Κοράκι σε άλικο φόντο - Απόσπασμα -

Page 1

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΑΣ

ΚΟΡΑΚΙ ΣΕ ΑΛΙΚΟ ΦΟΝΤΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ

ΑΡΠΗ



Κ ΟΡ ΑΚΙ ΣΕ ΑΛ ΙΚΟ Φ ΟΝΤΟ


Επισκεφθείτε το site της σειράς:

www.arpiwriters.gr

Mπείτε στο www.mamaya.gr/newsletter ή σκανάρετε και είστε ένα «κλικ» από: • Τα βιβλία μας • Την επικοινωνία με τους συγγραφείς μας • Τα δώρα μας • Τις εκδηλώσεις μας • Τα νέα για τον χώρο του βιβλίου


ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΑΣ

ΚΟΡΑΚΙ ΣΕ ΑΛΙΚΟ ΦΟΝΤΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ Μυθιστόρημα

ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ


Ελευθέριος Κεραμίδας Κοράκι σε άλικο φόντο Το πρώτο βιβλίο των Γιων της Στάχτης ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Γιώργος Βορέας Μελάς ΕΙΚΑΣΤΙΚΌ ΕΞΩΦΎΛΛΟΥ: Άγγελος Παπουτσής ΣΎΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΎΛΛΟΥ: Αντώνης Αγγελάκης ΧΆΡΤΗΣ: Γεώργιος Παούρης ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου

Copyright © Ελευθέριος Κεραμίδας, 2017 Copyright © Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., 2017 Έτος 1ης έκδοσης: 2017 ISBN: 978-618-5224-34-9

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του έργου.

Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. Κόδρου 19, 152 32 Χαλάνδρι Τηλ.: +30 210 68 96 875 Fax: +30 210 68 96 875 www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr

Facebook: www.facebook/mamayabooks Twitter: www.twitter.com/Mamayabooks Pinterest: www.pinterest.com/mamayabooks/ Instagram: instagram.com/mamaya_books/


Άρπη θα πει δρεπάνι. Για τους παλιούς Έλληνες ήταν όπλο: όταν θέριζε εχθρούς, ήταν όπλο του πολέμου. Όταν θέριζε στάχια, ήταν όπλο ενάντια στην πείνα. Όταν θέριζε παλιούς θεούς, όπως ο Ουρανός, ήταν όπλο για να ’ρθουν οι νέοι, όπως ο Κρόνος ή η Αφροδίτη. Άρπη, για μας, θα πει τομή. Τομή στην στείρα αναπαραγωγή κλασσικών και ξεπερασμένων πρωτοτύπων. Τομή στην πείνα του ελληνικού αναγνωστικού κοινού του φανταστικού για κάτι το πραγματικά δικό του. Τομή στην παλιά, τη χιλιοειπωμένη φανταστική ιστορία, για να έρθει στο φως η νέα, η φρέσκια, η βγαλμένη από την καρδιά και την ψυχή, η γραμμένη από τη δική της κοσμοθεωρία και στη δική της γλώσσα. Η συγγραφική κίνηση Άρπη, υπό την σκέπη των εκδόσεων mamaya, δρέπει τους πιο εύγευστους καρπούς της ελληνικής λογοτεχνίας του φανταστικού. Με μια τομή, με ένα όπλο. Με μια Άρπη. Συγγραφική κίνηση Άρπη



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΉ: Απαρχές παραλλήλων βίων. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

13

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΠΡΏΤΟ Στρεβλά σχέδια (Μια δεκαετία μετά). . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

33

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΔΕΎΤΕΡΟ Αγνές προθέσεις (Άλλη μια δεκαετία μετά).. . . . . . . . . . . . . . .

82

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΤΡΊΤΟ Περαιτέρω περιπλοκές. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

135

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΤΈΤΑΡΤΟ Αποκαλύψεις, μεταστροφές κι επιφοιτήσεις. . . . . . . . . . . . . . .

178

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΠΈΜΠΤΟ Οι δίκαιοι παίρνουν μια ανάσα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

218

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΈΚΤΟ Ανασύνταξη. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

254

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΈΒΔΟΜΟ Ο αληθινός κίνδυνος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

300

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΌΓΔΟΟ Σπασμωδικές αντιδράσεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

346

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΈΝΑΤΟ Μικροί θρίαμβοι. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

389

ΕΠΊΛΟΓΟΣ: Επιλογές στο σταυροδρόμι. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

451


ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ, ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΟΡΩΝ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

465

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Περιφέρειες και λογοθέσια της Βασιλείας Αιγλωέων. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

461

473




Εισαγωγή: ΑΠΑΡΧΕΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΒΙΩΝ

Είναι μία από κείνες τις νύχτες που γίνονται σημαντικά πράγματα, αλλά δεν ξέρω πού, δεν ξέρω ποιος τα κάνει. Απλά το νιώθω μέσα μου, είμαι βέβαιη πως οι συνέπειες των αποψινών γεγονότων θα μας επηρεάζουν για δεκαετίες. Μπορεί να είναι για καλό, μπορεί και όχι. Έχω βγει στις επάλξεις κι αγναντεύω το σκοτάδι, αν και θα μπορούσα να δω τα πάντα κρυμμένη σε κάποιο υπόγειο. Ακόμη κι εγώ υποκύπτω καμιά φορά στη δύναμη της συνήθειας. *** Κάθε μέρα, ο ήλιος πρόβαλλε στο ανατολικότερο παράθυρο του δωματίου, κυλούσε αργά ως το πιο δυτικό και τελικά χανόταν. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν συνεχώς, αλλά μόνο για τους θεραπευτές είχε μάτια ο Αράι Μονγκ. Τους παρακολουθούσε να εφαρμόζουν αγωγές δίχως αποτέλεσμα, να αποτυγχάνουν ο ένας μετά τον άλλο. Στους υπηρέτες δεν έδινε περισσότερη σημασία απ’ ό,τι στις σκιές τους στο δάπεδο, που συρρικνώνονταν ως το μεσημέρι και ξαναμάκραιναν το απόγευμα. Εκείνοι έφερναν φαγητό και τον τάιζαν, άναβαν κεριά και τραβούσαν τα παραπετάσματα σαν νύχτωνε, τον μετέφεραν και στο κρεβάτι του όταν τον κατέβαλλε η κόπωση. Το πιο σημαντικό, περιποιούνταν στοργικά και σιωπηρά το αναίσθητο σώμα της συζύγου του. Η ανημπόρια του να βοηθήσει τον έπνιγε, τον πλάκωνε σαν βαριά πέτρα βαλμένη πάνω στο στέρνο του. Κατείχε αμύθητα πλούτη, ήταν γιος του ισχυρότερου μάγου στον κόσμο, πρόσταζε μυριάδες υποτακτικούς. Μα το στήθος της γυναίκας του ανεβο13


κατέβαινε όλο και πιο αργά κι αδύναμα, το δέρμα της χλόμιαζε μέρα με τη μέρα κι αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Ο πατέρας του, ο Τεγκούς Ογιούν, ο Γέρος, είχε σύρει τα πόδια του ως το υπνοδωμάτιο της άρρωστης, είχε ρίξει μια ματιά κι είχε δηλώσει απερίφραστα ποια θα ήταν η κατάληξη. Η ίδια μυστηριώδης κι αθεράπευτη ασθένεια είχε σκοτώσει και τη δική του σύζυγο. Κακώς έχανε τον χρόνο του ο Αράι Μονγκ, κατά τη γνώμη του Γέρου. Αν δεν ήθελε να ψάξει από τώρα για νέα σύντροφο, είχε εκείνος σημαντικές δουλειές να του αναθέσει για ν’ απασχολείται. «Ξέχνα την». Ο νεαρός είχε προσπαθήσει να το συζητήσει, είχε απειλήσει, είχε ικετέψει γονυπετής. Του κάκου. Το βαθιά ρυτιδιασμένο πρόσωπο του Τεγκούς Ογιούν δεν άλλαξε έκφραση έστω για μια στιγμή. Οι αιώνες που είχε ζήσει είχαν κάνει την ψυχή του σκληρή και ψυχρή σαν την Παγωμένη Έρημο, όπου είχε χτίσει το ανάκτορό του. Ζήτησε από τον γιο του να θυμηθεί τι είχε συμβεί πριν είκοσι χρόνια σχεδόν. Στην ίδια πολυθρόνα καθόταν και τότε ο Αράι Μονγκ, όταν παρακολουθούσε την μητέρα του να χάνεται, να σβήνει. Τόσο μικρός, που τα πόδια του δεν έφταναν στο πάτωμα. Είχε κρατήσει το χέρι της μέχρι το τέλος. Ο Γέρος –αισθητά ακμαιότερος– μοχθούσε στο εργαστήριό του να βρει λύση. Όταν πείστηκε πως δεν υπήρχε, επέστρεψε στις συνήθεις ασχολίες του, αδιαφορώντας ακόμη και για τα της κηδείας. Ο Αράι Μονγκ δεν είχε παρακούσει ποτέ τον πατέρα του. Αλλά είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο της μάνας του, το βράδυ που ξεψύχησε η πρώτη του αγάπη, η γυναίκα με την οποία είχε πιστέψει ότι θα ήταν μαζί για πάντα, συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να μιμηθεί τον Γέρο σε όλα, πως υπήρχαν εντολές που αδυνατούσε να τις εκτελέσει. *** Τα κοκάλινα ζάρια κροτάλισαν στο κιβώτιο που χρησιμοποιούσαν οι σκοποί για τραπέζι, αναπήδησαν κάμποσες φορές και κατέληξαν ακίνητα. Αριθμός πουθενά. Και τα τρία είχαν φέρει την κυνοκεφαλή η οποία για ομορφιά αντικαθιστούσε τους κακότυχους άσσους. 14


