ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ -

Page 1



ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ


Επισκεφθείτε το site του βιβλίου:

elena.adam.mamaya.gr Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα στα κοινωνικά δίκτυα:

/elena.adam.books elenaadambooks elenaadambooks@gmail.com


ΕΛΕΝΑ ΑΔΑΜ

ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ Μυθιστόρημα


Έλενα Αδάμ Αγάπη χωρίς σύνορα ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Ηλίας Μασούρης ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ελένη Μαυροειδή ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: © Irene Lamprakou / Trevillion Images,

© Nejron Photo /Shutterstock Copyright © Έλενα Αδάμ, 2017 Copyright © Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., 2017 Έτος 1ης έκδοσης: 2017

ISBN: 978-618-5224-28-8

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του έργου.

Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. Κόδρου 19, 152 32 Χαλάνδρι Τηλ.: +30 210 68 96 875 Fax: +30 210 68 96 877 www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr

Facebook: www.facebook.com/mamayabooks Twitter: www.twitter.com/mamayabooks Pinterest: www.pinterest.com/mamayabooks Instagram: instagram.com/mamaya_books


Στα παιδιά που έρχονται. Στα παιδιά που φεύγουν. Στα παιδιά μας.



Εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία. Και από πολλές άλλες.



Κάθε πρωί, κι ενώ όλοι ξυπνούσαν στο αντίσκηνο, τα μωρά έκλαιγαν, ο κόσμος σπρώχνονταν έξω στις βρύσες και τα μικρά παιδιά έξυναν τα πιάτα τους μπας και βρουν υπολείμματα απο τον χθεσινοβραδινό χυλό, εγώ και ο αδερφός μου βουρτσίζαμε τα παπούτσια μας. Η γιαγιά μάς έβαζε να κάτσουμε πάνω στο κιλίμι με τα πόδια τεντωμένα, και τα επιθεωρούσε προσεκτικά. Κανένα άλλο παιδί στη σκηνή δεν είχε σχολικά παπούτσια σαν τα δικά μας. Κι όταν τα κοιτούσαμε κι εμείς, νιώθαμε πως ήμασταν ακόμα στο σπίτι μας, και ότι δεν υπήρχε πόλεμος πια, ότι δεν υπήρχε προσφυγιά. Ναντίν Γκόρντιμερ, «Το τελευταίο σαφάρι»



Π ΡΩΤΟ Μ ΕΡΟΣ 



1

Η

ΤΑΝ ΤΑ ΚΑΛΎΤΕΡΑ ΧΡΌΝΙΑ, ήταν τα χειρότερα χρόνια.

Κι αυτά, όπως όλα: όπως όλα τα χρόνια, όπως όλοι οι καιροί. Ήταν τα χρόνια των δακρύων και της λύτρωσης, του ξεριζωμού και της προσφοράς, της απόγνωσης και των θαυμάτων. Ήταν τα χρόνια που οι άνθρωποι ενώθηκαν όσο ποτέ άλλοτε σε μια παγκόσμια οικογένεια. Και ήταν τα χρόνια που ήθελαν να μείνουν χωρισμένοι, με Τείχη. Ήταν τα χρόνια του Παραδείσου και, μαζί, τα χρόνια του χαμού. Ήταν τα χρόνια της μοναξιάς – και ήταν τα χρόνια του έρωτα. Και μιας νέας αρχής.

Η Άννα είδε την ανηφόρα μπροστά της και έσφιξε τα δόντια. Ήταν η τελευταία μέχρι το σπίτι της. Μετά την ανοιχτή στροφή δεξιά, η διαδρομή θα γινόταν ελαφρά κατηφορική, έπειτα θα έκανε μία ακόμη απαλή στροφή, και αμέσως μετά θα έβλεπε επιτέλους, στο τέλος του ιδιωτικού δρόμου, το σπίτι της. Υπομονή, σκέφτηκε και έβαλε όλες της τις δυνάμεις για να μη μειώσει ταχύτητα, παρά τον μουντό πόνο που ένιωθε στο αριστερό της πέλμα. Υπομονή. Έφτασα σχεδόν.


