Σαλβατόρε Μπαζίλε
Το Παραξενο ΤαξΙΔΙ ενοΣ αΠοΛεΣΘενΤοΣ ανΤΙΚεΙΜενοΥ ΜΥΘίΣτόρΗΜα
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ
Επισκεφθείτε το site του βιβλίου:
www.paraxenotaxidi.gr
Το βιβλίο αυτό είναι διαδραστικό με το κινητό σας! • Κατεβάστε δωρεάν το app CLIC2C® στο smartphone σας από το App Store ή το Google Play, σκανάρετε το εξώφυλλο, τη φωτογραφία του συγγραφέα και τα QRcodes για να μάθετε περισσότερα. • Τα QRcodes θα σας οδηγήσουν σε αποκλειστικά άρθρα του συγγραφέα και στα μυστικά του βιβλίου.
Mπείτε στο www.mamaya.gr/newsletter ή σκανάρετε και είστε ένα «κλικ» από: • Τα βιβλία μας. • Την επικοινωνία με τους συγγραφείς μας. • Τα δώρα μας. • Τις εκδηλώσεις μας. • Τα νέα για τον χώρο του βιβλίου.
ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΜΠΑΖΙΛΕ
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΑΠΙΔΗΣ
Σαλβατόρε Μπαζίλε Το παράξενο ταξίδι ενός απολεσθέντος αντικειμένου ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Lo strano viaggio di un oggetto smarrito ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιώργος Κασαπίδης ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Χρυσούλα Τσιρούκη ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Αντώνης Αγγελάκης ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ελένη Μαυροειδή ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: © A Couple Of Night Owls
Copyright © Salvatore Basile Copyright © για την ελληνική έκδοση Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., 2015 Έτος 1ης έκδοσης: 2016
ISBN: 978-618-5224-09-7
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του έργου.
Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. Κόδρου 19, 152 32 Χαλάνδρι Τηλ.: +30 210 68 96 875 Fax: +30 210 68 96 877 www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr
Facebook: www.facebook.com/mamayabooks Twitter: www.twitter.com/mamayabooks Pinterest: www.pinterest.com/mamayabooks Instagram: instagram.com/mamaya_books
Στην Τίνα, τη δύναμή μου. Στη Βιόλα και την Αριάνα, την αναπνοή μου. Στον Ρομπέρτο και στην Τζεπίνα, τις ρίζες του καλύτερου εαυτού μου.
Είναι παραφροσύνη να μισείς όλα τα τριαντάφυλλα επειδή σε τσίμπησε ένα τριαντάφυλλο, να εγκαταλείπεις όλα τα όνειρά σου επειδή ένα δεν πραγματοποιήθηκε, να απαρνηθείς κάθε προσπάθεια επειδή απέτυχε μία… Θα υπάρχει πάντα μια άλλη ευκαιρία, μια άλλη φιλία, ένας άλλος έρωτας, μια νέα δύναμη. Για κάθε τέλος υπάρχει μια νέα αρχή. Αντουαν ντε Σεντ Εξιπερι