«Σκύλες!» αναφώνησαν ενθουσιασμένοι οι στρατιώτες. Ο αξιωματικός δεν είχε καν όρεξη να βρίσει. Η ζαριά που είχε φέρει ήταν η χειρότερη που υπήρχε στο παιχνίδι, έπρεπε να πληρώσει στους άλλους τα διπλά απ’ όσα είχαν στοιχηματίσει. Ανασκάλεψε τα περιεχόμενα του βαλαντίου του σκεπτικός. Η τύχη του δεν έλεγε να γυρίσει. Όχι εκείνη τη βραδιά ειδικά, από τη στιγμή που είχε γίνει αξιωματικός στη φρουρά της Νεάπολης δεν είχε δει άσπρη μέρα. Ζούσε στη μεγαλύτερη πόλη της Πλάσης και δεν είχε βρεθεί μια συνοικία να τον βάλουν να την περιπολήσει, να έχει τα τυχερά του· πήγαν και τον έριξαν στη φύλαξη των τειχών. Κι όχι σε καμιά από τις μεγάλες πύλες, που είχαν φιλοδωρήματα όποτε ο αυτοκράτορας ή κανένας στρατηγός επέστρεφε θριαμβευτής από εκστρατεία, ενώ τις υπόλοιπες μέρες πλήρωναν τους σκοπούς έμποροι και διάφοροι άλλοι για να μπάσουν τίποτα στη ζούλα. Δεν τον είχαν βάλει έστω στις μικρότερες πύλες, που ήταν μισοκρυμμένες στη λιθοδομή για να τις προσπερνά το μάτι και προορίζονταν για πιο ταπεινές ανάγκες, όπως την άμυνα της πόλης, τη μεταφορά αλόγων από τα εκτροφεία των κοντινών χωριών απευθείας στους αυτοκρατορικούς στάβλους και το κουβάλημα των ψαριών από το λιμάνι στα παστωτήρια. Μία στο τόσο, κάποιος ήθελε να βγει τη νύχτα κρυφά από την πόλη και λάδωνε για να του ανοίξουν αυτά τα παραπόρτια. Θα είχε κάποιο έσοδο ο αξιωματικός από τη θέση του, θα συμβιβαζόταν. Ή, έστω, αν τον όριζαν υπεύθυνο σε κανέναν πυργίσκο, θα καθόταν τουλάχιστον στη ζέστη· ούτε καν αυτό δεν του έλαχε. Του έδωσαν τη Μυρόπορτα, για όνομα του Δημιουργού, που την περνούσαν μόνο μεροκαματιάρηδες δίχως δεύτερο βρακί να φορέσουν! Κι όταν φύσαγε ο Σκίρωνας κι έφερνε το μίασμα που πλανιόταν έξω από τα τείχη, ο τόπος βρομούσε σαν τον θάνατο! Ο αξιωματικός μέτρησε τα χρωστούμενα. Κι όσο αλάφραινε το βαλάντιό του, τόσο βάραινε η καρδιά του. Σχεδόν τίποτα δεν είχε απομείνει από το μηνιάτικο κι ήταν μέρες ακόμα ως την επόμενη πληρωμή. Αποφάσισε να μην παίξει άλλο. Πριν προλάβει να το πει στους άντρες του, είδε ένα φως στην άκρη του στενού το οποίο οδηγούσε στην πύλη. Πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να σφίγγει όπως-όπως τα λυμένα λουριά που θα έπρεπε να συγκρατούν την πανοπλία του. 15


Οι στρατιώτες τον κοίταξαν για μια στιγμή παραξενεμένοι και μετά βάλθηκαν να τον μιμηθούν, δίχως να χρειαστεί να τους πει τίποτα. Ένας μάζεψε τα ζάρια και τα νομίσματα, άλλος στοίβαξε τα κιβώτια που είχαν τόση ώρα για καθίσματα και τραπέζι, άλλος έφερε τα δόρατα από τον οπλοβαστό του φυλακίου· ολόκληρο το δρομάκι αντηχούσε, με τόσο θόρυβο που έκαναν. Παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, δεν είχαν προφτάσει να γίνουν άνθρωποι πριν φτάσει κοντά τους ο απρόσμενος επισκέπτης. Ήταν ένας άντρας με ενδύματα από ακριβό ύφασμα, αλλά ραμμένα σε απλή κοψιά και δίχως στολίδια. Κρατούσε μακρύ ραβδί μ’ έναν λύχνο να κρέμεται από την άκρη. Δελετροφόρος, κάθε πλούσιος είχε έναν να φωτίζει τα βήματά του όταν διέσχιζε τους δρόμους της Νεάπολης νύχτα. Πίσω από τον υπηρέτη, έρχονταν κι άλλοι άντρες. Ένας προχώρησε θαρραλέα προς τους φύλακες της Μυρόπορτας. «Τις ει;» προσπάθησε να φωνάξει αυστηρά ο αξιωματικός, μα η φωνή του έσβησε. Ο μεγαλόσωμος άντρας απέναντί του έφτυσε κάτω με περιφρόνηση. Στο σημείο όπου μια σιδερένια καρφίτσα στερέωνε τον κόκκινο μανδύα του, λίγο κάτω από τον δεξιό του ώμο, τα διάσημά του ήταν κεντημένα με χρυσοκλωστή. Άρα, ανήκε στους εκλεκτότερους μαχητές της Βασιλείας Αιγλωέων, στην ίδια την Αυτοκρατορική Φρουρά. Ο αξιωματικός της πύλης ήξερε πόσο κατώτερους θεωρούσαν όλους τους άλλους στρατιώτες οι σωματοφύλακες του ηγεμόνα. Με τη μύτη που παραείχαν σηκωμένη ψηλά είχε να κάνει η περιφρονητική αντίδρασή του επισκέπτη, όχι με τα κράνη που δε φορούσαν οι σκοποί, με τις πανοπλίες που είχαν βάλει βιαστικά ή με τα όπλα που μερικοί δεν είχαν προλάβει να πάρουν στα χέρια τους. Ο αξιωματικός της πύλης ένευσε κι οι άντρες του παραμέρισαν, ζαρώνοντας με τις πλάτες στον τοίχο. Ο αυτοκρατορικός φρουρός έκανε νόημα κι ο δελετροφόρος προχώρησε, ακολουθούμενος από τρεις ακόμη πολεμιστές με κόκκινους μανδύες. Ανάμεσά τους πήγαινε ένας άντρας μικρόσωμος, τυλιγμένος σφιχτά σε βαρύ πανωφόρι και με το πρόσωπο κρυμμένο στο βάθος μιας στενής και σκοτεινής κουκούλας. Δε σχετιζόταν απαραίτητα με την Αυλή ο άνθρωπος αυτός. Ήταν κοινό μυστικό πως οι δέκα χιλιάδες άντρες που αποτελούσαν τα διάφορα τάγματα της Αυτοκρατορικής Φρουράς συ16