16

ΕΛΕΝΑ ΑΔΑΜ

Τα κατάφερε. Μπήκε στο κατηφορικό κομμάτι του δρόμου ελαφρά λαχανιασμένη αλλά δυνατή. Αν δεν ήταν τόσο κουρασμένη, θα χαμογελούσε. Και βέβαια, αν δεν έπρεπε να συνεχίσει να τρέχει, θα έκανε μία στάση εδώ για να θαυμάσει τη θέα. Η πόλη ανοιγόταν κάτω στο βάθος, όμορφη αν και σκεπασμένη από ένα ελαφρύ σύννεφο ομίχλης, αγκαλιασμένη από τη θάλασσα που είχε ήδη αρχίσει να στραφταλίζει από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ήταν υπέροχα. Ήταν, σκέφτηκε, δοξαστικά. Τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω στα κλαδιά των δέντρων ή εφορμούσαν με ένα τσίριγμα από ψηλά, ψάχνοντας την τροφή τους. Κάπου στο βάθος, στα δεξιά της, ένα σκυλί αλυχτούσε. Ήθελε κι εκείνη να πάρει ένα. Θα έπρεπε να το συζητήσει στα σοβαρά με τον Άλκη, προσπαθώντας για μία ακόμη φορά να αμβλύνει τις αντιρρήσεις του. Κούνησε το κεφάλι και μπήκε τρέχοντας με όση δύναμη της είχε απομείνει στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Ο στενός ιδιωτικός δρόμος με τα διώροφα σπίτια την καλωσόρισε ψυχρά. Ήταν μόνη. Τα βήματά της ακούγονταν καθαρά πάνω στην άσφαλτο: ρυθμικά, αποφασισμένα, περήφανα. Αλλά το ήξερε, και δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Ήταν μόνη. Και στο δρομάκι που την οδηγούσε στο σπίτι της, και στη ζωή της. Μόνη.


ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ

17

Άφησε το δροσερό νερό να ξεπλύνει τον ιδρώτα από πάνω της με όλη του την πίεση. Της άρεσε να τη χτυπά με δύναμη, σχεδόν να την πονά. Έμεινε έτσι για ώρα, με το κεφάλι ψηλά και το στόμα μισάνοιχτο, να δέχεται το αγκάλιασμα του νερού που επέλαυνε στο κορμί της σαν ένας ξένος στρατός με χιλιάδες μικροσκοπικούς αλλά αποφασισμένους στρατιώτες. Ο πόνος στο πόδι της υποχωρούσε, έλιωνε από το νερό και παρασυρόταν μακριά της. Έπειτα γύρισε τη στρόφιγγα του ντους από αστραφτερό χρώμιο, διέκοψε τη ροή του νερού, άνοιξε την ημικυκλική πόρτα της καμπίνας και πάτησε στο παχύ απορροφητικό πατάκι του μπάνιου. Σε δύο λεπτά είχε φορέσει ένα απορροφητικό μπουρνούζι, είχε μαζέψει τα αθλητικά της παπούτσια, τις φόρμες και το αντιανεμικό της, και έφτιαχνε καφέ στην κουζίνα, με μια πετσέτα τυλιγμένη στα μαλλιά της. Στο άλλο μπάνιο, άκουγε ήδη τις βρύσες να ανοίγουν και να κλείνουν, σχεδόν νιώθοντας την καυτή τους ανάσα να γλιστρά επεκτατικά κάτω από την κλειδωμένη πόρτα. Οι καθημερινές οικιακές τελετουργίες. Ιερές και απαράβατες συνήθειες χρόνων. Το πρωινό τρέξιμο των πέντε χιλιομέτρων, το ντους, η τελετουργία του καφέ, το θρεπτικό, υγιεινό πρωινό, η θεραπευτική μουσική. Κι εκείνος ο άντρας στο άλλο μπάνιο, που έκανε το μπάνιο του, ξυριζόταν και ετοιμαζόταν σιωπηλός για τη δουλειά. Εκείνος ο άντρας. Ο άντρας της. Θα έπαιρνε μόνη της πρωινό, χαζεύοντας τις ειδήσεις στο τάμπλετ της. Όπως πάντα τα τελευταία χρόνια. Θα έπινε σιγά-σιγά τον καφέ της. Θα ετοίμαζε τα οργανικά δημητρια­


18

ΕΛΕΝΑ ΑΔΑΜ

κά της με το άπαχο γάλα και με μία χούφτα επιπλέον ξηρούς καρπούς βιολογικής καλλιέργειας, στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας από ατσάλι, χρώμιο και γυαλί. Το ψηφιακό ραδιόφωνο δίπλα της, πάντα συντονισμένο σε έναν διαδικτυακό σταθμό κλασικής μουσικής, θα τη συντρόφευε στωικά και χαμηλόφωνα. Και θα προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να σκεφτεί, να δει τι έφταιξε και τι μπορούσε ακόμη να σωθεί. Θα προσπαθούσε να καταλάβει πώς θα μπορούσε να γεμίσει εκείνο το κενό που ανοιγόταν μέσα της, εκείνο το μαύρο κενό που την έσκαβε και την τρυπούσε, ατάραχο, ξένο και τυφλό. Θα προσπαθούσε να καταλάβει γιατί ήταν μόνη.

