ΤΑ ΤΡΙΑ ΦΙΛΑΡΑΚΙΑ Ένα παραμύθι για τους πρόσφυγες από την
Ε τάξη Δημοτικό Σχολείο Παλαιόχωρας Παρουσιάστηκε στο 2ο Μαθητικό Συνέδριο Δημοτικών Σχολείων 4ης περιφέρειας Χανίων
Μια φορά και έναν καιρό στην μακρινή Δαμασκό ζούσαν χαρούμενα και ευτυχισμένα τρία φιλαράκια ο Αμπντούλ , ο Μουσταφά και ο Γιασέμ.
Τα σπίτια τους τα ένωνε μια μικρή αυλίτσα που όμως για τα παιδιά φάνταζε ο κόσμος όλος. Μεγάλωναν μαζί παίζοντας, γελώντας και σχεδιάζοντας το μέλλον τους.
Τα πράγματα δυστυχώς στην καθημερινή ζωή των παιδιών άρχιζαν να αλλάζουν. Εκείνα δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τη σοβαρότητα της κατάστασης, όμως έβλεπαν την ανησυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των μεγάλων. Στρατιώτες κυκλοφορούσαν με όπλα στα χέρια, μεγάλα στρατιωτικά οχήματα στους δρόμους και ο φόβος παντού...Μια μέρα έφυγαν και οι πατεράδες και τα παιδιά έμειναν με τις μητέρες τους. Όλοι, εκτός του Γιασέμ, που έμεινε ολομόναχος, επειδή η μητέρα του είχε χαθεί χρόνια πριν.
Ο εμφύλιος δεν άργησε να εξαπλωθεί. Οι μητέρες τους προσπαθούσαν απεγνωσμένα να απομακρύνουν τα παιδιά τους από το χάος που είχε δημιουργηθεί.
Ένα πρωινό συγκεντρώθηκαν όλοι στην μικρή τους αυλίτσα: -Ήρθε η ώρα. Πρέπει να βρούμε τρόπο να φύγετε από εδώ, όσο πιο γρήγορα γίνεται, είπε η μητέρα του Αμπντούλ. -Και πού να πάμε; Με ποιόν, απάντησε Αμπντούλ. -Δεν έχουμε φύγει ποτέ τόσο μακριά, είπε ο Μουσταφά. -Θα τα καταφέρουμε, είμαι σίγουρος ...και θα γυρίσουμε πίσω, όταν γίνουν όλα όπως πριν, μίλησε τελευταίος ο Γιασέμ.
Το πρωινό του αποχαιρετισμού ήταν όλοι εκεί Η μητέρα του Αμπντούλ τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε. Η μητέρα του Μουσταφά έκλαψε πολύ, αλλά έκρυψε τα δάκρυά της για να μην τα αποθαρρύνει. Ο μικρός Γιασέμ στεκόταν στην άκρη της αυλίτσας βλέποντας αυτά που διαδραματίζονταν γύρω και σκεφτόταν τους δικούς του γονείς. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, όμως αμέσως το σκούπισε. Δεν ήθελε να τον δουν έτσι οι φίλοι του.
Τότε εμφανίστηκε μια γυναίκα που κανείς δεν την είχε ξαναδεί. Πλησίασε τον Γιασέμ και του είπε: -Γειά σου μικρέ, είμαι η Νιβάμα, η αδερφή της μαμάς σου. -Μα δε σε θυμάμαι, δε σ‘ έχω ξαναδεί, της απάντησε ο μικρός. -Ζούσα πολύ μακριά τόσα χρόνια αλλά σας σκεφτόμουν συνεχώς. -Και γιατί εμφανίστηκες σήμερα; -Πριν λίγες μέρες ήρθε στον ύπνο μου η μητέρα σου και μου ζήτησε να ψάξω να σε βρω, γιατί με χρειάζεσαι. Έτσι και εγώ την επόμενη μέρα αποφάσισα να κάνω το μεγάλο ταξίδι, για να σε συναντήσω. Θα μου δώσεις την ευκαιρία να σε βοηθήσω;
Ο Γιασέμ συμφώνησε και με τις ευχές των δικών τους ξεκίνησαν το μακρύ δρόμο της προσφυγιάς. Κατευθύνθηκαν προς τον Βορρά. Προχώρησαν ώρες πολλές, ώσπου έφτασαν έξω από ένα χωριό. Κοιτούσαν από μακριά τα παιδιά που έπαιζαν στους δρόμους, τους άντρες και τις γυναίκες που δούλευαν στα περιβόλια. Δεν τόλμησαν να πλησιάσουν όμως, γιατί ήταν πολύ βρώμικοι και ταλαιπωρημένοι.
