Τα κάναμε θάλασσα....

Page 1

(

τα παραμύθια)

«Νήσων Περίπλους» Δίκτυο Αναπτυξιακών Εταιριών Νησιωτικής Ελλάδας


Ευχαριστούμε θερμά τους μικρούς εικονογράφους μας, που με χαρά και όρεξη άκουσαν τις ιστορίες μας και αποτύπωσαν στο χαρτί τις εικόνες που ξεπήδησαν στο μυαλό τους. Ευχαριστούμε επίσης τους εκπαιδευτικούς που παρακίνησαν και συντόνισαν τους μαθητές τους ώστε να ζωγραφίσουν τις ιστορίες αυτές. Οι μαθητές λοιπόν που… τα έκαναν θάλασσα προέρχονται από τα παρακάτω σχολεία:

ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΛΑΣΙΘΙΟΥ Α.Α.Ε. ΟΤΑ

Τα κάναμε θάλασσα (τα παραμύθια) 1η έκδοση: 2015 Εκδοση: Αναπτυξιακή Λασιθίου Α.Α.Ε. ΟΤΑ «Νήσων Περίπλους», Δίκτυο Αναπτυξιακών Εταιρειών Νησιωτικής Ελλάδας Συντονισμός - Επιμέλεια έκδοσης: Δήμητρα Καμπέλη, Αναπτυξιακή Ηρακλείου ΑΑΕ ΟΤΑ & Ιωάννα Μπουλντούμη, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Επιμέλεια κειμένων: Ιωάννα Μπουλντούμη, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας

2

Σχεδίαση βιβλίου: Νίκος Ντρετάκης Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία: «Τυποκρέτα» - Γ. Καζανάκης Δ/χοι Α.Β.Ε.

ISBN: 978-618-82359-0-8

Η παρούσα έκδοση τυπώθηκε σε 20.000 αντίτυπα και διανέμεται ΔΩΡΕΑΝ Η έκδοση του βιβλίου συγχρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στο πλαίσιο του Αξονα 4: «Προσέγγιση LEADER» του ΠΑΑ 2007-2013 και ειδικότερα από το Μέτρο 421 Διατοπική Συνεργασία – «Νήσων Περίπλους: Ο πολιτισμός ως εργαλείο ανάπτυξης της νησιωτικής Ελλάδας».

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΠΑΑ 2007-2013

ΑΞΟΝΑΣ 4: ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ LEADER

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΝΗΣΙΩΤΙΚΗΣ «Η Ευρώπη επενδύει στις ΕΛΛΑΔΑΣ αγροτικές περιοχές» «ΝΗΣΩΝ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ»

ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΛΑΣΙΘΙΟΥ Α.Α.Ε. ΟΤΑ

ΚΔΑΠ Μουσικοκινητικής Κατεύθ. Ιεράπετρας Ν. Λασιθίου Κρήτης Εκπαιδεύτρια κα Κυριακή Μπαντουβάκη ΚΔΑΠ ΜΕΑ Ιεράπετρας Εκπαιδεύτριες κ.κ. Ειρήνη Καλαϊτζάκη και Χριστίνα Συμνιανάκη 5ο Δημοτικό Σχολείο Ερμούπολης Σύρου Α΄ τάξη, εκπαιδευτικοί κ.κ.: Γεωργία Μανάρα, Σοφία Καφετζή Γ΄ τάξη, εκπαιδευτικός κος Δημήτριος Λυγνός Ολοήμερο Δημ. Σχολείο Ελιάς, Χερσονήσου, Ν. Ηρακλείου Κρήτης Εκπαιδευτικοί κ.κ.: Στέλλα Κουφάκη, Μαρία Μαργαριτάκη, Ζένια Κοκολάκη, Μαρία Γιαλούρη, Κωνσταντίνα Ευαγγέλου, Θεόφιλος Λαμπρογιαννάκης, Μαρία Μελεσσανάκη 5ο Δημοτικό Σχολείο Ρεθύμνου Κρήτης, Τάξη Ε2 Εκπαιδευτικός κος Νίκος Δερεδάκης 3o Δημοτικό Σχολείο Ζακύνθου Θεατρολόγος κα Αθηνά Πασχαλίνα Σαραντίδη 1ο Δημοτικό Σχολείο Κάμπου, Ν. Ζακύνθου Εικαστικός κος Κώστας Πλέσσας Δημοτικό Σχολείο Αλίντων Λέρου Διευθυντής κος Αναστ. Χατζηλάρης Δημοτικό Σχολειό Φρε Αποκορώνα Χανίων, τάξεις Γ’ & Δ’ Εκπαιδευτικός κος Ελευθέριος Χατζηδάκης Δημοτικό Σχολείο Βάρειας Λέσβου Τάξη Ε’ Εκπαιδευτικός κος Ευστράτιος Στεφάνου 1ο Γυμνάσιο Ηρακλείου Εκπαιδευτικός-Εικαστικός κα Μαρία Χουλάκη

Ευχαριστούμε επίσης τους: κο Δημήτρη Σταματέλο, υπεύθυνο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λέρου, και την Κωνσταντίνα Αγιοστρατίτη, μαθήτρια Γυμνασίου Μούδρου Λήμνου


4

Αγαπητά μας παιδιά, Όπως έχετε μάθει ήδη στο σχολείο, σκορπισμένα στις ελληνικές θάλασσες βρίσκονται τα περίφημα ανά τον κόσμο ελληνικά νησιά. Οι περισσότερους επισκέπτες, όταν σκέφτονται τα νησιά μας, τους έρχεται στο μυαλό η ζωή σε μαγικές παραλίες, οι βόλτες σε όμορφα λευκά σοκάκια και οι βεγγέρες σε παραθαλάσσια ταβερνάκια στη μέση του ζεστού παντοτινού καλοκαιριού των μαγικών αυτών τόπων. Πώς είναι όμως τα ελληνικά νησιά, για εκείνους που πραγματικά τα γνωρίζουν, που αφιερώνουν κάθε μέρα από την ζωή τους, περπατώντας τους ίδιους δρόμους και ξεπερνώντας κάθε εποχή; Για τους νησιώτες της Ελλάδας, είναι βέβαιο ότι ο τόπος τους είναι επίσης μαγικός για εντελώς, όμως, άλλους λόγους. Όσο παράξενο και αν ακούγεται, η ομορφιά καμία φορά πηγάζει από τις δυσκολίες και την απομόνωση που τελικά κάνουν το νησί έναν «Κόσμο Ολόκληρο», γεννούν μοναδικούς πολιτισμούς και δίνουν την ώθηση για προσπάθεια και δημιουργία. Για όλους εμάς, που δουλεύουμε για αυτό το πρόγραμμα, ακόμα και η έκφραση «ΝΗΣΩΝ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ», δεν σημαίνει απλά το ταξίδι γύρω από τα νησιά μας, αλλά πολύ περισσότερα… σημαίνει κανείς να βλέπει, να γεύεται, να μαθαίνει και να αισθάνεται την ουσία της νησιώτικης Ελλάδας, τη μοναδική ταυτότητα των νησιών και τον πολιτισμό τους. Στο ταξίδι αυτό, ζήσαμε όλοι μας μια πολύ όμορφη περίοδο όπου μοιραστήκαμε αυτά που θέλαμε να κάνουμε και χτίσαμε μαζί όνειρα για το μέλλον. Γνωριστήκαμε καλύτερα μεταξύ μας, εκπλήξαμε ο ένας τον άλλο με το πόσοι ιδιαίτεροι είμαστε όλοι αλλά την ίδια στιγμή νιώσαμε πόσο κοινές ρίζες έχουμε. Τα μοναδικά αυτά στοιχεία των νησιωτών μας κάνουν να μιλάμε την ίδια «γλώσσα», τη γλώσσα απεραντοσύνης της θάλασσας. Σήμερα, έχουμε την ικανοποίηση ότι ήμασταν όλοι μαθητές και δάσκαλοι σε αυτή την προσπάθεια -γίνεται και αυτό μερικές φορές!-, και κερδίσαμε όλοι, ωριμάσαμε στη σκέψη, σε ένα κλίμα συνεργασίας και φιλίας, αποκτήσαμε µια «νέα ταυτότητα νησιώτη», αυτή του Αιγαίου, του Ιονίου και

του Κρητικού Πελάγους μαζί, και κάθε φορά που επιστρέφουμε στον τόπο µας έχουμε κάτι νέο να φέρουμε πίσω, να πούμε, να μοιραστούμε και να ονειρευτούμε γι’ αυτόν… Η συνεργασία αυτή, 11 Αναπτυξιακών Εταιριών που όλες εδρεύουν σε νησιωτικές περιοχές, μας κάνει να νιώθουμε αισιόδοξοι και μας εμπνέει για το αύριο. Αυτό το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου, όπως και κάθε προσπάθεια µας, αφιερώνεται στους μικρούς κατοίκους των νησιών της Ελλάδας που επιμένουν πέρα από κάθε δυσκολία, να ζουν και να ονειρεύονται σ’ αυτά. Γιατί όπως είπε ο ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης «…θάλασσα λανθασμένη δεν γίνεται…» Θα θέλαμε από καρδιάς να ευχαριστήσουμε την Ιωάννα Μπουλντούμη, συγγραφέα παιδικών παραμυθιών, γιατί δίχως να το σκεφτεί στιγμή αγκάλιασε αυτήν την δουλειά με τόση αγάπη και φροντίδα χωρίς να μας ζητήσει το παραμικρό αντάλλαγμα και έκανε ένα μικρό όνειρό μας πραγματικότητα! Και φυσικά να ευχαριστήσουμε όλους τους άξιους «παραμυθάδες» που σκαρφίστηκαν αυτές τις όμορφες νερό-ιστορίες αλλά και ΟΛΑ τα παιδιά που με τόση έμπνευση και ταλέντο εικονογράφησαν τα παραμύθια μας….! Με την υπόσχεση μελλοντικής δημιουργίας, ευχαριστούμε βαθιά όλους τους συντελεστές αυτης κών α ι ξ υ τ π της έκδοσης και υπερήφανα ο Ανα ν υ τ κ ί Δ ώ ευχόμαστε, Εταιρι Ελλάδας Καλό Ταξίδι... τ ικ ή ς ω ι σ η Ν

Όλες μας οι δράσεις στο πρόγραμμα «Νήσων Περίπλους» χρηματοδοτούνται από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων της χώρας μας και από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο.

5


Γεια σας παιδιά κι από μένα!

6

Αρχές του μήνα του Νοέμβρη, μαζευτήκαμε ένα σωρό άνθρωποι που αγαπάμε τη γραφή, την ανάγνωση αλλά πάνω απ’ όλα τη ζωή, στην αρχόντισσα των Κυκλάδων και πρωτεύουσα του νομού, τη Σύρο! Όχι, δεν κάναμε διακοπές. Όχι, δεν κάναμε επίσκεψη σε συγγενείς. Διαβάστε παρακάτω και θα καταλάβετε. Που λέτε, όλα ήταν με το μέρος μας, παιδιά! Ο καιρός; Ανοιξιάτικος! Οι οικοδεσπότες μας από την Αναπτυξιακή Εταιρεία Κυκλάδων; Ούτε στο σπίτι τους να μας είχαν φιλοξενήσει τέτοια προσοχή και τόση αγάπη! Τα ντόπια φαγητά και γλυκά που γευτήκαμε; Ακόμα τα σαγόνια μας τα θυμούνται και αναστενάζουν με νοσταλγία. Μα πάνω απ’ όλα αξέχαστοι θα μας μείνουν οι άνθρωποι που συναντηθήκαμε εκεί για να συμμετέχουμε σε ένα «Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής» για πεζογραφία, ποίηση και παιδική λογοτεχνία. Δηλαδή, μάθαμε πώς να γράφουμε καλύτερα τις ιστορίες που έχουμε στο μυαλό μας και δε θέλουμε να μείνουν μόνο στο μυαλό μας αλλά να τις γράψουμε σε χαρτί και να τις διαβάσουν κι άλλοι. Εγώ, η Ιωάννα, ήμουν –ας πούμε- η δασκάλα των μεγάλων παιδιών που τους αρέσει να γράφουν ιστορίες για μικρά παιδιά αλλά και για τους μεγάλους που αρνιούνται να μεγαλώσουν. Και ξέρετε τι ωραίες ιστορίες έγραψαν οι αγαπημένοι μου μαθητές; Όχι; Μα φυσικά και ξέρετε, ή μάλλον, θα μάθετε πολύ γρήγορα, αφού τις κρατάτε στα χέρια σας! Ναι, ναι, όπως το ακούτε. Ήταν τόσο ωραίες οι ιστορίες με θέμα το Νερό που έγραψαν η Δέσποινα, η Δήμητρα, ο Γιάννης, η Κλειώ, ο Κώστας, ο Κώστας, η Αθηνά, η Αθηνά, η Μαίρη, η Μαρία, η Μαρία, η Μαρία, η Ελένη, η Ελένη (όχι, σας το ορκίζομαι, δεν έπαθα λεξολόξυγκα, απλά είχαν τα ίδια ονόματα), που είπαμε να τις κάνουμε βιβλίο.

Ένα βιβλίο γεμάτο νερό, που δε στάζει, αλλά διαβάζεται μονορούφι! Που ξεδιψάει τη λαχτάρα για καλές ιστορίες. Που ένα «ποτηράκι» του σβήνει τη βαρεμάρα. Ένα βιβλίο που μας λέει ότι μερικές φορές τα κάνεις… μούσκεμα, αλλά είναι για καλό! Και θέλετε να μάθετε το πιο ωραίο; Τις εικόνες δεν τις έχει φτιάξει κανένας σπουδαίος ζωγράφος, κανένας ξακουστός καλλιτέχνης. Τις ζωγραφιές τις έχουν κάνει μαθητές δημοτικών σχολείων των νησιών μας, των νησιών που ανήκουν στο Δίκτυο «Νήσων Περίπλους». Και να σας πω κάτι; Αυτά τα παιδιά είναι οι πιο σπουδαίοι καλλιτέχνες που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε. Και ζωγράφισαν τις πιο όμορφες εικόνες που γέννησε το μυαλό τους ακούγοντας τις ιστορίες που γράφτηκαν στο εργαστήρι. Αλλά πολλά σας είπα εγώ. Ας μιλήσουν λλή, ο π οι ιστορίες πια. γάπη α α ε ν Μ Ιωάν

Η Ιωάννα Μπουλντούμη είναι συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας και επικοινωνιολόγος. Είναι επίσης και φανατική αναγνώστρια λογοτεχνίας, γιατί διαφορετικά δε γίνεται να είναι συγγραφέας. Τα 12 μέχρι στιγμής βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός και Μεταίχμιο. Από το 1999, ανήκε επίσης στη συντακτική ομάδα της εφημερίδας «Ερευνητές» της «Καθημερινής» του Σαββάτου. Ζει στον Πειραιά αλλά θα μπορούσε να ζει κι αλλού. Έχει πάψει να αναζητά το νόημα της ζωής, γιατί πιστεύει πως το βρήκε.

7


Δήμητρα Βγενοπούλου,

Ψυχοπαιδαγωγός-Ψυχοθεραπεύτρια, Άνδρος

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΡ Εικονογράφηση: Ολοήμερο Δημ. Σχολείο Ελιάς, Χερσονήσου, Ν. Ηρακλείου Κρήτης

8

Αγαπημένο μου ημερολόγιο! Σου γράφω για να σου πω τι τραβάω πάλι σήμερα!!! Η κυρία μας, μας έβαλε πρώτη φορά να γράψουμε έκθεση στο σπίτι! Το θέμα είναι "Το νερό"! Οι τυχεροί στο ΣΤ' 2, δεν έχουν τίποτα για το σπίτι! Ρώτησα τη φίλη μου τη Ρίτα! Αχ! Πόσο βαριέμαι τις εκθέσεις! Προβληματίστηκα πολύ και με το θέμα! Είναι πολύ γενικό!!! Η κυρία δε μας έκανε συγκεκριμένο το είδος του νερού, για το οποίο θέλει να γράψουμε. Απλά μας είπε να γράψουμε για το νερό! "Τι νερό κυρία;" μου ήρθε να της πω. "θαλασσινό, πόσιμο, τρεχούμενο, ποταμίσιο, νερό λίμνης, νερό βάλτων, νερό αλμυρό ή γλυκό;". Αλλά, μετά το ξανασκέφτηκα και δεν της είπα τίποτα! Έτσι, το πήρα απόφαση πως μόνη μου θα βρω την άκρη! Από την ώρα που γύρισα από το σχολείο πειραματίζομαι, μπας και μου έρθει καμιά ιδέα! Αρχικά, πήγα και κάθισα κοντά στη θάλασσα που τόσο πολύ αγαπάω και άκουγα το κύμα...μηδέν έμπνευση, όμως!!! Στην επιστροφή, άκουσα νερό να τρέχει από έναν σπασμένο σωλήνα στο δρόμο και σταμάτησα για λίγο να το παρατηρήσω...αλλά, τίποτα!!! Μόλις γύρισα σπίτι, άνοιξα τη βρύση του μπάνιου να πλύνω τα χέρια μου

και χάζευα το νερό που έτρεχε...για άλλη μία φορά, όμως, η έμπνευσή μου δεν ανταποκρίθηκε!!! Έτσι, σκέφτηκα να πάω να κάνω ένα μπανάκι! Πίστεψα, πως αν ένιωθα το νερό να κυλάει σε όλο μου το σώμα, θα μου ερχόταν η ιδέα! Μάταια προσπάθεια! Μετά, άρχισα να ψάχνω τη λύση σε πιο περίεργες ιδέες, για το που μπορώ ν' ανακαλύψω νερό και να εμπνευστώ! Κατέληξα, λοιπόν, στην αποθήκη του σπιτιού μου! Εκεί, στο ταβάνι της αποθήκης, έχει τρυπώσει η υγρασία και οι σταγόνες κρατάνε το ρυθμό "πλιτς-πλατς", πέφτοντας στο πάτωμα. Κάθισα εκεί για λίγο ν' ακούσω το ρυθμό...τελικά, ούτε αυτό βοήθησε! Συνέχισα την έρευνά μου, ζητώντας τηλεφωνική βοήθεια και πληροφορίες από τη γιαγιά και τον παππού μου! Η γιαγιά μου, γέννημα θρέμμα Συριανή κι ο παππούς μου Ανδριώτης!!! Η μόνη απάντηση που πήρα κι από τους δύο, είναι πως το νερό κι η θάλασσα είναι η ζωή κι η δύναμή τους!!! Τι απογοήτευση, Θεέ μου!!! Τι θα παρουσιάσω στην τάξη μου; Μέσα σε μία μέρα πρέπει να έχω σκεφτεί το θέμα και να έχω γράψει και την έκθεση! Άθλος!!! "Νερό, νερό, νερό!" επαναλαμβάνω συνεχώς αυτή τη λέξη στο μυαλό μου. Η φαντασία μου άρχισε,

9


Με νερό πλενόμαστε και κάνουμε μπάνιο! (εκτός από τον αδερφό μου, που δεν ξέρει τι θα πει σαπούνι! Μπλιαχ!) Με νερό πλένουμε διάφορα αντικείμενά μας! (πιάτα, ρούχα, αυτοκίνητα, κλπ.) Στο νερό ζουν τα ψάρια, τα χταπόδια και όλα τα υπόλοιπα ζώα της θάλασσας, του ποταμού και της λίμνης! Με νερό, επίσης, παίζουμε τέλεια παιχνίδια, ειδικά το καλοκαίρι!!! (μπουγέλο, νερόμπομπες, φούσκες και πολλά ακόμα!)

10

σχεδόν, να μουλιάζει από τα τόσα νερά που σκέφτομαι! Νερά σε όλες τις μορφές και για κάθε χρήση! Πλημμύρισα στις σκέψεις...αλλά από ιδέες, τίποτα ακόμα! Α! Να το!!! Μου φαίνεται πως κάτι μου ήρθε! Αγαπημένο μου ημερολόγιο, πόσο εμπνέομαι από εσένα!!!

ΤΟ ΝΕΡΟ! Το νερό υπάρχει παντού γύρω μας...το νερό είμαστε εμείς! Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Το σώμα μας αποτελείται από 75% νερό, περίπου! (το είχα googlάρει πρόσφατα!) Πίνουμε νερό για να ξεδιψάσουμε! (εγώ ειδικά, πίνω πάααρα πολύ νερό!!!) Όταν μαγειρεύουμε, βάζουμε και νερό στο φαγητό! (τουλάχιστον, η μαμά μου έτσι κάνει!) Με νερό ποτίζουμε τα λουλούδια και τα δέντρα! (ο παππούς μου κάθε μέρα ασχολείται μ' αυτή τη δουλειά, στο περιβόλι και τον κήπο του! Κι εγώ, το ίδιο κάνω, με το βασιλικό που μου χάρισε!)

