήθελε πάντα να έχει και την σύγχρονη και την παλαιότερη, εκείνη που έβλεπε κανείς πια σχεδόν µόνο σε µουσεία, εκδοχή των γραπτών κειµένων - ενώ ο χαρωπός ηλικιωµένος άνδρας που της τα έδινε χαµογελούσε καλόκαρδα. Λίγο πιο πέρα όµως η µητέρα της σκούπισε κρυφά ένα δάκρυ στην σκέψη ότι η ίδια είχε δει για πρώτη φορά τόσα βιβλία µαζεµένα µόνον όταν είχε εισαχθεί στο πανεπιστήµιο και αυτό µετά από πολύ σκληρή µάχη µε τον φονταµενταλιστή πατέρα της. Ευτυχώς η κόρη της ήταν πιο τυχερή... Καράκας, 31 Δεκεµβρίου, 23.55. Ο Ούγκο κρατούσε ενθουσιασµένος το 3D game του – ουσιαστικά µια περιήγηση στην ανθρωπογεωγραφία, την πανίδα και την χλωρίδα των πέντε ηπείρων µε τελικό στόχο του παίκτη την καλύτερη αξιοποίηση των πόρων του πλανήτη – ενώ ο πάντα πρακτικός σινιόρ Μπολιβάρ σκεφτόταν ότι ο κοµιστής του δώρου όχι µόνον ήταν αρκετά παχύσαρκος αλλά και υπερβολικά βαριά ντυµένος για το κλίµα και την εποχή. Αυτό όµως που δεν ήξερε ή δεν µπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι η φιγούρα που είχε φέρει το δώρο του γιου του όχι µόνο ήταν πανοµοιότυπη µε εκείνη που την ίδια ακριβώς στιγµή έδινε το δώρο κάθε άλλου παιδιού σε κάθε µεγάλη και µικρή πόλη του κόσµου αλλά και ότι όλοι αυτοί οι παππούδες µε τα δώρα, ανεξάρτητα από τη γλώσσα της κάθε χώρας που µιλούσαν, είχαν την ίδια ελαφρώς µεταλλική φωνή και οι κινήσεις τους είχαν µια ακρίβεια δυσανάλογη µε την ηλικία τους την οποία µάλλον µηχανική θα την έλεγε κανείς... Νέα Υόρκη – Μανχάταν, 1 Ιανουαρίου, 00.50. Ο Τζον Γκετεµπέργκερ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του γραφείου του και τεντώθηκε προσπαθώντας να διώξει την κούραση. Μια πολύ µεγάλη, η µεγαλύτερη ηµέρα της χρονιάς είχε φτάσει στο τέλος της...Για δέκα έξι ώρες περίπου ήταν αµφίβολο αν είχε σηκωθεί συνολικά για δέκα λεπτά από αυτή την πολυθρόνα ενώ η ένταση και η συγκέντρωση του είχαν ήδη φέρει έναν µικρό πονοκέφαλο. Πέντε λεπτά νωρίτερα ο Τέντι, ο υποδιευθυντής, του είχε ευχηθεί καλή χρονιά φεύγοντας, ο τελευταίος πριν από αυτόν...Τώρα ήταν πια µόνος στην τεράστια αίθουσα, δεν ήξερε ακριβώς αλλά την υπολόγιζε µεγαλύτερη από τέσσερις χιλιάδες τετραγωνικά µέτρα. Συνηθισµένο στις συνεχείς εναλλαγές µιας οθόνης τις περισσότερες ώρες της ηµέρας το βλέµµα του σάρωσε ταχύτατα τον µισοφωτισµένο χώρο γύρω του. Τρεις τοίχοι που θα µπορούσαν να είναι και ένας συνεχόµενος, όλοι τους µε µια ατελείωτη σειρά από οθόνες – λίγο µικρότερες από την δική του η οποία ήταν η κεντρική του συστήµατος, εκατόν εξήντα ίντσες η κάθε µια – µε ισο αριθµό από τις ίδιες δερµάτινες πολυθρόνες γραφείου, ακριβώς σαν την δική του, µπροστά τους. Ο τέταρτος τοίχος όµως ήταν πολύ διαφορετικός. Αυτός ήταν ολόκληρος µια οθόνη, ένα γιγαντιαίο matrix της υψηλότερης δυνατής ευκρίνειας. Και αν οι υπόλοιπες οθόνες ήταν σκοτεινές καθώς ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
έλειπαν όσοι κάθονταν µπροστά τους αυτή λειτουργούσε και µε το παραπάνω αν και η εικόνα που έδειχνε ήταν λίγο παράξενη. «Παγωµένη», ακίνητη και χωρισµένη σε εκατοντάδες χιλιάδων, ίσα µεταξύ τους και πολύ µικρά τετράγωνα τµήµατα που τα ελάχιστα pixels καθενός απεικόνιζαν το ίδιο και απαράλλακτο πλάνο: Τον καλό παππού που µοίραζε τα δώρα στα παιδιά στην ίδια ακριβώς στάση, να κοιτάζει κατ’ ευθείαν τον φακό της κάµερας µε ένα λίγο αινιγµατικό χαµόγελο. Έτσι ίσως να φαινόταν σε οποιονδήποτε άλλον γιατί για τον Τζον η εικόνα αυτή αποτελούσε ένα πολύ απλό και σαφέστατο µήνυµα...Mission accomplished. Προχώρησε προς το κέντρο της µεγάλης αίθουσας, σταµάτησε και τεντώθηκε για ακόµα µια φορά, εξουθενωµένος αλλά κάτι περισσότερο και από ικανοποιηµένος, σχεδόν ευτυχισµένος. Ηταν η δέκατη κατά σειρά Πρωτοχρονιά που περνούσε σε αυτό τον χώρο αλλά όχι µόνο δεν τον πείραζε, δεν µπορούσε πλέον να φανταστεί τις Πρωτοχρονιές του µακριά από αυτό το control room, ήταν ο φυσικός χώρος του και έλπιζε ότι πολλές ακόµα αρχές ενός χρόνου θα τον εύρισκαν εκεί. Είχε άλλωστε αρκετό περιθώριο, την χρονιά που είχε αρχίσει πριν λίγες ώρες θα έκλεινε µόλις τα σαράντα...Πόσο γρήγορα όµως αλήθεια περνούσαν τα χρόνια. Ηταν σαν χθες όταν µπήκε για πρώτη φορά σε αυτή την αίθουσα και όµως είχε περάσει µια ολόκληρη δεκαπενταετία. Τότε ήταν ακόµα το «παιδί θαύµα» του τµήµατος computer science του MIT και ήταν ο µέντορας του, ο πρόεδρος του τµήµατος και επιβλέπων καθηγητής του διδακτορικού του, αυτός που βρήκε στον πιτσιρικά (ο οποίος είχε ήδη δύο πατέντες ευρεσιτεχνίας στο βιογραφικό του πριν καν πάρει πτυχίο) την πρώτη του δουλειά. Την πρώτη και πιθανότατα και τελευταία του όπως αποδείχθηκε καθώς δεν µπορούσε ποτέ ούτε να ονειρευτεί µια καλύτερη δουλειά...