μπλήρωναν το εισόδημά τους κάνοντας εξυπηρετήσεις σε όποιον ήταν αρκετά πλούσιος για να τους πληρώσει. Δε δίσταζαν ούτε να φορέσουν τις στολές τους αν χρειαζόταν, ώστε να εκμεταλλευτούν την εξουσία που τους έδινε η θέση τους. Αυτό, βέβαια, δεν άλλαζε τίποτα για τον αξιωματικό της Μυρόπορτας και τους άντρες του. Αν προσπαθούσαν να δουν το πρόσωπο του ανθρώπου με την κουκούλα, αν έψαχναν στα στενά για να βρουν την άμαξα που θα τον είχε φέρει ως εκεί, αν έκαναν καμιά άλλη ανοησία από περιέργεια ή αναζητώντας κέρδος, θα κατέληγαν σφαγμένοι σαν κοτόπουλα. Δυο αυτοκρατορικοί φρουροί σήκωσαν τη βαριά αμπάρα της Μυρόπορτας κι ένας συνάδελφός τους βγήκε έξω από την πόλη. Ακολούθησε ο δελετροφόρος και μετά ο μυστηριώδης άγνωστος. Ο αυτοκρατορικός φρουρός που είχε φτύσει έβαλε μια χούφτα νομίσματα στο χέρι του αξιωματικού της πύλης. «Μην κλείσετε ώσπου να γυρίσουμε», είπε. Όταν βγήκε κι εκείνος έξω από τα τείχη, ακολουθώντας τους δυο συντρόφους του, ο αξιωματικός της πύλης κι όσοι άντρες του είχαν φορέσει κράνη, τα έβγαλαν για να σκουπίσουν τον κρύο ιδρώτα που τους είχε κόψει. Ένας ξεφύσησε λες κι είχε κοντέψει να σκάσει. *** Το λευκό άλογο του Ευκρήνη κάλπαζε ξέφρενα στο πολύστροφο μονοπάτι που ανέβαινε τις πλαγιές του Δικόρυφου Όρους και οδηγούσε στις πύλες της Μονής Αγιασματαρίου. Τα πλευρά του λαχανιασμένου ζώου έσταζαν ιδρώτα, τα κατάμαυρα μάτια του είχαν γουρλώσει, το στόμα του είχε γεμίσει αφρούς. Κάθε τόσο, οι οπλές του γλιστρούσαν στις υγρές πέτρες του λιθόστρωτου. Με το ένα χέρι, ο Ευκρήνης κρατούσε τα ηνία και τη μάζα από φασκιές που έκλαιγε γοερά. Με το άλλο, προσπαθούσε να ξεφορτωθεί τα απάρτια της πανοπλίας του. Κάθε τόσο, πετούσε πίσω του μια μεταλλική πλάκα ή ένα πλέγμα από σιδερένιους κρίκους. Ματαιοπονούσε. Το κομμάτι που τον ενοχλούσε ήταν βαθιά χωμένο στα πλευρά του κι είχε στραβώσει, δε θα κατόρθωνε να το βγάλει. Κάθε τράνταγμα από τον καλπασμό του αλόγου, μετακινούσε το έλασμα βίαια μέσα στη σάρκα του κι 17


έκανε την πληγή να ξερνάει αίμα. Ο γκρίζος λινός μανδύας του είχε κουρελιαστεί κι ήταν γεμάτος κόκκινα στίγματα. Καθώς το μοναστήρι χανόταν από τα μάτια του και ξαναφαινόταν με κάθε στροφή του μονοπατιού, ψιθύριζε προσευχές και κέντριζε τα πλευρά του υποζυγίου του με τις φτέρνες. Πλησίαζε στον προορισμό του, αλλά το αριστερό του χέρι είχε μουδιάσει εντελώς από το βάρος και την αιμορραγία, δεν το ένιωθε πια. Παράτησε τις προσπάθειες να αφαιρέσει το μέταλλο που τον πλήγωνε και δοκίμασε να φέρει το μωρό και τα ηνία στη δεξιά παλάμη του. Εκείνη τη στιγμή, το άτι γλίστρησε κι έγειρε. Το ζώο προσπάθησε να ξαναβρεί γερό πάτημα, αλλά η αστάθεια του αναβάτη το γκρέμισε. Ο Ευκρήνης συνήλθε λίγο μετά την πτώση. Είχε πλακώσει το τραύμα του και μια καινούρια καταιγίδα από σουβλιές τον αφύπνισε. Σκούπισε το αίμα από το μέτωπό του –δεν ήξερε αν ήταν δικό του, όλη η ύπαρξή του είχε επικεντρωθεί στα τσακισμένα του πλευρά, τίποτε άλλο δεν ένιωθε πια– και κοίταξε γύρω του με αγωνία. Το άλογο ήταν πεσμένο λίγο πιο πέρα, ένα από τα πόδια του τιναζόταν νευρικά καθώς πάσχιζε να σηκωθεί όρθιο. Το μωρό είχε προσγειωθεί στο χιόνι που ήταν μαζεμένο στην άκρη του μονοπατιού. Έκλαιγε δυνατότερα από πριν, αλλά δε φαινόταν να έχει χτυπήσει. Ο Ευκρήνης καθυστέρησε μόνο μια στιγμή, για να δει πώς ήταν το υποζύγιό του. Είχε σπάσει αρκετά κόκαλα, δε σωζόταν, έπρεπε να το απαλλάξει από τον πόνο. Έσυρε το σπαθί του από το θηκάρι, έκοψε τον μυώδη λαιμό του ζώου και άφησε το όπλο μέσα στο καυτό αίμα, που έκανε το χιόνι να λιώνει και να αχνίζει. Μετά, πήρε το βρέφος στην αγκαλιά του κι άρχισε να τρέχει κακήν-κακώς. Το έσφιξε στο στήθος του. Έπρεπε να το κρατήσει ζεστό. Μόνο αυτό σκεπτόταν. Να φτάσει ως το μοναστήρι και να παραδώσει το μωρό. Ζαλισμένος από την αιμορραγία και την πτώση, έχανε τον δρόμο του. Συγκρουόταν συνέχεια με βράχια και κομμάτια πάγου, ένιωθε σαν το ίδιο το βουνό να προσπαθούσε να τον σταματήσει. Αστραπές άρχισαν να αυλακώνουν τον ουρανό, προμηνύοντας μια από τις θύελλες που μαστίγωναν συχνά το Δικόρυφο Όρος. Άρχισαν να πέφτουν χοντρές νιφάδες χιονιού κι ο άνεμος σφύριζε και τις έφερνε στα μάτια του τραυματισμένου άντρα, τυφλώνοντάς τον. Έσφιξε κι άλλο το βρέφος και δάκρυσε βου18


βά από απελπισία. Πλέον, είχε χάσει κάθε αίσθηση προσανατολισμού. Δεν ήξερε αν κατευθυνόταν προς τη Μονή, προς τα πεδινά ή προς τον γκρεμό. Έπεσε πάνω σε κάτι συμπαγές και τα πόδια του λύγισαν. Σωριάστηκε στο μαλακό χιόνι. Μετά από λίγο, είδε ένα πρόσωπο να σκύβει κοντά στο δικό του, μα το βλέμμα του ήταν πια πολύ θολό για να το αναγνωρίσει. «Πες στον ηγούμενο πως δεν πρόλαβα», ψιθύρισε. Την επόμενη στιγμή, ένας κόμπος αίμα και σκοτάδι ανέβηκε στο στόμα του κι έπνιξε την ύστατη ανάσα του. *** Ο Αράι Μονγκ ένιωσε την ανάγκη να γονατίσει και να πιάσει το χέρι της νεκρής συζύγου του. Να κλάψει. Όμως ο Γέρος τού είχε ενσταλάξει την ιδέα ότι κάθε εκδήλωση συναισθήματος ήταν παραδοχή αδυναμίας. Παρέμεινε όρθιος, μακριά από τη σορό. Η υγρασία στα μάτια του ήταν πολύ λίγη για να κυλήσει στα μάγουλά του. Μια ομάδα από ηλικιωμένους άντρες, ζαρωμένους και ροζιασμένους, μπήκε στο δωμάτιο. Οι νεοφερμένοι στάθηκαν ημικυκλικά γύρω από το κρεβάτι. Με τις ρόδες του να τρίζουν στο πάτωμα, έφτασε πίσω τους ένα έπιπλο που το έσερναν δυο σκλάβοι. Ήταν γεμάτο μαχαίρια, γάντζους, σωλήνες και φιάλες με καυστικά υγρά· εργαλεία ταφικής προετοιμασίας. Ο Αράι Μονγκ ένιωθε τόσο εξουθενωμένος, ώστε δεν ήταν καν ικανός να εξοργιστεί που δεν τον άφηναν μόνο μια τέτοια ώρα. Ένα χέρι τον άγγιξε. Αναθάρρησε, πίστεψε πως ο πατέρας του είχε έρθει να μοιραστεί τη θλίψη του. Μα η παλάμη στον ώμο του ήταν σιδεροντυμένη, ανήκε σε φύλακα. Τι μπορεί να ήθελε αυτός ο άνθρωπος; Ο Αράι Μονγκ δεν είχε φιλίες με παρακατιανούς, ούτε κι αυτό το επέτρεπε ο Τεγκούς Ογιούν. «Ο αφέντης επιθυμεί την παρουσία σας στο εργαστήριό του», είπε ο πολεμιστής. Ο Γέρος ήταν που είχε βιαστεί να στείλει τους ταριχευτές. Και τώρα, έλεγε με τον τρόπο του πως η ζωή πάντα συνεχίζεται, δίχως παύσεις. Ο μεγάλος Τεγκούς Ογιούν είχε θέσει στόχους, βιαζόταν να τους επιτύχει κι όλοι έπρεπε να ακολουθούν τους δικούς του ρυθμούς. 19