Τελικά, η γιαγιά και ο παππούς έχουν δίκιο! Το νερό είναι ζωή! Γι' αυτό μάλλον, τώρα που οι επιστήμονες βρήκαν νερό στον πλανήτη Άρη, πιστεύουν ότι υπάρχει κι εκεί ζωή! Τέλειο;;;!!! Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι απ' όλα αυτά να γράψω στην έκθεσή μου! Ή τι απ' όλα αυτά να αφαιρέσω! Ίσως τα γράψω κι όλα μαζί! Θα το σκεφτώ! Ήρθε η ώρα να σ' αφήσω, γιατί έχω να διαβάσω και για αύριο! Και κυρίως, να συγκεντρωθώ και να γράψω αυτή την έκθεση!!! Σ' ευχαριστώ που άκουσες τον πόνο μου για άλλη μία φορά! Είσαι το αγαπημένο μου ημερολόγιο!!! Στ' αλήθεια! Υ.Γ.1 Η μαμά είπε ότι αν συγκεντρωθώ να γράψω την έκθεση -χωρίς γκρίνια!!!- το Σάββατο θα πάμε στις νεροτσουλήθρες!!!! Γιούπιιιιιιι!!!!! Θα προσπαθήσω πολύ! Πάρα πολύ! Υ.Γ.2 Θα προσπαθήσω αλήθεια! Αλλά, πρώτα πάω να πιω νερό και να ποτίσω το βασιλικό μου! Σ' αφήνω τώρα, Μαίρη

11


Κωνσταντίνος Ζαφειρίου,

Συγγραφέας, Λήμνος

TO KYMA Εικονογράφηση: Κωνσταντίνα Αγιοστρατίτη, μαθήτρια Γυμνασίου Μούδρου Λήμνου

12

Κάποτε ξεκίνησε να βρέχει. Λεπτές ψιχάλες έπεφταν ασταμάτητα σα ψυχρός ιδρώτας απ' το μέτωπο του ουρανού. Όλοι νόμιζαν ότι δεν ταίριαζε στην εποχή μια τόσο επίμονη και παράξενη βροχή. Ασφαλείς στην αγκαλιά της στεριάς, συνέχισαν τις ζωές τους, ενώ οι ομπρέλες έγιναν αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Έπειτα ήρθε αυτή η μυρωδιά... Γι αυτήν οι ομπρέλες δε μπορούσαν να κάνουν και πολλά. Η κόρη του ψαρά ήταν η πρώτη που την αντιλήφθηκε. Κάθε φορά που ξάπλωνε να κοιμηθεί τα βράδια η μυρωδιά των ψαριών χωνόταν στα ρουθούνια της και την έκανε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι της. Είχε συνηθίσει, βέβαια, τόσα χρόνια· κόρη ψαρά ήταν. Στις ξαγρύπνιες της σκεφτόταν πόσο θα ήθελε να είναι ένα παιδί της θάλασσας και όχι μία κόρη ψαρά... Ευχόταν και προσευχόταν να μπορούσε να φύγει το επόμενο πρωί κιόλας! Τα πρωινά, όμως, συνήθως έβρισκε μόνο λέπια μέσα απ' τα ρούχα της, πάνω στα μαλλιά της, ανάμεσα στα δάχτυλα και κολλημένα παντού στο κορμί της. Και, σα να μην έφτανε αυτό, όλη η χώρα μύριζε τώρα σα ψάρια. Ύστερα ο ουρανός άρχισε να βρέχει κι αυτός... λέπια! Λέπια στα κλαδιά των δέντρων και στις στέγες των σπιτιών, λέπια πάνω σε σκύλους και σε γάτες, λέπια στις ομπρέλες των ανθρώπων, λέπια... λέπια... λέπια. Παντού αυτά τα άτιμα τα λέπια! Κανείς δεν το αντιλήφθηκε εγκαίρως όταν ήρθε. Κανείς δεν άκουσε κάτι εκείνη την ημέρα. Το μόνο που είδαν οι

κάτοικοι της ήρεμης στεριάς ήταν ένα κύμα να ορθώνεται, πέρα, στο βάθος του ορίζοντα απ' τη μεριά του ωκεανού. Το κύμα και τίποτε άλλο. Ακίνητο φαινόταν, αλλά πελώριο. Γέμιζε τον ορίζοντα απ' άκρη σ' άκρη, ψηλότερο απ' ότιδήποτε ψηλό υπήρχε στον κόσμο. Στην αρχή ήταν οι νεαροί ναυτικοί, οι πιο θαρραλέοι απ' όλους, που θέλησαν να κάνουν κάτι γι αυτό. Ζώστηκαν τα τρομπόνια τους, τα γέμισαν με κομμάτια μολύβι, μέταλλα, σκάγια και πράγματα

13

βαριά, μπήκανε στις βάρκες τους, πλησίασαν το κύμα και μπαμ μπουμ τα άδειασαν στα νερένια πλευρά του, μήπως έτσι το ανάγκαζαν να κατακάτσει. Μάταια όμως... Οι παλιότεροι ναυτικοί, γέροντες θαλασσόλυκοι πια, δοκίμασαν κι αυτοί με τη σειρά τους διάφορες γητειές των αστεριών και ξόρκια του παλιού καιρού και μυστικά σημάδια που μόνοι εκείνοι θυμόνταν πια. Το κύμα, όμως εκεί, ένας άσπαστος τοίχος από νερό και η ψαρίλα, ψαρίλα.


Με τον καιρό αλλάξανε συνήθειες οι άνθρωποι της ήρεμης στεριάς. Οι άντρες άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους. Πίστευαν ότι έτσι θα ανακάλυπταν πως και γιατί ήρθε το κύμα. Οι γυναίκες πάλι, μικρές μεγάλες, έκοψαν τα όμορφα, μακριά μαλλιά τους και άρχισαν να τα προσφέρουν δώρα στη θάλασσα, μήπως μια μέρα το κύμα αποφάσιζε να φύγει. Και μήπως, μαζί του έπαιρνε τη βροχή, τη μυρωδιά και τα λέπια. Τα λέπια...

14

Μία μέρα έκοψε τη μακριά αλογοουρά της και η κόρη του ψαρά. Την άφησε, με τρόπο τελετουργικό, σε μια παραλία κοιτώντας επίμονα το κύμα. Και τότε το κύμα της μίλησε! «Μπορώ να γίνω βροχή και μυρωδιά. Μπορώ να γίνω λέπια και ψάρι και πράσινο φύκι. Ψηλά απ' τον υγρό θρόνο μου, μπορώ να γίνω ό,τι ποθώ.» «Πάρε τα μαλλιά μου και γίνε σωτηρία για τον κόσμο, αν θες, πελώριε τοίχε από νερό...»

«Έλα κοντά μου κόρη του ψαρά.» την πρόσταξε το κύμα. Η κόρη του ψαρά μπήκε στο νερό και, ανήμπορη να κάνει αλλιώς, το πλησίασε. «Μπορώ να γίνω ό,τι ποθώ» «Μπορείς να γίνεις ό,τι ποθώ;» «Αντί για βαρύ μολύβι και πράγματα που καίνε και πονούν, εσύ μου έδωσες την ομορφιά που στολίζει την κεφαλή σου. Γι αυτό θα γίνω ό,τι ποθείς.» της εξήγησε το κύμα. Όλοι απόρησαν όταν μια μέρα είδαν το κύμα να φεύγει, έτσι ήσυχα και αθόρυβα όπως είχε έρθει πριν από τόσο καιρό. Οι άντρες άφησαν κάτω τα σπαθιά τους. Οι γυναίκες αγκαλιάστηκαν και τα παιδιά κρυφτήκαν. Ο τόπος βουβάθηκε και σε λίγο χρόνο το κύμα είχε εξαφανιστεί σα να μην υπήρξε ποτέ. Δεν ακούστηκαν φωνές, ούτε γέλια ούτε κλάμματα. Μόνο η κόρη του ψαρά έμεινε να επιπλέει καταμεσής του ωκεανού. Τώρα, όμως, είχε τα μαλλιά του αχινού, σκληρά και μυτερά. Τα μάτια της είχαν γίνει δυο ζαφειρένιες σταλαγματιές. Πρόσωπο και σώμα γυμνό και γυαλιστερό που το διέτρεχαν φλέβες σαν απρόσεκτες πινελιές από πράσινο μελάνι και κόκκινο αίμα. Και τα πόδια της μια ενωμένη ουρά ψαριού, στολισμένη με λέπια, γκρίζα, πράσινα, μπλε, πορτοκαλί και μωβ λέπια που στραφτάλιζαν συνεχώς σε πάμπολλους ιριδισμούς. Έφυγε η κόρη του ψαρά κι αυτή μαζί με το κύμα, πέρα μακριά, προς τον ωκεανό. Κανείς δεν την ξαναείδε στην ήρεμη στεριά. Ερχόταν μόνο στο όνειρο του γέρου πατέρα της πότε-πότε. Εκείνος, από φόβο ίσως, ανησυχία ή μαράζι, κρέμασε τη βάρκα του στο μουράγιο και ποτέ δεν ξανάριξε δίχτυ στο νερό μη τύχαινε ποτέ να πιαστεί σ' αυτό η κόρη του.

15


Δήμητρα Καμπέλη,

Στέλεχος Αναπτυξιακής Ηρακλείου, Ηράκλειο Κρήτης

ΠOY ΠΑΣ ΣΑΧΕΝΤ;

r

Εικονογράφηση: Δημοτικό Σχολείο Βάρειας Λέσβου

16

Δεν ήθελε να μπει στο νερό. Κοίταζε με τρόμο την μαύρη φουσκωτή βάρκα κι έσφιξε χωρίς να το καταλάβει τη Ριάντ στην αγκαλιά της. Εκείνη νιαούρισε παραπονεμένα αλλά ήταν και εκείνη τόσο τρομαγμένη που χώθηκε ακόμα πιο βαθιά μέσα στην μπλούζα της. Ο πατέρας της την κρατούσε τόσο σφιχτά από το χέρι που μερικές φορές την πονούσε χωρίς να το θέλει, αλλά δεν του έλεγε τίποτα. Φοβόταν γιατί δεν τον είχε δει ποτέ της τόσο σοβαρό και στεναχωρημένο όπως από τότε που αποχαιρέτισαν το σπίτι τους στο χωριό. Η μαμά έκλαιγε σιωπηλά συνέχεια χαϊδεύοντας αφηρημένα πότε το χέρι του αδερφού της και πότε την κοιλιά της.

Ξαφνικά η Σαχέντ άκουσε άγριες φωνές και το πλήθος την παρέσυρε προς την βάρκα. Έκρυψε ακόμα πιο καλά το μικρό γατάκι στο παλτό της. Τα παπούτσια της μπήκαν στο νερό και το παντελόνι της βράχηκε ως την μέση. Ο πατέρας της την τράβηξε τόσο απότομα δίπλα του που εκείνη παραπάτησε. «Μην φοβάσαι» της είπε αλλά αυτό την φόβισε ακόμη περισσότερο. Η Ριάντ τώρα είχε γαντζωθεί πάνω της και είχε καρφώσει τα νύχια της στην μπλούζα και στο δέρμα της. Πονούσε αλλά δεν μίλησε. Ο πατέρας της ήταν ξεκάθαρος από την αρχή σε αυτό το θέμα: την πρώτη φορά που η Ριάντ θα δημιουργούσε πρόβλημα, θα την ξεχνούσε για πάντα. Ήδη είχε υποχωρήσει στο να επιτρέψει στην Σαχάντ να την πάρει μαζί τους σε αυτό το μακρύ ταξίδι. Και αυτό έγινε μόνο και μόνο επειδή η μικρή του κόρη είχε γραπωθεί από ένα δέντρο στην αυλή του σπιτιού και απειλούσε να μείνει μόνη της εκεί. Η μαμά της την παρηγορούσε κλαίγοντας και εκείνη. Η Σαχέντ δεν είχε ποτέ καταλάβει πόσο αγαπούσε η μητέρα της την Ριάντ μέχρι εκείνη την στιγμή. Μέχρι και ο πατέρας της φάνηκε ότι δάκρυσε. Αλλά

17


18

μαζί τους πού; Κανείς δεν ήξερε ή κανείς δεν έλεγε στην Σαχέντ. Κρυφάκουγε τους γονείς της να μιλάνε για χώρες όπως η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Γερμανία και η Σουηδία και προσπαθούσε να θυμηθεί τον σχολικό χάρτη και όσα είχαν μάθει με τον κύριο Ναμπίλ. Αλλά όλα ήταν τόσο μπερδεμένα στο μυαλό της. Είχε χιλιάδες ερωτηματικά…πότε θα ξαναέβλεπαν την γιαγιά και τον παππού. Πότε θα ξαναέβρισκαν τα

Κοίταζε με τρόμο την μαύρη φουσκωτή βάρκα κι έσφιξε χωρίς να το καταλάβει τη Ριάντ στην αγκαλιά της...

πράγματα της, τα βιβλία και τα παιγνίδια της αφού δεν πήραν τίποτε μαζί τους. Πότε θα ξαναγυρνούσαν για να πάει σχολείο και να ξαναδεί τον δάσκαλο και τους φίλους της. Πότε θα έπαιζε πάλι με την Αϊσα την καλύτερη της φίλη; Ξαφνικά η Σαχέντ βρέθηκε τον αέρα. Ένας άγνωστος άνθρωπος με μαύρα γένια και άγρια μάτια την σήκωσε και την πέταξε κυριολεκτικά μέσα στην βάρκα. Η Ριάντ νιαούρισε τόσο δυνατά που η Σαχέντ τρόμαξε ότι θα τους ανακαλύψουν. Ευτυχώς είχε τόση φασαρία που κανείς δεν τους έδωσε σημασία. Ο κόσμος με τα σωσίβια στοιβαζόταν μέσα στην μικρή βάρκα, η οποία κουνούσε πλέον ανεξέλεγκτα. Έμπαιναν τόσοι πολλοί και η Σαχέντ είχε στριμωχτεί πάνω στον πατέρα της τόσο που δεν μπορούσε να πάρει αέρα. Άκουσε την μηχανή να ξεκινά και μερικές στριγκλιές. Το ταξίδι στο νερό ξεκινούσε….

19


Μαίρη Παπανικολάου,

Υπεύθυνη Πωλήσεων, Ρέθυμνο

Η ΑΚΟΥΑΡΕΛΑ

γνωρίζει τα Ελληνικά νησιά και ανοίγει σχολείο για μικρά κυματάκια Εικονογράφηση: 5ο Δημοτικό Σχολείο Ερμούπολης Σύρου

20

Πλατς! Με ένα χτυπηματάκι πάει το ψάθινο καπέλο με την τρύπα για την αλογοουρά που ξεπεταγόταν σαν μεσιανό κατάρτι ιστιοφόρου. Μετά ένα χαστουκάκι στην άλλη κυρία της παρέας, την κυρία Νότα, που πάλι ξανοίχτηκε στα βαθιά μακιγιαρισμένη λες και πήγαινε σε γάμο, στητή και κορδωμένη ακόμα και μέσα στη θάλασσα, λες και είχε καταπιεί μύτη ξιφία. Έκανε μια στροφή και άρπαξε το καπέλο του κυρίου Σάκη, του άντρα της παρέας, αποκαλύπτοντας την φαλάκρα του που γυάλισε κάτω από τις καυτές ακτίνες του ήλιου. Το πώς της είχε φτιάξει το κέφι η γνωστή παρέα σήμερα, δεν το συζητάμε, την είχε πιάσει λόξυγκας από το γέλιο. Τη χτεσινή νύχτα την είχε περάσει πάλι σ’ αυτό το μικρό κολπάκι που είχε γίνει το σπίτι της από τότε που ήρθε σε αυτή την περιοχή του πλανήτη. Βλέπετε η Aqua Marina, ή αλλιώς Ακουαρέλα, δεν ήταν από αυτές τις θάλασσες, είχε έρθει από την μακρινή Ταϋλάνδη μαζί με την ξαδέλφη της. Οι δυο τους ήταν οι μόνες από την οικογένεια που είχαν γλυτώσει από το τρομερό τσουνάμι που σάρωσε εκείνες τις παραθαλάσσιες περιοχές πριν από μερικά χρόνια. Το ότι σώθηκαν το χρωστούσε στην ξαδέλφη της, που πάντα ήταν

λίγο τρελούτσικη και της είχε κρυφτεί για πλάκα μέσα σε μια υποθαλάσσια σπηλιά. Χαμπάρι δεν πήραν όταν το υπερφυσικό κύμα παρέσυρε και σκότωσε όλη την οικογένειά τους και τους περισσότερους φίλους τους ενώ βρίσκονταν στις παραλίες, και διασκέδαζαν μαζί με τους χιλιάδες τουρίστες. Μετά την καταστροφή ήταν τόσο αβάσταχτη η μοναξιά και η στεναχώρια τους που αποφάσισαν να φύγουν και να έρθουν στην Ελλάδα, με τα πολλά νησιά, τις υπέροχες ακτές και τα καθαρά σμαραγδένια νερά. Πως τα ήξερε όλα αυτά η Ακουαρέλα; Μα από τους τουρίστες φυσικά. Είχε ακούσει πάρα πολλούς, πριν αλλά και μετά το τσουνάμι να λένε πολλά καλά λόγια για τη Μεσόγειο και ειδικά για τις ελληνικές θάλασσες. Έτσι βρέθηκαν λοιπόν σε αυτό το μικρό νησάκι, μετά από πολλές-πολλές περιπέτειες που θα τις διηγηθούμε μια άλλη φορά. Χθες τη νύχτα λοιπόν, το φεγγάρι σκορπούσε τη λάμψη του απλόχερα και η μικρή Ακουαρέλα το απόλαυσε κάνοντας μασάζ στις κολλητές της φίλες τις πεταλίδες, την Νίτσα, την Πίτσα, την Κίτσα και την Γίτσα. Τι ονόματα κι’ αυτά όμως! Αλλά τι να πεις και για το δικό της το Ακουαρέλα που της το κόλλησαν παρατσούκλι και κοντεύει να ξεχάσει το πραγματικό της. Aqua Μarina! Δεν ακούγεται υπέροχο; Της το είχε δώσει η μητέρα της, που είχε γοητευτεί από το δαχτυλίδι μιας Ιταλίδας τουρίστριας που αστραποβολούσε πάνω του η πέτρα Aquamarine καθώς κολυμπούσε. Αλλά μόλις έφτασε εδώ και την ρώτησαν τα άλλα συνομήλικα κύματα το

21


“Λίγο πιο δεξιά… λίγο ακόμα…” έλεγε η Ακουαρέλα, “άντε, τελείωνε, πιάστηκε το πλοκάμι μου”, παραπονέθηκε με χαμόγελο ο Ιάκωβος το χταπόδι...

22

όνομά της , έβαλαν τα γέλια όταν το άκουσαν, “Σιγά να μη σε λένε και ακουαρέλα” πέταξε ένα μεγαλύτερο που αντιπαθούσε τους ξένους. Έσκασαν από τα γέλια όλοι, και γελούσαν για πολύ καιρό κάθε φορά που την έβλεπαν και της φώναζαν κοροϊδευτικά : “Ακουαρέλα, Ακουαρέλα, θα μας ζωγραφίσεις;”. Ποτέ δεν κατάλαβε που ήταν το αστείο, και έκλαιγε κρυφά όταν έμενε μόνη της. Στο τέλος το πήρε απόφαση και σταμάτησε να στεναχωριέται και να τους δίνει σημασία. Είχαν δίκιο οι φίλες της οι πεταλίδες: “Δεν αξίζει να μαυρίζεις την καρδιά σου με την κακία και την απερισκεψία των άλλων, καλύτερα να γεμίζεις με την ζεστασιά της αγάπης των δικών σου ανθρώπων, εμείς είμαστε εδώ και σε αγαπάμε. Εξάλλου, δεν είναι και άσχημο όνομα το Ακουαρέλα, δεν είναι βέβαια τόσο ωραίο όσο τα δικά μας, αλλά νομίζουμε ότι μια χαρά σου ταιριάζει”. Το σκέφτηκε, το σκέφτηκε και τελικά το ανακοίνωσε, από δω και πέρα θα την έλεγαν Ακουαρέλα. Οι αγαπημένες της πεταλίδες ζούσαν κάτω από ένα βράχο που ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς καταμεσής της παραλίας, εκεί που βάθαιναν τα νερά. Ήταν το αγαπημένο στέκι των παιδιών, όλη μέρα ανέβαιναν για να κάνουν βουτιές και μακροβούτια.

“ Βρε κορίτσια, χαλαρώστε λίγο, σαν πέτρα είναι οι πλάτες σας, πω πω , πω…”, τις είχε μαλώσει χθες το βράδυ καθώς τις έτριβε. “E, τι να κάνουμε βρε παιδάκι μου, όλη τη μέρα τη βγάζουμε στριμωγμένες σ’ αυτή τη μικρή τρυπούλα κάτω από το βράχο, η μια γαντζωμένη πάνω στην άλλη. Άμα θα μας πάρουν χαμπάρι τα παιδιά, χαθήκαμε, θα γίνουμε μεζεδάκι”, της απάντησε η Νίτσα, “Ναι καλέ, αυτό το άγχος μας έχει γονατίσει”, συμπλήρωσε η Πίτσα. Της άρεσε αυτή η παραλία. Ήταν αρκετά ήρεμη σε σχέση με τις υπόλοιπες του νησιού, Εννοείται ότι τις είχε γυρίσει όλες. Στην βορεινή πλευρά είχε συνήθως αέρα και την πετούσε πάνω στην άμμο και στα απόκρημνα βράχια. Δεν της άρεσε καθόλου, δεν την μπορούσε την ένταση. Για λίγο, για να ξεμουδιάσει, εντάξει, αλλά για συνέχεια ούτε συζήτηση. Άσε που άμα έπιανε κανένα ξαφνικό μπουρίνι μπορεί να την έστελνε βαθιά μέσα στην ξηρά και να έμενε εκεί αποκλεισμένη κάτω από τις πέτρες και την άμμο, ποιος ξέρει για πόσο… Μπορεί και μέχρι τις χειμωνιάτικες βροχές που θα την βοηθούσαν να ελευθερωθεί παρασύροντάς την στην θάλασσα ξανά. Α, όχι! Ήθελε να ζήσει τη ζωή της, τις κακοτοπιές όμως τις φοβόταν και τις απέφευγε, δεν ήταν απερίσκεπτη. Όπως τότε που φαγώθηκε η ξαδέλφη της η Βαγγελίτσα - νονές όπως καταλάβατε οι πεταλίδες, δεν είχαν Λίτσα λέει στην παρέα, και δεν μπορούσαν να προφέρουν το όνομά της, «Δεν καταλαβαίνω, μια χαρά όνομα είναι το Busarakhan, που είναι το δύσκολο;», αναρωτιόταν η Ακουαρέλα. Φαγώθηκε, που λέτε, η Βαγγελίτσα να πάνε στην παραλία που έκαναν οι άνθρωποι θαλάσσια αθλήματα, αλλά και extreme sports και να κάνουν κόντρες με τα ταχύπλοα. Της άρεσε της Βαγγελίτσας να χτυπάει πάνω στα σκάφη, να τινάζεται ψηλά και να ξαναβουτάει με δύναμη στα καταγάλανα νερά ανάμεσα στα άλλα κύματα. Εκείνη την ημέρα λες και την είχε πιάσει αμόκ. Έκανε τη μια βουτιά μετά την άλλη και δεν υπολόγισε σωστά την στροφή

23


24

που έκανε το κρις κραφτ. Αυτό ήταν… Έπεσε μέσα στο σκάφος πάνω σε μια πετσέτα θαλάσσης. Ξέρετε, τις κάνουν πολύ απορροφητικές τώρα και με τόση ζέστη, στέγνωσε η Βαγγελίτσα αμέσως. Άφρισε από την στεναχώρια της η Ακουαρέλα. Για μέρες χτυπιόταν στην προβλήτα, στα πλευρά ενός καταμαράν, στα βατραχοπέδιλα ενός δύτη και στην προπέλα ενός ταχύπλοου, αλλά τι να πεις, η Βαγγελίτσα δεν θα γυρνούσε πίσω. Της είχε λείψει η τρελούτσικη παρέα της, είχαν ζήσει τόσα μαζί, και μετά από τόσες βδομάδες δεν της είχε περάσει η κατάθλιψη από τον χαμό της. Ίσως γι’αυτό να είχε κολλήσει σ’αυτό το κολπάκι και στις πεταλίδες. Ήθελε ακόμα παρηγοριά… Μέχρι που μια μέρα λαμπερή εκεί που κολυμπούσε ανάμεσα στα φύκια και τα βραχάκια με τα καβούρια της ήρθε η ιδέα. Θα άνοιγε ένα σχολείο για κύματα. Θα τους μάθαινε όλα τα κόλπα και τις τεχνικές για να κολυμπάνε με ασφάλεια ότι καιρό και να έκανε. Φυσικά θα τους έδειχνε και πολλά παιχνίδια και extreme sports. Ήθελε όμως πρώτα να γνωρίσει όλες τις θάλασσες και τις ακτές της Ελλάδας για να τελειοποιήσει τις δικές της γνώσεις. Κατάλαβε βαθιά μέσα της ότι αυτός ήταν ο σκοπός της ζωής της, αυτό θα την έκανε ευτυχισμένη, δεν έχασε λοιπόν καιρό, ξεκίνησε αμέσως. Αποχαιρέτησε τις φίλες της και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι της. Τρία χρόνια πέρασαν από την ημέρα που ξεκίνησε. Γύρισε όλα τα νησιά και τις ακτές της Ελλάδας σε ανατολή, δύση, βορρά και νότο. Γνώρισε πολλές περιπέτειες που την έκαναν πιο δυνατή. Ένοιωθε έτοιμη πια. Πριν λίγες μέρες γύρισε στο αγαπημένο της κολπάκι, στο σπίτι της, εκεί που από την αρχή ήξερε πως θα επιστρέψει για να πραγματοποιήσει το μεγάλη της όνειρο, να φτιάξει το “Σχολείο για μικρά κύματα”. Όταν αντίκρισε το γνώριμο τοπίο η καρδιά της σκίρτησε και φούσκωσε από συγκίνηση. Έτρεξε να βρει τις φίλες της τις πεταλίδες. Πως έκαναν όταν την είδαν, ξεκόλλησαν από το βράχο από την χαρά τους και έτρεχε να τις μαζέψει. Γιόρταζαν μια βδομάδα, και μετά στρώθηκαν στη δουλειά για το καινούριο σχολείο.