Ναι, θα χρωστούσε χάρη σε όλη του την ζωή στον γερο – καθηγητή, τον σοφό µίστερ Όουεν – ποτέ δεν είχε µπορέσει να τον αποκαλέσει διαφορετικά, ακόµα και όταν του το είχε ζητήσει ο ίδιος – και έπρεπε να µην ξεχάσει να του τηλεφωνήσει για τις ευχές για τη νέα χρονιά την ίδια ηµέρα κιόλας, θα χαιρόταν σίγουρα να τον ακούσει εκεί στην πατρογονική του φάρµα στο Όρεγκον όπου ζούσε από τότε που συνταξιοδοτήθηκε κάνοντας έρευνες επάνω στην «εφαρµοσµένη αγροτική νανοτεχνολογία» (κάποτε έπρεπε να του εξηγήσει τί διάβολο εννοούσε µε αυτό τον όρο – σιδηρόδροµο!). Του χρωστούσε ευγνωµοσύνη ακόµα ίσως και για το γεγονός ότι ήταν τόσο ευθύς µαζί του, όταν του πρότεινε αυτή τη δουλειά δεν του έκρυψε ότ αν δεχόταν την πρόταση και παρέµενε σε αυτή περισσότερο από δύο το πολύ χρόνια θα απέκλειε αυτόµατα και για πάντα τον εαυτό του από την ελεύθερη, την ιδιωτική αγορά εραγασίας. Στις τεράστις πολυεθνικές εταιρείες δεν άρεσαν όσοι είχαν έστω και µόνο περάσει από αυτό τον χώρο, σχεδόν τους προκαλούσαν αλλεργία...Κα περισσότερο από όλες σε εκείνες που κατασκεύαζαν τα εξολοκλήρου αυτοµατοποιηµένα πλέον, αν όχι απόλυτα ροµποτικά, οπλικά συστήµατα, αυτές δηλαδή που χρειάζονταν περισσότερο ιδιοφυίες του προγραµµατισµού όπως ο µίστερ Οουεν και – κατά χαρακτηρισµό του τελευταίου, εκείνος ήταν πολύ σεµνός για να το πει ποτέ για τον εαυτό του – και ο ίδιος και γι’ αυτό και προσέφεραν τις υψηλότερες δυνατές αποδοχές. Τα µυθικά σχεδόν κέρδη που είχαν τους επέτρεπαν και µε το παραπάνω να αµοίβουν τόσο πλουσιοπάροχα τα κορυφαία στελέχη τους, οι δουλειές πήγαιναν και πάλι πολύ καλά αφού ναι µεν µετά από ένα σχεόόν αιώνα αστάθειας, βίας και αίµατος η κατάσταση στη Μέση Ανατολή είχε επιτέλους εξοµαλυνθεί (όταν οι µιλιταριστές του Ισραήλ έκαναν το θανάσιµο για αυτούς λάθος να επιτεθούν µε πυρηνικούς πυραύλους ταυτόχρονα σε τέσσερις αραβικές χώρες χάνοντας ακόµα και την υποστήριξη των ΗΠΑ που έστειλαν αµέσως έξι ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
αεροπλανοφόρα στην περιοχή µαζί µε το σαφεστατο τελεσίγραφο στο Τελ Αβίβ ότι αν µέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες η τότε κυβέρνηση δεν είχε παραιτηθεί για να παραπεµθεί σε δίκη για κατά συρροή εγκληµατα κατά της ανθρωπότητας ενώ ταυτόχρονα διεθνής επιτροπή θα επέβλεπε τον πλήρη πυρηνικό αφοπλισµό της χώρας πολύ απλά από την επόµενη ηµέρα οι χάρτες δεν θα περιλάµβαναν πλέον την ένδειξη Τελ Αβίβ) όµως οι καινούργιες «χώρες παρίες», λίγο - πολύ όλες της υποσαχάριας Αφρικής, ήταν σε τέτοιο µόνιµο αναβρασµό ώστε η πελατεία, κρατική µαι και ιδιωτική, κάθε άλλο παρά τους έλλειπε. Ο Τζον είχε ευχαριστήσει βέβαια τον δάσκαλο του για την ειλικρίνεια του αλλά και τον είχε διαβαιώσει ότι, ανεξάρτητα από την τόσο τιµητική πρόταση του, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του όταν ακόµα ήταν στο πρώτο έτος ότι θα προτιµούσε να δουλέψει στην on line τεχνική υποστήριξη πελατών µιας οποιασδήποτε εταιρείας παραγωγής software από το και να πατήσει έστω το πόδι του σε µια βοµηχανία κατασκευής µηχανών που µόνο σκοπό τους είχαν να διακόπτουν πρόωρα ανθρώπινες ζωές... Μπορεί όµως ο µίστερ Όουεν να τον είχε βοηθήσει αλλά δεν τον είχε και ευνοήσει...Για πέντε χρόνια είχε δουλέψει σαν σκυλί, δέκα οκτώ ώρες την ηµέρα, έξι και πολλές φορές επτά ηµέρες την εβδοµάδα για να τον κάνει, χωρίς ο ίδιος ο Τζον να το περίµενε ποτέ, να τον προτείνει για αντικαταστάτη του όταν έφτασε η ώρα της αποχώρησης του. Και ήταν τέτοιο το κύρος και ο σεβασµός που απολάµβανε ο µίστερ Όουεν µέσα στον Οργανισµό ώστε ο τότε Γενικός Γραµµατέας ούτε καν αναζήτησε άλλον υποψήφιο για τη θέση. Έτσι βρέθηκε στα τριάντα του να διευθύνει το Center For The Interactive Care Of Children, το πιο δυναµικό, νευραλγικό, cutting edge τµήµα της UNICEF. Έκαναν πολλά, πάρα πολλά για τα παιδιά του κόσµου µέσα από αυτή την αίθουσα στη διάρκεια όλου του χρόνου. Για τον ίδιο όµως, όπως µάλλον και για όλους τους συναδέλφους/συνεργάτες του, η σηµαντικότερη ηµέρα ήταν το δεύτερο µισό της τριακοστής πρώτης Δεκεµβρίου, τότε έκαναν την πιο σπουδαία δουλειά όλου του έτους. Και ειλικρινά όχι επειδή η δουλειά αυτή τύχαινε να είναι η υλοποίηση του project στο οποίο είχε κυριολεκτικά αφιερώσει τα πέντε πρώτα χρόνια της εργασίας του στο C. F. T. I. C. O. C., την δηµιουργία δηλαδή ενός ολογραφικού και πλήρως διαδραστικού avatar του Santa Claus. Ηταν επειδή µε τη δουλειά αυτή υλοποιούσαν ένα όνειρο και µια προσδοκία που είχαν δισεκατοµµύρια παιδιών επί αιώνες, ένα όνειρο που είχε και ο ίδιος µέχρι τα δώδεκα του...Και αυτό ήταν µόνον η αρχή, σε πέντε χρόνια το πολύ φιλοδοξούσε να έχει έτοιµο το next level του project, το να µπορεί πλέον να φορτώσει στους Santa Claus του την µέγιστη δυνατή τεχνητή νοηµοσύνη. Για µια ακόµα Πρωτοχρονιά όµως η δουλειά είχε τελειώσει και έτσι µπορούσε αλλά και έπρεπε να φύγει και αυτός...