ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ ΤΩΡΑ!
Επισκεφθείτε το site του βιβλίου:
www.asxorepsoume.mamaya.gr
Mπείτε στο www.mamaya.gr/newsletter ή σκανάρετε και είστε ένα «κλικ» από: • Τα βιβλία μας. • Την επικοινωνία με τους συγγραφείς μας. • Τα δώρα μας. • Τις εκδηλώσεις μας. • Τα νέα για τον χώρο του βιβλίου.
ΚΑΡΙΝ ΛΑΜΠΕΡ
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ ΤΩΡΑ! Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΝΙΑ
Καρίν Λαμπέρ Λοιπόν, ας χορέψουμε τώρα! ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Eh bien dansons maintenant! ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Χριστίνα Μανιά ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Χρυσούλα Τσιρούκη ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Αντώνης Αγγελάκης ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ελένη Μαυροειδή ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Hélène Crochemore
Copyright © Éditions Jean-Claude Lattès, 2016 Copyright © για την ελληνική έκδοση Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., 2016 Έτος 1ης έκδοσης: 2017
ISBN: 978-618-5224-26-4
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του έργου.
Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. Κόδρου 19, 152 32 Χαλάνδρι Τηλ.: +30 210 68 96 875 Fax: +30 210 68 96 877 www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr
Facebook: www.facebook.com/mamayabooks Twitter: www.twitter.com/mamayabooks Pinterest: www.pinterest.com/mamayabooks Instagram: instagram.com/mamaya_books
Στον πρώτο έρωτα, στον τελευταίο έρωτα…
Είναι καιρός να ανάψουμε ξανά τα αστέρια. Γκυγιωμ Απολλιναιρ
1
Τελικά είχε διαλέξει αυτό από μαόνι με τέσσερις μπρούντζινες λαβές. Το μοντέλο 328: είκοσι δύο χιλιοστά πάχος, ντυμένο με σατέν φόδρα, με προστασία κατά των τερμιτών κι ανθεκτικό στην υγρασία. «Αναλλοίωτο», σύμφωνα με τον υπάλληλο στο γραφείο τελετών. Αεροστεγές στα πάντα. Εκτός από τον αιώνιο ύπνο. «Ό,τι αποφασίσετε εσείς, κυρία μου». Εδώ και τρεις μέρες αυτή η φράση αντηχεί σαν σφυροκόπημα στα αυτιά της. Να αποφασίσει αν το φέρετρο θα είναι ανοιχτό ή κλειστό, αν η φωτογραφία θα είναι έγχρωμη ή ασπρόμαυρη, αν μετά θα σερβίρουν σάντουιτς με ψωμί του τοστ ή μπριός. Και επίσης, στο στεφάνι πάνω στο φέρετρο μήπως θα έπρεπε οπωσδήποτε να βάλουν μια λευκή κορδέλα όπου θα έγραφε Στον αγαπημένο μου σύζυγο; «Ό,τι αποφασίσετε εσείς, κυρία μου». Μικροκαμωμένη, μέσα στο κατάλληλο για την περίσταση γκρι ταγέρ της, φορώντας ένα διακριτικό κραγιόν στα χείλη που ταιριάζει με το ρουζ στα μάγουλά της, έχει καρφώσει το
12
ΚΑΡΙΝ ΛΑΜΠΕΡ
βλέμμα της στον τάφο. Αξιοπρεπής και άψογη, έτσι την αγαπούσε ο Ανρί. Πενήντα πέντε χρόνια και δεκαεπτά μέρες γάμου. Ο μοναδικός άντρας που γνώρισε, ο μοναδικός άντρας που την είδε γυμνή. Μοιράστηκαν δεκαπέντε χιλιάδες πρωινά ξυπνήματα κι ένα πρωινό, το τελευταίο. Στο διπλανό της κρεβάτι, δεν άνοιξε τα μάτια του. Στη νεκρολογία μπορούσε να διαβάσει κανείς Έφυγε γαλήνια στον ύπνο του. Μια φράση που ξέφευγε από τα καθιερωμένα και δεν άρεσε καθόλου στον μοναχογιό της, Φρεντερίκ. Δεν μπορεί να συλλάβει το μυαλό της ότι αυτός είναι εκεί, χωμένος σε αυτό το κουτί, το οποίο οι νεκροθάφτες θα κατεβάσουν μέσα στην τρύπα και στη συνέχεια θα το σκεπάσουν με χώμα. Γύρω της οικείες φυσιογνωμίες: ο γιατρός Ντιμπουά, οι εξέχουσες προσωπικότητες της περιοχής και οι μακρινοί συγγενείς που ήρθαν από την επαρχία. Η πιστή της Μαριά τής κάνει ένα διακριτικό νεύμα. Η Μαργκερίτ Ντελόρμ είναι από δω και στο εξής η χήρα του συμβολαιογράφου. Δίπλα της, φορώντας ένα μαύρο κοστούμι και δαγκώνοντας το κάτω χείλος του για να μη δείξει το παραμικρό συναίσθημα, την κρατάει από τον αγκώνα ο Φρεντερίκ. Η νύφη της, η Καρόλ, έχει ακουμπήσει το χέρι της στον ώμο του γιου τους, Λουντοβίκ. Λίγο νωρίτερα στην εκκλησία, είχε πει δυο λόγια για αυτόν τον παππού με τον οποίο μπορεί να μη μοιράζονταν πολλές κουβέντες αλλά σίγουρα μοιράζονταν το ίδιο πάθος για το τένις. Το αγοράκι διάβασε το χαρτί του τρέμοντας, γύρισε και κάθισε δίπλα στη γιαγιά του κι αυτή του χάιδεψε το μάγουλο. Συγκινημένη η Καρόλ απέστρεψε το βλέμμα της.