“Λίγο πιο δεξιά… λίγο ακόμα…” έλεγε η Ακουαρέλα, “άντε, τελείωνε, πιάστηκε το πλοκάμι μου”, παραπονέθηκε με χαμόγελο ο Ιάκωβος το χταπόδι, που την βοηθούσε να κρεμάσουν την ταμπέλα πάνω από την είσοδο του σχολείου. Η Ακουαρέλα είχε διαλέξει μια μικρή σπηλιά μακριά από την ακτή που θα μπορούσε με ησυχία να διδάξει τους μικρούς της μαθητές. Φυσικά την περισσότερη ώρα θα την περνούσαν στον αγαπημένο της κόλπο. Εκεί θα τους έδειχνε στην πράξη πώς θα έστριβαν χωρίς να χάνουν την ισορροπία τους, πως θα έκοβαν ταχύτητα, πώς θα απέφευγαν τα μεγάλα ματαιόδοξα κύματα που δεν σταματούσαν να κάνουν αγώνες μεταξύ τους για το ποιος θα φτάσει πιο ψηλά στα βράχια χωρίς να νοιάζονται για τους γύρω τους. Αλλά και πώς θα κατάφερναν να πετάγονται ψηλά στον αέρα και να κάνουν στριφογυριστή βουτιά. Στα διαλείμματα θα έπαιζαν με τους κολυμβητές και τα ψάρια. Γέλια και φωνούλες έβγαλαν την Ακουαρέλα από την ονειροπόλησή της. Γύρισε και τι να δει. Η σπηλιά είχε γεμίσει από κυματάκια που τα είχαν φέρει οι γονείς τους. “Κυρία, θέλω να μάθω να κάνω βουτιές! Πότε θα αρχίσει το μάθημα;” ρώτησε ένα μικρό σκανταλιάρικο κυματάκι και η Ακουαρέλα χαμογέλασε ευτυχισμένη.

25


Ιωάννης Μανιαδάκης,

Κοινωνιολόγος, Λασίθι

ΤΟ ΝΕ O ΧωΡIΣ ΤΟ ΡΟ… Εικονογράφηση: ΚΔΑΠ ΜΕΑ Ιεράπετρας

26

Μια φορά και έναν καιρό, στην άκρη ενός λιμανιού που είχε πατηθεί από πειρατές, βασιλιάδες, σιδεράδες και χαλκάδες, καραβομαραγκούς και υπομονετικές γυναίκες, βρισκόταν ένα μικρό σπιτάκι. Ξεθωριασμένο ήταν από την αρμύρα της θάλασσας, με παντζούρια που έτρεμαν από την ανησυχία του βοριά. Μέσα του κατοικούσε ένας ψαράς, παλιός σφουγγαράς και ναυτικός μετά. Δέκα χρόνια μέσα της και τριάντα στην αγκαλιά της, σου έλεγε αν τον ρωτούσες για τα χρόνια του στη θάλασσα. Άσπρα τα γένια του, σγουρά τα μαλλιά του, παχύς και ψηλός. Αργό το βήμα του και τα χέρια του μονίμως μπλεγμένα πίσω στη μέση του. Καμιά φορά κοντοστεκόταν και το βλέμμα του καρφωνόταν στα κύματα. Ύστερα χαμήλωνε το κεφάλι και συνέχιζε να περπατάει σκεφτικός με την καμπούρα του να ξεχωρίζει. Ο χρόνος είχε αγγίξει για τα καλά τον κυρ-Βοριά, έτσι παρομοίαζαν τον γεροψαρά στο νησί αφού ούτε φοβόταν, ούτε κρύωνε καθόλου, όταν φύσαγε το ξεροβόρι. Είχε μάθει και να σφυρίζει όπως ο δυνατός άνεμος και πολλές φορές όταν περνούσε από τα σοκάκια του νησιού όλοι μπερδευόντουσαν.

«Ο γέρος περνάει ή ο Βοριάς φυσάει;» αναρωτιόντουσαν. Ο κυρ-Βοριάς είχε ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο και γνώριζε όλα τα μυστικά της θάλασσας. Είχε συναντήσει μπλε φάλαινες, άσπρους καρχαρίες και χελιδονόψαρα πολλά. Είχε δει κρυμμένους θησαυρούς, πολύχρωμες πέτρες και τον δρόμο του φεγγαριού τον ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά. Όλες τις ιστορίες του τις είχε γράψει σε ένα βιβλίο που από το βάρος δεν μπορούσε να το σηκώσει κανείς γι’ αυτό και το χρησιμοποιούσε για τραπέζι. Είχε όμως και ένα μυστικό που το κρατούσε κρυφό, μόνο μ’ ένα αίνιγμα μιλούσε γι΄ αυτό. «Ξέρω πώς να κινηθεί το νησί και να ταξιδέψει σαν καράβι σε όλη τη Γη. Είναι μυστικό κρυφό και ίσως ποτέ δε θα το πω», έλεγε και ξαναέλεγε στο καφενείο του νησιού. Κανένας όμως δεν τον πίστευε. «Πώς θα κινηθεί το νησί» έλεγαν. «Αρχίζει να χάνει το μυαλό του ο γέρος» σκεφτόντουσαν. Ένα φθινοπωρινό απόγευμα την ώρα που ο κυρ-Βοριάς κάπνιζε την πίπα του, χτύπησε άξαφνα η πόρτα. Σηκώθηκε, τράβηξε το σκουριασμένο σύρτη της ξώπορτας και άνοιξε το μάνταλο με λαχτάρα. «Γεια σου κυρ –Βοριά». Δυο αγόρια εμφανίστηκαν με κοντά παντελονάκια και κάλτσες μέχρι το γόνατο. Κοιτάχτηκαν, έσμιξαν τα φρύδια τους και με μια ανάσα χωρίς ντροπή, είπαν: «Θέλουμε να φύγουμε από το νησί, να γίνουμε ναυτικοί, τον κόσμο να γυρίσουμε όπως εσύ». Ξαφνιάστηκε λίγο ο κυρ-Βοριάς «Περάστε μέσα, ελάτε μην στέκεστε στην πόρτα», είπε και συνέχισε. «Κάπου σας ξέρω εσάς τους δυο… Χμ… Εσείς δεν είστε που το καλοκαίρι πιάνετε όλους τους αχινούς και τις πεταλίδες και δεν βρίσκω τίποτα να φάω εγώ;»

27


28

«Εμείς είμαστε ο Πεταλίδας και ο Αχινός, έτσι μας φωνάζουν στο νησί». «Τα ξέρω, το ξέρω. Και τι θέλετε από μένα τον γέρο. Μη μου πείτε το βιβλίο, είναι ασήκωτο δεν μπορείτε να το πάρετε. Μήπως θέλετε να σας πω καμιά πειρατική ιστορία για να γελάσετε; Ή μήπως θέλετε κανένα καλάμι μπαμπού να το κάνετε σπαθί;» «Θέλουμε το μπαμπού», πετάχτηκε ο Αχινός αλλά ο Πεταλίδας που ήταν πιο αποφασιστικός συμπλήρωσε : «Θέλουμε να μας πεις πως έφυγες μικρός από το νησί. Έχουμε βαρεθεί εδώ. Όλο δουλειές μας βάζουν και κάνουμε. Τρίψε τη βάρκα από δω, καθάρισε τα ψάρια από κει, ασβέστωσε το σοκάκι, βοήθα τον παππού, άκου την γιαγιά. Άσε που κάθε μέρα ακούμε την καμπάνα της εκκλησιάς δυο και τρεις φορές». Ο κυρ-Βοριάς γέλασε και τους είπε: «Και ποιος σας έστειλε εδώ; O Αχινός κατέβασε τα μάτια και είπε: «Όλοι μας τρομάζουν και μας λένε: Ναυτικοί θέλετε να γίνεται έέ, σαν τον κυρ –Βοριά που «βούτηξε» τα νιάτα του στο νερό. Πηγαίνετε από εκεί, να σας τα πει…» Ο κυρ-Βοριάς κοντοστάθηκε στο παράθυρο που βλέπει την θάλασσα, άναψε την πίπα του και είπε: «Να σας πω το μυστικό που το νησί θα μπορέσει να κινηθεί σαν καράβι, με κουπιά και με πανιά;» «Ψέμα δεν είναι αυτό κυρ-Βοριά; Αφού όλοι λένε στο γιαλό ότι είναι ένα παραμύθι και αυτό». «Όχι, όχι δεν είναι ψέμα. Μόνο πείτε μου, το θέλετε στα σίγουρα και οι δυο; Είναι σχέδιο κρυφό, δεν γίνεται από την μια μέρα στην άλλη. Θέλει χρόνο αρκετό». «Το θέλουμε και οι δυο. Η περιπέτεια και τα μυστικά μας αρέσουν όπως οι πεταλίδες και οι αχινοί». «Πολύ καλά! Ακούτε λοιπόν: Θα μαζέψετε όλους τους νέους και τις νέες από το νησί. Θα κάνετε μια ομάδα δυνατή. Άλλος θα γράφει, άλλος θα ζωγραφίζει, άλλος θα φωτογραφίζει και άλλος θα παίζει μουσική, κατά προτίμηση παραδο

σιακή. Θα έχετε και εξωτερικό φρουρό που θα κρατάει και θα καταγράφει το υλικό. Θα γράψετε όλον τον ‘’καημό’’ και θα ζωγραφίσετε το ‘’βαρετό’’ χωριό. Τον κυρ-Ανέστη τον μανάβη με το φορτηγό να πουλάει λαχανικά μαζί με τα γλυκά. Την κυρά Τασία να κρατάει με αγωνία το ταψί. Τον δάσκαλο και τη δασκάλα να φωνάζουν μι και μι. Τον σκύλο με τη γάτα που είναι στην ταράτσα. Άντε και τον παπά που κρατάει επτά κλειδιά. Με τη φωτογραφική μηχανή θα τραβήξετε το κύμα και τα βότσαλα, τα μουστάκια και τα τασάκια, τα παράθυρα και τις πέτρες. Μετά το ίδιο θα κάνετε και στο δίπλα χωριό. Θα καλέσετε και νέους από το δίπλα νησί και θα κάνουν και αυτοί το ίδιο και στο παραδίπλα το ίδιο. Μετά θα μαζευτείτε όλοι μαζί θα δείτε όλο το υλικό θα το συζητήσετε και θα είστε έτοιμοι να φτιάξετε τα κουπιά και τα πανιά». «Και ποια θα είναι αυτά, ρώτησαν με απορία και τα δυο παιδιά». «Τα πανιά θα είναι τα μαντήλια από όλα τα νησιά. Εσείς θα τα μαζέψετε από τους μπουφέδες και τα μπαούλα που έχουν κρυφτεί. Τα κουνούσαν οι μανάδες, οι γιαγιάδες και οι νιές όταν παλιά έφευγαν οι άντρες από τα νησιά. Θα τα βάλετε στα λιμάνια και θα τα δέσετε με σχοινιά γερά». «Και τα κουπιά;» «Τα κουπιά θα τα φτιάξετε από τις βάρκες που είναι λυπημένες στο γιαλό. Θα καταλάβετε ποιες είναι αυτές γιατί μόλις τις παρατηρήσετε θα σας γελάσουν. Άντε τώρα θα σας πω και το μυστικό. Αν από το νερό θα βγάλεις το ρ, θα μείνει στη ζωή το νέο. Αυτό το μυστικό δεν θα το πείτε πουθενά γιατί έχει και κάποια παιδιά που δεν λένε το ρ». «Και το ρ που θα πάει»; ρώτησε ο Αχινός «Το ρ πάει ταξίδι μακρινό για να μεταδώσει και σε άλλους νέους το μυστικό». «Άντε πάμε Αχινέ», είπε ο Πεταλίδας. «Ξεκινάμε την περιπέτεια, σε λίγα χρόνια το νησί θα το πάμε μέχρι και την Καραϊβική». «Δεν κατάλαβες βρε Πεταλίδα, η Καραϊβική θα έλθει σε εμάς…»

29


Μαρία Μελεσσανάκη,

Δασκάλα, Ηράκλειο Κρήτης

ΜΙΑ ΧΕΛvΝΑ ΜΙΑ φΟΡΑ… Εικονογράφηση: Ολοήμερο Δημ. Σχολείο Ελιάς, Χερσονήσου, Ν. Ηρακλείου Κρήτης

30

Η χελώνα Ιοκάστη είναι μια τεράστια θαλάσσια χελώνα πανέμορφη, αλλά μοναχική και λίγο θλιμμένη… Εδώ και χρόνια ζει σε μια παραλία της Νότιας Κρήτης γεμάτη γυμνά γλιστερά βράχια. Παράξενο για χελώνα καρέτα-καρέτα! Οι συγγενείς και οι φίλοι της συνήθως ταξιδεύουν ή βγαίνουν σε κάποια ακτή για να γεννήσουν τα αυγά τους μέσα στην άμμο. Μετά μπαίνουν και πάλι στην θάλασσα για να συνεχίσουν το χωρίς σταματημό ταξίδι τους. Τι είναι αυτό που οδήγησε την Ιοκάστη σε μια τέτοια ακτή; Γιατί έχει αυτό το θλιμμένο βλέμμα; Εκείνο το πρωινό η θάλασσα ήταν ήρεμη και η Ιοκάστη απολάμβανε την μέρα ξαπλωμένη πάνω σ ένα κατάμαυρο βραχάκι, γεμάτο πεταλίδες, όπως ήταν άλλωστε και το καβούκι της. Είχε γεμίσει πεταλίδες με τα χρόνια! Τους άρεσε να ταξιδεύουν μαζί της αλλά και να κουβεντιάζουν! Ήταν φίλες αυτοκόλλητες! « Τι καλά που θα’ τανε να είχαμε και κάποιον άλλον για συντροφιά! Να πάμε να εξερευνήσουμε μαζί, να παίξουμε να κολυμπήσουμε!» είπε στις πεταλίδες κι εκείνες για να δείξουν πως κατάλαβαν τι τους είπε κόλλησαν ακόμα πιο πολύ πάνω στο καβούκι της. Ξαφνικά: «Ψιτ! Ει ! ψιτ εσύ!» Ακούγεται και η Ιοκάστη κατατρομάζει! Αλλά είναι

τόσο τεράστια που είναι αδύνατον να μετακινηθεί και να κρυφτεί! Γυρίζει και η τρομάρα μετατρέπεται σε έκπληξη! Βλέπει έναν πανέμορφο χελώνο να την κοιτάζει όλο περιέργεια! «Ποιος είσαι εσύ; Πως βρέθηκες εδώ;» τον ρωτάει «Είμαι ο Αριστοφάνης. Ζω εδώ κοντά!» είπε πλησιάζοντας διστακτικά. «Δεν ξέρω αν σ’ ενοχλώ! Ήρθα μια βόλτα για να βρω φαγητό … Βλέπω από μακριά αυτά τα μαύρα βραχάκια και μου κέντρισαν το ενδιαφέρον» συνέχισε ο Αριστοφάνης. «Δεν περίμενα να συναντήσω μια χελώνα της ίδιας οικογένειας με μένα σ’ αυτήν την ηλικία! Συνήθως σε απομακρυσμένες παραλίες με βράχια βλέπεις χελώνες ηλικιωμένες!» είπε ο Αριστοφάνης έχοντας τη διάθεση να κολακέψει την Ιοκάστη! «Γεια σου Αριστοφάνη!» είπε συγκρατημένα η Ιοκάστη! «Είμαι η Ιοκάστη! Ζω εδώ τα τελευταία χρόνια! Δεν είναι κι άσχημα! Αλλά καμιά φορά νιώθω μόνη μου…. Εσύ ζεις μόνος σου;» τον ρώτησε ενώ του έκανε χώρο για να βολευτεί δίπλα της. «Όχι, ζω με την οικογένεια μου» αποκρίθηκε ο Αριστοφάνης, ενώ έδειξε ν’ αγνοεί τη θέση δίπλα της μιας και προς το παρόν ήθελε να εξερευνήσει τριγύρω. «Θέλεις να μου μιλήσεις για την οικογένεια σου;» ρώτησε η Ιοκάστη όλο περιέργεια. «Ζω με τη μητέρα, τον πατέρα και 10 από τα αδέρφια μου! Τα υπόλοιπα έχουν δικές τους οικογένειες ή σπουδάζουν στον ωκεανό την ιστορία του Χελωνόκοσμου» είπε με περηφάνια ο Αριστοφάνης. «Εσύ;» « Εγώ θα σου μιλήσω για τη ζωή των γονιών μου, όπως μου την διηγήθηκε μια γιαγιά χελώνα αλλά και μια γοργόνα που συνάντησα σε κάποια στιγμή της ζωής μου! Ξέρεις αυτή η ιστορία θα σε κάνει να καταλάβεις πολλά για μένα!

31


32

Δεν έχω ποτέ διηγηθεί σε κανέναν αυτά που θα σου πω!» είπε η Ιοκάστη πιο πολύ για να κάνει τον Αριστοφάνη να νιώσει πως αυτό που θα του εμπιστευτεί είναι πολύ ιδιαίτερο και σπουδαίο. «Για την ακρίβεια» συνέχισε, «πάει καιρός από την τελευταία φορά που συνάντησα κάποιον από το είδος μας.» Ο Αριστοφάνης την κοίταξε όλο ενδιαφέρον και της είπε: «Ανυπομονώ ν’ ακούσω τι έχεις να μου πεις!» Η Ιοκάστη άρχισε μιλά για τους γονείς της και τον καιρό που γνωρίστηκαν μεταξύ τους. «Η μητέρα μου ήταν πανέμορφη! Ήταν τραγουδίστρια σ’ ένα κλαμπ χελωνών κι εκεί ήταν που γνώρισε κι ερωτεύτηκε έναν πανέμορφο χελώνο, τον πατέρα μου. Ήταν πολύ ευτυχισμένη μαζί του! Κολυμπούσανε γρήγορα κι οι δυο μαζί, κάνανε τρέλες και όταν βράδιαζε ανέβαιναν σ’ ένα βράχο για να πάρουν έναν υπνάκο και να ξεκουραστούν.» Tα μάτια της Ιοκάστης έλαμπαν από χαρά που κάποιος σαν κι εκείνη ήταν κοντά της και την άκουγε μ’ενδιαφέρον. «Μέχρι που η μητέρα έμεινε έγκυος! Ο μπαμπάς ήταν ο πιο ευτυχισμένος χελώνος του κόσμου! Και η μαμά! Αχ, η μαμά ζούσε τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής της μαζί του!» συνέχισε η Ιοκάστη ανεβάζοντας την ένταση της φωνής της, σα να το ζούσε. «Αφού ήταν τόσο αγαπημένοι αποφάσισαν να παντρευτούν και να κάνουν πολλά μωρά! Ο μπαμπάς ήταν τόσο χα-

ρούμενος! Ξυπνούσε πρώτος κάθε πρωί πήγαινε στην τσουχτροαγορά κι έβρισκε τις πιο νόστιμες λαχταριστές τσούχτρες που έβγαζε η θάλασσα για να τις πάει στην καλή του!» Η Ιοκάστη τώρα ζούσε τις στιγμές με το μυαλό της! Ο τρόπος που έλεγε την ιστορία της οικογένειας της, άρεσε πολύ στο Αριστοφάνη! Κι εκείνος την κοιτούσε σα μαγεμένος. «Όμως… εκείνο το πρωί….», συνέχισε η Ιοκάστη με φωνή που την τσάκιζε ένας μικρός λυγμός, «έφυγε δίνοντας ένα φιλάκι στο καβούκι της μαμάς και δεν γύρισε ποτέ πίσω!» Ο Αριστοφάνης έμεινε άφωνος για λίγο. Μετά τη ρώτησε διστακτικά: «Γιατί δεν ξαναγύρισε; Τι του συνέβη; Μήπως βρήκε άλλη χελώνα;» «Μα τι λες! Ο μπαμπάς δεν είχε μάτια για άλλη πέρα από τη μαμά!» είπε η Ιοκάστη αγανακτισμένη! «Πηγαίνοντας στην τσουχτραγορά εκείνο το πρωί, είδε τα δίχτυα κάποιων ψαράδων! Είχαν πιάσει ένα σωρό λιχουδιές - καλαμαράκια, σουπιές, θράψαλα! Σκέφτηκε λοιπόν πως θα ήταν σπουδαίο αν κατάφερνε να πάει μια από αυτές στο κορίτσι του! Πλησίασε αλλά δεν έφτανε να πιάσει κάτι απέξω κι έτσι αποφάσισε να μπει μέσα στο δίχτυ», συνέχισε και τα ματάκια της άρχισαν να βουρκώνουν! «Αλλά για κακή του τύχη το δίχτυ μπερδεύτηκε στο καβούκι του! Στην προσπάθεια του να ξεφύγει, τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από το λαιμό του και τον έπνιξε!» κατέληξε η Ιοκάστη και δυο δάκρυα έπεσαν στο κατάμαυρο βραχάκι! «Ωχ! Όχι τον καημένο!!» είπε ο Αριστοφάνης κι ακουγόταν καταστεναχωρημένος. «Και η μητέρα σου; Θα μαράζωσε από τη στενοχώρια φαντάζομαι!» συνέχισε ο νέος φίλος της Ιοκάστης, ενώ τελικά αποφάσισε να κάτσει στο βραχάκι δίπλα της. «Η μητέρα κλείστηκε στο δωμάτιο της και στον εαυτό της. Δεν ήθελε να δει κανέναν. Έκλαιγε συνέχεια. Δεν είχε διάθεση ούτε να φάει! Όλοι της έλεγαν πως αν δεν προσέξει θα πάθει κι εκείνη κάτι κακό αλλά και τα 100 αυγά στην κοιλιά της! Σ’αυτά μέσα ήμουν εγώ και τα αδέρφια μου!»