«Μαμά…» Η γυναίκα στρέφεται έκπληκτη. «Μικέλε…» Το παιδί χαμογελάει. Έχει την τσάντα περασμένη στον ώμο και ακούγεται λίγο λαχανιασμένο. «Σχολάσαμε μία ώρα νωρίτερα, η δασκάλα μας δεν ένιωθε καλά…» Το παιδί την πλησιάζει, θα ήθελε να της πει ότι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να γυρίσει αμέσως στο σπίτι, και ότι είδε τη θάλασσα φουρτουνιασμένη και τις κόκκινες σημαίες κινδύνου που ανέμιζαν στον αέρα, έστω κι αν είναι Νοέμβρης και στην αμμουδιά δεν υπήρχε κανείς. Αντίθετα, βλέπει το κόκκινο τετράδιο στα χέρια της μητέρας του. «Δεν πιστεύω πως θα διαβάσεις ό,τι γράφω! Αυτό είναι το κρυφό μου ημερολόγιο…» «Το ξέρω, μην ανησυχείς». Η γυναίκα ετοιμάζεται να επιστρέψει το τετράδιο, αλλά συγκρατείται. «Αν σου υποσχεθώ ότι δε θα το διαβάσω, θα με αφήσεις να το κρατήσω;» Ο Μικέλε δεν την καταλαβαίνει· αν δεν το διαβάσει, τότε γιατί να το κρατήσει; Ξέρει όμως πως, όταν δεν είσαι ακόμη
12
ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΜΠΑΖΙΛΕ
επτά χρόνων, υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που οι μεγάλοι καταλαβαίνουν ενώ εσύ όχι. «Μετά όμως θα μου το ξαναδώσεις;» Η γυναίκα μόλις που γνέφει καταφατικά. «Μου το υπόσχεσαι;» Εκείνη διστάζει. «Μου το υπόσχεσαι;» επιμένει το παιδί. «Σου το υπόσχομαι». Η γυναίκα βάζει το κόκκινο τετράδιο στη βαλίτσα και την κλείνει. Μόνο τότε ο Μικέλε προσέχει την αποσκευή. «Τι κάνεις, φεύγεις; Και πού πας;» Δεν του απαντά. Ή ίσως τη φωνή της την κάλυψε ο θόρυβος του τρένου που ερχόταν. Ο Μικέλε έχει συνηθίσει αυτόν τον μεταλλικό και ρυθμικό θόρυβο, αυτόν τον ζεστό και ξαφνικό άνεμο που, σπρωγμένος από τη μηχανή καθώς φρενάρει, κατακλύζει τα δωμάτια, όταν τα παράθυρα είναι ανοιχτά, την περίερ γη αίσθηση ότι το τρένο μπορεί να μπει κατευθείαν στην κουζίνα και να σταματήσει στον διάδρομο, με τους επιβάτες να κατεβαίνουν βιαστικά και πιθανόν να κλέβουν τα παιχνίδια σου, αν κοιμάσαι. Η γυναίκα πιάνει τη βαλίτσα και το παιδί παρατηρεί για άλλη μια φορά το προφίλ της. Η λεπτή μύτη ελαφρώς ανασηκωμένη, τα μάτια σαν δύο πηγάδια πετρελαίου, τα κύματα των καστανών μαλλιών της, το κόκκινο των κερασιών στα χείλη, όλα βυθίζονται στο μισοσκόταδο των κατεβασμένων ρολών, ενώ εκείνη κατευθύνεται προς την έξοδο. «Πότε θα γυρίσεις, μαμά;» Εκείνη εισπνέει δυνατά, καταπίνει άπληστα τον αέρα που πλημμυρίζει τα πνευμόνια της, μέχρι να αποδιώξει κάθε
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ 13
αδυναμία, κάθε θλίψη. Τις ενοχές, όχι. Τις ενοχές ξέρει ότι πρέπει να τις πάρει μαζί της, σαν μια αποσκευή που δε θα μπορέσει ποτέ να αδειάσει, ούτε να τη βάλει ποτέ στην αποθήκη. «Θα γυρίσω… μόλις τα καταφέρω», ψιθυρίζει. Μετά διαβαίνει το κατώφλι και τη χτυπά το φως του ήλιου. Ο Μικέλε την ακολουθεί.