Αλλά δεν πήγαινε άλλο. Ο Αράι Μονγκ έθεσε σε εφαρμογή όσα τον είχε αναγκάσει ο πατέρας του να μάθει. Σηκώθηκε και ταυτόχρονα τίναξε το χέρι του. Ο φύλακας βόγκηξε κι έπεσε στο πάτωμα – νεκρός. Η κλαγγή της αρματωσιάς του αντιλάλησε στο μεγάλο δωμάτιο. Το θηκάρι του ήταν άδειο. Ο νεαρός άρχοντας, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει, είχε προλάβει να του αρπάξει το σπαθί στην ίδια ρευστή κίνηση με την οποία τον είχε σκοτώσει. Οι ηλικιωμένοι ταριχευτές ζάρωσαν στη θέα της γυμνής λεπίδας. Ο Αράι Μονγκ τούς αγνόησε. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά και βγήκε στον διάδρομο. Δυο από τα σκυλιά του υποστατικού το έβαλαν στα πόδια. Ίσως να οσφράνθηκαν τον θυμό του, ήταν αφύσικα έξυπνα. Θα επέστρεφαν γρήγορα, μαζί με άλλα ζώα, με ανθρώπους, αλλά και με τερατωδίες γεννημένες από τη μαγεία του Γέρου. Ο Αράι Μονγκ συνειδητοποίησε πως δεν είχε ελπίδες να νικήσει τον Τεγκούς Ογιούν, που ήταν αφέντης όλης της Μεγάλης Στέπας και της Παγωμένης Ερήμου – κι ίσως, μια μέρα, όχι πολύ μακρινή, όλου του κόσμου. Ούτε ως τα διαμερίσματα του πατέρα του δε θα κατόρθωνε να φτάσει. Θα τον σκότωναν. Ή, ακόμα χειρότερα, θα τον έπιαναν ζωντανό και τελικά θα συμβιβαζόταν και θα επέστρεφε στην παλιά του ζωή. Κάτι άλλο έπρεπε να κάνει, όχι να επιτεθεί. Να βρει τρόπο να πονέσει τον Γέρο. Για ν’ αλλάξει τα πάντα. Ώσπου να διασχίσει τον διάδρομο, τα σήμαντρα του συναγερμού άρχισαν να ηχούν. Έφτασε σε μια διασταύρωση όπου στέκονταν δυο στρατιώτες με τόξα. Δεν τόλμησαν να ρίξουν στον γιο του αφέντη τους. Δυο γοργές σπαθιές, μια στον λαιμό, μια στο αθωράκιστο σημείο κάτω από τη μασχάλη, εκεί που το μανίκι της πανοπλίας ενωνόταν με τον θώρακα. Και μετά, ο Αράι Μονγκ δρασκέλισε τα πτώματα και συνέχισε την πορεία του. Το δωμάτιο του μωρού, του μοναχογιού του, το φρουρούσε ένα παράξενο πλάσμα, ένας πολεμιστής με φυσιολογικό κεφάλι και κορμί διπλάσιο από του πιο μεγαλόσωμου άντρα. Αυτός ο γίγαντας, ο Μουριγκάν, ήταν ένα από τα λιγότερο φριχτά αποτελέσματα των πειραμάτων του Γέρου κι είχε υπάρξει σωματοφύλακας και του ίδιου του Αράι Μονγκ ως την εφηβεία. «Παραμέρισε, Μουριγκάν», πρόσταξε ο νεαρός. Το τέρας στύλωσε τα πόδια κι έπιασε γερά το όπλο του, έναν 20


τεράστιο πέλεκυ. Δεν μπορούσε να χειριστεί κάτι ελαφρύτερο. Το μυαλό κι οι κινήσεις του ήταν σαν μικρού παιδιού. «Φύγε, μικρέ αφέντη», απάντησε στη διαταγή. «Δε θέλω να σε πειράξω». Η φωνή του ήταν απαλή, αταίριαστη με το τραχύ, γενειοφόρο πρόσωπό του. «Ούτε εγώ θέλω να χτυπηθούμε», αποκρίθηκε ο γιος του μάγου. «Αν δεν περάσω, όμως, θα φτιαχτούν πολλοί ακόμη σαν εσένα». Ο γίγαντας έμεινε ανέκφραστος. Ο Αράι Μονγκ ξεφύσησε απογοητευμένος κι επιτέθηκε διστακτικά, περισσότερο για να δει αν θα μπορούσε να αποφύγει τον πέλεκυ. Το χτύπημα του Μουριγκάν ήταν αδέξιο, μα γρήγορο και ισχυρό, σάρωσε τον διάδρομο απ’ άκρη σ’ άκρη. Βρήκε τον τοίχο, το επίχρισμα συντρίφτηκε σε σκόνη που έμεινε να αιωρείται στον αέρα. Αυτό έδωσε μια ιδέα στον επαναστατημένο νέο. Δεν οπισθοχώρησε, έμεινε κοντά στον αντίπαλό του και συνέχισε τη μονομαχία, δίχως όμως να παίρνει πρωτοβουλίες. Απλά συγκεντρώθηκε στο να αποφεύγει το τεράστιο όπλο. Σύντομα, ο γίγαντας άρχισε να μουγκρίζει από θυμό και να βάζει όλη του τη δύναμη πίσω από κάθε πελεκιά, οι συνεχείς αστοχίες τον είχαν εκνευρίσει. Σ’ αυτό είχε υπολογίσει κι ο Αράι Μονγκ. Παρέσυρε τον Μουριγκάν να χτυπήσει εντελώς κάθετα κι έκανε ένα βήμα πίσω. Η λεπίδα του τσεκουριού καρφώθηκε βαθιά στο ξύλινο δάπεδο. Το αργόστροφο τέρας δοκίμασε να απελευθερώσει το όπλο του από τις σανίδες, αντί να οπισθοχωρήσει για να καλυφθεί. Εκμεταλλευόμενος αυτή την καθυστέρηση, ο Αράι Μονγκ έδωσε δυο γρήγορα χτυπήματα στις κνήμες του γίγαντα και του έσκισε τους τένοντες. Το κολοσσιαίο κορμί σωριάστηκε μονοκόμματα σαν κομμένο δέντρο. Ο νεαρός ψιθύρισε μια συγγνώμη κι όρμησε στο δωμάτιο. Είχε χάσει πολύ χρόνο μ’ αυτή τη μάχη. Η παραμάνα του γιου του είχε τραβήξει την κούνια στην άλλη άκρη του δωματίου και την κάλυπτε με το σώμα της. Ήταν όμορφη. Σαν τη δική του παραμάνα, που τον είχε πλησιάσει ερωτικά μόλις αυτός είχε φτάσει σε ηλικία κατάλληλη. Όχι από πόθο, όπως αποδείχτηκε, αλλά επειδή το είχε διατάξει ο Γέρος· «Για να ωριμάσεις το συντομότερο δυνατόν», είχε πει μετά. Ο Αράι Μονγκ εξοργίστηκε μ’ αυ21