Περίμεναν να νυχτώσει για να κατέβουν στο χωριό. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο Γιασέμ άρχισε να τρέμει. Μες στο βαθύ σκοτάδι είδαν μπροστά τους ένα αχνό φως. Οδηγήθηκαν προς τα εκεί και βρέθηκαν μπροστά σ‘ ένα σπίτι. Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε μια συμπαθητική γριούλα. Ο Αμπντούλ κόντευε να καταρρεύσει και πριν προλάβει να μιλήσει, η γριούλα τους έβαλε μέσα στο σπίτι. Κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι και η γριούλα τους φίλεψε με ό,τι είχε στην κουζίνα της. Όση ώρα έτρωγαν τα παιδιά, τους ετοίμασε ζεστό νερό και καθαρά ρούχα. Εκείνος ο ύπνος ήταν ο πιο ανάλαφρος που έκαναν ποτέ.
To επόμενο πρωινό σηκώθηκαν και ετοιμάστηκαν να φύγουν. -Παιδιά δεν αντέχω άλλο ...δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα μείνω εδώ με την γιαγιά. Είναι μόνη της, θα την βοηθώ και αυτή θα με φροντίζει ,τους ανακοίνωσε ο Αμπντούλ. Έτσι και αλλιώς είμαι ο μεγαλύτερος, εγώ αποφασίζω. Ο Μουσταφά και ο Γιασέμ αποχαιρέτησαν τον Αμπντούλ και συνέχισαν το ταξίδι τους. -Μην ξεχάσεις να προσέχεις, του φώναξαν από μακριά. Ο Αμπντούλ ζούσε στο σπιτάκι της γιαγιάς, ξέγνοιαστος και χαρούμενος, γιατί είχε γλιτώσει τα χειρότερα. Οι άνθρωποι του χωριού όμως τον απέφευγαν και μέρα με τη μέρα η χαρά μετατρεπόταν σε στεναχώρια και φόβο. Ένα πρωινό, την ώρα που βρισκόταν στον κήπο, τον πλησίασαν οι χωρικοί.
-Δεν έχεις θέση εδώ. Να φύγεις, να γυρίσεις στην χώρα σου, του φώναξαν. -Είσαι ανεπιθύμητος. -Αν μείνεις εσύ, θα έρθουν και άλλοι. -Είμαστε αρκετά φτωχοί και δεν μπορούμε να αντέξουμε περισσότερους, του είπαν.
Πληγωμένος ο Αμπντούλ από τη συμπεριφορά των χωρικών, μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά του και έφυγε. Πιο κάτω βρέθηκε έξω από μια πολιτεία. Από μακριά φάνταζε τεράστια, όσο όμως πλησίαζε κατάλαβε ότι όλα αυτά που έβλεπε δεν ήταν σπίτια αλλά σκηνές. Καθώς έμπαινε στον καταυλισμό, πήρε πάλι θάρρος, γιατί σκέφτηκε ότι θα ξανασυναντηθεί με τους φίλους του. Έτσι και έγινε. Μέσα στο χάος που επικρατούσε, τα τρία φιλαράκια ενώθηκαν και πάλι.
Έμειναν εκεί αρκετό καιρό. Ο Αμπντούλ και ο Μουσταφά δεν ήθελαν να φύγουν. Ο μικρός Γιασέμ όμως δεν το έβαζε κάτω: -Αφήσαμε τα σπίτια μας για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό που ζούμε τώρα δε λέγεται ζωή, τους έλεγε συνεχώς. -Ωχ μωρέ Γιασέμ, τι ψάχνεις τώρα μπελάδες; -Πού να πάμε; δε βλέπεις; μετά είναι θάλασσα, του απαντούσαν και οι δύο.
Το επόμενο πρωινό ο Γιασέμ αποχαιρέτησε τους φίλους του και ξεκίνησε χωρίς να ξέρει με ποιο τρόπο θα περάσει το μεγάλο εμπόδιο. Πίσω στον καταυλισμό οι δύο φίλοι προσπαθούσαν να συνηθίσουν τον καινούριο τρόπο ζωής, όμως δεν ήταν εύκολο. Για να πάρουν φαγητό στέκονταν ώρες στην ουρά, όταν έβρεχε οι σκηνές πλημμύριζαν και τα ρούχα τους ήταν συνεχώς βρεγμένα. Παρ‘ όλες τις δυσκολίες δεν έπαιρναν την απόφαση να φύγουν, γιατί το άγνωστο τους τρόμαζε πιο πολύ.