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ ΤΩΡΑ!
13
Οι νεκροθάφτες, έχοντας κάνει ναυτικούς κόμπους στα σκοινιά, κατεβάζουν αργά το φέρετρο στην ανοιγμένη γη. Κλείνει τα μάτια και σφίγγει το χέρι του Λουντοβίκ. Ο γιος της της κρατάει ακόμη πιο σφιχτά τον αγκώνα απ’ ό,τι πριν. Όταν τα σκοινιά ανεβαίνουν ξανά πάνω, έχει την αίσθηση ότι τα πιο δύσκολα πέρασαν. Ο κόσμος παρελαύνει: μια ανεπαίσθητη υπόκλιση της κυρίας Τάδε, ένα σχόλιο του κυρίου Δείνα. Πώς πρέπει να αντιδράσει; Δέχεται με ευγένεια αυτή τη θύελλα συλλυπητηρίων. «Ογδόντα πέντε χρόνων είναι μια ωραία ηλικία». «Είχε μια παραδειγματική πορεία». «Κουράγιο…» Διάφοροι άγνωστοι πιάνουν το χέρι της και το κρατάνε για αρκετή ώρα σιωπηλοί. Ποιος θα είναι ο επόμενος; Αναρωτιέται αν θα κάνει λάθος κανείς και θα της ευχηθεί συγχαρητήρια. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η ώρα του μπουφέ και του καφέ. Την προηγουμένη είχε φανταστεί όλη την τελετή και τώρα τη βιώνει με σάρκα και οστά. Η άυπνη νύχτα που πέρασε, καθώς και η ασυνήθιστη ζέστη αυτού του Σεπτεμβρίου θολώνουν τη σκέψη της. Απαντάει στον καθένα: « Όλα καλά θα πάνε». Λες κι είναι εκείνη αυτή που θα έπρεπε να τους παρηγορήσει. Και γιατί δεν έχει σε τίποτε άλλο να ελπίζει. Δεν πιστεύει στη ζωή μετά θάνατον. Μέχρι χθες ήταν ο Ανρί και η Μαγκί. Τώρα έμεινε μόνο η Μαγκί. Αρνήθηκε να κάνει τη δεξίωση στην αίθουσα της κοινότητας δίπλα στην εκκλησία. Προτιμάει τα ευρύχωρα δωμάτια του μεγαλοαστικού της σπιτιού, περιτριγυρισμένη από
14
ΚΑΡΙΝ ΛΑΜΠΕΡ
τα έπιπλα και τα μπιμπελό της. Κοιτάζει γύρω σαν χαμένη. Το βλέμμα των άλλων την επαναπροσδιορίζει, η ίδια είναι σαν ξεθωριασμένη φωτογραφία σέπια. Διάφορες πνιχτές φωνές μπερδεύονται στο κεφάλι της: «Πρέπει οπωσδήποτε να κλάψει», «Κάθισε», «Πιες κάτι», «Θέλεις ένα τσάι, μια ασπιρίνη, ένα ηρεμιστικό;». Επαναλαμβάνει τις μόνες κουβέντες που διαθέτει: «Όλα καλά θα πάνε». Στο κατώφλι, ο Φρεντερίκ τη φιλάει στο μέτωπο όπως έβλεπε πάντα να το κάνει ο πατέρας του. Ο Λουντοβίκ κρέμεται από τη φούστα της και μουρμουρίζει: «Σ’ αγαπώ, γιαγιά». Έχουν φύγει όλοι, το σαλόνι της της φαίνεται τεράστιο. Ναι, όλα καλά θα πάνε. Θα περάσει το ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, θα διασχίσει τον Ατλαντικό, και αν έχει ακόμη λίγο σθένος, θα αναρριχηθεί στο Έβερεστ. Ο Ανρί θα είχε σίγουρα σκεφτεί ότι τα καναπεδάκια με το κατσικίσιο τυρί δεν ήταν αρκετά. Παραπατάει, κρατιέται από ένα μικρό στρογγυλό τραπεζάκι, το γεμάτο με γαρίφαλα βάζο αναποδογυρίζει και πέφτει. Κοιτάζει τα σπασμένα γυαλιά, το νερό που έχει μουσκέψει το χαλί, και τα λουλούδια που αργοπεθαίνουν της φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Αυτός κλείδωνε πάντα την πόρτα. Διπλοκλείδωνε μάλιστα. «Όσο πιο προσεκτικοί τόσο το καλύτερο», έλεγε. Βγάζει τα παπούτσια της, το σακάκι από το ταγέρ της χήρας και σωριάζεται ανήμπορη στον βελούδινο καναπέ. Της λείπει η Ελέν. Η αδελφή της θα την είχε περιβάλει με στοργή και η αγκαλιά της θα είχε φιλοξενήσει τη θλίψη της. Τι γνώμη θα είχε, άραγε, για τις τρεις Σονάτες του