τή την ανάμνηση. Χτύπησε την κοπέλα με την ανάστροφη του χεριού του και την πέταξε στην άκρη. Έριξε μια ματιά στο μωρό που κοιμόταν γαλήνια. Δυσκολεύτηκε να μην το πάρει αγκαλιά αμέσως και να αποστρέψει το βλέμμα του. Μα προείχε η απόδραση. Αναζήτησε διέξοδο. Το μοναδικό παράθυρο του δωματίου δεν ήταν φτιαγμένο για ν’ ανοίγει, ήταν ένα πλέγμα από γύψο με ένθετα ρομβοειδή κομμάτια γυαλιού. Ο νεαρός έριξε μια τελευταία ματιά στην κούνια για να πάρει θάρρος κι άρπαξε μια καρέκλα. Δεν πρόφτασε να συντρίψει το παράθυρο. Παραμορφωμένα πλάσματα πλημμύρισαν το δωμάτιο. Ο αρχηγός τους είχε ανθρώπινο σώμα, αλλά κεφάλι κάπρου με κατακόκκινο τρίχωμα. Γρύλισε απειλητικά και έριξε τους άντρες του στη μάχη. Ο γιος του μάγου ήταν σε μειονεκτική θέση, δε φορούσε πανοπλία όπως οι αντίπαλοί του. Και δεν αρκούσε να προστατέψει τη ζωή του, έπρεπε να τους εμποδίσει οπωσδήποτε να φτάσουν στο παιδί. Συσπειρώθηκε. Απέκρουε χτυπήματα με την καρέκλα που κρατούσε στο ένα χέρι, κάρφωνε με το σπαθί του όπου μπορούσε. Στην αρχή βαστούσε γερά. Τρία τέρατα έπεσαν στο πάτωμα αιμόφυρτα και κανένα τους δεν είχε καταφέρει να τον αγγίξει. Μα ήρθαν κι άλλοι εχθροί. Κι άλλοι ακόμη, όλο και περισσότεροι. Τόσοι, που κινδύνευε να τον περικυκλώσουν. Πέρασε πρόχειρα το σπαθί στη ζώνη του και πρόταξε την καρέκλα, κρατώντας την από τα πόδια. Όρμησε σπρώχνοντας, με την ελπίδα να πετάξει όλους τους αντίμαχούς του έξω από το δωμάτιο, ώστε μετά να τους αντιμετωπίσει στο στένωμα της πόρτας έναν-έναν. Ο αρχηγός των εκτρωμάτων άρχισε να γρυλίζει γουρουνίσια και να χτυπά τους άντρες του στην πλάτη, όταν τους είδε να υποχωρούν. Τους πρόσταξε να πετάξουν στην άκρη όπλα και ασπίδες για να ελευθερώσουν τα χέρια τους και να σπρώξουν κι αυτοί. Έτσι νόμιζε στην αρχή ο Αράι Μονγκ. Ύστερα πρόσεξε πως ο ήχος των σήμαντρων του συναγερμού είχε αλλάξει. Ήταν κοφτός και ρυθμικός πλέον. Ο καπροκέφαλος απλά μετέφραζε το νέο μήνυμα: «Συλλάβετέ τον ζωντανό». Έπεσαν πάνω στον γιο του μάγου κι αυτός απελπίστηκε. Αν ήθελαν να τον ακινητοποιήσουν, το πλήθος τους και μόνο αρκούσε. Δεν προλάβαινε να τραβήξει ξανά το σπαθί. Άρχισε να χτυπάει δεξιά κι αριστερά με την καρέκλα, μάτωσε κεφάλια και 22


τσάκισε κόκαλα. Σύντομα, δυο κομμάτια ξύλου όλα κι όλα τού είχαν μείνει στα χέρια. Προσπάθησε να τα χρησιμοποιήσει με συγχρονισμό –γνώριζε πώς να πολεμά με δυο ξίφη ταυτόχρονα– αλλά δεν αρκούσαν. Οι τερατώδεις αντίπαλοι του έπιασαν τα χέρια και τα πόδια, τον γρονθοκόπησαν όπου έφταναν. Πάλευε να ξεγλιστρήσει, αλλά μάταια. Τον έριξαν κάτω. Ξαφνικά, μερικές από τις λαβές που τον κρατούσαν χαλάρωσαν. Αίμα τον έλουσε. Κι άλλα χέρια τον άφησαν. Ξανά αίμα. Ανασήκωσε το κεφάλι του κι είδε τον Μουριγκάν να σαρώνει τον διάδρομο με το τσεκούρι του, να θερίζει σώματα τεράτων σαν στάχυα. «Όχι άλλοι σαν εμένα», είπε ο γίγαντας. «Το έταξες, μικρέ αφέντη». Τώρα θα είχε κατανοήσει το φτωχό μυαλό του τα λόγια που του είχε πει ο Αράι Μονγκ. Ο νεαρός άρπαξε την ευκαιρία κι αξιοποίησε τα μαθήματα των Ζαγγιηνών δασκάλων του. Χτύπησε με γυμνά χέρια, σημάδεψε στα μαλακά – μάτια, μύτες, αυτιά, νεφρά, αχαμνά. Όσοι εχθροί τον κρατούσαν ακόμη, βρέθηκαν σύντομα να σφαδάζουν στο πάτωμα. Τράβηξε το σπαθί του και σηκώθηκε, αλλά ήταν αργά. Ο καπροκέφαλος αξιωματικός χτυπούσε με το απελατίκι του τον Μουριγκάν στο κεφάλι ξανά και ξανά. Ο γίγαντας είχε πάψει να κινείται. Στο βάθος, ο Αράι Μονγκ είδε το μωρό στο στόμα ενός σκύλου, προσεκτικά κρατημένο από τις φασκιές. Το ευφυές ζώο θα παρέδιδε το βρέφος στον Γέρο. Ο κτηνόμορφος αξιωματικός στράφηκε προς τον γιο του μάγου και η μουσούδα φάνταζε να χαμογελά· το ίδιο μειδίαμα του φάνηκε πως είδε και στον σκύλο. Ακούστηκαν ποδοβολητά να πλησιάζουν. Ενισχύσεις. Κι άλλοι εχθροί. Το σκυλί απομακρύνθηκε τρέχοντας. Ο Αράι Μονγκ αποδέχτηκε την ήττα του. Η επανάστασή του είχε αποτύχει, δε θα έπαιρνε μαζί του τον γιο του. Αλλά φεύγοντας έστω και μόνος, θα παρεμπόδιζε τα σχέδια του Γέρου. Για να εκδικηθεί τον θάνατο του Μουριγκάν, τραυμάτισε τον καπροκέφαλο πολεμιστή στο χέρι και τον αφόπλισε. Τον άρπαξε από τον λαιμό και τον έσυρε ως το παράθυρο. Σε όλη τη διαδρομή, το κοκκινότριχο έκτρωμα γρύλιζε και προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τους χαυλιόδοντές του για να απελευθερωθεί, αλλά ο νεα23


ρός ήταν ακλόνητος. Μ’ ένα δυνατό σπρώξιμο, βρέθηκαν κι οι δυο στο κενό. Έπεφταν. Γύρω τους κομμάτια από σπασμένο γυαλί και γύψο. Μερικά τους έγδερναν ή είχαν καρφωθεί στα σώματά τους κατά την έξοδό τους. Ο ήχος που έβγαινε από το στόμα του τέρατος ήταν τόσο ψιλός, που έμοιαζε με ουρλιαχτό. Αρκετούς ορόφους πιο κάτω, το σώμα του κτήνους χτύπησε στον πάγο με δύναμη και έγινε μαξιλάρι για τον Αράι Μονγκ. Ο γιος του μάγου σηκώθηκε. Δίχως να ρίξει ματιά πίσω του, στο μέρος όπου είχε ζήσει όλη του τη φρικτή ζωή, κινήθηκε προς το υπόστεγο με τα έλκηθρα, στην κόψη μιας χιονισμένης πλαγιάς. Δυο φρουροί μόνο. Και μετά η καταδίωξη. *** Ειρωνικά την είχαν ονομάσει «Μυρόπορτα» τη μικρή πύλη οι κάτοικοι της Νεάπολης, μιας και οδηγούσε στη Γούβα, ένα φυσικό βαθούλωμα της γης έξω από τα τείχη, το οποίο ήταν γεμάτο βυρσοδεψεία, βαφεία, σαπωνοποιεία, ελαιοτριβεία κι άλλες δύσοσμες βιοτεχνίες. Ήταν μαζεμένες σ’ αυτό το χαμηλό έδαφος ώστε να μην παρασέρνει συχνά ο άνεμος πάνω από τα τείχη το πυκνό, βρομερό σύννεφο που έτρεφαν ασταμάτητα οι καμινάδες τους. Παρ’ όλ’ αυτά, η συνοικία δίπλα στη Μυρόπορτα ήταν η φτωχότερη της Νεάπολης. Γύρω από τις στέγες της πλανιόταν μόνιμα φρικτή δυσωδία – και χειροτέρευε όταν ο αέρας φυσούσε από τα δυτικά. Ακόμη κι όταν κατείχε ακόμα χαμηλά αξιώματα ο Σεβαστιανός, τα καθήκοντά του δε σχετίζονταν με τη Γούβα. Και δεν ήταν μέρος που το επισκεπτόταν κανείς χωρίς σοβαρό λόγο, μόνο ασχήμια και αποφορά υπήρχαν εκεί. Ως και το αργοκίνητο ρυάκι που έφερνε το απαραίτητο νερό για τις εργασίες των βιοτεχνιών κατέληγε ρυπαρό πριν διασχίσει την κοιλάδα από άκρη σ’ άκρη, ένα σύνολο από λασπερές κηλίδες διαφόρων χρωμάτων που σερνόταν προς τη θάλασσα. Αφού πέρασε ο Σεβαστιανός μαζί με τον δελετροφόρο και τους φρουρούς μια από τις πολυάριθμες γέφυρες του μικρού ποταμού –σχεδόν ακατέργαστα κομμάτια ξύλου ήταν όλες– έφτασε στο κέντρο της Γούβας. Έκανε νόημα στους συνοδούς του να σταματήσουν. Ξεκλείδωσε τη χαμηλή θύρα του κοντινότερου κτίσματος, μπήκε μόνος και την έκλεισε πίσω του. 24