Ο Άλκης μπήκε μισοντυμένος στην κουζίνα, φορώντας ένα γκρι παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο, και άνοιξε το δίπορτο ψυγείο. Έβγαλε τη χάρτινη συσκευασία με τον χυμό του, γέμισε ένα ποτήρι και τον ήπιε με μία μακριά γουλιά και με έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης στο τέλος. Ξανάβαλε τη συσκευασία στο ψυγείο και έριξε τα μάτια του επάνω της. «Καλημέρα», της είπε. Τα μαλλιά του ήταν ακόμη λίγο υγρά από το ντους. «Πώς πήγε το τρέξιμο;» «Καλά…» ξεκίνησε να του λέει, αλλά εκείνος είχε ήδη βγει ξανά από την κουζίνα. Η Άννα δεν αναστέναξε. Το περίμενε. Σηκώθηκε και ξέπλυνε το μπολ της. Το έβαλε μέσα στο πλυντήριο πιάτων, μαζί με την κούπα του καφέ της και το ποτήρι του. Κοίταξε δεξιά και αριστερά.


ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ

19

Όλα ήταν… τέλεια. Καθαρά, τακτοποιημένα, συγυρισμένα, άψογα. Και ακριβά. Η Λίντα θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή για να αρχίσει τη δουλειά της ημέρας. Μία μεσόκοπη κυρία από τη Γεωργία. Ήσυχη, λιγομίλητη και στοχαστική – και εξαιρετικά αποτελεσματική στη δουλειά της. Άραγε να πήγαινε καλύτερα ο Αλέξανδρος, ο άντρας της; Έπρεπε να θυμηθεί να τη ρωτήσει. Ήταν πολύ μεγαλύτερος από τη Λίντα, και ήρθε στην Ελλάδα κουβαλώντας ήδη ένα βαρύ νόσημα στο στήθος του, που τον τελευταίο καιρό είχε ξαναρχίσει να τον ενοχλεί και να του φέρνει πυρετό. Εργαζόταν σπάνια, και αυτό όχι από τεμπελιά. Η Άννα μελαγχόλησε και σκέφτηκε εκείνη την οικογένεια μεταναστών –ο σύζυγος, η γυναίκα του, τα δυο τους παιδιά– που έκαναν ό,τι μπορούσαν, όσο πιο διακριτικά το μπορούσαν, για να επιβιώσουν. Όταν έμαθε για την ασθένεια του κυρίου Αλέξανδρου, προθυμοποιήθηκε να τους βοηθήσει και έκανε μερικά τηλέφωνα, στον καθηγητή της και αλλού, μέχρι που κατάφερε να τον εξετάσουν σε ένα από τα καλύτερα διαγνωστικά κέντρα της πόλης. Λίγα πράγματα μπορούσαν να γίνουν πια, της είπαν οι παλιοί της συνάδελφοι, και η Άννα βρέθηκε στην τρομερά δύσκολη θέση να πρέπει να τους το ανακοινώσει η ίδια, όσο πιο ανώδυνα γινόταν. Η αρρώστια θα εξελισσόταν με τους δικούς της ρυθμούς, και η αγωγή δεν θα έκανε πολύ καλύτερα τα πράγματα. Αναστέναξε βαθιά και πήγε στο δωμάτιό της για να ετοιμαστεί για τη δουλειά.