33


34

είπε η Ιοκάστη, σχεδόν λαχανιάζοντας. «Έτσι έφτασε στην παραλία του Κομμού, στον κόλπο της Μεσσαράς. Εκεί γεννηθήκαμε! Εγώ βγήκα τελευταία από το αυγό! Τουλάχιστον αυτό πίστεψα αφού μόλις αντίκρισα το γαλάζιο του ουρανού δεν υπήρχε χελωνοψυχή τριγύρω. Στην αρχή τρόμαξα που ήμουν τόσο μικρούλα και τόσο αβοήθητη! Μετά όσο περνούσαν οι μέρες κι ενώ περίμενα κάποιον να με οδηγήσει στην θάλασσα και δεν ερχόταν άρχισα να θυμώνω! Και μετά το πήρα απόφαση! Έπρεπε να δω τι θα κάνω! Έτσι πήρα το δρόμο για τη θάλασσα. Και τα κατάφερα! Μόλις το κύμα έβρεξε το δέρμα μου ένιωσα η πιο τυχερή χελώνα στον κόσμο! Όμως ποτέ δε σταμάτησα να ψάχνω για την οικογένεια μου!» είπε η Ιοκάστη και σταμάτησε για λίγο να μιλάει γιατί σκεφτόταν πόσες δυσκολίες είχε περάσει χωρίς την οικογένεια της. «Μια γοργόνα που συνάντησα τυχαία,» άρχισε σε λίγο και πάλι να λέει, « μου είπε πως η ζωή των χελωνών είναι κάπως έτσι σαν τη δική μου. Το είδος μας είναι είδος προς εξαφάνιση γιατί οι κίνδυνοι είναι πολλοί.» «Τι εννοείς πολλοί;» ρώτησε ο Αριστοφάνης όλο ενδιαφέρον αλλά και λίγο τρομαγμένος. «Για παράδειγμα τα αδέρφια μου τα υπόλοιπα αυγά που γεννήθηκαν μαζί με μένα, όπως έμαθα από τη γοργόνα, δεν έγιναν ποτέ χελωνάκια! Μια οικογένεια ανθρώπων, κάρφωσε στην αμμουδιά δυο τεράστιες ομπρέλες στο σημείο ακριβώς που η μαμά είχε θάψει τα αυγά! Εγώ ήμουν τυχερή. Είχα μείνει ως το τέλος μέσα στην κοιλιά της! Κι έτσι όπως έφευγε για να επιστρέψει στη θάλασσα, γεννήθηκα και με έθαψε μόνο μου λίγο πιο μακριά.» Η Ιοκάστη μιλούσε με ένταση στη φωνή λες κι ένιωθε κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα της! «Επίσης» συνέχισε «οι χελώνες κινδυνεύουν από τα δίχτυα του ψαρά, αλλά και από τη μόλυνση των θαλασσών. Οι διάφανες σακούλες που επιπλέουν στη θάλασσα, στα μάτια μας φαίνονται τεράστιες τσούχτρες! Έχω χάσει πολλούς φίλους μου από αυτές!» είπε θλιμμένα η Ιοκάστη. «Αυτός είναι και ο λόγος που ήρθα σ’ αυτήν εδώ την

άκρη! Όταν δεν είσαι σε μέρος που υπάρχουν άνθρωποι, ούτε σακούλες κινδυνεύεις να φας, ούτε στα δίχτυα του ψαρά να μπλέξεις! Επιπλέον δεν πρόκειται ποτέ να γεννήσω αυγά! Γιατί να το κάνω; Για να γίνουν ομελέτα από κάποια ομπρέλα όπως τα αδέρφια μου;» «Τι θες να πεις; Είσαι εδώ για να κρυφτείς; Δεν το περίμενα να το ακούσω αυτό από σένα!» τη μάλωσε τρυφερά ο Αριστοφάνης. «Το σωστό όπως λέει η δική μου γιαγιά είναι να προσπαθείς κι όχι να κρύβεσαι! Είναι τόσο όμορφο να έχεις φίλους! Κι ας μαλώσεις μαζί τους! Κι ας χτυπήσεις το πόδι σου όταν παίζετε ποδόσφαιρο!» Η Ιοκάστη τον κοίταξε προβληματισμένη… Δεν ήταν σίγουρη πως έκανε καλά που του είχε ανοιχτεί τόσο… Με αυτό που της είπε, έδειχνε πως δεν έχει καταλάβει... Ο Αριστοφάνης σα να διάβασε τις σκέψεις της. «Θα μου άρεσε πολύ να παίζω μαζί σου και να ψάχνουμε μαζί λιχουδιές ! Μπορούμε ακόμη αν το θες, να μάθουμε μαζί να ξεχωρίζουμε τις τσούχτρες από τις διάφανες σακούλες! Και συνεχίζοντας… «Θα έρθεις μαζί μου στο σπίτι σήμερα! Η μητέρα για μεσημεριανό έχει ετοιμάσει υπέροχο φαγητό! Καλαμαράκια και σουπιές με μελάνι!» είπε με ύφος που δεν σήκωνε και πολλές αντιρρήσεις. Η Ιοκάστη κάτι πήγε να ψιθυρίσει σαν δικαιολογία για να αρνηθεί, αλλά βλέποντας το αποφασιστικό βλέμμα του Αριστοφάνη το ξανασκέφτηκε. Της φαινόταν σα ψέμα! Επιτέλους, είχε βρει έναν καλό φίλο. Κάποιον που την έκανε να νιώθει πιο θαρραλέα. Πως όλα θα πάνε καλά. Μπορεί να φοβόταν λίγο ακόμη, αλλά δεν την ένοιαζε πια. Έδωσε το πόδι της στον Αριστοφάνη και μαζί άρχισαν τα παιχνίδια στο νερό! Η μητέρα του Αριστοφάνη τους περίμενε! Της άρεσε πολύ που κάποιος την περίμενε…

35


Ελένη Μπετεινάκη,

Νηπιαγωγός, Ηράκλειο Κρήτης

ΤΟ ΤΑξΙδΙ ΜΙΑΣ ΧΙΟΝ ΝΙφΑδΑΣ Εικονογράφηση: Δημοτικό Σχολείο Βάρειας Λέσβου

36

Όλα ήταν έτοιμα. Όσο πλησίαζε η ώρα, η χαρά και η αγωνία της Αλίσιας μεγάλωναν. Ήξερε πως, μόλις το ρολόι της πλατείας χτυπούσε μεσάνυχτα, το μεγάλο ταξίδι θα ξεκινούσε. Ένα ταξίδι που πολύ λίγες χιονονιφάδες είχαν καταφέρει να κάνουν στην ζωή τους. Κι εκείνη είχε επιλεγεί, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες, από τη Νερούσα, τη βασίλισσα της Χαλαζίας, να μπει μαζί της στην κρυστάλλινη σφαίρα και να γνωρίσει επιτέλους τη Γη. Η Χαλαζία ήταν μια πολιτεία στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού της Συννεφιάς, του πλανήτη που εδώ και αιώνες όριζε την τύχη του Νερού. Ακούστηκε το πρώτο χτύπημα. Οι παράξενοι επιβάτες της Σφαίρας έτρεξαν να καθίσουν στη θέση τους, καθώς ο χρόνος ήταν ελάχιστος μέχρι να σφραγίσει η πόρτα και να ξεκινήσει το ταξίδι τους. Ένας Ανιχνευτής Υπόγειων Ρευμάτων, ένας Συλλέκτης Σταγόνων, ο Μάγος Ξεχασιάρης, η βασίλισσα Νερούσα και η Αλίσια ήταν το πλήρωμα και οι τυχεροί που θα είχαν τούτη τη μοναδική ευκαιρία να γνωρίσουν τι σήμαινε ρυάκι, λίμνη, ποταμός, θάλασσα, κι ακόμη να δουν πόσους δρόμους κατάφερνε να διασχίσει το Νερό, πόσο πολύτιμο ήταν για τους ανθρώπους και, αν τα κατάφερναν, ίσως και να πλησίαζαν στον Ήλιο. Με το τελευταίο χτύπημα του ρολογιού η ΚρυστάλλινηΣφαίρα μπήκε στην τροχιά του μυστικού περάσματος του ογδοηκοστού Σύννεφου που θα την οδηγούσε στη Γη. Μέχρι να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρά τους τρεις φορές, οι παράξενοι επιβάτες της Σφαίρας είχαν κιόλας βρεθεί σε έναν καινούριο κόσμο.

Ξαφνικά, ένας άγνωστος κι απέραντος κόσμος εμφανίστηκε μπροστά τους. Κοίτα Αλίσια, το ουράνιο τόξο, είπε η βασίλισσα Νερούσα. Κι εδώ κάτω, όλα είναι πράσινα, κι εκεί τα φύλλα, κίτρινα, καφέ και πορτοκαλί, και το νερό είναι τόσο καθαρό, διάφανο …κι ο ουρανός τόσο γαλάζιος… έδειξε με το χέρι της, θαυμάζοντας τα πάντα η μικρή χιονονιφάδα. Είχαν ακουμπήσει, λίγο ανώμαλα η αλήθεια είναι, στην όχθη ενός μικρού ρυακιού. Το νερό έτρεχε με όση δύναμη είχαν τα μικρά του ποδάρια. Ο Ανιχνευτής των Υπόγειων Ρευμάτων, και οδηγός της Σφαίρας, έβαλε την ένατη ταχύτητα. Βρέθηκαν έτσι να κυλούν μαζί με το νερό, χωρίς να γνωρίζουν πού ακριβώς θα τους οδηγούσε τούτη η διαδρομή. Πιο σιγά κ. Ανιχνευτή, δεν προλαβαίνω να μαζεύω τις σταγόνες από τα διάφορα σημεία, είπε ο Συλλέκτης Σταγόνων. Δεν εξαρτάται από μένα. Η δύναμη του νερού είναι τέτοια που σχεδόν η Σφαίρα οδηγείται από αυτήν. Όλοι τότε είδαν πως ερχόταν νερό κι από άλλα ρυάκια, ενώ λίγο αργότερα συναντήθηκαν όλα σ’ ένα πλάτεμα πιο κάτω, ενώθηκαν μεταξύ τους και συνέχισαν να προχωρούν με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα. Κάπου-κάπου έβλεπαν να περνούν από δίπλα τους κλαδιά, μπουκάλια, κονσερβοκούτια. Κάποια στιγμή ένα μικρό κόκκινο χαρτάκι κόλλησε πάνω στην σφαίρα και τους εμπόδιζε να βλέπουν γύρω τους.

37


38

Αυτό είναι δική μου δουλειά, είπε ο μάγος Ξεχασιάρης … Κούνησε το ραβδί του και φώναξε δυνατά: « Άνω Τούμπα, Κάτω Λούμπα μπες κι εσύ μες την σακούλα!» . Το κόκκινο χαρτάκι εξαφανίστηκε αμέσως ,μέσα στην Κρύπτη των Σκουπιδιών. Συνέχισαν τη διαδρομή και βρέθηκαν στην επιφάνεια μιας ήρεμης λίμνης. Γύρω-γύρω υπήρχαν βουνά που στην κορυφή τους είχαν ακόμα λίγο χιόνι, από εκείνο που σκέπαζε τα πάντα τον Χειμώνα. Η Αλίσια ένοιωσε για λίγο σαν να ήταν σπίτι της. Το ταξίδι συνεχίστηκε ώρα πολλή με χαμηλή ταχύτητα, ώσπου βρέθηκαν μέσα σε ένα μικρό πέρασμα. Άρχισαν να κυλούν γρηγορότερα. Είχαν μπει στο ρέμα ενός Χειμάρρου. Η ταχύτητα της Σφαίρας αυξάνονταν συνεχώς. Άρχισαν να στροβιλίζονται. Δεν μπορούσαν πια να κρατηθούν από πουθενά. Πέφτουμεεεε…..! φώναξε κλείνοντας τα μάτια με τα χέρια του ο Συλλέκτης Σταγόνων. Βοήθεια …μέχρι εδώ ήταν η ζωή μας, είπε με τρεμάμενη φωνή ο Μάγος. Μη φοβάσαι Αλίσια, είπε η Βασίλισσα, πιάνοντας την από το χέρι της που έτρεμε. Τότε ακούστηκε ένας πολύ δυνατός θόρυβος. Η Σφαίρα άρχισε να αιωρείται και να πέφτει με δύναμη, από τεράστιο ύψος, στο κενό. Εκατομμύρια σταγόνες ενός καταρράκτη τους συντρόφευαν σε τούτο το κατευόδιο. Η Σφαίρα προσγειώθηκε πάνω σε αφρισμένα νερά που έτρεχαν με μανιασμένη δύναμη, μην μπορώντας να σταματήσει πουθενά. Όλα συνέβησαν πάρα πολύ γρήγορα. Κανένας δεν κατάλαβε πόση ώρα στριφογύριζαν, ούτε πώς κατάφεραν να ξεφύγουν από πέτρες, σπασμένες σανίδες, κορμούς δέντρων. Ώσπου ξαφνικά, βρέθηκαν να πλέουν σε μια ήρεμη γαλάζια θάλασσα. Τίποτα γύρω τους, μόνο ουρανός, νερό και απόλυτη ησυχία. Ο Συλλέκτης Σταγόνων μάζεψε τα γυαλιά του, αφού με τόσες αναταράξεις είχαν πεταχτεί στο πάτωμα, και κοίταξε τον δοκιμαστικό του σωλήνα. Με μεγάλη χαρά διαπίστωσε πως σχεδόν είχε γεμίσει από μικρές σταγόνες που καθεμιά τους είχε και κάτι το ξεχωριστό.

Σωθήκαμε... είπε τότε ο Ανιχνευτής Υπόγειων Ρευμάτων…. Βρισκόμαστε στον μεγαλύτερο Ωκεανό της Γης και σύντομα με τις πληροφορίες που διαβάζω τούτη τη στιγμή θα παραμείνουν εδώ, πλέοντας, για περίπου μια εβδομάδα. Το μήνυμα από τη Χαλαζία λέει πως την όγδοη μέρα, στις τρεις το μεσημέρι ακριβώς, θα γίνει η επιστροφή μας, από το μυστικό πέρασμα που κανείς δεν θα πάρει είδηση στη γη. Όσες μέρες έπλεαν πάνω στη θάλασσα, είχαν την ευκαιρία να δουν και να θαυμάσουν έναν υπέροχο κόσμο, παρόλο που κάποιες φορές πέρασαν μέσα από νερά θολά, γεμάτα μαύρες κηλίδες. Είδαν λογιών-λογιών ψάρια, είδαν καράβια μεγάλα και μικρά, βάρκες και ψαράδες με δίχτυα, όπως κι ένα σωρό παράξενα αντικείμενα που, μάλλον, δεν είχαν κανένα λόγο να βρίσκονται στη θάλασσα. Όταν πια έφτασε η μέρα της επιστροφής, ήταν η σειρά του Μάγου να βοηθήσει να γίνουν αόρατοι και να περάσουν ξανά από το μυστικό πέρασμα που θα τους οδηγούσε στον πλανήτη της Συννεφιάς. Ένας Ήλιος κατάξανθος φάνηκε εκείνο το μεσημέρι στον Ουρανό. Το χαμόγελό του ήταν αρκετό για να λάμψει από ευτυχία η Αλίσια. Ναι, τα είχε καταφέρει! Επιτέλους, είχε δει από κοντά τον Μεγάλο Άρχοντα του Ουρανού. Πολύ λίγες χιονονιφάδες είχαν αυτή τη χαρά και τιμή, να μπορέσουν να τον συναντήσουν, χωρίς να λιώσουν. Το ταξίδι είχε σχεδόν τελειώσει, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, ευτυχώς. Όση ώρα ο Μάγος Ξεχασιάρης προσπαθούσε να θυμηθεί τις σωστές λέξεις για να τους εξαφανίσει, εκείνοι είχαν ήδη περάσει την πόρτα του τριακοστού πρώτου σύννεφου, τούτη τη φορά με τη βοήθεια του Ήλιου… Άλλη μια χιονονιφάδα είχε ζήσει τον κύκλο και το θαύμα της ζωής!

39


Δέσποινα Νικολακούδη,

Δασκάλα, Λήμνος

Η ΚΡΥΣΤΑΛΛEΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΜΑΓΟΥΛAΚΙΑΣ ΣΕ ΝΕΡΟΠΕΡΙΠEΤΕΙΕΣ Εικονογράφηση: 5ο Δημοτικό Σχολείο Ερμούπολης Σύρου

40

Ντριννν! Το κουδούνι χτύπησε δυνατά. Ίσως ήταν από τις λίγες φορές που τα παιδιά ανυπομονούσαν να μπουν στην τάξη. Έκατσαν στα θρανία τους. Έβαλαν τους φακέλους με τις εργασίες στις τσάντες τους και πήραν τα κουτιά με τα πράγματά τους στο χέρι. Η κυρία Ελπίδα, η δασκάλα τους, τα φιλούσε με στοργή και τους ευχόταν καλό καλοκαίρι. Σιγά-σιγά άδειασε η αίθουσα. Τελευταίος, ως συνήθως, έμεινε ο Νικολάκης. Προσπαθούσε να κρατήσει όλα του τα πράγματα, όμως τα μικροκαμωμένα χέρια του δεν τον βοηθούσαν. Η δασκάλα του το ήξερε και γι΄ αυτό πήρε το κουτί του. Τρέχοντας όλο χαρά ο Νικολάκης για να βρει τη μαμά του που τον περίμενε έξω απ΄το σχολείο, ούτε που πρόσεξε ότι το μπουκαλάκι με το νερό του έπεσε απ’ την τσάντα. Η κυρία Ελπίδα τράβηξε τη βαριά πόρτα, που έτριξε για τελευταία φορά αυτή τη σχολική χρονιά. Η άλλοτε όμορφη αίθουσα γεμάτη με τις πολύχρωμες ζωγραφιές και τις παράξενες κατασκευές, τώρα είχε πια αδειάσει. Όμως, για μισό λεπτό. Κάτι ακούω. Μα....δεν μπορεί. Ένας περίεργος ήχος σαν πλατσούρισμα. Μα....ναι. Είναι το μπουκάλι με το νερό. Το καπάκι ήταν μισάνοιχτο και καθώς το μπουκάλι έπεσε, οι σταγόνες του νερού άρχισαν να ξεχύνονται ελεύθερες στο ταλαιπωρημένο πάτωμα. Γρήγορα, γρήγορα Μαγουλάκια. Τα ξαδέρφια μας φεύγουν. Ωωωω, άσε με Κρυσταλλένια τρώω το μεσημεριανό μου. Θέλω να το τελειώσω.