Ανεβαίνει στο τρένο. Το παιδί δεν τη χάνει από τα μάτια του. Έχοντας την τσάντα ακόμη περασμένη στην πλάτη, την παρακολουθεί κατά μήκος της πλατφόρμας της μοναδικής γραμμής, ενώ εκείνη διασχίζει τα βαγόνια αναζητώντας μια θέση να καθίσει. Ύστερα βλέπει τον πατέρα του με τη στολή του σταθμάρχη, καθώς φέρνει τη σφυρίχτρα στο στόμα για να σπρώξει το τρένο μακριά. Γιατί δε χαιρετίστηκε με τη μαμά; Γιατί σφυρίζει τώρα ο μπαμπάς του; Δεν το ξέρει ότι μετά θα φύγει το τρένο και ότι στο τρένο βρίσκεται η μαμά;
1
Είχαν μαζευτεί όλοι στο μισοσκόταδο του δωματίου, ενώ το διαπεριφερειακό τρένο των 19:45, που κατέφθανε από την Πιάνα Ακουιλάνα, εισερχόταν το τελευταίο βράδυ του Οκτωβρίου στον σταθμό Μινιέρα ντι Μάρε ακριβώς στην ώρα του. Σιωπηλοί, ακίνητοι, περίμεναν μες στη σιωπή που μόλις την έσπαζε το ξεφύσημα της μηχανής και το μεταλλικό τρίξιμο των φρένων που έσφιγγαν τις ράγες. Παρέμειναν ασάλευτοι στις θέσεις τους ακόμη και όταν οι ξύλινες δοκοί του πατώματος τρεμούλιασαν, τη στιγμή που τις τράνταζε το τελικό φρενάρισμα και το δυνατό και οριστικό σφύριγμα της μηχανής, καθώς βυθιζόταν στην ακινησία. Αργότερα, η πόρτα του μικρού διαμερίσματος θα άνοιγε διάπλατα και ο άντρας από το τρένο θα έκανε την είσοδό του. Όπως κάθε βράδυ.
Στο μεταξύ, οι επιβάτες αποβιβάζονταν από τα βαγόνια. Ο Μικέλε, ακίνητος στην πλατφόρμα της μοναδικής γραμμής, τους κοίταζε προσεκτικά καθώς πήγαιναν προς την
16
ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΜΠΑΖΙΛΕ
έξοδο, κατευθυνόμενοι στα σπίτια τους ή ποιος ξέρει πού. Γνώριζε τέλεια το ύφος «της άφιξης» των ταξιδιωτών, το να κοιτάζουν τριγύρω, λες και ανακάλυπταν για πρώτη φορά τη ζωή, λες και κάθε βραδινή επιστροφή ήταν μια αναγέννηση, ένα απρόσμενο θαύμα. Έπειτα πλησίασε στο τελευταίο βαγόνι και είδε το πρόσωπό του να αντανακλάται στο τζάμι, θαύμασε τα τριάντα του χρόνια που μόλις τα είχε κλείσει, τα καστανά μαλλιά του που άρχιζαν να αραιώνουν στους κροτάφους, τα μαύρα του μάτια σαν πηγάδια πετρελαίου. Και το σακάκι του σιδηροδρομικού που εδώ και λίγους μήνες είχε αρχίσει να του πέφτει κάπως φαρδύ στα πλευρά. «Μικέ…» Στράφηκε προς την κατεύθυνση της φωνής που γνώριζε καλά· ήταν η φωνή του ελεγκτή, ο οποίος ερχόταν προς το μέρος του έχοντας δίπλα του έναν ηλικιωμένο μηχανοδηγό. «Μήπως σκέφτεσαι να μου χαρίσεις την καλοκαιρινή σου άδεια; Μου είπαν ότι έχεις πολλές μέρες. Τουλάχιστον ας την πάρω εγώ, ε; Δε νομίζεις;» συνέχισε ο ελεγκτής χαμογελώντας ειρωνικά, σχεδόν αδιάντροπα. Ο Μικέλε, αμήχανος, μόλις που έγνεψε. «Έτσι κι αλλιώς εσύ δεν τη χρειάζεσαι! Πάντα εδώ μένεις…» πρόσθεσε ο μηχανοδηγός. «Τις μαζεύει, δεν το ήξερες; Είναι συλλέκτης αδειών», είπε ο ελεγκτής κλείνοντας το μάτι. «Φαίνεται πως ο νεαρός δεν το ’χει στον χαρακτήρα του να χαίρεται…» τον τσίγκλησε ο μηχανοδηγός υπαινικτικά. Οι δυο τους γέλασαν συνένοχα. Ύστερα απομακρύνθηκαν προς την έξοδο του σταθμού που άδειασε.