Δεν ήταν σίγουρη αν της άρεσε που είχε, εδώ και μερικούς μήνες, το δικό της δωμάτιο. Μέχρι πριν λίγο καιρό, αυτό εδώ


20

ΕΛΕΝΑ ΑΔΑΜ

ήταν το δωμάτιο της κόρης της. Τώρα πια, με την Έβελιν στην Αγγλία, ήταν ο προσωπικός της χώρος. Ήθελε δεν ήθελε. Της άρεσε δεν της άρεσε. Αλλά δεν γινόταν να κοιμάται πια μαζί του, στην κρεβατοκάμαρά τους. Ας έμενε όλη δικιά του. Δεν μπορούσαν, δεν έπρεπε και δεν γινόταν να κοιμούνται άλλο πια μαζί. Στην αρχή, της είχε πει πως θα έπαιρνε εκείνος το πρώην παιδικό δωμάτιο. Αλλά η Άννα αρνήθηκε, με σθένος. Δεν ήθελε να κοιμάται μόνη στην κρεβατοκάμαρα – δεν θα το έκανε με τίποτα. Ήταν ένα δωμάτιο που αγαπούσε, και που τώρα πια δεν είχε τίποτε καλό να της θυμίζει. Τίποτε. Μόνο… μόνο τη μοναξιά της. Και πράγματα που χάθηκαν, και που έσπασαν. Πράγματα που κάποτε εκείνη είχε λατρέψει, μα που πια ήταν πέρα για πέρα χαμένα. Όχι. Θα έπαιρνε εκείνη το δωμάτιο της κόρης τους. Και δεν θα το συζητούσε μαζί του. Ο Άλκης το δέχτηκε, και μάλιστα κάποια στιγμή είπε πως «καταλάβαινε». Καταλάβαινε. Ναι… Μπορεί και να καταλάβαινε, ποιος ξέρει; Της ξέφυγε ένα μικρό πικρό γέλιο καθώς περνούσε μία μπλούζα πάνω από το κεφάλι της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το γέλιο της δεν πρόλαβε καν να αποτυπωθεί πάνω στο είδωλό της. Αναστέναξε και έσκυψε προς το ακριβό κρύσταλλο που έκλεβε και αναπαριστούσε τη θωριά της. Κοίταξε το πρόσωπό της, τα μαλλιά της, το δέρμα της, τα μάτια της. Σε άλλη περίπτωση θα χαιρόταν από αυτό που έβλεπε. Μία ξανθιά, όμορφη γυναίκα που δεν έδειχνε τα σαράντα δύο της χρόνια, με περήφανο παράστημα και δυνατή, λυγερή


ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ

21

κορμοστασιά, καλά ασκημένη από την άθληση, χωρίς ίχνος ρυτίδας και με δυο μεγάλα μάτια στο χρώμα του πευκόμελου. Αλλά όχι πια. Όχι πια εδώ και καιρό. Αυτό που έβλεπε η Άννα ήταν μια γυναίκα μόνη. Μια γυναίκα που σταδιακά είχε χάσει τα πάντα. Όλα της τα στηρίγματα. Όλες τις σταθερές της. Όλο της τον κόσμο. Μια γυναίκα μόνη.

Μπήκε στο τζιπ και έβαλε μπροστά για να ζεστάνει τη μηχανή, ανοίγοντας ταυτόχρονα το ραδιόφωνο και το κλιματιστικό. Ο καιρός είχε χαλάσει απότομα, και ένα μεγάλο σμάρι σύννεφα είχαν αρχίσει να απλώνονται στον ουρανό. Θα έβρεχε. Οδήγησε προσεκτικά στο ιδιωτικό δρομάκι και πήρε αργά την κατηφόρα για τη νέα της δουλειά κάτω στην πόλη. Κάτι ήταν κι αυτό, σκέφτηκε πατώντας ελαφρά το γκάζι. Κάτι ήταν κι αυτό. Η ιδέα δεν ήταν καινούρια, ωστόσο ήταν αδύνατον να την υλοποιήσει όσο η Έβελιν ήταν ακόμη στο σχολείο. Έπρεπε να βρίσκεται διαρκώς από πίσω της, φροντίζοντας ένα σωρό πράγματα που μόνο η ίδια ήξερε πως έπρεπε να γίνουν, και να γίνουν στην ώρα τους, και καλά. Σίγουρα πάντως δεν το ήξερε η κόρη της, που αισθανόταν τη μητρική φροντίδα σαν βάρος και σαν έλεγχο πάνω στην προσωπική της ζωή. Πόσες φορές είχαν τσακωθεί για πράγματα ασήμαντα ή –στα μάτια της Έβελιν– φαινομενικά κολοσσιαία… Πόσες φορές δεν είχαν ανταλλάξει λόγια που ούτε η μία ούτε η άλλη τα εννοούσαν… Η Άννα χαμογέλασε γλυκόπικρα και έβγαλε φλας για να


