ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
Διψάμε για Δ ΙΙστορίες Διψάμε για ιστορίες ιψάμε
για
στορίες
Αφιερώνεται Στ’ αγαπημένα, τα υπέροχα εγγόνια μου Θάνο και Νίκο
Θανάσης Καλογερόπουλος
Διψάμε Δ ιψάμε για ιστορίες για Ιστορίες
Διψάμε για ιστορίες Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Βασιλική Χαμοσφακίδου Σελιδοποίηση: Κυριάκος Μεγαλόπουλος © 2017 Θανάσης Καλογερόπουλος ISBN 978-960-457-868-9 Κεντρική διάθεση: 25ης Μαρτίου 51, 564 29 Ν. Ευκαρπία, Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310649251, 2310277113 www.malliaris.gr e-mail: info@malliaris.gr Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής του έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2121/1993 και 100/1975, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
Ταξίδι στον χρόνο «Τελειώσαμε, κύριε Φίλιππε, ξυπνήστε», άκουσα να μου λέει μια γλυκιά φωνή. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα να με κοιτάζει μια όμορφη νοσοκόμα, που φορούσε την πράσινη ρόμπα του χειρουργείου και το ασορτί σκουφάκι, που κάλυπτε όλα τα μαλλιά της εκτός από μια ατίθαση μαύρη μπούκλα. «Πού βρίσκομαι; Υπάρχουν και μελαχρινοί άγγελοι στον παράδεισο;» ρώτησα. Δεν ήταν καθαρή φιλοφρόνηση ούτε ευφυολόγημα. Απλά, βρισκόμουν σε ένα είδος μέθης: ψυχική ευφορία αλλά και σκοτισμένο μυαλό. Η νοσοκόμα παρέμεινε σοβαρή. «Είστε στην “ανάνηψη”. Σε λίγο θα συνέλθετε τελείως και θα σας πάνε στο θάλαμό σας», μου είπε κι έφυγε βιαστική. Λίγες εβδομάδες μετά από τα εβδομηκοστά γενέθλιά μου, έμαθα ότι χρειαζόταν να χειρουργηθώ. Δεν το πήρα κατάκαρδα. Είχα μάθει να μην ανησυχώ υπερβολικά, ακόμα κι όταν έρχονταν μεγάλες αναποδιές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση βοήθησε και η διαβεβαίωση του γιατρού πως αν και η εγχείρηση ήταν επείγουσα, δεν έπαυε να είναι μια επέμβαση ρουτίνας. Έτσι, πήρα την απόφαση να μπω στο χειρουργείο χωρίς καμιά καθυστέρηση και χωρίς κανέναν δισταγμό. Εκεί, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, ο αναισθησιολό-
Θανάσης Καλογερόπουλος
γος με ενημέρωσε ότι είχε αποφασίσει ν’ αποφύγει την ολική νάρκωση, αλλά δεν μπορώ να πω ότι χάρηκα. «Δε με πιάνει η επισκληρίδιος ένεση, γιατρέ. Το ξέρω από μια προηγούμενη φορά», τον προειδοποίησα. «Άλλο τότε. Τώρα τη μερική αναισθητοποίηση θα την κάνω εγώ κι έχω τον τρόπο να είναι αποτελεσματική. Θα δεις ότι δε θα καταλάβεις τίποτα!» Η ένεση με το αναισθητικό έγινε κοντά στη μέση μου, στον επισκληρίδιο χώρο. Κι όταν ο αναισθησιολόγος έκρινε ότι έδρασε το φάρμακο, ο χειρουργός ξεκίνησε την επέμβαση. Όμως, μόλις άρχισε το σχίσιμο της σάρκας, ένιωσα τον πόνο. Και καθώς το νυστέρι βυθιζόταν στο σώμα μου, ο πόνος όλο και δυνάμωνε. Όπως ήταν επόμενο, δεν μπορούσα να μείνω τελείως ακίνητος∙ αναταραζόμουν. Και επειδή τα τινάγματα του κορμιού μου ήταν απανωτά, ο χειρουργός με αποπήρε: «Μείνετε ακίνητος! Διαφορετικά δεν θα μπορέσω να κάνω τη δουλειά μου...» Ντράπηκα. Έβαλα τα δυνατά μου ν’ αντέξω τον πόνο και να μείνω ασάλευτος. Ο αναισθησιολόγος όμως, που παρακολουθούσε, έβλεπε τις γκριμάτσες στο πρόσωπό μου και το μελάνιασμα από το δυνατό σφίξιμο στα δάχτυλά μου, που ήταν κλεισμένα σε γροθιά. «Θα σας δώσω λίγο αναισθητικό για να χαλαρώσετε», μου είπε αρκετά δυνατά για να τον ακούσει και ο χειρουργός. Κι αμέσως πλησίασε τη βελόνα στον αριστερό μου βραχίονα. Μόλις οι πρώτες σταγόνες πέρασαν στο αίμα μου, έπεσα σε βαθύ ύπνο... Μετά το χειρουργείο, όπως με πληροφόρησε η νοσοκόμα, με έφεραν στην “ανάνηψη”. Όμως, παρά τη ρητή διαβεβαίωσή της πως σύντομα θα με μετέφεραν στο θάλαμό μου, οι ώρες περνούσαν κι ακόμα παρέμενα στην ίδια θέση. Τι συνέβαινε 6
Διψάμε για ιστορίες