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ 17
Ο Μικέλε έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης· επιτέλους, το τρένο ήταν όλο δικό του. Όπως κάθε βράδυ. Μέχρι την επόμενη μέρα.
Άνοιξε την πόρτα του τελευταίου βαγονιού και κράτησε την αναπνοή του. Η προοπτική των εννέα βαγονιών του συρμού που έστεκαν στη σειρά, το ένα μετά το άλλο, απλώθηκε στο βλέμμα του. Έκανε το πρώτο βήμα εκείνου του αργού βραδινού περιπάτου που θα τον οδηγούσε μέχρι τη μηχανή και εισέπνευσε με δύναμη. Η μυρωδιά του σίδερου ανακατωμένη με αυτή της δερματίνης των καθισμάτων πλημμύρισε τα ρουθούνια του. Μια μυρωδιά πάντα ίδια και κάθε βράδυ διαφορετική. Πράγματι, στη μυρωδιά του σίδερου και της δερματίνης του γέρικου τρένου αναμειγνυόταν εκείνη του ιδρώτα και των ρούχων των επιβατών που είχαν καθίσει στο εσωτερικό των βαγονιών στη διάρκεια της ημέρας· η οσμή του φαγητού που είχαν καταναλώσει στη διάρκεια του ταξιδιού· ο καπνός από τα τσιγάρα που είχαν καπνίσει στα κλεφτά μπροστά στα ανοιχτά παράθυρα κατά μήκος των διαδρόμων· η έντονη οσμή των φαρμάκων, του καφέ που ήπιαν από τα θερμός. Μετά υπήρχε η σιωπή. Κι αυτή η σιωπή τον καθησύχαζε. Καμία φωνή, κανένα πρόσωπο. Ούτε η τροφή, ούτε οι οσμές, ούτε τα τσιγάρα που τα κάπνισαν στα κλεφτά, ούτε ο καφές που ήπιαν από τα θερμός, τίποτε απ’ όσα κρατούσαν σ’ αυτά τα βαγόνια τα πρόσωπα που είχαν μπει στο τρένο. Σ’ εκείνη τη σιωπή παρέμενε μόνο ο απόηχος από
18
ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΜΠΑΖΙΛΕ
τις μυστηριώδεις ζωές τους. Κανένας δεν τον έβλεπε να τριγυρνάει στα βαγόνια, κανένας δε θα του έκανε ερωτήσεις, κανένας δε θα τον έφερνε σε αμηχανία, αναγκάζοντάς τον να εξηγήσει το γιατί της μοναχικής του ζωής. Ο Μικέλε άρχισε να ελέγχει αν όλα ήταν εντάξει, έκλεισε τα παράθυρα που είχαν μείνει ανοιχτά, καθάρισε τα βαγόνια από τα σκουπίδια και τις μικρές τουαλέτες των βαγονιών από κάθε βρομιά, ψέκασε αποσμητικό χώρου και απολυμαντικό, γυάλισε τις επιχρωμιωμένες χειρολαβές. Όταν έφτασε στη μηχανή στην άλλη άκρη του συρμού, μπήκε. Μάζεψε μερικά χαρτιά από το πάτωμα, ένα δυο πλαστικά ποτήρια που μύριζαν κρασί, μια λαδωμένη σακούλα που μύριζε ακόμη ψητό. Έπειτα στράφηκε προς την ουρά του τρένου και άρχισε το ταξίδι της επιστροφής προς το τελευταίο βαγόνι. Ο έλεγχος των καθισμάτων ήταν το τελικό στάδιο της δουλειάς του, αυτό που αγαπούσε περισσότερο. Τα μαλακά καθίσματα διατηρούσαν αποτυπωμένο το καλούπι των επιβατών. Βυθισμένος στη μοναξιά του, μπορούσε να τα εξετάσει με την ησυχία του. Φτάνοντας στο τρίτο βαγόνι, στην αριστερή πλευρά, στη θέση 24, είδε κάτι. Πλησίασε με μια ελαφριά συγκίνηση, όπως του συνέβαινε πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ήταν μια μικρή κούκλα, ένα παιχνίδι για κοριτσάκια. Μεγάλη όσο η παλάμη του, από κόμμι, ελαφρώς φθαρμένη, με πρόσωπο παχουλό όπου ξεχώριζαν δυο γαλάζια μάτια, μεγάλα σαν φεγγάρια. Φορούσε βαμβακερό φόρεμα, στο πράσινο φόντο του οποίου ξεχώριζαν άσπρα και κίτρινα λουλούδια, μαργαρίτες και ήλιοι. Ο Μικέλε τη σήκωσε από το κάθισμα και χαμογέλασε.