Καθώς φορούσε το σακάκι και στη συνέχεια το παλτό του τα µάτια του έπεσαν για τελευταία φορά στους εκατοντάδες χιλιάδων Santa Claus και µετά στον φωτεινό πίνακα που βρισκόταν στην κορυφή του τοίχου – matrix. 01.05 1/1/2062, έγραφαν οι κόκκινοι χαρακτήρες που τρυπούσαν πανηγυρικά το ηµίφως...Ανοιξε την πόρτα της αίθουσας και, όπως συνέβαινε πάντα αυτή την ηµέρα, ο πρώτος άνθρωπος που είδε τη νέα χρονιά µετά από τους συνεργάτες του ήταν ο καθαριστής του ορόφου. Οπως και εκείνος δούλευε και την Πρωτοχρονιά, µόνο µε διαφορετικό ωράριο, ερχόταν πάνω – κάτω την ώρα που ο ίδιος έφευγε. Happy new year Bill! Happy new year to you too Mr Goethebergger απάντησε ο καθαριστής και, µάλλον ασυναίσθητα, κοντοστάθηκε µε κάποιον σεβασµό τη στιγµή που ο γενικός διευθυντής του συγκεκριµένου τµήµατος της υπηρεσίας του Ο.Η.Ε. όπου εργαζόταν τόσα χρόνια πέρασε από δίπλα του. ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
Βγαίνοντας από την πύλη του µεγάρου της UNICEF στην Γιουνάιτεντ Νέισονς Πλάζα η νεοϋορκέζικη παγωνιά χύµηξε επάνω του σαν αγριεµένο θηρίο της ζούγκλας. Ο Τζον σήκωσε τον γιακά του παλτού του, διέσχισε την Πρώτη Λεωφόρο και άρχισε να περπατά γρήγορα – περισσότερο για να ζεσταθεί παρά επειδή βιαζόταν τόσο πολύ – προς την Ροκαφέλερ Πλάζα. Οι δρόµοι ήταν βέβαια γεµάτοι από κόσµο, όλοι σχεδόν γιόρταζαν τον ερχοµό της νέας χρονιάς
ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
ψάχνοντας ίσως σε αυτό τον τεχνητά κατασκευασµένο τρόπο κατάτµησης του χρόνου την αισιοδοξία που πιθανόν έλειπε από την ζωή τους. Ο Τζον όµως ήταν από φύση αισιόδοξος και προτιµούσε να σκέφτεται ότι οι περισσότεροι ήταν αληθινά χαρούµενοι...Η αψεγάδιαστης τελειότητας φωνή του Φρανκ Σινάτρα στην αιώνια, την διαχρονική σερενάτα στην µαγεία του Μεγάλου Μήλου που ακουγόταν δυνατά από κάπου ήρθε για να του φτιάξει και άλλο τη διάθεση. I want to wake up in a city that never sleeps...Και ήταν ακόµα αρκετά µακριά από την Τάιµς Σκουέαρ, το επίκεντρο των πανηγυρισµών και της κοσµοσυρροής εκείνη τη νύχτα. Και ίσως όχι µόνο για τη Νέα Υόρκη µα και, κατά έναν παράδοξο τρόπο, για όλο τον κόσµο... Γέλασε µε τον εαυτό του όταν στρίβοντας µια γωνία και µόνον αφού είχε αποµακρυνθεί τουλάχιστον οκτώ τετράγωνα από το µέγαρο της UNICEF το χέρι του πήγε στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Μερικά πράγµατα όµως δεν θα άλλαζαν ποτέ σε αυτή την πόλη, σε αυτή την χώρα…Υπήρχε χώρος ανάµεσα στην κοινωνική κατακραυγή για τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών όχι όµως αρκετός και για µιαν άλλη κατηγορία. Έχοντας να τον εισπνεύσει γύρω στις δέκα πέντε ώρες ο καπνός του τσιγάρου του φάνηκε η πιο θεσπέσια γεύση και προπαντός µυρωδιά στον κόσµο. Τράβηξε µε απόλαυση άλλη µια γερή ρουφηξιά και άρχισε να βαδίζει ακόµα πιο γρήγορα. Έχοντας φροντίσει για τις οικογένειες, τα παιδιά τους έστω, όλου του κόσµου ήταν καιρός να θυµηθεί και να βιαστεί να φτάσει στην δική του... Ο Ροσάλδο θα έβγαζε µάλλον τα ψηλά ποτήρια του κρασιού εκείνη την ώρα. Ηταν τυχερός που είχε συναντήσει νωρίς στη ζωή του τον Ροσάλδο, τον οικονοµολόγο από την Βραζιλία που ήρθε στις ΗΠΑ για να κάνει ένα διδακτορικό αλλά....συνάντησε τον Τζον και δεν επέστρεψε ξανά στη χώρα του παρά µόνο για διακοπές. Δώδεκα χρόνια η σχέση τους ήταν απολύτως ισορροπηµένη και ικανοποιητική και για τους δύο, µε πάθος και αγάπη µα και αλληλοσεβασµό και κατανόηση. Και ευτυχώς οι εποχές (µα και η νοµοθεσία!) είχαν αλλάξει και έτσι όταν πέντε χρόνια πριν αποφάσισαν, αυθόρµητα και αµοιβαία, να παντρευτούν µπόρεσαν να το κάνουν αµέσως. Μόνο παιδιά προφανώς δεν θα αποκτούσαν αλλά δεν πείραζε και τόσο, ένας λόγος που ο Τζον αγαπούσε τόσο τη δουλειά του ήταν ότι τον έκανε να αισθάνεται κάπως σα να ήταν όλα τα παιδιά του κόσµου δικά του.. Γι’ αυτό και είχε νιώσει τόση χαρά µα και τιµή και συγκίνηση τις δύο φορές ως τότε που είχε τιµηθεί µε το ετήσιο Ύψιστο Βραβείο Για Τη Συνεισφορά Στην Προστασία Και Φροντίδα Της Παιδικής Ηλικίας του Οργανισµού (και είχε πολύ µεγάλη σηµασία για αυτόν ότι δεν το απένειµε κάποια επιτροπή αλλά προέκυπτε από ψηφοφορία των µελών των ενώσεων των εκπαιδευτικών και παιδοψυχολόγων των περισσότερων χωρών του κόσµου). Και η συγκίνηση του ήταν ακόµα µεγαλύτερη γιατί είχε µοιραστεί αυτή τη χαρά µε τον Ροσάλδο καθώς όχι µόνο είχαν φυσικά πάει µαζί και στις δύο τελετές απονοµής αλλά και τον είχε συστήσει σε όλους τους συνεργάτες του – τη µια µάλιστα και στον ίδιο τον Γενικό Γραµµατέα – ως τον σύζυγο του. Ναι, θα ήταν πολύ άδικο να πει ο Τζον Γκετεµπέργκερ ότι είχε κανένα παράπονο από την ζωή του...Είχε δουλέψει σκληρά αλλά και τα πράγµατα του είχαν έρθει ευνοϊκά. Σίγουρα πάντως δεν τα είχε καταφέρει άσχηµα για το παιδί δύο φτωχών ανθρώπων που ήρθαν στην Αµερική από την Ευρώπη για να βρουν µια καλύτερη ζωή και έχοντας ζήσει τα πρώτα δέκα οκτώ χρόνια της ζωής του σε ένα µικρό ισόγειο διαµέρισµα στο Μπρούκλιν, πόση διαφορά αλήθεια από το σπίτι µε τη θέα στο Σέντραλ Παρκ όπου έµεναν µε τον Ροσάλδο. Το απόγευµα µάλιστα θα τους επισκεπτόταν η ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