22

ΕΛΕΝΑ ΑΔΑΜ

μπει στον κεντρικό δρόμο. Τίποτε από όλα αυτά δεν είχε σημασία πια. Το μόνο που είχε σημασία ήταν που αγαπιόνταν τρελά, που η μία έλειπε στην άλλη, και που λαχταρούσαν κάθε βράδυ να μιλήσουν στο τηλέφωνο ή στο Skype για να πάρουν πληροφορίες για το πώς είχε περάσει και εκείνη η μέρα. Η αλήθεια ήταν, βέβαια, σκέφτηκε σμίγοντας τα φρύδια, πως αυτό δεν εξακολουθούσε να συμβαίνει με την ίδια ζέση που είχε ξεκινήσει. Η Έβελιν ήταν ήδη αρκετούς μήνες τώρα στο Λονδίνο, και είχε αναπτύξει και επεκτείνει τον κύκλο των γνωριμιών της εκεί, παράλληλα με τις σπουδές της στα οικονομικά. Είχε μάλιστα γνωρίσει και εκείνο το αγόρι από την Τσεχία, τον Μίλος. Η Άννα χαμογέλασε πάλι, σχεδόν ανακουφισμένη. Μπορεί να υπήρχαν πια μέρες που δεν μιλούσε με την Έβελιν, αλλά ήξερε πως η κόρη της ήταν καλά, ασφαλής και ευτυχισμένη. Κι αυτό ήταν το μόνο που είχε πραγματικά σημασία. Αυτό, και όχι οι μικρές απουσίες της από το τηλέφωνο ή από την κάμερα του υπολογιστή της. «Καρδούλα μου…» ψιθύρισε και, με έναν ελιγμό, προσπέρασε το λεωφορείο που πήγαινε αργά στην άκρη του δρόμου για να σταματήσει στη στάση.

Άφησε το αυτοκίνητό της στο πάρκινγκ, καλημέρισε τους υπαλλήλους και περπάτησε στο κέντρο της πόλης με τα τακούνια της να χτυπάνε στις πλάκες του πεζοδρομίου και με τα μάτια της να χαζεύουν τις ψηλές πολυκατοικίες και τα ελάχιστα νεοκλασικά κτίρια ανάμεσά τους, που έδιναν μία ευχάριστη, κοσμοπολίτικη νότα στην πόλη. Ψιχάλιζε αραιά και όχι με πολλή δύναμη, οπότε θα προλάβαινε να φτάσει


ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ

23

στο μαγαζί της χωρίς να μουσκευτεί από τη βροχή. Είχε ξεχάσει να πάρει μία ομπρέλα μαζί της. Πάντα την ξεχνούσε. Όταν έφτασε, σήκωσε τα μάτια με περηφάνια και κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και από δεξιά μέχρι αριστερά τη βιτρίνα με τα ρούχα που έντυναν τις πανάκριβες κούκλες-μανεκέν, ειδική παραγγελία όλες τους από την Ιταλία, και τη λιτή επιγραφή πάνω από την είσοδο: Still, έγραφε. Της άρεσε αυτό το όνομα, που το είχε επιλέξει ανάμεσα σε δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες άλλα. Ακουγόταν σαν το ελληνικό «στυλ» και ήταν απόλυτα ταιριαστό με το είδος του αντικειμένου, τα ρούχα. Ταυτόχρονα όμως σήμαινε ηρεμία, ακινησία, γαλήνη. Και, βέβαια, σήμαινε και ακόμη. Ακόμη είμαι εδώ. Ακόμη υπάρχω. Ακόμη ζω και ονειρεύομαι και πράττω, δεν στέκομαι αδρανής, δεν είμαι νεκρή. Είμαι εδώ. Still. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Το ελαφρύ αποσμητικό χώρου, εξίσου πανάκριβο αλλά φυσικό και διακριτικό, την καλωσόρισε. Απενεργοποίησε τον συναγερμό και άνοιξε τα φώτα. Ήταν εννέα παρά πέντε το πρωί, και η μέρα μόλις τώρα ξεκινούσε, κι ας είχε η ίδια ξυπνήσει από τις εφτά. Ήταν ακόμη εκεί. Υπήρχε ακόμη. Ζούσε. Είμαι εδώ. Η Άννα χαμογέλασε και, πάντα χαμογελώντας, άνοιξε τον υπολογιστή της και άφησε να ξεχυθούν από τα κρυφά ηχεία στους τοίχους οι απαλές νότες της μουσικής δωματίου που αγαπούσε.