άραγε; Δεν μπορούσα να υπολογίσω σωστά το χρόνο ή είχε στραβώσει κάτι; Η απάντηση στα ερωτηματικά μου ήρθε έμμεσα. Ο αναισθησιολόγος, που φαίνεται είχε λείψει για λίγο για να πάει στο μικροβιολογικό εργαστήριο, μπήκε αναστατωμένος. «Ο αιματοκρίτης του όλο και κατεβαίνει», είπε στον χειρουργό. «Είναι στο ...», τον ενημέρωσε ψιθυριστά. «Και η πίεσή του έχει φτάσει... », πρόσθεσε δυνατά ένας νοσοκόμος, αλλά ο γιατρός τον έκοψε: «Ξέρω, ξέρω...» «Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε τον χειρουργό ο αναισθησιολόγος. Εκείνος σήκωσε τους ώμους του λέγοντας: «Ξέρω ’γώ τι θα κάνουμε;» «Έχετε κάτι να κάνετε», του είπα. «Να ειδοποιήσετε τη γυναίκα μου πως είμαι καλά, γιατί τόσες ώρες στην αναμονή, δικαιολογημένα εκεί έξω θα κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα.» Ο αναισθησιολόγος έσπευσε να βγει στο διάδρομο, να βρει την Αγγέλα και να την καθησυχάσει, όσο βέβαια γινόταν. Η συνεχής απώλεια αίματος μου έφερνε ζάλη που όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Σιγά σιγά χανόμουν σε μια άλλη διάσταση, όπου μπορούσα να γυρίζω πίσω στον χρόνο και να ξαναζώ ωραίες στιγμές συζητώντας με τους δικούς μου και προπαντός με τα εγγόνια μου. Τα ξεχωριστά αυτά παιδιά, η Έλενα, ο Άγγελος, ο Φίλιππος και ο Κοσμάς, με τη λαχτάρα τους να γνωρίσουν τον κόσμο μέσα από ιστορίες και όχι μόνο, μετέτρεπαν πάντα την αναζήτηση του νου σε ταξίδι μαγευτικό…
7
Αναζητώντας τα κομμάτια του παζλ που η ζωή μας προκαλεί να συναρμολογήσουμε
Α΄ Χτες και σήμερα, εδώ και αλλού 1. Παίζοντας με τη φωτιά «Ωραία ζεστασιά έχουμε εδώ», είπε η Έλενα, μόλις τελείωσε το φαγητό της. «Στο σχολείο σήμερα είχε χαλάσει το καλοριφέρ και ξεπαγιάσαμε. Μέσα στην αίθουσα ήμουν συνέχεια με το μπουφάν μου, αλλά και πάλι κρύωνα.» «Θα έπρεπε οι υπεύθυνοι να είναι προνοητικοί. Να μην αφήνουν τα παιδιά να τρέμουν από το κρύο και να μην μπορούν να κρατήσουν στα χέρια τους το μολύβι», είπε η γιαγιά της η Αγγέλα, που δε χαριζόταν σε κανέναν, όταν επρόκειτο να προστατεύσει τα εγγόνια της. «Ελπίζω μέχρι τη Δευτέρα η βλάβη να έχει διορθωθεί», ευχήθηκα. Ο Άγγελος βρήκε ευκαιρία να προκαλέσει μια μεγάλη συζήτηση. «Όταν ήσαστε εσείς παιδιά, είχατε στο σχολείο σας κεντρική θέρμανση;» ρώτησε παππού και γιαγιά. «Όχι, βέβαια!» απαντήσαμε και οι δύο σχεδόν ταυτόχρονα. «Και πώς ζεσταινόσαστε;» ζήτησε να μάθει ο Κοσμάς. «Είχαμε ξυλόσομπα», είπε η Αγγέλα. «Πού βρίσκατε τα ξύλα;» ρώτησε ο Φίλιππος. «Κάθε πρωί, έφερνε ένα ο καθένας μας από το σπίτι του», συνέχισε να πληροφορεί τα παιδιά η γιαγιά τους. 9
Θανάσης Καλογερόπουλος
«Ακριβώς το ίδιο γινόταν και στο δικό μου σχολείο», είπα στα παιδιά. «Στο σπίτι τι μέσο θέρμανσης είχατε;» ρώτησε η Έλενα. «Στο “χειμωνιάτικο” ανάβαμε το τζάκι», απάντησε η Αγγέλα. «Τα άλλα δωμάτια πώς θερμαίνονταν;» «Τα περισσότερα σπίτια είχαν ένα δωμάτιο όλο κι όλο», τους είπα. «Το σπίτι των γονιών μου είχε κάμποσα δωμάτια», μίλησε η γυναίκα μου, «αλλά αν έβγαινες από το “χειμωνιάτικο” και πήγαινες σε άλλο δωμάτιο, ένιωθες πως έμπαινες σε ψυγείο.» «Και δεν κρυώνατε το βράδυ που πηγαίνατε για ύπνο;» τη ρώτησε ο Άγγελος. «Οι περισσότεροι πέφταμε στις φλοκάτες που έστρωνε η μάνα μου στο πάτωμα κοντά στο τζάκι. Όποιος είχε την τόλμη να κοιμηθεί σε υπνοδωμάτιο, το είχε πάρει απόφαση πως τα κλινοσκεπάσματα ήταν πολύ κρύα, λες και τα είχαν ραντίσει με παγωμένο νερό.» «Παππού, κοιμόσουν κι εσύ στο “χειμωνιάτικο”;» απευθύνθηκε σ’ εμένα η Έλενα. «Εμείς, η μάνα μου κι εγώ, είχαμε ένα δωμάτιο ένα σπίτι. Η στενότητα του χώρου είχε τα μειονεκτήματά της, αλλά ολόκληρο το σπίτι ήταν πάντα ζεστό τον χειμώνα. Το τζάκι, που τη γύρω του “μικρή περιοχή” τη λέγαμε “παραγώνι” ή απλά “γωνιά”, ήταν αρκετό για να ζεστάνει όλον τον χώρο του σπιτιού. »Κάθε βράδυ οι φλόγες της φωτιάς, που ανεβοκατέβαιναν και φλυαρούσαν βγάζοντας χαρακτηριστικούς, συμπαθητικούς ήχους, νόμιζα ότι μας μιλούσαν, ενώ μας έστελναν τη ζεστασιά τους και φώτιζαν το σπίτι.» «Με τη λαμπάδα της φωτιάς φωτιζόσαστε;» απόρησε ο Κοσμάς. «Το λαδολύχναρο, που κρεμόταν από μια πρόκα στερεωμένη 10
Διψάμε για ιστορίες
ανάμεσα σε δυο μαυρισμένες από τον καπνό πέτρες στον τοίχο αριστερά του τζακιού, το ανάβαμε σπάνια και ακόμα σπανιότερα ανάβαμε τη λάμπα πετρελαίου. Το λάδι ήταν λιγοστό και το πετρέλαιο, που το αγοράζαμε από το μονοπώλιο, στοίχιζε ακριβά» «Μπορεί να μην υπήρχε η δυνατότητα να φωτιζόσαστε συχνά από το λυχνάρι ή τη λάμπα, μια και το κόστος ήταν υπολογίσιμο, αλλά η φωτιά, που σιγόκαιγε στο τζάκι, δημιουργούσε ατμόσφαιρα κατάλληλη για ατέλειωτα παραμύθια», είπε ο Άγγελος. «Μια ατμόσφαιρα όμορφη, ρομαντική», συμπλήρωσε η Έλενα. «Παιδιά, αν και πολύ φοβάμαι ότι από μόνη της η γενική κατάσταση δεν επέτρεπε στη μάνα μου