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ ΤΩΡΑ!
15
Σοπέν κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας; «Θα έπρεπε να βάλουμε λίγο ροκ για να ταρακουνήσουμε όλη αυτή τη συνάθροιση». Η αγαπημένη της Ελέν δεν είναι ποτέ μακριά. Ανάβει μηχανικά την τηλεόραση, που αιωνίως μεταδίδει τα ίδια τηλεπαιχνίδια με τα γέλια και τις στριγκλιές των νικητών. «Αξιολύπητο και γελοίο», θα είχε σχολιάσει ο άντρας της. Κοιτάζει την άδεια πολυθρόνα· εκεί καθόταν πάντα. Με ένα σκοτσέζικο ουίσκι ακουμπισμένο στο τραπέζι, περνούσε από έναν πολιτικό διάλογο σε μια οικονομική εκπομπή. Εκείνη βυθιζόταν μέσα σε ένα βιβλίο. Χωρίς ένα βλέμμα, χωρίς ερωτόλογα, χωρίς όμως και ποτέ να ανεβεί ο τόνος της φωνής. Ένας άντρας και μια γυναίκα, δύο σώματα και δύο ψυχές. Αυτός, άκαμπτος όπως μια συμβολαιογραφική πράξη. Αυτή, η φλόγα ενός κεριού που τρέμει αλλά δε σβήνει. Σήμερα, αν και κληρονόμος του τηλεκοντρόλ, δεν κατέχει καθόλου τα κουμπιά. Στην οθόνη παίζει ένα γιαπωνέζικο ντοκιμαντέρ για το ψάρεμα του τόνου. Όταν επέστρεφε από το συμβολαιογραφείο του, ο Ανρί άνοιγε αθόρυβα την πόρτα του σπιτιού, κρεμούσε το παλτό και το καπέλο του στην είσοδο, και χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία του, εξαφανιζόταν μέσα στο γραφείο του για να βγει μόνο όταν πια του ανακοίνωνε πως «το δείπνο είναι έτοιμο». Από την πρώτη κιόλας μέρα της κοινής τους ζωής είχε εξαγγείλει τις οδηγίες του. Το «Μαργκερίτ» ήταν πολύ μακρύ και πολύ λουλουδένιο, ενώ το «Μαγκί» ταίριαζε καλύτερα με το «Ανρί». Το βαφτιστικό της όνομα δεν ξανακούστηκε παρά σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, και ποτέ παρουσία του συζύγου της. Δε θα δούλευε. Μοναδική παραχώρηση, η
16
ΚΑΡΙΝ ΛΑΜΠΕΡ
εθελοντική εργασία στη δημοτική βιβλιοθήκη δύο φορές την εβδομάδα. Θα φορούσε αποκλειστικά φορέματα και τα μαλλιά της θα ήταν πάντα πιασμένα σε κότσο, όπως την πρώτη φορά που την είχε δει. Δε θα είχαν ποτέ κάποιο οικιακό ζώο. Ένα μόνο παιδί, κατά προτίμηση αγόρι. Και σε έναν τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση, είχε καταλήξει: «Θα ήταν προτιμότερο να συνεχίσουμε να μιλάμε στον πληθυντικό». Ευτυχώς, ήρθε ο Φρεντερίκ. Μόλις γεννήθηκε ο γιος τους, ο Ανρί επέβαλε το όνομα του αγαπημένου του συνθέτη, και στα έξι του χρόνια τον είχε γράψει εσωτερικό στο Σεν Ροκ. Η Μαργκερίτ είχε κλάψει πολύ, στη συνέχεια όμως παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι το μοναχοπαίδι της θα ήταν πιο ευτυχισμένο ανάμεσα σε παιδιά της ηλικίας του. Χαιρόταν απίστευτα να τον βλέπει τα Σαββατοκύριακα και οργάνωνε πικ νικ και βόλτες με άλογα, φροντίζοντας να του μένουν αξέχαστες αυτές οι δυο μέρες. Ο υπόλοιπος καιρός κυλούσε δίπλα στον Ανρί. Εκείνος