Μα αν φύγουν όλοι, τι θα κάνουμε; Δε θέλω να μείνω μόνη μου εδώ, φοβάμαι. Πάλι αγχώνεσαι αδελφούλα μου; τη μάλωσε ο Μαγουλάκιας. Μας το είπε και ο γιατρός. Όσο πιο πολύ αγχώνεσαι, τόσο πιο γρήγορα εξατμίζεσαι. Το ξέρεις ότι έχεις αρχίσει να γίνεσαι επικίνδυνα διαφανής; Πάρε παράδειγμα από μένα. Τρώω καλά, κοιμάμαι πολύ και δεν αγχώνομαι για τίποτα. Ναι, γι΄αυτό έχεις γίνει τόσο παχουλός κι ο μπαμπάς λέει ότι πρέπει να κάνεις δίαιτα. Άντε! Τρέχα! Τελευταίοι μείναμε τι θα απογίνουμε; Όντως μέχρι ο Μαγουλάκιας να κουνήσει τα παχουλά του ποδαράκια, όλα τα ξαδέλφια τους είχαν ξετρυπώσει απ΄ το μισάνοιχτο καπάκι. Η Κρυσταλλένια έτοιμη να βάλει τα κλάματα από τη στενοχώρια της, έκατσε σε μια γωνιά στον πάτο του γερμένου μπουκαλιού. Σφίγγοντας ολοένα και πιο πολύ στην αγκαλιά της, το μικρό χνουδωτό της παπί που δεν το αποχωρίζεται ποτέ. "Μη στενοχωριέσαι αδελφούλα μου. Εγώ θα σε φροντίσω όπως πάντα", είπε ο Μαγουλάκιας και την αγκάλιασε τρυφερά. Η Κρυσταλλένια με δυσκολία κρατούσε τα δάκρυά της, που όσο πιο έντονα γίνονταν αυτά, τόσο πιο διάφανη γινόταν κι αυτή. Εξαντλημένη καθώς ήταν αποκοιμήθηκε. Το ίδιο και ο αδελφός της. "Ωχχ, άου! Τι γίνεται; Ξύπνα Μαγουλάκια" είπε η Κρυσταλλένια. Πριν προλάβει εκείνος να ανοίξει τα μάτια του νιώθει μια ζαλάδα από το πέρα δώθε. "Ούτε σε πλοίο να ήμαστε, τόσο κούνημα", αναφώνησε αυτός. "Αχ αυτά τα παιδιά. Μόνο το μυαλό τους δεν ξέχασαν εδώ", είπε αγανακτισμένη η κυρία Πίτσα, η καθαρίστρια. "Κάθε μέρα μαζεύω ξεχασμένα μολύβια, γόμες, μαρκαδόρους… Μόνο στο παιχνίδι το έχουν το μυαλό τους πια;" «Oυυυ, τσουλήθρα!!!» ξεφώνισε όλο χαρά ο Μαγουλάκιας. «Μανούλα μου.....βοήθεια!!!» φώναξε τρομαγμένη η Κρυσταλλένια, καθώς άδειαζε η κυρία Πίτσα το νερό που απέμεινε στον νιπτήρα. Τα δυο αδέλφια έπεσαν με ορμή μέσα στον σωλήνα. Κι όλο κατέβαιναν

41


42

και κατέβαιναν, ώσπου έφτασαν στον υπόνομο. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που ούτε κατάλαβαν ότι μετά το δεύτερο τούνελ χωρίστηκαν. "Κρυσταλλένιααα", μάταια ο Μαγουλάκιας φώναζε τη μικρή του αδελφή. Ήταν τόσο μακριά, που δε μπορούσε να τον ακούσει. Το ίδιο συνέβαινε και στην άλλη πλευρά του υπόνομου. "Θα φανώ δυνατή. Δε θα κλάψω", είπε η Κρυσταλλένια, ενώ πάλευε με το δάκρυ που ετοιμαζόταν να πέσει απ΄ τα βλέφαρά της. Προχώρησε για λίγο. Έψαξε μήπως τον βρει, αλλά τίποτα. Κάθισε σε μια άκρη να ξαποστάσει. Ο υπόνομος ήταν πολύ σκοτεινός και παγωμένος. Και δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Δεν ήταν όμως το χειρότερο. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Με το ζόρι ανάσαινε. Το ίδιο και ο αδελφός της. Ο οποίος όλη αυτή την ώρα εξερευνούσε σαν σωστός ντέντεκτιβ το χώρο, μήπως κι έβρισκε κάποιο σημάδι ότι η αδελφή του ήταν κοντά. Αλλά τίποτα. Κοιτούσε τριγύρω τις λίμνες με το νερό κι ήταν σαν να ΄βλεπε την οικογένειά του. Το σπίτι τους, τις βόλτες που έκαναν στη γιαγιά τους, στη θάλασσα. Τις όμορφες στιγμές που περνούσαν παρέα. Τα πρώτα γενέθλια της Κρυσταλλένιας, που της έκανε δώρο ένα μικρό χνουδωτό, κατακίτρινο παπί. Με πορτοκαλί μυτούλα και ποδαράκια και έναν μεγάλο πράσινο φιόγκο στο λαιμό του. Ακόμη θυμάται την κραυγή χαράς που έβγαλε η αδελφή του, όταν άνοιξε το κουτί. Το λάτρεψε με την πρώτη ματιά, αυτό το παπί, γι΄ αυτό και δεν το αποχωρίστηκε από τότε. Το ΄χει πάντα μαζί της και στα εύκολα και στα δύσκολα. Έτσι και τώρα αγκαλιά με τον αγαπημένο της "Καρδουλίνο", όπως τον είχε ονομάσει η Κρυσταλλένια, με αργά και δειλά βήματα προχωρούσε στον ατελείωτο και υγρό υπόνομο. Τα όμορφα ροζ παπουτσάκια της, που της είχε πάρει πριν λίγο καιρό η γιαγιά της, τώρα είχαν γίνει καφέ από τις λάσπες. Όμως δεν την ένοιαζε. Έκανε υπομονή μέχρι να βρει τον αδελφό της. "Ντρον, ντρουν, ντραν" , άκουσε ένα δυνατό θόρυβο. Τρόμαξε. "Τι να ήταν άραγε;", αναρωτήθηκε. "Κάποιο τέρας που ζει στους υπονόμους;". Αν της έκανε κακό; Έτρεξε γρήγορα να κρυφτεί πίσω από μια μεγάλη πέτρα. Απ΄ τη μια έκλεινε τα μάτια από το φόβο της κι απ΄ την άλλη τ΄ άνοιγε.

Είχε περιέργεια να δει το τρομερό τέρας του υπονόμου. Ο ήχος γινόταν όλο και πιο δυνατός. Ότι κι αν ήταν αυτό την πλησίαζε. "Αδελφούλη μου που είσαι τώρα που σε χρειάζομαι;", αναρωτήθηκε και ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της. Όμως, δεν είχε περιθώρια για σκέψεις, έπρεπε να βρει γρήγορα έναν τρόπο για να ξεφύγει. Πριν προλάβει να το καλοσκεφτεί, είδε μέσα στο σκοτάδι να λαμπυρίζουν δύο μεγάλα πράσινα μάτια. Δεν ξεχώριζε κάτι άλλο. Μόνο μια μαύρη φιγούρα που ερχόταν απειλητικά προς το μέρος της και μαζί της παρέσερνε ένα παλιό σκουριασμένο κονσερβοκούτι. Όταν πλησίασε αρκετά, κατάλαβε ότι ήταν μια μεγάλη μαύρη γάτα. Το κονσερβοκούτι σταμάτησε λίγο πιο κάτω. Από μέσα του ξεπρόβαλλε ένα μικρό, γκρι ποντικάκι με γυριστή ουρίτσα και μεγάλα μουστάκια. "Το κακόμοιρο το ποντικάκι" σκέφτηκε, το βασανίζει, η άκαρδη γάτα, πριν το κάνει γεύμα της. Κι η επόμενη θα είμαι εγώ". Κι όσο τα σκεφτόταν αυτά, τόσο έβλεπε τη μαύρη φιγούρα να την πλησιάζει απειλητικά. Και την ώρα που η γάτα σήκωσε το πόδι με τα μακριά, μυτερά νύχια της και η Κρυσταλλένια όλο τρόμο έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, ακούστηκε μια φωνή από πιο πέρα. «Εεε Ζουζούνα, γιατί σταμάτησες; Σπρώξε με θέλω κι άλλες τούμπες». Η απορία της Κρυσταλλένιας ήταν τόσο μεγάλη, που αμέσως ξέχασε το φόβο της και ξεπρόβαλλε πίσω από την πέτρα. «Τούμπες; Τι τούμπες καλέ; Αυτή θα σε φάει!» «Χα,χα,χα,χα» ξεκαρδίστηκε στα γέλια το ποντικάκι. «Ποιος θα με φάει καλέ, η Ζουζούνα; Αυτή μου έσωσε τη ζωή όταν πρωτοβρέθηκα εδώ και με κυνηγούσε ένας αρουραίος. Είναι η καλύτερή μου φίλη». «Φίλοι; Μια γάτα και ένα ποντίκι; Είναι δυνατόν;» «Και βέβαια είναι. Γιατί τι έχουμε να χωρίσουμε;» «Σωστά, τι έχετε να χωρίσετε», συμφώνησε η Κρυσταλλένια. «Εσύ πώς βρέθηκες εδώ»; Ρώτησε η Ζουζούνα, που τώρα δεν έμοιαζε καθόλου απειλητική. «Με έριξαν εδώ μαζί με τον αδελφό μου. Στην πορεία όμως τον έχασα. Θα ανησυχεί πολύ ο καημένος. Μ΄ έχει υπό την προστασία του από τότε η μαμά και ο μπαμπάς, πήγαν μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, για να φροντίσουν τη γιαγιά που αρρώστησε».

43


44

«Εμείς θα σε βοηθήσουμε», ξεφώνισαν όλο χαρά κι οι δυο μαζί. «Εμείς τρελαινόμαστε για περιπέτειες». Έτσι λοιπόν οι τρεις νέοι φίλοι ξεκίνησαν, για να βρουν τον Μαγουλάκια. Χωρίζονταν για λίγο, σε κάθε τούνελ που συναντούσαν και μετά ξαναβρισκόντουσαν. 'Ετσι κέρδιζαν χρόνο. Η γάτα και το ποντίκι ζούσαν καιρό σ΄ αυτόν τον υπόνομο και τον ήξεραν σαν την πατούσα τους. Σε αντίθεση με τον Μαγουλάκια, που είχε μπερδευτεί τόσο απ΄ τα πολλά τούνελ, που είχε αρχίσει να κάνει κύκλους. Ο καημένος ίδρωνε και ξεΐδρωνε, όμως δεν το έβαζε κάτω. "Πρέπει να βρω γρήγορα την Κρυσταλλένια. Δεν θέλω να φοβάται που είναι μόνη της", μονολογούσε. Ίδιες ανησυχίες είχε κι εκείνη, όσο έψαχνε να τον βρει. "Αχά!", αναφώνησε όλο ενθουσιασμό ο Εξυπνούλης, το ποντικάκι. "Βρήκα τα ίχνη του αδελφού σου", είπε στην Κρυσταλλένια που τον κοιτούσε όλο αγωνία. "Αυτή η πατημασιά είναι σίγουρα δική του. Δεν έχω ξαναδεί παρόμοια όσο καιρό είμαι εδώ". Η Κρυσταλλένια και η Ζουζούνα πλησίασαν γρήγορα γεμάτες αγωνία, για να δουν. Ο Εξυπνούλης είχε δίκιο. Η Ζουζούνα με γοργά βήματα έτρεξε μπροστά ακολουθώντας τα ίχνη. Πέρασε από δύο μεγάλα τούνελ, ανάμεσα από σκουπίδια και λάσπες. Όμως δεν την εμπόδισαν, ούτε αυτή, ούτε τους δύο φίλους της, που ιδρωμένοι, όλο αγωνία, έτρεχαν να την προλάβουν. Αλλά η κούραση άξιζε. Μετά από λίγη ώρα είδαν τον Μαγουλάκια, που προσπαθούσε να ισορροπήσει πάνω σ΄ ένα ξύλο, για να περάσει απ΄ τις λάσπες. Και τότε.... Μπλουμ! Έπεσε μέσα! Και άρχισαν να βγαίνουν μπουρμπουλήθρες. "Ο αδελφούλης μου πνίγεται", φώναξε όλο αγωνία η Κρυσταλλένια και τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, βρέθηκε με μιας κοντά του και στάθηκε πάνω σ΄ ένα σπασμένο τούβλο. Χωρίς να το πολυσκεφτεί έβγαλε την πράσινη κορδέλα, που στόλιζε τον λαιμό του Καρδουλίνου και τον ακούμπησε στις λάσπες. "Εγώ θα σε σώσω αδελφούλη μου!", φώναξε όλο θάρρος και του πέταξε την κορδέλα.

"Πιάσε γρήγορα". Ο Μαγουλάκιας στην προσπάθειά του να σωθεί δεν την είχε πάρει είδηση. «Κρυσταλλένια μου εσύ είσαι;» αναρωτήθηκε. «Ναι εγώ. Έλα θα σε τραβήξω», είπε με αποφασιστικότητα εκείνη. Έτσι κι έγινε. Τον τράβηξε αργά-αργά έξω. Μπορεί να ήταν μικροκαμωμένη, όμως για τον αδελφό της θα έκανε τα πάντα. Μόλις ο Μαγουλάκιας βγήκε την αγκάλιασε σφιχτά. "Μου έσωσες τη ζωή", είπε όλο ευγνωμοσύνη και πριν προλάβει να συνεχίσει, είδε το αγαπημένο παπάκι της αδελφής του να βουλιάζει στη λάσπη. «Ο Καρδουλίνος σου, θα τον χάσεις» της είπε όλο αγωνία. «Δεν τον χρειάζομαι πια», απάντησε με σιγουριά η Κρυσταλλένια. «Είμαι αρκετά μεγάλη, για να παίζω με χνουδωτά παπιά» είπε κι έριξε μια τελευταία ματιά στον Καρδουλίνο, σαν να τον αποχαιρετούσε. Ο Εξυπνούλης και η Ζουζούνα είχαν μείνει λίγο πιο πέρα, να τους κοιτούν συγκινημένοι. Πλησίασαν σιγά-σιγά και συστήθηκαν στον Μαγουλάκια. Όλο χαρά οι τέσσερις φίλοι μας, ξεκίνησαν για να βρουν την έξοδο του υπονόμου. Δεν τους ένοιαζε πια, ούτε το σκοτάδι, ούτε η άσχημη μυρωδιά, αφού ήταν όλοι μαζί. Αχτίδες φωτός άρχισαν να ξεπροβάλλουν και να γίνονται όλο και πιο έντονες. Ήξεραν ότι φτάνουν στο τέρμα. Και όντως μετά από λίγο είδαν μπροστά τους τη θάλασσα. Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Τα δυο αδελφάκια χαιρόντουσαν που θα συναντούσαν τους γονείς τους, όμως στενοχωριόντουσαν που θα αποχωρίζονταν τους καινούριους τους φίλους. Δεν είπαν αντίο. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και έδωσαν την υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούν σύντομα για να ζήσουν νέες περιπέτειες.

45


Κλειώ Παπουτσάκη,

Ξενοδοχοϋπάλληλος, Χανιά

ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΜΑΣ ΤΟ ΝΕΡΑΚΙ! Εικονογράφηση: Δημοτικό Σχολειό Φρε Αποκορώνα Χανίων, τάξεις Γ’ & Δ’

46

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πετεινός όμορφος και ζωηρός, είχε κόκκινο λυρί και μια μύτη σουβλερή. Ζούσε μέσα στο κοτέτσι κι όλο έτρωγε γιουβέτσι. Του άρεσαν και τα αγγούρια κι όλο έλεγε τραγούδια. Κοκοκό και κοκοκό, πώς μ’ αρέσει το νερό! Κικικί και κικικί, τρέχει τώρα απ’ τη πηγή!

Ήτανε όμως κι ο κυρ Χήνος γελαστός και πολύ φίνος. Είχε όμορφες πατούσες κι όλο λάτρευε τις μούσες. Τ’ άρεσαν τα καλαμάρια και τα γυάλινα λυχνάρια. Παπαπά και παπαπά, πώς μ’ αρέσουν τα νερά! Πιπιπί και πιπιπί, θέλω να βρω μια πηγή!

Και μιαν όμορφη Τετάρτη πήρε έναν άσπρο χάρτη. Βρήκε ένα γλυκό ρυάκι κι έτρεξε στην μία άκρη. Μα ο πετεινός κακάρισε να φύγει απ’ το ρυάκι. Φύγε από’δω, χηνόπουλο, δικό μου είναι τ’ αυλάκι! Βρε δεν σου τα πάνε καλά, του είπε ο Χήνος δυνατά! ‘Άμα σε πιάσω απ’ την ουρά και σου τραβήξω τα φτερά θα γίνεις άσχημος πολύ, θα σου κόψω το λυρί !

Και τα πουλιά μαλώνανε σαν να’ τάνε κοκόρια, βάλανε άγριο καβγά και αρχίσανε τα ζόρια. Ώσπου πήγε μεσημέρι κι ήρθε ένα περιστέρι, Είμαι τόσο διψασμένο, τι θα κάνω το καημένο;

Βρε άντε φύγε από εδώ, του είπε πάλι ο πετεινός αν σε πιάσω απ’ τη μύτη, θα κάνεις μπαμ σαν δυναμίτης! Τότε ήρθε και μια σαύρα που τα είχε βάψει μαύρα, νερό ήθελε να πιει, μα άδεια ήταν η πηγή! Όλοι τους συμφώνησαν να βρουν την αλεπού, άλλοι την ‘λεγαν πονηρή, όμως εκείνη είχε νου. Τα σύννεφα θυμώσανε, τους είπε η αλεπού νεράκι δεν μας δίνουνε, έχουν κρυφτεί αλλού! Όλα μαζί τρυπώσανε πίσω από τον Ήλιο, Σαν ο πετεινός τσακώθηκε μαζί με τον κυρ Χήνο!

Κι όλα τα ζώα πιάστηκαν αμέσως χέρι-χέρι, το πρώτο που το έκανε ήταν το περιστέρι! Τα σύννεφα ξεπρόβαλλαν σε λίγο απ’ τη φωλιά τους κι όλοι μαζί γελούσανε πολύ απ’ τη χαρά τους! Και το νεράκι έτρεξε μες στο γλυκό αυλάκι κι Χήνος τότε έδωσε στον πετεινό φιλάκι! Αχ πετεινέ συγχώρα με, που σου ‘βαλα καβγά, έλα να πάμε σπίτι μου να φάμε μουσακά! Συμπάθα με κυρ Χήνο μου, που σε ‘διωχνα απ’ το ρυάκι, έλα να πάμε σπίτι μου, να πιούμε ένα κρασάκι! Ειρήνη απλώθηκε παντού, σαν το γλυκό νεράκι κι από τότε πάντοτε γεμάτο ήταν το ρυάκι!

47


Αθηνά Πετρακάκη,

Δημοσιογράφος, Ρέθυμνο

ΣΤΑ

«ΒΑΠΟΡΙΑ»

Εικονογράφηση: 5ο Δημοτικό Σχολείο Ρεθύμνου Κρήτης, Τάξη Ε2

48

Ο καπετάν Στελής ήταν άνθρωπος απρόσιτος, αγέλαστος, ψημένος από την αλμύρα και τ’ αγιάζι της θάλασσας. Καπετάνιος από φαμελιά μεγάλων Συριανών καπεταναίων που τώρα πια, κρεμασμένοι από ένα καρφί, στόλιζαν τους τοίχους του παλιού αρχοντικού, μοιράζοντας χαμόγελα από τη γέφυρα του πλοίου. «Ποτέ σου δε μου έστειλες μια φωτογραφία σου», παραπονιόταν η μάνα του Στελή την ώρα που έπιναν τον καφέ τους στη μεγάλη σάλα, κάτω από το βλέμμα των ναυτικών προγόνων. Άχνα δεν έβγαινε από το στόμα του Στελή, που κοιτούσε τον ορίζοντα μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία, σα να μην άκουγε καν αυτά που του έλεγε η μάνα του. Τι άλλο θα μπορούσε να πει άλλωστε, καιρό τώρα του’ χαν στερέψει οι δικαιολογίες. «Φεύγω μάνα» είπε απότομα «Δώσε μου την ευχή σου». «Στο καλό γιε μου και στην ευχή του Θεού», είπε η μάνα του. Όχι δηλαδή πως πίστευε στο Θεό, δεχόταν όμως την ευχή του για το χατίρι της μάνας του που τον πίστευε βαθειά κι είχε γεμίσει τον Αϊ Νικόλα με τάματα για να τον φέρνει πίσω γερό, χωρίς να παραπονιέται διόλου που αργούσε τόσο να φανεί κάθε φορά. Ο καπετάν Στελής, δεν ήταν

πάντα έτσι, μουρτζούφλης και παράξενος. Νεαρός ναύτης έφυγε από το νησί, παλικάρι γεμάτο ζωή κι όνειρα, αφήνοντας πίσω ότι αγαπούσε περισσότερο, την Ευαγγελία. Το κορίτσι αυτό, ο Στελής τ’ αγάπησε με τα σωστά του. Η Ευαγγελία κατάφερε μ’ ένα κέρασμα κι ένα χαμόγελο να του κλέψει την καρδιά για πάντα. Προτού μπαρκάρει ο Στελής της έδωσε όρκους καρδιάς «Σα θα γυρίσω» της είχε πει «Να ‘χεις έτοιμο τ’ άσπρο σου φουστάνι. Και να πεις του κύρη και της μάνας σου, πως δε θέλω τίποτις, «φεύγω μάνα» είπε απότομα παρά μόνο την ευχή τους. Μο«δώσε μου την ευχή σου». «Στο καλό γιε μου και στην ευχή νάχος μου θα τα κάνω τα παλάτια» του Θεού», είπε η μάνα του. Μα ούτε τα κλάματα και τα παρακάλια της Ευαγγελίας έπιασαν, ούτε τα ταξίματα του Στελή που τους μηνούσε να περιμένουν. Την είχαν κιόλας αρραβωνιασμένη με τον Φατούρο που ‘χε σπίτια και παλάτια έτοιμα και που δε χρειάζεται να θαλασσοπνιγεί για να τ’ αποκτήσει. Γιατί τούτος είχε δικά του καράβια και θαλασσοπνίγονταν άλλοι για την αφεντιά του.

49


Τις προετοιμασίες για το γάμο με το στανιό, τις έκαναν με κάθε επισημότητα. Η μάνα έβγανε τα προικιά να τα θαμάξει το νησί και ο Φατούρος έστελνε μπόγους τα μετάξια και τα διαμαντικά για να χρυσώσει τη νύφη.