να έχει διάθεση για ωραιοποιήσεις, κάποτε, ενώ καθόμαστε κοντά στη φωτιά, ο ίδιος χάλασα αυτήν την ρομαντική, όπως τη φανταστήκατε, ατμόσφαιρα.» «Πώς έγινε;» ρώτησε ο Φίλιππος. «Αφού κάηκαν όλα τα ξύλα, στο τζάκι μας σχηματίστηκε μεγάλη θράκα, ένας σωρός από αναμμένα, κατακόκκινα κάρβουνα. Ύστερα, σιγά σιγά, όπως γινόταν κάθε φορά, ο σωρός αυτός άρχισε να χάνεται και να σιγανογκρεμίζεται. Τότε, δεν ξέρω πώς μου ήρθε και, έτσι ξεκάρφωτα, ρώτησα τη μάνα μου, που καθόταν σ’ ένα σκαμνί δίπλα μου: »“Μαμά, ως πού πάει ο ουρανός;» »Εκείνη ξαφνιάστηκε. Κούνησε λίγο το κεφάλι της πέρα-δώθε, για να καταλάβει πού το πήγαινα και μου απάντησε μονολεκτικά: »“Ψηλά.” »“Πόσο ψηλά;” »“Πολύ.” 11
Θανάσης Καλογερόπουλος
»“Και πού τελειώνει;” »“Φτάνει σε έναν μεγάλο τοίχο.” »“Εκεί σταματάει ο ουρανός;” »“Ναι.” »“Και πίσω από τον τοίχο τι υπάρχει;” »“!...” »“Απάντησέ μου! Τι βρίσκεται πίσω από τον τοίχο;” »“Άει παράτα με!”» Τα τρία αγόρια γέλασαν. Η Έλενα όμως παρέμεινε σοβαρή. «Στην καημένη την προγιαγιά έβαλες δύσκολα», μου είπε. «Η αλήθεια είναι ότι δεν έπαυα να τη βομβαρδίζω με ερωτήσεις και να τη ζαλίζω.» «Είχε σπουδάσει η προγιαγιά;» «Δεν ήταν και του πανεπιστημίου! Είχε όμως τελειώσει το σχολαρχείο.» «Τι ήταν το σχολαρχείο;» ρώτησε ο Φίλιππος. «Ήταν ένας τύπος σχολείου, που κάλυπτε τις δύο τελευταίες τάξεις του σημερινού δημοτικού και τη σημερινή πρώτη του γυμνασίου.» «Μπορούσες να μη ζητάς να τα ξέρει όλα», ανέλαβε την υπεράσπισή της η Έλενα. «Να αρκείσαι να σε τρέφει, να σε ντύνει, ν’ ανάβει τη φωτιά...» «Αχ, αυτή η φωτιά!» είπε η Αγγέλα, βγάζοντας έναν αναστεναγμό. Αμέσως μετά, μίλησε ο Φίλιππος: «Μα, Έλενα, μικρό παιδί ήταν τότε ο παππούς. Δεν μπορούσε να σκεφτεί σαν μεγάλος.» «Γιαγιά, τι υπονοούσες με το “αχ αυτή η φωτιά”;» ζήτησε να μάθει ο Κοσμάς. «Η φωτιά, παιδιά μου, είναι τόσο ευεργετική αλλά και τόσο επικίνδυνη!» 12
Διψάμε για ιστορίες
«Υπάρχει ειδικός λόγος που το λες;» «Θα σας πει ο παππούς σας τι έπαθε κάποτε...» Και τα τέσσερα εγγόνια μας γύρισαν και με κοίταξαν με προσμονή. «Η φωτιά, παιδιά μου, ήταν η συντροφιά της μάνας μου κι εμένα. Όπως χόρευε στο τζάκι, ένιωθα ότι πότε μου κουβέντιαζε και πότε μου τραγουδούσε. Κάποιες φορές όμως, φαίνεται ότι αυτό δε μου ήταν αρκετό...» «Τι άλλο μπορούσες να κάνεις μαζί της;» με ρώτησε γεμάτος απορία ο Φίλιππος. «Παιχνίδια, επικίνδυνα παιχνίδια... Χωρίς να είμαι σε θέση να δώσω μια ξεκάθαρη εξήγηση για τις ενέργειές μου, με τον καιρό απόχτησα τη συνήθεια να βάζω το αριστερό μου πόδι πάνω από τη φωτιά.» «Πώς δηλαδή;» ρώτησε η Έλενα. «Πιάνοντας το ένα πόδι με τα δυο μου χέρια πίσω από το γόνατο και κρατώντας το τεντωμένο πάνω από τη θράκα του τζακιού, το πλησίαζα σιγά σιγά στα αναμμένα κάρβουνα μέχρι το σημείο που δεν άντεχα πια.» «Η προγιαγιά τι έλεγε;» ρώτησε η Έλενα. «Η μάνα μου τρόμαζε και μου έβανε τις φωνές, αλλά ίσως ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους να επαναλαμβάνω το επικίνδυνο παιχνίδι μου. Φαίνεται πως διασκέδαζα με το φόβο της και ήθελα να την προκαλώ. »Κάποτε όμως, όπως ήταν επόμενο, είτε γιατί ξεγελάστηκα από τις στάχτες που είχαν καλύψει τα κάρβουνα είτε γιατί κουράστηκαν τα χέρια που συγκρατούσαν το πόδι μου, εκείνο έπεσε πάνω στη θράκα. Ενστικτωδώς, το σήκωσα ψηλά, αλλά η ζημιά είχε γίνει. »Ευτυχώς, η μάνα μου, πέρα από τις κραυγές απελπισίας, έσπευσε και μου έδωσε τις πρώτες βοήθειες. Έβαλε πάνω στο 13
Θανάσης Καλογερόπουλος
κάψιμο κάτι μαντζούνια που δεν μου έρχονται όλα καθαρά στο νου, αλλά θυμάμαι ένα, ίσως λόγω της μυρωδιάς του, που το έφτιαξε με βάση το κρεμμύδι. Δεν ξέρω ποιο απ’ όλα τα ιάματα έδρασε, πάντως θεραπεύτηκα τελείως. Βέβαια, για κάμποσον καιρό κυκλοφορούσα κουτσαίνοντας, αλλά δε μου ’μεινε ούτε σημαδάκι. »Ύστερα από το πάθημά μου η μάνα μου, όταν επρόκειτο να λείψει από το σπίτι έστω και για λίγο, φρόντιζε να μην έχει αναμμένη φωτιά στο τζάκι. Πού να φανταστεί ότι, εφόσον υπήρχαν ξύλα και σπίρτα στο σπίτι, δεν μπορούσε να είναι σίγουρη για τίποτα... »Όταν λοιπόν μια μέρα έμεινα μόνος, άρχισα να βρίσκω τρόπους να περάσει η ώρα. Στην αρχή, έπαιξα με το τρενάκι μου, δηλαδή ένα τρένο δικής μου επινόησης και κατασκευής, που η μηχανή και τα βαγόνια