24

ΕΛΕΝΑ ΑΔΑΜ

Θα ήταν άλλη μια μέρα χωρίς πολλή κίνηση, και το ήξερε. Όμως θα ήταν εδώ. Θα ήταν στο καινούριο της μαγαζί, που επιτέλους είχε γίνει πραγματικότητα. Θα ζούσε. Θα είχε κάτι να κάνει. Κάτι για να αντέξει τη μοναξιά της. Κάτι για να απαλύνει τη ροή του χρόνου. Κάτι που είχε αξία. Αναστενάζοντας, μπήκε στο Facebook και, πρώτα-πρώτα, έψαξε τη σελίδα της κόρης της. Χαμογελώντας, είδε πως χθες το βράδυ είχε κάνει τσεκ-ιν σε ένα μπαρ στο ανατολικό Λονδίνο, μαζί με κάποιον Μίλαν Γιάνιτσεκ. Ο Μίλος… Χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά, πάτησε λάικ, αλλά αμέσως μετά το ακύρωσε. Δεν έπρεπε να δείχνει πως την παρακολουθούσε και πως δεν έχανε κανένα της βήμα, ακόμη και με τόσα χιλιόμετρα να απλώνονται ανάμεσά τους. Η Έβελιν έπρεπε να ζήσει τη δική της ζωή, χωρίς να νιώθει πως κάποιος ανέπνεε λίγο πίσω από την πλάτη της, έστω και αν αυτός ο κάποιος ήταν η ίδια της η μητέρα. Αυτό που η ίδια όφειλε να κάνει ήταν να της παρέχει ό,τι χρειαζόταν, χωρίς να ζητά λογαριασμό και ανταλλάγματα, και χωρίς να γίνεται φορτική. Έπρεπε να ήταν λίγο περισσότερο Ευρωπαία μητέρα και λίγο λιγότερο Ελληνίδα μάνα, σωστά; Σωστά, σκέφτηκε, παρήγγειλε έναν καφέ από το τηλέφωνο, και άρχισε να περιηγείται στις σελίδες των λιγοστών φίλων της και των ανθρώπων –δημοσιογράφων, πολιτικών και επιστημόνων– που ακολουθούσε πιστά και που ασπαζόταν τις πεποιθήσεις τους. Κι έπειτα, κατά τις δέκα και μισή, άλλαξαν όλα. Έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα. Όπως συμβαίνει πάντα στη ζωή.



26

ΕΛΕΝΑ ΑΔΑΜ

Αγάπη

ΕΛΕΝΑ ΑΔΑΜ

χωρίς σύνορα Παίρνοντας την πελώρια απόφαση να αλλάξει πέρα για πέρα τη ζωή της, η Άννα θα κάνει ένα βήμα που δεν το περίμενε ούτε ο απόμακρος σύζυγός της, με τον οποίο δεν τη συνδέουν πια πολλά, ούτε η κόρη της, που πλέον σπουδάζει στο εξωτερικό, ούτε ο περίγυρός της – ένα βήμα που εξέπληξε ακόμη και την ίδια. Θα αφήσει τις ανέσεις του πλούσιου σπιτιού της, για να δουλέψει εθελοντικά σε έναν καταυλισμό προσφύγων, σαν γιατρός. Η Άννα είχε εγκαταλείψει την επιστήμη της για μία εικοσαετία σχεδόν, οπότε θα πρέπει να αρχίσει από το μηδέν και να ανακαλύψει από την αρχή τον εαυτό της. Και όλα αυτά μέσα σε συνθήκες άσχημες, σχεδόν πρωτόγονες – και επικίνδυνες. Όμως, στο ίδιο καμπ θα συναντήσει, μετά από μια ολόκληρη ζωή, και τον παλιό, μεγάλο της έρωτα: τον ατίθασο, δοσμένο στο ασίγαστο πάθος του, Έκτορα. Την ίδια στιγμή, ένα φρικτό γεγονός, η απαγωγή κάποιων παιδιών, θα ταράξει την καθημερινότητά της, και όλο τον καταυλισμό.

Ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα και αληθινούς ανθρώπους, για τον έρωτα, την προσφορά και τις δεύτερες ευκαιρίες. elena.adam.mamaya.gr www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr

ISBN 978-618-5224-28-8

ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ: 10046


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.