Υπήρχε ένα δωμάτιο μονάχα, γυμνό εκτός από δυο σβηστές εστίες και αρκετούς αναποδογυρισμένους λέβητες. Ο Σεβαστιανός έβγαλε το βαρύ πανωφόρι του, το δίπλωσε προσεκτικά και το άφησε σε μια άκρη. Χαμογέλασε, καθώς σκέφτηκε πως αν τον έβλεπε άνθρωπος εδώ πέρα, θα έμενε μ’ ανοιχτό το στόμα ακόμη κι αν δεν αναγνώριζε το δεξί χέρι του αυτοκράτορα. Τα μεταξωτά του ενδύματα δεν είχαν θέση στη Γούβα. Και το ήξερε καλά πως διέθετε επιβλητική παρουσία, παρά το μικρό του ανάστημα. Έσπρωξε ένα συγκεκριμένο καζάνι και αποκάλυψε την κρυφή πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο. Εκεί λάβαινε χώρα η πραγματική δουλειά, στο πραγματικό εργαστήριο, το οποίο ήταν γεμάτο τραπέζια και εργαλεία. Βραστήρες και άμβυκες συνδέονταν με σωλήνες που σχημάτιζαν περίπλοκα δίκτυα. Σε διάφορα σημεία, έστεκαν τρίποδα με μαγκάλια πάνω και οι δυο εστίες στις γωνίες φιλοξενούσαν θεριεμένες φωτιές. Ράφια κάλυπταν τους τοίχους, γεμάτα φιάλες, αποξηραμένα φυτά και άλλα αντικείμενα. Ο ιδιοκτήτης του κτηρίου, ο Μελέτιος, έτρεχε από μια χύτρα σε μια άλλη κι έριχνε μέσα τους υλικά εναλλάξ. Πού και πού, βύθιζε έναν χάλκινο σωλήνα στο υγρό που κόχλαζε κι έμενε να τον κοιτά, σαν να περίμενε κάποια αντίδραση σ’ αυτή του την ενέργεια. Φορούσε κοντό, αμάνικο λευκό χιτώνα, γεμάτο δαχτυλιές από ιδρώτα και καπνιά, διαχρονικό σύμβολο του τεχνίτη. Ο Σεβαστιανός τον πλησίασε αθόρυβα. Ήθελε να τον τρομάξει, διασκέδαζε με τέτοιες μικρές επιδείξεις δύναμης. Στάθηκε ακριβώς πίσω του και του ψιθύρισε στο αυτί: «Τι φαρμακείες απεργάζεσαι πάλι;» Ο Μελέτιος τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Στο πλατύ του πρόσωπο διαγράφτηκε ο πανικός για μια στιγμή. «Εσύ είσαι, Σεβαστιανέ;» είπε μετά, φανερά ανακουφισμένος. Έσπρωξε προς τα πίσω τα μαύρα του μαλλιά. Μουσκεμένα από τον ιδρώτα –με τόσες φωτιές να καίνε, ο χώρος ήταν ενοχλητικά ζεστός– ξανακύλησαν αμέσως στο μέτωπό του. «Ποιος άλλος να ήταν;» τον έψεξε ο Σεβαστιανός. «Δεν είμαι ο μόνος σου πελάτης με κλειδί για το κτήριο;» Ο Μελέτιος είχε ήδη επιστρέψει στη δουλειά του· ήταν υπέρβαρος, αλλά και υπερδραστήριος. Πήρε μια ρίζα που έμοιαζε με λευκό καρότο και τη συνέθλιψε με τις παλάμες. Έριξε μερικά 25


κομμάτια στο μείγμα μπροστά του και πρόσθεσε τα υπόλοιπα στο δίδυμό του, στην άλλη χύτρα. «Φοβήθηκες μήπως οι γείτονές σου ανακάλυψαν τι δουλειά κάνεις και ήρθαν να σε λιθοβολήσουν;» επέμεινε ο Σεβαστιανός, με περιπαικτική διάθεση. «Το θεωρείς απίθανο;» απάντησε ο τεχνίτης. «Αν ήξεραν τι είμαι, θα τρόμαζαν μην τους σκοτώσω μια κι έξω με τα μαντζούνια μου. Προτιμούν να ζουν πνιγμένοι όλη μέρα στις αναθυμιάσεις και τους καυστικούς ατμούς, να λιώνουν αργά τα πνευμόνια τους». Ο Σεβαστιανός γέλασε. Ο Μελέτιος είχε για όλα μια ειρωνική απάντηση. «Τι ετοιμάζεις απόψε;» τον ρώτησε. «Δηλητήριο; Καταπότι που προξενεί ερωτική ανικανότητα; Ή καμιά επιδημία;» Ο φαρμακός βύθισε ξανά τον χάλκινο σωλήνα στις δυο χύτρες, είδε κάποια αντίδραση που ο επισκέπτης του αδυνατούσε να τη διακρίνει και κατέβασε τα μείγματα από τη φωτιά. «Αν ήταν τόσο απλός ο κόσμος, δε θα είχα πελάτες», αποκρίθηκε. «Ένα κοινό παρασκεύασμα από συνηθισμένες ουσίες θα έλυνε κάθε πρόβλημα. Δε θα χρειάζονταν οι δυνάμεις μου για να το μεταπλάσουν σε φαρμακεία. Θα μπορούσες κι εσύ να κάνεις μια επανάσταση και να πάρεις τον θρόνο, αντί να τρέχεις σ’ ετούτο το υγρό υπόγειο για να σε βοηθήσω. »Αυτά τα δοχεία περιέχουν τα δυο μισά ενός δηλητηρίου. Ένας ηλικιωμένος αξιωματούχος πιστεύει ότι η ερωμένη του τον απατά με τον γιο του. Αλλά δεν είναι και βέβαιος. Του πρότεινα λοιπόν να ποτίσει και τους δύο. Αν συνευρεθούν ποτέ, το δηλητήριο θα ενωθεί και θα πεθάνουν. Αν η ερωμένη είναι πιστή –ή αν κερατώνει τον γέρο με όλη τη Νεάπολη πλην του γιου του– θα συνεχίσει να του τα τρώει». Ενώ μιλούσε, ο Μελέτιος άδειαζε τα περιεχόμενα των χυτρών σε δυο πανομοιότυπα πήλινα δοχεία. Όταν ολοκλήρωσε τη διαδικασία, έσκυψε κάτω από ένα τραπέζι και ξετρύπωσε ένα σκαμνί. «Για πες μου», είπε στον Σεβαστιανό. «Θέλεις να βάλεις κάποιον στο χέρι, να τον βγάλεις από τη μέση ή έχεις κάτι πιο περίπλοκο κατά νου;» Ο επισκέπτης κάθισε και σκούπισε με ένα λευκό μαντήλι τον ιδρώτα που είχε αρχίσει να ρέει και στο δικό του μέτωπο. «Η αυτοκράτειρα είναι έγκυος», δήλωσε. 26