Μια μέρα ξέσπασαν αναταραχές. Κανείς δεν καταλάβαινε τι γινόταν μέχρι που εμφανίστηκε μια ομάδα ανθρώπων με στρατιωτικές στολές που τους ενημέρωνε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τον καταυλισμό. -Τι συμβαίνει πάλι; Ρωτούσαν όλοι σαστισμένοι. -Το κράτος αποφάσισε να κλείσει τους καταυλισμούς και αναγκαστικά πρέπει να πάτε αλλού, τους διέταξαν οι άντρες με τις στολές. -Πού θα πάμε; τι θα απογίνουμε; -Αν φτάσετε στην θάλασσα και έχετε ακόμη χρήματα, θα βρείτε σίγουρα τρόπο να σωθείτε. Υπάρχουν πολλοί «καλοί Σαμαρείτες» που θα σας βοηθήσουν να περάσετε την θάλασσα, με το αζημίωτο βέβαια.
Μετά από αρκετές μέρες περπάτημα έφτασαν στην παραλία. Εκεί συνάντησαν και τον Γιασέμ. Τόσο καιρό περίμενε πότε θα έρθει η σειρά του, για να περάσει απέναντι. Και η ώρα έφτασε. Τα τρία παιδιά χωρίς άλλη επιλογή μπήκαν σε μια παλιά και χιλιομπαλωμένη βάρκα. Η θάλασσα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν άγρια και φουρτουνιασμένη. Για μια στιγμή ο Γιασέμ έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο νερό. Προσπάθησε να κολυμπήσει όμως δεν τα κατάφερνε γιατί ήταν αρκετά κουρασμένος. Το μόνο που του ερχόταν στο μυαλό ήταν η μητέρα του.
Άνοιξε τα μάτια του και είδε ένα χέρι να βυθίζεται στο νερό και να τον τραβάει στην επιφάνεια. Ξάφνου πάνω στην βάρκα είδε δίπλα του την Νιβάμα. Τον πήρε αγκαλιά και αποκοιμήθηκε.
Μετά από το πολύωρο και κουραστικό ταξίδι, βγήκαν σε μια ακτή, στην οποία βρίσκονταν και άλλοι πρόσφυγες. Ο Γιασεμ όταν συνήλθε, άρχισε να ψάχνει την Νιβάμα ,δεν την έβρισκε όμως πουθενά. Τοτε γύρισε και ρώτησε τους φίλους του μήπως αυτοί την είχαν δει.
Τα δύο παιδιά με ανήσυχο ύφος του απάντησαν ότι δεν γνώριζαν καμία Νιβάμα. Ο Γιασέμ δεν σταμάτησε, έψαξε παντού. Έπρεπε να βρει πάση θυσία τη γυναίκα που του έσωσε τη ζωοτόμος τίποτα δεν κατάφερε… σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε... Στο τέλος άρχισε και αυτός να αναρωτιέται αν υπήρξε ποτέ η Νιβάμα ή την φαντάστηκε… Αυτό το ερώτημα δεν του το απάντησε ποτέ, κανείς.
Πλήθος κόσμου μαζεύτηκε στην παραλία φέρνοντας ρούχα, φαγητό και μια ζεστή αγκαλιά για όλους αυτούς τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους.
Οι τρείς φίλοι ένιωσαν για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ασφάλεια και ελπίδα για το μέλλον τους. Ίσως αυτό το μέρος τελικά να ήταν το τελευταίο τους σπίτι.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ Μαθητές / Μαθήτριες: Α'ι'λένη Νικολέτα, Αννουσάκη Άννα Μαρία, Αρναουτίδης Μιχάλης, Βαρδουλάκη Ανδριάνα, Καμπούλα Ερίσα, Καραχάλιου Παναγιώτα, Κονοσίδης Άρης, Κοσμάς Νίκος, Κουμαδωράκη Μικαέλα, Κουνδουράκης Νίκος, Ξανθουδάκη Αριστέα, Ξανθουδάκη Γεωργία, Ομέρι ΈγκλιΠετράκη Βάσω,Γκρισέλντα Σάλλα, Μαριλένα Τρακάκη, Ευτύχης Χουμαδάκης, Σφηναρολάκης Στέλιος,Ιωάννα Σαριδάκη, Κλέβι Τσότα, Στέλλα Ποντικάκη, Νίκος Τσισκάκης, Εσμεράλντα Μπίσκου, Σφηναρολάκης Δημήτρης, Κατερίνα Συμπόνη Εκπαιδευτικός: Σαμαρά Λουκία