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ 19
«Καλώς σε βρήκα», ψιθύρισε στην κούκλα και την έβαλε στην τσέπη του σακακιού του.
Ήταν ακόμη στις θέσεις τους όταν, μερικά λεπτά αργότερα, ο Μικέλε άνοιξε διάπλατα την πόρτα του σπιτιού του. «Συγγνώμη που καθυστέρησα…» ψιθύρισε με ύφος κου ρασμένο. Μετά πάτησε τον διακόπτη και το δωμάτιο φωτίστηκε. Περπάτησε προς το τραπέζι, στο κέντρο του δωματίου, κι έβγαλε την κούκλα από την τσέπη του. «Έχουμε μια νέα άφιξη…» είπε δείχνοντας την κούκλα και χαϊδεύο ντας με το βλέμμα όλα τα αντικείμενα που γέμιζαν το σπίτι, τακτοποιημένα κατά μήκος των τοίχων σε ράφια και τραπεζάκια. Αντικείμενα που είχαν ξεχαστεί στο τρένο, τα οποία ο Μικέλε είχε βρει με το πέρασμα του χρόνου και πλέον αποτελούσαν μέρος της ζωής του: ντουζίνες από ομπρέλες, μπαστούνια, γυαλιά ηλίου και οράσεως, βιβλία κάθε είδους, μάλλινους σκούφους και καπέλα κάθε μορφής, ρολόγια χειρός, ένα μικρό εκκρεμές γραφείου, αναπτήρες, γιλέκα, μπλούζες, διάφορα ρούχα και πουλόβερ κρεμασμένα στη σειρά σε κινητές κρεμάστρες, ραδιόφωνα, μεταλλικά κουτιά χρωματισμένα, παλιές φωτογραφικές μηχανές, ένα μικρό κασετόφωνο με μπαταρίες, τέσσερα μαγνητόφωνα, δύο παλιά ραδιόφωνα αυτοκινήτου, ένα κινητό με σπασμένη οθόνη, μερικές κούκλες μαλλιού με τις αντίστοιχες βελόνες, ντουζίνες από φυσαρμόνικες, σφεντόνες και ψεύτικα πιστόλια, ένα τιμόνι ποδηλάτου, σακίδια και παλιές άδειες βαλίτσες. Ο Μικέλε κατευθύνθηκε προς ένα ράφι και έβαλε την κούκλα δίπλα σε άλλα παιχνίδια που υπήρχαν εκεί εδώ και
20
ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΜΠΑΖΙΛΕ
καιρό: ένα λούτρινο αρκουδάκι, ένας μικρός ξύλινος Πι νόκιο, ένας παλιός λαστιχένιος Μπάτμαν που του έλειπε ένα μπράτσο, τρεις πλαστικοί δεινόσαυροι, ένα μεταλλικό ρομπότ. Τα παρατήρησε όλα σιωπηλός, μετά το βλέμμα του στάθηκε σε μια φωτογραφία σε κορνίζα στον τοίχο· φαινόταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα με θλιμμένο βλέμμα, με τη στολή σταθμάρχη, δίπλα σε μια νεαρή γυναίκα με καστανά μαλλιά που, εντελώς βυθισμένη στο ημίφως ενός συννεφιασμένου Οκτώβρη, κρατούσε από το χέρι ένα παιδάκι με