µητέρα του, την είχαν καλέσει για φαγητό. Χαιρόταν προκαταβολικά για αυτό, είχε αρκετές ηµέρες να την δει και του είχε λείψει...Οσο και αν ήξερε ότι παρ’ όλη και την δική της χαρά για το ότι θα τον έβλεπε – αλλά και τον Ροσάλδο, αληθινά τον αγαπούσε πολύ – θα πικραινόταν για το ότι θα πήγαινε µόνη της. Το είχε ήδη καταλάβει από τη φωνή της στο τηλέφωνο όταν την προσκάλεσε...αν και φυσικά δεν τον είχε ρωτήσει αν και γιατί η πρόσκληση ήταν µόνο για εκείνη. Την ίδια στιγµή στον τελευταίο όροφο του µέγαρου της UNICEF ο Μπιλ ο καθαριστής συνέχιζε να εργάζεται µε κέφι. Θα προτιµούσε βέβαια να είναι µε την οικογένεια του εκείνη την ώρα αλλά από την άλλη αυτή ήταν µια σίγουρη, σταθερή και, κακά τα ψέµατα, καλοπληρωµένη δουλειά, η καλύτερη που είχε ποτέ και σε µερικά χρόνια θα του απέφερε και µια πολύ καλή σύνταξη. Δεν βαρυγκωµούσε λοιπόν για το ότι έπρεπε να δουλεύει ακόµα και αυτή την ηµέρα και άλλωστε πάντα χαιρόταν όταν έβλεπε τον µίστερ Γκετεµπέργκερ, ήταν τόσο καλός µα και τόσο ευγενικός άνθρωπος ώστε έκανε καλύτερη την διάθεση και όλων γύρω του. Και εκτιµούσε πάρα πολύ το έργο του, την δουλειά του, δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τη στιγµή που ήταν µε τα τρία εγγόνια του και είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει για ακόµα µια φορά το πόσο ευτυχισµένα ήταν όλα τα παιδιά του κόσµου εξ αιτίας αυτού που έκανε ο µίστερ Γκετεµπέργκερ και όλοι οι άλλοι που δούλευαν στο µεγάλο δωµάτιο µε τις τόσες οθόνες που καθάριζε εκείνη τη στιγµή. Και ακριβώς επειδή ο µίστερ Γκετεµπέργκερ ήταν τόσο καλός άνθρωπος αισθανόταν την ανάγκη να του πει κάτι όταν τον έβλεπε τα ξηµερώµατα κάθε Πρωτοχρονιάς...αλλά ποτέ δεν βρήκε το θάρρος να το κάνει. Ήθελε να του πει ότι στη µικρή, µακρινή χώρα από όπου είχε έρθει τον Santa Claus δεν τον έλεγαν έτσι. Είχε ένα άλλο όνοµα, ήταν ένας άλλος άγιος...Και µάλιστα ο ίδιος είχε πάρει το όνοµα του από αυτόν ακριβώς τον άγιο και έτσι η Πρωτοχρονιά ήταν διπλή γιορτή για αυτόν. Και ακόµα περισσότερο φυσικά όταν ήταν µικρός, πριν φύγει µαζί µε τους γονείς του από εκείνη τη µικρή χώρα για να έρθει στην Αµερική όπου και έµεινε για πάντα. Αµυδρά θυµόταν τον πατέρα του να λέει στην µητέρα του λίγο καιρό πριν φύγουν ότι δεν µπορούσαν πια να ζήσουν στην χώρα τους εξ αιτίας ενός πράγµατος που το έλεγαν µνηµόνιο ή κάπως έτσι και το είχαν επιβάλει σε εκείνη τη χώρα κάποιοι άνθρωποι που τους αποκαλούσαν τρόικα, δεν είχε καταλάβει ποτέ γιατί. Θυµόταν όµως πολύ πιο έντονα κάτι άλλο...Οτι την παραµονή της ηµέρας της γιορτής του – όπως άλλωστε και των Χριστουγέννων – έβγαινε µαζί µε άλλα παιδιά, τους φίλους του και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, όπως ακριβώς έκαναν τα παιδάκια στην Αµερική την ηµέρα του Halloween. Μόνο που σε εκείνη την µικρή χώρα τα παιδιά δεν µασκαρεύονταν, δεν κρατούσαν φωτισµένες κολοκύθες και δεν προσπαθούσαν να τροµάξουν τους ανθρώπους στα σπίτια. Μόνο κρατούσαν τρίγωνα και έλεγαν κάτι σαν τραγούδι, σαν... Και ξαφνικά η ανάµνηση αυτή όχι µόνο τον κυρίεψε αλλά και τον έκανε να λυγίσει, να τσακίσει στ’ αλήθεια. Ο Βασίλης ο καθαριστής βρέθηκε στο κέντρο του σχεδόν αχανούς και εντελώς άδειου εκείνη την ώρα control room, ολοµόναχος...και πραγµατικά εκείνη τη στιγµή ένιωθε πιο µόνος από ποτέ. Κρατούσε ακόµα την σκούπα του και είχε σκυµµένο το κεφάλι όταν τα δάκρυα πληµµύρισαν λυτρωτικά τα µάτια του. Και τότε, σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιεί, σχεδόν σαν µέσα σε όνειρο, άκουσε την ίδια την φωνή του, πολύ πιο βραχνή και σπασµένη από όσο θα δικαιολογούσαν τα εξήντα τρία χρόνια του, να µουρµουρίζει τραγουδιστά κάτι σε µια γλώσσα που είχε τόσο πολύ καιρό να χρησιµοποιήσει... Αρχιµηνιά κι αρχιχρονιά ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
ψηλή µου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός µας χρόνος... Ο Τζον άφησε πίσω του το Σέντραλ Παρκ, πλησίαζε πια στο σπίτι του. Το πρόσωπο του όµως δεν έδειχνε πια καθόλου την χαρά και την ευχαρίστηση που ήταν έκδηλα επάνω του λίγη µόνον ώρα πριν...Ηταν συσπασµένο, όχι όµως από πόνο ή ακόµα και από µίσος. Η αιτία ήταν µια έντονη µα και βουβή οργή...Δεν µπορούσε να το αποφύγει, αυτό ήταν το συναίσθηµα που πάντα κυριαρχούσε µέσα του όταν τον σκεφτόταν. Όταν σκεφτόταν τον πατέρα του...