αγόραζε κάθε πρωί την εφημερίδα Le Monde και σχολίαζε το χρηματιστήριο κάθε βράδυ στο δείπνο ανάμεσα στη σούπα και στο επιδόρπιο. Η Μαργκερίτ άκουγε ευγενικά αυτές τις βλακείες, κουνώντας πού και πού το κεφάλι της. Την πρώτη Πέμπτη κάθε μήνα η Μαριά γυάλιζε τα ασημικά. Ο Ανρί και η Μαγκί Ντελόρμ δεξιώνονταν κόσμο. Στην αρχή του γάμου τους ο Ανρί έκανε μπάνιο με αφρόλουτρο. Μπορούσε να κάθεται και μισή ώρα με τα μάτια κλειστά, τον μισό κορμό του έξω από το νερό, σιγοτραγουδώντας κάποιες νότες μουσικής με μια φωνή σχεδόν ευχάριστη. Δεν το έκανε πουθενά αλλού. Λίγα μέτρα πιο πέρα από τη μισάνοιχτη πόρτα, εκείνη περίμενε να τη φωνάξει και να
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ ΤΩΡΑ!
17
της ζητήσει να μπει μαζί του στην μπανιέρα. Μια μέρα τόλμησε να πει: «Μου αρέσει όταν τραγουδάτε στην μπανιέρα». Αυτό ήταν. Εκείνος κλειδωνόταν πια μέσα. Αυτή κολλούσε το αυτί της για να τον ακούσει ξανά. Αποτελούσαν ένα πολιτισμένο ζευγάρι, χωρίς εκπλήξεις ούτε καβγάδες. Οι μόνοι μορφασμοί που επέτρεπε στον εαυτό του να κάνει ήταν ένα ελαφρύ συνοφρύωμα ή μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Υπομονετική και διακριτική, χωρίς να αποκαλύπτει ποτέ τη δική της διάθεση, είχε συνηθίσει τον χαρακτήρα του. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ άλλον άντρα, και απουσία μητρικών συμβουλών για το πώς να τιμάει μια γυναίκα τον σύζυγό της, η συνύπαρξή τους κυλούσε χωρίς οδηγίες χρήσης. Οι νύχτες τους εξίσου αξιοπρεπείς και άψογες, όπως οι μέρες τους. Παρ’ όλα αυτά, ήταν πεπεισμένη πως αυτός ο άκαμπτος και σεμνότυφος άντρας την αγαπούσε με τον τρόπο του. Ακίνητη, φορώντας μια φανελένια ρόμπα και βελούδινες παντόφλες, έχοντας απέναντί της έναν Γιαπωνέζο ψαρά να επιδεικνύει έναν τόνο στο καμάκι του, η Μαργκερίτ μουρμουρίζει: «Είμαι εβδομήντα οκτώ χρόνων, τι θα κάνω με τη ζωή μου;».
2
Ο Μαρσέλ Γκετζ βγαίνει από τον κινηματογράφο και ρίχνει μια τελευταία ματιά στην αφίσα του έργου El Gusto. Δεν έχει όρεξη να κατεβεί τα σκαλιά του μετρό κι ακόμη λιγότερη να επιστρέψει σπίτι του. Με τα χέρια στις τσέπες, περιφέρεται στις μεγάλες λεωφόρους του Παρισιού. Μήνες τώρα δεν έχει πατήσει το πόδι του σε μια σκοτεινή αίθουσα, και αυτοί οι άνθρωποι που συναντιούνται ξανά έπειτα από πενήντα χρόνια για να παίξουν μουσική σααμπί* και για να ξαναζήσουν τη νιότη τους τον έχουν συγκινήσει. Συνεχίζει λοιπόν να περιπλανιέται στους δρόμους του Παρισιού και να αναπολεί εκείνη τη μέρα του Νοεμβρίου του 1954, τότε που εγκατέλειψε τη χώρα του. Ο πατέρας του είχε καταλάβει πως ο άνεμος γύριζε. Οι αυτονομιστές είχαν καταστρέψει την αγροτική εκμετάλλευση της χώρας και τίποτα δε θα ήταν το ίδιο πλέον. Έπρεπε να φύγουν προτού επιδεινωθεί η κατάσταση και σκοτεινιάσει πλήρως ο ουρανός. Η οικογένεια άφηνε πίσω της το σπίτι της * Η μουσική σααμπί είναι η παραδοσιακή, λαϊκή μουσική της Αλγε ρίας. (Σ.τ.Μ.)
