ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΔΡΑΓΩΓΙΑΣ
Επτά
Επτά Σελιδοποίηση: Κυριάκος Μεγαλόπουλος Φωτογραφία εξωφύλλου: Created by Jcomp - Freepik.com © 2017 ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΔΡΑΓΩΓΙΑΣ ISBN 978-960-457-870-2 Κεντρική διάθεση: 25ης Μαρτίου 51, 564 29 Ν. Ευκαρπία, Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310649251, 2310277113 www.malliaris.gr e-mail: info@malliaris.gr Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής του έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2121/1993 και 100/1975, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
Στη μνήμη της Μαίρης, στους Μάνο, Βαγγέλη, στα "αδέρφια" μου, στην Χριστίνα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ Η αθωότητα της Ελευθερίας, σχηματιζόταν στο βλέμμα της. Μύριζε αίνιγμα και απορία, αλλά πάντως, φαινόταν ότι μου είχε, πια, εμπιστοσύνη. Επιστράτευε όλη την μαεστρία της για να με ικανοποιήσει. Ένα χαμόγελό της, μου έφτανε. Αισθανόταν όμως, ότι η προσπάθειά της δεν ήταν αρκετή. Ό,τι κι αν της έλεγα, γνώμη δεν άλλαζε. Σπανίως ζητούσα χάρες από τον Θεό. Κατ’ εξαίρεση τώρα, ευχόμουν να αντέξει. Άλλη μια μέρα. Και στο τέλος αυτής, ακόμη μία. Θαρρούσα ότι ψήλωνα κάθε λεπτό που περνούσε. Ότι ήμουν μοιραγέτης και ισόθεος. Ο υπεράνθρωπος που το άγγιγμά του αρκούσε για το θαύμα. Ένα ανθρωπόμορφο τζίνι. Με αυτοπεποίθηση που ξεπερνούσε και την αλαζονεία. Αλλά την ήττα δεν την δεχόμουν εύκολα. Και μαζί της, δεν ανεχόμουν να την δεχτεί κανείς από όλους όσοι χόρευαν μαζί μου το «ζεϊμπέκικο του θανάτου». Της χαμογέλασα... «Χρόνια πολλά πριγκίπισσα! Σήμερα δε θα θέλεις να τελειώσει η ημέρα... Και θα είναι ατέλειωτη... Στο υπόσχομαι...». Την σήκωσα στην αγκαλιά μου. Μου φαινόταν ελαφρύτερη. Πάλι... Όπως χθες και προχθές... Ήταν μια κίνηση μηχανική, προκατασκευασμένη πια. Περάσαμε μαζί πολλά. Επέμενα να περάσουμε ακόμη περισσότερα. Άφησε την κούκλα, δώρο των δέκατων γενεθλίων του πατέρα της. Η Μάρθα, η νοσηλεύτρια, μας ξεπροβόδιζε... Αμίλητη αυτή τη φορά... Περίεργο! Η γλώσσα της συνήθως δούλευε με στρόφαλο. Δυσκολευόμουν να την παρακολουθήσω. Αλλά τώρα, τα λόγια είχαν σκορπίσει σαν άχυρα από νοτιά. «Χαμογέλα... Έχει ήλιο σήμερα... Δες την θάλασσα, μας περιμένει ξανά» της είπα. Γύρισε το πρόσωπό της... Έσπευσε να 7
Δημήτρης Δραγώγιας
μας αγκαλιάσει και τους δυο... «Χρόνια πολλά κορίτσι μου...», πρόλαβε να πει προτού τη διακόψω πάλι. «Θα είναι! Πολλά, όμορφα, ονειρεμένα. Έτσι όπως τα θέλουμε. Και δεν υπάρχει τίποτα που να θέλουμε τόσο πολύ και να μην γίνεται... Έτσι δεν είναι, πριγκίπισσα;» τη ρώτησα. Με κοίταξε ευγενικά, γλυκά, κουρασμένα πάντως αλλά με ένα αίσθημα ασφάλειας. Φαινόταν πως της είχε εμπεδωθεί στο μυαλό της, ότι απέναντί της είχε κάποιον που θα μπορούσε να