Ο Κλάους Γκετεµπέργκερ...Ο δυνατός, ψηλός, ξανθός Κλάους. Ο Κλάους που ήταν υπερήφανος για την αυθεντική πρωσική καταγωγή του και είχε ακόµα κρεµασµένη σε περίοπτη θέση στο σπίτι του µια φωτογραφία κάποιου Οτο Μπίσµαρκ που την είχε κληρονοµήσει από τον πατέρα του που και αυτός την είχε παραλάβει από τον δικό του πατέρα. Ο Κλάους που, όπως δήλωνε υπερήφανος, ως εικοσάχρονος στρατιώτης είχε ζητήσει ο ίδιος να συµµετάσχει στο γερµανικό τµήµα της «ειρηνευτικής δύναµης» ενός πολεµοχαρούς οργανισµού που τον έλεγαν ΝΑΤΟ – ευτυχώς είχε διαλυθεί περισσότερα από είκοσι χρόνια πριν - η οποία πήγε στο Αφγανιστάν για να επιβάλλει «τον νόµο και την τάξη». Γιατί το έκανε; «Μα για τα λεφτά και την περιπέτεια, για τί άλλο κάνουν οτιδήποτε οι αληθινοί άντρες;», όπως έλεγε ο ίδιος. Ο Κλάους που έβρισκε τους Δηµοκρατικούς «πολύ φιλελεύθερους» αλλά και τους Ρεπουµπλικάνους «σχεδόν φασίστες» (µισούσε τον ναζισµό αφού άλλωστε «ο Χίτλερ ήταν Αυστριακός»...) και αν κάτι νοσταλγούσε περισσότερο από τη Γερµανία – που αναγκάστηκε να την αφήσει όταν το εργοστάσιο όπου δούλευε έκλεισε και έµεινε άνεργος – αυτό ήταν µάλλον ότι στην Αµερική δεν υπήρχαν οι αγαπηµένοι του Σοσιαλδηµοκράτες για να τους ψηφίσει. Ο Κλάους που ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
όταν γνώρισε στην Καµπούλ την Ασερίδ και εκείνη ερωτεύτηκε αµέσως τον ψηλό, ξανθό γαλανοµάτη µε την στολή παραλλαγής δεν δίστασε ούτε στιγµή να την πάρει µαζί του στο Βερολίνο φεύγοντας από το Αφγανιστάν, πιο πολύ ως λάφυρο, ένα έµψυχο τρόπαιο της «ηρωικής αποστολής» της νιότης του παρά ως ανθρώπινο ον. Απόδειξη ότι ναι µεν της είπε να πετάξει την µπούργκα πριν ακόµα παντρευτούν αλλά όταν εκείνη αγόρασε για πρώτη φορά ευρωπαϊκά ρούχα και ιδίως µια φούστα που σταµατούσε λίγο επάνω από το γόνατο της είπε κοιτώντας την στραβά «εσύ δεν είσαι Γερµανίδα». Και θα της το έλεγε και άλλες φορές, για την ακρίβεια τελικά δεν της το συγχώρεσε ποτέ... Οπως και δεν χώνεψε ποτέ ότι ο γιος του, ο ένας και µοναδικός δικός του γιος, ήταν µεν ψηλός σαν τον ίδιο αλλά τα πάντα στο πρόσωπο του, από το χρώµα των µαλλιών του µέχρι την απόχρωση του δέρµατος του και τα χαρακτηριστικά του ήταν µελαχρινά και σκούρα όπως εκείνης, της µητέρας του. Και δεν είχε συζητήσει ποτέ µαζί του για να ξέρει ότι ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του ούτε Αφγανό µα ούτε και Γερµανό αλλά απλά πολίτη τιυ κόσµου µε προέλευση όµως σαφώς τις ΗΠΑ αφού εκεί είχε γεννηθεί, µεγαλώσει και ζήσει όλη την µέχρι τότε ζωή τoυ... Και αν µε αυτό µπορούσε ίσως να συµβιβαστεί δεν θα µπορούσε φυσικά ποτέ να το κάνει µε το γεγονός ότι ο γιος του ήταν οµοφυλόφιλος. Με συµβουλή της Ασερίδ ο Τζον το είχε κρατήσει µυστικό για πολύ καιρό, ο Κλάους το έµαθε µόνον όταν άρχισαν να συµβιώνουν µε τον Ροσάλδο. Ο Τζον δεν θα ξεχνούσε ποτέ την ηµέρα της αποκάλυψης...Ο Κλάους δεν πραγµατοποίησε βέβαια την απειλή του να τον σκοτώσει για να ξεπλύνει το όνειδος για την οικογένεια των Γκετεµπέργκερ αλλά τήρησε την υπόσχεση του, να µη τον ξαναδεί και να µην του ξαναµιλήσει ποτέ. Ο Τζον έκανε µερικές προσπάθειες να επανασυνδεθεί µε τον πατέρα του αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος. Ούτε καν η προσφορά του Τζον στα παιδιά όλου του κόσµου µέσα από την δουλειά του τον µαλάκωσε ποτέ, «τι δουλειά έχουν οι π... µε τα παιδιά;» ήταν η επωδός του κάθε φορά που αναφερόταν το θέµα. Αρνήθηκε ακόµα και να συνοδεύσει την Ασερίδ τις δύο φορές που ο Τζον τιµήθηκε µε το βραβείο του Οργανισµού, ήταν όµως η µοναδική ίσως περίσταση που η υποταγµένη και σχεδόν αναλφάβητη Αφγανή σύζυγος ύψωσε το ανάστηµα της και πήγε µόνη της στις δύο τελετές. Οπως εξάλλου δεν του έκανε ποτέ την χαρη να σταµατήσει να επικοινωνεί τακτικότατα µε τον γιο της... Τόση ανοησία, τόση στενοµυαλιά, τόση µισαλλοδοξία.. δεν ήταν καν θέµα έλειψης παιδείας, ήταν κάτι πολύ βαθύτερο και χειρότερο. Ο Τζον ντρεπόταν αληθινά που είχε αυτό τον άνθρωπο για πατέρα, πολύ περισσότερο από όσο ο Κλάους για το ότι ήταν γιος του. Ο Τζον που, πριν ακόµα και από gay ή οτιδήποτε άλλο, ήταν υπερήφανος να θεωρεί τον εαυτό του ένα απλά σωστό ανθρώπινο ον... Δεν του άρεσε όµως που η σκέψη του πατέρα του τον είχε αναστατώσει τόσο πολύ µια τέτοια ηµέρα, ήθελε να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεµία και την καλή του διάθεση πριν επιστρέψει στο σπίτι και στον Ροσάλδο. Και τότε του ήρθε ξαφνικά στο νου ένα παλαιό, πολύ παλαιό τραγούδι. Ενα τραγούδι που είχε γράψει κάποιος που αρχικά πήγε µετανάστης, από τον γειτονικό Καναδά βέβαια, στην Αµερική και στη συνέχεια πολιτογραφήθηκε Αµερικανός, όπως ακριβώς και οι γονείς του...