50

Μα μια μέρα πριν από το γάμο, η Ευαγγελία εξαφανίστηκε. Όλο το νησί σηκώθηκε στο πόδι για να την ψάξει, μ’ αυτή πουθενά. Λες κι άνοιξε η γης και την κατάπιε. Δυο μέρες μετά, τη βρήκαν να πλέει κάτω στα «Βαπόρια». Δεν άντεξε είπαν και σάλεψε. Μόνο ο τρελοτζανής την είχε δει να τρέχει αλαφιασμένη στην ανηφοριά και να φουντάρει από το βράχο, αλλά δε μίλησε. Άλλωστε όλοι το ξέρουν στο νησί ότι ο Τζανής ξέρει να κρατάει καλά κρυμμένα τα μυστικά. Αφού η Ευαγγελία του είπε

να μην το πει σε κανέναν ότι την είδε, δεν το είπε σε κανέναν. Τη μόνη παρηγοριά τη βρήκε στη θάλασσα ο Στελής, καθώς ένιωθε πως το μυαλό του, γέμιζε με μπλε αλμύρα που απάλυνε τον πόνο του. Με τα χρόνια η θάλασσα όχι μόνο τον κέρδισε αλλά σχεδόν τον κατάπιε… Δεν είχε πια θέση στη στεριά. Από το καράβι κατέβαινε μόνο για να δει τη μάνα του. Τούτη όμως τη φορά, αποφάσισε να πάει στο βράχο που μισούσε. Στο βράχο της Ευαγγελίας, όπως τον ονόμασαν οι ντόπιοι. Έκοψε δύο λευκά άνθη καθώς ανηφόριζε κι έσφιγγε η καρδιά του όσο πλησίαζε. Την άλλη μέρα το πρωί, το νέο μαντάτο έπεσε σα βόμβα στα καφενεία του λιμανιού. «Σκοτώθηκε ο καπετάν Στελής στο βράχο στα «Βαπόρια. Ξεκόλλησε» είπαν «ο βράχος της Ευαγγελίας και τον έριξε στη θάλασσα». Ο τρελο-Τζανής, κρατώντας ένα μισόγεμο μπουκάλι κρασί και σέρνοντας τα ποδάρια του στην άμμο μονολογούσε χαμογελώντας… «Τον πήρε... Τώρα πια είναι μαζί». Αλλά πάλι δεν είπε τίποτα κι ας μην του το είχε ζητήσει κανείς...

51


Μαρία Ρουμελιώτου,

Νηπιαγωγός, Ηρακλειά

“ΤΟ ΜωΡO ΠΟΥ ΒΡΕΧΕ” Εικονογράφηση: 5ο Δημοτικό Σχολείο Ρεθύμνου Κρήτης, Τάξη Ε2

52

Μια φορά και έναν καιρό σ’ένα μακρινό χωριό ζούσ’ένα περίεργο μωρό. Όπου πήγαινε αυτό έριχνε ο ουρανός νερό Το’χε η μάνα στη κουζίνα και γινότανε πισίνα Το’χε ο Daddy στο σαλόνι μούσκεμα το παντελόνι. Ξύπναγε κι η αδερφή με καβούρια στο μαλλί. Έτσι,μια και δυό το’τρεχε η μάνα στο χωριό!

Μια στα χωράφια τα ξερά για να φυτρώσουνε φυτά. Μια στου Μπάμπη το κουρείο που’πιασε φωτιά στις δύο. Μια στις στέρνες της Αλίκης που ήταν άδειες άπ’την Τρίτη. Αχ αυτό το μωρό, όλοι το λέγαν τυχερό. Ήταν όμως τυχερό που όλο το τρέχαν το φτωχό; Όμως πριν λαλήσει ο πετεινός Πέμπτη του’ρθε πυρετός. Τ’ άκουσαν κι οι χωρικοί και τρέχαν όλοι σαν τρελοί. Αναμαλλιασμένες με πιτζάμες κλαίγαν οι κυράδες. Ψάχναν να βρουν γιατρό γιατί θα τους κοβόταν το νερό. Ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί μ’αεροπλάνα απ’την Αμερική. Όλοι διέγνωσαν τα ίδια. Δύσπνοια και αλλεργία.

Έτσι καταλήξανε στα πεπόνια που’χαν του κόσμου τα ζιζανιοκτόνα. Στα σπρέι του κουρείου που’φτιαχναν μαλλιά θηρείου. Διαφωνούσαν όμως στην αιτία και καθυστερούσε η θεραπεία. Κάναν έρευνα σωστή όπου το μωρό είχε βρεθεί. Στα σαπούνια της Αλίκης που’τριβαν το μωβ χαλί της. Γράψαν τότε συνταγή το μωρό να μην ξαναβγεί. να κάτσει λέει στο σπίτι μέχρι την άλλη Τρίτη. Ωχ λέει η δόλια μάνα που φανταζόταν σιντριβάνια. Όμως τ’άρρωστο μωρό έκλαιγε δίχως νερό. Δεν ξανάβρεξε ο ουρανός κι ήταν ο ήλιος πιο καυτός. Έκλεγε και το μωρό ολημερής σαν υστερικό. Δεν το άντεξε κι μάνα και το έβαλε σε βάρκα. Του δωσε και μια σπρωξιά για να πάει πιο μακριά. Μόλις το είδε να μακραίνει στη καρδιά πληγή παθαίνει.

Το βρήκε τότε ο γέρο ροφός και γέμισε σύννεφα ο ουρανός. ‘’Άνθρωποι τι περιμένεις; κάτσε εδώ μην υποφέρεις’’ Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά έβαλε η μάνα γρήγορα μυαλά. Βούτηξε ευθύς στο ρέμα πριν να βρέξει βάζει τέρμα. Γέλασε και το μωρό κι έκλεισε το μάτι στο ροφό. Πήρε το μωρό στο σπίτι και βγαίναν μόνο για κολύμπι.

53


Αθηνά Σαραντίδη,

Θεατρολόγος, Ζάκυνθος

H ΟΥΡΑ

ΣTH ΒΑΡΚΑ

Εικονογράφηση: 1ο Δημοτικό Σχολείο Κάμπου, Ν. Ζακύνθου

54

Ο Κάρεμ πέρασε βιαστικός ανάμεσα από τους ανθρώπους που περίμεναν στην όχθη. Τριγύρισε ανυπόμονα, μην μπορώντας να συγκρατήσει την αγωνία του. Οι μέρες πέρναγαν και δεν είχε ακόμη κανένα νέο της. Είχαν χωρίσει τόσο βιαστικά, που ούτε να αποχαιρετιστούν δεν είχαν προλάβει. Δυο χέρια τον άρπαξαν και τον έβαλαν με το ζόρι να καταλάβει: έφευγαν. Για πάντα; Ποιος το ήξερε. Πάντως, ούτε τα παιχνίδια του είχαν πάρει μαζί, ούτε τα πιάτα του, ούτε και το παιχνίδι του, το μικρό τριχωτό του ποντικάκι. Και πώς δεν του άρεσε στο μικρό δωμάτιο που ζούσαν τώρα πια, στριμωγμένοι, χωρίς λιχουδιές και χωρίς τα κουκλάκια του που τόσο αγαπούσε. Γι’ αυτό βέβαια, δεν τον ένοιαζε και πολύ. Αρκεί να την ξαναέβλεπε. Στην ακτή, όλα είχαν πάρει την πορεία τους, όπως γινόταν κάθε φορά τις τελευταίες ημέρες. Οι βάρκες έφταναν γεμάτες. Τον κόσμο υποδέχονταν άνθρωποι χαμογελαστοί και πολύ σβέλτοι, που προσπαθούσαν να τα προλάβουν όλα. Να τυλίξουν τα μικρά παιδιά σε κουβέρτες, να μοιράσουν νερό, να ζεστάνουν αυτούς που είχαν ανάγκη όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Το νησί ήταν ανάστατο, εβδομάδες τώρα. Όλοι έτρεχαν να προλάβουν, να προσφέρουν ο καθένας από ότι μπορούσε. Πίσω στη στεριά, τα πράγματα ήταν λίγο πιο εύκολα. Κυρίως για τον Κάρεμ, που δεν συμπαθούσε το νερό και πολύ. Μάλλον κάθε φορά που το αντίκριζε εξαφανιζόταν παριστάνοντας τον άρρωστο. Παρόλα αυτά, όταν έβλεπε να πλησιάζει κάποια βάρκα αγκομαχώντας προς τη στεριά, έτρεχε να υποδεχτεί τους νεοφερμένους με μάτια γουρλωμένα και γεμάτος ελπίδα.

Το δειλινό, τον βρήκε απογοητευμένο. Ούτε αυτή τη φορά την είχε βρει. Πάλι θα γύρναγε μόνος του στον καταυλισμό, στο νέο τους δηλαδή σπίτι, μαζί με τον Χαμόντ, τον αγαπημένο του φίλο. Του αγοριού, με το οποίο είχαν φτάσει μαζί στο νησί πριν από λίγες μέρες, διασχίζοντας την απέραντη θάλασσα. Ευτυχώς δηλαδή που είχαν έτσι τα πράγματα. Αλλιώς ο Κάρεμ θα έπρεπε να μείνει εντελώς μόνος στο μεγάλο σπίτι στη Λαττάκεια και διόλου δεν του άρεσε η ιδέα. Σε αυτόν άρεσαν οι μεζέδες, και πολύ ευχαριστιόταν κάθε φορά που η μητέρα του Χαμόντ του προσέφερε κάποια λιχουδιά. Άσε που όλη αυτή η φασαρία του συναγερμού τον ξύπναγε ακριβώς τη στιγμή που είχε αποκοιμηθεί γλυκά-γλυκά. Τότε, έπρεπε να αφήσει το κρεβάτι του, και να τρέξει με ολόκληρη την οικογένεια στο καταφύγιο. Η σειρήνα τον εκνεύριζε γιατί αυτό σήμαινε λιγότερο φαγητό και καμιά φορά, λιγότερα παιχνίδια. Δεν τον ένοιαζε όμως και πολύ. Και με άδεια κοιλιά, και με τον ουρανό κόκκινο από την φωτιά που του έβαζαν οι άνθρωποι κάθε βράδυ, και με τη βροχή ακόμα που τον μούσκευε και τον έκανε να μοιάζει λίγο σαν ταλαιπωρημένος ποντικός, ο Κάρεμ το έσκαγε και σκαρφάλωνε με χίλια δυο κόλπα στην ταράτσα του σπιτιού τους για να την βρει. Την μικρή του Ράμα, την αγαπημένη του. Την όμορφή του Ράμα, με το πλατύ χαμόγελο. Καλύτερα να έμενε νηστικός, παρά να μην την έβλεπε μια μέρα. Ώρες ατέλειωτες πέρναγαν οι δυο τους αγκαλιασμένοι εκεί, μόνοι κι ελεύθεροι.. Το έσκαγε κι αυτή από τη φιλενάδα της την Νέσρεν, που ζούσε με την οικογένειά της στην ίδια γειτονιά. Κι έτσι όπως αποκοιμιόντουσαν λέγοντας μυστικά ο ένας στον άλλον, ήξεραν πώς κανείς δεν θα τους χώριζε ποτέ. Οι μέρες πέρναγαν, και στην πόλη ο κόσμος έμοιαζε όλο και πιο ανήσυχος. Οι γονείς του Χαμόντ και αυτοί της Νέσρεν βρισκόντουσαν όλο και πιο συχνά. Στον Κάρεμ δεν άρεσαν πολύ όλα αυτά. Ένα βράδυ, κατάλαβε πώς κάτι, μάλλον δεν πήγαινε καλά. Η μητέρα του έβαζε βιαστικά λίγα πράγματα σε μια τσάντα. Ο Κάρεμ δεν πρόλαβε να καταλάβει πολλά. Είδε τον πατέρα του φίλου του να πιάνει βιαστικά από το χέρι τη γυναίκα του και τον γιό του και να ετοιμάζεται να μπει μαζί τους σε ένα

55


56

αμάξι. Έξω, περίμεναν δυο άντρες που έδιναν οδηγίες. Έτρεξε πίσω τους κι αυτός. «Φεύγουμε τώρα αμέσως», φώναξε ο πατέρας. «Όχι χωρίς τον Κάρεμ», κλαψούρισε ο Χαμόντ. Αν μη τι άλλο, με ποιον θα έπαιζε αν δεν ήταν μαζί του. Έπρεπε να το σκεφτεί αυτό ο μπαμπάς του. Και μια και δυο πριν αυτός προλάβει να αντιδράσει, ο Κάρεμ βρισκόταν ήδη στην αγαπημένη του θέση μέσα στο αμάξι: δίπλα στο παράθυρο για να μπορεί να παρατηρεί και να κουτσομπολεύει την κάθε κίνηση. Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικά. Αν μπορούσε κανείς να ρίξει μια κλεφτή ματιά, θα μπορούσε να δει…μερικά δάκρυα να βρέχουν το κάθισμα του αυτοκινήτου. Θα μπορούσε να δει, τον Κάρεμ να έχει κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι και να προσπαθεί να χαιρετήσει έστω κι έτσι την μικρή του Ράμα. «Αχ! Ράμα μου, πότε θα σε ξαναδώ», μονολογούσε και ένιωθε πώς εκείνο το «για πάντα» που έλεγαν κάθε βράδυ στη μυστική τους ταράτσα, ίσως και να ήταν τελικά ένα μεγάλο ψέμα. Οι επόμενες μέρες πέρασαν άκεφα. Ο Χαμόντ έπαιζε μαζί του χωρίς τις γνωστές σκανδαλιές. Ζητούσε τα παιχνίδια τους που είχαν μείνει πίσω στο σπίτι, όμως η μητέρα του τον παρηγορούσε λέγοντάς του πώς δεν γινόταν διαφορετικά. Θα έπρεπε ωστόσο να χαίρεται αφού είχε τον αγαπημένο του σύντροφο μαζί. Του υποσχόταν πώς σύντομα θα έφταναν στη μεγάλη θάλασσα και μέσα στην αγκαλιά της, θα τα ξεχνούσαν όλα. Στη μεγάλη θάλασσα, θα έβρισκαν τον δρόμο μιας άλλης ζωής. Δεν θα ξαναέβλεπαν την φωτιά στον ουρανό, που τόσο τον ασχήμαινε και τρόμαζε τα χρωματιστά πουλιά. Αυτή η μεγάλη θάλασσα, θα έπαιρνε τον φόβο μακριά. Εκείνον τον φόβο, που τους είχε αναγκάσει να αφήσουν την σοκολάτα τους μέσα στα φλιτζάνια και τα γλυκά αφάγωτα μέσα σε πελώρια ταψιά. Και μια μέρα, βρήκαν επιτέλους τη μεγάλη θάλασσα. Άνθρωποι μέσα σε βάρκες περίμεναν. Όλοι βιαστικοί. Ο Χαμόντ και ο Κάρεμ παραπονέθηκαν ο ένας στον άλλον πώς τουλάχιστον θα μπορούσαν να τους είχαν υποδεχτεί με ένα χαρούμενο τραγούδι. «Όχι αυτόν», διέταξε ψυχρά ένας από αυτούς. Ο Χαμόντ

κοίταξε με αγωνία τον πατέρα του, ενώ ο Κάρεμ άρχισε να τριγυρίζει νομίζοντας πώς έτσι θα έβρισκε μια καλή ευκαιρία να το σκάσει και να γυρίσει πίσω στην αγαπημένη του. Επιτέλους, θα μπορούσαν να ξαπλώσουν ξανά μαζί κάτω από κάποιο δέντρο του κήπου και να ονειρευτούν πώς όλα αυτά είχαν συμβεί σε ένα παραμύθι. Μπορούσαν ίσως να διαφωνήσουν για το σχήμα τον χαρταετών που θα έβλεπαν στον ουρανό ή για το που θα βολτάριζαν το σούρουπο. Σίγουρα όμως θα συμφωνούσαν πώς η θάλασσα δεν ήταν εκεί για να τους χωρίζει αλλά για να κάνει τα όνειρα τους πιο χρωματιστά. Ο χρόνος πέρναγε σαν αστραπή. Ο πατέρας του Χαμόντ αντέδρασε αποφασιστικά. Έχωσε μέσα στην τσέπη ενός από αυτούς ένα μάτσο χαρτονομίσματα, κι έτσι οι δυο σύντροφοι βρέθηκαν ξανά αγκαλιά. Ώρες…μέρες είχαν περάσει; Κανείς δεν είχε καταλάβει. Το φως του ήλιου ερχόταν μετά τη λάμψη του φεγγαριού, φωτίζοντας τα πρόσωπα των ταξιδιωτών με διαφορετικές σκιές.. Η βάρκα τους ήταν μικρή, αλλά έπλεε αποφασιστική πάνω στα μπλε νερά. Ο Κάρεμ προσπαθούσε να μη δίνει σημασία στους μεγάλους. Κανείς τους δεν ήταν και σε μεγάλα κέφια είναι η αλήθεια. Άλλοι έμεναν σιωπηλοί ενώ άλλοι χαμογελούσαν προσπαθώντας να δώσουν δύναμη στους υπόλοιπους. Σε αυτόν πάντως αρκούσε να χαζεύει τον χορό των ψαριών με τα κύματα και τα χρυσαφιά ή ασημένια κορμιά τους. Ώσπου…Κάποιος φώναξε: -« Έφτασαν!» Επιτέλους, πλησίαζαν στη στεριά. Η θάλασσα, με το βαθύ της μπλε χρώμα, όσο πλησίαζαν προς την ακτή, γινόταν γλυκιά και γαλάζια και μπορούσες πια να δεις κάτω από τον αφρό έναν χαρούμενο βυθό. Στην ακτή, στην λευκή ακτή, την στέρεη και ασφαλή όπως έλεγαν οι γονείς του Χαμόντ, δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν πια. Τους αγκάλιασαν αμέσως άνθρωποι χαμογελαστοί, που θα γινόντουσαν οι νέοι φίλοι τους. Τους φρόντισαν. Τους έδωσαν κουβέρτες. Νερό. Φαγητό. Ένα νέο σπίτι. Κι έτσι, οι μέρες άρχισαν να περνάνε. Με διαφορετικούς ρυθμούς, κι άγνωστους μέχρι τώρα τρόπους. Στη νέα γη, οι άνθρωποι είχαν διαφορετικές συνήθειες. Όμως

57


58

στους νεοφερμένους, άρεσε αυτή η νέα ζωή. Οι καινούριοι τους φίλοι στο νησί, τους αγαπούσαν. Μοιράζονταν το φαγητό τους όλοι μαζί. Τους έδιναν μπότες, ψωμί ή και πορτοκαλάδα. Όσο όμως κι αν πέρναγε καλά ο Κάρεμ μαζί τους, άρχισε να εξαφανίζεται επί ώρες, ζητώντας να μείνει μόνος. Πήγαινε συχνά στην ακτή, πλησιάζοντας τους ανθρώπους που τον είχαν υποδεχτεί στην αρχή. Ήθελε να τους κάνει να καταλάβουν. Να τους πει, πώς αν την έβλεπαν, θα έπρεπε να τον φωνάξουν αμέσως. Αυτήν, την Ράμα. Την όμορφή του Ράμα, που τόσες ιστορίες τις είχε ψιθυρίσει μέχρι να αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του. Αυτήν, που κάθε φορά που συναντιόντουσαν, ήξεραν πώς είχαν ένα δικό τους ‘για πάντα’. Ώρες ολόκληρες ο Κάρεμ τις πέρναγε στην ακτή. Όλοι τον νοιάζονταν, όλοι του μοίραζαν χάδια κι αγκαλιές. Τον κέρναγαν που και που καμιά λιχουδιά, αν περίσσευε. Αγάπη πάντως, περίσσευε άφθονη. Οι βάρκες, τον πρώτο καιρό, έφταναν η μια μετά την άλλη . Καμιά όμως δεν έφερνε τη Ράμα. Έφταναν όλες γεμάτες με παιδιά, άντρες και γυναίκες, διψασμένους και κουρασμένους. Στη νέα γη, που είχε ακούσει να την λένε «Ελλάδα». Κι έτσι, ο Κάρεμ έγινε σύντομα άκεφος, έτρωγε πια ελάχιστα και γύρναγε πίσω στο κρεβάτι του ξέπνοος από τα ατέλειωτα πάνω κάτω στην παραλία. Άλλαζαν οι μέρες. Ο ήλιος έβγαινε πιο νωρίς το πρωί και το βράδυ βιαζόταν να κρυφτεί. Ο χειμώνας πλησίαζε. Οι βάρκες, έφταναν όλο και λιγότερες. Αυτό το διαφορετικό ‘για πάντα’, που είχε πάρει την Ράμα μακριά του, είχε φωλιάσει στην καρδιά του Κάρεμ. Τις νύχτες, τρύπωνε στην αγκαλιά του Χαμόντ, κι οι δυο τους αναπολούσαν τις ευτυχισμένες στιγμές τους στη γειτονιά τους στη Λαττάκεια. Στην πόλη τους, που είχε μείνει έρημη πια σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής. Και στον Χαμόντ όμως έλειπαν τα παιχνίδια με τη συντροφιά της Νέσρεν. Τα μαλλιά της. Τα κόκκινά της μάγουλα. Και κυρίως, τα τραγούδια της. Πόσο του έλειπε. Και η μηλιά του κήπου τους. Πάνω της σκαρφάλωναν κι από κει ατένιζαν όλη την πολιτεία. Κάνοντας σκανταλιές και τραγουδώντας, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου.

Έτσι, οι δυο μικροί ονειροπόλοι αποκοιμιόντουσαν, ελπίζοντας πώς εκείνη η θάλασσα που τους είχε γλιτώσει από τη φωτιά, θα τους έφερνε πίσω κάτι από την παλιά τους ανεμελιά. Πίσω από το τζάμι, τώρα που ο καιρός κρύωνε, έβλεπαν τον κόσμο να πηγαινοέρχεται φουρτουνιασμένος. Οι μεγάλοι έλεγαν πώς οι μέρες που θα ερχόντουσαν θα ήταν δύσκολες για όλους. Σύντομα θα έπρεπε να φύγουν από το νησί. Δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ, φοβόντουαν. Τώρα, σκεφτόταν ο Κάρεμ, όλα είχαν τελειώσει… Έτσι, σύντομα, κι όπως φοβόταν, έφτασε η στιγμή της αναχώρησης. Σε λίγο, θα έφευγαν ξανά, αυτή τη φορά μέσα σε ένα μεγάλο πλοίο, για μιαν άλλη θάλασσα, που κι ο Χαμόντ ακόμη δεν ήξερε που βρίσκεται στον χάρτη. Το πρωινό εκείνο, ο Κάρεμ ξεκίνησε να αποχαιρετήσει την ακρογιαλιά του. Το μέρος που τον είχε αγκαλιάσει. Αυτόν και την λαχτάρα του, την ελπίδα του, την αγωνία του. Εκεί, άφησε το βήμα του να περιπλανηθεί και να αποχαιρετήσει κάθε βότσαλο. Γύρισε την πλάτη του αποφασισμένος. Δεν ήθελε δα και να φέρει γρουσουζιά. Τα όνειρα του φιλαράκου του είχαν ανάγκη από λίγη καλή τύχη. Μαζί με τον Χαμόντ εξάλλου είχαν ξεκινήσει αυτόν τον μακρύ δρόμο, μαζί έπρεπε και να τον τελειώσουν. Είχε μάθει πια πώς η ζωή σε τραβά από τα μουστάκια κι εσύ είναι καλύτερα να την ακολουθείς πιστά. Έκανε να φύγει. Η ουρά του σηκώθηκε απότομα. Το αυτί του τρεμόπαιξε. Στον αέρα έπιασε τη μυρωδιά της. Και τη μοσχοβολιά από τα άνθη της μηλιάς. Είδε τη βάρκα να σκίζει τα νερά. Είδε τους χαμογελαστούς ανθρώπους να τρέχουν κουβαλώντας όπως και πριν, κουβέρτες, νερό και κονσέρβες στους νεοφερμένους. Είδε τους ουρές τους μπλεγμένες στην πλώρη του μεγάλου πλοίου που θα τους πήγαινε σε μια θάλασσα που δεν ήξερε κανείς που βρίσκεται στον χάρτη. « Ράμα», στη γλώσσα των γάτων, θα πει «σε περίμενα».