αισθάνεται, αν όχι δεύτερο πατέρα της, τουλάχιστο ένα... θείο. Η Ελευθερία φίλησε την Μάρθα. Η νοσηλεύτρια την κράτησε λίγο περισσότερο, από όσο συνήθως. Οι ώμοι μου άρχισαν να κουράζονται. «Φτάνει, γυναίκες... Σήμερα έχουμε γιορτή. Θα αργήσουμε...». Η θλίψη από την χαρά, απέχει μια γκριμάτσα. Μια εντολή του εγκεφάλου είναι για να ξεχωρίσεις το χαμόγελο από τον πόνο. Ένα λάθος αρκεί για να προκαλέσει ψευδαισθήσεις. Ο όροφος ήταν κενός. Σκιάχτηκα... Προτιμούσα τον κόσμο. Αλλά ήταν νωρίς. Τα παιδιά κοιμόνταν ακόμη. Κάποιοι μόνο συνοδοί σηκώθηκαν, για να φτιάξουν καφέ. Μάλλον ενοχλημένοι από το θόρυβο. «Δουλειά» είχαμε μόνο εμείς. Κοίταξα για μια στιγμή από το παράθυρο. Μια κίνηση που την επαναλάμβανα σχεδόν καθημερινά, πριν από λίγες μέρες. Απέναντι στο «σπίτι» μου... Ακόμη κι εκείνο μου έμοιαζε πιο χαμογελαστό. Κι ας ήξερα, ότι, μοίραζε πόνο. Κι ας κιότευα στη σκέψη, ότι θα ξανανέβω τα σκαλιά του εβδόμου. Στάθηκα για λίγο κολλημένος. Το κορίτσι μου ψιθύρισε... «Ο μπαμπάς θα περιμένει... Ας πάμε». Κυριαρχημένος από ένα αίσθημα αγωνίας και ελπίδας συνάμα, ένιωσα να ξεκαθαρίζουν μέσα μου πράγματα που με ταλαιπωρούσαν από καιρό. Τέσσερις μήνες πέρασαν και μου φάνηκαν τέσσερα χρόνια... Στο κρεβάτι μιας κλινικής ο χρόνος δεν είναι ποτέ ο ίδιος. Κάθε κλίνη κι ένας πρωταγωνιστής. Κάθε πρωταγωνιστής και μια ιστορία. Κάθε ιστορία και πόνος. Καλλιέργησα φιλίες με ανθρώπους, που στην «φυσιολογική» ζωή μου, ούτε που 8
Επτά
θα τους πρόσεχα. Η γεωμετρική πρόοδος μιας αλληλουχίας συναισθημάτων, που τελειώνει πότε ως κωμωδία και πότε ως δράμα. Οι αναμνήσεις εμφανίζονταν πάλι, ως απρόσκλητα ξωτικά... Αυτή τη φορά όμως έμοιαζαν τσακισμένες, σαν σκοροφαγωμένα παλτά, πεταμένα στο βάθος παλιάς ντουλάπας. Ο Αιμίλιος άνοιξε την πόρτα του Skoda με ύφος σκύλου που τον μαζεύουν από οίκτο. Γονιός, φύλακας - άγγελος, προστάτης, τα πάντα. Κομματιασμένος σαν ναυαγός. Πλημμυρισμένος από ενοχές. Από αίσθημα ανεπάρκειας, ότι ένας τραγικός πατέρας αδυνατούσε να αποσοβήσει τον κίνδυνο από την κόρη του. Τώρα όμως, σα να μου φάνηκε η φωνή του γλυκιά κι ευγενική, ηχούσε μεταλλική λες και δε μιλούσε με τα χείλη αλλά με την εξαγνισμένη, από τα τόσα πάθη που υπέφερε, ψυχή του. Εκατό φορές ίσα με τώρα, αναγκάστηκα να αναθεωρήσω ή να απορρίψω την γνώμη μου για αυτόν. Τραχύς, όσο και τρυφερός, μου θύμιζε πολύ τον εαυτό μου πριν από δεκαπέντε χρόνια. Μόνο που εκείνος τον τελευταίο καιρό, μετρούσε τα χρόνια του τριπλά. Μεγάλωνε πριν την εφηβεία του, γερνούσε προτού μεστώσει ηλικιακά. Η Ελευθερία τον κατάλαβε. Και τότε. Όπως όλες τις φορές που αντιλαμβανόταν πως και ο ήρωάς της είναι τρωτός. Πως και οι δυνατοί λυγίζουν. Τον είχε δει να κλαίει κρυφά. Μου το είχε εκμυστηρευτεί με τύψεις ως παραβίαση του κανόνα της πως οι άνδρες δεν κλαίνε... «Ε