αστραφτερό χαμόγελο και μαύρα μάτια σαν πηγάδια πετρελαίου. Τη φωτογραφία την είχαν τραβήξει μπροστά σ’ ένα σπίτι που έβλεπε στις γραμμές του σιδηροδρομικού σταθμού της Μινιέρα ντι Μάρε. Στο εσωτερικό εκείνου του σπιτιού, ακριβώς την ίδια στιγμή, ακούστηκε τον ντιν-ντον του μικρού εκκρεμούς. Ο Μικέλε συνήλθε και γύρισε να κοιτάξει το ρολόι. Ήταν 20:30. Ώρα να δειπνήσει. Στις δέκα ακριβώς θα πήγαινε να κοιμηθεί, για να ξυπνήσει στις 6:15 και να βρεθεί έτοιμος για την αναχώρηση του πρώτου και μοναδικού τρένου. Είχε ρυθμίσει τη ζωή του γύρω από τους ρυθμούς του σιδηροδρομικού σταθμού, του οποίου ήταν ο μοναδικός υπάλληλος, μια ζωή δεμένη στις αναχωρήσεις και τις αφίξεις του διαπεριφερειακού που κάθε πρωί, στις 7:15, άφηνε πίσω του τον σταθμό της Μινιέρα ντι Μάρε και περνούσε όλο το πρωί για να φτάσει στην Πιάνα Ακουιλάνα στις 12:45. Στη διάρκεια του ταξιδιού προβλέπονταν τρεις στάσεις: Σολόμπρα Σκάλο στις 7:38, Προσέτο στις 8:15 και Φεροζίνο στις 9:20. Στις 14:15 ακριβώς, το ίδιο τρένο ξεκινούσε τις πρώτες απογευματινές ώρες για να διατρέξει την αντίθετη διαδρομή και να επιστρέψει στη Μινιέρα ντι Μάρε στις 19:45.
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ 21
Ο Μικέλε ήταν εκεί, κοιτάζοντάς το να αναχωρεί με το φως του πρωινού, για να το υποδεχτεί το καλοκαίρι με τη δύση ή στη σκοτεινιά της βραδιάς τον χειμώνα. Μετά το φρόντιζε εκείνος. Και όλο αυτό τον έκανε να νιώθει ασφαλής. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο, πήρε δύο αυγά και ένα πιάτο όπου υπήρχε σπανάκι ήδη βρασμένο. Έβαλε λίγο νερό στη φωτιά να βράσει και πρόσθεσε μισό κύβο ζωμού λαχανικών. Άπλωσε μια πετσέτα στο τραπέζι της κουζίνας, ακούμπησε το πιάτο με το σπανάκι, ένα ποτήρι, ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό, μια χαρτοπετσέτα, πιρούνι και κουτάλι. Μετά έσπασε τα δύο αυγά σε ένα μπολ, έριξε αλάτι και βάλθηκε να τα χτυπάει μ’ ένα πιρούνι. Όταν το νερό με τον ζωμό άρχισε να βράζει, έριξε τα δύο χτυπημένα αυγά και μόλις που τα ανακάτωσε. Υπολόγισε τρία λεπτά βρασίματος, ώστε να είναι το μείγμα απαλό, αλλά δίχως να εξατμιστεί τελείως το υγρό του ζωμού.