«Πάλι;» δυσανασχέτησε ο φαρμακός. «Κουνέλα είναι; Τι θα κάνουμε; Θα το ρίξουμε κι αυτό;» «Όχι. Αν αποβάλει πάλι, ο αυτοκράτορας μπορεί να τη θεωρήσει στείρα πια και να στραφεί αλλού για παρηγοριά. Μου φτάνουν οι τρεις νόμιμες κόρες του. Δεν έχω καμιά όρεξη ν’ ασχοληθώ και με νόθα που θα ξεφυτρώσουν απ’ το πουθενά». «Θα το κάνουμε τότε κι αυτό το μωρό κορίτσι, όπως τα προηγούμενα», συμβιβάστηκε ο τεχνίτης. «Όσο διατηρεί φρούδες ελπίδες ο πολυχρονεμένος μας, θα συνεχίσει να προσπαθεί να αποκτήσει διάδοχο. »Αλοιφή, καταπότι, επίθεμα, φίλτρο;» Ο Σεβαστιανός σήκωσε τους ώμους κι έξυσε το περιποιημένο γένι του. «Οτιδήποτε, φτάνει να κάνει τη δουλειά του στα σίγουρα». Ο Μελέτιος άρχισε να κατεβάζει υλικά από τα ράφια. «Μήπως να την κάνω αλήθεια στείρα μετά απ’ αυτό;» μονολόγησε. «Οι θεραπευτές του παλατιού είναι οι καλύτεροι στη χώρα», τον προειδοποίησε ο Σεβαστιανός. «Ας μη ριψοκινδυνέψουμε να αντιληφθούν τις παρεμβάσεις μας. Άσε που δεν υπάγονται σ’ εμένα, αλλά στον έπαρχο». Ο Μελέτιος στράφηκε και τον κοίταξε εμβρόντητος. «Αν δεν είναι δικοί σου άνθρωποι, πώς καταφέρνεις και της δίνεις τις φαρμακείες μου;» απόρησε. «Οι θεραπευτές δε λερώνουν τα χέρια τους με καταπλάσματα», εξήγησε ο αυλικός. «Δίνουν συνταγές και οδηγίες στις υπηρέτριες. Αυτές δουλεύουν για μένα, και επισήμως. »Στις άλλες περιφέρειες, είναι σαφές ποιοι υπάλληλοι υπάγονται στον τοπικό έπαρχο και ποιοι ανήκουν στα λογοθέσια της αυτοκρατορικής διοίκησης. Εδώ στην πρωτεύουσα, τα πράγματα είναι μπερδεμένα. Το Σεπτό Παλάτι καλύπτει το ένα δέκατο της έκτασης της πόλης και διαθέτει δικό του τείχος που το χωρίζει απ’ αυτή. Είναι, λοιπόν, μέρος της, για να έχει δικαιοδοσία πάνω του ο έπαρχος; Ή μήπως όχι, οπότε εμπίπτει στη δική μου αρμοδιότητα, όπως όλες οι άλλες υπηρεσίες του κράτους; Η διαμάχη μου με τον έπαρχο της Νεάπολης πάνω σ’ αυτό το ζήτημα έχει καταντήσει περίγελος. Αν έβγαινες ποτέ από δω μέσα, θα το είχες ακούσει». Ο Μελέτιος έφτυσε την απάντηση λέξη-λέξη, σαν πικρή μπουκιά: 27


«Αν έβγαινα έξω, όντως θα με λιθοβολούσαν γι’ αυτό που είμαι, ακριβώς όπως λιθοβόλησαν και τη γιαγιά μου». Σκαρφάλωσε φουρκισμένος σε μια μικρή κινητή κλίμακα. Καθώς τεντωνόταν για να φτάσει σε ένα από τα ψηλότερα ράφια, η ισορροπία του ήταν επισφαλής και κινδύνευε να πέσει. Ο Σεβαστιανός αναλογίστηκε με πόση ασέβεια του μιλούσε ο φαρμακός, παρ’ ότι αυτός μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διατάξει να τον εκτελέσουν. Του πέρασε από το μυαλό να τον σπρώξει από τη σκάλα και να τον ρίξει κάτω. «Πες μου κάτι», απαίτησε. «Δε φοβάσαι πως κάποια μέρα δε θα σε χρειάζομαι πια και θα σε τσακίσω δίχως προειδοποίηση ή έλεος;» Ο φαρμακός κατέβηκε από την κλίμακα μ’ ένα βάζο στα χέρια. Το άνοιξε και πήρε από μέσα κάτι που έμοιαζε με εντόσθιο μικρού ζώου. «Ειλικρινά, όχι», αποκρίθηκε. «Έχω δουλέψει πολλά χρόνια για άτομα σαν εσένα. Ποτέ δεν είστε ικανοποιημένοι με όσα έχετε. Πάντα βρίσκεστε μπλεγμένοι σε κάποιο καινούριο σχέδιο που χρειάζεται έναν εφευρετικό άνθρωπο με βρώμικα ταλέντα – σαν εμένα, καλή ώρα. »Πιστεύεις πως κάποτε θα ηρεμήσεις και θα απολαύσεις τους καρπούς των κόπων σου. Κάνεις λάθος». *** Αν ήταν άλλη βραδιά, ο γέρο-Δρόσωνας δε θα έδινε σημασία στον κρότο. Οι θύελλες στο Δικόρυφο Όρος έφερναν συχνά δυνατούς ανέμους, που έσπαγαν μεγάλα κλαδιά από τα κοντινά ρόμπολα και τα παράσερναν ως την πύλη. Πιο συχνό ήταν αυτό, παρά η άφιξη επισκεπτών στη Μονή Αγιασματαρίου, ειδικά νυχτιάτικα κι απροειδοποίητα. Γι’ αυτό, όριζαν πάντα θυροφύλακα κάποιον ηλικιωμένο καλόγερο που να μην μπορεί πια να κάνει βαριές δουλειές ή να ψέλνει όρθιος για πολύ ώρα, ενώ σε όλα τα άλλα μοναστήρια η θέση αυτή προοριζόταν για νεαρούς δόκιμους που οι συνεχείς ενοχλήσεις θα τους δίδασκαν την αρετή της υπομονής. Ο Δρόσωνας έπιασε τη ροζιασμένη βακτηρία του με ακόμα πιο ροζιασμένες παλάμες. Στηρίχτηκε όσο γερά μπορούσε και όρθωσε με δυσκολία το μεγάλο του ανάστημα. Κάποτε ήταν από τους πιο ρωμαλέους άντρες στη μονή, αλλά κόντευε τα εκα28


τό πια. Και που μπορούσε καν να σταθεί στα πόδια του, ευγνωμονούσε τον Δημιουργό. Αργά-αργά, με συρτά βήματα, ο γέροντας βγήκε από το φυλάκιο και πλησίασε την πύλη. Δεν είχε βάλει τη μεγάλη αμπάρα, έλπιζε πως θα επέστρεφε από ώρα σε ώρα ο αδελφός Ευκρήνης. Για κείνον αγρυπνούσαν προσευχόμενοι όλοι οι μοναχοί. Για την αφεντιά του είχε σηκωθεί ο Δρόσωνας κι είχε συρθεί ως εκεί μετά τον κρότο. Σ’ αυτή τη σκέψη, ο γέροντας ντράπηκε. Ας γυρνούσε σώος ο νεαρός από τη δύσκολη αποστολή του κι ας χτυπούσαν όσα κλαδιά ήθελαν την πύλη. Ο θυροφύλακας πέρασε τη δεξιά παλάμη του μπρος από το πρόσωπο και τον κορμό του, πρώτα από πάνω προς τα κάτω και μετά αντίστροφα. Πολλοί λαϊκοί έκαναν αυτή τη χειρονομία, τη χειροδοσία, από συνήθεια μόνο, με βιάση και δίχως σκέψη, για να εκφράσουν έκπληξη ή σκανδαλισμό. Ο Δρόσωνας τη ζούσε, την αποτολμούσε με πλήρη συνείδηση πως δια μέσου της αφιέρωνε τον εαυτό του στον Δημιουργό εκ νέου κάθε φορά. Έσυρε το μικρό πλαίσιο που άνοιγε σαν παραθυράκι πάνω στην πύλη. Κοίταξε αριστερά-δεξιά, ύστερα κάτω. Είδε το πεσμένο σώμα. Έσπρωξε τον σύρτη με τον ώμο, περισσότερο με το βάρος του παρά με τη δύναμη των μυών του. Άνοιξε όσο γρήγορα μπορούσε και έσκυψε, τρέμοντας από την προσπάθεια. «Πες στον ηγούμενο πως δεν πρόλαβα», ψιθύρισε ο Ευκρήνης και η ανάσα του έγινε ρόγχος. Ο Δρόσωνας τον άγγιξε στον λαιμό. Όπως το περίμενε, δε βρήκε σφυγμό. Χειροδοτήθηκε ξανά. Στην αγκαλιά του νεκρού υπήρχε ένα βρέφος, λιπόθυμο και μελανιασμένο από το κλάμα και το κρύο. Ο γέροντας έσφιξε τα δόντια από τον έντονο πόνο που του προκαλούσε η αρθρίτιδα και το σήκωσε με μεγάλο μόχθο. Βασανιστικά αργά, πέρασε την πύλη. Την έγειρε όπωςόπως, ο θυελλώδης άνεμος δεν τον άφηνε να την κλείσει και τον ανησυχούσε που την παρατούσε έτσι. Λαχάνιασε ώσπου να φτάσει στο καθολικό, τον κεντρικό ναό της μονής. Έσπρωξε το ένα θυρόφυλλο με το ραβδί του και στάθηκε στηριγμένος στο άλλο, ασθμαίνοντας. Το μωρό ξύπνησε, ίσως το συνέφερε η ζέστη. Το κλάμα του τράβηξε την προσοχή όλων των μοναχών. «Ο αδελφός Ευκρήνης είναι στο κατώφλι μας», ανακοίνωσε ο γέροντας. «Κεκοιμημένος». 29