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ ΤΩΡΑ!
19
δίπλα στο ποτάμι και τους προγόνους της μέσα στους τάφους τους. Ο Μαρσέλ εγκατέλειπε τη δασκάλα του, τους συμμαθητές του και το γήπεδο του ποδοσφαίρου. Μόλις τον είχαν προαγάγει σε μεσοεπιθετικό και θα έπαιζε στην καινούργια του θέση την επόμενη εβδομάδα. Έδωσαν και τον σκύλο τους, τον Όσκαρ, σε μια γειτόνισσα. Τους είχε ορκιστεί ότι θα τον φρόντιζε και ότι θα τον έβρισκαν εκεί όταν θα επέστρεφαν. Κανείς δεν το πίστευε αλλά όλοι υποκρίνονταν το αδύνατο. Ένας πρώτος ξάδελφος που ζούσε στη μητρόπολη είχε στείλει ένα γράμμα το οποίο ο πατέρας είχε διαβάσει γεμάτος περηφάνια στους γιους του. Αγαπητέ μου Αντρέ, Θα είμαστε ευτυχείς να σας ξαναδούμε, εσένα, τη γυναίκα σου και τον μικρό Μαρσέλ, που θα πρέπει να είναι πια μεγάλος. Σας βρήκα ένα διαμέρισμα, όχι μακριά από τη μελλοντική δουλειά σου. Γιατί ναι, καλά διαβάζεις, σου βρήκα μια θέση κηπουρού στον δήμο της Βενσέν, έτσι θα συνεχίσεις να είσαι κοντά στη γη, κάτι που τόσο αγαπάς. Θα είστε λίγο στριμωγμένοι, αλλά όπως λες κι εσύ συχνά, κάποια στιγμή θα φυσήξει ούριος άνεμος. Έχω άλλο ένα καλό νέο: έχω εντοπίσει ένα επιπλωμένο διαμέρισμα για τους φίλους σας και την κόρη τους τη Νορά, αν ισχύει ότι θα έρθουν μαζί σας. Όταν επέστρεψα στη Γαλλία πριν από δέκα χρόνια και είδα στην πρόσοψη ενός δημαρχείου, γραμμένες με μεγάλα γράμματα πάνω στην πέτρα, τις λέξεις Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφοσύνη, είπα στον εαυτό μου: Μην ψάχνεις πια, είσαι στο σωστό μέρος. Η Ολγκά χαίρεται όπως κι εγώ που θα σας ξαναδούμε. Τηλεφώνησέ μου όταν φτάσεις στη Μασσαλία για να μου πεις ποιο τρένο θα πάρεις. Στο Παρί-
20
ΚΑΡΙΝ ΛΑΜΠΕΡ
σι θα κατεβείς στον σταθμό Γκαρ ντε Λυόν. Θα είμαι εκεί για να σας παραλάβω. Καλό ταξίδι. Σε φιλώ. Ο ξάδελφός σου Μορίς
Ο Ρομπέρ, ο δεκαεννιαχρόνος πρωτότοκος γιος που ήταν μηχανικός, πίστευε ακόμη στη γαλλική Αλγερία, οπότε αποφάσισε να παραμείνει με οποιοδήποτε τίμημα. Ο Μαρσέλ είχε αρνηθεί να τον αγκαλιάσει, προτίμησε να φύγει χωρίς να του ρίξει μια τελευταία ματιά. Δύο αδέλφια σκορπισμένα στους πέντε ανέμους λόγω των γεγονότων. Είχαν πακετάρει τα πράγματά τους βιαστικά, παίρνοντας μαζί τους το σερβίτσιο του τσαγιού και τη χύτρα ταχύτητας και αφήνοντας πίσω τα στρώματα. Τα έπιπλα θα ακολουθούσαν αργότερα. Έφυγαν νύχτα από το σπίτι τους, αφήνοντας απλωμένα ρούχα στο μπαλκόνι για να φαίνεται ότι είναι ακόμη εκεί. Όσο για τα υπόλοιπα, ινς Αλλάχ *! Οι γείτονές τους, οι Μπεν Σουσάν, και η κόρη τους η Νορά, έφυγαν επίσης. Έκαναν την ίδια επιλογή κι αυτοί, να ξεφύγουν από τη βία και να προστατευτούν από μια κατάσταση που είχε γίνει πολύ ανησυχητική. Αυτή η προοπτική αποτελούσε το μοναδικό βάλσαμο στην πληγωμένη καρδιά του Μαρσέλ· η Νορά αποτελούσε κομμάτι του ταξιδιού. Από πάντα την πήγαινε ψηλά στους λόφους για να ανταλλάξουν όρκους ανάλαφρους σαν το αεράκι και για να της μάθει τα ελι* Αραβική έκφραση που χρησιμοποιείται συνεχώς και σημαίνει «Θεού θέλοντος». (Σ.τ.Μ.)