και λοιπόν; Μόνο οι αδύναμοι δεν κλαίνε πριγκίπισσα. Γιατί αυτοί φυγοπονούν...» της απάντησα. «Και τι σημαίνει αυτό;» με ρώτησε. «Ότι διώχνουν την αλήθεια, γιατί δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν. Προτιμούν να υμνούν ένα ψεύτικο είδωλο... Γι αυτό δεν τους αξίζει κανένα δάκρυ... Τα δάκρυα επιλέγουν σε ποια μάτια θα κυλήσουν, πριγκίπισσά μου» της είπα. Η έκφρασή της με γαλήνευε. Μα την αλήθεια, αυτό το πλάσμα είχε κότσια στα δέκα του. Πλησιάζαμε αμίλητοι το σχολείο. Στη μέση η Ελευθερία. Δεξιά εγώ και αριστερά ο Αιμίλιος, σαν αυτοκρατορικοί βαστάζοι. Το αμφιθέατρο μας χωρούσε όλους. Είχα αγωνία. Κι ένα σφίξιμο 9
Δημήτρης Δραγώγιας
από αυτά που ένιωθα πολλάκις εδώ και τέσσερις μήνες. Αλλιώτικο όμως, όχι το ίδιο. Τα σπλάχνα καταλαβαίνουν πότε να αντιδρούν. Άλλοτε για να αμυνθούν από κακούς «εισβολείς» κι άλλοτε για να διαμαρτυρηθούν. Δεν το έδωσα σημασία. Η ημέρα σήμερα δεν ήταν δική μου. Ήταν δική της, της ανήκε ολοκληρωτικά. Στις βουβές στιγμές, σκέφτεσαι περισσότερο. Η ιστορία της μου ροκάνιζε το μυαλό, θαρρούσα ότι τόση ενέργεια δεν είχα δαπανήσει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου όσο εκείνους τους μήνες. Και είχα, για πρώτη φορά, ένα προαίσθημα ότι τώρα όπου να ‘ναι τελειώνει... Ένα έργο, με καλό τέλος. Αυτό τουλάχιστο το προσυπέγραψα. Αλλά το τέλος το δικό σου, άντε το καθορίζεις. Των υπολοίπων όμως; Διάολε... Ποιος είσαι εσύ που θα προδιαγράψεις το μέλλον ενός παιδιού; Αναρωτήθηκα πολλές φορές, αλλά φρόντιζα να δίνω την ίδια απάντηση. Όσο χρειαζόταν. Οι κακοτράχαλοι δρόμοι επιστρατεύουν το κουράγιο για να φτάσεις στο τέρμα. Κι όταν παρουσιάζεται η δοκιμασία μπροστά σου οφείλεις να την αντιμετωπίσεις. Να μην τα παρατήσεις. Κι αν δεν έφτανε η δική μου η δύναμη, ή αν δεν προλάβαινα να υλοποιήσω υποσχέσεις που της είχα τάξει, τότε θα επιδίωκα να αφήσω κάτι για να με θυμάται... «Ξέρεις πόσο μου έλειψε το σχολείο;», ρώτησε η Ελευθερία. «Μπορώ να φανταστώ πριγκίπισσα. Κι είμαι σίγουρος ότι και από το σχολείο τους έλειψες...» της απάντησα ζωηρά, αυτή τη φορά. Κοιτάχτηκα με τον πατέρα της. Κι εκείνος θαρρώ συμμεριζόταν τα άγχη μου. Έστω κι αν δεν ήξερε ακριβώς, τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Για την ακρίβεια δεν είχε ιδέα. Μου έδειξε εμπιστοσύνη, ασυνήθιστη για πατέρα που τραβά το κάρο από τη λάσπη. Ίσως ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος να αφήσει σε κάποιον ξένο να του προσφέρει βοήθεια. Περπατήσαμε άλλα πενήντα μέτρα σκουντουφλώντας. Όλα μύριζαν γύρη... Το καλοκαίρι μας περίμενε. Όλους όμως χωρίς διακρίσεις. Το ‘χα στο μυαλό μου. Δεν ήθελα να αφήσω κανέναν πίσω μου. Τα λουλούδια έβγαζαν τους χυμούς τους. Τον Μάη, η γη μεταμορφώνεται σε Εδέμ. Έβλεπες τους βίκους φουντωτούς, τις πιπεριές κατακόκκινες σαν ματω10