Όλοι χειροδοτήθηκαν σιωπηλά. Ο ηγούμενος Καλλίρροος άρχισε να δίνει οδηγίες, ενώ χάιδευε νευρικά τη λευκή γενειάδα του. Σύντομα, μέσα στον ναό είχαν απομείνει μόνο οι πιο στενοί του σύμβουλοι. Οι υπόλοιποι είχαν αναλάβει να φροντίσουν τη σορό, να σφαλίσουν την πύλη και να πάρουν τις προκαθορισμένες θέσεις τους. «Γιατί το έφερε εδώ αυτό;» ρώτησε ο Ομβρικλής, δείχνοντας το μωρό. Αυτόν τον αδελφό, ο Δρόσωνας δεν τον εκτιμούσε καθόλου. Όντως ήταν πολύ ικανός, αλλά αυτό τον έκανε αλαζόνα. Κάποτε, οι τριαντάρηδες ζητούσαν άδεια για να απευθύνουν τον λόγο στους γέροντες και δε συμμετείχαν σε καμία περίπτωση σε τέτοιες συνάξεις. Ακόμα χειρότερα, ο Ομβρικλής ήταν υπερβολικά σκληρός, φαινόταν ως και στη μόνιμα αγριωπή έκφραση του προσώπου του. «Δεν ήξερε τι να το κάνει, προφανώς», απάντησε ο ηγούμενος κι εστίασε την προσοχή του στο βρέφος. «Εσύ πώς θα έπραττες στη θέση του;» «Θα το σκότωνα, οσιώτατε», απάντησε δίχως δισταγμό ο Ομβρικλής. «Γιατί να περιμένω να μεγαλώσει και να μπορεί να αντισταθεί;» «Και ποιος είσαι εσύ για να κρίνεις τις πράξεις που δεν έχει κάνει ακόμη;» βρυχήθηκε ο Δρόσωνας και η φωνή του γέμισε τον ναό – στα νιάτα του ήταν πρωτοψάλτης. «Ο Δημιουργός μάς επιτρέπει να παραβαίνουμε κάποιους κανόνες σε τούτο το μοναστήρι, για να εκτελούμε τα δύσκολα καθήκοντά μας. Αλλά από πότε έχουμε το δικαίωμα να βλάπτουμε όποιον θέλουμε; Ή όποιον φοβόμαστε;» «Έτσι είναι», συμφώνησε ο Πολυνέφων, ο αδελφός θεολόγος. «Το παιδί πρόλαβε και βγήκε από τη μήτρα, άρα έλαβε ψυχή. Είναι εν δυνάμει ικανό και για το καλό και για το κακό. Μέχρι να μας δείξει το ποιόν του, θα είναι ασέβεια προς τον Πατέρα όλης της Πλάσης να το φονεύσουμε». «Εν δυνάμει ικανό για το καλό», ξεφύσησε ο Ομβρικλής. «Αλήθεια το πιστεύεις αυτό; Ούτως ή άλλως, τι θα το κάνουμε;» Ο ηγούμενος άνοιξε το στόμα του για να παρέμβει στη διαφωνία, αλλά τον διέκοψε η άφιξη του Βοτάνειου, του χωλού λαϊκού που φυλούσε τα κοπάδια της Μονής. Τέτοια εποχή έμενε στα πεδινά με τα ζώα, μα κάποια έκτακτη υπόθεση τον εί30


χε αναγκάσει ν’ ανέβει ως εκεί πάνω και δεν είχε προφτάσει να φύγει πριν νυχτώσει. Είχε μια κουβέρτα στη μασχάλη και κουβαλούσε έναν κουβά γάλα. «Μ’ έστειλαν για το μωρό», είπε. Παρέλαβε από τον Δρόσωνα το ροδαλό πλασματάκι, που ακόμα δεν είχε σταματήσει να κλαίει. Το τύλιξε στην κουβέρτα. Ύστερα, βύθισε το δάχτυλό του στο γάλα και έβρεξε τα χείλη του βρέφους. Εκείνο ξεκίνησε να πιπιλάει την υγρή σάρκα και ησύχασε. Ο ηγούμενος Καλλίρροος έγνεψε επιδοκιμαστικά κι έκανε νόημα στον Βοτάνειο να αποσυρθεί από το καθολικό. «Έλα αύριο από το ηγουμενείο, να σου δώσω οδηγίες», είπε. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από τον χωλό άντρα, ο Καλλίρροος στράφηκε στους αδελφούς του. «Το τυπικό της Μονής Αγιασματαρίου είναι σαφές», διακήρυξε. «Δεν είμαστε τιμωροί, δεν είμαστε φονιάδες. Ακόμη και σε μια τόσο ασυνήθιστη περίπτωση». «Θα το αφήσουμε ελεύθερο στην Πλάση, να βλάψει αθώους ανθρώπους;» τόλμησε να ρωτήσει ο Ομβρικλής. «Αν είναι αγόρι, θα το μεγαλώσει ο Βοτάνειος, σαν δικό του παιδί», εξήγησε ο ηγούμενος. «Ίσως, αν δε δει ποτέ το κακό πρόσωπο της ανθρωπότητας, να μην το μιμηθεί. Με τη χάρη του Δημιουργού, μπορεί και να επιλέξει να αφοσιωθεί σ’ Αυτόν». Όλοι οι καλόγεροι χειροδοτήθηκαν σκανδαλισμένοι κι έτσι βιάστηκε να συμπληρώσει: «Σε άλλο μοναστήρι, φυσικά». «Κι αν είναι κορίτσι, οσιώτατε;» επέμεινε ο Ομβρικλής. «Τότε ίσως να περάσει το δικό σου. Θα δούμε το πρωί». *** Αυτή τη στιγμή… …τριάντα δύο σταγόνες βροχής πέφτουν στο κεφάλι μου. …ο σκοπός στον τέταρτο από αριστερά μου πύργο των τειχών φτερνίζεται – ως την αυγή θα ψήνεται στον πυρετό. …σ’ ένα λιβάδι δυο μέρες δρόμο από δω, μια χρωματιστή νυχτοπεταλούδα σκίζει το κουκούλι της. …στο κατάστρωμα ενός πλοίου που προσπαθεί να προσεγ31


γίσει το λιμάνι της Φλοίσβης, μια σανίδα τρίζει κάθε φορά που τα κύματα ραπίζουν το σκαρί. …ένας λαγός διασχίζει τα σύνορα της Βασιλείας Αιγλωέων με την Κουβρατία και χάνεται από τα μάτια μου. Δεν ξέρω αν υπάρχουν άλλοι ή άλλες σαν εμένα. Θα ήταν αδύνατο να συναντηθούμε μεταξύ μας. Είμαι εφτακοσίων έντεκα ετών. Αν είχα αντίληψη του χρόνου που κυλάει, θα ήμουν κουρασμένη, θα ένιωθα μοναξιά. Αλλά όσο οξυμένες κι αν είναι οι άλλες μου αισθήσεις, αυτή την έχω χάσει. Αστείο μού φαίνεται – αν θυμάμαι καλά τι πάει να πει «αστείο».

32


33


ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΑΣ

ΚΟΡΑΚΙ ΣΕ ΑΛΙΚΟ ΦΟΝΤΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ

Μια πανίσχυρη αυτοκρατορία σε παρακμή. Τρεις άντρες που ακολουθούν τον δικό τους, μοναχικό δρόμο δίχως καν να γνωρίζονται. Ο ένας μεγαλώνει μέσα σ’ ένα μοναστήρι, αποκλεισμένος από τον έξω κόσμο αλλά κι από την αληθινή του φύση. Ο δεύτερος μεγαλουργεί στα πεδία των μαχών, με όνομα άλλο από το αληθινό του. Ο τρίτος συνωμοτεί για τα δικά του συμφέροντα στη διεφθαρμένη Αυλή. Για να σωθεί η αυτοκρατορία, πρέπει κι οι τρεις να πετύχουν τους στόχους τους. Ταυτόχρονα... Ένα στιβαρό μυθιστόρημα επικής φαντασίας που θα συνεπάρει τους φανατικούς του είδους – και όχι μόνο. «Όταν οι δίκαιοι παίρνουν μια ανάσα, οι φαύλοι παίρνουν μύριες».

www.arpiwriters.gr www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr

ISBN 978-618-5224-34-9

ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ: 10054


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.