του δεν ήταν παρά άδειες κούτες τσιγάρων στη σειρά. Όταν βαρέθηκα, άρχισα να κλοτσάω το πάνινο τόπι μου. Όμως, κάποια στιγμή το τόπι έπεσε δίπλα στο τζάκι, εκεί όπου υπήρχαν μερικά προσανάμματα και λίγα ξύλα λεπτά, λιανά όπως τα έλεγε η μάνα μου. Αμέσως τότε, μου ήρθε η ιδέα να δοκιμάσω τις ικανότητές μου στο άναμμα της φωτιάς. »Πήρα λίγη αφάνα − ένα κομμάτι από ένα θάμνο με αγκαθωτά, βελονωτά φύλλα − και, αφού πρώτα, καθώς την έκοβα, κατάφερα να τρυπήσω και να ματώσω τα δάχτυλά μου, την έβαλα στο τζάκι. Στη συνέχεια, έβαλα πάνω της μια μικρή λούζα, ένα ξερό κλαδί από πουρνάρι που είχε ακόμα τα φύλλα του και πάνω πάνω τοποθέτησα τα λιανά ξύλα. Ύστερα, με ένα σπίρτο έβαλα φωτιά στην αφάνα. Αφάνα και λούζα λαμπάδιασαν σχεδόν ταυτόχρονα. Οι φλόγες πετάχτηκαν ψηλά, ενώ ακούγονταν κάτι περίεργοι κρότοι. Σε λίγο πιάσανε και τα λιανά κι εγώ κοίταζα καμαρώνοντας για το κατόρθωμά μου. »Όμως, σύντομα απογοητεύτηκα. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά 14
Διψάμε για ιστορίες
και η φωτιά έσβησε. Εγώ έμεινα να κοιτάζω σαν χαμένος τα λιγοστά αποκαΐδια, τα μισοκαμένα κομμάτια ξύλου που είχαν απομείνει μετά το σβήσιμο της φωτιάς.» «Τη στιγμή που έλεγες ότι λαμπάδιασαν τα προσανάμματα, φοβήθηκα ότι λαμπάδιασε το σπίτι», είπε ο Κοσμάς. «Τον ίδιο φόβο είχαμε κι εμείς», είπαν και τα άλλα παιδιά. «Δικαιολογημένοι οι φόβοι σας. Ευτυχώς όμως δε συνέβη κάτι τέτοιο. Η μάνα μου, που δεν άργησε να έρθει, ένιωσε τη μυρωδιά του καμένου ξύλου και το πρώτο που έκανε ήταν να κοιτάξει ανήσυχη κατά το τζάκι. Άνοιξε το στόμα της κάτι να πει, αλλά μόλις με είδε να κάθομαι μαραμένος και να κοιτάζω τις λιγοστές στάχτες, άλλαξε ύφος. Αντί να με αποπάρει, όπως περίμενα, μου χάιδεψε το κεφάλι και ύστερα βάλθηκε να ξανανάψει τη φωτιά. »Όταν πήραν φωτιά τα λιανά, η μάνα μου κατέβηκε στο κατώγι κι έφερε κι άλλα ξύλα αλλά χοντρά αυτή τη φορά. »Αφού τα έβαλε πάνω στη φωτιά και βεβαιώθηκε ότι τα είχε τοποθετήσει έτσι, ώστε “να πάρουνε” κι αυτά, γύρισε, μου ξαναχάιδεψε το κεφάλι, κάθισε δίπλα μου και μου είπε: »“Τα προσανάμματα βγάνουνε μεγάλες φλόγες, αλλά καίγονται στο άψε-σβήσε. Για να μη σβήσει η φωτιά, εκτός από τα λιανά που βάνουμε στην αρχή για να πάρουνε γρήγορα, είναι απαραίτητα και τα χοντρά που κρατάνε περισσότερο. Αλλά για να εξακολουθεί να καίει η φωτιά, χρειάζεται κάθε τόσο να την ταΐζεις! Κι αν εκείνη κάποια στιγμή αρχίσει να καπνίζει και να δείχνει ότι πάει να σβήσει, να τη συμπάς, ν’ ανακατεύεις τα ξύλα και τα κάρβουνα με τη μασιά και να της κάνεις αέρα με το τενεκεδένιο φύλλο που έχω εδώ στη γωνιά, για να πιάνει πάλι και να δυναμώνει.”» Μετά από μικρή παύση η Έλενα είπε: «Η προγιαγιά μας, παππού, ήταν σοφή στην απλότητά της. 15
Θανάσης Καλογερόπουλος
Με τη φράση “για να καίει η φωτιά χρειάζεται κάθε τόσο να την ταΐζεις”, ίσως να εννοούσε πρόσωπα ή καταστάσεις που, για να εξακολουθούν να υπάρχουν, χρειάζεται να τα “ταΐζουμε”. Μόνο που οι σκέψεις αυτές, πιθανόν λίγο ακαθόριστες, βρίσκονταν στο βάθος του μυαλού της και δυσκολευόταν να τις ανασύρει σχηματοποιημένες και να τις εκφράσει με λόγια. »Μπορεί, για παράδειγμα, να είχε στο μυαλό της ότι, όπως χρειάζεται να ταΐζουμε τη φωτιά, να την τροφοδοτούμε με καύσιμη ύλη για να κρατηθεί, εξίσου απαραίτητο είναι να ταΐζουμε και να φροντίζουμε τα παιδιά, για να ζήσουν και να μεγαλώσουν.» «Ή πως είναι ανάγκη να ταΐζουμε και τα δέντρα, ποτίζοντάς τα και λιπαίνοντάς τα, για να βλαστήσουν και να καρποφορήσουν», είπε ο Άγγελος. «Ή πως χρειάζεται να ταΐζουμε και τις ανθρώπινες σχέσεις, διευκολύνοντας την καλή επικοινωνία μεταξύ των συνανθρώπων μας, ώστε αυτοί να συμβιώνουν ομαλά και να μην αλληλοεξοντώνονται», συμπλήρωσε ο Φίλιππος. «Αν ζούσε τη σημερινή εποχή, ασφαλώς θα εννοούσε και ότι χρειάζεται να ταΐζουμε με βενζίνη, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο τη μηχανή του αυτοκινήτου για να μπορεί αυτό να κινείται», πετάχτηκε ο Κοσμάς. «Θα μπορούσαμε ίσως να προσθέσουμε», επανήλθε η Έλενα, «πως χρειάζεται να ταΐζουμε και το πνεύμα μας για να μην αδρανήσει, ασκώντας το με τη μελέτη, τη σωστή σκέψη, τον ορθό λόγο.» «Παιδιά μου, με εκπλήσσετε ευχάριστα και με κάνετε υπερήφανο», τους είπα συγκινημένος.