59


Κωνσταντίνος Στοφόρος,

Δημοσιογράφος - Συγγραφέας, Λέρος

ΤΟ ΠΕ IΡΑΜΑ ΤΗΣ ΠAΝΤΑ Εικονογράφηση: Δημοτικό Σχολείο Αλίντων Λέρου

60

«Μμμμμμ!» «Μα τι έπαθες; Πώς κάνεις έτσι;» «Πάλε κι θυ!», είπε μπουκωμένη η Αντιγόνη «Τι;» Κατάπιε το λουκούμι της και είπε πιο καθαρά: «Πάρε κι εσύ! Είναι φανταστικό, μοναδικό, σούπερ, απίστευτο!» «Το …λουκούμι όλα αυτά;» «Ναι, το λουκούμι. Λουκούμι μανταρίνι. Δεν έχω ξαναδοκιμάσει» «Μανταρίνι;» «Ναι, σου λέω! Σα να έχω όλο τον Κάμπο της Χίου στο στόμα μου!» «Στη Σύρο είμαστε. Ξύπνα! Σταμάτα πια με τη Χίο» «Καλά, άσχετος είσαι; Δεν ξέρεις ότι π προ-προ-προπάππους μας είχε έρθει εδώ από τη Χίο; Οπότε είναι σα να είμαστε λίγο και στη Χίο» Ο Δημήτρης προτίμησε να μη σχολιάσει. Εδώ και καιρό είχαν υπογράψει «συνθήκη ειρήνης» με την Αντιγόνη. Είχαν γίνει τα «δυο αγαπημένα αδελφάκια» που ονειρεύονταν ο μπαμπάς κι η μαμά. Βεβαίως, ώρες –ώρες πλησίαζαν σε εμπόλεμη κατάσταση –και συνήθως για ασήμαντη αφορμή. Που στην περίπτωσή μας θα μπορούσε να είναι αυτό το λουκούμι μανταρίνι. Γιατί τίποτε δεν νευρίαζε περισσότερο τον Δημήτρη από τις ατέλειωτες ιστορίες που έλεγε η Αντιγόνη ξεκινώντας από το παραμικρό. Καλημέρα της έλεγε και μπορούσε να σου αρχίσει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια μαζί. Του θύμιζε τη μαμά, που συνεχώς νόμιζε ότι βρίσκεται στην τάξη του σχολείου της και έκανε μάθημα. Φαντάσου ότι ακόμη και στο καράβι τους είχε δώσει κάτι

φωτοτυπίες (έλεος!) με διηγήματα του, του, κάποιου που θύμιζε …ρόδι, του, του –α, το θυμήθηκε- του Ροΐδη. Αυτός ο Ροΐδης, λοιπόν ήταν από εδώ κι είχε κάποτε γράψει –στην εποχή του Νώε- κάτι «Συριανά Διηγήματα» και η μαμά, στις τέσσερις ώρες του ταξιδιού, τους είχε βάλει κάτω λες κι επρόκειτο να ετοιμάσουν κανένα «πρότζεκτ» για το σχολείο της. Ο Ροΐδης και η γάτα, ο Ροΐδης και ο σκύλος, ο Ροΐδης και ο ..ορνιθώνας (δηλαδή το κοτέτσι). Εντάξει. Είχε κάπως πλάκα, αλλά τα περισσότερα ήταν ακαταλαβίστικα. Αμάν! Λες και δεν πήγαιναν ταξίδι για να δουν τα ξαδέλφια τους στον Αγρό, αλλά είχαν πάει εκπαιδευτική εκδρομή με καμιά σπαστική φιλόλογο σαν τη κυρία Δωροθέα Σημαντηράκη που είχε κάνει την 1η Γυμνασίου… κόλαση! Τώρα το έβλεπε να ‘ρχεται. Η Αντιγόνη, ξεκινώντας απ’ το λουκούμι μανταρίνι ήταν έτοιμη να πει όλη την ιστορία για τη Σφαγή της Χίου και πως ο ηρωικός τους προ-προ-προπάππους Στέφανος Καλλιπέτης είχε καταφέρει να ξεφύγει από τους Τούρκους και να ξεκινήσει μια νέα ζωή στην πόλη που πήρε το όνομά της από τον Θεό Ερμή (την Ερμούπολη), όπου ο Θεός Ερμής και μπλα, μπλα, μπλα, μπλα… Αν εμφανιζόταν και η μαμά στο ζαχαροπλαστείο, τότε δεν γλίτωνε με τίποτα από ένα ακόμη μάθημα «τοπικής ιστορίας». Ο Δημήτρης πήρε αποφασιστικό ύφος για να σταματήσει την αδερφή του, πριν ξεκινήσει να βγάζει λόγο και πριν ο ίδιος ξεχάσει τη «συνθήκη ειρήνης» που είχαν …υπογράψει οριστικά το καλοκαίρι στη Λέρο, τρώγοντας μαζί ένα ολόκληρο κουτί «πουγκάκια» για να την επικυρώσουν. Όμως η Αντιγόνη, μετά από όλα αυτά τα λουκούμια που είχε καταναλώσει (μαστίχα, τριαντάφυλλο, περγαμόντο, λεμόνι, πορτοκάλι και τέλος μανταρίνι) είχε διψάσει τόσο που δεν άρχισε καν να μιλάει. Γύρισε μόνο στην υπάλληλο του ζαχαροπλαστείου και ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Η υπάλληλος, ευγενική και εξυπηρετική, πήγε να γεμίσει ένα ποτήρι, άνοιξε τη βρύση με το παγωμένο νερό, αλλά …τίποτε! Δοκίμασε την κανονική βρύση: Ούτε σταγόνα. «Μάλλον έχουμε διακοπή», είπε. «Παράξενο. Τέτοια εποχή… Ίσως να είναι από τα έργα του Δήμου στο Λιμάνι…

61


62

Δεν έχω και εμφιαλωμένο να σας δώσω. Σήμερα το απόγευμα περιμένω να μου φέρουν» «Δεν πειράζει», απάντησε η Αντιγόνη. «Θα πάρουμε τα λουκούμια και θα βρούμε αλλού νερό… Λοιπόν. Ένα κιλό γεύση μανταρίνι, μισό κιλό μπουκίτσες ανάμικτες, άλλο τόσο με αμύγδαλο μέσα και πέντε ή μάλλον επτά χαλβαδόπιτες και…» «Αμάν βρε Αντιγόνη! Άσε και τίποτα στο ζαχαροπλαστείο!» είπε η μαμά που μπήκε εκείνη τη στιγμή φουριόζα «Θα έρθει ο Θείος Τάκης να μας πάρει από την Πινακοθήκη. Ελάτε πάμε. Θα αργήσουμε. Θέλω να δω και την έκθεση» «Διψάω. Να πάρουμε νερό;» «Γιατί δεν πίνεις ένα ποτήρι εδώ;» «Έχει διακοπή» «Καλά. Κάτσε να πληρώσω τα λουκούμια και πάρτε εσείς κανένα μπουκάλι από το περίπτερο στην Πλατεία» Τα παιδιά πέρασαν μπροστά από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Άλλη φορά η Αντιγόνη θα είχε τρέξει σίγουρα μέσα, αλλά τώρα η πραγματική δίψα ήταν δυνατότερη από τη δίψα της για …μάθηση. Όμως σε κανένα από τα περίπτερα δεν είχε νερό. Η Αντιγόνη, διψώντας όλο και περισσότερο ακολούθησε γκρινιάζοντας ως την Πινακοθήκη. Εκεί ξεχάστηκε για λίγο βλέποντας κάτι καταπληκτικούς ανάγλυφους πίνακες με ναυάγια, αλλά η δίψα σιγά –σιγά έγινε αβάσταχτη. Μέχρι που πήγε στην τουαλέτα μήπως είχε νερό, αλλά κι εκεί ήταν κομμένο. Το στόμα της είχε στεγνώσει. Στο τέλος ήταν έτοιμη να πιει οτιδήποτε. Ευτυχώς ήρθε πάνω στην ώρα ο θείος Τάκης. Πηγαίνοντας για τον Αγρό θα σταματούσαν στο σουπερμάρκετ κι εκεί θα έπινε ένα ολόκληρο μεγάλο μπουκάλι νερό. Όταν έφτασαν όμως, το μόνο που υπήρχε να πιει κανείς ήταν πορτοκαλάδα «ΠΑΝΤΑ». Ένα καινούργιο αναψυκτικό που διαφημιζόταν τον τελευταίο μήνα παντού: Στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις στάσεις των λεωφορείων, στα βαγόνια του μετρό, στο αεροδρόμιο, στο facebook, στα πε-

ριοδικά. Ακόμη και στα παιδικά βιβλία ήταν χορηγός και σε όλο και περισσότερα οπισθόφυλλα έβλεπες το σήμα της «ΠΑΝΤΑ» και τα διάσημα πια σλόγκαν της: Η γεύση που σου μένει για ΠΑΝΤΑ ΠΑΝΤΟΥ και ΠΑΝΤΑ, ΜΟΝΟ ΠΑΝΤΑ Η πρώτη γουλιά της φάνηκε εντελώς αηδιαστική. Αν δεν διψούσε …θανάσιμα, θα είχε αδειάσει το μπουκάλι στον δρόμο. Όμως διψούσε τόσο που προσπάθησε να αντέξει. Το παράξενο είναι ότι πίνοντας λίγο ακόμη, άρχισε ξαφνικά να της αρέσει. Στο τέλος την ήπιε μονορούφι. «Να πάρουμε μερικές ακόμη;» παρακάλεσε. «Μήπως δεν έχει νερό ούτε στο σπίτι του θείου. Να πάρουμε και για την Αντωνία και τον Χρήστο;» Η μαμά συμφώνησε, αν και κάπως απορημένη. Η Αντιγόνη σιχαινόταν τις εμφιαλωμένες πορτοκαλάδες… Ωστόσο με τον φόβο ότι μπορεί πράγματι να μην υπήρχε νερό, αγόρασε ένα κιβώτιο «ΠΑΝΤΑ». Άλλωστε στο σουπερμάρκετ δεν υπήρχε τίποτε άλλο που να πίνεται. «Έχει κοπεί παντού το νερό», σχολίασε ο θείος Τάκης «Στον Δήμο δεν ξέρουν τίποτα. Δεν υπάρχει λέει βλάβη στο δίκτυο. Όταν πάμε σπίτι θα τηλεφωνήσω πάλι να δω τι γίνεται» Ο Δημήτρης και η Αντιγόνη, μόλις συνάντησαν τα ξαδέρφια τους τα ξέχασαν όλα. Ήπιαν από μια «ΠΑΝΤΑ» και ξεχύθηκαν στα χωράφια να παίξουν. Μόλις είδαν κάποιους να μαζεύουν ελιές προθυμοποιήθηκαν

63


να τους βοηθήσουν. Είχε πολλή πλάκα! Όμως δίψασαν και πάλι και γύρισαν στο σπίτι. Ήθελαν να πιούν κι άλλη «ΠΑΝΤΑ». Μέχρι το μεσημέρι το κιβώτιο είχε αδειάσει. ~~~

64

Οι επόμενες μέρες κύλησαν παράξενα. Νερό δεν υπήρχε πουθενά και σταδιακά, πρώτα τα παιδιά και μετά οι μεγάλοι άρχισαν να πίνουν όλο και περισσότερη «ΠΑΝΤΑ». Ο έμπορος που έφερνε τις πορτοκαλάδες στη Σύρο, είχε φροντίσει –καιρό πριν να αποθηκεύσει χιλιάδες μπουκάλια. Καράβια έρχονταν συνεχώς από τον Πειραιά κι από μέσα έβγαιναν νταλίκες γεμάτες «ΠΑΝΤΑ». Ήταν τόση η κατανάλωση που σχεδόν εξαφανίζονταν μέχρι να έρθει το επόμενο καράβι, παρά την προνοητικότητα του εμπόρου. Κανείς πια δεν ζητούσε νερό. Κανείς δεν αναρωτιόταν τι μπορεί να είχε συμβεί με το δίκτυο ύδρευσης. Άρχισαν μάλιστα να χρησιμοποιούν «ΠΑΝΤΑ» ακόμη και στο μαγείρεμα. Μακαρόνια έβραζαν σε «ΠΑΝΤΑ». Έπιναν καφέ με «ΠΑΝΤΑ», δοκίμαζαν την «ΠΑΝΤΑ» σε σάλτσες, στα ντολμαδάκια, στις χορτόπιτες, στα σουτζουκάκια, ακόμη και στο τζατζίκι. Η Αντιγόνη κι ο Δημήτρης δεν κουνιόντουσαν πια από το σπίτι. Ούτε και τα ξαδέρφια τους. Απολάμβαναν τις «ΠΑΝΤΑ» τους παίζοντας παιχνίδια «ΠΑΝΤΑ» στο ίντερνετ που τους χάριζαν έξτρα πόντους για «περισσότερο προϊόν δωρεάν». Παρήγγειλαν και καλαμάκια με το σήμα της «ΠΑΝΤΑ» και φυσικά άρχισαν τη συλλογή με τα ζωάκια «ΠΑΝΤΑ» που εύρισκες σε κάθε συσκευασία των 12 μπουκαλιών. ~~~ Ο Ευθύμης ήταν μάλλον ο τελευταίος βοσκός του νησιού. Λίγο ονειροπαρμένος, βγαλμένος λες από άλλη εποχή, σαν ήρωας από τα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Πρέπει να ήταν ο μόνος πάνω στη Σύρο που έπινε ακόμη νερό. Υπήρχε μια μικρή

πηγή, η μοναδική που δεν είχε στερέψει στο νησί. Από εκεί έπινε ο ίδιος, εκεί πότιζε και τα ζωντανά του. Μια μέρα –πόσος καιρός να είχε άραγε περάσει;- τα παιδιά έχοντας τελειώσει και το τελευταίο μπουκάλι «ΠΑΝΤΑ» στο σπίτι, βγήκαν έξω σαν υπνοβάτες. Όλα τους φαίνονταν παράξενα. Αλλόκοτα. Ο ήλιος τους πονούσε τα μάτια. Ήταν έτοιμοι να γυρίσουν πίσω, όταν άκουσαν μια μελωδία.

65

Ο Ευθύμης έπαιζε μουσική φυσώντας ένα καλάμι. Αυτός ο ήχος που θύμιζε τον άνεμο, όταν περνάει μέσα από ένα χωράφι με ώριμα στάχια, ήταν σα να έδιωξε το σύννεφο από το μυαλό τους. Ο Χρήστος, η Αντωνία, ο Δημήτρης κι η Αντιγόνη ακολούθησαν τη μελωδία λες και τους τραβούσε κάποιο αόρατο χέρι. Έφτασαν τέλος εκεί που ήταν ο Ευθύμης με τα πρόβατά του. Μετά από καιρό, μαζί με τον ήχο της φλογέρας, άκουσαν έναν άλλο μαγικό ήχο: Το νερό που κελαρύζει! Σαν ξεχασμένο τραγούδι. Έτρεξαν και έπεσαν με τα μούτρα στην πηγή. Έπιναν, έπιναν, έπιναν αχόρταγα. Ο Ευθύμης άφησε τη φλογέρα του και τους κοιτούσε σα να είχαν έρθει από άλλον πλανήτη


«Ωρέ τι πάθατε; Ζουρλαθήκατε; Σαν τα ζωντανά πίνετε!» Τους έδωσε ένα τσίγκινο κύπελλο κι έπιναν ο καθένας με τη σειρά του, μέχρι που φούσκωσε η κοιλιά τους και μόλις κουνιόντουσαν έκανε πλιτς, πλατς σαν ένα μπαλόνι γεμάτο νερό. ~~~

66

Αυτή ήταν η αρχή του τέλους γι’ αυτό που αργότερα διάφοροι ειδικοί και αναλυτές των τηλεπαραθύρων θα αποκαλούσαν «Το Πείραμα της ΠΑΝΤΑ» Η μεγάλη πολυεθνική εταιρία αναψυκτικών DRINK, βλέποντας τις πωλήσεις της να πέφτουν κατακόρυφα, αποφάσισε να ρίξει στην αγορά την «ΠΑΝΤΑ». Μια πορτοκαλάδα –ή μάλλον ένα χημικό κατασκεύασμα – που δεν σου προκαλούσε μόνον εξάρτηση, αλλά σε έκανε να θέλεις να πίνεις όλο και περισσότερο. Το πρόβλημα για την Εταιρία, όπως όλοι την αποκαλούν από τότε, ήταν το …νερό. Διότι αν έπινες αρκετό νερό καθημερινά όχι μόνον δεν εθιζόσουν στην «ΠΑΝΤΑ», αλλά τη σιχαινόσουν κιόλας. Ένα παιδί που τη δοκίμασε στα πρώτα στάδια είπε ότι έμοιαζε με …τσίσα! Η Εταιρία, καταφέρνοντας με εκβιασμούς και δολιοφθορές να εξαφανίσει το νερό κι ό,τι άλλο πινόταν από τη Σύρο, πραγματοποίησε ένα γιγάντιο πείραμα για να δει τις αντιδράσεις και να προσαρμόσει την πολιτική της. Η Σύρος –όπως είπε κάποιος συγγραφέας- είχε γίνει η «ασημόπετρα» που πάνω της δοκίμαζαν οι σαράφηδες το χρυσάφι και το ασήμι. Μια λυδία λίθος, όπου αυτή τη φορά δοκίμασαν τις αντοχές μικρών και μεγάλων. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα, μέχρι που τα τέσσερα ξαδέρφια ανακάλυψαν τον Ευθύμη και την πηγή του. Ξυπνώντας από τον λήθαργο που είχαν πέσει πίνοντας «ΠΑΝΤΑ», κατάλαβαν πως όλα ήταν λάθος! Γέμισαν λοιπόν μπουκάλια και μπουκαλάκια με νερό και πήραν τους δρόμους. Πρώτα έδωσαν νερό στους δικούς τους. Μετά βρήκαν όσους θα μπορούσαν να βοηθήσουν να ξανάρθει το νερό στο νησί.

Τα κατάφεραν! Ένας –ένας, μικροί και μεγάλοι ξυπνούσαν. Το νερό άρχισε να ρέει στις βρύσες και στα μαγαζιά εμφανίστηκαν πάλι χυμοί και εμφιαλωμένα νερά. Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου. Για μεγάλη απογοήτευση των παιδιών, η Σύρος μπορεί να γλίτωσε από το «Πείραμα της ΠΑΝΤΑ», ωστόσο κανείς απολύτως δεν τιμωρήθηκε για ό,τι συνέβη. Οι ιδιοκτήτες της DRINK, της Εταιρίας, ισχυρίσθηκαν ότι για όλα έφταιγε ένας τρελός χημικός, ο οποίος, μέσα στα …αγνά συστατικά από φρέσκα πορτοκάλια που χρησιμοποιούν, πρόσθεσε μια άγνωστη ουσία με τα γνωστά αποτελέσματα. Οι ίδιοι έλεγαν πως ποτέ δεν έγινε κανένα πείραμα και όλα ήταν μια σύμπτωση ή έργο ανταγωνιστών της DRINK που ήθελαν με αυτό τον τρόπο να τη διώξουν από την ελληνική αγορά. Ο χημικός απολύθηκε και εξαφανίσθηκε από προσώπου γης. Η Εταιρία χρηματοδότησε έρευνες για να βρεθεί νερό στις ερήμους της Αφρικής και κυκλοφόρησε μια νέα πορτοκαλάδα με πορτοκάλια βιολογικής καλλιέργειας. Όλα αυτά, μέχρι να ξεχαστεί το Πείραμα… Κάποιοι λένε ότι ο χημικός όχι μόνο δεν εξαφανίσθηκε στ’ αλήθεια, αλλά συνεχίζει να δουλεύει στα μυστικά εργαστήρια της DRINK, προσπαθώντας να δημιουργήσει τη «ΝΕΑ ΠΑΝΤΑ» που δεν θα επηρεάζεται από την κατανάλωση νερού. «Και τότε θα δουν όλοι αυτοί που κατέστρεψαν την προσπάθειά μας» είπε ο Πρόεδρος στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας. Όσο για τον Δημήτρη και την Αντιγόνη, επέστρεψαν στην Αθήνα. Έλειπαν τόσο καιρό που κόντεψαν να μείνουν από απουσίες. Ευτυχώς …δωροδόκησαν τον Διευθυντή του Σχολείου με μπόλικα λουκούμια μανταρίνι κι εκείνος φάνηκε ελαστικός. «Είναι φανταστικά, μοναδικά, σούπερ, απίστευτα», είπε εκείνος όταν τα δοκίμασε. Ο Δημήτρης και η Αντιγόνη κοιτάχτηκαν με νόημα κι έφυγαν για τις τάξεις τους….

67


Ελένη Συλιβάνη,

Δασκάλα, Σύρος

ΠΟΙΟΣ EΚΡΥψΕ ΤΟ ΝΕΡO

Βγαίνοντας έξω, ορίστε, να! Εδώ όλοι πλατσουρίζουν. Λούζονται και δροσίζονται και τα φυτά ποτίζουν.

Εικονογράφηση: 1ο Δημοτικό Σχολείο Κάμπου, Ν. Ζακύνθου

Και τότε εγώ τι έπαθα και στέρεψε η βρύση; Ίσως με λίγο παγωτό μπορώ να βρω τη λύση.

Ξύπνησα ένα πρωί κι έτρεξα όλο χαρά στη μπανιέρα να βουτήξω και να τρέχουν τα νερά.