Καθώς κοίταζε τα αυγά να σβολιάζουν αργά, συνέβη το απρόοπτο. Αναγγέλθηκε με έναν ήχο ελαφρύ αλλά επίμονο· έμοιαζε με το ράμφος ενός πουλιού που χτυπούσε στο τζάμι του παραθύρου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος πεισματάρης κοκκινολαίμης χτυπούσε το τζάμι, αλλά αυτό συνέβαινε πάντα την ημέρα, όταν οι αντανακλάσεις του ήλιου στα παράθυρα μπέρδευαν το περαστικό πουλί και το έκαναν να βλέπει, στη λάμψη του φωτός, μια λακκούβα νερού ή ένα πέρασμα. Έξω όμως ήταν σκοτάδι και οι κοκκινολαίμηδες τη νύχτα κοιμούνται. Σε αυτό δεν
22
ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΜΠΑΖΙΛΕ
υπήρχε αμφιβολία. Εξάλλου, η επιμονή των πουλιών δε διαρκούσε πάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Αντίθετα, το χτύπημα δε σταματούσε, μάλλον γινόταν πιο επίμονο, πιο δυνατό, και φαινόταν σχεδόν ότι, όποιος κι αν χτυπούσε, μπορούσε να σπάσει από τη μια στιγμή στην άλλη το τζάμι. Τελικά, όταν στο εσωτερικό του σπιτιού αντήχησε μια γυναικεία φωνή, ο Μικέλε επιβεβαιώθηκε ότι δεν ήταν κοκκινολαίμης. «Είναι κανείς μέσα; Σας παρακαλώ… Είναι κανείς;» Εκείνη τη στιγμή αναπήδησε. Δεν είχε τύχει ποτέ να έρθει κάποιος στον σταθμό τόσο αργά, κι ακόμη λιγότερο δε θα του περνούσε ποτέ από το μυαλό ότι κάποιος μπορούσε να χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του. Καθώς έριχνε ένα βλέμμα στη στρατσατέλα* που εξακολουθούσε να βράζει, τα έβαλε με τον εαυτό του που δεν είχε κλείσει την είσοδο για το κοινό όπως έκανε κάθε βράδυ. Βέβαια, είχε συνηθίσει να το κάνει μετά το δείπνο του, προτού πέσει να κοιμηθεί, αλλά εκείνο το βράδυ θα μπορούσε να το είχε κάνει νωρίτερα. Η σύνεση δεν είναι ποτέ υπερβολική, έλεγε ο πατέρας του. Και με τον τρόπο του είχε δίκιο, έστω κι αν όλη εκείνη η σύνεση δεν του είχε χρησιμεύσει ούτε για να ζήσει πολύ, ούτε για να κρατήσει τη γυναίκα του που είχε φύγει με το τρένο, ένα χλιαρό πρωινό του Νοέμβρη, όταν ο Μικέλε ήταν μόνο επτά χρόνων, για να μην επιστρέψει ποτέ πια. Υποσχέθηκε στον εαυτό του από την επόμενη κιόλας μέρα να κλείνει την είσοδο για το κοινό προτού δειπνήσει. Ωστόσο, η γυναικεία φωνή γινόταν ολοένα και πιο επίμονη * Τυπικός ζωμός με αυγά, παρμεζάνα, αλάτι, πιπέρι, μοσχοκάρυδο και, προαιρετικά, σιμιγδάλι. (Σ.τ.Μ.)