16
Διψάμε για ιστορίες
2. Το πολύτιμο κόσμημα «Παππού, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον οι ιστορίες από τα παιδικά σου χρόνια», έκανε την εισαγωγή ο Φίλιππος. «Μας αρέσουν πολύ», είπε κι ο Κοσμάς. «Διηγήσου μας μερικές.» «Το έχω κάνει ήδη.» «Πες μας κι άλλες», παρακάλεσε η Έλενα. «Έλα, παππού, μην καθυστερείς», μου είπε κι ο Άγγελος. φανερώνοντας την ανυπομονησία του. «Από πού ν’ αρχίσω... Α! Θα ξεκινήσω με μια αταξία μου, που μου στοίχισε ένα γερό χέρι ξύλο από τη μάνα μου... »Όταν ήμουν πολύ μικρός, για να πάνε οι συγχωριανοί μου στην κοντινότερη πόλη γι’ αγορές ή άλλες δουλειές έπρεπε να χρησιμοποιήσουν το άλογο, το μουλάρι ή το γαϊδουράκι τους. Όσοι δεν είχαν στην κατοχή τους φορτηγό ζώο, το έκοβαν με τα πόδια. Αν δεν ήθελαν ή δεν άντεχαν την πολύωρη πεζοπορία, έπαιρναν το κάρο, καταβάλλοντας στον ιδιοκτήτη του τα κόμιστρα.» «Το κάρο ήταν κάτι σαν την άμαξα που βλέπουμε σε παλιά έργα του ελληνικού κινηματογράφου;» ρώτησε ο Κοσμάς. «Περίπου. Μόνο που εκείνη την άμαξα, την οποία έσυρε συνήθως άλογο, τη χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις βόλτες τους ή για τις μετακινήσεις τους, όπως χρησιμοποιούμε σήμερα το ταξί. Το κάρο όμως, που ήταν δίτροχο ξύλινο όχημα και το έσερνε ένα οποιοδήποτε φορτηγό ζώο, το χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη μεταφορά εμπορευμάτων, γεωργικών προϊόντων, απορριμμάτων. Ο οδηγός αυτού του κάρου λεγόταν επίσημα καραγωγέας, αλλά η λαϊκή ονομασία του ήταν “καρολόγος”. Κάποιες φορές βέβαια, το κάρο χρησίμευε και για μεταφορά 17
Θανάσης Καλογερόπουλος
ανθρώπων. Όπως το κάρο στο χωριό μου, που το έσερνε ένα μεγαλόσωμο μουλάρι και ήταν για τους συγχωριανούς μου το μοναδικό μέσο μαζικής μεταφοράς.» «Βρισκόταν μακριά η πόλη;» ρώτησε ο Φίλιππος. «Η απόσταση δεν ήταν πολύ μεγάλη, αλλά το να πραγματοποιήσεις τη μετάβαση από το χωριό στην πόλη και τανάπαλιν, ήταν σαν να κάνεις μεγάλο και κουραστικό ταξίδι. Και τούτο, γιατί ο δημόσιος δρόμος ήταν ανώμαλος και γεμάτος πέτρες και σ’ όλη τη διαδρομή οι επιβάτες τραντάζονταν πάνω-κάτω ή έγερναν απότομα δεξιά-αριστερά. Γι’ αυτό ο μπάρμπα-Αντρέας, ο ιδιοκτήτης και οδηγός του κάρου, το οδηγούσε πολύ προσεκτικά με συνέπεια το κάρο να κινείται αργά αργά σαν αραμπάς.» «Ο αραμπάς, αν δεν κάνω λάθος, ήταν κάτι σαν κάρο» είπε η Έλενα. «Έμοιαζε με κάρο, αλλά δεν ήταν ακριβώς ίδιος. Ήταν δίτροχος αλλά και τετράτροχος μερικές φορές, που συνήθως τον έσερναν βόδια και, όπως είναι επόμενο, πήγαινε πιο αργά από το κάρο.» «Α!» είπε ο Κοσμάς. «Από αυτό φαίνεται βγήκε η φράση “πηγαίνει με τον αραμπά”.» «Όντως, η φράση αυτή λέγεται για ό,τι είναι δυσκίνητο, για ό,τι κινείται με ρυθμό χελώνας.» «Παππού, σε παρακαλώ, συνέχισε την ιστορία που είχες ξεκινήσει!» μου είπε ο Άγγελος, ο οποίος έβλεπε ότι η κουβέντα κινδύνευε να ξεστρατίσει. «Όταν το κάρο επέστρεφε το απόγευμα από το συνηθισμένο του δρομολόγιο και σταματούσε στην “αγορά” του χωριού, μαζευόμαστε γύρω του όλα τα πιτσιρίκια από πέντε μέχρι οχτώ χρόνων – ο ίδιος είχα δεν είχα κλείσει τα πέντε − και το χαζεύαμε. Κάποτε, ο μπάρμπα-Αντρέας, βλέποντας στα μάτια μας 18
Διψάμε για ιστορίες
τη σφοδρή επιθυμία μας ν’ ανεβούμε στο περίφημο όχημά του, ξέχασε τον ενδεχόμενο κίνδυνο και μας υποσχέθηκε ότι κάποια μέρα θα μας βάλει επάνω για μια μικρή βόλτα. »Από τότε, κοιμόμουν και ξυπνούσα με τη λαχτάρα και την προσμονή να έρθει η μέρα που θα ζήσω τις μεγάλες στιγμές του πρωτόγνωρου ταξιδιού. Κι ας επρόκειτο για “ταξίδι” μερικών μόνο εκατοντάδων μέτρων. »Η πολυπόθητη ώρα έφτασε και ο καρολόγος έδωσε το σύνθημα: “Εμπρός, ρε! Ανεβείτε!” Τα μεγαλύτερα παιδιά σκαρφάλωσαν ώσπου ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου και κατέλαβαν όλον σχεδόν τον χώρο της καρότσας. Οι μικρότεροι όμως, μείναμε να κοιτάζουμε με παράπονο και ζήλια. »Ο μπάρμπα-Αντρέας, αφού έριξε σ’ εμάς μια ματιά που σήμαινε: “τι να σας κάνω, μια άλλη φορά”, πάτησε το πόδι του στη σκάλα, ανέβηκε και έπιασε τα χαλινάρια. Την ίδια στιγμή, λες και ενεργούσε πάνω μου κάποια ακατανίκητη, αόρατη δύναμη, έδωσα μια και, δεν ξέρω πώς ακριβώς, βρέθηκα καθισμένος, με την πλάτη προς τον καρολόγο και το ζώο του και με τα πόδια κρεμασμένα, στο πίσω μέρος της καρότσας, της οποίας η πόρτα ήταν κατεβασμένη. Ανύποπτος ο μπάρμπα-Αντρέας έδωσε το παράγγελμα της εκκίνησης στο υπάκουο ζώο του. »Το κάρο ξεκίνησε, όχι όμως κι εγώ. Είτε λόγω της αδράνειας, είτε γιατί δεν καθόμουν καλά, το σώμα μου έγειρε απότομα προς τα έξω. Παρά το σοκ που δοκίμασα, προσπάθησα να μην πέσω και να γλιτώσω τη βουτιά με το κεφάλι στο έδαφος. Άπλωσα τα χέρια και με το ένα κρατήθηκα από το πλάι της καρότσας και με το άλλο πιάστηκα από κάποιο άλλο παιδί. Τελικά ισορρόπησα, αλλά ο μπάρμπα-Αντρέας, ειδοποιημένος από τις φωνές των πιτσιρικάδων-θεατών, ακινητοποίησε το κάρο και το ταξίδι μου τελείωσε άδοξα. »Τα νέα έφτασαν με ταχύτητα αστραπής στ’ αφτιά της μάνας 19