Το γνώριζε καλά αυτό το τραγούδι, είχε όµως πολλά χρόνια να το ακούσει Δεν ήξερε γιατί το θυµήθηκε εκείνη τη συγκεκριµένη στιγµή, για πρώτη φορά όµως συνειδητοποίησε κάτι...Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού συνέδεαν δύο πόλεις που ήταν κοµβικές για αυτόν. Το Βερολίνο, την ευρωπαϊκή µεγαλούπολη που ο ίδιος δεν είχε δει ποτέ αλλά από εκεί ξεκίνησαν οι γονείς του για να έρθουν στην Αµερική µε την επιτοµή ίσως της έννοιας της πόλης στη σύγχρονη εποχή, τη Νέα ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
Υόρκη και πιο συγκεκριµένα µε το Μανχάταν, την συνοικία της όπου κατοικούσε και εργαζόταν. Σύµπτωση; Και τότε ο Τζον αισθάνθηκε µια ανεξήγητη αλλά και ακατανίκητη παρόρµηση. Είχε βέβαια απόλυτη επίγνωση ότι ακόµα και µια συναγρίδα ήταν καλλίφωνη µπροστά του αλλά του ήταν αδύνατο να αντισταθεί...Εβγαλε άλλο ένα τσιγάρο από το πακέτο του, το άναψε και άρχισε να περπατάει πιο ζωηρά. Και ο ήχος από την αναπνοή του, καθώς έβγαινε παγωµένη και ποτισµένη από τον καπνό και τη νικοτίνη, ενωνόταν θαρρείς µε τον υπόκωφο θόρυβο των βηµάτων του επάνω στο αρκετά παχύ στρώµα χιονιού το οποίο υπήρχε στο πεζοδρόµιο...και όλα µαζί σχηµάτιζαν παράξενα, άυλα, σαν από µιαν αόρατη ορχήστρα, εξαίσια ηχοχρώµατα που λες και στροβιλίζονταν ανάµεσα στις αραιές νιφάδες του χιονιού ώσπου άλλαζαν, γίνονταν σχεδόν στερεά...ή µήπως τρισδιάστατα ολογραφήµατα σαν τους Santa Claus του; Οπως και αν είχε οι µυστηριακές αυτές νότες έδειχναν τόσο αληθινές ώστε ο Τζον νόµιζε ότι αν άπλωνε το χέρι του θα τις άγγιζε....Και η µουσική που συνέθεταν µπορεί να είχε µιαν άγρια, παράφωνη αρµονία αλλά διέθετε και µια παράδοξη, δική της και αλλόκοτα όµορφη µελωδία. Εκείνη της ίδιας της ζωής µήπως; Οτι και αν ήταν όµως αυτή η µελωδία ήταν η ιδανική συνοδεία για την ακαλλιέργητη, άτεχνη, άµουση φωνή του Τζον που όµως, καθώς έσπασε την σιωπή του απόµερου δρόµου ο οποίος σε µερικά µέτρα θα τον έφερνε στην πόρτα του κτιρίου όπου βρισκόταν το σπίτι του, ήχησε στα ίδια του τ’ αυτιά σαν µια ολόκληρη και µάλιστα πολυµελής χορωδία. They sentenced me to twenty years of boredom For trying to change the system from within I'm coming now, I'm coming to reward them First we take Manhattan, then we take Berlin... Την χορωδία – µε άλλα λόγια µια ωδή από το σύνολο και προς αυτό - της πίστης στον άνθρωπο και, ακόµα ίσως περισσότερο, στην ανάγκη του να αλλάζει µαζί µε τον κόσµο που µεταλλάσσεται αδιάκοπα γύρω του, χορεύοντας στους ήχους της ατέρµονης συµφωνίας που αναπέµπει η εγγενής εντροπία ενός σύµπαντος πεπερασµένου όσο το είναι µας και απέραντου όσο ο χρόνος, απόλυτα και γοητευτικά άγνωστου µα συνάµα και τόσο θελκτικά οικείου. Αρκεί µόνο να έχεις συνηθίσει να αφουγκράζεσαι τον εσώτερο ήχο που αποτελεί η ίδια η ύπαρξη του… Και όλα αυτά ήταν σα να αποκαλύφθηκαν στον Τζον όχι στο εργαστήριο του και διαµέσου των πανίσχυρων υπολογιστών του αλλά µέσα από την ίδια τη φωνή του καθώς επέστρεφε σπίτι µια ακόµα παγωµένη νύχτα µιας ακόµα Πρωτοχρονιάς. Δεν αγνοούσε όµως το ότι κάπου, κάπως υπήρχαν, ήξερε πια καλά ότι κάθε χρόνο τέτοια ηµέρα ήταν αυτά που έδιναν κίνηση, ίσως ακόµα και ένα είδος ζωής, στα ψηφιακά ολογραφήµατα του...Ηταν τα σπαράγµατα της δικής του ψυχής τα οποία έδιναν πνοή στις τρισδιάστατες απεικονίσεις των όσων είχε στο µυαλό του, άρα σε ένα βαθµό και µια ωραιότερη µορφή στον κόσµο γύρω του. Η απόδειξη µήπως του πόσο λανθασµένη ήταν η µέθοδος του βαρόνου Φρανκενστάιν για την αναζήτηση και απόκτησση της ευτυχίας µέσα από την έµπρακτη ανατροπή της; Αν και οι σκέψεις αυτές όµως είχαν κάνει τη διάθεση του να γίνει ακόµα καλύτερη και από την ώρα που βγήκε από το µέγαρο της UNICEF και ενώ ήθελε µόλις δυο – τρία µέτρα για να φτάσει στην ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