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ ΤΩΡΑ!
21
κοειδή μονοπάτια ανάμεσα στη Μεγάλη Άρκτο και την Κόμη της Βερενίκης. Παιδικά χρόνια ευλογημένα από τους θεούς. Στην αποβάθρα νούμερο τρία, τίποτα δε θύμιζε φευγιό. Τουρίστες αποβιβάζονταν, ο πωλητής πορτοκαλιών δεν είχε κλείσει το μαγαζί, η ζωή συνεχιζόταν λες και το κύμα των βομβιστικών επιθέσεων στις αρχές του μήνα δεν είχε ποτέ λάβει χώρα. Μόνο κάποια κατεστραμμένα σπίτια προεικόνιζαν το μέλλον. Ο Αντρέ είχε πάρει την απόφασή του και ενέμενε σε αυτή. Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας L’Écho d’Alger έγραφε: «Φεύγοντας όσο είναι καιρός». Ο Μαρσέλ έβλεπε τον πατέρα του σαν ήρωα. Του είχε τυφλή εμπιστοσύνη και θα τον ακολουθούσε στην άλλη άκρη του κόσμου χωρίς την παραμικρή ερώτηση. Στις δεκαοκτώ και τριάντα, εκείνο το βράδυ στις 29 Νοεμ βρίου του 1954, το Σιντί Μαμπρούκ σάλπαρε από το λιμάνι του Αλγερίου. Ήθελε δώδεκα ώρες για να φτάσει στη Μασσαλία. Διάφορα μαντίλια κουνιόνταν στον αέρα· μικροσκοπικά αντίο που θα χώριζαν ζωές. Επιβάτες με κουρασμένα πρόσωπα γραπώνονταν από την κουπαστή, συνειδητοποιώ ντας ότι δε θα ξαναγύριζαν σε αυτή τη γη όπου είχαν προηγηθεί πέντε ολόκληρες γενιές. Με το στομάχι δεμένο κόμπο, κοιτούσαν έκπληκτοι τα βουνά να εξαφανίζονται πίσω από τις σειρές με τα άσπρα σπίτια του Ελ Μπαχτζά και τη χώρα τους να χάνεται. Στα μάτια τους διάβαζε κανείς την απόγνωση που άφησαν τα πάντα πίσω τους και τον φόβο του αγνώστου. Το νεαρό αγόρι έβλεπε για πρώτη φορά τον πατέρα του να κλαίει. Οι άνθρωποι ξαναγίνονται παιδιά όταν εγκαταλείπουν την πατρίδα τους.