Θανάσης Καλογερόπουλος
μου και, όπως ήταν αναμενόμενο, γυρίζοντας στο σπίτι, είχα από αυτήν την κατάλληλη υποδοχή, “πανηγυρική” θα έλεγα.» «Σε έδερνε συχνά η προγιαγιά;» ρώτησε ο Κοσμάς. «Όχι συχνά. Για ακίνδυνα παιδικά πταίσματα ποτέ δε με χτυπούσε. Αυτό το έκανε μόνο αν έκρινε πως η πράξη μου μπορούσε να με βλάψει. Όπως στην περίπτωση με το κάρο και όπως έγινε όταν, παρά τη ρητή απαγόρευσή της, πήγα ξιπόλητος στο δάσος.» «Ήσουν και τότε στην ηλικία των πέντε χρόνων;» ρώτησε η Έλενα. «Αρκετά μεγαλύτερος.» «Πώς συνέβη, παππού;» «Εκεί που τα παιδιά της γειτονιάς είχαμε τελειώσει τον κλίτσικα, το γνωστό τσιλίκι και “συσκεπτόμαστε” για το ποιο θα είναι το επόμενο παιχνίδι μας, ο Δημήτρης πρότεινε ξαφνικά: » “Πάμε στο δάσος;” »“Πάμε!” είπαμε όλοι με μια φωνή. »“Εσύ δε θα ’ρθεις”, δήλωσε ο Γρηγόρης. »“Για ποιο λόγο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. »“Γιατί φοράς παπούτσια!” »Πράγματι, όλα τα παιδιά περπατούσαν ξιπόλητα και μόνο εγώ ήμουν ποδεμένος. »“Και τι σε πειράζει εσένα;” τον ρώτησα ενοχλημένος. »“Δε θέλουμε μαζί μας μαμόθρεφτα!” »“Καλά λέει ο Γρηγόρης”, πετάχτηκε ο Αλέκος, ο μεγαλύτερος αδερφός του. »Έπρεπε να δείξω ότι μπορούσα να κάνω ό,τι και τ’ άλλα παιδιά. Έβγαλα λοιπόν τα παπούτσια μου, τα έκρυψα πίσω από ένα σωρό από πέτρες και είπα: »“Τώρα, ποιος έχει αντίρρηση;” »Τα παιδιά, λες και κάποιος τους έδωσε το σύνθημα, ξεχύθη20
Διψάμε για ιστορίες
καν στον κατήφορο κι εγώ έτρεξα μαζί τους. Γρήγορα φτάσαμε κάτω στην κοίτη του χείμαρρου του χωριού, την περάσαμε και πήραμε τον ανήφορο. Σε λίγα λεπτά βρεθήκαμε απέναντι από το χωριό, στο δάσος. »Μη φανταστεί κανείς πως επρόκειτο για κάνα δάσος εντυπωσιακό, με τεράστια κωνοφόρα δέντρα. Ήταν απλά ένας καταπράσινος λόγγος, που τον αποτελούσαν κυρίως σκίντα, ρείκια, σφεντάμια, κουμαριές και γλαντζινιές. Σποραδικά, υπήρχαν και μερικά πουρνάρια και κάμποσες βελανιδιές. Και το περίεργο: Στο κέντρο του δάσους υψωνόταν – δεν ξέρω πώς βρέθηκε εκεί – ένα θεόρατο πεύκο. Ήταν σαν μεγαλοπρεπής άρχοντας, που περιστοιχιζόταν από υπηκόους διαφορετικής ράτσας. Κι όμως οι υπήκοοι αυτοί ήταν τόσο φιλικοί, τόσο καλοσυνάτοι προς τους ανθρώπους... »Αυτήν την οικειότητα την ένιωθαν όλοι οι συγχωριανοί μου. Κάθε γενιά συμπατριωτών μου περνούσε στην άλλη την πεποίθηση ότι το μικρό αλλά καταπράσινο δάσος απέναντι από το χωριό ήταν για τη ζωή μας εντελώς απαραίτητο. Και γι’ αυτό όλοι το αγαπούσαμε πάρα πολύ και το προσέχαμε. Και, λες και υπήρχε μια μυστηριώδης συγγένεια μεταξύ μας, λες και είχαμε κάνει μια ιερή συμφωνία μαζί του, εμείς το προστατεύαμε κι εκείνο εξασφάλιζε την ανάσα μας, την ύπαρξή μας ολόκληρη... »Μπαίνοντας στο δάσος, τα άλλα παιδιά άρχισαν αμέσως το ψάξιμο. Όπως όμως σύντομα διαπίστωσα, έψαχναν όχι για ν’ ανακαλύψουν όπως νόμιζα κάποια σπάνια δέντρα ή περάσματα ανάμεσα στους θάμνους και τα μικρά δέντρα που είχαν σφιχταγκαλιαστεί, αλλά για να βρουν φωλιές πουλιών και να καταστρέψουν τ’ αυγά που εκείνες φιλοξενούσαν. »Μόλις είδα τον Αλέκο να πιάνει με τη χούφτα του μερικά αυγουλάκια καρδερίνας και να είναι έτοιμος να τα πετάξει στο έδαφος, έβαλα τις φωνές: 21
Θανάσης Καλογερόπουλος
»“Τι σου φταίνε τα καημένα τα πουλιά που τους σπας τ’ αυγά τους; Δε σκέπτεσαι ότι απ’ αυτά θα ξεπεταχτούν άλλα πουλάκια;” »“Δε με παρατάς, ρε!” »“Αν δεν ξαναβάλεις τ’ αυγά στη φωλιά τους, εγώ θα φύγω!” »“Σκασίλα μου! Αγαθιάρη!” »Ο Λουκάς, που ήταν καλός φίλος, πήγε κάτι να πει, αλλά ο Αλέκος τον σταμάτησε: “Κόφτο, Λουκά! Πάψε να παίρνεις το μέρος αυτού του βουτυρόπαιδου!” »Σηκώθηκα κι έφυγα, αλλά δεν αισθανόμουν και τόσο καλά. Όχι γιατί μίλησε υποτιμητικά για μένα ο Αλέκος, αλλά γιατί ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι η παράβαση της εντολής της μάνας μου θα μου στοίχιζε ακριβά. Οι ενοχές, που μου είχε δημιουργήσει η παρακοή μου και που τις είχα συμπιέσει στη μεγάλη επιθυμία μου να μην υστερήσω απέναντι στους άλλους και να γίνω ισάξιο μέλος της ομάδας που θα εξερευνούσε το δάσος, τώρα ξεπετάχτηκαν και άρχισαν να