πόρτα της δεκαπενταόροφης πολυκατοικίας όπου βρισκόταν το διαµέρισµα που είχαν αγοράσει από κοινού µε τον Ροσάλδο κάτι τον έκανε να σταµατήσει ξαφνικά...και να κοιτάξει πέρα µακριά, προς την κατεύθυνση του Μπρούκλιν. Και όσο και αν ήταν το λιγότερο παράδοξο είδε καθαρά, µε τα ίδια του τα µάτια και όχι µε αυτά της φαντασίας, µία σκηνή. Ενα διαµέρισµα σε µια άλλη, κατασκευασµένη πολύ παλαιότερα, κακοσυντηρήµένη και σίγουρα µε πολύ φτωχότερους απ’ όσο η δική του πολυκατοικία ενοίκους, όπως άλλωστε και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της περιοχής στην οποία βρισκόταν. Ενα φωτισµένο παράθυρο...Ενα αγόρι γύρω στα δέκα, πολύ έντονα µελαχρινό, να κοιτάζει έξω από το παράθυρο, λίγο φοβισµένο µα πολύ περισσότερο απορηµένο. Ορθιος µπροστά του ένας ψηλός, γεροδεµένος, κατάξανθος άντρας µε γαλάζια µάτια και όµορφα χαρακτηριστικά που είχαν όµως συσπασθεί σε µιαν άσχηµη γκριµάτσα καθώς µιλούσε σε αρκετά υψηλή ένταση και µε τον τόνο της φωνής του να είναι ένα µείγµα θυµού και περιφρόνησης: -Τί κοιτάς έξω σαν βλάκας; Τίποτα δεν θα δεις...Σου είπα, δεν υπάρχει Σάντα Κλάους. Μην τον περιµένεις γιατί δεν θα έρθει ποτέ. Οι έξυπνοι άντρες δυλεύουν, βγάζουν φράγκα και αγοράζουν ότι θέλουν για τον εαυτό τους και δώρα για τις γκόµενες. Δεν τα περιµένουν από οποιονδήποτε Σάντα...Βλαµµένο! Με έκπληξη ο Τζον ένιωσε – εκείνη ειδικά τη νύχτα που είχε κάθε λόγο να είναι όχι απλά χαρούµενος µα ευτυχισµένος – ένα δάκρυ να κυλάει στο µάγουλο του...Και δεν ήξερε για ποιον και τί ακριβώς ήταν. Για τα όσα είχε περάσει το µελαχρινό αγόρι µε τα µεγάλα απορηµένα µάτια, για το πόσο είχε βασανιστεί στην πιο τρυφερή ηλικία του; Ή µήπως για το ότι το γεγονός ακριβώς ότι ο ίδιος βρισκόταν εκείνη τη στιγµή εκεί και το κοίταζε σήµαινε ότι δεν τα είχε υποστεί άδικα όλα αυτά; Ξαφνικά όµως και το ίδιο απότοµα όπως και µε το δάκρυ λίγα δευτερόλεπτα πριν ένα χαµόγελο άρχισε να απλώνεται στο πρόσωπο του µέχρι που το φώτισε ολόκληρο ενώ το ύφος του άλλαξε το ίδιο γρήγορα σε εκείνο του ανθρώπου που έχει µια λαµπρή έµπνευση για κάτι. Και για δεύτερη φορά µέσα σε ελάχιστα λεπτά, µετά από το παράφωνο τραγούδι του στο δροµάκι πριν, είπε κάτι δυνατά, πολύ πιο δυνατά µάλιστα από όσο όταν τραγουδούσε και ενώ βέβαια δεν υπήρχε κανείς για να τον ακούσει. Αυτή τη φορά όµως ήταν µία και µόνη λέξη: Υπάρχει... Το είπε τόσο δυνατά ώστε ο ήχος της φωνή του πρέπει να έφτασε και εκεί πέρα µακριά...στο φτωχικό διαµέρισµα του Μπρούκλιν. Γιατί είδε το αγόρι, µόνο του πια καθώς ο ξανθός άντρας είχε βγει από το δωµάτιο, να κοιτάζει γύρω του ξαφνιασµένο, ακόµα πιο απορηµένο...µόνο για λίγα δευτερόλεπτα όµως. Γιατί µετά σήκωσε το βλέµµα του προς τα επάνω, στον ουρανό...Και τότε ένα χαµόγελο άρχισε να απλώνεται στο πρόσωπο του, φωτίζοντας το περισσότερο από όσο τα αστέρια τον ουρανό. Ενα χαµόγελο που όσο πήγαινε έµοιαζε όλο και περισσότερο ώσου έφτασε να είναι το ίδιο, όµοιο και απαράλλαχτο, µε αυτό που υπήρχε ακόµα στο πρόσωπο του Τζον... Ηταν αυτό ακριβώς που ήθελε ο Τζον, αυτός ήταν ο λόγος που είχε πει τόσο δυνατά αυτή τη λέξη. Για να την ακούσει το µελαχρινό αγόρι (και µαζί του, αν ήταν δυνατό, όλα τα παιδιά του κόσµου, από αυτά του κινεζοαργεντινικής καταγωγής τότε προέδρου των ΗΠΑ µέχρι τα εγγόνια του Μπιλ του καθαριστή) και να ξέρει ότι ο Σάντα Κλαους υπάρχει! Υπήρχε πριν, τότε και θα υπήρχε για πάντα, όσο θα υπήρχαν και παιδιά στον κόσµο...µόνο και µόνο για να είναι το µέλλον τους, η ζωή τους, λίγο καλύτερη, λίγο πιο όµορφη. Τότε µα και όταν θα µεγάλωναν και µε τη σειρά τους θα ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
αποκτούσαν και εκείνα παιδιά...Και αυτός το ήξερε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο γιατί ήταν δική του δουλειά, περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου, να συµβαίνει αυτό. Να εξασφαλίζει ότι θα υπήρχε ο Σάντα Κλάους για όλα τα παιδιά του κόσµου, για πολλά, πολλά ακόµα χρόνια και στη συνέχεια να βρει, να επιλέξει εκείνον ή εκείνη που θα εξασφάλιζε ότι θα συνέχιζε να υπάρχει για ακόµα περισσότερα, για πάντα. Ετσι ώστε ποτέ κανένα άλλο παιδί, κανένα αγόρι και κορίτσι, να µη χρειαστεί να αναρωτηθεί αν υπήρχε ο Σάντα Κλάους παρά µόνο όταν θα έφτανε στην ηλικία που θα µπορούσε να απαντήσει µόνο του σε αυτή την ερώτηση αλλά και να εξηγήσει επίσης την απάντηση την οποία θα έδινε...