22
ΚΑΡΙΝ ΛΑΜΠΕΡ
Ο Μαρσέλ περιεργαζόταν τον γαλαξία. Κανένας άλλος ουρανός δε μοιάζει με αυτόν εδώ. Στα δώδεκά του χρόνια πίστευε ακράδαντα πως αυτά τα αστέρια ήταν μοναδικά και πως δε θα τα έβλεπε ποτέ ξανά. Εκείνη τη στιγμή μόνο ένα πράγμα μετρούσε γι’ αυτόν: το χέρι της Νορά μέσα στο δικό του. Δυο πιτσιρίκια διέσχιζαν μια απέραντη θάλασσα προς μια χώρα για την οποία δεν ήξεραν τίποτα. Τους είχαν απλώς πει: «Πάμε στη Βενσέν κοντά στο Παρίσι, την πρωτεύουσα της Γαλλίας. Θα πάμε να δούμε τον Πύργο του Άιφελ, μια κατασκευή από σιδερένια σπίρτα». Ανάμεσα σε τρεις βαλίτσες και δύο τσάντες από ψάθα, οι γονείς του Μαρσέλ τελικά αποκοιμήθηκαν. Πιο μακριά, στην άλλη πλευρά του καταστρώματος, ακουγόταν ένα παλιό παραδοσιακό τραγούδι. Ένα ακορντεόν, ένα μπάντζο, ένα ντέφι, ίδια με μαύρα άλογα που κάλπαζαν, και στη συνέχεια το αργό και λυπημένο τρέμουλο του φλάουτου, που αναδυόταν σαν μια ψυχή χαμένη μέσα στην ομίχλη, αναμειγνύονταν με αντρικές και γυναικείες φωνές. Η μουσική σααμπί τούς είχε παρασύρει, κάνοντάς τους να κουνάνε το κεφάλι όπως στη γιορτή του χωριού. Εβραίοι, μουσουλμάνοι, χριστιανοί, Γάλλοι, Αλγερινοί, όλοι μαζί. Ο Μαρσέλ είχε κλείσει τα μάτια. Νανουρισμένος από τη μελωδία, δε φοβόταν πια και υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι η ζωή θα ήταν όμορφη στη μικρή πόλη Βενσέν, γιατί η Νορά ήταν μέρος της περιπέτειας. Απομακρύνεται από τις μεγάλες λεωφόρους. Το περπάτημα του κάνει καλό. Θέλει να ζήσει κι άλλο αυτό το ταξίδι πίσω στον χρόνο.
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ ΤΩΡΑ!
23
Κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, περιτριγυρισμένοι από όλα τους τα συμπράγκαλα, όπως οι μετανάστες, οι Γκετζ και οι Μπεν Σουσάν αποτελούσαν μια ετερόκλητη ομάδα μπροστά στον σταθμό Γκαρ ντε Λυόν. Ατελείωτοι τοίχοι σε ένα βρόμικο γκρι χρώμα, στενές προσόψεις, ένα ανεμικό γεράνι ξεχασμένο στο περβάζι κάποιου παραθύρου, ένας μονότονος γκρίζος ουρανός και ένα ψιλόβροχο. Αυτή ήταν λοιπόν η πρωτεύουσα της Γαλλίας; Τακτοποιήθηκαν τελικά στη Βενσέν, στο προσωρινό διαμέρισμα που είχε βρει ο ξάδελφος Μορίς. Αυτόν τον πρώτο χειμώνα έκανε πάρα πολύ κρύο και δεν υπήρχε παρά μόνο μία σόμπα στην κουζίνα. Τη χρησιμοποιούσαν επίσης για να ζεσταίνουν νερό για το βραδινό τους πλύσιμο, ενώ το πρωί πλένονταν με παγωμένο νερό. Ο Μαρσέλ δεν ανήκε πια στην Αλγερία, αλλά δεν αισθανόταν ούτε κάτοικος της μεγαλούπολης. Το τσιμεντένιο προαύλιο του σχολείου είχε αντικαταστήσει το χώμα, οι καστανιές είχαν αντικαταστήσει τις πορτοκαλιές και η βροχή έκρυβε τον ήλιο. Ευτυχώς η Νορά ήταν στο ίδιο σχολείο με αυτόν. Οι Γκετζ και οι Μπεν Σουσάν βρίσκονταν για να μοιραστούν μαζί πικάντικους κεφτέδες, τσάι με μέντα –που ήταν φυτεμένη σε μια γωνιά του δημοτικού κήπου– και τη μουσική σααμπί με τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Οι δυο πατεράδες έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ο Μαρσέλ και η Νορά φαντάζονταν λόφους μέσα στο δάσος της Βενσέν και προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν το καινούργιο τους περιβάλλον παίζοντας κρυφτό στα στενά της γειτονιάς. Δεν καβαλούσαν πια γαϊδουράκια ούτε έπιαναν πλέον σαλαμάνδρες στα βράχια. Ανακάλυψαν την μπαγκέτα και το σαλάμι. Γίνονταν κάτοικοι της πόλης.