με βασανίζουν. Και με το που πήρα το δρόμο της επιστροφής στο χωριό, τα πόδια μου κόντυναν και βάρυναν. Τα βήματά μου ήταν αργά, διστακτικά, αβέβαια. Ήξερα πως θα πλήρωνα ακριβά την ανυπακοή μου, η οποία δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει κρυφή. Γι’ αυτό και δεν πήγα κατευθείαν σπίτι μου...» «Δε θα ήταν καλύτερα», παρατήρησε ο Φίλιππος, «μια και ήσουν σίγουρος ότι δε θα τη γλίτωνες, να πήγαινες μια ώρα αρχύτερα στο σπίτι να μη σε τρώει και η αγωνία;» . «Δικαιολογημένη η παρατήρηση και απορία σου, Φίλιππε», του είπα, «αλλά δεν είναι κι εύκολο να πας εθελοντικά και γρήγορα εκεί όπου σε περιμένει ένα γερό ξυλοφόρτωμα. Από την άλλη μεριά, είχα την ελπίδα πως, καθυστερώντας, μην επιστρέφοντας δηλαδή στο σπίτι νωρίτερα από τη συνηθισμένη μου ώρα, δε θα προκαλούσα υποψίες και η αταξία μου θα μα22
Διψάμε για ιστορίες
θαινόταν –το ότι κάποια στιγμή θα μαθαινόταν δεν είχα καμιά αμφιβολία− μια άλλη μέρα, οπότε η πράξη μου θα είχε λίγο ξεθωριάσει και συνεπώς η τιμωρία μου θα ήταν ελαφρότερη. »Όμως, ο Αλέκος δεν κρατιόταν. Λες και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να με κάνει να λυπηθώ και να πονέσω, έφυγε αμέσως μετά την αποχώρησή μου από το δάσος, αφήνοντας στη μέση την προσφιλή του δραστηριότητα και έσπευσε να πάει στο σπίτι μου. Εκεί έβγαλε το άχτι του. Βρήκε τη μάνα μου και της κατήγγειλε πως ο γιος της όχι μόνο άφησε τα παπούτσια του και περπάτησε ξιπόλητος, αλλά και πήγε στο δάσος, όπου σκαρφάλωνε στα δέντρα και χάλαγε τις φωλιές των πουλιών! »Η καημένη η μάνα μου, που λαχτάρησε από το φόβο της μήπως έπαθα τίποτα, δεν μπορούσε να βρεθεί σε ησυχία. Βγήκε από το σπίτι και, μην ξέροντας κατά πούθε να κάμει για να με βρει, συνέχεια κοίταζε στον δρόμο, σταυροκοπιόταν και πηγαινοερχόταν κλαίγοντας. Τα περισσότερα παιδιά, που είχαν επιστρέψει κι αυτά στο χωριό ακολουθώντας τον Αλέκο, τα έτρωγε η περιέργεια και προσπαθούσαν να μαντέψουν τη συνέχεια. Και όταν σε λίγη ώρα πρόβαλα στο βάθος του δρόμου, προκλήθηκε στην ομάδα μεγάλο σούσουρο. Σαν με είδε η μάνα μου να γυρίζω σώος και αβλαβής, όλη η αγωνία της μετατράπηκε σε διάθεση να μου δώσει ένα καλό μάθημα. Μάταια ο Λουκάς προσπάθησε να την καλμάρει, λέγοντας πως δεν έγιναν τα πράγματα όπως τα περιέγραψε ο Αλέκος. Η μάνα μου είχε πάρει την απόφασή της. Με τίποτα δε θα γλίτωνα την τιμωρία, που ήταν ένα γερό “μπερντάχι”, όπως αποκαλούσαν στο χωριό τον επώδυνο ξυλοδαρμό.» «Παππού, γιατί τα άλλα παιδιά δε φορούσαν παπούτσια;» ρώτησε μετά από λίγο ο Κοσμάς. «Γιατί οι γονείς τους δεν είχαν χρήματα να τους αγοράσουν.» 23
Θανάσης Καλογερόπουλος
«Η μάνα σου που σου είχε αγοράσει ήταν πλουσιότερη από τους γονείς των άλλων παιδιών;» «Όχι βέβαια. Απλά κάθε οικογενειάρχης είχε τις προτεραιότητές του. Η μάνα μου προτιμούσε να μείνει για έκτη ή έβδομη χρονιά με το ίδιο φόρεμα, παρά ν’ αφήσει το παιδί της ανυπόδητο.» «Πάντως, η συμπεριφορά του Αλέκου αλλά και του Γρηγόρη ήταν απαράδεκτη, ήταν ύπουλη», είπε η Έλενα αγαναχτισμένη. «Και δεν ήταν η μοναδική φορά... Ήταν πρωτοχρονιά, ημέρα της εορτής του Αγίου Βασιλείου. Εκείνη την ημέρα υπήρχε το έθιμο οι μεγαλύτεροι, όταν τα παιδιά τούς εύχονταν “χρόνια πολλά”, να δίνουν ως “μποναμά” ένα μικρό χρηματικό ποσό. Τα παιδιά λοιπόν τριγυρίζαμε στην “αγορά” και δίναμε ευχές σε όποιον ενήλικα συναντούσαμε, με την προσδοκία να βάλουμε λίγες δεκάρες στην τσέπη μας. »Ύστερα από μια τέτοια επιχείρηση, βρέθηκαν κάποια παιδιά να μετράνε, το καθένα χωριστά, τις εισπράξεις κάτω από τα γυμνά κλαδιά της μεγάλης μουριάς, που βρισκόταν σε μια πολύ μικρή πλατειούλα στο κέντρο της αγοράς. »“Πόσα μάζεψες Φίλιππε;” με ρώτησε ο Γρηγόρης. »“Οχτώ δραχμές”, απάντησα. “Εσύ;” »“Εγώ τριάντα οχτώ.” »“Πώς κατάφερες να συγκεντρώσεις τόσα πολλά;” απόρησε ο Λουκάς. »“Έχω τον τρόπο μου. Δεν είμαι σαν τον άχρηστο τον Φίλιππο! Εγώ είμαι ατσίδας! Θα βγάλω πολλά λεφτά στη ζωή μου!” »“Τα πολλά λεφτά από μόνα τους δε φέρνουν την ευτυχία”, τόλμησα να πω, και γιατί μου ήρθε από μόνη της στο νου η σκέψη, αλλά και για να του πάω κόντρα. »“Ρε, είναι τούτος καλά;” είπε στην παρέα ο Γρηγόρης. Κι αμέσως, στρεφόμενος σε μια άλλη ομάδα παιδιών της ηλικίας 24
Διψάμε για ιστορίες