Σαν αυτή η σκέψη του να ενεργοποίησε έναν κρυφό, αόρατο σε κάθε ανθρώπινο µάτι µηχανισµό, τα πάντα, όλο το φυσικό περιβάλλον γύρω από τον Τζον, άλλαξαν ταχύτατα, σα να ήταν το αποτέλεσµα υου κόλπου ενός έµπειρου και πολύ επιδέξιου «µάγου» από αυτούς που τους λένε ταχυδακτυλουργούς. Το χιόνι ξανάρχισε να πέφτει, πολύ πιο πυκνό και µε µεγαλύτερη δύναµη από όσο πριν. Ταυτόχρονα όµως ξανάκουσε την µουσική που είχε ακούσει και λίγο πριν, την µουσική της ίδιας της ζωής, πιο δυνατά όµως αλλά και πολύ πιο µελωδική και όµορφη. Και αυτή τη φορά δεν ήταν η ιδέα του, ήταν σίγουρος...Τα ηχοχρώµτα της στροβιλίστηκαν στον αέρα, ανάµεσα στις νιφάδες του χιονιού! Απόδειξη ότι και αυτές δεν έπφταν όπως πάντα, απλά ακολουθώντας τον νόµο της βαρύτητας...Χόρευαν κυριολεκτικά, έναν υπέροχο, µοναδικό, απίστευτα όµορφο χορό, εκτελώντας κάθε µία µε χάρη και µε ακρίβεια το µέρος της πριν φτάσουν πολύ κοντά στο έδαφος όπου έσµιγαν πάλι όλες µαζί σε ένα κορ ντε µπαλέ πιο εντυπωσιακό και από αυτό που θα µπορούσε να φανταστεί ο πλέον εµπνευσµένος χορογράφος! Ο Τζον έρριξε µια τελευταια µατιά ολόγυρα του πριν βγάλει τα κλειδιά του. Οχι προς τα επάνω όµως όσο και αν πάντα του άρεσε πολύ, του έφερνε ένα συναίσθηµα γαλήνης το θέαµα του ανοικτές εκδόσεις maga.gr
O (Άι) Βασίλης στο Μανχάταν | Θάνος Μαντζάνας
νυχτερινού ουρανού...Κάτι τον κρατούσε από το να κάνει αυτό, για κάποιο λόγο δεν ήθελε να το κάνει. Γιατί όσο και αν ήξερε πως µέσα στο µικροσκοπικό και πανάλαφρο φορητό hard disk του που ήταν σε µια άλλη τσέπη του παλτού του βρισκόταν ολόκληρος ο κώδικας των δροµολογίων και των κινήσεων των Σάντα Κλάους που σε ένα χρόνο ακριβώς θα ξανάστελνε σε όλα τα µήκη και πλάτη του κόσµου (το ένα και µοναδικό αντίγραφο ασφαλείας του πρωτότυπου κώδικα που φυσικά βρισκόταν στην κεντρική µονάδα του συστήµατος του C. F. T. I. C. O. C. για την οποία, εκτός φυσικά από τον ίδιο, είχαν κωδικούς πρόσβασης µόνον άλλοι τρεις άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη, ο Τέντι και οι τυπεύθυνοι των τοµέων βορείου και νοτίου ηµισφαιρίου) είχε µα πολύ έντονη αίσθηση πως αν σήκωνε εκείνη ακριβώς τη στιγµή τα µάτια του στον ουρανό θα έβλεπε να περνάει µε ιλιγγιώδη ταχύτητα, πιο γρήγορη ίσως και από αυτή ενός διάττοντος αστέρα, ένα έλκηθρο που το εσερναν τάρανδοι (κάτι έπρεπε να αρχίσουν να κάνουν για να τελειοποιήσουν και να κάνουνν πιο φυσική την κίνηση των ταράνδων, µια σκέψη πέρασε αστραπιαία από το µυαλό του αθεράπευτου εργασιοµανή που ήταν τέτοιος ακριβώς γιατί λάτρευε τη δουλειά του, επειδή αυτό που έκανε ήταν ένα τόσο σηµαντικό κοµµάι τη ζωής του και όχι ο ίδιος απλό εξάρτηµα του). Κοίταξε όµως για άλλη µια φορά προς το Μπρούκλιν...Το αγόρι είχε µόλις ξαπλώσει. Με το χαµόγελο να φωτίζει πάντα το πρόσωπο του έκλεισε τα µάτια του και αποκοιµήθηκε αµέσως. Ηρεµο, χαρούµενο, σχεδόν ευτυχισµένο...Ο Τζον γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς τα πίσω, το δροµάκι που οδηγούσε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τα βήµατα του είχαν αφήσει βαθιά ίχνη στο παχύ στρώµα του χιονιού....Καθώς όµως έφταναν σε αυτά οι πυκνές νιφάδες ολοκληρώνοντας τον όχι τρελό πια µα άψογο χορό τους τα είχαν ήδη σχεδόν σβήσει. Οπως συµβαίνει πάντα, όπως τουλάχιστον πρέπει να συµβαίνει...Γιατί έρχεται µια στιγµή που τα ίχνη, ακόµα και τα πιο βαθιά, σβήνουν. Και το µόνο που µένει είναι ένα καθαρό τοπίο, χωρίς τίποτα να το ασχηµίζει και να το βρωµίζει...απλό, αθώο και κατάλευκο ξανά, σαν το χιόνι. Εστρεψε για τελευταία φορά το βλέµµα του, προς µια εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, ακόµα πιο µακριά αλλά και αρκετά υψηλότερα από όσο είχε κοιτάξει µέχρι εκείνη την στγµή. Μάντευε περισσότερο παρά έβλεπε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να ξεπροβάλλουν πέρα, στο βάθος του ορίζοντα, πίσω και λίγο – λίγο και επάνω από το Στέιτεν Άιλαντ...Ηταν όµως αρκετές για να κάνουν τις χορεύουσες νιφάδες να πάψουν να είναι µόνο λευκές ή και διαφανείς και να αρχίσουν να παίρνουν όλα τα χρώµατα, εκατοµµύρια χρώµατα, τα πιο ωραία χρώµατα που είχε δει ή φανταστεί ποτέ κανείς...Και για πρώτη φορά στη ζωή του ο Τζον Γκετεµπέργκερ ένιωσε ένα πολύ παράξενο συναίσθηµα. Για πρώτη φορά ένιωσε ότι αυτή η πόλη, η Νέα Υόρκη, το Μεγάλο Μήλο δεν ήταν απλά η πόλη του και ένα µέρος που αγαπούσε τόσο πολύ αλλά και ο πιο όµορφος τόπος στον κόσµο. Ισως να ήταν αυτό το συναίσθηµα που τον έκανε, καθώς έβαζε το κλειδί στην πόρτα και για τρίτη και τελευταία φορά εκείνη τη νύχτα, αντί να σκεφτεί κάτι να το πει. Οχι όµως δυνατά και πάλι, αντίθετα µόνο µουρµούρισε, γεµάτος χαρά και πλήρης όσο ποτέ... Happy new year Santa Claus!
ανοικτές εκδόσεις maga.gr