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ 23
και πιθανόν, αν συνέχιζε να χτυπάει το τζάμι, να το έσπαγε στ’ αλήθεια. «Είναι κανείς μέσα; Το ξέρω ότι υπάρχει κάποιος, το φως είναι αναμμένο…» συνέχισε η φωνή όλο και πιο δυνατά. Ο Μικέλε αναστέναξε, υπολόγισε ότι χρειαζόταν ακόμη ενάμισι λεπτό για να είναι έτοιμη η στρατσατέλα του, υπολόγισε ότι σε λίγα δευτερόλεπτα μπορούσε να είναι στην εξώπορτα, θα εξηγούσε στην εισβολέα ότι το πρώτο και μοναδικό τρένο θα αναχωρούσε από τον σταθμό στις 7:15 της επομένης, θα της έδειχνε ευγενικά την έξοδο προς την κατεύθυνση του αυτόματου εκδοτηρίου εισιτηρίων και, τελικά, θα είχε στη διάθεσή του ακόμη μερικά δευτερόλεπτα για να σβήσει τη φωτιά. Και μετά τίποτα δε θα τον εμπόδιζε να γευτεί το δείπνο του ήσυχα. Μόνος. Και κατά συνέπεια ασφαλής. Προχώρησε γρήγορα προς την πόρτα, διασχίζοντας το γεμάτο αντικείμενα δωμάτιο, την άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε μια κοπέλα με φόρμα γυμναστικής. Δεν ήταν πάνω από είκοσι πέντε χρόνων, είχε μακριά μαύρα μαλλιά μαζεμένα αλογοουρά, στρογγυλά μάτια με ένα ασυνήθιστο πράσινο που στο φως της λάμπας εξέπεμπαν μικρές πράσινες λάμψεις, πρόσωπο με κανονικά χαρακτηριστικά, δίχως ίχνος μέικ απ. Όχι πολύ ψηλή, του έφτανε μόλις στο πιγούνι, ενώ ο Μικέλε ήταν ένα και ογδόντα. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, αλλά είχε γοητευτικό χαμόγελο. «Με συγχωρείς, είμαι η Έλε, δηλαδή η Έλενα», είπε λες και ήθελε να δικαιολογηθεί για το όνομά της. Ο Μικέλε προσπάθησε να προλάβει οτιδήποτε άλλο ήθελε να προσθέσει η κοπέλα. «Δεν υπάρχουν τρένα μέχρι αύριο το πρωί στις επτά και τέταρτο», είπε, «και…»
24 Επιστρέφοντας μια μέρα από το σχολείο, οΣΑΛΒΑΤΟΡΕ επτάχρονοςΜΠΑΖΙΛΕ Μικέλε βλέπει τη μητέρα του με μια βαλίτσα μπροστά της και το κόκκινο, μυστικό ημερολόγιό του στα χέρια της. Ετοιμάζεται να φύγει και ζητάει από τον γιο της να κρατήσει το ημερόλογιο, με την υπόσχεση να του το επιστρέψει. Έχουν περάσει είκοσι τρία χρόνια από τότε, και ο Μικέλε ζει ακόμη στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου δουλεύει, με μοναδική συντροφιά τα απολεσθέντα αντικείμενα που βρίσκει καθημερινά στο τρένο. Στα μάτια του κατοικεί η απόλυτη θλίψη για τη μητέρα του που δεν επέστρεψε ποτέ. Η απώλεια τον έχει σημαδέψει και έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους. Ωστόσο τα αντικείμενα που τον περιβάλλουν δεν πρόκειται ποτέ να τον προδώσουν, να τον εγκαταλείψουν. Είναι τα μόνα στα οποία έχει πίστη. Ώσπου μια μέρα θα εισβάλει στη ζωή του το κόκκινο. Το κόκκινο ημερολόγιό του θα βρεθεί ανάμεσα στα καθίσματα του τρένου. Το κόκκινο της ζωής και του έρωτα θα εμφανιστεί στο πρόσωπο της Έλενας. Μιας κοπέλας πραγματικά ξεχωριστής, ακτινοβόλας, ενθουσιώδους και απρόβλεπτης, που θα τον παρασύρει να ανακτήσει τον χαμένο χρόνο και θα γίνει το βάλσαμο στην πληγωμένη του καρδιά. Μαζί θα αναζητήσουν αλήθειες, θα βάλουν χρώμα στις μέρες τους και ο Μικέλε θα μάθει ξανά τι σημαίνει να αγαπάς.
Η ιστορία ενός νέου που έχει ξεχάσει τον κόσμο. Η ιστορία μιας νέας που έχει κλείσει μια «συμφωνία ευτυχίας», παρ’ όλο τον πόνο της. Δυο ψυχές που θα αντιμετωπίσουν τη ζωή χωρίς να παραδοθούν ποτέ πια. Μια αξέχαστη φωνή που σχεδιάζει ένα χαμόγελο στην καρδιά μας.
www.paraxenotaxidi.gr www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr
ISBN 978-618-5224-09-7
ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ: 10026