του αδερφού του που πλησίαζε, είπε χαχανίζοντας, με σκοπό να δείξει στον Αλέκο ότι ακολουθεί τα χνάρια του: »“Ακούστε τι βλακείες πετάει τούτο το ηλίθιο! Λέει ότι δε θέλει τα λεφτά, γιατί θα του κάνουνε κακό!”» Τα παιδιά, όπως έκαναν σχεδόν πάντα μετά από μια περιγραφή ή διήγησή μου, έμειναν για λίγο σιωπηλά. Ήξερα ότι επεξεργάζονταν ό,τι είχαν ακούσει και αξιολογούσαν πρόσωπα και καταστάσεις... «Δε σε πλήγωνε η συμπεριφορά των δύο αδερφών;» με ρώτησε κάποια στιγμή η Έλενα. «Φυσικά και με πλήγωνε. Όμως, δεν ξέρω πώς, μια δύναμη μέσα μου με κρατούσε όρθιο.» «Και σ’ εμένα κάποιοι συμμαθητές μου φέρονται άσχημα και μου σπάνε τα νεύρα», εξομολογήθηκε ο Άγγελος. «Επειδή πηγαίνω σχεδόν πάντα διαβασμένος και είμαι προσεκτικός την ώρα του μαθήματος, με κοροϊδεύουν και με λένε σπασίκλα. Συνήθως, δεν τους δίνω σημασία, αλλά μερικές φορές με πιάνει το παράπονο. Κάποτε μάλιστα, μου περνάει από το νου ότι αυτοί είναι πιο έξυπνοι από μένα κι ότι εγώ είμαι, όπως λένε, ένας αφελής που δεν ξέρει να ζήσει τη ζωή.» «Ανοησίες!» είπε ο η Έλενα. «Οι συμμαθητές σου σε ζηλεύουν για τα προσόντα σου, που εκείνοι μάλλον δεν έχουν και γι’ αυτό φέρονται έτσι.» «Καλά σου λέει η αδερφή σου», τον μάλωσε μαλακά ο Φίλιππος. «Εσύ τι γνώμη έχεις, παππού;» με ρώτησε ο Άγγελος. «Θα σας διηγηθώ μια ιστορία, που είναι ενός Αργεντινού συγγραφέα και σας παρακαλώ να την ακούσετε προσεκτικά και ιδιαίτερα εσύ, Άγγελέ μου: »“Δάσκαλε”, είπε ένας νέος σε έναν σοφό ηλικιωμένο, «μου 25
Θανάσης Καλογερόπουλος
λένε ότι δεν αξίζω, δεν κάνω τίποτα σωστά και ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Νιώθω τόσο ασήμαντος, που δεν έχω όρεξη για τίποτα. Τι να κάνω για να με εκτιμήσουνε;” »“Πόσο λυπάμαι αγόρι μου που δεν μπορώ να σε βοηθήσω!” »“Γιατί, δάσκαλε;” »“Γιατί έχω κι εγώ ένα πρόβλημα. Αν όμως με βοηθήσεις να το λύσω, τότε ίσως μπορέσω ν’ ασχοληθώ και με το δικό σου.” »“Μα μπορώ εγώ ο άχρηστος, όπως λένε όλοι, να βοηθήσω εσένα;” ρώτησε ο νεαρός. »“Αν το θέλεις, μπορείς!” »“Το πιστεύεις, δάσκαλε;” »“Με όλη μου την ψυχή!” »“Ε, τότε μετά χαράς!” »Ο δάσκαλος έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στον παράμεσο του αριστερού του χεριού και του είπε: »“Επειδή έχω ένα χρέος που αν δεν το ξεπληρώσω δε θα ησυχάσει η συνείδησή μου, πάρε αυτό το δαχτυλίδι και τρέξε στην αγορά να το πουλήσεις όσο το δυνατό ακριβότερα. Σε καμιά περίπτωση όμως να μη δεχτείς λιγότερα χρήματα από ένα χρυσό φλουρί.” »Ο νεαρός πήγε κατευθείαν στην αγορά. Εκεί, όταν άκουγαν την τιμή που πουλούσε το δαχτυλίδι, οι περισσότεροι έβαναν τα γέλια. Άλλοι απομακρύνονταν γρήγορα, αφού πρώτα του έριχναν μια θυμωμένη ματιά. Μόνο ένας, καλοπροαίρετος κι ευγενικός, του συνέστησε να περιορίσει κατά πολύ τις απαιτήσεις του, γιατί το δαχτυλίδι δεν άξιζε όσα ζητούσε. »Όμως, το παιδί δεν παραιτούνταν και συνέχιζε την προσπάθειά του. »Μετά από εκατό και παραπάνω αποτυχημένες απόπειρες να πουλήσει σε ενδιαφερομένους το κόσμημα, το παιδί δεν άντεξε πια να επιμένει. Με μεγάλη του λύπη, πήρε το δρόμο της επι26
Διψάμε για ιστορίες
στροφής. Πόσο θα ήθελε να είχε τα χρήματα που χρωστούσε ο δάσκαλος, ώστε κι εκείνον ν’ απαλλάξει από το χρέος και ο ίδιος να βοηθηθεί στη λύση του προβλήματός του! »“Δάσκαλε, είναι αδύνατο να πουληθεί το δαχτυλίδι στην τιμή που ζητάς. Ένα ή δυο το πολύ ασημένια νομίσματα μπορεί να πιάσει αλλά ένα χρυσό φλουρί ποτέ! Φαίνεται ότι είναι πολύ χαμηλότερη η πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.” »“Αυτό το τελευταίο που είπες, νέε μου, είναι πολύ σημαντικό. Πράγματι, είναι σωστό να μάθουμε πρώτα την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού. Γι’ αυτό πήγαινε στον κοσμηματοπώλη κι εκείνος, ως ειδικός, θα το εκτιμήσει και θα σου πει την αξία του. Πρόσεξε όμως: Όσα λεφτά κι αν σου προσφέρει, δε θα του το πουλήσεις!” »Ο κοσμηματοπώλης, αφού έπιασε στα χέρια του το δαχτυλίδι, το κοίταξε πρώτα με γυμνό μάτι, στη συνέχεια το εξέτασε με το φακό και τέλος το έβαλε σε μια μικρή ζυγαριά και το ζύγισε. Ύστερα στράφηκε προς τον νέο: »“Πες στον δάσκαλο, παιδί μου, πως αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να πάρουμε πάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά. Αν όμως δε βιάζεται, αν μπορεί λίγο να περιμένει, ίσως πάρουμε ακόμα κι εβδομήντα...” »Φτερά στα πόδια του έβαλε το παιδί. »“Δάσκαλε”, είπε χαρούμενο και συγκινημένο μόλις γύρισε, “το δαχτυλίδι αξίζει έναν ολόκληρο θησαυρό!” »“Κάθισε και ησύχασε”, του είπε ψύχραιμα ο σοφός. »Το παιδί κάθισε και περίμενε. Κι όταν ηρέμησε για τα καλά, ο σοφός μίλησε πάλι: »“Κοίταξε τώρα καλά το δαχτυλίδι!” »“Στην εμφάνιση είναι ακριβώς όπως ήταν όταν μου το πρωτοέδειξες. Μόνο που τώρα ξέρω πως είναι ένα δαχτυλίδι μεγάλης αξίας”, είπε το παιδί. 27