Απλώνοντας το χέρι μου ν’ ανοίξω το ψυγείο μπροστά μου εμφανίστηκε το μαγικό στοιχείο.

Αφρόλουτρο με φράουλα και σαμπουάν με μέντα Αφρούς θα ‘χω στα μάγουλα αφρούς και στην πετσέτα.

68 Ανοίγω βρύση, τι να δω! Νερό ούτε σταγόνα. Και τώρα; Εγώ ήθελα να κάνω τη γοργόνα. Μη στέρεψε η θάλασσα; Μη χάθηκε η βροχούλα; Θα λύσω το μυστήριο με μια μικρή βολτούλα. Θα πάω να δω οι γείτονες αν έχουνε νεράκι ή αν κανένα καγκουρό το ‘βαλε στο τσεπάκι.

Ένα χαρτάκι τόσο δα με ένα μαγνητάκι ήταν ο λόγος για να πω αχ! το νερό νεράκι. Απλήρωτο λογαριασμό είχα αφήσει πάλι. Τώρα πλένω τα δόντια μου με τούτο το μπουκάλι. Τον πλήρωσα και γρήγορα πήρα δρόμο τρεχάτο και στην μπανιέρα μου έκανα μπάνιο μπουρμπουληθράτο.

69


Μαρία Φιλίππου,

Σχεδιάστρια/Δημιουργός κοσμημάτων, Ρόδος

Ο ΚYΡΙΟΣ ΜΠΛΟΥΜ Εικονογράφηση: Δημοτικό Σχολείο Βάρειας Λέσβου

70

Στης γης σε κάποια μέση η πόλη Οικονόμη σε ένα νησί είχε χωρέσει. Όσο νερό και νά’ ριχνε κανείς Εξατμιζόταν στην πρώτη κιόλας ώρα. Γιατί ο ήλιος έκαιγε απ’ το πρωί Και κανείς δεν είχε δει μια μπόρα. Τόσο δυνατός ήταν ο ήλιος σ’ αυτή την πόλη. Δέντρα δεν υπήρχαν και πολλά, ούτε χώμα ούτε άμμος. Το τσιμέντο πίστευαν πως διατηρεί την πόλη καθαρή, χωρίς σκόνες και ζωύφια. Την ημέρα δεν έβρεχε ποτέ. Κι έτσι οι ομπρέλες άχρηστες από παλιά, τώρα χρησίμευαν για να σκιάζουν. Δύσκολο να βρεις παχιά σκιά όταν περπατούσες έξω στους δρόμους. Όμως σ’ αυτή την πόλη αλλά και σε όλο το νησί, κάτι περίεργο συνέβη. Πολλά χρόνια πριν, έπιασε φωτιά, κάηκαν τα χαρτονομίσματα και όλα τα φυτά. Εφόσον δεν υπήρχαν χρήματα λοιπόν, συμπέραναν πως το πολυτιμότερο ήτανε γι’ αυτούς, τι άλλο απ’ το νερό! Λογικό ήταν συνεπώς και συνάμα κρίμα να βρίσκεις σε μια τράπεζα πηγή νερού αντί χρήμα Έτσι οι κάτοικοι αντάλλασσαν με σταγόνες, ή αλλιώς νεροσταλίδες. Ένα μπουκάλι πλαστικό νερό, μικρό,

ατομικό, ήταν η αμοιβή μιας ημέρας εργασίας. Έπιναν όμως κι από αυτό, για να ξεδιψάσουν. Αν τύχαινε να περισσέψει λιγοστό, το αποθήκευαν στις πισίνες. Να που βρήκαν χρήση κι αυτές, και τις κλειδαμπάρωναν σα χρηματοθυρίδες. Παιχνίδια, χόμπι και αθλήματα όπως τα έχουμε εμείς γνωστά, μπα, δεν υπήρχαν. Αφού απ’ το πρωί τα είχαν όλα ηλεκτρονικά στις δουλειές και τα σχολεία, σε ατομικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, πολύ εξελιγμένο και διόλου καθυστερημένο. Κι όταν τη διασκέδαση είχαν ανάγκη και απαίτηση στον υπολογιστή τη βρίσκανε όπως και κάθε εξυπηρέτηση. Κυκλοφορούσαν σπάνια δυο από δω και δυο από ‘κει, κυρίως για ν’ αγοράσουν κάτι φρέσκο. Άκουγες κουβέντες λίγες και πολύ συγκεκριμένες. -Πόσο έχει το ψωμί; -Μα μόνο τρεις νεροσταλίδες. -Γεια σου Τατ, φίλε μου από τα παλιά τα μέρη! -Γεια σου και σένα Σοτ, βιάζομαι να πάω στη δουλειά μου. -Στείλε μου τότε μία αγκαλιά! Την έχω τόση ανάγκη... -Θα σου στείλω δυο φίλε μου καλέ, μία απ’ την αριστερή και μία δεξιοτάτη! Έτσι μιλούσαν βιαστικά και έφευγαν πάντα τρέχοντας. Όλα καλύπτονταν ηλεκτρονικά, καθόλου όμως χειροπιαστά. Κάθε κάτοικος είχε ομοίωμά του στον υπολογιστή και έτσι έστελνε ο ένας στον άλλο αγάπες και φιλιά, ακόμα και μία ηλεκτρονική παρηγοριά. Δεν έβρεχε ποτέ λοιπόν στην Οικονόμη, τουλάχιστον τη μέρα, που ήταν όλοι ξύπνιοι. Τις νύχτες πάλι δεν φανταζόντουσαν τι θα μπορούσε να συμβαίνει. Όλοι ήσυχα κοιμόντουσαν γιατί ήταν κουρασμένοι.

71


72

Άλλη δουλειά δεν είχαν δηλαδή να λιάζονται έξω όλη μέρα! Και όταν ονειρεύονταν νερό, σταγόνες και μπουγέλα, κάτι συναρπαστικό συνέβαινε στον ουρανό, κάτι αδιανόητο για κάθε φίλο μας σ’ αυτή αυτή τη χώρα. Ήτανε και δυο παιδιά, η Λέλα και ο Ρόρη. Πάντα χαμογελαστά και λίγο ίδια. Αδέρφια συνεπώς, καρδαμωμένα και ψηλά, θά’ ταν στα 12 τους χρόνια. Κάτι κάναν τα παιδιά ημέρα με τη μέρα. Ένας ήξερε γι’ αυτό που έμενε δίπλα και καθόλου παραπέρα. Ήταν ο κύριος Μπλουμ. Χώραγε σε τρεις στενούς καθρέφτες. Ήταν πάντα μοναχός, και φώναζε γιατί φοβότανε τους κλέφτες. Δεν είχε οικογένεια, μόνο ηλεκτρονικούς φίλους. Άσε που μπορεί να μην τους γνώριζε αν τους έβλεπε στο δρόμο και ποτέ του. Ο κύριος Μπλουμ δεν ήτανε κακός, ήταν όμως πάντα λυπημένος. Είχε μια παρηγοριά, να τρώει πρωί βράδυ. Να σκάει από το φαί και να τρώει όταν διψάει. Είχε την πιο σημαντική δουλειά σ’ αυτή την πόλη. Έφτιαχνε πισίνες και η δικιά του φυσικά, ήταν η μεγαλύτερη μακράν και αξιόπιστης ασφαλείας. Κάθε βράδυ άδειαζε το μπουκάλι με νερό και ήτανε για λίγο ευτυχισμένος. Είχε όμως κάτι ζηλευτό, από τα παλιά τα χρόνια. Στην αυλή του την ξερή, την χορταριασμένη, μια μπασκέτα είχε ψηλή και μια ποδηλατάρα σκουριασμένη. Κανείς δεν ήξερε να παίξει με αυτά. Όμως η Λέλα και ο Ρόρη τα είχαν ανακαλύψει από μικρά. Κάθε

πρωί λοιπόν, πιο πρωί από όλους, γλιστρούσαν σιωπηλά έξω από το σπίτι. Με δυο διασκελισμούς, να’ τα στην αυλή την ξεχασμένη. Σκαρφάλωναν το φράχτη προσεχτικά και πέφταν μες στα χόρτα. -Ήσυχα Λέλα, σταμάτα να γελάς, θα τους ξυπνήσεις όλους, ο Ρόρη έλεγε πάντα προσεχτικός μην αποκαλυφθεί η αλήθεια. -Μα Ρόρη με φωνάζει το θεριό, έλεγε η Λέλα τρέχοντας προς το ποδήλατο για να το καβαλικέψει. Ορμούσε πάνω στο σαράβαλο κι το έτρεχε λες και ήτανε λιοντάρι. -Αυτή η μπαλιά είναι η καλύτερη της πόλης, φώναζε ο Ρόρη καμαρωτά, λες και υπήρχε άλλη καμιά στην Οικονόμη. Σκόπευε από μακριά σα να κρατούσε βέλος. Και νά ’σου τα τρίποντα στη σειρά, μέχρι να εμφανιστεί ο ξενοδόχος! Έτσι λέγαν τα παιδιά τον κύριο Μπλουμ, τον χοντρό της πόλης. «Ο ξενοδόχος ήρθε! Τρέχα πριν μας πετάξει σκόνη!» Φώναζαν συνθηματικά μόλις τον βλέπαν στο μπαλκόνι. Ένα πρωί όμως ο κύριος Μπλουμ, δεν βγήκε από το σπίτι. Τα παιδιά ανησύχησαν γι’ αυτόν και τον σκέφτονταν όλη μέρα. Μάθαν τελικά Να πίνει νερό αντί να φάει πως είχε αρρωστήσει. αυτή η λύση υπήρχε μόνο Απ’ το πολύ φαϊ τουλάχιστον όταν διψάει λέγαν οι γιατροί και να μη σκέφτεται τον πόνο. που είχανε σαστίσει. Μα ο κύριος Μπλουμ δεν ήθελε να πιει, σταγόνα μη σπαταλήσει. Επέμεναν οι γιατροί, του λέγανε πως αν δεν πιει, κινδυνεύει να πεθάνει. Και ο κύριος Μπλουμ τους έλεγε πως κανείς δε θα νοιαστεί γι’ αυτόν, οπότε ας πεθάνει. Μόλις το μάθαν τα παιδιά, δεν πιστεύανε στ’ αφτιά τους.

73


74

Ξέραν πως νερό είχε η πισίνα για να πιει όλη η πόλη. Αποφάσισαν λοιπόν κι εκείνα να τον ξεδιψάσουν με το ζόρι. Χτύπησαν το κουδούνι του για πρώτη φορά και άνοιξε ο ξενοδόχος. -Γεια σας κύριε Μπλουμ, σας φέραμε νεράκι, είπαν σα μονοφωνική χορωδία. -Τι κάνετε εδώ, ποιος σας έδωσε δικαίωμα αυθαιρεσίας; τους έβαλε φωνή μουγκανιστή και αυτά πιαστήκανε χεράκι. -Πιες νεράκι κύριε Μπλουμ, σου φέραμε να ξεδιψάσεις, επέμεναν τα δυο διστακτικά, μη τους ξεφύγει κάνα γελάκι. «Και ποιος σας είπε πως θέλω να πιω» είπε σουφρώνοντας τα φρύδια και ακόμα περισσότερο τα πολύ λεπτά του χείλια. Η Λέλα και ο Ρόρη έφυγαν τρέχοντας από ‘κει, αφήνοντας κάτω το μπουκάλι. Ο Μπλουμ ξαφνιάστηκε με αυτά τα αλητάκια, αλλά πήρε το νερό και προχώρησε προς την καταπαχτή της πισίνας. Τι άλλο να σκεφτεί φυσικά από το να το χύσει στην υπόλοιπή του περιουσία. Το επόμενο πρωί, τα παιδιά τα ίδια πάλι. Και ο Μπλουμ χωρίς να το ξανασκεφτεί, μεγάλωνε την στάθμη της πισίνας, ρίχνοντας μέσα το νερό με χάρη. Μα την τρίτη μέρα ο κύριος Μπλουμ δε σηκώθηκε απ’ την καρέκλα. Δε μπορούσε να κουνηθεί κι ας του χτύπαγαν την πόρτα αβέρτα. Τα παιδιά τον φώναζαν, «ανοίξτε ξενοδόχε»! Γελούσαν χαλαρά νομίζοντας πως θέλει να τα ξεγελάσει. Ήταν τόσο άρρωστος πια που ήθελε να φύγουν, μα η φωνή του δεν έφτανε μέχρι την πόρτα. Του’ ρθε μια σκέψη βιαστική, πως το νερό τους θα τον ξεδιψάσει. Πως θέλει τώρα να το πιει ακόμα και να τους χαμογελάσει.

Φύγαν, δε βρήκαν απάντηση στο σπίτι. Νομίζανε πως θα κοιμότανε βαριά και θα ονειρευόταν πως τρώει κάνα γουρούνι. Του κυρίου Μπλουμ όμως πονούσε η καρδιά του. Σφιγγότανε ακούνητος καθώς σκεφτόταν τον καημό του. «Πώς να βρω τώρα νερό; Πώς να τους πω πως θέλω να πιω; Πώς να τους ανοίξω την πόρτα;» Όχι, δεν είχε την πυγμή, θα έμενε εκεί για πάντα μόνος. Έκλεισε τα μάτια μια στιγμή, να ονειρευτεί πως θά’ τανε ο κόσμος. Ονειρεύτηκε στην πόλη του να βρέχει κάθε μέρα. Πως άλλαζε δουλειά κι έφτιαχνε κούκλες για κουκλοθέατρα και για τοξοβολία τόξα. Όλα τα παιχνίδια τα παλιά, να τα μοιράζει για να παίζουν όλοι. Μικροί που δεν ήξεραν απ’ αυτά αλλά και μεγάλοι που τα ‘χανε ξεχάσει. Ένιωσε περίεργα, μέσα στο όνειρό του. Ένιωσε χαμόγελο να σχίζει τον καημό του. Χαιρότανε για κάτι, πέρα από την πισίνα. Κάτι τόσο επιθυμητό, που καμιά λιχουδιά δεν μπορούσε να το καλύψει. Σαν μουλάρι πληγωμένο, μούγκρισε και σήκωσε το βάρος του με πόνο και με χέρια. Έπεσε στο πάτωμα, σέρνοντας όλο του το σώμα. Έφτασε στην καταπαχτή και μλουμ μες στη πισίνα. Ήπιε νερό πολύ για πάντα ξέχασε την πείνα. Ξεδίψασε μα δεν έλεγε να σταματήσει. Ήπιε τόσο

75


76

πολύ, που είχε σχεδόν μεθύσει. Είχε ξεχάσει τη γεύση και την υφή του νερού και προπάντων πως μπορούσε να τον αναζωογονήσει! Πήρε τ’ απάνω του με μιας. Και βγήκε έξω με φόρα! Κανείς εκεί να μοιραστεί το πως ένιωθε πια τώρα. Μπήκε στο σπίτι χαρωπός κι έτρεξε ως το γραφείο. Άνοιξε τον υπολογιστή και μπήκε στο ιντερνετικοπωλείο. Αγόρασε πρώτες ύλες για να κατασκευάσει τα παιχνίδια. Κανείς ποτέ δεν είχε τόσο ενθουσιασμό όσο αυτός εκείνη την ημέρα. Τα παιδιά γύρισαν από το σχολειό, πολύ αργά όπως πάντα. Σκέφτονταν τον κύριο Μπλουμ φωναχτά, μουρμουρώντας το παράπονό τους. -Ο ξενοδόχος δεν είναι καλά, είπε η Λέλα στη μαμά και χαμήλωσε τη ματιά της. Ξεκίνησαν και οι τρεις να βρούνε τον μπαμπά. -Τα παιδιά έχουν δίκιο που ανησυχούν για τον γείτονά μας, είπε η μαμά. Ο μπαμπάς κούνησε το κεφάλι λέγοντας, -Σκεφτόμουν να πάμε όλοι προς τα κει, μπας και μας ανοίξει. -Ναι! αναπήδησαν τα παιδιά και όρμησαν προς την πόρτα. Δυο βήματα στα σκοτεινά και του χτύπησαν το κουδούνι. Ο κύριος Μπλουμ πουθενά, ούτε φως έβλεπαν, ούτε βήματα ακούγονταν από μέσα. Μα που νά’ ξεραν πως συνεπαρμένος είχε πέσει με τα μούτρα, να σχεδιάζει τα παιχνίδια. Οι γονείς τώρα ανησύχησαν στ’ αλήθεια. «Ας καθίσουμε εδώ, με την ελπίδα μήπως και κάτι αλλάξει» συμφώνησαν σαν κουαρτέτο και κάθισαν έξω στο πλατύσκαλο. Σχεδόν αποκοιμήθηκαν όταν ήρθε η πιο νύχτα. Και τότε άρχισε κάτι ανυποψίαστο να συμβαίνει. Κάτι που κάθε βράδυ συνέβαινε και κανείς δεν είχε αντιληφθεί.

Τικ τακ άκουγαν σα βελόνες ξένο θόρυβο σ’ αυτή την πόλη. Βλέπανε στην είσοδο σταγόνες να σκάνε από το μπαλκόνι. Φοβήθηκαν πως ο Μπλουμ τρελάθηκε και πέταγε τον κόπο του κάτω. Κοίταξαν ψηλά και είδαν κάτι αλλόκοτο. Βροχή έπεφτε από τον ουρανό, σταγόνες με το σταγονόμετρο! Στρίγγλισαν από την χαρά, λες και είδανε χιονάνθρωπο. Έβρεχε τώρα για τα καλά μα δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Να παίξουν τρέξανε στα νερά και άρρυθμα να χορέψουν. Βγήκε τότε και ο κύριος Μπλουμ από την μεγάλη του πόρτα. Τους είδε μουσκίδι στην αυλή και τους έφερε μια πολύχρωμη ομπρέλα. Τα παιδιά προσπαθούσαν μέσα από παραλήρημα να του εξηγήσουν. «Βρέχει απ’ τον ουρανό τόσο πολύ όσο μία κατσαρόλα» Είπαν βλέποντάς τον ζωντανό λες και είδανε πολύχρωμα μπαλόνια. Αδιάφορο του ήτανε, το χρήμα του κύριου Μπλουμ μας τώρα. Κοίταξε τους γείτονες στα μάτια τα βρεγμένα και τους αγκάλιασε όλους έναν-έναν. «Τώρα θέλω να σας πω πώς θ’ αλλάξουμε καλούδια. Στις πισίνες θα φυτέψουμε δέντρα και λουλούδια. Ας κλείσουμε για λίγο αυτούς τους υπολογιστές να χαιρόμαστε παιχνίδια και αγκαλιές χρωματιστές!»

77


ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ Παιδιά! Τώρα που σας διαβάσετε τις ιστορίες μας, μήπως σας άνοιξε η όρεξη να γράψετε κι εσείς τις δικές σας; Μήπως, λέω μήπως, ξύπνησε ο συγγραφέας μέσα σας; Μακάρι! Πρώτα όμως θα σας έλεγα να κάνετε μερικές διασκεδαστικές ασκήσεις δημιουργικής γραφής για λίγη συγγραφική προθέρμανση. Ακονίστε τα μολύβια σας και προσδεθείτε. Η φαντασία απογειώνεται! 1. Οι εξωγήινοι απαγάγουν τον/την αγαπημένο/η σου τραγουδιστή /τραγουδίστρια. Γράψε γιατί από τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων στη γη, επέλεξαν να πάρουν το συγκεκριμένο άτομο για να κάνουν τις έρευνες και τα πειράματά τους.

78

2. (Δραστηριότητα για την τάξη) Μέσα σε μια γυάλα, βάλτε λευκά χαρτάκια που έχουν γραμμένη από μια λέξη (ουσιαστικά, επίθετα, επιρρήματα, ρήματα κτλ). Όσα πιο πολλά χαρτάκια, τόσο καλύτερα. Μην ξεχάσετε να βάλετε μέσα και περίεργες, απίθανες, παλαβούτσικες λέξεις! Κλείστε το καπάκι και ανακατέψτε καλά. Πείτε όλοι μαζί τις μαγικές λέξεις «Λεξίδριους Γραφικιτόρντιουμ» και ανοίξτε το καπάκι. Διαλέξτε από 4 χαρτάκια το κάθε παιδί και γράψτε μια μικρή ιστορία ή ποίημα χρησιμοποιώντας απαραίτητα και τις 4 λέξεις.

3. Κλείστε για λίγο τα μάτια και σκεφτείτε το κατοικίδιο που έχετε σπίτι – το σκύλο, τη γάτα, τον παπαγάλο, το καναρίνι κτλ. Αν δεν έχετε εσείς, σκεφτείτε τα κατοικίδιο ενός συγγενή, φίλου, γείτονα. Και τώρα ανοίξτε τα μάτια. Φανταστείτε λοιπόν ότι έχετε αυτό το κατοικίδιο μπροστά σας με ανθρώπινη φωνή, ρούχα, μαλλιά, συμπεριφορά, επάγγελμα, χόμπι κτλ. Περιγράψτε το και πείτε γιατί το φανταστήκατε έτσι κι όχι κάπως αλλιώς. 4. Γράψε ένα γράμμα στον αγαπημένο σου σούπερ ήρωα ή ήρωα ενός βιβλίου που αγάπησες. Μίλησέ του για σένα και γιατί σου αρέσει αλλά και ζήτα του να σου κάνει μια συγκεκριμένη χάρη. 5. (Ομαδική δραστηριότητα). Παρακάτω θα βρείτε την αρχή μιας ιστορίας που δεν υπάρχει. Πάρτε μία σελίδα και καθαρογράψτε τη. Με τη σειρά, η σελίδα περνάει από παιδί σε παιδί που προσθέτει τη δική του πρόταση για συνέχεια της ιστορίας. Κάθε παιδί και μια πρόταση που πάει την ιστορία παρακάτω. Επαναλάβετε μέχρι να συμφωνήσετε όλοι ότι η ιστορία έφτασε στο τέλος της (μπορεί και ποτέ…) Κάνεις δεν περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο. Οι κάτοικοι του βασιλείου της Αγγουροντομάτας πρώτη φορά ήταν τόσο ανήσυχοι…

79


ΕΤΑΙΡΟΙ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Δίκτυο Αναπτυξιακών Εταιριών Νησιωτικής Ελλάδας «Νήσων Περίπλους»


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.