24
ΚΑΡΙΝ ΛΑΜΠΕΡ
Θα γιόρταζε τα δεκαπέντε του χρόνια όταν έπεσε το νέο. Χειρότερο και από αμμοθύελλα. Η Νορά δεν είχε έρθει εκείνη την ημέρα στο σχολείο. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, ο πατέρας του τον περίμενε στο κατώφλι. Του είχε πει απλώς: «Η γιαγιά της Νορά έχει μπει εκτάκτως στο νοσοκομείο, οι γονείς της δεν είχαν άλλη επιλογή, επέστρεψαν όλοι στην πατρίδα». Η ζωή για τον Μαρσέλ είχε γίνει μια συνεχόμενη διαδοχή αναχωρήσεων κι αφίξεων. Χωρίς εκείνη, η Βενσέν δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον, και η Αλγερία τού έλειπε πιο πολύ από ποτέ. Τις άγρυπνες νύχτες του η ίδια ερώτηση στριφογύριζε μέσα στο κεφάλι του: Γιατί δε με αποχαιρέτησε; Αυτή η σιωπή τού έτρωγε την καρδιά. Κι αυτός γιατί δε τη φίλησε ποτέ; Αλλά για ακόμη μια φορά, η καθημερινότητα πήρε ξανά τον δρόμο της. Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ένα μεγάλο κουτί είχε μέσα ένα τηλεσκόπιο, και κάθε βράδυ, παρατηρώντας τα αστέρια στον ουρανό της Βενσέν, έλεγε στον εαυτό του πως ίσως να τα έβλεπε κι αυτή από εκεί πέρα. Οι γονείς του τον είχαν γράψει σε ένα επαγγελματικό λύκειο απ’ όπου πήρε το απολυτήριό του. Όλοι του οι συμμαθητές είχαν ήδη επιλέξει ένα επάγγελμα, ενώ αυτός χανόταν μέσα σε ανέφικτα όνειρα και κοπανούσε πάνω στους τέσσερις τοίχους της ζωής. Είχε δουλέψει για έναν μήνα σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων για να νιώσει κοντά στον αδελφό του, αλλά σιχαινόταν τη μυρωδιά του γράσου. «Τι θα κάνουμε μ’ εσένα;» του είχε πει ο πατέρας του. Κατά την περίοδο των διακοπών είχε βρει μια δουλίτσα στον ζωολογικό κήπο της Βενσέν. Τα εξόριστα ζώα τον είχαν συναρπάσει και είχε κάνει αίτηση για τη θέση του ανθρώπου που τα φρόντιζε, η
ΛΟΙΠΟΝ, ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ ΤΩΡΑ!
25
οποία θα άδειαζε σύντομα. Γνώριζε το κάθε λέπι του πύθωνα στο κλουβί νούμερο τριάντα επτά, μπροστά από το οποίο περνούσε όλα τα πρωινά, τη θαλάσσια χελώνα με τον επίδεσμο στο πόδι και την τίγρη της Βεγγάλης με τα μουστάκια που ανέβαιναν προς τα πάνω λες και γελούσε. Είχε πέσει με τα μούτρα, συνεπαρμένος, μέσα σε αυτή τη ζούγκλα στη μέση της πόλης, όπου κυριαρχούσε μια μυρωδιά από πριονίδι και ποντικοκούραδα, ψάχνοντας το σπάνιο πουλί που κανείς δεν είχε δει μέχρι τώρα. Σε αυτόν τον μικρό παράδεισο αισθανόταν σαν στο σπίτι του. Ανάμεσα στη γλυκιά κομψότητα των καμηλοπαρδάλεων και την πονηριά των πιθήκων, πέρασαν επτά χρόνια. Μια μέρα, ανάμεσα σε ταχυδρομικά εμβάσματα και ένα διαφημιστικό φυλλάδιο για το καινούργιο σούπερ μάρκετ, βρήκε μια καρτ ποστάλ με σφραγίδα από την περιοχή Μουζάια στην Αλγερία. Επιστρέφω. Η Βενσέν μού λείπει πολύ, και όχι μόνο η Βενσέν. Νορά.
ΚΑΡΙΝ ΛΑΜΠΕΡ Λοιπόν, ας χορέψουμε τώρα! Σε εκείνη αρέσουν η Φρανσουάζ Σαγκάν, τα εκλέρ σοκολάτας, τα ρομαντικά τραγούδια, τα λουλούδια και η καλύτερη παρέα της είναι ο εγγονός της. Σε αυτόν αρέσουν η μουσική σααμπί, τα αστέρια, τα δεντρόσπιτα και ο καλύτερός του φίλος είναι ένας μοναχικός ρινόκερος. Η Μαργκερίτ έζησε μια ολόκληρη ζωή στη σκιά του άντρα της. Ο Μαρσέλ έχασε απρόσμενα τη γυναίκα του, που ήταν όλος του ο κόσμος. Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται και οι καρδιές τους ξυπνάνε από τον λήθαργο. Θα τολμήσουν, άραγε, να δώσουν στους εαυτούς τους ξανά το δικαίωμα στην ανεμελιά, στον πόθο και στη χαρά; Ένα μυθιστόρημα γεμάτο τρυφερότητα και χιούμορ για έναν έρωτα που θα γεννηθεί εκεί όπου κανείς δεν το περιμένει πια.
www.asxorepsoume.mamaya.gr
www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr
ISBN 978-618-5224-26-4
ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ: 10047